ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
703. Και εδώ κάτω, στη γη, ανάπαυσις και χαρά μου είναι ο Χριστός. Πώς λοιπόν να μην πιστεύω ότι, μετά την έξοδό μου απ’ αυτόν τον κόσμο, με περιμένει η αιωνία ανάπαυσις και χαρά; Εδώ κάτω, στη γη, χωρίς τον Χριστό, είμαι γεμάτος θλίψι. Πώς λοιπόν να μην πιστεύω ότι χειρότερα θα βασανίζωμαι εκεί, αν ο Χριστός με στείλη στο σκοτάδι της Κολάσεως; Η τωρινή κατάστασις των ψυχών μας προοιωνίζεται τη μέλλουσα. Η μέλλουσα θα είναι μία συνέχισις και μια αποκορύφωσις. Οι δίκαιοι θα απολαύσουν όλη την αιώνια δόξα. Οι αμετανόητοι αμαρτωλοί, όλη τη μέλλουσα καταδίκη.
704. «Εμοί το προσκολλάσθαι τω Θεώ αγαθόν εστίν» (Ψαλμ. οβ’ 28), λέγει ο Δαυίδ, που έχει γευθή τη γλυκύτητα της αληθινής προσευχής. Το επιβεβαιώνουν και άλλοι πολλοί, μεταξύ των οποίων και εγώ ο αμαρτωλός. Και εδώ κάτω, στη γη, όπου μας περιβάλλει το αμαρτωλό σώμα, η προσκόλλησις στον Θεό είναι τόσο καλό και ευλογημένο πράγμα. Πόσο πιο μεγάλη όμως θα είναι η χαρά μας, όταν βρεθούμε ενωμένοι μαζί του εκεί, τους ουρανούς! Ό,τι απλώς προγευθήκαμε εδώ κάτω, θα απολαύσουμε εκεί σε όλη του την πληρότητα, για πάντοτε. Είδες τι αγαθός, τι ελεήμων είναι ο Δημιουργός σου; Για να σε βεβαιώση σχετικά με εκείνη τη μακαριότητα, που σε περιμένει όταν βρεθής ενωμένος μαζί του στην άλλη ζωή, σε αξιώνει να την προγευθής εδώ, στη γη, όταν προσκολλάσαι σ’ Αυτόν με όλη σου την καρδιά. Ναι. Ακόμη και εδώ, η αόρατος ψυχή μου αναπαύεται στον αόρατο Θεό. Η ανάπαυσίς μας όμως θα είναι τελεία, όταν χωρισθούμε από το σώμα.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 274-275)
Η αυτενέργητη ευχή
-Γέροντα, να μας λέγατε κάτι για την αυτενέργητη ευχή;
-Ο άνθρωπος που έχει την αυτενέργητη ευχή, δεν προσπαθεί να πει την ευχή,
αλλά, χωρίς να καταβάλλει καμμιά προσπάθεια, η ευχή λέγεται μέσα του από μόνη της.
Ακόμη και στον ύπνο λέει την ευχή και, όταν ξυπνάει, συνεχίζει η ευχή.
Γι’ αυτό στην Αγία Γραφή στο Άσμα Ασμάτων λέει: «Εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί».
Στο Άγιον Όρος ήταν ένας εργάτης που δούλευε πολύ, δούλευε για τρεις εργάτες,
και γι’ αυτό οι Πατέρες του έδιναν διπλό μισθό. Ερχόταν καμμιά φορά και εκεί στο Καλύβι,
στον «Τίμιο Σταυρό». Μια φορά που ήρθε του είπα: «Εκεί που δουλεύεις,
να λες την ευχή, για να αγιάζεται και η δουλειά που κάνεις».
Με άκουσε με απλότητα και συνήθισε να λέει την ευχή. Έρχεται μια μέρα και μου λέει:
«Κοιμάμαι, και στον ύπνο μου λέω την ευχή. Και όταν ξυπνάω, συνεχίζει η ευχή.
Νιώθω μέσα μου χαρά». «Άρχισε να γλυκοχαράζει», του λέω. Κοσμικός άνθρωπος
και είχε φθάσει σε τέτοια κατάσταση!
-Γέροντα, ο άνθρωπος που έχει την αυτενέργητη ευχή, έχει καθαρισθεί από το πάθη;
-Έμ, τότε έχει φθάσει σε καλή κατάσταση.
-Πώς φθάνει, Γέροντα, κάνεις στην αυτενέργητη ευχή;
-Όταν ο άνθρωπος συναισθάνεται την αμαρτωλότητα του και έχει συνέχεια κατά νου
την αχαριστία του, τότε πιέζεται η ψυχή φιλότιμα και ζητάει ταπεινά το έλεος του Θεού.
