ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

    «Πράγματι είναι κακό το να κρυφακούει η να παρατηρεί κανείς κρυφά τι συζητά ή διαπράττει ο πλησίον, αλλά μόνο όταν αυτό γίνεται με σκοπό να κατηγορήσει ή εξευτελίσει ή κακολογήσει ή διασύρει σε κατάλληλη ευκαιρία όσα είδε ή άκουσε.

    Εάν όμως αυτό το κάμνει για να διορθώσει τα σφάλματα του πλησίον με συμπάθεια και σοφία και φρόνηση και να προσευχηθεί γι’ αυτόν με όλη την καρδιά του και με δάκρυα, τότε το έργο αυτό δεν είναι πονηρό. Διότι εγώ είδα άνθρωπο να χρησιμοποιεί πολλούς τρόπους και πολλές μεθόδους, για να μην του ξεφύγει τίποτε απαρατήρητο από όσα λέγονταν ή γίνονταν από τους συνανθρώπους του.

   Δεν το έκαμνε αυτό για να τους βλάψει, μη γένοιτο, αλλά για να τους απομακρύνει από τις αντίθετες πράξεις και τους λογισμούς, άλλον με τον λόγο, άλλον με δώρα, και άλλον με κάποια άλλη δικαιολογία» (19Δ, 21) 

     «Μου φαίνεται ότι ωραιότερος κόσμος είναι η Εκκλησία του Χριστού και ο ίδιος ολόκληρος ο άνθρωπος, όπου λέγεται ότι κατοικεί και περιπατεί ο Θεός και καταπέμπει φαιδρές τις ακτίνες των χαρισμάτων του, ως ήλιος δικαιοσύνης» (19Β,161)
     «Εκεί (στον κήπο της Εδέμ) υπήρχε δένδρο της καλής και πονηρής γνώσεως, το οποίο, όταν έφαγαν από αυτό, τους έγινε αίτιο θανάτου· εδώ υπάρχει το ξύλο του σταυρού, στο οποίο προσηλώθηκε ο Χριστός, ο δεύτερος Αδάμ και Θεός, θέτοντας σ’ αυτό τα χέρια αντί των χειρών του Αδάμ που άγγιξαν τον καρπό, και τα πόδια αντί των ποδιών που βάδισαν στην παράβαση. Και ο Αδάμ βέβαια, όταν γεύθηκε από εκείνο το δένδρο, έγινε για τους απογόνους του αίτιος θανάτου και κατάρας· ο Χριστός όμως και Θεός όταν γεύθηκε την χολή και ήπιε το όξος, τους απάλλαξε από την κατάρα και τους ελευθέρωσε από την φθορά του θανάτου, και σ’ εκείνους που πίστευσαν σ’ αυτόν δώρησε καινούργια ζωή και τους ενίσχυσε να έχουν ισάγγελο βίο σ’ αυτόν τον κόσμο. Εκεί το δένδρο της ζωής ήταν στο μέσον του παραδείσου και κατ’ οικονομία δεν επιτράπηκε στον Αδάμ να φάγει από αυτό, αλλά εδιώχθηκε από τον παράδεισο, γι’ αυτό και ετάχθηκε να φυλάγει την είσοδο αυτού η πύρινη ρομφαία· εδώ εχάραξε ο Χριστός την πλευρά με την λόγχη και απέστρεψε εκείνην την ρομφαία και άνοιξε την είσοδο κι εφύτευσε σ’ όλον τον κόσμο το δένδρο της ζωής ή καλύτερα μας έδωσε εξουσία να το φυτεύομε καθημερινά, κι αυτό αυξάνει συνεχώς και προξενεί την αιώνια ζωή σ’ εκείνους που τρώγουν από αυτό. Πω-πω παράδεισος που φυτεύθηκε τώρα από τον Χριστό τον Θεό! Πω-πω μυστήριο πρωτάκουστο και φρικτά θαύματα! Εκεί ο Αδάμ και η Εύα ήταν δένδρα αισθητά και ομολογουμένως ορατά, το ίδιο το δένδρο της γνώσεως και το δένδρο της ζωής μαζί διαφορετικό από άλλο· εδώ ο νέος Αδάμ γίνεται τα πάντα μαζί για τους πιστούς, και απόλαυση και γνώση, που δεν θανατώνει και δεν εμποδίζει από το δένδρο της ζωής, αλλά διδάσκει όσα δια λέξεων πρέπει να αποκρίνονται δεόντως στον φίδι· «φύγε», λέγει, «πίσω μου Σατανά» και τα ακόλουθα. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και εισάγει προς την ζωή, η οποία είναι πάλι αυτός ο ίδιος» (19Β,285-7)
     «Εξέταζε λοιπόν προσεκτικά την καρδιά σου, πάτερ πνευματικέ, ή καλύτερα πλύνε πάντοτε τον οφθαλμό της διάνοιάς σου και κάνε τον να είναι πάντοτε καθαρός και αθόλωτος, ώστε και την καρδιά σου να μπορείς να βλέπεις με αυτόν, και να γνωρίζεις πολύ καλά τα προβλήματα των εμπιστευθέντων σ’ εσένα προβάτων, ή καλύτερα πατέρων και αδελφών, και να τα οικονομείς όπως πρέπει. Διότι, όπως ακούς, σώμα είναι η Eκκλησία και κεφαλή αυτής είναι ο προϊστάμενος. Και όπως τα άλλα μέλη του σώματος έχουν το καθένα μία ενέργεια, για παράδειγμα το πόδι να περπατά, το χέρι να κρατά και να εργάζεται, η κεφαλή αποτελεί τη συγκρότηση όλου του σώματος, αφού έχει μέσα της όλες τις αισθήσεις και τον νου και αυτόν τον ίδιο τον λόγο, έτσι και οι αδελφοί της μονής δεν είναι καμωμένοι να εκτελούν όλοι όλες τις αρετές, αλλ’ ο καθένας έχει να εκτελεί και διακονεί κάτι άλλο. Γι’ αυτό μόλις και μετά δυσκολίας θα βρεις μία ή δύο από τις αρετές μαζί στον ίδιο υπήκοο (και αυτό δεν είναι καθόλου θαυμαστό, διότι είναι μέλη εκ μέρους), από τον προϊστάμενο όμως απαιτείται να έχει όλες τις αρετές ο ίδιος, και όχι μόνο τις ψυχικές, αλλά και τις σωματικές, ή καλύτερα μαζί με τις αρετές και τα μυστικά και μεγάλα χαρίσματα. Όπως δηλαδή η κεφαλή του ανδρός έχει βέβαια από την εξωτερική διάπλαση και ευπρέπεια την ομορφιά και το πολύ τίμιο, όμως, εάν δεν έχει και τον νου και τις αισθήσεις σώες και ακέραιες, είναι για όλους άχρηστος και άτιμος, έτσι λοιπόν και ο προϊστάμενος· οφείλει όχι μόνο να κοσμείται και ν’ ακτινοβολεί από τις ψυχικές και σωματικές αρετές, αλλά και να είναι στολισμένος πολύ περισσότερο από τα πνευματικά χαρίσματα, επειδή άλλο είναι η αρετή και άλλο το χάρισμα. Οι αρετές δηλαδή επιτυγχάνονται από προσωπική μας προθυμία και συγκεντρώνονται από δικούς μας κόπους, ενώ τα πνευματικά χαρίσματα είναι δώρα του Θεού που δίδονται σ’ εκείνους που αγωνίζονται» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19Δ,189-191)
     «(Μιλά ο Χριστός στο Συμεών για την κακή κατάσταση των λαϊκών) Όσοι μ’ υβρίζουνε λοιπόν κι όσοι με λοιδορούνε, πώς κι όσοι με κατηγορούν να υποταχτούν σ’ εσένα (ως ποιμένα) ή πώς θα σε καταδεχτούν, πες μου, για δάσκαλό τους; Κι οι λύκοι σαν ποιμένα πώς τα ’χα θα σε λογιάσουν, πώς θ’ ακολουθήσουν τη φωνή σου αφού θηρία είναι; Έβγα και φύγε, γλίτωσε από ανάμεσά τους· και συ ο ίδιος αν σωθείς, θα ’ναι αρκετό για σένα. Αλλά αν τον κόσμο σώσεις συ και τον εαυτό σου χάσεις, ποιό από τον κόσμο τ’ όφελος χαρά σ’ εσέ που εσώθης; Δε θέλω να ’σαι εσύ βοσκός εκείνου που δε θέλει. Κοίταξε πώς το φύλαξα τούτο κι εγώ στον κόσμο· είμαι αυτών που θέλουνε ποιμένας και δεσπότης» (19ΣΤ,223, στίχ. 42-52)
     «(τα χαρίσματα στην Εκκλησία) Η σκαπάνη και το δρέπανο, το πριόνι, το μαχαίρι η αξίνα, η λόγχη, το ραβδί, το ξίφος και το τόξο, το βέλος κι όλα τα λοιπά τα εργαλεία του βίου, καθένα έχει ξεχωριστά το έργο το δικό του, που δεν το πήρε μόνο του, αλλά από εμάς μονάχα. Γιατί ο τεχνίτης σύμφωνα με το σκοπό που θέλει το κατασκευάζει κι ενεργεί κάθε εργαλείο με τέχνη. Γι' αυτό η σκαπάνη δεν μπορεί χωράφια να θερίζει, το δρέπανο να οικοδομεί κι η μάχαιρα να χτίζει, ούτε με πριόνι σκάβουμε, δε ράβουμε με αξίνα, ξύλα δεν κόβει το ραβδί, η λόγχη δεν πριονίζει, ούτε το ξίφος σφεντονά κι ούτε το τόξο κόβει, μα όλα μεταχειρίσου τα όπως πρέπει το καθένα. Κι αν όχι για ό,τι έγιναν μα σε αλλά τα εφαρμόσεις, πάει άχρηστη όλη σου η ζωή μαζί και κάθε πράξη. Σκέψου, κι εμάς έτσι ο Θεός μας έχει δημιουργήσει· κάθε πιστός το έργο του μες στη ζωή να κάνει, άλλους δασκάλους βάζοντας και να μαθαίνουν άλλους, άλλους να ναι άρχοντες πολλών και τούτοι να υπακούνε, σ’ αυτούς σοφίαν έδωσε σ’ άλλους γνώση και λόγο, να προφητεύουν μερικοί ή να μιλούν σε γλώσσες, σε άλλους να θαυματουργούν και θαύματα να κάνουν, άλλους τους έκανε οδηγούς. Πνευματικά είναι τούτα, μα κι άλλα ας αναφέρομε χαρίσματα του πλάστη που στους ανθρώπους έδωσε ταιριαστά στον καθένα· ένα στο σώμα δυνατό κι ωραίο τον άλλο κάνει κι εκείνον πιο καλή φωνή να έχει από τους άλλους και μ’ ένα λόγο χάρισε χάρισμα στον καθένα άνθρωπο όπως του ταίριαζε και το προτέρημά του, όπως μονάχα ξέρει ο Θεός ο δημιουργός των όλων να ενεργεί ό,τι χρήσιμο άρρητα στη ζωή μας. Γι’ αυτό κι είναι επιτήδειος καθένας μας στην τέχνη, όχι σε όποιαν θέλει αυτός, μα για όποια είναι πλασμένος γι’ αυτήν είναι κατάλληλος κι έχει και δεξιοσύνη» (19ΣΤ, 369-371)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

    «Εξέταζε λοιπόν προσεκτικά την καρδιά σου, πάτερ πνευματικέ, ή καλύτερα πλύνε πάντοτε τον οφθαλμό της διάνοιάς σου και κάνε τον να είναι πάντοτε καθαρός και αθόλωτος, ώστε και την καρδιά σου να μπορείς να βλέπεις με αυτόν, και να γνωρίζεις πολύ καλά τα προβλήματα των εμπιστευθέντων σ’ εσένα προβάτων, ή καλύτερα πατέρων και αδελφών, και να τα οικονομείς όπως πρέπει. Διότι, όπως ακούς, σώμα είναι η Eκκλησία και κεφαλή αυτής είναι ο προϊστάμενος. Και όπως τα άλλα μέλη του σώματος έχουν το καθένα μία ενέργεια, για παράδειγμα το πόδι να περπατά, το χέρι να κρατά και να εργάζεται, η κεφαλή αποτελεί τη συγκρότηση όλου του σώματος, αφού έχει μέσα της όλες τις αισθήσεις και τον νου και αυτόν τον ίδιο τον λόγο, έτσι και οι αδελφοί της μονής δεν είναι καμωμένοι να εκτελούν όλοι όλες τις αρετές, αλλ’ ο καθένας έχει να εκτελεί και διακονεί κάτι άλλο. Γι’ αυτό μόλις και μετά δυσκολίας θα βρεις μία ή δύο από τις αρετές μαζί στον ίδιο υπήκοο (και αυτό δεν είναι καθόλου θαυμαστό, διότι είναι μέλη εκ μέρους), από τον προϊστάμενο όμως απαιτείται να έχει όλες τις αρετές ο ίδιος, και όχι μόνο τις ψυχικές, αλλά και τις σωματικές, ή καλύτερα μαζί με τις αρετές και τα μυστικά και μεγάλα χαρίσματα. Όπως δηλαδή η κεφαλή του ανδρός έχει βέβαια από την εξωτερική διάπλαση και ευπρέπεια την ομορφιά και το πολύ τίμιο, όμως, εάν δεν έχει και τον νου και τις αισθήσεις σώες και ακέραιες, είναι για όλους άχρηστος και άτιμος, έτσι λοιπόν και ο προϊστάμενος· οφείλει όχι μόνο να κοσμείται και ν’ ακτινοβολεί από τις ψυχικές και σωματικές αρετές, αλλά και να είναι στολισμένος πολύ περισσότερο από τα πνευματικά χαρίσματα, επειδή άλλο είναι η αρετή και άλλο το χάρισμα. Οι αρετές δηλαδή επιτυγχάνονται από προσωπική μας προθυμία και συγκεντρώνονται από δικούς μας κόπους, ενώ τα πνευματικά χαρίσματα είναι δώρα του Θεού που δίδονται σ’ εκείνους που αγωνίζονται» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19Δ,189-191)
     «Η σκαπάνη και το δρέπανο, το πριόνι, το μαχαίρι η αξίνα, η λόγχη, το ραβδί, το ξίφος και το τόξο, το βέλος κι όλα τα λοιπά τα εργαλεία του βίου, καθένα έχει ξεχωριστά το έργο το δικό του, που δεν το πήρε μόνο του, αλλά από εμάς μονάχα. Γιατί ο τεχνίτης σύμφωνα με το σκοπό που θέλει το κατασκευάζει κι ενεργεί κάθε εργαλείο με τέχνη. Γι' αυτό η σκαπάνη δεν μπορεί χωράφια να θερίζει, το δρέπανο να οικοδομεί κι η μάχαιρα να χτίζει, ούτε με πριόνι σκάβουμε, δε ράβουμε με αξίνα, ξύλα δεν κόβει το ραβδί, η λόγχη δεν πριονίζει, ούτε το ξίφος σφεντονά κι ούτε το τόξο κόβει, μα όλα μεταχειρίσου τα όπως πρέπει το καθένα. Κι αν όχι για ό,τι έγιναν μα σε αλλά τα εφαρμόσεις, πάει άχρηστη όλη σου η ζωή μαζί και κάθε πράξη. Σκέψου, κι εμάς έτσι ο Θεός μας έχει δημιουργήσει· κάθε πιστός το έργο του μες στη ζωή να κάνει, άλλους δασκάλους βάζοντας και να μαθαίνουν άλλους, άλλους να ναι άρχοντες πολλών και τούτοι να υπακούνε, σ’ αυτούς σοφίαν έδωσε σ’ άλλους γνώση και λόγο, να προφητεύουν μερικοί ή να μιλούν σε γλώσσες, σε άλλους να θαυματουργούν και θαύματα να κάνουν, άλλους τους έκανε οδηγούς. Πνευματικά είναι τούτα, μα κι άλλα ας αναφέρομε χαρίσματα του πλάστη που στους ανθρώπους έδωσε ταιριαστά στον καθένα· ένα στο σώμα δυνατό κι ωραίο τον άλλο κάνει κι εκείνον πιο καλή φωνή να έχει από τους άλλους και μ’ ένα λόγο χάρισε χάρισμα στον καθένα άνθρωπο όπως του ταίριαζε και το προτέρημά του, όπως μονάχα ξέρει ο Θεός ο δημιουργός των όλων να ενεργεί ό,τι χρήσιμο άρρητα στη ζωή μας. Γι’ αυτό κι είναι επιτήδειος καθένας μας στην τέχνη, όχι σε όποιαν θέλει αυτός, μα για όποια είναι πλασμένος γι’ αυτήν είναι κατάλληλος κι έχει και δεξιοσύνη» (19ΣΤ, 369-371)

