ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Μας διηγήθηκε ο οσιότατος Διονύσιος, ο πρεσβύτερος και σκευοφύλακας της αγιότατης Εκκλησίας των Ασκαλωνιτών, για τον αββά Ιωάννη τον αναχωρητή ότι υπήρξε πραγματικά μέγας άνθρωπος κατά Θεόν στη σημερινή γενιά· και για να δείξει την προς Θεόν ευαρέστησή του, διηγιόταν τούτο το θαύμα που συνέβαινε σ’ αυτόν: «Ο γέροντας», λέει, «ησύχαζε στα μέρη του χωριού Σοχούς, είκοσι σχεδόν μίλια από τα Ιεροσόλυμα. Είχε δε ο γέροντας στο σπήλαιό του μια εικόνα της Παναγίας αχράντου Δεσποίνης ημών και αειπάρθενου Μαρίας να κρατά στην αγκαλιά το Θεό μας. Κάθε φορά λοιπόν που ήθελε να πάει σε κάποιο τόπο, ή σε μακρινές ερήμους ή στα Ιεροσόλυμα, για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό και τους αγίους Τόπους, ή και στο όρος Σινά, για να προσκυνήσει, και σε ναούς μαρτύρων που απείχαν από τα Ιεροσόλυμα μεγάλη και μακρινή απόσταση -ήταν φιλομάρτυρας ο γέροντας και τώρα μεν πήγαινε στον άγιο Ιωάννη στην Έφεσο, έπειτα στον άγιο Θεόδωρο στα Ευχάιτα, και πριν λίγο μεν στη χώρα των Ισαύρων, στην αγία Θέκλα στη Σελεύκεια, τώρα δε στον άγιο Σέργιο στο Σάφας· και τη μια φορά προς αυτόν, την άλλη δε προς εκείνον τον άγιο πορευόταν ετοίμαζε λοιπόν την καντήλα και την άναβε, όπως είχαν συνήθεια. Έπειτα έστεκε σε προσευχή και ικέτευε το Θεό να κατευθύνει την πορεία του κι έλεγε στη Δέσποινα προσβλέποντας την εικόνα της:
«Αγία Δέσποινα Θεοτόκε, επειδή πρόκειται να βαδίσω μεγάλο δρόμο, που έχει πολλών ημερών απόσταση, φρόντισε την καντήλα σου κι αν πάει να σβήσει, φύλαξέ την, κατά τη διάθεσή μου, επειδή εγώ φεύγω έχοντας τη βοήθειά σου συνοδοιπόρο».
Και λέγοντας αυτά μπροστά στην εικόνα, έφευγε. Έκανε λοιπόν την προγραμματισμένη πορεία και επέστρεφε πότε σε ένα μήνα, πότε σε δύο και τρεις, καμιά φορά και σε πέντε κι έξι κι έβρισκε την καντήλα περιποιημένη κι αναμμένη όπως ακριβώς την άφησε φεύγοντας για την πορεία και ποτέ δεν την είδε σβησμένη από μόνη της, ούτε όταν σηκωνόταν από τον ύπνο ούτε όταν επέστρεφε από ταξίδι ούτε όταν ερχόταν από την έρημο στο σπήλαιο».
(Ιωαν. Μόσχου, «Λειμωνάριον», εκδ. Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος)
«[η πνευματική “ελεημοσύνη”]· "Εφ΄ όσον κάνατε κάτι στον καθένα απ’ αυτούς τους ελάχιστους, σ’ εμένα το κάνατε". Και δεν το είπε αυτό ο Κύριος μόνο για τους φτωχούς, όπως νομίζουν μερικοί, και για όσους στερούνται τη σωματική τροφή, αλλά και για όλους τους άλλους αδελφούς μας, που δεν λειώνουν από έλλειψη άρτου και ύδατος, αλλ’ από αδράνεια και ανυπακοή στις εντολές του Κυρίου (διότι όσο πιο τιμιότερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσο και η πνευματική τροφή γίνεται αναγκαιότερη από τη σωματική) και νομίζω ότι γι’ αυτήν μάλλον λέγει ο Κύριος "πείνασα και δεν μου δώσατε να φάγω, δίψασα και δεν με ποτίσατε", παρά για τη σωματική τροφή που φθείρεται» (τ. 19Δ, σ. 37).
ΠΡΟΣΘΗΚΗ (από άλλα θέματα που σχετίζονται με το παρόν)
«Αυτός λοιπόν που δίνει σε όλους από τα υπάρχοντα χρήματά του, δεν δικαιούται να λάβει αμοιβή γι’ αυτά, αλλά μάλλον είναι και υπόδικος για την μέχρι τότε άδικη αποστέρηση. Επί πλέον είναι και υπεύθυνος γι’ αυτούς που κατά καιρούς έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας της πείνας και της δίψας· αυτούς τους ανθρώπους αυτός τότε, ενώ μπορούσε να τους θρέψει, δεν τους έθρεψε, καταχωνιάζοντας όσα ανήκουν στους φτωχούς και αφήνοντάς τους να πεθάνουν βιαίως από το κρύο και την πείνα, και έτσι αποδείχθηκε φονιάς τόσων ανθρώπων που μπορούσε να τους θρέψει» (τ. 19Δ, σ. 49).
«Ποιοι είναι οι ελεήμονες; Εκείνοι που δίνουν χρήματα και διατρέφουν φτωχούς; Όχι! Αλλά ποιοι; Εκείνοι που πτώχευσαν για εκείνον που πτώχευσε για χάρη μας και δεν έχουν να δώσουν τίποτε, αλλά πάντοτε θυμούνται νοερώς τους φτωχούς, τις χήρες, τα ορφανά και τους ασθενείς και πολλές φορές τους βλέπουν και συμπάσχουν μαζί τους και κλαίνε θερμά γι’ αυτούς, όπως έκανε ο Ιώβ, που έλεγε, "εγώ έκλαψα για κάθε αδύνατο", και όταν αυτοί έχουν τους ελεούν με ιλαρότητα και υπενθυμίζουν με αφθονία σ’ όλους τα σχετικά με τη σωτηρία της ψυχής» (τ. 19Δ, σελ. 443-445).
«Ψυχή μου, ποιος απόχτησε αυτά τα πλούτη, πες μου, και ποιος στον κόσμο μπόρεσε κάτι τι ν’ αποχτήσει, που ζώντας και πεθαίνοντας μαζί του να το πάρει; Δε θα μπορέσεις πουθενά μήτε έναν να μου δείξεις, παρά μονάχα όσοι ελεούν που τίποτα δεν έχουν, αλλά τα πάντα στων φτωχών τα χέρια τα έχουν δώσει. Αυτοί κατέχουν σίγουρα τα όσα έχουν δοσμένα, από όταν τα παρέδωσαν στα χέρια του Κυρίου, ενώ όλοι οι άλλοι σαν φτωχοί κι από φτωχούς πιο κάτω είναι όσοι έχουν στα σπίτια τους πλούτη πολλά σωριάσει· γυμνοί στον τάφο ρίχνονται όπως τα πτώματα όλα, για τα παρόντα θλιβεροί κι από όσα μέλλουν ξένοι» (τ. 19ΣΤ, σ. 283, στιχ. 36-47).
