ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Του Α β β ά Ιωάννη,
οπού έμενε σε Κοινόβιο
Ήταν ένας αδελφός  οπού ζούσε σε Κοινόβιο, πολύ αφωσιωμένος στην άσκηση. Ακούοντας δε κάποιοι αδελφοί, σε Σκήτη, γι’ αυτόν, ήλθαν να τον δουν. Και εισήλθαν στον τόπο οπού εκείνος εργαζόταν. Και αφού τους ασπάσθηκε γύρισε και συνέχισε την εργασία του. Βλέποντας οι αδελφοί τότε τι έκαμε, του λέγουν: «Ιωάννη, ποιος σου έβαλε το σχήμα; Ή ποιος σε έκαμε μοναχό και δεν σε δίδαξε ότι πρέπει να παίρνης από τους αδελφούς το πανώρασο και να τους λες: ευχηθήτε ή καθίστε;». Και τους αποκρίνεται: «Ο Ιωάννης ο αμαρτωλός δεν ευκαιρεί για τέτοια».
Του Αββά Ισιδώρου της Σκήτης
α΄. Έλεγαν για τον Αββά Ισίδωρο, τον πρεσβύτερο της Σκήτης, ότι, αν είχε τινάς αδελφό αντίλογο και ασθενή ή ολίγωρο ή υβριστή και ήθελε να τον αποδιώξη, έλεγε: «Ας μου τον φέρετε έμενα». Και τον έπαιρνε κοντά του και με τη μακροθυμία του τον έσωζε.
β΄. Ένας αδελφός τον ρώτησε, λέγοντας: «Γιατί οι δαίμονες σε φοβούνται τόσο πολύ;». Του άπαντα ο γέρων: «Γιατί, αφ’ ότου έγινα μοναχός, προσπαθώ να μη αφήνω την οργή να ανεβή στα χείλη μου».
γ΄. Έλεγε πάλι, ότι είχε σαράντα χρόνια, οπού, ενώ αισθανόταν την κατά διάνοιαν αμαρτία, ποτέ δεν είχε συγκατατεθή ούτε σε επιθυμία ούτε σε θυμό.
δ'. Είπε πάλι: «Εγώ, όταν ήμουν νεώτερος και έμενα στο κελλί μου, μέτρο συνάξεως δεν είχα. Η νύχτα και η μέρα μου ήταν σύναξη».
ε'. Είπε ο Αββάς Ποιμήν για τον Αββά Ισίδωρο, ότι έπλεκε δεμάτι ζεμπιλιών κάθε νύχτα. Και τον παρακαλούσαν οι αδελφοί, λέγοντας: «Ανάπαυσε τον εαυτό σου λίγο, γιατί πλέον γήρασες». Και τους έλεγε: «Αν έκαιαν τον Ισίδωρο και τη στάχτη του στον άνεμο σκόρπιζαν, ούτε και τότε δεν θα είχα τίποτε στο ενεργητικό μου, γιατί ο Υιός του Θεού ήλθε εδώ για μας».
στ'. Ο ίδιος είπε για τον Αββά Ισίδωρο, ότι του έλεγαν οι λογισμοί: «Είσαι μεγάλος άνθρωπος». Και τους αποκρινόταν: «Μήπως είμαι ίσος με τον Αββά Αντώνιο; Ή έφτασα καθόλου τα μέτρα του Αββά Παμβώ και των λοιπών πατέρων, οπού ευαρέστησαν στον Θεό;». Και αυτά παρεισάγοντας, εύρισκε ειρήνη. Και όταν οι νοητοί εχθροί πήγαιναν να τον κάμουν να λιγοψυχήση, ότι δήθεν υστέρα από όλα αυτά επρόκειτο να καταλήξη στην κόλαση, τους έλεγε ο ίδιος: «Και στην κόλαση να βρεθώ, πάλι από κάτω μου θα σας έχω».
ζ΄. Είπε ο Αββάς Ισίδωρος: «Πήγα κάποτε στην αγορά να πουλήσω κάτι αντικείμενα. Και βλέποντας την οργή να με πλησιάζη, παράτησα τα αντικείμενα εκείνα και έφυγα».
η'. Πήγε κάποτε ο Αββάς Ισίδωρος στον Αββά Θεόφιλο, τον Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας. Και σαν γύρισε στη Σκήτη, τον ρώτησαν οι αδελφοί: «Πώς είναι η πόλη;». Και εκείνος τους αποκρίθηκε: «Σας βεβαιώνω, αδελφοί, εγώ πρόσωπο ανθρώπου δεν είδα, παρά μονάχα του Αρχιεπισκόπου». Εκείνοι δε, ακούοντάς τον, ταράχθηκαν και είπαν: «Τους κατάπιε η γη, Αββά;». Και αυτός είπε: «Όχι, δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Αλλά δεν με νίκησε ο λογισμός να δω κάποιον». Και εκείνοι, ακούοντας, θαύμασαν και στηρίχτηκαν, για να φυλάγωνται και να μη σηκώνουν ψηλά τα μάτια τους.
δ'. Ο ίδιος Αββάς Ισίδωρος είπε: «Η σύνεση των αγίων αυτή είναι, να έχουν επίγνωση του θείου θελήματος. Γιατί όλα τα κατορθώνει ο άνθρωπος στην υπακοή της αλητείας, όντας πλασμένος κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού. Και από όλα τα πνεύματα φοβερώτερο είναι το να ακολουθή τινάς την καρδιά του, ήγουν τον δικό του λογισμό και όχι τον νόμο του Θεού. Και ύστερα πέφτει σε πένθος, επειδή δεν γνώρισε το μυστήριο ούτε βρήκε την οδό των αγίων για να εργάζεται σ’ αυτή. Τώρα λοιπόν, καιρός του ποιήσαι τω Κυρίω, γιατί η σωτηρία είναι στον καιρό της θλίψεως. Το λέγει και η η γραφή: Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