[Σημείωση: Η σχέση με τον Πνευματικό, την οποία προβάλλει ο Όσιος Συμεών, αναφέρεται κυρίως στο μοναχικό βίο και δεν μπορεί να μεταφερθεί αυτούσια και στους μη μοναχούς, όμως μπορούμε να πάρουμε πολλά σπουδαία διδάγματα σχετικά με την αγάπη, την υπακοή στον Πνευματικό και τη γενικότερη σχέση μαζί του, τα οποία ισχύουν για κάθε Χριστιανό]
     «[Η διάκριση του Πνευματικού του οσίου Συμεών στον χειρισμό του πόθου του νέου Συμεών]. Παρουσιάζεται (ο Συμεών) σ’ αυτόν, του γνωστοποιεί τον σκοπό (να γίνει μοναχός), ζητεί να γίνει δεκτός από αυτόν, ν’ αλλάξει από αυτήν την ώρα τον τρόπο ζωής και να συγκαταταγεί με τους μοναχούς. Εκείνος δε, όπως ήταν έμπειρος του μοναχικού βίου και των επιθέσεων του πονηρού, δεν συγκατανεύει προς το παρόν, τον αναχαιτίζει από αυτήν την ορμή, διότι ήταν ακόμη νέος και διήνυε μόλις το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του και του συνιστά να αναμείνει τον καιρό τελειοτέρας αναπτύξεως»… Καθώς λοιπόν είδε αυτήν την θεωρία (όραμα) ο θαυμάσιος Συμεών (ο νέος), άρχισε να πυρπολείται μέσα του ακόμη περισσότερο από το θείο πυρ και επέμενε να παρακαλεί τον πατέρα να τον αποκείρη (να του κάνει κουρά). Εκείνος δε, προβλέποντας ότι ο καιρός είναι ακατάλληλος, αλλά και ότι η νεανική απαλότης είναι αβεβαία για την τραχεία άσκηση, έκρινε ότι δεν έπρεπε να πράξη τούτο τότε. Όταν λοιπόν, αφού πέρασαν έξι έτη από τη φοβερή εκείνη θεωρία (όραμα)… μόλις τον είδε είπε· τώρα, τέκνο μου, είναι καιρός που πρέπει να αλλάξεις το ένδυμα και τον βίο, αν θέλεις». Ο λόγος έγινε αναμμένος άνθραξ στην καρδιά του νέου, ο οποίος είπε· «γιατί δεν το είπες αυτό νωρίτερα προς εμένα το τέκνο σου, πάτερ; Αλλά και τώρα απαρνούμαι τον κόσμο και όλα το εγκόσμια» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19Α ,41,45-47)
     «Εκεί (στην Κων/πολη), όπως τρέχει στις πηγές των υδάτων ένα διψασμένο ελάφι, έτσι και αυτός έτρεξε γρήγορα προς τον θείο εκείνον γέροντα (Πνευματικό του), ερρίφθηκε εμπρός του σαν στον ίδιον τον δεσπότη Χριστό, και έβαλε όλα τα υπάρχοντά του δίπλα στα πόδια του. Ο δε φιλόστοργος εκείνος πραγματικά πατέρας, βλέποντας την βαθιά ταπείνωσι και πίστι του, ελευθέρωσε τον μαθητή από την φροντίδα γιο εκείνα, διασκορπίζοντάς τα στους πτωχούς» (19Α, 55)
     «Θέλοντας [ο Πνευματικός] δε να του προκαλέσει [του Συμεών] περισσοτέρους στεφάνους ο γυμναστής πατέρας, του παρήγγειλλε να εκτελεί τις ευτελέστατες υπηρεσίες στο κελλί του· εκείνος δε, αφού είχε τεθή στην υπηρεσία του γέροντος άπαξ διαπαντός, προθύμως έπραττε τα πάντα, θεωρώντας εαυτόν δούλο και ξένον· διότι ήταν έτοιμος, αν τον προστάξει ακόμη και σε κάμινο αναμμένη ή σε βυθό θαλάσσης να ριφθεί, να κάμη τούτο με χαρά και προθυμία. Ενώ δε εκτελούσε όλες τις χαμηλότερες υπηρεσίες και κοπίαζε πολύ, δεν αμελούσε ούτε την νηστεία και την αγρυπνία, αλλ’ εβάδιζε προς αυτές ασυγκράτητος, διότι εγνώριζε την ωφέλειά τους. Ο δε γέρων, θέλοντας να του εκκόψη το θέλημά του, του παρήγγειλε πολλές φορές να κάμη τα αντίθετα, και τον ανάγκαζε να τρώγη και να κοιμάται. Ο Συμεών, αν και τον λυπούσε αυτό υπερβολικά, αλλ’ όμως το εβάσταξε ασκούμενος πολυτρόπως. Διότι ο θείος εκείνος γέρων με την σοφία του, άλλοτε μεν του επέβαλλε να επιδίδεται σε έργα ταπεινωτικά και κοπιαστικά, άλλοτε δε του προσέφερε ο ίδιος την τιμή και την άνεσι, και χτυπώντας το θέλημά του προξενούσε σ’ αυτόν αμοιβές και για τα δύο. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο γυμναζόμενος από τον πατέρα του ο δόκιμος και με αυτόν τον τρόπον μεταπλασσόμενος άριστα, ηύξησε σε τόσο σημείο την προς τον πατέρα του πίστι και ευλάβεια, ώστε να φυλάγεται να πατή και την γη στην οποία εβάδιζαν τα πόδια του πατρός. Έτσι υπερτιμούσε κάθε τόπο όπου έβλεπε αυτόν να στέκεται και να προσεύχεται σαν άγιο αγίων, και πέφτοντας σ’ αυτόν εκυλιόταν και τον καταφιλούσε, και με τα χέρια εσφούγγιζε από αυτόν τα δάκρυα του διδασκάλου και τα πρόσφερε σαν ίαμα των παθών στην κεφαλή και την καρδιά του, θεωρούσε δε εντελώς ανάξιο τον εαυτόν του να εγγίση κάποιο από τα ενδύματά του»(19Α, 57-9)
     «Ο σοφώτατος Συμεών, ποθώντας να λάβει την χάρι του αγίου Πνεύματος, πέφτει πρηνής και πιάνει τα άγια πόδια εκείνου, ικετεύοντας θερμώς να λάβει την χάρη μάλλον με ευχές αυτού παρά ν’ αξιωθει να την επιζητεί με δικά του έργα και κοπιάσματα. Ο ευαίσθητος πατήρ κάμπτεται από οίκτο και λέγει προς τον ξαπλωμένο μαθητή «σήκω, τέκνο, κι εγώ ο ίδιος άνθρωπος είμαι, αλλά θαρρώντας στην φιλανθρωπία του Θεού σου λέγω, ότι θα σου δωρίσει διπλή από εκεί την χάρι του». Υπερθαυμάζοντας τούτον τον λόγο ο Συμεών και δεχόμενος τον με πίστη αδίστακτη, σηκώθηκε με γεμάτους τους οφθαλμούς από δάκρυα. Ο δε γέρων τον ασπάσθηκε και τον απέλυσε σε ειρήνη, ενώ ήταν τρίτη ώρα της νυκτός. Καθώς δε αυτός κατερχόταν στο κελλί του — πόσο γρήγορη είναι η θεία βοήθεια!— ανατέλλει το φως προώρως· ακριβώς μάλιστα ξαφνικά τον περιέλαμψε φως από επάνω…» (19Α,67-9)
     «Ο προεστώς (ο Ηγούμενος της Μονής) είχε φθόνο εναντίον εκείνου του μεγάλου γέροντος (του Πνευματικού του οσίου Συμεών), πράγμα απαράδεκτο. Όταν όμως είδε το φρόνημα του Συμεών αταπείνωτο και αμετακίνητο από την αφοσίωση στον γέροντά του, νικημένος από την στοχαστικότητα και σοφία των λόγων του, παρήγγειλε αμέσως να διώξουν τον μακάριο από την μονή»(19Α,71)
     «Ολίγο με τον λόγο, περισσότερο δε με το έργο παρακινώντας [ο Συμεών τους μοναχούς] στην εργασία των εντολών, προβάλλοντας σ’ αυτούς υπογραμμό τον εαυτό του και λέγοντας· «όπως βλέπετε έμενα, να πράττετε» (19Α,91)
     «[το περιστατικό δείχνει την μεγάλη αγάπη του Πνευματικού] Όταν κάποτε τελείωσε η πρωινή δοξολογία καθώς άρχισε κατά την συνήθειά του ο μακάριος [Συμεών ως Ηγούμενος] να κατηχεί τους μαθητάς και σύμφωνα με την παραίνεση του αποστόλου να νουθετεί, να ελέγχει, να παρηγορεί, ξαφνικά κάπου τριάντα από τους μοναχούς διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά τους, όπως παλαιά οι γύρω από τον Άννα και Καϊάφα, κινήθηκαν με άναρθρες κραυγές και φονικές διαθέσεις, διετάραξαν όλη την εκκλησία, και σήκωσαν αυθαδώς τα άνομα χέρια τους κατά του πατρός των, για να τον συλλάβουν και τον διασπαράξουν σαν θηρία. Αυτός δε, μόλις είδε την αλλαγή των και την αποξένωσή τους από τον διδάσκαλο και πατέρα τους, έδεσε τα χέρια του και σήκωσε την σκέψη τoυ προς τον ουρανό· με αυτόν τον τρόπο έμεινε επί τόπου ακίνητος χαμογελώντας και ατενίζοντας χαρούμενα προς τους μιαρούς. Καθώς δε όρμησαν εναντίον του και με τις άναρθρες κραυγές και βλασφημίες επέδειξαν μανία και αναίδεια σκύλων που υλακτούσαν, εμποδίσθηκαν άνωθεν να επιβάλουν επάνω του τα άνομα χέρια διότι η χάρις που ενοικούσε στον Συμεών τους κρατούσε μακριά και τους απέπεμπε. Απορώντας δε τι να πράξουν, εξέρχονται τρέχοντος από την εκκλησία και, αφού έσπασαν τα κλείθρα της πύλης του μοναστηριού, εγκαταλείποντας μόνον τον μακάριο μαζί μ’ εκείνους που ζούσαν μ’ ευλαβική διαγωγή. Καθώς δε πέρασαν άοπλοι την πρώτη πύλη της μεγάλης του Θεού Εκκλησίας και άρχισαν να ενοχλούν με τις κραυγές τον αρχιερέα —που ήταν ο Σισίννιος— από κάτω, τους κάλεσε ο πατριάρχης και, αφού έμαθε την αιτία της ταραχής και την εκ μέρους των ραδιουργία κατά του αγίου, τους απέδωσε δεινή μανία, και κάλεσε την επομένη ημέρα τον άγιο. Όταν λοιπόν ο μακάριος εισήλθε με σεμνό ήθος και ιλαρό παρουσιαστικό προς αυτόν, ο πατριάρχης ερωτά για την αιτία της εναντίον του μανίας των μοναχών. Όταν δε εκείνος διηγήθηκε με τον νόστιμο χαριτωμένο λόγο όλα τα σχετικά προς την συνηθισμένη ομιλία και κατήχηση και έπειτα τα της αναιδείας και της φονικής εξορμήσεώς των, και πώς έφυγαν συντρίβοντας τα κλείθρα και τους μοχλούς των πυλών, ο πατριάρχης εξεπλάγη και αντιλαμβανόμενος τον φθόνο και την μανία των ασυνέτων, καταλήφθηκε από δίκαιο θυμό και τους κατεδίκασε όλους σε εξορία. Εάν βέβαια ήταν κάποιος άλλος αυτός που έπαθε αυτά από εκείνους, δεν θα ικανοποιούνταν από την απόφαση; Δεν θα ευφραινόταν κατά τον βιβλικό λόγο, όταν είδε τέτοια καταδίκη; Δεν συνέβηκε όμως αυτό στον καλό ποιμένα και ακριβέστατο μιμητή του πρώτου ποιμένος. Όταν δηλαδή είδε τους φύλακες έτοιμους να συλλάβουν τους αποστάτες, πίπτει πρηνής και εγγίζει τα πατριαρχικά εκείνα πόδια ο ηγούμενος με την ευαίσθητη ψυχή, την οποία προσφέρει υπέρ των προβάτων του, και με θρήνους ζητεί συγγνώμη. Ο πατριάρχης κάμπτεται με δυσκολία και λόγω των παρακλήσεων ανακαλεί την απόφαση περί εξορίας, δεν τους επιτρέπει όμως να εισέλθουν πάλι στην μονή. Αμέσως λοιπόν απελαύνονται όλοι από την εκκλησία και γεμάτοι μανία σκορπίζονται ακολουθώντας ο καθένας το θέλημά του. Άλλοι κατατάχθηκαν ανάμεσα στα κατηχουμενεία των εκκλησιών, άλλοι ερρίφθηκαν σε άλλες μονές, όσοι δε ανήκαν στην κατώτερη και ευτελέστερη μοίρα διασκορπίσθηκαν όπου έτυχε ο καθένας, εδώ κι εκεί. Τι έπραξε λοιπόν ο ποιμήν ο καλός; Eπιστρέφει μόνος του στο μοναστήρι, σπαρασσόμενος εσωτερικά για την στέρηση των προβάτων του Χριστού και χύνοντας άφθονα δάκρυα. Και, παρακαλώ, παρατηρήσατε ακεραιότητα άγιας ψυχής και ανεξικακία δικαίου ανδρός. Eπειδή δεν υπέφερε να βλέπει αδειανή την αυλή των προβάτων, τι κάμνει ο καθ’ όλα σοφός και γενναίος, για να συμφιλιώσει το ποίμνιο προς τον εαυτό του και τον Θεό και να το συνάθροιση κοντά του; Ερευνά για τους τόπους της πόλεως όπου ζούσε ο καθένας τους κατά την θέλησή του. Όταν τους έμαθε, στέλλει στον καθένα τα απαιτούμενα για την συντήρησή του, συνοδεύοντας την προσφορά με παρηγορητικούς λόγους που εμάλασσαν την καρδιά τους. Καθώς αυτό γινόταν επί πολλές ημέρες και ο πραγματικά καλός ποιμήν ερχόμενος με ταπεινή εμφάνιση καθόταν μαζί με τον καθένα τους, τους απηύθυνε λόγια αγάπης και ζητούσε την επιστροφή τους μαζί με την συγγνώμη, σαν να τους είχε αδικήσει μάλλον παρά να είχε αδικηθεί από αυτούς, με διδακτικούς λόγους μαλάκωσε την στυγνότητα και σκληρότητα της καρδιάς τους. Έτσι σε σύντομο χρόνο τους συνάθροισε όλους ο καλός ποιμήν, που εισήλθε στην αυλή των προβάτων δια της θύρας του Ιησού και δεν ανέβηκε σ’ αυτήν από άλλο σημείο, και γέμισε πάλι την αυλή του με τα ήμερα πρόβατα που προ ολίγου είχαν αγριεύσει. (εκδ. ΕΠΕ τόμ. 19Α,σελ. 97-101)
     ««Εγώ», λέγει [ο μοναχός Αρσένιος, μαθητής του Συμεών], «αφού νεκρώθηκα ήδη για τον κόσμο, πώς θα επιστρέψω, αδελφέ, πίσω και θα δω, όπως λέγεις εσύ, εκείνην που με γέννησε σαρκικώς; Έχω αυτόν που μ’ εγέννησε κατά πνεύμα, από τον οποίο θηλάζω το άδολο γάλα της χάριτος του Θεού, δηλαδή τον κατά Θεό πατέρα μου, ο οποίος είναι και μητέρα μου που μ’ εγέννησε πνευματικώς, όπως είπα, και με περιθάλπει στην αγκαλιά του ως νεογέννητο νήπιο. Δεν θα δεχθώ ποτέ να τον εγκαταλείψω» (19Α,109)
     «(συμβουλεύει νέο Ηγούμενο) Να μη καταφρονήσεις ένα δήθεν μικρό πράγμα που έγινε προς εξύβριση του ευαγγελικού βίου και της μοναχικής καταστάσεως, με προσποίηση πραότητας για έπαινο των ανθρώπων, αλλά, μιμούμενος τον Χριστό και Θεό αγανακτώντας και ταρασσόμενος απαθώς, να εκδικείσαι τις εντολές του Θεού» (19Α, 141)
     «(συμβουλεύει νέο Ηγούμενο) Μαζί με όλα να τηρείς ακρίβεια και κατά την εξέταση των λογισμών του καθενός, για να μάθεις ποιοι από αυτούς χρειάζονται την συμπαράταξη (=ίδια θέση στο ναό την ώρα της Λειτουργίας) με τους προσευχομένους και κοινωνούντας, και ποιοι χρειάζονται αφορισμό και τοποθέτησι μαζί με τους μετανοούντας, έτσι ώστε να μη καταστήσης, εν γνώσει ή εν άγνοια, την εκκλησία του Θεού αντί ναού αγίου σπήλαιο ληστών ή πορνείο, και να μη κατορθώσης να εκφύγης το φοβερό γι' αυτό κρίμα της οργής του Θεού» (19Α, 141)
     «(Συμβουλή σε μοναχούς για νέο Ηγούμενο) Κανείς σας λοιπόν να μη καταφρονεί την νεότητά του, τον άπλαστο λόγο και την άπλαστη διδασκαλία του· και αν ακόμη είναι απαίδευτος στον λόγο, δεν είναι και στην γνώσι της χάριτος. Διότι ο έμπρακτος λόγος, που κατέχει την άνωθεν χάρη, είναι σοφότερος από την μωραμένη σοφία των ανθρώπων, όπως ο ήλιος είναι λαμπρότερος και ανώτερος από τα άστρα» (19Α,143)
     «Κανείς να μη αντιλέγει και απειθεί ενώπιόν του (του Ηγουμένου), κανείς να μη είναι ανυπάκουος και θρασύς, αλλ’ όλοι να είσθε υπάκουοι, όλοι ευπειθείς, όλοι υποτακτικοί στον πνευματικό σας πατέρα, επειδή κατά τον θείο απόστολο αυτός οφείλει να αγρυπνεί και να εύχεται υπέρ των ψυχών σας, για να πράττει τούτο με χαρά και όχι με στεναγμό· διότι τούτο θα σας είναι ανωφελές κατά την παρούσα ζωή» (19α, 145)
     «(μιλά σε μοναχούς για τον νέο Ηγούμενό τους) Να μη δυσαρεστήσθε με τα υπ’ αυτού λεγάμενα και πραττόμενα, αλλ’ ακόμη και αν είναι αντίθετα προς τις γνώμες των πατέρων, να υποκλίνετε σ’ αυτόν τις κεφαλές σας επί του παρόντος. Έπειτα, όσοι τυχόν από σας υπερτερούν των λοιπών σε χρόνια και βίο και λόγο, ας του γνωστοποιήσουν ιδιαιτέρως τον λόγο του κωλύματος προς εφαρμογή των, όπως διετύπωσε στους όρους ο Μέγας Βασίλειος. Χάριν του Κυρίου υπομείνατέ τον σε ώρες ερεθισμού και πικρίας, χωρίς ν’ αντιλέγετε ή ανθίστασθε σ’ αυτόν· διότι ο αντιλέγων ή ανθιστάμενος σ’ αυτόν ανθίσταται στην εξουσία του Θεού, όπως λέγει ο Παύλος . Πραγματικά σε θέματα που δεν σημειώνεται παράβασις εντολής Θεού ή αποστολικών κανόνων και διατάξεων, οφείλετε να υπακούετε καθ’ όλα και να πείθεσθε σ’ αυτόν ωσάν στον Κύριο. Σε όσα όμως κινδυνεύουν το ευαγγέλιο του Χριστού και οι νόμοι της Eκκλησίας του, όχι μόνο σ’ αυτόν δεν πρέπει να πείθεσθε όταν σας παραινεί και διατάσση, αλλ’ ούτε σε άγγελο που μόλις ήλθε από τον ουρανό και ευαγγελίζεται σε σας διαφορετικά από ό,τι ευαγγελίσθηκαν οι αυτόπτες του Λόγου» (19Α, 147)
     «Από την στιγμή που ανέθεσες τον εαυτό σου όλον στον πνευματικό σου πατέρα, γνώριζε ότι είσαι ξένος για όλα όσα φέρεις απ’ έξω μαζί σου, εννοώ ανθρώπινα πράγματα και χρήματα. Χωρίς αυτόν μη θελήσεις τίποτε να πράξεις ή κάνεις σχετικώς με αυτά. αλλά ούτε να του ζητήσεις να σού αφήσει οποιοδήποτε μικρό ή μεγάλο πράγμα, εκτός αν αυτός με δική του πρωτοβουλία ή σε προστάξει να πάρεις κάτι ή σου προσφέρει ο ίδιος με τα χέρια του κάτι… Γνώρισμα της γνήσιας πίστεως είναι το να αναθέσεις τα πάντα στην βούληση του πνευματικού πατρός σαν στο χέρι του Θεού. Μη ζητήσεις να πάρεις ούτε νερό για να πιείς, ακόμη και αν συμβεί να φλέγεσαι, μέχρις ότου ο πνευματικός σου πατήρ μόνος του σε προτρέψει. Πίεζε και βίαζε τον εαυτό σου σε όλα, πείθοντας και λέγοντας στον λογισμό, «αν θέλει ο Θεός»· και αν είσαι άξιος να πιείς, αυτός οπωσδήποτε αποκαλύπτει στον πνευματικό σου πατέρα, που σου λέγει, «πιες», και τότε πίνεις με καθαρή συνείδηση, ακόμη και αν η στιγμή είναι παράκαιρη. Όποιος δοκίμασε πνευματική ωφέλεια και απέκτησε ανόθευτη πίστη, προβάλλοντας μάρτυρα της αληθείας τον Θεό, είπε· «έθεσα μέσα μου τέτοιον λογισμό, να μη ζητήσω ποτέ από τον πατέρα μου ούτε φαγί ούτε ποτό, ούτε να πάρω καθόλου κάτι χωριστά από αυτόν, έως ότου ο Θεός τον πληροφορήσει και με προστάξει· με αυτήν την διάθεση, λέγει, δεν απέτυχα ποτέ του σκοπού μου». Όποιος απέκτησε καθαρή εμπιστοσύνη προς τον κατά Θεό πατέρα του, βλέποντας αυτόν, λογίζεται ότι βλέπει τον ίδιο τον Χριστό· και ευρισκόμενος με αυτόν και ακολουθώντας αυτόν, πιστεύει με βεβαιότητα ότι ευρίσκεται με τον Χριστόν και αυτόν ακολουθεί. Τέτοιος άνθρωπος δεν θα επιθυμήσει ποτέ να συναναστραφεί με κανέναν άλλον, δεν θα προτιμήσει τίποτε από τα πράγματα του κόσμου περισσότερο από την ανάμνηση και αγάπη εκείνου… Δείχνει ζωντανή πίστη όποιος ευλαβείται ως άγιο και τον τόπο, στον οποίο στέκεται ο οδηγός και πατέρας του, και παίρνει στα χέρια του την σκόνη των ποδιών του με θέρμη, την σκορπίζει επάνω στο κεφάλι του και την αλείφει στο στήθος του, σαν ιατρικό των παθών του και καθαρτικό των αμαρτημάτων, δεν τολμά δε να πλησιάσει εκείνον τον ίδιο ούτε απλώς να αγγίξει ένα χιτώνα ή σκέπασμά του χωρίς την εντολή εκείνου. Και όταν μεταχειρίζεται κάτι δικό του, το κάνει με φόβο και σεβασμό, κρίνοντας τον εαυτό του ανάξιο όχι μόνο της θέας και υπηρεσίας τούτου, αλλά και της εισόδου στο κελλί του» (19Α,405-407-409-411)
     «Εάν θελήσεις ν’ αποταχθείς και να διδαχθείς την ευαγγελική πολιτεία, να μη παραδοθείς σε άπειρο ή εμπαθή διδάσκαλο, για να μη διδαχθείς αντί της ευαγγελικής την διαβολική πολιτεία, επειδή καλών μεν διδασκάλων τα μαθήματα είναι καλά, κακών δε είναι κακά, και των πονηρών σπόρων τα προϊόντα είναι οπωσδήποτε πονηρά. Ικέτευσε τον Θεό με προσευχές και δάκρυα να σου στείλει οδηγό απαθή και άγιο. Ερεύνα δε και συ ο ίδιος τις θείες Γραφές, και προ πάντων τα πρακτικά συγγράμματα των αγίων πατέρων, ώστε παραβάλλοντας με αυτά, τα διδάγματα του διδασκάλου και προϊσταμένου σου, να μπορείς να τα βλέπεις σαν σε καθρέπτη και να μαθαίνεις· και όσα μεν συμφωνούν με τις θείες Γραφές να τα εγκολπώνεσαι και να τα κρατείς στην διάνοια, τα δε νόθα και ξένα να τα ξεχωρίζεις και να τ’ απορρίπτεις, για να μη πλανηθείς. Διότι, γνώριζε, αυτές εδώ τις ημέρες πολλοί πλάνοι και ψευδοδιδάσκαλοι εμφανίσθηκαν. Όποιος δεν βλέπει, υπόσχεται δε να οδηγεί άλλους, είναι πλάνος, και αυτούς που τον ακολουθούν τους ρίπτει σε βόθρο απωλείας κατά τον λόγο του Κυρίου· «αν ένας τυφλός οδηγεί τυφλό, και οι δύο θα πέσουν σε βόθρο» (19Α,419-421)
     «Όποιος όμως δεν γνωρίζει αυτά κι ευρίσκεται σε άλλη κατάσταση, είναι πρόδηλο ότι δεν έχει ούτε τα αισθητήρια της ψυχής καθαρισμένα και υγιή· γι’ αυτόν προτιμότερο είναι να οδηγείται καλώς παρά να οδηγεί επικίνδυνα. Όποιος ατενίζει τον διδάσκαλο και οδηγό του σαν Θεό, δεν μπορεί να του αντιλέγει. Εάν δε νομίζει και ισχυρίζεται ότι συνδυάζει και τα δύο, να ξέρει ότι πλανάται· διότι αγνοεί ποια διάθεση έχουν προς τον Θεό οι φίλοι του Θεού. Όποιος πιστεύει ότι η ζωή και ο θάνατός του είναι στο χέρι του ποιμένος του, δεν θα αντείπει ποτέ· η δε άγνοια τούτων γεννά την αντιλογία, που είναι πρόξενος του νοητού και αιωνίου θανάτου. Πριν λάβει την απόφαση ο κατάδικος, του δίδεται ευκαιρία αντιλογίας, να πει στον δικαστή για όσα έπραξε· μετά όμως την απόδειξη των πράξεων και την απόφαση του δικαστού δεν δικαιούται ν’ αντείπει στους βασανιστές τίποτε, ούτε μικρό ούτε μεγάλο. Πριν εισέλθει ο μοναχός σ’ αυτό το δικαστήριο και φανερώσει τα βάθη της καρδιάς του, ίσως του επιτρέπεται και ν’ αντιλέγει, είτε από άγνοια είτε από προσπάθεια να κρύψει τα μυστικά του. Μετά την αποκάλυψη όμως των λογισμών και την ειλικρινή εξομολόγηση δεν επιτρέπεται ν’ αντιλέγει ποτέ μέχρι θανάτου στον δεύτερο μετά τον Θεό δικαστή και εξουσιαστή του. Διότι ο μοναχός, από την στιγμή που εισήλθε σ’ αυτό το δικαστήριο και ξεσκέπασε τα κρυφά της καρδιάς του, έχει πεισθεί εκ των προτέρων, εάν έχει αποκτήσει κάποια γνώσι, ότι είναι άξιος μυρίων θανάτων και πιστεύει ότι δια της υπακοής και ταπεινώσεώς του θα απαλλαγεί από κάθε τιμωρία και κόλαση, αν τουλάχιστο έχει αντιληφθεί πραγματικά την φύσι του μυστηρίου τούτου. Όποιος φυλάσσει αυτές τις σκέψεις ανεξάλειπτες στην διάνοιά του, δεν θα επαναστατήσει ποτέ με την καρδιά του, όταν παιδεύεται ή νουθετείται ή ελέγχεται, επειδή όποιος περιπίπτει σε τέτοια κακά, δηλαδή στην αντιλογία και απιστία προς τον πνευματικό πατέρα του και διδάσκαλο, ζώντας ακόμη κατεβάζεται στην παγίδα και τον βυθό του Άδη ελεεινώς και γίνεται οίκος του Σατανά και όλης της ακάθαρτης δυνάμεως ως υιός της απειθείας και απωλείας» (19Α,423-425)
     «Όσοι στήριξαν ασάλευτα τα πόδια τους πάνω στην πέτρα της υπακοής των πνευματικών πατέρων, και ακούουν τα παραγγελλόμενα από εκείνους σαν από στόμα του Θεού και τα εποικοδομούν χωρίς δισταγμό σ’ αυτό το θεμέλιο της υπακοής με ταπείνωση ψυχής, αυτοί επιτυγχάνουν ευθέως· και κατορθώνεται από αυτούς πρώτα τούτο το μέγα κατόρθωμα, το να απαρνηθούν εαυτούς. Διότι το να εκτελεί κανείς το ξένο θέλημα και όχι το δικό του, προκαλεί όχι μόνο απάρνηση της ψυχής του, αλλά και νέκρωση προς όλον τον κόσμο· Με τον αντιλέγοντα προς τον πατέρα του συγχαίρουν οι δαίμονες, τον ταπεινούμενο δε μέχρι θανάτου θαυμάζουν οι άγγελοι· διότι ο τοιούτος πραγματοποιεί έργο Θεού, εξομοιούμενος με τον Υιό του Θεού, ο οποίος τήρησε την υπακοή προς τον Πατέρα του μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρικού» (19Α,427)
     «[Τα λόγια αυτά διδάσκουν] την επιθυμία της αφέσεως των χρεών (οπότε ο άνθρωπος αναζητεί γι’ αυτό και μεσίτη (τον Πνευματικό), διότι φυσικά δεν μπορεί να προσέλθει μόνος του αφόβως, όπως είναι φορτωμένος με πολλές αμαρτίες της αισχύνης), έπειτα την επιτυχία του μεσίτη και ποιμένος»(19Α,567)
     «[Μιλά ο Συμεών στο Χριστό] Αντίθετα τον σύνεργό και βοηθό μου [εννοεί τον Πνευματικό του], εννοώ τον άγιό σου μαθητή και απόστολο, σεβόμουν, τιμούσα, αγαπούσα από καρδιά σαν εσέ τον ίδιο που μ’ έπλασες, προσπίπτοντας στα πόδια του νύκτα και ήμερα και παρακαλώντας τον «αν μπορείς βοήθα με», με την πεποίθηση ότι όσα θέλει, έχει την δύναμη να τα επιτύχει από εσέ» (19Α,579)

     «Να μην πιστεύουμε κάθε άνθρωπο που λέγει ότι είναι πνευματικός· αλλά να βεβαιωνόμαστε πρώτα από τον βίο και τις πράξεις του, και μάλιστα αν συμφωνούν οι λόγοι και οι πράξεις του με τις διδασκαλίες του Κυρίου και των Αποστόλων και των άγιων Πατέρων, και τότε να δεχόμαστε και ν’ ακούμε τους λόγους του ως λόγους Χριστού. Αλλιώς και νεκρούς ακόμη αν ανασταίνει και μύρια αλλά θαύματα αν επιδεικνύει, να τον αποστρεφόμαστε και να τον μισούμε σαν δαίμονα, και μάλιστα όταν τον βλέπουμε νουθετούμενος να μη δέχεται να μεταβάλει το φρόνημά του, αλλ’ ακόμη να εμμένει στην πλανεμένη γνώση του και να νομίζει ότι έχει το πολίτευμά του και την διαγωγή του στους ουρανούς» (19Β, 55)
     «Eκείνοι λοιπόν που κατέβαλαν με φόβο και τρόμο καλό το θεμέλιο της πίστεως και της ελπίδας επάνω στην πέτρα της υπακοής των πνευματικών πατέρων και εποικοδόμησαν αδίστακτα, σαν από το στόμα του Θεού, τις εντολές εκείνων επάνω σ’ αυτό το θεμέλιο της υποταγής, κατορθώνουν αμέσως ν’ απαρνηθούν τους εαυτούς τους. Διότι το να εκπληρώνει κάποιος όχι το δικό του αλλά του πνευματικού του πατέρα το θέλημα, εξ’ αιτίας εντολής του Θεού και ασκήσεώς του στην αρετή, κατορθώνει όχι μόνο την απάρνηση του εαυτού του, αλλά και τη νέκρωση προς όλο τον κόσμο» (19Β,369)
     "Αλλ' όμως πριν να δείτε, να λάβετε και να πάθετε αυτά, μη τυχόν απατήσετε τους εαυτούς σας και παραλογιζόμενοι πιστέψετε ότι είστε κάτι, ενώ δεν είστε τίποτε και μη τυχόν εμπέσει στην συνείδησή σας και φαντασθείτε ότι είστε πνευματικοί προτού λάβετε το άγιο Πνεύμα και εξ αιτίας αυτού επείγεσθε στο να επιδέχεσθε ασυνέτως ξένους λογισμούς και επιβαίνετε σε ηγουμενίες και αρχές και κατατολμάτε αφόβως την ιερωσύνη και επιδίδεσθε με αναίδεια με αμέτρητες μεθόδους να ποιμαίνετε τον λαό του Κυρίου στις μητροπόλεις και τις επισκοπες. Αλλά προσέχετε, παρακαλώ, τους εαυτούς σας" (19Β,461)
     «Γιατί δεν ασπάζεσαι την καλή σιωπή και δεν ζητείς με μετάνοια και δάκρυα να τα λάβεις και να τα μάθεις αυτά; Γιατί θέλεις να ομιλείς έτσι κενώς για όσα δεν γνωρίζεις αληθινά και επιθυμείς να καλείσαι άγιος χωρίς αυτά και ευρίσκεσαι σα να έχεις ήδη σωθεί, τολμώντας να δέχεσαι ξένους λογισμούς και να διδάσκεις στους άλλους; Δεν φρίττεις να οδηγείς τους άλλους προς το φώς, ενώ εσύ ο ίδιος είσαι στερημένος του θείου φωτός; Δεν φοβάσαι να ποιμαίνεις αδελφούς, ενώ κάθεσαι ακόμη μέσα στο σκότος και δεν απέκτησες τον οφθαλμόν εκείνο που βλέπει το φώς το αληθινό; Δεν ντρέπεσαι να ιατρεύεις άλλους, ενώ εσύ ο ίδιος ασθενείς και δεν μπορείς να αισθανθείς τα δικά σου τραύματα;» (19Β,493)
     «Πρόσεχε να μην επιχειρήσεις να ποιμάνεις πριν αποκτήσεις γνήσιο φίλο τον καλό ποιμένα, επειδή έτσι δεν θα κερδήσεις τίποτε άλλο, -γνώριζέ το αυτό-, παρά να δώσεις λόγο στον Θεό, όχι μόνο για την αναξιότητά σου, αλλά και για τα πρόβατα τα οποία έχασες από απειρία και εμπάθεια. Πρόσεχε, παρακαλώ, μην αναλάβεις όλα τα ξένα χρέη, ενώ εσύ ο ίδιος είσαι υπόχρεως σε κάποιον, μην τολμήσεις να δώσεις άφεση, εσύ που δεν απέκτησες στην καρδιά σου εκείνσν που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου. Πρόσεχε να μη δεχθείς να κρίνεις τον άλλον, αδελφέ, πριν εσύ ο ίδιος γίνεις ακριβής κριτής του εαυτού σου και εξεταστής των δικών σου σφαλμάτων και πριν δώσεις εναντίον σου δίκαιη την ψήφο με δάκρυα και πένθος· και έτσι, γεμάτος από άγιο Πνεύμα, ελεύθερος από τον νόμο της σαρκός και τον θάνατο της αμαρτίας, θ’ αποκατασταθείς από την χάρη του Θεού δίκαιος κριτής για την κρίση των άλλων, ως προχειρισμένος σε τούτο από τον Θεό δια του Πνεύματος» (19Β,495)

