ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Να βάλουμε στην ζωή μας κυβερνήτη τον Θεό
-Γέροντα, γιατί η Βασιλεία του Θεού στο Ευαγγέλιο παρομοιάζεται με κόκκο σινάπεως «ός όταν σπαρη επί της γης,
μικρότερος πάντων των σπερμάτων εστί των επί της γης• και όταν σπαρη, αναβαίνει και γίνεται μείζων πάντων των λαχάνων»;
-Το σινάπι σαν σπόρος είναι πολύ μικρός, αλλά, όταν σπαρή, γίνεται ολόκληρος θάμνος.
Ακόμη και τα πουλάκια πηγαίνουν και κάθονται στα κλαδιά του. Ο λόγος του Θεού παρομοιάζεται με τον σπόρο του,
γιατί από έναν μικρό ευαγγελικό λόγο ο άνθρωπος αναπτύσσεται και καταλαβαίνει την Βασιλεία του Θεού.
-Γέροντα, πώς νιώθει κανείς αυτό που λέει η Αγία Γραφή: «Η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν»;
-Ευλογημένη, όταν μέσα μας είναι ένα μέρος της χαράς του Παραδείσου, τότε «η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί».
Και το αντίθετο, όταν έχουμε άγχος, τύψεις συνειδήσεως, τότε μέσα μας υπάρχει ένα μέρος της κολάσεως.
Είναι μεγάλο πράγμα ο άνθρωπος από τούτη την ζωή να νιώθη μέσα του ένα μέρος της χαράς του Παραδείσου.
Δεν είναι δύσκολο να το πετύχουμε αυτό• δυστυχώς όμως ο εγωισμός μας εμποδίζει από το πνευματικό αυτό μεγαλείο.
Ο άνθρωπος μόνος του μπορεί να κάνη την ζωή του παραδεισένια, εάν δέχεται να τον κυβερνάη ο Θεός σαν καλός Πατέρας.
Πρέπει να έχη εμπιστοσύνη στον Θεό, να ελπίζη σ’ Αυτόν για ό,τι επιχειρεί να κάνη και να Τον δοξάζη για όλα.
Να μην έχει άγχος. Το άγχος φέρνει ένα τσάκισμα στην ψυχή, την παραλύει.
Όταν ζητάει την Βασιλεία των Ουρανών, όλα τα άλλα έρχονται. Λέει το Ευαγγέλιο: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού»,
αλλά και «την βασιλείαν του Θεού αρπάζουν οι βιασταί» .
Οι άνθρωποι σήμερα δυσκόλεψαν την ζωή τους, γιατί δεν αρκούνται στα λίγα, αλλά κυνηγούν συνέχεια τα υλικά αγαθά.
Όσοι όμως θέλουν να ζήσουν γνήσια πνευματική ζωή, πρώτα-πρώτα πρέπει να αρκεσθούν στα λίγα.
Όταν η ζωή τους είναι απλοποιημένη, χωρίς πολλές σκοτούρες, και ελευθερωμένοι θα είναι από το κοσμικό πνεύμα,
και χρόνος θα τους περισσεύη και για πνευματικά. Αλλιώς θα κουράζωνται προσπαθώντας να ακολουθήσουν την μόδα,
θα χάνουν την γαλήνη τους και θα κερδίζουν το μεγάλο άγχος.
Και βλέπω, πώς οι άνθρωποι μερικές φορές κάνουν μαρτυρική την ζωή τους!
Σήμερα καθώς ερχόμουν με κάποιον από την Ουρανούπολη, με παρακάλεσε να περάσουμε λίγο από το σπίτι του.
Επειδή επέμενε, δεν θέλησα να του χαλάσω το χατίρι.
Μόλις φθάσαμε στην εξώπορτα, τον βλέπω, βγάζει τα παπούτσια του και μπαίνει μέσα πατώντας στις μύτες.
«Τί έπαθες και περπατάς έτσι;», τον ρωτάω. «Τίποτε, Γέροντα, μου λέει, περπατάω προσεκτικά, για να μη χαλάσω το παρκέ».
Τί να πής; Βασανίζονται χωρίς λόγο.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 148-150)
Ο Θεός σέβεται την ελευθερία του διαβόλου
Όταν, μετά από λίγες μέρες, τον επισκέφθηκα, ο Γέροντας προχώρησε περισσότερο.
Μου είπε:" Ο διάβολος είναι προσωπικότητα και γι' αυτό ο Θεός σέβεται την ελευθερία".
Αυτό δεν το είχα φανατασθεί. Να σεβασθεί ο Θεός την ελευθερία των αγγέλων που δεν αμαρτάνουν,
να σεβασθεί την ελευθερία των ανθρώπων που αμαρτάνουν και μετανοούν, μου ήταν κατανοητό.
