ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 15
1 Ἐγὼ εἰμι ἡ ἄμπελος(1) ἡ ἀληθινή(2), καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστι(3).
1«Εγώ είμαι το αληθινό κλήμα, κι ο Πατέρας μου είναι ο αμπελουργός.
(1)  Θέλει κυρίως να τονίσει την εσωτερική και οργανική ενότητα αυτού και των πιστών.
«Ονομάζει τον εαυτό του κληματαριά (άμπελον) διότι αυτούς που έχουν με την πίστη ριζώσει μέσα του, τούς τρέφει ώστε να καρποφορούν αγαθά έργα» (Β). «Εγώ είμαι η ρίζα» (Θφ).
«Για μεν τον εαυτό του λέει ότι είναι αμπέλι για τις κληματόβεργες που προέρχονται από αυτό όπως είναι η μητέρα και η τροφός, ενώ λέει ότι είναι κληματόβεργες αυτοί που ενώθηκαν με αυτόν και κατά κάποιο τρόπο προσαρμόστηκαν και εισχώρησαν σε αυτόν, αφού έγιναν ήδη κοινωνοί της δικής του φύσης… Με όποιο δηλαδή ακριβώς τρόπο, ο κορμός της κληματαριάς από την δική του και φυσικά ενωμένη με αυτόν ποιότητα κατά τρόπο φυσικό υπηρετεί και μοιράζει στα κλαδιά την απόλαυση, έτσι ο Μονογενής Λόγος του Θεού, την κατά κάποιο τρόπο συγγένεια και του Θεού και Πατέρα και της δικής του φύσης, την βάζει μέσα στους αγίους δίνοντας το Πνεύμα, αφού βεβαίως έχουν αυτοί ενωθεί με αυτόν μέσω της πίστης και της αγιότητας· τους τρέφει λοιπόν ώστε να έχουν ευσέβεια και εργάζεται μέσα τους την γνώση κάθε αρετής και αγαθοεργίας» (Κ).
«Το χωρίο αυτό του ευαγγελίου, όπου ο Κύριος ονομάζει τον εαυτό του άμπελον και τους μαθητές του κλαδιά (κληματόβεργες) διακηρύττει ότι ο μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός είναι η κεφαλή της εκκλησίας και ότι εμείς είμαστε μέλη του. Διότι αφού η άμπελος και τα κλαδιά της έχουν την ίδια φύση, η φύση του όμως ως Θεού είναι τελείως διαφορετική από τη δική μας, έγινε άνθρωπος, έτσι ώστε μέσα από αυτόν η ανθρώπινη φύση να γίνει άμπελος και εμείς, οι οποίοι επίσης είμαστε άνθρωποι, να γίνουμε κλαδιά της» (Αυ).
Η σύγκριση του Ιησού με δέντρο και των μαθητών του με τα κλαδιά που φυτρώνουν από το δέντρο, είναι όμοια, σε κάποιες πλευρές, με τη μεταφορά που χρησιμοποιείται στο Ρωμ. ια 16, σύμφωνα με την οποία ο Ισραήλ συγκρίνεται με ήμερη ελιά, στην οποία τη θέση μεν της ρίζας κατέχουν ο Αβραάμ και οι πατριάρχες, ενώ τη θέση των κλαδιών οι απόγονοί τους (β).
Δείγμα της ταπεινοφροσύνης του Χριστού είναι και το ότι ευαρεστείται να μιλά για τον εαυτό του με ταπεινές συγκρίσεις. Αυτός είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης, το αστέρι το λαμπρό το πρωινό. Και όμως παρομοιάζει τον εαυτό του με αμπέλι. Η εκκλησία, η οποία είναι το μυστικό σώμα του Χριστού, είναι αμπέλι (Ψαλμ. οθ 8). Έτσι και ο Χριστός, στον οποίο δυναμικά και σπερματικά περιλαμβάνεται εξ’ αρχής η εκκλησία, όλοι όσοι δια μέσου των αιώνων θα καταστούν μέλη του Χριστού, ονομάζεται αμπέλι. Αμπέλι φυτευμένο σε αμπελώνα, στη γη, διότι είναι ο Λόγος ο οποίος έγινε σάρκα. Η κληματαριά είναι φυτό που προβάλλει κάθε χρόνο αναδενδράδες που καλύπτουν μεγάλες εκτάσεις. Έτσι και ο Χριστός θα γίνει γνωστός ως σωτηρία μέχρι τα έσχατα της γης. Ο καρπός του αμπελιού «ευφραίνει Θεό και ανθρώπους» (Κριτ. θ 13).
Έτσι και ο καρπός της μεσιτείας του Χριστού. Αλλά εάν ο Χριστός είναι το αμπέλι, οι πιστοί είναι οι κληματόβεργες και τα κλαδιά του αμπελιού. Είναι λοιπόν ο Χριστός η ρίζα, που υποβαστάζει τα κλαδιά και εκτρέφει αυτά με το χυμό που ξεκινά από αυτήν. Έτσι και ο Χριστός μας τρέφει και αυτός είναι που αυξάνει και υποβαστάζει εμάς. Πολλά είναι τα κλαδιά αλλά συναντιούνται όλα στη ρίζα. Έτσι και όλοι οι αληθινοί Χριστιανοί, οσοδήποτε και αν χωρίζονται μεταξύ τους με τις αποστάσεις του χρόνου και του τόπου, ενώνονται όλοι στο Χριστό.
(2)  «Η εξαιρετική, η άφθαρτη, η πνευματική» (Ζ)· το αμπέλι που ανταποκρίνεται στο ιδανικό· το αμπέλι το τέλειο (F), η γνήσια εκπλήρωση των ιδιοτήτων, τις οποίες εικονίζει το αμπέλι (μ)· η βουλή και το σχέδιο του Θεού που εμπιστεύθηκε ο Θεός στον Ισραήλ, εκπληρώθηκαν στον εαυτό του. Στο πρόσωπό του υπάρχει ο όλος λαός του Θεού, ο νέος Ισραήλ της χάρης (τ).
«Όταν λέει εγώ είμαι η άμπελος η αληθινή, θέλει να διακρίνει τον εαυτό του από την άμπελο εκείνη, εναντίον της οποίας απευθύνθηκαν τα λόγια. Τι να κάνω ακόμη στον αμπελώνα μου το οποίο δεν έκανα σε αυτόν; Διότι περίμενα να κάνει σταφύλι, έκανε όμως αγκάθια (Ησ. ε 4). Διότι πώς θα μπορούσε να είναι αληθινή άμπελος εκείνη, από την οποία αναμένονταν σταφύλια και παρήχθησαν αγκάθια;» (Αυ).
Γενικώς από τους ερμηνευτές προβάλλεται ως λόγος της χρησιμοποίησης εδώ της εικόνας του αμπελιού, το ότι χρησιμοποιείται συχνά στην Π.Δ. ως τύπος του Ισραήλ, πάντοτε όμως του πεσμένου Ισραήλ. Δες Ιεζ. ιε 2,ιθ 10,Ησ. ε 1,Ιερεμ. β 21,Ωσηέ ι 1,Ψαλμ. οθ 9-14. Σκέφτηκαν λοιπόν, ότι, όταν ο Ιησούς είπε Εγώ είμαι η άμπελος η αληθινή, η φανερή σύγκριση ήταν μεταξύ της εκφυλισμένης αμπέλου του Ισραήλ και της ιδανικής αμπέλου, την οποία εκπροσωπούσε αυτός. Δηλαδή η αληθινή άμπελος προβάλλεται τώρα στους μαθητές ως το νέο ιδανικό του πνευματικού Ισραήλ (β).
(3)  Είναι σύμφωνο με όσα λέγονται στην παραβολή του αμπελώνα (Ματθ. κα 33-41,Μάρκ. ιβ 1-9,Λουκ. κ 9-16). Ο Θεός έστειλε τον Υιό του στον κόσμο, και έτσι φυτεύτηκε το αμπέλι, του οποίου κλαδιά είναι οι πιστοί (ο). Αυτός ίδρυσε με την αποστολή του Ιησού την εκκλησία και αυτός την καλλιεργεί (g).
Αλλά «ο Χριστός είναι αμπέλι με την ίδια έννοια, με την οποία είπε: Ο Πατέρας μου είναι μεγαλύτερος από εμένα. Με την έννοια όμως με την οποία είπε, Εγώ και ο Πατέρας μου είμαστε ένα, είναι και ο γεωργός. Και γεωργός όχι όμοιος με εκείνους, των οποίων το όλο έργο περιορίζεται σε εξωτερικό κόπο, αλλά γεωργός που παρέχει και την εσωτερική αύξηση» (Αυ).
«Πρόσεξε λοιπόν με πόση ακρίβεια διατυπώνει την παραβολή· διότι, λέει, δεν δέχεται τη φροντίδα του γεωργού η ρίζα, αλλά τα κλαδιά. Η ρίζα βεβαίως για κανέναν άλλο λόγο δεν έχει αναφερθεί εδώ, αλλά για να μάθουν ότι δεν μπορούν τίποτα να επιτελέσουν χωρίς τη δύναμή του, και ότι, έτσι πρέπει να είναι ενωμένοι με την πίστη, όπως το κλαδί με το αμπέλι» (Χ).
«Θα εννοήσεις επομένως λοιπόν και πολύ σωστά, ότι μας τρέφει μεν με σκοπό την ευσέβεια, ο Πατέρας μέσω του Υιού μαζί με το Πνεύμα· μας καλλιεργεί επίσης πάλι, δηλαδή επιβλέπει και επισκέπτεται και αξιώνει της φροντίδας που επανορθώνει, μέσω του Υιού μαζί με το Πνεύμα… Για να μη νομίσει δηλαδή κάποιος, ότι η φροντίδα για εμάς γίνεται από μόνον τον μονογενή (Υιό), έφερε μαζί σαν συνεργάτη κατά κάποιο τρόπο και τον Θεό και Πατέρα, ονομάζοντας τον εαυτό του από τη μία κληματαριά, που χορηγεί στα κλαδιά της τη ζωή και το να μπορούν να καρποφορούν, και γεωργό από την άλλη αυτόν που τον γέννησε» (Κ).

2 Πᾶν κλῆμα(1) ἐν ἐμοὶ(2) μὴ φέρον καρπόν(3), αἴρει αὐτό(4), καὶ πᾶν τὸ καρπὸν φέρον(5), καθαίρει(6) αὐτό, ἵνα πλείονα καρπὸν φέρῃ(7).
2Κάθε κληματόβεργα πάνω μου που δεν κάνει καρπό την κόβει· και κάθε κληματόβεργα που κάνει καρπό την κλαδεύει, για να καρποφορήσει περισσότερο.
(1)  Δηλαδή κλαδί, κλαδάκι τρυφερό και ευλύγιστο· ειδικά κλαδί αμπέλου (κληματαριάς)(G). «Ο πιστός είναι κλαδί της νοητής αμπέλου, η οποία είναι ο Χριστός» (αμ).
«Μολονότι η ρίζα έχει ανάγκη από φροντίδα πριν από τα κλήματα, να σκαφτεί γύρω-γύρω και να ανοιχτεί το χώμα, αλλά όμως τίποτα δεν λέει εδώ για αυτήν, αλλά όλα τα λόγια του αναφέρονται στα κλήματα, δείχνοντας, ότι αυτός μεν είναι αυτάρκης, ενώ οι μαθητές του έχουν ανάγκη από πολλή βοήθεια εκ μέρους του γεωργού, και αν ακόμη είναι πάρα πολύ ενάρετοι» (Χ).
(2)  «Κάθε κλαδί που βλάστησε σε μένα και είναι ενωμένο με εμένα μέσω της πίστης» (Ζ)· «κάθε άνθρωπος, που μέσω της πίστης έγινε μέρος της ρίζας και ενώθηκε με τον Κύριο και έγινε ένα σώμα με αυτόν» (Θφ).
Ήμασταν φτωχοί, εγκαταλελειμμένοι, αβοήθητοι, χωρίς ζωή, νεκρά σχεδόν και ξεραμμένα κλαδιά. Από μόνοι μας δεν μπορούσαμε να βλαστήσουμε και να αναπτυχθούμε ως χυμώδη και τρυφερά κλαδιά. Ο Θεός μέσω της πίστης μάς ένωσε με το Χριστό εγκεντρίζοντάς μας κατά κάποιο τρόπο μέσα σε αυτόν σαν σε ζωηφόρο αμπέλι. Ήμαστε τώρα εμβόλιμοι στο Χριστό. Και πνεύμα χάρης και ζωής ρέει μέσα στις καρδιές μας από τον Πατέρα μέσω του Υιού, ακριβώς, όπως και ο χυμός διαχύνεται από τη ρίζα της κληματαριάς στα κλαδιά της. Εάν η θέλησή μας δεν εμποδίσει τη μυστική αυτή λειτουργία της χάρης, ασφαλώς θα παράγουμε καρπό. Όπως ακριβώς λοιπόν ο χυμός της αμπέλου ή κληματαριάς διαχύνεται στα κλαδιά κατά την άνοιξη, έτσι και η χάρη δεν πρέπει να παρεμποδιστεί από τη θέλησή μας, για να εισρεύσει στον καιρό της, οπότε θα μεταβληθεί σε εμάς σε έργα και συνήθειες αγαθές. Αλλά εάν παρεμποδιστεί, θα μείνουμε τότε άκαρπα κλαδιά και ως τέτοια θα πεταχτούμε από το ίδιο χέρι, το οποίο μας εγκέντρισε στο Χριστό.
(3)  Μπορεί λοιπόν ένα κλαδί να είναι πράγματι στο Χριστό και όμως ταυτόχρονα να είναι άκαρπο. Πιθανώς αποτελεί υπαινιγμό για την πτώση και καταδίκη του Ιούδα (β). Πάντως έχει υπ’ όψη το μέλλον της εκκλησίας του (g).
«Πρέπει να ξέρουμε λοιπόν ότι, αν είμαστε μεν ενωμένοι με αυτόν μέσω της πίστης και επιδεικνύουμε την εξωτερική εικόνα της προσκόλλησης με σκέτες και μόνο ομολογίες, αλλά δεν συσφίγγουμε τον δεσμό της ένωσης και με τα ανδραγαθήματα που προέρχονται από αγάπη, θα είμαστε μεν κλήματα, νεκρά όμως και άκαρπα» (Κ).
Από κάθε αμπέλι περιμένουμε σταφύλια. Έτσι και από κάθε χριστιανό περιμένουμε ως καρπό διάθεση και ζωή και συμπεριφορά χριστιανική, προθέσεις και σκοπούς χριστιανικούς, αφοσίωση και καθιέρωση χριστιανική. Πρέπει να τιμούμε το Θεό και να πράττουμε το αγαθό, και να παρέχουμε τους εαυτούς μας παράδειγμα της αγνότητας και δύναμης της θρησκείας, την οποία πρεσβεύουμε και ομολογούμε. Όλα αυτά λοιπόν σημαίνουν το να φέρουμε καρπό.
(4)  «Το κόβει ως άχρηστο και άξιο για τη φωτιά» (Ζ)· «το βάζει έξω από την σχέση με τον Υιό» (Θφ). Αφού ανεχτεί για κάποιο χρόνο το νεκρό αυτό μέλος στην εκκλησία, με κάποιον πειρασμό, στον οποίο παραχωρεί να πέσει αυτό, ή με κάποιον άλλο εξωτερικό τρόπο διευθέτησης, που το απομακρύνει από το περιβάλλον του ή και με το θάνατο χωρίζει αυτό ο Θεός από την κοινωνία των πιστών, με την οποία μόνο εξωτερικά συνδεόταν (g). Συνδέονταν με το Χριστό με την κλωστή της εξωτερικής ομολογίας και παρόλο που φαίνονταν ότι είναι κλαδιά, γρήγορα θα παρουσιαστούν ξερά.
(5)  «Λέει ότι το καρποφόρο κλαδί δεν θα είναι τελείως άγευστο της φροντίδας του γεωργού, διότι θα καθαριστεί ώστε να μπορεί να καρποφορεί περισσότερο» (Κ).
(6)  Αίρει-καθαίρει. Γλυκός ρυθμός παρόλο που το καθαίρω δεν παράγεται από το αίρω (b). Παρήχηση. «Αυτό το «καθαίρει» σημαίνει περικόβει» (Χ). Αναφέρεται στην πράξη του κλαδέματος, με το οποίο προλαβαίνεται η υπερβολική αύξηση με το να κοντύνουμε τα κλαδιά και με την αποκοπή των βλαστών που πλεονάζουν. «Διότι το αμπέλι, όταν δεν κλαδεύεται, αγριοφουντώνει. Έτσι είναι και ο άνθρωπος, του οποίου ο Λόγος, σαν μαχαίρι, καθαρίζει τις υβριστικές παραφυάδες, αναγκάζοντας τις ορέξεις να καρποφορούν και όχι να διαλύονται στις επιθυμίες» (Κλ).
«Εδώ μαθαίνουμε, ότι και αν ακόμα κάποιος είναι πάρα πολύ ενάρετος, χρειάζεται τη φροντίδα από το Θεό» (Θφ).
Το καθαρίζει ο Θεός «χρησιμοποιώντας σαν ακριβώς κάποιο δρεπάνι, την ενέργεια του Πνεύματος και περικόβει σε αυτούς άλλοτε μεν τις ηδονές, οι οποίες πάντα καλούν σε αγάπη της σάρκας και σε πάθη σωματικά, άλλοτε πάλι τα όσα τυχαίνει να συμβαίνουν στις ψυχές των ανθρώπων, τα οποία με την ποικίλη ιδέα των κακών κατασπιλώνουν τον νου… Όμως το καθάρισμα της πνευματικής κληματαριάς, δεν θα συμβεί χωρίς πόνο… Διότι ο Θεός μας που αγαπά την αρετή, μάς εκπαιδεύει με πόνο και θλίψη» (Κ).
Αλλά ο πόνος, ο οποίος υπονοείται εδώ, είναι πόνος ο οποίος εξευγενίζει. Και αν θέλουμε να συγκαταλεχθούμε μαζί με τα καρποφόρα κλαδιά, πρέπει με ευγνωμοσύνη να δεχτούμε κάθε είδος πόνου που έρχεται σε εμάς, γνωρίζοντας, ότι ο πόνος μας κάνει ικανούς, για να φέρουμε περισσότερο καρπό (τ).
«Από εδώ δείχνει, ότι οι πειρασμοί τούς κάνουν περισσότερο ισχυρούς» (Χ).
«Ο ουράνιος Πατέρας μας ζητά, να είναι όλα καθαρά και καρποφόρα. Καθαρότητα και καρποφορία αμοιβαία βοηθούν το ένα το άλλο (b).
(7)  Παραχωρεί πειρασμούς «να έρθουν σε αυτόν, οι οποίοι από τη μία κάθε βλαβερό το κόβουν, και από την άλλη δημιουργούν κάθε σταθερότητα και γονιμότητα περισσότερης αρετής» (Ζ).
«Επειδή δηλαδή οι θλίψεις μοιάζουν να είναι σαν αυτό που οι γεωργοί ονομάζουν κλάδεμα, δείχνει σε αυτούς ο Κύριος, ότι με τις θλίψεις θα γίνουν πιο γόνιμοι, όπως και με το κλάδεμα τα κλήματα» (Θφ).
Εάν το κλάδεμα δεν γίνει έγκαιρα, τα κλαδιά της κληματαριάς θα αυξηθούν υπέρμετρα και πέραν του δέοντος. Αυτό όμως ασφαλώς θα βλάψει την ομαλή καρποφορία. Θα σημειωθεί στην περίπτωση αυτή ό,τι και στην πρόωρη ανάπτυξη οποιουδήποτε οργανισμού, ο οποίος εξασθενεί από αυτήν μέχρι σημείου ώστε να διατρέχει και τον κίνδυνο του μαρασμού. Ακριβώς για αυτό παρεμβαίνει και στο πνευματικό αμπέλι το πάνσοφο χέρι του μεγάλου Γεωργού που κλαδεύει και καθαρίζει τα πνευματικά κλήματα. Διατρέχουν και αυτά τον κίνδυνο να γίνουν πληθωρικά και ασθενικά, που καλύπτουν ευρύ χώρο χωρίς ανάλογη απόδοση για χρήση και δόξα του μεγάλου Κυρίου. Όλες οι θλίψεις των πιστών δεν είναι παρά η ψαλίδα του πάνσοφου Γεωργού, με την οποία καθαρίζονται και κλαδεύονται τα κλήματα, για να φέρουν περισσότερο καρπό. «Εκείνα τα υπερσαρκώματα, τα οποία πλεονάζουν, κόβονται με εσωτερικές και εξωτερικές θλίψεις και με τα μέσα αυτά ο καρπός αυξάνει (b).
«Αν συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις μας στην καθαρότητα της ζωής μας, τότε στην κάθαρση των παθών μάς βοηθάει ο Θεός, ολοκληρώνοντας τη δική μας φροντίδα προς το καλό και την προθυμία μας. Όπως λοιπόν κλαδεύουν το αμπέλι από ό,τι είναι περιττό που το φορτώνει και το εμποδίζει, έτσι κόβουμε και τις ασχολίες της ψυχής για τα μάταια πράγματα. Με τον τρόπο αυτό, εξοικονομούμε όλη τη δύναμη της ψυχής στην καρποφορία των σημαντικών έργων. Για να μην φουντώσει μέσα στον επιδεικτικό στολισμό, και έτσι αδειάσει όλη της τη δύναμη στο να αρέσει στους ανθρώπους. Αυτό θα γίνει αν ασχοληθεί η ψυχή μας με τα εξωτερικά κοσμικά πράγματα, που είναι σαν τα εξωτερικά φύλλα και τους έλικες του αμπελιού» (Β).
Περισσότερη και πλουσιότερη καρποφορία είναι η ευλογημένη αμοιβή προηγούμενης καρποφορίας. Η πρώτη ευλογία είναι να φέρει καρπό. Αλλά υπάρχει και άλλη μεγαλύτερη ευλογία: «για να φέρει περισσότερο καρπό».

3 Ἤδη ὑμεῖς(1) καθαροί ἐστε διὰ τὸν λόγον(2) ὃν λελάληκα ὑμῖν(3).
3Εσείς είστε κιόλας κλαδεμένοι και καθαροί εξαιτίας των όσων σας έχω διδάξει.
(1)  Με αυτό ο Κύριος φανερώνει, ότι τους μαθητές του, τους τοποθετεί στα δεύτερα κλαδιά, από τα οποία αναμένεται καρπός. Το έργο του κλαδέματος κατ’ αρχήν έχει ήδη συντελεστεί σε αυτούς.
(2)  Όχι μέσω του λόγου, αλλά εξαιτίας του λόγου (g). Ο λόγος είναι από μόνος του καθαρός και για αυτό μεταδίδει την καθαρότητα ή αγιότητα στους μαθητές (b). «Εξαιτίας του λόγου μου έχει γίνει πράξη από τον Πατέρα ο τρόπος της πνευματικής κάθαρσης σε εσάς πρώτους· να λοιπόν! Αποβάλατε την ενόχληση των μάταιων συνηθειών και της κοσμικής νεκρότητας… να! Απαλλαχτήκατε από τη νομική και ανώφελη και μάταιη επιτήρηση των Ιουδαίων. Ο λόγος μου σας καθάρισε· διότι δεν ζείτε πλέον με τον Μωσαϊκό τρόπο ζωής… ούτε αναζητάτε τον αγιασμό μέσα από τις αιματηρές προσφορές (θυσίες), αλλά πιστεύετε ότι θα γεμίσετε με πίστη βέβαιη και προσπαθείτε να γίνετε ευάρεστοι στο Θεό με κάθε αγαθοεργία» (Κ).
«Γιατί δεν λέει, ότι είστε καθαροί με το βάπτισμα… Διότι μόνο στο νερό στο οποίο υπάρχει και ο λόγος, καθαρίζεται κάποιος. Αφαίρεσε τον λόγο και το νερό είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από απλό νερό. Ο λόγος προστίθεται στο στοιχείο και προέρχεται έτσι το μυστήριο σαν ένα είδος και αυτό ορατού λόγου… Και για αυτό το λόγο το νερό έχει τέτοια δραστικότητα όχι μόνο για το σώμα, αλλά και για την ψυχή, εξαιτίας της ενέργειας του λόγου και όχι διότι ο λόγος λέγεται, αλλά διότι πιστεύεται» (Αυ).
Η πίστη με την οποία αποδέχτηκαν τον λόγο του Κυρίου «καθάρισε τις καρδιές τους» (Πράξ. ιε 9)· ο λόγος της χάριτος καθάρισε αυτούς από τους μολυσμούς του κόσμου και της σάρκας.
(3)  «Εγώ, λέει, σας καθάρισα με τη διδασκαλία μου» (Θφ).
«Βλέπεις πώς παρουσιάζει τον εαυτό του να φροντίζει για τα κλήματα; Διότι εγώ, λέει, σας καθάρισα· αν και βεβαίως προηγουμένως δείχνει ότι αυτό το κάνει ο Πατέρας, αλλά δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ Πατρός και Υιού» (Χ).
«Βλέπεις ότι, παρόλο που είναι αμπέλι, αλλά είναι και γεωργός. Διότι είναι κοινή αυτή η γεωργία και στον πατέρα και στον υιό, όπως ακριβώς βεβαίως και τα άλλα» (Ζ).

4 Μείνατε(1) ἐν ἐμοί(2), κἀγὼ ἐν ὑμῖν(3). Καθὼς τὸ κλῆμα οὐ δύναται καρπὸν φέρειν ἀφ' ἑαυτοῦ(4), ἐὰν μὴ μείνῃ(5) ἐν τῇ ἀμπέλῳ, οὕτως οὐδὲὑμεῖς, ἐὰν μὴ ἐν ἐμοὶ μείνητε(6).
4Μείνετε ενωμένοι μαζί μου· τότε θα ’μαι κι εγώ ενωμένος μαζί σας. Όπως η κληματόβεργα δεν μπορεί να καρποφορήσει από μόνη της, αν δεν είναι ενωμένη με το κλήμα, το ίδιο κι εσείς αν δε μείνετε ενωμένοι μαζί μου.
(1)  «Είναι προαιρετική η προσκόλληση στο αμπέλι σε αυτούς που έρχονται σε αυτό» (Κ).
«Διότι η μεν ρίζα μένει, η αφαίρεση όμως και η φροντίδα ανήκει στα κλήματα» (Χ). Έτσι εξηγείται η προτροπή. Προϋποτίθεται ότι έχουν ήδη ενωθεί με την κληματαριά.
«Εγώ μεν, λέει, και εσάς σας καθάρισα με το λόγο μου και την διδασκαλία και τίποτα από όσα εξαρτιόνταν από εμένα δεν παραλείφθηκε. Πρέπει όμως τώρα να υπάρξουν και τα δικά σας. Μείνετε μέσα σε μένα, λέει» (Θφ).
(2)  «Με το να συγκολληθείτε με εμένα πιο σταθερά, μέσω πίστης αδίστακτης και σχέσης άρρηκτης» (Ζ).
Ιδιαίτερα μάλιστα με το «να με ακολουθείτε γνήσια με την τέλεια και ανελλιπή αγάπη. Διότι ως προς αυτό κατεξοχήν, θα ήταν καλή και θα διαφυλασσόταν η δύναμη της προσκόλλησης μέσω του Πνεύματος, δηλαδή της ένωσης» (Κ).
«Και αν ακόμη ενώθηκε κάποιος με το Χριστό μέσω του αγιασμού από το Πνεύμα, αλλά έχει ανάγκη να κατέχει και την τέλεια αγάπη και να ακολουθεί αυτόν» (αμ).
(3)  «Και εγώ μένω μέσα σας, συνυπάρχοντας με τη δύναμή μου και σας φροντίζω ή σας συγκρατώ όπως το αμπέλι τα κλήματα και σας κάνω καρποφόρους» (Ζ).
Το να μένει ο Χριστός μέσα μας εξαρτάται από το να μένουμε εμείς σε αυτόν=Μείνετε μέσα μου, για να μπορέσω και εγώ να μένω μέσα σας (Stier).
«Δεν είμαστε εμείς μέσα σε Αυτόν κατά τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο και Εκείνος είναι μέσα μας. Διότι η σχέση των κλαδιών με το αμπέλι είναι τέτοια, ώστε παρέχει σε αυτά ζωτική τροφή και τίποτα δεν παίρνει από αυτά. Έτσι και το να έχουν το Χριστό να μένει μέσα τους και τους εαυτούς τους να μένουν μέσα στο Χριστό, είναι και από τις δύο απόψεις ωφέλιμο όχι στο Χριστό, αλλά στους μαθητές» (Αυ).
(4)  «Διότι εάν το κλήμα δεν έχει από το αμπέλι, σαν ακριβώς από μητέρα, την ζωοποιό ικμάδα που χορηγείται σε αυτό, πώς θα γεννήσει το σταφύλι ή ποιόν θα βγάλει καρπό και από που;» (Κ).
(5)  Υπάρχει και η γραφή: μένῃ.
(6)  Υπάρχει και η γραφή: μένητε.
«Ούτε εσείς δεν μπορείτε να καρποφορείτε, εάν αποσχιστείτε από την ένωση μαζί μου» (Ζ).
«Διότι ποτέ δεν θα βλαστήσει σε εσάς καρπός αρετής, αν ξεπέσετε από την συνένωση με το Χριστό» (Κ).
«Η ρίζα για κανένα άλλο λόγο δεν έχει αναφερθεί εδώ, αλλά για να μάθουν, ότι χωρίς τη δική του δύναμη δεν μπορούν να κάνουν τίποτα» (Χ).
Δεν υπονοεί εδώ ότι στο φυσικό άνθρωπο είναι ηθικά αδύνατο κάθε αγαθό, αλλά ότι ο πιστός, όταν αφεθεί στις δικές του δυνάμεις, γίνεται άγονος, προκειμένου να παράγει την πνευματική ζωή, τη ζωή του Θεού μέσα του και στους άλλους και να προκόψει σε αυτήν (g). Κριτήριο για την πραγματική ενότητα και σύνδεση με το Χριστό είναι η καρποφορία των λογικών κλημάτων (ο).
Μεμονωμένη και αυτοτελής ζωή στον καθένα επί μέρους άνθρωπο μόνο ιδεατά είναι νοητή. Αλλά η πείρα από τη μία και η θεία αποκάλυψη από την άλλη συμπίπτουν, σε συμφωνία, διδάσκοντάς μας, ότι ουδέποτε βρέθηκε ούτε μπορεί να υπάρξει. Μία και μόνη υπάρχει πραγματική πηγή αγαθού και ζωής αιώνιας, ο Χριστός. Εάν λοιπόν υπάρχει κάτι αγαθό μέσα μας πρέπει να προέρχεται και να συνεχίζεται η αύξησή του από την πηγή αυτή. Έτσι είναι απαραιτήτως αναγκαίο να μένουμε μέσα στο Χριστό και να είμαστε ενωμένοι μαζί του, οπότε μέσω του Χριστού θα είμαστε ενωμένοι και μεταξύ μας.

5 Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος(1), ὑμεῖς τὰ κλήματα. ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ(2), οὗτος(3) φέρει καρπὸν πολύν(4), ὅτι χωρὶς ἐμοῦ(5) οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν(6).
5Εγώ είμαι το κλήμα, εσείς οι κληματόβεργες. Εκείνος που μένει ενωμένος μαζί μου κι εγώ μαζί του, αυτός δίνει άφθονο καρπό, γιατί χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε.
(1)  Επαναλαμβάνει την κύρια ιδέα με ελαφρές μεταβολές στο λεκτικό, επιβεβαιώνοντας ξανά αυτήν (β). Η έννοια του σ.: Με εμένα υπάρχει πλούσια γονιμότητα· χωριστά από εμένα υπάρχει στείρωση (g).
(2)  «Βλέπεις που και ο Υιός δεν συντελεί λιγότερο από τον Πατέρα στη φροντίδα των μαθητών; Διότι ο μεν Πατέρας καθαρίζει, ενώ ο Υιός τούς κρατά ενωμένους με τον εαυτό του. Η παραμονή στη ρίζα είναι εκείνη που κάνει τα κλήματα να καρποφορούν. Διότι αυτό που δεν καθαρίζεται, αλλά μένει στη ρίζα, φέρνει καρπό, αν και όχι όσο πρέπει, αυτό όμως που δεν μένει, δεν παράγει καθόλου καρπό. Αλλά όμως δείχτηκε ότι και ο καθαρισμός είναι έργο του Υιού, και η παραμονή στη ρίζα είναι έργο του Πατέρα, ο οποίος γέννησε και τη ρίζα» (Χ).
(3)  Με έμφαση.
(4)  Η ιδέα που εκφράζεται είναι, ότι η ζωντανή αυτή και μόνιμη ένωση με το Χριστό οδηγεί στην ύψιστη τελειότητα στην οποία μπορεί να φτάσει ένα καρποφόρο κλήμα και στην ποσότητα και στην ποιότητα καρπού (ο).
(5)  Παριστάνει κλήμα που κόπηκε από την άμπελο ή που δεν έχει ζωτική σχέση μαζί της (ο). «Όπως ακριβώς οι βλαστοί, αν δεν παίρνουν δύναμη από τη ρίζα» έτσι και εσείς «δεν μπορείτε να καρποφορείτε, εάν δεν μείνετε μέσα μου» (Ζ).
(6)  Όχι απλώς να καρποφορείτε, αλλά και με γενικότερη έννοια, δεν μπορείτε να συντελείτε οποιοδήποτε αγαθό (ο). «Διότι χωρίς την ευκαρπία που προέρχεται από αυτόν και την ζωογονία, δεν θα μπορούν να κάνουν τίποτα» (Θφ). Έργα πριν τη χάρη του Χριστού και πριν την έμπνευση του Πνεύματός του δεν υπήρξαν σε όλα αρεστά στο Θεό, εφόσον δεν ήταν καρπός της πίστης στο Χριστό, ούτε έκαναν τους ανθρώπους άξιους να λάβουν τη χάρη (τ).
Σημείωσε, ότι είναι αναγκαία και απαραίτητη η σταθερή εξάρτησή μας από τη χάρη του Μεσίτη για όλη την πνευματική και θεία ζωή μέσα μας, όπως είναι αναγκαίο να εξαρτόμαστε από την πρόνοια του Δημιουργού για όλες τις ενέργειες της φυσικής ζωής. Χωρίζοντας τους εαυτούς μας από την αξιομισθία της θυσίας του Χριστού δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για τη δικαίωσή μας. Αν χωριστούμε επίσης και από το Πνεύμα του Χριστού δεν μπορούμε να πράξουμε τίποτα για τον αγιασμό μας. Χωρίς το Χριστό δεν μπορούμε να πράξουμε τίποτα το αρεστό ενώπιον του Θεού και το ωφέλιμο στους εαυτούς μας. Εξαρτόμαστε από το Χριστό όχι μόνο όπως η κληματαριά από τον τοίχο ή από το ξύλο που την υποστηρίζει, αλλά και όπως το κλαδί από την ρίζα, από την οποία παίρνει τον χυμό που το ζωοποιεί.

6 Ἐὰν μή τις μείνῃ ἐν ἐμοί(1), ἐβλήθη ἔξω(2) ὡς τὸ κλῆμα(3) καὶ ἐξηράνθη(4), καὶ συνάγουσιν αὐτὰ(5) καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι(6), καὶ καίεται(7).
6Αν κάποιος δεν μένει ενωμένος μαζί μου, θα τον πετάξουν έξω σαν την κληματόβεργα, και θα ξεραθεί. Τις βέργες αυτές τις μαζεύουν, τις ρίχνουν στη φωτιά, και καίγονται.
(1)  Υπάρχει και η γραφή μένῃ ἐν ἐμοί. Όπως στην κληματαριά (b). Αναφέρεται όχι στην αποστασία, αλλά στην εξωτερική μόνο ομολογία του ονόματος του Χριστού, που δεν συνοδεύεται από ζωντανή σχέση μαζί του (ο)· «αναφέρεται δηλαδή σε αυτούς που διέκοψαν στη σχέση με αυτόν με το να … στραφούν… στα μη πρέποντα και σε τρόπο ζωής που δεν συμφωνεί με το Θεό» (Κ).
(2)  «Αφού δεν απολαμβάνει πλέον τη φροντίδα του χεριού του γεωργού» (Χ). Με την έννοια του: απομακρύνεται βίαια από τον τόπο, που έως τώρα κατείχε (G). Ο αόριστος αντί για μέλλοντα εκφράζει το βέβαιο και αναπόφευκτο αυτού που θα συμβεί (β).
(3)  «Το κλήμα το άχρηστο» (Ζ) και το οποίο αποκόπηκε. «Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι και ο θεσπέσιος Παύλος, το κόψιμο που εννοείται εδώ υπαινίσσεται, αν και δεν αναφέρεται σε κληματαριά». Δες Ρωμ. ια 22 (Κ).
(4)  «Δηλαδή αν είχε κάτι από τη ρίζα, αποβάλλεται· αν είχε κάποια χάρη, απογυμνώνεται από αυτήν και μένει έρημος από την εκεί βοήθεια και ζωή» (Χ). «Δεν θα φανεί σε αυτόν καμία δύναμη που θα τον αναδεικνύει κατάλληλο για την αρετή, αλλά και που θα τον κάνει να μπορεί να διαπρέπει στους καρπούς της αγαθοεργίας» (Κ).
Ξεράθηκε, όπως ακριβώς το σπασμένο κλαδί, το οποίο κόπηκε από το δέντρο του. Εκείνοι οι οποίοι δεν μένουν στο Χριστό, παρόλο που είναι δυνατόν να ανθούν για κάποιο χρόνο, όμως εντός ολίγου ξεραίνονται και καταντούν στο μηδέν. Τα χαρίσματά τους, ο ζήλος τους, η φήμη τους, οι ελπίδες τους και οι ανέσεις τους ξεραίνονται. «Μήπως ανθίζει ο πάπυρος χωρίς νερό; Ή κάθε βότανο πριν να πιει δεν ξεραίνεται; Έτσι λοιπόν θα είναι το τέλος όλων όσων ξεχνούν τον Κύριο» (Ιώβ η 11,12,13). Όσοι δεν παράγουν καρπό, μετά από λίγο δεν θα έχουν ούτε φύλλα. «Πώς αμέσως, ξεράθηκε η συκιά», την οποία ο Χριστός καταράστηκε!
(5)  «Αυτού του είδους τα κλήματα» (Ζ). Υπάρχει και η γραφή που μαρτυρείται από αρκετούς μεγαλογράμματους κώδικες: συνάγουσιν αυτό. Ποιοι; Οι υπηρέτες του Κυρίου του αμπελώνα (β) «οι άγγελοι, κατά τον καιρό της κρίσεως» (Ζ).
(6)  «Τη φωτιά της κόλασης» (Ζ). Δες Ιεζ. ιε 4.
«Το κλήμα είναι χρήσιμο μόνο για ένα από τα δύο, ή για την κληματαριά ή για τη φωτιά. Εάν δεν είναι στην κληματαριά, η θέση του θα είναι στη φωτιά και για να αποφύγει τη φωτιά, πρέπει να μένει στην κληματαριά» (Αυ).
«Ο τεμπέλης κόβεται και… όχι μόνο ξεραίνεται αφού δεν έχει τη γεωργική φροντίδα, αλλά και πεθαίνει και καίγεται» (αμ).
«Αυτού του είδους ο άνθρωπος θα φυλαχτεί για την αιώνια κρίση, όπως ακριβώς για τη φωτιά τα ξερά κλήματα» (Απ).
(7)  Ο ενεστώτας της διαρκείας αποκτά εδώ ολόκληρη τη σημασία του· καίγεται στη φωτιά που πάντα καίει (g). «Και φλέγονται, αλλά δεν καίγονται τελείως» (Ζ).

7 Ἐὰν(1) μείνητε ἐν ἐμοὶ καὶ τὰ ρήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ(2), ὃ ἐὰν θέλητε(3) αἰτήσασθε(4), καὶ γενήσεται ὑμῖν(5).
7Αν μείνετε ενωμένοι μαζί μου και τα λόγια μου μείνουν ζωντανά μέσα σας, ό,τι θελήσετε ζητήστε το και θα σας δοθεί.
(1)  Παραμερίζοντας τώρα την εικόνα του δέντρου και των κλαδιών, τονίζει ότι συνέπεια του να μένει κάποιος στο Χριστό είναι όχι μόνο η ικανότητα να φέρνει καρπό, αλλά και η απόκτηση της δύναμης της αποτελεσματικής προσευχής (β).
(2)  Αντικαθιστά εδώ το «και εγώ μέσα του» του σ. 5 το οποίο μπήκε ως συνέπεια του «αυτός που μένει μέσα μου», με τη φράση «εάν τα λόγια μου μένουν μέσα σας».
«Πρόσεξε λοιπόν, ότι αυτό σημαίνει το να μένει ο Χριστός στους μαθητές, το να μένουν δηλαδή τα λόγια του μέσα σε αυτούς, δηλαδή να τηρούνται, να γίνονται πράξη» (Ζ).
«Ζητά την προσκόλληση με τα έργα» (Θφ).
«Διότι αυτοί μεν… που ομολόγησαν την σκέτη με λόγια πίστη, αλλά δεν παρουσίασαν την αγάπη που μέσω των κατορθωμάτων διαμορφώνεται σε τελειότητα, μένουν μεν με το Χριστό, ως προς το ότι τουλάχιστον έχουν την οικειότητα λόγω της πίστης και ως προς το ότι δεν πήγαν σε άλλη λατρεία, αλλά θα πιαστούν να μην έχουν πλέον μέσα τους και τα λόγια του Χριστού» (Κ).
«Τότε λοιπόν μόνο μπορεί να λεχθεί, ότι τα λόγια του μένουν μέσα μας, όταν πράττουμε ό,τι παρήγγειλε σε εμάς και αγαπάμε ό,τι μας υποσχέθηκε. Αλλά όταν τα λόγια του μένουν μόνο μέσα στη μνήμη και δεν έχουν κάποια θέση μέσα στη ζωή, το κλήμα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι στην κληματαριά, διότι δεν έλκει τη ζωή του από τη ρίζα… Διότι πολλοί κρατούν στη μνήμη τους τα λόγια του Κυρίου μόνο για να χρησιμοποιήσουν αυτά με περιφρόνηση ή και χλευασμό… Για αυτούς δεν θα είναι αυτά ευλογία αλλά μαρτυρία εναντίον τους» (Αυ).
Η φράση μένει κάτι μέσα μου=είναι αυτό για πάντα χαραγμένο ή διαποτίζει την ψυχή μου και ασκεί πάντοτε τη δύναμή του πάνω μου. Το ίδιο και οι φράσεις τα ρήματά μου (Ιω. ιε 7)· ο λόγος του Θεού (Α΄Ιω. β 14)· η χαρά η δική μου (Ιω. ιε 11) κλπ. (G).
Υπάρχουν και άλλοι, για τους οποίους «δεν θα ισχυριστούμε βεβαίως οπωσδήποτε αυτό, ότι δηλαδή αφού έθαψαν στη λησμονιά το κήρυγμα των ευαγγελίων, έχουν ξεχάσει εντελώς τα λόγια του Σωτήρα, αλλά ότι δεν δίνουν καμία σημασία στον τρόπο ζωής που θέλει ο Χριστός, παραδίδοντας τα πάντα στις ηδονές τους… και για αυτό αποκόβονται από την νοητή και άγια κληματαριά» (Κ).
Εκείνος στον οποίο πράγματι «μένουν τα λόγια του Κυρίου, «αυτός και στον Χριστό μένει και θα φανεί να έχει τα λόγια του, σύμφωνα με αυτό που έχει λεχθεί στο βιβλίο των Ψαλμών… Στην καρδιά μου έκρυψα τα λόγια σου, για να μην αμαρτήσω σε σένα» (Κ).
(3)  «Διότι δεν θα ζητήσει τίποτα ανάξιο, αυτός που ζει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού» (Ζ). «Ο Θεός δεν θα χορηγήσει τίποτα ανάρμοστο ή από αυτά που κατηγορούνται τελείως για αισχρότητα» (Κ). Όταν τα λόγια του Χριστού μένουν σε κάποιον μαθητή, τότε και οι προσευχές του μαθητή θα είναι ηχώ αυτών των λόγων και συνεπώς θα εισακούονται (μ).
(4)  Υπάρχει και η γραφή αιτήσεσθε. Και αυτή καταλήγει στο ίδιο νόημα, αλλά είναι λιγότερο ζωηρή από την προστακτική. Τα λόγια του Χριστού μελετώμενα με κατάνυξη γίνονται στον πιστό η τροφή αγίων σκέψεων και ευσεβών προθέσεων και ουρανίων πόθων και για αυτό πηγή αληθινών προσευχών. Διότι γνωρίζει ότι η θεία δύναμη, αφού προσελκύστηκε με προσευχή, πρόκειται να επιτελέσει το παν (g).
(5)  Ως αναπόφευκτη συνέπεια της προσευχής (β). «Τα έλεγε βεβαίως αυτά δείχνοντας ότι εκείνοι μεν που τον επιβουλεύονται θα κατακαούν, ενώ αυτοί θα φέρουν καρπό» (Χ).

8 Ἐν τούτῳ(1) ἐδοξάσθη(2) ὁ πατήρ μου, ἵνα καρπὸν πολὺν φέρητε(3), καὶ γενήσεσθε(4) ἐμοὶ(5) μαθηταί.
8Μ’ αυτόν τον τρόπο φανερώνεται η δόξα του Πατέρα μου: Όταν εσείς δώσετε άφθονο καρπό κι αποδειχθείτε έτσι μαθητές μου».
(1)  Αναφέρεται φανερά στο ἵνα καρπὸν… το οποίο ακολουθεί· το «ἵνα» προτιμήθηκε από το «ὅτι», διότι η ιδέα του να φέρει κάποιος καρπό παρουσιάζεται στο πνεύμα ως σκοπός που πρέπει να επιτευχθεί (g). Η καρποφορία μας οφείλεται στην ενέργεια του Θεού, που προκλήθηκε από τις προσευχές μας (τ).
(2)  Και εδώ, όπως και στο σ. 6, μπαίνει αόριστος αντί για μέλλοντα, για να δηλώσει τη σίγουρη εκπλήρωση, σαν η πράξη ήδη να συντελέστηκε (ο). «Με όσα κάνετε δοξάζεται ο Πατέρας» (αμ). Ο γεωργός δοξάζεται πάντοτε, εάν τα δέντρα που φυτεύονται από αυτόν είναι καρποφόρα. Και έτσι στο Ησ. ξα 3 ο σκοπός της αποστολής των δούλων του Ιεχωβά ήταν «και θα ονομαστούν γενιές (δέντρα) δικαιοσύνης, φύτευμα του Κυρίου για δόξα» (β). Παράλληλο χωρίο είναι το Ματθ. ε 16.
«Διότι δόξα του Θεού και Πατέρα είναι η πρόοδος των μαθητών του Υιού του. Διότι όταν έλαμπε το φως των αποστόλων μπροστά στους ανθρώπους, δοξαζόταν ο Πατέρας ο ουράνιος» (Θφ).
(3)  Δεν αναφέρεται μόνο στη μελλοντική αποστολική δράση των μαθητών, αλλά κατεξοχήν στην καρποφορία της χάρης στην καρδιά κάθε πιστού· στους εξωτερικούς καρπούς της ευσέβειας, μέσω των οποίων λάμπει το φως της ζωής των πιστών μπροστά στους ανθρώπους (ο).
«Διότι τον καρπό των μαθητών μπορούμε να τον εννοήσουμε με διάφορους τρόπους· άλλοτε μεν τον παίρνουμε με την έννοια των έργων της δικαιοσύνης στον τρόπο της ζωής, άλλοτε πάλι με την έννοια των εθνών που έρχονται σε επίγνωση του Θεού με την αποστολική τους χάρη και διδασκαλία, και τα δύο κατορθώθηκαν από τους μαθητές για τη δόξα του Θεού» (Θη).
(4)  «Θα ολοκληρωθείτε» (Ζ).
«Βλέπεις πως αυτός που φέρνει τον καρπό, εκείνος είναι μαθητής;» (Χ). Υπάρχει και η γραφή γένησθε=ἵνα καρπὸν… φέρητε καὶ ἵνα γένησθε. Η γραφή γενήσεσθε=για να… φέρετε και έτσι να αποβείτε μαθητές μου (β). Να γίνεστε. Πρέπει κάποιος να γίνεται διαρκώς μαθητής του Χριστού· δεν γίνεται κάποιος τέτοιος μία φορά (g).
(5)  Μάλλον είναι δοτική πτώση, που εκφράζει τη σχέση στοργικότερα από το απλό «μου» (β).

9 (1)Καθὼς ἠγάπησέ με ὁ πατήρ(2), κἀγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς(3)· μείνατε ἐν τῇἀγάπῃ τῇ ἐμῇ(4).
9«Όπως με αγάπησε ο Πατέρας, έτσι σας αγάπησα κι εγώ· μείνετε πιστοί στην αγάπη μου.
(1)  Αφού έκανε με την εικόνα της κληματαριάς και των κλημάτων αισθητό τον ζωτικό σύνδεσμο, που συνδέει αυτόν με τους μαθητές του, έρχεται τώρα να δείξει, ότι ο σύνδεσμος αυτός είναι σύνδεσμος αγάπης.
(2)  «Με τον τρόπο με τον οποίο με αγάπησε ο Πατέρας» (Ζ). Η αγάπη του Πατέρα προς αυτόν ως άνθρωπο «που εφαρμόζει το θέλημά του» (Ζ), και η αγάπη του προς τους μαθητές διακηρύττονται ότι έχουν την ίδια φύση. Το (ηγάπησεν) εδώ αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου.
«Με τον ίδιο δηλαδή ακριβώς τρόπο που, ενώ πάντοτε ήταν υψηλός και δοξασμένος σε σχέση με τη δική του (θεϊκή) φύση, λέγεται ότι έχει δοξαστεί και υψωθεί, όταν έγινε άνθρωπος… κατά τον ίδιο τρόπο, ενώ από την αρχή, αιωνίως και παντοτινά αγαπιέται (από τον Πατέρα), λέγεται ότι αγαπήθηκε και παίρνοντας ανθρώπινο σώμα» (Κ).
Ο Κύριος αντιμετωπίζει ήδη το πάθος του. Η πληροφορία της συνείδησής του, ότι ο Πατέρας τον αγαπούσε, ενίσχυε αυτόν κατά τις κρίσιμες αυτές στιγμές. Εκείνοι, τους οποίους ο Θεός αγαπά ως Πατέρας, είναι σε θέση να περιφρονούν όλα τα μίση του κόσμου.
(3)  Όπως ο Πατέρας με αγάπησε, σας αγάπησα και εγώ. Εκπληκτική όντως συγκατάβαση της χάρης του Χριστού. Όπως ο Πατέρας αγάπησε αυτόν, ο οποίος υπήρξε απολύτως άξιος της θείας αγάπης, έτσι και ο Χριστός αγάπησε εμάς, οι οποίοι ήμασταν τελείως ανάξιοι της αγάπης του. Ο Πατέρας αγάπησε αυτόν ως Υιό του. Και αυτός αγάπησε εμάς ως παιδιά του. Ο Πατέρας όλα τα έχει δώσει στα χέρια του Υιού. Και ο Χριστός παρέχει σε εμάς τα πάντα.
(4)  «Εσείς είστε κύριοι αυτού του πράγματος» (Χ),
«Δηλαδή ερχόμενοι με κάθε επιμέλεια και προθυμία, κάντε αντικείμενο προσεκτικής εξέτασης και ασχολίας, το να αξιωθείτε αυτού του είδους της αγάπης από εμένα, τέτοιας σαν αυτήν που έχω και εγώ από το Θεό και Πατέρα» (Κ). Μείνετε στην αγάπη μου προς εσάς (b). Η φράση μένω στην αγάπη κάποιου σημαίνει τηρώ τον εαυτό μου άξιο σταθερά της αγάπης κάποιου (G).
«Πρόσεξε, ότι μιλάει σε αυτούς με περισσότερη αυθεντία. Διότι δεν είπε, Μείνετε στην αγάπη του Πατέρα, αλλά στη δική μου» (Χ).
Ο Ιούδας εξέπεσε από την αγάπη αυτή του Χριστού και τον κίνδυνο αυτόν διέτρεχε και οποιοσδήποτε από τους υπόλοιπους μαθητές. Από αυτό προκύπτει η ανάγκη του παραγγέλματος αυτού «μείνετε…».
«Πώς όμως θα έμεναν στην αγάπη του Κυρίου, ακούστε αυτό που ακολουθεί: Εάν τηρήσετε τις εντολές μου» (Αυ).

10 Ἐὰν(1) τὰς ἐντολάς μου τηρήσητε(2), μενεῖτε(3) ἐν τῇ ἀγάπῃ μου(4), καθὼς ἐγὼ(5) τὰς ἐντολὰς τοῦ πατρός μου τετήρηκα(6) καὶ μένω αὐτοῦ ἐν τῇ ἀγάπῃ(7).
10Και θα μείνετε πιστοί στην αγάπη μου, αν τηρήσετε τις εντολές μου, όπως εγώ τήρησα τις εντολές του Πατέρα μου και γι’ αυτό μένω πιστός στην αγάπη του.
(1)  Η έννοια του όλου σ.: «Εγώ μεν έγινα υπάκουος εκτελεστής των θελημάτων του Πατέρα και για αυτό, όπως αρμόζει, μένω αγαπημένος. Αλλά όταν και εσείς γίνετε φύλακες των δικών μου εντολών, με τον ίδιο τρόπο θα μείνετε οπωσδήποτε στην αγάπη τη δική μου» (Κ).
(2)  To ίδιο ρήμα και στα ιδ 21,23,24· αναφέρεται βεβαίως όχι μόνο στην εξωτερική υπακοή, αλλά και στην υπακοή της καρδιάς (ο).
(3)  Το ίδιο ρήμα χρησιμοποιήθηκε και για δήλωση του συνδέσμου του κλήματος με την άμπελο (σ. 4) και την ένωση των μαθητών μαζί του (σ. 4-7)(ο).
(4)  Πρόκειται για την αγάπη του Ιησού για τους μαθητές του και όχι για την αγάπη τη δική τους προς αυτόν όπως στο ιδ 15 (β).
(5)  «Φαίνεται λοιπόν ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός να παρέδωσε τον εαυτό του σε εμάς σαν ακριβώς κάποιο τύπο και υπογραμμό του ευσεβούς τρόπου ζωής, αφού βεβαίως και για αυτό το λόγο υποτάχτηκε στο μωσαϊκό νόμο και δεν απαξίωσε να προτιμήσει το μέτρο της δικής μας φτώχειας, έτσι ώστε… να γίνει οδηγός σαν παράδειγμα ως προς τα δικά του, ώστε να αναλάβουμε εμείς τον βίο και τη ζωή την ασυνήθιστη σε μας και εντελώς αδιάβατη» (Κ).
(6)  «Ο λόγος προχωρά με ανθρώπινο τρόπο· διότι δεν ήταν δυνατόν βέβαια ο νομοθέτης να υποταχτεί σε εντολές» (Χ).
«Παρόλο που είναι Θεός αληθινός… ταπείνωσε τον εαυτό του με το να γίνει υπάκουος μέχρι θανάτου… οπότε κατέβηκε με αυτόν τον τρόπο σε εκούσια υποταγή, ώστε να φτάσει και μέχρι το θάνατο και αυτόν ατιμότατο» (Κ).
Και όταν ακόμα έγινε κατάρα για εμάς, έμενε στην αγάπη του Πατέρα, διότι έπασχε για να ικανοποιήσει τη δικαιοσύνη του και να συμφιλιώσει με αυτόν το πλάσμα των χεριών του που έπεσε. Ακριβώς λοιπόν επειδή ο Χριστός αγαπούσε τον Πατέρα του, υπέστη πρόθυμα το σταυρικό πάθος και για αυτό ο Πατέρας εξακολουθούσε πάντοτε να τον αγαπά.
(7)  Μένω εξακολουθητικά. Αυτό είναι το αιώνιο αποτέλεσμα της διακονίας του Χριστού, η ανάληψη της θέσης του και ως αρχιερέα μας στον κόλπο της θεότητας, η οποία είναι αγάπη. Δες και ιζ 24 (β).
Αξιόλογη η παρατήρηση: «Έλεγε σε αυτούς ότι σας αγαπώ. Έπειτα επρόκειτο να παλεύουν με τις θλίψεις. Για να μην σκανδαλιστούν λοιπόν, ότι τάχα η αγάπη του δεν τους βοηθά σε τίποτα, λέει, Μη θορυβείστε. Επειδή και εμένα με αγαπά μεν ο Πατέρας, με παραδίδει όμως στο να πάθω χάριν του κόσμου. Όπως ακριβώς λοιπόν δεν ελαττώνεται η αγάπη του Πατέρα από το ότι εγώ πάσχω, έτσι ούτε εσείς αγαπιέστε λιγότερο από εμένα, έστω και αν πρόκειται να πέσετε σε θλίψεις» (Θφ).