Και μετά, χωρίς να καταβάλλει προσπάθεια, αρχίζει η ευχή να λέγεται μόνη της
δουλεύει μέσα του η ευχή.
-Το αισθάνεται ως ανάγκη, Γέροντα;
-Όχι ως ανάγκη, αλλά του έχει γίνει συνήθεια πλέον. Του έχει μείνει η καλή συνήθεια
της αδιαλείπτου προσευχής από την εργασία που έκανε.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.167-168)
Όπου βρεθείς να λες την ευχή
-Γέροντα, τι να προσέξω περισσότερο;
-Να στρωθείς, να συμμαζευτείς και, όπου βρεθείς,
να λες την ευχή με τον νου και με την καρδιά σου,
ζητώντας το έλεος του καλού Θεού για τον εαυτό σου,
για όλους τους ζώντες και για όλους τους κεκοιμημένους.
Κι όταν κουράζεσαι από την ευχή, να ψάλλεις δυνατά το αργό
«Κύριε ελέησον» ή ένα τροπάριο.
-Συνήθως, Γέροντα, λέω την ευχή μόνο στον ναό.
-Όταν ο μοναχός αρκείται στο να λέει την ευχή μόνο
στον ναό, είναι σαν τους κοσμικούς που πηγαίνουν στην εκκλησία μόνον την Κυριακή.
Γι’ αυτό να μην περιορίζεσαι να λες την ευχή μόνο στον ναό να την λες
και στο διακόνημα και στο κελλί, και όταν ξαπλώνεις για να ξεκουραστείς,
πάλι να λες την ευχή. Στο διακόνημα να προσέχεις, να κινείσαι ήρεμα και συνετά,
για να μη σου κλέβει το ταγκαλάκι τον νου από την ευχή.
Πάντα να έχεις στο στόμα σου το γλυκύτατο όνομα του Ιησού,
για να γλυκαίνεται η ψυχή σου. Μεγάλη υπόθεση να περνάς ολόκληρη
την ήμερα με την ευχή. Αρχίζεις την ήμερα σου με την ευχή,
στην συνέχεια κάνεις την εργασία σου λέγοντας την ευχή, και έτσι αγιάζεται
ό,τι κάνεις, αγιάζονται και όσοι συμμετέχουν σε αυτό.
Όταν λ.χ. μαγειρεύεις και λες την ευχή, αγιάζεται το φαγητό που κάνεις,
αγιάζονται και όσοι το τρώνε.
-Γέροντα, αυτόν τον καιρό αντιμετωπίζω συνέχεια πειρασμούς.
Να αξιοποιείς τον κάθε πειρασμό με το να καταφεύγεις στον Χριστό
ζητώντας την βοήθειά του, και έτσι θα σου μένει κέρδος η αδιάλειπτη προσευχή.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.166-167)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 15
Στίχ. 11-32. Η παραβολή του ασώτου υιού
15.18 ἀναστὰς(1) πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου(2) καὶ ἐρῶ αὐτῷ,
Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν(3) καὶ ἐνώπιόν σου(4),
18 Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω:
πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ’ εσένα·
(1) Δεν αποτελεί απλώς λεπτομέρεια περιγραφής σύμφωνα με τον συνηθισμένο
τρόπο στους λαούς της ανατολής. Το αναστάς σημαίνει την αφύπνιση και το
σήκωμά του από τον λήθαργο και την απόγνωση (p). Με αυτό δηλώνονται με
ακρίβεια τα πρώτα βήματα της μετάνοιας (b)= «Αφού σηκωθώ από το πέσιμο της αμαρτίας» (Ζ).
«Από την καθέδρα της ηδονής» (Σχ.).
(2) Θυμάται την αγαθότητα του πατέρα (g), ο οποίος παρά τον εκφυλισμό του ασώτου
παραμένει πατέρας του (b). «Ξέρω του Θεού μου την αγαθότητα,
ξέρω του πατέρα μου την ημερότητα» (Σχ.).
(3) Ή, είναι συνώνυμο με το «στον Θεό». Δες Α Μακ. γ 18 (L).
Η κακή συμπεριφορά ενός γιου προς τον πατέρα του, δεν αρέσει καθόλου και στο Θεό (p).
Ή «αφήνοντας τα ουράνια, αμάρτησα απέναντι σε αυτά, προτιμώντας αντί για αυτά
την κατάπτυστη ηδονή και προτίμησα από την πατρίδα μου, τον ουρανό, την χώρα της πείνας» (Θφ).
