ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Έλαβα, παιδί μου, την επιστολή σου, και είδα σ’ αυτή την ανησυχία σου.

Όμως μη λυπάσαι, παιδί μου. Μην ανησυχείς τόσο. Και αν πάλι έπεσες, πάλι σήκω. Ονομάσθηκες ουρανοδρόμος. Δεν είναι, παράξενο να σκοντάφτει εκείνος που τρέχει. Μόνον χρειάζεται να έχει υπομονή και μετάνοια κάθε στιγμή.

Βάζε λοιπόν μετάνοια συνεχώς, όταν σφάλεις, και μη χάνεις καιρό. Γιατί, όσον αργείς να ζητήσεις συγχώρηση, τόσον δίνεις άδεια στον πονηρό να απλώνει μέσα σου ρίζες. Μην τον αφήνεις να αποκτά δικαιώματα εις βάρος σου.

Λοιπόν μην απελπίζεσαι όταν πέφτεις, αλλά αφού σηκωθείς πρόθυμα βάζε μετάνοια λέγοντας· – Συγχώρησέ με, Χριστέ μου, άνθρωπος είμαι και ασθενής.

Δεν είναι εγκατάλειψη αυτό. Αλλά, επειδή έχεις ακόμα μεγάλη υπερηφάνεια κοσμική, κενοδοξία πολλή, σε αφήνει ο Χριστός μας να σφάλλεις, να πέφτεις. Να μαθαίνεις κάθε μέρα αισθητά την αδυναμία σου και να υπομένεις τους φταίχτες. Να μην κατακρίνεις τους αδελφούς, εάν σφάλλουν, αλλά να τους υπομένεις.

Ώστε, όσες φορές πέφτεις, πάλι να σηκώνεσαι, και αμέσως να ζητάς τη συγχώρηση.

Μην αφήνεις λύπη στην καρδιά σου. Διότι η χαρά του πονηρού είναι η λύπη, η αθυμία, από την οποία γεννιούνται πολλά και με τα οποία γεμίζει πικρία η ψυχή αυτού που τα έχει. Ενώ η διάθεση του μετανοούντος λέει: «Ήμαρτον, συγχώρησον, Πάτερ»! Και διώχνει τη λύπη. «Μήπως, λέει, δεν είμαι άνθρωπος ασθενής; Λοιπόν, τι πρέπει να κάνω»; Πράγματι, παιδί μου, έτσι είναι. Έχε θάρρος.

Μόνον όταν έλθει η χάρις του Θεού, τότε στέκει στα πόδια του ο άνθρωπος. Αλλιώς, χωρίς χάρη, πάντοτε παρασύρεται και πάντοτε πέφτει. Να έχεις ανδρεία λοιπόν και μη φοβάσαι καθόλου.

Είδες πώς υπέμεινε τον πειρασμόν ο αδελφός που γράφεις; Το ίδιο κάνε και συ. Απόκτησε γενναίο φρόνημα στους πειρασμούς που έρχονται εναντίον σου. Πάντως θα έλθουν. Έχεις ανάγκη απ’ αυτούς. Γιατί αλλιώς δεν καθαρίζεσαι. Άφησε τι λέει η ακηδία και η ραθυμία σου. Μην τους φοβάσαι. Καθώς με τη χάρη του Θεού πέρασαν οι προηγούμενοι, έτσι θα περάσουν και αυτοί, αφού κάνουν το έργο τους.

Φάρμακα είναι οι πειρασμοί και βότανα ιατρικά, που θεραπεύουν τα πάθη τα φανερά και τις αόρατες πληγές μας.

Έχε λοιπόν υπομονή για να κερδίζεις καθημερινά, να αποταμιεύεις μισθό, ανάπαυση και χαρά στην ουράνια Βασιλεία. Γιατί έρχεται νύχτα, δηλ. ο θάνατος, που τότε κανείς πλέον δεν μπορεί να εργασθεί. Γι’ αυτό τρέξε. Είναι λίγος ο καιρός.

Γνώριζε δε και αυτό· ότι καλλίτερα είναι μια ημέρα ζωής γεμάτη νίκες με βραβεία και στεφάνια, παρά χρόνια πολλά και να ζεις με αμέλεια. Γιατί μιας ημέρας αγώνας με γνώση και αίσθηση ψυχής, ισχύει για πενήντα χρόνια κάποιου άλλου, χωρίς γνώση αλλά που αγωνίζεται με αμέλεια.

Χωρίς αγώνα και χωρίς να χύσεις αίμα μη περιμένεις να ελευθερωθείς από τα πάθη. Αγκάθια και τριβόλια φυτρώνει η γη μας μετά την παράβαση. Πήραμε εντολή για κάθαρση· αλλά με πόνο πολύ, με ματωμένα χέρια, και με πολλούς αναστεναγμούς ξεριζώνονται. Κλάψε λοιπόν, χύσε δάκρυα ποταμούς, και μαλακώνει η γη της καρδιάς σου. Και, αφού το χώμα βραχεί, εύκολα ξεριζώνεις τα αγκάθια.

("Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας", εκδ, Ι.Μ. Φιλοθέου, Άγ. Όρος, σελ. 127-129)

«Όταν ο άγιος μετέβαινε κάποτε στην πατρίδα του, στο πατρικό του σπίτι, και έφθασε στον μεγάλο ποταμό της Βιθυνίας, τον Γάλλο, βλέπει στην όχθη να στέκεται ένας αλιεύς που ψάρευε ψάρια με το καλάμι και το δίχτυ. Μόλις τον είδε λοιπόν ο άγιος, τον ερώτησε αν έχει ψάρια να του πωλήση. Αυτός απήντησε «ενώ κοπίασα πολύ από βαθιά χαράγματα, τίμιε πάτερ, έως τώρα που, όπως βλέπεις, είναι ενάτη ώρα της ημέρας, δεν έπιασα κανένα απολύτως είτε να φάγω εγώ ο ίδιος είτε να πωλήσω σε άλλον. Και ο άγιος "ρίξε το αγκίστρι στο όνομά μου και ό,τι πιάσεις με την βοήθεια του Θεού θα το πάρω εγώ και συ θα λάβης από εμέ αργυρό νόμισμα για την τιμή του ψαριού". Ο αλιεύς λοιπόν πετά το αγκίστρι όσο γρηγορότερα μπορούσε προς το μέσο του ποταμού, και — ω Χριστέ, τι θαύματα και τι δύναμη έχουν οι άγιοί σου! — χωρίς να περιμένη καθόλου, το σήκωσε με το χέρι και ανέσυρε από εκεί μεγάλο ψάρι. Μόλις δε ο αλιεύς ανελπίστως είδε το μεγάλο ψάρι που ψάρεψε, το λαμβάνει και το φυλάγει κάτω από το ένδυμά του. Λέγει ο άγιος "πάρε τα χρήματα που συμφωνήσαμε και δώσε μου το ψάρι που αλίευσες στ’ όνομά μου". Αυτός όμως απαντά: "το χρεωστώ στον τάδε πατρίκιο και δεν το πωλώ". Ο δε άγιος αντιλαμβανόμενος από αυτό την κακία και την αδικία της ψυχής του, τον εγκατέλειψε και πηγαίνοντας λίγο μακρύτερα καταράσθηκε την αδικία και αμέσως το ψάρι ξέφυγε από το ένδυμα και πηδώντας ψηλά εξακοντίσθηκε στη μέση του ποταμού και αφήνει τον αγνώμονα όπως πρώτα αδειανό» (τ. 19Α, σελ. 253-255).

«Και εάν κάποιος σου αφαιρέσει χρυσό ή κάτι άλλο λαθραία ή φανερά, δανειζόμενος τυχόν ή αρπάζοντάς το, έπειτα δεν θελήσει να σου το δώσει, κακοπραγώντας ή εξ αιτίας φτώχειας, κι εσύ δεν το υποφέρεις με ευχαρίστηση και αμνησικακία, αλλά σύρεις εκείνον που το άρπαξε στα δικαστήρια και μισθώσεις συνηγόρους, ζητώντας βοήθεια από τους ανθρώπους, και παρουσιάζεσαι στο δικαστήριο στενοχωρούμενος, λυπούμενος, οδηγώντας και σύροντας τον αδελφό σε δίκη, χρησιμοποιώντας όρκους και ψευδορκίες και αναγκάζοντάς τον να ορκίζεται και να επιορκεί και να ψεύδεται, πράγμα που είναι χειρότερο όλων των άλλων, και μαζί μ’ αυτά τον παραδώσεις στις φυλακές και ενεργείς και πράττεις τα πάντα, ώστε να λάβεις όσα σου χρωστάει, πώς δεν είσαι φανερώς πολέμιος και του εαυτού σου;» (τ. 19Γ, σ. 219).

«και σ’ εκείνον που θέλει να δικασθεί με σένα και να λάβει τον χιτώνα σου να του αφήνεις και το ιμάτιο, κι όχι μόνο αυτό, αλλά να προσφέρεις και την ίδια σου την ζωή στο θάνατο για την εντολή του Θεού, όταν δικάζεις για χαμένα χρήματα, παραβαίνοντας την προσταγή του Θεού, λυπούμενος, στενοχωρούμενος, και ρίχνοντας τον αδελφό σου στις φυλακές, δεν είσαι ολοφάνερα μανιακός, παροργίζοντας και πολεμώντας τον Θεό και αποστερώντας τον εαυτό σου από την αιώνια ζωή;» (τ. 19Γ, σ. 221).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

«Αποκείρεται (κάμει την κουρά ο Συμεών) από αυτόν όχι μόνο τον εξωτερικό αλλά και τον εσωτερικό άνθρωπο, και ονομάσθηκε Αρσένιος» (τ. 19Α, σ. 107).