     «Να μην περιηγηθείς, ζητώντας τους ονομαστούς μοναχούς, ούτε να ερευνάς τους βίους τους, αλλά, αν συναντήσεις κάποιον πνευματικό πατέρα με τη χάρη του Θεού, μόνο σ’ αυτόν λέγε τα θέματα που σε απασχολούν» (19Γ,45)
     «[Πες στην προσευχή σου] Στείλε μου άνθρωπο που σε γνωρίζει, έτσι ώστε, δουλεύοντας σ’ αυτόν και υπακούοντας σ’ αυτόν με όλη μου τη δύναμη και κάμνοντας το δικό σου θέλημα με το θέλημα εκείνου, να ευαρεστήσω εσένα τον μόνο Θεό και να καταξιωθώ κι’ εγώ της βασιλείας σου, ο αμαρτωλός’» (19Γ,49)
     «Πιστέψατέ με, πνευματικοί μου πατέρες και αδελφοί, όταν τα ακούσω αυτά ή δω κανένα από σας να υποφέρει εξ’ αίτιας αυτών, κυριεύομαι από τέτοια θλίψη και δαγκώνομαι στην καρδιά, ώστε να νομίζω ότι έχω παραδοθεί στην ίδια την κόλαση, και δεν αισθάνομαι καμιά άλλη χαρά του κόσμου, αλλά και την ίδια τη ζωή μου την βλέπω περιττή. Και κλαίω και θρηνώ ως καταδικασμένος πια, αφού βέβαια, όταν σας παρακαλώ δεν με ακούτε, όταν σας επιτιμώ με αποκρούετε, όταν σας ελέγχω με μισείτε, και όταν σας παιδεύω μου τ’ ανταποδίδετε, και ως εχθρό με διώχνετε, και ενώ τα κάμνω αυτά δεν μπορώ να βρω ανάπαυση. θέλω να σταματήσω και να μελετώ μόνο τα δικά μου κακά, αλλά όταν θελήσω να το κάμω αυτό, τότε σαν φλόγα ανάβει η καρδιά μου και επανέρχομαι ο άθλιος στα ίδια, και θλίβομαι για τα δικά σας τραύματα όχι λιγότερο από όσο ο καθένας πονάει για τα δικά του τραύματα. Και για σας φλέγομαι και θεωρώ τον βίο αβίωτο και μου έρχεται να απορώ πώς πέσαμε σε τέτοια τύφλωση, ώστε όλα να τα κάνουμε εναντίον των ψυχών μας. Και ενώ κατασφάζουμε τους εαυτούς μας, κλωτσούμε σαν ζωντανοί, και, ενώ δένουμε τους εαυτούς μας με τα αμαρτήματα, χαιρόμαστε και κατατρώμε αυτούς που μας ελευθερώνουν απ’ αυτού του είδους τα δεσμά» (19Γ,343-345)
     «Αδελφοί και πατέρες, θέλω να σας μιλήσω για όσα συμβάλλουν στην ωφέλεια της ψυχής και, μάρτυς μου ο Χριστός η αλήθεια, ντρέπομαι την αγάπη σας, διότι γνωρίζω την αναξιότητά μου. Γι’ αυτό άλλωστε πάντοτε ήθελα να σιωπώ, όπως γνωρίζει ο Κύριος, και να μη σηκώνω καθόλου το βλέμμα μου για να δω πρόσωπο ανθρώπου· διότι έχω μέσα μου την συνείδηση να με κατακρίνει που αναξίως ορίσθηκα εγώ να είμαι προϊστάμενος όλων σας, σαν να γνώριζα την οδό, εγώ που δεν γνωρίζω τι είναι στα πόδια μου, που ούτε έγγισα ακόμη την οδό που οδηγεί προς τον Θεό. Γι’ αυτό λοιπόν δεν είναι μικρή και ασήμαντη η λύπη που με κατέχει, για το ότι, ενώ προκρίθηκα εγώ ο ταπεινός να οδηγώ σας τους τιμιωτάτους, τους όποιους έπρεπε μάλλον εγώ να είχα οδηγούς, ως ο τελευταίος όλων σε χρόνο και ηλικία, δεν έχω τον μαρτυρημένο από τις πράξεις του βίου μου λόγο να συμβουλεύω σας και να σας υπενθυμίζω τα σχετικά με τον νόμο και το θέλημα του Θεού, αφού και από αυτά για τα οποία θέλω να σας μιλώ, δεν γνωρίζω να έχω εφαρμόσει ποτέ τίποτε. Γνωρίζω όμως ακριβώς ότι ο Κύριος και Θεός μας δεν μακαρίζει απλώς τον λέγοντα αλλά τον και πράξαντα πριν από τον λόγο διότι, λέγει, «μακάριος είναι αυτός που έπραξε και δίδαξε· αυτός θα ονομασθεί μέγας στη βασιλεία των ουρανών». Διότι, τέτοιον διδάσκαλο ακούοντας και οι μαθητές, γίνονται πρόθυμοι να τον μιμηθούν, και δεν δέχονται τόσο την ωφέλεια από τους λόγους του, όσο διεγείρονται από τις καλές πράξεις του και αναγκάζονται να πράττουν τα ίδια· αυτό το πράγμα εγώ δεν το βλέπω στον εαυτό μου, διότι δεν έχω την συνείδηση ότι υπάρχει μέσα μου κάποιο αγαθό. Αλλά θερμώς σας παρακαλώ όλους, αγαπητοί αδελφοί μου, να μη παρατηρείτε τον απρόσεκτο βίο μου, αλλά τα προστάγματα του Κυρίου και τις διδασκαλίες των αγίων πατέρων μας»(19Γ,301-303)
     «…αυτοί που συμφώνησαν να υποτάσσονται στον πνευματικό τους πατέρα σαν στο Θεό» (19Γ,355)
«Ενώ ο άλλος, που είναι γεμάτος από ακαθαρσία και μαζί και με αλαζονεία και δεν θέλει να ταπεινωθεί μπροστά στο δυνατό χέρι του Θεού και ν’ αποκαλύψει τα όσα έχει η καρδιά του σε πνευματικό πατέρα και να δεθεί μαζί του και να κάνει και να πάθει όλα όσα οδηγούν προς την αρετή και τον Θεό με σύνεση και τελειοποιούν τον άνθρωπο κατά Θεόν, αυτός γίνεται χειρότερος από ό,τι ήταν στον κόσμο» (19Γ,391-393)
     «[Μιλά ο Συμεών για τον Πνευματικό του] Και τότε, όπως ο πατέρας δίνει δωρεάν κλήρο στον υιό, έτσι και εμένα τον ανάξιο δούλο του με γέμισε χωρίς κόπο και δωρεάν με Πνεύμα άγιο» (19Α,509)
     «Αδελφοί και πατέρες, χρέος είχα βέβαια να σιωπώ διαπαντός, ώστε να μπορώ να κλαίω τα δικά μου κακά, και να μην επιχειρώ καμμία φορά το έργο του διδασκάλου ούτε να κατηχώ την αγάπη σας ή τελείως να μην υποδεικνύω σε άλλους τους δρόμους της σωτηρίας. Όχι διότι αυτό το πράγμα είναι τελείως αντίθετο με την εντολή του Θεού, μάλλον είναι ευπρόσδεκτο απ’ αυτόν, αλλ’ επειδή συμβαίνει να είμαι εγώ ανάξιος για τέτοιο πνευματικό εγχείρημα, γι’ αυτό και φοβήθηκα ο άθλιος, μήπως λεχθεί και για εμένα ευστοχότατα ο Δαβιτικός εκείνος λόγος· «στον αμαρτωλό είπε ο Θεός Γιατί εσύ διηγείσαι τα δικαιώματά μου και πιάνεις στο στόμα σου την διαθήκη μου;» (19Γ,517)
     «Αυτός απορρίπτει στα νώτα του τους λόγους του Θεού και εκτελεί τα δικά του θελήματα, ή καλύτερα του διαβόλου. Αυτά και εγώ ο ταλαίπωρος εφαρμόζω πρώτος και ευρίσκομαι μέσα σε λάκκο βορβόρου, και επειδή έχω συναίσθηση των κακών μου, φωνάζω δυνατά από κάτω και απευθύνομαι προς όλους εκείνους που περνούν απ’ έξω λέγοντας· ‘Μακριά όσο μπορείτε, αδελφοί, απ’ αυτόν τον φοβερότατο λάκκο· βαδίζετε την ευθεία οδό, που είναι ο Χριστός. Και κανένας να μη παρεκκλίνει δεξιά ή αριστερά και πέσει εδώ μαζί με εμένα τον πανάθλιο και δυστυχισμένο και στερηθεί μαζί με τα επίγεια και τα ουράνια αγαθά’»(19Γ, 519)
     «Τώρα όμως που πρόκειται να έλθω στις αποδείξεις των πραγμάτων και που βιάζομαι ο άλογος και αμαθής ν’ αναλάβω τον αγώνα του λόγου, σας παρακαλώ θερμά όλους σας να συμπροσευχηθείτε, ώστε, λάμποντας λαμπρότερα επάνω μου η χάρη του αγίου Πνεύματος, να μου φωτίσει τελείως την διάνοια και τον νου και να μου δώσει να πω κάτι αξίως, όχι εξ’ αιτίας της δικής μου αξίας, αλλά για χάρη της δικής σας ωφέλειας, ψιθυρίζοντας κατά κάποιον τρόπο η ίδια τους λόγους στο αφτί, φέγγοντας με το φως της, υποδεικνύουσα όλα όσα προείπαμε»(19Γ,523)
     «Πράγματι είναι κακό το να κρυφακούει η να παρατηρεί κανείς κρυφά τι συζητά ή διαπράττει ο πλησίον, αλλά μόνο όταν αυτό γίνεται με σκοπό να κατηγορήσει ή εξευτελίσει ή κακολογήσει ή διασύρει σε κατάλληλη ευκαιρία όσα είδε ή άκουσε. Εάν όμως αυτό το κάμνει για να διορθώσει τα σφάλματα του πλησίον με συμπάθεια και σοφία και φρόνηση και να προσευχηθεί γι’ αυτόν με όλη την καρδιά του και με δάκρυα, τότε το έργο αυτό δεν είναι πονηρό. Διότι εγώ είδα άνθρωπο να χρησιμοποιεί πολλούς τρόπους και πολλές μεθόδους, για να μην του ξεφύγει τίποτε απαρατήρητο από όσα λέγονταν ή γίνονταν από τους συνανθρώπους του. Δεν το έκαμνε αυτό για να τους βλάψει, μη γένοιτο, αλλά για να τους απομακρύνει από τις αντίθετες πράξεις και τους λογισμούς, άλλον με τον λόγο, άλλον με δώρα, και άλλον με κάποια άλλη δικαιολογία» (19Δ, 21)

     «Και είδα άλλον να ενδιαφέρεται και να επιθυμεί τη σωτηρία των αδελφών του τόσο, ώστε πολλές φορές να δέεται στον φιλάνθρωπο Θεό με δάκρυα θερμά από το βάθος της καρδιάς του ή και εκείνοι να σωθούν ή και αυτός μαζί με εκείνους να κατακριθεί, επειδή από διάθεση θεομίμητη και μωσαϊκή δεν ήθελε καθόλου να σώσει μόνο τον εαυτό του. Διότι, αφού συνδέθηκε προς αυτούς πνευματικά με την άγια αγάπη εν αγίω Πνεύματι, προτιμούσε να μη εισέλθει ούτε στη βασιλεία των ουρανών και να χωρισθεί απ’ αυτούς. Πω πω δεσμός άγιος, πω πω δύναμη απερίγραπτη, πω πω ψυχή ουρανόφρονη, ή καλύτερα να πούμε, ψυχή θεοφορούμενη και τελειωμένη μέσα στην αγάπη του Θεού και του πλησίον!»(19Δ,23)
     «Αδελφοί και πατέρες, επειδή εγώ είμαι συνεχώς ασθενής και στην ψυχή και στο σώμα εξαιτίας της πλανεμένης και αδιάφορης προαιρέσεως και διαθέσεως, ήθελα να σιωπώ και να εξετάζω μόνο όσα αφορούν εμένα, μέχρις ότου νικήθηκαν οι κινήσεις του κακού λογισμού και υποτάχθηκαν στον ανώτερο λογισμό και έτσι απόλαυσα πλήρως την ειρήνη του πνεύματος, διότι ελευθερώθηκα από την ενόχληση του χοϊκού και γήινου φρονήματος και εισήλθα στο λιμάνι της μακάριας αναπαύσεώς μας. Αλλ’ επειδή εκλέχθηκα από σας για να είμαι κεφαλή του αγίου σας σώματος, είμαι υποχρεωμένος να οικοδομώ την αγάπη σας· η σωτηρία της αδελφότητάς σας με αναπαύει, διότι, αν και είμαι κι εγώ ασθενής στην ψυχή, εσείς διαζώσεσθε με τις ευχές του πατρός μου και πατρός σας. Λοιπόν τώρα, αν και δεν είμαι σε θέση ούτε το στόμα μου ν’ ανοίξω, με μεγάλη δυσκολία μπόρεσα να γράψω τον λόγο και να διδάξω την αδελφότητά σας, παρακαλώντας με ικεσία πολλή την αγάπη σας, να εύχεσθε, ως αληθινοί δούλοι του Χριστού και φιλάδελφοι, για την αθλιότητά μου, μήπως σωθώ και εγώ ο ίδιος μαζί με εσάς, πορευόμενος την οδό των εντολών του Θεού, και συναυλισθώ με εσάς τους αγαπητούς μου αδελφούς. Σας παρακαλώ και σας ικετεύω στο όνομα του Ιησού Χριστού να προσέχετε τον εαυτό σας και ο καθένας να φρονεί τη σωφροσύνη και να μη φρονεί διαφορετικά από ό,τι πρέπει να φρονεί, ούτε να βλέπει τον δικό μου αφρόντιστο και ανάλαφρο βίο, αλλά ν’ ακολουθείτε τα βήματα του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, στον οποίο οφείλουμε ν’ απολογηθούμε, τον δίκαιο και αδέκαστο κριτή. Δώστε μου αυτή την καύχηση, ότι εγώ, που μόνος μου έπεσα εξαιτίας της αμέλειάς μου στο βάραθρο του άδη, εσάς, με τη δυνατή μου φωνή σας άρπαξα από την παγίδα. Αν και έχω πολλούς λόγους να θρηνώ για την αδιαφορία μου, όμως αρκούμαι και μόνο να βλέπω εσάς να πετάτε ψηλά πάνω από τις παγίδες του διαβόλου» (19Δ,89-91)
     «Γι’ αυτό παρακαλώ την αγάπη σας, πατέρες μου άγιοι και δούλοι του Θεού, να μη παρακούσετε τους λόγους εμού του αναξίου πατρός σας, ούτε τα λόγια μου να φανούν μπροστά σας ως φλυαρία. Διότι, αν και είμαι ασθενής και γεμάτος από μύρια αμαρτήματα, όμως προσέξτε και εξετάστε με ακρίβεια, ότι τίποτε δεν σας συμβούλευσα έξω από τις εντολές του Θεού και τις θείες Γραφές. Κάνετε λοιπόν καλή αρχή και δώστε μου μικρή ευκαιρία, για να σηκώσω ψηλά το κεφάλι, αφού ενισχυθώ με τις άγιες ευχές σας, και τρίψω την όψη μου και νίψω τους οφθαλμούς μου και εγερθώ από τον βαθύ ύπνο της αδιαφορίας και έναντι των αγαθών τα οποία προσφέρετε σε εμένα τον τιποτένιο δούλο σας, αν και όχι αξίως, να ανταμείψω την αγάπη σας, κατά τη δύναμή μου, με αγαθούς λόγους, από τους όποιους η χάρη του Θεού δίδει με το άνοιγμα του ακαθάρτου στόματός μου. Ναι, αδελφοί μου, σας θερμοπαρακαλώ, μη παραβλέψετε την παράκλησή μου, αλλά, όπως από ημιθανή και τελείως άλαλο μου επιτρέψατε να μιλώ μπροστά στην τιμιότητά σας, έτσι χαρίστε μου και το θέλημά σας, ώστε να ζήσετε εσείς με την εκκοπή του [του θελήματός τους] την ζωή των μαρτύρων και αθλοφόρων του Χριστού, ενώ εγώ από σήμερα θα προσπαθήσω ακόμη προθυμότερα να προσφέρω για χάρη σας σε εκούσιο θάνατο όλη μου την ψυχή και το σώμα» (19Δ,103-5)
     «Αυτός που καταφρόνησε όλα τα ορώμενα και την ίδια ακόμα την ψυχή του για να μπορέσει να επιδείξει γνήσια μετάνοια κατά την εντολή του Κυρίου και ν’ αρχίσει το έργο αυτό, δεν ελπίζει να μάθει από μόνος του αυτό, αλλά, προσερχόμενος σε τεχνίτη και έμπειρο άνδρα και υποτασσόμενος σ’ αυτόν με φόβο και τρόμο πολύ και με τεταμένη προσοχή, μαθαίνει απ’ αυτόν και διδάσκεται την πνευματική εργασία των εναρέτων πράξεων, και ποια έργα πρέπει να κάμνει μετανοώντας. Και λέγω με φόβο και τρόμο, για να μην αποτύχει από αυτό το καλό και καταδικασθεί στο αιώνιο πυρ ως αδόκιμος εργάτης των εντολών. Πράγματι, αναλογιζόμενος ότι οι λόγοι εκείνου εξέρχονται σαν από το στόμα του Θεού και γίνονται αίτιοι ζωής και θανάτου με την τήρηση ή παράβλεψη αυτών, τους τηρεί με μεγάλη ακρίβεια»(19Δ,119)
     «Κυριεύθηκα ολόκληρος από τρόμο, αναλογιζόμενος σε ποιο ύψος θεωρίας και γνώσεως ανήλθε αμέσως μόνο από την αγάπη και πίστη προς τον πνευματικό του πατέρα, και ποιων αγαθών αξιώθηκε εκ των προτέρων να δει και ν’ απολαύσει» (19Δ,155)
     «Να φροντίσετε να μιμηθείτε, αν όχι κανέναν άλλον, αυτόν τουλάχιστον που σας γέννησε και σας αγάπησε με όλη την καρδιά του και σας γαλακτοτρόφησε με το λόγο του Θεού και σας έθρεψε με τον άρτο που χαρίζει ζωή και σας υπέδειξε να βαδίζετε στην οδό των σωτηρίων εντολών του Θεού» (19Α,167)
     «Εάν ζεις σε κοινόβιο αδελφών, μη θελήσεις ποτέ να στραφείς εναντίον του πατρός σου που σε χειροθέτησε, έστω και αν τον βλέπεις να πορνεύει ή και να μεθά και, κατά τη γνώμη σου, να διαχειρίζεται κακώς τα πράγματα της μονής, έστω και αν τύπτεσαι και ατιμάζεσαι απ’ αυτόν και υποβάλλεσαι σε πολλές άλλες θλίψεις. Μη συγκαθίσεις με όσους τον χλευάζουν, ούτε να συμπορευθείς με όσους μελετούν κακά εναντίον του. Να τον υπομένεις μέχρι τέλους χωρίς να περιεργάζεσαι τα κακά εκείνου. Όσα λοιπόν καλά τον βλέπεις να κάμνει, βάλε τα στην καρδιά σου και βίαζε τον εαυτό σου αυτά μόνο να θυμάται. Όσα όμως άπρεπή και κακά τον δεις να κάμνει ή να λέγει, αυτά χρέωνέ τα στον εαυτό σου και λογάριαζέ τα σαν δικά σου αμαρτήματα και να μετανοείς με δάκρυα, θεωρώντας εκείνον ως άγιο και επικαλούμενος την ευχή του» (18Δ, 177)
     «Ούτε και τότε να μην τολμήσεις να επιβείς στην αρχή (αξίωμα Ηγουμένου) χωρίς τη θέληση του πνευματικού σου πατρός, αλλά ταπεινώσου και κάνε αυτό με την ευχή και προτροπή αυτού, και ανέβα στην αρχή απλώς και μόνο για τη σωτηρία των αδελφών» (19Δ, 189)
     «Εξέταζε λοιπόν προσεκτικά την καρδιά σου, πάτερ πνευματικέ, ή καλύτερα πλύνε πάντοτε τον οφθαλμό της διάνοιάς σου και κάνε τον να είναι πάντοτε καθαρός και αθόλωτος, ώστε και την καρδιά σου να μπορείς να βλέπεις με αυτόν, και να γνωρίζεις πολύ καλά τα προβλήματα των εμπιστευθέντων σ’ εσένα προβάτων, ή καλύτερα πατέρων και αδελφών, και να τα οικονομείς όπως πρέπει. Διότι, όπως ακούς, σώμα είναι η Eκκλησία και κεφαλή αυτής είναι ο προϊστάμενος. Και όπως τα άλλα μέλη του σώματος έχουν το καθένα μία ενέργεια, για παράδειγμα το πόδι να περπατά, το χέρι να κρατά και να εργάζεται, η κεφαλή αποτελεί τη συγκρότηση όλου του σώματος, αφού έχει μέσα της όλες τις αισθήσεις και τον νου και αυτόν τον ίδιο τον λόγο, έτσι και οι αδελφοί της μονής δεν είναι καμωμένοι να εκτελούν όλοι όλες τις αρετές, αλλ’ ο καθένας έχει να εκτελεί και διακονεί κάτι άλλο. Γι’ αυτό μόλις και μετά δυσκολίας θα βρεις μία ή δύο από τις αρετές μαζί στον ίδιο υπήκοο (και αυτό δεν είναι καθόλου θαυμαστό, διότι είναι μέλη εκ μέρους), από τον προϊστάμενο όμως απαιτείται να έχει όλες τις αρετές ο ίδιος, και όχι μόνο τις ψυχικές, αλλά και τις σωματικές, ή καλύτερα μαζί με τις αρετές και τα μυστικά και μεγάλα χαρίσματα. Όπως δηλαδή η κεφαλή του ανδρός έχει βέβαια από την εξωτερική διάπλαση και ευπρέπεια την ομορφιά και το πολύ τίμιο, όμως, εάν δεν έχει και τον νου και τις αισθήσεις σώες και ακέραιες, είναι για όλους άχρηστος και άτιμος, έτσι λοιπόν και ο προϊστάμενος· οφείλει όχι μόνο να κοσμείται και ν’ ακτινοβολεί από τις ψυχικές και σωματικές αρετές, αλλά και να είναι στολισμένος πολύ περισσότερο από τα πνευματικά χαρίσματα, επειδή άλλο είναι η αρετή και άλλο το χάρισμα. Οι αρετές δηλαδή επιτυγχάνονται από προσωπική μας προθυμία και συγκεντρώνονται από δικούς μας κόπους, ενώ τα πνευματικά χαρίσματα είναι δώρα του Θεού που δίδονται σ’ εκείνους που αγωνίζονται» (19Δ,189-191)
     «Σ’ αυτό το έργο δεν υπάρχει καμία ανάπαυση του σώματος για σένα, καμία απόλαυση. Οι νύχτες και οι ημέρες θα δαπανηθούν εξ ίσου από εσένα στη μέριμνα των εμπιστευμένων σ’ εσένα ψυχών, για να μη κατασπαραχτεί ούτε μία από αυτές από τα θηρία, ή καταφαγωθεί από την άρκτο της επιθυμίας, ή καταποθεί από τον δράκοντα του θυμού, ή διαμελισθεί από τους γύπες των λογισμών της επάρσεως, και έτσι η μία ψυχή του ενός γίνει πολλές με το να διαμερισθεί και στους άλλους, αλλά για να διαφυλάξεις στον αρχιποιμένα Χριστό τον Θεό το ποίμνιό σου σώο και πολύτοκο, όλο καρποφόρο, πλήρες αρετών, φωτισμένο με τη θεία γνώση, όχι ψωραλέο ή με κομμένα αυτιά ή περιφερόμενο τελείως χωλό. Διότι έτσι και πολλούς θα σώσεις, καθιστώντας τους τέλειους με τα τέλεια έργα, χωρίς να τους λείπει τίποτε σε τίποτε, οδηγώντας στον Χριστό σου όλους αγνούς, καθαρούς από ρυπαρά έργα, και έτσι θα τιμήσεις τον εαυτό σου με μεγάλες ουράνιες τιμές, και θα γίνεις ομόσκηνος των αποστόλων και των ποιμένων του Χριστού και θα συμβασιλεύσεις με τον ίδιο τον Υιό του Θεού στους απέραντους αιώνες. Ο δικός σου βίος να είναι σαν ευθύς κανόνας ανάμεσα στους αδελφούς και πατέρες σου, για να ισώνονται μ’ αυτόν και τα στραβά των άλλων… φροντίζοντας για τις εμπιστευόμενες σ’ εσένα ψυχές σαν δικά σου μέλη, και εάν χρειασθεί να θυσιάζεις και τη ζωή σου καθημερινά υπέρ αυτών, χωρίς να προτιμάς τίποτε άλλο από τα πράγματα του κόσμου περισσότερο από την αγάπη αυτών. Διότι, επειδή εσύ προτιμήθηκες από του λοιπούς να ποιμαίνεις τη λογική ποίμνη του Δεσπότη σου και Θεού, πρέπει σύμφωνα με το λόγο του να είσαι έσχατος όλων στο φρόνημα και στην κατά Θεόν ταπείνωσή σου, για να βαστάζεις ως δυνατός τις αδυναμίες των αδυνάτων, και να θεραπεύεις ως ιατρός τα πάθη και τα νοσήματα εκείνων που νοσούν ψυχικά, να επιστρέψεις ως ποιμήν το πλανώμενο, το εύρωστο να το κάνεις να εργάζεται καρποφόρα τις αρετές, και όποιο είναι γεμάτο ψώρα και είναι αθεράπευτο να το αποχωρίζεις από τη λογική σου αγέλη, για να μη μεταδώσει το νόσημα στα υγιή από τα λογικά σου πρόβατα.» (19Δ,197-199)
     «(συμβουλή σε Ηγούμενο) Σου είναι αρκετό μία φορά το μήνα να εξέρχεσαι για να εκτελείς τις αναγκαιότερες διακονίες και υποθέσεις της ποίμνης σου, ενώ τις άλλες ας τις κάνουν οι διακονητές, διατηρώντας εσένα απερίσπαστο, ώστε να αφοσιώνεσαι με προσευχή στη διακονία του λόγου και στη φροντίδα των αδελφών» (19Δ,199)
     «Να μη φέρεσαι με θυμό και οργή και κραυγή εναντίον των τέκνων και αδελφών σου χωρίς αιτία που προκαλεί κίνδυνο στην ψυχή, αλλά να τους διδάξεις με ήπιο λόγο και ομιλία, πώς πρέπει να περπατάει ο καθένας τους και να συναναστρέφεται μέσα στην αδελφότητα» (19Δ,201)
     «Εάν χρειασθεί ποτέ ν’ αντιμετωπίσεις από εύλογο θυμό με ράβδο και βακτηρία τους άτακτους, για να κάνεις κάποια ανακοπή του κακού και ν’ αναστείλεις λοιμώδη φθορά σ’ αυτούς, ώστε να μην επεκταθούν προς το χειρότερο τα της φαύλης εργασίας και διαθέσεως, ούτε αυτό κρίθηκε ασύμφωνο από τους αποστόλους στις διατάξεις τους και από τους θεοφόρους πατέρες μας. Διότι κάθε κίνηση και κάθε πράξη μας, που περιορίζει και απομακρύνει την κακία και βοηθάει τη δικαιοσύνη και την αρετή, είναι επαινετή και θεάρεστη και ευπρόσδεκτη από όλους τους δικαίους. Και μάρτυρας είναι ο Ιησούς, που χτύπησε με φραγγέλιο τους σκληρούς Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν μεταβάλει σε οίκο εμπορίου τον οίκο προσευχής, και ανέτρεψε τις τράπεζες των χρηματιστών. Μην αδιαφορήσεις λοιπόν και για ασήμαντο πράγμα, που έγινε παρά την εντολή του Θεού προς καταστροφή των αποστολικών κανόνων και διατάξεων και ύβρη του ευαγγελικού βίου και της τάξεως των μοναχών, με πρόφαση πραότητας και με σκοπό τον έπαινο μόνο από τους ανθρώπους, αλλά μιμούμενος τον δικό σου Ιησού και Θεό, επιτιμώντας με αυστηρότητα και εκταράσσοντας τον εαυτό σου χωρίς πάθος, κάνε εκδίκηση των εντολών του Θεού και των θεσμοθετημένων κανόνων υπό των αποστόλων του» (19Δ, 201-203)