«(Μιλά ο Χριστός)· Όλα καλά ’ναι όσα για μένα πράττει έργα κανένας και η προς τον πλησίον συμπάθεια και η ελεημοσύνη, μα πρώτο να οικτίρει τον εαυτό του, τους λόγους μου πρόθυμα να φυλάξει, τέλος μετάνοια αληθινή να δείξει για όλα τα προηγούμενά του έργα κι ακόμα σ’ αυτά πια να μη γυρίσει, μα στου Κυρίου του, εμέ, τους λόγους να επιμείνει, στις προσταγές και νόμους της αλήθειας κι έτσι απαράβατα όλα να τα πράττει μέχρι θανάτου και παραμικρό ένα λόγο, ούτε στα γραμμένα μια κεραία, να παραδεί· θυσία αυτό για μένα, θυμίαμα αυτό και προσφορά και δώρο· χωρίς αυτά, απ’ τους εθνικούς πιο κάτω» (τ. 19ΣΤ, σελ. 403-405).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
«Εκ του μη όντος»
η δύσκολη δημιουργία
Δεν είναι το ίδιο ν’ ανάψης σβησμένο λυχνάρι με το να παραγάγης φωτιά από το πουθενά. Δεν είναι το ίδιο το ν’ αναστηλώσης ένα πεσμένο σπίτι με το να χτίσης σπίτι από το τίποτα. Στην πρώτη περίπτωσι τουλάχιστον υπάρχει το υλικό, ενώ στη δεύτερη υπάρχει το τίποτα. Γι’ αυτό ο Θεός έκανε πρώτα το δυσκολώτερο, για να παραδεχτής εσύ υστέρα το ευκολώτερο.
Ε.Π.Ε. 18,280
Έκτρωσις
παιδοκτονίες
Τα ζώα πολλές φορές θυσιάζουν τη ζωή τους και δεν λογαριάζουν τη δική τους σωτηρία, προκειμένου να υπερασπιστούν τα μικρά τους. Αυτοί δε, άνθρωποι όντες, και χωρίς καμμιά ανάγκη, έσφαξαν με τα ίδια τους τα χέρια τα παιδιά τους.
Ε.Π.Ε. 34,128
χριστοκτόνοι
Σεις οι Ιουδαίοι τολμήσατε χειρότερα έργα από τις παιδοκτονίες και από άλλες παρανομίες. Φονεύσατε το Χριστό.
Ε.Π.Ε. 34,300
Έλαιον ευλογημένον
από λείψανα και λάρνακες
Να μελετάς με προσοχή τις διηγήσεις για τα κατορθώματα του μάρτυρα. Να αγκαλιάσης τη σορό του. Να δεθής με τη λάρνακά του. Όχι μόνο τα οστά των μαρτύρων, αλλά και οι τάφοι τους και οι λάρνακές τους πηγάζουν πολλή ευλογία. Πάρε και άγιο έλαιο. Άλειψε όλο το σώμα σου, τη γλώσσα, τα χείλη, το λαιμό σου, τα μάτια, και ποτέ δεν θα συρθής στο ναυάγιο της μέθης. Το έλαιο θα σου θυμίζη τα παλαίσματα των μαρτύρων. Βάζει χαλινάρι σε κάθε ακολασία.
Ε.Π.Ε. 36,574
Ελαττώματα
δικά μας, κατορθώματα του Θεού
Τα μεν ελαττώματα τα αποδίδει ο απόστολος Παύλος στον εαυτό του, ενώ από τα κατορθώματα κανένα, αλλ’ όλα τα αποδίδει στον Θεό.
Ε.Π.Ε. 18α,532
όλοι έχουν
Δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς ελαττώματα. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος προτρέπει (Γαλ. στ' 1) να πολυεξετάζουμε τα ελαττώματα των άλλων, αλλά και να τα υπομένουν, ώστε και οι άλλοι να υπομένουν τα δικά τους ελαττώματα.
Ε.Π.Ε. 20,386
ένα μπορεί να μας κολάση
Όταν δεν εφαρμόζουμε το θέλημα του Θεού, βρισκόμαστε στην παγίδα του διαβόλου. Κινδυνεύουμε όχι απλώς από τον τρόπο της ζωής μας, αλλά πολλές φορές και εξ αιτίας ενός και μόνο ελαττώματος.
Ε.Π.Ε. 23,572
Έλαφος
διψαλέα, τρώει φίδια
Το ελάφι είναι ζώο, που διψάει, γι’ αυτό και τρέχει στις πηγές των υδάτων. Γίνεται δε ζώο διψαλέο και λόγω της φύσεώς του, αλλά και διότι τρώει φίδια και τρέφεται με τα σώματά τους. Και συ, λοιπόν, αυτό να κάνης. Να καταφάς το νοητό φίδι. Βάλε κάτω την αμαρτία και πάτησέ την. Και τότε θα νιώσης τη δίψα του Θεού, δηλαδή, τον θεϊκό πόθο. Ας υπομένουμε όλα τα λυπηρά της ζωής αυτής με ευχαριστία. Και θα μπορέσουμε όλα να τα υπομένουμε, αν αγαπήσουμε τον Θεό.
Ε.Π.Ε. 5,600
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β)
135. «ήλθεν εις γήν Ισραήλ» (Ματθ. β΄ 21).
Μετά, τον θάνατο του Ηρώδη και ύστερα από σχετική ειδοποίησι του Αγγέλου, η Αγία Οικογένεια επέστρεψε «εις γήν Ισραήλ».
Το ότι οι μέρες της δοκιμασίας κάποτε τελειώνουν το γνωρίζομε. Εκείνο που δεν γνωρίζομε είναι το πως τελειώνουν.
Μερικές φορές ο Θεός επεμβαίνει άμεσα και αποτρέπει τη δοκιμασία. Άλλες φορές «κολοβώνει» (Ματθ. κδ' 22) τις μέρες της δοκιμασίας μας. Τις περισσότερες όμως φορές φαίνεται ότι ο Θεός αφίνει τα γεγονότα να εξελιχθούν φυσιολογικά...
Παράδειγμα, η φυγή της Αγίας Οικογένειας στην Αίγυπτο.
Θα μπορούσε να μη συμβή η δοκιμασία αυτή, με άμεσο θάνατο του Ηρώδη. Αυτό όμως δεν έγινε. Ο Θεός γνωρίζει το γιατί. Εκείνο που έγινε ήταν το ότι η Αγία Οικογένεια γνώρισε τη δοκιμασία της προσφυγιάς και γύρισε στην Παλαιστίνη υστέρα από τρεις μήνες. Αυτό σημαίνει ότι στην προκειμένη περίπτωσι εφαρμόσθηκε η δεύτερη τακτική του Θεού. Το ότι δηλαδή ο Θεός «εκολόβωσε τας ημέρας» της δοκιμασίας της Αγίας Οικογένειας.