λστ'. Είπε κάποιος από τους πατέρες γι’ αυτόν: «Ποιός είναι ο Ιωάννης, οπού, με την ταπείνωση του, κρέμασε όλη τη Σκήτη στο μικρό του δάχτυλο;».
λζ'. Ρώτησε ένας από τους πατέρες τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό, τί είναι ο μοναχός. Και εκείνος είπε: «Κόπος. Γιατί ο μοναχός σε κάθε έργο κοπιάζει. Έτσι είναι ο μοναχός».
λη΄. Είπε ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός, ότι ένας πνευματικός γέρων έγινε έγκλειστος και έβγαλε μεγάλο όνομα στην πόλη και είχε δόξα πολλή. Και τον ειδοποίησαν: «Κάποιος από τους αγίους βρίσκεται στα στερνά του. Πήγαινε να τον ασπαστής, πριν κοιμηθή». Και συλλογίστηκε μέσα του: «Αν βγω τη μέρα, θα τρέξουν γύρω μου οι άνθρωποι και θα μου  κάμουν πολλή δόξα και θα χάσω την ειρήνη μου. Θα ξεκινήσω λοιπόν το βράδι, με το σκοτάδι ξεφεύγοντάς τους όλους». Βγήκε λοιπόν, σαν έπεσε το βράδι, από το κελλί του, επειδή ήθελε να μη τον πάρη είδηση κανείς. Αλλά να, από τον Θεό στέλνονται κάτω δυο Άγγελοι με φανούς, κάνοντας του φως. Έτσι όλη η πόλη πρόστρεξε, βλέποντας τη δόξα του. Και όσο νόμιζε ότι απέφευγε τη δόξα, τόσο πιο πολύ δοξάσθηκε. Σ’ αυτό το γεγονός εκπληρώθηκε το γραμμένο: «Πάς ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται».
λθ΄. Έλεγε ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός: «Δεν γίνεται να χτίση τινάς σπίτι αρχίζοντας από τα επάνω και καταλήγοντας στα κάτω. Θα αρχίση από τα θεμέλια και θα συνέχιση προς τα άνω». Του λέγουν: «Τι σημαίνουν αυτά τα λόγια;». Τους αποκρίνεται: «Τα θεμέλια είναι ο πλησίον, το πως θα τον κερδίσης. Και ωφελείσαι πρώτος. Γιατί σ’ αυτόν κρέμονται όλες οι εντολές του Χρίστου».
μ'. Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη, ότι κάποιας κόρης τελεύτησαν οι γονείς και απόμεινε ορφανή. Το δε όνομά της ήταν Παϊσία. Σκέφθηκε λοιπόν να μεταβάλη το σπίτι της σε ξενοδοχείο, για να εξυπηρετή τους πατέρες της Σκήτης. Εργαζόταν αρκετό καιρό σαν ξενοδόχος, εξυπηρετώντας τους πατέρες. Μετά δε από καιρό, αφού εξαντλήθηκε το βιός της, άρχισε να στερήται. Τότε την πλησίασαν άνθρωποι διεστραμμένοι και την έβγαλαν από τον αγαθό της σκοπό. Έτσι, άρχισε να κάνη κακή ζωή και κατέληξε στην ακολασία. Το άκουσαν οι πατέρες και πολύ λυπήθηκαν. Φώναξαν λοιπόν τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό και του είπαν: «Ακούσαμε για την αδελφή εκείνη ότι πήρε τον κακό δρόμο. Όταν μπορούσε, μας έδειξε την αγάπη της. Τώρα και εμείς ας της δείξουμε αγάπη και ας τη βοηθήσουμε. Κάμε λοιπόν τον κόπο και πήγαινε σ’ αυτήν και, με τη σοφία οπού σου έδωσε ο Θεός, λύσε το πρόβλημά της». Πήγε, έτσι, ο Αββάς Ιωάννης να τη βρή και λέγει στο γραΐδιο οπού έκανε χρέη θυρωρού: «Ανάγγειλέ με στην κυρά σου». Αλλά εκείνη τον απέπεμψε, λέγοντας: «Σεις από την αρχή της φάγατε όλα όσα είχε και δεν είχε. Και να, είναι φτωχή». Της λέγει ο Αββάς Ιωάννης: «Μα πρόκειται να της κάμω μεγάλο καλό». Τα δε παιδιά της, χαμογελώντας, του λέγουν: «Τι έχεις λοιπόν να της προσφέρης και θέλεις να τη δής;». Και εκείνος αποκρίθηκε, λέγοντας: «Από που ξέρετε τί έχω να της δώσω;». Ανέβηκε το γραΐδιο και της ανέφερε τα σχετικά μ’ αυτόν. Και της λέγει η νέα γυναίκα: «Αυτοί οι μοναχοί πάντοτε πηγαινοέρχονται πλάι στην Ερυθρά Θάλασσα και βρίσκουν μαργαριτάρια». Και αφού στολίστηκε, λέγει: «Κάμε μου τη χάρη να μου τον φέρης επάνω». Όταν λοιπόν ανέβηκε εκείνος, αυτή πρόλαβε και κάθισε στο κλινάρι. Ήλθε ο Αββάς Ιωάννης και κάθισε κοντά της. Κοιτάζοντάς τη δε στο πρόσωπό, της λέγει:
«Τί σου έφταιξε ο Χριστός και κατάντησες έτσι;». Ακούοντάς τον δε, πάγωσε ολόκληρη. Σκύβει τότε το κεφάλι ο Ιωάννης και άρχισε να κλαίη πικρά. Του λέγει: «Αββά, γιατί κλαίς;». Και σηκώνοντας για μια στιγμή το κεφάλι, πάλι έσκυψε κλαίοντας και της λέγει: «Βλέπω ότι ο σατανάς παίζει στην όψη σου και να μη κλάψω;». Και σαν τον άκουσε, του λέγει: «Υπάρχει μετάνοια, Αββά;». Της αποκρίνεται: «Ναι». Του λέγει: «Πάρε με όπου θέλεις». Της λέγει: «Πάμε». Και σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Πρόσεξε δε ο Αββάς Ιωάννης ότι τίποτε δεν κανόνισε ούτε είπε για το σπίτι της. Και θαύμασε. Όταν λοιπόν έφτασαν στην έρημο, έγινε βράδι. Και αφού έφτιαξε με την άμμο μικρό προσκεφάλι για χάρη της και το σφράγισε με το σχήμα του Σταυρού, της λέγει: «Κοιμήσου εδώ». Το ίδιο δε έκαμε και για τον εαυτό του λίγο παρά πέρα και αφού τελείωσε τις προσευχές του, πλάγιασε. Γύρω δε στα μεσάνυχτα, βλέπει, ξυπνώντας, ένα δρόμο φωτεινό να ξεκινά από τον ουρανό και να καταλήγη στη γυναίκα εκείνη. Και είδε τους Αγγέλους του Θεού να μεταφέρουν ψηλά την ψυχή της. Σηκώνεται, λοιπόν, πηγαίνει κοντά της και τη σκουντά με το πόδι. Μόλις δε αντιλήφθηκε ότι πέθανε, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και δεόταν στον Θεό. Και άκουσε ότι η λιγόωρη μετάνοιά της έγινε δεκτή πιο καλά από ό,τι η μετάνοια άλλων, οπού διαρκεί πολύ καιρό, αλλά δεν έχει τόση φλόγα.