     «(συμβουλεύει νέο ηγούμενο) Να είσαι προσεκτικός προς όλους και στην εξέταση των λογισμών του καθενός, ώστε να μπορείς να γνωρίζεις ποιοι απ’ αυτούς πρέπει ν’ ανήκουν στη θέση των ευχομένων και κοινωνούντων, και ποιοι χρειάζονται αποχωρισμό και μετάνοια με δάκρυα και στάση στη θέση των μετανοούντων (στο Ναό), ώστε από κάποια συμπάθεια προς κάποιους να μη καταστήσεις την Εκκλησία του Θεού, αντί ναό άγιο, σπήλαιο ληστών ή πορνείο εν άγνοια ή εν γνώσει σου, πράγμα για το οποίο δεν θ’ αποφύγεις το φοβερό κρίμα της οργής του Θεού» (19Δ,203)
     «Εγώ ειλικρινά πορεύομαι γεμάτος από πένθος και σκυθρωπός και θρηνώντας έχασα την ελπίδα μου για τη ζωή, διότι δεν θεωρώ κέρδος το να σώζομαι μόνος, ούτε και θέλω να δοξάζω τον Θεό χωρίς εσάς» (19Δ,215)
     «Αδελφέ, παρακάλεσε εκτενώς το Θεό, να σου υποδείξει άνθρωπο, που να μπορεί να σε ποιμάνει καλώς, στον οποίο οφείλεις να υπακούς σαν στον ίδιο τον Θεό και να επιτελείς αδίστακτα όσα σου λέγει, έστω και αν τα προστασσόμενα σου φαίνονται κατά την κρίση σου αντίθετα και επιβλαβή. Και εάν κοντά σ’ αυτόν που ήδη είχες πνευματικό πατέρα η καρδιά σου πληροφορείται περισσότερο από τη χάρη, κάμνε όσα σου λέγει και σώζεσαι. Διότι είναι προτιμότερο να ονομάζεσαι μαθητής μαθητού και να μη ζεις ιδιόρρυθμα δρέποντας τους ανωφελείς καρπούς του θελήματός σου. Εάν όμως το άγιο Πνεύμα σε στείλει προς άλλον, μη διστάσεις καθόλου. Διότι ακούμε ότι και ο Παύλος φύτεψε και ο Απολλώς άρδευσε και ο Χριστός αύξησε. Κάνε λοιπόν και εσύ, αδελφέ, όπως προείπαμε, και πήγαινε προς τον άνθρωπο που ο Θεός θα σου υποδείξει ή μυστικά με σένα τον ίδιο ή φανερά με δούλο του. Και σαν να βλέπεις τον ίδιο τον Χριστό και να ομιλεί προς εσένα, έτσι να σεβασθείς αυτόν και έτσι να διδαχθείς απ’ αυτόν όσα συμφέρουν» (19Δ,223-225)
     «Θα ωφεληθείς τα μέγιστα εάν προσβλέπεις μόνο προς αυτόν. Εάν τον δεις να τρώγει μαζί με πόρνες και τελώνες και αμαρτωλούς, μη σκεφθείς τίποτε το εμπαθές και ανθρώπινο, αλλά όλα να τα θεωρήσεις απαθή και άγια, και βλέποντάς τον να δείχνει συγκατάβαση προς τα ανθρώπινα πάθη να έχεις στο νου σου το «έγινα σε όλους τα πάντα, για να τους κερδήσω όλους». Αλλ ούτε, όταν βλέπεις με τα μάτια σου, να πιστέψεις σ’ αυτά ανεπιφύλακτα, διότι και αυτά πλανώνται, όπως έχω μάθει στην πράξη. Ακολουθώντας αυτόν και πειθαρχώντας στα λεγάμενα του, μην αποβλέπεις προς όσους είναι μαζί σου, ούτε να πεις για κάποιον ‘Κύριε, αυτός εδώ τι κάνει;’, αλλά πάντοτε να προσέχεις τον εαυτό σου και να έχεις προ των οφθαλμών τον θάνατο και φρόντιζε συνειδητά με ποία αρετή θα δοξάσεις τον Θεό. Μην αλαζονευθείς επειδή τιμάσαι από τους περισσότερους εξ αιτίας του διδασκάλου σου, ούτε επειδή έχεις πολλούς που σε υπακούουν εξ αιτίας του ονόματος εκείνου, αλλά να χαίρεσαι μάλλον εάν γραφεί το ονομά σου στον ουρανό της ταπεινώσεως. Εάν βλέπεις να τρέμουν οι δαίμονες και τη σκιά σου, απόδωσέ το όλο όχι στον εαυτό σου, αλλά στην πρεσβεία του πατρός σου και θα σε φοβηθούν περισσότερο... μη σκανδαλισθείς, εάν βλέπεις να ατιμάζεται αυτός από τους φθονερούς, ίσως και να ραπίζεται και να σύρεται, αλλά σαν θερμός Πέτρος λάβε τη μάχαιρα και, εκτείνοντας το χέρι σου, κόψε όχι μόνο το αυτί, αλλά και το χέρι και τη γλώσσα εκείνου που επιχειρεί να ομιλεί εναντίον του πατρός σου ή να τον πειράζει...Πίστευε ότι παρίσταται με παρρησία στον Θεό έστω και αν κατέθεσες το σώμα του στον τάφο, και να επικαλείσαι χωρίς δισταγμό την πρεσβεία του, και αυτός θα σε βοηθήσει εδώ και θα σε φυλάξει από όλους τους εχθρούς και θα σε υποδεχθεί όταν θα εκδημήσεις από το σώμα σου και θα σου ετοιμάσει αιώνια μονή... Εάν όμως σου φανούν απίστευτα και όχι αρεστά, συγχώρησέ με που σε συμβούλευσα όσα έμαθα, και συ ακολούθα όλους όσους αναγνωρίζεις ανώτερους. Πρόσεχε όμως, αδελφέ μου, μήπως παρά τη θέλησή σου ακολουθήσεις και χειρότερους. Διότι πραγματικά είναι σπάνιοι, και μάλιστα σήμερα, όσοι γνωρίζουν να ποιμαίνουν καλώς και να ιατρεύουν λογικές ψυχές. Νηστεία βέβαια και αγρυπνία και εμφάνιση ευλάβειας ίσως πολλοί προσποιήθηκαν ή και έμπρακτα απέκτησαν, και έχουν οι περισσότεροι την ευχέρεια ν’ αποστηθίζουν πολλά και να διδάσκουν με λόγους, όμως πολύ λίγοι είναι σε θέση να εκριζώσουν με το κλάμα τα πάθη και ν’ αποκτήσουν τις περιεκτικές αρετές αναφαίρετες. Και περιεκτικές αρετές ονομάζομε την ταπείνωση, που είναι αναιρέτης των παθών και πρόξενος της ουράνιας και αγγελικής απάθειας, και την αγάπη που ποτέ δεν σταματάει ούτε πέφτει, αλλά διαρκώς προχωρεί προς τα εμπρός, προσθέτοντας πόθο στον πόθο και έρωτα στον έρωτα, από την οποία χορηγείται τέλεια διάκριση, η οποία και τον εαυτό της και όσους την ακολουθούν οδηγεί καλώς και διαπλέει απρόσκοπτα τη νοητή θάλασσα... όποιος παρέδωσε τον εαυτόν του σε αγαθό διδάσκαλο δε νοιάζεται για τίποτε απ’ αυτά, αλλά, αφού ζήσει αμέριμνα, θα σωθεί με τη βοήθεια του Ιησού Χριστού » (19Δ,227,229,231,233-235)
     «(Μιλά στο νεκρό αδελφό του Αντώνιο) Διότι οπωσδήποτε τώρα γνώρισες τα της διαθέσεώς μου για σένα και ότι ποτέ δεν σε επέπληττα επειδή σε μισούσα ή σε βδελυσσόμουν και με κάθε τρόπο σε ασφάλιζα με τις νουθεσίες, αλλ’ επειδή πολύ σε αγαπούσα και φλεγόμουν επίμονα από τον πόθο προς εσένα. Διότι βλέπεις τώρα, το γνωρίζω καλά, αφού ξεπέρασες τον γνόφο και την ομίχλη αυτού του σώματος, και βλέπεις γυμνή την ψυχή μου και τη διάθεσή της, καθώς και εσύ είσαι τώρα γυμνός από το σώμα. Διότι, αφού έγινες θεοειδής, βλέπεις θεοειδέστερα και όλα τα σχετικά με εμάς» (19Δ,245)
     «Στάσου (στη Θ.Λειτουργία) γεμάτος τρόμο, σαν να βλέπεις τον Υιό του Θεού να θυσιάζεται για σένα. Και εάν είσαι άξιος και πάρεις άδεια γι’ αυτό, πήγαινε με φόβο και χαρά να κοινωνήσεις τα απόρρητα αγαθά» (19Δ, 321)
     «Αλλά και τους λογισμούς της καρδιάς σου να τους εξαγορεύεις, εάν είναι δυνατό, στον πνευματικό σου πατέρα, εάν όμως αυτό δεν είναι δυνατό, να μη περάσεις ποτέ βραδυά έτσι, αγαπητέ, αλλά, ανακρίνοντας τον εαυτό σου, εξαγόρευε σ’ αυτόν μετά τον όρθρο όλα όσα σου συμβαίνουν. Και να έχεις αδίστακτη πίστη προς αυτόν, κι αν ακόμη τον βρίζει και τον διασύρει όλος ο κόσμος, κι αν ακόμη κι εσύ ο ίδιος τον είδες με τα μάτια σου να πορνεύει, να μη σκανδαλισθείς ούτε να ελαττώσεις την πίστη σου προς αυτόν, πειθαρχώντας σ’ εκείνον που είπε, «μη κρίνετε, και δεν θα κριθείτε» (19Δ,333)
     «Ούτε να λησμονήσεις την καλή συμβουλή που σου έδωσα εγώ ο αμαρτωλός. Δεν τα έπραξα βέβαια εγώ αυτά, ούτε σου τα είπα από πείρα δικής μου πράξεως, αλλά μου τα έδωσε να σου τα πω η χάρη του Θεού για σένα και τη σωτηρία σου» (19Δ,431)
     «Eκείνος λοιπόν που έχει τη λυχνία της ψυχής του σε τέτοια κατάσταση (αμέτοχη δηλαδή του θείου πυρός), χρειάζεται μάλλον οδηγό και λυχνία για να φωτίζει και να διακρίνει τις πράξεις του, και με τη βοήθεια αυτού να επανορθώνει με την εξομολόγηση τα σφάλματά του και όσα διαπράττονται από αυτόν κάθε ώρα στραβά» (19Δ,459)
     «Εκείνος που νομίζει κατά το δυνατόν ότι κατέχει μέσα του όλες τις αρετές, μη έχοντας μέσα του το φως του αγίου Πνεύματος, ούτε τις πράξεις του μπορεί να δει καλώς, ούτε έχει την τέλεια βεβαιότητα εάν αρέσουν στον Θεό. Αλλά ούτε μπορεί να καθοδηγήσει άλλους ή να διδάξει το θέλημα του Θεού, ούτε καθίσταται άξιος να δεχθεί ξένους λογισμούς, ακόμη κι αν γίνει από ανθρώπους πατριάρχης, ώσπου ν’ αποκτήσει μέσα του το φως που φωτίζει» (19Δ,461)

     «Του πατέρα σου μόνο τις συμβουλές ν’ ακούς και ν’ αποκρίνεσαι σ’ αυτόν με ταπεινότητα και λέγε του, όπως στο Θεό, τις σκέψεις σου μόλις που σε πλησιάσουν και μην κρύψεις τίποτε μήτε δίχως τη γνώμη του να πράξεις κάτι μήτε να κοιμηθείς μήτε να φας μήτε να πιείς!» (19Ε,81)
     «Μ’ έκαναν να ξεχαστώ πάλι και τίποτε από όσα έγιναν να μην καταλάβω, αλλά νομίζω πώς είμαι ανώτερος από όλους και απαθής, άγιος και σοφός θεολόγος και δίκαια με τιμούν όλοι οι άνθρωποι· δέχομαι τους επαίνους, σα να τους αξίζω, και καλώντας κόσμο περιμένω να με τιμήσουν. Κι όταν με περικυκλώσουν φουσκώνω πιο πολύ κι όλο κοιτάζω γύρω, μήπως, λείπει κανένας που δεν ήρθε να με δει και να θαυμάσει. Κι αν κάποιον ανακαλύψω που αδιαφόρησε μνησικακώ, τον βρίζω και τον διασύρω, για ν’ ακούσει και μη υποφέροντας τις κατηγορίες μου να ρθεί, να μου μιλήσει και να φανεί υποχείριός μου κι ότι κι εκείνος χρειάζεται την προσευχή και την αγάπη μου. Και τότε λέω σ’ όλους τους άλλους έρχεται κι ο τάδε και παίρνει τις ευχές μου κι ακούει τους λόγους μου και τη διδασκαλία μου -βλακεία, αλί μου, πρώτη! Πώς δεν βλέπω τη θλιβερή γύμνια μου, πώς δε νιώθω τα τραύματά μου, πώς δε λυπούμαι, πώς δεν κλαίω, και πεσμένος στον ξενώνα δεν αποζητώ τη θεραπεία μου; Πώς δεν προσκαλώ τους γιατρούς δείχνοντας τα χτυπήματα, δείχνοντας γυμνά σ’ αυτούς και τα κρυμμένα πάθη μου, για να βάλουν σ’ αυτά το νυστέρι και τα έμπλαστρα και τα καυτήρια και να τα υπομείνω καρτερικά για τη θεραπεία μου, αλλά προσθέτω καθημερινά κι αλλά τραύματα; Αλλά, Θεέ μου, λυπήσου με που πλανήθηκα, φύτεψε στην καρδιά μου το φόβο σου, για ν’ αποφύγω τον κόσμο όπως διατάζεις… γι’ αυτό θλίβομαι και λυπούμαι, Θεέ μου, γιατί βλέπω τον εαυτό μου δούλο σ’ αυτά τα πάθη, μα δεν μπορώ να το παραδεχτώ ούτε και να ταπεινωθώ ούτε θέλω να ζητήσω τη μόνη δόξα τη δική σου, που μ’ αυτή φαίνεται ότι είμαι πιστός σου δούλος και μ’ αυτή μπορώ να φανώ ψηλότερος από όλους» (19Ε, 127,στίχ 88-115 & 126-131)
    «[Μιλά ο Συμεών ότι δεν επιθυμεί τόσο…] Να ερευνώ για τις γνώμες τους και να ψάχνω για τις σκέψεις τους και να εξιχνιάζω ατελείωτα τις πράξεις και τις σκέψεις τους, επειδή με αναμένει κρίση και μέλλω να δώσω λόγο, γι’ αυτούς που αμάρτησαν, που εγώ να ποιμαίνω ορίστηκα μόνος όπως και να ’ναι για άρρητους λόγους του Θεού. Καθένας βέβαια θα κριθεί και εξάπαντος θα δώσει λόγο για ό,τι ο ίδιος έπραξε, καλό κάτι ή φαύλο, και μόνο εγώ θα δώσω λόγο για καθένα τους. Και πώς θέλω να σωθώ ή πώς να ελεηθώ, εγώ που μήτε για τη μία δική μου άθλια ψυχή δεν έχω καμιά πράξη σωτηρίας να παρουσιάσω; Σου εκμυστηρεύομαι λοιπόν δεν έχω τι να πω, γιατί ούτε έπραξα ποτέ πράξη μικρή ή μεγάλη, χάρη σ’ αυτή για να σωθώ από την αιώνια φωτιά. Αλλά, Σωτήρα, φιλάνθρωπε, σπλαχνικέ, ελεητικέ, δώσε σ’ εμένα τον ταπεινό θεία δύναμη, ώστε με λόγο, τους αδελφούς που έδωκες, να ποιμαίνω με σύνεση, να τους οδηγώ στις νομές της θείας νομοθεσίας σου και να τους διασώζω στις κατοικίες της άνω βασιλείας σου σώους, αβλαβείς, να λάμπουν από τη χάρη των αρετών, άξιους προσκυνητές του φοβερού θρόνου σου» (19Ε,145)
     «[Μιλά ο Συμεών για τον Πνευματικό του] Ποιος μ’ έλκυσε προς τ’ αγαθά τούτα που μ’ έχει φέρει, απ’ το βυθό της κοσμικής ποιος μ’ έχει βγάλει απάτης; Από πατέρα κι αδελφούς και φίλους ποιος να με έχει χωρίσει κι από συγγενείς και τις χαρές του κόσμου; Ποιος της μετάνοιας μου ’δειξε το δρόμο και του πένθους, που στην ήμερα μ’ έφερε που τέλος δε γνωρίζει; Άγγελος κι όχι άνθρωπος, που άνθρωπος είναι ωστόσο, τον κόσμο που γελοιοποιεί, το δράκο οπού πατάει, και τρέμουν όλοι οι δαίμονες μπροστά του σαν τον βλέπουν. Όσα στην Αίγυπτο (συμβολικά η δουλεία των παθών) είδα εγώ πώς να σου πω, αδελφέ μου, τερατουργίες φοβερές που εκείνος έχει κάνει; Ένα μονάχα θα σου πω, είμαι ανήμπορος για όλα. Κατέβηκε και μ’ ηύρε εδώ και πάροικο και δούλο και μου ’πε· Σήκω, στο Θεό, παιδί μου, θα σε πάρω!»(19Ε,231)
     «Πρεσβεύει πια ο πατέρας μου και τον ακούει ο Θεός μου και λέει στον υπηρέτη του απ’ το χέρι να με πιάσει κι υπόσχεται μαζί μ’ εμάς κι εκείνος να βαδίσει, για να με σώσει απ’ το Φαραώ και της Αιγύπτου τα δεινά, και τότε θάρρος έβαλε στα φύλλα της καρδιάς μου, μου’ δώσε τόλμη το Φαραώ να μην τόνε φοβούμαι. Έτσι έκανε του Θεού λοιπόν ο εργάτης. Από το χέρι μ’ έπιασε και πήγαινε αυτός πρώτος κι έτσι το δρόμο αρχίσαμε μαζί να περπατούμε. Με του πατρός μου τις ευχές σύνεση, Κύριε, δώσ’ μου» (19Ε,233)
     «[Με έβαλε ο Θεός, λέει ο Συμεών] Δάσκαλός τους να ’μαι και να νιώσουν να τους κάνω πόσα τραύματα τους σφίγγουν και δεσμά πόσα τους δένουν» (19ΣΤ,81)
     «Το Πνεύμα σου το άγιο έχω λάβει με τη φιλανθρωπία σου κι ευχές του γέροντά μου» (19ΣΤ,111)
«Το δρόμο μου έδειξες (Κύριε) και οδηγό μου έδωσες να με οδηγεί στις εντολές σου να βαδίζω. Αυτόν ακολουθούσα και περνούσα αμέριμνα» (19ΣΤ,159)
     «(Μιλά ο Χριστός στον ιερέα) Κι αυτούς που δεν υποχωρούν ούτε υπακούν σ’ εσένα όμοια μ’ αυτούς που αρνήθηκαν τον κύριο τους κι αφέντη να τους θρηνείς και να τους κλαις συνέχεια και συνέχεια συμβούλευέ τους· έχω πει «δέχεται εμένα οποίος δέχετ’ εσάς· κι εμένα ακούει οποίος εσάς ακούει». Κι οποίος με τρόμο συμβουλές και λόγους ιδικούς σας δε δέχεται ως το θάνατο πιστά φυλάγοντάς τους, της δόξας της ουράνιας μου μέτοχος δε θα γίνει, σ’ εμένα που σταυρώθηκα θέση ποτέ δε θα ’χει· σ’ εμένα που ως το θάνατο έσκυψα στον Πατέρα, από δεξιά δεν θα σταθεί κι ούτε συγκληρονόμος εκείνος θα γίνει μ’ όσους σταύρωσαν τον εαυτό τους. Μη σταματήσεις το λοιπόν τις νουθεσίες, τα δάκρυα, τη σωτηρία τους να ζητάς λοιπόν μη σταματήσεις, ώστε αν τελικά πειστούν και αν γυρίσουν πίσω θε να τους έχεις αδελφούς και μέλη κερδισμένα, να τους προσφέρεις γνήσιους υπήκοους σ’ εμένα, ώστε κι εγώ να τους δεχτώ από σε δοξάζοντάς τους» (19ΣΤ,193-5)
     «(Μιλά ο Χριστός στο Συμεών για την κακή κατάσταση των λαϊκών) Όσοι μ’ υβρίζουνε λοιπόν κι όσοι με λοιδορούνε, πώς κι όσοι με κατηγορούν να υποταχτούν σ’ εσένα (ως ποιμένα) ή πώς θα σε καταδεχτούν, πες μου, για δάσκαλό τους; Κι οι λύκοι σαν ποιμένα πώς τα ’χα θα σε λογιάσουν, πώς θ’ ακολουθήσουν τη φωνή σου αφού θηρία είναι; Έβγα και φύγε, γλίτωσε από ανάμεσά τους· και συ ο ίδιος αν σωθείς, θα ’ναι αρκετό για σένα. Αλλά αν τον κόσμο σώσεις συ και τον εαυτό σου χάσεις, ποιό από τον κόσμο τ’ όφελος χαρά σ’ εσέ που εσώθης; Δε θέλω να ’σαι εσύ βοσκός εκείνου που δε θέλει. Κοίταξε πώς το φύλαξα τούτο κι εγώ στον κόσμο· είμαι αυτών που θέλουνε ποιμένας και δεσπότης» (19ΣΤ,223, στίχ. 42-52)
     «[Μιλά ο Χριστός στον ιερέα] Κάλλιο λοιπόν το πρόβατο νά ’σαι κι όχι ο ποιμένας σε τούτους, αλλά πιο πολύ για σένα να φροντίζεις και να προσεύχεσαι για αυτούς και όλους τους ανθρώπους, για να επιστρέψουν κι όλοι τους σ’ επίγνωση για να ’ρθουν και να διδάσκεις απ’ αυτούς εκείνους που το θέλουν. Κι όσα διδάσκεις να εκτελούν μην τους υποχρεώσεις, μα τα δικά μου λέγε τους λόγια και παρακάλει να τα φυλάξουν, γιατί ζωήν αιώνια προξενούνε κι αυτοί οι λόγοι θα σταθούν, όταν έρθω να κρίνω, και τον καθέναν απ’ αυτούς θα κρίνουνε επάξια. Χωρίς ευθύνες θα είσαι εσύ και δίχως καταδίκη, τ’ αργύρια αφού δεν έκρυψες των λόγων των δικών μου, αλλά όσα ο ίδιος έλαβες μέτρησες και στους άλλους» (19ΣΤ, 227-9)
     «[ο Χριστός στο Συμεών] Την αρετή όποιος δεν ποθεί μήτε την κατορθώνει, κι αθέλητα δεν σώζεται, μην ψάχνεις παραπέρα. Εσύ να σώσεις κοίταξε κι αυτούς οπού σ’ ακούνε, αν τύχει κι εύρεις άνθρωπο στη γη οπού ν’ ακούει, αυτιά να ’χει και προσοχή στα λόγια σου να δίνει.[ο Συμεών] - Έτσι θα κάνω, Κύριε, όπως μου έχεις ορίσει, αλλά και τη βοήθειά σου και τη δική σου χάρη χάρισε στον ανάξιο σου τον δούλο σου, Θεέ μου» (19ΣΤ,231)
     «Ναι, ξέρω καθώς πρόσταξες, πανεύσπλαχνε Θεέ μου, τον αδελφό απ’ το θάνατο να σώζουμε πώς πρέπει κι από αμαρτίας το δάγκωμα, αλλά όχι με αμαρτία μαζί του να χαθώ κι εγώ -μ’ αυτό έχω πάθει ο δόλιος, και ραθυμώντας έπεσα θαρρώντας στον εαυτό μου- να σώσω εκείνον έπρεπε αλλά κι εμέ τον ίδιο· αλλιώς επάνω ας έμενα αυτόν που έπεσε να κλαίω κι όσο μπορούσα ας ξέφευγα μαζί μ’ αυτόν να πέσω» (19ΣΤ,297, στίχ. 58-65)
     «[Μιλά ο Χριστός στο Συμεών] Μα τα γνωρίζω εγώ καλά, Θεός που τα πάντα ξέρω, πώς στον πατέρα σου είσαι πιστός κι όση ταπείνωση έχεις και πόσο τέλεια αρνήθηκες το ίδιο το θέλημά σου, που απόδειξη εγώ τη θωρώ και που απόδειξη είναι. Όποιος δεν έχει θέλημα δικό του ναι, πεθαίνει, μα βρίσκεται στο θέλημα το ίδιο το δικό μου και ζει» (19ΣΤ, 387)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

