ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

164. Να συμπεριφέρεσαι στον πλησίον σου με άδολο καρδιά, δηλαδή με την αγάπη που τρέφεις για τον εαυτό σου. Έτσι, είναι πολύ πιθανό, ο πλησίον σου να σου επιστρέψη την ίδια αγάπη. Αλλά και αυτό να μη γίνει, θα αισθανθή μέσα του σεβασμό προς την αρετή σου, θα την τιμήση και θα θελήση ίσως, αργότερα, να τη μιμηθή.

165. Είναι δυσάρεστο για τον υπερήφανο να του ζητηθή να είναι ταπεινός προς τους άλλους. Στον φθονερό, να λέγη καλά λόγια για τους εχθρούς του. Στον εκδικητικό, να συγχωρήση και να συμφιλιωθεί. Στον φιλοχρήματο, να πληρώση τα χρέη του. Στον σαρκολάτρη, να ασχοληθή με τη σωτηρία της ψυχής του. Αλλά όλοι αυτοί πρέπει οπωσδήποτε να δαμάσουν τα αισθήματά τους και τα πάθη τους. Να κάμουν ό,τι απαιτείται από το Ευαγγέλιο. Αλλοιώς, παραδίδοντας τον εαυτό τους αμετανόητα στα πάθη τους, θα πέσουν στην αιώνια απώλεια.

 

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 85)

Άθλιοι
όσοι περιφρονούν τα αιώνια
Είμαστε άθλιοι και ταλαίπωροι.
Ήρθαν στα χέρια μας τόσα αγαθά απ’ τους ουρανούς,
κι εμείς τα απωθήσαμε
και τα πετάξαμε με μανία.
Ε.Π.Ε. 34,102

Αθυμία
χειρότερη από το θάνατο
«Χαλεπώτερον αθυμία θανάτου».
Ε.Π.Ε. 7,460

υπέρμετρη
Βλέπεις πόσο σατανικό είναι το να θρηνείς
παραπάνω από όσο πρέπει!
Είναι κατόρθωμα της σατανικής παγίδας.
Μετατρέπουμε, λοιπόν, το φάρμακο της σωτηρίας
με την αμετρία μας σε δηλητήριο;
Ε.Π.Ε. 37,452

βασανιστήριο
Η αθυμία είναι βασανιστήριο της ψυχής σκληρό.
Είναι μια απερίγραπτη οδύνη.
Είναι καταδίκη πικρότερη από κάθε άλλη καταδίκη τιμωρία.
Διότι μοιάζει με σκουλήκι θανατηφόρο.
Ε.Π.Ε. 37,452

τυραννεί
Μην αφήσεις την τυραννία της λύπης να σε ρίξει στη μελαγχολία.
Να την εξαφανίσεις πιο εύκολα από ότι διασπάς μια αράχνη.
Στάσου λαμπρός στην παράταξη της μάχης
και με θάρρος πολύ να ματαιώσεις τα σχέδια των αντιπάλων.
Ε.Π.Ε. 38,216

τίναξε την
Άνοιξε τα φτερά της διανοίας σου
και αφού τινάξεις τη σκόνη της θλίψεως,
να τρέχεις με πολλή ευκολία τη φάλαγγα,
οργανώνοντας, ετοιμάζοντας,
ξεσηκώνοντας όλους,
ενισχύοντας,
κάνοντας τους πιο ετοιμοπόλεμους. Ε.Π.Ε. 38,218

πένθος
Σε παρακαλώ, σε ικετεύω, πέφτω στα γόνατά σου,
διώξε το πένθος της λύπης από την καρδιά σου.
Ε.Π.Ε. 38,242

Αθύρματα
παιδιών όλα τα της γης υλικά
Βλέπεις λαμπρές οικοδομές και σε απατά η θέα τους;
Αλλ’ αμέσως ρίξε ένα βλέμμα στον ουρανό.
Απ’ τις πέτρες και τις κολώνες κοίταξε την ομορφιά εκείνη και θα δεις,
πώς τα υλικά έργα μοιάζουν με παιχνίδια μικρών παιδιών.
Ε.Π.Ε. 23,400


(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 114-115)

«Υποταχτείτε λοιπόν στο Θεό, αντισταθείτε στο διάβολο και θα φύγει από σας» (Ιακ. 4:7)