«Εσύ που φεύγεις τον κόσμο, κύτταξε να μη δώσης από την αρχή την ψυχή σου σε παράκληση να εγκατασταθής σ’ αυτόν, έστω και αν όλοι οι συγγενείς και φίλοι σε αναγκάζουν να το πράξης. Τούτο το υποβάλλουν οι δαίμονες, για να σβήσουν την θέρμη της καρδιάς σου· διότι και αν δεν μπορέσουν να εμποδίσουν τελείως την πρόθεσί σου, οπωσδήποτε θα την καταστήσουν χαυνότερη και ασθενέστερη. Όταν ευρεθής ανδρείος και ασυγκίνητος απέναντι σε όλα τα ευχάριστα του βίου, τότε οι δαίμονες, μεταστρέφοντας δήθεν σε συμπάθεια τους συγγενείς, τους κάνουν να κλαίουν και να θρηνούν για σένα ενώπιόν σου. Θα καταλάβεις ότι τούτο είναι αληθινό, όταν εσύ μεν μείνης αμετάστροφος και σ’ αυτήν την επίθεση, τους δε συγγενείς δεις να εξάπτονται ξαφνικά σε μανία και μίσος εναντίον σου, να σε αποστρέφονται σαν εχθρό και να μη θέλουν να σε βλέπουν. Βλέποντας την θλίψι που δοκιμάζουν για σένα οι γονείς και οι αδελφοί και οι φίλοι, να γελάς για τον δαίμονα που ποικιλοτρόπως υποκινεί να γίνονται αυτά εναντίον σου» (τ. 19Α, σ. 401).

«Πολλοί μακάρισαν τον ερημικό βίο, άλλοι τον μικτό, δηλαδή τον κοινοβιακό, άλλοι δε το να κυβερνούν λαό, να νουθετούν, να διδάσκουν και να διοικούν εκκλησίες· από αυτά τα λειτουργήματα πολλοί διατρέφονται ποικιλοτρόπως, σωματικώς και ψυχικώς. Εγώ όμως δεν προέκρινα των άλλων κανένα από αυτούς ούτε θα θεωρούσα τον ένα άξιο επαίνου και τον άλλον άξιο ψόγου, αλλά σε κάθε περίπτωση και σε όλα τα έργα και τις πράξεις παμμακάριστος είναι ο βίος για τον Θεό και κατά τον Θεό» (τ. 19Α, σ. 515).

«Όσο οι ζώντες ανάμεσα στον κόσμο και καθαρεύοντες στις αισθήσεις και στις καρδιές από κάθε πονηρή επιθυμία, είναι επαινετοί και μακάριοι, τόσο οι διάγοντες στα όρη και τα σπήλαια, αν ποθούν τους επαίνους και μακαρισμούς και την δόξα των ανθρώπων, είναι ψεκτοί και καταφρονητέοι· διότι για τον Θεό που ερευνά τις καρδιές μας θα είναι σαν μοιχοί. Πραγματικά όποιος επιθυμεί ν’ ακουστεί ο βίος του και το όνομα και η πολιτεία του στον κόσμο, απομακρύνεται από τον Θεό και πορνεύει, όπως λέγει ο Δαβίδ, κατά το παλαιό παράδειγμα του λαού των Ιουδαίων» (τ. 19α, σ. 517).

«Εάν, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο, ήρθες να καρείς και να γίνεις μοναχός, επειδή σκέφθηκες μόνον να τρώγεις και να πίνεις μαζί με τους εδώ αδελφούς, ευρίσκοντάς τα όλα έτοιμα δήθεν από μόνα τους, άκουσε, και εγώ θα σου ειπώ όσα πρόκειται να συναντήσεις. Πρώτα, που είναι και το πιο σημαντικό, γνώριζε ότι δεν συμφιλιώθηκες με τον Θεό ούτε έγινες οικείος του, αλλ’ έχεις θεωρηθεί εχθρός και επίβουλος αυτού. Και πώς δεν είσαι επίβουλος αυτού, όταν άλλα σκέφτεσαι στην καρδιά σου και άλλα υπόσχεσαι μπροστά σ’ όλους, και πιστεύεις ότι θα διαφύγεις την προσοχή του αλάθητου Θεού; Εκείνος χωρίς εξαίρεση δίνει προς όλους την εντολή λέγοντας, «μη μεριμνήσετε για την αυριανή ημέρα, τι θα φάτε, ή τι θα πιείτε ή τι θα φορέσετε», ενώ εσύ γι’ αυτόν τον λόγο εκάρης μοναχός, δηλαδή μόνο για να είσαι αδελφός και να μετέχεις στα αποκτήματα και στα πράγματα, τα οποία ίσως, αν ήσουν στον κόσμο, δεν θα αποκτούσες. Ο απόστολος συμβουλεύει λέγοντας, «όταν έχομε τροφές και σκεπάσματα σ’ αυτά ν’ αρκούμαστε», εσύ αντίθετα, επειδή ούτε στην κάλυψη αυτής της ανάγκης δεν αρκείσαι, κλέβεις και οικειοποιείσαι τα πράγματα της μονής» (τ. 19Γ, σ. 347).

«(τι θα απολογηθώ στην Κρίση;) Ότι εγκαταλείψαμε τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου; Αλλ’ αυτά δεν τα μισήσαμε με όλη την ψυχή μας. Διότι αυτό είναι η αληθινή αναχώρηση από τον κόσμο και από τα πράγματα του κόσμου, το να μισήσεις δηλαδή μετά την φυγή σου από τον κόσμο και ν’ αποστραφείς τα του κόσμου» (τ. 19Γ, σ. 465).

«Αδελφέ, να θεωρείς ότι αυτή λέγεται τέλεια αναχώρηση από τον κόσμο, η ολοκληρωτική δηλαδή απονέκρωση του θελήματός σου» (Συμεών Ευλαβής), (τ. 19Γ, σ. 509).

«Πρέπει όμως ν’ αποβάλλεις και το ίδιο το φρόνημα της σάρκας, όπως πριν από λίγο τους χιτώνες, και σύμφωνα με τη στολή, που ντύθηκες για τον Χριστό, ν’ αποκτήσεις τους τρόπους της ψυχής και κυρίως το πνευματικό σου φρόνημα. Και ακόμα να ντυθείς τον φωτεινό χιτώνα με τη μετάνοια, ο οποίος είναι το ίδιο το Πνεύμα το άγιο. Και αυτό δεν γίνεται αλλιώς, παρά με την επίμονη εργασία των αρετών και την υπομονή των θλίψεων. Διότι, όταν θλίβεται η ψυχή από τους πειρασμούς κινείται σε δάκρυα, και τα δάκρυα τότε, καθαρίζοντας την καρδιά, την κάμνουν ναό και οικητήριο του αγίου Πνεύματος. Διότι για τη σωτηρία και την τελειότητα δεν αρκεί μόνο η περιβολή του σχήματος και ο εξωτερικός στολισμός του σώματος, αλλ’ είναι ανάγκη να στολίσουμε, όπως τον εξωτερικό, έτσι και τον εσωτερικό μας άνθρωπο με την περιβολή του αγίου Πνεύματος και να θυσιάσουμε τελείως τους εαυτούς μας κατά την ψυχή και το σώμα στον Θεό» (τ. 19Δ, σελ. 55-57).