 

    «Πραγματικά, καθώς κάποια νύκτα στεκόταν σε προσευχή και με καθαρό νου ενωνόταν με τον πρώτο καθαρότατο νου, είδε ξαφνικά να λάμπει σ’ αυτόν φως επάνω από τους ουρανούς, λαμπερό και άφθονο, που καταφώτισε το παν και το κατέστησε καθαρό σαν ημέρα. Από αυτό δε φωτιζόμενος και ο ίδιος νόμιζε ότι όλος ο οίκος μαζί με το δωμάτιο οπού στεκόταν είχε αφανισθεί και είχε περάσει αμέσως στο μη ον κι ο ίδιος αισθανόταν ότι είχε αρπαγή στον αέρα και είχε ξεχάσει τελείως το σώμα. Σ’ αυτήν την κατάσταση, όπως έλεγε και έγραφε στους έμπιστους του, γέμισε από μεγάλη χαρά και θερμά δάκρυα· και κατάπληκτος από την παραξενιά του θαύματος, αφού ήταν αμύητος ακόμη των αποκαλύψεων αυτού του είδους, εφώναξε δυνατά ακαταπαύστως το «Κύριε, ελέησον», καθώς αντιλήφθηκε ύστερα, όταν ήλθε στον εαυτό του· διότι εκείνη την ώρα δεν γνώριζε καθόλου ότι ομιλεί με φωνή ή ότι ακούγεται προς τα έξω η λαλιά του. Ενεργούμενος λοιπόν σ’ αυτό το φως είδε ένα είδος φωτεινότατης νεφέλης, άμορφης και ασχημάτιστης και γεμάτης άρρητη δόξα Θεού στο ύψος του ουρανού, από τα δεξιά δε αυτής της νεφέλης έβλεπε να στέκεται ο πνευματικός πατήρ του Συμεών ο Ευλαβής -τι φρικτό όραμα!- με την στολή που συνήθιζε να φορά στην ζωή του, να παρατηρεί σταθερά το θείο εκείνο φως και να το παρακαλεί απερίσπαστα. Ευρισκόμενος λοιπόν πολλή ώρα σ’ αυτήν την έκσταση και βλέποντας τον πατέρα του να παρίσταται δεξιά της δόξας του Θεού, δεν αισθανόταν αν ευρισκόταν τότε μέσα στο σώμα ή έξω από το σώμα, όπως διαβεβαίωνε κι έλεγε ύστερα. Όταν δε επί τέλους κάποτε το φως εκείνο συστάλθηκε για λίγο προς εαυτό, τότε αυτός αντιλήφθηκε πάλι ότι ευρίσκεται στο σώμα και μέσα στο δωμάτιο, και έτσι την μεν καρδιά ευρήκε γεμάτη άφατη χαρά, το δε στόμα να φωνάζει δυνατά το «Κύριε, ελέησον», και τον εαυτό του ολόκληρο καταβρεγμένο με δάκρυα γλυκύτερα από μέλι και κερί. Από την ώρα εκείνη αισθάνθηκε ότι το σώμα του έγινε λεπτό και ελαφρό, σαν πνευματικό, και παρέμεινε πολύν χρόνο σ’ αυτήν την κατάσταση. Τέτοιο και τόσο σπουδαίο είναι το έργο που ενεργεί στους ζηλωτάς η καθαρότης και ο θείος έρως» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΌΜΟΣ 19Α, 43-5)
    «Οσάκις ενοχλούνταν (ο Συμεών) από ακηδία, απέρχονταν στους τόπους που υπήρχαν μνήματα και καθήμενος επάνω από αυτά ανιστορούσε νοερώς τους κάτω από την γη νεκρούς, και άλλοτε μεν πενθούσε, άλλοτε δε άφηνε θρηνώδεις φωνές με δάκρυα, επιχειρώντας με όλα αυτά και τα παρόμοια να περιμαζεύσει από την καρδιά του το κάλυμμα της αναισθησίας» (19Α,51)
    «Λέγοντας αυτά άφηνε ρυάκια δακρύων και απαιτούσε από κάθε παρευρισκόμενο να μη επιθυμεί και να μην τρέχει αναξίως προς το υψηλό και για τους αγγέλους ακόμη φοβερό μυστήριο (της ιερωσύνης), προτού δια μέσου πολλών κόπων φθάσει σε τέτοια κατάσταση» (19Α,87)
    «Σε τέτοια αγάπη Θεού επρόκοψε μαζί με τους άλλους μαθητές εκείνου και αυτός ο Ιερόθεος, ώστε, όταν διάβαζε καμιά φορά βιβλίο, σ’ οποίο χωρίο ευρισκόταν γραμμένο το όνομα Θεός ή Χριστός ή Ιησούς, τοποθετούσε πάνω στο θείο όνομα το δεξί του μάτι, έπειτα το άλλο, και έκλαιγε τόσο, έως ότου γέμιζε δάκρυα και το βιβλίο και τον κόλπο του. Τέτοιων αγρών γεωργός ήταν ο τρισμακάριστος και μεγάλος πατήρ μου Συμεών και τέτοιους μαθητές απέκτησε» (19Α, 131)
    «Χωρίς πόνο χύνει αυτομάτως δάκρυα, με τα οποία καθαίρεται και βαπτίζεται δεύτερο βάπτισμα» (19Α,413)
«Του κατά Θεόν πένθους προηγείται ταπείνωσις, έπεται δε χαρά και ανέκφραστη ευφροσύνη, στην κατά Θεόν δε ταπείνωσι περιφύεται η ελπίς της σωτηρίας. Διότι όσο θεωρεί κανείς με την ψυχή του τον εαυτό του ταπεινότερο όλων των ανθρώπων, τόσο η ελπίς συναυξάνεται με την ταπείνωση και βλαστάνει στην καρδιά του, βεβαιώνοντας ότι δι’ αυτής πρόκειται να σωθεί. Όσο κατέρχεται κανείς στο βάθος της ταπεινώσεως και θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο να σωθεί, τόσο πενθεί και αφήνει πηγές δακρύων· αναλόγως με αυτά αναβλύζει στην καρδιά η πνευματική χαρά, με αυτήν δε πηγάζει μαζί η ελπίς και συναυξάνεται και καθιστά βεβαιότερη την ασφάλεια της σωτηρίας» (19Α,479)
    «Το πένθος κατά τις ενέργειές του είναι διπλό· ως ύδωρ σβήνει με τα δάκρυα όλη την φλόγα των παθών και καθαρίζει την ψυχή από τον μολυσμό από αυτά· ως πυρ δε δια της παρουσίας του αγίου Πνεύματος ζωοποιεί, αναφλέγει, εκπυρώνει και θερμαίνει την καρδιά και την εξάπτει προς έρωτα και πόθο Θεού» (19Α,481)
    «Όποιος έχει μέσα του το φως του παναγίου Πνεύματος, μην αντέχοντας να το βλέπει, πίπτει στη γη πρηνής, κράζει και βοά μ’ έκπληξη και δυνατό φόβο σαν να είδε και έπαθε κάτι υπέρ φύση, υπέρ λόγο, υπέρ έννοια· και γίνεται όμοιος με άνθρωπο, του οποίου τα σπλάγχνα από κάπου πήραν φωτιά και ο οποίος φλεγόμενος από αυτήν και μη μπορώντας να βαστάση την πύρα της φλόγας, είναι σαν εκστασιασμένος και δεν δύναται να συγκεντρωθεί, αλλά πηγάζοντας συνεχώς άφθονα δάκρυα και δροσιζόμενος από αυτά, εξάπτει δυνατότερη την φωτιά του πόθου. Τότε χύνει περισσότερα δάκρυα και πλυνόμενος με την ροή τους απαστράπτει λαμπρότερα· όταν δε, αφού εκπυρωθεί ολόκληρος, γίνεται σαν φως, τότε εκπληρώνεται το λόγιο, «Θεός ενούμενος με θεούς και γνωριζόμενος», τόσο μάλιστα όσο ενώθηκε ήδη με τους συναφθέντας και αποκαλύφθηκε στους γνωρίσαντας» (19Α,487)
    «Πριν από το πένθος και τα δάκρυα (κανένας να μη μας απατά με κενά λόγια, ούτε να αυταπατώμαστε), δεν υπάρχει για μας μετάνοια ούτε αληθινή μεταμέλεια ούτε φόβος Θεού στις καρδιές μας· δεν αυτοκατακριθήκαμε ούτε έφθασε η ψυχή μας στην συναίσθηση της μελλούσης κρίσεως και των αιωνίων βασάνων. Διότι αν είχε αποκτήσει αυτά και είχε φθάσει σ’ αυτά, ευθύς θα έχυνε και δάκρυα· χωρίς αυτά όμως, δεν μπορεί ποτέ ν’ απαλυνθεί η καρδιά μας ή ν’ αποκτήσει την πνευματική ταπείνωση η ψυχή μας, ούτε θα μπορέσουμε να γίνουμε ταπεινοί» (19Α,487-489)
    «Όπου υπάρχει βαθειά ταπείνωσις, εκεί υπάρχει και άφθονο δάκρυ και όπου είναι αυτά, εκεί υπάρχει και η παρουσία του αγίου και προσκυνητού Πνεύματος»(19Α,493)
    «Στην αγάπη αυτή δεν μπορεί να εγγίσει ποτέ κανένας άνθρωπος, αν δεν καθαρίσει πρωτύτερα την καρδιά του με μετάνοια και άφθονα δάκρυα, και δεν προχωρήσει στο βυθό της ταπεινοφροσύνης και δεν εγκυμονήσει το πανάγιο Πνεύμα»(19Γ,75)
    «Μακάριοι είναι όσοι κλαίουν πάντοτε πικρά για τα αμαρτήματά τους, διότι θα τους καταλάβει το φως και θα μετατρέψει τα πικρά δάκρυα σε γλυκά. Μακάριοι είναι όσοι φωτίζονται από το θείο φως και βλέπουν την ασθένειά τους και καταλαβαίνουν την ασχήμια της ψυχικής τους στολής, διότι αυτοί θα κλαύσουν ασταμάτητα και θα πλυθούν με τα ποτάμια των δακρύων» (19Γ,167)
    «Η προκαλούμενη από το πένθος παρηγοριά είναι αρραβώνας της βασιλείας των ουρανών» (19Γ,325)
«Όπου τέλος υπάρχει αίσθηση πνευματικής πτωχείας, εκεί υπάρχει και το χαρμόσυνο πένθος, εκεί και τα αδιάκοπα χυνόμενα δάκρυα, που καθαρίζουν την ψυχή που τ’ αγαπά και την καθιστούν τελείως φωτεινότατη. Μ’ αυτά λοιπόν ανυψούμενη η ψυχή και αναγνωρίζοντας τον Δεσπότη της, αρχίζει να καρποφορεί με ζήλο τις άλλες αρετές για τον εαυτό της και τον Χριστό… Πράγματι είναι θαύμα ανεκλάλητο, διότι τα δάκρυα που τρέχουν δια μέσου των αισθητών οφθαλμών εκπλύνουν νοερά την ψυχή από τον βόρβορο των αμαρτημάτων και πέφτοντας στη γη φλέγουν και συντρίβουν τους δαίμονες και ελευθερώνουν την ψυχή από τα αόρατα δεσμά της αμαρτίας. Ω δάκρυα, τα οποία αναβλύζετε από την θεία έλλαμψη και διανοίγετε τον ίδιο τον ουρανό και μου προξενείτε θεία παρηγοριά. Διότι πάλι και πάλι, κυριευμένος από ηδονή και πόθο, λέγω τα ίδια. Όπου υπάρχει πλήθος δακρύων, αδελφοί, συνοδευόμενο από γνώση αληθινή, εκεί υπάρχει και απαύγασμα θείου φωτός» (19Γ,327,329)
    «Έγραψε (ο Συμεών ο Ευλαβής, πνευματικός του οσίου Συμεών) και δίδαξε λέγοντας ‘Αδελφέ, ποτέ μη κοινωνήσεις χωρίς δάκρυα’. Αυτό όταν το άκουσαν οι ακροατές (διότι ήταν πολλοί όχι μόνον λαϊκοί, αλλά και μοναχοί από τους ονομαστούς και ξακουστούς για την αρετή) θαύμασαν για τον λόγο και αφού κοιτάχθηκαν μεταξύ τους, όλοι μαζί με μια φωνή είπαν χαμογελώντας ‘Λοιπόν εμείς ποτέ δεν θα κοινωνήσομε, αλλά θα μείνομε όλοι ακοινώνητοι!’ Αυτά όταν τα άκουσα εγώ ο άθλιος και ταλαίπωρος και θυμήθηκα κατ’ ιδίαν αυτούς που τα είπαν αυτά καθώς και τα ίδια τους τα λόγια και κυριεύθηκα από ταραχή, έκλαυσα πικρώς και με πόνο της καρδιάς μου είπα στον εαυτό μου τα εξής ‘Άραγε έτσι στ’ αλήθεια αντιμετωπίζουν το πράγμα αυτό και είπαν αυτά που είπαν επειδή σκέφθηκαν από την ψυχή τους ότι αυτό είναι αδύνατο;’» (19Γ, 367)
    «Χωρίς νερό είναι αδύνατο να πλυθεί το λερωμένο ιμάτιο, και χωρίς δάκρυα είναι πολύ πιο αδύνατο να πλυθεί και να καθαρισθεί από τις κηλίδες και τους μολυσμούς η ψυχή» (19Γ,393)
    «Εάν οι άγιοι πατέρες μας αποφάνθηκαν έτσι, λέγοντας, ‘αυτός που θέλει να κόψει τα πάθη, τα κόπτει με τον κλαυθμό, και αυτός που θέλει ν’ αποκτήσει αρετές τις αποκτά με κλαυθμό’, είναι φανερό ότι αυτός που δεν κλαίει κάθε ημέρα, ούτε τα πάθη κόπτει ούτε τις αρετές κατορθώνει, και αν ακόμη νομίζει, όπως φαντάζεται, ότι όλες τις ασκεί» (19Γ,397)
    «Διότι ούτε δίχως μετάνοια υπάρχει κλαυθμός, ούτε χωρίς κλαυθμό δάκρυα, αλλά τα τρία αυτά συνδέονται μεταξύ τους και δεν είναι δυνατό να φανεί το ένα απ’ αυτά χωρίς το άλλο. Ας μη λέγει λοιπόν κανείς ότι είναι αδύνατο το καθημερινό κλάμα. Διότι αυτός που το λέγει αυτό, είναι αδύνατον λέγει να μετανοεί κανείς καθημερινά, και ανατρέπει όλες τις θείες Γραφές, για να μην πω και αυτήν την ίδια την εντολή του Κυρίου που λέγει «μετανοείτε, έφθασε η βασιλεία των ουρανών» (19Γ,399)
    «Μπορεί να μη έχει (κάποιος) δάκρυα, αλλά οφείλει τότε να τα αποζητά με όλη του τη δύναμη και την ψυχή. Διότι με άλλον τρόπο δεν μπορεί να γίνει αναμάρτητος ούτε αγνός στην καρδιά» (19Γ,405)
    «(Η ψυχή) να πενθεί κάθε ημέρα και να προσελκύει προς τον εαυτό της με την προσευχή το φως του Πνεύματος, τα οποία συνήθως κατορθώνονται με θερμότατη μετάνοια, αφού καθαρισθεί η ψυχή με πολλά δάκρυα, χωρίς τα οποία ούτε ο χιτώνας της μπορεί ποτέ να καθαρισθεί, ούτε είναι δυνατό σε ύψος θεωρίας ν’ ανεβασθεί. ’Όπως δηλαδή ένα ιμάτιο που μολύνθηκε σε βάθος από λάσπη και κοπριά δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καθαρισθεί, παρά μόνο με πολύ ύδωρ και πολλές πιέσεις με τα πόδια, έτσι και ο χιτώνας της ψυχής που μολύνθηκε από τον βούρκο και την κοπριά των αμαρτωλών παθών, δεν μπορεί αλλιώς να καθαρισθεί, παρά με πολλά δάκρυα και υπομονή στους πειρασμούς και τις θλίψεις» (19Δ 57-59)
    «Αφού τότε γίνει μαλακή η καρδιά του, οδηγείται σε ταπείνωση, και στη συνέχεια αυτή δημιουργεί λογισμούς που φέρνουν ταπεινοφροσύνη. Καθώς αισθάνεται έτσι αυτά τα πράγματα, μέσω όλων αυτών αμέσως φθάνει σε κατάνυξη και δάκρυα. Φθάνει όμως μέσα από πολλές θλίψεις, και όσο περισσότερο ταπεινώνεται, τόσο περισσότερο κυριεύεται από κατάνυξη. Διότι η ταπείνωση γεννά το πένθος, και το πένθος εκτρέφει αυτήν που το γέννησε και την κάμνει ν’ αυξάνει. Αυτή η εργασία που επιτελείται με την εφαρμογή των εντολών πλύνει -ω του θαύματος!- κάθε ρύπο από την ψυχή, και διώχνει κάθε πάθος και κάθε κακή επιθυμία» (19Δ,123)
    «Εάν είναι δυνατό, κανείς σας να μη παρέλθει χωρίς δάκρυα την ακολουθία και την ανάγνωση. … Διότι, βιάζοντας τον εαυτό σου να μην περνάς χωρίς δάκρυα την κανονισμένη ακολουθία της εκκλησίας, αποκτάς τη συνήθεια αυτού του καλού και η ψυχή σου τρέφεται με την ίδια τη στιχολογία και τα τροπάρια που ψάλλεις, αποδεχόμενη μέσα της τα θεία νοήματά τους, και ο νους σου αναβιβάζεται με τα λεγόμενα προς τα νοητά, και δακρύζοντας γλυκά, διάγεις στην εκκλησία σαν στον ίδιο τον ουρανό μαζί με τις άνω δυνάμεις»(19Δ,317)
    «Όπως έλεγε και ο άγιος πατέρας μας Συμεών ο Στουδιώτης (ο Πνευματικός του οσίου Συμεών), ότι ο άνθρωπος πρέπει μ’ αυτόν τον κλαυθμό και να ζήσει τον παρόντα βίο και να πεθάνει μ’ αυτόν, εάν βέβαια θέλει να σωθεί και να εισέλθει στη μακάρια ζωή, επειδή το δάκρυ της γεννήσεως είναι δηλωτικό των δακρύων της εδώ παρούσας ζωής μας. Όπως δηλαδή η τροφή και η πόση είναι αναγκαία για το σώμα, έτσι και τα δάκρυα είναι αναγκαία για την ψυχή, και επομένως εκείνος που δεν κλαίει καθημερινά (διστάζω να πω κάθε ώρα, για να μη φανώ βαρύς), διαφθείρει την ψυχή του από πείνα και χάνεται. Εφ΄ όσον λοιπόν, όπως αποδείχθηκε, είναι εκ φύσεως συνακόλουθα το κλάμα και μαζί και τα δάκρυα, κανείς να μην απαρνηθεί το αγαθό της φύσεως, κανείς από οκνηρία και ραθυμία να μη στερήσει τον εαυτό του από τέτοιο καλό, κανείς από κακία και πονηριά και ψυχική υπερηφάνεια να μη γίνει αλαζών και οδηγηθεί παρά φύση στη σκληρότητα του λίθου… Αφαίρεσε λοιπόν τα δάκρυα και αφαίρεσες μαζί μ’ αυτά την κάθαρση. Χωρίς κάθαρση κανείς δεν σώζεται, κανείς δεν μακαρίζεται από τον Κύριο, κανείς δεν θα δει τον Θεό» (19Δ,405-407)
    «Εάν γίνουμε από τη μετάνοια ταπεινοί, είναι φανερό ότι δεν θα περάσει για μας ημέρα ή μία νύχτα χωρίς δάκρυα και πένθος και κατάνυξη… Ποιος λοιπόν που πενθεί καθημερινά θα συνεχίσει να ζει οργιζόμενος και δεν θα γίνει πράος; Διότι, όπως ακριβώς η φλόγα της φωτιάς σβήνει από το νερό, έτσι και ο θυμός της ψυχής σβήνει από το πένθος και τα δάκρυα· και σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε, αν περάσει κανείς πολύ χρόνο σ’ αυτή την κατάσταση, να μετατεθεί το θυμικό της ψυχής του και να περιέλθει σε ακινησία» (19Δ,443)
    «Σαν έρθει σε κατάνυξη ο άνθρωπος και δακρύζει , νερό το φως μου (το άκτιστο φως) λέγεται τότε, γιατί καθαίρει, σαν με τα δάκρυα ενωθεί ξεπλένει κάθε ρύπο» (19Ε,309, στίχ. 180-182)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