11 Ταῦτα(1) λελάληκα ὑμῖν ἵνα(2) ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ(3) ἐν ὑμῖν μείνῃ(4) καὶ ἡ χαρὰ ὑμῶν πληρωθῇ(5).
11»Σας τα είπα αυτά, ώστε η χαρά η δική μου να είναι μέσα σας, κι η χαρά σας να είναι ολοκληρωμένη.
(1)  Αυτά που ειπώθηκαν στους αμέσως προηγούμενους σ. και ιδιαίτερα στους σ. 9 και 10, στους οποίους περιλήφθηκε η όλη αλληγορία της αμπέλου (F).
(2)  Εισάγεται με αυτό ο σκοπός των λόγων. Ο Κύριος ζητώντας από αυτούς να μείνουν στην αγάπη του με την τήρηση των εντολών του, δεν επέβαλε σε αυτούς κάποιο φορτίο, αλλά μάλλον τους αποκάλυψε το μυστικό της τέλειας χαράς (g).
(3)  Ή «η χαρά για εμένα» (Ζ), «για να μην διακόψω τη χαρά σας. Διότι χαίρονταν που ήταν μαζί του όταν θαυματουργούσε και δοξαζόταν» (Θφ).
Ή, η χαρά, από την οποία «ήταν γεμάτος, επειδή ακριβώς είδε το πλήθος αυτών που σώζονταν, και να εκπληρώνεται το θέλημα του Θεού και Πατέρα» (Κ).
Ή, πιο σωστά, η χαρά, την οποία μου προκαλεί η συνείδηση ότι αγαπιέμαι από τον Πατέρα λόγω της προς αυτόν υπακοής μου (g). Η εμμονή του Υιού στην αγάπη του Πατέρα που έγινε τέλεια με την υπακοή μέχρι θανάτου, αποτελεί τη χαρά και την ευτυχία του Ιησού. Όχι άκαιρα λοιπόν η χαρά αυτή διακηρύχτηκε με σαφήνεια στους μαθητές κατά την παραμονή της σταύρωσης (χ).
Η χαρά την οποία είχε ο Ιησούς λόγω της σχέσης του με τον Πατέρα, ήταν χαρά, η οποία ήταν δυνατόν να καταστεί και χαρά των μαθητών μέσω της σχέσης τους με το Χριστό και της υπακοής τους προς αυτόν (μ). Προφανώς η χαρά αυτή δεν είναι εξωτερική ευτυχία ούτε είναι δυνατόν να παραχθεί από περιστάσεις εξωτερικές. Είναι κατάσταση της ψυχής, όταν αυτή γεμίσει από την αγάπη. Και ακριβώς για αυτό και ο θείος Παύλος απαριθμώντας τους καρπούς του Πνεύματος αμέσως μετά την αγάπη επισυνάπτει τη χαρά. «Ο καρπός του Πνεύματος είναι αγάπη, χαρά» (Γαλ. ε 22)(τ).
(4)  =Να μεταδοθεί σε εσάς και να κατοικήσει μέσα σας. Εφόσον οι μαθητές μένουν στην αγάπη του Ιησού και υπακούουν στις εντολές του, γίνονται συμμέτοχοι και στη χαρά του (χ). Υπάρχει και η γραφή ᾖ αντί για μείνῃ.
(5)  «Όταν λοιπόν διαλέξετε να έχετε τέτοια χαρά, την οποία θεώρησα ότι πρέπει σε εμένα, τότε θα έχετε αυτήν τέλεια και ολόκληρη» (Κ).
«Η δική μου υπήρξε πάντοτε πλήρης. Η δική σας πρέπει να γίνει πλήρης» (Αυ). Με την υπακοή η χαρά τους θα αυξηθεί μέχρι τελειότητας. Διότι κάθε πράξη πιστής υπακοής θα συσφίγγει ακόμη περισσότερο τον δεσμό με τον Ιησού και το να αισθάνονται τους εαυτούς τους να εμπερικλείονται μαζί με τον Υιό στην αγάπη του Πατέρα, θα αποτελεί την τέλεια χαρά (g). Εκείνοι, οι οποίοι έχουν τη χαρά του Χριστού να μένει μέσα τους, αυτοί και μόνο έχουν τη χαρά τους ολοκληρωμένη. Οι χαρές του κόσμου είναι κενές προκαλώντας πάντοτε κορεσμό και ουδέποτε ικανοποιούν. Ο Κύριος όμως ήλθε στον κόσμο, για να γεμίσει τις καρδιές του λαού του με την πραγματική χαρά, η οποία με το να γίνεται ολοένα πληρέστερη, στο τέλος παρουσιάζεται τέλεια. Η χαρά όμως με τον Κύριο Ιησού έχει ως βάση και θεμέλιο τη γνώση του Κυρίου.
Για να χαίρεται κάποιος με τον Κύριο και για να έχει την χαρά του Κυρίου μέσα του ολοκληρωμένη, πρέπει πρωτίστως να γνωρίσει τον Κύριο ως αγαπημένο και μοναδικό φίλο, ως φιλόστοργο και αγαπημένο πατέρα, ως πρόσωπο το οποίο είναι η μόνη πηγή της ζωής του, η μόνη ελπίδα της ψυχής του, ο μόνος πόθος και έρωτας της καρδιάς του, ως το ύψιστο αγαθό, από το οποίο απορρέει κάθε αγαθό, το οποίο έχουμε. Οι άνθρωποι συνήθως αναζητούν τη χαρά τους όχι στο Χριστό, αλλά στους εαυτούς τους και στον κόσμο. Και το αποτέλεσμα είναι, ότι η πραγματική χαρά γίνεται όνειρο ασύλληπτο σε αυτούς και το οικοδόμημα στο οποίο ζητούν να στεγάσουν τη χαρά τους στηριζόμενο πάνω στην άμμο, καταρρέει στην προσβολή της πρώτης θύελλας. Μόνος βράχος πάνω στον οποίο αδιάσειστα θεμελιώνεται η παντοτινή και αιώνια χαρά μας είναι ο Κύριος και μόνος αυτός.

12 Αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐμή(1), ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους(2) καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς(3).
12Αυτή είναι η δική μου εντολή: να αγαπάτε ο ένας τον άλλο, όπως εγώ σας αγάπησα.
(1)  «Παρατήρησε όμως πώς παραπάνω μεν είπε σε πληθυντικό «τις εντολές», ενώ εδώ λέει «Αυτή είναι η εντολή η δική μου», σε ενικό αριθμό. Και θεωρώ, ότι επειδή η αγάπη είναι περιεκτική όλων των εντολών και κεφαλαιώδης, λέγεται και εντολές και εντολή» (Θφ).
Η χαρά του Χριστού θα μεταδιδόταν και σε αυτούς που ήταν μαζί του, εφόσον αυτοί είχαν υπακοή στις θείες εντολές. Για αυτό υπενθυμίζει και πάλι την εντολή την καινούργια, ώστε η χαρά η δική του να μείνει σε αυτούς (τ). Για να έχουμε τη χαρά του Χριστού ολοκληρωμένη μέσα μας πρέπει να αγαπήσουμε όπως εκείνος· πρέπει να γίνουμε με την υπακοή στις θείες εντολές όμοιοι με Αυτόν. Ανάλογα με το μέτρο λοιπόν της εξομοίωσής μας με το Χριστό θα αισθανόμαστε και την αγάπη του Θεού να εκδηλώνεται και σε εμάς. Η συναίσθηση λοιπόν αυτή θα γεννά μέσα μας και τη χαρά ολοένα να ολοκληρώνεται, εφόσον και θα προκόβουμε αυξανόμενοι στο μέτρο της ηλικίας του Χριστού.
(2)  Αντιστοιχεί στον φυσιολογικό σύνδεσμο των κλημάτων μεταξύ τους, ο οποίος έχει ως όρο τον φυσιολογικό σύνδεσμο του καθενός από αυτά με την άμπελο (g). Ενεστώτας· το παράγγελμα εκτείνεται σε όλες τις μελλοντικές γενιές των χριστιανών μαθητών (β).
(3)  «Να αγαπάτε ο ένας τον άλλον τόσο πολύ, ώστε και να πεθαίνετε ο ένας για χάρη του άλλου. Διότι έτσι και εγώ σας αγάπησα, ώστε τώρα και να πεθαίνω για εσάς» (Ζ).
«Δείχνει το μέτρο της αγάπης και την ακρότητα» (Θφ). Στους ακόλουθους σ. 13-16 παρέχεται η ερμηνεία του (καθὼς). Και στον μεν σ. 13 καθορίζεται το σημείο, μέχρι του οποίου η αγάπη του ώθησε την αφοσίωση, δηλαδή ο θάνατος· ενώ στους σ. 14,15 ο χαρακτήρας της πλήρους οικειότητας, τον οποίο πήρε η σχέση αυτή της αγάπης· αυτός ήταν η εμπιστοσύνη του φίλου μάλλον παρά η εξουσία του κυρίου· και τέλος στο σ. 16 καθορίζεται η ελεύθερη πρωτοβουλία, με την οποία ο ίδιος εγκαθίδρυσε αυτή τη σχέση. Η έννοια όλης αυτής της ανάπτυξης είναι: Όταν θέλετε να μάθετε τι είναι το να αγαπά κάποιος, παρατηρήστε εμένα (g).

13 Μείζονα ταύτης ἀγάπην(1) οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις(2) τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ(3).
13Κανείς δεν έχει μεγαλύτερη αγάπη, από κείνον που θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των φίλων του.
(1)  Αγάπη προς φίλους. Δεν μιλά εδώ για την αγάπη του προς τους εχθρούς (b). Εάν μιλήσουμε απόλυτα, υπάρχει αναμφίβολα και μεγαλύτερη απόδειξη αγάπης, και αυτή είναι το να θυσιάζει κάποιος τη ζωή του για τους εχθρούς του. Δες Ρωμ. ε 6-8 (g).
(2)  Είναι επεξήγση του «ταύτης». Το ἵνα διατηρεί την έννοια του σκοπού: Το ύψιστο σημείο, προς το οποίο πρέπει να τείνει να εξυψωθεί η αγάπη μεταξύ φίλων (g). Ο σιναϊτικός κώδικας και ο του Βέζα αποσιωπούν το τίς.
(3)  «Δείχνει ότι η αναχώρησή του δεν ήταν από μίσος, αλλά από αγάπη. Διότι για χάρη σας, λέει, πεθαίνω» (αμ).
Η χρήση εδώ της λέξης φίλος αντί για τη λέξη πλησίον που αναφέρεται από τους συνοπτικούς, δεν περιορίζει τα όρια της αγάπης και του κύκλου των αγαπητών για τους οποίους ο Χριστός επρόκειτο να πεθάνει. Για αυτό πειθόμαστε, εάν θυμηθούμε, ότι η εντολή του Χριστού είναι καινούργια, όχι μόνο διότι επιτάσσει γενική και καθολική αγάπη του ανθρώπου σε κάθε άνθρωπο, αλλά και διότι εκφράζει το καθήκον της ειδικής αγάπης του Χριστιανού σε κάθε Χριστιανό. Έτσι και εδώ ο Κύριος τονίζει την ειδική αγάπη του προς τους «δικούς του» χωρίς να αποκλείει και τον κόσμο ολόκληρο από την αγάπη του (μ). Η χρήση της φράσης φίλοι του Ιησού (δες Λουκ. ιβ 4) απηχεί την περιγραφή στην Π.Δ. του Αβραάμ ως φίλου του Θεού (Ησ. μα 8, Β΄Παρ. κ 7,Ιακ. β 23), από τον οποίο ο Θεός δεν απέκρυψε εκείνα, τα οποία επρόκειτο να κάνει (Γεν. ιη 17)(χ).
Οι ακόλουθοι του Χριστού είναι και οι φίλοι του και ευχαριστιέται ο Χριστός να αποκαλεί αυτούς φίλους και να θεωρεί αυτούς ως φίλους. Εκείνοι, οι οποίοι επιτελούν το καθήκον των δούλων του, προάγονται στο αξίωμα των φίλων του. Ο Δαβίδ είχε στην αυλή του ένα δούλο και ο Σολομών έναν άλλον, οι οποίοι ονομάζονταν εταίροι και φίλοι του βασιλιά (Β΄Βασ. ιε 37, Γ΄Βασ. δ 5). Την τιμή όμως αυτή την έχουν όλοι οι δούλοι του Χριστού. Ο Χριστός επισκέπτεται τους δούλους του ως φίλους, αναστρέφεται μαζί τους με οικειότητα φιλική, ενδιαφέρεται για αυτούς ως φίλος, συμμετέχει στις θλίψεις τους και τις χαρές τους, μεσιτεύει για αυτούς στους ουρανούς και φροντίζει εκεί για τα συμφέροντά τους.

14 (1)Ὑμεῖς φίλοι μού ἐστε(2), ἐὰν ποιῆτε ὅσα(3) ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν.
14Εσείς είστε φίλοι μου, αν κάνετε αυτά που εγώ σας παραγγέλλω.
(1)  Ο σ. αυτός περιέχει την εφαρμογή της γενικής αλήθειας, η οποία εκτέθηκε στο σ. 13 (ο).
(2)  Ο τονισμός είναι όχι στον όρο: Εάν κάνετε…, αλλά στην βεβαίωση, εσείς είστε φίλοι μου. Ο Ιησούς θέλει να πει: Δεν είπα χωρίς λόγο «για χάρη των φίλων του», διότι αυτός είναι ο μεταξύ μας δεσμός, ο οποίος θα διατηρηθεί, εάν εσείς δειχτείτε υπάκουοι και πιστοί (g). Εκφράζει και εδώ αλλιώς ό,τι ήδη είπε στο σ. 10. Αυτοί που μένουν στην αγάπη του Χριστού είναι φίλοι του (β).
(3)  Όχι απλώς κάποια μόνο (b). Υπάρχει και η γραφή: ἅ αντί για ὅσα.

15 Οὐκέτι(1) ὑμᾶς λέγω δούλους(2), ὅτι ὁ δοῦλος(3) οὐκ οἶδε τί ποιεῖ(4) αὐτοῦ ὁκύριος· ὑμᾶς δὲ εἴρηκα φίλους(5), ὅτι πάντα(6) ἃ ἤκουσα παρὰ τοῦ πατρός μου(7) ἐγνώρισα ὑμῖν(8).
15Δε σας ονομάζω πια δούλους, γιατί ο δούλος δεν ξέρει τι κάνει ο κύριός του. Σας ονομάζω φίλους, γιατί σας έκανα γνωστά όλα όσα άκουσα από τον Πατέρα μου.
(1)  Δεν πρέπει να εννοηθεί με τη σημασία του ότι σταμάτησε τελείως για τους αποστόλους ο χαρακτηρισμός τους ως δούλων του Ιησού, αλλά με την έννοια του ότι μπορεί και δικαιούται να ονομάζει αυτούς και φίλους (κ).
(2)  «Και πότε τους είπε δούλους; Όταν διδάσκοντας αποκάλυπτε την εξουσία της θεότητάς του. Αλλά και προηγουμένως είπε (Ιω. ιγ 13)· Εσείς με αποκαλείτε· ο Κύριος και ο διδάσκαλος και καλά λέτε· διότι είμαι» (Ζ).
Όσοι θέλουν να μοιάσουν στο Χριστό κατά την ταπεινοφροσύνη, δεν πρέπει να αλαζονεύονται επιμένοντας σε κάθε περίσταση στην εξουσία και υπεροχή τους, την οποία τυχόν παρέχει σε αυτούς το αξίωμά τους, αλλά να θυμούνται ότι οι δούλοι τους είναι συγχρόνως και σύνδουλοί τους.
(3)  Ο δούλος χρησιμοποιείται ως απλό όργανο (b).
(4)  Τι είδους και για ποια αιτία (b). Ο δούλος δεν ξέρει τι κάνει ο κύριός του όχι τόσο από άποψη εξωτερική (διότι εξωτερικά οι πράξεις του κυρίου είναι ενδεχόμενο να πέφτουν στην παρατήρηση του δούλου), όσο από την άποψη των ελατηρίων και του σκοπού των πράξεων (κ). Χρησιμοποιεί αυτόν ο κύριος χωρίς να εξηγεί σε αυτόν, τι θέλει να πράξει και σε τι αποβλέπει. Αντιθέτως ο φίλος συμμετέχει στα μυστικά του φίλου του και λαμβάνει μέρος στα συμβούλιά του. «Διότι στον φίλο και όχι στον δούλο εμπιστεύεται κάποιος τα απόρρητα» (Ζ).
(5)  Η ίδια ονομασία αποδόθηκε από τον Κύριο στους μαθητές και νωρίτερα. Δες Λουκ. ιβ 4. Ο πόθος του να καταστήσει αυτούς φίλους του υπήρχε από την αρχή στον Κύριο και για αυτό εκδηλώθηκε και πριν την παρούσα στιγμή (g). Πολλές φορές επίσης υπονόησε, ότι ήταν φίλοι του, διότι είχε εκθέσει σε αυτούς τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού. Δες Μάρκ. δ 11 (β). Παρόλο όμως που ο Κύριος ονόμαζε τους μαθητές του φίλους του, αυτοί επέμεναν να ονομάζουν τους εαυτούς τους δούλους του. Έτσι ο Πέτρος και ο Ιάκωβος τιτλοφορούν τους εαυτούς τους ως δούλους του Χριστού (Ά Πέτρ. α 1,Ιακ. α 1). Όσο περισσότερο μας τιμά ο Χριστός, τόσο περισσότερο και εμείς πρέπει να τον τιμούμε. Ανεξαρτήτως όμως του πως οφείλουμε εμείς να διατιθέμεθα και να συμπεριφερόμαστε απέναντι στον Κύριο, ο Κύριος φέρεται σε εμάς όχι μόνο ως Λυτρωτής, Σωτήρας και Δεσπότης, αλλά και ως ειλικρινής και μοναδικός φίλος. Έτσι παρουσιάζεται στις διάφορες δυσκολίες της ζωής σύμβουλος πολύτιμος, για αυτό και ο προφήτης προανήγγειλε ότι το όνομά του θα αποκληθεί «θαυμαστός σύμβουλος».
Παρουσιάζεται ως πρόσωπο που κατά τρόπο έξοχο μάς αγαπά και παρέχει δώρα και χάριτες, τις οποίες ποτέ άνθρωπος δεν παρέσχε στον φίλο του. Δεν μνησικακεί ποτέ για τις απιστίες, τις οποίες δείχνουμε. Δεν ψυχραίνεται απέναντί μας για τις πικρίες, τις οποίες με τις παραβάσεις μας του προκαλούμε. Είναι πάντοτε έτοιμος να μας συγχωρήσει και πάντοτε πρόθυμος να μας δεχτεί στην αγκαλιά του. Μας συνοδεύει αχώριστος στις θλίψεις και στις χαρές μας, στη ζωή και στο θάνατο. Όταν φεύγουμε μακριά του μάς αναζητά και κρούει την θύρα της ψυχής μας για να της μεταδώσει ειρήνη και χαρά και όλα αυτά χωρίς να περιμένει τίποτα από εμάς. Θυσίες μεγάλες, θυσίες πόνου και αίματος δέχτηκε πάνω του πρόθυμα μόνο και μόνο για το καλό μας. Ποιος άλλος φίλος είναι για μας τόσο πολύτιμος, τόσο παντοτινός, τόσο αχώριστος, τόσο αιώνιος, τόσο ειλικρινής όσο ο Ιησούς;
(6)  «Όσα μπορούσατε να βαστάξετε, δηλαδή, όσα ήταν λογικό να ακούσετε» (Ζ), «όσα μπορούσατε αμέσως να χωρέσετε μέσα σας» (Θφ).
Αναμφίβολα είχε και άλλα να αποκαλύψει σε αυτούς (ιστ 12). Αλλά εάν δεν αποκάλυψε ακόμη αυτά σε αυτούς, δεν οφειλόταν σε έλλειψη εμπιστοσύνης, αλλά στην ανωριμότητά τους και στο ότι επρόκειτο ο άλλος Παράκλητος να διδάξει σε αυτούς αυτά.
(7)  Δες η 26,40. Πάντοτε το κήρυγμά του αναφερόταν σε πράγματα και αλήθειες, τις οποίες είχε ακούσει από τον Πατέρα του (β).
«Όταν όμως λέει ότι όσα άκουσα από τον Πατέρα μου, μη θεωρήσεις ότι ο Υιός χρειάζεται διδασκαλία» (Θφ).
«Με το «όλα» και το «άκουσα» τίποτα άλλο δεν αποδεικνύει, παρά ότι τίποτα ξένο δεν λέει, αλλά τις εντολές του Πατέρα» (Χ).
(8)  «Επειδή αυτό κατεξοχήν φαίνεται ότι είναι απόδειξη φιλίας, το να λέει δηλαδή κάποιος τα απόρρητα, και σε αυτό, λέει, σας αξίωσα να γίνετε συμμέτοχοι» (Χ).

16 Οὐχ ὑμεῖς(1) με ἐξελέξασθε(2), ἀλλ' ἐγὼ(3) ἐξελεξάμην ὑμᾶς(4), καὶ ἔθηκα(5) ὑμᾶς ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε(6) καὶ καρπὸν φέρητε(7), καὶ ὁ καρπὸς ὑμῶν μένῃ(8), ἵνα ὅ,τι ἂν(9) αἰτήσητε(10) τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου(11), δῷ ὑμῖν.
16Δε με διαλέξατε εσείς, αλλά εγώ σας διάλεξα και σας όρισα να πάτε και να καρποφορήσετε, κι ο καρπός σας να είναι μόνιμος. Ώστε ό,τι ζητήσετε από τον Πατέρα στο όνομά μου, να σας το δώσει.
(1)  «Αφού είπε, ότι παρέχω δείγμα της αγάπης προς εσάς το να γνωρίσω σε εσάς τα μυστήρια» (Θφ), «αναφέρει και άλλο τεκμήριο φιλίας, όχι τυχαίο. Ποιο λοιπόν είναι αυτό; Δεν με διαλέξατε εσείς αλλά εγώ σας διάλεξα. Δηλαδή, εγώ επεδίωξα τη φιλία σας» (Χ).
«Εγώ σας διάλεξα φίλους» (Ζ).
«Δεν τρέξατε εσείς στη δική μου φιλία, αλλά εγώ… πρώτος σας αγάπησα» (Θφ). Και η ίδια η αρχή αυτής της φιλίας προέρχεται από τον Ιησού. Στη ζωή της σχέσης με το Χριστό η πρωτοβουλία λαμβάνεται πάντοτε από το Θεό. Ο δεσμός της αγάπης σφυρηλατήθηκε όχι από τους μαθητές, αλλά από το Χριστό (μ).
(2)  Το ρήμα στη μέση φωνή με την έννοια του εκλέγω κάποιον για τον εαυτό μου. Οπότε σημαίνει εκλογή με εύνοια, επιδοκιμασία και αγάπη (ο).
(3)  Εσείς… εγώ… εσάς επαναλαμβάνονται για έμφαση.
(4)  Δες στ 70,ιγ 18, όπου ο αόριστος εξελεξάμην χρησιμοποιείται όπως εδώ για δήλωση της στιγμής, κατά την οποία οι απόστολοι εκλέχτηκαν από τον ευρύτερο κύκλο των μαθητών, μετά από προσευχή ολονύκτια του Ιησού. Δες Λουκ. στ 13 (β).
(5)  Ή «φύτεψα» (Χ), «εσάς στην δική μου αγάπη, στην πίστη σε εμένα» (Ζ)· σας φύτεψα πάνω μου σαν σε κληματαριά για να φέρετε καρπό.
Ή, πιο σωστά, σας εγκατέστησα σιγά-σιγά στο αξίωμα αυτό και με επιμονή σας παιδαγώγησα πνευματικά, για να δειχτείτε άξιοι αυτού (g). Δες για αυτού του είδους τη χρήση του τίθημι Πράξ. κ 28,Α΄ Τιμ. α 12. Το ἔθηκα αναφέρεται κυρίως στους ένδεκα και στο αποστολικό έργο τους, περιλαμβάνει όμως και το καθήκον κάθε χριστιανού, που τον υποχρεώνει σε καρποφόρα δράση που επιφέρει μόνιμα αποτελέσματα (μ).
(6)  Ή «ακόμη χρησιμοποιεί τη μεταφορά της αμπέλου· δηλαδή για να απλωθείτε» (Χ), «αυξανόμενοι» (Ζ) σαν άλλα κλήματα «ώστε να ανέβετε, δηλαδή να επεκτείνεσθε πάντα προς το ανώτερο και να μπορείτε να καρποφορείτε για το Θεό» (Κ).
Ή, πιο σωστά, για να βγείτε για εκπλήρωση της αποστολής σας. Αναφέρεται στην αποστολική ανά τον κόσμο δράση και υποδηλώνει την σχετική ανεξαρτησία, την οποία θα απολαμβάνουν αντικαθιστώντας αυτόν στο έργο αυτό (g). Το ίδιο ρήμα και στο Λουκ. ι 3 για την αποστολή των 70. Εγκαταστάθηκαν στο αποστολικό αξίωμα, όχι για να παραμείνουν αδρανείς, αλλά για να κάνουν περιοδείες και με επιμέλεια να επιτελούν το έργο που τους ανατέθηκε. Εκλέχτηκαν όχι για να κοπανάνε αέρα, αλλά για να γίνουν όργανα στα χέρια του Θεού, για να οδηγηθούν τα έθνη στην υπακοή του Χριστού. Δες Ρωμ. α 13.
(7)  Επιστρέφοντας ψυχές (F). Αναφέρεται πρωτίστως στον καρπό της επιτυχίας στο αποστολικό τους έργο, αλλά φανερώνει συγχρόνως και την τελιοποίηση του προσωπικού τους χαρακτήρα. Δες σ. 4 (β).
«Καρπό ονομάζει ή τα πνευματικά χαρίσματα ή τα πλήθη αυτών που σώζονται από τη δική τους προσπάθεια» (Ζ). Εκείνοι τους οποίους εκλέγει ο Χριστός και εγκαθιστά στο έργο της διακονίας οφείλουν να είναι καρποφόροι· οφείλουν να εργάζονται και η εργασία τους να μην αποβαίνει μάταιη.
(8)  «Χωρίς να καταστρέφεται, παντοτεινός» (Ζ)· «μένει διαρκώς και διασώζεται» (Κ). Ο καρπός αυτός δεν χάνεται όπως αυτός της επίγειας εργασίας (g). Διότι ο καρπός αυτός είναι οι τόσες ψυχές, οι για πάντα σωσμένες, και η εκκλησία που αιωνίως θεμελιώθηκε (F). Η εκκλησία του Χριστού δεν ιδρύθηκε για να είναι σύντομης ζωής, όπως πολλές φιλοσοφικές σχολές. Δεν εμφανίστηκε σε μία νύχτα, ούτε επρόκειτο σε μία νύχτα να χαθεί. Αλλά ιδρύθηκε, για να ζήσει όπως ο ουρανός. Οι λόγοι και τα συγγράμματα των αποστόλων παραδόθηκαν και διαβιβάστηκαν σε εμάς, ώστε τόσους αιώνες έπειτα, να οικοδομούμαστε και εμείς πάνω στο θεμέλιο των αποστόλων. Αμέσως μόλις φεύγει μία γενιά διακόνων του ευαγγελίου και χριστιανών διαδέχεται αυτήν άλλη. Ο Χριστός έχει στον κόσμο εκκλησία, η οποία δεν πεθαίνει, αλλά ζει κατά διαδοχή. Και έτσι ο καρπός των αποστόλων μένει μέχρι σήμερα και θα παραμένει, εφόσον παραμένει και ο κόσμος.
(9)  Πιο σωστό είναι να εξαρτηθεί και αυτό από το ἔθηκα= Η εγκατάστασή σας και ανάδειξή σας στο αξίωμα αυτό σας προίκισε και με το προνόμιο του να επιτυγχάνετε αμέσως από τον πατέρα με την προσευχή ό,τι θα του ζητάτε. Μπορεί όμως να εξαρτηθεί και από το ὑπάγητε, ως παράλληλο του καρπὸν φέρητε= «θα πάνε… για καρποφορία σε σχέση με το Θεό, ώστε να έχουν καρπό από τη μία ο οποίος πάντοτε θα μένει… προσευχή από την άλλη τόσο δεκτή…» (Κ).
(10)  Με προσευχή. Για να εκπληρώσουν την καρποφόρα αλλά δύσκολη αποστολή τους, θα έχουν ανάγκη πολλών δωρεών· η προσευχή θα εξασφαλίσει σε αυτούς αυτές κατά τρόπο αλάθητο (F).
(11)  «Δηλαδή ως δικοί μου, ως χριστιανοί» (Ζ). Ο όρος με τον οποίο θα γίνει ακουστή η προσευχή. Ο όρος αυτός εκφράστηκε ήδη με διαφορετικές λέξεις και στο σ. 7, «Εάν μείνετε σε μένα… ό,τι θέλετε να ζητήσετε…». Προσεύχομαι στο όνομα του Χριστού δεν σημαίνει κάποια μαγική επίκληση του ονόματος, αλλά προσεύχομαι όπως προσεύχεται κάποιος ο οποίος είναι με το Χριστό (β). «Πρόσεξε όμως, σε παρακαλώ, και το εξής, ότι δηλαδή, όταν, αφού φυτευτούμε καρποφορούμε, τότε και θα μας δώσει όσα ζητήσουμε… Επειδή αυτός που δεν καρποφορεί, δεν ζητά συμφέροντα και ψυχωφελή, αλλά οπωσδήποτε κοσμικά και ανώφελα. Για αυτό ούτε παίρνει» (Θφ).
Τα τελευταία αυτά λόγια υπονοούν τρία πράγματα· ότι ερχόμαστε με την προσευχή στο Θεό, ο οποίος είναι Πατέρας. Ο Χριστός εδώ ονομάζει αυτόν Πατέρα, Πατέρα δικό του και δικό μας. Και το Πνεύμα μας διδάσκει στις καρδιές να κράζουμε Αββά, δηλαδή: Πατέρα μας. Ότι πλησιάζουμε χρησιμοποιώντας καλό όνομα, αρεστό σε όλα ενώπιον του Θεού. Μπορούμε δηλαδή με ταπεινό θάρρος να μνημονεύουμε το όνομα του Χριστού και με την αξιομισθία της θυσίας του να πλησιάζουμε στο θρόνο της χάριτος. Ότι εκείνο, για το οποίο πλησιάζουμε και το οποίο ζητάμε με την προσευχή στο όνομα του Χριστού, θα μας δοθεί.

17 Ταῦτα(1) ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα(2) ἀγαπᾶτε ἀλλήλους(3).
17Αυτή την εντολή σας δίνω: να αγαπάτε ο ένας τον άλλο».
(1)  «Δεν τα λέω αυτά για να σας κατηγορήσω, ότι δηλαδή θυσιάζω τη ζωή μου, ότι πρώτος επεδίωξα τη γνωριμία μου με εσάς, αλλά για να σας οδηγήσω στη φιλία» (Χ)· «οδηγώντας σας στο να αγαπιέστε μεταξύ σας» (Ζ).
«Για να κάνω σταθερότερες τις ψυχές σας στην μεταξύ σας αγάπη, για αυτό απαριθμώ τα κατορθώματα της αγάπης μου προς εσάς» (Θφ). Δεν αποτελεί αρχή νέου θέματος, αλλά περίληψη αυτών που λέχθηκαν πιο πριν (ο). Δεν μπορεί το ταῦτα να αναφέρεται στο ἵνα: Σας παραγγέλλω αυτό, δηλαδή το να αγαπιέστε μεταξύ σας. Αναφέρεται σε όσα ειπώθηκαν από το ιε 1 και ιδιαίτερα στα λόγια των στίχων 12-16 (g). Η εντολή, οι μαθητές να αγαπιούνται μεταξύ τους, επαναλαμβάνεται και πάλι διότι όπως τα κλήματα δεν μπορούν να παράγουν καρπό, όταν αποσπαστούν από την άμπελο, έτσι κανένα κλήμα δεν μπορεί να καρποφορήσει χωρίς τη βοήθεια και των άλλων κλημάτων (χ).
(2)  Φανερώνει τον σκοπό των εντολών που προηγήθηκαν (g).
(3)  Αναφέρεται στην μεταξύ των αδελφών χριστιανών αγάπη και όχι σε αγάπη, την οποία οφείλουμε να δείχνουμε προς όλους. Όπως φαίνεται από τους σ. 18,19, η εντολή της αμοιβαίας αγάπης δεν μπορεί να επεκταθεί σε ολόκληρο τον κόσμο. «Η αγάπη είναι ο καρπός μας για τον οποίο είπε, ότι σας εγκατέστησα για να φέρετε καρπό· καρπό τον οποίο δεν μπορούμε να παράγουμε χωριστά από αυτόν… Ο καρπός του Πνεύματος είναι αγάπη» (Αυ).

18 (1)Εἰ(2) ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ(3), γινώσκετε(4) ὅτι ἐμὲ(5) πρῶτον ὑμῶν(6) μεμίσηκεν.
18«Αν σας μισεί ο κόσμος, να ξέρετε πως πριν από σας εμένα έχει μισήσει.
(1)  Αντιμέτωπη με το πνευματικό αυτό σώμα, του οποίου την εσωτερική ζωή και την εξωτερική δράση περιέγραψε ο Κύριος, βλέπει να ορθώνεται μία εχθρική κοινωνία, τον κόσμο, ο οποίος θα κηρύξει τον πόλεμο κατά της εκκλησίας και ο οποίος κατά τη στιγμή αυτή εκπροσωπείται από τον ιουδαϊκό λαό. Ο Ιησούς περιγράφει το μίσος του κόσμου κατά των πιστών (σ. 18-25) και την βοήθεια η οποία θα δοθεί από τον Παράκλητο (ιε 26-ιστ 4)(g).
(2)  Δεν εκφράζει αμφιβολία, αλλά γεγονός βέβαιο παρουσιάζεται υποθετικά (ο).
(3)  «Δηλαδή αν και πρόκειται να σας μισούν αυτοί που τιμούν τα κοσμικά και φρονούν μόνο τα γήινα» (Κ). Δες Α΄Ιω. γ 13. Για την εποχή, κατά την οποία λέγονταν τα λόγια αυτά «κόσμο εννοεί τους πονηρούς Ιουδαίους» (Ζ). Εάν η αγάπη είναι το χαρακτηριστικό της εκκλησίας, ο κόσμος και το βασίλειο του σατανά γνώρισμα έχει το μίσος κατά της αγάπης αυτής (χ).
Ποιοι είναι αυτοί στους οποίους υπάρχει αυτό το μίσος; Τα τέκνα του κόσμου διακρινόμενα από τα τέκνα του Θεού. Είναι εκείνοι οι οποίοι υπηρετούν το Θεό του αιώνα αυτού, του οποίου φέρουν την εικόνα και στου οποίου τη δύναμη είναι υποταγμένοι. Εκείνους, τους οποίους ο Χριστός ευλογεί, ο κόσμος καταριέται. Οι κληρονόμοι του ουρανού ουδέποτε υπήρξαν αγαπητοί στον κόσμο, αφότου κηρύχτηκε η παλαιά έχθρα ανάμεσα στο σπέρμα της γυναίκας και στο σπέρμα του φιδιού. Για ποιον άλλο λόγο ο Κάιν μίσησε τον Άβελ παρά διότι τα έργα του Άβελ ήταν δίκαια; Ο Ησαύ μίσησε τον Ιακώβ λόγω της ευλογίας, οι αδελφοί του Ιωσήφ μίσησαν αυτόν, διότι ο πατέρας τους αγαπούσε αυτόν, ο Σαούλ μισούσε τον Δαβίδ, διότι ο Θεός ήταν μαζί του, ο Άχαζ μισούσε τον Μιχαία για τις προφητείες του. Τέτοιες είναι οι αναίτιες αφορμές του μίσους του κόσμου. Ο λαός του Θεού όμως παρόλο που οφείλουν να διδαχτούν να μισούν την αμαρτία των αμαρτωλών, δεν πρέπει για κανένα λόγο να μισούν τους αμαρτωλούς, αλλά να αγαπούν και να ευεργετούν όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους.
(4)  Μάλλον είναι προστακτική όπως και στο σ. 20 το Μνημονεύετε. Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, είναι οριστική=Γνωρίζετε ήδη την εξήγηση αυτού του γεγονότος· γνωρίζετε ότι (g):
(5)  «Διότι εμένα με πρόσβαλαν με αχαλίνωτη γλώσσα και χωρίς να αφήσουν τρόπο κοροϊδίας οι άθλιοι, με αποκαλούσαν δαιμονισμένο και μέθυσο και καρπό πορνείας» (Κ).
«Ας είναι, λέει, για παρηγοριά σας, το ότι πριν από εσάς μισήθηκα εγώ και μάλλον να χαίρεστε διότι γίνεστε κοινωνοί μαζί με εμένα στο μίσος από τους πονηρούς» (Ζ).
(6)  Με την έννοια του «πριν από εσάς» και όχι «εμένα τον πρώτο» (=τον αρχηγό) σας (β). Ο σιναϊτικός και ο του Βέζα αποσιωπούν το ὑμῶν.

19 (1)Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε(2), ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον(3) ἐφίλει(4)· ὅτι δὲ ἐκ τοῦκόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην(5) ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου(6), διὰ τοῦτο(7) μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος(8).
19Αν ανήκατε στον κόσμο, τότε ο κόσμος θα σας αγαπούσε σαν κάτι δικό του. Επειδή όμως δεν ανήκετε στον κόσμο, αφού εγώ σας διάλεξα και σας ξεχώρισα από τον κόσμο, γι’ αυτό σας μισεί ο κόσμος.
(1)  «Προσθέτει και άλλο τρόπο παρηγοριάς, πιο αναγκαίο. Διότι το αντίθετο, λέει, έπρεπε να λυπάστε εάν δεν σας μισούσε ο κόσμος , δηλαδή οι πονηροί άνθρωποι. Διότι θα δείχνατε από το ότι δεν θα μισιόσασταν, ότι και εσείς οι ίδιοι συμμετέχετε στην ίδια εκείνη κακία και πονηρία. Τώρα όμως επειδή σας μισούν οι πονηροί, να χαίρεστε. Διότι σας μισούν λόγω της αρετής» (Θφ).
(2)  Δηλαδή εάν συμμορφωνόσασταν στις συνήθειες και τα φρονήματα και εάν ενεργούσατε διευθυνόμενοι από τις αρχές του κόσμου (ο). Δες Α΄ Ιω. δ 5.
(3)  Ό,τι ανήκει σε αυτόν ως δικό του (F)· ό,τι είναι το ίδιο στη φύση (ο). «Το όμοιο. Διότι χαίρεται το όμοιο με το όμοιο» (Ζ).
(4)  «Επομένως, εάν σας αγαπούσαν, είναι φανερό ότι αυτό θα ήταν δείγμα πονηρίας» (Χ).
Με το να αγαπούν όμως το δικό τους, πέφτουν τα τέκνα του κόσμου σε μίσος μεταξύ τους (Alford). Η αγάπη την οποία ο κόσμος έχει προς το δικό του, δεν είναι τέτοια, ώστε να προκαλέσει ένωση και κοινωνία μεταξύ των ανθρώπων του κόσμου. Πόλεμοι, αντιζηλίες, έριδες, σημειώνονται σε όλη την πορεία της ιστορίας του κόσμου (ο).
(5)  Αναφέρεται όχι στην κλήση τους στο αποστολικό αξίωμα, αλλά στην πράξη με την οποία τους ήλκυσε προς τον εαυτό του, αποσπώντας τους από τον κόσμο· στην κλήση τους στην πίστη (g).
(6)  Φανερώνει εσωτερικό χωρισμό. Ήταν κάτω από την πλήρη επίδραση των σκοπών, διαθέσεων και αρχών του κόσμου, αλλά με τη χάρη του Θεού εκλέχτηκαν από την αμαρτωλή ζωή σε βίο αγιότητας (ο).
(7)  Αναφέρεται στα προηγούμενα όπως και στο στ 65 (β).
(8)  «Είναι αναπόφευκτο να μισιέται αυτός που αγαπά την αρετή, αφού με αυτά με τα οποία ο ίδιος θαυμάζεται, ελέγχει την κακότητα, αλλά και το αίσχος των πονηρών το καθαρίζει με την σύγκριση των δικών του τρόπων· διότι όταν παρουσιαστεί καθαρά το αγαθό, είναι πολύ αναγκαστικό να ασχημονεί το κακό» (Κ).
«Επομένως το να σας μισούν οι πονηροί, είναι απόδειξη αρετής» (Ζ).
«Σας μισεί ο κόσμος διότι δεν συμμετέχετε στα έργα του» (Θφ).
«Ενθαρρύνει την ψυχή τους λέγοντας ότι, αυτό προ πάντων είναι έργο χαράς, το να είστε μισητοί από αυτούς· διότι έτσι θα γίνετε μέτοχοι στα πάθη μου» (Χ).
Ο άνθρωπος του κόσμου ως είδωλό του έχει τον κόσμο. Ο κόσμος είναι η ζωή του και όλες οι φροντίδες και οι επιδιώξεις του συγκεντρώνονται γύρω από τον κόσμο. Οι χαρές και οι ηδονές του κόσμου, οι αναπαύσεις και τέρψεις του κόσμου, η κατάκτηση των αγαθών του κόσμου, η απόλαυση της ματαιότητας και της σκιάς του κόσμου που φεύγει, αυτά αποτελούν το μόνο σκοπό της ζωής του και τίποτα ιδανικότερο ή υψηλότερο από αυτά δεν θέλγει αυτόν. Αυτά και μόνα είναι το ύψιστο αγαθό για αυτόν. Επόμενο λοιπόν είναι να μην του αρέσει ο άνθρωπος του Θεού, ο οποίος απολαμβάνει μεν τον κόσμο και όσα είναι στον κόσμο, πάντοτε όμως κάτω από το φως της αιωνιότητας και κάτω από την καθοδήγηση του θελήματος του Θεού, ο οποίος είναι για αυτόν το μόνο ύψιστο αγαθό και η μόνη πηγή της αληθινής ευτυχίας και χαράς.
Αισθάνεται ο άνθρωπος του κόσμου, ότι η όλη ζωή και ο χαρακτήρας του ανθρώπου του Θεού, είναι σιωπηλό αλλά αδυσώπητο μαστίγωμα για όλα εκείνα, στα οποία ο μακριά από το Θεό άνθρωπος ευχαριστιέται και τα οποία αποτελούν τη μοναδική τροφή της ψυχής του. Έχει επιπλέον τη συνείδηση, ότι, όσο και αν δεν το ομολογεί, ο άνθρωπος του Θεού είναι υπεροχότερος και ακούει στα βάθη τη φωνή, ότι αυτός βρίσκεται στο δίκαιο. Κάτω από το κράτος αυτού του ελέγχου τι πρόκειται να συμβεί; Ή θα μετανοήσει και αυτός απαρνούμενος τη μάταιή του ζωή, ή η απαρέσκειά του θα εξελιχθεί σε μίσος.

20 Μνημονεύετε τοῦ λόγου οὗ ἐγὼ εἶπον ὑμῖν(1)· οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ(2). εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν(3)· εἰ τὸν λόγον μου ἐτήρησαν, καὶ τὸν ὑμέτερον τηρήσουσιν(4).
20Να θυμάστε το λόγο που σας είπα: δεν υπάρχει δούλος ανώτερος από τον κύριό του. Αν εμένα καταδίωξαν, θα καταδιώξουν κι εσάς· αν εφάρμοσαν τα λόγια μου, θα εφαρμόσουν και τα δικά σας.
(1)  Ο σιναϊτικός γράφει: τον λόγον, ον εἶπον. Και ο του Βέζα: τους λόγους ους ελάλησα. Δες ιγ 16. «Διότι αυτόν το λόγο τον είπε προηγουμένως σε αυτούς και όχι μία φορά, αλλά με διάφορους τρόπους» (Ζ). Δες και Ματθ. ι 24,Λουκ. στ 40. Αυτόν τον λόγο κυρίως έπρεπε να θυμούνται κατά τις επερχόμενες ημέρες των πολλών διωγμών. Τίποτα άλλο δεν συντελεί περισσότερο στο να μας ανακουφίζει, από το να θυμούμαστε τα λόγια του Κυρίου, τα οποία αναφέρονται στη θεία Πρόνοια και μας διαφωτίζουν για το ενδιαφέρον, το οποίο ο ουράνιος Πατέρας τρέφει για εμάς.
(2)  «Διότι δεν είστε εσείς καλύτεροι από εμένα» (Χ).
«Δείτε λοιπόν πώς συμπεριφέρθηκαν σε εμένα» (Θφ). Ο Χριστός είναι ο Κύριός μας και κατά συνέπεια οφείλουμε με επιμέλεια να ακολουθούμε τις κινήσεις του και με υπομονή πολλή να αναπαυόμαστε σε ό,τι εκείνος αποφασίζει για εμάς και για οτιδήποτε αυτός μας διαθέτει.
(3)  «Είναι δηλαδή φυσική συνέπεια, εάν βεβαίως είστε μαθητές μου» (Ζ) να σας διώξουν. «Είναι το ίδιο σαν να έλεγε: Εγώ ο δημιουργός των όλων, που εξουσιάζω τα πάντα και στον ουρανό και στη γη, δεν έβαλα χαλινάρι στους θυμούς τους… και όταν με κατεδίωκαν έδειχνα καρτερία, παρόλο που είχα την εξουσία να τους εμποδίσω. Όταν επομένως λοιπόν διώκεστε και εσείς, δείχνοντας αμέσως καρτερία απέναντι στην αποστροφή αυτών που σας μισούν, να έχετε την ίδια θέληση, για να μετάσχετε και στην ίδια με μένα δόξα. Διότι αυτοί που συμπάσχουν, θα συμβασιλεύσουν κιόλας» (Κ).
Ο Ιωάννης μίλησε ήδη (ε 16) για το διωγμό του Ιησού από τους Ιουδαίους εξαιτίας της κατά τη γνώμη τους παραβίασης του Σαββάτου (β). Ο κόσμος θα καταδιώκει τους μαθητές και οπαδούς του Χριστού διότι το μίσος είναι ανήσυχο και ταραχώδες πάθος. Είναι κοινός κλήρος εκείνων, οι οποίοι θέλουν να ζουν με ευσέβεια με τον Χριστό Ιησού, το να είναι εκτεθειμένοι σε διωγμούς. Δες Β΄Τιμ. γ 12.
(4)  «Ούτε όταν διώκεστε να δυσφορείτε, ούτε όταν δεν τηρείται ο λόγος σας· διότι αυτά που έδειξαν σε εμένα, αυτά θα δείξουν και σε εσάς» (Ζ). Φύλαξαν μεν τον λόγο του Κυρίου κάποια άτομα, αλλά ο ιουδαϊκός λαός ως μάζα δεν επέστρεψε με το κήρυγμά του. Αυτό το ίδιο θα συνέβαινε και στους αποστόλους (g).
Ή, σαν να έλεγε ο Κύριος: Κατά τη διάρκεια της ζωής μου δεν πέτυχα παρά περιορισμένο αριθμό επιστροφών, μετά το θάνατό μου θα κατακτήσω ολόκληρη την οικουμένη. Το ίδιο θα συμβεί και με σας (F). Αυτοί που τηρούν το λόγο του Ιησού θα τηρήσουν ομοίως και τον λόγο των αποστόλων του, αφού οι απόστολοι δεν πρόκειται να πουν κάποιο λόγο, για τον οποίο δεν εξουσιοδοτήθηκαν από τον Διδάσκαλό τους (β).

21 Ἀλλὰ(1) ταῦτα πάντα(2) ποιήσουσιν ὑμῖν(3) διὰ τὸ ὄνομά μου(4), ὅτι οὐκ οἴδασι(5) τὸν πέμψαντά με(6).
21Αλλά θα σας τα κάνουν όλα αυτά εξαιτίας μου, γιατί δεν ξέρουν αυτόν που με έστειλε.
(1)  Οι απόστολοι δεν πρέπει να ανησυχούν για αυτό το μίσος προς αυτούς, φανταζόμενοι ότι λόγω δικής τους αιτίας έγιναν μισητοί. Αλλά μην ανησυχείτε, λέει ο Κύριος· για το όνομά μου διώκεστε (g).
(2)  «Το ότι σας διώκουν δηλαδή και δεν φυλάνε το λόγο σας» (Ζ). Αυτά, για τα οποία έγινε λόγος στους σ. 18-20.
(3)  Κάποιοι μεγαλογράμματοι κώδικες γράφουν: εις ὑμᾶς, αντί για ὑμῖν.
(4)  Σχετικά με τις διώξεις των μαθητών για το όνομά του, δες και Ματθ. ι 22,κδ 9,Μάρκ. ιγ 9,13,Λουκ. κα 12,17. Το όνομα του Θεού στην Π.Δ. ισοδυναμεί με τον χαρακτήρα του που μέσω της θείας αποκάλυψης έγινε γνωστός στους ανθρώπους (Α΄Βασ. ιβ 22,Β΄ Παρ. στ 32,Ιερεμ. ιδ 21). Στην Κ.Δ. η φράση «για το όνομά μου», εδώ και στο Α΄Ιω. β 12 και Αποκ. β 3, χρησιμοποιείται για να σημάνει τον από τη θεία αποκάλυψη καθοριζόμενο χαρακτήρα του Ιησού Χριστού ως σαρκωμένου Υιού του Θεού, το πρόσωπό του. Οι διωκόμενοι λοιπόν για το όνομά του, διώκονται διότι διακηρύττουν το όνομά του ως το όνομα που είναι πάνω από όλα (β). Προσθέτοντας αυτό ο Κύριος ενισχύει και παρηγορεί τους μαθητές του. «Εάν λοιπόν με αγαπάτε, θα χαρείτε οπωσδήποτε, διότι πάσχετε αυτά για μένα» (Ζ).
«Αν με αγαπάτε, θα υπομείνετε αυτά που πάσχετε για εμένα που αγαπάτε» (Θφ).
(5)  «Αυτό πρέπει να το εννοήσουμε ότι ειπώθηκε για τη γνώση εκείνη, για την οποία αλλού έχει ειπωθεί (Σοφ. Σολ. στ 16) «τελειότητα φρόνησης»» (Αυ). Δεν έχουν πνευματική επίγνωση του Θεού, παρόλο που ισχυρίζονται ότι τον γνωρίζουν (ο). Δεν γνωρίζουν πράγματι το Θεό (g).
«Προσθέτει και άλλο για παρηγοριά, ότι δηλαδή μαζί με σας εξυβρίζουν και αυτόν που με έστειλε. Αν όχι λοιπόν κάτι άλλο, αυτό ας είναι παρηγοριά σας, ότι δηλαδή αυτοί οι ίδιοι είναι εχθροί και δικοί σας και δικοί μου και του Πατέρα μου» (Θφ).
(6)  Το ότι οι Ιουδαίοι αγνοούν το Θεό όπως αποκαλύφθηκε μέσω του Χριστού, αυτό είναι η αιτία του μίσους τους εναντίον αυτού και των οπαδών του (β). Δεν γνωρίζουν το Θεό ως αυτόν που απέστειλε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και εγκατέστησε αυτόν μεγάλο μεσίτη ειρήνης. Δεν έχουμε την ορθή γνώση του Θεού, αν δεν γνωρίζουμε αυτόν μέσω του Χριστού. Και όσοι καταδιώκουν εκείνους τους οποίους ο Χριστός στέλνει, εμφανίζονται να αγνοούν, ότι ο Χριστός στάλθηκε από το Θεό.
«Με το να πει «στάλθηκε», φέρνει σε εμάς όλη τη φανέρωση του θείου σχεδίου της ενσάρκωσης· αυτός όμως που έχει αγνοήσει τον αποστολέα και Θεό, ταυτόχρονα ατιμάζει και το μυστήριο της αποστολής» (Κ).
Έτσι λοιπόν και εμένα αλλά «και εκείνον υβρίζουν» (Χ).
«Επομένως λοιπόν, να νιώθετε αγαλλίαση αφού υβρίζεστε μαζί μας» (Ζ).

22 Εἰ μὴ(1) ἦλθον(2) καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς(3), ἁμαρτίαν(4) οὐκ εἶχον(5)· νῦν δὲ(6) πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν(7).
22Αν δεν είχα έρθει και δεν τους είχα κηρύξει, δε θα είχαν αμαρτία. Τώρα όμως δεν έχουν καμιά δικαιολογία για την αμαρτία που διαπράττουν.
(1)  «Δείχνοντας ότι άδικα θα διαπράξουν και τα εναντίον του και τα εναντίον τους» (Χ) «αποστερεί τους Ιουδαίους από κάθε συγγνώμη, αφού είναι με τη θέλησή τους κακοί και διαπράττουν τέτοια πράγματα» (Ζ). Η άγνοια που σημειώθηκε στον προηγούμενο σ., αποδεικνύεται εδώ αδικαιολόγητη και ένοχη.
(2)  Σταλμένος από τον Πατέρα. Πρόκειται εδώ για τον μεσσιακό ερχομό. Ο ερχόμενος και προσδοκώμενος Μεσσίας ήλθε.
(3)  «Πρόσφερα σε αυτούς τη διδασκαλία με τα λόγια» (Χ).
«Αν δεν είχα έλθει και δεν έδειξα ολοκάθαρα τα πιο καλά από την εντολή του Μωϋσή· αν δεν τους είχα βεβαιώσει με πολλά λόγια, ότι έφτασε, από τη μία, ήδη ο καιρός να φύγουν λοιπόν οι τύποι… και είναι ώρα, από την άλλη, να λάμψει η ίδια η αλήθεια… αν δεν έδειξα ότι ο λόγος μου είναι σύμφωνος με τις μαρτυρίες των προφητών και ότι η δύναμη της δικής μου παρουσίας ήδη προφητεύτηκε και έχει κηρυχτεί» (Κ).
Σημείωσε τα πλεονεκτήματα, τα οποία καρπωνόμαστε από το ευαγγέλιο. Μέσω αυτού έρχεται και μιλά σε εμάς ο Χριστός. Μίλησε αυτοπροσώπως στους ανθρώπους της γενιάς του και εξακολουθεί τώρα να μιλά και προς εμάς μέσω των Αγίων Γραφών και των διακόνων του στην εκκλησία. Και μας μιλά ως ο μόνος που έχει εξουσία πάνω μας, αλλά και ο οποίος μας αγαπά πάνω από κάθε άλλον. Κάθε λόγος του είναι αγνός, συνοδευόμενος από επιβλητικό μεγαλείο, αλλά και από γεμάτη συγκατάβαση τρυφερότητα και στοργή, δυνατός να γοητεύσει και ασπίδα (φίδι) κουφή, που δεν βουλώνει τα αυτιά της.
(4)  «Υπάρχει μία αμαρτία μεγάλη, την οποία εννοεί εδώ (ο Κύριος)… Σε αυτήν την αμαρτία περιλαμβάνονται όλες οι αμαρτίες και όποιος είναι ελεύθερος από αυτήν, συγχωρείται για όλες τις αμαρτίες του. Και αυτή είναι, ότι δεν πίστεψαν στο Χριστό… Από την αμαρτία αυτή θα ήταν ελεύθεροι, εάν ο Χριστός δεν είχε έλθει» (Αυ). Την αμαρτία, την οποία διέπραξαν «διώκοντας και υβρίζοντας και εμένα και εσάς τους δικούς μου» (Ζ).
(5)  Για τη φράση «αμαρτίαν έχει» δες Ιω. θ 41,ιθ 11, Α΄Ιω. α 8. Για το ότι η άγνοια που δεν προέρχεται από θέληση είναι άξια συγχώρησης, δες Πράξ. ιζ 30.
(6)  Τώρα που ήλθα και μίλησα σε αυτούς.
(7)  «Δεν έχουν πρόφαση για την πονηρία τους» (Θφ). Καμία δικαιολογία δεν μπορούν να προβάλλουν για την απιστία και το μίσος τους, διότι ήλθε ο Ιησούς προβάλλοντας τις πιο πειστικές αποδείξεις για το ότι είχε σταλθεί από το Θεό (ο). Όπως δεν λογαριάζεται η αμαρτία «αν δεν υπάρχει νόμος», έτσι δεν καταλογίζεται η απιστία εκεί όπου δεν ακούστηκε το ευαγγέλιο. Εκεί όμως όπου καταλογίζεται, είναι τόσο σοβαρή και μοναδικά βαριά αμαρτία, ώστε επειδή είναι αμαρτία εναντίον του φαρμάκου, που θεραπεύει την αμαρτία, κάθε άλλη αμαρτία δεν θα καταδίκαζε τόσο τον άνθρωπο, όσο εάν δεν είναι συνδεδεμένη με την αμαρτία της απιστίας. Εάν οι Ιουδαίοι δεν είχαν το ευαγγέλιο ανάμεσά τους, οι άλλες τους αμαρτίες δεν θα ήταν τόσο ολέθριες και θανατηφόρες,

23 Ὁ ἐμὲ μισῶν(1) καὶ τὸν πατέρα μου μισεῖ(2).
23Αυτός που μισεί εμένα, μισεί και τον Πατέρα μου.
(1)  Δες ε 23 και Α΄Ιω. β 23. «Καθορίζει με σαφήνεια ότι είναι ένοχοι αθεότητας, αυτοί που προτίμησαν να τον μισούν από ανίερη διάθεση και παραφροσύνη» (Κ). «Αποσαφηνίζει και αυξάνει την αμαρτία τους λέγοντας, ότι και του υιού η ύβρις, του πατέρα είναι ύβρις» (Ζ).
«Επειδή τίποτα άλλον δεν προφασίζονταν παντού, παρά ότι υπερασπίζονταν τον Πατέρα («Διότι αυτός, έλεγαν, ο άνθρωπος δεν είναι από το Θεό» και τα όμοια), για αυτό προσθέτει: αυτός που μισεί εμένα μισεί και τον Πατέρα μου. Επομένως ούτε αυτό τους έχει μείνει για απολογία» (Θφ).
(2)  Τον πατέρα μου, του οποίου είμαι απεσταλμένος. Από αυτό εύκολα συμπεραίνουμε, ότι εκείνοι, οι οποίοι είναι εχθροί και διώκτες της χριστιανικής θρησκείας, πραγματικά και σε βάθος είναι εχθροί κάθε θρησκείας. Εκείνοι οι οποίοι χλευάζουν και γελοιοποιούν το φως του ευαγγελίου, εάν τους ήταν δυνατόν, θα έσβηναν και αυτό το φως της φυσικής θρησκείας και θα αποτίναζαν κάθε υποχρέωση και καθήκον που επιβάλλεται από το νόμο της συνείδησης και τον φόβο του Θεού τον έμφυτο σε κάθε μη διεφθαρμένη καρδιά.