Ένας ορθολογιστής ιεροκήρυκας, αφού ανέπτυξε μια μέρα κάποιες από τις ορθολογιστικές του θέσεις, κατέληξε λέγοντας: «Και ξέρετε, φίλοι μου, δε φοβάμαι το διάβολο». «Αυτό δεν έχει σημασία», πετάχτηκε ένας από τους ακροατές του. «Σημασία έχει αν ο διάβολος φοβάται εσένα».
Από μια άλλη άποψη, υπάρχουν μόνο δύο θρησκείες. Η θρησκεία του Θεού και η θρησκεία του διαβόλου. Η θρησκεία του διαβόλου είναι εκείνη που υπόκωφα διδάσκει τον άνθρωπο, χωρίς αυτός να το καταλαβαίνει, πως δεν υπάρχει «διάβολος». Πως η άγνοιά μας και οι κάποιοι φόβοι μας τον παρουσιάζουν υπαρκτό, κι επομένως δε θα πρέπει να τον φοβόμαστε. Έτσι εξαπατώντας μας, μας πλανά και μας κάνει δικούς του. Η θρησκεία όμως του Θεού είναι εκείνη που διδάσκει ότι ο Θεός επιθυμεί να βασιλεύει μέσα στην ανθρώπινη καρδιά και όταν Τον δεχτούμε δια του Ιησού Χριστού και εν Πνεύματι Αγίω, συμβαίνει το αντίθετο από εκείνο που διδάσκει ο ορθολογισμός. Ο διάβολος φοβάται εμάς, και θεωρώντας το Θεό μέσα μας, ούτε καν μας πλησιάζει. Να η νίκη του Θεού μέσα στην ανθρώπινη ζωή. «Μη δίνετε αφορμή στο διάβολο» (Εφ. 4:27).


«Διατηρήστε καθαρή τη διάνοιά σας! Να είστε άγρυπνοι! Γιατί ο αντίδικός σας ο διάβολος σαν το βρυχόμενο λιοντάρι περιφέρεται ζητώντας ποιόν θα καταφέρει να καταβροχθίσει!» (Α’ Πέτρου 5:8)

Ο πιο επιδέξιος, γι’ αυτό κι ο πιο επικίνδυνος εχθρός του κάθε χριστιανού, είναι ο διάβολος. Ο φημισμένος ιεροκήρυκας, ο Μούντυ, έλεγε: «Ο τακτικότερος ακροατής των κηρυγμάτων μου είναι ο διάβολος. Είναι παρών σε κάθε λατρεία μας. Και δεν κάθεται αδρανής. Κάνει τον έναν να νυστάζει, τον άλλον να σκέφτεται το χωράφι του, τον άλλο το μαγαζί του, τον άλλον τις διαφορές του με το γείτονά του, άλλον το ένα άλλον το άλλο, αρκεί να τους κάνει να μην ακούνε και να μην αφομοιώνουν το μήνυμα του Ευαγγελίου». Αλλά δεν ενεργεί μόνο έτσι ο διάβολος. Το χειρότερο είναι ότι παρασύρει πολλούς στην αμαρτία με δελεαστικούς πειρασμούς. Πως μπορούμε ν’ απαλλαχτούμε απ’ αυτόν; Το λέει ο απ. Ιάκωβος: «Υποταχτείτε στον Θεό, αντισταθείτε στο διάβολο και θα φύγει από σας» (Ιακ. 4:7)
(Σ.Α.Ι.)

(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)

«Εξήνθησεν η έρημος»

Κάποτε ο όσιος επίσκοπος Ιωάννης ο Ησυχαστής πήρε ένα ξερό σύκο και λέει στους μαθητές του Θεόδωρο και Ιωάννη:

- Ακούστε με, παιδιά μου. Εάν η φιλανθρωπία του Θεού δωρήση σ’ αυτό το σύκο χάρι και σ’ αυτή την πέτρα δύναμι ώστε να βγάλη καρπό, μάθετε ότι μου χαρίζεται σαν δωρεά η βασιλεία των ουρανών.

Με τα λόγια αυτά το κόλλησε πάνω σε μια κατάξερη και συμπαγή πέτρα. Και ο Θεός που πρόσταξε τη ράβδο του Ααρών ν’ ανθήση, αυτός και τη συμπαγή και κατάξερη πέτρα πρόσταξε να βλαστήση, με σκοπό να δείξη στις ερχόμενες γενιές πόση χάρι είχε ο δούλος του.

Ο όσιος Ιωάννης μόλις είδε το βλαστάρι, ευχαρίστησε τον Θεό με δάκρυα. Αυτό το βλαστάρι μέσα στον χρόνο καρποφόρησε τρία σύκα! Τα πήρε ο άγιος και με δάκρυα τα φίλησε πολλές φορές. Κατόπιν τα έφαγε ευχαριστώντας τον Θεό που του έστειλε αυτή την πληροφορία, και μοίρασε κι από λίγο στους μαθητές του.

Όταν ο σύγχρονος του οσίου βιογράφος του Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης πήγε να τον συναντήση και αντίκρυσε το καταπληκτικό θέαμα του βλασταριού, προσπάθησε μ’ επιμονή να μάθη πώς έπιασαν οι ρίζες και μήπως ο βράχος είχε κάποια σχισμή. Δεν μπόρεσε όμως τίποτα να βρη και με έκπληξι αναφώνησε: «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού, ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού»!

Μάλιστα όσοι έχουν ζήσει στη λαύρα του μακαρίου Σάββα γνωρίζουν καλά πως ούτε σε κήπο ούτε στο ύπαιθρο φυτρώνει συκιά η άλλο δέντρο, γιατί οι άνεμοι εκεί είναι πολύ ζεστοί και ξεροί.