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

Η τροφή των ερημιτών

Κατά το 524 ο όσιος Κυριακός ο Αναχωρητής αναχώρησε από τη μονή του Μ. Ευθυμίου και πήγε σ’ έναν πανέρημο τόπο με τη συνοδεία ενός υποτακτικού του.

Εκεί, επειδή δεν φύτρωναν τα μελάγρια, τα οποία αποτελούσαν την τροφή των ερημιτών, ο όσιος παρακάλεσε τον Θεό, για την ανάγκη του σώματος, να τους βοηθήση ώστε να τρέφωνται από τις σκίλλες - πικρότατα βότανα - που αφθονούσαν εκεί. Και πιστεύοντας ότι αυτός που δημιούργησε τα πάντα, έχει και τη δύναμι να μεταβάλη το πικρό σε γλυκό λέει στο μαθητή του:

- Πήγαινε, παιδί μου, μάζεψε σκίλλες και βράσε τες καλά. Και ας είναι ευλογημένο το όνομα του Θεού, που έχουμε τη δυνατότητα να ευφρανθούμε μ’ αυτά!

Πραγματικά ο μαθητής μάζεψε σκίλλες, τις έβρασε καλά και τις παρέθεσε στην τράπεζα με αλάτι. Οι σκίλλες γλυκάθηκαν αμέσως! Έτσι έζησαν εκεί επί τέσσερα χρόνια τρώγοντας από αυτές.

(Βίοι οσίων Ιωάννου,…)

(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 123-124)

1,15 «ος έστιν εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως».

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι «εικών του Θεού του αοράτου». Ιδού γιατί το αίμα του είναι τόσο πολύτιμο, τόσο πανάξιο. Είναι το αίμα Αυτού του ιδίου του Θεού, ο οποίος «κατέστη» άνθρωπος και έδωσε στον άνθρωπο, όλη του την Θεότητα, όλες του τις ένθεες άξιες και δυνάμεις, συνενώνοντάς τες ασύγχυτα, αχώριστα, αδιαίρετα και για πάντα με την ανθρώπινη φύση.

Σε Αυτόν βλέπουμε την εικόνα του Θεού του αοράτου, την εικόνα του Ίδιου του Θεού. Όσο η ανθρώπινη «δράση» μπορεί να δει τον Θεό. Και το ότι παρατηρεί (ο θάνατος) Αυτόν, σαν τέλειο Θεό και αναμάρτητο άνθρωπο, αυτό οπωσδήποτε για τον ίδιο τον θάνατο είναι θάνατος.

Ιδού λοιπόν η αδυναμία του θανάτου να τον κρατήσει στο βασίλειό του και για χάρη τούτου και τις ανθρώπινες ψυχές, ένεκα των οποίων Αυτός ο Χριστός ήρθε στον γήινο κόσμο μας.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, ότι ο θάνατος χάρηκε απεριόριστα, όταν οι άνθρωποι παρέδωσαν σε αυτόν τον Ιησού χριστό, «τον Δίκαιο», τον Οποίο κανένας ποτέ δεν μπορούσε να τον κατηγορήσει για αμαρτία. (Ιω. 8,46. Ιω. 3,5. Α' Πέτρ. 2,22).