Ή, δες σ. 7 ο οποίος υπονοεί, ότι οι κάτοικοι του ουρανού όπως χαίρονται
για την επιστροφή και μετάνοια του αμαρτωλού, έτσι θλίβονται και στην πτώση του,
η οποία από την άποψη αυτή είναι και αμαρτία εναντίον τους (b).
Όλες οι ερμηνείες είναι σοβαρές. Σημείωσε ότι η αμαρτία είναι προσβολή εναντίον του ουρανού.
Και είναι μεν ανίκανη να βλάψει αυτόν και τελείως αντιθέτως οι ολέθριες συνέπειές της
«επιστρέφουν στο κεφάλι του αμαρτωλού» (Ψαλμ. ζ 16), πάντως όμως αποτελεί περιφρόνηση
εναντίον του ματιού του Θεού που βλέπει τα πάντα, το οποίο παρακολουθεί όλες τις πράξεις μας.
(4) «Δηλαδή και σε σένα (αμάρτησα), επειδή προτίμησα από το θέλημά σου το δικό μου» (Ζ).
Ο πατέρας κατά τη στιγμή της αναχώρησης του ασώτου παρακολουθούσε αυτόν με βλέμμα θλίψης,
ο άσωτος όμως περιφρόνησε το τελευταίο αυτό πλήρες στοργής βλέμμα και γύρισε την πλάτη στον πατέρα (g).
Οι δύο τελευταίοι στίχοι μαζί με τον επόμενο, παρουσιάζουν τα πρώτα βήματα του αμαρτωλού που επιστρέφει.
Είναι αυτά, συναίσθηση, πρώτον, της άθλιας κατάστασής του («Εγώ όμως χάνομαι από την πείνα»),
σταθερή απόφαση επιστροφής («θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου»),
απόφαση να εξομολογηθεί την ενοχή του χωρίς κάποια απόπειρα να δικαιολογηθεί
(«Αμάρτησα… και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου») και επιθυμία
να χρησιμοποιηθεί στο εξής στην υπηρεσία του Θεού, χωρίς κάποια αξίωση για τα προηγούμενα
κληρονομικά δικαιώματα («κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς σου»).
Ο λόγος του χαρακτηριζόταν από μία ιδιαίτερη φιλοστοργία και από μία γαλήνια εξουσία. Αλλά και όλη η συμπεριφορά του προς τους επισκέπτες χαρακτηριζόταν προ παντός από βαθειά ταπείνωση και συγχωρητική, έμπρακτη, χριστιανική αγάπη. Ο λόγος του θέρμαινε ακόμη και τις πιο σκληρές και ψυχρές καρδιές· διαφώτιζε τις ψυχές με πνευματική κατανόηση· τις απάλυνε και τις έκανε να χύνουν δάκρυα μετανοίας και συντριβής· προκαλούσε χαρμόσυνη ελπίδα για δυνατότητα διορθώσεως και σωτηρίας ακόμη και σε αναίσθητους αμαρτωλούς. Έτσι γέμιζε τις ψυχές με την θεία χάρη και την ειρήνη. Οποιοιδήποτε και αν τον επισκεπτόταν, είτε ρακένδυτοι πτωχοί είτε πλούσιοι με πολυτελή ενδύματα, και οποιαδήποτε βάσανα, αμαρτήματα και ανάγκες και αν είχαν στην ψυχή τους, τους αγκάλιαζε όλους με αγάπη, υποκλινόταν μέχρις εδάφους σε όλους και ευλογώντας τους, φιλούσε ο ίδιος τα χέρια τους. Δεν επιτιμούσε κανένα με σκληρότητα, ούτε τον ήλεγχε με αυστηρότητα· σε κανένα δεν επέβαλλε βαρύ φορτίο αν και ο ίδιος βάσταζε τον Σταυρό του Χριστού και υπόμενε όλες τις θλίψεις.
Επειδή, για την καθαρότητα της ψυχής του, έλαβε από τον Θεό το χάρισμα της διορατικότητας, ο όσιος Σεραφείμ έδινε συχνά στους επισκέπτες του συμβουλές, οι οποίες ανταποκρίνονταν στα πιο μυστικά τους αισθήματα και στις πιο απόκρυφες σκέψεις τους, χωρίς να του τις έχουν αποκαλύψει.