(Βίοι οσίων Ιωάννου…)

(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τ. Β΄, σ. 122-123)

Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Όταν βρισκόμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, όταν η καρδιά είναι πλημμυρισμένη από λατρευτική διάθεση, από ενδιαφέρον για τους άλλους, όταν, καθώς λέει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, «από το περίσσευμα της καρδιάς μιλάει το στόμα» (Λουκ. 6, 45), τότε δεν υπάρχει πρόβλημα προσευχής. Μιλάμε ελεύθερα στο Θεό, με λέξεις που μας ταιριάζουν περισσότερο. Αλλά, αν αφήναμε τη ζωή της προσευχής να γίνει έρμαιο των ψυχικών μας διαθέσεων, ίσως μερικές φορές να προσευχόμαστε θερμά και ειλικρινά, για μεγάλα όμως χρονικά διαστήματα θα χάναμε κάθε προσευχητική επαφή μας με το Θεό.

Είναι μεγάλος πειρασμός να αναβάλλουμε την προσευχή μέχρι τη στιγμή που θα νιώσουμε έντονα την παρουσία του Θεού, με τη σκέψη ότι κάθε προσευχή ή κάθε κίνηση προς το Θεό, στις συναισθηματικά άγονες περιόδους της ζωής μας, δεν είναι ειλικρινής. Όλοι γνωρίζουμε από την πείρα μας, ότι έχουμε ποικιλία συναισθημάτων, που δεν έρχονται στο προσκήνιο, σε κάθε στιγμή της ζωής μας. Μια αρρώστια ή μια μεγάλη στενοχώρια μπορεί να τα απομακρύνει από το συνειδητό χώρο της ψυχής μας.

Πολλές φορές, ακόμα και όταν αγαπάμε βαθιά κάποιον, δεν το αισθανόμαστε, παρόλο που ξέρουμε καλά ότι η αγάπη είναι ζωντανή μέσα μας. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στις σχέσεις μας με το Θεό. Εξαιτίας εσωτερικών ή εξωτερικών παραγόντων, δεν είμαστε σε θέση μερικές φορές, να ζήσουμε συνειδητά το γεγονός της πίστεως, της ελπίδας και της αγάπης μας προς το Θεό. Σ’ αυτές τις στιγμές πρέπει να ενεργούμε με βάση όχι αυτό που αισθανόμαστε, αλλά αυτό που γνωρίζουμε.

Πρέπει να πιστεύουμε σε ό,τι υπάρχει μέσα μας, έστω κι αν δεν το αντιλαμβανόμαστε σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η αγάπη μας υπάρχει, έστω κι αν δεν πλημμυρίζει την καρδιά μας με χαρά κι ενθουσιασμό.

Και πρέπει να στεκόμαστε ενώπιον του Θεού με το βίωμα ότι Αυτός πάντοτε αγαπάει και πάντοτε είναι παρών και τότε που πραγματικά εμείς δεν αισθανόμαστε την αγάπη και την παρουσία Του.

(Ζωντανή Προσευχή. Antony Bloom, σ. 112-113)

«Η πνευματική ζωή είναι ανάλογη με τη ζωή των ναυτικών.

Αυτοί, όσο διαρκεί η κακοκαιρία και η τρικυμία, μένουν νηστικοί και με όλη τους την τέχνη αντιπαλεύουν τον κίνδυνο που έχουν μπροστά τους. Όταν πλέον πάψει η θαλασσοταραχή, τότε ξεκουράζονται κάπως από τους κόπους και φροντίζουν και για τις άλλες ανάγκες.

Ωστόσο ούτε τότε μένουν εντελώς αμέριμνοι, ούτε βέβαια πέφτουν σε βαθύ ύπνο, καθώς έχουν πείρα των περασμένων κινδύνων και προετοιμάζονται για νέους.

Γιατί και αν ακόμη κόπασε η κακοκαιρία, όμως η θάλασσα παραμένει ίδια. Και αν πέρασε το δυσάρεστο γεγονός, όμως άλλο τους περιμένει.

Επειδή λοιπόν στη θάλασσα δεν υπάρχει σιγουριά, πρέπει να προσέχουν αδιάκοπα και να παίρνουν τα μέτρα τους».