Να σεβασθεί όμως την ελευθερία και των ασεβών δαιμόνων, που αμαρτάνουν και δε μετανοούν,
μου ήταν ακατανόητο. Μέχρι ποιό σημείο η αγάπη του Θεού σέβεται την ελευθερία των λογικών πλασμάτων Του;
Μήπως δεν υπάρχει οριακό σημείο; Όμως τότε, πώς γίνεται η μυστική επέμβασή της,
κατά τη διαβεβαίωση του Γέροντα; Μυστήριο, καθ' ο μυστική.
Κι αφού είναι μυστήριο, είναι προτιμότερο να δέχομαι, απλά, ό,τι γίνεται, παρά να ματαιοπονώ ερευνώντας,
περίεργα, πώς γίνεται. Μου αρκεί που γνωρίζω ότι γίνεται από αγάπη.[Γ 285]
Ο σατανάς θέλει φασαρία μέσα στο σπίτι
Για τις σχέσεις του ανδρογύνου; Πώς να συμπεριφέρεσαι; Τί σου έλεγε; -Μου έλεγε πολλά.
Έλεγε, δηλαδή, ότι πρέπει να συννεννοούμαστε, να προσευχόμαστε μαζί.
Αυτό μου τόνισε πολλές φορές. Η προσευχή πρέπει να είναι κοινή.Όταν τα παιδιά μου ήταν φοιτητές,
του έλεγα ότι προσεύχομαι για να περάσουν τις εξετάσεις.
Μάλιστα, μιά φορά, ο γιός μου, αν και ήταν καλός φοιτητής, σε κάποιες εξετάσεις δυσκολευόταν• τότε μου είπε ο Γέροντας:
"δε θα περάσει τις εξετάσεις" .Πράγματι δεν τις πέρασε. Και όταν ξαναπήγα, μου είπε:
"Δε θα περάσει γιατί του φωνάζεις και να, ο σατανάς θέλει να κάνει φασαρία μέσα στο σπίτι και είσαι συ το όργανό του.
Να μη μιλάς"."Να σου πώ κάτι άλλο" μου 'λεγε. "Όταν γίνεται η προσευχή από κοινού, τότε να δείς πώς γίνεται το θαύμα".
Και του λέω: "Μα να πώ στον άντρα μου, έλα να γονατίσουμε να κάνουμε προσευχή να περάσουν τα προβλήματα;"
-"Σου είπα εγώ έτσι; Εγώ σου είπα να κάνετε προσευχή. Απ' εκεί και πέρα βρέστε τα μόνοι σας".
-Το να μη φωνάζετε στα παιδιά σας το τοποθετούσε ειδικά στην περίοδο των εξετάσεων; -Πάντα.
Και για τη νηστεία και για την προσευχή και για έξω πού βγαίνανε. -Καμιά παρατήρηση. -Όχι, όχι.
-Πές μου, κυρία Ξένια, για το θέμα του σατανά, που σας είπε ότι γίνεστε όργανό του κάποτε.
Τον ερώτησες τίποτε; -Έλεγε ότι ο σατανάς δεν μπορεί να βλέπει τις οικογένειες να 'ναι γαλήνιες
και να περνούν καλά και σε συννενόηση μεταξύ τους. Βρίσκει έναν απ' όλους, έναν πού να μπορεί να τον παρασύρει.
-Έναν ευάλωτο, ας πούμε. -Ναί. Και σ' αυτή την περίπτωση "εσύ είσαι", μου είπε.
Και για το παιδί του έλεγα: "Αφού τον βλέπω ότι τα παρατάει και φεύγει". Μου απάντησε: "Είδες τί κάνει ο σατανάς;
βάζει εσένα να κάνεις καβγά και να ευχαριστηθεί αυτός".
Ύστερα όταν επρόκειτο να τελειώσει ο γιός μου τις σπουδές του και να πάρει το πτυχίο του, μου είπε:
"Τώρα θα περάσει, τώρα θα περάσει • είδες τώρα πού δεν μιλάς; Τώρα θα περάσει".
[Γερ. 99π]
Όταν ο πονηρός δεν θα μπορεί να μας νικήσει εσωτερικά
Γύριζα χαρούμενος μια μέρα, μετά από μιά πολύ ωραία και ωφέλιμη περιοδεία που είχα με τον Παππούλη,
όταν σ' ένα δρόμο, πρίν φθάσω στο σπίτι μου, πέφτει επάνω μου, χωρίς εγώ να φταίω,
καθώς ήμουν σταματημένος στο φανάρι, ένα μηχανάκι που είχε πάνω δύο άτομα,
και κυριολεκτικά χάθηκαν και οι δύο κάτω από το δεξιό μέρος του αυτοκινήτου μου.