Στις περιπτώσεις προσωπικής μας δοκιμασίας, εκείνο που πρέπει να ζητούμε από τον Κύριο είναι να «κολοβώνη» τις μέρες της, να συντομεύη τον χρόνο. Σαν αμαρτωλοί άνθρωποι είναι αδύνατο ν’ αποφύγωμε τη δοκιμασία. Αλλά σαν αδύνατα πλάσματα που είμαστε, είναι πάλι αδύνατο ν’ αντέξωμε ολόκληρο το βάρος, το βάθος και τη χρονική διάρκεια της δοκιμασίας μας. Γι’ αυτό, ας καταφεύγωμε σ’ Εκείνον, παρακαλώντας τον να «κολοβώνη» τις μέρες του πόνου για να μη μας συνθλίψη το μακροχρόνιο βάρος του. Διότι ξέρομε, ότι ο Θεός επιτρέπει τη δοκιμασία όχι για την εξουθένωσι, αλλά για την παιδαγωγία του ανθρώπου. Όταν βρισκώμαστε στην «Αίγυπτο» της δοκιμασίας μας, ας ευχόμαστε να γυρίζωμε σύντομα «εις γήν Ισραήλ»...
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)
Οι άνθρωποι διαφεντεύουν μόνο τους σκοπούς των πολέμων, αλλά ποτέ την έκβασή τους. Όταν οι άνθρωποι στοιβάζουν αίτια πολέμου, τότε ο Θεός επιτρέπει τον πόλεμο και αποφασίζει για την έκβασή του.
Ούτε ένα σπουργίτι δεν πέφτει στη γη χωρίς το θέλημα του Πατέρα σας, είπε ο Σωτήρας και ακόμα πρόσθεσε έχει μετρημένες και τις τρίχες της κεφαλής σας (Ματθ. Γ, 29). Όταν λοιπόν δεν μπορεί να πέσει ούτε ένα σπουργίτι χωρίς τη θέληση του Θεού, πώς μπορεί τότε να πέσει ένας λαός ή ένας άνθρωπος στον πόλεμο; Κι όταν κι οι τρίχες της κεφαλής μας είναι αριθμημένες, πώς δεν απαρίθμησε ο Θεός όλους τους δημιουργημένους ανθρώπους; Κι ο δημιουργός των ανθρώπων δεν απαριθμεί τους ανθρώπους μόνο για να γνωρίζει τον αριθμό τους, άσχετα με το ποιος και πώς αυτός ο αριθμός θα σμίκρυνε ή θα αύξανε, αλλά η γνώση Του για τον αριθμό όλων των ανθρώπων σημειώνει ταυτόχρονα και την κρίση Του για την πορεία κάθε ανθρώπου.
Μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι θα νικήσει εκείνη η πλευρά, που η θέληση του Θεού επέλεξε να της απονεμηθεί η νίκη. Και το σε ποια πλευρά κατά το θέλημα του Θεού θα απονεμηθεί η νίκη, είναι ξεκάθαρο στην Αγία Γραφή του Θεού, σαφές κι από τη μέχρι τώρα αναφορά μας, σαφές κι απ’ όλους τους πολέμους σ’ ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας, μόνον αν αυτοί οι πόλεμοι διαβάζονται υπό το φως της Βίβλου.
Κοντολογίς: η θέληση του Θεού θα απονέμει τη νίκη στην πλευρά εκείνη που διαθέτει την πιο καθαρή και την πιο σταθερή πίστη στο Θεό και η οποία θα τηρεί σοβαρά τις εντολές Του. Ο απομακρυσμένος από το Θεό και τις εντολές Του λαός θα χάσει τον πόλεμο, ακόμα κι αν οι πιθανότητες είναι μηδαμινές. Οι απομακρυσμένοι από το Θεό και τις εντολές Του ηγέτες ενός λαού, δε θα βοηθηθούν ούτε από την εξυπνάδα τους, ούτε από τους υπολογισμούς τους, ούτε από το στρατό, ούτε από τον πολιτισμό, ούτε από τα όπλα, ούτε από τις διπλωματικές σχέσεις, από την ευφράδεια του λόγου τους, ούτε από οποιοδήποτε υλικό αυτού του κόσμου.
Ο λαός όμως που μαζί με τους ηγέτες του είναι με το Χριστό Θεό (μιλάμε ακόμα για τους χριστιανικούς λαούς) θα προστατευτεί από τον πόλεμο ή αν μπει στον πόλεμο θα βγει νικητής εντελώς ανεξάρτητα από τον αριθμό του στρατού του, τον πολιτισμό του και το οπλοστάσιό του…
Γιατί όμως οι λαοί των υπόλοιπων λιγότερο εγωιστικών και πιο φιλειρηνικών πολιτισμών υιοθετούν τον Ευρωαμερικανικό πολιτισμό, αφού τον μισούν και τον χλευάζουν; Για τον ίδιο λόγο, στρατηγέ, που ο Δαυίδ μη έχοντας δικό του σπαθί, τράβηξε το σπαθί του Γολιάθ και τον έσφαξε. Οι λαοί των μη ευρωπαϊκών πολιτισμών άρχισαν εσπευσμένα να εξοπλίζονται με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό για να μπορέσουν να αμυνθούν από την Ευρώπη και ακόμα – πράγμα που επιθυμούν ειλικρινώς – δοθείσης ευκαιρίας με τα ίδια του τα όπλα να τον αποκεφαλίσουν.
(Στον πόλεμο) δε νικά ο πολιτισμός, αλλά η αλήθεια και το δίκαιο… Η νίκη στο μελλοντικό πόλεμο εξαρτάται και από τη μετάνοια. Εκείνος ο λαός που θα μετανοήσει νωρίτερα, θα διορθωθεί και θα επικαλεστεί το Θεό, αν καν μπει στον πόλεμο κατά την Πρόνοια του Θεού, θα νικήσει.
(από το βιβλίο «Πόλεμος και Βίβλος», του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, εκδόσεις Παρρησία)
Θυμάμαι, και στο Κοινόβιο είχαμε έναν μοναχό που ως λαϊκός ήταν νωματάρχης. Τον είχαν βάλει διαβαστή, γιατί ήταν μορφωμένος. Τόσα χρόνια ήταν στο μοναστήρι και σιχαινόταν. Που να αγγίξη πόμολο! Με το πόδι άνοιγε την πόρτα ή σκουντούσε το μάνταλο με τον αγκώνα και μετά καθάριζε με οινόπνευμα το μανίκι που το ακούμπησε! Ακόμη και την πόρτα της εκκλησίας με το πόδι την άνοιγε. Και επέτρεψε ο Θεός, όταν γέρασε, να σκουληκιάσουν τα πόδια του, ιδίως το ένα με το οποίο άνοιγε τις πόρτες. Ήμουν παρανοσοκόμος, όταν ήρθε για πρώτη φορά στο νοσοκομείο της Μονής με δεμένο το πόδι. Μου είπε ο νοσοκόμος να το λύσω και εκείνος πήγε να φέρη κάτι γάζες. Όταν το άνοιξα, τι να δω! Πω, πω, ήταν γεμάτο σκουλήκια! Πήγαινε στην θάλασσα, του λέω, πλύν' το, να φύγουν τα σκουλήκια, και έλα να κάνουμε αλλαγή. Που είχε φθάσει! Τι τιμωρία! Εγώ τα έχασα. Μου λέει ο νοσοκόμος: Κατάλαβες από τι είναι αυτό; Κατάλαβα, του λέω, επειδή ανοίγει την πόρτα με το πόδι!
