ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΜΗ ΚΡΊΝΕΤΕ, ΊΝΑ ΜΗ ΚΡΙΘΗΤΕ

Πώς φθάνουμε στην κατάκριση

-    Γέροντα, γιατί πέφτω συχνά στην κατάκριση;
-    Επειδή ασχολείσαι πολύ με τους άλλους. Περιεργάζεσαι τις αδελφές και θέλεις από περιέργεια να μαθαίνης τί κάνει η μιά, τί κάνει η άλλη· έτσι μαζεύεις υλικό, για να έχη το ταγκαλάκι να εργάζεται και να σε ρίχνη στην κατάκριση.
-    Γιατί, Γέροντα, ενώ πρώτα δεν έβλεπα τα ελαττώματα των άλλων, τώρα τα βλέπω και κατακρίνω;
-    Τώρα βλέπεις τα ελαττώματα των άλλων, γιατί δεν βλέπεις τα δικά σου.
-    Από που προέρχονται, Γέροντα, οι λογισμοί κατακρίσεως;
-    Από την ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας - δηλαδή από την υπερηφάνεια - και από την τάση να δικαιολογούμε τον εαυτό μας.
-    Γέροντα, η κατάκριση έχει έλλειψη αγάπης;
-     Έμ, τί έχει; Και έλλειψη αγάπης έχει και αναίδεια έχει. Όταν δεν έχης αγάπη, δεν βλέπεις με επιείκεια τα λάθη των άλλων, οπότε τους ταπεινώνεις μέσα σου και τους κατακρίνεις. Πάει μετά το ταγκαλάκι και τους βάζει να κάνουν και άλλο σφάλμα· το βλέπεις εσύ, τους κατακρίνεις πάλι και ύστερα συμπεριφέρεσαι με αναίδεια.
-    Μερικές φορές, Γέροντα, με στενοχωρεί η αδελφή με την οποία συνεργάζομαι και την κατακρίνω.
-    Που ξέρεις εσύ με πόσα ταγκαλάκια πολεμάει εκείνη την ώρα η αδελφή; Μπορεί να την πολεμούσαν πενήντα δαίμονες, για να την ρίξουν, ώστε να σε κάνουν να πής: «Ά, τέτοια είναι». Ύστερα, όταν δούν ότι την κατέκρινες, θα έρθουν πεντακόσιοι δαίμονες να την ρίξουν πάλι μπροστά σου, για να την κατακρίνης ακόμη περισσότερο. Μπορεί λ.χ. να της πής: «Αδελφή, μη βάζης αυτό το πράγμα εκεί εδώ είναι η θέση του». Την άλλη μέρα θα την κάνη το ταγκαλάκι να ξεχάση τί της είπες και να το βάλη πάλι στην ίδια θέση. Θα κάνη και καμμιά άλλη αταξία και θα λές με τον λογισμό σου: «Μά χθές της είπα να προσέξη και σήμερα το έβαλε πάλι εκεί! Έκανε κι άλλη αταξία!». Οπότε την κατακρίνεις και δεν μπορείς να συγκρατηθής και να μη μιλήσης. «Αδελφή, της λές, δεν σού είπα να μη το βάζης εκεί; Αυτό είναι ακαταστασία. Με έχει σκανδαλίσει η συμπεριφορά σου!». Αυτό ήταν! Ο διάβολος έκανε την δουλειά του. Σε έβαλε να την κατακρίνης, αλλά και να ψυχρανθής μαζί της. Και εκείνη, επειδή δεν ξέρει ότι εσύ ήσουν αιτία για την απροσεξία της, θα νιώθη τύψεις που σε σκανδάλισε και θα πέση σε λύπη. Βλέπετε με τί πονηριά εργάζεται το ταγκαλάκι κι εμείς το ακούμε;
Γι’ αυτό προσπαθήστε να μην κρίνετε κανέναν· να κρίνετε μόνον τα ταγκαλάκια πού, ενώ ήταν Άγγελοι, κατήντησαν δαίμονες καί, αντί να μετανοήσουν, γίνονται πιο πονηροί και κακοί και βάλθηκαν με μανία να καταστρέψουν τα πλάσματα του Θεού. Ο πονηρός δηλαδή παρακινεί τους ανθρώπους να κάνουν παραξενιές και αταξίες, και ο ίδιος πάλι βάζει λογισμούς σε άλλους ανθρώπους, για να κρίνουν και να κατακρίνουν, και έτσι νικάει και τους μεν και τους δέ. Και αυτοί μεν που νικούνται και κάνουν αταξίες, αισθάνονται μετά την ενοχή τους και μετανοούν, ενώ οι άλλοι που κατακρίνουν δικαιώνουν τον εαυτό τους, υπερηφανεύονται και καταλήγουν στην ίδια πτώση με τον πονηρό, την υπερηφάνεια.