Βγήκα έξω τρομαγμένος για το συμβάν και έναν έναν τους τράβηξα από κάτω χωρίς να έχουν πάθει απολύτως τίποτα και οι δύο,
εκτός από υλικές ζημιές στο αυτοκίνητο και στο μηχανάκι. -Δόξα σοι ο Θεός, είπα.
Σας βοήθησε ο Χριστός και η Παναγία και δεν πάθατε τίποτα κακό.
Τους φίλησα και τους δύο και μετά από μιά μικρή διαδικασία που είχα με την τροχαία τους αποχαιρέτησα.
Αμέσως πήρα τηλέφωνο τον Παππούλη και του είπα τί μου συνέβη και ότι εκτός από τις υλικές ζημιές και την ταραχή μου,
για όλα τα άλλα δεν είχα κανένα πρόβλημα.Τότε μου είπε:
"Να ξέρεις, παιδί μου, ότι ο πονηρός όταν δεν μπορεί να μας νικήσει εσωτερικά, τότε μας κάνει αυτές τις εξωτερικές επιθέσεις με διάφορα συμβάντα,
που επιτρέπει ο Θεός, για να μας φοβίσει. Η συμπεριφορά σου στους δύο που έπεσαν πάνω σου ήταν πολύ καλή.
Να έχεις την ευχή του Κυρίου".
[Τζ 105π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ.148-150)
2,1 «Θέλω γαρ υμάς ειδέναι ηλίκον αγώνα έχω περί υμών και των εν Λαοδικεία και όσοι ουχ εωράκασι το πρόσωπόν μου εν σαρκί».
Τι ευαισθησία είναι αυτή και τι ένθεη συν-ευαισθησία! Ο Απόστολος φέρνει στην καρδιά του χριστιανούς, τους οποίους ποτέ δεν είδε (με τους σωματικούς του οφθαλμούς), και η φιλάνθρωπη καρδιά του, σαν να «ξεριζώθηκε και έφυγε» απ’ αυτόν και να μετοίκησε σε όλους αυτούς (τους χριστιανούς), τους διασκορπισμένους μέσα στον κόσμο.
Στον εαυτό του ο άγιος Απόστολος ανήκει πάρα πολύ λίγο! Όλος διακατέχεται από φροντίδες για όλες τις Εκκλησίες. Η χριστοειδής αγάπη του, τον κάνει να είναι ευαγγελικά «παντού παρών», με ένα θαυμαστό τρόπο.
Και αυτός αγωνίζεται, μάχεται για τους πάντες και για τον καθένα χωριστά, γιατί τον καθένα θέλει να «παραστήσει τέλειον εν Χριστώ Ιησού» (Κολ. 1,28).
Η μάχη είναι αδιάκοπη, συνεχής και δυνατή, και αυτή γίνεται για την σωτηρία τόσων ανθρώπων, γίνεται για να υπερνικηθούν οι εχθροί της σωτηρίας τους!
Αυτή η μάχη είναι τόσο σπουδαία, τόσο αναγκαία και απαραίτητη, ώστε και αυτός ακόμη ο παγκόσμιος υπηρέτης του Χριστού, είναι αναγκασμένος να φανερώσει γι’ αυτήν. «Θέλω γαρ υμάς ειδέναι ηλίκον αγώνα έχω περί υμών και των εν Λαοδικεία και όσοι ουχ εωράκασι το πρόσωπόν μου εν σαρκί».
Με ποιον, ενάντια σε ποιους γίνεται η μάχη; Ενάντια σε όλους τους εχθρούς, τους πιο φοβερούς εχθρούς του ανθρώπου, που είναι: οι πειρασμοί, οι αμαρτίες, τα πάθη, οι θάνατοι, οι διάβολοι.
Όλοι αυτοί οι εχθροί, «χωρίς Αναπνοή» και «αιμοχαρώς» πολεμούν εναντίον των χριστιανών και της σωτηρίας τους.
Γι’ αυτό και οι χριστιανοί είναι διαρκώς «υπό τα όπλα» και στο πεδίο της μάχης. Και πολεμούν χωρίς «εφησυχασμό και ανάπαυλα». Εκεί είναι οι πληγές, εκεί ακούγονται οιμωγές (θρηνώδεις κραυγές), εκεί κλονίζονται, πέφτουν, «εκπίπτουν».
Αλλά το κεφαλαιώδες είναι ένα, να μη αποκάμνει στον αγώνα (ο πιστός), να μη αναπαύεται και αδρανεί. Και πάνω απ’ όλα, να οπλίζεται με υπομονή, για να είναι η νίκη σίγουρη.
Ιδού, γιατί μάχεται για όλους τους χριστιανούς, ο πρωτομαχητής και «πάντα νικών», ο δυνατός «εν Χριστώ» και ισχυρός «εν Αυτώ» Απόστολος Παύλος.