Και όταν Αυτός κατέβηκε στο βασίλειο του θανάτου, στον άδη και αυτός τον κοίταξε και είδε ότι ήταν ο τέλειος, ο Αληθινός Θεός και ο τέλειος Άνθρωπος, ο Αναμάρτητος, ολόκληρος αυτός παραδόθηκε και από τις δυνάμεις του διαλύθηκε, θανατώθηκε και δεν μπορούσε πλέον να κρατήσει στο βασίλειό του ούτε Αυτόν, ούτε τις ανθρώπινες ψυχές, ένεκα των οποίων ήρθε ανάμεσά μας. (Πραξ. Απ. 2,24).

«Πρωτότοκος πάσης κτίσεως». Κάθε δημιούργημα έχει την αρχή του στον χρόνο και αρχίζει με τον χρόνο, ο Κύριος Χριστός όμως δεν έχει καιρική, χρονική αρχή. Αυτός είναι γεννημένος από τον Θεό πριν από όλους τους αιώνες, πριν από όλους τους καιρούς! Άναρχα γεννημένος στην αιωνιότητα, γι’ αυτό και είναι Αιώνιος όπως είναι και ο Πατέρας, ο Οποίος και τον εγέννησε. Ο Πατέρας, είναι Αιώνιος Πατέρας, όπως είναι και ο Υιός Αιώνιος. Δεν υπήρχε στιγμή στην αιωνιότητα που ο Πατέρας να ήταν χωρίς Υιό. Αν υπήρχε τέτοια στιγμή και ο Υιός ήταν επόμενος, κατά την Θεότητα, από τον Πατέρα, τότε δεν θα υπήρχε Αγία Τριάδα: Θεός Πατέρας, Θεός Υιός, Θεός Άγιο Πνεύμα.

Αυτό σημαίνει: δεν θα υπήρχε αληθινός Θεός και Κύριος. Είναι ειπωμένο: «πρωτότοκος πάσης κτίσεως», για να μη μπερδευτεί ο Κύριος Χριστός σαν Παντοδύναμος Δημιουργός με τα δημιουργήματα. Παντοδύναμος Δημιουργός; Ναι, άπειρες φορές ναι.


(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σ. 33-34)

Η αιωνιότης της ψυχής

Ω ψυχή αγία σπίθα,
του Νοητού Ήλιου,
ανεκτίμητο κειμήλιο του κόσμου
και των αγγέλων τιμιωτέρα!

Όλη η ορατή δημιουργία
κι ο ουρανός με τα στολίδια του
στολίσθηκαν για σένα,
Ω ψυχή, θησαυρέ μου!

Εάν χαθή το παν στον κόσμο
τίποτε δεν έχασα εγώ,
διότι όλα δεν είναι τόσο ακριβά
όσο είσαι εσύ, ψυχή μου.

Αλλά (αλλοίμονο)! εάν στερηθώ εσένα
τότε τα πάντα έχασα:
και την προετοιμασμένη δόξα στους ουρανούς
και ό,τι καλό είχα!

Εξαγορασμένη από την καταδίκη
με το θεϊκό Αίμα,
είσαι καλεσμένη να ευωδιάσης
με την ευωδία του «ουρανίου Μύρου».

Με το «μυστικό ενέχυρο»,
που σου εμπιστεύθηκε στο βάπτισμα,
θα κληθής την ημέρα του γάμου,
σ’ Αυτόν να παρουσιασθής.

Θα παρέλθη ο ουρανός και η γη
και συ θα παραμένης πάντοτε,
διότι, ψυχή μου, συ είσαι η εικόνα
του προαιώνιου Θεού!

Αγίου Ιωάννου του νέου Χοζεβίτου
("Ο βίος του Αγ. Ιωάννου του νέου Χοζεβίτου", Αρχιμ. Κωνσταντίνου, σελ. 153-154)