Κάποτε ήλθε στο κελί του οσίου ο ηγούμενος της μονής του Βισοκογκόρσκ ιερομόναχος Αντώνιος με έναν έμπορο από την επαρχία του Βλαδιμίρ. Ο όσιος Σεραφείμ παρακάλεσε τον ηγούμενο να περιμένει, ενώ με τον έμπορο άρχισε αμέσως να συνομιλεί. Με έλεος, αγαθοσύνη και τρυφερότητα ήλεγχε τα ελαττώματά του και τον συμβούλευε: «Όλες σου οι ταλαιπωρίες και οι θλίψεις, του έλεγε, είναι αποτελέσματα της εμπαθούς σου ζωής. Άφησε αυτή την ζωή, διόρθωσε την πορεία σου». Ο εκτενής λόγος του επάνω σ’ αυτό το θέμα ήταν διαποτισμένος από τόσο συγκινητική εγκαρδιότητα και θέρμη, ώστε και ο έμπορος προς τον οποίον απευθυνόταν και ο παρευρισκόμενος π. Αντώνιος είχαν συγκινηθεί μέχρι δακρύων.
Και όταν ο έμπορος βγήκε από το κελί, ο π. Αντώνιος που γνώριζε και σεβόταν από πολλών ετών τον όσιο Σεραφείμ τόλμησε να πει: «Πατερούλη, η ψυχή του ανθρώπου είναι μπροστά σας ανοικτή σαν σε καθρέπτη. Εμπρός στα μάτια μου, ενώ ακόμη δεν είχατε ακούσει τις πνευματικές ανάγκες και τις ταλαιπωρίες αυτού του προσκυνητή, του τα είπατε ήδη όλα εκ των προτέρων. Τώρα βλέπω ότι ο νους σας είναι τόσο καθαρός, ώστε τίποτε δεν μένει κρυφό σ’ αυτόν από την καρδιά του πλησίον». Τότε ο όσιος Σεραφείμ έβαλε στο στόμα του π. Αντωνίου την δεξιά του παλάμη ωσάν να ήθελε να τον αποστομώσει, και είπε: «Δεν μιλάς όπως πρέπει, χαρά μου. Η καρδιά του ανθρώπου είναι ανοικτή μόνο στον Κύριο και ο Θεός είναι ο μόνος καρδιογνώστης· η δε καρδία του ανθρώπου είναι βαθεία» (Ψαλμ. 63,7).
Ο π. Αντώνιος ξαναρώτησε: «Πώς εσείς, πατερούλη, ενώ ούτε μία λέξι δεν ερωτήσατε τον έμπορο, του είπατε εν τούτοις όλα όσα του ήσαν αναγκαία;» Ο όσιος απάντησε ταπεινά:
«Αυτός ήλθε σε μένα όπως όλοι οι άλλοι, όπως και εσύ, επειδή με θεωρούσε δούλο του Θεού· εγώ ο ταπεινός Σεραφείμ επίσης θεωρώ τον εαυτόν μου ως αμαρτωλό δούλο του Θεού και ότι μου ορίζει ο Κύριος αυτό και παραδίνω ως ωφέλιμο σ’ εκείνον που έχει ανάγκη. Την πρώτη σκέψη που εμφανίζεται στην ψυχή μου την θεωρώ ως υπόδειξη του Θεού, χωρίς να γνωρίζω τι υπάρχει στην ψυχή του συνομιλητή μου, αλλά μόνο πιστεύοντας ότι αυτό είναι το θέλημα του Θεού. Όπως το σίδερο στο σιδηρουργό έτσι και εγώ έχω παραδώσει το θέλημά μου και ολόκληρο τον εαυτό μου στον Κύριο. Ότι είναι αρεστό σε Εκείνον, αυτό και πράττω. Δεν έχω δικό μου θέλημα, αλλά ότι είναι ευάρεστο στον Θεό αυτό και μεταδίδω».
Και όμως η χαρισματική αυτή διορατικότητα του όσιου Σεραφείμ ήταν όντως ασυνήθιστη. Όταν έπαιρνε επιστολές, συχνά χωρίς να τις ανοίγει γνώριζε το περιεχόμενό τους και απαντούσε: «Να, αυτό λέγει ο ελεεινός Σεραφείμ» κ.λπ. Μετά την μακάρια κοίμησή του βρέθηκαν πολλές τέτοιες κλειστές επιστολές στις οποίες είχε απαντήσει ενώ ακόμη ζούσε. Επίσης ο όσιος ήταν κατά πνεύμα ενωμένος με πολλούς ασκητές, τους οποίους ποτέ δεν είχε δει και οι οποίοι ζούσαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά του.
Σε κάποιον λαϊκό, με το όνομα Α.Γ. Βοροτίλωφ, ο όσιος έλεγε επανειλημμένως ότι εναντίον της Ρωσίας θα επαναστατήσουν τρία κράτη και θα την εξαντλήσουν πολύ. Αλλά ο Κύριος χάριν της Ορθοδοξίας θα την διαφυλάξει. Την εποχή εκείνη οι λόγοι αυτοί ήσαν ακατανόητοι. Αργότερα όμως τα ίδια τα γεγονότα διατράνωσαν ότι ο όσιος εννοούσε τον πόλεμο της Κριμαίας.