(Αγία Συγκλητική, Ευεργετικός Β΄, σελ. 135)

27 Νοε

Η έξωση

Τις προάλλες με πληροφόρησε η αδερφή μου για έναν γείτονα της πως ο σπιτονοικοκύρης του τον έδιωξε από το σπίτι επειδή του χρωστούσε κάποια ενοίκια. Άνεργος το τελευταίο διάστημα και άρρωστος αναγκάστηκε να κοιμάται στο αυτοκίνητο. Ο σπιτονοικοκύρης χωρίς κανένα δισταγμό του πήρε ακόμα και τις ηλεκτρικές συσκευές ως μέρος των χρωστούμενων. Το θέμα εδώ είναι ότι αυτός δεν έχει οικονομικό πρόβλημα, διαθέτει πολλές καταθέσεις στην τράπεζα όπως καμαρώνει να διαλαλεί, και τα μηνιαία του έσοδα είναι αρκετά καθώς εισπράττει πολλά ενοίκια από διάφορα ακίνητα που διαθέτει.
Και σκέφτομαι ότι τώρα θα λένε οι γείτονες ‘τον κακόμοιρο το Γιάννη που κοιμάται στο αυτοκίνητο!’ Εγώ όμως λέω ‘ τον κακόμοιρο τον ιδιοκτήτη που έχει θρονιάσει στην καρδιά του το Μαμωνά και είναι δούλος του χρήματος!’ Και αναρωτιέμαι ποιος είναι πιο αξιολύπητος; Ο νοικάρης ή ο ιδιοκτήτης; Ο φτωχός είναι του Θεού- και ο Χριστός φτωχός ήταν- ο φιλοχρήματος όμως όχι! ‘ Όπου γαρ εστίν ο θησαυρός ημών, εκεί έσται και η καρδία υμών’ ( Ματθ.στ,21) Δηλαδή ‘ όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί είναι και η καρδιά σας’ . Δε γίνεται να αγαπάμε το χρήμα και να αγαπάμε και τον συνάνθρωπο. Γιατί πώς θα τον αγαπήσουμε αν δεν αγαπάμε το Θεό; Μια καρδιά άσπλαχνη, σκληρή και ιδιοτελής πώς θα χωρέσει μέσα της το Θεό; Κανένας δεν μπορεί να υπηρετεί δύο κυρίους. Επειδή ή τον έναν θα μισήσει και τον άλλο θα αγαπήσει ή στον έναν θα προσκολληθεί και τον άλλο θα καταφρονήσει. ‘ Δεν μπορείτε να υπηρετείτε και το Θεό και τον Μαμωνά’ (Ματθ. στ,24).
Και τελικά τί είναι πιο ολέθριο και οδυνηρό; Να κλειστούμε έξω από το σπίτι μας ή να κλειστούμε έξω από τον Παράδεισο; Και ας συνειδητοποιήσουμε επιτέλους ότι δεν είμαστε σε τίποτα ιδιοκτήτες αλλά διαχειριστές και ότι ο μόνος ιδιοκτήτης είναι ο Θεός! Εκείνος όμως που τιμά και σέβεται το Θεό, ελεεί το φτωχό ως τέκνο Θεού. Η βοήθεια προς τους φτωχούς φέρνει την ευλογία του Θεού. ‘Μακάριος εκείνος που επιβλέπει στον φτωχό. Σε ημέρα θλίψης θα τον ελευθερώσει ο Κύριος. (Ψαλμ.41,1) Αυτός ο κύριος δεν επέτρεψε στο νοικάρη του να μπει μέσα στο σπίτι. Κλείνοντας του όμως αυτή την πόρτα και αν παραμείνει αμετανόητος, κλείνει για τον εαυτό του μια άλλη πιο σπουδαία και μεγάλη πόρτα… αυτή της Βασιλείας των Ουρανών! Γιατί η ασπλαχνία είναι μεγάλο πάθος ενώ η ελεημοσύνη όπως διάβασα σε μια ιστορία είναι η πρώτη κόρη του μεγάλου Βασιλιά!

πνευμάτων, χαρισμάτων

Ο απόστολος Παύλος θέτει τη διαφορά ανάμεσα στη μαντεία και την προφητεία. Γι’ αυτό και ανάμεσα στα χαρίσματα ήταν και εκείνο της διακρίσεως χαρισμάτων, ώστε να διακρίνουν και να ξέρουν, ποιος μιλάει από το καθαρό Πνεύμα το Άγιο και ποιος από το ακάθαρτο (το δαιμονικό).

Ε.Π.Ε. 18α,242

χάρισμα

Τι σημαίνει «να διακρίνης τα πνεύματα»; Το να ξέρης ποιος είναι ο πνευματικός και ποιος ο μη πνευματικός. Ποιος ο προφήτης και ποιος ο απατεώνας. Διότι τότε ήσαν πολλοί οι ψευδοπροφήτες, επειδή ο Διάβολος αγωνιζόταν να υποκαταστήση την αλήθεια με το ψέμα.

Ε.Π.Ε. 18α,258

καμμιά στο νόμο του Θεού

Ο νόμος του Κυρίου των πάντων δεν γνωρίζει και δεν αναγνωρίζει καμμιά διαφορά. Τους ευεργετεί όλους. Σε όλους δίνει τα ίδια αγαθά.

Ε.Π.Ε. 21,278

πνευμάτων

Επειδή και οι δυο προφήτευαν τα μέλλοντα, και ο Δαίμονας και το Πνεύμα το Άγιον, αλλ’ ο μεν ένας λέγοντας ψέματα, το δε Πνεύμα την αλήθεια, γι’ αυτό έδωσε ο Θεός και το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων.