    «Να μετανοούμε κάθε ώρα, θα λέγαμε, για όσα σαν άνθρωποι πλημμελούμε, όχι μόνο δια της σαρκός αλλά και δια μέσου του νοός και των αφανών λογισμών της ψυχής» (19Α,87)
    «Σε τέτοια αγάπη Θεού επρόκοψε μαζί με τους άλλους μαθητές εκείνου και αυτός ο Ιερόθεος, ώστε, όταν διάβαζε καμιά φορά βιβλίο, σ’ οποίο χωρίο ευρισκόταν γραμμένο το όνομα Θεός ή Χριστός ή Ιησούς, τοποθετούσε πάνω στο θείο όνομα το δεξί του μάτι, έπειτα το άλλο, και έκλαιγε τόσο, έως ότου γέμιζε δάκρυα και το βιβλίο και τον κόλπο του. Τέτοιων αγρών γεωργός ήταν ο τρισμακάριστος και μεγάλος πατήρ μου Συμεών και τέτοιους μαθητές απέκτησε» (19Α, 131)
«Ούτε στον θεολογούντα αρμόζει μετάνοια ούτε στον μετανοούντα θεολογία· διότι η θεολογία είναι τόσο υψηλότερη από την μετάνοια όσο απέχει η Ανατολή από την Δύσι. Αυτός που είναι στην κατάσταση της μετάνοιας και εκτελεί τα έργα της μετάνοιας ειλικρινώς είναι σαν ο άνθρωπος που ζει μέσα σε αρρώστιες και ασθένειες ή σαν ρακένδυτος πτωχός που ζητεί ελεημοσύνη· εκείνος όμως που θεολογεί είναι όμοιος με εκείνον που διατρίβει στις βασιλικές αυλές με λαμπρή ανακτορική στολή και είναι οικείος στον βασιλέα, του ομιλεί πάντοτε κατά πρόσωπο και κάθε στιγμή ακούει καθαρά τα προστάγματα και θελήματά του» (19Α, 457)
    «Πριν από το πένθος και τα δάκρυα (κανένας να μη μας απατά με κενά λόγια, ούτε να αυταπατώμαστε), δεν υπάρχει για μας μετάνοια ούτε αληθινή μεταμέλεια ούτε φόβος Θεού στις καρδιές μας· δεν αυτοκατακριθήκαμε ούτε έφθασε η ψυχή μας στην συναίσθηση της μελλούσης κρίσεως και των αιωνίων βασάνων. Διότι αν είχε αποκτήσει αυτά και είχε φθάσει σ’ αυτά, ευθύς θα έχυνε και δάκρυα· χωρίς αυτά όμως, δεν μπορεί ποτέ ν’ απαλυνθεί η καρδιά μας ή ν’ αποκτήσει την πνευματική ταπείνωση η ψυχή μας, ούτε θα μπορέσουμε να γίνουμε ταπεινοί» (19Α,487-489)
    «Ερώτηση Και δεν είναι δυνατό να εύρη σωτηρία αυτός που δεν έφθασε σ’ αυτά τα μέτρα; Απάντηση: Αφού ο Κύριος λέγει ότι «πλησίον του Πατρός μου υπάρχουν πολλές διαμονές», είναι ολοφάνερο ότι υπάρχουν και πολλοί δρόμοι σωτηρίας· όλοι δε τελειώνονται σ’ ένα δρόμο, στον της μετανοίας δια της αποχής από το κακό» (19Α,609)
    «Διότι, παρ’ όλο που τα θεία και τα περί των θείων ευρίσκονται γραμμένα και διαβάζονται από όλους και για όλα, όμως αποκαλύπτονται μόνο σ’ εκείνους που μετανόησαν θερμώς και με την ειλικρινή μετάνοια καθαρίσθηκαν καλώς, και μάλιστα τόσο, όση είναι η αναλογία και το μέτρο της μετάνοιας τους μαζί με της καθάρσεως. Σ’ αυτούς φανερώνονται και τα βάθη του Πνεύματος και από αυτά πηγάζει ο λόγος της σοφίας του Θεού και της γνώσεως, ως ποταμός πολύρρους που κατακλύζει τα εμπόδια των εναντίων. Για όλους τους άλλους όμως παραμένουν άγνωστα και κρυμμένα και δεν ξετυλίγονται καθόλου από εκείνον που διανοίγει τον νου των πιστών για να κατανοούν τις Γραφές. Και εύλογα· «διότι το μυστήριό μου», λέγει, «είναι για μένα και για τους δικούς μου». Έτσι λοιπόν αυτοί νομίζουν ότι βλέπουν χωρίς να βλέπουν, ότι ακούουν χωρίς να ακούουν, ότι καταλαβαίνουν όντας ασύνετοι, χωρίς να μπορούν να λάβουν την αίσθηση των αναγινωσκομένων» (19Β, 47)
    «Συμβαίνει λοιπόν ό,τι με ένα βασιλέα, εύσπλαχνο και φιλάνθρωπο. Όταν δει ένα δούλο του, που αιχμαλωτίσθηκε εκουσίως από κάποιον τύραννο και τοποθετήθηκε να δουλεύει στον πηλό, στην πλινθοποιΐα και στον βόρβορο, να κακοπαθαίνει ανελέητα και να υπηρετεί τις ακάθαρτες επιθυμίες εκείνου του πονηρού τυράννου, πηγαίνοντας ο ίδιος τον αρπάζει και τον καθιστά ελεύθερο από εκείνη την αισχρή και μοχθηρή υπηρεσία, και αφού τον οδηγήσει στο ανάκτορο τον αποκαθιστά, χωρίς να τον κατηγορήσει καθόλου για τίποτε. Έτσι, ο δούλος εκείνος, απαλλαγμένος από τόσα και τέτοια ανιαρά πράγματα, με την εύνοια προς τον δεσπότη του, φιλοτιμείται να φανεί σπουδαιότερος στις εντολές του δεσπότη του από τους συνδούλους του που δεν αιχμαλωτίσθηκαν, για να επιδείξει μεγαλύτερη και θερμότερη την αγάπη του προς αυτόν, ενθυμούμενος διαρκώς από πόσα κακά απαλλάχθηκε υπ’ αυτού· έτσι λοιπόν μου φαίνεται ότι συμβαίνει και μ’ εκείνον που απόλαυσε την βοήθεια του Θεού, όπως και λέχθηκε. Και όπως ακριβώς ο βασιλεύς εκείνος βλέποντας τον δούλο εκείνο να εκπληρώνει τα θελήματά του προθύμως και με κάθε ταπείνωση, παρόλο που δεν έχει ανάγκη της υπηρεσίας του, εφ’ όσον έχει αναρίθμητα πλήθη υπηρετών, όμως από ευγνωμοσύνη θα επιδείξει αμέτρητη την αγάπη προς αυτόν, έτσι σκέψου και για τα προαναφερόμενα στο Θεό. Πράγματι, ούτε εκείνος που απήλαυσε την ελευθερία του Πνεύματος από τον Θεό θα σταματήσει ποτέ να πραγματοποιεί το θέλημα του Θεού πάλι και πάλι και όλο περισσότερο, και με θερμότερη προθυμία, ούτε ο αιώνιος βασιλεύς και Θεός θα του στερήσει τα αγαθά της αιώνιας ζωής, αντί να του τα χορηγήσει με απλοχεριά, και τόσο περισσότερο, όσο τον βλέπει να επιτείνει καθημερινά την υπηρεσία του προς αυτόν» (19Β,373-375)
     «Συμβαίνει ό,τι και μ’ έναν φιλόστοργο πατέρα, ο οποίος συντρώγει βέβαια με τους υιούς του, όταν όμως δει να αμελούν για τα μαθήματά τους και να αεροβατούν σε ανώφελα πράγματα, τους διώχνει από το τραπέζι του και προστάζει στους δούλους του να μη τους δώσουν τροφή, μαθαίνοντάς τους να μην είναι καταφρονητές και αμελείς. Τέτοιες λοιπόν διαθέσεις δείχνει και ο καλός μας Δεσπότης και Θεός στους δούλους και κατά φιλανθρωπία και χάρη υιούς του. Προσφέρει τον εαυτό του σ’ αυτούς, «ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό και δίδει ζωή στον κόσμο», και τρέφονται αιωνίως χορταστικά από αυτόν και μαζί μ’ αυτόν και προσαρμόζονται με την μέθεξη προς ζωή αιώνια, καθαγιάζοντας ψυχή και σώμα. Όταν όμως παραμελήσουν τις εντολές και θελήσουν να διατεθούν απέναντι στο αυτεξούσιο με ραθυμία και καταφρόνηση και ασχοληθούν με κάτι από τα πράγματα του κόσμου, αποκλίνοντας σε ανώφελα και ανάρμοστα στη θεοσέβεια πράγματα, τότε, ο τροφός του παντός τούς αποστερεί τον εαυτό του. Αλλ’ όμως όταν έλθουν σε συναίσθηση του αγαθού του οποίου στερήθηκαν, επιστρέφουν αμέσως και αφού κατά συνήθεια τον ζητήσουν και δεν τον εύρουν, χτυπιούνται, κλαίουν και οδύρονται, προκαλώντας στους εαυτούς τους κάθε κακοπάθεια και θλίψη, και επιποθώντας κάθε πειρασμό και ατιμία, για να δει ο φιλάνθρωπος Πατέρας τους τις θλίψεις και την εκούσια κάκωσή τους και, αφού τους ελεήσει, να επιστρέψει και αμέσως να τους δοθεί· πράγμα που γίνεται. Έτσι με μεγάλη παρρησία αποκαθίστανται στην προηγούμενη οικειότητα και δόξα και στην απόλαυση των αγαθών «τα οποία οφθαλμός δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και σε καρδιά ανθρώπου δεν ανέβηκαν», δείχνοντας περισσότερη ευλάβεια από πριν στον Πατέρα τους και τρέμοντάς τον ως Δεσπότη, ώστε να μη παραπέσουν και πάλι από απροσεξία στα ίδια κακά και απορριφθούν από τον πανάγαθο Πατέρα» (19Β, 377-9)
     «Η αληθινή όμως μετάνοια με την εξομολόγηση και τα δάκρυα, σαν έμπλαστρο και φάρμακο, ξεπλύνει και καθαρίζει το τραύμα της καρδιάς και την ουλή, την οποία άνοιξε σ’ αυτήν το κεντρί του νοητού θανάτου· έπειτα εκβάλλει το σκουλήκι που φωλιάζει μέσα και το θανατώνει, επουλώνει το τραύμα και το αποκαθιστά σε πλήρη υγεία. Αυτό όμως γίνεται αντιληπτό ότι ενεργείται μόνο από εκείνους που έχουν καρδιά, η οποία επιζητεί επιμόνως την υγεία με δάκρυα και μετάνοια. Διότι οι άλλοι ευχαριστιούνται κιόλας από αυτά τα τραύματα· και όχι μόνο αυτό, αλλά μάλλον προσπαθούν να τα ξύνουν και να προσθέτουν και αλλά τραύματα σ’ αυτά, θεωρώντας υγεία την εκπλήρωση του πάθους· γι’ αυτό, όταν διαπράξουν ένα πονηρό ατόπημα αμαρτίας, καυχιούνται και θεωρούν δόξα την αισχύνη τους» (19Γ,101)
     «Ώρα με την ώρα και ημέρα με την ημέρα ας κάνουμε τους εαυτούς μας να ανακαινίζονται με την μετάνοια» (19Γ,361)
«Πληγή που οδηγεί στο θάνατο είναι κάθε αμετανόητη και ανεξομολόγητη αμαρτία και το να πέσει κανείς μέσα στην απόγνωση, πράγμα το οποίο είναι της δικής μας εκλογής και θελήσεως. Διότι εάν εμείς δεν παραδώσουμε τον εαυτό μας στον βόθρο της αμελείας και της απογνώσεως, καμία απολύτως δύναμη δεν έχουν πάνω μας οι δαίμονες. Αλλά και μετά τον τραυματισμό μας, αν θέλουμε, γινόμαστε με τη θερμή μετάνοια πιο ανδρείοι και πιο έμπειροι. Διότι μετά τον τραυματισμό και τον θάνατο, το να σηκώνεται πάλι και να πολεμάει κανείς είναι γνώρισμα των πάρα πολύ γενναίων και υπερβολικά ανδρείων, πράγμα βέβαια που αξίζει πολύ και είναι άξιο μεγάλου θαυμασμού. Διότι το να διατηρούμαστε ατραυμάτιστοι δεν είναι κάτι από αυτά που τα μπορούμε, το να είμαστε όμως αθάνατοι ή θνητοί είναι απ’ αυτά που τα μπορούμε. Διότι, αν δεν απελπισθούμε, δεν θα πεθάνουμε, ο θάνατος δεν θα μας κυριεύσει, αλλά θα είμαστε πάντοτε δυνατοί, προσφεύγοντας με την μετάνοια στον παντοδύναμο και φιλάνθρωπο Θεό» (19Β, 363)
    «Διότι ούτε δίχως μετάνοια υπάρχει κλαυθμός, ούτε χωρίς κλαυθμό δάκρυα, αλλά τα τρία αυτά συνδέονται μεταξύ τους και δεν είναι δυνατό να φανεί το ένα απ’ αυτά χωρίς το άλλο. Ας μη λέγει λοιπόν κανείς ότι είναι αδύνατο το καθημερινό κλάμα. Διότι αυτός που το λέγει αυτό, είναι αδύνατον λέγει να μετανοεί κανείς καθημερινά, και ανατρέπει όλες τις θείες Γραφές, για να μην πω και αυτήν την ίδια την εντολή του Κυρίου που λέγει «μετανοείτε, έφθασε η βασιλεία των ουρανών» (19Γ,399)
    «Είναι καλό πράγμα η μετάνοια και η ωφέλεια που γίνεται απ’ αυτήν. Γνωρίζοντας αυτό και ο Κύριος Ιησούς Χριστός ο Θεός μας, που προγνωρίζει τα πάντα, είπε, «μετανοείτε, διότι έφθασε η βασιλεία των ουρανών». Θέλετε να μάθετε πώς δίχως μετάνοια, και μετάνοια από την ψυχή, και τέτοια που ο Λόγος ζητεί από εμάς, είναι αδύνατο να σωθούμε εμείς; Ακούστε…» (19Γ,415)
    «Έτσι λοιπόν ο καθένας από εμάς τους αμαρτωλούς θα καταδικασθεί από καθέναν από τους αγίους, οι άπιστοι δηλαδή θα καταδικασθούν από τους πιστούς, και εκείνοι που αμάρτησαν, αλλά δεν μετανόησαν, από εκείνους που ίσως αμάρτησαν περισσότερο αλλά μετανόησαν θερμά» (19Γ,481)
    «(η ψυχή) να πενθεί κάθε ημέρα και να προσελκύει προς τον εαυτό της με την προσευχή το φως του Πνεύματος, τα οποία συνήθως κατορθώνονται με θερμότατη μετάνοια, αφού καθαρισθεί η ψυχή με πολλά δάκρυα, χωρίς τα οποία ούτε ο χιτώνας της μπορεί ποτέ να καθαρισθεί, ούτε είναι δυνατό σε ύψος θεωρίας ν’ ανεβασθεί. ’Όπως δηλαδή ένα ιμάτιο που μολύνθηκε σε βάθος από λάσπη και κοπριά δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καθαρισθεί, παρά μόνο με πολύ ύδωρ και πολλές πιέσεις με τα πόδια, έτσι και ο χιτώνας της ψυχής που μολύνθηκε από τον βούρκο και την κοπριά των αμαρτωλών παθών, δεν μπορεί αλλιώς να καθαρισθεί, παρά με πολλά δάκρυα και υπομονή στους πειρασμούς και τις θλίψεις» (19Δ 57-59)
    «Η μετάνοια είναι η θύρα που εξάγει από το σκότος και εισάγει στο φως. Eκείνος λοιπόν που δεν εισήλθε στο φως, δεν πέρασε καλώς τη θύρα της μετάνοιας· διότι, εάν την περνούσε, θα εισήρχετο μέσα στο φως» (19Δ,369)
    «Εάν γίνουμε από τη μετάνοια ταπεινοί, είναι φανερό ότι δεν θα περάσει για μας ημέρα ή μία νύχτα χωρίς δάκρυα και πένθος και κατάνυξη» (19Δ,443)
    «Σ’ όλους ομολογώ πως σ’ έχω Θεό μου, αλλά με τα έργα μου σ’ αρνούμαι όλη τη μέρα» (19Ε,83)
«(Μιλά ο Χριστός) Άφησα την πόρνη εκείνη (του Ευαγγελίου) πιο σεμνή κι από παρθένες. Γιατί ξάφνου όλο το νόμο διασκελίζοντας σαν τείχος, ή των αρετών τη σκάλα όλην ανεβαίνοντάς την στο τέλος του νόμου φτάνει, που όνομά του είναι η αγάπη, και την κράτησε ως το τέλος δίχως τραύμα είτε κηλίδα» (19Ε, 211-213)
    «Γιατί όσοι από νήπια το βάφτισμά σου πήραν κι ανάξια ζήσανε γι’ αυτό στο μάκρος της ζωής τους, πιότερη απ’ τους αβάπτιστους κατάκριση θε νά ’χουν, ως είπες, γιατί πρόσβαλαν την άγια τη στολή σου· και τούτο ξέροντας σωστό, Σωτήρα μου, και βέβαιο μας έδωσες για δεύτερη κάθαρση τη μετάνοια, αλλ’ έβαλες σαν όρο της του Πνεύματος τη χάρη, τη χάρη που στο βάπτισμα είχαμε πρωτοπάρει» (19Ε,383, στίχ. 28-35)
    «Αλλά έστω αν λογισμό μικρό δεχτείς μες στην καρδιά σου, ή αντιπάθεια δίκαιη είτε άδικη για κάποιον, ή πεις λόγο έναν πονηρό ή άνομη κάνεις σκέψη, εάν με κλάματα θερμά πικρά δε μετανιώσεις κι αυτά με τη μετάνοιά σου από σένα δεν τα διώξεις, αλλά και κάθε λογισμό πονηρό της καρδιάς σου, δεν παραμένει αυτό ποτέ· γιατί ’ναι Πνεύμα θείο μ’ εμέ και τον Πατέρα μου σαν ομοούσιό μου, μα ξάφνου φεύγει μυστικά, ήλιος που βασιλεύει, κρύφτηκε σε ριπή οφθαλμού και δεν το βλέπει ούτ’ ένας. Και πώς να υπάρξει σε ψυχή που κάθαρση δεν είδε και σε συναίσθηση ποτέ δεν έφτασε μετάνοιας; Και την ακάθεκτη ορμή πώς της φωτιάς ν’ αντέξει ψυχή, απ’ αγκάθια αμαρτιών, μα και παθών γεμάτη;» (τ. 19ΣΤ, σ. 389, στιχ. 120-132).
    «(Μιλά ο Χριστός) Όλα καλά ’ναι όσα για μένα πράττει έργα κανένας και η προς τον πλησίον συμπάθεια και η ελεημοσύνη, μα πρώτο να οικτίρει τον εαυτό του, τους λόγους μου πρόθυμα να φυλάξει, τέλος μετάνοια αληθινή να δείξει για όλα τα προηγούμενά του έργα κι ακόμα σ’ αυτά πια να μη γυρίσει, μα στου Κυρίου του, εμέ, τους λόγους να επιμείνει, στις προσταγές και νόμους της αλήθειας κι έτσι απαράβατα όλα να τα πράττει μέχρι θανάτου και παραμικρό ένα λόγο, ούτε στα γραμμένα μια κεραία, να παραδεί· θυσία αυτό για μένα, θυμίαμα αυτό και προσφορά και δώρο· χωρίς αυτά, απ’ τους εθνικούς πιο κάτω» (19ΣΤ, 403-405)

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
    «(συμβουλεύει νέο Ηγούμενο) Μαζί με όλα να τηρείς ακρίβεια και κατά την εξέταση των λογισμών του καθενός, για να μάθεις ποιοι από αυτούς χρειάζονται την συμπαράταξη (=ίδια θέση στο ναό την ώρα της Λειτουργίας) με τους προσευχομένους και κοινωνούντας, και ποιοι χρειάζονται αφορισμό και τοποθέτηση μαζί με τους μετανοούντας, έτσι ώστε να μη καταστήσεις, εν γνώσει ή εν άγνοια, την εκκλησία του Θεού αντί ναού αγίου σπήλαιο ληστών ή πορνείο, και να μη κατορθώσεις να εκφύγεις το φοβερό γι' αυτό κρίμα της οργής του Θεού» (19Α, 141)
    «Τους λογισμούς που σπείρονται σε σας από τους δαίμονες, οδηγούμενοι από την πίστη να τους εξομολογείσθε σ’ αυτόν (τον Πνευματικό), επειδή κατά το λόγιο, τραύματα που φανερώνονται δεν θα χειροτερεύσουν. Όπως δηλαδή τα φίδια, έως ότου κρύπτονται μέσα στις φωλιές τους, ζουν και γεννούν πολλά φιδάκια, όταν δε εξέλθουν από τις φωλιές τους έρποντας φανερά αυτά τα ίδια φανερώνονται στους ανθρώπους και φονεύονται από αυτούς, κατά τον ίδιο τρόπο και οι πονηροί λογισμοί, στηλιτευόμενοι από ημάς και φανερούμενοι στους πατέρες μας, φονεύονται με την μάχαιρα του θείου λόγου και δεν γεννούν μέσα μας τα σπέρματα, δια των οποίων η πράξη κατευθύνεται προς τα φαύλα». «Εάν δε εξ’ αιτίας της ραθυμίας μας οι φαύλοι λογισμοί επιτύχουν και νυσταγμένοι πράξουμε κάποια ανθρώπινη αδυναμία, παρακαλώ ούτε τότε να καθυστερήσουμε· ας τρέξουμε γρήγορα να προσπέσουμε στα πόδια του οσίου πατρός μας, να κατηγορήσουμε χωρίς ντροπή το κακό με δάκρυα και, δεχόμενοι με θερμή μετάνοια στυπτικά ή καυτηριαστικά φάρμακα από αυτόν, να εύρουμε γρήγορα την θεραπεία» (19Α,145-147)
    «Όταν ανακληθείς, να υπακούσεις αμέσως· διότι ο Θεός με τίποτα άλλο δεν ευφραίνεται τόσο, όσο με την ταχύτητά μας» (19Α,403)
    «Όποιος πιστεύει ότι η ζωή και ο θάνατός του είναι στο χέρι του ποιμένος του, δεν θα αντείπει ποτέ· η δε άγνοια τούτων γεννά την αντιλογία, που είναι πρόξενος του νοητού και αιωνίου θανάτου. Πριν λάβει την απόφαση ο κατάδικος, του δίδεται ευκαιρία αντιλογίας, να πει στον δικαστή για όσα έπραξε· μετά όμως την απόδειξη των πράξεων και την απόφαση του δικαστού δεν δικαιούται ν’ αντείπει στους βασανιστές τίποτε, ούτε μικρό ούτε μεγάλο. Πριν εισέλθει ο μοναχός σ’ αυτό το δικαστήριο και φανερώσει τα βάθη της καρδιάς του, ίσως του επιτρέπεται και ν’ αντιλέγει, είτε από άγνοια είτε από προσπάθεια να κρύψει τα μυστικά του. Μετά την αποκάλυψη όμως των λογισμών και την ειλικρινή εξομολόγηση δεν επιτρέπεται ν’ αντιλέγει ποτέ μέχρι θανάτου στον δεύτερο μετά τον Θεό δικαστή και εξουσιαστή του. Διότι ο μοναχός, από την στιγμή που εισήλθε σ’ αυτό το δικαστήριο και ξεσκέπασε τα κρυφά της καρδιάς του, έχει πεισθεί εκ των προτέρων, εάν έχει αποκτήσει κάποια γνώσι, ότι είναι άξιος μυρίων θανάτων και πιστεύει ότι δια της υπακοής και ταπεινώσεώς του θα απαλλαγεί από κάθε τιμωρία και κόλαση, αν τουλάχιστο έχει αντιληφθεί πραγματικά την φύσι του μυστηρίου τούτου. Όποιος φυλάσσει αυτές τις σκέψεις ανεξάλειπτες στην διάνοιά του, δεν θα επαναστατήσει ποτέ με την καρδιά του, όταν παιδεύεται ή νουθετείται ή ελέγχεται, επειδή όποιος περιπίπτει σε τέτοια κακά, δηλαδή στην αντιλογία και απιστία προς τον πνευματικό πατέρα του και διδάσκαλο, ζώντας ακόμη κατεβάζεται στην παγίδα και τον βυθό του Άδη ελεεινώς και γίνεται οίκος του Σατανά και όλης της ακάθαρτης δυνάμεως ως υιός της απειθείας και απωλείας» (19Α,423-425)
    «Μετά την μετάνοια και την εξομολόγηση και τα δάκρυα λαμβάνουμε κατ’ αναλογίαν πρώτα την άφεση των αμαρτημάτων και έπειτα τον αγιασμό μαζί με την χάρι από άνω» (19Α,501-503)
    «Αν έλαβες την άφεση όλων των αμαρτημάτων σου, είτε κατόπιν εξομολογήσεως είτε κατόπιν της ενδύσεως του αγίου και αγγελικού σχήματος, πόσης αγάπης και ευχαριστίας και ταπεινώσεως αίτιο θα σου είναι τούτο, διότι, ενώ είσαι άξιος μυρίων τιμωριών, όχι μόνο απαλλάχθηκες από αυτές, αλλ’ αξιώθηκες και υιοθεσίας και δόξας και βασιλείας ουρανών; Αυτά τα πράγματα διαλογιζόμενος και σκεπτόμενος διαπαντός, να είσαι έτοιμος και να προετοιμάζεσαι να μην ατιμάσης αυτόν που σ’ ετίμησε και σου συγχώρησε τα αναρίθμητα πταίσματα, αλλά με όλα τα έργα σου να τον δοξάσεις και να τον τιμήσεις, ώστε κι αυτός να αντιδοξάσει αφθονότερα εσέ, τον οποίο τίμησε υπεράνω όλης της ορωμένης κτίσεως, και να σε ονομάσει γνήσιο φίλο του» (19Α,525)
    «[Τα λόγια αυτά διδάσκουν] την επιθυμία της αφέσεως των χρεών (οπότε ο άνθρωπος αναζητεί γι’ αυτό και μεσίτη (τον Πνευματικό), διότι φυσικά δεν μπορεί να προσέλθει μόνος του αφόβως, όπως είναι φορτωμένος με πολλές αμαρτίες της αισχύνης), έπειτα την επιτυχία του μεσίτη και ποιμένος»(19Α,567)
    «Εάν όμως ομολογείς ότι έχεις αμαρτήσει, δείξε μου την γνήσια εξομολόγηση για τις αμαρτίες, την ειλικρινή πίστη προς τον πνευματικό πατέρα που δέχθηκε τους λογισμούς σου, την υπακοή στα ευτελή έργα, την υπηρεσία στους υποδεέστερους από τους αδελφούς, την διακονία στους ασθενείς, και ακόμη την από ψυχής ταπείνωση, το ασχημάτιστο, το άπλαστο και ανυπόκριτο ήθος» (19Β,45)
    «Μακάριοι είναι όσοι κλαίουν πάντοτε πικρά για τα αμαρτήματά τους, διότι θα τους καταλάβει το φως και θα μετατρέψει τα πικρά δάκρυα σε γλυκά. Μακάριοι είναι όσοι φωτίζονται από το θείο φως και βλέπουν την ασθένειά τους και καταλαβαίνουν την ασχήμια της ψυχικής τους στολής, διότι αυτοί θα κλαύσουν ασταμάτητα και θα πλυθούν με τα ποτάμια των δακρύων» (19Γ,167)
    «Ενώ ο άλλος, που είναι γεμάτος από ακαθαρσία και μαζί και με αλαζονεία και δεν θέλει να ταπεινωθεί μπροστά στο δυνατό χέρι του Θεού και ν’ αποκαλύψει τα όσα έχει η καρδιά του σε πνευματικό πατέρα και να δεθεί μαζί του και να κάνει και να πάθει όλα όσα οδηγούν προς την αρετή και τον Θεό με σύνεση και τελειοποιούν τον άνθρωπο κατά Θεόν, αυτός γίνεται χειρότερος από ό,τι ήταν στον κόσμο» (19Γ,391-393)
    «Να έχουμε καθαρή την καρδιά με την επιμέλεια των τρόπων και τη συνεχή εξομολόγηση των κρυπτών λογισμών της ψυχής. Διότι η εξομολόγηση των λογισμών αυτών που γίνεται από εμάς συνεχώς και κάθε ημέρα, και που κινείται από μεταμέλεια της καρδιάς, προκαλεί σ’ εμάς μετάνοια για όσα πράχθηκαν ή και μελετήθηκαν· η μετάνοια τότε κινεί τα δάκρυα από τα βάθη της ψυχής και τα δάκρυα καθαρίζουν την καρδιά και εξαφανίζουν μεγάλες αμαρτίες. Και ενώ αυτές απαλείφονται με τα δάκρυα, η ψυχή παρηγορείται από το θείο Πνεύμα και ποτίζεται με ύδατα γλυκύτατης κατανύξεως, από τα οποία λιπαίνεται νοερώς κάθε ημέρα και τρέφει τους καρπούς του Πνεύματος» (19Δ,59)
    «Στάσου (στη Θ.Λειτουργία) γεμάτος τρόμο, σαν να βλέπεις τον Υιό του Θεού να θυσιάζεται για σένα. Και εάν είσαι άξιος και πάρεις άδεια γι’ αυτό, πήγαινε με φόβο και χαρά να κοινωνήσεις τα απόρρητα αγαθά» (19Δ, 321)
    «Αλλά και τους λογισμούς της καρδιάς σου να τους εξαγορεύεις, εάν είναι δυνατό, στον πνευματικό σου πατέρα, εάν όμως αυτό δεν είναι δυνατό, να μη περάσεις ποτέ βραδυά έτσι, αγαπητέ, αλλά, ανακρίνοντας τον εαυτό σου, εξαγόρευε σ’ αυτόν μετά τον όρθρο όλα όσα σου συμβαίνουν. Και να έχεις αδίστακτη πίστη προς αυτόν, κι αν ακόμη τον βρίζει και τον διασύρει όλος ο κόσμος, κι αν ακόμη κι εσύ ο ίδιος τον είδες με τα μάτια σου να πορνεύει, να μη σκανδαλισθείς ούτε να ελαττώσεις την πίστη σου προς αυτόν, πειθαρχώντας σ’ εκείνον που είπε, «μη κρίνετε, και δεν θα κριθείτε» (19Δ,333)
    «Eκείνος λοιπόν που έχει τη λυχνία της ψυχής του σε τέτοια κατάσταση (αμέτοχη δηλαδή του θείου πυρός), χρειάζεται μάλλον οδηγό και λυχνία για να φωτίζει και να διακρίνει τις πράξεις του, και με τη βοήθεια αυτού να επανορθώνει με την εξομολόγηση τα σφάλματά του και όσα διαπράττονται από αυτόν κάθε ώρα στραβά» (19Δ,459)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