    Όλοι γνωρίζουμε πως η αιτία της εξόδου των Πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο ήταν η ανυπακοή τους στην εντολή του Θεού! Αυτή όμως δεν ήταν το μόνο λάθος τους. Αν ο Αδάμ και η Εύα είχαν αναγνωρίσει το λάθος τους με συντριβή και ζητούσαν συγνώμη, τότε δεν ξέρουμε αν ο Θεός θα έπαιρνε την ίδια απόφαση. Οι περισσότεροι μεταξύ σοβαρού και αστείου κατηγορούν την Εύα ότι ξεγελάστηκε από το διάβολο. Ποια ήταν όμως η αντίδραση του Αδάμ; Είπε στο Θεό ‘δε φταίω εγώ… η γυναίκα που μου έδωσες!’ Πού ήταν η αγάπη του Αδάμ στο Θεό; Έφτασε στο σημείο να τον κατηγορήσει εμμέσως πλην σαφώς! Πού ήταν η αγάπη του προς την Εύα; Απ’ τα πλευρά του τη δημιούργησε ο Κύριος κι όμως αυτός αντί να πάρει το φταίξιμο πάνω του, αντί να δείξει αγάπη, την κατηγόρησε. Την κατηγόρησε για να δικαιολογηθεί! Και μ’ αυτή τη δικαιολογία ο Θεός αναγνώρισε ότι το δημιούργημα Του έπαθε σοβαρότατη βλάβη και δεν μπορούσε πια να είναι σε κοινωνία μαζί Του!
     Πέρασαν πάρα πολλά χρόνια, ήρθε ο κατακλυσμός, οι Δέκα Εντολές, οι Προφήτες, ο ίδιος ο Χριστός και η Εκκλησία Του, η Χάρις του Αγίου Πνεύματος αλλά ο άνθρωπος συνεχίζει τα ίδια! Δικαιολογίες, δικαιολογίες, δικαιολογίες… Αντί να δούμε την αλήθεια κατάματα, πόσο πολύ μηδαμινοί είμαστε, πόσο ανεπαρκείς, πόσο φταίμε ενώπιον του Χριστού και έτσι να έλθουν τα δάκρυα, η ταπείνωση και το θείο Έλεος, αβασάνιστα αυτοαθωωνόμαστε και ρίχνουμε το φταίξιμο στους άλλους. Δικαιολογούμε τον εαυτό μας σε όλα… ‘ δε φταίω εγώ που δεν πηγαίνω στη Θεία Λειτουργία, οι παπάδες την κάνουν πολύ πρωί’, ‘δε φταίω εγώ που δεν μπορώ να συγχωρήσω, αυτοί φταίνε για το κακό που μου έκαναν’, ‘δε φταίω εγώ που μοίχευσα, δεν με ικανοποιούσε η σύζυγος’ και άλλες φτηνές δικαιολογίες μέχρι και ‘ δε φταίω εγώ που δεν αγαπάω πολύ, έτσι με έφτιαξε ο Θεός!’ Ο άγιος Πορφύριος έλεγε ‘ ο χριστιανός πάντα φταίει’ και ο άγιος Παΐσιος πως οι δικαιολογίες δεν έχουν θέση στη ζωή του χριστιανού!
      Εμείς όμως προτιμάμε το Θεό των ψυχολόγων που δεν πιέζει, δε μαλώνει, δε ζητάει τίποτε! Λένε ‘ μην έχεις ενοχές, οι άλλοι φταίνε , όχι εσύ. Μην αυτοβασανίζεσαι. Αγάπα τον εαυτό σου!’ Ωραία αγάπη… βολικά όλα, Χριστός βολικός. Χρειάζεται γενναιότητα να είσαι χριστιανός. Να πεις ‘ Ναι, φταίω, δεν έχω δικαιολογίες. Είμαι αναπολόγητος αλλά ελπίζω σε Σένα Χριστέ μου!’ Τότε θα έρθει και θα μας σκεπάσει η θεία Χάρις και θα είμαστε πάλι σε κοινωνία με την Αγία Τριάδα και θα καταλάβουμε πως άλλο είναι η ψευτοπαρηγοριά των φίλων που μας χαϊδεύουν τα αυτιά και μας λένε ‘ έχεις δίκιο’ και άλλο η παρηγοριά του Θεού. Εμείς διαλέγουμε! Τί προτιμάμε ; τη δικαιολογία και την αυτοδικαίωση ή τη Θεοκοινωνία; Όποιος επιλέγει τη δικαιολογία απομακρύνεται από την αυτογνωσία, χάνει την ταπείνωση και απωθεί τη Χάρη του Θεού. Όποιος επιλέγει τη θυσία, ακόμα κι αν έχει εκατό δικαιολογίες , βαδίζει στα χνάρια του Χριστού, μαζί με το Χριστό και το Άγιο Πνεύμα! Ας αποφασίσουμε λοιπόν… και τα δύο μαζί δε γίνεται!(Κ.Δ.Κ)

 

Υπάρχουν στιγμές στην πνευματική μας ζωή που μας παίρνει ο κατήφορος… είτε από παρατεταμένη αμέλεια, είτε από την ψυχική μας διάθεση, είτε από εξωτερικούς παράγοντες, είτε από συνδυασμό πολλών παραγόντων. Το ένα λάθος διαδέχεται το άλλο, τα πάθη διεγείρονται και οι αμαρτίες μάς γίνονται συνήθεια. Η Χάρις του Θεού απομακρυσμένη και ο Χριστός παραμελημένος. Έρχεται το σκοτάδι μέσα μας και ο διάβολος μάς ψιθυρίζει ασταμάτητα: ‘ Παράτα τα! Βλέπεις πως δεν μπορείς να είσαι χριστιανός; Ό,τι θέλω σε κάνω! Κι έλεγες πως θέλεις να γίνεις άγιος, τρομάρα σου…’
Τότε τί κάνουμε; Πώς θα συνεχίσουμε όταν μας πλακώνουν λάθη βαριά και η εξομολόγηση φαίνεται βουνό; ‘ Κι αν ξανακάνω πάλι τα ίδια; Ως πότε θα πέφτω και θα σηκώνομαι; Μήπως να σταματήσω την πνευματική ζωή και να γυρίσω πάλι στα παλιά, μακριά από το Χριστό; Μακριά από το Χριστό; Ε, όχι, αυτό δε γίνεται! Και πού να πάω; Καλύτερα να πεθάνω!’ Ε ναι, αυτό να κάνουμε… να πεθάνουμε! Και να πεθαίνουμε κάθε μέρα! Νομίζω αυτή είναι η λύση… να στεκόμαστε τη νύχτα αναπολόγητοι στην προσευχή μας και να Του λέμε ‘ Κύριε, τα έκανα θάλασσα! Δε μου αξίζει η Βασιλεία Σου γιατί Σε προδίδω συνέχεια. Όμως σπλαχνίσου με και δώσε μου ακόμα μια ημέρα να κάνω αρχή, να πάω ξανά στον πνευματικό μου, όπως την πρώτη φορά, να Σε αγαπήσω από την αρχή, να μάθω από τα λάθη μου, να συγχωρήσω όλους όσους με έβλαψαν, να μισήσω την αμαρτία, να πεθάνω γι’ αυτήν, να αγαπήσω Εσένα μ’ όλη τη δύναμη της ύπαρξης μου και για Σένα να ζω…
‘ Έλα Κύριε και βοήθησε με και δώσε μου ακόμα μια ημέρα μετανοίας αληθινής, έστω μια ακόμα ημέρα μαζί Σου’. Κι όταν το πρωί σηκωθούμε, θα ξέρουμε ότι σηκωθήκαμε όχι από άλλη αιτία αλλά γιατί ο Χριστός μας εμπιστεύθηκε ακόμα μια ημέρα Του, γιατί μας αγαπάει και σήμερα και ακόμα ελπίζει σε μας. Και να Τον δοξολογούμε γι’ αυτό και να προσπαθούμε κάθε λεπτό να Τον ευχαριστούμε και να κρατάμε τις υποσχέσεις μας όπως Αυτός κρατάει τις δικές Του! Να ζούμε την κάθε ημέρα μας σαν μια καινούρια αρχή. Και όταν έλθει η νύχτα να θάψουμε τη μνησικακία και την απελπισία, να ευγνωμονούμε για τον πόνο, να μαθαίνουμε από τα λάθη, να ταπεινωνόμαστε από τις πτώσεις και να δοξολογούμε το Θεό για όλα!
Να ζούμε λοιπόν την κάθε μας ημέρα σαν να είναι η πρώτη, η μόνη και η τελευταία! Και ας αποφασίζουμε το βράδυ λίγο πριν κλείσουμε τα μάτια μας σε ποιον θα αφιερώσουμε την ημέρα που θα ξημερώσει… στο Χριστό, στον εαυτό μας ή στο διάβολο;(Κ.Δ.Κ)