- Και σ' αυτήν την κατάσταση, Γέροντα, συνέχιζε να ανοίγη την πόρτα με το πόδι;
- Ναι, με το πόδι! Και είχε γεράσει καλόγερος!
- Δεν το κατάλαβε;
- Δεν ξέρω. Μετά πήγα στην Μονή Στομίου στην Κόνιτσα. Τι θάνατο είχε ποιος ξέρει! Και έβλεπες, εκεί στο Κοινόβιο μερικοί νέοι μοναχοί πήγαιναν και έτρωγαν από το περίσσευμα που άφηναν στα πιάτα τους τα γεροντάκια, για να πάρουν ευλογία! Μάζευαν τα περισσεύματα των κλασμάτων. Ή άλλοι ασπάζονταν το πόμολο, γιατί το ακούμπησαν οι Πατέρες, και αυτός, όταν προσκυνούσε τις εικόνες, μόλις που.... ακουμπούσε το μουστάκι του στην εικόνα. Και το μουστάκι τι θα τραβούσε μετά με το οινόπνευμα!
- Όταν, Γέροντα, κάτι τέτοιο γίνεται σε ιερά πράγματα, δεν είναι ανευλάβεια;
- Μα από ’κει ξεκινάει κανείς και φθάνει πιο πέρα. Έφθασε στο σημείο να μην προσκυνάη, γιατί φοβόταν μήπως εκείνος που προσκύνησε πριν από αυτόν την εικόνα είχε καμμιά αρρώστια!
- Δηλαδή, για να μη σιχαίνεται κανείς, δεν πρέπει να δίνη σημασία;
- Τις σαβούρες που τρώνε οι άνθρωποι δεν τις βλέπουν! Άμα κάνη κανείς τον σταυρό του, είτε φοβία έχει είτε νοσοφοβία, βοηθάει μετά ο Χριστός.
Εκεί στο Καλύβι πόσοι περνάνε που έχουν διάφορες αρρώστιες! Και μερικοί απλοί κάνουν τον σταυρό τους, οι καημένοι, παίρνουν το κύπελλο που έχω εκεί και πίνουν νερό. Οι άλλοι που φοβούνται δεν το αγγίζουν.
Ήρθε πριν από λίγες μέρες κάποιος που είχε πολύ μεγάλη θέση σε κάποια υπηρεσία. Τόσο φοβάται ο καημένος τα μικρόβια, που έχει ασπρίσει τα χέρια του, για να τα καθαρίζη με το οινόπνευμα. Ακόμη και το αυτοκίνητό του το τρίβει με οινόπνευμα! Τον λυπήθηκα! Ξέρεις τι είναι να έχη τέτοια θέση και να κινήται έτσι; του έδωσα λουκούμι, και δεν το πήρε, επειδή το έπιασα. Αλλά και στο κουτί να ήταν, πάλι δεν θα το έπαιρνε, γιατί θα σκεφτόταν ότι και στο κουτί θα το έβαλε κάποιος άλλος με τα χέρια του. Παίρνω το λουκούμι, το τρίβω στα παπούτσια του και το τρώω. Του έκανα κάμποσα τέτοια και τρόμαξα να τον κάνω να ελευθερωθή λίγο από αυτό.
Να, και σήμερα ήρθε εδώ μια κοπέλα που είχε νοσοφοβία. Και όταν μπήκε μέσα δεν πήρε ευχή, γιατί φοβόταν μην κόλληση μικρόβια, και όταν έφυγε, έπειτα από τόσα που της είπα, για να την βοηθήσω, πάλι δεν πήρε ευχή. "Δεν σου φιλώ το χέρι, μου λέει, γιατί φοβάμαι μην κολλήσω μικρόβια!" Τι να πης; Κάνουν έτσι μαύρη την ζωή τους.
(από το βιβλίο «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΛΟΓΟΙ Γ' ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ», σελ. 45-47)
Στο εξωτερικό, στους Ναούς δεν έχουν ούτε χωνευτήρια. Τα νερά της Προσκομιδής πάνε με τα όμβρια. «Μας απαγορεύουν, λένε, να έχουμε χωνευτήρια, επειδή δημιουργούνται μικρόβια». Όλοι οι άνθρωποι έχουν γεμίσει σωματικά και πνευματικά μικρόβια και, αν στάξη λίγο μύρο στο κεφάλι, σου λένε «θα δημιουργηθούν μικρόβια»! Πώς να έρθη η ευλογία του Θεού; Ο δαιμονισμός στον κόσμο από εδώ ξεκινάει. Ευτυχώς υπάρχουν μερικές ευλαβείς γυναίκες, νέες και ηλικιωμένες, και έτσι στηρίζεται ο κόσμος.
(από το βιβλίο «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΊΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΛΟΓΟΙ Β' ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ», σελ. 138-139)
«Οσάκις ενοχλούνταν (ο Συμεών) από ακηδία, απέρχονταν στους τόπους που υπήρχαν μνήματα και καθήμενος επάνω από αυτά ανιστορούσε νοερώς τους κάτω από την γη νεκρούς, και άλλοτε μεν πενθούσε, άλλοτε δε άφηνε θρηνώδεις φωνές με δάκρυα, επιχειρώντας με όλα αυτά και τα παρόμοια να περιμαζεύσει από την καρδιά του το κάλυμμα της αναισθησίας» (τ. 19Α, σ. 51).
«Μόλις (ο Συμεών) τους είδε να θρηνούν για την ορφάνια τους, είπε "τι με θρηνείτε για την αποχώρησή μου; την τετάρτη ινδικτιώνα θα με καλύψετε αποθνήσκοντα, την πέμπτη ινδικτιώνα θα με δείτε πάλι να βγαίνω από τον τάφο και να συζήσω μαζί με σας που με ποθείτε". Αφού είπε αυτά, όταν έφθασε η ορισμένη ημέρα κατά την δωδεκάτη Μαρτίου, ο αοίδιμος μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων του Χριστού, όπως συνήθιζε καθημερινώς, είπε το αμήν και προέτρεψε τους μαθητές του να ψάλλουν τα νεκρώσιμα. Αυτοί μεν έψαλλαν με αναμμένες λαμπάδες και δακρυσμένα μάτια, εκείνος δε σήκωσε τα ιερά χέρια του ψηλά και, αφού προσευχήθηκε λίγο κατά την δύναμι που του είχε απομείνει ακόμη, έπειτα τα σταύρωσε, συμμαζεύθηκε αξιοπρεπώς και είπε με ηρεμία και γαλήνη "στα χέρια σου, Χριστέ βασιλεύ, παραδίδω το πνεύμα μου"» (τ. 19Α, σ. 271).
«Σαν κάλυμμα που τοποθετείται στα μάτια, τέτοιοι είναι οι κοσμικοί λογισμοί και οι βιοτικές ενθυμήσεις στην διάνοια, δηλαδή στον οφθαλμό της ψυχής. Όσον καιρό λοιπόν μείνουν εκεί, δεν θα βλέπουμε· όταν όμως αφαιρεθούν με την μνήμη του θανάτου, τότε θα δούμε καθαρά το αληθινό φως που φωτίζει κάθε άνθρωπο ερχόμενο στον κόσμο» (τ. 19Α, σ. 415).