«Κάποιος με το όνομα Γεώργιος (ο Συμεών), όντας νέος στην ηλικία (περίπου είκοσι ετών) και κατοικώντας στην Κωνσταντινούπολη στα χρόνια τα δικά μας, … γνωρίσθηκε με κάποιον άγιο μοναχό, που ζούσε σε ένα από τα μοναστήρια της πόλεως. Αφού απέθεσε σ’ αυτόν τα της ψυχής του, έλαβε απ’ αυτόν μικρή εντολή μόνο για υπόμνηση. Ο νέος αυτός ζήτησε να λάβει βιβλίο απ’ αυτόν, που να περιέχει διηγήματα για την πολιτεία των μοναχών και για την πρακτική τους άσκηση, και ο γέροντας του δίνει το βιβλίο του Μάρκου του μοναχού, που διδάσκει για τον πνευματικό νόμο. Αφού το έλαβε ο νέος αυτό σαν σταλμένο από τον ίδιο τον Θεό και ελπίζοντας ότι θα κερδίσει απ’ αυτό κάτι το μεγάλο, το διάβασε ολόκληρο με πόθο και προσοχή. … Αφού λοιπόν πληγώθηκε με την αγάπη αυτού και την επιθυμία, ζητούσε με ελπίδα το πρώτο και μη φαινόμενο κάλλος. Όπως με βεβαίωσε με όρκους, δεν έκαμε τίποτε άλλο, παρά μόνο εκτελούσε κάθε βράδυ τη μικρή εντολή που του δόθηκε από τον άγιο εκείνο γέροντα και έπειτα κοιμόταν επάνω στην κλίνη. Όταν λοιπόν η συνείδηση του έλεγε, ‘Κάνε οπωσδήποτε και άλλες μετάνοιες και πρόσθεσε και άλλους ψαλμούς, και λέγε περισσότερο το "Κύριε, ελέησον", διότι μπορείς’, υπάκουε σ’ αυτήν με προθυμία και χωρίς δισταγμό, σαν να λεγόταν αυτό από τον ίδιο τον Θεό έτσι τα έκαμνε όλα. Και από τότε δεν κοιμήθηκε ποτέ με τη συνείδηση να τον ελέγχει και να του λέγει ‘Γιατί δεν το έκανες αυτό;’. Ακολουθώντας λοιπόν αυτήν χωρίς παράλειψη και ενώ εκείνη ημέρα με την ημέρα πρόσθετε και άλλα λόγια, σε λίγες ημέρες αυξήθηκε πολύ η εσπερινή ακολουθία. Την ημέρα βέβαια φρόντιζε την οικία κάποιου πατρικίου και μετέβαινε καθημερινά στο παλάτι, μεριμνώντας για όσα αρμόζουν στον βίο, και για το λόγο αυτό δεν γίνονταν φανερά τα πραττόμενα σε κανένα άνθρωπο. Γι’ αυτό κάθε εσπέρα χύνονταν δάκρυα από τα μάτια του και έκαμνε συχνότερα γονυκλισίες πέφτοντας με το πρόσωπο στη γη, έχοντας κολλημένα και αμετακίνητα τα πόδια του μεταξύ τους σε στάση, και διάβαζε ευχές προς την Θεοτόκο με πόνο, με δάκρυα και στεναγμούς και, σαν να ήταν παρών ο Κύριος σωματικώς, έτσι έπεφτε στα άχραντα πόδια του και ζητούσε ως τυφλός να ελεηθεί και ν’ αναβλέψει ψυχικά. Και ενώ η προσευχή αυξανόταν κάθε εσπέρα, διαρκούσε μέχρι το μεσονύκτιο, χωρίς καθόλου να κυριεύεται από χαύνωση ή αδιαφορία κατά την ώρα της προσευχής …χωρίς να έκανε ο νέος εκείνος περισσότερα, παρά μόνο εκείνα που άκουσε, με ορθή πίστη και αδίστακτη ελπίδα. … Αλλά, αφού ο νεανίας εκείνος απέρριψε κάθε άλλη εμπαθή και φιλήδονη σκέψη, τόσο πολύ φρόντιζε, όπως ορκιζόταν, για τα λεγόμενα από την συνείδησή του, ώστε να συμπεριφέρεται με αναισθησία προς όλα τα άλλα αισθητά πράγματα του βίου χωρίς να παίρνει ούτε και τη βρώση και την πόση με ηδονή ή συχνότερα. Ακούσατε, αδελφοί μου, πόσα κατορθώνει η πίστη στο Θεό που βεβαιώνεται με έργα; Αντιληφθήκατε ότι ούτε η νεότητα είναι απόβλητη ούτε τα γηρατειά ωφέλιμα, εάν δεν υπάρχει σύνεση και φόβος Θεού; Μάθατε ότι δεν μας εμποδίζει το κέντρο της πόλεως να εκτελούμε τις εντολές του Θεού, εάν είμαστε δραστήριοι και επάγρυπνοι, ούτε ωφελεί η ησυχία ή η αναχώρηση από τον κόσμο, εάν δείχνουμε ραθυμία και αδιαφορία; …Ενώ ήταν προσκολλημένος μόνο στα του κόσμου και έβλεπε μόνο τα πρόσκαιρα και ο νους του ποτέ δεν φαντάσθηκε κάτι υψηλότερο από τα γήινα …μόνο άκουσε γι’ αυτά και αμέσως πίστεψε, και τόσο πολύ, ώστε να επιδείξει και έργα που αρμόζουν στην πίστη, με τα οποία, αφού έλαβε φτερά η διάνοιά του, έφθασε στους ουρανούς και τη Μητέρα του Χριστού προσείλκυσε σε συμπάθεια και εξιλέωσε το θείο με την πρεσβεία εκείνης και κατέβασε μέχρι τον εαυτό του τη χάρη του Πνεύματος, και αυτή τον ενίσχυσε να φθάσει μέχρι τον ουρανό και τον αξίωσε να δει φως, το οποίο όλοι επιθυμούν και πολύ λίγοι το κατορθώνουν.… Διότι η αγάπη του ζητουμένου τον οδήγησε έξω από τον κόσμο και τη φύση και από όλα τα πράγματα, και τον κατεργάσθηκε όλον του Πνεύματος και φως. Και όλα αυτά αν και κατοικούσε μέσα στην πόλη και διαχειριζόταν οίκο και φρόντιζε για ελεύθερους και δούλους και έκαμνε και ενεργούσε όλα όσα αρμόζουν στον βίο» (τ. 19Δ, σελ. 251-259).

«Όποιος άρχισε να πράττει τα καλά με αδίστακτη πίστη και ολόψυχη πρόθεση και να αισθάνεται την ωφέλεια που απορρέει από αυτά, αυτός θα γνωρίσει από μόνος του, ότι μέγα εμπόδιο, σε όσους προτιμούν να ζουν κατά Θεό, είναι η μέριμνα του κόσμου και η διαβίωση μέσα σ’ αυτόν» (τ. 19Δ, σ. 265).

«Πρόσεχε μόνο τον εαυτό σου και το εργόχειρό σου, όποιο και αν είναι αυτό» (τ. 19Δ, σ. 319).

«Μη λοιπόν καθίσεις, αγαπητέ, μαζί με αργόλογους ούτε να πεις, ‘Ας ακούσω κι εγώ τι λέτε’, αλλά, όπως λέχθηκε, κάνε μετάνοια και φύγε. Φύλαξε τη σιωπή και την ξενιτειά· την σιωπή λέγοντας στον εαυτό σου, ‘Τι καλό έχω εγώ για να πω, όντας ολόκληρος βόρβορος και μωρός, και όχι μόνο αυτό, αλλά και ξένος και ανάξιος να μιλώ και να ακούω ή να συναριθμούμαι με τους ανθρώπους;’· την ξενιτειά πάλι και την αποχή από όλους με το να σκέπτεσαι αυτά και να λες στον εαυτό σου, ‘Ποιος είμαι εγώ ο απορριμμένος και ευτελής, ο άσημος και φτωχός, που θα εισέλθω στο κελλί κάποιου; δεν θα με αποστραφεί μόλις με δει ως βδέλυγμα; άραγε δεν θα πει, Γιατί ήλθε σε μένα αυτός ο μιαρός για να μολύνει το κελλί μου;’. Τοποθέτησε μπροστά στους οφθαλμούς σου τις αμαρτίες σου, και πες τα αυτά όχι με τα άκρα των χειλέων, αλλά από την ψυχή» (τ. 19Δ, σ. 321).

«Εάν διατάχθηκες να διακονείς, παραστάσου σαν στον Χριστό και όχι σε ανθρώπους, διακονώντας τους όλους με ειλικρινή διάθεση και αγάπη, σαν να διακονείς αγίους, ή καλύτερα όπως είπαμε, τον ίδιο τον Χριστό, αγκαλιάζοντας τον καθένα τους με την ψυχή και παρέχοντάς τους με την αγάπη όλον σου τον εαυτό εκ προθέσεως, έχοντας τη βεβαιότητα ότι με τη διακονία σου προς αυτούς θα καρπωθείς αγιασμό» (τ. 19Δ, σελ. 321-3).

«Ο μοναχός που αποχωρίστηκε τον κόσμο κι αδιάκοπα συνομιλεί με μόνο το Θεό, βλέπει το Θεό κι ο Θεός τον βλέπει, τότε αγαπά κι ανταγαπιέται κι όπως φωτίζεται άρρητα γίνεται φως» (τ. 19Ε, σ. 77, στιχ. 1-4).

«Ποιος δε θα με κλάψει και σφοδρά δε θα πενθήσει, που ενώ απ’ τον κόσμο έφυγα και τα δικά του, τα αισθήματα δεν εγκατέλειψα του κόσμου; Έχω περιβληθεί των μοναχών το σχήμα κι ως κοσμικός τα κοσμικά αγαπώ, δόξα και πλούτο και ηδονές και τέρψεις. Το σταυρό του Χριστού πάνω στους ώμους μου σηκώνω μα να υποφέρω του σταυρού τις ταπεινώσεις αρνιέμαι ολότελα, καθόλου δεν τις θέλω, αλλά με τους επιφανείς θέλω ν’ ανακατεύομαι και να συνδοξαστώ μ’ αυτούς επιθυμώ» (τ. 19Ε, σ. 371, στιχ. 344-355).

«Μα σαν ενώθης με το Θεό και βασιλιά, δεν είσαι μόνος, αλλά στον αριθμό μετριέσαι των αγίων, αγγέλων ομοδίαιτος, συγκάτοικος δικαίων κι όλων στον ουρανό όσοι ζουν συγκληρονόμος γνήσιος. Πώς είναι μοναχός λοιπόν αυτός που ζει εκεί πάνω, όπου των οσίων ο χορός είναι και των μαρτύρων, όπου ο χορός των προφητών, των θείων αποστόλων, όπου είναι το αναρίθμητο το πλήθος των δικαίων, των ιεραρχών, των πατριαρχών, και των λοιπών αγίων; Μα όποιος φτάσει το Χριστό να ’χει ένοικό του μέσα, πέστε, πώς είναι δυνατόν να πούμε ότι είναι μόνος; Με το Χριστό μου είναι μαζί, ο Πατέρας και το Πνεύμα κι όποιος σαν με ένα με τους τρεις δεθεί, πώς είναι μόνος; Μόνος δεν είναι ο μοναχός με το Θεό ενωμένος, στην έρημο κι ας κάθεται κι ας ζει μέσα σε σπήλαιο» (τ. 19Ε, σ. 393, στιχ. 9-23).

«Αυτοί είναι οι γνήσιοι μοναχοί, που ζουν στη μοναξιά τους, που μόνοι είναι με το Θεό κι ο Θεός μ’ εκείνους μόνος» (τ. 19Ε, σ. 397, στιχ. 76-77).

«Κλεισμένο μέσα στο κελλί μου αφήστε με μονάχο, με το μόνο φιλάνθρωπο Θεόν αφήσετέ με, κάνετε πέρα, μακριά, μονάχο αφήσετέ με, για να πεθάνω εμπρός στο Θεό που μ’ έχει πλαστουργήσει. Την πόρτα ας μη χτυπήσει μου κανείς, ας μη φωνάξει, κανείς να μη μ’ επισκεφτεί από συγγενείς ή φίλους, κανείς το νου μου ελκύοντας ας μην τον αποσπάσει απ’ του Δεσπότη του καλού κι ωραίου τη θεωρία, ας μη μου φέρει φαγητό μήτε νερό κανένας! Μου φτάνει εμένα ο θάνατος με το Θεό κοντά μου, Θεό που είναι ελεήμονας και φίλος των ανθρώπων, οπού κατέβηκε στη γη αμαρτωλούς να σώσει και στη ζωή τη θεϊκή μαζί του να τους πάρει. Δε θέλω πια άλλο να θωρώ το φως αυτού του κόσμου, ούτε τον ήλιο ακόμα αυτόν μα κι όσα είναι του κόσμου, γιατί τον Κύριό μου θωρώ, το βασιλιά μου βλέπω» (τ. 19ΣΤ, σ. 19, στιχ. 1-16).