(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 101-103)

ΈΝΑΣ νέος μοναχός πολεμήθηκε από σαρκική επιθυμία και πήγε να εξομολογηθει σε κάποιο Γέροντα Ερημίτη. Εκείνος όμως, ασυνήθιστος να δεχεται λογισμούς από άλλους, μόλις άκουσε την εξομολόγηση του νέου, ταράχτηκε, αγανάκτησε και τον έλεγε ανάξιο του μοναχικού βίου.
Ο μοναχός έχασε τελείως το θάρρος του, ακούγοντας τον Ερημίτη να εκφράζεται έτσι, έπεσε σε απόγνωση κι αποφάσισε να γυρίσει πίσω στον κόσμο. Στον δρόμο συνάντησε τον Αββά Απολλώ, που είχε φήμη έμπειρου Πνευματικού. Με μια ματιά που του έριξε ο Γέροντας, κατάλαβε την ταραχή της ψυχής του.
- Γιατί είσαι θλιμμένος, παιδί μου; τον ρώτησε με καλοσύνη.
Ο αδελφός δεν έδωσε απόκριση. Ο Αββάς Απολλώς όμως επέμενε να τον ρωτά με τόσο ενδιαφέρον, που στο τέλος λύγισε και του εξομολογήθηκε τον πολεμό του και την απελπισία που του είχαν φέρει τα λόγια του Ερημίτη.
- Γιατί απελπίζεσαι, παιδί μου; του είπε τότε ο Γέροντας. Εγώ σ΄αυτή την ήλικία ακόμη πειράζομαι από τέτοιες επιθυμίες. Γύρισε πίσω στο κελλί σου και συνέχισε με θάρρος τον αγώνα σου. Η φιλανθρωπία του Θεού δεν θα σ’ αφήσει αβοήθητο.
Τα παρηγορητικά λόγια του καλού πνευματικού ιατρού αναπτέρωσαν τις ελπίδες του απελπισμένου. Γύρισε στο κελλί του, αποφασισμένος να συνεχίσει τον αγώνα του, ώσπου να τον επισκεφθεί η Χάρη, για να τον απαλλάξει από τον πολεμό του.
Αφού πρόλαβε την καταστροφή του νέου, θέλησε ο Αββάς Απολλώς να διορθώσει και του Ερημίτη την απειρία. Πήγε έξω από το κελλί του και προσευχήθηκε στον Θεό να παραχωρήσει να έρθει και σ’ αυτόν ο ίδιος πόλεμος.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την προσευχή του κι είδε μπροστά του έναν πανύψηλο άραπη να ρίχνει βέλη πύρινα εναντίον του γέρου Ερημίτη. Εκείνος αμέσως άρχισε να στριφογυρίζει σαν μεθυσμένος, από την άλογη επιθυμία. Άπειρος καθώς ήταν σε παρόμοιο αγώνα, συγχύστηκε και, μην μπορώντας πολύ ν’ αντεξει, πήρε τον ίδιο δρόμο για την πολιτεία, που πριν από λίγο είχε τραβήξει ο νέος. Ο Αββάς Απολλώς όμως τον πρόφθασε.
- Που πηγαίνεις τόσο συγχυσμένος, αδελφέ; τον ρώτησε. Εκείνος από την ντροπή του δεν σήκωσε κεφάλι ν’ απαντήσει.
- Γύρισε στο κελλί σου, του είπε τότε επιτιμητικά ο Γέροντας, κι έχε τον εαυτό σου αγνοημένο από τον διάβολο. Δεν σου δόθηκε ευκαιρία να παλέψεις μαζί του, γι’ αυτό ούτε μιας ημέρας πειρασμό δεν κατόρθωσες να υπομείνεις. Και άλλη φορά μην επιχειρήσεις να συμβουλέψεις άλλον, άφού ο ίδιος είσαι άπειρος και αδίδαχτος.
Αφού τον συμβούλεψε όσο έπρεπε, έκανε προσευχή στον Κύριο ο Γέροντας, κι αμέσως απαλλάχτηκε από τον πολεμο ο Ερημίτης.
- Πήγαινε τώρα στο κελλί σου, του είπε, και παρακάλεσε τον Θεό να σου χαρίζει σύνεση.

ΣΕ ΠΡΟΣΩΠΟ που η συνείδησή σου δεν σε πληροφορεί, συμβουλεύει ο Αββάς Ποιμήν, μην εμπιστεύεσαι την εξομολόγησή σου.



(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.122-123)