«Όποιος κυοφορεί τον φόβο του θανάτου βδελύσσεται κάθε βρώση και πόση και ωραίο ένδυμα, και δεν τρώγει άρτο, δεν πίνει ύδωρ ηδονικά· προσφέρει δε στο σώμα τα αναγκαία, όσα μόνο αρκούν για την συντήρηση. Απαρνείται κάθε δικό του θέλημα και θα γίνει υπηρέτης σε όλα όσα του παραγγέλλονται με διάκριση» (τ. 19Α, σ. 483).
«Προ του θανάτου πραγματοποιείται θάνατος και προ της αναστάσεως των σωμάτων ανάσταση των ψυχών, με έργο, δύναμι, πείρα και αλήθεια. Διότι, όταν το θνητό φρόνημα εξαφανίζεται από τον αθάνατο νου και η νεκρότης εκδιώκεται από την ζωή, η ψυχή βλέπει πραγματικά τον εαυτό της σαν να αναστήθηκε εκ νεκρών, όπως βλέπουν τους εαυτούς των οι ανιστάμενοι από τον ύπνο, και επιγινώσκει τον Θεό που την ανέστησε· κατανοώντας δε αυτόν και ευχαριστώντας αυτόν, εξίσταται των αισθήσεων και όλου του κόσμου, γεμίζοντας άφραστη ηδονή» (τ. 19Α, σ. 497).
«Σε κάθε στενοχώρια και θλίψη και νομιζόμενη κακοπάθεια έβλεπα τη χαρά και ευφροσύνη να υπερεκβλύζει μέσα μου δια της αποκαλύψεως και παρουσίας του προσώπου του, ώστε να εκπληρώνεται καθαρά μέσα μου το ρητό του Παύλου που λέγει, "η πρόσκαιρη ελαφριά θλίψη γίνεται πρόξενη σε μας βάρους δόξας", και του Δαβίδ που λέγει "με τη θλίψη με επλάτυνες", ώστε από τώρα να μη θεωρώ τίποτε τις επερχόμενες θλίψεις και τους πειρασμούς σε σύγκριση με την όχι μέλλουσα αλλά αμέσως αποκαλυπτόμενη δια του αγίου Πνεύματος δόξα του Ιησού Χριστού. Με τη μετοχή και θέα αυτής της δόξας δεν θεωρούσα τίποτε και τις θανάσιμες ακόμα ασθένειες και κάθε άλλη περισσότερο ανυπόφορη οδύνη που προκαλείται στους ανθρώπους δια των πόνων, λησμονώντας κάθε οδύνη και λύπη του σώματος, τόσο ελαφρό θεωρούσα απ’ αυτό το φορτίο των εντολών του Κυρίου και τόσο χρηστόν τον ζυγό του Κυρίου· και όταν από κάποια αιτία δεν εύρισκα ν’ αποθάνω υπέρ αυτού συντόμως, γέμιζα, πιστεύσατέ με, αφόρητη λύπη» (τ. 19Γ, σ. 133).
«Και εμείς που ομοιωθήκαμε με αυτόν πρωτύτερα ψυχικώς και τότε με αυτόν σωματικώς μαζί και ψυχικώς, δηλαδή θα είμαστε όμοιοι με αυτόν, άνθρωποι στη φύση, θεοί κατά χάρη, καθώς ακριβώς κι’ εκείνος υπήρξε θεός στη φύση, άνθρωπος κατά την αγαθότητα. Εκείνοι που γνωρίζουν ακριβώς το μυστήριο αυτό, πώς να μη ποθήσουν και να μην επιθυμήσουν τον θάνατο, όπως λέγει ο Απόστολος, "όσοι είμαστε σ’ αυτό το σκήνωμα στενάζομε, περιμένοντας την αποκάλυψη της δόξας των υιών του Θεού" (τ. 19Γ, σ. 161).
«Ο άνθρωπος λοιπόν αυτός, αφού έγινε ανώτερος από όλη την κτίση, δεν θέλει να επιστρέψει και να ασχολείται με τα πράγματα της κτίσεως» (τ. 19Δ, σ. 129).
«Πίστευε ότι παρίσταται (ο Πνευματικός σου) με παρρησία στο Θεό έστω και αν κατέθεσες το σώμα του στον τάφο, και να επικαλείσαι χωρίς δισταγμό την πρεσβεία του, και αυτός θα σε βοηθήσει εδώ και θα σε φυλάξει από όλους τους εχθρούς και θα σε υποδεχτεί όταν θα εκδημήσεις από το σώμα σου και θα σου ετοιμάσει αιώνια μονή» (τ. 19Δ, σ. 231).
«Έτσι ο θάνατός τους γίνεται γι’ αυτούς αρχή της δόξας και, για να σου το πω πιο ευκολονόητα, στο τέλος θα βρούνε την αρχή και στην αρχή το τέλος» (τ. 19Ε, σ. 63, στιχ. 188-190).
«Τη μνήμη να ’χεις πάντα του θανάτου· είναι αυτή που θα σου φέρει την ταπείνωση» (τ. 19ΔΕ, σ. 89, στιχ. 18-19).
«Κι εγώ πάλι ο θνητός και μικρός μέσα στον κόσμο μπορώ και κοιτάζω μέσα μου όλο τον πλάστη του κόσμου και ξέρω ότι δε θα πεθάνω αφού είμαι μέσα στη ζωή κι έχω μέσα μου όλη τη ζωή που αναβλύζει. Είναι μέσα στην καρδιά μου, ενώ βρίσκεται στον ουρανό» (τ. 19Ε, σ. 135, στιχ. 76-80).
«Δε νιώθω εγώ χτυπήματα, κι ούτε φωνές ακούω, δε με φοβίζει ο θάνατος, τον έχω ξεπεράσει. Τι είναι η θλίψη τ’ αγνοώ, κι ας με λυπούν οι πάντες, πίκρα μου γίνονται οι ηδονές, όλα τα πάθη φεύγουν, και βλέπω φως παντότινά τη νύχτα και τη μέρα» (τ. 19Ε, σ. 229, στιχ. 105-109).
«Βλέποντας τον αθάνατο δεσπότη μου και κτίστη με πιάνει ο πόθος της θανής, βέβαιος πως δεν πεθαίνω» (τ. 19ΣΤ, σ. 21, στιχ. 46-47).
«Ψυχή μου, ποιος απόχτησε αυτά τα πλούτη, πες μου, και ποιος στον κόσμο μπόρεσε κάτι τι ν’ αποχτήσει, που ζώντας και πεθαίνοντας μαζί του να το πάρει; Δε θα μπορέσεις πουθενά μήτε έναν να μου δείξεις, παρά μονάχα όσοι ελεούν που τίποτα δεν έχουν, αλλά τα πάντα στων φτωχών τα χέρια τα έχουν δώσει. Αυτοί κατέχουν σίγουρα τα όσα έχουν δοσμένα, από όταν τα παρέδωσαν στα χέρια του Κυρίου, ενώ όλοι οι άλλοι σαν φτωχοί κι από φτωχούς πιο κάτω είναι όσοι έχουν στα σπίτια τους πλούτη πολλά σωριάσει· γυμνοί στον τάφο ρίχνονται όπως τα πτώματα όλα, για τα παρόντα θλιβεροί κι από όσα μέλλουν ξένοι» (τ. 19ΣΤ, σ. 283, στιχ. 36-47).