«Το μοναστήρι σαν νησί στη μέση της θαλάσσης οφείλουνε να κατοικούν κι ολόκληρος ο κόσμος να θεωρούν απάτητος γι’ αυτούς πώς έχει γίνει, σαν ένα χάσμα απέραντο που κυκλοτριγυρίζει όλο το μοναστήρι τους, ώστε μήτε απ’ τον κόσμο να ’ρχεται κάποιος στη μονή μήτε απ’ τη μονή-νήσο εκεί στον κόσμο να περνά και να κοιτά όλος πάθη ούτε και στην καρδιά ή στο νου τη μνήμη να ’χει τούτην, αλλά οφείλουν σαν νεκροί μπρος σε νεκρούς να στέκουν κι αναίσθητες τις αισθήσεις τους να ’χουν μπροστά σ’ εκείνους» (τ. 19ΣΤ, σ. 201, στιχ. 249-258).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

σπορά
Ωνόμασε ο Παύλος την ελεημοσύνη σπόρο, για να πάη αμέσως το μυαλό σου στην ανταπόδοσι. Αφού κατανοήσης το ποια είναι η συγκομιδή, θα μάθης, ότι παίρνεις περισσότερα από όσα δίνεις.
Ε.Π.Ε. 19,502
«Ιλαρός δότης»
Στο σημείο αυτό νομίζω, ότι «ιλαρόν» ονομάζει τον ανοιχτοχέρη. Αλλ’ ο απ. Παύλος το είπε έτσι με την έννοια της πρόθυμης προσφοράς.
Ε.Π.Ε. 19,502
προφάσεις
Προσπαθεί ο Παύλος να εξουδετερώση κάποια σκέψι, που στέκει εμπόδιο στη γενναιοδωρία, κάτι που και τώρα εμποδίζει πολλούς. Πολλοί φοβούνται να δώσουν ελεημοσύνη, λέγοντας: «Μήπως γίνω φτωχός, μήπως χρειαστώ άλλους;». Θέλοντας, λοιπόν, να εξουδετερώση το φόβο αυτό, προσθέτει την ευχή και λέει: «Κάθε ευεργεσία να είναι περίσσεια σε σας». Όχι απλώς να ικανοποιήση ο Θεός τις ανάγκες σας, αλλά με περίσσεια να σας δίνη.
Ε.Π.Ε. 19,504
αφειδώλευτα
Ας μην είμαστε τσιγγούνηδες, αλλά ας σπέρνουμε με απλοχεριά. Δεν βλέπεις πόσα δίνουν άλλοι στα θέατρα και στις πόρνες; Δώσε στο Χριστό τα μισά από όσα δίνουν εκείνοι στους χορευτές του δρόμου. Δώσε συ στους πεινασμένους τόσα, όσα από εγωισμό δίνουν εκείνοι στους θεατρίνους. Εκείνοι καλύπτουν με άφθονο χρυσό το σώμα των πορνών, και συ δεν καλύπτεις ούτε μ’ ένα φτηνό ρούχο τη σάρκα του Χριστού, αν και την βλέπης γυμνή.
Ε.Π.Ε. 19,504
και σπατάλη
Όταν σπαταλάς τα λεφτά σου τρώγοντας και πίνοντας και ασωτεύοντας, καθόλου δεν σκέπτεσαι, ότι θα φτωχύνης. Όταν όμως πρόκηται να βοηθήσης φτωχούς, τότε παριστάνεις τον φτωχότερο. Και όταν μεν συντηρής παράσιτους και κόλακες, τότε χαίρεσαι, σαν να αντλής από πηγές. Όταν όμως δης κάποιο φτωχό, τότε σε κυριεύει ο φόβος μήπως βοηθώντας τον καταντήσης εσύ πτωχός.
Ε.Π.Ε. 19,506
δικαιώνει και σώζει
«Δικαιοσύνη» εδώ ωνόμασε τη φιλανθρωπία. Διότι, όταν ξεχύνεται απλόχερα, εξαφανίζει σαν φωτιά τα αμαρτήματα και μας κάνει εναρέτους.
Ε.Π.Ε. 19,506
και ασωτία
Όταν σπαταλάς τα λεφτά σου τρώγοντας και πίνοντας και ασωτεύοντας, καθόλου δεν σκέπτεσαι, ότι θα φτωχύνης. Όταν όμως πρόκηται να βοηθήσης φτωχούς, τότε παριστάνεις τον φτωχότερο. Και όταν μεν τρέφης παράσιτους και κόλακες, τότε χαίρεσαι, σαν να αντλής από πηγές. Όταν όμως δης κάποιο φτωχό, τότε σε κυριεύει ο φόβος μήπως βοηθώντας τον καταντήσης εσύ πτωχός.
Ε.Π.Ε. 19,506
δεν συγκατοικεί με τη φιλαργυρία
Δεν μπορούν να συγκατοικούν η φιλαργυρία και η ελεημοσύνη. Έχουν ξεχωριστές σκηνές. Μη προσπαθής, λοιπόν, να ενώνης τα άμικτα. Αν θέλης να έχης τη βασίλισσα, την ελεημοσύνη, θα πετάξης την τυραννική φιλαργυρία. Διότι αυτή η βασίλισσα μας μεταβάλλει από δούλους, ελεύθερους· κάτι που δεν μπορεί η άλλη να το κάνη. Γι’ αυτό, όσο γίνεται πιο γρήγορα, να απομακρυνθούμε από τη φιλαργυρία, και να αγκαλιάσουμε την ελεημοσύνη.
Ε.Π.Ε. 19,514
με ευχαριστία
Απλότητα ονομάζει την απλοχεριά, που επιφέρει, με τα ανθρώπινα έργα, την ευχαριστία στο Θεό. Επομένως η ενέργεια αυτή δεν είναι μόνο ελεημοσύνη, αλλά και αιτία πολλής ευχαριστίας.
Ε.Π.Ε. 19,520
αιτία δοξολογίας στο Θεό
Όχι μόνο ικανοποιείτε τις ανάγκες των αγίων, αλλά τις ικανοποιείτε πλουσιοπάροχα. Τους προσφέρετε περισσότερα από όσα χρειάζονται. Έπειτα προσφέρετε ύμνο στο Θεό, αφού Τον υμνούν για την υποταγή σας στην ομολογία του ευαγγελίου.
Ε.Π.Ε. 19,520
απόδειξις ευαγγελικής πορείας
Εκτελείτε τις εντολές του ευαγγελίου. Και απόδειξις αυτού είναι, ότι ελεείτε με τόση απλοχεριά.
Ε.Π.Ε. 19,520
όχι πολυτελής στην εμφάνισι
Ο ελεήμων δεν φοράει μεγαλοπρεπή χιτώνα, ούτε περιφέρει αστραφτερά κουδούνια, ούτε έχει στο κεφάλι στεφάνι, αλλά περιβάλλεται τη στολή της φιλανθρωπίας.
Ε.Π.Ε. 19,526
για όλους και δημόσια!
Στα αγία των αγίων μπαίνει ο ιερεύς. Μπορείς και συ, κάνοντας τη θυσία της ελεημοσύνης, να μπης σε ιερώτερο χώρο, όπου δεν υπάρχει κανένας, παρά μόνο ο Πατέρας· Εκείνος, που σε βλέπει κρυφά, εκεί που κανένας άλλος δεν σε βλέπει. Μα πώς είναι δυνατόν, λέει, να μη σε βλέπη κανένας, αφού το θυσιαστήριο, η ελεημοσύνη, γίνεται σε δημόσιο χώρο; Όταν κάτι δεν το κάνης για επίδειξι, ακόμα και αν σε βλέπη όλη η οικουμένη, δεν σε βλέπει κανένας, αφού εσύ δεν το έκανες για να σε δουν.
Ε.Π.Ε. 19,526
υποχρεωτική για όλους
Ο Χριστός για την παρθενία είπε: «Όποιος έχει τη δυνατότητα, ας την ακολουθήση». Δεν είπε όμως το ίδιο για τα χρήματα. Για όλους ισχύει το: «Όποιος έδωσε τα χρήματά τους στους φτωχούς, θα αμειφθή εκατονταπλασίονα».
Ε.Π.Ε. 19,610

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 172-175)

 