24 Εἰ τὰ ἔργα(1) μὴ ἐποίησα(2) ἐν αὐτοῖς(3) ἃ οὐδεὶς ἄλλος πεποίηκεν(4), ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· νῦν δὲ καὶ(5) ἑωράκασι(6) καὶ(5) μεμισήκασι(7) καὶ ἐμὲ καὶτὸν πατέρα μου.
24Αν δεν είχα κάνει ανάμεσά τους τα έργα που κανείς άλλος δεν έκανε, δε θα είχαν αμαρτία. Τώρα όμως και τα έργα έχουν δει, και μας έχουν μισήσει κι εμένα και τον Πατέρα μου.
(1)  «Αφού είπε για τη διδασκαλία του, λέει και για τα θαύματά του» (Ζ). Εάν η μαρτυρία, την οποία ο Ιησούς μαρτυρούσε με τη διδασκαλία του, δεν είχε πετύχει τη διαφώτισή τους, τα έργα του όμως θα έπρεπε να καταστήσουν πιστευτή τη μαρτυρία του.
«Πρόσφερα τη διδασκαλία με λόγια, πρόσθεσα και αυτήν με τα έργα σύμφωνα με το νόμο του Μωϋσή, ο οποίος διέταξε να πείθονται όλοι σε αυτόν που κάνει και λέει τέτοια πράγματα, όταν δηλαδή και προς την ευσέβεια οδηγεί και θαύματα παρέχει μέγιστα» (Χ).
Όπως οι αόρατες ιδιότητες του Δημιουργού «γίνονται ορατές όταν κατανοούνται μέσω των δημιουργημάτων» (Ρωμ. α 20) και από το μεγαλείο της δημιουργίας του δείχνεται ολοφάνερα και η παντοδυναμία και πανσοφία του, έτσι και τα θαύματα, τα ελέη και τα έργα της χάρης του Λυτρωτή αποδεικνύουν για αυτόν ότι στάλθηκε από το Θεό.
(2)  Περισσότερες από μία φορές στο τέταρτο ευαγγέλιο ο Ιησούς επικαλείται τη μαρτυρία των έργων του για βεβαίωση της θείας του αποστολής. Δες ε 36,ι 32,37 (β).
(3)  Ή «σε αυτούς» (Αυ), θεραπεύοντας αυτούς και σκορπίζοντας ευεργεσίες στα σώματά τους. Ή, πιο σωστά, μεταξύ τους (ο), μπροστά στα μάτια τους (Συριακή μετάφραση). Δες Πράξ. β 22 («ανάμεσά σας»).
(4)  Υπάρχει και η αρκετά μαρτυρημένη γραφή εποίησεν αντί πεποίηκε. «Και για αυτά, ήταν οι ίδιοι μάρτυρες όταν έλεγαν· Ουδέποτε φάνηκε έτσι άνθρωπος στο Ισραήλ (Ματθ. θ 33), και «δεν ακούστηκε στον αιώνα ότι άνοιξε κάποιος μάτια ανθρώπου που γεννήθηκε τυφλός» (Ιω. θ 32) και το θαύμα του Λαζάρου ήταν αντίστοιχο και όλα τα άλλα ήταν τέτοια και ο τρόπος της θαυματουργίας· όλα καινούργια και παράδοξα» (Χ).
«Βεβαίως μεταξύ όλων των έργων του Χριστού κανένα δεν φαίνεται μεγαλύτερο από την ανάσταση νεκρού· και όμως γνωρίζουμε ότι το ίδιο έγινε από τους προφήτες των παλαιότερων χρόνων (Γ΄Βασ. ιζ 21,22,Δ΄Βασ. δ 35,ιγ 21)… Υπάρχουν όμως έργα, τα οποία μόνος ο Χριστός και κανείς άλλος δεν έκανε. Όπως όταν έτρεφε τους πέντε χιλιάδες με πέντε άρτους και τους τέσσερις χιλιάδες με επτά άρτους, όταν περπατούσε πάνω στα νερά… όταν μετέβαλλε το νερό σε κρασί, όταν άνοιγε τα μάτια τυφλού εκ γενετής… Επιπλέον κανείς από τους παλαιούς δεν θεράπευσε με τέτοια δύναμη τόσο πολλές ασθένειες και αρρώστιες (Μάρκ. α 32-34,Ματθ. η 17)» (Αυ).
Κανένα συνηθισμένο και απλό πρόσωπο, που δεν έχει αποστολή από τον ουρανό και το Θεό μαζί του, δεν θα μπορούσε να εργαστεί θαύματα. Αλλά και κανείς από τους προφήτες δεν έκανε ποτέ τέτοια και τόσα θαύματα, όσα και όποια ο Ιησούς. Ο Μωϋσής και ο Ηλίας έκαναν θαύματα ως δούλοι με δύναμη δανεισμένη και όχι δική τους. Αλλά ο Χριστός ενήργησε τα θαύματά του ως Υιός με τη δική του δύναμη. Και όλα τα θαύματα αυτά υπήρξαν έργα αγαθά, έργα ελέους και ευεργεσίας. Αυτό λοιπόν κυρίως τονίζεται εδώ, διότι με την υπενθύμιση των έργων αυτών αποσκοπεί να κατακρίνει το μίσος που έδειξαν. Για αυτόν, ο οποίος υπήρξε γενικώς ωφέλιμος και ευεργετικός πάνω από κάθε άλλον στη γη, θα περίμενε κάποιος, ότι θα αγαπιόταν από όλους. Και όμως αυτοί τον μίσησαν. Η απόρριψη όμως του Χριστού από τους Ιουδαίους ή από εμάς, έχει μέσα της το βάρος και την ενοχή όχι μόνο της πεισματικής απιστίας, αλλά και της πλέον μαύρης αχαριστίας. Διότι και εκείνοι και εμείς είδαμε το Χριστό, ο οποίος υπήρξε ο κατεξοχήν αξιαγάπητος που έσπευδε και ήταν πρόθυμος να ευεργετήσει τους πάντες. Και όμως απορρίπτουμε και μισούμε αυτόν.
(5)  Τα δύο «και» βάζουν μαζί και στη σειρά δύο πράγματα τα οποία θα φαίνονταν ασυμβίβαστα= Μολονότι είδαν και θα περίμενε κάποιος από αυτό να πιστέψουν, αυτοί μίσησαν.
(6)  Ή «αυτού του είδους τα έργα» (Ζ).
Ή έχουν δει και εμένα και τον Πατέρα. «Διότι όταν θαυματουργούσε ο Υιός, ήταν βεβαίως οπωσδήποτε μαζί του και ο ίδιος ο Πατέρας, όχι ως άλλος που μέσω άλλου ίσως ενεργεί τα άξια θαυμασμού, αλλά ως αυτός που είναι μέσα στον Υιό, επειδή έχουν ίδια φύση και απαράλλακτη ουσία» (Κ).
(7)  Ο παρακείμενος φανερώνει την εμμονή στο μίσος. Ούτε στα λόγια του Χριστού ούτε στα έργα του διέκριναν τη θεία αποστολή του· μη διακρίνοντας όμως αυτόν που τον έστειλε, μίσησαν αυτόν, και έτσι εμμέσως μίσησαν και τον Πατέρα (β). Υπάρχουν άνθρωποι που μισούν το Θεό παρά την ωραιότητα και άπειρη τελειότητα της φύσης του και παρά την αγαθότητα της πρόνοιάς του. Λυσσούν για τη δικαιοσύνη του, όπως τα δαιμόνια, τα οποία «πιστεύουν και φρίττουν», καταπιέζονται από την κυριαρχία του κράτους του και εάν μπορούσαν, θα διασπούσαν τα δεσμά της. Εκείνοι οι οποίοι δεν μπορούν να πείσουν τους εαυτούς τους ότι δεν υπάρχει Θεός και συγχρόνως επιθυμούν να μην υπήρχε κανείς Θεός, αυτοί βλέπουν και μισούν αυτόν. «Και έχουν δει και έχουν μισήσει».

25 Ἀλλ'(1) ἵνα(2) πληρωθῇ ὁ λόγος(3) ὁ γεγραμμένος ἐν τῷ νόμῳ(4) αὐτῶν(5), ὅτι ἐμίσησάν με δωρεάν(6).
25Αλλά αυτό γίνεται για να εκπληρωθεί ο λόγος που είναι γραμμένος στο νόμο τους: με μίσησαν χωρίς καμιά αιτία.
(1)  Ο λόγος είναι ελλειπτικός. Πρέπει να υπονοηθεί «Αυτό συνέβη» ή «αυτό θα συμβεί». Δες θ 3,ιγ 18,Α΄Ιω. β 19 (g). Το μίσος εναντίον του Πατέρα και του Υιού δεν υπήρξε αποτέλεσμα απλής σύμπτωσης, αλλά το προείδε ο Θεός και το προείπε (ο). Αποτελούσε μέρος της μυστηριώδους βουλής του Θεού η οποία αποκαλύφθηκε στην Π.Δ. (β).
(2)  Εδώ έχουμε το λεγόμενο εκβατικό (ἵνα).
«Δεν θα ισχυριστούμε όμως, ότι ο νόμος προείπε εκείνα, για αυτόν το λόγο, για να ανάψει δηλαδή το μίσος των Ιουδαίων άδικα εναντίον και του Υιού και του Πατέρα, αλλά επειδή ακριβώς επρόκειτο να υπάρξει από αυτούς (το μίσος), το είχε προαναγγείλει ο θείος νόμος, δείχνοντας ότι το Πνεύμα δεν είχε αγνοήσει τίποτα από αυτά που θα γίνονταν» (Κ).
Εκείνοι οι οποίοι άκουσαν τον Ιησού δεν είχαν κατά νου ούτε αποσκοπούσαν στο να εκπληρώσουν και να επαληθεύσουν την προφητεία. Αλλά ο Θεός παραχωρώντας λόγω της κακίας τους να μισήσουν αυτοί τον Ιησού, είχε μπροστά στα μάτια του την επαλήθευση της προφητείας. Και στηρίζει την πίστη μας στο Χριστό ως Μεσσία, ότι ακόμη και αυτό είχε προφητευτεί και η προφητεία αυτή εκπληρώθηκε επακριβώς. Πρέπει όμως να φοβόμαστε, μήπως και σε εμάς βρει αυτή και περαιτέρω επαλήθευση και πραγματοποίηση.
(3)  Ο λόγος της προφητείας (b).
(4)  Οι ψαλμοί αποτελούν τμήμα του νόμου με την ευρεία έννοια της λέξης (b). «Νόμο λέει το βιβλίο των ψαλμών, στο οποίο έχει γραφτεί ότι, Και με λόγια μίσους με κύκλωσαν και με πολέμησαν αναίτια (Ψαλμ. ρη 3)» (Ζ).
Ή, πιο πιθανή ερμηνεία, προέρχεται από τον ψαλμό ξη 5, ο οποίος θεωρούνταν Μεσσιακός (β), ή και από το Ψαλμ. λδ 19. Στους ψαλμούς αυτούς, και αν ακόμη δεν πάρουμε αυτούς ως Μεσσιακούς, ο δίκαιος της Π.Δ. παραπονιέται με το στόμα του Δαβίδ διότι μισιέται χωρίς λόγο από τους εχθρούς του Θεού. Εάν όμως το μίσος αυτό βάρυνε εξ’ ολοκλήρου αυτούς που μισούσαν προκειμένου για τον δίκαιο που είχε και κάποιες ατέλειες, πόσο μάλλον ήταν αδικαιολόγητο για τον τέλειο δίκαιο, που δεν έκανε αμαρτία; (g). Ο Σαούλ και οι αυλικοί του μίσησαν χωρίς λόγο και αιτία τον Δαβίδ, ο οποίος εξυπηρέτησε τον Σαούλ τόσο με τη λύρα του, όσο και με το μαχαίρι του. Ο Αβεσσαλώμ και το κόμμα του μίσησαν τον Δαβίδ, παρόλο που αυτός υπήρξε προς εκείνον μεν στοργικότατος πατέρας, προς τους ακόλουθους δε του Αβεσσαλώμ μέγας ευεργέτης. Έτσι και ο υιός του Δαβίδ μισήθηκε άδικα και χωρίς κάποιο λόγο.
(5)  «Ονομάζει αυτόν νόμο τους, όχι διότι επινοήθηκε από αυτούς, αλλά διότι δόθηκε σε αυτούς» (Αυ). Τον νόμο, τον οποίο επανειλημμένα διαβάζουν και αποτελεί το καύχημά τους (b).
(6)  «Δηλαδή μάταια, χωρίς εύλογη αιτία, λόγω της πονηρίας τους» (Ζ).
«Μισεί κάποιος δωρεάν, όταν δεν πρόκειται ούτε να πετύχει κάποιο κέρδος από τον μισούμενο, ούτε να αποφύγει κάποια ενόχληση από αυτόν» (Αυ).
Όσοι μισούν το Χριστό, μισούν αυτόν χωρίς λόγο ή βάσιμη πράγματι αιτία και αφορμή. Η προς το Χριστό εχθρότητα είναι παράλογη εχθρότητα. Θεωρούμε μισητούς και απεχθείς τους αλαζόνες, εγωιστές και αυθάδεις. Αλλά ο Χριστός είναι πράος και ταπεινός στην καρδιά, συμπαθεί τους πάντες και είναι τρυφερός προς όλους. Επίσης θεωρούμε μισητούς εκείνους, οι οποίοι κάτω από το χαμόγελο της ευγένειας υποκρύπτουν την κακεντρέχεια, τον φθόνο και την εκδίκηση. Αλλά ο Χριστός αφιέρωσε τον εαυτό του στο να εξυπηρετήσει φίλους και εχθρούς, κοπίαζε πάντοτε για την ανάπαυση των άλλων, και πτώχευσε ενώ ήταν πλούσιος, για να πλουτίσουμε εμείς με τη φτώχεια εκείνου.

26 Ὅταν δὲ(1) ἔλθῃ(2) ὁ παράκλητος(3) ὃν ἐγὼ πέμψω(4) ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός(5), τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας(6) ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται(7), ἐκεῖνος(8) μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ(9)·
26Όταν έρθει ο Παράκλητος, που θα σας τον στείλω εγώ από τον Πατέρα, το Πνεύμα της Αλήθειας, που εκπορεύεται από τον Πατέρα, αυτός θα ερμηνεύσει την αποστολή μου.
(1)  Σε αντίθεση με το σατανικό μίσος των Ιουδαίων εισάγεται πάλι η ειρηνική και ουράνια αποστολή του Παρακλήτου (ο).
«Για να μην πουν όμως οι απόστολοι· Αν εσένα σε καταδίωξαν και δεν φύλαξαν το λόγο σου… αν εσένα και τον πατέρα σου έχουν μισήσει, και πρόκειται και σε μας να δείξουν τα όμοια, για ποιο λόγο μας στέλνεις σε τέτοιους ανθρώπους; Προσθέτει παρηγοριά λέγοντας ότι, το Πνεύμα το Άγιο θα τους βοηθήσει» (Ζ).
Η μαρτυρία του Παρακλήτου και των μαθητών μπήκε σε αντίθεση με την άγνοια και το μίσος του κόσμου (b).
(2)  Αναφέρεται στην υπόσχεση στο ιστ 8. Ο Χριστός ήταν για μεγάλο διάστημα «αυτός που έρχεται». Τώρα το Άγιο Πνεύμα αναμένεται να έλθει σύμφωνα με την υπόσχεση του Χριστού. Και θα έλθει με την περισσότερη από ποτέ πληρέστερη έκχυση των δωρεών του και των χαρισμάτων του και των δυνάμεών του.
(3)  Εδώ ο όρος αναφέρεται στο Άγιο Πνεύμα ως μάρτυρα. Στο ιστ 8 το έργο του Παρακλήτου παρουσιάζεται ως έργο ελέγχου και πειθούς και στο ιστ 13 ως έργο οδηγού και βοηθού των ακολούθων του Χριστού. Αυτό δείχνει, ότι ο όρος σημαίνει πολύ περισσότερα από αυτά που δηλώνονται με τη λέξη Παρήγορος (ο). Ολοφάνερα εδώ γίνεται λόγος για τον Παράκλητο σαν για ιδιαίτερο, ξεχωριστό πρόσωπο· όχι σαν για ιδιότητα ή χαρακτηριστικό, αλλά σαν για πρόσωπο που έχει το δικό του όνομα, το όνομα Πνεύμα, και δικό του τίτλο, τον τίτλο Πνεύμα της αλήθειας.
(4)  «Να, δεν είναι μόνο ο Πατέρας που στέλνει (τον Παράκλητο), αλλά και ο Υιός» (Χ). Στο ιδ 16 και ιδ 26 ο Πατέρας είναι αυτός που στέλνει στο όνομα και με την δέηση του Υιού. Το «πέμψω» αναφέρεται στην αποστολή σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο.
«Στέλνει στους αγίους του μαθητές για αγιασμό… και χορηγεί το Πνεύμα από τον Πατέρα ο Υιός, χωρίς να θεωρείται ότι το κάνει αυτό σαν κάποιος υπηρέτης και δεν εισέρχεται σε αυτόν το Πνεύμα από έξω, ούτε είναι επίκτητο (=όχι έμφυτο) σε αυτόν, όπως ακριβώς είναι σε αυτούς που είναι δεκτικοί αγιότητας, οι οποίοι γεννήθηκαν από την ανυπαρξία, αλλά το Πνεύμα είναι ομοούσιο με αυτόν, όπως ακριβώς βεβαίως και με τον Πατέρα» (Κ).
Πιο πάνω (ιδ 16) είπε ο Κύριος, ότι «θα παρακαλέσω τον Πατέρα και θα σας στείλει και άλλο Παράκλητο», το οποίο σημαίνει, ότι η αποστολή του Παρακλήτου θα είναι ο καρπός της μεσιτείας του Χριστού, που μπήκε (ως αρχιερέας) μέσα από το καταπέτασμα (=η κουρτίνα που χώριζε τα άγια από τα άγια των αγίων στον ναό του Σολομώντα και συμβολίζει τον ουράνιο ναό). Εδώ όμως λέει ότι «εγώ θα στείλω», τον Παράκλητο, το οποίο σημαίνει, ότι η αποστολή του Παρακλήτου θα είναι ο καρπός της κυριαρχίας, την οποία ο Χριστός έλαβε μέσα από το καταπέτασμα.
(5)  «Πρόσεξε όμως, ότι θα στείλει μεν αυτό και ο Υιός, επειδή έχει την ίδια τιμή με τον Πατέρα, αλλά θα το στείλει από τον Πατέρα, επειδή από τον Πατέρα εκπορεύεται» (Ζ). Η πρόθεση «παρά» εκφράζει και τη σχέση του Υιού με τον Πατέρα. Δες α 14 (β).
«Δηλαδή ο Πατέρας ευαρεστείται και στέλνει και αυτός μαζί. Διότι δεν εκβάλλω εγώ ο ίδιος από το δικό μου εσωτερικό το Πνεύμα, αλλά χορηγείται από τον Πατέρα μέσω εμού» (Θφ).
(6)  «Εκείνος θα είναι αξιόπιστος. Διότι είναι Πνεύμα αλήθειας. Για αυτό δεν το ονόμασε Πνεύμα Άγιο, αλλά Πνεύμα της αληθείας» (Χ).
Ονομάζει αυτό Πνεύμα της αλήθειας αντιτάσσοντας αυτό με το ψεύδος και την θεληματική άγνοια του κόσμου (g). Το Πνεύμα της αλήθειας μεταφέρει την αλήθεια και εντυπώνει αυτήν στη συνείδηση του κόσμου. Θα μαρτυρήσει λοιπόν την αλήθεια για τον Ιησού, οσοδήποτε πλανημένη και διεστραμμένη και αν είναι η ιδέα του κόσμου για αυτόν (β).
(7)  «Το οποίο (Πνεύμα) έχει την ύπαρξη από την ίδια την ουσία του Πατέρα» (Θμ).
«Εκπορεύεται από τον Πατέρα επειδή είναι από την ουσία του. Για αυτό ποιος ξέρει όλα τα του Πατέρα, όπως ακριβώς και ο Υιός;» (Ζ).
«Όταν όμως ακούσεις ότι εκπορεύεται, να μην θεωρήσεις ότι η εκπόρευση είναι αποστολή…, αλλά η εκπόρευση είναι φυσική ύπαρξη του Πνεύματος» (Θφ).
«Διότι αν με το ρήμα «εκπορεύεται» δεν εννοούσε φυσική προέλευση από εκεί (τον Πατέρα), αλλά την αποστολή που έγινε εξωτερικά, τότε ερχόμαστε σε αδιέξοδο σχετικά με το για ποιο πνεύμα μιλάει, αφού είναι πολλά γενικώς τα πνεύματα τα οποία στέλνονται για υπηρεσία του Θεού (=οι άγγελοι)» (Θμ).
Το εκπορεύομαι είναι τελείως διαφορετικό από το στέλνομαι. Προ παντός η αλλαγή του χρόνου στα ρήματα «θα στείλω» και «εκπορεύεται». Εκείνο το οποίο ο Ιησούς θα στείλει σε συγκεκριμένο χρόνο και δεδομένη στιγμή είναι Ον θείο που απορρέει ουσιωδώς και αιωνίως από τον Πατέρα. Και όπως η σάρκωση του Υιού βασίζεται στην αιώνια γέννησή Του από τον Πατέρα, έτσι και η αποστολή του Αγίου Πνεύματος σχετίζεται με την αιώνια εκπόρευσή του στον κόλπο του Πατέρα (g). Η πρόθεση «παρά» υπονοεί ότι η αρχική κατοικία του Πνεύματος ήταν μαζί με το Θεό (ο).
(8)  Οι αντωνυμίες (τον οποίο εγώ θα στείλω… εκείνος) θέτουν έξω αμφισβήτησης ότι το Πνεύμα είναι ξεχωριστή προσωπικότητα (ο).
(9)  Για το πρόσωπο και το έργο μου (κ).
«Θα δώσει μαρτυρία δίνοντας τη λάμψη του στις καρδιές σας, ώστε να πληροφορηθείτε τελειότερα και θαυματουργώντας στο όνομά μου» (Ζ).
«Διότι αφού ενεργήσει μέσα σας και μέσα από σας τα παράδοξα, θα γίνει μάρτυρας δίκαιος και αληθινός της δικής μου θεϊκής εξουσίας και της μεγαλειότητας στη δύναμη» (Κ).
«Έχετε θάρρος λοιπόν· διότι δεν θα είναι χωρίς μαρτυρία το κήρυγμα, αλλά και το Πνεύμα θα δώσει και αυτό μαζί επιπλέον μαρτυρία με σημεία και τέρατα και θα είναι αξιόπιστος μάρτυρας· διότι είναι Πνεύμα αληθείας» (Θφ).

27 καὶ ὑμεῖς δὲ μαρτυρεῖτε(1), ὅτι ἀπ' ἀρχῆς μετ' ἐμοῦ ἐστε(2).
27Αλλά κι εσείς θα δώσετε μαρτυρία για μένα, γιατί εξαρχής είστε μαζί μου».
(1)  «Μαζί με το Πνεύμα που δίνει μαρτυρία, θα δώσετε επιπλέον μαρτυρία και εσείς οι ίδιοι» (Κ).
Ο ενεστώτας μαρτυρεῖτε μπαίνοντας αντί για μέλλοντα υποδηλώνει ταυτόχρονα, ότι κατείχαν ήδη τη γνώση εκείνη για αυτόν, η οποία θα τους προσέδιδε την ιδιότητα του αυτόπτη μάρτυρα (χ).
«Διότι είναι αναγκαίο η μαρτυρία να καταστεί αξιόπιστη, από το γεγονός ότι ήσασταν πάντοτε μαζί μου, οπότε εσείς μεν θα μιλάτε, ενώ το Πνεύμα θα παρέχει επιπλέον μαρτυρία για τα λεγόμενα με τα θαύματα που θα επιτελούνται» (Θμ). «Διότι, επειδή ακριβώς υπήρξατε μαζί μου από την αρχή, μπορείτε να κηρύττετε ό,τι γνωρίζετε· το οποίο δεν μπορείτε προς το παρόν να πράξετε, διότι το πλήρωμα του Πνεύματος δεν είναι ακόμη παρόν σε εσάς… Η αγάπη του Θεού θα ξεχυθεί στις καρδιές σας μέσω του Αγίου Πνεύματος, το οποίο θα σας δοθεί, και θα σας δώσει την αναγκαία πεποίθηση για αυτήν τη μαρτυρία… Εκείνος θα μαρτυρεί στις καρδιές σας, εσείς με τις φωνές σας. Εκείνος με έμπνευση, εσείς με λόγο» (Αυ).
Σημείωσε την τιμή, την οποία απολαμβάνουν οι απόστολοι και οι διάδοχοί τους στο έργο της διακονίας. Το Πνεύμα θα μαρτυρήσει για εμένα, λέει ο Κύριος, αλλά εσείς θα μαρτυρήσετε κάτω από την καθοδήγηση του Πνεύματος και σε σύμπραξη με το Πνεύμα. Υπόσχεται δηλαδή ο Κύριος στους αποστόλους και διακόνους του ότι θα ήταν συνεργάτες του Θεού.
(2)  «Είστε μαζί μου από την αρχή του κηρύγματος και των θαυμάτων» (Ζ).
Οι απόστολοι κατείχαν τον προσωπικό τους θησαυρό, δηλαδή την ιστορική γνώση της δημόσιας δράσης του Ιησού από την αρχή μέχρι το τέλος της. Το Πνεύμα αποκάλυψε σε αυτούς την έννοια των γεγονότων αυτών της ιστορίας. Χωρίς το Πνεύμα η ιστορική μαρτυρία των αποστόλων θα απέβαινε μία ψυχρή αφήγηση ανίκανη να δημιουργήσει ζωή. Η ζωοποιός πνοή δίνεται στη μαρτυρία αυτή από το Πνεύμα. Έτσι η μαρτυρία των αποστόλων και η μαρτυρία του Πνεύματος ενώνονται σε μία και την ίδια πράξη, όπου διατηρεί η καθεμία από τις δύο ένα στοιχείο αναγκαίο, δηλαδή την ιστορική αφήγηση η μία, την εσωτερική αποσαφήνιση η άλλη (g).
Οι απόστολοι παρακολουθώντας εξ’ αρχής το Χριστό, γνώρισαν καλά αυτόν και για αυτό ήταν κατάλληλοι να μαρτυρήσουν για αυτόν. Και σήμερα εκείνοι είναι οι καταλληλότεροι να μαρτυρήσουν για το Χριστό, οι οποίοι υπήρξαν μαζί του με την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη και έζησαν με αυτόν ζωή σχέσης με το Θεό. Οι διάκονοι του ευαγγελίου πρέπει πρώτα να γνωρίσουν το Χριστό και έπειτα να κηρύττουν αυτόν. Εκείνοι μιλούν άριστα για το Θεό και τα θεία, οι οποίοι μιλούν εκ πείρας. Έχουν επιπλέον αυτού να μαρτυρεί μαζί τους και το Πνεύμα της αλήθειας, διότι, εάν το Πνεύμα δεν εργάζεται μέσω αυτών θαύματα και σημάδια που επιβεβαιώνουν τη μαρτυρία τους, όπως άλλοτε στους αποστόλους, επιδρά όμως αυτό στις καρδιές των ανθρώπων ανοίγοντας τις καρδιές τους, για να δεχτούν τη μαρτυρία τους για το Χριστό, όπως άνοιξε άλλοτε την καρδιά της Λυδίας της πορφυροπώλιδος «στο να προσέχει αυτά που λέγονταν από τον Παύλο». Το Άγιο Πνεύμα ονομάζεται από τον Κύριο Πνεύμα της αληθείας, όχι μόνο διότι αγαπά και λέει την αλήθεια, αλλά και διότι διαδίδει αυτήν και φωτίζει αόρατα και μυστηριωδώς τις επιδεκτικές καρδιές για αποδοχή της.

1 Μὴ ταρασσέσθω(1) ὑμῶν ἡ καρδία· πιστεύετε(2) εἰς τὸν Θεόν(3), καὶ εἰς ἐμὲ(4) πιστεύετε.
1«Μην ταράζεται η καρδιά σας· να ’χετε πίστη στο Θεό, να ’χετε πίστη και σ’ εμένα.
(1)  «Το λέει αυτό, επειδή ήταν λογικό ακούγοντας αυτοί αυτά, να ταράζονται· διότι εάν ο κορυφαίος και τόσο θερμός άκουσε ότι πριν τη φωνή του πετεινού θα απαρνηθεί τρεις φορές, φυσικό ήταν να περιμένουν αυτοί, ότι θα τους βρει κάποιο μεγάλο συμβάν, ικανό να μεταβάλλει και τις αδαμάντινες ψυχές» (Χ).
Η διαίρεση των κεφαλαίων εδώ είναι πολύ ανεπιτυχής. Διότι τα ακόλουθα στο κεφάλαιο αυτό λόγια βρίσκονται σε στενή σχέση με τα προηγούμενα και μάλιστα με το λόγο του Ιησού «ύστερα όμως θα με ακολουθήσεις». Ο Ιησούς εκτείνοντας την υπόσχεση αυτή σε όλους τους μαθητές, εξηγεί σε αυτούς με ποιο τρόπο θα τον συναντήσουν ξανά. Πηγαίνει ήδη να ετοιμάσει τόπο για αυτούς (σ. 2), και μετά θα επιστρέψει για να τους πάρει μαζί του (σ. 3)(g).
Ο Κύριος τώρα ενθαρρύνει τους μαθητές. Ναι μεν δεν πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και να υπερτιμούμε τις δυνάμεις μας, δεν πρέπει όμως από κακώς νοούμενη ταπεινοφροσύνη να κυριευόμαστε από ανησυχία, ικανή να διώχνει από εμάς την ελπίδα και την ειρήνη. Δεν λέει ο Κύριος εδώ· μη λυπάστε· να μην είναι οι καρδιές σας ευαίσθητες, αλλά να μην ταράζονται, όπως η θάλασσα όταν υπάρχει σε αυτήν τρικυμία. Η καρδιά. Παρόλο που το έθνος και η πόλη θα κυριευτεί από μεγάλη ταραχή, παρόλο που ο κύκλος σας ο αποστολικός θα διασκορπιστεί μετά από λίγο και προς στιγμήν, προσέξτε να μην ταραχτεί η καρδιά σας. Διατηρήστε την κατοχή της ψυχής, όταν δεν μπορείτε να κατακτήσετε κάτι άλλο. Η καρδιά σας είναι το κύριο φρούριό σας. Οτιδήποτε και αν κάνετε, διώχνετε με επιμέλεια κάθε ταραχή από αυτό.
(2)  «Έπειτα, σαν ακριβώς να είπαν οι μαθητές· Και πώς δεν θα ταραχτούμε αφού πρόκειται να πέσουμε σε τέτοιες δυσκολίες; Λέει· Πιστεύετε στο Θεό…» (Θφ). «Η γρηγοράδα στην πίστη… κάνει στρατιώτη αυτόν που τώρα είναι δειλός» (Κ). Είναι προστακτική πτώση τόσο αυτό, όσο και το πιστεύετε που ακολουθεί.
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, είναι και οι δύο οριστικές πτώσεις.
Ή, ακόμη πιο απίθανο, το πρώτο είναι οριστική και το δεύτερο προστακτική ή το πρώτο προστακτική και το δεύτερο οριστική.
(3)  Αληθινή πηγή παρηγοριάς για ένα πνεύμα ταραγμένο είναι η πίστη στο Θεό. Δες Ψαλμ. κστ 13,ρμ 8 κλπ.(β). Να πιστεύετε στην ύπαρξη του Θεού και στο ότι τα πάντα βρίσκονται κάτω από την πρόνοιά του και τον έλεγχό του (ο)· στο Θεό, ο οποίος διευθύνει το έργο αυτό, στο οποίο και εσείς κληθήκατε, και ο οποίος δεν αφήνει να χαθεί λόγω αδυναμίας ο διδάσκαλός σας (g).
«Δηλαδή όλα τα δεινά θα περάσουν, διότι η πίστη σε εμένα και τον Πατέρα μου είναι πιο δυνατή από τα κακά που έρχονται και δεν θα αφήσει κανένα από τα δυσάρεστα να επικρατήσει» (Χ).
(4)  Ο οποίος ήλθα από το Θεό (b), και ο οποίος εκτελώ το έργο εξ’ ονόματος του Πατέρα και μακριά από το να χωριστώ με το θάνατο, θα εξακολουθήσω αυτό και θα το συμπληρώσω στον ουρανό (g). Οι χαρές, τις οποίες μας προκαλεί η πίστη, είναι τα καλύτερα φάρμακα κατά των θλίψεων και των πόνων της σάρκας και των αισθήσεων. Σημείωσε, ότι εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν σωστά στο Θεό, θα πιστεύουν και στον Ιησού Χριστό, ο οποίος γνώρισε σε αυτούς τον αληθινό Θεό. Το να πιστεύει όμως κάποιος στο Θεό μέσω του Ιησού Χριστού είναι έξοχο μέσο για να διατηρεί και την καρδιά του ελεύθερη από κάθε ταραχή.

2 Ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου(1) μοναὶ(2) πολλαί(3) εἰσιν(4)· εἰ δὲ μή(5), εἶπον ἂν ὑμῖν· πορεύομαι(6) ἑτοιμάσαι τόπον(7) ὑμῖν·
2Στο σπίτι του Πατέρα μου υπάρχουν πολλοί τόποι διαμονής· αν δεν υπήρχαν, θα σας το ’λεγα. Εγώ πηγαίνω να σας ετοιμάσω τόπο.
(1)  Σπάνια ονομασία της ουράνιας κατοικίας· σπίτι διαμονής, στο οποίο γίνονται δεκτά τα παιδιά και όπου ο Πατέρας διαμένει (b).
«Διδάσκει ότι ο ουρανός έχει πολύ χώρο και ότι η κτίση που δημιουργήθηκε από αυτόν δεν χρειάζεται καμμία προσθήκη εντελώς, ώστε να μπορέσει να δεχτεί αυτούς που τον αγαπούν» (Κ).
Ο ουρανός είναι σπίτι, δεν είναι παράπηγμα ή σκηνή· είναι σπίτι αχειροποίητο, αιώνιο και ακατάλυτο. Και είναι σπίτι του Πατέρα του Ιησού Χριστού. Αλλά ο Πατέρας του Ιησού Χριστού είναι και Πατέρας δικός μας. Και προς αυτόν τώρα ο Κύριος ανεβαίνει έτσι ώστε όλοι οι αληθινά πιστοί θα γίνουν από αυτόν, ως μεγαλύτερο αδελφό τους, δεκτοί με χαρά σαν σε δικό τους σπίτι και δική τους κληρονομία.
(2)  Η λέξη συναντιέται μόνο εδώ και στο σ. 23, ενώ στην Π.Δ. στο Α Μακ. ζ 38. Από τον Παυσανία (Χ 41) χρησιμοποιείται με την έννοια σταθμού κατά την οδοιπορία. Στα αναφερθέντα χωρία της Γραφής βρίσκεται με την έννοια τόπων μόνιμης διαμονής, όχι πρόσκαιρων σταθμεύσεων σε ταξίδι. Η έννοια, την οποία εκφράζει η όλη φράση είναι αυτή του φιλόξενου ανακτόρου με πολλά δωμάτια (β). Η εικόνα έχει ληφθεί από τα ευρύχωρα αυτά ανάκτορα της ανατολής, όπου υπάρχουν διαμερίσματα όχι μόνο για τον διάδοχο του θρόνου, αλλά και για όλους τους γιους του βασιλιά, οσοιδήποτε και αν είναι στον αριθμό (g). «Μονή ονόμασε την παντοτινή απόλαυση των αγαθών, από το γεγονός ότι στα σπίτια έχουμε κάθε άνεση και απόλαυση» (Θμ).
(3)  «Ικανές να δεχτούν και εσάς που θα είστε μαζί μας για πάντα» (Ζ). Πολλές ώστε να περιλαμβάνουν τους αγγέλους και τους πριν από εσάς στην πίστη και εσάς και πολύ περισσότερους ακόμα (b). Κυρίως αναφέρεται στον αριθμό.
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, «οι πολλές μονές αναφέρονται στους διαφορετικούς βαθμούς τιμής στην αιώνια εκείνη ζωή» (Αυ).
Ο Κύριλλος συνδυάζει και τα δύο («Διδάσκει ότι ο ουρανός έχει πολύ χώρο… Είναι λοιπόν λογικό ότι, με το να λέει ότι είναι πολλές οι διαμονές, θέλει να υποδηλώσει, ότι είναι και διαφορετική η τιμή, αφού ο καθένας που θέλει να ζει με αρετή, θα λάβει τον δικό του, κατά κάποιο τρόπο, τόπο και τη δόξα που αρμόζει στα κατορθώματά του»).
Στους ουρανούς υπάρχουν ανέσεις για τον καθένα ιδιαιτέρως από τους αγίους και για όλους μαζί. Παρόλο που όλοι θα έχουν απορροφηθεί στο Θεό, παρ’ όλα αυτά η ατομικότητα του καθενός δεν θα χαθεί. Ο καθένας από τους υιούς του νέου Ισραήλ θα έχει τη δική του κληρονομιά στη βασιλεία των ουρανών. Οι ουράνιες από την άλλη μονές είναι μόνιμες. Δεν διαρκούν ορισμένα μόνο χρόνια, αλλά παντοτινά. Στη γη βρισκόμαστε σαν σε πανδοχείο. Εκεί στον ουρανό θα έχουμε την μόνιμη και αιώνια εγκατάστασή μας.
(4)  Η πρώτη αυτή φράση αναφέρετε στο «να πιστεύετε στο Θεό» του προηγ. σ. και αποτελεί τον λόγο, για τον οποίο πρέπει να πιστεύουν σε αυτόν. Τα ακόλουθα «πορεύομαι να σας ετοιμάσω τόπο» «και θα σας πάρω μαζί μου» αναφέρονται στο «και σε μένα να πιστεύετε»
(5)  «Εάν δεν ήταν πολλές οι μονές κοντά στο Θεό και Πατέρα» (Κ), «και δεν ήταν άφθονοι οι τόποι κατοικίας» (Ζ).
(6)  Υπάρχει και η γραφή που μαρτυρείται αυθεντικά εἶπον ἂν ὑμῖν ότι πορεύομαι… Το «ότι» και η στίξη ερμηνεύτηκαν με διάφορες εκδοχές.
Ή 1) το (ότι) είναι ειδικό=θα σας έλεγα, ότι πηγαίνω να σας ετοιμάσω τόπο. Ο Ζιγαβ. και ολόκληρο τον επόμενο στίχο τον εξαρτά από το ότι («Και θα σας έλεγα και αυτό ότι Εάν πορευτώ να σας ετοιμάσω τόπο διαμονής, πάλι θα έλθω… και τα εξής).
Ή 2) μετά το εἶπον ἂν ὑμῖν, βάζουμε τελεία. Στην περίπτωση αυτή εάν παραληφθεί τελείως το (ότι) έχουμε απόδοση της έννοιας πάρα πολύ ομαλή= Εάν δεν υπήρχαν πολλές μονές, θα σας το έλεγα. Αλλά υπάρχουν. Και εγώ πηγαίνω να σας ετοιμάσω τόπο.
Ή, 3) μαζί με το (ότι) που είναι αιτιολογικό, οπότε το εἰ δὲ μή εἶπον ἂν ὑμῖν είναι παρενθετική πρόταση= Στην οικία του Πατέρα μου είναι πολλές μονές, διότι πηγαίνω να σας ετοιμάσω τόπο.
Ή, τέλος 4) το «ότι» είναι ειδικό και η πρόταση ερωτηματική= Εάν δεν ήταν πολλές, θα σας έλεγα, ότι πορεύομαι να σας ετοιμάσω τόπο; Πιο πιθανή η δεύτερη ερμηνεία.
(7)  Ο τόπος από μόνος του είναι ήδη έτοιμος, αλλά για σας δεν είναι ακόμη ετοιμασμένος. Η μία ετοιμασία είναι απόλυτη, η άλλη σχετική (b). Είναι μεν η οικία του Πατέρα ευρύχωρη, αλλά για να ανοιχτεί η είσοδός της στους μαθητές, απαιτείται η παρέμβαση του Χριστού, ο οποίος σύμφωνα με το Εβρ. στ 20 είναι πρόδρομός τους. Για αυτό και είναι αναγκαία και η πίστη σε αυτόν (g). Ο ουρανός θα ήταν ανέτοιμος τόπος για τον καθένα από εμάς, εάν δεν ήταν ο Χριστός εκεί. Προπορεύτηκε εκεί για να ετοιμάσει τραπέζι για εμάς, για να ετοιμάσει θρόνους για εμάς. Δες Λουκ. κβ 30.

3 καὶ ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον(1), πάλιν ἔρχομαι(2) καὶπαραλήψομαι ὑμᾶς(3) πρὸς ἐμαυτόν(4), ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγώ, καὶ ὑμεῖς ἦτε(5).
3Κι όταν πάω και σας ετοιμάσω τόπο, πάλι θα ’ρθώ και θα σας πάρω κοντά μου, ώστε όπου είμαι εγώ να είστε κι εσείς.
(1)  «Γνωρίζοντας ότι είναι πολλές (οι διαμονές) που είναι ήδη προετοιμασμένες και περιμένουν την άφιξη αυτών που αγαπούν το Θεό, δεν θα φύγω, λέει, για αυτόν το λόγο, αλλά για να προετοιμάσω για σας την άνοδο προς τα πάνω και τον τόπο και για να εξομαλύνω αυτό που άλλοτε ήταν δύσβατο. Διότι ήταν εντελώς άβατος ο ουρανός στους ανθρώπους… Θα ανέβω λοιπόν… για να σας προετοιμάσω τόπο, ώστε να μπορείτε λοιπόν να είστε ανάμικτα· οι άγιοι άγγελοι μαζί με αυτούς που είναι στη γη» (Κ).
Υπάρχει και η γραφή: πορευθῶ ἑτοιμάσαι αντί για πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω .
(2)  Πότε; Ή «πάλι θα επιστρέψω κατά τον καιρό που όλα θα γεννηθούν πάλι» (Κ) «κατά την δευτέρα παρουσία» (Ζ).
Ή, η επιστροφή για την οποία γίνεται λόγος, αναφέρεται πρωτίστως μεν στη δευτέρα παρουσία και με δευτερεύουσα έννοια έρχεται ο Κύριος για τον κάθε πιστό κατά την ώρα του θανάτου του (ο).
Ή, αναφέρεται στην επιστροφή του Ιησού μέσω του Αγίου Πνεύματος και στην μέσω αυτού στενή και αδιάσπαστη ένωση μεταξύ του καθενός μαθητή και του δοξασμένου Ιησού. Δες σ. 18,20,21,23 (g). Όλες οι εκδοχές είναι σοβαρές. Αξιολογότατη και η επόμενη επειδή τις συνδυάζει όλες: Το «πάλιν έρχομαι» μπορεί να αναφέρεται στο θάνατο κάθε πιστού (Β΄Κορ. ε 8,Φιλ. α 23), αλλά τα λόγια αυτά υπενθυμίζουν και την εσχατολογία του κα κεφαλαίου του Ιωάννη σ. 22,23, όπως και των χωρίων Α΄Ιω. β 28,Ματθ. ιστ 28,Α Θεσ. δ 16,17. Η σκέψη της τελικής έλευσης του Κυρίου και η κατά την συντέλεια των αιώνων συνένωση των μαθητών μαζί του δεν εξαντλεί την έννοια της έλευσής του. Πριν την έλευση του Κυρίου κατά τη συντέλεια, προηγούνται οι εμφανίσεις του Κυρίου που αναστήθηκε από τον τάφο, η κοινωνία των μαθητών με τον Πατέρα και τον Υιό (Ιω. ιδ 23,Α Ιω. α 3), η έλευση του Παρακλήτου (σ. 18) και η κοινωνία με τον Ιησού στη θεία ευχαριστία (χ).
(3)  Αναφέρεται σε άλλο γεγονός, το οποίο θα είναι το αποτέλεσμα της πνευματικής αυτής προπαρασκευής, δηλαδή στην είσοδο του πιστού στο σπίτι του Πατέρα είτε κατά τη στιγμή του θανάτου του είτε κατά τη στιγμή της Παρουσίας (g).
Ή «θα σας πάρω μαζί μου, αφού αναστηθείτε από τους νεκρούς, για να βασιλεύσετε μαζί με εμένα αιώνια. Διότι παρόλο που πεθαίνοντας ανέβηκαν προς αυτόν, αλλά όχι με τα σώματά τους· και παρόλο που είναι μαζί με αυτόν, αλλά δεν βασιλεύουν μαζί του» (Ζ).
(4)  Η όλη φράση «θα σας πάρω μαζί μου» σημαίνει παίρνω κάποιον ως σύζυγο, ως θετό υιό, ως συμμέτοχο, ως βοηθό, ως σύμμαχο (ο). Το «παραλήψομαι» με την έννοια του παίρνω με υποδοχή (β), ενώ το «προς εμαυτόν» εκφράζει άπειρη τρυφερότητα=κατά κάποιο τρόπο σφίγγει αυτούς στην καρδιά του όταν τους παίρνει (g).
(5)  «Συμβασιλεύοντας» (Ζ). Θα μας οδηγήσει στον τόπο της ένδοξης παρουσίας του (ο) «και έτσι θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο» (Α΄Θεσ. δ 17). Έτσι ολοκληρώνεται η πρώτη συνομιλία, που προκλήθηκε με την ερώτηση του Πέτρου: «Γιατί δεν μπορώ να σε ακολουθήσω τώρα;» Απάντηση· Και το ίδιο το μαρτύριό σου δεν θα αρκούσε για αυτό. Η επάνοδός μου μέσω του Πνεύματος μέσα στην καρδιά σου, να ο όρος της εισόδου σου στην ουράνια δόξα μου (g).
Όπου είμαι εγώ και εσείς είστε. Δηλαδή θα είστε όχι μόνο στον ίδιο τόπο με εμένα, αλλά και στην ίδια με μένα κατάσταση. Δεν θα είστε μόνο θεατές της δόξας μου, όπως οι 3 μαθητές στην Μεταμόρφωση, αλλά και συμμέτοχοι και κοινωνοί της. Είναι μυστήριο στο οποίο τώρα δεν μπορούμε να εμβαθύνουμε επαρκώς, αλλά αποτελεί γεγονός βέβαιο, ότι ο Χριστός δεν είναι πλήρης χωρίς τα μέλη του, οι οποίοι αποτελούν την εκκλησία του, «η οποία είναι το σώμα του». Αυτός είναι η κεφαλή και οι άγιοι είναι τα μέλη του. Αυτός είναι ο πρωτότοκος και οι άγιοι εξομοιούμενοι με αυτόν θα αποτελούν σε ένωση με αυτόν «πανήγυρη των πρωτοτόκων». Ο Χριστός στην άνω Ιερουσαλήμ θα θαυμάζεται στο καθένα από τα μέλη του και καθένα από τα μέλη του θα θαυμάζεται μέσω του Χριστού. Όπου θα είναι αυτός, εκεί θα είναι και εκείνοι, μετέχοντας στην ίδια ζωή και χαρά.

4 Καὶ ὅπου ἐγώ ὑπάγω(1) οἴδατε(2), καὶ(3) τὴν ὁδὸν(4) οἴδατε(5).
4Ξέρετε, βέβαια, και πού πηγαίνω και την οδό που οδηγεί εκεί».
(1)  Αυτό είναι η περίληψη των προηγούμενων (b). «Πήγαινε λοιπόν προς τον πατέρα, από τον οποίο και βγήκε» (Ζ).
(2)  Ο Πέτρος είχε ήδη ρωτήσει «πού πας;» φανερώνοντας με αυτό, ότι δεν γνώριζε αυτό. Αλλά ο Ιησούς επανειλημμένα είχε πει ότι πορεύεται προς αυτόν που τον έστειλε (ζ 33,δες ιστ 5,10,28) ή στην οικία του Πατέρα του (σ. 20).
(3)  Αρκετά μαρτυρημένη γραφή: Καὶ ὅπου ἐγώ ὑπάγω οἴδατε τὴν ὁδὸν. Η έννοια δεν είναι διαφορετική. Εφόσον γνωρίζει κάποιος τον δρόμο, υποτίθεται ότι γνωρίζει και τον τόπο, αφού άλλωστε αυτός δηλώθηκε με τα λόγια «στην οικία του πατέρα μου…» (g). Η συνηθισμένη γραφή υποστηρίζεται από αρκετούς μεγαλογράμματους κώδικες, το μεγαλύτερο μέρος από τους μικρογράμματους, την Πεσιτώ, την Κοπτική μετάφραση και την Ιτάλα.
(4)  «Δηλαδή εμένα… διότι δεν θα σας ανοίξει άλλος τους ουρανούς… παρά μόνος εγώ» (Κ).
«Οδός είναι αυτός, μέσω του οποίου ερχόμαστε προς τον πατέρα, όπως στη συνέχεια θα πει» (Ζ).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, για αυτόν η οδός προς τον Πατέρα ήταν η οδός του θανάτου (β). Επειδή λοιπόν ο Κύριος πολλές φορές είχε προείπει με σαφέστατη γλώσσα, ότι θα παραδιδόταν στους εχθρούς του, για να σταυρωθεί, η οδός της αναχώρησής του από τη ζωή αυτή δεν ήταν άγνωστη στους μαθητές (ο).
(5)  Γνώριζαν ταυτόχρονα και αγνοούσαν την οδό οι απόστολοι. Γνώριζαν αυτήν, διότι ποιον άλλον γνώριζαν καλύτερα στον κόσμο από τον Ιησού; Αγνοούσαν όμως ταυτόχρονα τον Ιησού ως οδό. Για αυτό εάν ο Ιησούς τους λέει με αλήθεια «ξέρετε την οδό», ο Θωμάς μπορεί να του απαντήσει όχι λιγότερο αληθινά «δεν ξέρουμε» (g). Ο Χριστός προβάλλοντας την ευτυχία των ουρανών στους μαθητές ως το τέλος και τον σκοπό της ζωής τους, δείχνει εδώ τον εαυτό του ως την οδό προς το τέρμα αυτό και βεβαιώνει αυτούς, ότι γνώριζαν αυτοί και τα δύο. Δεν είναι αυτά πλέον μυστικά, που δεν ανήκουν σε σας, λέει ο Κύριος· είναι πλέον αποκεκαλυμμένα. Δεν είναι ανάγκη να ανεβείτε στον ουρανό ή να κατεβείτε στον άδη για να πληροφορηθείτε για αυτά. Διότι ο λόγος της πίστης είναι κοντά σε εσάς (Ρωμ. ι 6,8).

5 Λέγει αὐτῷ Θωμᾶς(1)· Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις(2)· καὶ πῶς δυνάμεθα τὴν ὁδὸν εἰδέναι(3);
5«Κύριε», του λέει ο Θωμάς, «δεν ξέρουμε πού πηγαίνεις· πώς λοιπόν μπορούμε να ξέρουμε την οδό που οδηγεί εκεί;»
(1)  «Επειδή ο Χριστός δεν θέλησε να πει ξεκάθαρα στους μαθητές του, ότι θα βαδίσει την άνω οδό και θα αποδημήσει προς τον Πατέρα, αλλά ακόμη φανερώνει το πράγμα αινιγματικά και με πολλούς υπαινιγμούς, έκανε την ερώτηση ο μαθητής. Ο Θωμάς λοιπόν ήταν αυτός» (Κ).
Ο ένας μετά τον άλλον ρωτά με ευλαβική και γλυκιά στοργή προς αυτόν. Δες στ 8,22, και πιο πριν ιγ 36 (b). Ο Θωμάς ωθείται στη ερώτησή του και από το ότι είπε ήδη ο διδάσκαλος ότι στον τόπο εκείνον επρόκειτο να παραλάβει και αυτούς. Ο Πέτρος εδώ τηρεί σιγή παρόλο που η ερώτηση του Θωμά είναι η ίδια που τέθηκε προηγουμένως από τον Πέτρο. Θεωρήθηκε λοιπόν η σιγή του αυτή από κάποιους ερμηνευτές ως ένδειξη για το ότι κατά τη στιγμή αυτή απουσίαζε. Αλλά η φοβερή προφητεία του Χριστού για την επικείμενη πτώση του ηχούσε ακόμη στα αυτιά του και αυτό εξηγεί πλήρως την σε όλο τον υπόλοιπο λόγο του Ιησού σιγή του.
(2)  «Διότι νόμιζε ότι είναι κάποιος αισθητός τόπος όπου πηγαίνει, και οδός ομοίως τέτοια» (Ζ).
«Και πρόσεχε με πόση συστολή (ρωτά)· διότι δεν είπε· πες μας τον τόπο, αλλά, δεν ξέρουμε που πηγαίνεις. Διότι αυτό επιθυμούσαν όλοι τους προ πολλού να μάθουν» (Χ).
(3)  Υπάρχει και η γραφή: Και πώς οίδαμεν την οδόν; Τόσο ο Θωμάς όσο και οι υπόλοιποι μαθητές, έχοντας την φαντασία προκατειλημμένη από τις παχυλές ελπίδες κάποιας επίγειας βασιλείας του Μεσσία, σκέφτονταν κατά βάθος όπως και οι Ιουδαίοι, πιστεύοντας ότι ο Χριστός μένει αιωνίως (ιβ 34). Η πλανημένη αυτή προκατάληψη τους κάλυπτε μέχρι κάποιο σημείο την αλήθεια και έκανε σε αυτούς ακατανόητα τα λόγια του Κυρίου (g).

6 Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ(1) εἰμι(2) ἡ ὁδὸς(3) καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή(4)· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα(5) εἰ μὴ δι' ἐμοῦ(6).
6Ο Ιησούς του απάντησε: «Εγώ είμαι η οδός, η αλήθεια και η ζωή· κανείς δεν πηγαίνει στον Πατέρα παρά μόνο αν περάσει από μένα.
(1)  «Δεν χρειάζεστε κόπους, λέει, για να γνωρίσετε την οδό· να ακολουθείτε τη δική μου γνώμη και μέσω εμού θα γνωρίσετε, από τη μία, την αλήθεια, θα πετύχετε, από την άλλη, την αιώνια ζωή, θα γίνετε επίσης μέτοχοι σε εκείνα τα αγαθά και θα πάρω για εσάς την θέση οδού αφού μέσα από εμένα θα χειραγωγείστε στην απόλαυση αυτών που προσδοκάτε» (Θμ).
(2)  «Όταν όμως λέει ο ίδιος ο Κύριος Εγώ είμαι η αλήθεια, και δεν λέει Έγινα, αλλά πάντα λέει το Είμαι… ποιος δεν πιστεύει αμέσως ότι με το Είμαι, φανερώνεται το αιώνιο και το πριν από κάθε αιώνα άναρχο του Υιού;» (Α).
(3)  «Είναι οδός, διότι μέσω αυτού έρχονταν και αυτός ήταν κύριος τού να τους ανεβάσει προς τον Πατέρα» (αμ). Με άρθρο=η κατεξοχήν οδός, η μοναδική οδός, μέσω της οποίας και μόνης μπορεί κάποιος να φτάσει στον ουρανό (F).
«Μέσω εμού οπωσδήποτε θα ανεβείτε και εσείς προς τον Πατέρα» (Θφ).
«Είναι πράγματι αγαθή οδός ο Κύριος, η οποία χωρίς πολλά μονοπάτια που δημιουργούν σύγχυση μας οδηγεί προς το όντως αγαθό, τον Πατέρα» (Β).
Αυτό λέχθηκε πνευματικά για εκείνη την ένωση του πιστού με το Χριστό η οποία διανοίγει οδό προσέγγισης προς τον Θεό (ο).
«Δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι κάποιος άγιος και να φτάσει στον ενάρετο τρόπο ζωής, αν δεν τον καθοδηγεί σε όλα ο Χριστός, ούτε θα μπορούσε αυτός να ενωθεί με το Θεό και Πατέρα, αν δεν μεσιτεύει οπωσδήποτε ο Χριστός» (Κ).
Ο Χριστός είναι η οδός μας, διότι με το αίμα του μπήκε στα άγια (Εβρ. θ 12) και μέσω αυτού μπαίνουμε και εμείς σε αυτά. Με τη διδασκαλία του και το παράδειγμά του μας διδάσκει τα καθήκοντά μας· με την αξιομισθία της θυσίας του και τη μεσιτεία του, εξασφαλίζει σε εμάς την ευτυχία και μακαριότητα. Έτσι γίνεται πράγματι η οδός μας. Μέσω του Χριστού ως οδού αποκαταστάθηκε και διατηρείται με ασφάλεια επικοινωνία μεταξύ ουρανού και γης· οι άγγελοι ανεβαίνουν και κατεβαίνουν, οι προσευχές μας ανέρχονται προς τον Θεό και οι ευλογίες του έρχονται μέσω του Χριστού προς εμάς. Εάν λοιπόν θα ρωτούσε κάποιος, από πού ξεκινούν αυτοί που μπαίνουν στην οδό αυτήν και που καταλήγουν, η απάντηση είναι προφανής. Ξεκινούν από την ψυχρή, την σκοτεινή, την ερημωμένη χώρα, όπου η αμαρτία έχει διαχύσει το σκοτάδι και τη σκιά του θανάτου και καταλήγουν στον ουρανό. Προχωρούν με πορεία, κατά την οποία ολοένα έρχονται σε στενότερη κοινωνία με το Θεό, περνούν μέσα από πολλά στάδια προσευχής και ταπείνωσης έως ότου, αφού διαμορφώνονται σύμφωνα με την εικόνα αυτού που τους απολύτρωσε, καταλήγουν στις πολλές μονές του Πατέρα τους στους ουρανούς.
(4)  Η κεντρική σκέψη που τονίζεται στο χωρίο αυτό είναι η: «Εγώ είμαι η οδός». Οι ακόλουθες λοιπόν λέξεις «και η αλήθεια και η ζωή» προστέθηκαν για συμπλήρωση της μεγάλης αυτής διακήρυξης (β). Η εικονική έκφραση «η οδός» εξηγείται χωρίς εικόνα με τις δύο λέξεις αλήθεια και ζωή. Η αλήθεια είναι ο Θεός αποκαλυπτόμενος στην ουσία του, δηλαδή στην αγάπη του και την αγιότητά του. Η ζωή είναι ο Θεός μεταδιδόμενος στην ψυχή και που φέρνει σε αυτήν αγία δύναμη και τέλεια μακαριότητα. Ο Ιησούς θέλει να πει: Είμαι η οδός, εφόσον είμαι η αλήθεια και η ζωή (g). Με άρθρο και αυτά, η αλήθεια, δηλαδή η στην ουσία της αλήθεια (F). Όχι απλώς ένα φως, που φωτίζει την οδό προς το Θεό. Αλλά η ίδια η ουσία και πηγή κάθε αλήθειας (ο).Εγώ είμαι εκείνος στον οποίο η αλήθεια περιλαμβάνεται και πήρε μορφή προσώπου (G). Και η ζωή, δηλαδή η στην ουσία της ζωή (F).
«Ζωή επειδή είναι από την πηγή της ζωής, τον Πατέρα… Και πρόσεξε με επιμέλεια ότι, όπως ακριβώς δεν ταυτίζονται η πηγή του ποταμού και το ποτάμι, έτσι και η πηγή της ζωής και η ζωή» (Ω).
Οποιοσδήποτε μπει στην οδό αυτή του Θεού, αμέσως παίρνει στην ψυχή του το στοιχείο της πνευματικής ζωής και δεν πεθαίνει ποτέ (ο).
«Είναι ζωή επειδή μας ανασταίνει και μας οδηγεί σε αφθαρσία και μας ελευθερώνει από την αρχαία κατάρα» (αμ).
Η οδός προς το Θεό είναι γνώση της αλήθειας και αναγέννηση, φωτισμός και κατάκτηση της ζωής. Αλήθεια και ζωή δεν είναι αφηρημένες ιδέες και έννοιες. Είναι συγκεκριμένες και παρούσες πραγματικότητες στον σαρκωθέντα Υιό του Θεού ο οποίος είναι συνάμα αλήθεια και ζωή. Δίνει τη ζωή αυτός, ο οποίος είναι η ζωή· αποκαλύπτει την αλήθεια, διότι αυτός είναι η αλήθεια (χ).
Ο Χριστός δεν είναι μόνο η απολύτρωσή μας από την αμαρτία αλλά και ο αγιασμός μας. Είναι η πηγή της πνευματικής μας ζωής, μιας ζωής η οποία δεν παύει ποτέ και δεν θίγεται από το θάνατο, εφόσον οι ψυχές μας δεν χωρίζονται από το Χριστό με την επιστροφή μας στην αμαρτία. Τα αστέρια του ουρανού θα σβήσουν κάποτε. Ο κόσμος αυτός ο υλικός θα περάσει. Κάθε άλλη ζωή στον υλικό κόσμο σύντομα ή αργά καταλήγει στο θάνατο. Αλλά η ζωή αυτή δεν θα παύσει ποτέ, αλλά θα γίνει ισχυρότερη, λαμπρότερη, μακαριότερη και διαμέσου της αιωνιότητας ατελείωτη, διότι έχει μέσα της την αιωνιότητα και τη δύναμη εκείνου, ο οποίος είπε Εγώ είμαι η ζωή.
(5)  Αυτό εξηγεί την έννοια που εκφράστηκε με την εικονική διακήρυξη Εγώ είμαι η οδός (ο).
«Δηλαδή κανείς δεν θα αναδειχτεί μέτοχος θείας φύσης, παρά μόνο μέσω του Χριστού. Διότι αν δεν μεσίτευε με το να γίνει άνθρωπος, δεν θα έφταναν σε τέτοιο σημείο μακαριότητας τα σχετικά με εμάς» (Κ).
Ο ενεστώτας «έρχεται» εκφράζει καθολική και απόλυτη αλήθεια (ο). Ο πεσμένος και αμαρτωλός άνθρωπος έρχεται στο Θεό ως Κριτή, δεν μπορεί όμως για κανένα λόγο να έλθει προς αυτόν ως Πατέρα, παρά μόνο μέσω του Χριστού ως μεσίτη. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στο Θεό με μετάνοια και πράξεις λατρείας χωρίς το Πνεύμα και τη χάρη του Χριστού. Η χάρη νύττει τα βάθη της συνείδησης και ανοίγει τα μάτια του ανθρώπου για να δει την κατάστασή του και να αναζητήσει το μέσο της σωτηρίας. Ούτε είναι δυνατόν με ελευθεροστομία και θάρρος να πλησιάσουμε προς το Θεό, χωρίς την αξιομισθία της θυσίας του Χριστού. Αυτός είναι ο μέγας μας αρχιερέας. Αυτός ο Παράκλητος στους ουρανούς και μεσίτης μας.
(6)  Ως τη μόνη οδό (ο). Όχι απλώς με την αποδοχή της διδασκαλίας μου ή την αποδοχή των αξιώσεών μου, αλλά με την μυστική και εσωτερική κοινωνία και ένωση μαζί μου (μ).
«Και επειδή εγώ είμαι κύριος τού να σας οδηγήσω στον Πατέρα, οπωσδήποτε θα φτάσετε εκεί. Διότι δεν είναι δυνατόν μέσω άλλης οδού, παρά μόνο μέσω εμού να έλθετε» (Θφ).