Όταν κάθομαι και σκέφτομαι μερικές φορές τη ζωή μου πριν συσχετιστώ με το Χριστό, θλίβομαι και στενοχωριέμαι με τις επιλογές μου! Δούλευα σχεδόν όλη μέρα για να βγάλω κι άλλα χρήματα, που δεν χρειαζόμουν πραγματικά, τα σκορπούσα ασυλλόγιστα σε ψώνια, σε εξόδους και ταξίδια και σε οτιδήποτε μπορούσε να μου δώσει όπως κατάλαβα εκ των υστέρων λίγη πρόσκαιρη χαρά. Όταν ετοιμάζαμε με τον άντρα μου το σπίτι μας για να παντρευτούμε, Θεέ μου, τί σπατάλες κάναμε! Πόση ματαιοδοξία χωράει σε έναν άνθρωπο; Πόσο ντρέπομαι τώρα που τα σκέφτομαι! Συσκευές μεγάλες, μικρότερες και πιο μικρές για κάθε ανάγκη… μέχρι και ηλεκτρικό σκουπάκι που μαζεύει το νερό! Θα μπορούσαν να με προσλάβουν οι διαφημιστικές εταιρίες για τις καμπάνιες τους! Ζήτω η καταναλωτική, υλιστική ζωή!
Και φτιάξαμε ένα σπίτι λουξ και παντρευτήκαμε και ξεκινήσαμε τη ζωή μας με όλα τα κομφόρ αλλά και με πολλά μποφόρ! Γιατί φτιάξαμε το σπίτι αλλά όχι τους εαυτούς μας… κι έτσι τα πάθη και οι αδυναμίες μας άρχισαν να συγκατοικούν και κανένα ηχοσύστημα και καμία επιπλοσύνθεση δεν μπορούσε να μας συμφιλιώσει. Μια μέρα όμως δεήσαμε μέσα στην απόγνωση μας και ακούσαμε τη φωνή του Θεού που μας καλούσε κοντά Του για πολλοστή φορά και έτσι ανταποκρινόμενοι αυτή τη φορά στο κάλεσμα Του μπήκαμε στη γεμάτη αγάπη αγκαλιά Του και τότε νιώσαμε για πρώτη φορά ότι είμαστε παντρεμένοι, τότε που ενωθήκαμε συνειδητά με το Χριστό!
Και αυτή η ένωση μας άνοιξε τα μάτια της ψυχής, μας ελευθέρωσε, μας αναγέννησε, μας ανέστησε! Ο Χριστός πήρε την κακοφτιαγμένη και απορρυθμισμένη ζωή μας και την έβαλε στη δική του τροχιά στην οποία κυριαρχεί η τελειότητα και η αρμονία και μας έκανε πλέον να ζούμε όχι με υλικά αλλά με πνευματικά κριτήρια. Τα πνευματικά αγαθά είναι τώρα για μας ο στόχος και η προτεραιότητα, η αξία τους και η ανωτερότητα τους αδιαμφισβήτητη. Μόνο όταν μπήκαμε στο χώρο της πνευματικής ζωής νιώσαμε αληθινά χαρούμενοι, γεμάτοι και ζωντανοί! Απέκτησε η ζωή μας νόημα και προορισμό! Τώρα δεν με ενδιαφέρει καθόλου αν θα έχω σκουπάκια ή μιξεράκια ή άλλα συμπραγκαλάκια. Ζω σε ένα σπίτι απλό και ταπεινό. Διαθέτει τα απολύτως απαραίτητα, μπορεί και όχι όλα. Αλλά καθόλου δεν με απασχολεί. Αυτό που με νοιάζει τώρα είναι να υπάρχει πάντα μέσα στο σπίτι ο Χριστός! Αλλά για να υπάρχει μέσα στο σπίτι πρέπει να γίνω εγώ κατάλληλη οικοδέσποινα. Αυτός είναι τώρα ο σκοπός της ζωής μου… Αυτή είναι τώρα η νέα μου πνευματική ζωή!(Α.Κ.Β)

Ο ευσεβής πλοίαρχος 

Ένας σωματοφύλακας του αυτοκράτορος ξεκίνησε μαζί με τη σύζυγό του με πλοίο από την Κωνσταντινούπολι, για να προσκυνήση τους Αγ. Τόπους.

Καθώς ταξίδευαν, αυτός και οι υπηρέτες του ξόδευαν σπάταλα το νερό του πλοίου. Όταν λοιπόν έφθασαν στη μέση του ταξιδιού, έλειψε το νερό και βρέθηκαν όλοι σε πολύ δύσκολη θέσι. Άρχισαν τα μικρά παιδιά και οι αδύναμες γυναίκες να λιποθυμούν από τη δίψα!

Σε τρεις ακόμη μέρες η κατάστασις έγινε απελπιστική. Δεν φαινόταν πουθενά ελπίδα σωτηρίας. Θα πέθαιναν όλοι από την έλλειψι του νερού.

Τότε ο σωματοφύλακας, ενώ ο ίδιος ήταν αίτιος της συμφοράς, μη υποφέροντας άλλο, τράβηξε το ξίφος του θέλοντας να σκοτώση τον πλοίαρχο και τους ναύτες. Κάποιος όμως τον συγκράτησε:

- Μην κάνης άδικο φόνο. Μάλλον παρακάλεσε και συ τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, τον «ποιούντα μεγάλα και ανεξιχνίαστα», να μας λυπηθή.

Την τέταρτη μέρα ο ευσεβής πλοίαρχος, που έκανε τριήμερο προσευχής και νηστείας, φώναξε δυνατά:

- Δόξα σοι, Χριστέ, ο Θεός!

Όλοι απόρησαν. Εκείνος όμως διέταξε τους ναύτες:

- Ξεδιπλώστε γρήγορα τις δερμάτινες τέντες του πλοίου.

Αφού τις ξεδίπλωσαν και τις άπλωσαν στο κατάστρωμα, ξαφνικά έρχεται ένα σύννεφο ακριβώς επάνω από το πλοίο και άρχισε να βρέχη! Οι τέντες μάζεψαν το σωτήριο νερό και όλα τα δοχεία γέμισαν.

Έτσι το πλοίο μπόρεσε με ασφάλεια ν’ αρμενίση προς την Παλαιστίνη.

(Λειμωνάριον)

(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τ. Β΄, σ. 124-125)

Η ελευθερία 

Εάν θέλεις ελευθερία, τότε προσπάθησε πρώτα να ελευθερωθείς πρώτα εσύ από τον ίδιο σου τον εαυτό. Όσον αφορά στη γνώση ισχύει ως κορυφαίος ο κανόνας: Γνώρισε τον ίδιο σου τον εαυτό! Όσον αφορά στην ηθική ισχύει ως κορυφαίος ο κανόνας: Ελευθερώσου από τον ίδιο σου τον εαυτό!