86. «Επορεύθη εις την ορεινήν και ησπάσατο την Ελισάβετ»
(Λουκ. α΄ 40).
Υπό την πίεση όλων αυτών των εντυπώσεων και των συναισθημάτων η Παρθένος Μαρία αναζητεί κάποια διέξοδο. Κάποια εκτόνωση. Η σκέψις της σταματά σ’ ένα συγγενικό πρόσωπο που της το θύμησε μάλιστα το αγγελικό μήνυμα: «Ελισάβετ η συγγενής σου» (Λουκ. α' 36) . Αυτό ήταν! Χωρίς να χάση καιρό, ρίχνει επάνω της ένα ιμάτιο —ήταν ακόμη χειμώνας— και παίρνει τον ανηφορικό δρόμο για τα ορεινά μέρη της Ιουδαίας. Σκοπός της να συναντήση την Ελισάβετ και να της εκμυστηρευθή το μεγάλο της μυστικό.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό των ανθρώπων που δέχονται την κλήσι του Θεού είναι, ότι το Πνεύμα του Θεού τους σπρώχνει να συναντηθούν με άλλους που έχουν τις ίδιες πνευματικές εμπειρίες. Η Παρθένος οδηγείται στην Ελισάβετ. Ο Φίλιππος στέλνεται να βρει τον Ναθαναήλ (Ιω. α' 44 - 52), ο Βαρνάβας «εξέρχεται αναζητείσαι Σαύλον» (Πραξ. ια' 25) και ο Παύλος οδηγείται στα Ιεροσόλυμα «ιστορήσαι Πέτρον» (Γαλ. α΄ 18) . Οι άνθρωποι που ένοιωσαν τις ίδιες συγκινήσεις έχουν πολλά να πουν. Αισθάνονται την ανάγκη ν’ ανοίξουν την καρδιά τους, να εκμυστηρευθούν τις εμπειρίες τους, να ανακοινώσουν τα μυστικά τους σε μια αδελφή ψυχή.
Τι ευλογημένες στιγμές μας έκανε να ζήσωμε η κλήσις του Θεού! Εφηβικές και νεανικές καρδιές ανταμώναμε με την ίδια φωτιά, με την ίδια γεύση, με τους ίδιους παλμούς... Τι γλυκές βραδιές, τι όμορφα πρωινά, τι μέρες γεμάτες ατέλειωτες συζητήσεις, τραγούδια και «εκ βαθέων» προσευχές σε πόλεις, σε χωριά, σε νησιά, σε ακρογιαλιές και βουνοπλαγιές! Μόνο όσοι έζησαν μαζί τέτοιες αλησμόνητες στιγμές μπορούν να νοιώσουν τη γλυκειά νοσταλγία, με την οποία γράφονται οι γραμμές αυτές...
87. «Εσκίρτησε το βρέφος εν τη κοιλία αυτής» (Λουκ. α΄ 41).
Το σκίρτημα των βρεφών στις εγκυμονούσες μητέρες είναι συνηθισμένο φαινόμενο, κατά και μετά τον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης (ΥΛ, 60). Στην περίπτωση όμως αυτή το «σκίρτημα» του κυοφορουμένου βρέφους της Ελισάβετ είχε ιδιάζουσα σημασία. Γράφει σχετικά ο Ωριγένης: «Άμα τω λόγω του ασπασμού Μαρίας... ήκουσεν ο πρόδρομος τη ενεργεία του Αγίου Πνεύματος κινούμενος τον ασπασμόν της Μαρίας και εσκίρτησεν εν αγαλλιάσει το βρέφος εν τη κοιλία και οιονεί ήρξατο έκτοτε προφήτην αυτόν ποιείν ο Ιησούς» (ΥΛ, 60) . Έτσι άλλωστε ερμήνευσε και η Ελισάβετ το σκίρτημα του βρέφους της: «Ιδού γάρ ως εγένετο η φωνή του ασπασμού σου εις τα ώτα μου εσκίρτησε το βρέφος εν αγαλλιάσει εν τη κοιλία μου (στιχ. 44) . Ο Ιωάννης με τον τρόπο αυτό προφητεύει «εκ κοιλίας μητρός αυτού» περί του Ιησού και η Ελισάβετ αναδεικνύεται η πρώτη που απέδωσε προσκύνησι και τιμή στον «ερχόμενο» Κύριο και την Μητέρα του.
Τον πρώτο χαιρετισμό στον Ερχόμενο Λυτρωτή του κόσμου τον απηύθυνε το κυοφορούμενον βρέφος Ιωάννης, εκ μέρους όλων των εμβρύων και των βρεφών των ανθρώπων. Διότι ο κυοφορούμενος Ιησούς ήταν ιδίως γι' αυτά ο κατ’ εξοχήν Σωτήρ! Ο κόσμος των εμβρύων, το μόνο που γνώριζε, προ Χριστού, ήταν το μαχαίρι του αφανισμού «Η άωρος ηλικία των βρεφών πικρώς κατεθερίζετο» (Μ .Ο.) . Εγνώριζαν τον θάνατο πριν γνωρίσουν τη ζωή.
Τον Ιησού δεν τον περίμενε μόνο ο κόσμος των γεννημένων, αλλά και ο κόσμος των αγέννητων. Από τα εκατομμύρια ανθρώπινα έμβρυα που κυοφορήθηκαν πριν έλθη, πολλά δεν γεννήθηκαν στη ζωή, καθώς επίσης και αναρίθμητα βρέφη που κυοφορήθηκαν μετά τη δική του σύλληψη, κυοφορία και γέννησι. Γι’ αυτό κυοφορήθηκε ο Ιησούς. Για να γίνη Σωτήρ και των κυοφορουμένων ανθρώπων. Προσέλαβε την μορφή του εμβρύου για να λυτρώση τα έμβρυα. Ο Ιησούς άρχισε να λυτρώνη την ανθρώπινη φύσι από την εμβρυώδη κατάστασί της. Αυτή είναι η απάντησις στην απορία γιατί ο Χριστός δεν ήλθε στη γη σαν ώριμος άνθρωπος, αλλά διάλεξε τον μακρύ δρόμο της κυοφορίας και της γεννήσεως. Διότι έπρεπε να σώση τον άνθρωπο «εκ κοιλίας μητρός αυτού».