Ο όσιος, ήδη από το 1831, μιλούσε σε πολλούς για τον επικείμενο λιμό. Η μονή του Σάρωφ κατόπιν της συμβουλής του προμηθεύθηκε τρόφιμα για έξι χρόνια και έτσι δεν έγινε εκεί αισθητός ο λιμός. Όταν εμφανίσθηκε για πρώτη φορά η χολέρα στην Ρωσία, ο όσιος δήλωνε καθαρά ότι δεν θα εμφανισθεί ούτε στο Σάρωφ ούτε στο Ντιβιέγιεβο· αυτό επαληθεύθηκε πλήρως, διότι από την πρώτη χολέρα δεν πέθανε ούτε ένας άνθρωπος στο Σάρωφ και στο Ντιβιέγιεβο.
Με το προορατικό χάρισμα, έβλεπε ο όσιος το παρελθόν και το μέλλον.
(Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, «Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, Βίος». Μετάφρ.: Βασιλική Νικολακάκη. Εκδ.: Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη)
Γέροντας Χαράλαμπος Διονυσιάτης: Αν κρατήσει η αίσθηση της αγάπης του Θεού λίγα λεπτά δεν αντέχεις, πεθαίνεις!
Σχετικά με την αγάπη του Θεού λέμε, ότι μας αγαπά ο Θεός ή ότι αγαπάμε τον Θεόν, ότι αισθανόμεθα αγάπη μέσα μας για τον Θεόν.
Αυτό δεν είναι τίποτε είναι ελάχιστον, από την αίσθησιν εκείνη της αγάπης του Θεού, όταν σε επισκεφθεί ο Θεός, όταν σου δώσει την αγάπη Του.
Τότε λιώνεις.
Αν κρατήσει αυτή η αγάπη, αυτή η αίσθησις της αγάπης του Θεού λίγα λεπτά, δεν αντέχεις, τότε πεθαίνεις.
Ούτω κάποτε προσευχόμενος επί πολύ ώρα, ξαφνικά αισθάνθηκα την Παρουσία του Θεού μπροστά μου! (όχι να τον βλέπω).
Εκείνη την ώρα, το τι αισθάνθηκα, δεν περιγράφεται.
Ένας Θείος έρως ανέκφραστος, μία αγάπη που δεν περιγράφεται.
Δεν μπορείς να κρατηθείς· πέφτεις κάτω.
Αν κρατούσε πάνω από 2-3 λεπτά θα πέθαινα δεν αντέχεις.
Από την πολλή αγάπη καίεσαι μέσα σου, από την πολλή γλυκύτητα και μακαριότητα, από τον πολύ θείο έρωτα για τον Χριστό.
Πέφτεις κάτω και άλλο τίποτα δεν λες μόνο, σώσε με – σώσε με, φωνάζεις διότι θα πεθάνεις αν κρατήσει λίγο ακόμη.
Τρία λεπτά εάν κρατήσει θα ξεψυχήσει ο άνθρωπος από τον πολύ έρωτα στον Χριστό, από την πολλή αγάπη.
Μετά όταν υποχώρησε, επί τρεις ώρες περίπου έλεγα την ευχή και άφθονα γλυκύτατα δάκρυα έτρεχαν.
Και πολλές φορές ενθυμούμενος την κατάσταση εκείνη της χάριτος, όπου αισθανόμουν δίπλα μου, μπροστά μου την παρουσία του Θεού, έρχονταν γλυκύτατα δάκρυα και προσευχή συνεχής.
Γέροντας Χαράλαμπος Διονυσιάτης
(απόσπασμα από το περιοδικό "Όσιος Φιλόθεος της Πάρου", τεύχος 9, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος, 2003)
ΑΥΤΗ την απόκριση έδωσε ο Όσιος Αρσένιος σ' ένα μοναχό, που του ζήτησε μια ωφέλιμη συμβουλή:
- Αν κατορθώσει ο νους σου να βλέπει διαρκώς τον Θεό και μ' αυτήν την ενόραση να γίνεται όλη η εσωτερική σου εργασία, τότε μόνο θα βγεις νικητής στον αγώνα του κακού.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.216)
ΚΑΠΟΤΕ περπατούσαν πολλές μέρες συνεχώς μέσα στην έρημο ο Αββάς Δανιήλ κι ο υποτακτικός του. Κουρασμένος από την μακρινή οδοιπορία ο νέος, είπε με κάποια δυσφορία:
- Πότε θα μείνουμε κι εμείς στην φτωχή μας καλύβη;
- Ποιος μας εμποδίζει, παιδί μου, να βλέπουμε κι εδώ που βρισκόμαστε τον Θεό; Και στην καλύβα μας κι έξω απ' αυτήν Εκείνος μας περιβάλλει, αποκρίθηκε ο Άγιος Γέροντας, που δεν έφευγε ποτέ από τον νου του η ενθύμηση του Θεού.