«Δύο θάνατοι υπάρχουν, του σώματος και της ψυχής. Στην ψυχή του όποιος ενεκρώθη και φθαρτό σώμα, για πες μου, ενωμένο περιφέρει, που γεράζει λίγο λίγο, κι ατονεί και καταρρέει, αν ν’ απαλλαγεί δεν ήταν και να χωριστεί από τούτο η ψυχή, αλλά ενωμένη στον αιώνα μ’ αυτό να ’ναι, πώς χειρότερη από κάθε άλλη τιμωρία του άδη η ζωή αυτή δε θα ήταν;… Ιδού πώς ευεργεσία έγινε η τιμωρία (του θανάτου)· όχι βέβαια τιμωρία αλλά θεία οικονομία, θάνατος ανθρώπων είναι, θάνατος κάθε σκοτούρας, θάνατος κάθε φροντίδας, θάνατος που από κάθε σώζει αρρώστια, κάθε πάθος. Θάνατος οπού αμαρτίες σταματά και αδικίες, θάνατος οπού απαλλάσσει από τα δεινά του βίου όλα και σωστά σε όποιους έζησαν χαρά ατέλειωτη χαρίζει την τρυφή την επουράνια και το φως τ’ ανέσπερο» (τ. 19ΣΤ, σελ. 365-7, στιχ. 256-269 & 286-302).
«Μάθε τον εαυτό σου, πως θνητός και φθαρτός είσαι, λίγο είσαι ζωής στο βίο απομεινάρι και τίποτε απ’ τον κόσμο δε θα ’ρθει μαζί σου λαμπρό ή τερπνό ή ευχάριστο εδώθε προς τα σκηνώματα τα εκεί όταν φεύγεις, παρά μονάχα τα έργα που στη ζωή σου, φαύλα ή καλά που ο ίδιος έχεις πράξει! Και νιώθοντας φθαρτά όλα και θνητά πως είναι άσε τα κάτω, σε καλώ, κι έλα προς τα άνω, σ’ εμένα το Θεό του παντός και το σωτήρα» (τ.19ΣΤ, σ. 425, στιχ. 388-397).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
«Ο δε Θεός, που δίνει φωλιά στους νεοσσούς των αετών και άρτο στους ανθρώπους για να φάγουν, ρίχνει σαν βροχή τα χρήματα και στον μακάριο τούτον και του ανοίγει τους θησαυρούς των αρχόντων, και όλοι μαζί, συγγενείς, φίλοι, παιδιά, του χορηγούν ικανή ποσότητα χρυσού. Παίρνοντάς την ο μακάριος, άρχισε το έργο της ανοικοδομήσεως του μοναστηριού με την πεποίθηση στον Θεό, στον οποίο προσευχήθηκε και γι’ αυτό» (τ. 19Α, σελ. 225-227).
«(Συμβουλή σε μοναχό)· Εφ΄ όσον δεν αποκτάς τελεία αδιαφορία για τα πράγματα και χρήματα του βίου, μη θελήσης να αναλάβης διαχείριση πραγμάτων, για να μην αιχμαλωτισθείς από αυτά, και αντί να λάβης αμοιβή για την διακονία, υποστείς καταδίκη ως κλέπτης και ιερόσυλος. Εάν δε αναγκασθείς σ’ αυτά από τον προεστώτα (ηγούμενο), να φέρεσαι σαν να χειρίζεσαι φλογισμένο πυρ και, εμποδίζοντας την επίθεση του λογισμού δι’ εξομολογήσεως και μετανοίας, θα διατηρηθείς αβλαβής από την ευχή του προεστώτος» (τ. 19Α, σελ. 445-7).
«Αυτός που έχει αποκτήσει τον ουράνιο πλούτο, δηλαδή την παρουσία και ενοίκηση εκείνου που είπε, “εγώ και ο Πατήρ θα έλθουμε και θα κάνουμε σ’ αυτόν την διαμονή μας”, γνωρίζει ενσυνειδήτως πόση χάρι απήλαυσε, γνωρίζει πόσου και ποιου είδους θησαυρό έχει στα ανάκτορα της καρδιάς του. Διότι διαλεγόμενος με τον Θεό ως φίλος προς φίλο, παρουσιάζεται με θάρρος ενώπιον του κατοικούντος στο απρόσιτο φως» (τ. 19Α, σ. 461).
«Αυτός λοιπόν που δίνει σε όλους από τα υπάρχοντα χρήματά του, δεν δικαιούται να λάβει αμοιβή γι’ αυτά, αλλά μάλλον είναι και υπόδικος για την μέχρι τότε άδικη αποστέρηση. Επί πλέον είναι και υπεύθυνος γι’ αυτούς που κατά καιρούς έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας της πείνας και της δίψας· αυτούς τους ανθρώπους αυτός τότε, ενώ μπορούσε να τους θρέψει, δεν τους έθρεψε, καταχωνιάζοντας όσα ανήκουν στους φτωχούς και αφήνοντάς τους να πεθάνουν βιαίως από το κρύο και την πείνα, και έτσι αποδείχθηκε φονιάς τόσων ανθρώπων που μπορούσε να τους θρέψει» (τ. 19Δ, σ. 49).
«Αυτοί (όσοι είδαν το φως) και στο κορύφωμα της δόξας νιώθουν ταπεινοί και μες στη φτώχεια τους είναι όλοι δόξα. Αυτοί έχουν βασιλεία τη φτωχοζωή τους κι ως φτώχεια τη βασιλεία θεωρούν… Τον ασύλληπτο έχουν πλούτο αποκτήσει και κοπριά όλα του κόσμου λογαριάζουν» (τ. 19Ε, σ. 273, στιχ. 87-90 & 100-101).
«Ψυχή μου, ποιος απόχτησε αυτά τα πλούτη, πες μου, και ποιος στον κόσμο μπόρεσε κάτι τι ν’ αποχτήσει, που ζώντας και πεθαίνοντας μαζί του να το πάρει; Δε θα μπορέσεις πουθενά μήτε έναν να μου δείξεις, παρά μονάχα όσοι ελεούν που τίποτα δεν έχουν, αλλά τα πάντα στων φτωχών τα χέρια τα έχουν δώσει. Αυτοί κατέχουν σίγουρα τα όσα έχουν δοσμένα, από όταν τα παρέδωσαν στα χέρια του Κυρίου, ενώ όλοι οι άλλοι σαν φτωχοί κι από φτωχούς πιο κάτω είναι όσοι έχουν στα σπίτια τους πλούτη πολλά σωριάσει· γυμνοί στον τάφο ρίχνονται όπως τα πτώματα όλα, για τα παρόντα θλιβεροί κι από όσα μέλλουν ξένοι» (τ. 19ΣΤ, σ. 283, στιχ. 36-47).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Μαζί με την ευχούλα -τώρα δεν μπορούμε να πούμε και λεπτομέρειες, αυτό όταν το βρεις μοναχός σου, έχει περισσότερη δύναμη παρά όταν το ακούσεις από τον άλλον- έρχονται τα δάκρυα. Τα οποία δάκρυα λίγο, λίγο, λίγο από εσένα εξαρτάται να τα αυξήσεις.