Ε.Π.Ε. 21,278

 

κατορθωμάτων και αμαρτημάτων

Η Εκκλησία δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε κυρίους και υπηρέτες. Τον καθένα τον διακρίνει από τα πνευματικά του κατορθώματα κι από τα αμαρτήματά του. Αν, λοιπόν, είναι το σπίτι σου εκκλησία, να μη δυσανασχετήσης που θα συγκαταλέγεται μαζί σου και ένας δούλος.

Ε.Π.Ε. 24,150

όχι στην Εκκλησία

Στην εκκλησία δεν υπάρχει διάκρισις ανάμεσα σε δούλο και ελεύθερο, ανάμεσα σε ξένο και δικό μας, ανάμεσα σε γέρο και νέο, ανάμεσα σε σοφό και αγράμματο, ανάμεσα σε απλοϊκό και άρχοντα, ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα. Κάθε ηλικία, κάθε πρόσωπο, κάθε φύλο στην ίδια κολυμβήθρα του βαπτίσματος μπαίνουν, είτε βασιλιάς είτε φτωχός.

Ε.Π.Ε. 27,232

ίσοι όλοι στο θάνατο

Ας βγούμε στους τάφους και ας δούμε την ανθρώπινη ματαιότητα σκορπισμένη, οστά φαγωμένα, σώματα σάπια. Πες μου: Εκεί ποιος είναι ο βασιλιάς και ποιος ο απλός πολίτης; Ποιος ο ευγενής και ποιος ο δούλος; Ποιος ο σοφός και ποιος ο αγράμματος; Πού βρίσκεται η ομορφιά της νεότητας; Πού είναι η περίλαμπρη όψις; Πού τα μάτια τα όμορφα; Πού η ευθυτενής μύτη; Πού είναι τα πορφυρά χείλη; Πού οι ομορφιές των παρειών; Πού είναι το ακτινοβόλο πρόσωπο; Τι έγιναν; Δεν έγιναν όλα σκόνη; Δεν έγιναν τέφρα; Δεν έγιναν σποδός; Δεν έγιναν όλα σκουλήκια και δυσοσμία; Δεν έγιναν όλα βρωμιά;

Ε.Π.Ε. 30,318 

 

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 42-44)