Εάν θέλεις να φθάσεις την ελευθερία με επανάσταση, τότε εξέγειρε την επανάσταση πρώτα ενάντια στον ίδιο σου τον εαυτό και θα δεις ότι όλες οι άλλες επαναστάσεις είναι περιττές.

Εάν θέλεις να φθάσεις στην ελευθερία με πόλεμο, τότε ξεκίνα τον πόλεμο πρώτα ενάντια στον ίδιο σου τον εαυτό, κι αν ολοκληρώσεις αυτόν τον πόλεμο με επιτυχία, θα δεις ότι όλοι οι υπόλοιποι πόλεμοι είναι περιττοί.

Λες ότι επιθυμείς την ελευθερία; Τότε πρέπει να σταθείς δίπλα στον Θεό ενάντια στον εαυτό σου και ενάντια στον κόσμο. Πρώτα ενάντια στον εαυτό σου, αφού μέσα σου είναι το κύριο πεδίο μάχης ενάντια στον κόσμο. Εάν νικήσεις τον κόσμο εκεί, στον εαυτό σου, στο κύριο πεδίο μάχης, τον νίκησες σε όλα τα μέτωπα. Εάν όμως τον νικήσεις σε όλα του τα μέτωπα, ενώ δεν τον νικήσεις μέσα σου, αυτός θα παραμείνει ανίκητος στο κυριότερό του φρούριο.

Εάν δεν νικήσεις τον εαυτό σου μ’ όλους τους άλλους κόπους που θα καταβάλεις το μόνο που θα καταφέρεις θα είναι να πηδάς από φυλακή σε φυλακή, από κλουβί σε κλουβί. Η ελευθερία της κοινωνίας και η εθνική ελευθερία και η ελευθερία του κράτους και η παγκόσμια ελευθερία, χωρίς απελευθέρωση από τον ίδιο της τον εαυτό, είναι μόνο παραπλανητικά και ψεύτικα ονόματα διάφορων φυλακών, διάφορων κλουβιών.

Απελευθερώσου από τον ίδιο σου τον εαυτό και θα είσαι εκτός, από όλες τις φυλακές και όλα τα κλουβιά.

(Στοχασμοί περί καλού και κακού, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σ. 110-111)

Στη σιωπή της προσευχής…

Μες τη σιωπή μου προσπαθώ
να σε γνωρίσω εντός μου,
μες τη σιωπή μου πώς ποθώ
ν’ ακούσω τη φωνή Σου.

Η φλυαρία των παθών
σκέπασε τη φωνή Σου,
και η καρδιά μου αγωνιά
να υψωθεί στο φως Σου.

Δως μου να μάθω να σιωπώ
μέσα στη σιωπή μου.
Τα χείλη μου να Σε υμνούν
εν καθαρά καρδία,
και να μιλούνε μοναχά
με το δικό Σου λόγο.

Δως μου το χέρι Σου Χριστέ
να έρθω πιο κοντά Σου,
ν’ ακούω κάθε ψίθυρο
που ηχείς στην προσευχή μου,
και να μεθύσει η ψυχή
απ’ το Άγιο άρωμά Σου.

(Π.Α.Δ.)

κοσμική

Όταν χάνης το χρόνο σου σε θέατρα με χορευτές και μίμους και σπαταλάς τη ζωή σου σε βρώμικα θεάματα, δεν εξυπηρετείς κάποια ανάγκη. Όταν εμείς σε καλούμε στην εκκλησία, τότε προβάλλεις όλες τις δικαιολογίες και μύρια εμπόδια.

Ε.Π.Ε. 18,144

με κοσμιότητα

Επιτρέπεται και να κάνουμε αστεία, αλλά με την πρέπουσα κοσμιότητα.

Ε.Π.Ε. 22,302

αισχρή

Τώρα όμως τα παιδιά σας λένε τραγούδια και χορούς του Σατανά, όπως οι μάγειροι και οι τραπεζοκόμοι και οι χορευτές. Κανένας όμως δεν γνωρίζει κανένα ψαλμό. Και θεωρείται ντροπή να ψάλλη κανείς. Κι οι άλλοι τον χλευάζουν και γελάνε. Από εκεί διαιωνίζονται όλα τα κακά.

Ε.Π.Ε. 22,266

ούτε κατηφής ούτε διαχυτικός

Να μην είσαι κατηφής και σκυθρωπός, διότι κάτι τέτοιο είναι αποκρουστικό. Ούτε να είσαι διαχυτικός, διότι έτσι δεν θα σου δίνουν σημασία, όπως συνήθως. Να πάρης την αρετή και των δυο, για ν’ αποφεύγης την κακία, όπως η μέλισσα. Από τον ένα να πάρης το σεμνό και από τον άλλον το χαρούμενο.