(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σ. 67-68)
Η σωτηρία των ναυτικών
Ο αέρας σφύριζε δυνατά μια παγερή νύχτα και άγρια κύματα ξεσπούσαν πάνω σ’ ένα χιώτικο καράβι. Κάθε ελπίδα σωτηρίας είχε πια χαθή! Το καράβι σαν καρυδότσουφλο ανέβαινε και κατέβαινε κάνοντας διαρκώς νερά.
Στο μοναστήρι του αγίου Μάρκου γινόταν ακολουθία. Οι ναυτικοί που κινδύνευαν, ήταν από τους πιο μεγάλους φίλους της μονής αυτής του οσίου Παρθενίου του Χίου (1815- 1883).
Ο καπετάνιος Ζανάρας από τον Βροντάδο, γνωστός του οσίου, είπε με σφιγμένη καρδιά:
- Θεέ μου, σώσε μας με την ευχή του γέροντα Παρθενίου και ό,τι φορτίο έχει το καράβι θα το πάμε στο μοναστήρι του.
Ο όσιος εκεί που διάβαζε τον κανόνα μένει ξαφνικά ακίνητος! Καρφώνει τα μάτια του στην εικόνα του Χριστού, σηκώνει τα χέρια του σε στάσι προσευχής και βρίσκεται σε έκστασι. Οι μοναχοί τον βλέπουν χωρίς να μιλούν και σημειώνουν την ημέρα και την ώρα της εναγωνίου αυτής προσευχής. Δεν είχε προλάβει ο καπετάνιος Ζανάρας να ολοκληρώση την προσευχή του και ένας μοναχός κρατούσε το τιμόνι του καραβιού. Τα ράσα του και το κομποσχοίνι του ανέμιζαν στον βοριά και τα άσπρα του γένια σκορπούσαν. Τους κοίταζε μ’ ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο.
- Ο Παρθένιος! φώναξαν όλοι, ο γέροντας του αγίου Μάρκου.
Το καράβι άρχισε να κλυδωνίζεται όλο και πιο λίγο. Ο αέρας σταμάτησε να φυσά. Έγινε μεγάλη γαλήνη. Ο όσιος Παρθένιος εξαφανίσθηκε!
Μετά λίγες ημέρες το πλήρωμα του καραβιού ξεκινούσε για τον άγιο Μάρκο. Όπως είχαν υποσχεθή, φόρτωσαν το φορτίο του καραβιού σε μουλάρια και πήγαιναν στο μοναστήρι. Πρώτα θα ευχαριστούσαν τον Θεό και τον όσιο για τη σωτηρία τους και μετά θα πήγαιναν στα σπίτια τους.
Με φόβο Θεού και ευλάβεια οι διασωθέντες διηγήθηκαν στους μοναχούς το μεγάλο θαύμα. Κοίταξαν και εκεί που είχαν σημειώσει οι μοναχοί την ημέρα και την ώρα που ο όσιος προσευχόταν ακίνητος, εκστατικός και εξαϋλωμένος: Ήταν εκείνη που έγινε το θαύμα!
(Όσιος Παρθένιος ο Χίος)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 157-158)
«Oμολογώ εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών.
Το βάπτισμα δεν είναι ένα πλύσιμο που ορίζει ο μωσαϊκός νόμος,
ούτε οι θυσίες των αλόγων ζώων, οι οποίες αν και τελούνταν
πολλές φορές δεν μπορούσαν να καθαρίσουν τον άνθρωπο.
Διότι, δεν είχε φανεί η αλήθεια του αναμάρτητου Χριστού,
και δεν είχε προσφερθεί η ζωντανή θυσία του σώματός Του μέσω του Σταυρού,
γι΄ αυτό δεν υπήρχε ούτε τέλεια κάθαρση, ούτε ανακαίνιση.
Έγινε όμως για χάρη μας η θυσία του Χριστού κι απ’ την πλευρά Του
έτρεξε το νερό και το αίμα, με τα οποία και αναμορφωνόμαστε.
Και με το μεν αίμα ζούμε δια της Θείας Κοινωνίας,
με το δε νερό, όταν βυθιστούμε τρεις φορές σ' αυτό,
καθαριζόμαστε όταν επικαλούμαστε την, δημιουργό των όλων, Άγια Τριάδα».
(Αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης, Ερμηνεία εις το Σύμβολον της Πίστεως P.G. 155, 796 D - 797 A)
Δικαίωσις
όχι από τον παλαιό Νόμο
Δεν είναι δυνατό να γίνη ένας άνθρωπος δίκαιος (σωσμένος) με το νόμο, παρά μόνο αν εκπληρώση όλες τις εντολές. Αυτό όμως σε κανένα δεν κατέστη δυνατό. Συνεπώς η δικαίωσις ήταν ανέφικτη.