(Γεροντικό Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.216).
ΔΥΟ ΣΥΝΑΣΚΗΤΕΣ ζούσαν στην ίδια έρημο, σε μικρή απόσταση ο ένας από τον άλλο. Κι οι δύο αγωνίζονταν για την σωτηρία τους. Ο ένας όμως μελετούσε διαρκώς τον θάνατο, κι αυτό του έφερνε κατάνυξη στην καρδιά και το δάκρυ δεν έλειπε ποτέ από τα μάτια του. Ο άλλος είχε έναν μικρό κήπο και τον φρόντιζε με μεγάλη επιμέλεια.
Μια μέρα ο κηπουρός έπρεπε να κατεβεί στην πόλη. Πήγε στον συνασκητή του και τον παρακάλεσε να προσέχει τον κήπο του, ώσπου να γυρίσει.Εκείνος υποσχέθηκε κι ο κηπουρός έφυγε ήσυχος. Τότε ο αδελφός είπε στον εαυτό του:
-Όσο έχεις καιρό, ταπεινέ, φρόντιζε τον κήπο.
Λέγοντας αυτά παραδόθηκε σε κατανυκτική προσευχή κι έχυσε πολλά δάκρυα για την ψυχή του την νύχτα εκείνη κι ολόκληρη την άλλη μέρα, χωρίς διακοπή.
Το άλλο βράδυ γύρισε από την πόλη ο κηπουρός και βρήκε τον κήπο του κατεστραμμένο από σκαντζόχοιρους. Στενοχωρημένος πήγε να βρει τον γείτονά του:
- Τώρα που καταστράφηκε όλος περιμένεις καρπούς;
Όταν ήταν ανομβρία, ο κηπουρός, που δεν έπαυε ν' ανησυχεί για τον κήπο του, έλεγε στον συνασκητή του:
- Αν δεν μας λυπηθεί ο Θεός να βρέξει, είμαστε χαμένοι. Κι εκείνος, που μόνο τα δάκρυα είχε στον νου του, με τα οποία ποτίζεται η καρδιά για να καρποφορήσει αρετές, του απαντούσε:
- Αλίμονο, αδελφέ μου, αν ξεραθούν οι πηγές, δεν θα βρούμε σωτηρία.
Ο Χριστός κάλεσε γρήγορα κοντά Του τον επίγειο άγγελο.Όταν κατάλαβε πώς έφτασε πια το τέλος του, φώναξε τον συνασκητή του και τον όρισε να του κάνει την χάρη που θα του ζητούσε.
-Όταν θα εχω πια ξεψυχήσει, του είπε, θέλω να σύρεις το σώμα μου μακριά και να τ' αφήσεις να φαγωθεί από τα όρνια, γιατί έχει αμαρτήσει και δεν είναι άξιο να ταφεί.
Εκείνος ταράχτηκε.
- Αδύνατο να κάνω τέτοιο πράγμα, αδελφέ. Δεν το στέργει η ψυχή μου.
- Αν υπακούσεις, αποκρίθηκε ο ετοιμοθάνατος, και μου κάνεις αυτή την χάρη, σου υπόσχομαι να σε βοηθήσω από κεί που πηγαίνω.
Με πολύ πόνο στην ψυχή ο αδελφός ξεπλήρωσε την υπόσχεσή του. Έσυρε γυμνό το σώμα του νεκρού και το έριξε σε μια βαθιά χαράδρα. Την τρίτη μέρα παρουσιάστηκε στον ύπνο του ο νεκρός και του είπε:
-Ο Θεός να σ' ελεήσει, αδελφέ, όπως εσύ ελέησες εμένα. Μεγάλη χάρη βρήκε η ψυχή μου, γιατί καταφρονέθηκε το σώμα μου. Παρακάλεσα πολύ για σένα που τόσο μ' ευεργέτησες. Άφησε πια την φροντίδα του κήπου και μερίμνησε για την ψυχή σου. Το τέλος σου πλησιάζει. Πένθησε και κλάψε. Τα κατανυκτικά δάκρυα έχουν την δύναμη να σβήσουν την φλόγα της κολάσεως.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριαστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.214-215).