Ε.Π.Ε. 22,308

όχι διαχυτικοί χοροί σε γάμους

Ο γάμος είναι μυστήριο και τύπος μεγάλου πράγματος. Αν δεν ντρέπεσαι την ιερότητα του γάμου, ας ντραπής τουλάχιστον εκείνο το γεγονός, που τύπος του είναι ο γάμος... Ο γάμος είναι τύπος της ενώσεως Χριστού και Εκκλησίας, και συ τον καταντάς πορνείο;

Ε.Π.Ε. 22,342

και πανηγύρια

Αύριο θα γεμίση το προάστειο από παρέες αντρών. Το θέαμα οδηγεί ακόμα και εκείνον που θέλει να εγκρατεύεται στο να μιμηθή χωρίς να το θέλη την ασχημοσύνη τους, και μάλιστα τη στιγμή που ο διάβολος βρίσκεται ανάμεσα τους. Πώς; Προκαλείται με τα πορνικά άσματα, με τα αισχρά λόγια, με τη δαιμονική πομπή. Συ όμως απαρνήθηκες όλη αυτή τη σατανική πομπή. Αποδέχτηκες τη λατρεία του Χριστού τη μέρα που βαφτίστηκες και αξιώθηκες των ιερών μυστηρίων. Να θυμάσαι πάντοτε τα λόγια της συμφωνίας που έκανες με το Θεό και ν’ αποφεύγης την παράβασι.

Ε.Π.Ε. 37,238

 

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 46-48)

ε’ . Είπε πάλι στους αδελφούς: «Μη φέρνετε εδώ πολύ νέους. Γιατί τέσσερις μοναχικοί οικισμοί σε Σκήτη ερημώθηκαν εξαιτίας τους».

στ'. Έλεγαν για τον Αββά Ισαάκ, ότι τη στάχτη από το θυμίαμα της Θείας Λειτουργίας την έτρωγε μαζί με το ψωμί του.

ζ ’.Έλεγε ο Αββάς Ισαάκ στους αδελφούς: «Οι πατέρες μας και ο Αββάς Παμβώ φορούσαν παλιά χιλιομπαλωμένα ρούχα και καμωμένα από φλούδα χουρμά. Τώρα δε, φοράτε ακριβά. Πηγαίνετε παρά κάτω. ’Έχετε ερημώσει τα εδώ». Και όταν επρόκειτο να πηγαίνουν στον θερισμό, τους έλεγε: «Δεν σας δίνω πλέον εντολές. Γιατί δεν τις τηρείτε».

η'. Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες, ότι ήλθε κάποτε ένας από τους αδελφούς, φορώντας μικρό κουκούλι, στην εκκλησία των Κελλιών, όταν ήταν εκεί ο Αββάς Ισαάκ. Και τον έδιωξε ο γέρων, λέγοντας, ότι εκεί είναι τόπος μοναχών και εκείνος, όντας κοσμικός, δεν μπορούσε να μείνη.

θ'. Είπε ο Αββάς Ισαάκ: «Ουδέποτε έμπασα στο κελλί μου λογισμό εναντίον αδελφού οπού με έθλιψε. Και ο ίδιος φρόντιζα να μην αφήνω αδελφό στο κελλί του, οπού να έχη λογισμό εναντίον μου».

Ι΄. Έπεσε σε σοβαρή αρρώστια ο Αββάς Ισαάκ και χρόνισε σ’ αυτή. Του έφτιαξε δε ο αδελφός λίγη κουρκούτη και της πρόσδεσε δαμάσκηνα. Αλλά ο γέρων δεν ήθελε να γευθή. Και ο αδελφός τον παρακαλούσε, λέγοντας:

«Πάρε λίγο, Αββά, για την αρρώστια». Και Του απαντά ο γέρων: «Σε βεβαιώνω, αδελφέ, θα ήθελα να κάμω σ’ αυτή την αρρώστια τριάντα χρόνια».

ια'. Έλεγαν για τον Αββά Ισαάκ, ότι, σαν επρόκειτο να τελευτήση, συνάχθηκαν γύρω του οι γέροντες και έλεγαν: «Τί θα κάμουμε, πάτερ, σαν μας φύγης;». Και εκείνος τους είπε: «Κοιτάξετε πώς έζησα ενώπιον σας.

Αν θέλετε και σεις να ακολουθήσετε και να τηρήσετε τις εντολές του Θεού, στέλνει τη χάρη του και φυλάει αυτόν τον τόπο. Αν όμως δεν τις τηρήσετε, δεν θα μείνετε σ’ αυτόν τον τόπο. Γιατί και εμείς, όταν επρόκειτο να πεθάνουν οι πατέρες μας, νοιώθαμε λύπη. Αλλά, τηρώντας τις εντολές του Κυρίου και τις δικές τους παραγγελίες, σταθήκαμε σαν να ήταν και εκείνοι μαζί μας. Έτσι και σεις να κάμετε και σώζεστε».

ιβ'. Ιστορούσε ο Αββάς Ισαάκ ότι ο Αββάς Παμβώ έλεγε: «Τέτοιο πρέπει να φορά ο μοναχός ιμάτιο, ώστε, αν το αφήση έξω από το κελλί του επί τρεις μέρες, κανείς να μη το πάρη».