Ε.Π.Ε. 17,328
από την πίστη στο Χριστό
Αν δεν έχη δύναμι η πίστις στο Χριστό να δικαιώση, αλλ’ υφίσταται πάλι η αναγκαιότητα του νόμου, όσοι εγκατέλειψαν το νόμο για το Χριστό, αλλά δεν προσέχουν και με τις πράξεις τους κατακρίνονται, γίνονται αιτία να κατακρίνεται έτσι ο Χριστός, ως αίτιος της αμαρτίας, αφού αφήσαμε το νόμο και καταφύγαμε στην πίστι.
Ε.Π.Ε. 20,226
ο Αναμάρτητος ως αμαρτωλός!
«Αμαρτίαν εποίησε». Άφησε, δηλαδή, να καταδικαστή σαν αμαρτωλός ο Αναμάρτητος. Τον Αναμάρτητο τον έκανε αμαρτωλό, για να κάνη τους αμαρτωλούς δικαιωμένους!
Ε.Π.Ε. 19,316
δια της πίστεως
Επειδή κανένας δεν τήρησε τον νόμο, αλλ’ όλοι ήσαν κάτω απ’ την εξουσία της κατάρας, λόγω της παραβάσεως, επινοήθηκε κάποιος εύκολος δρόμος. Και αυτός είναι η δικαίωσις δια της πίστεως· πράγμα, που αποτελεί μεγίστη απόδειξι, ότι κανένας δεν μπορούσε να δικαιωθή δια του νόμου.
Ε.Π.Ε. 20,300
δια του Σταυρού
Ο μεν Σταυρός κατάργησε την κατάρα της αμαρτίας και του θανάτου. Η δε δικαίωσις απέσπασε τη χάρι του Αγίου Πνεύματος.
Ε.Π.Ε. 20,304
όχι από τα έργα, αλλ’ από τη χάρι
Κανένας δεν δικαιώθηκε από τα έργα, για να δείχτη η χάρις και η φιλανθρωπία του Θεού. Δεν μας απομάκρυνε, επειδή έχουμε έργα. Μας έσωσε με τη χάρι Του, επειδή τα έργα μας είχαν προδώσει. Κανένας, λοιπόν, δεν μπορεί να καυχηθή, ότι σώζεται μόνος, δικαιωματικά.
Ε.Π.Ε. 20,506
δώρο
Η δικαίωσις είναι από το Θεό. Είναι πέρα για πέρα δώρο. Τα δε δώρα του Θεού υπερβαίνουν κατά πολύ την ευτέλεια των κατορθωμάτων, που γίνονται με το δικό μας ζήλο.
Ε.Π.Ε. 21,660
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 59-61)
Του Αββά Νετρά
Διηγήθηκαν για τον Αββά Νετρά, τον μαθητή του Αββά Σιλουανού, ότι όταν έμενε στο κελλί του, στο όρος Σινά, κανόνιζε τη ζωή του σύμμετρα με τις χρείες του σώματος. Όταν δε έγινε επίσκοπος στη Φοράν, πολύ πίεζε τον εαυτό του στη σκληραγωγία. Και του λέγει ο μαθητής του: « Αββά, όταν είμαστε στην έρημο, δεν έκανες τόση άσκηση ». Και του λέγει ο γέρων: « Εκεί έρημος ήταν και ανέχεια και ήθελα να διαφεντεύω το σώμα, για να μη ασθενήσω και ζητήσω αυτά όπου δεν είχα. Τώρα δε κόσμος είναι και αφορμές είναι. Και να ασθενήσω εδώ, θα βρεθή ένας να με περιποιηθή. Για να μη χάσω τον μοναχό ».
Του Αββά Νικήτα
Έλεγε ο Αββάς Νικήτας για δυο αδελφούς, όπου πήγαν μαζί θέλοντας να συνοικούν. Είπε δε ο ένας μέσα του: « Ό,τι θέλει ο αδελφός μου, αυτό θα κάνω ». Το ίδιο και ο άλλος είπε μέσα του : «Θα κάνω το θέλημα του αδελφού μου». Και έζησαν πολλά χρόνια με μεγάλη αγάπη. Βλέποντάς το ο εχθρός, πήγε με σκοπό να τους χωρίση. Στάθηκε λοιπόν έξω από την πόρτα τους και φαινόταν στον ένα σαν περιστέρι και στον άλλο σαν κουρούνα. Λέγει ο ένας: « Βλέπεις εκείνο το περιστέρι ; ». Απαντά ο άλλος: « Κουρούνα είναι ». Και άρχισαν να φιλονεικούν, λέγοντας ο ένας αντίθετα από τον άλλο. Ήλθαν έτσι στα χέρια μέχρις αίματος, προς μεγάλη χαρά του εχθρού. Και χωρίσθηκαν. Αλλά μετά τρεις μέρες, ανένηψαν και συνήλθαν. Και ζητώντας ο ένας συγχώρηση από τον άλλο, ωμολογούσαν τι νόμιζε ο καθένας τους ότι ήταν το πουλί όπου είδαν. Και καταλαβαίνοντας τον πόλεμο του εχθρού, έμειναν έως το τέλος αχώριστοι.