7 Εἰ ἐγνώκειτέ με, καὶ τὸν πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν(1). Καὶ ἀπ' ἄρτι(2) γινώσκετε(3) αὐτὸν καὶ ἑωράκατε(4) αὐτόν(5).
7Αν με είχατε γνωρίσει, θα είχατε γνωρίσει και τον Πατέρα μου. Αλλά κι από τώρα τον γνωρίζετε και τον έχετε δει».
(1)  Υπάρχει και η γραφή: αν ήδειτε αντί ἐγνώκειτε ἄν.
«Αν ξέρατε τη δική μου ουσία και την αξία, θα ξέρατε και αυτήν του Πατέρα» (Χ). «Επειδή είναι ίσος με εμένα και απαράλλακτος» (Ζ).
«Διότι αν αυτός που γνώρισε τον Υιό στην ουσία του, γνώρισε και τον Πατέρα, άρα είναι ομοούσιος ο Υιός με τον Πατέρα» (Β).
«Ως αληθινά Υιός, που γεννήθηκε απόρρητα και ακατανόητα από την ουσία του Θεού και Πατέρα, είναι τέλεια έκφρασή του και εικόνα και ακτινοβολία, έχοντας στη δική του φύση το ιδιαίτερο γνώρισμα της ουσίας αυτού που τον γέννησε και την ομορφιά των φυσικών πλεονεκτημάτων» (Κ).
Από τη δόξα, την οποία είδατε να λάμπει σε μένα και από τη διδασκαλία, την οποία ακούσατε από εμένα, θα γνωρίζατε και τον πατέρα μου.
«Φανέρωσε ότι, και αυτόν αγνοούν και τον πατέρα… Επειδή δηλαδή γνώριζαν μεν και τους δύο, αλλά όχι όπως ταίριαζε… άλλοτε μεν λέει ότι γνωρίζουν, διότι οπωσδήποτε γνωρίζουν, άλλοτε όμως λέει ότι δεν γνωρίζουν, διότι δεν γνωρίζουν όπως έπρεπε» (Ζ).
Εάν είχαν γνωρίσει πλήρως το Χριστό, θα γνώριζαν, ότι και η βασιλεία του δεν είναι από τον κόσμο αυτόν· ότι είχε έλθει από τον ουρανό και τώρα έπρεπε να επιστρέψει εκεί.
(2)  Η στιγμή που σημειώνεται με το «από τώρα», είναι η στιγμή του Πάθους. Δες «τώρα δοξάστηκε ο υιός του ανθρώπου». Η αποκάλυψη του Πατέρα δεν υπήρξε πλήρης έως ότου ο Υιός απομάκρυνε την ορατή του παρουσία (β).
«Διότι αργότερα, αφού ήλθε το Πνεύμα, ολοκλήρωσε σε αυτούς όλη τη γνώση» (Χ).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, ο Ιησούς υπαινίσσεται όλα όσα πριν λίγο έγιναν κατά το τελευταίο αυτό απόγευμα. Το πλύσιμο των ποδιών και η απομάκρυνση του Ιούδα μαζί με τα όσα μέχρι τη στιγμή εκείνη λέχθηκαν, ήταν αρκετά κατάλληλα να διαφωτίσουν για τον αληθινό χαρακτήρα του Θεού και την πνευματική φύση της βασιλείας του. Το σπέρμα της αληθινής γνώσης του Θεού είχε ήδη εναποτεθεί σε αυτούς (g).
(3)  Αρχίζετε να τον γνωρίζετε (β). «Αρχίσατε να τον γνωρίζετε μέσω εμού» (Θφ). Υπάρχει και η γραφή: γνώσεσθε. «Ο Χρυσόστομος ερμηνεύει: Εντός ολίγου θα γνωρίσετε αυτόν, όπως αρμόζει, όταν θα επιφοιτήσει σε εσάς το άγιο Πνεύμα» (Ζ).
(4)  «Δηλαδή με το νου σας, όσο είναι δυνατόν, είδατε» (Θφ).
Ή, έχετε αρχίσει να βλέπετε και βλέπετε αυτόν (b).
Ή, στο πρόσωπο του Υιού του «για να μάθεις ότι αυτός που έχει δει αυτόν, είδε αυτόν που τον γέννησε. Είδαν όμως αυτόν όχι με γυμνή την ουσία του, αλλά ντυμένο με σάρκα» (Χ).
Όπως εξηγεί και στο στ 9, οι μαθητές παρόλο που τώρα μόλις άρχιζαν να γνωρίζουν το Θεό, παρ’ όλα αυτά είχαν δει Αυτόν. «Διότι αυτούς μεν που βλέπουμε, είναι δυνατόν και να τους βλέπουμε και να τους αγνοούμε, αυτούς όμως που γνωρίζουμε, δεν είναι δυνατόν να τους γνωρίζουμε και να τους αγνοούμε» (Χ).
(5)  Ή, τη δύναμή του «μέσω της δικής μου δύναμης, μέσω των θεοπρεπών θαυμάτων, τα οποία έκανα» (Ζ)· «εννοεί την βεβαιότητα μέσω των θαυμάτων… Διότι δεν γνωρίσαμε μόνο ότι είναι ζωή από τη φύση του ο Πατέρας… που μέσω του Υιού ζωοποιεί τους νεκρούς… αλλά είδαμε, ότι μέσα από τον Υιό έχει ο Πατέρας όλη την κτίση κάτω από τα πόδια του, όταν μαλώνοντας τη θάλασσα και τους ανέμους με πολλή εξουσία είπε· σώπα, κλείσε το στόμα σου» (Κ).
Ή «όψη ονομάζει την γνώση μέσω του νου» (Χ)· όχι την όραση με αισθητά μάτια, διότι πολλοί από αυτούς που αντιτίθονταν και στον Ιησού, είδαν αυτόν με σάρκα, δεν είδαν όμως μέσω αυτού και τον Πατέρα (β). Η όλη φράση=Από την οικειότητα με το Χριστό και από την ενέργειά του, είδαν την μεγαλειότητα του Θεού και τις σωτήριες βουλές του και το θέλημά του (G).

8 Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα(1) καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν(2).
8«Κύριε», του λέει ο Φίλιππος, «δείξε μας τον Πατέρα, κι αυτό μας αρκεί».
(1)  Ζητά ο Φίλιππος να αξιωθεί «αυτό που εύχονται οι άνθρωποι πολύ, να δει το Θεό και Πατέρα» (Κ). Πιθανώς ποθούσε ο Φίλιππος κάποια θεοφάνεια όπως αυτή που εξιστορείται στο Εξοδ. λγ 18 (β), ίσως επίσης και νόμισε «ότι μπορεί να δει τη θεία φύση με τα μάτια του σώματος» (Κ).
«Δείξε μας αυτόν στα σωματικά μάτια. Ακούγοντας δηλαδή ο Φίλιππος ότι και οι προφήτες είδαν το Θεό, επιθύμησε και αυτός έτσι σωματικά να δει αυτόν, χωρίς να καταλαβαίνει, ότι εκείνα, τα των προφητών, ήταν συγκατάβαση» (Θφ). Μολονότι το αίτημα αυτό του Φιλίππου ήταν άκαιρο, όμως αυτός εκφράζει αλήθεια μεγάλη, παρόλο που δεν κατανοεί τώρα αυτήν επαρκώς. Διακηρύττει δηλαδή ότι η ικανοποίηση και ευτυχία της ψυχής συνίσταται στη θέα και απόλαυση του Θεού. Αυτήν πόθησαν πάντοτε οι ευσεβείς ψυχές. «Με τον ίδιο τρόπο που ποθεί το ελάφι τις πηγές των νερών, έτσι ποθεί η ψυχή εσένα, Θεέ μου. Δίψασε η ψυχή μου το Θεό τον ζωντανό. Πότε θα έλθω και θα δω το πρόσωπο του Θεού;» (Ψαλμ. μα 2-3). «Θα χορτάσω βλέποντας τη δόξα σου» (Ψαλμ. ιστ 15). Γνωρίζοντας το Θεό με την αλήθεια, την οποία μας διδάσκει ο Χριστός και αισθανόμενοι την μαζί του κοινωνία με τη νέα ζωή, την οποία με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος μας μετέδωσε ο Χριστός, βλέπουμε εσωτερικά το Θεό ήδη από τη ζωή αυτή. Η θέα όμως του Θεού μεταβάλλει για εμάς τη γη από κοιλάδα του κλαυθμώνος σε πάμφωτο ουρανό και μας γεμίζει με χαρά ανέκφραστη.
(2)  «Τίποτα παραπάνω δεν ζητάμε» (Χ).
«Μοιάζει σαν να έλεγε ίσως. Θα ομολογούσαμε τότε, ότι μπήκαμε μέσα σε όλη τη χαρά και τίποτα δεν θα μας έλειπε ώστε να είμαστε ευτυχισμένοι» (Κ).
Ο πόθος αυτός του Φιλίππου θα ήταν πλήρως δικαιολογημένος εάν η ουσία του Θεού συνίστατο μόνο στη δύναμη. Η αληθινή εμφάνιση του Θεού τότε, θα μπορούσε να περιοριστεί σε κάποια ολόλαμπρη φανέρωση. Αλλά ο Θεός είναι και αγιότητα και αγάπη. Η πραγματική λοιπόν φανέρωση των ηθικών αυτών ιδιοτήτων γίνεται σε ζωή ηθική τέτοια, ώστε σε αυτήν, στις πράξεις και τα λόγια της, να λάμπει η ηθική τελειότητα του θείου χαρακτήρα. Αλλά το μοναδικό αυτό θέαμα, την τέλεια αυτή θεοφάνεια, την ορατή ανταύγεια του Θεού είχαν μπροστά τους οι μαθητές πάνω από δύο χρόνια στη ζωή του Διδασκάλου τους (g). Για αυτό ο Ιησούς απαντά τα λόγια του σ. 9.

9 Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(1)· τοσοῦτον χρόνον μεθ' ὑμῶν εἰμι, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με(2), Φίλιππε(3); Ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ(4) ἑώρακε τὸν πατέρα(5)· καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα(6);
9Του λέει ο Ιησούς: «Τόσον καιρό είμαι μαζί σας, Φίλιππε, και δε μ’ έχεις γνωρίσει; Αυτός που έχει δει εμένα, έχει δει τον Πατέρα. Πώς μπορείς εσύ να λες “δείξε μας τον Πατέρα”;
(1)  «Παρουσίαζει αδικαιολόγητη την αμάθεια του μαθητή» (Κ). Νέο μάλωμα γεμάτο καλοσύνη (F).
(2)  «Παρόλο που πέρασε τόσο πολύς καιρός, κατά τον οποίο είμαι μαζί σας, που ήταν και αρκετός ώστε να βεβαιωθείς για αυτά που έπρεπε να μάθεις… συνελήφθης να αγνοείς ποιος είμαι εγώ από τη φύση μου και από πού είμαι» (Κ). «Τόση διδασκαλία απόλαυσες· είδες θαύματα με αυθεντία, και όλα, όσα είναι γνωρίσματα της θεότητας, και τα οποία εργάζεται ο Πατέρας… και δεν με γνώρισες;» (Χ).
«Δες ότι δεν είπε «Δεν με είδες» αλλά «δεν με γνώρισες» απομακρύνοντας τον Φίλιππο από το γήινο φρόνημα, του να επιθυμεί να δει σωματικά τον Πατέρα. Διότι γνώση, λέει, λέγεται στην περίπτωση του Θεού, όχι η σωματική όψη» (Θφ). Ο Φίλιππος την ίδια την πρώτη ημέρα, κατά την οποία προσήλθε στον Ιησού, διακήρυξε στον Ναθαναήλ, ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας. Και όμως τώρα μαλώνεται από τον Ιησού, διότι δεν είχε γνωρίσει αυτόν. Πολλοί, οι οποίοι έχουν επαρκώς ορθή γνώση των Γραφών, διατρέχουν τον κίνδυνο να μην ωφεληθούν από αυτήν, διότι δεν φροντίζουν με το να κάνουν κτήμα τους και να εφαρμόσουν ολοένα αυξανόμενα τις αλήθειες, τις οποίες γνώρισαν, να τελειοποιούνται καθημερινά στη σωτηριώδη γνώση. Σημείωσε ακόμη, ότι ο Κύριος ελέγχει τον Φίλιππο, διότι για τόσο χρόνο διετέλεσε μαθητής του χωρίς να οδηγηθεί επαρκώς στη γνώση του Κυρίου. Όσο περισσότερο απολαμβάνουμε τα μέσα της γνώσης και της χάρης, τόσο περισσότερο αδικαιολόγητοι θα είμαστε, αν βρεθούμε ελλιπείς ή υπολειπόμενοι στους καρπούς της γνώσης και της χάρης.
Η ερώτηση αυτή του Κυρίου προς τον Φίλιππο διατυπώνει παράπονο, το οποίο εκφράζεται από το Σωτήρα και προς εμάς. Προκαλεί πράγματι απορία το ότι μετά από 20 ολόκληρους αιώνες, αφότου ο Κύριος ενανθρώπησε, η ανθρωπότητα είναι τόσο λίγο ενημερωμένη για αυτόν. Και από αυτούς που φέρουν το όνομα του μαθητή του πολλοί λίγοι είναι αυτοί που έχουν «φωτισμένα τα μάτια της καρδιάς στο να καταλάβουν ποιος είναι ο πλούτος της κληρονομίας» του Χριστού και αυτοί που «κατορθώνουν να καταλάβουν την αγάπη του Χριστού που ξεπερνά κάθε ανθρώπινη γνώση και έτσι να γεμίσει η ζωή τους με την πλούσια χάρη του Θεού» (Εφεσ. α 18, δ 19).
Και ο Κύριος παραπονιέται, διότι μάταια ζητά να διδάξει και να βοηθήσει και να κάνει αισθητή την αγάπη στον πλανώμενο μακριά του κόσμο. Και το παράπονό του αυτό αντηχεί στις καρδιές εκείνων, οι οποίοι τον γνώρισαν, και διαλαλείται από τα χείλη όλων εκείνων, οι οποίοι γεύτηκαν και είδαν πόσο αγαθός είναι ο Κύριος.
(3)  Το προσωπικό όνομα υπαινίσσεται στοργικό βλέμμα που ρίχτηκε πάνω στο μαθητή (β).
(4)  «Γιατί όποιος είδε εμένα όχι όπως φαίνομαι μέσα στην αλλοίωση, αλλά εμένα που αληθινά είμαι μέσα στον Πατέρα, θα δει εκείνον τον ίδιο μέσα στον οποίο είμαι, με το να βλέπει την ίδια σφραγίδα της θεότητας και στους δύο» (Γν).
Αυτός που έχει δει «όχι την μορφή, ούτε το πρόσωπο, διότι η θεία φύση είναι έξω από κάθε σύνθεση, αλλά την αγαθότητα της θέλησης η οποία επειδή συμβαδίζει με την ουσία, είναι όμοια και ίση, ή μάλλον ακριβώς η ίδια στον Πατέρα και τον Υιό» (Β).
«Ολοφάνερα ξεχωρίζει τα πρόσωπα με το να λέει «αυτός που έχει δει εμένα». Διότι με αυτό φανερώνει το δικό του πρόσωπο. Ενώ το «έχει δει τον Πατέρα», το αναφέρει στο πατρικό πρόσωπο και το διακρίνει ξεκάθαρα από τον εαυτό του και με το να λέει «εάν με είχατε γνωρίσει θα είχατε γνωρίσει και τον Πατέρα μου». Αυτά λοιπόν δεν φανερώνουν σύγχυση των προσώπων, αλλά παρουσιάζουν το απαράλλακτο της θεότητας» (Β).
(5)  Όλοι όσοι είδαν το Χριστό με σάρκα, μπόρεσαν να δουν τον Πατέρα μέσα σε αυτόν, εφόσον ο σατανάς δεν τύφλωσε τις διάνοιές τους «ώστε να μην λάμψει σε αυτούς ο φωτισμός του ευαγγελίου της δόξας του Χριστού, ο οποίος είναι εικόνα του Θεού» (Β΄Κορ. δ 4). Στο φως της διδασκαλίας του Χριστού είδαν το Θεό ως Πατέρα των φώτων· στα θαύματα του Χριστού, είδαν το δάχτυλο του Θεού και το χέρι του· η αγιότητα του Θεού λάμπει στην άσπιλη καθαρότητα της ζωής του Χριστού, και η χάρη του Θεού σε όλες τις δωρεές, τις οποίες ο Χριστός ευεργετώντας τους πάντες σκόρπιζε γύρω του.
«Θέλοντας να παρουσιάσει το ομοούσιο, είπε· αυτός που γνώρισε τη δική μου ουσία, ξέρει και την ουσία του Πατέρα» (Χ).
«Διότι έχω φανερωθεί και είμαι αληθινά και απαράλλακτη έκφραση της ουσίας του και εικόνα όμοια, που αποτυπώνω στον εαυτό μου όλη τη φύση του Θεού και Πατέρα. Ποιόν άλλον ακόμη τρόπο του να δεις το Θεό, θα μπορούσες να ζητήσεις;» (Κ).
«Αυτός όμως που είδε την κτίση, δεν είδε και την ουσία του Θεού. Όποιος είδε εμένα, είδε τον Πατέρα μου, λέει. Αν όμως είχε άλλη ουσία, δεν θα το έλεγε αυτό» (Χ).
«Όπως ακριβώς δηλαδή αυτός που, αφού κατανόησε σε καθαρό καθρέπτη την παρουσίαση της μορφής που έγινε, έχει ξεκάθαρη τη γνώση του προσώπου που απεικονίστηκε, έτσι αυτός που γνώρισε τον Υιό, μέσω της γνώσης του Υιού, δέχτηκε στην καρδιά τη μορφή της πατρικής υπόστασης. Διότι όλα τα του Πατέρα βλέπονται στον Υιό, και όλα τα του Υιού είναι του Πατέρα, επειδή και όλος ο Υιός μένει μέσα στον Πατέρα, και πάλι έχει μέσα του όλο τον Πατέρα. Επομένως η υπόσταση του Υιού, γίνεται κατά κάποιο τρόπο μορφή και πρόσωπο της επίγνωσης του Πατέρα, και η υπόσταση του Πατέρα γνωρίζεται στη μορφή του Υιού, ενώ μένει σε αυτούς η ξεχωριστή ιδιότητα που βλέπεται, ώστε να διακρίνονται ξεκάθαρα οι υποστάσεις» (Β).
Ο Υιός είναι πάντοτε το ορατό πρόσωπο του Πατέρα. Περισσότερο θα μπορούσαμε να δούμε κάποιον άνθρωπο χωρισμένο από το πρόσωπό του, παρά να δούμε το Θεό χωρισμένο από τον Υιό του» (Zeller στον Owen).
«Αυτό που λέει σημαίνει το εξής· Εσύ μεν, Φίλιππε, ζητάς να δεις τον Πατέρα με σωματική όψη, και νομίζεις ότι εμένα ήδη με είδες· εγώ όμως σου λέω, ότι αν είδες εμένα, θα έβλεπες και εκείνον. Τώρα όμως επειδή εκείνον δεν τον είδες, ούτε εμένα είδες όπως πρέπει να με βλέπεις· αλλά σωματικά μεν με είδες, επειδή φοράω και σώμα, αλλά τη θεία ουσία δεν την είδες… Αλλά όμως πολλοί νομίζουν ότι βλέπουν εμένα, αλλά τον Πατέρα δεν τον βλέπουν· επομένως δεν βλέπουν όσον αφορά τη θεία φύση, αλλά όσον αφορά την ανθρώπινη» (Θφ).
Η διακήρυξη αυτή μόνο από το στόμα εκείνου, στον οποίο «κατοικεί όλο το πλήρωμα της θεότητας σωματικά» (Κολ. β 9) μπορούσε να βγει.
(6)  «Πώς θέλεις να γνωρίσεις, αυτόν που γνώρισες; Πώς ζητάς, αυτό που έχεις;» (Ζ). «Διότι τίποτα άλλο δεν είναι ο Υιός, παρά μόνο αυτό ακριβώς που είναι ο Πατέρας, μένοντας Υιός» (αμ).

10 Οὐ πιστεύεις(1) ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι(2); τὰρήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ' ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ(3)· ὁ δὲ πατὴρ ὁ ἐν ἐμοὶ μένων(4) αὐτὸς ποιεῖ τὰ ἔργα(5).
10Δεν πιστεύεις πως εγώ είμαι αχώριστος από τον Πατέρα, κι ο Πατέρας από μένα; Τα λόγια που σας λέω εγώ, δεν τα λέω από μόνος μου· κι ο Πατέρας, που είναι ένα μ’ εμένα, αυτός πραγματοποιεί τα έργα.
(1)  Εκφράζει έκπληξη και λεπτό έλεγχο, διότι ο Φίλιππος αγνοεί αλήθεια την οποία έπρεπε ήδη να γνωρίζει (ο). Αντικαθιστά εδώ το ρήμα «εώρακε» με το πιστεύεις (F). Από όπου φαίνεται, ότι και με το ρήμα βλέπω «δεν δείχνει σε εμάς ο Χριστός κάποια σωματική όψη· διότι δεν θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η φύση του Θεού υπόκειται σε σωματικές όψεις» (Κ).
(2)  (Να εννοήσεις) «όχι σύγχυση ουσιών αλλά ταυτότητα χαρακτήρων» (Β). «Αναζήτησε στο τέλος του δεκάτου κεφαλαίου το «για να γνωρίσετε και να πιστέψετε, ότι μέσα σε εμένα είναι ο πατέρας, και εγώ σε αυτόν (σ. 38)» και διάβασε την εξήγησή του» (Ζ). Ο ένας στον άλλον αχώριστα ενωμένοι με τη θεία ουσία, παρά την διάκριση των προσώπων (F).
«Εγώ μεν Φίλιππε, αποτυπώνοντας μέσα στον εαυτό μου την φύση αυτού που με γέννησε, είμαι εικόνα της ουσίας του, έχοντας τη μορφή όπως εκείνος… και είμαι αληθινά αυτό, το οποίο ακριβώς είναι και εκείνος… και έχω μέσα μου όλον αυτόν που με γέννησε λόγω της ταύτισης της ουσίας» (Κ).
«Κατά τρόπο φυσικό έχω μέσα στη δική μου φύση τα γνωρίσματα του Πατέρα επειδή είμαστε ομοούσιοι» (αμ).
(3)  Οι λόγοι δεν εκφράζουν ανθρώπινη σοφία, αλλά δόθηκαν σε μένα από τον Πατέρα, για να αποκαλυφθούν σε εσάς (ο).
«Έχω τόσο μεγάλη ομοιότητα κατά την ουσία με αυτόν, ώστε τα λόγια μου να είναι δικά του… Διότι, λέει, «δεν μιλώ από τον εαυτό μου», με την έννοια του: (μιλώ) όχι χωριστά, ούτε σε ασυμφωνία με το Θεό και Πατέρα» (Κ).
«Τι άλλο σημαίνουν τα λόγια «δεν μιλώ από τον εαυτό μου» παρά ότι, εγώ, που μιλάω, δεν είμαι από τον εαυτό μου;… Διότι ο Πατέρας δεν είναι Θεός που γεννήθηκε από κάποιον άλλον, ενώ ο Υιός είναι Θεός, ίσος βεβαίως με τον Πατέρα, αλλά που γεννήθηκε από το Θεό Πατέρα. Ο Πατέρας λοιπόν είναι Θεός, αλλά όχι από Θεό· είναι Φως αλλά όχι από Φως, ενώ ο Υιός είναι Θεός από Θεό, Φως από Φως» (Αυ).
(4)  «Αντί να πει: ο οποίος δεν είναι χωρισμένος από μένα ή αυτός που χαρακτηρίζεται από εμένα» (Ζ). Αυτός «που μένει μέσα μου επειδή έχουμε απαράλλακτη την ουσία» (Κ).
(5)  «Τα οποία εργάζομαι, εννοείται… Ο πατέρας λοιπόν μιλά μεν μέσω του υιού, σαν με δικό του λόγο· εργάζεται επίσης μέσω του υιού σαν με δική του δύναμη» (Ζ). Το πρώτο σημάδι της σχέσης ζωής και ενέργειας μεταξύ Ιησού και Θεού, για τις προετοιμασμένες καρδιές, είναι οι διδασκαλίες του· για τους λιγότερο ευδιάθετους είναι τα έργα του (g). Για αυτό και αναφέρει πρώτα τα λόγια και έπειτα τα έργα. Ο σιναϊτικός, ο βατικανός και ο του Βέζα αποσιωπούν το αὐτὸς, και προσθέτουν μετά το έργα το αὐτοῦ.

11 Πιστεύετέ μοι(1) ὅτι(2) ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί(3)· εἰ δὲ μή(4), διὰ τὰ ἔργα αὐτὰ(5) πιστεύετέ μοι.
11Πιστέψτε με ότι εγώ είμαι αχώριστος από τον Πατέρα, κι ο Πατέρας από μένα· αν πάλι δεν πιστεύετε στο λόγο μου, πιστέψτε εξαιτίας των ίδιων των έργων.
(1)  Δεν απευθύνεται πλέον στον Φίλιππο ατομικά, αλλά σε όλους τους μαθητές.
(2)  «Να με πιστεύετε που λέω ότι…» (Ζ).
(3)  «Διότι είναι ομοούσιος με αυτόν που τον γέννησε, και δεν υπάρχει απολύτως τίποτα που να μεσολαβεί μεταξύ τους, ή που να διακόπτει βεβαίως τον έναν από τους δύο από τον άλλον ώστε να έχουν διαφορετικότητα στη φύση. Διότι είναι ένας με αυτόν, ώστε στην ουσία αυτού που γέννησε, να διαφαίνεται η φύση του Υιού, και στην ουσία αυτού που γεννήθηκε, να βλέπεται και να φαίνεται με έξοχο τρόπο η φύση του Θεού και Πατέρα, όπως ακριβώς βεβαίως θα μπορούσε κάποιος να δει ότι συμβαίνει και στα δικά μας πράγματα. Διότι δεν είμαστε διαφορετικοί στη φύση από τα παιδιά μας, ούτε όμως χωριζόμαστε σε διαφορετικότητα ως προς τη φύση, παρόλο που ξεχωρίζουμε ως προς τη διαφορετικότητα των σωμάτων…
Αλλά στην περίπτωση μεν των ανθρώπων, ίσως είναι πολλή η διαφορά, αφού ο καθένας περιορίζεται κατά κάποιο τρόπο και απομακρύνεται κατά τη μορφή ώστε να είναι και να φαίνεται ξεχωριστός… Στην περίπτωση του Θεού… δεν θα το εννοήσεις έτσι· Διότι κατά ιδιαίτερο μεν τρόπο ο Πατέρας είναι πατέρας και όχι Υιός· και πάλι ομοίως είναι Υιός αυτός που προέρχεται από αυτόν και όχι πατέρας, και το Πνεύμα είναι πνεύμα κατά ιδιαίτερο τρόπο· αλλά επειδή η Αγία Τριάδα συνυπάρχει και συγκεντρώνεται σε μία φύση θεότητας, ένας Θεός είναι μέσα μας» (Κ).
(4)  «Αν δεν με πιστεύετε από τα λόγια μου» (Ζ).
(5)  «Έστω να με πιστεύετε για αυτά τα ίδια τα έργα μου, που είναι υπερφυσικά και πρέπουν σε Θεό» (Ζ). Τα θαύματα είναι απόδειξη για αυτόν που δεν πιστεύει στα λόγια, διότι η θεία αυτή μαρτυρία, που δεν περνά από το στόμα του ιδίου του Ιησού, έχει χαρακτήρα αντικειμενικότητας. Με τον λόγο αυτό ο Ιησούς καθορίζει στα θαύματα την αληθινή τους θέση στην Απολογητική (g).

12 Ἀμὴν ἀμὴν(1) λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων(2) εἰς ἐμέ(2), τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει(3), καὶ μείζονα τούτων ποιήσει(4), ὅτι ἐγὼ πρὸς τὸν πατέρα μου πορεύομαι(5),
12»Σας βεβαιώνω πως αυτός που πιστεύει σ’ εμένα, θα κάνει κι εκείνος τα ίδια έργα που κάνω εγώ και μάλιστα ακόμη μεγαλύτερα απ’ αυτά, γιατί εγώ πηγαίνω κοντά στον Πατέρα.
(1)  H σύνδεση του σ. αυτού με τον προηγούμενο: «Έπειτα δείχνοντας, ότι δεν μπορεί μόνο αυτά τα έργα, αλλά και άλλα πολύ μεγαλύτερα από αυτά, αναφέρει αυτά με υπερβολή. Διότι δεν λέει ότι «και μεγαλύτερα από αυτά μπορώ να κάνω», αλλά αυτό που ήταν πολύ θαυμαστότερο, και σε άλλους, λέει, μπορώ να δώσω αυτή τη δύναμη και να κάνουν μεγαλύτερα από αυτά τα έργα» (Χ).
Ή, ο Κύριος κατασιγάζει τους φόβους των μαθητών για το χωρισμό τους, διαβεβαιώνοντας αυτούς ότι θα ενδυναμώνονταν από τον ουρανό με δύναμη έκτακτη.
(2)  «Δεν θα έκαναν αυτά μόνο οι απόστολοι, διότι πρόσθεσε «αυτός που πιστεύει σε εμένα»» (Αυ). Ο όρος της πίστης είναι απαραιτήτως αναγκαίος. Για αυτό και επαναλαμβάνεται συνεχώς (F).
(3)  Με την πίστη σε μένα (b). «Αυτό όμως είναι απόδειξη της δύναμης αυτού που έχει δώσει, όχι αυτού που το κάνει· διότι αυτός που στο όνομα του Χριστού κάνει έργα μεγαλύτερα από αυτά του Χριστού, ανακηρύττει τη δύναμη του Χριστού» (Ζ). Τα θαύματα τα οποία οι απόστολοι θα ενεργούσαν, θα τα ενεργούσαν στο όνομα του Χριστού και με την πίστη σε αυτόν. Αυτό όμως δοξάζει περισσότερο από κάθε άλλο τη δύναμη του Χριστού, διότι όχι μόνο ο ίδιος εργάστηκε θαύματα υπερφυσικά, αλλά έδωσε δύναμη και σε άλλους να κάνουν τέτοια.
(4)  «Αλλά ποια είναι τα μεγαλύτερα αυτά έργα; Ήταν τέτοιο έργο ότι η σκιά των αποστόλων, όταν αυτοί περνούσαν, θεράπευε τους ασθενείς; Διότι ήταν μεγαλύτερο η σκιά παρά το κράσπεδο του ιματίου να εκπέμπει δύναμη θεραπείας… (Έπειτα) περισσότεροι πίστευαν στους αποστόλους παρά στον ίδιο τον Κύριο, όταν κήρυττε με τα δικά του χείλη… Δεν έφυγε από αυτόν ο πλούσιος νέος λυπημένος;… Και όμως έπειτα η προτροπή που έγινε στα αυτιά τους, ακολουθήθηκε όχι από έναν αλλά από πολλούς, όταν ο αγαθός Διδάσκαλος μιλούσε μέσω των μαθητών του… Εδώ λοιπόν βλέπετε, ότι ενεργούσε μεγαλύτερα έργα, όταν κήρυττε μέσω των πιστών παρά όταν ο ίδιος μιλούσε… Και ποια άλλα είναι τα έργα αυτά παρά το να παράγουν δίκαιο άνδρα από άδικο;… Μπορώ, χωρίς δισταγμό να ονομάσω αυτό μεγαλύτερο από τους ουρανούς και τη γη… Διότι ο ουρανός και η γη θα φύγουν, αλλά η σωτηρία και δικαίωση αυτών που έχει προγνωρίσει ο Θεός, θα μείνει για πάντα… Αλλά υπάρχουν στους ουρανούς θρόνοι, κυριότητες, αρχές, εξουσίες, δυνάμεις, αρχάγγελοι και άγγελοι… Αυτός που μπορεί να καταλάβει και να κρίνει, ας πει εάν είναι μεγαλύτερο το να δημιουργεί κάποιος δίκαια όντα, ή είναι μεγαλύτερο το να κάνει δίκαιους τους κακούς. Διότι τουλάχιστον, εάν και για τα δύο απαιτείται ίση δύναμη, για το δεύτερο χρειάζεται μεγαλύτερο έλεος» (Αυ).
Αναφέρεται όχι σε έργα εξωτερικά, περισσότερο έκτακτα από αυτά που συντελέστηκαν από τον Κύριο, αλλά σε έργα φύσης ανώτερης και από αυτές τις σωματικές θεραπείες. Ό,τι πέτυχαν ο Πέτρος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, ο Παύλος σε όλο τον κόσμο, ένας απλός ιεροκήρυκας ή πιστός που συνεργεί στο να κατεβεί το Πνεύμα σε μια καρδιά, δεν είχαν επιτευχθεί πριν ο Ιησούς Χριστός σταυρωθεί. Διότι, για να πραγματοποιηθούν τέτοια γεγονότα, απαιτούνταν να φύγει το μεσότοιχο του φραγμού μεταξύ Θεού και ανθρώπων· με άλλα λόγια, να δοξαστεί ο Ιησούς (g).
Για τα εξωτερικά υπερφυσικά έργα τα οποία εργάστηκαν οι απόστολοι, δες Πράξ. γ 7, ε 5,10,12,16, η 13, θ 40, ιγ 11, ιδ 10, ιθ 11, κ 10, κη 5. Δεν φαίνεται παρ’ όλα αυτά να αναφέρονται τα λόγια αυτά σε τέτοια θαύματα, όπως αυτά που προφητεύονται στο Μάρκ. ιστ 18 ή τα αναφερόμενα στα Πράξ. ε 15, ιθ 12. Η αντίθεση μάλλον είναι μεταξύ του ολιγάριθμου των μαθητών και του μεγάλου αριθμού αυτών που επέστρεψαν με το κήρυγμά τους· μεταξύ της αποστολής του Κυρίου σε μόνους τους Ιουδαίους και της αποστολής των μαθητών σε όλα τα έθνη. Η διάδοση του Χριστιανισμού ανά τον κόσμο, που συμβολίζεται με τα 153 μεγάλα ψάρια (Ιω. κα 1-14), η επιστροφή των Ελλήνων και η ένωσή τους με τους Ιουδαίους σε μία εκκλησία, αυτά είναι τα μεγαλύτερα έργα (χ).
(5)  Η υπεροχή αυτή στη γονιμότητα σε μεγαλύτερα πνευματικά έργα, την οποία ο Κύριος υποσχέθηκε στους μαθητές, βασίζεται στην εξύψωση του ιδίου του Χριστού μετά το θάνατό του.
«Διότι πορεύομαι προς τον Πατέρα, για να συνεδρεύσω με αυτόν δηλαδή και να συμβασιλεύσω, ως Θεός από Θεό, με δύναμη και εξουσία που δεν θα καλύπτεται» (Κ).
«Διότι δεν αφανίζομαι, αλλά πηγαίνω εκεί όπου είναι πιο ευτυχισμένη η ζωή. Και τόσο πολύ δεν θα φανώ αδύναμος έστω και αν πεθάνω, ώστε και άλλους θα ενισχύσω ώστε να κάνουν μεγαλύτερα έργα. Μη λοιπόν λυπάστε για το θάνατό μου» (Θφ).
Πορεύομαι προς τον Πατέρα μου και από εκεί θα μπορώ να σας παρέχω τέτοια δύναμη· θα σας αποστείλω από εκεί τον Παράκλητο, από τον οποίο θα ντυθείτε δύναμη (Πράξ. α 8).

13 καὶ ὅ,τι(1) ἂν αἰτήσητε(2) ἐν τῷ ὀνόματί μου(3), τοῦτο ποιήσω(4), ἵνα δοξασθῇ ὁ πατὴρ ἐν τῷ υἱῷ(5).
13Κι ό,τι ζητήσετε στο όνομά μου, θα το κάνω, ώστε η δόξα του Πατέρα να φανερωθεί μέσω του Υιού.
(1)  «Η αναχώρησή του λοιπόν προς τον Πατέρα, δεν έγινε για εγκατάλειψη αυτών που βρίσκονταν σε ανάγκη, αλλά για να ακούει και να ανταποκρίνεται στις αιτήσεις τους» (Αυ).
(2)  «Με προσευχή» (Θφ), προς τον Πατέρα. Όταν αγαπημένοι φίλοι χωρίζονται με μακρινές αποστάσεις, προνοούν ώστε να εξασφαλίσουν την μεταξύ τους επικοινωνία με αλληλογραφία. Έτσι και ο Χριστός· μεταβαίνοντας τώρα προς τον Πατέρα του, λέει στους μαθητές του πως μπορούν να γράψουν σε αυτόν σε κάθε περίσταση προκειμένου να γνωστοποιήσουν σε αυτόν με ασφάλεια τις ανάγκες τους και να ζητήσουν τη βοήθειά του. Το μέσο της επικοινωνίας μαζί του, είναι η προσευχή. Και παρέχει σε αυτούς κάθε ελευθερία σε σχέση με εκείνα, τα οποία θα του ζητούν. Ό,τι τυχόν ζητήσετε, λέει σε αυτούς. Οτιδήποτε, το οποίο να είναι ωφέλιμο και κατάλληλο για σας. Οτιδήποτε αρκεί να γνωρίζετε τι να ζητήσετε. Ό,τι ζητήσετε για βοήθεια στο έργο σας, για απόκτηση στόματος και σοφίας, για προάσπιση από τα χέρια των εχθρών σας, για ενέργεια θαυμάτων, όταν παρουσιάζεται ανάγκη να γίνουν τέτοια, για επιτυχία της διακονίας σας στην επιστροφή ψυχών, για καθοδήγηση, φωτισμό και προστασία σας.
(3)  Όχι απλώς προβάλλοντας το όνομά μου «με την επίκληση του ονόματός» μου (Θφ)· διότι είναι δυνατόν κάποιος και ζητώντας αθέμιτα πράγματα κάτω από το κράτος πλάνης, να ζητά στο όνομα του Χριστού αυτά. Αλλά χάρις στη δύναμη των αξιομισθιών του Χριστού και προσευχόμενος σύμφωνα με το πνεύμα του σε στενή ένωση με αυτόν (F).
«Χριστός σημαίνει βασιλιάς και Ιησούς σημαίνει Σωτήρας. Κανείς άλλος λοιπόν δεν θα μας σώσει, παρά μόνο ο Βασιλιάς-Σωτήρας. Και συνεπώς οτιδήποτε ζητούμε αντίθετο με τα συμφέροντα της σωτηρίας, δεν ζητούμε αυτό στο όνομα του Σωτήρα» (Αυ).
Ή, ό,τι ζητήσουμε από το Θεό Πατέρα με βάση την αποκάλυψη, την οποία ο Ιησούς έκανε για τον εαυτό του και το έργο του (g).
(4)  «Βλέπεις πώς πάλι αυτός κάνει αυτό; Διότι θα κάνω, λέει, εγώ. Και δεν είπε θα αξιώσω από τον Πατέρα. Βλέπεις αυθεντία;» (Χ).
«Θα κάνω, είπε, δείχνοντας την εξουσία του» (Ζ). Τέτοια είναι η ενότητα μεταξύ Πατρός και Υιού ώστε η προσευχή, που απευθύνεται προς τον Πατέρα, απευθύνεται και προς τον Υιό. Το «θα κάνω» δείχνει σαφέστατα, ότι ο Κύριος υποσχόμενος να ανταποκριθεί στην προσευχή, προβάλλει τον εαυτό του ως έναν προς τον οποίο πρέπει να απευθυνόμαστε με προσευχή (ο).
(5)  «Όταν δοξάζεται αυτός που γεννήθηκε, θα δοξαστεί οπωσδήποτε με αυτόν και αυτός που τον γέννησε. Διότι το ότι είναι ο Υιός Θεός από τη φύση του, και από πολλά μεν άλλα έχει γίνει ολοφάνερο, καθόλου όμως λιγότερο και από το ότι δέχεται από τη μία τις προσευχές των αγίων, και χορηγεί από την άλλη όσα θα ζητούσαν και θα ήθελαν. Πώς λοιπόν δεν θα δοξαζόταν ο Πατέρας μέσω αυτού; Όπως ακριβώς δηλαδή και εύλογα θα κατηγορούνταν, αν ο υιός που προήλθε από αυτόν δεν ήταν Θεός στη φύση του» (Κ).
Αυτός πρέπει να είναι πάντοτε ο σκοπός των αιτημάτων μας. Να δοξαστεί ο Πατέρας μέσω του Υιού. Σε αυτό πρέπει να συναντιούνται οι πόθοι μας και οι προσευχές μας σαν σε κέντρο τους. Ας αγιαστεί το όνομά σου, μπαίνει ως πρώτο αίτημα στην Κυριακή προσευχή, διότι εάν η καρδιά ειλικρινά εύχεται και ποθεί αυτό, τότε και τα υπόλοιπα αιτήματά της θα γίνονται ιερά σύμφωνα με το αίτημα αυτό.

14 Ἐάν τι(1) αἰτήσητε(2) ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐγὼ(3) ποιήσω.
14Αν ζητήσετε κάτι στο όνομά μου, εγώ θα το πραγματοποιήσω».
(1)  «Για ποιο λόγο το λέει για δεύτερη φορά; Βεβαιώνοντας το λόγο του» (Χ). Επαναλαμβάνει δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στη μεγάλη αυτή διακήρυξη. Στο σ. 13 η βεβαίωση δόθηκε κατά κάποιο τρόπο τυχαία· εδώ παίρνει το χαρακτήρα άμεσης υπόσχεσης (ο).
(2)  Υπάρχει γραφή που μαρτυρείται αρκετά· αἰτήσητέ με. Δεν φαίνεται να είναι σωστή, διότι παρουσιάζεται ακατανόητο το να ζητάμε κάποιον στο όνομά του (g).
(3)  Με πολλή έμφαση. «Εγώ, που είμαι το ίδιο παντοδύναμος με τον Πατέρα» (Ζ). «Απροκάλυπτα τώρα λέει ότι, επειδή είναι Θεός αληθινός, θα δεχτεί από τη μία και πολύ εύκολα τις προσευχές των δικών του, θα χορηγήσει από την άλλη και πάρα πολύ πρόθυμα όσα τυχόν θέλουν να πάρουν, χαρίσματα δηλαδή πνευματικά και άξια της ουράνιας γενναιοδωρίας… διότι έχει στην εξουσία του τα πάντα μαζί με τον Πατέρα» (Κ).
Οι κώδικες αλεξανδρινός, βατικανός και κάποιοι άλλοι αντί για το «εγώ», γράφουν: τοῦτο. Θα το κάνω. Διότι δεν έχω μόνο το ενδιαφέρον του μεσίτη, αλλά και τη δύναμη κυρίαρχου βασιλιά, που κάθεται στα δεξιά του Θεού.

15 Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με(1), τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς(2) τηρήσατε(3),
15«Αν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου.
(1)  Αμέσως μετά την πίστη (σ. 21) προτρέπει αυτούς σε αγάπη (b). Αναφέρεται ή στα προηγούμενα= «Επειδή δηλαδή είπε «ό,τι ζητήσετε, εγώ θα το κάνω», για να μη νομίσουν ότι απλώς το αίτημα έχει τη δύναμη, πρόσθεσε. Εάν με αγαπάτε, τότε, λέει, θα το κάνω» (Χ), ή αναφέρεται στα επόμενα= «Το Πνεύμα, τον Παράκλητο, υπόσχεται στους αποστόλους του. Αλλά ας σημειώσουμε Το μέσο, με το οποίο έδωσε την υπόσχεση. Εάν με αγαπάτε, λέει… Παραγγέλλονται να αγαπούν αυτόν και να τηρούν τις εντολές του πρώτα, για να πάρουν το άγιο Πνεύμα» (Αυ). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
(2)  «Καταγράφει αμέσως και τη δύναμη της αγάπης… Διότι όχι όποιος λέει ότι αγαπά το Θεό, αυτός και θα πάρει οπωσδήποτε τη δόξα του ότι αγαπάει αληθινά, διότι η δύναμη της αρετής δεν βρίσκεται στον απλό λόγο… αλλά μάλλον αποδεικνύεται πάρα πολύ καλά από τα αγαθά αποτελέσματα και την υπάκουη διάθεση και την αγάπη στο θείο, την αποτυπώνει άριστα η τήρηση των θείων εντολών» (Κ).
«Διότι σημάδι του ότι με αγαπάτε, είναι η τήρηση των εντολών μας· και τήρησή τους είναι η εκπλήρωση, η διάπραξή τους» (Ζ).
«Διότι έτσι έρχεται μέσα μας η προς το Θεό αγάπη, η οποία ταυτόχρονα μας παρακινεί να εφαρμόσουμε τις εντολές του Κυρίου και από αυτές πάλι συντηρείται διαρκώς και σταθερά. Και αυτό το δείχνει ο Κύριος άλλοτε μεν λέγοντας «εάν με αγαπάτε τηρείστε τις εντολές μου», άλλοτε πάλι ότι «εάν τηρήσετε τις εντολές μου θα μείνετε στην αγάπη μου»» (Β).
Όταν έδειχναν την αγάπη τους με τη θλίψη, την οποία δοκίμαζαν για τον χωρισμό και την αναχώρηση του Διδασκάλου, παραγγέλλει σε αυτούς ο Κύριος την προς αυτόν αγάπη τους να τη δείχνουν όχι με τα αισθήματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζουν περισσότερο τη γυναικεία ασθένεια, αλλά με τη συνειδητή τους προσπάθεια, να φέρουν σε πέρας το έργο που τους ανατέθηκε, και με την πλήρη υπακοή τους στα παραγγέλματά του.
«Δεν είναι αυτό απόδειξη, λέει, ότι με αγαπάτε, να είστε δηλαδή σκυθρωποί και να ταράζεστε» για το χωρισμό μας, «αλλά το να πείθεστε στα λόγια μου» (Θφ).
(3)  Υπάρχει και η γραφή: τηρήσετε, που παρουσιάζει την τήρηση των εντολών ως αναγκαία συνέπεια της αγάπης που συνδέεται στενά με αυτήν. Και οι δύο γραφές καταλήγουν στην ίδια έννοια.

16 καὶ ἐγὼ(1) ἐρωτήσω τὸν πατέρα(2) καὶ ἄλλον(3) παράκλητον(4) δώσει ὑμῖν(5), ἵνα μένῃ μεθ' ὑμῶν(6) εἰς τὸν αἰῶνα(7),
16Κι εγώ θα παρακαλέσω τον Πατέρα να σας δώσει άλλον Παράκλητο, το Πνεύμα της Αλήθειας, ώστε να είναι για πάντα μαζί σας.
(1)  Στον όρο τον ηθικό («Εάν με αγαπάτε») προσθέτει τον όρο τον αντικειμενικό ή την ενεργό αιτία του θείου δώρου, την μεσιτεία του δηλαδή (g).
(2)  Στο ρήμα ερωτώ, διακεκριμένοι λεξικογράφοι της Κ.Δ. αποδίδουν τη σημασία του παρακαλώ και αιτούμαι στην περίπτωση προσώπων ίσης αξίας (δες Λουκ. ιδ 32) ή στην περίπτωση γνωστών (κ). «ἐρωτήσω, το οποίο σημαίνει, θα παρακαλέσω» (Θφ).
«Ως άνθρωπος, αναθέτοντας προσωπικά σε όλη τη θεία και ανέκφραστη φύση αυτό που κατεξοχήν πρέπει σε αυτήν, σαν μπροστά στο πρόσωπο του Θεού και Πατέρα» (Κ).
«Ο Κύριος με ευκρίνεια ξεχωρίζει σε εμάς την διαφορετικότητα των προσώπων. Διότι εάν φύγω, λέει, θα παρακαλέσω τον Πατέρα και θα σας στείλει άλλον Παράκλητο. Επομένως, ο Υιός μεν είναι αυτός που παρακαλεί, ο Πατέρας που παρακαλείται και ο Παράκλητος αυτός που στέλνεται» (Β).
Η μεσιτεία του Χριστού προς τον Πατέρα θα έχει ως αντικείμενο τη δωρεά του αγίου Πνεύματος (g). «Και για ποιο λόγο τέλος πάντων, ενώ ήταν μαζί τους, δεν ερχόταν (το Πνεύμα το άγιο); Διότι δεν είχε ακόμη προσφερθεί η θυσία» (Χ).
«Θα παρακαλέσω τον Πατέρα· δηλαδή, θα εξιλεώσω τον Πατέρα για χάρη σας και θα συμφιλιώσω αυτόν με εσάς, που είστε εχθροί λόγω της αμαρτίας και αυτός θα στείλει σε εσάς το Πνεύμα, αφού με το θάνατό μου για χάρη σας θα δεχτεί την εξιλέωσή σας και θα συμφιλιωθεί με εσάς» (Θφ).
Όταν ο Χριστός λέει ότι, θα παρακαλέσω τον Πατέρα, δεν υπονοείται, ότι ο Πατέρας δεν θέλει ή ότι πρέπει να παρακινηθεί ώστε να στείλει το Πνεύμα, αλλά μόνο, ότι η δωρεά του Πνεύματος είναι καρπός της μεσιτείας του Χριστού, που επιτεύχθηκε με την αξιομισθία της θυσίας του.
(3)  «Δηλαδή άλλον σαν εμένα. Ας ντραπούν και όσοι έχουν την ασθένεια των αιρετικών απόψεων του Σαβελλίου και όσοι δεν έχουν την πρέπουσα άποψη για το Πνεύμα… διότι με το να πει, από τη μία, «Άλλον», δείχνει τη διαφορά της υπόστασής του, με το να πει όμως, από την άλλη, «Παράκλητον», δείχνει τη συγγένεια της ουσίας» (Χ),
«έχει (το Πνεύμα) τόσο πολλή την ομοιότητα ως προς αυτόν και τόσο απαράλλακτα μπορεί να ενεργεί ακριβώς όσα τυχόν θα ενεργούσε και αυτός, ώστε να δίνει την εντύπωση ότι είναι ο ίδιος ο Υιός, και τίποτα άλλο» (Κ).
Σε σχέση με το Χριστό το Πνεύμα το άγιο θα είναι άλλος Παράκλητος, από όλες τις απόψεις το άλλο Εγώ του Χριστού. Ο Χριστός είναι η αλήθεια (Ιω. ιδ 6). Και ο άλλος αυτός παράκλητος ο οποίος θα τον αντικαταστήσει και θα συνεχίσει το έργο του, ονομάζεται στη συνέχεια το Πνεύμα της αλήθειας (μ). Το «άλλος» Παράκλητος υπονοεί ότι το άγιο Πνεύμα θα είναι στους αποστόλους ό,τι υπήρξε και ο Χριστός σε αυτούς. Έρχεται όμως και ο άλλος αυτός Παράκλητος, όπως ακριβώς ήλθε και ο Υιός, δηλαδή αποστελλόμενος από τον Πατέρα. Όπως ο Πατέρας έστειλε τον Υιό, έτσι με την αίτηση του Υιού, θα στείλει και τον Παράκλητο (τ).
(4)  =αυτός που καλείται έπειτα, ο παρακαλούμενος σύμβουλος ή μάρτυρας στη δίκη, πιθανότατα αυτός που καλείται σε βοήθεια· λέγεται για το Χριστό, που κάθισε στα δεξιά του Θεού και ζητά από τον Πατέρα την άφεση των αμαρτιών μας (Α΄Ιω. β 1)· με ευρύτατη έννοια σημαίνει βοηθός, επίκουρος, αρωγός, φροντιστής· έτσι λέγεται για το άγιο Πνεύμα που αντικατέστησε στους μαθητές το Χριστό που πήρε θέση στους ουρανούς δίπλα στον Πατέρα, και το οποίο Πνεύμα καθοδηγεί αυτούς ώστε να γνωρίσουν την ευαγγελική αλήθεια, και με θεία δύναμη ενισχύει αυτούς ώστε να υπομένουν με δύναμη τις θλίψεις και τα δεινά χάριν της βασιλείας του Θεού (G).
«Παράκλητο, ο οποίος δηλαδή είναι σύμβουλος και γυμναστής στους άθλους της αρετής και ψυχαγωγία και βοήθεια στις θλίψεις» (Ζ).
Ο Ωριγένης (περί αρχών ΙΙ VΙΙ 4) λέει ότι ενώ στο Α Ιω. β 1 παράκλητος σημαίνει μεσίτης, στο τέταρτο ευαγγέλιο σημαίνει παρήγορος. Σύμφωνα με τον Κύριλλο Ιεροσολύμων (Κατήχ. 16,20) ονομάζεται το Πνεύμα παράκλητος διότι μας παρηγορεί, βοηθά στις αδυναμίες μας και προσεύχεται για μας (Δες Νύσσης κατά Ευνομίου ΙΙ 14)(β).
«Παράκλητος ονομάζεται ο Υιός και το Πνεύμα, διότι φέρνουν μέσα μας παρηγοριά και διότι παρακαλούν για χάρη μας τον Πατέρα» (αμ).
Ο Ιησούς θα ζητήσει από τον Πατέρα του χάριν των μαθητών, άλλο στήριγμα στις στιγμές της ασθένειας, σύμβουλο στις δυσκολίες της ζωής, παρήγορο στη θλίψη (g). Υπόσχεται στους μαθητές ο Κύριος, ότι θα έχουν άλλον Παράκλητο. Αυτή είναι η μεγάλη υπόσχεση της Κ.Δ. (Πράξ. α 4), όπως η υπόσχεση της έλευσης του Μεσσία ήταν η μεγάλη υπόσχεση της Π.Δ. Ο Χριστός αναμενόταν ως παρηγοριά στον Ισραήλ. Τα ταργούμια (=παραφράσεις της Π.Δ.) ονομάζουν τις ημέρες του Μεσσία έτη παρηγοριάς και παράκλησης. Ο Χριστός παρηγορούσε και ενίσχυε τους μαθητές του, όταν ήταν μαζί τους και τώρα που χωρίζεται από αυτούς, υπόσχεται σε αυτούς άλλον παράκλητο.
(5)  «Αλλά πώς δίνεται από άλλον και στέλνεται, αυτό που είναι πανταχού παρόν και διαιρεί στον καθένα, όπως θέλει, τα χαρίσματα; Όχι ως δούλο, αλλά ως ένα πρόσωπο που έχει την ίδια φύση και θέλει τα ίδια με τον πατέρα και τον υιό. Διότι αυτού του είδους οι έννοιες, δεν έχουν την ίδια σημασία όπως ακριβώς στα κτιστά, έτσι και στην άκτιστη Τριάδα. Και δίνεται μεν από τον Πατέρα, επειδή εκπορεύεται από αυτόν, ενώ στέλνεται από τον υιό επειδή συνεργάζεται και δεν είναι αντίθετο» (Ζ).
«Δίνει βεβαίως τον Παράκλητο όχι ξεχωριστά, από τη μία, ο Πατέρας, και ξεχωριστά, από την άλλη, ο Υιός, αλλά χορηγείται μάλλον στους αγίους από τον Πατέρα μέσω του Υιού» (Κ).
(6)  Αντιτίθεται στην αναχώρηση του Κυρίου. Ο άλλος αυτός παράκλητος θα μένει μαζί με τους μαθητές αιώνια. Υπάρχει και η γραφή ᾖ αντί για τη γραφή μένῃ. Αυτό «το είπε ταυτόχρονα και για να τους παρηγορήσει. Δεν είναι δηλαδή, λέει, τόσο πρόσκαιρη η παρουσία του, όπως η δική μου, αλλά θα διαρκέσει αιωνίως» (Θφ).
(7)  «Αυτό φανερώνει ότι ούτε μετά τον θάνατο δεν φεύγει» (Χ).
«Ούτε όταν πεθάνετε δεν θα φύγει, αλλά θα παραμείνει μαζί σας και θα σας κάνει πιο ένδοξους και θα είναι πάντα μαζί με όλους τους αγίους» (Θφ).
Το εἰς τὸν αἰῶνα υπονοεί αιώνια σχέση μαζί με το Θεό με τον Χριστό μέσω του Αγίου Πνεύματος (Stier Owen). Το να στέλνεται εκ μέρους του Θεού το Άγιο Πνεύμα, ύπαρξη θεία, σε αντικατάσταση του Ιησού, δεν κατανοείται, εάν θεωρήσουμε τον Ιησού ως απλό άνθρωπο (g).