κα΄. Είπε ο Αββάς Ιωάννης: «Αφήσαμε το ελαφρό φορτίο, ήγουν το να κατηγορούμε τον εαυτό μας και βάλαμε στους ώμους μας το βαρύ, ήγουν το να δικαιώνουμε τον εαυτό μας».
κβ΄. Ο ίδιος είπε: «Η ταπεινοφροσύνη και ο φόβος του Θεού είναι πάνω από όλες τις αρετές».
κγ΄. Ο ίδιος βρισκόταν κάποτε στην εκκλησία και στέναξε, αγνοώντας ότι κάποιος άλλος ήταν πίσω του. Όταν το κατάλαβε λοιπόν, έβαλε μετάνοια, λέγοντας: «Συγχώρησέ με, Αββά, δεν κατηχήθηκα ακόμη».
κδ'. Ο ίδιος έλεγε στον μαθητή του: «Ας τιμήσουμε τον ένα και όλοι θα μας τιμούν. Αν όμως καταφρονήσουμε τον ένα, οπού είναι ο Θεός, όλοι μας καταφρονούν και πηγαίνουμε σε απώλεια».
κε΄. Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη ότι ήλθε στην εκκλησία, σε Σκήτη. Και ακούοντας αντιλογίες μερικών αδελφών, γύρισε στο κελλί του. Και δεν εισήλθε σ’ αυτό, παρά αφού το έφερε γύρω τρείς φορές. Τον είδαν κάποιοι αδελφοί και απόρησαν γιατί το έκαμε αυτό. Πήγαν λοιπόν και τον ρώτησαν. Εκείνος δε τους λέγει: «Είχα γεμάτα τα αυτιά μου από την αντιλογία. Έφερα λοιπόν γύρω το κελλί μου, για να τα καθαρίσω και έτσι να εισέλθω, με ησυχία του νου μου».
κστ΄. Ήλθε κάποτε ένας αδελφός  στο κελλί του Αββά Ιωάννη κατά το βράδι, με την πρόθεση να μείνη για λίγο και ύστερα να φύγη. Και ενώ μιλούσαν για αρετές, έγινε πρωί και δεν το κατάλαβαν. Βγήκε υστέρα να τον ξεπροβοδίση. Και έμειναν μιλώντας έως τις έξη. Τον εισήγαγε πάλι στο κελλί και αφού έφαγε, έτσι ανεχώρησε.
κζ΄. Έλεγε ο Αββάς Ιωάννης ότι «φυλακή» σημαίνει το να μείνη τινάς στο κελλί και να μνημονεύη τον Θεό αδιάκοπα. Και ότι αυτό είναι το νόημα του «εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με».
κη΄. Είπε πάλι: «Ποιος είναι δυνατός σαν το λιοντάρι; Και όμως, εξ αιτίας της κοιλιάς του, πέφτει σε παγίδα και όλη η δύναμή του ταπεινώνεται».
κθ'. Ιστορούσε πάλι, ότι, τρώγοντας οι πατέρες της Σκήτης ψωμί και αλάτι, έλεγαν: «Ας μην υποδουλώνουμε τον εαυτό μας στο ψωμί και στο αλάτι». Και έτσι ήταν δυνατοί στο να εκπληρώνουν το έργο του Θεού.
λ'. Ήλθε ένας αδελφός να πάρη ζεμπίλια από τον Αββά Ιωάννη. Και βγαίνοντας, του λέγει ο γέρων: «Τί θέλεις, αδελφέ;». Και εκείνος είπε: «Ζεμπίλια, Αββά». Εισήλθε για να τα βγάλη, αλλά απολησμονήθηκε και κάθισε πλέκοντας. Πάλι ο άλλος έκρουσε. Και σαν βγήκε, του λέγει: «Φέρε το ζεμπίλι, Αββά». Εισήλθε, άλλα και πάλι κάθισε να πλέξη. Και πάλι ο άλλος έκρουσε. Και βγαίνει και τον ξαναρωτά: «Τί θέλεις, αδελφέ;». Και εκείνος: «Το ζεμπίλι, Αββά». Τον έπιασε τότε από το χέρι, τον πήγε μέσα και του είπε: «Αν ζεμπίλια θέλης, πάρε και πήγαινε. Γιατί εγώ δεν ευκαιρώ».
λα΄. Ήλθε κάποτε ένας καμηλιέρης για να πάρη τα εργόχειρά του και να πάη σε άλλο τόπο. Και εκείνος, μπαίνοντας για να του φέρη την πλεξούδα, απολησμονήθηκε, έχοντας υψωμένο τον νου στον Θεό. Πάλι λοιπόν τον ενώχλησε ο καμηλιέρης, κρούοντας τη θύρα. Και πάλι ο Αββάς Ιωάννης, μπαίνοντας, απολησμονήθηκε. Και την τρίτη φορά, αφού έκρουσε ο καμηλιέρης, μπαίνοντας έλεγε: «Πλεξούδα - καμήλα, πλεξούδα - καμήλα». Και αυτό το έλεγε για να μη ξεχάση.
λβ΄. Ο ίδιος βρισκόταν σε ζέση πνευματική. Και κάποιος οπού τον επισκέφθηκε, επήνεσε το έργο του. Εκείνη την ώρα, ο γέρων έφτιαχνε πλεξούδα. Και σιώπησε. Πάλι ο άλλος του έκανε λόγο. Και πάλι αυτός σιωπούσε. Τη δε τρίτη φορά, λέγει στον επισκέπτη του: «Από τη στιγμή οπού εισήλθες εδώ, διώχνεις τον Θεό από μένα».
λγ΄.Ήλθε κάποιος γέρων στο κελλί του Αββά Ιωάννη και τον βρήκε να κοιμάται και Άγγελο στο πλάι του με ριπίδι να του κάνη αέρα. Και σαν το είδε αυτό, έφυγε. Μόλις δε σηκώθηκε, λέγει στον μαθητή του: «Ήλθε κάνεις εδώ, ενώ κοιμόμουν;». Του απαντά: «Ναι. Ο δείνα γέρων». Και κατάλαβε ο Αββάς Ιωάννης ότι των δικών του μέτρων ήταν εκείνος ο γέρων και είδε τον Άγγελο.
λδ΄. Είπε ο Αββάς Ιωάννης: «Εγώ  θέλω ο άνθρωπος να παίρνη κάτι από όλες τις αρετές. Λοιπόν, κάθε μέρα, αφού σηκώνεσαι το πρωί, κάνε αρχή σε κάθε αρετή και θεία εντολή, με πολύ μεγάλη υπομονή, με φόβο και μακροθυμία, με αγάπη Θεού, με κάθε προθυμία ψυχής και σώματος, με ταπείνωση πολλή, υπομένοντας στη θλίψη της καρδιάς και στην εσωτερική προσοχή, με πολλή προσευχή και ικεσίες και στεναγμούς, με καθαρή γλώσσα και προσοχή στους οφθαλμούς. Να σε ταπεινώνουν και να μη οργίζεσαι. Να ειρηνεύης και να μη ανταποδίδης κακό αντί κακού. Να μη προσέχης στα φταιξίματα των άλλων. Να μη δίνης σημασία στον εαυτό σου, άλλα να τον θαρής σαν το τελευταίο από όλα τα δημιουργήματα. Αποτάσσοντας τα υλικά και τα σχετικά με τη σάρκα. Σε σταυρό, σε αγώνα, σε πτωχεία πνεύματος, σε προαίρεση και άσκηση πνευματική, σε νηστεία, σε μετάνοια και κλαυθμό, σε αγώνα πολέμου, σε διάκριση, σε αγνότητα ψυχής, σε μετάληψη αγαθή. Σε ησυχία, το εργόχειρο. Στις νυχτερινές αγρυπνίες, με πείνα και δίψα, με κρύο και γυμνότητα, με κόπους. Κλείνοντας από πάνω σου τον τάφο, σαν να έχης ήδη τελευτήσει. Θαρώντας ότι ο θάνατος είναι κοντά σου την κάθε ώρα».
λε'. Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη, ότι, καθώς ερχόταν από τον θερισμό ή  επισκεπτόταν γέροντες, με την προσευχή και τη μελέτη και την ψαλμωδία περνούσε την ώρα του, ωσότου αποκαταστάθηκε ο λογισμός του στην τάξη την αρχαία.