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη )

85. «Αναστάσα Μαριάμ» (Λουκ. α΄39).

Όσο διαρκούσε η συνομιλία με τον Αρχάγγελο, η Παρθένος διατηρούσε την ψυχική της ηρεμία. Όταν όμως «απήλθε ο άγγελος απ’ αυτής», τότε η υπαρξίς της αναστατώνεται. Μέσα στο εσωτερικό της ξεσπά θύελλα εντυπώσεων, σκέψεων και συναισθημάτων. Η καρδιά της χτυπά δυνατά και γρήγορα, μη μπορώντας ακόμα να συνέλθη από το συγκλονισμό του αγγελικού δράματος. Το μυαλό της βουίζει απ’ το περιεχόμενο του θείου μηνύματος. Την αγνή της ύπαρξη είχε πυρπολήσει η φωτιά της κλήσεως και της αγάπης του Θεού: «Α ν α σ τ ά σ α Μαριάμ»!
Η κλήσις του Θεού στον άνθρωπο είναι μια φωτιά που πυρπολεί την καρδιά κι αναστατώνει το νου. Είναι ένας σφοδρός άνεμος που φυσάει ξαφνικά και σπρώχνει το ιστιοφόρο της ανθρωπίνης υπάρξεως βαθειά μέσα στο πέλαγος των μεγάλων περιπετειών. Ένας από τους κλητούς του Θεού, ο προφήτης Ιερεμίας, περιγράφει πολύ χαρακτηριστικά την κατάσταση αυτή του καλουμένου ανθρώπου: «Και εγένετο πυρ καιόμενον φλέγον εν τοις οστέοις μου, και παρείμαι πάντοθεν και ου δύναμαι φέρειν» (Κ' 9) .
Το ίδιο συναίσθημα νοιώθουν και οι δύο μαθηταί του Ιησού που αξιώθηκαν να τον έχουν συνοδοιπόρο το δειλινό της μεγάλης εκείνης μέρας της Αναστάσεως, πηγαίνοντας προς Εμμαούς: «Ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδώ και διήνοιγεν ημίν τας γραφάς»; (Λουκ. κδ' 32) .
Τα χρόνια πέρασαν, αλλ’ η καρδιά δεν μπορεί να λησμονήση τις μεγάλες εκείνες στιγμές της κλήσεως του Θεού. Την ατμόσφαιρα της ιερής εξάρσεως που ζήσαμε, την αποδίδουν οι πιο κάτω «σκέψεις» του Πασκάλ. Τις έγραψε τη νύχτα που ένοιωσε κι' αυτός την κλήση του Θεού:


«Έτος χάριτος 1654. Δευτέρα 23 Νοεμβρίου...
Από τας 10.30 μ.μ. περίπου μέχρι 12.30 περίπου.
Πυρ! Θεός του Αβραάμ, Θεός του Ισαάκ, Θεός του Ιακώβ.
Όχι φιλόσοφοι και επιστήμονες.
Βεβαιότης, βεβαιότης, συναίσθημα, χαρά, ειρήνη.
Ο Θεός του Ιησού Χριστού.
«Θεόν μου και Θεόν υμών».
Ο Θεός σου Θεός μου.
Λησμοσύνη του κόσμου και των πάντων, εκτός του Θεού.
Δεν ευρίσκεται παρά μόνον με τας οδούς που διδάσκει το Ευαγγέλιον.
Μεγαλείον της ανθρωπίνης ψυχής