   «(Συμβουλή σε μοναχούς για νέο Ηγούμενο) Κανείς σας λοιπόν να μη καταφρονεί την νεότητά του, τον άπλαστο λόγο και την άπλαστη διδασκαλία του· και αν ακόμη είναι απαίδευτος στον λόγο, δεν είναι και στην γνώσι της χάριτος. Διότι ο έμπρακτος λόγος, που κατέχει την άνωθεν χάρη, είναι σοφότερος από την μωραμένη σοφία των ανθρώπων, όπως ο ήλιος είναι λαμπρότερος και ανώτερος από τα άστρα» (19Α,143)
   «Τι λοιπόν λέγουν και οι αυτόπτες του λόγου (Απόστολοι) στις Διατάξεις των; Δεν είπαν, 'οποίον σου ομιλεί τον λόγο του Θεού να τον δοξάσεις, να τον μνημονεύεις δε ημέρα και νύκτα, να τον τιμήσεις δε σαν αυτόν που σου έγινε πρόξενος του ευ είναι; Διότι όπου είναι η διδασκαλία του Θεού εκεί παρευρίσκεται και ο Θεός (Διαταγαί Αποστόλων 8 9). Και πάλι· διότι, αν το ιερό λόγιο, λέγει περί των σαρκικών γονέων, τίμα τον πατέρα και την μητέρα σου, για να ευημερήσεις, και όποιος κακολογεί πατέρα ή μητέρα, να τιμωρείται με θάνατο, πόσο περισσότερο θα παραινέσει εμάς περί των πνευματικών γονέων μας ο λόγος να τους τιμούμε και να τους αγαπούμε ως ευεργέτες και πρεσβευτές προς Θεόν; Αυτούς που μας αναγέννησαν δι’ ύδατος, που μας γέμισαν άγιο Πνεύμα, που μας γαλακτοτρόφησαν με τον λόγο, που μας ανέθρεψαν με την διδασκαλία, που μας στήριξαν με τις νουθεσίες, που μας αξίωσαν του σωτηρίου σώματος και του τιμίου αίματος, που μας απάλλαξαν από τις αμαρτίες και μας κατέστησαν κοινωνούς και συγκληρονόμους της επαγγελίας του Θεού; Ευλαβούμενοι αυτούς να τους τιμάτε με παντοειδείς τιμές, διότι αυτοί έχουν λάβει από τον Θεό εξουσία ζωής και θανάτου’(Διαταγαί Αποστόλων 2,33)»(19Α,177-179)
    «Ο Κύριος δεν μακαρίζει τους απλώς διδάσκοντας αλλά εκείνους που προηγουμένως αξιώθηκαν δια της εκτελέσεως των εντολών και είδαν μέσα τους το λαμπρό φως του Πνεύματος ν’ αστράπτει και δι’ αυτού με αληθινή όραση και γνώση και ενέργεια τούτου, έμαθαν όσα πρέπει να πουν και να διδάξουν άλλους. Όπως λοιπόν είπαμε, οι επιχειρoύvτεc να διδάσκουν πρέπει να ανυψωθούν με αυτόν τον τρόπο, για να μη πλανήσουν και απωλέσουν και όσους πείθονται σ’ αυτούς και τους εαυτούς τους, μιλώντας για πράγματα που αγνοούν» (19Α,393-395)
    «Τίποτα άλλο λοιπόν δεν είναι η διαποίμανση, παρά η επιμέλεια των ποιμαινομένων με το λόγο και την διδασκαλία» (19Γ,211)
«Συ λοιπόν είναι δυνατό να ποιμαίνεις τα πρόβατά μου ευρισκόμενος σε οικία και σε δρόμο, σε κλίνη, σε στρώμα και σε τράπεζα· πώς είναι δυνατό αυτό; Διδάσκοντάς τα να διατηρούν αθόλωτη, ειλικρινή και αδίστακτη την προς εμένα πίστη τους, να μ’ αγαπούν δηλαδή με όλη την ψυχή και την διάνοιά τους, όπως τους αγάπησα κι εγώ. Διότι γι’ αυτούς πρόσφερα την ζωή μου και πέθανα. Τοποθέτησε εμπρός τους αντί νομής αλόγου την ζωοποιό τροφή των εντολών μου· δίδαξέ τους με την πραγμάτωση και εκπλήρωση αυτών να μεταλαμβάνουν από αυτές· νουθέτησε και παρακάλεσέ τους να πληρούνται μ’ αυτόν τον τρόπο συνέχεια, ώστε να είναι πάντοτε κορεσμένοι από αυτές και γεμάτοι από τα αγαθά μου» (19Γ, 213)
    «Αδελφοί και πατέρες, θέλω να σας μιλήσω για όσα συμβάλλουν στην ωφέλεια της ψυχής και, μάρτυς μου ο Χριστός η αλήθεια, ντρέπομαι την αγάπη σας, διότι γνωρίζω την αναξιότητά μου. Γι’ αυτό άλλωστε πάντοτε ήθελα να σιωπώ, όπως γνωρίζει ο Κύριος, και να μη σηκώνω καθόλου το βλέμμα μου για να δω πρόσωπο ανθρώπου· διότι έχω μέσα μου την συνείδηση να με κατακρίνει που αναξίως ορίσθηκα εγώ να είμαι προϊστάμενος όλων σας, σαν να γνώριζα την οδό, εγώ που δεν γνωρίζω τι είναι στα πόδια μου, που ούτε πλησίασα ακόμη την οδό που οδηγεί προς τον Θεό. Γι’ αυτό λοιπόν δεν είναι μικρή και ασήμαντη η λύπη που με κατέχει, για το ότι, ενώ προκρίθηκα εγώ ο ταπεινός να οδηγώ σας τους τιμιότατους, τους όποιους έπρεπε μάλλον εγώ να είχα οδηγούς, ως ο τελευταίος όλων σε χρόνο και ηλικία, δεν έχω τον μαρτυρημένο από τις πράξεις του βίου μου λόγο να συμβουλεύω σας και να σας υπενθυμίζω τα σχετικά με τον νόμο και το θέλημα του Θεού, αφού και από αυτά για τα οποία θέλω να σας μιλώ, δεν γνωρίζω να έχω εφαρμόσει ποτέ τίποτε. Γνωρίζω όμως ακριβώς ότι ο Κύριος και Θεός μας δεν μακαρίζει απλώς τον λέγοντα αλλά τον και πράξαντα πριν από τον λόγο διότι, λέγει, «μακάριος είναι αυτός που έπραξε και δίδαξε· αυτός θα ονομασθεί μέγας στη βασιλεία των ουρανών». Διότι, τέτοιον διδάσκαλο ακούοντας και οι μαθητές, γίνονται πρόθυμοι να τον μιμηθούν, και δεν δέχονται τόσο την ωφέλεια από τους λόγους του, όσο διεγείρονται από τις καλές πράξεις του και αναγκάζονται να πράττουν τα ίδια· αυτό το πράγμα εγώ δεν το βλέπω στον εαυτό μου, διότι δεν έχω την συνείδηση ότι υπάρχει μέσα μου κάποιο αγαθό. Αλλά θερμώς σας παρακαλώ όλους, αγαπητοί αδελφοί μου, να μη παρατηρείτε τον απρόσεκτο βίο μου, αλλά τα προστάγματα του Κυρίου και τις διδασκαλίες των αγίων πατέρων μας»(19Γ,301-303)
    «Αδελφοί και πατέρες, χρέος είχα βέβαια να σιωπώ διαπαντός, ώστε να μπορώ να κλαίω τα δικά μου κακά, και να μην επιχειρώ καμία φορά το έργο του διδασκάλου ούτε να κατηχώ την αγάπη σας ή τελείως να μην υποδεικνύω σε άλλους τους δρόμους της σωτηρίας. Όχι διότι αυτό το πράγμα είναι τελείως αντίθετο με την εντολή του Θεού, μάλλον είναι ευπρόσδεκτο απ’ αυτόν, αλλ’ επειδή συμβαίνει να είμαι εγώ ανάξιος για τέτοιο πνευματικό εγχείρημα, γι’ αυτό και φοβήθηκα ο άθλιος, μήπως λεχθεί και για εμένα ευστοχότατα ο Δαβιτικός εκείνος λόγος· «στον αμαρτωλό είπε ο Θεός Γιατί εσύ διηγείσαι τα δικαιώματά μου και πιάνεις στο στόμα σου την διαθήκη μου;» (19Γ,517)
    «Αυτός απορρίπτει στα νώτα του τους λόγους του Θεού και εκτελεί τα δικά του θελήματα, ή καλύτερα του διαβόλου. Αυτά και εγώ ο ταλαίπωρος εφαρμόζω πρώτος και ευρίσκομαι μέσα σε λάκκο βορβόρου, και επειδή έχω συναίσθηση των κακών μου, φωνάζω δυνατά από κάτω και απευθύνομαι προς όλους εκείνους που περνούν απ’ έξω λέγοντας· ‘Μακριά όσο μπορείτε, αδελφοί, απ’ αυτόν τον φοβερότατο λάκκο· βαδίζετε την ευθεία οδό, που είναι ο Χριστός. Και κανένας να μη παρεκκλίνει δεξιά ή αριστερά και πέσει εδώ μαζί με εμένα τον πανάθλιο και δυστυχισμένο και στερηθεί μαζί με τα επίγεια και τα ουράνια αγαθά’»(19Γ, 519)
    «Τώρα όμως που πρόκειται να έλθω στις αποδείξεις των πραγμάτων και που βιάζομαι ο άλογος και αμαθής ν’ αναλάβω τον αγώνα του λόγου, σας παρακαλώ θερμά όλους σας να συμπροσευχηθείτε, ώστε, λάμποντας λαμπρότερα επάνω μου η χάρη του αγίου Πνεύματος, να μου φωτίσει τελείως την διάνοια και τον νου και να μου δώσει να πω κάτι αξίως, όχι εξ’ αιτίας της δικής μου αξίας, αλλά για χάρη της δικής σας ωφέλειας, ψιθυρίζοντας κατά κάποιον τρόπο η ίδια τους λόγους στο αφτί, φέγγοντας με το φως της, υποδεικνύουσα όλα όσα προείπαμε»(19Γ,523)
    «Αδελφοί και πατέρες, θα έπρεπε να μην τολμώ να σας μιλώ καθόλου, ούτε να παίρνω θέση διδασκάλου μπροστά στην αγάπη σας. Αλλ’ επειδή γνωρίζετε ότι, όπως ακριβώς το όργανο, που κατασκευάσθηκε από τον τεχνίτη, ολοκληρώνει τον ήχο και γεμίζει τις ακοές όλων με γλυκύτατη μελωδία, όχι όταν αυτό θέλει, αλλ’ όταν γεμίσουν οι σωλήνες από τον αέρα και όταν παίζεται με τα δάχτυλα του τεχνίτη με ρυθμό, έτσι πρέπει να εννοήσετε ότι συμβαίνει και με εμένα και να μη δυσαρεστείσθε από αυτά που πρόκειται να λεχθούν, αποβλέποντας στην ταπεινότητα του οργάνου»(19Δ,35)
    ««Εφ΄ όσον κάνατε κάτι στον καθένα απ’ αυτούς τους ελάχιστους, σ’ εμένα το κάνατε». Και δεν το είπε αυτό ο Κύριος μόνο για τους φτωχούς, όπως νομίζουν μερικοί, και για όσους στερούνται τη σωματική τροφή, αλλά και για όλους τους άλλους αδελφούς μας, που δεν λειώνουν από έλλειψη άρτου και ύδατος, αλλ’ από αδράνεια και ανυπακοή στις εντολές του Κυρίου (διότι όσο πιο τιμιότερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσο και η πνευματική τροφή γίνεται αναγκαιότερη από τη σωματική) και νομίζω ότι γι’ αυτήν μάλλον λέγει ο Κύριος «πείνασα και δεν μου δώσατε να φάγω, δίψασα και δεν με ποτίσατε» , παρά για τη σωματική τροφή που φθείρεται» (19Δ,37)
    «Να προσέχει λοιπόν ο καθένας στην ανάγνωση. Διότι οι λόγοι των άγιων είναι λόγοι του Θεού και όχι ανθρώπων. Να βάλει αυτούς τους λόγους μέσα στην καρδιά του και να τους τηρεί ασφαλώς, επειδή οι λόγοι του Θεού είναι λόγοι ζωής και αυτός που τους έχει μέσα του και τους φυλάσσει, έχει ζωή αιώνια. Όταν κάθεστε σε πολυτελή τράπεζα συχνά, δεν νομίζω ποτέ κανείς σας από αδιαφορία να νύσταξε τελείως και να μη έλαβε όχι μόνο όσα του αρκούσαν, αλλά πιστεύω ότι απήλθε παίρνοντας με ζήλο τροφές και για την αυριανή ημέρα και ότι προθυμοποιήθηκε να δώσει αυτές σε φίλους ή φτωχούς. Όπου όμως προσφέρονται λόγοι ζωής που κάνουν αθάνατους τους τρεφόμενους από αυτούς, πες μου, επιτρέπεται σε κανένα να κοιμάται και να ραθυμεί ή να νυστάζει και να ροχαλίζει σαν ζωντανός νεκρός; Πω-πω ζημιά! Πω-πω αναισθησία και νωθρότητα! Αυτός που κάθεται σε τράπεζα και δεν έχει όρεξη για τα προσφερόμενα, είναι φανερό ότι στερείται τη φυσική του υγεία. Έτσι και αυτός που ακούει θεία ανάγνωση και δεν εντρυφά με άφατη ευχαρίστηση ψυχικώς και με άυλη όρεξη αΰλως τα άυλα και θεία λόγια, και δεν γεμίζει από τη γλυκύτητά τους νοερώς όλες τις αισθήσεις του, είναι ασθενής στην πίστη και τελείως άγευστος από τις πνευματικές δωρεές, δηλαδή λειώνει από πείνα και δίψα, αν και βρίσκεται μέσα σε πολλά αγαθά. Όπως δηλαδή ο νεκρός, που, ενώ περιβρέχεται με νερό, δεν το αισθάνεται, έτσι και αυτός, ενώ περιλούεται από τα ζωηρά και θεία νάματα του λόγου, δεν τα αισθάνεται» (19Δ,85)
    «Αδελφοί και πατέρες, επειδή εγώ είμαι συνεχώς ασθενής και στην ψυχή και στο σώμα εξαιτίας της πλανεμένης και αδιάφορης προαιρέσεως και διαθέσεως, ήθελα να σιωπώ και να εξετάζω μόνο όσα αφορούν εμένα, μέχρις ότου νικήθηκαν οι κινήσεις του κακού λογισμού και υποτάχθηκαν στον ανώτερο λογισμό και έτσι απόλαυσα πλήρως την ειρήνη του πνεύματος, διότι ελευθερώθηκα από την ενόχληση του χοϊκού και γήινου φρονήματος και εισήλθα στο λιμάνι της μακάριας αναπαύσεώς μας. Αλλ’ επειδή εκλέχθηκα από σας για να είμαι κεφαλή του αγίου σας σώματος, είμαι υποχρεωμένος να οικοδομώ την αγάπη σας· η σωτηρία της αδελφότητάς σας με αναπαύει, διότι, αν και είμαι κι εγώ ασθενής στην ψυχή, εσείς διαζώσεσθε με τις ευχές του πατρός μου και πατρός σας. Λοιπόν τώρα, αν και δεν είμαι σε θέση ούτε το στόμα μου ν’ ανοίξω, με μεγάλη δυσκολία μπόρεσα να γράψω τον λόγο και να διδάξω την αδελφότητά σας, παρακαλώντας με ικεσία πολλή την αγάπη σας, να εύχεσθε, ως αληθινοί δούλοι του Χριστού και φιλάδελφοι, για την αθλιότητά μου, μήπως σωθώ και εγώ ο ίδιος μαζί με εσάς, πορευόμενος την οδό των εντολών του Θεού, και συναυλισθώ με εσάς τους αγαπητούς μου αδελφούς. Σας παρακαλώ και σας ικετεύω στο όνομα του Ιησού Χριστού να προσέχετε τον εαυτό σας και ο καθένας να φρονεί τη σωφροσύνη και να μη φρονεί διαφορετικά από ό,τι πρέπει να φρονεί, ούτε να βλέπει τον δικό μου αφρόντιστο και ανάλαφρο βίο, αλλά ν’ ακολουθείτε τα βήματα του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, στον οποίο οφείλουμε ν’ απολογηθούμε, τον δίκαιο και αδέκαστο κριτή. Δώστε μου αυτή την καύχηση, ότι εγώ, που μόνος μου έπεσα εξαιτίας της αμέλειάς μου στο βάραθρο του άδη, εσάς, με τη δυνατή μου φωνή σας άρπαξα από την παγίδα. Αν και έχω πολλούς λόγους να θρηνώ για την αδιαφορία μου, όμως αρκούμαι και μόνο να βλέπω εσάς να πετάτε ψηλά πάνω από τις παγίδες του διαβόλου» (19Δ,89-91)
    «Γι’ αυτό παρακαλώ την αγάπη σας, πατέρες μου άγιοι και δούλοι του Θεού, να μη παρακούσετε τους λόγους εμού του αναξίου πατρός σας, ούτε τα λόγια μου να φανούν μπροστά σας ως φλυαρία. Διότι, αν και είμαι ασθενής και γεμάτος από μύρια αμαρτήματα, όμως προσέξτε και εξετάστε με ακρίβεια, ότι τίποτε δεν σας συμβούλευσα έξω από τις εντολές του Θεού και τις θείες Γραφές. Κάνετε λοιπόν καλή αρχή και δώστε μου μικρή ευκαιρία, για να σηκώσω ψηλά το κεφάλι, αφού ενισχυθώ με τις άγιες ευχές σας, και τρίψω την όψη μου και νίψω τους οφθαλμούς μου και εγερθώ από τον βαθύ ύπνο της αδιαφορίας και έναντι των αγαθών τα οποία προσφέρετε σε εμένα τον τιποτένιο δούλο σας, αν και όχι αξίως, να ανταμείψω την αγάπη σας, κατά τη δύναμή μου, με αγαθούς λόγους, από τους όποιους η χάρη του Θεού δίδει με το άνοιγμα του ακαθάρτου στόματός μου. Ναι, αδελφοί μου, σας θερμοπαρακαλώ, μη παραβλέψετε την παράκλησή μου, αλλά, όπως από ημιθανή και τελείως άλαλο μου επιτρέψατε να μιλώ μπροστά στην τιμιότητά σας, έτσι χαρίστε μου και το θέλημά σας, ώστε να ζήσετε εσείς με την εκκοπή του [του θελήματός τους] την ζωή των μαρτύρων και αθλοφόρων του Χριστού, ενώ εγώ από σήμερα θα προσπαθήσω ακόμη προθυμότερα να προσφέρω για χάρη σας σε εκούσιο θάνατο όλη μου την ψυχή και το σώμα» (19Δ,103-5)
    «(συμβουλή σε Ηγούμενο) Σου είναι αρκετό μία φορά το μήνα να εξέρχεσαι για να εκτελείς τις αναγκαιότερες διακονίες και υποθέσεις της ποίμνης σου, ενώ τις άλλες ας τις κάνουν οι διακονητές, διατηρώντας εσένα απερίσπαστο, ώστε να αφοσιώνεσαι με προσευχή στη διακονία του λόγου και στη φροντίδα των αδελφών» (19Δ,199)
    «Ούτε να λησμονήσεις την καλή συμβουλή που σου έδωσα εγώ ο αμαρτωλός. Δεν τα έπραξα βέβαια εγώ αυτά, ούτε σου τα είπα από πείρα δικής μου πράξεως, αλλά μου τα έδωσε να σου τα πω η χάρη του Θεού για σένα και τη σωτηρία σου» (19Δ,431)
    «Όπως κάποιος φιλάδελφος φτωχός, που ζήτησε και έλαβε νομίσματα από κάποιον φιλόχριστο και ελεήμονα, τρέχει με χαρά προς τους όμοιους με αυτόν φτωχούς και το αναγγέλλει λέγοντας κρυφά προς αυτούς· ‘Τρέξτε με βιασύνη κι εσείς για να πάρετε’, δείχνοντας με το δάχτυλο και υποδεικνύοντάς τους εκείνον που του έδωσε το νόμισμα, και αν δυσπιστούν ανοίγει την παλάμη και το δείχνει, ώστε, αφού πιστέψουν, να βιασθούν να προλάβουν γρήγορα εκείνον τον ελεήμονα άνθρωπο, έτσι λοιπόν κι εγώ ο ταπεινός, ο φτωχός και γυμνός από αγαθό και δούλος της αγιωσύνης όλων σας, έχοντας πείρα από τη φιλανθρωπία και τη μεσιτεία του Θεού, επειδή προσήλθα προς αυτόν με μετάνοια και με μεσιτεία του αγίου Συμεών (του Ευλαβούς), του πατέρα μου και πατέρα σας, και έλαβα τη χάρη εγώ ο ανάξιος κάθε χάριτος, δεν μπορώ τη χάρη αυτή να την κρύψω μόνος στον κόλπο της ψυχής, αλλ’ αναγγέλλω τις δωρεές του Θεού σ’ όλους εσάς τους αδελφούς και πατέρες μου και σας φανερώνω ποιο είναι το τάλαντο που μου δόθηκε, όσο είναι αυτό που έχω, και με το λόγο σαν επάνω στην παλάμη το απογυμνώνω και σας λέγω όχι μυστικά και κρυφά, αλλά φωνάζοντας με μεγάλη φωνή· ‘Τρέξτε, αδελφοί, τρέξτε’· και δεν φωνάζω μόνο, αλλά και δείχνω τον δωρητή Δεσπότη, προβάλλοντάς σας πάλι αντί το δάχτυλο, τον λόγο. … δεν ανέχομαι να μη πω όσα είδα και όσα στην πράξη και με θεία εμπειρία θαυμάσια γνώρισα, αλλά τα διακηρύσσω και σ’ όλους τους υπόλοιπους σα να βρίσκομαι ενώπιον του Θεού, λέγοντας με μεγάλη φωνή· ‘Τρέξτε όλοι προτού κλεισθεί με τον θάνατο η θύρα της μετάνοιας» (19Δ,479, 481)
    «Δώσε τα λόγια μου έργα να τα κάνω, ω δημιουργέ και πλάστη μου και Θεέ μου! Γιατί όσα λέω αν δεν γίνονται έργα, χάλκινο είμαι κύμβαλο που μάταια ηχεί» (19Ε,69,στίχ.30-33)
    «[ο Χριστός στο Συμεών] Την αρετή όποιος δεν ποθεί μήτε την κατορθώνει, κι αθέλητα δεν σώζεται, μην ψάχνεις παραπέρα. Εσύ να σώσεις κοίταξε κι αυτούς οπού σ’ ακούνε, αν τύχει κι εύρεις άνθρωπο στη γη οπού ν’ ακούει, αυτιά να ’χει και προσοχή στα λόγια σου να δίνει.[ο Συμεών] - Έτσι θα κάνω, Κύριε, όπως μου έχεις ορίσει, αλλά και τη βοήθειά σου και τη δική σου χάρη χάρισε στον ανάξιο σου τον δούλο σου, Θεέ μου» (19ΣΤ,231)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

   «Είναι αδύνατο και την σάρκα να γεμίζης με χορταστικά φαγητά και πνευματικά να απολαύσεις της νοεράς και θείας καλωσύνης. Διότι όσο θεραπεύσει κανείς την κοιλιά, τόσο θα στερήση τον εαυτό του εκείνης της καλωσύνης· όσο δε βασανίση το σώμα, άλλο τόσο θα χορτάση πνευματική τροφή και παρηγοριά» (τ. 19Α, σ. 417).