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

ιε'. Ένας αδελφός  ρώτησε τον Αββά ’Ιωάννη, λέγοντας: «Πως η ψυχή μου, ενώ έχει έλκη, δεν ντρέπεται να κατακρίνη τον πλησίον;». Και του λέγει ο γέρων μια παραβολή για την καταλαλιά: Ένας άνθρωπος ήταν φτωχός και είχε γυναίκα. Είδε και μια άλλη ωραία και την πήρε και αυτή. Ήταν δε και οι δυό τους γυμνές. Έγινε σ’ ένα τόπο πανηγύρι και τον παρακάλεσαν, λέγοντας: «Πάρε μας μαζί σου». Τις παίρνει και τις δύο και τις βάζει σ’ ένα πιθάρι. Μπάρκαρε κατόπιν και έφτασε σ’ εκείνο τον τόπο. Όταν δε έπεσε πολλή ζέστη και οι άνθρωποι αποσύρθηκαν να ησυχάσουν, σηκώνει το κεφάλι η μια και μη βλέποντας κανέναν, πήδηξε έξω στην  κοπριά. Και μαζεύοντας διάφορα ράκη παλιά, έφτιαξε μ’ αυτά ένα πρόχειρο φόρεμα και από εκεί και πέρα βάδιζε χωρίς πια να ντρέπεται. Η άλλη δε, καθισμένη γυμνή, έλεγε: «Να, αυτή η ξετσίπωτη δεν ντρέπεται να περπατά γυμνή». Πράγμα πού στενοχώρησε τον άνδρα της και της είπε: 
«Μα τι λες εκεί; Αυτή τουλάχιστο σκεπάζει την ασχημοσύνη της. Και συ, όντας ολόγυμνη, δεν ντρέπεσαι να μιλάς έτσι;». Κάτι ανάλογο είναι και η καταλαλιά.
ιστ΄. Έλεγε δε πάλι στον αδελφό ο γέρων για την ψυχή οπού θέλει να μετανοήση. «Ήταν μια όμορφη και αμαρτωλή γυναίκα σε κάποια πόλη και πολλούς φίλους είχε. Πηγαίνει σ’ αυτήν ένας αρχών και της λέγει: Φρονίμεψε και εγώ σε παίρνω γυναίκα μου. Εκείνη συμμορφώθηκε. Την πήρε λοιπόν και την πήγε στο μέγαρό του. Στο μεταξύ, οι φίλοι της, αναζητώντας την, έλεγαν: Ο δείνα άρχων την πήρε στο σπίτι του. Αν λοιπόν πάμε στην πόρτα του σπιτιού του και το αντιληφθή, θα μας κάμη κακό. Νά τί πρέπει να κάμουμε: Να πάμε πίσω από το σπίτι και να της σφυρίξουμε. Καταλαβαίνοντας τότε από το σφύριγμα ότι εμείς είμαστε, θα κατεβή η ίδια σ’ εμάς και έτσι δεν θα μπορή κανείς να μας κατηγορήση. Άκουσε λοιπόν η γυναίκα το σφύριγμα, έφραξε τα αυτιά της, ώρμησε στην  πιο μέσα κρεββατοκάμαρη και έκλεισε πίσω της τις πόρτες. Εκείνη η γυναίκα συμβολίζει την ψυχή. Οι φίλοι της είναι τα πάθη και οι άνθρωποι. Ο άρχων είναι ο Χριστός. Και το εσωτερικό του σπιτιού, η αιωνία μονή. Αυτοί οπού σφύριζαν, είναι οι σκοτεινοί δαίμονες. Αλλά η ψυχή τους ξεφεύγει μένοντας πιστή στον Κύριο».
ιζ'. Ενώ κάποτε ανέβαινε ο Αββάς Ιωάννης από μια Σκήτη με άλλους αδελφούς, έχασε τον δρόμο ο οδηγός τους. Γιατί ήταν νύχτα. Και λέγουν οι αδελφοί στον Αββά Ιωάννη: «Τί να κάμουμε, Αββά, οπού έχασε τον δρόμο ο αδελφός και κινδυνεύουμε να πεθάνουμε πηγαίνοντας εδώ και εκεί;». Τους λέγει ο γέρων: «Αν του το πούμε, θα λυπηθή και θα ντροπιασθή. Λοιπόν, εγώ θα κάμω ότι αρρώστησα και θα πω ότι δεν μπορώ να προχωρήσω, αλλά θα μείνω εδώ έως το πρωί». Και έκαμε έτσι. Οι δε υπόλοιποι είπαν: «Ούτε εμείς θα προχωρήσουμε, αλλά θα καθίσουμε μαζί σου». Και κάθισαν έως το πρωί και δεν σκανδάλισαν τον αδελφό.