«Πάτερ δίκαιε, και ο κόσμος σε ουκ έγων, εγώ δε σε έγνων»...
Χαρά, χαρά, χαρά, δάκρυα χαράς.
Εχωρίσθην απ’ αυτού...
Είθε να μη χωρισθώ απ’ αυτού εις τον αιώνα.
«Αυτή εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γιγνώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν
και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν».
Ιησούς Χριστός, Ιησούς Χριστός...
Αυταπάρνησις ολοκληρωτική και γλυκεία.
Πλήρης υποταγή εις τον Ιησούν Χριστόν· και εις τον πνευματικόν μου.
Αιωνίως εν χαρά διά μίαν ημέραν ασκήσεως επί της γης.
«Τα δικαιώματά σου ουκ επελαθόμην». Αμήν».
(βλ. οι Θεμελιωταί των Επιστημών, 1950, σελ. 24)

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 113-114 )

84. «Γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 38).

Η δήλωσις της Παρθένου, κατά την υπογραφή του συμφώνου συνεργασίας με τον Θεό έχει ιδιαίτερη σημασία. Αν και η τιμή ήταν πρωτοφανής —η υπογραφή της ήταν ακόμη νωπή δίπλα στην υπογραφή του Θεού— ωστόσο η Θεοτόκος δεν ξιππάζεται. Δεν μιλάει για το τι «θα κάνη» και πώς «θα εργασθή» αυτή για να «φέρη σε πέρας το μεγάλο έργο που της ανέθεσε ο Θεός»! Δεν αναφέρεται σε τυχόν «σχέδιά της», δεν εκθέτει τις «επιδιώξεις» της, δεν αναλύει τους «δραματισμούς» της... Τίποτα απ’ ολα αυτά. Γιατί αυτά είναι, για τους μικρούς, τους κούφιους, τους μηδαμινούς που, οταν ξαφνικά βρεθούν στην κορυφή της πυραμίδος, παθαίνουν ίλιγγο και μιλάνε συνεχώς για τον εαυτό τους, τις ικανότητές τους, τις σπουδές τους, τα έργα τους, που τα ανεγνώρισαν οι άνθρωποι και τα βράβευσεν ο Θεός!!
Η Θεοτόκος, αντίθετα, εύχεται για την πραγματοποίησι του θείου σχεδίου στο πρόσωπό της. Αυτή απλώς προσφέρεται. Ο Θεός είναι Εκείνος που θα εργασθή και θα δράση. Αυτή είναι μόνο ενα άγραφο χαρτί που προσφέρεται στον Κύριο για να γράψη επάνω του ο,τι Εκείνος θέλει: «Πίναξ ειμί γραφόμενος, ο βούλεται ο γραφεύς γραφέτω. Ποιείτω ο θέλει ο του παντός Κύριος». ( Ωριγένης, ΓΛ. 58)!
Η δήλωσις αυτή της Παρθένου είναι μοναδική και φανερώνει τον τρόπο, με τον όποιο οι κλητοί του Θεού πρέπει να αποδέχωνται την θεϊκή κλήσι. Όχι με μεγαλόστομες δηλώσεις αυτοπροβολής και ματαιόδοξης επιδείξεως, αλλά με σιωπηλή υποταγή στο θέλημά Του. Εκείνο που προέχει στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι τοσο ο καλούμενος ανθρωπος και τα τυχόν «προσόντα» του, όσο η συγκατάβασις του καλούντος Θεού. Όταν παρίσταται ο Κύριος, τότε ο ταπεινός και αληθινός άνθρωπος σωπαίνει και νιώθοντας την απέραντη αδυναμία του ομολογεί: «νυν ηρξάμην λαλήσαι προς τον Κύριόν μου, εγώ δε είμι γη και σποδός». (Γεν. ιη' 27) .
Μόλις η Παρθένος έδωσε την απάντησί της στο Θεό, δέχεται αμέσως από αυτόν το Πνεύμα, που δημιουργεί την ομόθεη εκείνη σάρκα... Και πλάθεται έτσι με λόγο μητρικό ο του Πατρός Λόγος. Και κτίζεται με τη φωνή του κτισματος ο Δημιουργός.
"Ω φωνή ιερή!
”Ω λόγια πού κατορθώσατε περίσσιο μεγαλείο!
"Ω γλώσσα ευλογημένη που ανακάλεσες με μιας από την εξορία ολόκληρη τήν οικουμένη!
Ω θησαυρέ ψυχής αγνής, που με τα λίγα λόγια της σκόρπισε σε μας τέτοια αφθονία αγαθών!
Γιατί αυτά τα λόγια μετέτρεψαν τη γη σε ουρανό κι αδειασαν τον Άδη ελευθερώνοντας τους φυλακισμένους. Έκαμαν να κατοικηθεί από ανθρώπους ο ουρανός και φέρνοντας τόσο κοντά τους Αγγέλους στους ανθρώπους συνέπλεξαν το ουράνιο και το ανθρώπινο γένος ένα μοναδικό χορό γύρω από Αυτόν που είναι ταυτόχρονα και τα δύο, Αυτόν που «όντας Θεός, έγινε άνθρωπος».

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη )

katafigioti

lifecoaching