κυτίο ελεημοσύνης στο σπίτι
Κάνε το σπίτι σου εκκλησία. Κάνε το χρηματοκιβώτιό σου κουτί φιλανθρωπίας. Να γίνης φύλακας ιερών χρημάτων, αυτοχειροτόνητος οικονόμος των φτωχών. Η φιλανθρωπία σου δίνει ένα είδος ιερωσύνης.
Ε.Π.Ε. 18α,720
συνεχές κήρυγμα
Λένε, ότι μιλώντας σας για ελεημοσύνη προσπαθούμε να σας παρασύρουμε στο δικό μας συμφέρον, με πρόσχημα τους φτωχούς· κάτι τέτοιο είναι άξιο όχι μόνο ντροπής, αλλά και χιλιάδων κεραυνών. Και όσοι ενεργούν έτσι, δεν είναι άξιοι ούτε να ζουν... Δώστε στους φτωχούς! Δεν θα σταματήσω να σας το λέω. Και αν δεν δίνετε, θα συνεχίσω να είμαι για σας σκληρός κατήγορος.
Ε.Π.Ε. 18α,722
και κενοδοξία
Σε κάθε περίπτωσι πρέπει ν’ αποφεύγης την κενοδοξία, πολύ όμως περισσότερο στην περίπτωσι της ελεημοσύνης. Άλλωστε έτσι δεν γίνεται ελεημοσύνη, αλλά γίνεται επίδειξις και σκληρότητα.
Ε.Π.Ε. 19,372
χάρις και σπουδή
Θέλει ο Παύλος να μιλήση στους Κορινθίους για την ελεημοσύνη. Και για να μην υπερηφανεύωνται καλεί την ελεημοσύνη χάρι. Διηγούμενος τα κατορθώματα των άλλων, με τους επαίνους των άλλων, κινεί και τη δική τους φιλοτιμία προς ελεημοσύνη.
Ε.Π.Ε. 19,436
με προθυμία
Λέγεται ελεημοσύνη η πράξις, όταν γίνεται με προθυμία, όταν γίνεται χωρίς τσιγγουνιά, όταν νομίσης ότι παίρνεις και όχι ότι δίνεις, ότι εσύ ευεργετείσαι και ότι κερδίζεις και δεν χάνεις... Άφησε την ελεημοσύνη να είναι ελεημοσύνη και όχι συναλλαγή.
Ε.Π.Ε. 19,446
ανώτερη από το χάρισμα
Μεγάλο δώρο του Θεού το να ελεούμε. Αυτό μας εξομοιώνει, όσο γίνεται, με το Θεό. Η ελεημοσύνη είναι σπουδαιότερο από του να ανασταίνη κανείς νεκρούς. Διότι είναι πολύ πιο σπουδαίο να δώσης τροφή στον πεινασμένο Χριστό, παρά να αναστήσης νεκρούς στο όνομα του Χριστού. Εδώ, σε τούτη τη ζωή, ευεργετείς εσύ το Χριστό, ελεώντας τους φτωχούς. Εκεί ο Χριστός θα ευεργετή εσένα.
Ε.Π.Ε. 19,446
χρημάτων και αρετών
Έχετε πολλά χρήματα εσείς; Έχουν εκείνοι αγνότητα ζωής και παρρησία στο Θεό. Δώστε τους, λοιπόν, από τα χρήματα, που σε σας μεν περισσεύουν, ενώ εκείνοι, οι φτωχοί, δεν έχουν. Και θα ωφεληθήτε από την παρρησία, που αυτοί μεν έχουν άφθονη, ενώ από σας λείπει τελείως.
Ε.Π.Ε. 19,458-460
τι φοβάσαι και δεν ελεείς;
Γιατί, λοιπόν, τρέμεις τη φτώχεια; Γιατί προσπαθείς να πλουτίσης; Φοβάμαι, λέει, μήπως και αναγκαστώ να χτυπήσω την πόρτα του συνανθρώπου μου και ζητιανέψω. Αυτό το ακούω πολλές φορές από προσευχομένους, που λένε: «Μη μ’ αφήσης ποτέ να έχω την ανάγκη των συνανθρώπων μου». Και γελάω πολύ σαν ακούω τέτοια. Διότι ο φόβος αυτός είναι παιδικός, αφού κάθε μέρα σε όλα, για να μιλήσω γενικά, έχουμε την ανάγκη ο ένας του άλλου.
Ε.Π.Ε. 19,462
ελεούμε, διότι ελεούμεθα
Θέλεις να σε ελεούν; Κάνε συ ελεημοσύνη. Θέλεις να σε συγχωρούν; Να συγχωρής. Θέλεις να μη σε κακολογούν; Να μη κακολογής κανένα. Θέλεις να σε επαινούν; Να επαινής πρώτα εσύ. Θέλεις να μη σε εκμεταλλεύωνται; Να μην άδικης εσύ. Είδες πώς έδειξε ο Κύριος (ζ' 12), ότι το καλό είναι μέσα στη φύσι μας και ότι δεν έχουμε ανάγκη εξωτερικών νόμων και δασκάλων;
Ε.Π.Ε. 19,468-470
με διαφάνεια
Αναζητήσαμε, λέει ο Παύλος, συνεργάτες εμπιστοσύνης και δεν αναθέσαμε τα πάντα σε ένα μόνο, για να μη μας υποπτευθή κανένας, και για να μη μας κατηγορήση καθόλου, δη τάχα εμείς παίρνουμε κάποιο ποσό από τα χρήματα που μας προσφέρονται. Γι’ αυτό στείλαμε ανεπιλήπτους, και όχι ένα μόνο, αλλά δυο και τρεις.
Ε.Π.Ε. 19,478
υπεράνω πάσης υποψίας
Τι μπορεί να εξισωθή με τον Παύλο; Και διάβολος να ήταν κανείς, δεν θα υποπτευόταν τον μακάριο εκείνο άνθρωπο σ’ αυτό το έργο του. Αλλ’ όμως, αν και ήταν μακριά από κάθε υποψία, ενεργεί το παν και αγωνίζεται, να μην αφήση την παραμικρή αμφιβολία σε όσους έχουν τη διάθεσι να βάλουν κάτι πονηρό στο μυαλό τους. Και προσπαθεί ν’ αποφύγη όχι μόνο τις κατηγορίες, αλλά και τις τυχόν επικρίσεις και την παραμικρή υπόνοια.
Ε.Π.Ε. 19,480
άκων
Όποιος προσφέρει χωρίς τη θέληση του ελεημοσύνη, αυτός προσφέρει πλεονεξία.
Ε.Π.Ε. 19,500
με προθυμία
Ζητάει ο απόστολος Παύλος να ενεργήσουν γρήγορα και απλόχερα και με προθυμία... Επειδή αντιμάχονται η προσφορά εξ ανάγκης με την προθυμία για ελεημοσύνη, και ο ένας που δίνει πολλά δυσανασχετεί πολλές φορές, ενώ ο άλλος δίνει λίγα για να μη στενοχωριέται, πρόσεχε, πως φροντίζει και για τους δυο με την πρέπουσα σύνεσι.
Ε.Π.Ε. 19,500

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 169-172)

 

μετά θάνατον
Οι τότε χριστιανοί, εν ζωή, πουλούσαν τα υπάρχοντά τους και τα πρόσφερναν στα πόδια των αποστόλων υπέρ των φτωχών. Συ όμως ούτε και μετά το θάνατό σου δεν δίνεις ένα μερίδιο υπέρ των φτωχών. Το καλύτερο βέβαια είναι να ελεής τους φτωχούς όσο ζης· αυτό έχει μεγάλη παρρησία. Αν όμως δεν θελήσης αυτό, τουλάχιστον όταν πεθάνης, κάνε κάτι γενναίο. Αυτό δεν είναι δείγμα αγάπης στο Χριστό, είναι πάντως αγάπη.
Ε.Π.Ε. 17,386
εν ζωή ν’ αφήνουμε σε φτωχούς
Σας παρακαλώ, όσο ζήτε, ν’ αφήνετε το μεγαλύτερο μερίδιο της περιουσίας σας στους φτωχούς. Αν όμως μερικοί είναι τόσο μικρόψυχοι, ώστε να μη αντέχουν κάτι τέτοιο, τουλάχιστον ας γίνουν από ανάγκη φιλάνθρωποι (αφήνοντας μετά θάνατον).
Ε.Π.Ε. 17,388
αφειδώλευτα
Δεν αρκεί να ελεή κανείς. Πρέπει να το κάνη γενναιόδωρα και με χαρούμενη διάθεσι. Όχι μόνο χωρίς λύπη, αλλά και με ευχάριστη διάθεσι. Δεν είναι το ίδιο πράγμα το να μη λυπάται κανείς και το να χαίρεται.
Ε.Π.Ε. 17,460
για το Θεό, για το διάβολο
Όταν ο Θεός λέη, «δώσε ελεημοσύνη και θα σου δώσω τη βασιλεία των ουρανών», εσύ δεν ακούς. Για το Διάβολο όμως, που σου δείχνει (στο θέατρο) φριχτά πράγματα, ακόμα και ένα καρφωμένο κεφάλι, είσαι γενναιόδωρος. Ρωτάς ακόμα, γιατί υπάρχει κόλασις; Μη ρωτάς, γιατί υπάρχη κόλασις. Να ρωτάς πώς υπάρχει μια μόνο κόλασις.
Ε.Π.Ε. 18,614
γενναιόδωρη
Ελεημοσύνη δεν είναι το να δώσης, αλλά το να προσφέρης γενναιόδωρα, χωρίς τσιγγουνιά.
Ε.Π.Ε. 18,616
ελεεί τον ελεούντα
Κάνε οικειοθελώς ελεημοσύνη. Έτσι θα έχης διπλό κέρδος. Και τους φτωχούς θα ευεργετής και τον εαυτό σου θα ωφελής, αφού είναι άγνωστη στους άλλους η ελεημοσύνη σου. Όσα λέμε για την ελεημοσύνη, δεν τα λέμε για να προσφέρης σε μας, αλλά για να διακονής εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου.
Ε.Π.Ε. 18,618
φειδωλή, σταγόνα από τον ωκεανό
Τι το όφελος, όταν είσαι πλούσιος και δίνεις για ελεημοσύνη τόσο λίγα, όσο από ένα πέλαγος να δίνη κανείς ένα κύπελλο νερό;
Ε.Π.Ε. 18,618
έργο της Εκκλησίας
Όταν εσείς μεν θησαυρίζετε στη γη και όλα τα μαζεύετε στα θησαυροφυλάκιά σας, η δε Εκκλησία είναι αναγκασμένη να δαπανά πολλά για τα πλήθη των χηρών και των παρθένων, για τις συμφορές των προσφύγων και των ξένων, για τους ταλαίπωρους τους φυλακισμένους, για πολλές άλλες τραγωδίες, τι πρέπει να κάνη;
Ε.Π.Ε. 18,622
και θεία Κοινωνία
Ο Χριστός εξίσου έδωσε το Σώμα Του σε όλους, ενώ εσύ ούτε το φυσικό ψωμί δεν μοιράζεις εξίσου. Τεμαχίστηκε ο άγιος Άρτος εξ ίσου για όλους. Για όλους εξ ίσου έλαβε σώμα και θυσιάστηκε Εκείνος.
Ε.Π.Ε. 18α,200
βαθμίδες της
Άλλοι μοίρασαν όλα τα υπάρχοντά τους, άλλοι φροντίζουν να έχουν μόνο όσα τους χρειάζονται και δεν ζητούν τίποτε περισσότερο από τα αναγκαία, άλλοι δίνουν όσα τους περισσεύουν.
Ε.Π.Ε. 18α,292
μπορούσε να τρέφη ο Θεός!
Γι’ αυτό έχει νομοθετήσει ο Θεός την ελεημοσύνη. Θα μπορούσε και χωρίς την ελεημοσύνη να διατρέφη τους φτωχούς. Αλλ’ έδωσε την ελεημοσύνη, για να συνδέση τους ανθρώπους με την αγάπη. Για να ζεσταίνη με την αγάπη ο ένας τον άλλον, άφησε να τρέφωνται οι φτωχοί από μας.
Ε.Π.Ε. 18α,354
μαζί με το δόγμα
Αφού τελείωσε το λόγο για τα δόγματα και επειδή πρόκειται να προχωρήση στην ηθική παραίνεσι, ανεβαίνει στην κορυφή των αγαθών, για να μιλήση για την ελεημοσύνη.
Ε.Π.Ε. 18α,716
όλοι, κανείς δεν εξαιρείται
Όχι απλώς ο τάδε και ο τάδε, αλλά καθένας, είτε φτωχός, είτε πλούσιος, είτε γυναίκα, είτε άνδρας, είτε δούλος, είτε ελεύθερος, όλοι θα εισφέρουν.
Ε.Π.Ε. 18α,720

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 167-169)

 

137. «Το παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι» (Λουκ. β' 40).