                                             Του Αββά Ιωσήφ, οπού ήταν στην Πανεφώ

α’ . Ανέβηκαν κάποτε μερικοί πατέρες στον Αββά Ιωσήφ, στην Πανεφώ, για να τον ρωτήσουν σχετικά με τους αδελφούς οπού φιλοξενούσαν στον τόπο τους, αν έπρεπε να συγκαταβαίνουν και να τους μιλούν ελεύθερα. Και πριν ερωτηθή, είπε ο γέρων στον μαθητή του: «Κοίταξε να καταλάβης αυτό οπού θα κάμω σήμερα και δείξε υπομονή». Και έβαλε ο γέρων δυο μαξιλαράκια, ένα από τα δεξιά του και ένα από τα αριστερά του, και είπε: «Καθίστε». Και εισήλθε στο κελλί του και φόρεσε ιμάτια επαιτικά. Και βγαίνοντας, πέρασε ανάμεσά τους. Και πάλι μπαίνοντας, φόρεσε τα δικά του ιμάτια. Και βγαίνοντας πάλι, κάθισε ανάμεσά τους. Αυτοί δε απόρησαν με το τί έκαμε ο γέρων. Και τους είπε: «Καταλάβατε τι έκαμα;». Λένε: «Ναι». Τους λέγει: «Μήπως έγινα άλλος επειδή φόρεσα ρούχο εξευτελιστικό;». Του λένε: Όχι». Και τότε τους λέγει: Αφού λοιπόν ο ίδιος είμαι και με τα δυο είδη αμφιέσεως, όπως το πρώτο δεν με άλλαξε, έτσι και το δεύτερο δεν με έβλαψε. ’Ετσι πρέπει να κάνουμε στην υποδοχή των ξένων αδελφών, κατά το άγιο Ευαγγέλιο όπου λέγει: Δότε τα καίσαρος καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ. Όταν λοιπόν είναι παρόντες αδελφοί, ας τους δεχόμαστε μιλώντας ελεύθερα. Όταν όμως είμαστε ολομοναχοί, έχουμε ανάγκη του πένθους να παραμείvη σ’εμάς». Και εκείνοι, ακούοντας, θαύμασαν, όπου τους είπε ακόμη και όσα είχαν στην καρδιά τους, πριν τον ρωτήσουν. Και δόξασαν τον Θεό.

β . Είπε ο Αββάς Ποιμήν στον Αββά Ιωσήφ: «Πες μου, πώς θα γίνω μοναχός;». Και του αποκρίθηκε: Αν θέλης να βρής ανάπαυση και εδώ και εκεί, σε κάθε περίσταση λέγε: Εγώ ποιος είμαι; Και μη κρίνεις τον άλλο».

γ'. Ο ίδιος πάλι ρώτησε τον Αββά Ιωσήφ, λέγοντας: «Τί να κάμω όταν πλησιάζουν τα πάθη; Να τους αντισταθώ ή να τα αφήσω να εισέλθουν;». Του λέγει ο γέρων: Αφησέ τα να εισέλθουν και πολέμησε μαζί τους». Γύρισε λοιπόν στη Σκήτη και έμενε εκεί. Και ήλθε ένας από τους Θηβαίους στη Σκήτη και έλεγε στους αδελφούς: «Ρώτησα τον Αββά Ιωσήφ, λέγοντας: Αν με πλησιάση κανένα πάθος, να του αντισταθώ ή να το αφήσω να εισέλθη;». Και μου είπε: «Μη αφήσης καθόλου να εισέλθουν τα πάθη, αλλά ευθύς ξέκοψέ τα». Ακούοντας δε ο Αββάς Ποιμήν ότι έτσι είπε στον Θηβαίο ο Αββάς Ιωσήφ, σηκώθηκε, πήγε σ’ αυτόν, στην Πανεφώ, και του λέγει: «Αββά, εγώ σου εμπιστεύτηκα τους λογισμούς μου. Και να, αλλοιώς μίλησες σ’ εμένα και αλλοιώς στον Θηβαίο». Του αποκρίνεται ο γέρων: «Δεν ξέρεις ότι σε αγαπώ;». Και είπε: «Ναι». «Δεν μου έλεγες συ : Μίλησέ μου σαν να μιλούσες στον εαυτό σου;». Και είπε: «Έτσι είναι». Του λέγει τότε ο γέρων: Αν εισέλθουν τα πάθη και τα αντιμετωπίσης, θα σε κάμουν δοκιμώτερο. Εγώ λοιπόν σου μίλησα σαν στον εαυτό μου. Υπάρχουν όμως κι άλλοι ,οπού ούτε να τους πλησιάσουν τα πάθη δεν συμφέρει. Αλλά έχουν ανάγκη ευθύς να τα ξεκόψουν.

δ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ιωσήφ, λέγοντας:« Τί να κάμω; Γιατί, ούτε να κακοπαθήσω μπορώ ούτε να εργαστώ και να δώσω αγάπη». Του λέγει ο γέρων: Αν δεν μπορής τίποτε απ’ αυτά να κάμης, τουλάχιστο φύλαξε τη συνείδηση σου από κάθε κακό απέναντι του πλησίον σου. Και σώζεσαι».

ε’. 'Έλεγε ένας από τους αδελφούς, ότι πήγα κάποτε στον Αββά Ιωσήφ. Και είχε στο Μοναστήρι πολύ ωραία συκάμινα. Και μού λέγει πρωί πρωί: «Πήγαινε, φάγε». ‘Ήταν δε Παρασκευή. Και δεν πήγα, εξαιτίας της νηστείας. Αλλά τον παρακάλεσα και του είπα: «Για χάρη Του Θεού, εξήγησέ μου αυτόν τον λογισμό. Συ μου είπες να πάω και να φάγω. Αλλά εγώ, εξαιτίας της νηστείας, δεν πήγα και ντρεπόμουν για την εντολή σου, με τη σκέψη τί νόημα είχαν τα λόγια του γέροντος. Τί έπρεπε λοιπόν να κάμω, αφού μου έλεγες να πάω;». Και εκείνος είπε: «Οι πατέρες από την αρχή δεν λέγουν στους αδελφούς το ορθό, αλλά μάλλον τα στρεβλά. Και αν δουν ότι κάνουν τα στρεβλά, δεν τους λέγουν πλέον τα στρεβλά, αλλά την αλήθεια. Γιατί ξέρουν, ότι σε όλα είναι υπάκουοι».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