   «Όποιος κυοφορεί τον φόβο του θανάτου βδελύσσεται κάθε βρώση και πόση και ωραίο ένδυμα, και δεν τρώγει άρτο, δεν πίνει ύδωρ ηδονικά· προσφέρει δε στο σώμα τα αναγκαία, όσα μόνο αρκούν για την συντήρηση. Απαρνείται κάθε δικό του θέλημα» (τ. 19Α, σ. 483).

   «Νηστεύουμε; Ασφαλώς για να περιστείλουμε τις κινήσεις της σάρκας και να καταστήσουμε μαλακότερη την καρδιά» (τ. 19Γ, σ. 33).

   «Αυτός που επιθυμεί πολλά και πολυτελή φαγώσιμα είναι γαστρίμαργος, έστω και αν λόγω της πτωχείας τρέφεται μόνο με άρτο και ύδωρ» (τ. 19Γ, σ. 355).

   «Ο πονηρός, που πάντοτε φθονεί τα καλά, εισέρχεται στον κάθε πιστό χωρίς να γίνεται αισθητός, και έτσι, καταδεσμεύοντάς τον αοράτως με τη ραθυμία και αδιαφορία, τον πείθει ν’ απορρίψει από πάνω του με περιφρόνηση τον σωτηριώδη ζυγό της νηστείας και να επανέλθει στην προηγουμένη συνήθεια. Για το λόγο αυτό σήμερα υπενθυμίζω και παρακαλώ την αγάπη σας… να μη υπακούσει καθόλου στον κακοήθη, ούτε ν’ απαχθεί με την πονηρή συνήθεια της αχόρταγης γαστριμαργίας, ούτε να επιστρέψει προς την παλιά και χρόνια εκπλήρωση των πονηρών επιθυμιών, αλλά να τιμήσουμε και τη δεύτερη αυτή εβδομάδα των νηστειών όπως και την πρώτη, και κατά τον ίδιο τρόπο και τις λοιπές… Να μνημονεύει ο καθένας σας την ωφέλεια από τη νηστεία και ποιες δωρεές απόλαυσε από τον Θεό στις λίγες αυτές ημέρες και να γίνεται προθυμότερος στο μέλλον. Διότι αυτή η ιατρός των ψυχών μας έχει τη συνήθεια, σε άλλον να περιορίζει τις πυρώσεις και τις κινήσεις της σάρκας, σε άλλον να μαλακώνει το θυμό, σε άλλον ν’ αποδιώκει τον ύπνο, σε άλλον να ξυπνάει την προθυμία, σε άλλον να καθαρίζει το νου και να τον καθιστά ελεύθερο από πονηρούς λογισμούς, σε άλλον να δαμάζει την αδάμαστη γλώσσα και να την κατευθύνει με το φόβο του Θεού σαν χαλινάρι και να μη την αφήνει καθόλου να προφέρει λόγους αργούς ή κακούς. Σε άλλον σκεπάζει αφανώς και σταματά τους περιπλανώμενους οφθαλμούς και δεν τους αφήνει να περιφέρονται με περιέργεια εδώ και εκεί, αλλ’ ετοιμάζει τον καθένα να παρατηρεί τον εαυτό του και τον διδάσκει να θυμάται τα δικά του αμαρτήματα και ελαττώματα. Η νηστεία σιγά σιγά αραιώνει και διώχνει το νοητό σκότος και κάλυμμα της αμαρτίας που απλώνεται πάνω στην ψυχή, όπως ακριβώς ο ήλιος την ομίχλη. Η νηστεία μας κάνει ικανούς να βλέπουμε νοερώς τον πνευματικό αέρα μέσα μας, όπου δεν ανατέλλει, αλλά μόνιμα λάμπει ο άδυτος ήλιος Χριστός ο Θεός μας. Η νηστεία, λαμβάνοντας συνεργό την αγρυπνία και εισερχόμενη μέσα μας, μαλακώνει τη σκληράδα της καρδιάς και κάμνει να αναβλύζουν πηγές κατανύξεως αντί της μέχρι τότε κραιπάλης, πράγμα το οποίο, παρακαλώ, αδελφοί, να φροντίσουμε ο καθένας μας να γίνει και σε μας… χωρίς νηστεία από κανένα δεν κατέστη ποτέ δυνατό να επιτευχθεί κάτι ούτε απ’ αυτά ούτε από τις άλλες αρετές. Διότι η νηστεία είναι αρχή και θεμέλιο κάθε πνευματικής εργασίας. Όσα λοιπόν οικοδομήσεις πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο, γίνονται άπτωτα και ακατάλυτα, επειδή είναι κτισμένα πάνω σε στερεά πέτρα. Εάν όμως σηκώσεις αυτό το θεμέλιο και στη θέση του βάλεις τον κορεσμό της γαστέρας και τις άτοπες επιθυμίες, αυτά παρασύρονται σαν άμμος από τους πονηρούς λογισμούς και το ποτάμι των παθών και καταστρέφεται όλη η οικοδομή των αρετών… τρώγοντας, χωρίς να το καταλάβει, γίνεται τροφή του πονηρού. Διότι η νηστεία είναι νόμος θείος και αυτούς που τολμούν να τον παραβαίνουν ο διάβολος τους παραλαβαίνει και τους μαστιγώνει σαν δήμιος, αν και όχι αμέσως ούτε την ίδια ώρα, επειδή ο Θεός μας δείχνει μακροθυμία και περιμένει τη μετάνοιά μας» (τ. 19Δ, σελ. 77,79,81).

   «Διότι γνωρίζετε ότι, αφού πέρασε η πρώτη εβδομάδα, εκείνοι νομίζουν ότι διήλθε όλη η άγια Τεσσαρακοστή. Και όχι μόνο το πιστεύουν αυτό, αλλά και το λένε φανερά μεταξύ τους και προς όλους. Για εμάς όμως, αδελφοί μου, υπάρχει φόβος, και μάλιστα ο μεγαλύτερος φόβος, μήπως εκλάβομε και εμείς τα πράγματα όπως αυτοί και συμφωνήσουμε μεταξύ μας και φανούμε αρνητές της υποσχέσεώς μας… Παρακαλώ, μη λησμονήσετε την παθοκτόνο νηστεία, την καθαρτική εγκράτεια» (τ. 19Δ,σελ. 93-5,99).

   «(Μιλά ο Πνευματικός του στον όσιο ΣυμεώνΝα γνωρίζεις, τέκνο, ότι ούτε με τη νηστεία, ούτε με την αγρυπνία, ούτε με σωματικό κόπο, ούτε με κάποια άλλη από τις δεξιές πράξεις χαίρεται, και εμφανίζεται ο Θεός, παρά μόνο στην ταπεινή και απερίεργη και αγαθή ψυχή και καρδιά. Όταν λοιπόν εγώ άκουσα αυτά, θαύμασα για το λόγο και την συμβουλή του αγίου, και φλεγόμενος ακόμη περισσότερο και φέροντας στη μνήμη μου όλες τις αμαρτίες με την ταχύτητα του νου σαν σε ριπή, περιελουζόμουν με τα δάκρυα και πέφτοντας στα πόδια του αγίου τα κράτησα και είπα ‘Να εύχεσαι για μένα, άγιε του Θεού, να βρω έλεος μέσω σου, επειδή από όσα είπες αγαθά, τίποτε δεν μου δόθηκε, παρά μόνο πολλές αμαρτίες, τις οποίες γνωρίζεις και εσύ ο ίδιος’»(τ. 19Δ, σελ. 149-151).

   «Ποιο επίσης είναι το όφελος της νηστείας, πες μου, εάν δεν συνοδεύεται από πραότητα;» (τ. 19Δ, σ. 349).

ΠΡΟΣΘΗΚΗ (από άλλα θέματα που σχετίζονται με το παρόν)

«Γι’ αυτό όταν στις αρχές της μοναχικής του ζωής έφθασε η αγία τεσσαρακοστή των νηστειών, ενώ ήταν ακόμη άπειρος της ασκήσεως, παρεκάλεσε τον Συμεών να του επιτρέψει να περάσει ολόκληρη την πρώτη εβδομάδα εντελώς άσιτος. Ο δε άγιος ήταν μεν φυσικά χαρούμενος βλέποντας την θέρμη της προθυμίας του και τον παρακινούσε προς ασκητικούς αγώνες, δεν ήθελε όμως ν’ ακολουθεί ο Αρσένιος (μαθητής του οσίου Συμεών) το ατομικό του θέλημα, αλλά μάλλον με την εκκοπή του θελήματος να κερδίσει τα μεγαλύτερα και τελειότερα. Γι’ αυτό δεν συγκατένευσε στο θέλημά του. Εκείνος όμως ήταν ένθερμος σ’ αυτό και επέμενε ζητώντας να πληρωθεί η αίτησή του και να μη εμποδισθεί από το εγχείρημα. Επειδή δε πολλές φορές του ανέκοψε την ορμή ο μακάριος, αυτός δε άλλες φορές επέμενε να ζητή να γίνη το θέλημά του, λέγει προς αυτόν "Αρσένιε, καλό και πολύ επωφελές θα ήταν να μην ακολουθής το ατομικό σου θέλημα, αλλά μάλλον να πειθαρχής στις εντολές μου· επειδή όμως κατά την κρίσι σου θεώρησες ότι σου είναι ωφέλιμο να εκτελέσης το δικό σου θέλημα, εγώ, αν και αθέλητα, σου επιτρέπω να εκτελέσης την επιθυμία σου. Κύτταξε όμως τι πρόκειται να πάθης και ποιο καρπό θα τρυγήσης από την απείθειά σου". Είπε, και όταν ήλθε η πρώτη εβδομάς ο Αρσένιος επιδόθηκε ακρίτως στους τελειοτέρους αγώνες με θερμή διάθεση, ενώ ήταν ακόμη εισαγωγικός. Όταν δε μετά την ενάτη ώρα όλοι οι άλλοι εισέρχονταν στην τράπεζα για το δείπνο, αυτός έμενε άσιτος βλέποντας το παράδειγμα του Συμεών και θέλοντας να μιμηθεί τούτον. Κατά την αγρυπνία της Τετάρτης, στεκόμενος ανάμεσα στον χορό που έψαλλε πίπτει επί της γης ύπτιος, σαν πτώμα παρακοής και υπόδειγμα στους άλλους φοβερότατο. Όπως δε το είχε προβλέψει ο άγιος και είχε παραγγείλει σ’ έναν από τους μαθητάς να έχη πρόχειρο δοχείο με οίνον και λίγον άρτο, ένευσε να τα φέρη στο μέσο της ακολουθίας του άρθρου· και όταν έγινε αυτό, πρόσταξε να σηκώσουν τον Αρσένιο και να τον θρέψουν με αυτά. Εκείνος δε αφού εγεύθηκε εσηκώθηκε γεμάτος αισχύνη, άκουσε δε από τον μακάριο τους λόγους· "εάν ήσουν σε όλα όμοιος με τους αδελφούς, Αρσένιε, δεν θα πάθαινες τίποτε ανόμοιο από αυτούς στην αγρυπνία· επειδή όμως από οίηση και απείθεια έσπευσες να επιτύχης προώρως το περισσότερο και να εξασφαλίσης το πρωτείο κατά των άλλων, δικαίως αστόχησες και στο μικρότερο". Από τότε καταλαμβάνει τον Αρσένιο όχι τυχαία μεταμέλεια, ώστε από συνείδησι της εντροπής να φθάση στο βάθος της ταπεινώσεως» (τ. 19Α, σελ. 111-113).

   «Κάποτε παρουσιάσθηκαν στον μακαρίτη (όσιο Συμεών) φίλοι του. Επειδή δε ένας από αυτούς χρειαζόταν να φάγη κρέας λόγω σωματικής νόσου, και μάλιστα κρέας από περιστεράκια, παρήγγειλε ο συμπονετικός και μακάριος Συμεών να ψηθούν τα πτηνά και να προσφερθούν στον έχοντα ανάγκη. Καθώς δε έτρωγε ο ασθενής, ο Αρσένιος που καθόταν κι αυτός στην τράπεζα τον κύτταζε σκυθρωπός. Αντιλήφθηκε λοιπόν ο μακάριος την διάθεσί του αυτή και θέλοντας να τον διδάξη να προσέχει μόνο τον εαυτό του και να μη νομίζη ότι υπάρχουν φαγώσιμα που με την μετάληψή τους μιαίνουν (διότι, λέγει, "όλα είναι καθαρά για τους καθαρούς" και "δεν υπάρχει τίποτε από τα εισερχόμενα που μπορεί να μιάνη την ψυχή"), συγχρόνως δε να δείξη στους συνδαιτημόνες και το ύψος της ταπεινώσεώς του, ώστε να μάθουν ότι υπάρχουν ακόμη τέκνα υπακοής στον Θεό και αληθινοί εργάτες της αρετής, λέγει προς αυτόν· "για ποιον λόγο, Αρσένιε, δεν προσέχεις μόνο στον εαυτό σου και δεν τρώγεις σκυμμένος κάτω από τον άρτο σου, αλλά προσέχεις αυτόν που λόγω ασθενείας τρώγει κρέας; Κοπιάζεις με τους λογισμούς και νομίζεις ότι υπερβάλλεις εκείνον σ’ ευσέβεια, επειδή τρώγεις λάχανα και σπέρματα της γης και όχι σαν τους αετούς περιστέρια και πέρδικες; Δεν άκουσες τον Χριστό να λέγη ότι δεν είναι τα εισερχόμενα δια του στόματος που μιαίνουν τον άνθρωπο, αλλά τα εξερχόμενα από αυτόν, δηλαδή οι πορνείες, οι μοιχείες, οι φόνοι, οι φθόνοι, οι πλεονεξίες και τα λοιπά; Γιατί δεν είσαι συνετός; γιατί δεν βλέπεις και δεν σκέπτεσαι με γνώσι, αλλά κατέκρινες κατά διάνοια τόσο ασύνετα τον εσθίοντα, λυπούμενος τάχα την σφαγή των ορνίθων, και λησμόνησες αυτόν που είπε, ‘ο μη εσθίων να μη κρίνη τον εσθίοντα;’. Αλλά φάγε και συ από αυτά και μάθε ότι περισσότερη μίανση υπέστης από τον λογισμό παρά από την βρώσι των πτηνών". Και παίρνοντας ένα από τα πτηνά το έρριψε προς αυτόν ο άγιος παραγγέλλοντας να φάγει. Αυτός δε, καθώς ήκουσε τούτο, φοβούμενος το βάρος του επιτιμίου και γνωρίζοντας ότι η παρακοή της κρεοφαγίας είναι χειρότερη, βάλλοντας μετάνοια και ζητώντας το ‘ευλόγησε’, πήρε το πτηνό και άρχισε να το καταμασά και να το τρώγει με δάκρυα. Όταν δε ο άγιος είδε ότι είχε αρκετά εκλεπτύνει με τα δόντια την τροφή και τώρα επρόκειτο να την καταπιεί, λέγει, "αρκεί, πτύσε το τώρα διότι τώρα που άρχισες να τρώγεις και συ, όπως είσαι γαστρίμαργος, ούτε ολόκληρος ο περιστερώνας δεν μπορεί να σε χορτάση και να σου σταματήση την ορμή προς αυτό". Έτσι με το να μη αρνηθή την δοκιμή ο αοίδιμος μαθητής του μεγάλου τούτου πατρός, τήρησε την υπακοή, την οποία υποσχέθηκε ενώπιον του Θεού να φυλάξει μέχρι θανάτου» (τ. 19Α, σελ. 115-119).

   «Επειδή έφαγα πολύ κι’ εβάρυνε το στομάχι μου και παρακοιμήθηκα, κυρίευσε τον νου μου το πάθος και νικήθηκα· από το άλλο μέρος πάλι, επειδή εγκρατεύθηκα σε υπερβολικό βαθμό, κατέστησα τον νου μου σκοτεινό και δυσκίνητο και έτσι περιέπεσα στο ίδιο πάθος. Μερικές φορές μάλιστα συμβαίνουν αυτά στους αγωνιζομένους και από την κρασί του αέρος, δεν ξεύρω πώς να το πω, και από την αχλυώδη παχύτητα του νοτίου ανέμου» (τ. 19Α, σ. 437).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

"Είχαν καταφύγει και σε ψυχιάτρους"
Και άλλοι, νέοι περισσότερο, "μπερδεμένοι" με ανατολικές θρησκείες
και διάφορες αιρέσεις, κατέφευγαν στο Γέροντα Πορφύριο
και ζητούσαν τη βοήθειά του. Καθώς ομολογούσαν,
με τις συμβουλές και την ευλογία του (τους "εσταύρωνε"),
γίνονταν καλά, ακόμα και από σωματικές ασθένειές τους,
εκτός από τις ψυχικές. Πολλοί είχαν καταφύγει πρίν και σε ψυχιάτρους,
χωρίς όμως να ιδούν καμιά ωφέλεια και θεραπεία,
πράγμα που βρήκαν στο Γέροντα Πορφύριο.
[Ί 124π.]


(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.220-221)

Μνήμη θανάτου
-Γέροντα, τί πρέπει να σκέφτεται κανείς την ημέρα που γεννήθηκε;
-Να σκέφτεται την ημέρα που θα πεθάνη και να ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι.
-Γέροντα, όταν κατά την εκταφή βρεθή άλειωτο το σώμα του νεκρού,
αυτό οφείλεται σε κάποια αμαρτία για την οποία δεν μετάνοιωσε ο άνθρωπος;
-Όχι, δεν είναι πάντα αιτία κάποια αμαρτία.
Μπορεί να οφείλεται και σε φάρμακα που έπαιρνε ή στο χώμα του νεκροταφείου.
Όπως και νάναι όμως, όταν κάποιος βγή άλειωτος, εξιλεώνεται κάπως
με το ρεζίλεμα που παθαίνει μετά τον θάνατό του.
-Γέροντα, γιατί, ενώ ο θάνατος είναι το πιο σίγουρο γεγονός
για τον άνθρωπο, εμείς τον ξεχνούμε;
-Ξέρεις, παλιά στα Κοινόβια υπήρχε ένας μοναχός που είχε ως διακονία
να θυμίζη στους άλλους Πατέρες τον θάνατο. Περνούσε λοιπόν την ώρα
της διακονίας από όλους τους αδελφούς και έλεγε στον καθέναν: «Αδελφέ, θα πεθάνουμε».
Η ζωή είναι τυλιγμένη με την θνητή σάρκα.
Το μεγάλο αυτό μυστικό δεν είναι εύκολο να το καταλάβουν όσοι άνθρωποι
είναι μόνο «σάρκες», γι’ αυτό δεν θέλουν να πεθάνουν,
δεν θέλουν ούτε να ακούσουν για θάνατο. Έτσι ο θάνατος γι’ αυτούς
είναι διπλός θάνατος και διπλή στενοχώρια.
Ευτυχώς όμως ο Καλός Θεός οικονόμησε, ώστε να βοηθιούνται από μερικά πράγματα
τουλάχιστον οι ηλικιωμένοι, που φυσιολογικά είναι πιο κοντά στον θάνατο.
Ασπρίζουν τα μαλλιά, κόβεται το κουράγιο, οι δυνάμεις τους σιγά-σιγά
τους εγκαταλείπουν, αρχίζουν να τρέχουν τα σάλια, οπότε ταπεινώνονται
και αναγκάζονται να φιλοσοφούν πάνω στην ματαιότητα αυτού του κόσμου.
Και να θέλουν να κάνουν καμμιά αταξία, δεν μπορούν, γιατί όλα αυτά τους φρενάρουν.
Ή ακούν ότι κάποιος στην ηλικία τους ή και νεώτερος πέθανε, και θυμούνται τον θάνατο.
Βλέπουμε στα χωριά, όταν χτυπάη η καμπάνα για κηδεία,
οι ηλικιωμένοι που κάθονται στο καφενείο σηκώνονται, κάνουν τον σταυρό τους
και ρωτούν να μάθουν ποιός πέθανε και πότε γεννήθηκε.
«Ώ, τί γίνεται, λένε, φθάνει και η δική μας σειρά• όλοι θα φύγουμε από αυτόν τον κόσμο!».
Καταλαβαίνουν ότι τα χρόνια πέρασαν, ότι το σχοινί της ζωής τους άρχισε
να μαζεύεται και ο Πολυχρόνης πλησιάζει. Έτσι διαρκώς σκέφτονται τον θάνατο.
Πές σε ένα μικρό παιδί «κάνε μνήμη θανάτου», αυτό θα πη «τραλαλά»
και θα συνεχίση να χτυπάη το τόπι του. Γιατί το μικρό παιδί, αν το βοηθούσε
ο Θεός να καταλάβη τον θάνατο, θα απογοητευόταν το κακόμοιρο και θα αχρηστευόταν,
γιατί δεν θα είχε όρεξη για τίποτε. Γι’ αυτό οικονομάει ο Θεός σαν καλός Πατέρας
να μην καταλαβαίνη τον θάνατο και να παίζη ξένοιαστο και χαρούμενο το τόπι του.
Όσο περνάει όμως η ηλικία, σιγά-σιγά καταλαβαίνει και αυτό τον θάνατο.
Βλέπεις, και ένας αρχάριος μοναχός, ιδίως όταν είναι νέος,
δεν μπορεί να έχη μνήμη θανάτου. Σκέφτεται ότι έχει χρόνια μπροστά του
και δεν τον απασχολεί το ζήτημα αυτό. Θυμάστε και ο Απόστολος Πέτρος
που είπε: «Φωνάξτε τους νεανίσκους να πάρουν τον νεκρό Ανανία και την Σαπφείρα»;
Και στα μοναστήρια συνήθως τα νέα καλογέρια θάβουν τους νεκρούς.
Οι μεγάλοι συγκινημένοι ρίχνουν λίγο χώμα επάνω στο σώμα του νεκρού με ευλάβεια
και ποτέ στο κεφάλι. Έχω μια δυσάρεστη εικόνα από ένα μοναστήρι
όπου είχε πεθάνει ένας αδελφός. Την ώρα του ενταφιασμού, όταν έλεγε ο ιερεύς
«γή εί και εις γην απελεύσει», όλοι οι Πατέρες με πολλή ευλάβεια και συστολή
πήραν λίγο χώμα και το έρριξαν επάνω στην σορό του μοναχού,
όπως συνηθίζεται να γίνεται. Ένας νεαρός μοναχός μάζεψε το ζωστικό του,
πήρε το φτυάρι και απρόσεκτα και με ορμή έρριχνε πάνω στον νεκρό οτιδήποτε
εύρισκε μπροστά του, χώμα, πέτρες, ξύλα, πάφ-πάφ..., για να δείξη παλληκαριά!
Βρήκε την ώρα να δείξη την δύναμή του, την εργατικότητά του.
Δεν είναι ότι φύτευαν δένδρα ή γέμιζαν κάποιον λάκκο, για να μπή η καλωσύνη,
η θυσία, και να πή: «Οι άλλοι είναι γεροντάκια. Τί να περιμένω από αυτούς;
Ας δουλέψω εγώ». Οπότε θα κουραζόταν λίγο παραπάνω, για να ξεκουράση τους άλλους.
Εδώ και ένα ζώο να δη κανείς νεκρό, λυπάται, πόσο μάλλον να βλέπη τον αδελφό του
στον τάφο και με το φτυάρι να ρίχνη με μια ορμή και απρόσεκτα
πάνω στον νεκρό χώμα, πέτρες... Αυτό δείχνει ότι δεν είχε καμμιά συναίσθηση του θανάτου.

(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 254-255)

katafigioti

lifecoaching