17 τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας(1), ὃ ὁ κόσμος(2) οὐ δύναται λαβεῖν(3), ὅτι οὐ θεωρεῖ(4) αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτό(5)· ὑμεῖς δὲ(6) γινώσκετε(7) αὐτό, ὅτι παρ' ὑμῖν μένει καὶ ἐν ὑμῖν ἔσται(8).
17Το Πνεύμα αυτό δεν μπορεί να το δεχτεί ο κόσμος, γιατί ούτε το διακρίνει ούτε το γνωρίζει· εσείς το γνωρίζετε, γιατί μένει κοντά σας και θα υπάρχει μέσα σας.
(1)  Είναι το Πνεύμα, το οποίο φέρνει την αλήθεια και εντυπώνει αυτήν στη συνείδηση του κόσμου. Η φράση αυτή έχει διπλή έννοια. Πρωτίστως και κυρίως το Πνεύμα είναι αυτό που φέρνει την αλήθεια και μαρτυρεί αληθινά πράγματα για τον Ιησού. Αλλά είναι τέτοιο, διότι συγχρόνως η αλήθεια είναι το ουσιώδες χαρακτηριστικό της ουσίας του (β).
«Και το ονόμασε Πνεύμα αλήθειας, διότι δεν διδάσκει τίποτα άλλο παρά την αλήθεια, αυτό που δεν δέχεται την μεταβολή στο αντίθετο» (Θμ).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, «το αληθινό (Πνεύμα), δηλαδή το ξεχωριστό σε σχέση με τα άλλα πνεύματα» (Ζ)
ή «το Πνεύμα της αλήθειας, δηλαδή το Πνεύμα του Υιού» (Κ).
Είναι αξιοσημείωτο, ότι εκφέρονται και οι δύο λέξεις με άρθρο. Το Πνεύμα της αλήθειας θα σας διδάξει την αλήθεια. Θα φωτίσει τη διάνοιά σας με τη γνώση της αλήθειας, θα στηρίξει και θα ενισχύσει την πίστη σας σε αυτήν και θα αυξήσει την προς αυτήν αγάπη σας. Οι εθνικοί με τις ειδωλολατρίες τους και οι Ιουδαίοι με τις παραδόσεις των ραββίνων τους παρασύρθηκαν σε παχυλές πλάνες. Το Πνεύμα όμως της αλήθειας δεν θα οδηγήσει μόνο εσάς σε όλη την αλήθεια, αλλά μέσα από εσάς και πολλούς άλλους.
(2)  «Κόσμο εδώ λέει τους πονηρούς» (Χ), «αυτούς που φρονούν τα του κόσμου και προτίμησαν να αγαπούν τα επίγεια» (Κ). Αμέσως μαζί με την πρώτη αναφορά του αγίου Πνεύματος αρχίζει η διάκριση μεταξύ πιστών και του κόσμου, διάκριση που γίνεται επανειλημμένως. Για τον Υιό ειπώθηκε, ότι στάλθηκε στον κόσμο, όχι όμως και για το Άγιο Πνεύμα (b).
(3)  Παρόλο που ο Θεός θέλει να δώσει αυτό σε όλους (b).
(4)  «Εδώ εννοεί τη γνώση (με τη λέξη θεωρία)… διότι συνηθίζει και την ακριβή γνώση να την ονομάζει θεωρία· διότι, επειδή από τις αισθήσεις η όραση είναι η σπουδαιότερη, με αυτήν πάντοτε παριστάνει την ακριβή γνώση» (Χ).
Το μόνο είδος της όρασης το οποίο ο κόσμος έχει, είναι το φυσικό, αλλά μέσω αυτού το Πνεύμα δεν είναι δυνατόν να γίνει ορατό (β). Ο κόσμος «δεν βλέπει αυτό σωματικά· διότι είναι ασώματο» (Ζ).
«Η κοσμική αγάπη δεν κατέχει τα αόρατα εκείνα μάτια, για αυτό και το Πνεύμα δεν μπορεί να γίνει ορατό από τον κόσμο» (Αυ).
«Διότι ο μεν σαρκικός άνθρωπος, επειδή έχει αγύμναστο το νου στο να βλέπει πνευματικά, ή μάλλον, επειδή είναι ολόκληρος ο νους του βυθισμένος στις σαρκικές σκέψεις, σαν μέσα σε βούρκο, αδυνατεί να αντικρύσει το πνευματικό φως της αλήθειας. Διότι ο κόσμος, δηλαδή η ζωή που είναι υποδουλωμένη στα πάθη της σάρκας, δεν δέχεται τη χάρη του Πνεύματος, όπως δεν ανέχεται τις ακτίνες του ήλιου το άρρωστο μάτι» (Β).
Οι πιστοί βλέπουν αυτό. Βλέπουν αυτό στις ενέργειές του. Και οι άπιστοι βλέπουν αυτό στις ενέργειές του, αλλά δεν καταλαβαίνουν ότι είναι το Πνεύμα της αλήθειας. Για αυτό δεν μπορούν να λάβουν αυτό (b). Τα πνευματικά δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν από τους ανθρώπους του κόσμου, παρά μόνο από εκείνους των οποίων οι ψυχές έχουν συντονιστεί με την πνευματική σφαίρα (μ). Η απόκτηση του Πνεύματος πραγματοποιεί πλήρη χωρισμό μεταξύ της εκκλησίας και του κόσμου. Ο κόσμος ευρισκόμενος υπό την κυριαρχία του πνεύματος της πλάνης (Α΄Ιω. δ 6) ούτε βλέπει ούτε ξέρει το Πνεύμα της αλήθειας (χ).
(5)  «Αφού δεν το είδε» (Ζ). Για να έλθει σε εμάς το Πνεύμα, πρέπει προηγουμένως να το επιθυμήσουμε και να το καλέσουμε. Για αυτό πρέπει από πριν να γνωρίζουμε αυτό σε κάποιο μέτρο (g). Ο κόσμος λοιπόν που το αγνοεί δεν μπορεί να το πάρει. Οι παρηγοριές του Πνεύματος φαίνονται στον κόσμο ως ανοησία, όπως και ο σταυρός του Χριστού. Εάν μιλήσεις στα παιδιά του κόσμου αυτού για τις ενέργειες του Πνεύματος, θα είσαι σαν βάρβαρος μεταξύ τους, ο οποίος μιλά σε αυτούς γλώσσα ακατανόητη.
(6)  Μπαίνει μπροστά με έμφαση και με αντίθεση στον κόσμο.
(7)  Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία «Θα το γνωρίσετε εντός ολίγου. Διότι όχι σε πολύ καιρό, θα επιφοιτήσει και θα σας διδάξει» (Ζ).
Ή «γνωρίζετε αυτό από το γεγονός ότι γνωρίζετε εμένα» (Ζ). Ο Ιησούς με το λόγο του και τα έργα του, τα οποία ήταν απόρροια του Πνεύματος, τους είχε δώσει το μέσο του να δουν στην τελειότερη φανέρωσή του το Πνεύμα και να αναγνωρίσουν ό,τι αγιότατο και εξοχότατο σε αυτό (g).
(8)  Ή, και τα δύο λέγονται προληπτικά για το μέλλον. Με την εκδοχή αυτή συμφωνεί και η διαφορετική γραφή ἐν ὑμῖν εστί. Και με τη φράση μεν παρ' ὑμῖν μένει (=θα μείνει κοντά σας) τονίζεται η κοινωνία του Πνεύματος με το σύνολο των μαθητών, δηλαδή την Εκκλησία (Β΄Κορ. ιγ 13), ενώ με τη φράση ἐν ὑμῖν εστί σημαίνεται η ενοίκηση του αγίου Πνεύματος στον καθένα χωριστά (β).
«Δηλαδή το μεν «παρ' ὑμῖν» φανερώνει τη βοήθεια την από έξω και από κοντά· ενώ το «ἐν ὑμῖν», την εσωτερική κατοίκηση και ενδυνάμωση» (Θφ).
Θα είναι μέσα σας όπως το φως μέσα στην ατμόσφαιρα, όπως ο χυμός μέσα στα δέντρα, όπως η ψυχή στο σώμα. Η σχέση τους μαζί του θα είναι πιο εσωτερική και στενή και η ένωσή τους αδιάσπαστη.
Ή, το μεν παρ' ὑμῖν μένει αναφέρεται στο παρόν, στην προπαρασκευαστική ενέργεια του Πνεύματος και στην όρασή του από τους μαθητές στο πρόσωπο του Χριστού, ενώ το ἐν ὑμῖν ἔσται στη στενότερη σχέση μεταξύ αυτών και του Πνεύματος από την Πεντηκοστή και έπειτα (g). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.

18 Οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανούς(1)· ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς(2).
18Δε θα σας αφήσω ορφανούς· θα ξανάρθω κοντά σας.
(1)  «Επειδή όταν άρχιζε έλεγε, Παιδάκια, για αυτό και εδώ λέει, Δεν θα σας αφήσω ορφανούς» (Χ).
«Η φράση φανερώνει πατρική ευσπλαχνία, που φέρνει πολλή παρηγοριά και ψυχαγωγία. Καθόλου δεν θα αφήσω εσάς, τα παιδάκια μου» (Ζ).
Οι αληθινά πιστοί, παρόλο που μερικές φορές είναι δυνατόν να θλιβούν, όμως ουδέποτε παραμένουν χωρίς παρηγοριά, διότι ουδέποτε αφήνονται ορφανοί. Πατέρας τους είναι ο Θεός. Και ο Θεός είναι Πατέρας αθάνατος και αιώνιος.
(2)  Ο ενεστώτας υποδηλώνει το γρήγορο της έλευσης (b).
Ή «έρχομαι πάλι μετά την τριήμερη ανάσταση, αν και δεν θα είμαι μαζί σας όπως πριν» (Ζ).
Ή, πιο σωστά, «Αφού ο Μονογενής έδειξε, ότι το Πνεύμα δεν είναι ξένο με τη φύση του, λέγοντας ότι στέλνεται στους αγίους από τον Πατέρα, υπόσχεται ότι θα έλθει ο ίδιος… και υπόσχεται ότι θα είναι μαζί τους και θα βοηθήσει μέσω του Πνεύματος αυτούς που πιστεύουν σε αυτόν» (Κ).
Το «έρχομαι προς εσάς» αναφέρεται στην επάνοδο του Ιησού μέσω του Αγίου Πνεύματος. Διότι το έργο του Πνεύματος είναι η διαμόρφωση του Χριστού στις καρδιές των πιστών (g). Βεβαίως την επάνοδο αυτή προετοίμασε η επάνοδος με την ανάσταση του Χριστού. Θα έρχομαι καθημερινά σε εσάς μέσω του Πνεύματός μου. Με τις ενδείξεις της αγάπης του και τις επισκέψεις της χάριτός του.

19 Ἔτι μικρὸν(1) καὶ ὁ κόσμος με οὐκέτι θεωρεῖ(2), ὑμεῖς δὲ θεωρεῖτέ(3) με, ὅτι(4) ἐγὼ ζῶ(5) καὶ ὑμεῖς ζήσεσθε(6).
19Σε λίγο ο κόσμος δεν θα με βλέπει πια, εσείς όμως θα με βλέπετε, γιατί εγώ εξακολουθώ να ζω· το ίδιο κι εσείς θα ζείτε.
(1)  Σχετίζεται με τον ενεστώτα «έρχομαι» και με αυτό περιορίζεται στο ελάχιστο η διάρκεια του χωρισμού (g).
(2)  «Λέει ότι θα καταστεί εντελώς αόρατος και αθέατος για αυτούς που φρονούν τα του κόσμου, μετά την αναχώρηση από εδώ, εννοώ δηλαδή μετά την επιστροφή στους ουρανούς» (Κ).
Το «θεωρώ» εδώ χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάθε είδος θέας και μάλιστα τη θέα με τα αισθητά μάτια.
«Δεν θα με βλέπει αφού θα πεθάνω ως άνθρωπος» (Ζ).
«Ήταν σαφώς ορατός στα σαρκικά μάτια του κόσμου, όταν φανερώθηκε με σάρκα. Αλλά και πάλι ο κόσμος δεν είδε τον Λόγο που κρυβόταν στη σάρκα. Είδε τον άνθρωπο αλλά δεν είδε το Θεό. Είδε το κάλυμμα, αλλά όχι και αυτόν που Ήταν μέσα σε αυτό» (Αυ).
(3)  Το θεωρώ εδώ με την έννοια της πνευματικής θέας, της εσωτερικής ενόρασης, για την οποία δες και Β΄Κορ. γ 18. «Σαν να έλεγε· Έρχομαι μεν προς εσάς, όχι όμως όμοια όπως πριν» (Χ).
«Λέει ότι θα βρεθεί να είναι ορατός στους αγίους, με τον εξής τρόπο: το Άγιο Πνεύμα θα βάζει μέσα στα μάτια της καρδιάς τους κάποια θεία και νοερή λάμψη και θα σπέρνει μέσα τους κάθε αγαθή γνώση» (Κ).
Ο ενεστώτας σημαίνει συνεχή και σταθερή την εσωτερική θέα. «Θα με βλέπετε… αφού θα είναι μαζί σας πάντα ο άλλος παράκλητος» (Ζ).
Η όραση του δοξασμένου Χριστού, είτε μετά την ανάστασή του, είτε στη ζωή της εκκλησίας και στην πείρα των πιστών, περιορίζεται σε εκείνους οι οποίοι πιστεύουν. Έξω από την εκκλησία, την οικογένεια του Θεού την ενωμένη με την αμοιβαία αγάπη των μελών της, δεν υπάρχει ζωή και σωτηρία. Ο κόσμος ούτε βλέπει τον αναστημένο Χριστό ούτε συμμετέχει στη θέαση εκείνη, της οποίας αξιώνονται αυτοί που πιστεύουν και αγαπούν αυτόν και υπακούουν στις εντολές του και η οποία είναι αληθινή έλευση του Κυρίου (χ).
(4)  Η αιτία για την οποία θα βλέπουν αυτόν (b). Τα τελευταία αυτά λόγια του σ., απευθύνονται στην εκκλησία όλων των αιώνων. Ο Ιησούς ως διαρκώς παρών πνευματικά και οι μαθητές του ως διαδεχόμενοι ο ένας τον άλλον στην εκκλησία, θα βλέπουν και θα γνωρίζουν δια μέσου των αιώνων ο ένας τον άλλον (μ).
(5)  Όχι μόνο θα ζήσω, αλλά και ζω. «Εγώ είμαι… αυτός που ζει και έγινα νεκρός, και να είμαι ζωντανός στους αιώνες» (Αποκ. α 18)(b). Αναφέρεται όμως και στην κατάργηση του θανάτου μέσω της επικείμενης ανάστασής του. Το ζω λοιπόν, εκφράζει, από τη μία, την έμφυτη ζωή στο Χριστό, αλλά αναφέρεται, από την άλλη, στο άμεσο (το μετά από 3 ημέρες) μέλλον, στο οποίο θα σημειωνόταν η ανάστασή του.
(6)  Μέλλοντας. Διότι η ζωή των πιστών ακολουθεί τη ζωή του Χριστού. Και δεν ζουν αυτοί από τον εαυτό τους, αλλά μέσω αυτού (b). Η ζωή του Χριστού γίνεται ζωή των πιστών, διότι αυτοί ενώνονται με αυτόν μέσω του Πνεύματος (ο). «Επειδή ζει ο Χριστός, για αυτό θα ζήσουμε και εμείς… Διότι όπως μέσω του Αδάμ όλοι πεθαίνουν, έτσι και μέσω του Χριστού όλοι θα ζωοποιηθούν» (Αυ). «Μου φαίνεται βεβαίως ότι ζωή, δεν εννοεί την παρούσα μόνο, αλλά και τη μέλλουσα» (Χ).
Τη νέα ζωή, που μέσω του Πνεύματος γεννιέται μέσα μας αμέσως μόλις πιστέψουμε στο Χριστό και ενωθούμε μαζί του, η οποία θα γίνει τέλεια με τη δόξα και μακαριότητα στον μελλοντικό βίο. Η ζωή των χριστιανών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ζωή του Χριστού. Όπως ασφαλώς και όσο μακρό χρόνο εκείνος ζει, θα ζήσουν και εκείνοι, οι οποίοι είναι ενωμένοι με αυτόν μέσω της πίστης. Θα ζήσουν πνευματικά, θεία ζωή σε κοινωνία με το Θεό και η ζωή αυτή «έχει κρυφτεί μέσα στο Χριστό».
Εάν η κεφαλή και η ρίζα ζει, θα ζουν και τα μέλη και τα κλαδιά. Θα ζουν λοιπόν αιώνια και με δόξα. Και αυτά επίσης τα σώματά τους θα αναστηθούν, με τη δύναμη της ανάστασης του Χριστού. Το νερό ωθείται πάντοτε να ανεβεί στο ύψος της στάθμης, την οποία έχει η πηγή από την οποία βγαίνει. Έτσι και η ζωή των χριστιανών τείνει πάντοτε από τη γη στον ουρανό, όπου βρίσκεται κρυμμένη από τα μάτια των πολλών η αιώνια και ανεξάντλητη Πηγή της, ο Κύριος που κάθεται στα δεξιά της δόξας. Η ύπαρξή μας, εάν συνδεθεί άρρηκτα με το Χριστό, περνώντας προσωρινά και για λίγο διάστημα από στάδιο που την προπαρασκευάζει για την μελλοντική της κατάσταση, θα ανυψωθεί στο ένδοξο ύψος του Ιησού, από τον οποίο αντλεί την εσωτερική ζωή της.

20 Ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ(1) γνώσεσθε(2) ὑμεῖς ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρί μου(3) καὶὑμεῖς ἐν ἐμοὶ(4) κἀγὼ ἐν ὑμῖν(5).
20Όταν έρθει εκείνη η μέρα, θα το καταλάβετε ότι εγώ είμαι αχώριστος από τον Πατέρα, κι εσείς από μένα, κι εγώ από σας.
(1)  Μετά το «Ἔτι μικρὸν» (b), όταν θα λάβετε το άγιο Πνεύμα. Ή, αναφέρεται ξεκάθαρα στην ημέρα της Πεντηκοστής (g). Ή, στην περίοδο των νέων σχέσεων η οποία επρόκειτο να αρχίσει για τον Ιησού και τους μαθητές του μετά την ανάσταση και ιδιαίτερα μετά την Πεντηκοστή (F).
(2)  Καλύτερα από όσο γνωρίζετε τώρα (b). «Θα μάθετε, αφού θα πληροφορείται κατά κάποιο τρόπο η διάνοια του καθενός, όχι μόνο από όσα άκουσε και έχει πιστέψει, αλλά μάλλον από όσα θα κατέχει, αφού ήδη θα έχει ως κτήμα του το τέλος της υπόσχεσης. Διότι η πείρα είναι πιο δυνατή από τα λόγια στο να μπορεί να πείθει και να πληροφορεί» (Κ).
(3)  Το περιεχόμενο της εσωτερικής αυτής πληροφορίας των πιστών θα αναφέρεται πρωτίστως στη σχέση του Χριστού με τον Πατέρα του. Θα γνωρίσουν πρωτίστως, ότι ο Χριστός είναι «μέσα στον Πατέρα» του.
«Διότι εγώ μεν είμαι κατά τρόπο φυσικό μέσα στον Πατέρα, διότι είμαι καρπός της ουσίας του και γνήσιο γέννημα, αφού υπάρχω μέσα στην ουσία του και προέρχομαι εκ φύσεως από αυτήν, ζωή από ζωή» (Κ).
(4)  «Εσείς, από την άλλη, είστε μέσα σε μένα, μέσω της πίστης και αγάπης σας σε μένα» (Θμ). Θα αισθανθούν οι πιστοί ότι ζουν μέσα στο Χριστό. Εγώ ως φυσικός Υιός είμαι μέσα στον Πατέρα μου, αντλώντας ζωή από την ύψιστη αυτή πηγή, και εσείς είστε μέσα μου παίρνοντας από εμένα την θεία αυτή ζωή· και εγώ θα είμαι μέσα σας ανανεώνοντας διαρκώς τη ζωή αυτή σε σας και εκφράζοντας τη θέλησή μου και τις βουλές μου στο εσωτερικό σας πρώτα και έπειτα μέσα από εσάς και στους άλλους (μ).
(5)  «Υπάρχει λοιπόν και αυτός μέσα μας· διότι όλοι μετέχουμε σε αυτόν και έχουμε αυτόν μέσα στους εαυτούς μας μέσω του Πνεύματος» (Κ).
«Διότι η σύνδεση το κάνει αυτό, ώστε αφού αναγεννηθήκατε με τη δύναμη του Πνεύματος και πήρατε τη θέση του σώματος ως προς εμένα, εγώ κατέχω ως προς εσάς τη θέση του κεφαλιού» (Θμ).
«Είμαι μέσα σας, όπως το κεφάλι στα μέλη (διότι μέλη Χριστού είναι οι απόστολοι)· και εσείς είστε μέσα μου, όπως τα μέλη στο κεφάλι» (Θφ).
«Ο μεν Χριστός δηλαδή είναι μέσα στον Πατέρα με την έννοια της ισοδυναμίας· οι απόστολοι όμως είναι μέσα του και αυτός μέσα τους με την έννοια…» (Ζ)
«της ομόνοιας και της βοήθειας από το Θεό» (Χ).
«Διότι συνηθίζει η Γραφή πολλές φορές, τα ίδια λόγια που λέγονται για το Θεό και τους ανθρώπους, να μην τα χρησιμοποιεί με την ίδια έννοια. Διότι και ο Χριστός και εμείς λεγόμαστε υιοί Θεού και θεοί και εικόνα Θεού και δόξα Θεού. Αλλά είναι πολλή η διαφορά» (Ζ).
Η έννοια του όλου σ.: «Όταν και εσείς οι ίδιοι, παρόλο που είστε από φθαρτή φύση, θα δείτε τους εαυτούς να ζουν με τρόπο όμοιο με μένα, τότε λοιπόν θα μάθετε, και με πολλή σαφήνεια, ότι υπάρχοντας ζωή από τη φύση μου, σας ένωσα μέσω του εαυτού μου με το Θεό και Πατέρα που και αυτός είναι από τη φύση του ζωή, καθιστώντας σας κατά κάποιο τρόπο κοινωνούς και μετόχους της αφθαρσίας του… και σας απέδειξα κοινωνούς θείας φύσης, εγκαθιστώντας μέσα σας το Πνεύμα το δικό μου» (Κ).
«Ένωσα και εσάς με τον Πατέρα με την κατοίκηση μέσα σας του αγίου Πνεύματος, κάνοντάς σας κοινωνούς θείας φύσης. Διότι εγώ μεν είμαι κατά τρόπο φυσικό μέσα στον Πατέρα ως καρπός του, εσείς όμως είστε μέσα μου, λόγω του ότι έγινα άνθρωπος, και εγώ είμαι μέσα σας μέσω της ενοίκησης του Πνεύματος» (αμ).

21 Ὁ ἔχων(1) τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν(2) αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου(3), καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν(4) καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν(5).
21Εκείνος που κρατάει τις εντολές μου και τις εκτελεί, αυτός με αγαπάει· κι αυτός που με αγαπάει θ’ αγαπηθεί από τον Πατέρα μου, κι εγώ θα τον αγαπήσω και θα του φανερώσω τον εαυτό μου».
(1)  Φανερώνει μόνιμη κατοχή, που αντιτίθεται στην απλή ακρόαση (ο). «Έχει κάποιος τις εντολές όταν αποδεχτεί την πίστη και μέσω της αγαθής μνήμης εγκαταστήσει στο νου του την αθόλωτη και διαυγή διδασκαλία των ευαγγελικών εντολών» (Κ).
(2)  «Αυτός που έχει τις εντολές στη μνήμη του και τηρεί αυτές στη ζωή του· αυτός που τις έχει στο στόμα του και τις τηρεί ηθικά· αυτός που τις έχει στο αυτί και τις τηρεί στην πράξη· ή, αυτός που τις έχει στην πράξη και τις τηρεί με επιμονή» (Αυ).
«Και τηρεί. Εκπληρώνει λοιπόν αυτές ενεργώντας πρακτικά και προσπαθώντας με την λαμπρότητα των πράξεων να φαίνεται διαπρεπής» (Κ).
(3)  Η αγάπη αυτή του Πατέρα δεν είναι εκείνη, για την οποία είπε στο γ 16 («Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο…»). Οι δύο αυτές αγάπες διαφέρουν όπως η συμπάθεια κάποιου ανθρώπου προς τον ένοχο και δυστυχή πλησίον του και η τρυφερότητα ενός πατέρα για το παιδί του (g).
(4)  «Θα αγαπήσει λοιπόν καθόλου λιγότερο και ο Υιός. Διότι όπως ακριβώς είναι ομοούσιος έτσι έχει και το ίδιο θέλημα με αυτόν που τον γέννησε. Διότι αφού είναι μία η ουσία, ένα βεβαίως είναι και το θέλημα και ένας ο σκοπός σε όλα και δεν υπάρχει τίποτα που να διαφωνούν, το οποίο δηλαδή να προκαλεί σχίσμα ώστε να υπάρχει άλλη και άλλη θέληση» (Κ), θα αγαπήσω αυτόν τρυφερότερα. Ο Θεός θα αγαπήσει εμάς ως Πατέρας και ο Χριστός θα αγαπήσει εμάς ως θεάνθρωπος και μεσίτης· εμείς πάλι θα αγαπήσουμε αυτόν ως αδελφό μας και ως πρωτότοκο ανάμεσα σε πολλά αδέλφια.
(5)  Το «εμφανίζω» χρησιμοποιείται για να δηλώσει ειδική φανέρωση του Θεού, με εσωτερική, πνευματική εμφάνιση του Χριστού (β,g).
«Θα εμφανίσω σε αυτόν τον εαυτό μου… παρέχοντας δηλαδή φως μέσω του Πνεύματός μου για το καθένα από τα πρέποντα και αποκαλύπτοντας τον εαυτό μου και κάνοντάς τον φανερό με κάποιους ανέκφραστους φωτισμούς στο νου του» (Κ).
Τα ασύνδετα σχήματα από τον στίχο 17 αποδεικνύουν, ότι ο Ιησούς αναπτύσσει εδώ την υπόσχεση της δωρεάς του Πνεύματος· και ο σ. 23 δείχνει αρκετά σαφώς για ποιο πράγμα μιλά ο Ιησούς στον παρόντα στίχο (g). Υπάρχει πνευματική εμφάνιση και φανέρωση του Χριστού και της αγάπης του προς όλους τους πιστούς. Όταν φωτίζει τις διάνοιές τους για να γνωρίσουν την αγάπη του και τις διαστάσεις της (Εφεσ. γ 18,19)· όταν αναζωογονεί σε αυτούς τις χάριτές του και διευρύνει τις ανέσεις τους μέσω του εαυτού του· όταν παρέχει δείγματα της προς αυτούς αγάπης του, πείρα της στοργής του και φλογερό πόθο της βασιλείας του και της δόξας του, τότε εμφανίζει τον εαυτό του σε αυτούς.

22 Λέγει αὐτῷ(1) Ἰούδας(2), οὐχ ὁ Ἰσκαριώτης(3)· Κύριε, καὶ τί γέγονεν(4) ὅτι(5) ἡμῖν μέλλεις ἐμφανίζειν σεαυτὸν καὶ οὐχὶ τῷ κόσμῳ(6);
22«Κύριε», του λέει ο Ιούδας, όχι ο Ισκαριώτης, «γιατί θα φανερώσεις τον εαυτό σου σ’ εμάς κι όχι στον κόσμο;»
(1)  Αυτή είναι η τέταρτη διακοπή του λόγου από μαθητή, που επιθυμεί να καταλάβει την έννοια των λεχθέντων. Δες ιγ 37,ιδ 5,8 (β).
(2)  Πρόκειται για τον Ιούδα, τον γιο του Ιακώβου (Λουκ. στ 16,Πράξ. α 13), ο οποίος αποκαλούνταν και Θαδδαίος και Λεββαίος (Ματθ. ι 3,Μάρκ. γ 18). Δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα ήταν ενάρετος και αφοσιωμένος, το άλλο όμως ήταν πονηρός και διεφθαρμένος, είχαν το ίδιο όνομα. Τα ονόματα τα οποία έχουμε, δεν μας συνιστούν μπροστά στο Θεό, ούτε κάνουν τους ανθρώπους καλύτερους ή χειρότερους. Ούτε ο απόστολος Ιούδας έγινε χειρότερος, ούτε ο προδότης Ιούδας έγινε καλύτερος λόγω του ονόματος, το οποίο και οι δύο είχαν.
(3)  Ο ευαγγελιστής δεν θέλει ούτε για μια στιγμή να γίνει σύγχυση ανάμεσα στον Ιούδα αυτόν και στον προδότη (F).
(4)  Έξι μεγαλογράμματοι κώδικες αποσιωπούν το «και» πριν το: Τι γέγονεν. «Φανερώνει δυσφορία και σύγχυση. Τι έχει συμβεί ώστε…» (Ζ).
«Μοιάζει να θέλει να υπαινιχτεί κάτι τέτοιο· Σκοπός σου, λέει, που ήλθες σε εμάς Δέσποτα, ήταν το να μην γνωρίσουν κάποιοι μεν μερικά και κάποιοι όχι· Διότι ακούγαμε στους προφήτες ότι «Θα δει κάθε σάρκα τη σωτηρία του Θεού» (Ησ. μ 5,Δες Ζαχ. β 10,11)… Eπομένως… αφού και εσύ μας υποσχέθηκες με σαφήνεια και η φωνή των αγίων προφητών δίνει μαρτυρία ότι όλοι θα ελκυστούν προς τη θεογνωσία, τι έγινε; Πού έχει πάει, λέει, και έχει μετατεθεί ο σκοπός της υπόσχεσης; Για ποιο λόγο λοιπόν δεν εμφανίζεις τον εαυτό σου σε όλους στον κόσμο, αλλά σε εμάς μόνους»; (Κ).
Πράγματι η Π.Δ. προϋποθέτει ότι ο Μεσσίας πρόκειται να εμφανιστεί σε όλα τα έθνη (Δες Ησ. β 2,ια 10,μβ, 4 κλπ), και οι Ιουδαίοι της εποχής εκείνης έδιναν τελείως ιδιαίτερη έννοια στην ιδέα αυτή, σαν οι προφητείες αυτές να είχαν προαναγγείλει, ότι η φυλή τους έμελλε να υποτάξει όλα τα έθνη και να κυριαρχήσει χάρις στον Μεσσία σε ολόκληρο τον κόσμο (F).
Ο Ιούδας κρατιέται από τη λέξη (εμφανίζω), η οποία υπαινισσόταν (Εξοδ. λγ 13,18) ορατή φανέρωση του Ιησού με δόξα, η οποία ήταν η ελπίδα των δώδεκα. Ήταν προσκολλημένοι στην ιδέα της Μεσσιακής φανέρωσης του Θεού, η οποία θα έπειθε τον κόσμο (β). Πολλές φορές δημιουργούμε δυσκολίες στους εαυτούς μας λόγω του ότι παρανοούμε τη φύση της βασιλείας του Χριστού, κρίνοντας για αυτήν σαν να ήταν από τον κόσμο αυτόν.
(5)  Αρκετοί εξηγητές… εξηγούν το «ότι», αιτιολογικά. Άλλοι εξηγούν αυτό με τη σημασία του: Σε εκείνο ότι, ως προς το ότι, αναφορικά δηλαδή (κ).
(6)  «Ο μεν Κύριος… κόσμο ονόμασε μάλλον αυτούς που έχουν πειστεί να φρονούν τα επίγεια και υποδούλωσαν το φρόνημά τους στη ματαιότητα του κόσμου. Αυτό λοιπόν επειδή δεν το κατάλαβε πολύ ο μαθητής, νόμισε ότι λέει ο Ιησούς, ότι θα διαφύγει από το μάτι όλων μεν των άλλων ανθρώπων, οι οποίοι κατοικούν σε αυτόν εδώ τον επίγειο τόπο… και θα είναι εντελώς αθέατος, αφού κανείς από αυτούς που υπάρχουν δεν θα τον γνωρίζει, παρά μόνο οι μαθητές του· αυτό έγινε αίτιο της άγνοιάς του» (Κ).

23 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς(1) καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐάν τις ἀγαπᾷ με(2), τὸν λόγον μου(3) τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν(4), καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα(5) καὶ μονὴν παρ' αὐτῷ ποιήσομεν(6).
23«Όποιος με αγαπάει», του αποκρίθηκε ο Ιησούς, «θα τηρήσει το λόγο μου. Κι ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει, και θα έρθουμε σ’ αυτόν και θα κατοικήσουμε μαζί του.
(1)  Ο Κύριος δεν απαντά αμέσως στο ερώτημα του Ιούδα, αλλά συνεχίζει το λόγο του σαν να μην είχε ακούσει αυτό. Εξηγεί όμως τη φύση της εμφάνισης αυτής (ο,g) και «εκθέτει τον λόγο, για τον οποίο πρόκειται να φανερώσει τον εαυτό του στους δικούς του και όχι στον κόσμο… Αυτοί εκλέχτηκαν για μια τέτοια αγάπη, διότι αγαπούν. Αλλά αυτοί που δεν έχουν αγάπη, και αν μιλούν τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, είναι χαλκός που ηχεί και κύμβαλο που αλαλάζει… Οι άγιοι διακρίνονται από τον κόσμο με την αγάπη αυτή» (Αυ).
(2)  Επαναλαμβάνει ό,τι και στους σ. 15 και 21 για τον αδιάσπαστο σύνδεσμο της αγάπης και της τήρησης των εντολών. Η αγάπη είναι η ρίζα και η τήρηση του λόγου και των εντολών του Χριστού είναι ο καρπός που προέρχεται από αυτήν. Όπου υπάρχει ειλικρινής αγάπη προς το Χριστό, εκεί υπάρχει και υπακοή πλήρης σε αυτόν. Αυτός που αγαπά το Χριστό έχει εκτιμήσει τις προς αυτόν χάριτες του Χριστού· ευλαβείται αυτός την εξουσία και την κυριαρχία του Χριστού και υποβάλλει τον εαυτό του ολόψυχα στην κυβέρνηση του Χριστού.
(3)  Αντί για το «τις εντολές» του σ. 21 λέει «τον λόγο», λαμβάνοντας ως σύνολο τις παραγγελίες του Χριστού. Ο λόγος παριστάνεται σαν ένας, σε ενικό, στο στίχο αυτόν αναφορικά με τους πιστούς, οι οποίοι φυλάσσουν αυτόν ολόκληρο (b).
(4)  «Έχοντας δηλαδή τιμήσει κάποιος με την υπακοή στον Υιό, τον Πατέρα από τον οποίο προέρχεται, θα έχει ως καρπό του πράγματος την αγάπη» (Κ).
Το γεγονός ότι ο Πατέρας αγαπά αυτούς που αγαπούν τον Υιό και υπακούουν σε αυτόν, υπονοεί τέτοια ουσιώδη ενότητα, ώστε η αγάπη του Υιού είναι και αγάπη του Πατέρα και η αγάπη του Υιού προς αυτούς που τον αγαπούν συνεπάγεται και την αγάπη του Πατέρα.
(5)  Ο Πατέρας και ο Υιός συμπεριλαμβάνονται σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Με αυτό ο Κύριος υποδηλώνει την ισότητά του με τον Πατέρα. Δες ι 30 («είμαστε ένα»).
«Σχεδόν λέει· όπως ακριβώς ο Πατέρας εμφανίζει τον εαυτό του έτσι και εγώ» (Χ). «Διδάσκει με σαφήνεια, ότι δεν θα εμφανίσει τον εαυτό του στους γνήσιους με μόνη την επίγνωση την οποία εννοούμε μέσω της γνώσης, αλλά ο τρόπος της έλλαμψης θα είναι κάπως εξαιρετικός σε αυτούς και έξω από την πείρα των άλλων… Θα λάβουν το φωτισμό του Πνεύματος και με τα μάτια της διάνοιας θα δουν αυτόν να κατοικεί μέσα τους» (Κ).
«Υπάρχει λοιπόν κάποιο είδος εσωτερικής φανέρωσης του Θεού, η οποία είναι τελείως άγνωστη στους άθεους, οι οποίοι δεν λαμβάνουν καμία φανέρωση του Θεού Πατέρα και του αγίου Πνεύματος. Για τον Υιό ίσως έλαβαν κάποια φανέρωση, αλλά μόνο σωματικά» (Αυ).
Όχι μόνο θα εμφανίσω τον εαυτό μου σε αυτόν από απόσταση, αλλά θα έλθω εγώ και ο Πατέρας μου για να είμαστε κοντά του και μαζί του. Τέτοιες είναι οι ισχυρές επιδράσεις και επιρροές και ενισχύσεις του Θεού πάνω στις ψυχές εκείνες, οι οποίες αγαπούν το Χριστό ειλικρινά.
(6)  Υπάρχει και η αλεξανδρινή γραφή ποιησόμεθα. «Κατοικώντας μέσα του με τρόπο που πρέπει σε Θεό» (Ζ), και μόνιμα σαν σε ναό (F).
«Διότι αν κατοικήσει σε εμάς ο Σωτήρας μας Χριστός μέσω του Αγίου Πνεύματος, θα είναι οπωσδήποτε μαζί και αυτός που τον γέννησε. Διότι το Πνεύμα του Χριστού είναι Πνεύμα και του ίδιου του Πατέρα» (Κ).
Πρόκειται εδώ για παρουσία πραγματική, παρόλο που είναι αόρατη, στις καρδιές των μαθητών (Ματθ. κη 20), πρόκειται για την ειδική ευλογία της βασιλείας του Θεού, η οποία δεν έρχεται «με τρόπο φανερό σε όλους» (Λουκ. ιζ 20). Δες και Α΄Ιω. γ 24,δ 13 (β). Παρόλο που η φράση «παρ' αὐτῷ» φαίνεται εκ πρώτης όψης να σημαίνει ό,τι συνήθως εκφράζεται με το κατοικώ σε κάποιον φίλο, αλλά η έννοια είναι η ίδια με αυτήν στο σ. 17, όπου μιλά για το Πνεύμα ότι «θα είναι μέσα σας» (ο). Ως παράλληλο χωρίο δες το Αποκ. γ 20. «Ο Πατέρας είναι μέσα στον Υιό με φυσικό τρόπο, ενώ σε εμάς με σχετικό· και όταν ακούσουμε ένωση Πατέρα και Υιού, καταλαβαίνουμε τη φυσική ένωση, όταν όμως ακούσουμε ένωση Θεού και ανθρώπων, καταλαβαίνουμε τη σχετική που γίνεται στους αγίους μέσω της πίστης και μέσω της κοινωνίας από την μετοχή του Πατέρα» (αμ). Θα κάνουμε μονή· αυτό φανερώνει ευαρέσκεια του Θεού προς αυτόν, αλλά και σταθερή και μόνιμη σχέση και κοινωνία. Ο Θεός όχι μόνο θα αγαπά τους πιστούς αλλά και θα ευαρεστείται αγαπώντας αυτούς «θα τους ανακαινίσει με την άπειρη αγάπη του. Θα ευφρανθεί και ο ίδιος για τη δική τους χαρά και ευφροσύνη, όπως στις χαρμόσυνες ημέρες των εορτών» (Σοφον. γ 17).
Τι θαύμα και τι μυστήριο! Η μικρή καρδιά του ανθρώπου, η οποία δεν μπορεί να περιλάβει όχι ολόκληρο, αλλά ούτε ένα μέρος του κόσμου, χωρά τον άπειρο Θεό, τον οποίο δεν μπορεί να χωρέσει ο κόσμος. Θα κατοικήσω μέσα τους και θα περπατήσω, είπε ο Κύριος μέσω του Μωϋσή. Θα κάνουμε μονή μέσα του, λέει πάλι εδώ. Η καρδιά η οποία ανοίχτηκε πρόθυμη στην ενέργεια της χάρης, γεμίζει εξ’ ολοκλήρου από την παρουσία του Θεού, ζει μέσα στο Θεό και απολαμβάνει την ευφροσύνη και τα αγαθά της θείας ζωής. Είναι γεμάτη και δεν μένει κανένα κενό σε αυτήν. Αλλά όσοι ζητούν την ικανοποίησή τους στον κόσμο, εκτός από το ότι είναι αδύνατον να τον κατακτήσουν ολόκληρο, οσοδήποτε και αν τον απολαύσουν, αισθάνονται πάντοτε το βάσανο και την πείνα, την οποία προκαλεί το δημιουργούμενο στις καρδιές τους κενό. Όλα τα βασίλεια του κόσμου και όλη τη δόξα τους εάν κατακτήσουν, θα αισθάνονται πάντοτε την καρδιά τους κενή, διότι ο Θεός, ο οποίος την γεμίζει, έχει φυγαδευτεί από αυτήν.

24 Ὁ μὴ ἀγαπῶν με(1) τοὺς λόγους μου(2) οὐ τηρεῖ· καὶ(3) ὁ λόγος ὃν ἀκούετε οὐκ ἔστιν ἐμός(4), ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με πατρός(5).
24Αυτός που δε με αγαπάει δεν ακολουθεί τα λόγια μου. Τα λόγια όμως που ακούτε δεν προέρχονται από μένα, αλλά από τον Πατέρα που μ’ έστειλε.
(1)  Ο παρών στίχος αποτελεί απάντηση στο «και όχι στον κόσμο» της ερώτησης του Ιούδα.
«Όπως ακριβώς υποσχέθηκε σε αυτούς που φυλάνε τους νόμους, ότι θα κατοικήσει μέσα τους ο ίδιος μαζί με το Θεό και Πατέρα, με την ίδια λογική από αυτούς που δεν είναι τέτοιοι, θα απομακρυνθεί και θα φύγει εντελώς» (Κ).
«Ο Υιός δεν εμφανίζει τον εαυτό του στον κόσμο, διότι ο κόσμος λέγεται στο χωρίο αυτό, ότι είναι εκείνοι, για τους οποίους προσθέτει αμέσως, Αυτός που δεν με αγαπά…» (Αυ).
«Μόνοι αυτού που φυλάνε τις εντολές του, θα γίνουν άξιοι και της δικής του εμφάνισης και της αγάπης του Πατέρα» (Θφ).
(2)  Έχει την ίδια σημασία με το «εντολές» του σ. 21.
(3)  Με έννοια αντιθετική=και όμως (β). Ή, πρέπει να υπονοήσουμε την ιδέα αυτή: Δεν είναι μικρό το να απορρίπτει κάποιος τη διδασκαλία μου· και πράγματι αυτή είναι διδασκαλία του ίδιου του Θεού.
(4)  Δες ζ 16,η 28,ιβ 49. «Επειδή έχει ακόμα την δουλική μορφή και φαίνεται και υπάρχει αληθινά με ανθρώπινη μορφή, λέει αυτά σύμφωνα με τα δικά μας μέτρα και δεν θέλει τον λόγο του να τον κατανοούν ως ανθρώπινο, αλλά θεϊκό όντως και βασιλικό, για αυτό τον αναφέρει αναγκαστικά στο πρόσωπο του Πατέρα» (Κ). «Πώς όμως είναι δικός σου ο λόγος και όχι δικός σου; Με την έννοια ότι, τίποτα έξω από τον Πατέρα δεν λέω, ούτε κάτι άλλο δικό μου διαφορετικό από αυτό που του αρέσει» (Χ).
(5)  «Επομένως όχι μόνο εμένα, αλλά ούτε τον Πατέρα αγαπά, αυτός που δεν ακούει αυτά τα λόγια. Διότι αν αυτό είναι τεκμήριο αγάπης, το να ακούει δηλαδή τις εντολές, αυτές όμως είναι του Πατέρα, αυτός που ακούει, αγάπησε όχι μόνο τον Υιό αλλά και τον Πατέρα» (Χ).
Από εδώ είναι ολοφάνερος ο λόγος, για τον οποίο αυτός που φυλάσσει ή δεν φυλάσσει τον λόγο του Ιησού έχει και τον Πατέρα να μένει ή να μην μένει μέσα του (b).

25 Ταῦτα(1) λελάληκα ὑμῖν παρ' ὑμῖν μένων(2)·
25Αυτά σας τα δίδαξα όλον αυτό τον καιρό που βρίσκομαι κοντά σας.
(1)  Δηλαδή τα από το ιγ 31 και εξής (F).
(2)  «Με αυτό υπαινίσσεται ότι ο ίδιος φεύγει» (Χ).
«Αυτά θα τα πάρουμε ότι λέγονται για την ανθρώπινη φύση του· και επειδή ακριβώς επρόκειτο να φύγει από τα μάτια μας, όσον αφορά το σώμα του βεβαίως, εννοώ, αναχωρώντας για τους ουρανούς, για αυτό λέει αυτά τα λόγια» (Κ). «Μένοντας μαζί τους με τη σωματική του παρουσία, μέσω της οποίας συνομιλούσε μαζί τους ορατά… Η διαμονή λοιπόν εκείνη, την οποία υποσχέθηκε στο μέλλον, είναι άλλη, και αυτή, κατά την οποία διακηρύττει ότι είναι τώρα παρών, είναι άλλη. Η μία είναι πνευματική και πραγματοποιείται εσωτερικά στην καρδιά· η άλλη είναι σωματική και δείχνεται εξωτερικά στο μάτι και το αυτί» (Αυ).

26 ὁ δὲ παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον(1) ὃ πέμψει ὁ πατὴρ(2) ἐν τῷ ὀνόματί μου(3), ἐκεῖνος(4) ὑμᾶς διδάξει πάντα(5) καὶ ὑπομνήσει(6) ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν.
26Αλλά το Πνεύμα το Άγιο, ο Παράκλητος, που θα στείλει ο Πατέρας στο όνομά μου, εκείνος θα σας διδάξει τα πάντα και θα φέρει στη μνήμη σας όλα όσα σας έχω πει εγώ».
(1)  Για πρώτη και μόνη φορά εδώ ο Παράκλητος ταυτίζεται με το Άγιο Πνεύμα. Η ονομασία «το Πνεύμα το Άγιον» ήταν τίτλος σεβαστός και οικείος σε κάθε Ιουδαίο. Δες Ψαλμ. ν 11 (β). «Συνεχώς τον ονομάζει Παράκλητο, λόγω των θλίψεων που θα τους κυρίευαν, δίνοντάς τους καλές ελπίδες, ότι από εκείνον θα χαρεί η ψυχή τους» (Θφ).
(2)  Είναι διδασκαλία που συναντιέται για πρώτη φορά στον Λουκά (Λουκ. κδ 49,Πράξ. β 33) ότι ο Πατέρας στέλνει το Πνεύμα και συναντήσαμε αυτήν και στο σ. 16. Αλλά στο ιε 26 και ιστ 7 το Πνεύμα στέλνεται από τον Υιό. Ένα επιπλέον παράδειγμα που αναφέρεται στη διδασκαλία του Ιωάννη, σύμφωνα με την οποία, ό,τι ο Πατέρας ενεργεί, ενεργεί και ο Υιός (β).
(3)  Ή «σημαίνει εδώ το «αντί για εμένα». Επειδή δηλαδή αυτός, αφού ολοκλήρωσε το θείο σχέδιο της σωτηρίας, ανέβηκε προς τον Πατέρα, λοιπόν αντί για αυτόν κατέβηκε το Πνεύμα το Άγιο… όπως λέει ο θεολόγος Γρηγόριος» (Ζ).
Ή, όπως στο ε 43 και ι 25 λέγεται ότι ο Υιός ήλθε στο όνομα του Πατέρα και εργάστηκε τα έργα του στο ίδιο όνομα, με τη σημασία ότι ήλθε όχι μόνο ως αντιπρόσωπος του Πατέρα αλλά και ως πρόσωπο στο οποίο το όνομα, δηλαδή η προνοητική δύναμη του Πατέρα, δόθηκε και το οποίο επρόκειτο να αποκαλύψει το χαρακτήρα και την βουλή του Πατέρα, έτσι και εδώ λέγεται ότι το Πνεύμα θα σταλεί στο όνομα του Χριστού, για να εξηγήσει την αποστολή του και να αποκαλύψει τις συνέπειές της (β).
«Τίποτα ξένο σε σχέση με μένα δεν θα σας διδάξει, ούτε θα σφετεριστεί προσωπική του δόξα, αλλά… θα έλθει για τη δόξα του δικού μου ονόματος» (Θφ).
Ή, στο σ. 16 το Πνεύμα λέγεται ότι δίνεται από τον Πατέρα κατόπιν της προσευχής ή της δηλωμένης θέλησης του Ιησού. Και εδώ λοιπόν το «στο όνομά μου»= σε απάντηση στην προσευχή μου και στις προσευχές που γίνονται στο όνομά μου και ως μέσο φανέρωσής μου (Owen,Alford). Όλες οι ερμηνείες σοβαρές· η δεύτερη πιο πιθανή.
(4)  Ότι το Πνεύμα το Άγιο είναι ιδιαίτερο πρόσωπο φαίνεται όχι μόνο από το όνομα που δίνεται σε αυτό εδώ, αλλά και από την αντωνυμία (εκείνος)(ο).
(5)  Δες ιστ 13 όπου λέγεται «θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια». Και οι δύο αυτές φράσεις συναντιούνται και στο ψαλμ. κδ 5,9 («οδήγησέ με στην αλήθειά σου και δίδαξέ με», «θα οδηγήσει τους πράους σε κρίση, θα διδάξει τους πράους τις οδούς του»). Αναφέρεται στις θρησκευτικές αλήθειες, αλλά για αυτές τις θείες αλήθειες το Πνεύμα πρόκειται να διδάξει αυτούς νέα πράγματα (β).
«Θα σας αναγγείλει τα πάντα, έχοντας τη γνώση όχι από μάθηση, για να μην φαίνεται ότι εκτελεί χρέη υπηρέτη και μεταφέρει ίσως τα λόγια άλλου, αλλά ως Πνεύμα δικό του… και το οποίο, επειδή γνωρίζει χωρίς να διδαχτεί, όλα τα σχετικά με αυτόν από τον οποίο προέρχεται και μέσα στον οποίο ακριβώς βρίσκεται, αποκαλύπτει τα θεία μυστήρια στους αγίους» (Κ).
(6)  Αυτή είναι η δεύτερη πλευρά του έργου του Πνεύματος. Δεν θα αποκαλύψει μόνο νέα, αλλά και θα υπενθυμίσει στους αποστόλους τις παλαιές αλήθειες, τις οποίες είχαν διδαχτεί από τον Κύριο. Δες β 22,ιβ 16, Πράξ. ια 16, ως παραδείγματα που πείθουν για το ότι μετά την Ανάσταση οι απόστολοι κατανόησαν πληρέστερα την έννοια των λόγων του Κυρίου, οι οποίοι για αυτούς προηγουμένως παρέμεναν σκοτεινοί (β). Αυτή η ίδια η ομιλία του Κυρίου σε αυτά τα κεφάλαια, παρέχει παράδειγμα, διότι γράφτηκε από τον Ιωάννη με τόση ακρίβεια πολύ αργότερα (b).
«Το Άγιο Πνεύμα και δίδαξε και υπενθύμισε· δίδαξε από τη μία, όσα δεν είπε ο Χριστός σε αυτούς επειδή δεν μπορούσαν να τα βαστάξουν· υπενθύμισε από την άλλη, όσα είπε μεν ο Χριστός, αλλά είτε λόγω ασάφειας ή λόγω της νωθρότητας του λογισμού, δεν μπόρεσαν να τα κρατήσουν στη μνήμη οι Απόστολοι» (Θφ).
Οι δύο αυτές πλευρές του έργου του Πνεύματος συνδέονται στενά μεταξύ τους. Το Πνεύμα θα διδάσκει τα νέα υπενθυμίζοντας τα παλαιά, και θα υπενθυμίζει τα παλαιά διδάσκοντας τα νέα. Η εσωτερική αυτή ενέργεια του Πνεύματος θα ανακαλεί ασταμάτητα στη μνήμη τους κάποιον παλαιό λόγο του Ιησού με τέτοιο τρόπο ώστε για όσο θα τους φωτίζει, θα φωνάζουν: Τώρα κατανοώ τη λέξη αυτή του Διδασκάλου! Και η ζωηρή αυτή σαφήνεια θα ανασύρει από τη λησμονιά άλλα λόγια που για πολύ καιρό λησμονήθηκαν (g).
«Επομένως η τέλεια μάθηση, γεννιέται μέσα στους αγίους μέσω του Πνεύματος» (Κ).