Του Αββά Ισιδώρου του Πηλουσιώτη
α΄. Έλεγε ο Αββάς Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης: «Βίος χωρίς λόγια είναι πιο ωφέλιμος από λόγια χωρίς βίο. Ο ένας μεν και σιγώντας ωφελεί. Ο δε και φωνάζοντας ζημιώνει. Αν όμως και λόγια και βίος συμπίπτουν, αποτελούν άκρας φιλοσοφίας κατόρθωμα».
β΄. Ο ίδιος έλεγε: «Τις αρετές να τιμάς. Και να μη επιδιώκης την καλοπέραση. Γιατί οι μεν είναι πράγμα αθάνατο. Ενώ η άλλη εύκολα χάνεται».
γ'. Είπε πάλι: «Πολλοί άνθρωποι ορέγονται μεν την αρετή, άλλα δεν βρίσκουν το σθένος να πάρουν τον δρόμο οπού οδηγεί σ’ αυτή. Άλλοι, πάλι, ούτε τη βλέπουν σαν αρετή. Πρέπει λοιπόν να πείσουμε τους μεν να αποβάλουν την ψυχική τους αδυναμία. Και τους δε να τους διδάξουμε ότι πραγματικά αρετή είναι η αρετή».
δ'. Είπε πάλι: «Η κακία και από τον Θεό τους ανθρώπους απεμάκρυνε και μεταξύ τους τούς χώρισε. Αυτήν λοιπόν πρέπει να την αποφεύγουμε με βία και να επιδιώκουμε την αρετή, οπού και στον Θεό οδηγεί και μεταξύ μας μάς ενώνει. Προϋπόθεση δε της αρετής και της ορθοφροσύνης είναι η απλότης με σύνεση».
ε΄. Έλεγε πάλι: «Επειδή μεγάλο είναι της ταπεινοφροσύνης το ύψος και της αλαζονείας το γκρέμισμα, σας συμβουλεύω, εκείνο μεν να το επιδιώκετε, σ΄ αυτό δε να μη καταντήσετε».
στ΄. Είπε πάλι: «Η φοβερή και αδίσταχτη της φιλοχρηματίας αγάπη, κόρο μη γνωρίζοντας, στο έσχατο των κακών σπρώχνει την ψυχή, αφού την κυριεύση. Λοιπόν, από την αρχή-αρχή ας διώξουμε τέτοια αγάπη. Γιατί, αν κυριαρχήση μέσα μας, δεν κατανικάται».
Του Αββά ’Ισαάκ,
του πρεσβυτέρου των Κελλιών
α'. Ήλθαν κάποτε να κάμουν τον Αββά Ισαάκ πρεσβύτερο. Και ακούοντάς το, έφυγε στην Αίγυπτο. Και πήγε σ’ ένα χωράφι και κρύφθηκε ανάμεσα στα σπαρτά. Τον πήραν λοιπόν από πίσω οι πατέρες. Και φτάνοντας σ’ εκείνο το χωράφι, σταμάτησαν για να ξεκουρασθούν λίγο εκεί. Γιατί είχε πέσει η νύχτα. Και άφησαν τον όνο να βόσκη. Φεύγοντας λοιπόν το ζώο, πήγε και στάθηκε απέναντι στον γέροντα. Και το πρωί, αναζητώντας το υποζύγιο, βρήκαν και τον Αββά Ισαάκ. Και θαύμασαν. Θέλοντας δε να τον δέσουν, δεν τους άφησε, λέγοντας: «Δεν φεύγω πλέον. Θέλημα θεού είναι. Και όπου και αν φεύγω, στο ίδιο έρχομαι».
β'. Είπε ο Αββάς Ισαάκ: «Όταν ήμουν νεώτερος, έμενα μαζί με τον Αββά Κρόνιο. Και ποτέ δεν μου είπε να κάμω κάτι, παρ’ όλο ότι έτρεμε από τα γηρατειά. Αλλά μόνος του σηκωνόταν και πρόσφερνε το κανάτι σ’ εμένα και στους άλλους επίσης. Και με τον Αββά Θεόδωρο της Φέρμης έμεινα και ούτε αυτός μου έλεγε να κάμω τίποτε. Αλλά και το τραπέζι ο ίδιος έστρωνε και έλεγε: Αδελφέ, αν θέλης, έλα να φας. Και εγώ του έλεγα: Αββά, ήλθα σ΄ εσένα για να ωφεληθώ. Γιατί λοιπόν δεν μου λες κάτι να κάμω; Ο δε γέρων πάντα σιωπούσε. Και έφυγα και το ανεκοίνωσα στους γέροντες. Πήγαν οι γέροντες σ΄ αυτόν και του είπαν: Αββά, ήλθε ο αδελφός  στην αγιωσύνη σου για να ωφεληθή. Γιατί λοιπόν δεν του λες τίποτε να κάμη; Και τους αποκρίνεται ο γέρων: Αλλά μήπως είμαι κοινοβιάρχης, για να του ορίσω να κάμη κάτι; Τίποτε δεν του λέγω εγώ, βέβαια. Αλλά αν θέλη, ό,τι με βλέπει να κάνω, ας το κάνει και αυτός. Από τότε λοιπόν, προλάβαινα και έκανα κάθετι οπού επρόκειτο ο γέρων να κάνη. Εκείνος δε, αν κάτι έκανε, σιωπώντας το έκανε. Και αυτό με δίδαξε, να κάνω ό,τι κάνω με σιωπή».
γ'. Ο Αββάς Ισαάκ και ο Αββάς Αβραάμ έμεναν μαζί. Και μπαίνοντας ο Αββάς Αβραάμ, βρήκε τον Αββά Ισαάκ να κλαίη. Και του λέγει: «Τί κλαίς;». Και είπε ο γέρων: «Και γιατί να μη κλαίμε; Πού μπορούμε να πάμε τώρα; Κοιμήθηκαν οι πατέρες μας. Δεν μας αρκούσε το εργόχειρο για τα ναύλα οπού δίναμε στα πλοία, όταν φεύγαμε για να επισκεφθούμε τους γέροντες. Τώρα λοιπόν απωρφανισθήκαμε. Γι΄ αυτό και εγώ κλαίω».
δ . Είπε ο Αββάς Ισαάκ: «Ξέρω αδελφό οπού θέριζε σε χωράφι και θέλησε να φάγη στάχυ σιταριού. Και είπε στον κύριο του χωραφιού: Μ’ αφήνεις να φάω ένα στάχυ σιταριού; Και εκείνος, ακούοντας, θαύμασε και του είπε: Δικό σου είναι το χωράφι, πάτερ, και μένα ρωτάς;
Έως αυτό το σημείο έκανε με ακρίβεια ο αδελφός το καθετί.