Του Αββά Ξοΐου
α΄. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ξόϊο, λέγοντας: « Αν βρεθώ κάπου κάποτε και φάγω τρία ψωμιά, μή πολύ είναι; ». Του λέγει ο γέρων : « Στο αλώνι ήλθες, αδελφέ ; ». Και είπε πάλι: « Αν πιω τρία ποτήρια κρασί, μή πολύ είναι; ». Του λέγει: « Αν δεν είναι δαίμων, δεν πρόκειται για πολύ. Αν ναι, είναι πολύ. Γιατί το κρασί δεν ταιριάζει στους μοναχούς οπού ζουν κατά Θεόν ».
β΄. Έλεγε κάποιος από τους πατέρες για τον Αββά Ξόϊο τον Θηβαίο, ότι πήγε κάποτε στο όρος Σινά. Και καθώς έφευγε από εκεί, τον συνάντησε κάποιος αδελφός και στενάζοντας έλεγε: « Έχουμε θλίψη, Αββά, για την αναβροχιά ». Του λέγει ο γέρων: «Και γιατί δεν παρακαλείτε με προσευχή τον Θεό;». Του αποκρίνεται ο αδελφός: «Και προσευχόμαστε και κάνουμε λιτανείες, αλλά δεν βρέχει». Του λέγει ο γέρων: « Πάντως δεν προσεύχεσθε με επιμονή. Θέλεις δε να μάθης ότι αυτό είναι αλήθεια; ». Άπλωσε τότε τα χέρια στον ουρανό και προσευχήθηκε. Και ευθύς έβρεξε. Βλέποντας δε ο αδελφός, φοβήθηκε. Και πέφτοντας με το πρόσωπο στη γη, τον προσκύνησε. Ο γέρων τότε έφυγε. Ο δε αδελφός ανακοίνωσε σε όλους το γεγονός. Και ακούοντας το, δόξασαν τον Θεό.
Του Αββά Ξανθία
α΄. Είπε ο Αββάς Ξανθίας: « Ο ληστής στον σταυρό ήταν και με ένα λόγο του δικαιώθηκε. Και ο Ιούδας συγκαταριθμημένος με τους αποστόλους ήταν και μέσα σε μια νύχτα έχασε όλο τον κόπο και βρέθηκε από τον ουρανό στον άδη. Γι’ αυτό, κανείς ας μή καυχάται όταν κάνη το καλό. Γιατί όλοι όσοι είχαν πεποίθηση στον εαυτό τους, έπεσαν ».
β'. Ανέβηκε κάποτε ο Αββάς Ξανθίας από Σκήτη στο Τερενούθι. Και εκεί όπου κατέλυσε, καταβεβλημένος καθώς ήταν από την άσκηση, του έφεραν λίγο κρασί. Ακούοντας δε μερικοί, του έφεραν ένα δαιμονισμένο άνθρωπο. Και άρχισε ο δαίμων να λοιδορή τον γέροντα: « Σ’ αυτόν τον οινοπότη με φέρατε ; ». Και ο μεν γέρων δεν ήθελε να τον βγάλη. Για δε τον ονειδισμό, έλεγε: « Έχω εμπιστοσύνη στον Χριστό, ότι, πρίν πιω έως το τέλος αυτό το ποτήρι, θα βγής ». Και σαν άρχισε ο γέρων να πίνη, φώναξε ο δαίμων, λέγοντας : « Με καις, με καις ! ». Και πριν εκείνος το πιή όλο, βγήκε με τη χάρη του Χριστού.