Η Θεοτόκος όχι μόνο εγέννησε, αλλά και παρακολούθησε διαδοχικώς όλα τα στάδια της ζωής του Ιησού, την βρεφική, νηπιακή, παιδική, νεανική και ανδρική του ηλικία. Τριάντα ολόκληρα χρόνια κοντά στον Ιησού! Τί μεγάλο και μοναδικό προνόμιο! Γι’ αυτά τα χρόνια όμως ούτε ο Ιησούς ούτε και η Θεοτόκος μίλησε. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει μόνο το περιστατικό της επισκέψεως του δωδεκάχρονου Ιησού στα Ιεροσόλυμα (βλ. επόμενο σημείωμα) . Τα τριάντα επομένως αυτά χρόνια τόσο για τον Ιησού όσο και για την Θεοτόκο ήσαν χρόνια προσωπικών εμπειριών. Πόσες εμπειρίες θα είχε η Θεομήτωρ κάθε μέρα και κάθε στιγμή από τη συμβίωσι της με τον Ιησού! Από το περιστατικό της επισκέψεως στην Ιερουσαλήμ καταλαβαίνομε ότι όλα τα περιστατικά και τα γεγονότα της ζωής του Ιησού ήσαν γεμάτα νόημα. Τα λόγια του, οι κινήσεις του, τα ερωτήματα του, οι απαντήσεις του, οι σιωπές του, τα σκιρτήματα του πρέπει να δημιουργούσαν συγκλονιστικές εμπειρίες στην Παναγία μητέρα του.
Τί προνόμιο να συμβιώσης με τον Ιησού τριάντα ολόκληρα χρόνια! Να σπουδάσης τον Ιησού από την σύλληψι του μέχρι τη γέννησι του και μέχρι την ηλικία των τριάντα χρόνων. Αυτό το προνόμιο χαρίσθηκε μόνο στη Θεοτόκο. Κανείς επομένως άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σαν τη Θεοτόκο. Κανένας χριστιανός δεν βρέθηκε ούτε θα βρεθή στην πλεονεκτική αυτή θέσι. Γι’ αυτό και η Θεοτόκος είναι η πρώτη της Εκκλησίας. «Η πρώτη μετά τον Ένα» και μοναδικό, τον Αρχηγό της Εκκλησίας, τον Κύριο.
Μια αμυδρή απεικόνισις και μίμησις του θεομητορικού αυτού προνομίου είναι «η εν Χριστώ ζωή». Η χριστιανική ζωή είναι και πρέπει να είναι ζωή μαζί με τον Ιησού και ζωή κοντά στον Ιησού. Η χριστιανική ζωή είναι η επαναπραγματοποίησις και συνέχισις της ζωής της Θεομήτορος κοντά στον Ιησού. Η Θεοτόκος άρχισε την πνευματική ζωή κοντά στον Ιησού και η ζωή αυτή συνεχίζεται από την Εκκλησία και μέσα στην Εκκλησία. Ο κάθε πιστός μετέχει του θεομητορικού χαρίσματος της «εν Χριστώ» συμβιώσεως. Ο κάθε πιστός μπορεί να επαναβιώση μυστικά τις μοναδικές και ανεπανάληπτες εμπειρίες της Θεοτόκου κοντά στον Ιησού. Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι για μας τους Ορθοδόξους πνευματική ζωή είναι η μίμησις της Θεοτόκου. Η συμμετοχή στο θεομητορικό προνόμιο της πνευματικής συμβιώσεως με τον Ιησού.

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)

«Όταν ο άγιος μετέβαινε κάποτε στην πατρίδα του, στο πατρικό του σπίτι, και έφθασε στον μεγάλο ποταμό της Βιθυνίας, τον Γάλλο, βλέπει στην όχθη να στέκεται ένας αλιεύς που ψάρευε ψάρια με το καλάμι και το δίχτυ. Μόλις τον είδε λοιπόν ο άγιος, τον ερώτησε αν έχει ψάρια να του πωλήση. Αυτός απήντησε «ενώ κοπίασα πολύ από βαθιά χαράγματα, τίμιε πάτερ, έως τώρα που, όπως βλέπεις, είναι ενάτη ώρα της ημέρας, δεν έπιασα κανένα απολύτως είτε να φάγω εγώ ο ίδιος είτε να πωλήσω σε άλλον. Και ο άγιος «ρίξε το αγκίστρι στο όνομά μου και ό,τι πιάσεις με την βοήθεια του Θεού θα το πάρω εγώ και συ θα λάβης από εμέ αργυρό νόμισμα για την τιμή του ψαριού». Ο αλιεύς λοιπόν πετά το αγκίστρι όσο γρηγορότερα μπορούσε προς το μέσο του ποταμού, και — ω Χριστέ, τι θαύματα και τι δύναμη έχουν οι άγιοί σου! — χωρίς να περιμένη καθόλου, το σήκωσε με το χέρι και ανέσυρε από εκεί μεγάλο ψάρι. Μόλις δε ο αλιεύς ανελπίστως είδε το μεγάλο ψάρι που ψάρεψε, το λαμβάνει και το φυλάγει κάτω από το ένδυμά του. Λέγει ο άγιος «πάρε τα χρήματα που συμφωνήσαμε και δώσε μου το ψάρι που αλίευσες στ’ όνομά μου». Αυτός όμως απαντά «το χρεωστώ στον τάδε πατρίκιο και δεν το πωλώ». Ο δε άγιος αντιλαμβανόμενος από αυτό την κακία και την αδικία της ψυχής του, τον εγκατέλειψε και πηγαίνοντας λίγο μακρύτερα καταράσθηκε την αδικία και αμέσως το ψάρι ξέφυγε από το ένδυμα και πηδώντας ψηλά εξακοντίσθηκε στη μέση του ποταμού και αφήνει τον αγνώμονα όπως πρώτα αδειανό» (τ. 19Α, σελ. 253-255).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

«Όπως συμβαίνει στην περίπτωση συνοικεσίου, κατά το οποίο ο γαμβρός βραδύνει σε ταξίδι ή είναι απασχολημένος σε άλλες υποθέσεις και αναβάλλει τον γάμο, εάν η νύμφη οργισμένη καταφρονήσει την αγάπη εκείνου και διαγράψει ή σχίσει το χαρτί του αρραβώνος, αμέσως χάνει τις ελπίδες της για τον γαμβρό, έτσι φυσικώς συμβαίνει να γίνεται και στην περίπτωση της ψυχής. Εάν πει κάποιος από τους αγωνιζομένους «έως πότε πρέπει να κακοπαθώ», και παραμελήσει τους ασκητικούς κόπους, με την αμέλεια δε των εντολών και την εγκατάλειψη της διηνεκούς μετανοίας κατά κάποιον τρόπο διαγράψει και σχίσει τα συμφωνητικά, αμέσως εκπίπτει και του αρραβώνος και της ελπίδος προς τον Θεό» (τ. 19Α, σ. 505).

«Σκοπός όλων των αγωνιζομένων κατά Θεόν είναι το να ευαρεστήσουν Χριστόν τον Θεό και να λάβουν την συνδιαλλαγή προς τον Πατέρα δια της μετουσίας του Πνεύματος και να πορισθούν δια τούτου την σωτηρία τους. Διότι πραγματικά σε αυτό συνίσταται η σωτηρία κάθε ψυχής και κάθε ανθρώπου. Αν δεν συμβεί αυτό, είναι αδειανός ο κόπος και μάταιη η προσπάθειά μας, ανωφελής όλη η οδός της ζωής, η οποία δεν φέρει προς αυτό τον τρέχοντα σ’ αυτήν» (τ. 19Α, σελ. 515-7).

«Μη δεχθείς τον λογισμό που σου υποβάλλει· ‘Τι σου χρειάζεται ο πολύς κόπος, λέγει, και η άκαιρη ταλαιπωρία; Έχεις συμπληρώσει ήδη ένα χρόνο, και δύο και τρεις, και δεν ωφελήθηκες καθόλου’. Μη, αδελφέ μου, μη πέσεις σ’ αυτήν την παγίδα, μη προδώσεις την σωτηρία σου, αλλά επιδώσου με εντονότερο ζήλο και ανδρεία στην άσκηση των αρετών, μη απιστώντας στους λόγους και τις διδασκαλίες των πατέρων σου κατά Θεόν. Βάλε λοιπόν στην ψυχή σου να πεθάνεις πρώτα παρά να απομακρυνθείς από αυτό το ζωτικό ζήτημα. Διότι, αν είχες πράξει αυτό αδίστακτα από την αρχή, δεν θα σε παρέβλεπε ο αγαθός Θεός, αλλά θα σου είχε δώσει σαφώς την απόλαυση του ποθουμένου» (τ. 19Γ, σελ. 313-315).