ιη'. Ήταν ένας γέρων σε Σκήτη, άξιος μεν στις χειρωνακτικές εργασίες, άλλα όχι και δυνατός στους λογισμούς. Πήγε λοιπόν στον Αββά Ιωάννη για να τον συμβουλευτή σχετικά με τη λήθη. Άκουσε τον λόγο του, γύρισε στο κελλί του και ξέχασε τί του είχε πή ο Αββάς Ιωάννης. Ξαναπήγε λοιπόν να τον ρωτήση. Και αφού άκουσε ξανά τον λόγο του, γύρισε. Σαν έφθασε όμως στο κελλί του, πάλι ξέχασε. Έτσι, και άλλες φορές ακόμη πηγαίνοντας, μόλις γύριζε, τον ξανάπιανε η λήθη. Μετά από καιρό δε, έχοντας συναντήσει τον γέροντα, του είπε: «Ξέρεις, Αββά, λησμόνησα πάλι ό,τι μου είπες. Αλλά για να μη σ’ ενοχλήσω, δεν ήλθα». Του λέγει ο Αββάς Ιωάννης: «Πήγαινε, άναψε λυχνάρι». Και άναψε. Του λέγει δε πάλι: «Φέρε άλλα λυχνάρια και άναψέ τα απ’ αυτό». Έκαμε το ίδιο. Και είπε ο Αββάς Ιωάννης στον γέροντα: «Μήπως έπαθε τίποτε το λυχνάρι με το να ανάψης απ’ αυτό τα άλλα λυχνάρια;». Του λέγει: «Όχι». Είπε τότε ο γέρων: «Έτσι, ούτε και ο Ιωάννης. Και αν όλη η Σκήτη έρχεται σ’ εμένα, δεν θα με εμποδίση από τη χάρη του Χριστού. Λοιπόν, όταν θέλης, ας έρχεσαι, χωρίς καθόλου να διστάζης». Και έτσι, με την υπομονή και των δυό τους, απάλλαξε ο Θεός τον γέροντα από τη λήθη. Αυτό δε επεδίωκαν κυρίως οι Σκητιώτες, να βοηθούν πρόθυμα όσους πολεμούσε το πονηρό πνεύμα. Βίαζαν τον εαυτό τους να κερδίζουν ο ένας τον άλλο στο αγαθό.
ιθ΄. Ρώτησε ένας αδελφός τον Αββά Ιωάννη, λέγοντας: «Τί να κάμω; Γιατί συχνά έρχεται κάποιος αδελφός να με πάρη σε εργασία και εγώ βασανισμένος είμαι και αδύναμος και κουράζομαι μ’ αυτό. Τί λοιπόν πρέπει να κάμω για την εντολή;». Και του αποκρίνεται ο γέρων και του λέγει: «Ο Χάλεβ είπε στον Ιησού του Ναυή: Σαράντα χρόνων ήμουν, όταν μας έστειλε από την έρημο ο Μωϋσής, ο δούλος του Κυρίου, εμένα και σένα σ’ αυτή τη χώρα. Και τώρα είμαι ογδόντα πέντε χρόνων. Όπως ήμουν τότε, έτσι και τώρα μπορώ να εισέλθω και να εξέλθω σε πόλεμο. Έτσι λοιπόν και συ, αν μπορής, όπως εξέρχεσαι, έτσι και να εισέρχεσαι, πήγαινε. Αν όμως δεν μπορής έτσι να κάνης, μένε στο κελλί σου, κλαίοντας τις αμαρτίες σου. Και αν σε βρούν να πενθής, δεν θα σε αναγκάζουν να εξέλθης».
κ΄. Είπε ο Αββάς Ιωάννης: «Ποιος πούλησε τον Ιωσήφ;». Και αποκρίθηκε κάποιος αδελφός, λέγοντας: «Οι αδελφοί του». Του λέγει ο γέρων: «Όχι, αλλά η ταπείνωσή του τον πούλησε. Γιατί μπορούσε να πή ότι ήταν αδελφός εκείνων και να αντιλέξη. Αλλά σιωπώντας, με την ταπείνωση, πούλησε τον εαυτό του. Και η ταπεινοφροσύνη τον ανέδειξε άρχοντα στην Αίγυπτο».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

katafigioti

lifecoaching