Κοίμησις μετά την Ανάστασι
Για ποιο λόγο θρηνείς, αν πιστεύης, ότι θ’ αναστηθή ο άνθρωπός σου, ότι δεν χάθηκε; Αν πιστεύης, ότι ύπνος και κοίμησις είναι ο θάνατος;
Ε.Π.Ε. 22,274
άγνωστη η μέρα του
Πολλοί συγκρατούνται απ’ το φόβο του θανάτου και απ’ τον πόθο της ζωής. Αν όμως καθένας γνώριζε, πως αύριο θα πεθάνη οπωσδήποτε, τίποτε δεν θα τον σταματούσε την προηγούμενη μέρα να διαπράξη οποιοδήποτε κακό.
Ε.Π.Ε. 22,526
η ώρα του ως κλέπτης
Όπως ο κλέφτης μέσα στη νύχτα, έτσι έρχεται η ημέρα εκείνη, για να μην ωθούμε τους εαυτούς μας στην κακία ή στην αδιαφορία, για να μη χάσουμε το μισθό μας.
Ε.Π.Ε. 22,528
δυο θάνατοι
Ακούστε οι γυναίκες, που περνάτε τον καιρό σας σε συμπόσια και μεθύσια, που περιφρονείτε τους φτωχούς και τους αφήνετε να λειώνουν και να πεθαίνουν από την πείνα, ενώ σεις συνεχώς φθείρεστε και πεθαίνετε από την τρυφηλή ζωή. Δυο θανάτους προκαλείτε: Το θάνατο των φτωχών, αλλά και τον δικό σας· και τους δυο από την αμετρία. Αν όμως ανακατεύατε το δικό σας περίσσευμα με τη φτώχεια εκείνων, θα σώζατε δυο ζωές.
Ε.Π.Ε. 23,344
όχι θάνατος
Στα μοναστήρια δεν είναι δυνατόν να ακούσης ποτέ θρήνους ούτε οδυρμούς. Ο χώρος τους είναι καθαρός από αυτές τις αηδίες, καθαρός από σπαραγμούς. Και οι μοναχοί βέβαια πεθαίνουν, αφού δεν είναι αθάνατοι στο σώμα. Αλλά δεν θεωρούν θάνατο το θάνατο. Προπέμπουν τους κεκοιμημένους με ύμνους. Αυτό το ονομάζουν προπομπή, όχι κηδεία. Και όταν ανακοινωθή, ότι ο τάδε αναχώρησε, είναι μεγάλη αγαλλίασις, μεγάλη ηδονή. Μάλλον δεν τολμά κανένας να πη, ότι ο τάδε τελείωσε. Λένε, ο τάδε τελειώθηκε. Ύστερα ακολουθεί ευχαριστία, δοξολογία πολλή, ευφροσύνη, και καθένας εύχεται να έχη τέτοιο τέλος, να περατώση έτσι τον αγώνα, να αναπαυθή από τους κόπους και τους αγώνες του και να δη τον Χριστό.
Ε.Π.Ε. 23,372-374
του Χριστού, ζωή του κόσμου
Εκείνος ο θάνατος έσωσε τη χαμένη ανθρωπότητα. Ένωσε τη γη με τον ουρανό. Κατέλυσε την τυραννία του διαβόλου. Και έκανε τους ανθρώπους αγγέλους και υιούς του Θεού. Εκείνος ο θάνατος ωδήγησε τη φύσι μας στο βασιλικό θρόνο. Αυτά τα δεσμά πολλούς μετέστρεψαν.
Ε.Π.Ε. 23,482
και ζωή
Όταν ζω, πεθαίνω. Όταν πεθαίνω, ζω.
Ε.Π.Ε. 23,542
νικήθηκε από το θάνατο του Χριστού
Μ’ εκείνο, που εξουσίαζε ο διάβολος, μ’ εκείνο και ηττήθηκε. Κι αυτό, που ήταν ισχυρό όπλο εναντίον όλων των ανθρώπων, δηλαδή, ο θάνατος, αυτό χρησιμοποίησε ο Χριστός και τον έπληξε. Το γεγονός φανερώνει την εκπληκτική δύναμι του Νικητή. Βλέπεις τι καλό προξένησε ο θάνατος;
Ε.Π.Ε. 24,304
γιατί τον φοβόμαστε;
Για ποιο λόγο τρομάζετε; Γιατί φοβάστε αυτόν, που καταργήθηκε; Δεν είναι πλέον φοβερός ο θάνατος, αλλά καταπατήθηκε, ξευτελίστηκε, είναι ασήμαντος τώρα και τιποτένιος.