Πιστεύσατέ με ότι τα δάκρυα δεν είναι τίποτες άλλο, συνήθεια είναι. Αν συνηθίσεις να κλαις, την άλλη μέρα θα κλαις, και την άλλη μέρα θα κλαις, και θα φτάσεις σ' ένα σημείο θα πεις: «Γιατί κλαίω; Κι εγώ δεν ξέρω». Ναι, αλλά με τα δάκρυα ξέρεις πόσος καθαρισμός γίνεται μέσα; Πώς πλένεις τη φανέλα σου, το μαντήλι σου με το σαπούνι, έτσι είναι και τα δάκρυα στην προσευχή. Μέσα σου καθαρίζεται, καθαρίζεται, καθαρίζεται κι έρχεται κατόπιν σ' άλλα ανώτερα δάκρυα.
Τα δάκρυα, θα σας πονέσει ο εγκέφαλος μέσα, το μυαλό θα σας πονέσει, διότι είναι τα πρώτα δάκρυα, τα οποία λέγονται "καθαρτικά δάκρυα", καθαρίζουν τα δάκρυα μέσα.
Όταν περάσει ο βαθμός των "καθαρτικών", έρχονται άλλα δάκρυα "χαροποιά". Τα οποία, και το πρόσωπό σας θα γίνει ωραίο, θα ομορφαίνει, και ο άλλος ο συνάνθρωπός σου, ο συνάδερφός σου, ο παράδελφός σου, θα τον βλέπεις σε άλλην ωραιότητα. Πνευματικώς εννοώ.
Κατόπιν είναι άλλα δάκρυα, αλλά αυτά ο καθένας κατά τη βία του που έχει μέσα, κατά τον ζήλο, κατά τη θερμότητα, θα τα συναντήσει.
Να καλλιεργείς τα δάκρυα. Να καλλιεργείς τις εικόνες, τις σκέψεις που φέρνουν δάκρυα. Εγώ καλλιεργούσα την εικόνα του νεκρού σώματος του γερο-Ιωσήφ. Όταν τον φίλησα και τον βάλαμε στο μνήμα. Σκεπτόμουνα, ότι κι εγώ σύντομα έτσι θα γίνω. Σκεπτόμουνα, μήπως ο Θεός δεν με δεχθεί, δεν με συγχωρήσει κ.ο.κ.
Τα δάκρυα είναι μεταξύ εμπαθείας και απαθείας· τα δάκρυα καθαρίζουν. Είναι τα αρχαρίτικα δάκρυα, δηλαδή τα δάκρυα μετανοίας· ήτοι σκέπτεσαι: Εάν κολασθώ; Θα είμαι με τον Χριστόν ή με τον διάβολον; Εάν θα είμαι αιώνια εις την κόλασιν; Τότε τι θα κάνω; κ.ο.κ.
Κατόπιν έρχονται τα δάκρυα της χάριτος. Τα δάκρυα αυτά είναι τόσο γλυκά, ώστε όταν μου ήρχοντο, έλεγα: «Θεέ μου εις τον Παράδεισο τίποτε άλλο δεν θέλω, παρά να κλαίω έτσι». Αυτά τα δάκρυα έρχονται ύστερα..
Τα δάκρυα είναι η τροφή της ψυχής. Όπως όταν το σώμα τρέφεται με καλή τροφή ζωογονείται, έτσι και η ψυχή τρέφεται με τα δάκρυα και ζωογονείται.
Όταν προσεύχεσαι, να προσπαθείς να έχεις δάκρυα. Γίνεται συνήθεια κατόπιν, και κλαις εις την προσευχή σου. Όταν έχεις δάκρυα εις την προσευχή, οτιδήποτε δάκρυα, πηγαίνεις μπροστά. Όταν σταματήσουν τα δάκρυα, πας οπίσω.
Εγώ παρακάλεσα τον άγιο Εφραίμ: «Άγιε του Θεού, εσύ των δακρύων άνθρωπος είσαι...» -όπως λέει το τροπάριο: "Ταις των δακρύων σου ροαίς της ερήμου το άγονον εγεώργησας..."- και μου 'δωσε τόσα πολλά δάκρυα, που δεν μπορούσα, μέρα-νύχτα έκλαιγα. Κι έφτασα στο σημείο να κλαίω όσο θέλω, όποτε θέλω και όπου θέλω.
Αλλά τι; Να, εδώ πάνω τώρα, να πούμε, από πάνω ο Ι., στο δωμάτιο επάνω, δίπλα κάθεται ο Ε. Και καμιά φορά με πιάνουν τα δάκρυα και λέει ο Ι.: «Σ' ακούγαμε τη νύχτα που έκλαιγες». «Ε, καλά, βρε παιδί μου», λέω, «άνθρωπος αμαρτωλός, άμα δεν παρακαλέσω τον Θεό να μ' ελεήσει, αλλά με παίρνουν τα δάκρυα». Και δίπλα ήτανε, δίπλα στο δωμάτιο κάθεται ο Ε. «Σ' ακούγαμε, Γέροντα, που όλη τη νύχτα έκλαιγες», λέει. «Ε, καλά, βρε παιδιά μου, αμαρτωλός είμαι, θα κλαίω».
«Άκουσε», λέω, «δεν γίνεται αυτό. Άμα καταλάβω ότι εσύ μ' ακούς κι ο Ε. μέσα ακούει, κόβεται η παρρησία στην προσευχή. Ναι, γι' αυτό», λέω, «άκουσε θα πάω σε άλλο μέρος, να μη με ακούει κανένας, να κλάψω όσο θέλω»· γιατί μπορεί και να ψάλλω, μπορεί και να... αυτό, πώς θά ρθουν τα δάκρυα;
Άμα φέρεις τέτοιες θεωρίες: "Δεύτε τον τελευταίον ασπασμόν δώμεν, αδελφοί, τω θανόντι...", πώς, όσο σκληρή να είναι η ψυχή σου, να θεωρείς τον εαυτό σου ότι είσαι επάνω στο φέρετρο και πάνε να σε θάψουνε, ναι, μπορείς να μην κλάψεις; Μια-δυο, μετά είναι αδύνατο να μην κλάψεις και θα αποκτήσεις συνήθεια να κλαις. Αλλά να παρακαλέσεις και την Παναγία να πούμε.
Και ένας λογισμός μου ήρθε: «Να, βλέπεις που αγωνίζεσαι...» Έφυγαν, έφυγαν αμέσως τα δάκρυα. Επειδή αυτό το χάρισμα που μου 'δωσε ο άγιος Εφραίμ, το οικειοποιήθηκα, ότι είναι δικός μου κόπος, και έφυγαν τα δάκρυα.