27 Εἰρήνην(1) ἀφίημι(2) ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν(3) δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁκόσμος δίδωσιν(4), ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν. μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία(5) μηδὲ δειλιάτω(6).
27«Φεύγω και σας αφήνω την ειρήνη. Τη δική μου ειρήνη σας δίνω. Δε σας τη δίνω όπως τη δίνει ο κόσμος. Μην ανησυχείτε και μη δειλιάζετε.
(1)  Υπαινίσσεται ολοφάνερα τον Ισραηλιτικό χαιρετισμό: Ειρήνη σε σένα (g).
Ο Κύριος «συνειδητοποιεί πάρα πολύ γρήγορα… ότι ο λόγος έβαλε μέσα τους όχι μέτριο φόβο, και τους θορύβησε φοβερά και θόλωσε τελείως το νου του καθενός, φορτώνοντάς τον με το βάρος της λύπης» (Κ).
«Επειδή λοιπόν και ακούγοντας αυτά ένιωθαν ταραχή, κατανοώντας τις ενοχλήσεις, τους πολέμους, την αναχώρηση τη δική του, πρόσεχε πώς και πάλι τους καθησυχάζει λέγοντας· Ειρήνη αφήνω σε εσάς» (Χ).
(2)  «Πράγμα το οποίο φανέρωνε ότι αναχωρεί» (Χ). Σας αφήνω λόγω της αναχώρησής μου (b). «Ο Κύριος άφησε τη δική του ειρήνη ως αποχαιρετιστήριο δώρο στους μαθητές του, μέλλοντας να ολοκληρώσει την με το σώμα του οικονομία» (Β). «Σχεδόν λέει· Τι βλάπτεσθε από την ταραχή του κόσμου, εφόσον έχετε ειρήνη με εμένα;» (Χ).
(3)  Κάποιοι από τους ερμηνευτές πήραν την μεν πρώτη φράση με τη συνηθισμένη έννοια αποχαιρετισμού για αναχώρηση, ενώ αυτήν τη δεύτερη, με την έννοια της ειδικής και εσωτερικής ειρήνης, την οποία δίνει ο Χριστός στους αληθινούς μαθητές του (ο). Ειρήνη ήταν η συνηθισμένη λέξη ευχής ή αποχαιρετισμού. Αλλά στα χείλη του Ιησού σημαίνει κάτι ειδικότερο. Αυτό το ειδικό δώρο κληροδοτεί σε αυτούς. Την ειρήνη τη δική μου. Βρίσκεται ήδη κάτω από τις μηχανορραφίες του προδότη, οι εχθροί του μαζεύονται για να τον καταστρέψουν, και μιλά για τη δική του ειρήνη. Είναι ειρήνη εσωτερική, που δεν εξαρτάται από εξωτερικές περιστάσεις, αλλά απορρέει από την ένωσή του με τον Πατέρα. Αυτήν την ειρήνη κληροδοτεί σε εμάς (τ). Τη δική μου. Την ειρήνη, η οποία είναι χαρακτηριστική του Ιησού Χριστού, την οποία ήλθε να φέρει στη γη ως άρχοντας της ειρήνης. Δες Ψαλμ. οα 3,7,Ησ. θ 6,Μιχ. ε 5 κλπ (F).
«Η ειρήνη η δική του, είναι η ειρήνη την οποία αυτός ο ίδιος έχει. Αλλά αυτός, ο οποίος είναι χωρίς αμαρτία, δεν έχει κάποιο στοιχείο ταραχής μέσα του. Ενώ η ειρήνη την οποία έχουμε εμείς, παρόλο που παίρνουμε αυτήν από αυτόν, είναι τέτοια ώστε μέσα σε αυτήν είμαστε αναγκασμένοι να λέμε: Και συγχώρεσε σε εμάς τα οφειλήματά μας. Ένα είδος ειρήνης έχουμε όταν «εσωτερικά συμφωνούμε και χαιρόμαστε με όσα λέει ο νόμος του Θεού» (Ρωμ. 7,22). Αλλά δεν είναι πλήρης ειρήνη διότι βλέπουμε άλλο νόμο μέσα στα μέλη μας… Με τον ίδιο τρόπο έχουμε ειρήνη στις σχέσεις μας μεταξύ μας, διότι με την αμοιβαία αγάπη έχουμε αμοιβαία μεταξύ μας εμπιστοσύνη. Αλλά ούτε η ειρήνη αυτή είναι τέλεια, διότι δεν βλέπουμε τις σκέψεις ο ένας του άλλου και πολλές φορές έχουμε καλύτερες ή χειρότερες γνώμες για τους άλλους από όσο εγγυάται η πραγματικότητα. Και έτσι, παρόλο που η ειρήνη την οποία άφησε αυτός, είναι ειρήνη μας, όμως δεν είναι τέτοια η ειρήνη την οποία έχει Εκείνος» (Αυ).
«Η ειρήνη του Χριστού, πείθει να ειρηνεύουμε όχι μόνο με τους έξω, αλλά και με τους εαυτούς μας, έτσι ώστε η σάρκα να μην επαναστατεί εναντίον της ψυχής» (αμ). «Αυτή συνδέει από τη μία με τον Πατέρα, αυτούς που την έχουν συνηθίσει, και κάνει από την άλλη ένα το φρόνημα των αγίων· όμως δεν μας συνδέει μόνο όλους μαζί μεταξύ μας, αλλά καθιστά και τον καθένα ιδιαιτέρως, σύμφωνο με τον εαυτό του. Επειδή δηλαδή… η ανθρώπινη φύση από επιβουλή του εχθρού ήρθε σε διαμάχη με τον εαυτό της… χρειαζόταν την ειρήνη από τον Κύριο, έτσι ώστε, αφού η ψυχή πάρει πάλι πίσω υπάκουη τη σάρκα και πειθαρχημένο το σώμα, να μπορέσει να απαλλαχτεί από κάθε εμφύλια επανάσταση» (Θη).
Η ειρήνη που μας κληροδοτήθηκε από τον Κύριο, είναι ειρήνη μας με το Θεό και μεταξύ μας, ειρήνη στα βάθη των καρδιών μας, γαλήνη της συνείδησης που πηγάζει από την πληροφορία ότι συμφιλιωθήκαμε με το Θεό. Αυτή την ειρήνη ονομάζει ο Χριστός δική του, διότι αυτός ο ίδιος είναι η ειρήνη μας (Εφεσ. β 14). Είναι η ειρήνη την οποία πέτυχε για μας και κήρυξε σε εμάς και για την οποία οι άγγελοι έδωσαν συγχαρητήρια στους ανθρώπους όταν γεννήθηκε (Λουκ. β 14).
(4)  Με τους κενούς χαιρετισμούς ή με τις απλές εξωτερικές ευεργεσίες, οι οποίες δεν φτάνουν μέχρι την καρδιά και οι οποίες αμέσως με το που εμφανίζονται εξαφανίζονται από τα μάτια και τη ζωή των θνητών (b).
«Διότι ο σκοπός εκείνων οι οποίοι αγαπούν τον κόσμο, όταν δίνουν στους εαυτούς τους ειρήνη είναι… για να βρουν αυτοί απόλαυση όχι στο Θεό, αλλά στη φιλία του κόσμου» (Αυ).
«Ο κόσμος δίνει στους δικούς του χρήματα και κτήματα» (Ζ).
Η ειρήνη του κόσμου «είναι από έξω και πολλές φορές γίνεται για κακό και είναι ανώφελη και τίποτα δεν ωφέλησε αυτούς που την έχουν» (Χ).
Η φύση της μίας ειρήνης είναι τελείως διαφορετική από την άλλη. Η μία είναι αληθινή και η άλλη ψεύτικη (Luthardt). Η ειρήνη την οποία σας αφήνω, δεν είναι τυπικός χαιρετισμός, αλλά πραγματική ευλογία. Είναι τέτοια η φύση της, ώστε ούτε τα χαμόγελα του κόσμου μπορούν να την δώσουν, ούτε οι συνοφρυώσεις και οι απειλές του μπορούν να την αφαιρέσουν. Τα δώρα τα οποία δίνω εγώ σε σας δεν μοιάζουν με τα δώρα τα οποία ο κόσμος δίνει στα παιδιά του και τους οπαδούς του. Τα δώρα του κόσμου αναφέρονται μόνο στο σώμα και διαρκούν για λίγο χρόνο. Τα δικά μου δώρα παρέχονται στην ψυχή και πλουτίζουν αυτήν αιώνια. Ο κόσμος δίνει ψεύτικες και απατηλές ματαιότητες. Ο Χριστός δίνει ουσιαστικές ευλογίες, οι οποίες ουδέποτε χάνονται. Ο κόσμος δίνει αλλά και παίρνει, ενώ ο Χριστός παρέχει σε εμάς «την αγαθή μερίδα, η οποία δεν θα αφαιρεθεί από εμάς».
(5)  Από φόβους που προέρχονται από μέσα (b).
(6)  Από τρόμους που προκαλούνται από έξω (b) «για τα κακά που πρόκειται να συμβούν σε αυτούς μετά το θάνατό του» (Θφ). Η προτροπή αυτή προστέθηκε ή «επειδή πάλι είπε Σας αφήνω… και αυτό ήταν ικανό να τους φέρει σύγχυση, για αυτό πάλι λέει «Ας μην ταράζεται…»» (Χ) ή διότι η ειρήνη αυτή, την οποία μεταδίδει σε αυτούς με τον προηγούμενο λόγο του, πρέπει να αποδιώξει από τις καρδιές τους κάθε ταραχή και δειλία (g).

28 Ἠκούσατε(1) ὅτι ἐγὼ εἶπον ὑμῖν(2), ὑπάγω καὶ ἔρχομαι(3) πρὸς ὑμᾶς· εἰ ἠγαπᾶτέ με(4), ἐχάρητε ἂν ὅτι εἶπον, πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα(5)· ὅτι(6) ὁ πατήρ μου μείζων μού(7) ἐστι·
28Ακούσατε αυτό που σας είπα: “φεύγω, αλλά θα ξανάρθω κοντά σας”. Αν με αγαπούσατε, θα χαιρόσασταν που σας είπα ότι πηγαίνω στον Πατέρα, γιατί ο Πατέρας είναι ανώτερος από μένα.
(1)  Είπε προηγουμένως ότι δεν πρέπει να δειλιάζουν. Τώρα λέει σε αυτούς ότι δεν πρέπει να είναι ιδιοτελείς.
Και «επιχειρεί να διδάξει ότι αυτοί που επιδεικνύουν άδολη και αληθινή την αγάπη στους άλλους, είναι ανάγκη να ζητούν όχι βεβαίως οπωσδήποτε μόνο το ευχάριστο και αγαπητό στους εαυτούς τους, αλλά και το ωφέλιμο για αυτούς που αγαπούν» (Κ).
Ή, αυτούς τους ενθάρρυνε, δεν θεωρεί αυτό αρκετό, αλλά θα ήθελε να δει αυτούς και να χαίρονται (g) και «αναποδογυρίζει την αφορμή της λύπης σε υπόθεση χαράς, και τους κατηγορεί με σαφήνεια, ότι δεν χαίρονται μάλλον για αυτό για το οποίο τώρα δυσανασχετούν» (Κ).
(2)  Αναφέρεται στους στ. 2-4 και 18, των οποίων συμπτύσσει περιληπτικά το περιεχόμενο (F).
(3)  «Δεν είπα ότι πηγαίνω μόνο, αλλά ότι και έρχομαι προς εσάς. Γιατί λοιπόν δειλιάζετε;» (Ζ).
«Αν μεν λοιπόν ο λόγος απειλούσε, ότι θα είναι απαρηγόρητη για εσάς η αναχώρηση και παντοτινή η στέρηση, τότε βεβαίως θα ήταν πολύ λογικό… να παρασυρθείτε σε ασυγκράτητη λύπη. Αλλά από τη στιγμή που είπα σε εσάς,… ότι και θα επιστρέψω στον κατάλληλο καιρό, για ποιο λόγο τότε… αυτό που από τη φύση του φέρνει χαρά, το υβρίζετε με τη λησμοσύνη;» (Κ).
(4)  =Εάν με αγαπούσατε με τρόπο τελείως ανιδιοτελή (g). Εάν με αγαπούσατε με το πλήρες εκείνο μέτρο, στο οποίο γρήγορα θα φτάσετε με τη δωρεά του Πνεύματος (ο). Δεν αμφισβητεί καθόλου την αγάπη τους, αλλά υπενθυμίζοντας σε αυτούς αυτήν, κάνει νέα έκκληση σε αυτούς που βασίζεται στην αγάπη (β).
(5)  Η επάνοδός του προς τον Πατέρα σήμαινε ανύψωσή του στην αληθινή του δόξα.
«Η ανθρώπινη φύση είναι άξια συγχαρητηρίων, διότι την πήρε με τέτοιο τρόπο ο Μονογενής Λόγος, ώστε να εγκαθιδρυθεί αθάνατη στους ουρανούς… Με τέτοια έννοια είπε ότι θα πορευόταν προς τον Πατέρα… Η επάνοδος προς τον Πατέρα και η αναχώρησή του από εμάς υπήρξαν ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο παρά η από αυτόν μεταμόρφωση και απαθανάτιση εκείνου, το οποίο ακριβώς πήρε από εμάς» (Αυ).
Αρκετοί μεγαλογράμματοι κώδικες αποσιωπούν το εἶπον μεταξύ του ὅτι και του πορεύομαι.
(6)  Η αιτία της χαράς.
(7)  Αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου.
«Είναι μεγαλύτερος ο Πατέρας επειδή ο Υιός είναι ακόμη δούλος και στη δική μας κατάσταση, αφού εξάλλου ονομάζει τον Πατέρα και Θεό δικό του, και αυτό το αποδίδει στην ανθρώπινη μορφή. Διότι εάν πιστεύουμε ότι άδειασε και ταπείνωσε τον εαυτό του, πώς δεν θα είναι ολοφάνερο σε όλους, ότι κατέβηκε από κάποια υπεροχή σε ελάττωση, ή καλύτερα από ισότητα προς τον Πατέρα σε κατάσταση διαφορετική από αυτήν; Τίποτα από αυτά όμως δεν υπέμεινε ο Πατέρας· αλλά έμεινε και είναι σε αυτά που ήταν από την αρχή. Είναι άρα μεγαλύτερος από αυτόν που από συγκατάβαση διάλεξε την ελάττωση» (Κ).
«Πήρε μορφή δούλου, χωρίς να αποβάλλει τη θεία· όταν πήρε το ένα δεν καταργήθηκε το άλλο. Και αναφερόμενος σε αυτό που πήρε λέει «ο Πατέρας μου είναι μεγαλύτερος από εμένα». Για το άλλο όμως λέει «Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα». Ας προσέξουν σε αυτό οι Αρειανοί και με την προσοχή τους ας βρουν θεραπεία… Διότι εφόσον ο Υιός του Θεού ήταν με μορφή δούλου, ήταν μικρότερος όχι μόνο από τον Πατέρα, αλλά και από το Άγιο Πνεύμα και επιπλέον μικρότερος και από τον εαυτό του, διότι και Αυτός ο ίδιος ως Θεός είναι μεγαλύτερος από τον εαυτό του» (Αυ).
Μπορεί όμως να εφαρμοστεί και στη θεία φύση του Λόγου. Όχι λίγοι από τους Έλληνες και Λατίνους (Πατέρες) απάντησαν στους Αρειανούς… ότι ο Πατέρας όχι ως Θεός, αλλά ως αγέννητος Πατέρας λέγεται μεγαλύτερος του Υιού, όπου ο Υιός βλέπεται όχι σύμφωνα με το χαρακτήρα Του ως Θεός, αλλά ως Υιός που γεννήθηκε από τον Πατέρα. Και αυτό δεν αποκλείει το ομοούσιο με τον Πατέρα (b).
«Αν όμως πει κάποιος ότι είναι μεγαλύτερος ο Πατέρας, ως προς το ότι είναι αίτιος του Υιού, ούτε σε αυτό θα φέρουμε αντίρρηση. Αλλά όμως αυτό δεν κάνει τον Υιό να είναι άλλης ουσίας» (Χ).
«Είναι μεγαλύτερος μεν, αλλά όχι στη δύναμη, αλλά μόνο όσον αφορά το αίτιο· διότι είναι αίτιος του υιού με τη γέννηση· διότι από τον πατέρα προέρχεται ο υιός» (Ζ).
«Ο Πατέρας μου είναι μεγαλύτερος από εμένα, επειδή δηλαδή είναι Πατέρας…Γενικά λοιπόν δεν μπορούμε να πούμε ότι η ουσία είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από την ουσία» (Β).
Και «δεν είπε, ο Πατέρας μου είναι καλύτερος από εμένα, για να μην τον θεωρήσει κανείς ξένο ως προς τη φύση εκείνου, αλλά είπε «μεγαλύτερος», όχι κατά το μέγεθος, ή κατά το χρόνο, αλλά λόγω της γέννησής του από τον ίδιο τον Πατέρα· εκτός του ότι και με το να πει «μεγαλύτερος είναι», έδειξε πάλι τη συγγένεια της ουσίας» (Α).
«Εγώ όμως και από αυτή τη φράση πιστεύω ότι δηλώνεται ότι είναι ομοούσιος ο Υιός με τον Πατέρα. Διότι ξέρω ότι οι συγκρίσεις γίνονται κυρίως σε αυτά που έχουν την ίδια φύση. Διότι λέμε άγγελο μεγαλύτερο από άγγελο και άνθρωπο δικαιότερο από άνθρωπο και πτηνό ταχύτερο από πτηνό. Αν λοιπόν οι συγκρίσεις γίνονται σε πράγματα του ιδίου είδους, και σύμφωνα με σύγκριση ειπώθηκε ο Πατέρας μεγαλύτερος του Υιού, άρα είναι ομοούσιος με τον Πατέρα ο Υιός. Αλλά υπάρχει και κάποια άλλη έννοια που βρίσκεται μέσα σε αυτό το ρητό. Πού είναι δηλαδή το θαυμαστό, εάν ομολόγησε τον Πατέρα μεγαλύτερο του εαυτού του, εφόσον είναι Λόγος και έγινε σάρκα, τη στιγμή που φάνηκε κατώτερος και από τους αγγέλους όσον αφορά τη δόξα και από τους ανθρώπους όσον αφορά τη μορφή;» (Β).
Εφόσον όμως εδώ μιλά για επάνοδο προς τον Πατέρα, είναι προφανές, ότι οι λόγοι αυτοί αναφέρονται στην ανθρώπινη φύση του. Έξυπνη, αλλά όχι και ακριβής η ερμηνεία:
«Είπε αυτό για να παρηγορήσει τους μαθητές. Επειδή δηλαδή εκείνοι λυπούνταν, επειδή τάχα δεν θα μπορούσε ο Χριστός να τους βοηθήσει, λέει ότι, Αν και εγώ δεν μπορώ, ο Πατέρας μου όμως, τον οποίο θεωρείτε ανώτερό μου, δεν είναι ικανός να σας βοηθήσει;» (Θφ).

29 καὶ νῦν εἴρηκα ὑμῖν(1) πρὶν γενέσθαι, ἵνα ὅταν γένηται(2) πιστεύσητε(3).
29Σας τα είπα αυτά τώρα, πριν γίνουν, ώστε, όταν τα δείτε να γίνονται, να πιστέψετε.
(1)  «Τα σχετικά με την αναχώρηση και την επιστροφή μου πάλι, και τα σχετικά με τον άλλο παράκλητο» (Ζ).
(2)  «Η προφητεία σχετικά με αυτά, φαίνεται ως ασφαλές εχέγγυο αυτών που αναμένονται να συμβούν» (Κ).
Αλλά όμως «και εκείνος για τον οποίο ειπώθηκε «επειδή με έχεις δει έχεις πιστέψει» δεν πίστεψε μόνο ό,τι είδε, αλλά είδε ένα και πίστεψε άλλο· διότι είδε αυτόν ως άνθρωπο και πίστεψε αυτόν Θεό… Και έτσι πίστεψε με τη διάνοια ό,τι δεν έβλεπε με τις σωματικές αισθήσεις» (Αυ).
Για αυτό προσθέτει το: πιστεύσητε. Σας προειδοποιώ για αυτά που θα συμβούν, ώστε όταν η θύελλα εκραγεί πάνω σας να μπορέσετε να στηριχτείτε ακόμη περισσότερο στην πίστη (μ).
(3)  Η αναχώρηση του Χριστού μπορούσε να κλονίσει την πίστη των μαθητών. «Να μην θεωρήσετε λοιπόν, λέει, τη δική μου αναχώρηση, την σωματική και εμφανή… ότι είναι ίδια με αυτήν των αγίων προφητών… Διότι ζω πάντοτε, αφού είμαι από τη φύση μου ζωή και θα στείλω τον Παράκλητο… έτσι ώστε αφού τύχετε της υπόσχεσης…, να επιβεβαιώσετε την αλήθεια των λόγων μου, αφού θα έλθει ο Παράκλητος να σας θυμίσει αυτά που ζήσατε με την πείρα σας και για να πιστέψετε σταθερά, ότι συνυπάρχω και συμβασιλεύω με τον Πατέρα, και για αυτό σας προείπα αυτά και τα ανέφερα σε εσάς» (Κ).
Το πιστεύσητε ή λέγεται απόλυτα ή πρέπει να συμπληρωθεί σύμφωνα με το ιγ 19 «να πιστέψετε… ότι εγώ είμαι» (β). Η προφητεία των πραγμάτων αυτών οφειλόταν σε θεία και υπερφυσική πρόγνωση. Όταν ο Παύλος πήγαινε στην Ιερουσαλήμ, πορευόταν «για να συναντήσει αυτά που θα συνέβαιναν σε αυτήν» σε αυτόν «χωρίς να ξέρει». Ο Χριστός όμως τα γνώριζε.

30 Οὐκέτι(1) πολλὰ(2) λαλήσω μεθ' ὑμῶν· ἔρχεται(3) γὰρ(4) ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων(5), καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν(6)·
30Δε θα μιλήσω πια για πολύ μαζί σας, γιατί ο κυρίαρχος αυτού του κόσμου έρχεται να με θανατώσει, αν και δεν έχει πάνω μου καμιά εξουσία.
(1)  «Είναι στενός ο καιρός των λόγων· διότι έρχεται ήδη ορμητικά το πάθος» (Κ).
(2)  Αναφέρεται σε μακρό και εκτεταμένο λόγο, χωρίς να αποκλείει ότι έχει ακόμη και κάποια άλλα να πει σε αυτούς (ο).
(3)  Για να διενεργήσει την τελευταία και βιαιότερη έφοδό του εναντίον μου (ο). Έρχεται να συναντηθεί μαζί μου σε αγώνα, του οποίου ο Σταυρός είναι το σύμβολο και στον οποίο πρόκειται ο άρχοντας αυτός να ανατραπεί (μ).
(4)  Αιτιολογεί το «Οὐκέτι πολλὰ …». Δεν έχω πλέον καιρό να σας μιλήσω με πολλά λόγια, διότι…
(5)  «Άρχοντα του κόσμου λέει τον διάβολο»· κόσμο εννοεί «τους πονηρούς ανθρώπους· διότι ο διάβολος δεν εξουσιάζει τον ουρανό και τη γη, διότι τότε θα τα ανέτρεπε όλα και θα τα κατέστρεφε· εξουσιάζει όμως αυτούς που παραδίδουν τους εαυτούς τους σε αυτόν» (Χ).
«Τον ονόμασε… άρχοντα του κόσμου… σαν ακριβώς κάποιον από τους αλιτήριους βαρβάρους που από πλεονεξία πήρε υπό την κυριαρχία του αυτούς που με κανέναν τρόπο δεν του ανήκουν. Διότι μέσω της αμαρτίας έβαλε κάτω από την εξουσία του τον άνθρωπο και αφού αποπλάνησε από το Θεό σαν ακριβώς κάποιο ποίμνιο χωρίς επιστάτη, εξουσίαζε τους ξένους» (Κ).
«Μακριά από εμάς το να θεωρήσουμε τον σατανά ως άρχοντα του κόσμου, σαν να πήρε την κυβέρνηση ολόκληρου του κόσμου, δηλαδή του ουρανού και της γης και όλων όσων είναι σε αυτά. Για αυτόν τον κόσμο λέχθηκε ότι «ο κόσμος μέσω αυτού (του Λόγου) έγινε». Ο όλος κόσμος λοιπόν από τους ύψιστους ουρανούς μέχρι τα κατώτατα της γης, είναι υποταγμένος στον Δημιουργό, όχι στον εξολοθρευτή, στον Λυτρωτή, όχι στον καταστροφέα, στον Ελευθερωτή, όχι στον τύραννο, στον Διδάσκαλο, όχι στο απατεώνα» (Αυ).
Οι μαθητές ονειρεύονταν για το Διδάσκαλό τους, ότι θα γινόταν ο άρχοντας του κόσμου και για τους εαυτούς τους ότι θα γίνονταν ηγεμόνες κάτω από αυτόν. Αλλά ο Χριστός λέει σε αυτούς, ότι ο άρχοντας του κόσμου αυτού ήταν εχθρός του και τέτοιοι ήταν και οι άρχοντες του κόσμου τούτου, όσοι βρέθηκαν κάτω από την έμπνευση και κυριαρχία του και οι οποίοι δεν γνώρισαν την σοφία του Θεού· «διότι αν ήξεραν δεν θα σταύρωναν τον Κύριο της δόξας» (Α΄Κορ. β 8). Στην έρημο, ο άρχοντας του κόσμου αυτού πλησίασε τον Ιησού ως φίλος και ζητούσε να δελεάσει αυτόν με απατηλές υποσχέσεις και προσφορές. Τότε ο διάβολος «έφυγε από αυτόν μέχρι τον κατάλληλο καιρό» (Λουκ. δ 13). Δηλαδή μέχρι τη στιγμή αυτή, κατά την οποία διενεργεί σφοδρή και μανιώδη επίθεση εναντίον του Χριστού, ζητώντας με το φόβο να κατατρομάξει αυτόν και να τον αποτρέψει να αποδεχτεί τον θάνατο για χάρη του κόσμου. Σημείωσε ότι η πρόβλεψη του πειρασμού παρέχει σε εμάς μεγάλο πλεονέκτημα στο να αντισταθούμε εναντίον του. Διότι προειδοποιημένοι για τις επικείμενες εφόδους του, προετοιμαζόμαστε και οπλίζουμε τους εαυτούς μας στο να τον αντιμετωπίσουμε νικηφόρα.
(6)  Ή «ο διάβολος δεν έχει σε μένα τίποτα από τα δικά του· διότι δικά του κατά κάποιο τρόπο είναι τα κακά και η γέννηση της αμαρτίας εκείνον έχει αρχή» (Κ).
Ή «δεν έχει καμία αιτία για να με θανατώσει· διότι εγώ είμαι αναμάρτητος» (Ζ).
Ή, απλούστερα· κανένα δικαίωμα ή δύναμη πάνω μου (b). Τίποτα, το οποίο να ανήκει στο έδαφός του και το οποίο να του δίνει δικαίωμα και εξουσία πάνω μου (g). Φράση εβραϊκή που σημαίνει: δεν έχει καμία αξίωση ή δικαίωμα πάνω μου (χ).
«Δεν έχει τίποτα· διότι ούτε ήλθε με αμαρτία, ούτε είχε η σάρκα του κάποια κληρονομική μόλυνση» (Αυ).
«Στον Κύριο δεν βρήκε τίποτα, διότι δεν έκανε αμαρτία ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του» (Β).
«Δεν εύρισκε τίποτα σε αυτόν, αφού ο Χριστός παρουσίασε τέλεια την καινούργια κατάσταση» (Α).
«Αλλά αυτός μεν που δεν έκανε αμαρτία, έλεγε ότι δεν έχει τίποτα. Στον άνθρωπο όμως είναι αρκετό, εάν τολμήσει να πει, ότι έρχεται ο άρχοντας του κόσμου τούτου και σε εμένα θα βρει λίγα και μικρά» (Β).
Ο άρχοντας του κόσμου αυτού έρχεται ως κατήγορος. Αλλά δεν μπορούσε να βρει τίποτα στο Χριστό για να τον κατηγορήσει. Δεν μπορούσε να βρει κανένα σφάλμα σε αυτόν, καμία έλλειψη στο έργο του. Αλλά ο άρχοντας του κόσμου δεν έρχεται μόνο ως κατήγορος, αλλά και ως εξουσιαστής και ως κύριος, αξιώνοντας κυριαρχία πάνω σε όλο τον κόσμο. Δεν μπορούσε όμως να διεκδικήσει καμία απολύτως εξουσία πάνω στον Κύριο. Ουδέποτε ενέδωσε ο Κύριος σε οποιοδήποτε θέλημά του, διότι πάντοτε τροφή του υπήρξε να κάνει το θέλημα αυτού που τον έστειλε. Και επειδή το θέλημα του Πατέρα του ήταν να αναδεχτεί τον σταυρικό θάνατο, ο σταυρός υπήρξε για τον Κύριο ασυγκρίτως προτιμότερος και επιθυμητότερος παρά μύρια στέμματα προερχόμενα από το χέρι του άρχοντα του κόσμου. Αλλά όταν έρχεται και προς εμάς ο άρχοντας του κόσμου τούτου, δεν μπορούμε να πούμε, ότι «δεν έχει τίποτα».
Όμως ας είναι ευλογημένος ο Θεός. Όταν έρχεται ως κατήγορός μας, η θυσία του Χριστού, μάς δίνει θάρρος να ρίξουμε τους εαυτούς μας με ελπίδα αδιάψευστη στα χέρια του Θεού. Εγκολπώσου το Σταυρό. Γίνε συμμέτοχος του πάθους του Χριστού. Να προσπαθείς ανένδοτα να συσταυρωθείς και εσύ μαζί με το Χριστό. Και άφησε τότε το Θεό να κρίνει. Οπωσδήποτε στο όνομα του Υιού του θα σε απαλλάξει από κάθε κατήγορο. Και εάν ο άρχοντας του κόσμου έρχεται σε σένα και ως εξουσιαστής για να σε διεκδικήσει ως υπήκοό του και πάλι δεν θα έχει τίποτα σε σένα. Δεν σε δημιούργησε αυτός για να σε έχει δικό του. Και δεν έχυσε το αίμα του αυτός για να σε εξαγοράσει ως αναφαίρετο κτήμα του. Δημιουργός σου είναι ο Θεός και Λυτρωτής σου είναι ο Κύριος. Μόνο όμως εάν εσύ παραδώσεις με την αμαρτία μόνος σου τον εαυτό σου, μόνο τότε θα γίνεις δικός του.

31 ἀλλ'(1) ἵνα γνῷ(2) ὁ κόσμος(3) ὅτι ἀγαπῶ τὸν πατέρα(4), καὶ καθὼς ἐνετείλατό μοι(5) ὁ πατήρ, οὕτω ποιῶ(6). ἐγείρεσθε ἄγωμεν ἐντεῦθεν(7).
31Ο κόσμος όμως πρέπει ν’ αναγνωρίσει ότι αγαπώ τον Πατέρα και πεθαίνοντας κάνω αυτό που ήταν η εντολή του.»Και τώρα σηκωθείτε. Ας φύγουμε από ’δω».
(1)  Αντιτίθεται σε αυτό που λέχθηκε προηγουμένως=Ο άρχοντας του κόσμου σε εμένα δεν έχει τίποτα. «Τι λοιπόν; Ο διάβολος σε φονεύει;… Πώς λοιπόν σε σκοτώνουν; Επειδή θέλω, για να μάθει ο κόσμος ότι αγαπώ τον Πατέρα» (Χ).
(2)  Ή, ο λόγος είναι ελλειπτικός=Αλλά η εξουσία τού να με θανατώσει, θα του δοθεί, για να μάθει ο κόσμος… «Αλλά πεθαίνω, για να μάθουν όλοι» (Ζ).
Ή, εξάρτησαν κάποιοι ερμηνευτές το ἵνα γνῷ… από το οὕτω ποιῶ=Αλλά έτσι πράττω, για να μάθει ο κόσμος… Εναντίον αυτής της εκδοχής, αντιτίθεται το «και καθώς..».
Ή, έβαλαν κόμμα μετά το «ποιῶ» και ως κύριο ρήμα πήραν το ἐγείρεσθε, ἄγωμεν …=Αλλά σηκωθείτε, ας πάμε να συναντήσουμε τον αντίπαλο και τις δυνάμεις του και να παραδώσω τον εαυτό μου στη διάθεσή τους. Η πρώτη εκδοχή είναι πιο σωστή.
(3)  Ο οποίος κρατείται ισχυρά από τον άρχοντά του· έτσι ώστε ξεντύνοντας τον εαυτό του από τον χαρακτήρα του, να παύσει ο κόσμος να είναι κόσμος και να μπορέσει να αναγνωρίσει για σωτηρία του, ότι η ευαρέσκεια του Πατέρα υπάρχει σε Εμένα (b).
(4)  «Αφού υπακούω το θέλημά του· και θέλημά του είναι να πεθάνω για τη σωτηρία των ανθρώπων» (Ζ).
«Θα πεθάνω με μεγάλη χαρά από σεβασμό σε αυτόν που με γέννησε και από αγάπη προς αυτόν… ο οποίος δίψασε την σωτηρία του κόσμου» (Κ).
«Όχι επειδή είμαι υπεύθυνος θανάτου, ούτε επειδή τού οφείλω, αλλά λόγω της αγάπης μου στον Πατέρα υπομένω» (Χ).
(5)  Υπάρχει και η γραφή: εντολήν έδωκε αντί για το ἐνετείλατο.
«Όταν ακούς ότι «με διέταξε ο Πατέρας», μην υποβιβάσεις, λόγω του «διέταξε», τον Κύριο ότι τάχα διατάζεται, αλλά λόγω της λέξης «ο Πατέρας» να αναγνωρίσεις αυτόν Υιό ομοούσιο με τον Πατέρα· το «διέταξε» να το εννοήσεις αντί για το «θέλησε», «είπε», «επικύρωσε», «ευαρεστήθηκε»»(Θφ)
(6)  Για την υπακοή του Χριστού στην εντολή του Πατέρα δες δ 34, η 55 και Φιλιπ. β 8, Εβρ. ε 8. Η υπακοή αυτή υπήρξε τέλεια σε όλο τον επίγειο βίο του, αλλά εδώ ο υπαινιγμός αναφέρεται στην εσχάτη πράξη της παράδοσης του εαυτού του στον σταυρικό θάνατο (β).
(7)  Ή «βλέποντας τους μαθητές να δειλιάζουν πάρα πολύ… μεταφέρει αυτούς σε άλλο τόπο ασφαλέστερο» (Ζ), αφού αναχώρησε μαζί τους από το ανώγειο και «δίνει την δυνατότητα στους μαθητές να αναπνεύσουν λίγο· διότι πράγματι ήταν λογικό αυτοί, επειδή ήταν σε ολοφάνερο μέρος να τρέμουν και να φοβούνται και από τον χρόνο… έτσι ώστε, αφού νομίσουν ότι βρίσκονται σε ασφάλεια, χωρίς φόβο λοιπόν να ακούσουν» (Χ).
«Τους μεταφέρει… στον κήπο, τον οποίο γνώριζε ο Ιούδας. Επομένως φαινομενικά μεν, το πράγμα ήταν αναχώρηση, στην πραγματικότητα όμως ήταν εκούσια παράδοση» (Θφ).
Από αυτούς που δέχτηκαν αυτήν την εκδοχή, υποστηρίχτηκε είτε ότι, ο λόγος που άρχισε στο κεφ. ιε από την αλληγορία της αμπέλου εκφωνήθηκε αφού σταμάτησε ο Κύριος στο ναό, που ήταν ανοικτός κατά τις γιορτές του Πάσχα. Εκεί κρεμιόταν η χρυσή άμπελος, από όπου πήρε την αφορμή ο Κύριος να χρησιμοποιήσει την παραπάνω αλληγορία. Εκεί επίσης υπήρξε και κατάλληλος ο τόπος για εκφώνηση της αρχιερατικής προσευχής (Westcott). Είτε ότι ο λόγος αυτός εκφωνήθηκε στο δρόμο, βαδίζοντας ο Ιησούς με τους μαθητές στη Γεθσημανή (Webster-Wilkinson) ή την ώρα που κατέβαιναν την κοιλάδα Κεδρών σταμάτησαν σε κάποιο μέρος ήσυχο και εκεί εξακολούθησε ο Κύριος όσα λέγονται στα κεφ. ΙΕ΄και ΙΣΤ΄ (g).
Ή, σύμφωνα με άλλη ερμηνεία της λέξης Εγείρεσθε… με αυτό ο Κύριος αφού τους κάλεσε να σηκωθούν από το τραπέζι, χρονοτρίβησε μαζί τους σε στάση όρθια στο ίδιο δωμάτιο, εξακολουθώντας και το υπόλοιπο του λόγου και την αρχιερατική προσευχή (ο). Υπέρ αυτής της εκδοχής συνηγορεί όχι μόνο το Ιω. ιη 1 («αφού είπε αυτά ο Ιησούς βγήκε… πέρα από τον χείμαρρο των Κέδρων») αλλά και αυτό που μαρτυρούν οι Συνοπτικοί, ότι «αφού ύμνησαν βγήκαν» (Μάρκ. ιδ 26).
Ο ύμνος εψάλη όχι στο δρόμο, αλλά ενώ βρίσκονταν στο δωμάτιο, και παρουσιάζεται πιθανότερο ότι πριν από αυτόν απευθύνθηκε και η αρχιερατική προσευχή. Ας φύγουμε από εδώ. Και πού πρόκειται να πάει; Στη Γεθσημανή, στο φίλημα του προδότη, στα κριτήρια του Καϊάφα, του Ηρώδη και του Πιλάτου· στον επονείδιστο και σκληρό θάνατο του Σταυρού, στις άγνωστες σε εμάς αγωνίες της τελευταίας του σύγκρουσης με τον άρχοντα αυτού του κόσμου. Είχε βάπτισμα να βαπτιστεί και «τον κατείχε ανυπομονησία ωσότου το υποστεί» (Λουκ. ιβ 50). Η συναίσθηση του καθήκοντος κάνει σταθερά τα βήματά του στην οδό της θυσίας. Ο καθένας από εμάς, ο οποίος δεν έχει πάντοτε μπροστά στα μάτια του το παράδειγμα αυτό του Σωτήρα, ώστε παρορμώμενος από αυτό να δέχεται κάθε δυσάρεστο και μη αρεστό σε αυτόν χάριν του καθήκοντος, είναι αδύνατον να οικοδομήσει την ηθική του εξύψωση και ευγένεια και να δοξάσει με τις πράξεις του το Θεό.

 

Ιω. 13,1             Πρό δὲ τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα(1) εἰδὼς(2) ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐλήλυθεν αὐτοῦ ἡ ὥρα(3) ἵνα μεταβῇ(4) ἐκ τοῦ κόσμου τούτου πρὸς τὸν πατέρα(5), ἀγαπήσας(6) τοὺς ἰδίους(7) τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ(8), εἰς τέλος(9) ἠγάπησεν(10) αὐτούς.
Ιω. 13,1    Προ της εορτής δε του Πάσχα, επειδή εγνώριζεν ο Ιησούς καθαρότατα, ότι έφθασε η ώρα, να μεταβή από τον κόσμον αυτόν προς τον Πατέρα, και τώρα με στοργικωτάτην και τελεία αγάπην ηγάπησε τους μαθητάς του, τους οποίους καθό ιδικούς του ιδιαιτέρως είχε αγαπήσει στον κόσμον αυτόν.
(1)   Το Πάσχα σήμαινε συνήθως το πασχαλινό δείπνο που γινόταν το απόγευμα της 14 προς την 15 του μηνός Νισάν (Εξοδ. ιβ·Λευιτ κγ 5, Αριθμ. κη 16).  Ο Ιωάννης δέχεται τον όρο γιορτή του Πάσχα ευρύτερα, περιλαμβάνοντας με αυτόν και ολόκληρη την ημέρα της 14 Νισάν, κατά την οποία εξαφανιζόταν από τους Ισραηλίτες από τα σπίτια τους κάθε ένζυμος άρτος και για αυτό συνυπολογιζόταν και αυτή στις ημέρες που ανήκαν στην γιορτή (Δες Λευϊτ. κγ 5-11), όπου η 15 Νισάν ονομάζεται «επαύριον του Πάσχα». 
Η χρήση των αζύμων όμως άρχιζε το απόγευμα της 14 προς την 15 Νισάν και διαρκούσε για επτά ημέρες, δηλαδή μέχρι τις 21. Εάν λοιπόν συμπεριλάβουμε και ολόκληρη την ημέρα της 14ης στη φράση «της εορτής του Πάσχα», τότε η όλη φράση «προ της εορτής του Πάσχα» μας τοποθετεί το αργότερο στο απόγευμα της 13 προς την 14. Και αυτό αποτελεί την ορθότερη εκδοχή. Υποστηρίχτηκε όμως και από πολλούς ερμηνευτές, ότι εορτή εδώ εννοεί ο Ιωάννης την έναρξη του Πάσχα με το πασχάλιο δείπνο, κατά την οποία τρωγόταν ο πασχάλιος αμνός και άρχιζε η χρήση των αζύμων. Οπότε η φράση «προ της εορτής του Πάσχα» μας τοποθετεί στο απόγευμα της 14, λίγες στιγμές πριν την έναρξη του πασχάλιου δείπνου (g). 
Η τελευταία αυτή εκδοχή δεν συμβιβάζεται με πολλά γεγονότα τόσο της Ιωάννειας, όσο και της Συνοπτικής αφήγησης, τα οποία παρουσιάζουν την ημέρα της Σταύρωσης ως ημέρα εργάσιμη.
(2)   Ο λόγος για τον οποίο εκδήλωσε σε αυτούς τόσο θερμά την αγάπη του ήταν διότι έβλεπε να έρχεται το τέλος του. Η πρόβλεψη επικείμενου χωρισμού κάνει τη στοργή θερμότερη και ζωηρότερη στις εκδηλώσεις της. Η μετοχή λοιπόν είναι αιτιολογική μάλλον παρά χρονική. 
«Προγνώριζε το πάθος, για αυτό πρέπει να πούμε ότι θεληματικά υπέμεινε τον τόσο υβριστικό θάνατο» (αμ). 
«Δεν γνώρισε τότε… προ πολλού γνώριζε» (Χ), «και πριν από όλους τους αιώνες» ως Θεός, «την ώρα του θανάτου του» (Θφ).
(3)   Αυτή η φράση που τόσο συχνά χρησιμοποιείται καθορίζεται εδώ ως η ώρα της αναχώρησης του Κυρίου από τον κόσμο αυτόν. Πρέπει λοιπόν να θεωρείται ως ευφημισμός που δηλώνει το θάνατό του. Δες ζ 30,η 20,ιβ 27,ιζ 1(ο). Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα αντί για το ελύληθεν η ώρα γράφουν ήλθεν η ώρα.
(4)   «Με μεγαλοφροσύνη ο ευαγγελιστής ονομάζει τον θάνατό του μετάβαση» (Χ). 
Το μεταβαίνω δηλώνει την μετακίνηση από μία θέση σε άλλη, σαν από ένα σπίτι σε άλλο, από ένα δωμάτιο σε άλλο. Ο Κύριος δεν επρόκειτο να αναχωρήσει στον ουρανό, σαν σε τόπο όπου δεν υπήρξε ποτέ πριν, αλλά η αναχώρησή του ήταν μετάβαση από μία θέση σε άλλη του σύμπαντος, το οποίο ο παντοδύναμος λόγος του έφερε στην ύπαρξη και το οποίο ως Θεός πανταχού παρών γέμιζε πάντοτε με την παρουσία του (ο).
(5)   «Αφού πέθανε και αναστήθηκε, μετέβη από τη γη στον ουρανό» (Ζ) και ως θεάνθρωπος ήδη επανήλθε στον αρχικό του ένδοξο θρόνο της θεότητας (ο). Η ανάληψη του Κυρίου λέγεται και στα ιδ 12,28,ιστ 10,28 έλευση προς τον Πατέρα (β).
(6)   Αναφέρεται στο χρόνο από την κλήση των μαθητών μέχρι τη στιγμή εκείνη. «Αγάπησε τους μαθητές μέχρι τον τότε καιρό» (Ζ). Η κατά το παρελθόν αγάπη αυτή τίθεται ως λόγος για την εμμονή εκείνη στην αγάπη, την οποία η ανείπωτη αγωνία της Γεθσημανή και ο σταυρός δεν μπόρεσαν να μειώσουν (ο).
(7)    «Δικούς του λέει τους μαθητές επειδή ήταν δικοί του λόγω της υπακοής τους» (Ζ)· «όσον αφορά την οικειότητα με αυτούς· επειδή και άλλους λέει δικούς του όσον αφορά τη δημιουργία, όπως όταν λέει· οι δικοί του δεν τον δέχτηκαν» (Χ). 
«Διότι δικά του, του Κυριόυ μας Ιησού Χριστού, είναι τα πάντα που έγιναν από αυτόν, τα λογικά και νοερά κτίσματα, οι δυνάμεις οι ουράνιες και οι θρόνοι και οι κυριότητες (=αγγελικά τάγματα) και αν υπάρχει κάτι άλλο ομογενές με αυτά, όσον αφορά στο λόγο της δημιουργίας· δικά του πάλι είναι και τα πάνω στη γη λογικά όντα, εφόσον είναι δεσπότης όλων αυτών, έστω και αν κάποιοι δεν τον προσκυνούν ως δημιουργό» (Κ). 
Το ιδίους αναφέρεται κυρίως στους δώδεκα μαθητές του. Αλλά αληθεύει και για όλους τους πιστούς, διότι οι 12 αυτοί έγιναν πατριάρχες και αντιπρόσωποι όλων των φυλών του νέου Ισραήλ της χάριτος. Ο Κύριος έχει στον κόσμο λαό δικό του. Δικό του διότι τού τον έδωσε ο Πατέρας, δικό του διότι αυτός ο ίδιος ο Κύριος εξαγόρασε αυτόν με το αίμα του και έκανε αυτόν κληρονομιά δική του. Δικό του τέλος διότι και ο λαός αυτός αφιερώνει τον εαυτό του στο Χριστό, τον οποίο αναγνωρίζει και λατρεύει ως Κύριό του.
(8)   Ή «επειδή ήταν δικοί του και αυτοί που πέθαναν, οι γύρω από τον Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και όσοι ήταν σαν εκείνους, αλλά εκείνοι τότε δεν βρίσκονταν στον κόσμο» (Χ). 
Ή, πιο σωστά, αντιτίθεται επίτηδες με το προηγούμενο «προς τον πατέρα», κοντά στον οποίο το παν είναι σε ειρήνη και ασφάλεια, ενώ στον κόσμο το παν είναι σε αγώνα και κίνδυνο (g). 
(9)   Ή, για τελευταία φορά εκδήλωσε σε αυτούς με μοναδικό σημάδι, το πλύσιμο των ποδιών, την αγάπη του (G). Ή, «το «εις τέλος» δηλώνει το πάρα πολύ» (Ζ). «Έδειξε τελειότατη την αγάπη» (Κ). Για αυτήν την έννοια τους «εις τέλος» δες και Ιησού Ναυή ι 20 («έως εις τέλος»=ολοκληρωτική) Α΄Παραλ. κη 9,Β΄Παραλ. ιβ 12, σε πολλά μέρη στους Ψαλμούς,Β΄ Μακ. η 29). Η φράση λοιπόν σημαίνει την εκδήλωση της αγάπης μέχρι την τέλεια έκχυσή της, μέχρι εξάντλησής της με κάποια έννοια (g). 
Ο Χριστός τρέφει στοργική αγάπη για τους δικούς του μαθητές, οι οποίοι βρίσκονται ήδη στον κόσμο. Αν και αυτοί παραμένουν στον κόσμο αυτόν, ο οποίος είναι κόσμος αμαρτίας και διαφθοράς, σκότους και απομάκρυνσης, αυτός τους αγαπά. Πηγαίνει τώρα στους δικούς του, οι οποίοι ζουν στον ουρανό, δηλαδή στα πνεύματα των δικαίων, που έχουν τελειωθεί στον ουρανό. Αλλά ενδιαφέρεται για τους δικούς του στη γη, διότι αυτοί έχουν κατεξοχήν ανάγκη της φροντίδας και προστασίας του. Το ασθενές και αδύνατο παιδί συγκεντρώνει ιδιαιτέρως τις φροντίδες και περιποιήσεις των γονέων του. 
Ήταν δείγμα εξαιρετικό της αγάπης του στους δικούς του στον κόσμο, ότι κατά τις κρίσιμες αυτές ημέρες της αναχώρησής του από τον κόσμο, για τις οποίες «η ψυχή του ταράχτηκε» συχνά, δεν λησμονεί αυτούς. Λησμονεί σε αυτές την θυελλώδη θάλασσα του μαρτυρίου, τα απειλητικά κύματα της οποίας πρόκειται σε λίγο να αντιμετωπίσει, για να παρηγορήσει τους δικούς του μαθητές. Λησμονεί τον πόνο του για να μετριάσει τον δικό τους πόνο. Και πριν ακόμη χύσει από τον Σταυρό το αίμα του, λούζει αυτούς και την όλη εκκλησία του με το Πάσχα της τίμιας σάρκας του και του αχράντου αίματός του, το οποίο παραδίνει σε αυτήν με το μυστήριο της θείας ευχαριστίας ως πηγή αιώνιας και ανεξάντλητής ζωής.
(10)   Αναφέρεται κυρίως στην έμπρακτη εκδήλωση της αγάπης. Στην απτή αυτή εκδήλωση της αγάπης αναφέρεται και ο χρονικός προσδιορισμός «πριν τη γιορτή του πάσχα». 
«Επειδή δηλαδή επρόκειτο τώρα να πεθάνει και να τους αφήσει, αυξάνει σε ένταση την αγάπη για να έχουν να τον θυμούνται πολύ περισσότερο. Και σημάδι αύξησης της αγάπης ήταν το να πλύνει τα πόδια τους· διότι αυτός που αγαπά κάποιον θερμά δεν αρνείται σε αυτόν ούτε την έσχατη υπηρεσία» (Ζ). 
«Για ποιο λόγο τέλος πάντων δεν το έκανε αυτό από την αρχή; Τα σπουδαιότερα τα κάνει αργότερα, ώστε να μεγαλώσει την εξοικείωση και να βάλει μέσα τους από πριν πολλή παρηγοριά για τα κακά που επρόκειτο να ακολουθήσουν» (Χ).
  
13,2   καὶ δείπνου(1) γενομένου(2), τοῦ διαβόλου ἤδη(3) βεβληκότος(4) εἰς τὴν καρδίαν(5) Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτου ἵνα αὐτὸν παραδῷ(6),
Ιω. 13,2   Και όταν είχε ετοιμασθή το δείπνον, όταν πλέον και ο διάβολος είχε βάλει μέσα εις την καρδίαν του Ιούδα του Ισκαριώτου, υιού του Σιμωνος, την κακήν σκέψιν και απόφασιν, να τον παραδώση στους εχθρούς του,
(1)   Χωρίς άρθρο. Δεν πρόκειται λοιπόν για το πασχάλιο δείπνο, οπότε θα έμπαινε και το άρθρο αλλά για συνηθισμένο δείπνο.
(2)   «Δεν πρέπει με αυτό να εννοήσουμε, ότι το δείπνο ήδη τελείωσε… αλλά ότι ήταν ήδη έτοιμο και πάνω στο τραπέζι για χρήση αυτών που θα κάθονταν» (Αυ). Το πλύσιμο των ποδιών λοιπόν έγινε κατά την αρχή του δείπνου (b). Υπάρχει και η γραφή γινομένου=κατά τη διάρκεια του δείπνου.
(3)   Σύμφωνα με τους συνοπτικούς (Ματθ. κστ 14,Μάρκ. ιδ 10,Λουκ. κβ 3-6) ο Ιούδας είχε συμφωνήσει με τους αρχιερείς την προδοσία σε προηγούμενη ημέρα της ίδιας εβδομάδας (β).
(4)   Δες και Λουκ. κβ 3. 
«Εάν κάποιος ρωτήσει τι έβαλε ο Σατανάς στην καρδιά του Ιούδα, αυτό αναμφίβολα ήταν το να παραδώσει αυτόν. Αυτό έγινε με πνευματική υποβολή· και μπήκε όχι από το αυτί, αλλά με τις σκέψεις· όχι λοιπόν μέσα από δρόμο σωματικό, αλλά πνευματικό» (Αυ). 
Από ποιο δρόμο ο σατανάς εισχωρεί στις καρδιές των ανθρώπων και με ποιες μεθόδους εξακοντίζει τις υποβολές του και αναμιγνύει αυτές χωρίς να το καταλαβαίνουμε, με τις δικές μας σκέψεις, οι οποίες αυτομάτως γεννιούνται στις καρδιές μας, δεν μπορούμε να πούμε. Υπάρχουν όμως μερικές αμαρτίες τόσο μεγάλες, για τις οποίες παρέχονται από τον κόσμο και την σάρκα και γενικά το εξωτερικό αισθητό περιβάλλον τόσο ασθενείς πειρασμοί, ώστε είναι πλέον σαφές γι αυτές, ότι ο σατανάς έβαλε το σπέρμα τους στις καρδιές, που ήταν διατεθειμένες να χρησιμεύσουν ως φωλιές κατάλληλες να γονιμοποιήσουν αυτό. 
Έτσι και ο Ιούδας καμία αφορμή δεν είχε πάρει από τον Διδάσκαλο για να προδώσει αυτόν, και μάλιστα αντί ενός τόσο ευτελούς τιμήματος. Η πράξη όμως, στην οποία προέβη, ήταν τόσο εχθρική κατά του Θεού, ώστε μόνος ο σατανάς μπορούσε να σφυρηλατήσει αυτήν στην προσπάθειά του να εξαφανίσει το βασίλειο του Λυτρωτή, αλλά αντί για αυτό βρήκε αυτός τον δικό του όλεθρο και εξαφάνιση.
(5)   Ο σκοπός του Ιούδα ήταν ακόμη κρυμμένος (b).
(6)   Μαρτυρημένη και η γραφή «εις την καρδίαν ίνα παραδοί αυτόν Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης» που εκφράζει το ίδιο νόημα. Γιατί αναφέρει αυτό εδώ ο ευαγγελιστής; 
Ή, «το είπε αυτό ο ευαγγελιστής γεμάτος από έκπληξη, για να δείξει, ότι αυτόν που είχε ήδη πάρει την απόφαση να τον προδώσει, αυτόν έπλυνε» (Χ), «γεμάτος από έκπληξη για την υπερβολική ανεξικακία του Σωτήρα» (Ζ), «για να δειχτεί η απανθρωπιά του Ιούδα, ότι ούτε η συμμετοχή στο ίδιο τραπέζι δεν τον έκανε να ντραπεί» (Θφ)· παρουσιάζει έτσι αντίθεση μεταξύ του έργου του Κυρίου, που εκδηλώνει την τελειότατη αγάπη του, και του έργου του σατανά που ωθεί σε τέτοια μισητή και ολέθρια πράξη (ο). 
Ή, για να δικαιολογήσει τους διάφορους υπαινιγμούς, τους οποίους ο Κύριος έκανε παρόντος του προδότου κατά τη διάρκεια της ακόλουθης σκηνής. Δες στ. 10,18,21,26,27 (g). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.

Ιω. 13,3   εἰδὼς(1) ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα δέδωκεν αὐτῷ ὁ πατὴρ εἰς τὰς χεῖρας(2), καὶ ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐξῆλθε(3) καὶ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπάγει(4),
Ιω. 13,3    ο Ιησούς, αν και εγνώριζε πολύ καλά ότι ο Πατήρ του είχε παραδώσει τα πάντα εις τα χέρια του και ότι από τον Θεόν εξήλθε, δια να έλθη στον κόσμον και προς τον Θεόν τώρα επιστρέφει,
(1)   «Παρόλο δηλαδή, λέει, που δεν αγνοούσε…» (Κ). Η συνείδηση της δόξας του και η δουλική υπηρεσία του πλυσίματος των ποδιών θαυμάσια συμπίπτουν (b). Η μετοχή είναι μάλλον εναντιωματική. Μπορούμε όμως να την πάρουμε και ως αιτιολογική: Λόγω του μεγαλείου αυτού ο Ιησούς ταπεινώνεται. Αισθανόμενος τον εαυτό του ως τον μέγιστο, καταλαβαίνει ότι σε αυτόν απομένει να δώσει το υπόδειγμα του πραγματικού μεγαλείου ταπεινούμενος στον ρόλο του πλέον μικρού (g).
(2)   Δες γ 35. «όπως αρμόζει σε άνθρωπο είπε το «όλα τα έδωσε»»  (Ζ), φανερώνοντας «την δόξα και εξουσία και την κυριαρχία στα πάντα που υπήρχε μέσα σε αυτόν» (Κ), τα οποία και ως άνθρωπος πήρε σύμφωνα με τα Ματθ. κη 18 και Φιλιπ. β 9. 
«Επομένως αυτά που δεν ήταν πριν στα χέρια του Ιησού, δόθηκαν από τον Πατέρα στα χέρια του· και όχι κάποια μεν, ενώ κάποια όχι, αλλά όλα. Αυτό ακριβώς βλέποντάς το ο Δαβίδ κατά τρόπο πνευματικό, λέει το… Κάθισε στα δεξιά μου, έως ότου βάλω τους εχθρούς σου υποπόδιο των ποδιών σου. Διότι και οι εχθροί του Ιησού ήταν μέρος των πάντων, τους οποίους γνώριζε ο Ιησούς με την πρόγνωσή του, ότι θα του δοθούν από τον Πατέρα» (Ω). 
Το ίδιο «παρουσιάζοντάς το σαφέστερα ο Απόστολος λέει «όταν λοιπόν πει ότι όλα υποτάχτηκαν, είναι φανερό ότι εννοεί εκτός από αυτόν που τα υπέταξε σε αυτόν τα πάντα» (Ω). 
Υπάρχει και η γραφή Έδωκεν αντί δέδωκεν. Η εξομάλυνση και διαιτησία όλων των μεταξύ Θεού και ανθρώπων διαφορών ανατέθηκε στα χέρια του. Και η διακυβέρνηση της βασιλείας του Θεού μεταξύ των ανθρώπων εμπιστεύθηκε σε αυτόν. Έτσι ώστε όλες οι ενέργειες και πράξεις, και οι κυβερνητικές και οι δικαστικές περνούν όλες από τα χέρια του, διότι αυτός είναι «ο κληρονόμος όλων».
(3)   «Δηλαδή γεννήθηκε από την ουσία του Θεού και Πατέρα» (Κ), «ως υιός Θεού και Θεός» (Ζ). Δηλώνεται η θεία καταγωγή του και προέλευση.
(4)   «Δηλαδή πάλι ανεβαίνει στους ουρανούς, για να κάθεται, εννοείται, στον ίδιο θρόνο μαζί με αυτόν που τον γέννησε» (Κ). Η επανάληψη της λέξης γίνεται με έμφαση. 
«Εδώ και θαυμάζοντας λέει ότι ο τόσο μέγας και τόσο ανώτερος, εκείνος που ήλθε από τον Θεό και μεταβαίνει προς αυτόν, ο κυρίαρχος των πάντων, έπραξε αυτό, και ούτε παρόλ’ αυτά θεώρησε ανάξιο να κάνει μία τέτοια πράξη» (Χ). 
«Αν και ήξερε για τον εαυτό του ότι είναι παντοκράτορας και υιός Θεού και έχει τόσο μεγάλη εξουσία και τόσο σπουδαία αξία, όμως συγκατέβη σε άκρα ταπείνωση, φανερώνοντας από τη μία την αγάπη στους μαθητές και διδάσκοντάς τους ταυτόχρονα από την άλλη να ταπεινοφρονούν» (Ζ). 
Όπως ήλθε από τον Θεό για να είναι αντιπρόσωπός του στη γη, έτσι μετέβη πάλι στον ουρανό για να είναι εκεί αντιπρόσωπος δικός μας. Και αποτελεί μέγιστη ενίσχυση για μας να σκεφτόμαστε με ποιες τιμές και με ποια δόξα έγινε δεκτός εκεί. «Έφθασε μέχρι τον παλαιό των ημερών και οδηγήθηκε μπροστά σε αυτόν» (Δανιήλ ζ 13). Και λέχθηκε σε αυτόν από τον παλαιό των ημερών: «Κάθισε στα δεξιά μου» (Ψαλμ. ρθ 1).
 