Ε.Π.Ε. 24,304
όποιος δεν τον φοβάται, δεν φοβάται τίποτε
Όποιος δεν φοβάται το θάνατο, είναι έξω απ’ την τυραννική εξουσία του διαβόλου. Κανέναν δεν φοβάται, κανέναν δεν τρέμει. Είναι από όλους ανώτερος και από όλους πιο ελεύθερος. Όποιος θυσιάζει το ύψιστο, τη ζωή του, πολύ περισσότερο θυσιάζει τα άλλα. Όταν ο διάβολος βρη μια τέτοια ψυχή, τίποτε δεν μπορεί να της κάνει. Για πες μου: Θα την φοβερίση με απώλεια χρημάτων ή με βάσανα και εξορία απ’ τον τόπο της; Αυτά είναι ασήμαντα για όποιον είναι έτοιμος να θυσιάση τη ζωή του, όπως λέει ο μακάριος Παύλος.
Ε.Π.Ε. 24,306
καταφρονούμε το θάνατο
Γκρέμισε ο Χριστός την τυραννία του θανάτου. Και μαζί του γκρέμισε και την ισχύ του διαβόλου. Λοιπόν, μη λιποψυχήτε, λέγοντας: Γιατί πάθαμε αυτά κι αυτά; Μ’ όσα παθαίνουμε, γίνεται λαμπρότερη η νίκη. Και δεν θα ήταν βέβαια λαμπρή η νίκη, αν δεν υπήρχε το “θανάτω θάνατον πατήσας”. Αυτό είναι το καταπληκτικό: Μ’ όσα νικούσε ο θάνατος, μ’ αυτά τον νίκησε ο Χριστός. Φανερώνει έτσι και το πως βρίσκει τρόπους και μεθόδους να θριαμβεύη. Λοιπόν, ας μη προδώσουμε το δώρο που μας χάρισε. Να σταθούμε γενναίοι, περιφρονώντας πια το θάνατο.
Ε.Π.Ε. 24,308
πότε θάνατος και πότε κοίμησις
Τυραννία θανάτου και πραγματικός θάνατος είναι εκείνος, όταν δεν μπορεί αυτός που πέθανε να επανέλθει στη ζωή. Όταν όμως μετά το θάνατο ζη, και μάλιστα ζωή καλύτερη, τότε αυτό δεν λέγεται θάνατος· είναι κοίμησις.
Ε.Π.Ε. 25,30
και φόβος
Αν μας καταλάβη πυρετός, τα πάντα εγκαταλείπουμε, και ακριβώς σαν μικρά παιδιά, που κλαίνε, τρέμουμε το θάνατο και είναι φυσικό, αφού δεν βλέπουμε την παρούσα ζωή σαν προσωρινή. Θρηνούμε σαν να πηγαίνουμε στην κόλασι.
Ε.Π.Ε. 25,160
γρηγορεί η ψυχή
Γιατί του Χριστού τον θάνατο τον ωνόμασε (ο Παύλος) «θάνατο», ενώ τον δικό μας «κοίμησι»; Στην περίπτωσι του Χριστού τον ωνόμασε «θάνατο», για να βεβαιωθή το πάθος. Στη δική μας περίπτωσι «κοίμησι», για να παρηγορήση τον πόνο μας. Όποιος κοιμάται, οπωσδήποτε θα ξυπνήση. Τίποτε άλλο δεν είναι ο θάνατος, παρά ένας μεγάλος ύπνος. Μη μου πης, ότι όποιος πεθάνει ούτε ακούει ούτε βλέπει ούτε αισθάνεται, αφού κάτι ανάλογο συμβαίνει και με όποιον κοιμάται. Αν πρέπη κάτι να θαυμάσουμε πολύ, είναι ότι στην περίπτωσι αυτού που κοιμάται, και η ψυχή του κάπως κοιμάται, ενώ σ’ αυτόν που πεθαίνει η ψυχή του είναι άγρυπνη και ζωντανή.
Ε.Π.Ε. 25,554
του σώματος, αντιπαροχή
Κάποιος, που πρόκειται να χτίση ένα σπίτι ετοιμόρροπο, πρώτα βγάζει έξω τους ενοίκους και μετά γκρεμίζει το σπίτι. Χτίζει δε στη θέσι του άλλο, πολύ πιο λαμπρό. Έτσι κάνει και ο Θεός, που θέλει να κατασκευάση καινούργιο σπίτι (σώμα). Βγάζει πρώτα την ψυχή από μέσα, σαν ένοικο του σώματος. Κι ύστερα οικοδομεί το νέο σπίτι, το σώμα με την ανάστασι. Και στη συνέχεια ξαναβάζει την ψυχή μέσα στο απείρως λαμπρότερο σώμα. Λοιπόν, ας μη προσέχουμε το γκρέμισμα (το θάνατο), αλλά να σκεπτώμαστε τη μελλοντική λαμπρότητα.
Ε.Π.Ε. 25,554
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 326-329)