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

Τις προάλλες είχε έρθει στο σπίτι ένας ηλεκτρολόγος για να μου φτιάξει μια πρίζα και όση ώρα δούλευε σκεφτόμουν πως κι εμείς οι άνθρωποι είμαστε σαν τις ηλεκτρικές συσκευές. Αν δεν μπούμε στη δική μας πρίζα ή θα υπολειτουργούμε ή δε θα λειτουργούμε καθόλου. Η δική μας πρίζα είναι ο Χριστός! Αν η ψυχή μας δε συνδεθεί μαζί Του τότε η ζωή μας θα είναι προβληματική. Χωρίς το ‘ρεύμα’ και την ‘ενέργεια’ Του θα φυτοζωούμε και στο τέλος θα καταντήσουμε ζωντανοί- νεκροί! Ο βραστήρας όταν ξαναμπήκε στην επιδιορθωμένη πρίζα άρχισε πάλι να ζεσταίνει το νερό. Όσο παρέμενε ανενεργός ήταν απλά διακοσμητικός, χωρίς καμία χρησιμότητα. Έτσι και η ψυχή μας όσο δε μπαίνει στη δική της πρίζα απλά υπάρχει χωρίς καμία ουσιαστική δυνατότητα χρήσης της. Κι έτσι η ζωή περνάει χωρίς νόημα, ουσία και σκοπό.
Από τη στιγμή όμως που θα κάνουμε τη σύνδεση τότε η ζωή μας θα μεταμορφωθεί γιατί η ψυχή μας θα γίνει φωτεινή, δυναμική, ειρηνική, χαρούμενη αλλά και ετοιμοπόλεμη αφού θα είναι συνδεδεμένη με την πηγή του φωτός, της δύναμης, της ειρήνης, της χαράς και του θάρρους. Παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου πόσο μελαγχολικοί, φοβισμένοι και απελπισμένοι δείχνουν και στενοχωριέμαι γιατί ξέχασαν ή αγνοούν ότι η λύση στο πρόβλημα τους βρίσκεται μέσα τους… ότι αυτό που χρειάζεται να κάνουν είναι να ενεργοποιήσουν τη σύνδεση τους με το Χριστό! Και είναι αυτή η ένωση που μας ισχυροποιεί και μας προστατεύει από τη χειραγώγηση και τα τοξεύματα του αντίθεου στον οποίο είμαστε εύκολο θήραμα, απόλυτα εκτεθειμένοι και ανοχύρωτοι αν είμαστε μόνοι μας.
Ας μην αναβάλουμε άλλο! Αν θέλουμε να αλλάξουμε τη ζωή μας ας κάνουμε επιτέλους αυτό για το οποίο δημιουργηθήκαμε… ας ενωθούμε με το Δημιουργό μας. Αυτός είναι ο αληθινός σκοπός αυτής της ζωής, αυτή η αποστολή μας. Η είσοδος μας στους κόλπους της Εκκλησίας, η συμμετοχή μας στα θεία μυστήρια, η πνευματικοποίηση της κοσμικής ζωής μας θα μας εισάγει σε έναν νέο χώρο όπου θα απολαύσουμε χαρές και εμπειρίες ανεκλάλητες! Ας βιάσουμε λοιπόν τους εαυτούς μας να μπούμε στην πρίζα του Χριστού γιατί αν το κάνουμε από αυτή τη ζωή θα έχουμε περισσότερες πιθανότητες να απολαύσουμε το Χριστό και στην άλλη, την αληθινή, την αιώνια Ζωή!(Α.Κ.Β)

katafigioti

lifecoaching