γ΄. Ο ίδιος είπε : « Το σκυλί καλύτερο μου είναι. Γιατί και αγάπη έχει και σε κρίση δεν έρχεται».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
Ενώ λοιπόν η μετά δακρύων εκείνη δέηση [του λαού κάτω από τον στύλο, για να σταματήσει η θεομηνία του σεισμού] παρατεινόταν για πολύ, ο Όσιος Συμεών έκανε σημάδι με το χέρι του και επέβαλε σιωπή. Ευθύς, λοιπόν, αμέσως με βαθιά θλιμμένη τη φωνή και την ψυχή είπε: «Αδελφοί μου, αυτά που πρόκειται να σας πω έκαναν πρώτα τη δική μου καρδιά να πονέσει πολύ και μου πλήγωσαν βαθιά την ψυχή. Ξέρω βεβαίως ότι αυτά θα δημιουργήσουν και σε εσάς την ίδια ψυχική διάθεση· όμως θα τα πω. Λοιπόν, κοιτάτε πόσο πλήθος είστε και πόσα δάκρυα χύσατε και πόσες φορές κραυγάσατε το Κύριε ελέησον! Όμως ο Κύριος των πάντων σε έναν έστρεψε την ακοή Του και μόνο η δέηση αυτού ανέβηκε στα ώτα Του». Και αφού τους είπε αυτά, προσφώνησε τον άνδρα εκείνον ονομαστικά, τον κάλεσε κοντά του και εις επήκοον όλων τού είπε: «Η προσευχή σου σταματάει τη δίκαιη οργή του Θεού και το κακό όσον ούπω θα λάβει τέλος. Πες μου όμως, χωρίς να παραλείψεις τίποτα, τι πράττεις και ευαρέστησε τόσο πολύ τον Θεόν; Σου επιτάσσει, στα αλήθεια, ο Θεός να τα πεις όλα, ώστε και αυτοί να ζηλέψουν την αρετή σου και να υποκινηθούν προς επιτέλεση παρόμοιων έργων».
Εκείνος δε, φερόμενος με περισσότερη ευλάβεια και ταπείνωση, αποκαλούσε τον εαυτό του αμαρτωλό και γυμνό από κάθε αρετή· έλεγε μάλιστα ότι δεν είχε τη συνείδηση αν είχε πράξει ποτέ κάτι αγαθό στη ζωή του. Επειδή όμως ο θείος Συμεών επέμενε και τον πίεζε πάρα πολύ να απαντήσει οπωσδήποτε στο ερώτημά του, υποχώρησε στις πιέσεις και είπε: «Εγώ είμαι γεωργός και εργάζομαι στα χωράφια ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και τις εποχές του έτους. Καλλιεργώ ένα μικρό κτήμα δικό μου και στον χρόνο που μου μένει εργάζομαι επ’ αμοιβή σε κτήματα άλλον. Ό,τι συνάγω από το κτήμα μου και τα χρήματα που συγκεντρώνω από την εργασία μου σε κτήματα άλλων ανθρώπων, τα χωρίζω σε τρία μερίδια και το ένα μερίδιο το προσφέρω στους ενδεείς, το άλλο το δίνω στο κράτος για την πληρωμή του ετήσιου φόρου και το τρίτο το χρησιμοποιώ για τις ανάγκες μου. Και βέβαια με αυτό που κάνω δεν έχω τη συνείδηση ότι ευαρέστησα τον Θεό».
Το μεγάλο εκείνο πλήθος των ανθρώπων, μόλις άκουσαν αυτά που είπε ο γεωργός και είδαν ότι έπαυσε η οργή του Κυρίου και σταμάτησαν οι μάστιγες και τα επακόλουθά τους, έμειναν κατάπληκτοι όπως άλλωστε ήταν φυσικό. Μετά δε από το θαυμαστό αυτό γεγονός δοξολογούν τον Θεό δακρυσμένοι, εξέφρασαν με όλη τους την καρδιά ευχαριστίες στον ιερό Συμεών, επευφημούσαν τον αγρότη, ξεπροβόδιζαν, ασπάζονταν, αγκαλιάζονταν, ομολογούσαν ευγνωμοσύνη, ζήλευαν την αρετή, μέμφονταν τους εαυτούς τους για την αμέλειά τους σχετικά με τα αγαθά έργα· τέλος δε πολλοί επιδόθηκαν στον αγώνα για την επιτέλεση έργων καλύτερων, έχοντας πρόσφατο υπόδειγμα τον καλό εκείνο γεωργό» (Βίος και Πολιτεία Συμεών και Δανιήλ τον Στυλιτών, Αποστολική Διακονία, σελ. 79-80)
«Εγώ, τέκνα και αδελφοί (πράγματι, και τα δύο είστε εσείς, αφενός μεν για το ότι εγώ πόνεσα πνευματικά για εσάς, αφετέρου δε για το ότι ο Θεός είναι ο κοινός πατέρας όλων), πορεύομαι ήδη προς τον κοινό Πατέρα. Πλην όμως δεν θα αφήσω ορφανούς εσάς, τους ποθεινούς μου να οδύρεσθε για τη στέρηση του πνευματικού σας πατέρα· την πρόνοια πλέον και τη φροντίδα για εσάς θα αφήσω σε εκείνον τον Πατέρα, ο οποίος δι’ όλων σας μου χάρισε πλούσια την ευλογία και τη χάρη Του.