«Αλλά και μετά τον τραυματισμό μας, αν θέλουμε, γινόμαστε με τη θερμή μετάνοια πιο ανδρείοι και πιο έμπειροι. Διότι μετά τον τραυματισμό και τον θάνατο, το να σηκώνεται πάλι και να πολεμάει κανείς είναι γνώρισμα των πάρα πολύ γενναίων και υπερβολικά ανδρείων, πράγμα βέβαια που αξίζει πολύ και είναι άξιο μεγάλου θαυμασμού. Διότι το να διατηρούμαστε ατραυμάτιστοι δεν είναι κάτι από αυτά που τα μπορούμε, το να είμαστε όμως αθάνατοι ή θνητοί είναι απ’ αυτά που τα μπορούμε. Διότι, αν δεν απελπισθούμε, δεν θα πεθάνουμε, ο θάνατος δεν θα μας κυριεύσει, αλλά θα είμαστε πάντοτε δυνατοί, προσφεύγοντας με την μετάνοια στον παντοδύναμο και φιλάνθρωπο Θεό» (τ. 19Β, σ. 363).

«Ο Αδάμ έλαβε εντολή να εργάζεται στον παράδεισο και να τον φυλάει, και μέσα μας υπάρχει κάποια φυσική κίνηση της εργασίας προς τα καλά. Όσοι παρέδωσαν τους εαυτούς τους στην αργία και ραθυμία, έστω και αν ακόμη είναι πνευματικοί και άγιοι, επιρρίπτουν τους εαυτούς τους στην παρά φύση εμπάθεια. Διότι, όπως ακριβώς η πηγή που αναβλύζει συνεχώς το νερό, εάν για λίγο παύσει ν’ αναβλύζει, αφανίζεται και δεν είναι πηγή, αλλά μετατρέπεται σε λάκκο, έτσι και εκείνος που πάντοτε καθαρίζει τον εαυτό του με την εργασία των εντολών και καθαρίζεται από τον Θεό και αγιάζεται, εάν για λίγο εκπέσει από την εργασία, κατά αναλογία εκπίπτει από την αγιότητα» (τ. 19Δ, σ. 69).

«Όποιος άρχισε να πράττει τα καλά με αδίστακτη πίστη και ολόψυχη πρόθεση και να αισθάνεται την ωφέλεια που απορρέει από αυτά, αυτός θα γνωρίσει από μόνος του, ότι μέγα εμπόδιο, σε όσους προτιμούν να ζουν κατά Θεόν, είναι η μέριμνα του κόσμου και η διαβίωση μέσα σ’ αυτόν» (τ. 19Δ, σ. 265).

«Δόξα σ’ εσένα, βασιλιά, δόξα σ’ εσένα, οικτίρμων, που δίχως τυράννους στη γη, μάρτυρες έχεις δείξει, που μαρτυρούν κάθε στιγμή απ’ τον πόθο σου μονάχα. Πάλι ο Πατέρας μέσω Υιού ‘ναι’ είπε και το Πνεύμα πρόσθεσε· Αλήθεια, όσοι το Θεό με την καρδιά αγαπούνε κι υπομονεύουν μοναχοί με τη δική του αγάπη και με δικό τους θέλημα πεθαίνουνε κάθε ώρα, αυτοί και φίλοι γνήσιοι, αυτοί συγκληρονόμοι, αυτοί είναι και μάρτυρες με την προαίρεση μόνο, χωρίς ξεσμούς και σταυρωμούς και λέβητες κι εσχάρες, χωρίς φωτιά που κατατρώει, ξίφη που κομματιάζουν!» (τ. 19ΣΤ, σελ. 201-203, στιχ. 263-273).

ΠΡΟΣΘΗΚΗ (από άλλα θέματα που σχετίζονται με το παρόν)

«Να καταπολεμήσει μεν τα πάθη του μπορεί ο άνθρωπος, να τα εκριζώσει όμως δεν μπορεί καθόλου· και να μη διαπράξη μεν το πονηρό έχει εξουσία, να μη το σκεφθή όμως δεν έχει ακόμη. Ευσέβεια όμως είναι όχι μόνο να πράττη το αγαθό, αλλά και να μη συλλογίζεται τα πονηρά· όποιος συλλογίζεται λοιπόν πονηρά δεν μπορεί ν’ αποκτήση καθαρή καρδιά· πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού από αυτό μολύνεται σαν καθρέπτης από πηλό; Ως καθαρή καρδιά εκλαμβάνω τούτο, όχι μόνο το να μη ενοχλήται κανείς από κάποιο πάθος, αλλά και το να μη σκέπτεται κάτι πονηρό ή βιοτικό, οποτεδήποτε θέλη, να έχη δε μέσα του μόνο την μνήμη του Θεού σε ακράτητο έρωτα· διότι στο καθαρό φως ο οφθαλμός βλέπει καθαρά τον Θεό, αφού δεν μεσολαβεί τίποτε άλλο στην θέα» (τ. 19Α, σ. 493).

«Με πείραζαν στον ύπνο οι πονηροί δαίμονες και μ’ έσυραν με επινοήσεις προς το πάθος της ρεύσεως, εγώ δε αντιστεκόμουν ενεργώς κι επικαλούμουν σε βοήθεια εσέ τον Κύριο του φωτός, εξύπνησα, φεύγοντας σώος από τα χέρια των πειραστών μου. Καθώς δε εθαύμαζα μέσα μου την αντίσταση και την ανδρεία μου, μάλλον δε την ακινησία μου προς το πάθος, και σκεπτόμουν «από που μου συνέβηκε αυτή η ασυνήθιστη νίκη, ώστε και κοιμώμενος να αντιμάχομαι και ισχυρότερος των αντιπάλων και εχθρών μου να γίνομαι και παραδόξως να κερδίζω εναντίον τους νίκη κατά κράτος δια Χριστού;», ώ του θαύματος, αυτόν που νόμιζα ότι είναι στον ουρανό τον είδα μέσα μου, εσέ δηλαδή τον Δημιουργό μου και βασιλέα Χριστό, και τότε αντιλήφθηκα ότι δική σου είναι η νίκη που μ’ έκανες να κερδίσω κατά του Διαβόλου» (τ. 19Α, σ. 559).

«Και σεις οι ίδιοι, αν θέλετε, πάσχοντας και τιμωρούμενοι υπέρ του Χριστού, μπορείτε να μαρτυρήσετε σαν εκείνους καθημερινώς, όχι μόνο ημέρα αλλά και νύκτα και κάθε ώρα. Και πώς θα γίνει αυτό; αν και σεις παραταχθείτε εναντίον των ολεθρίων δαιμόνων, αν αντιστέκεστε πάντοτε κατά της αμαρτίας και του θελήματός σας. Πράγματι εκείνοι αγωνίζονταν προς τυράννους, ενώ εμείς έχουμε αγώνα προς τους δαίμονες και τα ολέθρια πάθη της σάρκας, τα οποία επιτίθενται τυραννικώς στις ψυχές μας κάθε ημέρα και νύκτα και ώρα και μας εκβιάζουν να πράξομε πράγματα που δεν αρμόζουν στην θεοσέβεια και παροργίζουν τον Θεό. Αν λοιπόν σταθούμε απέναντι σ’ αυτά και δεν γονατίσουμε στη Βάαλ και δεν πεισθούμε στις συστάσεις των πονηρών δαιμόνων ούτε υπηρετήσουμε τη σάρκα φροντίζοντας για τις επιθυμίες της, τότε εύλογα κι’ εμείς θα είμαστε μάρτυρες, αγωνιζόμενοι προς την αμαρτία, έχοντας δηλαδή στη μνήμη μας τους μάρτυρες και τα αφόρητα κτυπήματα που υπέστησαν και πολεμώντας γι’ αυτό κατά του διαβόλου αλλ’ επίσης αποβλέποντας, και προς τους πόνους εκείνων και σκεπτόμενοι πόσο υστερούμε εμείς από την άθληση εκείνων και στενάζοντας από ψυχή, θ’ αξιωθούμε τα ίδια στεφάνια μ’ εκείνους, αν όχι κατά την ποσότητα, τουλάχιστον κατά την ποιότητα, σύμφωνα με την άνωθεν αγαθότητα του Θεού προς εμάς, και θα είμαστε αν όχι ίσοι κατά την παρρησία προς εκείνους, αλλά πάντως ίσοι στην υπομονή και την ευχαριστία για τα δεινά των πόνων. Εκείνοι σώθηκαν από τα έργα και τους πόνους της αθλήσεως, εμείς ελπίζομε να σωθούμε από έργα και πόνους ασκήσεως και γενικά από τη φιλανθρωπία και χάρη του Δεσπότη· εκείνοι από ίδρωτες και αγώνες μαρτυρικούς, εμείς από δάκρυα και αγώνες ασκητικούς· εκείνοι από τη χύση του αίματός των, εμείς από την εκκοπή του θελήματός μας, με το να επιμένομε πάντοτε και να έχομε μέσα μας την θανατική καταδίκη και να δεχόμαστε κάθε ώρα το θάνατο, εκτείνοντας το λαιμό μας πρόθυμα για να πεθάνομε για κάθε εντολή του Δεσπότη μας Θεού αντί να δεχθούμε να την παραβούμε έστω και μ’ ένα απλό λόγο» (τ. 19Γ, σελ. 151-153).