Άγιος Εφραίμ Κατουνακιώτης
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
13.14 ἀποκριθεὶς(1) δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος(2), ἀγανακτῶν(3) ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾽Ιησοῦς,
ἔλεγεν τῷ ὄχλῳ(4)· ἓξ(5) ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι·
ἐν αὐταῖς οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου(6).
14 Ο αρχισυνάγωγος όμως, αγανακτισμένος που ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία το Σάββατο,
γύρισε στο πλήθος και είπε: «Υπάρχουν έξι μέρες που επιτρέπεται να εργάζεται κανείς·
μέσα σ’ αυτές, λοιπόν, να έρχεστε και να θεραπεύεστε, και όχι το Σάββατο».
(1) Πράγματι όσα ο αρχισυνάγωγος λέει αποτελούν απάντηση στην πράξη του Ιησού (g).
Κανείς δεν απευθύνθηκε σε αυτόν αλλά απαντά σε αυτό που έγινε (p).
(2) «Ο σατανάς που από την αρχή έδεσε τη γυναίκα, λυπημένος από την απελευθέρωσή της,
επειδή ήθελε να την ταλαιπωρήσει περισσότερο, δένει τον αρχισυνάγωγο με τον φθόνο
και με το στόμα του εναντιώνεται με θράσος στο θαύμα» (Θφ).
(3) «Αν και πώς δεν έπρεπε μάλλον να θαυμάσει;… Αφού είσαι αρχισυνάγωγος,
ξέρεις κάπως τις γραφές του Μωϋσή, αρχισυνάγωγε. Είδες τον Μωϋσή να προσεύχεται
σε πολλές περιπτώσεις και να μην έκανε τίποτα απολύτως από δική του δύναμη…
Εδώ όμως δες, σε παρακαλώ, τον… Χριστό που δεν απευθύνει προσευχή, αλλά αναθέτει
το κατόρθωμα του πράγματος στη δική του δύναμη, αφού θεραπεύει με τη φωνή του
και με το άγγιγμα του χεριού του… Έπρεπε λοιπόν από αυτό, να καταλάβεις τη δύναμη του μυστηρίου
σχετικά με αυτόν… και να μην λες τέτοια στους όχλους, ούτε να κατηγορείς τους θεραπευμένους ότι παραβιάζουν το νόμο» (Κ).
(4) Δεν τολμά κατ’ ευθείαν να ελέγξει τον Ιησού, αλλά ό,τι λέει, έμμεσα αναφέρεται στο Χριστό.
Και «μαλώνει τους όχλους, ώστε να δώσει την εντύπωση ότι αγανακτεί για το Σάββατο» (Κ).
(5) Υπεραρκετές (b).
(6) Κατηγορεί εμμέσως το λαό ότι παραβιάζει το Σάββατο, μολονότι στην παρούσα περίπτωση ουδεμία σχέση
είχε ο λαός με τη θεραπεία που συντελέστηκε. Αλλά ούτε η ίδια η θεραπευμένη απηύθυνε κάποιο λόγο στον Ιησού.
Απλώς και μόνο αυτή ανορθώθηκε στη θέση της. Σαν να είχε την αξίωση ο αρχισυνάγωγος
να απαντήσει η γυναίκα στον Κύριο: Όχι Κύριε· είναι Σάββατο σήμερα και δεν πρέπει να σηκωθώ.
Αναβάλλω για αύριο το σήκωμά μου και την δοξολογία του Θεού για αυτό!
Επιπλέον ο αρχισυνάγωγος είναι τόσο σκοτισμένος ώστε την ολοφάνερα υπερφυσική θεραπεία του Κυρίου
θεωρεί ως κάποια εργασία που έγινε με ανθρώπινη ενέργεια και δεν διακρίνεται από τις συνηθισμένες ιατρικές επεμβάσεις (ο).
13.15 ἀπεκρίθη ουν αὐτῷ ὁ κύριος(1) καὶ εἶπεν, ῾Υποκριτά(2), ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ
ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει(3);
15 Ο Κύριος του απάντησε: «Υποκριτή! Ο καθένας σας δε λύνει το βόδι του ή το γαϊδούρι του
από το παχνί το Σάββατο και πάει να το ποτίσει;
(1) Σκόπιμα αποκαλείται εδώ, ο Κύριος (L). Η ονομασία αυτή δεν είναι συχνή στις ευαγγελικές αφηγήσεις,
αλλά συναντιέται μόνο εκεί, όπου λάμπει η κυριαρχία του. Δες Λουκ. ζ 13,ι 1,ιζ 5 κλπ. (g).
Αξιοσημείωτα τα επόμενα: «Ποιον πρόσταξε ο Θεός να μην δουλεύει το Σάββατο;
Τον εαυτό του μάλλον ή τους ανθρώπους; Αν μεν λοιπόν τον εαυτό του, ας μην κυβερνούνται τα δικά μας το Σάββατο·
ας σταματήσει και η διαδρομή του ηλίου· ας μην πέφτουν βροχές· ας σταθούν οι πηγές των υδάτων
και οι φορές των ανεξάντλητων ποταμών και οι ανάγκες των ανέμων» (Κ).
(2) Αυθεντική γραφή: υποκριταί= «Ονόμασε υποκριτές όσους ήταν με το μέρος του αρχισυνάγωγου
διότι υποκρίνονταν, από τη μία, ότι τιμούν το νόμο του σαββάτου, αλλά ζητούσαν την ικανοποίηση,
από την άλλη, του φθόνου του δικού τους και εμπόδιζαν τη θεραπεία το Σάββατο» (Ζ).
Και ελέγχεται ο αρχισυνάγωγος ως «δούλος του φθόνου» (Κ). Ο Χριστός ο οποίος γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων,
μπορεί να χαρακτηρίζει ως υποκριτές εκείνους τους οποίους δεν θα επιτρεπόταν σε μας να αποκαλέσουμε έτσι.
Διότι εμείς εκτός από το ότι οφείλουμε να κρίνουμε τους άλλους με συμπάθεια, αφού και εμείς είμαστε αμαρτωλοί,
δεν βλέπουμε παρά μόνο την εξωτερική όψη τους, ουδέποτε όμως και για κανένα λόγο και τα βάθη των καρδιών τους.
Ο Χριστός ήταν αναμάρτητος και γνώριζε με κάθε σαφήνεια ότι βρισκόταν μπροστά σε πραγματικό εχθρό
του ευαγγελίου του και της δόξας του Θεού, που κρυβόταν κάτω από το πρόσχημα της ευσέβειας.
(3) Ο Χριστός για να ελέγξει την διεστραμμένη ερμηνεία του νόμου, αναφέρεται σε μία λογική ερμηνεία
που ήταν αναγνωρισμένη από την παράδοση (p). «Δες, σε παρακαλώ, ότι για τον αρχισυνάγωγο,
είναι πιο άτιμος ο άνθρωπος από το κτήνος, εφόσον βεβαίως το βόδι και το γαϊδούρι έχει την αξίωση
να τα φροντίζει το Σάββατο· αλλά την σκυμμένη γυναίκα δεν την θέλει να θεραπευτεί, από φθόνο στο Χριστό» (Κ).