Αυτός λοιπόν που δημιούργησε τα πάντα με τον λόγο Του και με σοφία, που έκλινε ουρανούς και κατήλθε στη γη, που πέθανε και ανέστη για εμάς, Αυτός θα είναι μαζί σας.
Ως σοφός, θα σας προστατεύει και θα σας σώζει από τον πονηρό·
ως Δεσπότης, θα σας διατηρεί στο θέλημά Του·
ως Πατέρας, και αν κάνετε κάποιο σφάλμα, θα σας ανακαλέσει με φιλανθρωπία και θα ανοίξει πνευματικά τις αγκάλες Του να σας σφίξει σε αυτές με αγάπη.
Και όπως, όταν βάδιζε εκουσίως προς τον θάνατο για τη σωτηρία μας, προσευχήθηκε για την ενότητα των μαθητών Του και εκείνων που έμελλαν να πιστέψουν σε Αυτόν, έτσι θα συνδέσει εσάς δια της ομόνοιας μεταξύ σας και θα σας καταρτίσει κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να είστε ένα κατά την ομοφροσύνη και την αγάπη.
Λοιπόν, καλλιεργείται με επιμέλεια την ταπεινοφροσύνη, υπηρετείτε την υπακοή, αγαπάτε τη φιλοξενία, τη νηστεία, την αγρυπνία, την ακτημοσύνη, την πρώτη και μέγιστη των εντολών, δηλαδή την αγάπη.
Κρατείτε ορθώς τα προς ευσέβειαν· φυλάγεσθε από τα ζιζάνια των αιρετικών. Ποτέ μην αποχωρίζεστε από την μητέρα σας Εκκλησία.
Αν τα πράττετε όλα αυτά, θα είστε τέλειοι κατά την αρετή».
Αυτά υπαγόρευσε ο Όσιος με φιλόθεα τα χείλη, στον γραφέα και εν συνεχεία πρόσταξε να αναγνωστούν σε όλους τους μοναχούς, οι οποίοι στέκονταν κάτω στο στύλο γύρω από τη σκάλα και έκλαιγαν απαρηγόρητα για τον αποχωρισμό. (Βίος και πολιτεία Συμεών και Δανιήλ των Στυλιτών, Αποστολική Διακονία, σελ. 173-174)
Έτσι λοιπόν, όταν μετά από λίγο καιρό συνέβη να πάει στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου ο βασιλιάς των Λαζών για τη σύναψη συνθηκών, εκείνος παραθεώρησε όλα τα άλλα και τον πήρε και πήγαν μαζί στον Όσιο Δανιήλ τον Στυλίτη (409-493 μ.Χ.). Μόλις δε έφτασαν εκεί, είπε στον βασιλιά:
«Τούτο είναι το θαύμα της αυτοκρατορίας μου».
Εκείνος δε, βλέποντας την καρτερία του Οσίου, εξεπλάγη τόσο πολύ ώστε προσκύνησε με δάκρυα στα μάτια όχι μόνο τον Όσιο αλλά και τον στύλο πάνω στον οποίο αυτός στεκόταν. Και μάλιστα ο βάρβαρος εκείνος έβγαλε πολλές φωνές πνεύματος καλλιεργημένου και πολυμαθούς λέγοντας: «Σε ευχαριστώ επουράνιε Βασιλεύ, διότι, μόλις έφτασα στον επίγειο βασιλιά, μου έδειξες την πολιτεία ουράνιου άνδρα και με αξιώσεις να γίνω θεατής τέτοιων μυστηρίων». Τόσο δε αξιοθαύμαστος θεωρήθηκε και από τους δύο ο Μέγας εκείνος άνδρας, ο Όσιος Δανιήλ δηλαδή, ώστε του ανέθεσαν και οι δύο τους να καθορίσει εκείνος τις συνθήκες.
Μετά ταύτα ο Γουβάζιος, ο βασιλιάς των Λαζών, επέστρεψε στην πατρίδα του και διηγούνταν στους υπηκόους του το θαύμα. Και δεν έπραττε μόνον αυτό, αλλά και το εξής: κάθε φορά που έστελνε γράμματα στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, τα περάτωνε με τις προσρήσεις του (τους χαιρετισμούς του) προς τον Όσιο και τη θερμή παράκληση να τον θυμάται και να προσεύχεται υπέρ της βασιλείας του. Έτσι λοιπόν οι πάντες θαύμαζαν την υπομονή του δικαίου, του Δανιήλ, και οι οικείοι και οι ξένοι και οι απλοί άνθρωποι και οι βασιλιάδες και οι Έλληνες και οι βάρβαροι. (Βίος Συμεών και Δανιήλ των Στυλιτών, εκδ. Αποστολ. Διακονία σελ. 142)