Ιω. 13,4    ἐγείρεται(1) ἐκ τοῦ δείπνου(2) καὶ τίθησι τὰ ἱμάτια(3), καὶ λαβὼν λέντιον(4) διέζωσεν(5) ἑαυτόν.
Ιω. 13,4   σηκώνεται από το τραπέζι, και βγάζει τα εξωτερικά του ενδύματα και αφού επήρε μίαν ποδιά, εζώσθη με αυτήν.
(1)   «Όχι δηλαδή πριν κάτσουν, αλλά αφού έγειραν όλοι, τότε σηκώθηκε και ζώστηκε ποδιά» (αμ). 
Πιθανότατα το πλύσιμο των ποδιών έγινε με αφορμή την έριδα των μαθητών για πρωτεία στο Λουκ. κβ 23-27 (g,ο,β). Και διδάσκει «αυτούς την μητέρα των αγαθών, την ταπεινοφροσύνη» (Χ) και «τόσο πολύ δίνει την εντύπωση ότι μειονεκτεί σε σχέση με τους άλλους όσον αφορά τη δόξα, ώστε να πρέπει να κατατάσσεται στην τάξη του δούλου, και δεν αισθάνεται φρίκη να εκπληρώνει ούτε αυτήν την υπηρεσία που αρμόζει σε υπηρέτη, με το να πλένει τα πόδια των αδελφών και να ζώνεται με πετσέτα για την ανάγκη. Διότι δες με προσοχή πόσο δουλικό είναι αυτό το πράγμα, εννοώ βεβαίως σε σχέση με τις κοσμικές συνήθειες και τις έξω ασχολίες» (Κ).
(2)   Αυτό δεν συνυπονοεί αναγκαία ότι είχε αρχίσει το φαγητό, αλλά μόνο ότι οι συμμετέχοντες είχαν πάρει τις θέσεις τους στο τραπέζι (ο). «Διότι δεν σηκώθηκε πριν κάτσουν οι μαθητές, αλλά αφού ξάπλωσαν όλοι» (Χ), «μόνος αυτός ενώ εκείνοι ξεκουράζονταν» (Θφ). 
Πάντως υποδηλώνει ότι το πλύσιμο αυτό των ποδιών δεν ήταν το συνηθισμένο που γινόταν πριν το δείπνο, και δεν πρέπει για αυτό να θεωρηθεί σαν ο προπαρασκευαστικός για το δείπνο καθαρισμός των ποδιών. Δες Λουκ. ζ 44,Γεν. ιη 4,ιθ 2,κδ 32,μγ 23,Κριτών ιθ 21,Α΄Τιμοθ. ε 10 (β).
(3)   «Όχι όλα, αλλά το εξωτερικό ένδυμα (πανωφόρι) ή και το μετά από αυτό, για να είναι πιο άνετος (ευκίνητος)» (Ζ). Διατήρησε τον χιτώνα, το ένδυμα του δούλου.
(4)   Πανί που χρησιμοποιήθηκε και ως μάκτρο (πετσέτα) και ως ποδιά (ο). Ζώστηκε με αυτό διότι επρόκειτο αφενός μεν να ρίχνει νερό στα πόδια, αφετέρου δε να μεταφέρει βαστάζοντας με τα δύο χέρια τον νιπτήρα. Η λέξη συναντιέται μόνο εδώ και στον επόμενο στίχο. «Ζώστηκε ποδιά… έτσι ώστε… μετά το πλύσιμο, με πιο κατάλληλο ύφασμα να σκουπίσει τα πόδια των μαθητών» (Ω).
(5)   Εγείρεται… τίθησι τα ιμάτια… διέζωσε… Κάθε χαρακτηριστικό της ακόλουθης εικόνας προδίδει τις αναμνήσεις του αυτόπτη· ο Ιωάννης περιγράφει την σκηνή αυτή σαν να την είχε μπροστά στα μάτια του την ίδια στιγμή (g).

Ιω. 13,5    εἶτα βάλλει ὕδωρ(1) εἰς τὸν νιπτῆρα(2), καὶ ἤρξατο νίπτειν(3) τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν καὶ ἐκμάσσειν τῷ λεντίῳ ᾧ ἦν διεζωσμένος.
Ιω. 13,5   Έπειτα ρίπτει νερό εις την λεκάνην, και ήρχισε να πλύνη τα πόδια των μαθητών και να τα σπογγίζη με την πετσέτα, με την οποία ήτο ζωσμένος.
(1)   Και τα χαρακτηριστικά αυτά προδίδουν τον αυτόπτη μάρτυρα. 
«Πρόσεχε πώς όχι μόνο με το ότι έπλυνε τα πόδια τους, αλλά και με άλλο τρόπο δείχνει την ταπεινοφροσύνη… βγάζοντας τα ρούχα. Και δεν σταμάτησε μόνο σε αυτά, αλλά ζώστηκε και ποδιά… και ο ίδιος γέμισε τη λεκάνη και δεν πρόσταξε κάποιον άλλον να την γεμίσει, αλλά όλα αυτά τα κάνει ο ίδιος» (Χ), «έτσι ώστε και εμείς όταν διακονούμε (υπηρετούμε) όλα να τα κάνουμε εμείς οι ίδιοι με κάθε προθυμία, έχοντας στραμμένο το βλέμμα μας σε εκείνον, και να μην έχουμε έπαρση» (Ζ).
(2)   Υπήρχε πρόχειρη στο δωμάτιο του δείπνου λεκάνη των ποδιών, μεταλλική ή ξύλινη, όπως και σε μας η λεκάνη των χεριών. Για αυτό μπαίνει με άρθρο (b)= η λεκάνη στο δωμάτιο. Η λέξη είναι από αυτές που λέγονται μοναδική φορά και δεν συναντιέται στην ελληνική γραμματεία στη Βιβλική ή την εθνική (β).
(3)   Δεν λέγεται με ποια σειρά και ποιου πρώτα έπλυνε τα πόδια. 
«Εμένα πάντως μου φαίνεται ότι πρώτου του προδότη έπλυνε τα πόδια» (Χ). Είναι όμως αβέβαιο αυτό. Ο Ωριγένης φρονεί, ότι τελευταίος κατά σειρά υπήρξε ο Πέτρος, ο Αυγουστίνος όμως το αντίθετο φρονεί, ότι το πλύσιμο των ποδιών άρχισε από τον Πέτρο ως κορυφαίο των αποστόλων (χ). 
Πάντως ο Κύριος έπλυνε και τα πόδια του Ιούδα. Της πραγματικής και αληθινής χήρας, της αφοσιωμένης στον Κύριο, καθορίζεται ως προσόν και το «αν έπλυνε πόδια αγίων» (Α΄Τιμ. ε 10). Αλλά ο Κύριος εδώ έπλυνε τα πόδια αμαρτωλού, του χειρότερου των αμαρτωλών, αυτού που σχεδίαζε να προδώσει εκείνον, ο οποίος τόση στοργή και συγκατάβαση έδειχνε μέχρι την τελευταία στιγμή σε αυτόν τον αχάριστο.

Ιω. 13,6    ἔρχεται οὖν(1) πρὸς Σίμωνα Πέτρον, καὶ λέγει αὐτῷ ἐκεῖνος· Κύριε, σύ μου(2) νίπτεις τοὺς πόδας(3);
Ιω. 13,6   Έρχεται, λοιπόν, και προς τον Σίμωνα Πέτρο και λέγει εις αυτόν εκείνος• Κύριε, συ ο Διδάσκαλος και ο Κύριος θα μου πλύνης τα πόδια;
(1)   Το φυσικότερο είναι να θεωρήσουμε, ότι άρχισε ο Κύριος να πλένει από άλλον μαθητή, «έπειτα ήλθε προς τον Πέτρο» (Ζ). 
«Διότι είναι ευκολότερο να καταλάβουμε έτσι τα λόγια του ευαγγελίου, διότι αφού είπε (στο σ. 5) άρχισε να πλένει και να σκουπίζει με την ποδιά που ήταν ζωσμένος, τότε προσθέτει «έρχεται λοιπόν προς τον Σίμωνα Πέτρο, σαν να είχε ήδη πλύνει τα πόδια κάποιων και μετά από αυτούς ήλθε τώρα στον Πέτρο» (Αυ). Παρόλ’ αυτά μπορεί να συμβιβαστεί η φράση και με την εκδοχή, ότι από τον Πέτρο άρχισε= «Όταν λοιπόν άρχισε να πλένει τα πόδια των μαθητών, ήλθε σε αυτόν, από τον οποίο άρχισε, δηλαδή στον Πέτρο» (Αυ). 
Άρχισε να πλένει και έτσι (=οὖν) ήλθε στον Πέτρο. Πιθανότερη η πρώτη εκδοχή.
(2)   Με πολλή έμφαση. «Πρόσεχε λοιπόν και του Πέτρου τα λόγια πόση έμφαση έχουν» (Θφ). «Εσύ, ο υιός του Θεού» (Ζ), εμένα του αμαρτωλού και ανάξιου «εμένα του δούλου, του αμαθή» (Θφ). 
«Περιέβαλε μάλλον τον Δεσπότη με εξαιρετική τιμή και επέδειξε την ευλάβεια που άρμοζε σε δούλο και μαθητή… και αφού έλαβε συναίσθηση της δικής του αναξιότητας και κατεπλάγη από το αξίωμα αυτού που ερχόταν μπροστά του, φώναξε· Κύριε εσύ μου πλένεις τα πόδια;» (Β).
(3)   Προσφέροντας σε μένα υπηρεσία, η οποία ακόμη και μεταξύ των θνητών ανθρώπων ανατίθεται στους δούλους; (ο). «Δεν πλένεις τα χέρια ούτε άλλο πιο έντιμο μέλος, αλλά τα πόδια, το τελευταίο όλων, αυτό που περισσότερο από όλα βρωμίζεται;» (Θφ). 
«Το είπε αυτό με έκπληξη και πάρα πολλή ευλάβεια» (Ζ). Παρόλ’ αυτά «ήταν μέγιστη θρασύτητα το να αντιλέγει ο δούλος στον Κύριό του, τα πλάσμα στο Θεό του» (Αυ). Σημείωσε, ότι ο Χριστός συγκαταβαίνει σε μας. Και οι συγκαταβάσεις του είναι τόσο μεγάλες ώστε, όταν σοβαρά τις μελετάμε προκαλούν σε μας εντύπωση, απορία και κατάπληξη.

Ιω. 13,7   ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὃ ἐγὼ(1) ποιῶ(2), σὺ(1) οὐκ οἶδας ἄρτι, γνώσῃ δὲ μετὰ ταῦτα(3).
Ιω. 13,7   Απήντησε ο Ιησούς και του είπε• τι σημαίνει αυτό, το οποίον εγώ κάμνω, δεν το καταλαβαίνεις τώρα, θα το γνωρίσης και θα το εννοήσης ύστερα από αυτά.
(1)   Ζωηρή αντίθεση που ανταποκρίνεται στην έννοια των «συ» και «μου» (που είπε ο Πέτρος) που προηγήθηκαν.
(2)   «Αυτό που εγώ διδάσκω με αυτό το πράγμα» (Ζ), «την ωφέλεια της διδασκαλίας και πώς είναι ικανό να σας οδηγήσει σε κάθε ταπεινοφροσύνη» (Χ), την έννοια ή τη σημασία αυτού του οποίου εγώ πράττω (ο). Ο σιναϊτικός γράφει: α εγώ ποιώ.
(3)   «Όταν δηλαδή θα το εξηγήσει πιο αναλυτικά» (Κ). «Διότι όχι σε πολλή ώρα [στους στίχους 13-17] θα πει για αυτό, ότι «Αν εγώ έπλυνα…» (Ζ). 
Ή, λιγότερο πιθανή εκδοχή «Μετά από αυτά· πότε; Όταν στο δικό μου όνομα θα βγάλεις δαιμόνια, όταν θα με δεις να αναλαμβάνομαι στους ουρανούς, όταν από το Πνεύμα θα μάθεις ότι κάθομαι στα δεξιά, τότε θα καταλάβεις αυτό που τώρα γίνεται» (Χ). «Διότι τότε θα μάθεις ποιος όντας, τι έργο έκανα και γιατί;» (Ζ). 
Ο Κύριός μας πράττει πολλά, των οποίων την έννοια και σημασία ούτε αυτοί οι μαθητές του δεν μπορούν να καταλάβουν αμέσως αλλά αντιλαμβάνονται αυτήν έπειτα. Τι έκανε ο Κύριος όταν έγινε άνθρωπος για μας και τι πέτυχε όταν έγινε για χάρη μας «σκουλήκι και όχι άνθρωπος, όνειδος ανθρώπων και περιφρόνηση λαού». Τι έπραξε όταν ζούσε τη δική μας ζωή, όταν έγινε άνθρωπος, και τι όταν θυσίασε τη ζωή του αυτή, όλα αυτά, όταν έγιναν, ήταν ακατανόητα στους μαθητές, έγιναν όμως γνωστά από αυτούς ύστερα από αυτά. Οι επακόλουθες ενέργειες τα θείας Πρόνοιας εξηγούν τις προηγούμενες ενέργειές της. Και βλέπουμε μετέπειτα, πού απέβλεπαν και ποια ωφέλεια επέφεραν γεγονότα, τα οποία όταν μας συνέβαιναν, θεωρούνταν από μας σταυρός ανυπόφορος.

Ιω. 13,8    λέγει αὐτῷ Πέτρος· οὐ μὴ νίψῃς(1) τοὺς πόδας μου εἰς τὸν αἰῶνα(2). ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐὰν μὴ νίψω σε(3), οὐκ ἔχεις μέρος μετ᾿ ἐμοῦ(4).
Ιω. 13,8    Λέγει εις αυτόν ο Πέτρος• ποτέ στον αιώνα τον άπαντα δεν θα δεχθώ να μου πλύνης εσύ τα πόδια. Απήντησεν εις αυτόν ο Ιησούς• εάν δεν σου πλύνω τώρα τα πόδια, δεν είναι δυνατόν να έχεις πλέον μέρος μαζί μου.
(1)   Η γλυκύτητα με την οποία απάντησε ο Ιησούς ενθάρρυνε τον Πέτρο και ενώ προηγουμένως είχε προβάλλει με κάποιο δισταγμό το ερώτημα, τώρα αρνείται κατηγορηματικά. Εάν η άρνηση αυτή του Πέτρου προέρχεται από μετριοφροσύνη, είναι όμως όχι λιγότερο αληθινό ότι η μετριοφροσύνη αυτή δεν είναι απαλλαγμένη από προσωπικό θέλημα και αλαζονεία (g). 
«Ενώ οι υπόλοιποι μαθητές εμπιστεύτηκαν τον εαυτό τους στον Ιησού, και σε τίποτα δεν του αντιμίλησαν, αυτός (ο Πέτρος), με όσα λέει, αν και φάνηκε ότι σωστά μπήκε μπροστά, όχι μόνο τον Ιησού κατηγορεί ότι παράλογα άρχισε να πλένει τα πόδια των μαθητών, αλλά και τους συμμαθητές. Διότι αν αυτός μεν, όπως νόμισε, έκανε το σωστό με το να θέλει να εμποδίζει, εκείνοι όμως δεν είδαν αυτό, κατηγόρησε και εκείνους ότι δεν έκαναν το σωστό που παρέδωσαν τα πόδια τους στον Ιησού» (Ω). 
Όταν είπε ο Ιησούς «θα καταλάβεις μετά από αυτά», «δεν είπε ο Πέτρος· Δίδαξέ με, για να αφήσω, αλλά είπε αυτό που ήταν πολύ πιο έντονο, ούτε να μάθει ανεχόταν, αλλά αρνείται πάλι λέγοντας, Δεν θα μου πλύνεις τα πόδια» (Χ). «Αν και έλεγε αυτό στον διδάσκαλο με υγιή πρόθεση και γεμάτη σεβασμό, το έλεγε όμως κατά τρόπο βλαβερό για τον εαυτό του» (Ω).
(2)   «Αντί να πει ποτέ» (Ζ).
(3)   «Αν δεν καταδεχτείς, λέει, το παράδοξο αυτό και ασυνήθιστο μάθημα της ταπεινοφροσύνης…» (Κ). 
Η άρνηση του Πέτρου να δεχτεί τν ταπεινωτική υπηρεσία, την οποία ο Κύριος τού προσφέρει, ισοδυναμεί με απόρριψη του πνεύματος του έργου του και με απόφαση να εμμείνει ο Πέτρος στην αγάπη του  σαρκικού μεγαλείου, από την οποία ο Ιησούς με την πράξη του αυτή ζητούσε να καθαρίσει τους μαθητές του (g).
(4)   «Δεν θα βρεις θέση και κληρονομιά μαζί μου» (Κ). Έχω μέρος μαζί με κάποιον ή είμαι συμμέτοχός του, σημαίνει συμμετέχω στο έργο του και τελικά στην αμοιβή του (β)· σημαίνει την συμμετοχή του κατώτερου στα κέρδη, τα πλούτη, τη δόξα του αρχηγού του (g). «Επειδή από πολλή αγάπη ο Πέτρος επέμενε, από αυτήν πείθει αυτόν» (Ζ), απειλώντας «αυτό που κατεξοχήν ο Πέτρος φοβόταν και έτρεμε, το να αποκοπεί από τον ίδιο τον Κύριο» (Χ). 
Είναι ευτυχία ανέκφραστη να γίνει κάποιος συμμέτοχος του Χριστού, να λάβει μέρος στα ανεκτίμητα εκείνα προνόμια τα οποία προέρχονται από την ένωση με το Χριστό και από τη στενή σχέση μαζί του. Αυτή είναι η αγαθή μερίδα, της οποίας και μόνης υπάρχει ανάγκη. Για να γίνουμε όμως συμμέτοχοι του Χριστού είναι αναγκαίο ο Κύριος να μας πλύνει. Όλους εκείνους, τους οποίους ο Χριστός κάνει δικούς του, δικαιώνει και αγιάζει αυτούς, και με την δικαίωση και τον αγιασμό αυτόν συντελείται το πλύσιμό τους. Εάν δεν υποβληθούν σε αυτό το πλύσιμο που διενεργεί ο Κύριος, είναι αδύνατον να έχουν μέρος μαζί του. Στην αγάπη του ο Κύριος επιζητά και αξιώνει να καθαρίσει τους αμαρτωλούς συγκαταβαίνοντας στην αθλιότητά τους έτσι ώστε με το Πνεύμα του, όταν αυτοί δεν αντιστέκονται, να τους λευκάνει περισσότερο από το λευκό μαλλί και το χιόνι.

Ιω. 13,9   λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος(1)· Κύριε, μὴ τοὺς πόδας μου μόνον(2), ἀλλὰ καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεφαλήν(3).
Ιω. 13,9   Λέει εις αυτόν ο Σίμων Πέτρος• Κύριε, τότε πλύνε μου όχι μόνον τα πόδια, αλλά και τα χέρια και το κεφάλι.
(1)   «Και όταν αρνείται [ο Πέτρος] είναι σφοδρός και όταν δέχεται γίνεται σφοδρότερος· και τα δύο όμως από αγάπη» (Χ). 
«Διότι και η άρνηση οφείλεται στο ότι τιμά πάρα πολύ τον Κύριο, και το ότι δέχεται οφείλεται στο ότι δεν θέλει να χωριστεί από αυτόν» (Θφ). 
Η απειλή του Κυρίου «υποτάσσει τον Πέτρο και τον κάνει να ζητά περισσότερο αυτό που πριν αρνιόταν, και να προσφέρει τόση ικεσία, όση προηγουμένως πρόσφερε άρνηση, ή μάλλον και περισσότερη» (Ζ). 
Η μετάπτωση αυτή του Πέτρου παρουσιάζεται σύμφωνη με τον όλο του χαρακτήρα, όπως περιγράφεται σε μας από τους συνοπτικούς. Η τέλεια αυτή συμφωνία των διασκορπισμένων εδώ και εκεί χαρακτηριστικών αυτών και η γεμάτη ζωή εικόνα που ξεπηδά από αυτά αποδεικνύουν αξιοθαύμαστα την πλήρη πραγματικότητα της ευαγγελικής ιστορίας (g). 
«Καταλαβαίνοντας δηλαδή [ο Πέτρος] και του Σωτήρα την αξία και τη μικρότητα της δικής του φύσης, αρνιόταν μεν στην αρχή. Όταν όμως έμαθε τη βλάβη, αμέσως τρέχει στο να θέλει αυτό που ήθελε αυτός που είχε την εξουσία (ο Κύριος)» (Κ). 
Οι αγαθοί άνδρες, όταν βλέπουν την πλάνη τους, δεν επιμένουν σε αυτήν, αλλά σπεύδουν να την ομολογήσουν και να επανορθώσουν κάθε κακή συνέπεια από αυτήν.
(2)   «Αν πρόκειται, λέει, να ξεπέσω… από την κοινωνία με εσένα και να βρίσκομαι κάπου μακριά από τα ελπιζόμενα αγαθά, αν δεν συμφωνήσω με σένα και πλύνω τα πόδια, τότε θα σου προσφέρω και τα υπόλοιπα μέλη» (Κ), δηλαδή και τα χέρια και το κεφάλι. Ο χωρισμός από το Χριστό είναι το φοβερότερο κακό στα μάτια όλων εκείνων, οι οποίοι φωτίστηκαν ώστε να διακρίνουν τις πνευματικές αξίες και να εκτιμούν αυτές.
(3)   Ο Πέτρος δεν κατάλαβε ακόμη την έννοια της πράξης αυτής του διδασκάλου του. Φαντάζεται τώρα ότι το πλύσιμο για το οποίο ο Κύριος μιλούσε αφορούσε στον καθαρισμό του σώματος, ή το πολύ θεωρεί αυτό ως σύμβολο πνευματικού καθαρισμού. Για αυτό και απαντά έτσι (β). Όλοι εκείνοι, οι οποίοι αληθινά ποθούν να καθαριστούν πνευματικά και να αγιαστούν, επιθυμούν να καθαριστούν και να αγιαστούν εξ’ ολοκλήρου και να έχουν όλο τον εσωτερικό τους άνθρωπο με όλες του τις δυνάμεις άμεμπτο και ολοτελώς αγιασμένο (Α΄ Θεσ. ε 23).

Ιω. 13,10  λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὁ λελουμένος(1) οὐ χρείαν ἔχει ἢ τοὺς πόδας(2) νίψασθαι, ἀλλ᾿ ἔστι καθαρὸς ὅλος(3)· καὶ ὑμεῖς καθαροί ἐστε(4), ἀλλ᾿ οὐχὶ πάντες(5).
Ιω. 13,10  Του λέγει ο Ιησούς• εκείνος που είναι λουσμένος εις ολόκληρον το σώμα, δεν έχει ανάγκην παρά μόνον τα πόδια να πλύνη, διότι είναι καθαρός κατά το υπόλοιπον σώμα. Και σεις, είσθε καθαροί, αλλά όχι όλοι.
(1)   Συχνά το λούω χρησιμοποιείται για να δηλώσει πλύσιμο του όλου σώματος (Λευϊτ. ιδ 9,ιστ 4,ιζ 16,Αριθμ. ιθ 7,Δευτερ. κγ 11,Πράξ. θ 37). Οι καλεσμένοι συνήθιζαν πριν έλθουν στο γεύμα ή το δείπνο να παίρνουν λουτρό, και όταν έφταναν στο σπίτι, που ήταν καλεσμένοι, είχαν ανάγκη να πλύνουν μόνο τα πόδια. Στη συνήθεια αυτή αναφερόμενος και ο Κύριος υπενθυμίζει στον Πέτρο, ότι πλανιόταν φανταζόμενος, ότι το πλύσιμο των ποδιών από τον Διδάσκαλο απέβλεπε σε σωματικό καθαρισμό.
(2)   Τα οποία πλένονται τελευταία από το υπόλοιπο σώμα, αλλά λερώνονται πρώτα (b). Υπάρχει και η γραφή «ει μη τους πόδας».
(3)   «Επειδή είναι ήδη λουσμένος» (Ζ). Το καθαρός συχνά λέγεται για εξωτερική καθαριότητα (Ματθ. κγ 26,κζ 59). Στη συνέχεια εδώ λέγεται προφανώς για να δηλώσει πνευματική καθαρότητα («εσείς είστε καθαροί»), όπως και στο ιε 3, όπου πάλι για τρίτη και τελευταία φορά συναντιέται στον Ιωάννη (β). Και εδώ η λέξη μπορεί να εκληφθεί με διπλή έννοια. Ο Ιησούς μεταφέρεται αμέσως, όπως και στο διάλογο με τη Σαμαρείτιδα από το υλικό πεδίο στο πνευματικό. Και λέει, ότι όπως μετά το πρωινό του λουτρό ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του καθαρό για ολόκληρη την ημέρα και περιορίζεται στο να πλύνει τα πόδια, όταν επιστρέφει από έξω, για να καθαρίσει τις ακαθαρσίες που από την πορεία τυχόν κόλλησαν στα πόδια, έτσι και εκείνος, ο οποίος προσκολλήθηκε σοβαρά στον Ιησού, χωρίστηκε μια για πάντα από την αμαρτία, και δεν έχει ανάγκη να καθαριστεί ξανά ολόκληρος, αλλά μόνο μερικώς να καθαρίζεται από τους ελαφρούς μολυσμούς στους οποίους από συναρπαγή γλιστράει (g). 
«Με άλλα λόγια στο άγιο βάπτισμα ο άνθρωπος λούστηκε ολόκληρος· και όμως, για όσο θα ζει έπειτα στην ανθρώπινη αυτή κατάσταση, δεν μπορεί να μην πατά πάνω στο έδαφος με τα πόδια του. Τα ανθρώπινα λοιπόν συναισθήματά μας, τα οποία είναι αχώριστα από την επίγεια θνητή ζωή μας, μοιάζουν με πόδια, με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή με τα ανθρώπινα· έτσι ώστε αν πούμε, ότι δεν έχουμε αμαρτία, πλανούμε τους εαυτούς μας. Για αυτό κάθε μέρα αυτός που προσεύχεται για μας (Ιησούς) πλένει τα πόδια μας και εμείς έχουμε ανάγκη κάθε μέρα να πλένουμε τα πόδια μας» (Αυ). 
Δες ποια είναι η ενίσχυση και τα προνόμια εκείνων, οι οποίοι μπήκαν στην κατάσταση της δικαίωσης. Έχουν λουστεί από τον Χριστό και έχουν καθαριστεί από κάθε μολυσμό. Και αν στο μεταξύ γλιστρίσουν, αρκεί η μετάνοιά τους να διατηρήσει αυτούς στην κατάσταση της δικαιοσύνης. Παρόλο που έχουμε ανάγκη να μετανοούμε κάθε μέρα διότι κάθε μέρα αμαρτάνουμε, όμως τα χαρίσματα του Θεού είναι αμεταμέλητα.
(4)   «Επειδή ήδη καθαριστήκατε από την διδασκαλία, την οποία σας δίδαξα και αποβάλατε κάθε κακία και πονηρία» (Ζ). 
«Δεν ήταν ακόμη απαλλαγμένοι από τα αμαρτήματα, ούτε είχαν αξιωθεί του Πνεύματος… αφού η κατάρα του χειρογράφου παρέμενε, μιας και το θύμα δεν είχε οδηγηθεί ακόμη στη θυσία… Επειδή λοιπόν απέρριψαν από την ψυχή τους κάθε πονηρία και βρίσκονταν κοντά του με ειλικρινή διάθεση, για αυτό λέει σύμφωνα με τον προφητικό λόγο (Ησαΐου α 16) «ο λουσμένος είναι ήδη καθαρός». Διότι εκεί δεν εννοεί το Ιουδαϊκό λουτρό με νερό, αλλά τον καθαρμό της συνείδησης» (Χ). 
«Δεν χρειάζεστε λοιπόν να καθαριστείτε, από αυτά από τα οποία καθαριστήκατε, αλλά να πλύνετε μόνο τα πόδια» (Ζ). «Επομένως και αυτοί επειδή με κάθε ακακία και αδολότητα ήταν μαζί με τον Χριστό, πολύ λογικά ονομάζονται από τον Κύριο λουσμένοι και καθαροί» (Θφ).
(5)   «Είναι μεν κρυμμένο αυτό που λέει, κάνει όμως ωφέλιμο στον προδότη τον έλεγχο. Διότι αν και δεν το είπε με σαφήνεια… αλλά μέσα στον καθένα υπήρχε η συνείδηση που δίκαζε και κέντριζε αυτόν που αμάρτησε» (Κ). 
Ακόμη και μεταξύ των μαθητών του Χριστού, των στενότατα συνδεδεμένων με το έργο του, υπάρχουν μερικοί οι οποίοι δεν είναι καθαροί. Ο Κύριος γνωρίζει ποιοι είναι δικοί του και ποιοι δεν είναι (Β΄Τιμ. β 19). Το μάτι του Χριστού μπορεί να χωρίσει τα πολύτιμα από τα ευτελή, τα καθαρά από τα ακάθαρτα.

Ιω. 13,11  ᾔδει γὰρ(1) τὸν παραδιδόντα(2) αὐτόν· διὰ τοῦτο εἶπεν(3)· οὐχὶ πάντες καθαροί ἐστε.
Ιω. 13,11  Και είπεν ο Κύριος ότι δεν είσθε καθαροί όλοι, διότι εγνώριζε εκείνον ο οποίος έμελλε να τον παραδώση.
(1)   Δείχνει τον λόγο για τον οποίο δεν ήταν καθαροί όλοι.
(2)   Ο ενεστώτας υποδηλώνει, ότι η κίνηση για προδοσία είχε ήδη αρχίσει (β). Έτσι ο υπαινιγμός αυτός του Κυρίου αποτελούσε την πρώτη αποκάλυψη της προδοσίας του Ιούδα από όσες έγιναν κατά τη διάρκεια του δείπνου. Εκφράζοντας έτσι τη λύπη, την οποία του προκαλούσε η σκέψη του εγκλήματος αυτού, καταβάλλει ο Κύριος ύστατη προσπάθεια για επιστροφή του Ιούδα σε μετάνοια (g). 
«Διότι γνώριζε αυτόν που θα τον παρέδιδε ότι δεν ήταν καθαρός· πρώτον μεν επειδή δεν τον ένοιαζε για τους φτωχούς, αλλά ήταν κλέφτης· ύστερα όμως επειδή, όταν έγινε το δείπνο, ο διάβολος είχε ήδη μπει στην καρδιά του για να παραδώσει αυτόν, ο Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης δεν έδιωξε αυτό που μπήκε μέσα του» (Ω). 
Παρόλ’ αυτά «αν και ήξερε ότι δεν ήταν αγαθός απέναντί του ούτε ευγνώμων μαθητής, αλλά εγκυμονούσε από τη μία το δηλητήριο από την διαβολική πικρία, μελετούσε από την άλλη προσεχτικά με ποιο τρόπο θα τον παραδώσει, τον τίμησε σε ίσο βαθμό με τους άλλους… φυλάγοντας μέχρι το κάθετί τα της δικής του αγάπης… και έπλυνε και τα πόδια του, καθιστώντας αδικαιολόγητη την ασέβειά του, ώστε να φανεί ότι η αποστασία ήταν καρπός της πονηρίας που φώλιαζε μέσα του» (Κ).
(3)   Η επανάληψη αυτή αποβλέπει στο να προσδώσει έμφαση στην εξαίρεση του Ιούδα από τον αριθμό των καθαρών από την αμαρτία (ο). Του Ιούδα τα πόδια πλύθηκαν και καθαρίστηκαν όπως και του Πέτρου. Αλλά έμεινε αυτός εντελώς ξένος από το πνεύμα που αναγεννά την καρδιά, του οποίου το πλύσιμο των ποδιών ήταν απλός τύπος. Προσερχόμαστε όλοι στο μυστήριο του Δείπνου, μετέχουμε όλοι των ίδιων καθαγιασμένων στοιχείων, αλλά πόσοι βγαίνουν καθαροί από το τραπέζι του Κυρίου; (μ).

Ιω. 13,12 Ὅτε οὖν(1) ἔνιψε τοὺς πόδας αὐτῶν(2) καὶ ἔλαβε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ(3), ἀναπεσὼν πάλιν(4) εἶπεν αὐτοῖς· γινώσκετε τί πεποίηκα ὑμῖν(5);
Ιω. 13,12  Όταν, λοιπόν, έπλυνε τα πόδια των και ξαναφόρεσε τα εξωτερικά του ενδύματα, κάθισε πάλιν κοντά στο τραπέζι και τους είπε• γνωρίζετε τι νόημα έχει αυτό, το οποίον έκαμα εις σας;
(1)   Ξαναπιάνει ο ιερός ευαγγελιστής την διήγηση του πλυσίματος των ποδιών που διακόπηκε με τους στίχους 6-11 (κ).
(2)   Το αυτών υποδηλώνει ότι έπλυνε τα πόδια όλων (β).
(3)   Τα οποία κατά τον στίχο 4 είχε βγάλει.
(4)   Πήρε πάλι τη θέση του, την οποία καθισμένος είχε στο τραπέζι. Το ρήμα λέγεται και με την έννοια της αιφνίδιας και γρήγορης κίνησης (ο). Υπάρχει και η γραφή: τους πόδας αυτών έλαβε… και ανέπεσε.
(5)   «Ή πρέπει να το διαβάσουμε ως ερώτηση, για να φανερώσει το μέγεθος αυτού που έγινε· ή σε προστακτική, για να διεγείρει το νου τους, έτσι ώστε με το να τους κάνει να προσέξουν την πράξη αυτή, να την καταλάβουν» (Ω). Μάλλον ερωτηματικά. «Αντί να πει, Καταλάβατε την αιτία και το σκοπό αυτού που έγινε;» (Θμ). «Όχι πλέον προς τον Πέτρο μόνο, αλλά προς όλους μιλά» (Χ). Καταλαβαίνετε το μάθημα, το οποίο η πράξη μου αυτή αποσκοπούσε να σας διδάξει; (ο). 
«Τους ρωτά ενώ αγνοούν, για να προκαλέσει την προσοχή· μετά δηλαδή την πράξη, θέλει λοιπόν να διδάξει αυτό που αγνοείται» (Ζ). 
«Ήδη ο μακάριος Πέτρος έχει εκπληρωμένη την υπόσχεση… την οποία πήρε με την απάντηση… θα μάθεις μετά από αυτά (στίχοι 7,8). Εδώ είναι εκείνο το «μετά από αυτά». Τώρα είναι ο καιρός να πει αυτό που προ ολίγου ανέβαλε… Και αρχίζει ήδη να δείχνει στους μαθητές, τι ήταν εκείνο, το οποίο έπραξε» (Αυ). 
Παρόλ’ αυτά ο ακόλουθος σύντομος διάλογος δεν αποσαφηνίζει εξ’ ολοκλήρου στις παχυλές διάνοιες των μαθητών τη σημασία της πράξης αυτής του Κυρίου. Η πλήρης σημασία και έννοιά της θα κατανοηθεί από τους μαθητές μετά το θάνατο και την ανάσταση του Κυρίου, όταν αυτοί θα πάρουν το Πνεύμα της αλήθειας (χ).

Ιω. 13,13  ὑμεῖς φωνεῖτέ με(1), ὁ Διδάσκαλος(2) καὶ ὁ Κύριος(3), καὶ καλῶς λέγετε· εἰμὶ γάρ(4).
Ιω. 13,13  Σεις με ονομάζετε, ο Διδάσκαλος και ο Κύριος και καλά λέτε. Διότι πράγματι είμαι.
(1)   «Εσείς με ονομάζετε έτσι» (Ζ). «Αποδέχεται τη γνώμη τους» (Χ) και έτσι «έκανε τον λόγο να μην προκαλεί κάποια ενόχληση· και προσθέτοντας ότι ε ί μ α ι, βεβαίωσε αυτές τις ονομασίες και απέδειξε ότι λέγονται όχι χαριστικά, αλλά αληθινά» (Ζ).
(2)   Η ονομαστική πτώση ή λέγεται αντί για κλητική (β) ή πρέπει να ερμηνευτεί Εσύ ο Διδάσκαλος και ο Κύριος (g). Πριν τα χρόνια του Χιλλέλ δεν υπήρχε σε χρήση ο τίτλος αυτός του Ραββί ή Διδασκάλου, όπως φαίνεται από το ότι οι προγενέστεροι του Χιλλέλ διδάσκαλοι αποκαλούνται με γυμνό το όνομά τους (Lightfoot,Hor. Herb. On Matt κγ 8). Οπότε έχει μέσα της ειδική βαρύτητα η αντίθεση του Ιησού εναντίον του τίτλου αυτού (Ματθ. κγ 8-10) και κατά των άλλων τίτλων πατέρας, καθηγητής, κύριος, οι οποίοι παρομοίως χρησιμοποιούνταν, αν και όχι τόσο ευρέως και επίσημα (C). 
Ο Χριστός είναι ο διδάσκαλός μας, που μας διδάσκει όλες τις σωτηριώδεις αλήθειες, ο οποίος κατέχει όπως κανείς ποτέ άλλος το προφητικό αξίωμα και αποκαλύπτει σε μας το θέλημα του Θεού. Συγχρόνως ο Κύριός μας έχει εξουσία απόλυτη πάνω μας και κυριαρχικά δικαιώματα απεριόριστα, διότι είμαστε πλάσματά του, αλλά και ιδιοκτησία του που εξαγοράστηκε με το αίμα του.
(3)   «Εξηγεί εκ των προτέρων το δικό του αξίωμα και, παρουσιάζοντας τη δόξα που έχει από τη φύση του, φέρνει σε δύσκολη θέση με την πράξη του αυτόν που επιζητεί τη δόξα» (Κ). Και ο μεν τίτλος Διδάσκαλος αναφέρεται στη διδασκαλία, ενώ ο Κύριος στην κυριαρχία του Ιησού σε ολόκληρη την ζωή των δούλων του (g). Η τοποθέτηση και των δύο μαζί και μάλιστα με άρθρο προσδίδει ιδιαίτερη έννοια σε αυτούς. 
Διότι «κανείς βεβαίως δεν θα κατηγορούσε αυτόν (τον Ιησού) όταν ονόμαζε τον εαυτό του Διδάσκαλο, έστω και αν δεν πίστευε αυτόν παρά μόνο ως απλό άνθρωπο. Αλλά το να ονομάζει τον εαυτό του και Κύριο των μαθητών του, ποιός θα ανεχόταν αυτό για απλό άνθρωπο; Αλλά αυτός που μιλά είναι Θεός» (Αυ). 
«Διότι η ονομασία «Κύριος» δεν είναι απλό όνομα τιμής, όπως ακριβώς σε εμάς (που λεγόμαστε μεν κύριοι) αλλά παραμένουμε δούλοι στη φύση μας… αλλά είναι από τη φύση του Κύριος, αφού εξουσιάζει τα πάντα ως Θεός. Είναι επίσης από τη φύση του και διδάσκαλος. Διότι κάθε σοφία είναι από τον Κύριο και κάθε σύνεση από αυτόν» (Κ).
(4)   «Για να μη φανεί ότι τα λόγια του λέγονται για ευχαρίστησή τους, προσθέτει· Διότι είμαι» (Χ). 
«Υπάρχει ένα παράγγελμα που απευθύνθηκε προς τους ανθρώπους· Να σε εγκωμιάζει ο διπλανός σου και όχι το δικό σου στόμα. Διότι η αυταρέσκεια είναι επικίνδυνη για αυτόν που προσέχει τον εαυτό του να μην πέσει σε αλαζονεία. Αλλά Εκείνος, ο οποίος είναι υπεράνω όλων, οσοδήποτε και αν συστήσει τον εαυτό του, είναι αδύνατον να υψώσει τον εαυτό του πάνω από την πραγματική του αξία. Ούτε μπορεί ο Θεός δίκαια να χαρακτηριστεί αλαζόνας. Διότι είναι δική μας ωφέλεια να γνωρίσουμε αυτόν, όχι δική του. Ούτε πάλι μπορεί κάποιος να γνωρίσει αυτόν, αν αυτός ο ίδιος δεν αποκαλύψει τον εαυτό του. Εάν λοιπόν απείχε από το να συστήσει τον εαυτό του, για να αποφύγει δήθεν την αλαζονεία, θα αρνιόταν σε μας την δυνατότητα να τον γνωρίσουμε» (Αυ).

Ιω. 13,14  εἰ οὖν ἐγὼ(1) ἔνιψα ὑμῶν τοὺς πόδας(2), ὁ Κύριος καὶ ὁ Διδάσκαλος(3), καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε(4) ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας(5).
Ιω. 13,14  Εάν, λοιπόν, εγώ, ο Κύριος και ο Διδάσκαλος, έπλυνα τα πόδια σας, οφείλετε και σεις να πλένετε ο ένας του άλλου τα πόδια.
(1)   «Από εδώ λοιπόν κάνει συλλογισμό» (Ζ). Χρησιμοποιεί επιχείρημα από το ισχυρότερο (a fortiori).
(2)   «Και δεν είπε (τα πόδια) των δούλων, των αγραμμάτων και αμαθών, αλλά άφησε αυτό να το συλλογίζονται» (Θφ).
(3)   Η έννοια του συλλογισμού: «Όταν λοιπόν εγώ, ο μέγας στη δόξα και τόσο μεγάλος δεν φαίνομαι να δίστασα να κατέβω σε αυτήν την τόσο μικροπρεπή ταπείνωση, ώστε να πλύνω ακόμη και τα πόδια σας· πώς θα αρνηθείτε να κάνετε και σεις αυτό μεταξύ σας;» (Κ).
(4)   «Φυσιολογικά έπρεπε να πει· Πόσο μάλλον εσείς οι δούλοι;» (Χ). «Αλλά δεν είπε ότι Εάν εγώ, ο εκ φύσεως κύριος, έπλυνα τα πόδια σε εσάς, που από τη φύση σας είστε δούλοι, πολύ περισσότερο εσείς, οι ομόδουλοι, οφείλετε να πλένετε τα πόδια μεταξύ σας… Αλλά αφού δήλωσε αυτά με τα έργα, άφησε τη διάκριση αυτών στη συνείδηση των ακροατών» (Ζ).
(5)   Το παράγγελμα δεν πρέπει να εκληφθεί κατά λέξη. Συμβολίζει προφανώς την αδελφική αγάπη και τέλεια συγκατάβαση, τις οποίες οι μαθητές του Κυρίου υποχρεώνονται να εφαρμόζουν μεταξύ τους (F). Οφείλετε «να υπηρετείτε ο ένας τον άλλον με κάθε διακονία (υπηρεσία)» (Θφ). Δεν συνιστά με το παράγγελμα αυτό ο Κύριος κάποια τελετή, σαν αυτήν που από τον δ΄ αιώνα επικράτησε για ανάμνηση του γεγονότος αυτού στην εκκλησία, την ακολουθία του Νιπτήρος κατά την Μ. Πέμπτη. 
Αλλά «διδάσκει με αυτά το να μην αγαπά κανείς να υποτιμά τους άλλους από αλαζονεία, αλλα να θεωρεί ότι ο άλλος που είναι δούλος σαν αυτόν, είναι ανώτερος από αυτόν και να τον βάζει πρώτο σε όλα… Διότι τίποτα δεν χωρίζει τόσο και αδελφούς και φίλους, όσο η ασυγκράτητη επιθυμία των άθλιων ασήμαντων τιμητικών διακρίσεων… ενώ με αυτό [το να πλένουν μεταξύ τους τα πόδια] θα περιοριστεί μεν κάθε τρόπος αλαζονείας, και θα φύγει μακριά κάθε είδος κοσμικής φιλοδοξίας» (Κ). 
Διδασκόμαστε από το παράδειγμα αυτό του Κυρίου να είμαστε ταπεινοί στην καρδιά, όπως αυτός (Ματθ. ια 29) και να συμπεριφερόμαστε προς όλους με κάθε ταπεινοφροσύνη. Οφείλουμε να έχουμε φρόνημα ταπεινό μεν για τον εαυτό μας, υψηλό δε και τιμητικό για τον πλησίον μας. Το να πλένουμε τα πόδια μεταξύ μας σημαίνει να μην αποφεύγουμε ούτε τις ευτελέστερες και ταπεινοτικότερες υπηρεσίες, τις οποίες επιβάλλει η αγάπη, όταν πρόκειται με αυτές να εξυπηρετήσουμε την πραγματική ωφέλεια του πλησίον, μιμούμενοι σε αυτό τον Παύλο, ο οποίος αν και ήταν ελεύθερος από όλους, υποδούλωσε σε όλους τον εαυτό του, αλλά και τον ίδιο τον Κύριό μας, ο οποίος δεν ήλθε να διακονηθεί, αλλά να διακονήσει. 
«Από το να πλένουμε τα πόδια, το οποίο φαίνεται να είναι έσχατη υπηρεσία, συμπεραίνουμε ότι οφείλουμε να τελούμε και τις άλλες, πολύ περισσότερο τις πιο έντιμες» (Θφ). «Διότι ο Θεός μάς κατέστησε τον έναν οφειλέτη του άλλου, κάνοντας ο ίδιος αρχή αυτής της οφειλής και μάλιστα σε οφειλέτες κατώτερης μοίρας. Διότι αυτός μεν ήταν Κύριος. Ενώ εμείς αν το κάνουμε αυτό, το κάνουμε στους συνδούλους μας» (Χ).

Ιω. 13,15  ὑπόδειγμα(1) γὰρ δέδωκα ὑμῖν, ἵνα καθὼς ἐγὼ(2) ἐποίησα ὑμῖν, καὶ ὑμεῖς(2) ποιῆτε(3)·
Ιω. 13,15  Διότι εγώ σας έδωσα ένα τέλειο παράδειγμα, να πράττετε και σεις όπως και εγώ έπραξα εις σας.
(1)   Παράδειγμα το οποίο προβάλλεται σε μίμηση (G). Χρησιμοποιείται η λέξη για το ευγενές παράδειγμα του θανάτου του Ελεαζάρου στο Β΄Μακ. στ 28 (β). «Με αυτήν την πράξη έδωσα σε σας υπόδειγμα της ταπείνωσης με αγάπη» (Ζ). 
Η μορφή της πράξης ήταν κάτι τυχαίο, που πάρθηκε από τις συνθήκες της στιγμής, και για αυτό ήταν παροδική. Η βαθύτερη ηθική έννοιά της αποτελεί το στοιχείο αυτής το μόνιμο, το οποίο ακριβώς είναι και το υπόδειγμα που προβλήθηκε σε μας από τον Κύριο (g). Υπάρχει και η γραφή: υπόδειγμα γαρ δέδωκα.
(2)   «Και όμως δεν είναι το ίδιο· διότι αυτός μεν είναι Διδάσκαλος και Κύριος, ενώ εμείς ομόδουλοι μεταξύ μας» (Χ). «Αυτός μεν ήταν πάνω από κάθε έννοια και λόγο· ενώ εμείς είμαστε γη και στάχτη και τέφρα και σκόνη και αν υπάρχει και κάτι άλλο ευτελέστερο από αυτά» (Ζ). Το «όπως εγώ… έτσι και εσείς» πρέπει να ερμηνευτεί λοιπόν: «με την ίδια προθυμία» (Χ) και ακρίβεια. 
Πόσο καλός διδάσκαλος είναι ο Χριστός! Διδάσκει τόσο με το παράδειγμα, όσο και με το λόγο και για αυτόν τον σκοπό ήλθε στον κόσμο, για να μας δώσει υπόδειγμα και κανόνα όλων εκείνων των χαρίτων και των υποχρεώσεων, τις οποίες η αγία του θρησκεία διδάσκει. Και είναι υπόδειγμα χωρίς την παραμικρή έλλειψη ή λανθασμένη απόδοση. Για αυτό έκανε τους νόμους και τη διδασκαλία του περισσότερο κατανοητή και επιβλητική. Ο Χριστός είναι αρχηγός και Κύριος, όπως άλλοτε σε κάποιο βαθμό υπήρξε και ο Γεδεών, ο οποίος είπε στους άνδρες του: «Από μένα θα δείτε και έτσι θα κάνετε… και όπως θα κάνω, έτσι θα κάνετε και σεις» (Κριτών ζ 17)· ή όπως υπήρξε ο Αβιμέλεχ, ο οποίος είπε στο λαό: «Αυτό που είδατε να κάνω, γρήγορα κάντε το όπως εγώ» (Κριτών θ 48).
(3)   «Από αγάπη ταπεινούμενοι και υπηρετώντας» (Ζ). 
«Μάθαμε ταπείνωση από τον Ύψιστο. Και εμείς λοιπόν ως ταπεινοί ας πράττουμε μεταξύ μας ό,τι Εκείνος, ο Ύψιστος έπραξε στην ταπείνωσή του» (Αυ). «Αναγκαία λοιπόν συμβουλεύει αυτά τους αποστόλους. Επειδή δηλαδή επρόκειτο να απολαμβάνουν τιμή, άλλοι μεν μεγαλύτερη άλλοι δε μικρότερη, για να μην υπερηφανεύονται ο ένας απέναντι στον άλλον, σε όλους γκρεμίζει τα (υψηλά) φρονήματα» (Θφ).

Ιω. 13,16  ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν(1), οὐκ ἔστι(2) δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ(3), οὐδὲ ἀπόστολος μείζων τοῦ πέμψαντος αὐτόν(4).
Ιω. 13,16  Σας διαβεβαιώνω, ότι δεν υπάρχει δούλος ανώτερος από τον κύριό του ούτε απεσταλμένος μεγαλύτερος από εκείνον, που τον έστειλε.
(1)   Εισάγει με αυτό αλήθεια ειδικής σοβαρότητας.
(2)   «Αυτό που είπε παραπάνω, αυτό και εδώ λέει για να τους κάνει να νιώσουν ντροπή» (Χ). «Εάν εγώ ο ασύγκριτα μεγαλύτερος, τόσο ταπεινώθηκα, πολύ περισσότερο εσείς» (Ζ).
(3)   «Για όσο είναι δούλος αυτού… Διότι είναι κατωτερότητα το να είναι κανείς δούλος» (Ζ). «Όταν όμως γίνει ανώτερος, τότε ούτε δούλος είναι, ούτε απεσταλμένος» (Θφ). Στο Λουκ. στ 10 λέει «δεν υπάρχει μαθητής πάνω από τον διδάσκαλο». Ο Ματθαίος συνδυάζει και τις δύο μορφές του λόγου, και του Ιωάννη και του Λουκά. Και εδώ το επιχείρημα είναι από το ισχυρότερο.
(4)   «Για όσο είναι… απεσταλμένος εκείνου. Διότι είναι κατωτερότητα… και το να στέλνεται κάποιος» (Ζ). Απόστολος κυριολεκτικά είναι ο απεσταλμένος για μεταβίβαση εντολής κάποιου ή για εκτέλεση παραγγελίας (ο). Ο Ιωάννης μόνο εδώ χρησιμοποιεί την λέξη. Κατά τους Συνοπτικούς ο Ιησούς έδωσε τον τίτλο στους δώδεκα (Λουκ. στ 13) και αυτοί ονομάζουν αυτούς έτσι. Ο Ιωάννης ονομάζει αυτούς οι μαθητές ή οι δώδεκα. Πιθανώς εδώ να υπαινίσσεται ειδικά τους δώδεκα (β).
 
Ιω. 13,17  εἰ ταῦτα(1) οἴδατε(2), μακάριοί ἐστε(3) ἐὰν ποιῆτε(4) αὐτά.
Ιω. 13,17  Εάν καταλαβαίνετε καλά αυτά, θα είσθε μακάριοι, εάν τα εφαρμόζετε.
(1)   «Αυτά που ειπώθηκαν» (Ζ).
(2)   «Αν μπορείτε να τα καταλάβετε με σαφήνεια» (Κ). Εάν καταλαβαίνετε πλήρως και εκτιμάτε (β).
(3)   «Και ο Σωτήρας λοιπόν είπε ότι αυτός που έπραξε και δίδαξε θα αποκληθεί μέγας, και πολύ δίκαια, στη βασιλεία των ουρανών» (Κ). Μακάριοι διότι θα αποκτήσετε πραγματική υπεροχή ενώπιον του Θεού από τώρα και στη μέλλουσα οικονομία (g).
(4)   «Διότι δεν αρκεί να ξέρουμε μόνο, αλλά πρέπει και να πράττουμε» (Ζ). «Διότι περισσότερο αξιαγάπητο και αξιοζήλευτο είναι όχι το να γνωρίζουμε την αρετή, αλλά να την εφαρμόζουμε» (Κ). 
«Διότι το να γνωρίσουν μεν ανήκει σε όλους, το να πράξουν όμως δεν είναι έργο όλων» (Χ). 
Είναι μεν μέγα προσόν να έχουμε γνώση των καθηκόντων μας, αλλά μόνη η γνώση δεν είναι αρκετή να μας κάνει μακάριους. Η γνώση αποτελεί φωτισμό για πράξη και εφαρμογή, αλλιώς αποβαίνει όχι μόνο ανωφελής και μάταιη, αλλά επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τη θέση μας, διότι «μεγαλύτερη καταδίκη θα έχουμε» εφόσον «αν κάποιος ξέρει να κάνει το καλό και δεν το κάνει, είναι αμαρτία σε αυτόν» (Ιακ. δ 17).

Ιω. 13,18  οὐ περὶ πάντων ὑμῶν λέγω(1)· ἐγὼ(2) οἶδα(3) οὓς ἐξελεξάμην(4)· ἀλλ᾿(5) ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ(6), ὁ τρώγων(7) μετ᾿ ἐμοῦ τὸν ἄρτον(8) ἐπῆρεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν πτέρναν αὐτοῦ(9).
Ιω. 13,18  Και αυτά δεν τα λέγω δι' όλους σας. Εγώ ξέρω πολύ καλά ποίας ποιότητος άνθρωποι ήσαν αυτοί τους οποίους εξέλεξα. Εγνώριζα πολύ καλά ότι και ένας ανάξιος εισεχώρησε μεταξύ σας, δια να εκπληρωθή έτσι η προφητεία της Γραφής• Εκείνος που τρώγει συνεχώς μαζή μου ως φίλος το ψωμί στο αυτό τραπέζι, εσήκωσε την πτέρναν του και με εκλώτσησε.
(1)   Όταν μιλώ για σας ως μακάριους (b). Λέγοντας αυτά δεν περιμένω, ότι όλοι σας θα τηρήσετε αυτά. «Λέγοντας ότι θα είναι μακάριοι αυτοί που γνωρίζουν μεν το καλό, και προσπαθούν να το κάνουν πράξη, πρόσθεσε αμέσως, Δεν λέω για όλους, υπαινισσόμενος τον προδότη· διότι δεν ανήκει στους αξιοζήλευτους ο θεομίσητος, ούτε θα μπορούσε να καταταχτεί ποτέ μαζί με τους μακάριους αυτός που κατέστησε την ψυχή του ένοχη για τόσο μεγάλη ασέβεια» (Κ). 
«Πω, πω μέγεθος ανεξικακίας! Δεν ελέγχει ακόμη τον προδότη, αλλά συγκαλύπτει το πράγμα, δίνοντας έτσι σε αυτόν ευκαιρία για μετάνοια. Και ελέγχει και δεν ελέγχει, λέγοντας τα εξής· Αυτός που τρώει κλπ» (Χ). 
«Αν και είπε σε διάφορους καιρούς πολλά παρόμοια, που κεντούσαν μόνο τη συνείδηση του προδότη, και από τη μία δίδασκαν, ότι δεν είναι κρυφή η επιβουλή του, ταυτόχρονα δε πάλι τον καλούσαν σε μετάνοια και διόρθωση, δεν τον έπεισε» (Ζ).
(2)   Μπαίνει μπροστά με έμφαση. Εγώ ο Κύριος (b).
(3)   «Γνωρίζω ως Θεός» (Ζ). Και εδώ δηλώνεται η υπερφυσική γνώση του Κυρίου. Υπάρχει και η γραφή: Εγώ γαρ οἶδα.
(4)   Και η γραφή τίνας εξελεξάμην. Ή, πιο σωστά, αναφέρεται στην εκλογή των 12, όταν και «τον Ιούδα διάλεξε και τον ανέμιξε με τους άλλους μαθητές, χωρίς να αγνοεί ότι και προδότης θα αποδειχτεί και θα πέσει μέσα στα δίχτυα της φιλοκερδείας» (Κ). 
«Γνωρίζω ποιος είναι ο καθένας από αυτούς που διάλεξα. Γνωρίζω λοιπόν και ποιος είναι ο Ιούδας και δεν μου είναι κρυφό, το ότι ο διάβολος έχει ήδη βάλει στην καρδιά του τά εναντίον μου» (Ω). 
Σημείωσε, ότι υπάρχει ανάμιξη κακών μαζί με τους καλούς στις άριστες κοινωνίες· υπήρξε ένας Ιούδας μεταξύ των αποστόλων και θα εξακολουθεί να γίνεται έτσι έως ότου φτάσουμε στη μακάρια εκείνη κοινωνία, στην οποία τίποτα το ακάθαρτο ή υποκριτικό δεν θα μπει. Ή, λιγότερο πιθανή εκδοχή «Γνωρίζω ποιους διάλεξα να συμμετέχουν μαζί μου στην μακαριότητα. Και ο προδότης Ιούδας δεν είναι από αυτούς τους διαλεγμένους» (Αυ). 
«Αν όμως ο Κύριος διάλεξε τον Ιούδα και αυτός έκανε παράβαση, τίποτα δεν σημαίνει αυτό· διότι όταν ήταν καλός αυτός τον διάλεξε και μεταβλήθηκε όπως ο Αδάμ και ο Σαούλ. Διότι ο Θεός δεν αναιρεί το αυτεξούσιο (ελευθερία βούλησης), αλλά επιτρέπει στον καθένα, να κάνει όπως θέλει» (αμ).
(5)   Ο λόγος είναι ελλειπτικός. Ή, επίσης διάλεξα και τον Ιούδα για να εκπληρωθεί η γραφή. Ή, αλλά αυτό έγινε για να εκπληρωθεί η γραφή (g). Ή, αλλά επίσης η προδοσία αυτή θα έλθει για να… (β).
(6)   Το εκβατικό ἵνα, για το οποίο δες παραπάνω. «Ας μη νομίσει κάποιος ότι για αυτό φτάνουν εις πέρας τα προφητευμένα από τους άγιους προφήτες, για να εκπληρωθούν δηλαδή οι γραφές. Διότι αν είναι αλήθεια αυτό, τίποτα καθόλου δεν θα εμποδίσει αυτούς που αναγκαστικά υπηρέτησαν τις γραμμένες προφητείες, από το να έχουν δικαιολογημένη την αμάρτία, ή μάλλον καλύτερα, να θεωρούν ότι ούτε καν αμάρτησαν. Διότι αν έπρεπε να εκπληρωθούν, θα πει κάποιος, και εκπληρώνονταν με αυτούς, άρα αυτοί μέσω των οποίων εκπληρώθηκαν θα μπορούσαν να είναι ελεύθεροι από κάθε ευθύνη. 
Από την άλλη πάλι η θεία γραφή θα φαινόταν λοιπόν οπωσδήποτε και βοηθός της αμαρτίας, καλώντας κατά κάποιο τρόπο αναγκαστικά κάποιους σε εκείνα τα οποία λέγονταν από αυτήν, έτσι ώστε να φτάσει σε τέλος αυτό που είχε παλιά προφητευτεί… Για αυτό λοιπόν, δεν πιστεύουμε ότι για αυτήν την αιτία διαπράχτηκαν τα έργα από κάποιους, για να εκπληρωθούν δηλαδή οι γραφές· αλλά το Πνεύμα μίλησε επειδή προγνώριζε ότι οπωσδήποτε θα γίνουν αυτά που θα συμβούν» (Κ).
(7)   Η παράθεση μάλλον κατά το εβραϊκό, οπωσδήποτε όμως όχι από τους Ο΄ από το Ψαλμ. μ 10. «Αυτός που έτρωγε τα ψωμιά μου ύψωσε όσο μπορούσε υψηλότερα την φτέρνα του και κατάφερε εναντίον μου κλωτσιά. Οι μεν Ο΄ λοιπόν έτσι ερμήνευσαν το ρητό από το εβραϊκό· ο Χριστός όμως ερμηνεύοντας το ίδιο ρητό από το ίδιο κείμενο, τα ίδια λέει και αυτός, με άλλες ισοδύναμες λέξεις» (Ζ). 
Ο Δαβίδ έγραψε το χωρίο για τον Αχιτόφελ, στενό του φίλο, από τον οποίο αχάριστα προδόθηκε. Δες Β΄ Βασ. ιε 31 και εξής. Λόγος με διπλό αποτέλεσμα, ο οποίος κατά το θείο σχέδιο επρόκειτο ομοίως να εκπληρωθεί με την προδοσία του Ιούδα (F). Ο Αχιτόφελ από την άποψη αυτή υπήρξε τύπος του Ιούδα (ο). 
«Εξηγήθηκε με διαφορετικά λόγια το ρητό από τον τεσσαρακοστό ψαλμό που είναι ως εξής: «καὶ γὰρ ὁ ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης μου, ἐφ᾿ ὃν ἤλπισα, ὁ ἐσθίων ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ᾿ ἐμὲ πτερνισμόν. (=και ο επιστήθιος φίλος μου, στον οποίον είχα στηρίξει τας ελπίδας μου, αυτός ο οποίος έτρωγε εις την τράπεζάν μου το φάγητόν μου, κατέφερε εναντίον μου μεγάλο λάκτισμα). 
Ο Σωτήρας λοιπόν λέει ότι το ρητό αυτό ειπώθηκε για αυτόν και τον Ιούδα· εξ αιτίας αυτού θα αναρωτηθείς πώς ο Ιούδας ήταν άνθρωπος ειρήνης και ο Σωτήρας ήλπισε σε αυτόν. Νομίζω λοιπόν ότι με αυτά δηλώνεται, ότι κάποτε είχε πιστέψει γνήσια… και δεν νομίζω ότι θα του εμπιστευόταν το ταμείο αν ήταν από τη αρχή κλέφτης· ήταν λοιπόν άξιος να του το εμπιστευτεί και του το εμπιστεύτηκε (αν και προγνώρισε ότι θα πέσει)· Και ήταν τόσο πολύ άνθρωπος ειρήνης του Χριστού, ώστε κάποτε ο Ιησούς είχε αγαθές ελπίδες για αυτόν ότι θα είναι καλός απόστολος. Άκου δηλαδή αυτό που λέει «στον οποίο ήλπισα»» (Ω).
(8)   «Αυτός που τρέφεται από εμένα, αυτός που απολαμβάνει μαζί μου το τραπέζι, το οποίο ακόμη και τους εχθρούς τους κάνει να ντρέπονται» (Θφ). 
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ιωάννης δεν λέει ο εσθίων αλλά ο τρώγων, λιγότερο συνηθιζόμενη λέξη, την οποία χρησιμοποιεί 4 φορές (στ 54,56,57,58) για την περίπτωση που τρώνε την σάρκα του Κυρίου στη θεία Ευχαριστία. Θα ήταν λοιπόν έξω από τη συνήθειά του να μην χρησιμοποιήσει αυτήν προκειμένου για το φαγητό στο μυστικό δείπνο (β). Το να τρώει κάποιος άρτο στο τραπέζι κάποιου ανώτερου θεωρούνταν ταυτόσημο με το να παίρνει δείγμα και εγγύηση εμπιστοσύνης, και να παρέχει υπόσχεση πίστης και αφοσίωσης (Β΄ Βασιλ. θ 7,14,Δ Βασιλ. κε 29)· το να προδώσει λοιπόν εκείνον, με τον οποίο έφαγε κάποιος άρτο, ήταν σοβαρή κατάργηση των παραδόσεων της φιλοξενίας (β). 
Ας θυμόμαστε, ότι δεν είναι μαθητές του Χριστού όλοι εκείνοι, όσοι τρώγουν τον άρτο του. Υπάρχει και η γραφή: «Τον άρτον μου», αντί για «μετ᾿ ἐμοῦ τὸν ἄρτον».
(9)   «Το εμεγάλυνεν επ’ εμέ πτέρναν αὐτοῦ, παραφράστηκε στο ἐπῆρεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν πτέρναν αὐτοῦ, ώστε να είναι το ίδιο το Εμεγάλυνε με το ἐπῆρεν. Και αν πρέπει να αποσαφηνίσουμε τη φράση ἐπῆρεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν πτέρναν αὐτοῦ και εμεγάλυνεν επ’ εμέ πτέρναν αὐτοῦ, θα πούμε, ότι αυτό κάνει αυτός που απλώνει το πόδι σε κάποιον» (Ω). 
Σήκωσε εναντίον μου τη φτέρνα του για να με κλωτσήσει. Η μεταφορά πιθανώς πάρθηκε από ζώο δύστροπο και σκληρό, το οποίο ξαφνικά στρέφεται και κλωτσά τον κύριό του, τη στιγμή που αυτός το περιποιείται και ίσως του προσφέρει τη συνηθισμένη τροφή (ο). Η φράση «σηκώνω την φτέρνα εναντίον κάποιου» δηλώνει λοιπόν ή «το δολερό και ύπουλο και κρυφό της επιβουλής» (Χ)= την ώρα που ανύποπτος φιλοξενεί κάποιος κάποιον στο τραπέζι δέχεται από αυτόν πλήγμα. Ή, δηλώνει το κτηνώδες μίσος (g)· την κτηνώδη βία (β). 
Ο Ιούδας ως αποστάτης υπήρξε ένοχος της ευτελέστερης και απαισιότερης επιβουλής κατά του Χριστού. Απαρνήθηκε τον Χριστό και έστρεψε τα νώτα του προς αυτόν αφού αποχωρίστηκε από τον κύκλο των μαθητών του. Επιπλέον περιφρόνησε τον Χριστό με το να τινάξει κατά κάποιο τρόπο τη σκόνη των ποδιών του κατά πρόσωπον του διδασκάλου, υβρίζοντας αυτόν και το ευαγγέλιό του. Τέλος έγινε εχθρός του κλωτσώντας τον όπως πράττουν αυτοί που με τα χέρια παλεύουν εναντίον των αντιπάλων τους, τους οποίους θέλουν να ανατρέψουν.
   