«εκείνο που δίδεται για να αγορασθούν αυτά δεν είναι χρυσός, ούτε αργύριο, αλλά αίμα. Διότι ο καθένας μας που θέλει τα αγοράζει ένα προς ένα με αίμα. Πράγματι, εάν δεν σφαγιασθεί κάποιος αληθινά σαν πρόβατο για μία οποιαδήποτε αρετή και δεν χύσει το αίμα του γι’ αυτήν, δεν θα την αποκτήσει ποτέ διότι ο Θεός οικονόμησε να λαμβάνουμε την αιώνια ζωή με τον κατά πρόθεση θάνατο. Πέθανε και θα ζήσεις. Δεν θέλεις; Τότε είσαι νεκρός. Αλλά ας δούμε ποιες είναι οι μονές και οικίες των αρετών, για τις οποίες οφείλει κανείς να χύσει το αίμα του για να τις αποκτήσει. Πρώτη λοιπόν οικία είναι η μακάρια ταπείνωση. Διότι λέγει, «μακάριοι είναι οι πτωχοί στο πνεύμα, διότι δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών». Αυτός λοιπόν που θέλει να εισέλθει σ’ αυτήν την οικία και ν’ αποκτήσει μαζί μ’ αυτήν την βασιλεία των ουρανών, εάν πρώτα δεν παραδώσει τον εαυτό του για σφαγή δεμένον στα χέρια και στα πόδια του, σαν κριό, προ των πυλών της, για όλους εκείνους που θέλουν και δεν θυσιαστεί και δεν πεθάνει τελείως, θανατώνοντας το δικό του θέλημα, δεν θα εισέλθει ποτέ μέσα σ’ αυτήν, αλλ’ ούτε και θα την αποκτήσει· κι αν όχι αυτήν, τότε ούτε καμμιά από τις άλλες. Διότι δεν είναι δυνατό εκείνος που υπερβαίνει αυτήν να ευρεθεί ποτέ σε άλλη· ο Θεός τις έθεσε με τάξη και βαθμό» (τ. 19Γ, σ. 181).

«Αλλά Κύριε, εσύ ο οδηγός των πλανωμένων, η απλανής οδός εκείνων που έρχονται προς εσένα, επίστρεψε όλους εμάς και τοποθέτησέ μας μπροστά σ’ αυτήν την κλίμακά σου και, προκειμένου να κρατήσουμε αυτήν, κατεύθυνε με το χέρι σου τα χέρια μας και ενίσχυσέ μας να σηκωθούμε από την γη και ν’ ανεβούμε στην πρώτη βαθμίδα, ώστε να μπορέσουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι πιασθήκαμε κάποτε από κάπου και σηκωθήκαμε για λίγο από την γη. Διότι πρέπει πρώτα εμείς ν’ ανέλθουμε λίγο προς εσένα, για να κατέλθεις εσύ ο καλός Δεσπότης πολύ και να ενωθείς μαζί μας» (τ. 19Γ, σ. 185).

«Αρκεί για την απώλειά μας και ένα μόνο πάθος… Έτσι λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, τίποτα δεν θα μας ωφελήσει το να νικήσουμε τα μεγάλα πάθη, εάν κυριευτούμε από τα μικρότερα» (τ. 19Γ, σελ. 483,485).

«Να μην υστερήσουμε από τους πατέρες μας τους αγίους, αλλά με τη φροντίδα για τα καλά και την εργασία των εντολών του Χριστού να φθάσουμε σε τέλειον άνδρα από άποψη πνευματική, στα μέτρα της πνευματικής ωριμότητας κατά την οποία αποκτά κανείς την τελειότητα του Χριστού. Διότι τίποτε δεν υπάρχει που να μας εμποδίζει, αρκεί μόνο να θελήσουμε» (τ. 19Δ, σ. 61).

«Το κακό και φιλήδονο ήθος, το οποίο εξαφανίζεται με την επίμονη εργασία της προσευχής, με τη μελέτη των θείων λογίων και με την τακτική εκτέλεση των αγαθών. Διότι, όπως όταν ανατέλλει σιγά σιγά ο ήλιος υποχωρεί και εξαφανίζεται το σκοτάδι, έτσι και όταν ανατέλλει η αρετή διώκεται η κακία σαν σκοτάδι και αποδεικνύεται ανυπόστατη, και από τότε μένουμε διαπαντός αγαθοί, όπως μέχρι τότε ήμασταν πονηροί. Με λίγη λοιπόν υπομονή και ελάχιστη προαίρεση ή, για να πούμε καλύτερα, με τη βοήθεια του ζώντος Θεού αναπλασσόμαστε και ανανεωνόμαστε, καθαριζόμενοι στην ψυχή και στο σώμα και στη διάνοια» (τ. 19Δ, σελ. 159-161).

«Όπως ο γεωργός κοπιάζει οργώνοντας και σκάβοντας και καταβάλλοντας στη γη τα σπέρματα μόνο, το να φυτρώσουν όμως αυτά και να δώσουν καρπό όψιμο και πρώιμο είναι δώρο του Θεού, αυτό ακριβώς θα βρεις να συμβαίνει και στα πνευματικά. Διότι δικό μας έργο είναι να μετέλθουμε κάθε πράξη και να καταβάλουμε τα σπέρματα των αρετών με πόνο και σφοδρό κόπο, μόνου του Θεού όμως δώρο και έλεος είναι το να ρίξει τη βροχή της φιλανθρωπίας και της χάριτός του και να καταστήσει καρποφόρα την άκαρπη γη των καρδιών μας, ώστε ο κόκκος του λόγου που έπεσε στις ψυχές μας να λάβει τη δροσιά της θείας χρηστότητας και, αφού φυτρώσει, ν’ αυξηθεί και να γίνει μεγάλο δένδρο, να φθάσει δηλαδή σε ανδρική τελειότητα του μέτρου της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (τ. 19Δ, σ. 193).

«Συναρμολογούνται (οι αρετές) όλες μεταξύ τους σε ένα, και έτσι κατασκευάζουν, όπως ειπώθηκε, τον άνθρωπο σαν ένα εύχρηστο σκεύος, όπου εισέρχεται η χάρη του Θεού σαν νέος οίνος. Πες μου λοιπόν, εάν παραλείψεις μία απ’ όλες τις παραπάνω αρετές, από τις οποίες και με τις οποίες κατασκευάσθηκε και συναρμολογήθηκε το σκεύος, άραγε θα ανεχθεί ο Θεός να βάλει σ’ αυτό κάτι γενικά από τα χαρίσματα του Πνεύματός του, αν και φαίνεται πολύ μικρή η τρύπα του πετάλου που δήθεν παραλείφθηκε, δηλαδή του τόπου της αρετής; Καθόλου! Διότι οπωσδήποτε από τη μικρή εκείνη τρύπα θα τρέξει το περιεχόμενο λίγο λίγο και ανεπαίσθητα θα χυθεί» (τ. 19Δ, σ. 341).

«Πώς όσα αφάνισες παλιά, ζουν πάλι σ’ εμένα και με γεμίζουν, Θεέ μου, από σκοτάδι και θλίψη; Πάθη έξαψης και οργής που μου ανεβάζουν ένα θόλωμα μέσα μου κι αχλύ στην κεφαλή μου και ανάπηρα μου αφήνουν της ψυχής τα μάτια» (τ. 19Ε, σ. 121, στιχ. 1-5).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

«Ούτε θα μείνει ποτέ αργός (ο πιστός), ή θα καταφρονήσει κάτι, έστω ευτελέστατο και ελάχιστο· αντιθέτως, κάνοντας και πράττοντας τα πάντα θεαρέστως, θα μείνει αμέριμνος για όλα και σ’ όλον τον βίο. Υπάρχει μέριμνα άπρακτη και πράξη αμέριμνη, όπως και αντιστρόφως υπάρχει αμεριμνησία έμπρακτη και αργία περίφροντις. Αυτές τις καταστάσεις δήλωσε και ο Κύριος με τους λόγους του· την μεν μία στο χωρίο, «ο πατήρ μου εργάζεται έως τώρα και εγώ επίσης εργάζομαι», και πάλι, «να εργάζεσθε όχι για την φθειρομένη βρώση, αλλά για την διατηρουμένη στην αιώνια ζωή», θέλοντας με αυτά όχι να απαγορεύσει την εργασία αλλά να μας διδάξει την εργασία χωρίς μέριμνα. Την άλλη δε δήλωσε με το ότι είπε πάλι, «ποιος με την φροντίδα του μπορεί να προσθέσει ένα πήχυ στο ανάστημά του;» αναιρώντας την άπρακτη, την χωρίς αποτέλεσμα μέριμνα. Για την έμπρακτη δε αμεριμνησία είπε, «και για ένδυμα και τροφή τι μεριμνάτε; Δεν βλέπετε τα κρίνα του αγρού και τα πετεινά του ουρανού, πώς τα πρώτα αυξάνονται και τα δεύτερα διατρέφονται;». Έτσι, αναιρώντας την μία και επικυρώνοντας την άλλη, ο Κύριος μας διδάσκει πώς πρέπει να εργαζόμαστε αμερίμνως χωρίς να μεριμνούμε και πώς όντας αμέριμνοι να απέχουμε της αταίριαστης εργασίας» (τ. 19Α, σελ. 443-5).

«Διότι ο Αδάμ έλαβε εντολή να εργάζεται στον παράδεισο και να τον φυλάγει, και μέσα μας υπάρχει κάποια φυσική κίνηση της εργασίας προς τα καλά. Όσοι παρέδωσαν τους εαυτούς τους στην αργία και ραθυμία, έστω και αν ακόμη είναι πνευματικοί και άγιοι, επιρρίπτουν τους εαυτούς τους στην παρά φύση εμπάθεια. Διότι, όπως ακριβώς η πηγή που αναβλύζει συνεχώς το νερό, εάν για λίγο παύσει ν’ αναβλύζει, αφανίζεται και δεν είναι πηγή, αλλά μετατρέπεται σε λάκκο, έτσι και εκείνος που πάντοτε καθαρίζει τον εαυτό του με την εργασία των εντολών και καθαρίζεται από τον Θεό και αγιάζεται, εάν για λίγο εκπέσει από την εργασία, κατά αναλογία εκπίπτει από την αγιότητα» (τ. 19Δ, σ. 69).

«[συμβουλή σε μοναχό]. Εάν διατάχτηκες να διακονείς, παραστάσου σαν στο Χριστό και όχι σε ανθρώπους, διακονώντας τους όλους με ειλικρινή διάθεση και αγάπη, σαν να διακονείς αγίους, ή καλύτερα όπως είπαμε, τον ίδιο τον Χριστό, αγκαλιάζοντας τον καθένα τους με την ψυχή και παρέχοντάς τους με την αγάπη όλο σου τον εαυτό εκ προθέσεως, έχοντας τη βεβαιότητα ότι με τη διακονία σου προς αυτούς θα καρπωθείς αγιασμό» (τ. 19Δ, σελ. 321-323).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

katafigioti

lifecoaching