Ιω. 13,19  ἀπ᾿ ἄρτι(1) λέγω ὑμῖν(2) πρὸ τοῦ γενέσθαι, ἵνα ὅταν γένηται πιστεύσητε(3) ὅτι ἐγώ εἰμι(4).
Ιω. 13,19  Σας αναγγέλω αυτά από τώρα, πριν πραγματοποιηθούν, ώστε όταν η προδοσία γίνη, να πιστεύσετε ότι εγώ είμαι ο Χριστός.
(1)   Αντιτίθεται με τον χρόνο, στον οποίο θα πραγματοποιηθεί το προφητευμένο γεγονός (g).
(2)   Η προαναγγελία για τον προδότη εισάγεται τώρα από τον Ιησού τόσο σαφώς, ενώ ο υπαινιγμός του στίχου 10 ήταν ασαφής.
(3)   «Λέω από τώρα αυτά που είναι μεν ήδη πολύ κοντά, δεν έχουν όμως ακόμη ολοκληρωθεί, αυτά σάς τα γνωστοποιώ, έτσι ώστε όταν συμβεί να γίνουν, συνδυάζοντας τα προφητευμένα από εμένα με την έκβαση των πραγμάτων… να πιστέψετε… Ταυτόχρονα λοιπόν ο Κύριος… και τον προδότη επιχειρεί προσεχτικά να επανορθώσει, κάνοντας τον έλεγχο κρυμμένο με πολλή ασάφεια, και την έκβαση της προδοσίας, την λέει ότι θα είναι σημάδι και σαφέστατη απόδειξη ότι αυτός είναι ο Χριστός» (Κ). 
Δες Ιω ιστ 4,ιδ 29, «Και πρόσεξε αν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους τόσο σπουδαίους μαθητές του Ιησού, ότι δεν είχαν ακόμη πιστέψει… Όπως ακριβώς αν λέγονταν σε έναν σοφό κάποια λόγια και μετά προσθέτονταν και τα εξής· Αυτά θα σε κάνουν σοφό, δεν θα εννοούσαμε οπωσδήποτε ότι έγινε από μη σοφός σοφός, αλλά από σοφός σοφότερος επειδή ακολουθεί η προκοπή και οδεύει στην τελειότητα· έτσι να εννοήσεις, σε παρακαλώ, ότι και ο πιστός μπορεί να γίνει πιστότερος. Διότι και οι απόστολοι όταν πλησίασαν κάποτε τον Κύριο δεν κατηγορούσαν τους εαυτούς τους ως απίστους όταν έλεγαν σε αυτόν το, Κύριε, πρόσθεσέ μας πίστη. Διότι με το «πρόσθεσε» σαφώς αποδεικνύεται, ότι είχαν πίστη που χωρούσε προσθήκη» (Ω). 
(4)   Ή, «ώστε όταν εκπληρωθεί αυτή η Γραφή να πιστέψετε, ότι εγώ είμαι, αυτός για τον οποίο εκείνη προφήτευσε» (Ζ) «και είπε, αυτός που τρώει μαζί μου τον άρτο σήκωσε εναντίον μου τη φτέρνα του» (Αυ). Ή, όπως στο η 24= Εγώ είμαι ο προαναγγελμένος Μεσσίας (F)· «να πιστέψετε, ότι εγώ είμαι ο προφητευμένος Χριστός» (Ω), «για τον οποίον αυτά τα λόγια προφήτευσε η θεία γραφή» (Κ). 
Ή, μπαίνει απόλυτα χωρίς να υπονοείται κάποιο κατηγορούμενο όπως και στο η 58, σαν αντίστοιχο της ίδιας φράσης, με την οποία στην Π.Δ. ο Θεός ονομάζει τον εαυτό του. Δες Ιεζεκ. κδ 24. Με τη σαφή και βέβαιη πρόγνωση αυτών που μέλλουν να συμβούν ο Χριστός έδωσε αδιαμφισβήτητη απόδειξη, ότι είναι ο αληθινός Θεός, μπροστά στον οποίο τα πάντα είναι γυμνά και ακάλυπτα. Προείπε ότι ο Ιούδας θα παρέδιδε αυτόν σε ώρα, κατά την οποία καμιά υπόνοια για αυτόν δεν ήταν δυνατόν να εισχωρήσει σε κάποιον και έτσι απέδειξε ότι είναι εκείνος, του οποίου ο λόγος είναι «κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδιάς» και ο οποίος εξετάζει καρδιές και νεφρούς.

Ιω. 13,20  ἀμὴν ἀμὴν(1) λέγω ὑμῖν, ὁ λαμβάνων(2) ἐάν τινα πέμψω, ἐμὲ λαμβάνει(3), ὁ δὲ ἐμὲ λαμβάνων λαμβάνει τὸν πέμψαντά με.
Ιω. 13,20  Σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος που δέχεται κάποιον που εγώ θα στείλω, δέχεται εμέ. Και εκείνος που δέχεται εμέ, δέχεται αυτόν που μ' έστειλε.
(1)   Η σχέση με τα προηγούμενα είναι διαφορετική σύμφωνα με τους διάφορους ερμηνευτές: Ή, λέει αυτά «παρηγορώντας τους περισσότερο επειδή πρόκειται εντός ολίγου να διατρέξουν την οικουμένη» (Ζ), «και να πάθουν πολλά δεινά» (Χ). 
Ή, πιο σωστά, ο στίχος αυτός πρέπει να συνδεθεί με αυτά που ειπώθηκαν στους στίχους 16-17= Είπα, ότι δεν υπάρχει απόστολος ανώτερος από αυτόν που τον έστειλε. Σας βεβαιώνω όμως ακόμη, ότι οι απόστολοί μου δεν είναι μικρότεροι από εμένα. Για αυτό είναι και μακάριοι (g).
(2)   Συναντιέται η ίδια βεβαίωση και στους Συνοπτικούς. Δες Ματθ. ι 40,Μαρκ. θ 37,Λουκ θ 48 με μικρές λεκτικές παραλλαγές. Ο Ιωάννης αντικαθιστά το από τον Ματθαίο χρησιμοποιούμενο ρήμα δέχομαι με το λαμβάνω και το αποστέλλω με το πέμπω (β).
(3)   Γενικώς παραδεκτή αρχή, ότι η τιμή που απονέμεται σε κάποιον πρέσβη, μεταβαίνει στο πρόσωπο του κυριάρχου του, τον οποίον αυτός αντιπροσωπεύει (β). 
«Όποιος δέχεται αυτόν που θα στείλει ο Ιησούς, δέχεται τον Ιησού που είναι στο πρόσωπο αυτού που στάλθηκε· και αυτός που δέχεται τον Ιησού δέχεται τον Πατέρα. Άρα αυτός που δέχεται αυτόν που θα στείλει ο Ιησούς, δέχεται τον Πατέρα που έστειλε τον Ιησού» (Ω). 
Ο Χριστός ήδη έφευγε από τον κόσμο αυτόν, θα άφηνε όμως μία τάξη ανθρώπων ως πράκτορες και αντιπροσώπους του για να κηρύττουν το λόγο του. Εκείνοι λοιπόν οι οποίοι δέχονται τον λόγο αυτόν και τους κήρυκές του στο όνομα του Χριστού και από αγάπη προς αυτόν, δέχονται αυτόν τον ίδιο το Χριστό. Το να πιστεύει κάποιος στη διδασκαλία του Χριστού και να υπακούει στις εντολές του και να δέχεται την σωτηρία που προσφέρεται στο όνομά του και με τους όρους, με τους οποίους αυτή προσφέρεται, ισοδυναμεί με το να δέχεται εκείνους, τους οποίους ο Χριστός αποστέλλει, άρα και με το να δέχεται αυτόν τον ίδιο τον Κύριο Ιησού.

Ιω. 13,21  Ταῦτα εἰπὼν(1) ὁ Ἰησοῦς ἐταράχθη(2) τῷ πνεύματι(3), καὶ ἐμαρτύρησε(4) καὶ εἶπεν· ἀμὴν ἀμὴν(5) λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν(6) παραδώσει με(7).
Ιω. 13,21 Αφού είπε αυτά ο Ιησούς, εταράχθη εσωτερικώς πολύ, και καθαρά και ξάστερα εμαρτύρησε περί αυτού και είπε• σας αποκαλύπτω και σας διαβεβαιώνω, ότι ένας από σας θα με παραδώση.
(1)   Τα προηγούμενα λόγια, στα οποία δύο φορές υπαινίχθηκε τον προδότη.
(2)   Από λύπη «για την απώλεια του προδότη. Ταράχτηκε δηλαδή από την πολύ μεγάλη συμπάθεια, στενοχωρούμενος υπερβολικά για αυτόν» (Ζ). 
Ή, «ταράχτηκε εύλογα, αγανακτώντας για την δυστροπία του Ιούδα» (Κ). Είναι δυνατόν και τα δύο συναισθήματα να διεγέρθηκαν στον Κύριο. (Δες «καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ᾿ ὀργῆς, συλλυπούμενος ἐπὶ τῇ πωρώσει τῆς καρδίας αὐτῶν = Και αφού περιέφερε γύρω εις αυτούς με οργήν το βλέμμα του, ενώ συγχρόνως τους ελυπείτο ειλικρινώς δια την πώρωσιν της καρδιάς των» Μάρκ. γ 5).
(3)   Προτιμά τον όρο αυτόν από τον όρο ψυχή που λέει στο ιβ 27. Ή, διότι θέλει να σημάνει, ότι εκ βάθους ψυχής ταράχτηκε (ο). Οι εχθρότητες των αντιπάλων δεν μπορούν να πληγώσουν την ψυχή τόσο πολύ όσο οι προδοσίες των φίλων (τ). 
Ή, για να σημάνει, ότι η ταραχή είχε έδρα τις ανώτερες πνευματικές δυνάμεις του Κυρίου, και ήταν θρησκευτικής φύσης και ένα είδος φρίκης, την οποία δοκιμάζει η αγνή καρδιά αυτού που έρχεται σε επαφή με το όργανο του σατανικού εγκλήματος της προδοσίας (g). 
«Το πάθος ερχόταν στην επικράτεια του πνεύματος. Όπως δηλαδή ο άγιος ζει με το πνεύμα το οποίο αρχίζει τα πράγματα της ζωής και κάθε πράξη και προσευχή και τον ύμνου προς το Θεό, έτσι οτιδήποτε κάνει και οποτεδήποτε, το κάνει με το πνεύμα, αλλά και αν πάσχει, πάσχει με το πνεύμα» (Ω). 
Η προδοσία του Ιούδα έθιγε τον Ιησού στα τρυφερότερα βάθη της ψυχής του. Σημείωσε ότι οι πτώσεις των μαθητών του Χριστού ταράζουν αυτόν βαθύτατα. Οι αμαρτίες των χριστιανών λυπούν πολύ τον Κύριό τους.
(4)   Ή «διαμαρτυρήθηκε για την προδοσία» (Ζ). Ή, πιο σωστά, με αυτό αντιθέτει την θετική και σαφή διακήρυξη, η οποία πρόκειται να επακολουθήσει, με τους αόριστους υπαινιγμούς των στίχων 10 και 18 (g)= Έδωσε σαφή και ορισμένη μαρτυρία. Λέγεται για τον Ιησού που προλέγει αυτό που σίγουρα θα του συμβεί (G). Αποκαλύπτει με αυτήν ο Ιησούς μυστικό, το οποίο ήταν γνωστό μόνο στον διάβολο και τον Ιούδα (μ).
(5)   Η φράση χαρακτηρίζει την θεία βεβαιότητα της προαναγγελίας αυτής απέναντι στην δυσκολία, την οποία θα δοκίμαζαν οι απόστολοι για να την παραδεχτούν (g)= Όσο απίθανο και αν σας φαίνεται, σας βεβαιώνω κατηγορηματικότατα, ότι… 
(6)   «Με πολλή έμφαση ο Χριστός λέει αυτό και με αυτό ή κατηγορεί την αχαριστία αυτού που τόλμησε τέτοιο πράγμα, ή δείχνει το μέγεθος της κακίας του διαβόλου, που τόσο πολύ κατάφερε, ώστε να αρπάξει έναν και από αυτούς τους αποστόλους» (Κ). 
«Ένας, λέει, που ξέπεσε από την ομάδα και βγήκε από ανάμεσά σας, θα με παραδώσει» (Θφ). 
Ένας από σας, οι οποίοι πήρατε από εμένα τέτοιες εξαιρετικές χάρες· για τους οποίους είχα κάθε λόγο να φρονώ, ότι θα μένατε σταθεροί στην προς εμένα αγάπη· οι οποίοι εκδηλώσατε έναν τέτοιο σεβασμό σε μένα· Ποια αδικία έγινε εκ μέρους μου, ώστε ο ένας από εσάς να με προδώσει;
(7)   Δες στ 64. Όλοι οι ευαγγελιστές (Ματθ. κστ 21,Μάρκ. ιδ 18,Λουκ. κβ 21) συμφωνούν, ότι η σαφής αυτή προαναγγελία της προδοσίας έγινε για πρώτη φορά κατά τον Μυστικό δείπνο και ότι σε αυτήν δεν αποκαλύφθηκε ξεκάθαρα το όνομα του προδότη.

Ιω. 13,22  ἔβλεπον οὖν εἰς ἀλλήλους(1) οἱ μαθηταί, ἀπορούμενοι(2) περὶ τίνος λέγει(3).
Ιω. 13,22  Εκύτταζαν τότε ο ένας τον άλλον οι μαθηταί και ευρίσκοντο εις απορίαν δια ποίον τα έλεγε αυτά.
(1)   «Σε όλους δημιουργεί το φόβο με το να μην αναφέρει το όνομα· εκείνοι όμως κυριεύονται από απορία, μολονότι δεν αισθάνονταν τίποτα το κακό για τον εαυτό τους· διότι θεωρούσαν πιο αξιόπιστη τη γνώμη του Χριστού από τους δικούς τους λογισμούς. Για αυτό και έβλεπαν ο ένας τον άλλον». 
«Ο καθένας, όσο ήταν δυνατόν στην ανθρώπινη φύση, έβλεπε μέσα στην προαίρεση του άλλου, απορώντας, αν μπορούσε η ψυχή που έκανε τέτοια πράγματα… να μεταβληθεί τόσο πολύ και να ξεχάσει τα μαθήματα του Διδασκάλου, ώστε να φτάσει και στην προδοσία του» (Ω). 
Ό,τι λυπεί τον Χριστό, είναι και πρέπει να είναι αιτία λύπης σε όλους εκείνους, οι οποίοι είναι δικοί του. Ιδιαιτέρως οι σκανδαλώδεις πτώσεις εκείνων, οι οποίοι φέρουν το όνομά του, πρέπει να λυπούν τους μαθητές του Διδασκάλου. «Ποιός σκανδαλίζεται και δεν καίγομαι εγώ;».
(2)   «Αν μεν ήταν φανερή στους μαθητές του Ιησού η κακία του Ιούδα, τότε θα γνώριζαν ποιος ήταν αυτός που θα παραδώσει τον Διδάσκαλο όταν είπε ο Σωτήρας ότι ένας από σας θα με παραδώσει. Τώρα όμως βλέπονται μεταξύ τους οι μαθητές, απορώντας για ποιον λέει» (Ω). 
«Έκπληξη και φόβος μαζί τρέχει μέσα στους μαθητές και βλέπονται μεταξύ τους, εγκυμονώντας διπλή ταραχή από τα λεγόμενα. Διότι ο καθένας μεν, όπως ήταν λογικό, ανατρέχοντας στην δική του ψυχή, φοβήθηκε όχι και λίγο, αλλά και βλέποντας και τους άλλους μαζί, δεν δέχονταν μικρότερη από την άλλη αγωνία» (Κ). 
Έβλεπαν οι μαθητές τα πρόσωπα ο ένας του άλλου, προσπαθώντας να μαντεύσουν από την έκφρασή τους, ποιος ήταν ο ένοχος. Αλλά ενώ όλοι οι άλλοι έχοντας ελεύθερη και ανένοχη τη συνείδηση μπορούσαν να υψώνουν το κεφάλι αδίστακτα και να παρουσιάζουν όψη απαλλαγμένη και από το παραμικρό κοκκίνισμα, ο Ιούδας, ο οποίος ήταν ο ένοχος, είχε τόσο αποθρασυνθεί και είχε καταλήξει σε τόση αναισχυντία ώστε δεν παρουσίαζε στην όψη του κανένα σημάδι, που να προδίδει την ενοχή του. Για αυτό η ομάδα των μαθητών κυριεύεται από απορία.
(3)   Οι συνοπτικοί αναφέρουν τα ίδια και παρουσιάζουν τον καθένα από τους αποστόλους να ρωτάει: «Μήπως είμαι εγώ, Κύριε;» (Ματθ. κστ 22). 
«Παρόλο που ο καθένας τους γνώριζε για τον εαυτό του ότι είναι καθαρός και δεν διαπίστωναν τίποτα πονηρό στο νου τους, όμως θεωρούσαν πιο αξιόπιστο τον λόγο του Κυρίου από τους δικούς τους λογισμούς» (Θφ).

Ιω. 13,23  ἦν δὲ ἀνακείμενος(1) εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἐν τῷ κόλπῳ τοῦ Ἰησοῦ(2), ὃν ἠγάπα(3) ὁ Ἰησοῦς·
Ιω. 13,23  Κατά την ώραν εκείνην είχε γείρει στο στήθος του Ιησού ένας από τους μαθητάς του, τον οποίον ιδιαιτέρως αγαπούσε ο Ιησούς.
(1)   «Επειδή αυτός ο μαθητής πήρε εντολή από τον Πέτρο και ρώτησε κρυφά, Ποιος είναι αυτός που θα τον παραδώσει· ήταν αναγκαίο να πει πού καθόταν ώστε να μπορεί να ρωτάει κρυφά» (Ζ).
(2)   Οι αρχαίοι έγερναν μάλλον στο τραπέζι παρά κάθονταν, και ο κάθε ένας που μετείχε στο τραπέζι είχε τον αριστερό βραχίονα στηριγμένο σε προσκέφαλο, έτσι ώστε να στηρίζει με το αριστερό χέρι το κεφάλι, και είχε το δεξί χέρι ελεύθερο για να τρώει με αυτό. Τα πόδια απλώνονταν προς τα πίσω. Έτσι ο καθένας είχε το κεφάλι να πλησιάζει στο στήθος αυτού που ήταν ξαπλωμένος στα αριστερά του. Την θέση αυτή κατείχε ο Ιωάννης. Δεξιά του Χριστού (g). 
Ως προς τις τιμητικές θέσεις πρέπει να σημειωθεί, ότι ο οικοδεσπότης ή το κύριο πρόσωπο καθόταν στο κέντρο και η τιμητική θέση ήταν πάνω από αυτόν δηλαδή στα αριστερά του, και η μετά από αυτήν άλλη τιμητική θέση ήταν στα δεξιά του. Δεν είναι βέβαιο, ποιος κατείχε την προς τα αριστερά του Ιησού τιμητική θέση. Κάποιοι σκέφτηκαν, ότι κατείχε αυτήν ο Πέτρος. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε αυτός αμέσως, χωρίς την παρέμβαση του Ιωάννη, να ρωτήσει τον Ιησού. Το γεγονός όμως ότι έκανε νεύμα στον Ιωάννη, υποδηλώνει ότι δεν ήταν πολύ κοντά του. Πιθανότερο είναι ότι την πιο τιμητική αυτή θέση κατείχε ο Ιούδας, όπως υποδηλώνεται από το ότι ο Ιησούς μπορούσε να μιλά σε αυτόν κατ’ ιδίαν, χωρίς τα της συνομιλίας να ακούγονται από τους άλλους μαθητές. Δες στίχο 27 και Ματθ. κστ 25. Το ότι επίσης αυτός είχε και το ταμείο, παρείχε ίσως σε αυτόν και κάποια προτίμηση απέναντι στους συμμαθητές του (β). 
Πάντως και η θέση του Ιωάννου ήταν τιμητική και «της τιμής αυτής αξιώθηκε επειδή κρίθηκε άξιος ξεχωριστής αγάπης από τον Διδάσκαλο» (Ω).
(3)   «Ο Ιωάννης είναι αυτός, ο συγγραφέας του παρόντος βιβλίου, ο οποίος, επειδή λέει για τον εαυτό του ότι ήταν αγαπημένος, έκρυψε το όνομά του, παραδίδοντάς το στη σιωπή, για να μην φανεί ότι καυχιέται» (Κ). 
Ο Ιωάννης επιμελέστατα αποφεύγει να αναφέρει τον εαυτό του. Είναι επιθυμητότερο το να αγαπιέσαι από τον Ιησού παρά να διακρίνεσαι με το όνομά σου (b). Για πρώτη τώρα φορά ο Ιωάννης αναφέρεται στον εαυτό του σαν έναν από τους μαθητές τον οποίο αγαπούσε ιδιαιτέρως ο Ιησούς. Η φράση «ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς» αναφέρεται και πάλι στα ιθ 26,κα 7,20 και 24, και από το κα 24 τίθεται έξω αμφιβολίας, ότι ο μαθητής τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς είναι αυτός ο ίδιος ο ευαγγελιστής (ο). ὃν ἠγάπα = «Αυτόν αγαπούσε ο Ιησούς, περισσότερο δηλαδή, επειδή ήταν άξιος να αγαπιέται περισσότερο, λόγω πλούτου αρετής μεγάλης» (Ζ). 
«Πρόσεξε επίσης σε αυτόν και την έλλειψη καύχησης. Διότι δεν είπε το όνομα, αλλά ότι Αυτόν που αγαπούσε, όπως ακριβώς και ο Παύλος, όταν έλεγε· Γνωρίζω άνθρωπο πριν από δεκατέσσερα χρόνια» (Χ).

Ιω. 13,24  νεύει(1) οὖν(2) τούτῳ Σίμων Πέτρος πυθέσθαι(3) τίς ἂν εἴη(4) περὶ οὗ λέγει.
Ιω. 13,24  Έκανε, λοιπόν, νόημα εις αυτόν ο Σίμων Πέτρος, να ερωτήση ποιός άραγε είναι αυτός, δια τον οποίον λέγει ο διδάσκαλος.
(1)   «Θα μπορούσαμε να θαυμάσουμε εύλογα και σε αυτό πάλι, την πολλή ακρίβεια, όσον αφορά την ευλάβεια, των αγίων μαθητών… Ο Πέτρος, δεν έκανε μεν καθόλου ο ίδιος την ερώτηση, αλλά αφήνει την ερώτηση στον κοντινό και αγαπημένο για το λαμπρότερο της αγνότητας» (Κ). 
Ο Πέτρος «επειδή από πολλή θερμότητα βρίσκεται σε πολλές περιπτώσεις μεν να είναι ορμητικός, αλλά να μαλώνεται, για αυτό το λόγο τώρα φοβήθηκε να ρωτήσει, για να μην τον μαλώσει και τώρα ο Κύριος ως προπετή» (Θφ). Είχε πρόσφατα επιτιμηθεί ο Πέτρος.
(2)   Γνωρίζοντας ο Πέτρος ότι ο Ιωάννης αγαπιόταν από τον Κύριο και βλέποντας πόσο κατάλληλη ήταν ήδη η θέση του στο τραπέζι, για να ζητήσει πληροφορίες από τον Ιησού, για αυτά (λοιπόν…), «δεν του έκανε νεύμα με τη σκέψη ότι είναι ανώτερος, αλλά για την πολλή αγάπη του» (Χ).
(3)   Υπάρχει και η γραφή «Σίμων Πέτρος και λέγει αυτώ Ειπέ τίς εστίν περὶ οὗ λέγει». Μολονότι μαρτυρείται σοβαρά δεν συμφωνεί όμως με το νεύει. Αυτός που κάνει νεύμα δεν μιλάει συγχρόνως και με τη γλώσσα. Η συνηθισμένη γραφή (την οποία έχει και ο Αλεξανδρινός κώδικας) μαρτυρείται από αρκετούς μεγαλογράμματους κώδικες και από τις Συριακές μεταφράσεις (την Πεσιτώ, του Σινά κλπ).
(4)   =Ποιος μπορεί να είναι. Εκφράζει η ερώτηση ένα είδος αμφιβολίας. (=Πώς είναι δυνατόν μαθητής από τον κύκλο μας να προβεί σε κάτι τέτοιο;).

Ιω. 13,25  ἐπιπεσὼν δὲ ἐκεῖνος ἐπὶ τὸ στῆθος(1) τοῦ Ἰησοῦ λέγει αὐτῷ· Κύριε(2), τίς ἐστιν;
Ιω. 13,25 Αφού δε έπεσε εκείνος στο στήθος του Ιησού, τον ηρώτησε• Κύριε, ποιός είναι εκείνος που θα σε παραδώση;
(1)   Το επιπεσών υποδηλώνει απότομη κίνηση, σύμφωνη με την ζωηρότητα του συναισθήματος που την προκάλεσε (g). Υπάρχει και η γραφή αναπεσών δὲ ἐκεῖνος ούτως ἐπὶ τὸ στῆθος = «Έτσι· όπως ήταν γερμένος, δηλαδή δεν σηκώθηκε, αλλά μόνο γύρισε προς το μέρος του» (Ζ) και «γέρνοντας ήσυχα προς τον διδάσκαλο, ψιθυρίζει κρυφά» (Κ) και «ρωτά σχεδόν στο αυτί του, ώστε να μην γίνει φανερός ο προδότης» (Χ).
(2)   Αν και ψιθύρισε τη φράση στο αυτί του Ιησού, αποκαλεί αυτόν Κύριο. Η οικειότητα την οποία είχε προς τον Διδάσκαλο, δεν μείωνε τον προς αυτόν σεβασμό του. Όσο στενότερη σχέση και κοινωνία έχουν οι ευσεβείς ψυχές με τον Χριστό, τόσο περισσότερο αισθάνονται την αξία και το μεγαλείο του και τη δική τους αναξιότητα και ευτέλεια, όπως άλλοτε και ο Αβραάμ, ο οποίος συνομιλώντας πριν την καταστροφή των Σοδόμων και Γομόρρας με το Θεό διακήρυξε για τον εαυτό του ταπεινά: «Εγώ είμαι χώμα και στάχτη» (Γεν. ιη 27).

Ιω. 13,26  ἀποκρίνεται ὁ Ἰησοῦς(1)· ἐκεῖνός ἐστιν ᾧ ἐγὼ βάψας τὸ ψωμίον(2) ἐπιδώσω(3). καὶ ἐμβάψας τὸ ψωμίον δίδωσιν(4) Ἰούδᾳ Σίμωνος Ἰσκαριώτῃ.
Ιω. 13,26 Απεκρίθη ο Ιησούς• είναι εκείνος προς τον οποίον εγώ θα του δώσω ψωμί, αφού προηγουμένως το βουτήξω στον ζωμόν. Και αφού βούτηξε στο πιάτο ένα κόματι ψωμί, το έδωσε στον Ιούδα τον Ισκαριώτη, τον υιό του Σίμωνος.
(1)   «Και ο Χριστός έτσι αποκρίθηκε» (Χ), στο αυτί του Ιωάννη (b), ώστε να ακουστεί μόνο από αυτόν «και ούτε τότε δεν έκανε φανερό» (Χ) τον Ιούδα, «αλλά με το ψωμί δήθεν τον κάνει φανερό» (Θφ). Όπως φαίνεται από το στίχο 28 ίσως και ο ίδιος ο Ιωάννης δεν κατανόησε πλήρως την απάντηση του Κυρίου.
(2)   Υπάρχει και η γραφή: βάψω το ψωμίον και δώσω. Το ψωμίον= ένα τεμάχιο. Πουθενά αλλού στην Κ.Δ. δεν συναντιέται η λέξη εκτός από το χωρίο αυτό (β).
(3)   Ήταν δείγμα οικειότητας το να επιτρέψει κάποιος σε ξένο να βουτήξει το ψωμί του σε κοινό πιάτο (Ρουθ β 14). Ακόμη και μέχρι σήμερα στην Ανατολή συνηθίζεται ως ένδειξη τιμητικής εύνοιας προς τον φιλοξενούμενο το να δίνουν σε αυτόν τεμάχιο εκλεκτό από το κεντρικό πιάτο. Αυτό έπραξε και ο Ιησούς για τον Ιούδα, ο οποίος πιθανώς ήταν γερμένος στα αριστερά του. Ο τρόπος αυτός της φιλοφροσύνης ήταν τόσο συνηθισμένος, ώστε δεν απόσπασε ιδιαιτέρως την προσοχή των μαθητών κατά την προκειμένη περίπτωση (β).
(4)   Ο Ιησούς έδωσε αυτό με μέγιστη μακροθυμία· και οι άλλοι μαθητές αναμφίβολα σκέφτηκαν για τον Ιούδα, ότι ευλογήθηκε αυτός περισσότερο από τους άλλους (b). 
«Δέξου, λέει, τον άρτο, του οποίου μετέλαβες μαζί μου, έλα σε συναίσθηση του κοινού τραπεζιού. Αλλά δεν κατάλαβε, αφού είχε ναρκωθεί η ψυχή του από το πάθος» (Θφ). 
Σύμφωνα με τον Ματθαίο (κστ 25) ο Ιούδας ρώτησε τον Κύριο «μήπως είμαι εγώ, ραββί;» και ο Κύριος απάντησε σε αυτόν· «Συ είπας». Πιθανότατα το δόσιμο του ψωμιού και η στιχομυθία αυτή συνέπεσαν. Και εφόσον ο Ιούδας ήταν γερμένος δίπλα στον Ιησού, δεν έγινε αυτή αντιληπτή. 
«Ο Σωτήρας δεν δίνει στον Ιωάννη κάποιο άλλο σημάδι του πράγματος, παρά αυτό που από παλιά προφητεύτηκε από την φωνή του προφήτη· αυτός που έτρωγε τους άρτους μου σήκωσε ψηλά τη φτέρνα του και με κλώτσησε. Διότι αφού βούτηξε δίνει το ψωμί, δείχνοντας με αυτό αυτόν που έτρωγε τον άρτο του» (Κ). 
Υπάρχει και η γραφή: βάψας οὖν το ψωμίον.

Ιω. 13,27  καὶ μετὰ τὸ ψωμίον(1) τότε(2) εἰσῆλθεν(3) εἰς ἐκεῖνον(4) ὁ σατανᾶς. λέγει οὖν(5) αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὃ ποιεῖς(6), ποίησον(7) τάχιον(8).
Ιω. 13,27  Και στον Ιούδαν, αφού επήρε το ψωμί εισήλθεν εις αυτόν ο σατανάς. Αδιόρθωτον καθώς τον είδε ο Κυριος, του είπε• αυτό που πρόκειται να κάμης, κάμε το το ταχύτερον.
(1)   Η ένδειξη αυτή της εύνοιας του Ιησού προς τον Ιούδα δεν τον συγκίνησε. 
«Ο προδότης λοιπόν δεν ντράπηκε τους ελέγχους που από πριν έγιναν κρυφά και μυστικά, αλλα ούτε την ακαταμάχητη ισχύ της αγάπης, ούτε τιμή και δόξα και χάρη, ούτε την ευλογία την από το Χριστό» (Κ). 
«Ας υποθέσουμε, ότι η συμμετοχή στο ίδιο τραπέζι δεν τον έκανε να νιώσει ντροπή (τον Ιούδα), το ότι όμως πήρε το τεμάχιο άρτου από τον Κύριο ποιού την προσοχή ήταν δυνατόν να μην προσελκύσει; Αλλά όχι εκείνον· για αυτό και ο σατανάς τότε μπήκε σε αυτόν γελώντας με αυτόν για την αναισχυντία του» (Χ).
(2)   Δίνοντας το ψωμί στον Ιούδα ο Κύριος έκανε την ύστατη έκκληση στη συνείδησή του. Η στιγμή λοιπόν ήταν κρίσιμη και εκφράζεται αυτό από τον Ιωάννη με το «τότε» (g). 
«Ας μη νομίσει πάλι κάποιος, ότι το ψωμί έγινε η αιτία στον προδότη να δεχτεί το σατανά… αλλά επειδή όλη η αγάπη σε αυτόν ολοκληρώθηκε και τίποτα και με το παραπάνω δεν έλειψε που συντελούσαν στην τιμή και στη διάθεση, ακολουθούσε ο Ιούδας τα ίδια σχέδια… και δεν μετακινεί την καρδιά του από την παράνομη απόφαση… αλλά ακόμη χειρότερα δίψασε το τέρμα της ασέβειας και νικήθηκε από κακά τολμήματα, για αυτό μπήκε λοιπόν ο σατανάς» (Κ). 
Πολλοί γίνονται χειρότεροι από τις δωρεές της αγαθότητας του Κυρίου και στηρίζονται ακόμη περισσότερο στην αμετανοησία τους με τα μέσα εκείνα, τα οποία η θεία αγαθότητα παρέχει σε αυτούς για μετάνοια.
(3)   «Επειδή βρήκε την καρδιά του ολάνοιχτη όπως ακριβώς κάποια πύλη που έμεινε χωρίς την προσοχή του φύλακα και είδε απύλωτο το νου του» (Κ). 
«Προηγουμένως μεν δεν μπήκε ο σατανάς στον Ιούδα, αλλά μπήκε μόνο στην καρδιά του, για να παραδώσει τον Διδάσκαλο, στο σημείο όμως που τώρα εξετάζουμε μετά το ψωμί μπήκε σε εκείνον. Για αυτό ακριβώς και εμείς να φυλαγόμαστε μήπως κάποτε ο διάβολος βάλει στην καρδιά μας οποιοδήποτε από τα πυρωμένα βέλη του. Διότι εάν βάλει, παραφυλάει μετά από αυτό να μπει και αυτός» (Ω). 
«Προηγουμένως τον παρενοχλούσε από έξω με το πάθος της φιλαργυρίας. Τώρα όμως τον κυρίευσε ολοκληρωτικά» (Θφ). 
«Διότι δεν έχει πλέον σύμβουλο τον σατανά αλλά ήδη τον κάνει δεσπότη και εξουσιαστή όλης της καρδιάς του αυτόν που στην αρχή ψιθύριζε στη διάνοιά του. Διότι μπήκε σε αυτόν σύμφωνα με το λόγο του ευαγγελίου» (Κ). «Διότι έως ότου ανήκε στην ομάδα των μαθητών…του έκανε επιθέσεις από έξω, όταν όμως τον φανέρωσε ο Κύριος… πήδηξε λοιπόν μέσα του τελείως ελεύθερα» (Χ). 
«Διότι δεν μπορούμε να υποθέσουμε, ότι δεν ήταν σε αυτόν (ο σατανάς) όταν ήλθε στους Ιουδαίους και έκανε συμφωνία μαζί τους για την τιμή της προδοσίας… Η πρώτη είσοδος του σατανά στον Ιούδα έγινε, όταν φύτεψε στην καρδιά του τη σκέψη της προδοσίας του Χριστού. Αλλά τώρα μετά το ψωμί μπήκε σε αυτόν όχι πλέον για να πειράζει αυτόν που ανήκει σε άλλον, αλλά για να κατακυριεύσει αυτόν ως δικό του» (Αυ). 
«Μπήκε στα τρίσβαθα της καρδιάς του και κυρίευσε την ψυχή του» (Θφ). 
«Διότι είναι άλλο το να βάλει κάτι μέσα [ο σατανάς] και άλλο το να μπει σε αυτόν, όπως ακριβώς είναι άλλο το να χτυπήσει κάποιος με το χέρι από έξω, και άλλο το να δώσει σε κάποιον καίριο χτύπημα και να βάλει μέσα το ξίφος» (αμ). 
Αν και ο διάβολος είναι στο εσωτερικό κάθε πονηρού ανθρώπου, που ενεργεί τα έργα του (Εφεσ. β 2), παρόλ’ αυτά μερικές φορές εισέρχεται φανερότερα και ισχυρότερα, όταν παρασύρει αυτούς σε πράξεις υπερβολικά πονηρές, για τις οποίες ο ανθρωπισμός και η συνείδηση του φυσικού ανθρώπου νιώθει αποστροφή. Οι προδότες του Χριστού έχουν το σατανά μέσα τους. Ο Χριστός μιλά για την αμαρτία του Ιούδα ως μεγαλύτερη από την αμαρτία των διωκτών του.
(4)   Σημειώνει ήδη τον Ιούδα με αντωνυμία η οποία απομακρύνει αυτόν σε απόσταση (b). Το «εκείνος» δηλώνει την ξένου φρονήματος διάνοια του Ιούδα (β).
(5)   Εφόσον δείχτηκε και απέναντι σε αυτήν την εύνοια αναίσθητος και κατακυριεύτηκε από τον σατανά, «δεν έπρεπε, αφού ήταν τέτοιος και εξακολουθούσε για τόσο χρόνο να παραμένει αδιόρθωτος, να τον κρατά μέσα. Για αυτό λοιπόν και τον έβγαλε έξω» (Χ). 
Το «οὖν» παρουσιάζει την με τα ακόλουθα λόγια του Κυρίου απομάκρυνση του Ιούδα ως συνέπεια της κατακυρίευσής του από τον σατανά.
(6)   =Ό,τι προτίθεσαι να πράξεις (ο). Ο Ιούδας θα μπορούσε να αντιληφθεί από την ακτίνα αυτή της παγγνωσίας του Κυρίου, ότι είναι γνωστός (b).
(7)   «Δεν είναι λόγια κάποιου που προστάζει, ούτε που συμβουλεύει, αλλά κάποιου που επιτιμά και δείχνει, ότι αυτός μεν ήθελε να τον διορθώσει, αλλά επειδή εξακολουθούσε να μένει αδιόρθωτος, τον αφήνει» (Χ). 
Δεν επιθυμεί ο Κύριος να πράξει ο Ιούδας αυτό, αλλά εφόσον επέμενε να πράξει αυτό, να το πράξει γρήγορα (b). «Διότι λέγοντας το «κάνε» είναι σαν να λέει το εξής: Να, σε αφήνω, κάνε ό,τι θες, δεν εμποδίζω τη γνώμη σου, δεν σε κρατώ πια» (Θφ). 
Ο Χριστός γνώριζε, ότι ήδη ο σατανάς μπήκε στον Ιούδα και κυρίευσε εξ’ ολοκλήρου αυτόν. Για αυτό και τον παραδίδει σαν να μην έχει πλέον κάποια ελπίδα σωτηρίας. Όταν το πονηρό πνεύμα γίνει δεκτό θεληματικά από κάποιον άνθρωπο, τότε το αγαθό Πνεύμα κατά λόγο δικαιοσύνης αποσύρεται και αποχωρεί. 
«Επειδή αυτό αποφάσισες, λέει, βιάσου στην εναντίον μου επιβουλή· διότι δεν με λυπεί το να πάθω» (αμ).
(8)   Λέγεται επιρρηματικά αντί για το θᾶσσον ή θᾶττον (=γρηγορότερα) (G).= Γρηγορότερα από όσο έχεις πρόθεση (ο)· γρηγορότερα από το χρόνο, τον οποίο εσύ από μόνος σου όρισες. 
«Δεν ήθελε πλέον να αναβάλλει ούτε να καθυστερεί, αλλά όσο το δυνατόν να επιταχύνει [το σωτήριο σχέδιο]· δεν το είπε αυτό δειλιάζοντας, όπως νομίζουν κάποιοι που δεν κατάλαβαν με ποιο τρόπο είπε: Πατέρα αν είναι δυνατόν ας περάσει αυτό το ποτήριο, αλλά το είπε αναλαμβάνοντας, για να το πω έτσι, με πολύ θάρρος τον αγώνα» (Ω).

Ιω. 13,28  τοῦτο δὲ οὐδεὶς ἔγνω(1) τῶν ἀνακειμένων πρὸς τί εἶπεν αὐτῷ·
Ιω. 13,28  Αυτόν τον τελευταίον λόγον κανείς από τους μαθητάς, που εκάθητο στο τραπέζι, δεν εκατάλαβε, προς ποίον σκοπόν τον είπε ο Κυριος.
(1)   Το «ὃ ποιεῖς, ποίησον τάχιον» που ειπώθηκε δυνατά έγινε από όλους ακουστό όχι όμως και αντιληπτό. Κανείς. Ίσως ο Ιωάννης σιωπηρά εξαιρεί τον εαυτό του (g). Αλλά ίσως και αυτός ο Ιωάννης δεν αντιλήφθηκε επαρκώς την έννοια των λόγων αυτών του Σωτήρα ούτε υπέθετε τόσο επικείμενη την προδοσία, ώστε να εκλάβει το σήκωμα από το τραπέζι και την έξοδο του Ιούδα ότι έγινε για τον σκοπό αυτόν (ο). 
«Άραγε ούτε ο Ιωάννης; Ούτε αυτός. Διότι δεν περίμενε ότι μαθητής θα μπορούσε να φτάσει σε τόσο μεγάλο βαθμό παρανομίας. Επειδή δηλαδή ήταν μακριά από αυτήν την πονηρία, ούτε για άλλους δεν μπορούσαν να υποπτευθούν τέτοια πράγματα» (Χ). 
Τόσο πολύ ο Ιούδας υπήρξε επιδέξιος στο να αποκρύψει υποκριτικά τον εαυτό του και τόσο πολύ η λεπτότητα του Κυρίου προς αυτόν δείχτηκε μεγάλη μέχρι τέλους (F). Αλλά και οι μαθητές παρά τις ατέλειες, τις οποίες έδειχναν πριν ακόμη έλθει σε αυτούς το Πνεύμα το Άγιο, αγαπούσαν αρκετά ο ένας τον άλλον, ώστε δεν ήταν δυνατόν να συλλάβει ο ένας κατά του άλλου τόσο βαριά υπόνοια. «Η αγάπη δεν σκέφτεται το κακό». Αντιθέτως πολλοί και από εκείνους που έχουν το όνομα του Χριστιανού, όταν ακούνε σκληρές κατηγορίες που εκφέρονται αόριστα, είναι έτοιμοι να πουν· σε αυτόν αναφέρεται αυτή· εκείνος έπραξε αυτό· ο άλλος είναι ο ένοχος.

Ιω. 13,29  τινὲς γὰρ ἐδόκουν, ἐπεὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχεν ὁ Ἰούδας, ὅτι λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, ἀγόρασον ὧν χρείαν ἔχομεν εἰς τὴν ἑορτήν(1), ἢ τοῖς πτωχοῖς ἵνα τι δῶ(2).
Ιω. 13,29  Επειδή δε ο Ιούδας είχε το κουτί του κοινού ταμείου, μερικοί ενόμισαν ότι του είπε ο Ιησούς• Αγόρασε αυτά που μας χρειάζονται δια την εορτήν η ότι του είπε να δώση κάτι στους πτωχούς.
(1)   Τέτοια περιστατικά δεν συμφωνούν με την ιδέα, ότι το απόγευμα εκείνο ήταν αυτό του πασχάλιου δείπνου (b). Έχουμε εδώ κάποια ένδειξη για το ότι το Δείπνο αυτό δεν ήταν το πασχάλιο, διότι αν ήταν το πασχάλιο, δεν θα μπορούσε να αγοραστεί κάτι (β).
(2)   Άλλη εξήγηση αυτών που ειπώθηκαν στον Ιούδα υπήρξε, ότι προτράπηκε από τον Κύριο να δώσει κάποιες ελεημοσύνες στους φτωχούς, κατά τη συνήθειά του (Ιω. ιβ 6), ίσως ώστε με τη βοήθεια αυτή να μπορέσουν οι ελεούμενοι να προμηθευτούν τον πασχάλιο αμνό για την επομένη. 
«Διότι φρόντιζε πολύ για τους φτωχούς… δείχνοντας ότι και αυτός που είναι ακτήμων και έχει σταυρωθεί για τον κόσμο πρέπει να φροντίζει πολύ για αυτό το πράγμα» (Θφ). 
Από το τελευταίο αυτό φαίνεται, ότι ο Κύριος, μολονότι ζούσε από τις συνεισφορές των άλλων (Λουκ. η 3), όμως έδινε και στους φτωχούς ελεημοσύνη, λίγο από το λίγο που είχε. Παρόλο που αν δεν παρείχε την ελεημοσύνη αυτήν, θα μπορούσε πλήρως να δικαιολογηθεί, όχι μόνο διότι και αυτός ήταν φτωχός και δεν είχε που να γύρει το κεφάλι, αλλά και διότι από τους πενιχρούς εκείνους πόρους συντηρούσε ολόκληρο τον κύκλο των δώδεκα δωρεάν. Επιπλέον διδασκόμαστε από εδώ, ότι ο καιρός των θρησκευτικών εορτών είναι και ο καταλληλότερος για την άσκηση έργων αγάπης.
 
Ιω. 13,30  λαβὼν οὖν τὸ ψωμίον(1) ἐκεῖνος εὐθέως ἐξῆλθεν(2)· ἦν δὲ νύξ(3).
Ιω. 13,30  Όταν, λοιπόν, εκείνος επήρε το ψωμί, εβγήκε αμέσως έξω από το υπερώον. Είχε δε πέσει πλέον η νύκτα.
(1)   Τονίζει αυτό ο ευαγγελιστής υπαινισσόμενος ότι ο Ιούδας αντιλήφθηκε τη σημασία της προσφοράς του ψωμιού από τον Ιησού και ότι ο διδάσκαλος γνώριζε ήδη τις προθέσεις του (β).
(2)   «Τρέχοντας πηγαίνει στο θέλημα του διαβόλου και πηδά έξω από το σπίτι σαν μανιακός και ταραγμένος… Διότι είναι φοβερός ο σατανάς στο να προστάζει να φέρουν αμέσως εις πέρας τα πονηρά, αυτοί που μία φορά κυριεύτηκαν από αυτόν και μπήκαν κάτω από την εξουσία του… Και τον Ιούδα λοιπόν μετά το ψωμί, τον αναγκάζει αμέσως, σαν να τον έβαλε κάτω από το χέρι του, να προχωρήσει σε αυτήν την τόσο ανίερη πράξη» (Κ). 
Η ιδέα ότι ήταν ήδη γνωστός στον Διδάσκαλο και νέα βίαιη έφοδος του Σατανά που τον κυρίευσε, ώθησαν αυτόν να βγει για άμεση πραγματοποίηση της προδοσίας. 
«Ο προδότης σε αυτό μόνο υπακούει τον διδάσκαλο· διότι αφού πήρε το ψωμί, δεν ανέβαλε ούτε καθυστέρησε αλλά βγήκε αμέσως να κάνει γρήγορα το έργο της προδοσίας. Και αληθινά βγήκε· διότι όχι μόνο… βγήκε από το σπίτι, στο οποίο γινόταν το δείπνο, αλλά και τελείως βγήκε από τον Ιησού» (Ω). 
Δεν υπήρχε ανάγκη να διώξει αυτόν ο Χριστός, ο οποίος κανέναν «δεν βγάζει έξω». Μόνος του ο Ιούδας έδιωξε τον εαυτό του.
(3)   «Και εκείνος που βγήκε, ήταν και αυτός νύχτα» (Αυ). 
«Η αισθητή νύχτα… είναι εικόνα της νύχτας που έγινε στην ψυχή του Ιούδα, όταν… ο Σατανάς μπήκε σε αυτόν… Για αυτούς λοιπόν των οποίων πλένονταν τα πόδια από τον Ιησού δεν ήταν νύχτα, αλλά ημέρα λαμπρότατη» (Ω). Σημειώνει κατά τη συνήθειά του ο Ιωάννης (δες α 29) και τον χρόνο της εξόδου, αλλά βρίσκει τώρα ιδιαιτέρως αξιοσημείωτο αυτόν, για να βάλει μπροστά στον αναγνώστη την δραματική φρίκη της στιγμής. Ο Ιούδας βγήκε στο σκοτάδι. Η συμβολική έννοια αυτού είναι δύσκολο να μην ήλθε στην διάνοια του ευαγγελιστή. Δες Λουκ. κβ 53 (β). Ή, λιγότερο πιθανή εκδοχή 
«Γιατί μου αναφέρεις το χρόνο; Για να μάθεις την θρασύτητα, ότι δηλαδή ούτε ο χρόνος δεν συγκράτησε την ορμή του» (Χ). 
Αν και ήταν νύχτα, ακατάλληλη ώρα για εργασία, όμως ο σατανάς που μπήκε στην καρδιά του απομάκρυνε από τη διάνοια του προδότη κάθε δυσκολία, η οποία ενδεχομένως θα του παρουσιαζόταν στη σκέψη από το κρύο και το σκοτάδι της νύχτας. Αυτό θα μπορούσε να ντροπιάσει εμάς για την χαλαρότητα και νωθρότητα, την οποία δείχνουμε στη διακονία του Κυρίου, την ώρα που οι υπηρέτες του σατανά είναι τόσο πρόθυμοι και ριψοκίνδυνοι, όταν τον υπηρετούν. 
Ως προς το ερώτημα σε ποιο σημείο της αφήγησης του Ιωάννη πρέπει να τοποθετηθεί η σύσταση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας δόθηκαν από διάφορους διάφορες απαντήσεις. Αρκετά πιθανή παρουσιάζεται η τοποθέτηση της σύστασης του μυστηρίου στο ενδιάμεσο μεταξύ των στίχων 32 και 33 όπου διαφαίνεται να σταματά κάπως η συνέχεια της αφήγησης. Αν λάβουμε όμως υπόψη, ότι σύμφωνα με τον Λουκά τα αποκαλυπτικά λόγια του Σωτήρα για τον προδότη εκφωνήθηκαν μετά τη σύσταση της θείας Ευχαριστίας και ότι τόσο κατά τον Λουκά, όσο και κατά τον Παύλο (Λουκ. κβ 20 και Α΄Κορ. ια 25), το κόψιμο και μοίρασμα του άρτου της ευχαριστίας έγινε την ώρα που έτρωγαν αυτοί, ενώ η ευλογία και μετάδοση του ποτηρίου μετά το δείπνο, παρουσιάζεται πιθανότερο, ότι ο Ιούδας βγήκε μετά την ευλογία του άρτου και πριν την ευλογία του ποτηρίου. Το δόσιμο άλλωστε σε αυτόν του ψωμιού από τον Ιησού προϋποθέτει, ότι το δείπνο δεν είχε ακόμη τελειώσει (g).

31 Ὅτε οὖν(1) ἐξῆλθε, λέγει ὁ Ἰησοῦς(2)· νῦν(3) ἐδοξάσθη(4) ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(5), καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη(6) ἐν αὐτῷ(7).
31Όταν εκείνος έφυγε, λέει ο Ιησούς: «Ήρθε τώρα η ώρα να φανερωθεί η δόξα του Υιού του Ανθρώπου κι ο Θεός να δοξαστεί εξαιτίας του·
(1)  Παραλείπεται από κάποιους κώδικες, ανάμεσα στους οποίους και ο Αλεξανδρινός. Για αυτό ο Ζ, και ο b, συνδέουν το «Ὅτε ἐξῆλθε» με το «ήταν νύχτα». Αυθεντική γραφή μαζί με το οὖν, οπότε η προηγούμενη φράση ολοκληρώνεται δραματικά με το μονοσύλλαβο νύξ (νύχτα)» (β).
(2)  Η αναχώρηση του προδότη ήταν μία ανακούφιση του θείου διδασκάλου, η οποία ξεσπά ξαφνικά σε μεγαλειώδη ενθουσιασμό (F).
«Αρχίζει λοιπόν το λόγο ο Χριστός, διδάσκοντας και με αυτό, σαν με υπόδειγμα, ότι δεν πρέπει να λέγονται στα αυτιά όλων, αυτά που αρμόζουν μόνο στους γνήσιους μαθητές… και ανακοινώνει στον πρέποντα καιρό τα μυστήρια, στους γνήσιους από τους μαθητές» (Κ).
(3)  Η αναχώρηση του προδότη έδινε το σύνθημα της έναρξης των παθημάτων (F). Το έργο ήδη άρχισε και οι δυνάμεις του πονηρού βάδιζαν για τη μάχη (ο).
(4)  «Δηλώνει με αυτό το σωτήριο πάθος, το οποίο είναι στην πόρτα και έρχεται ήδη μετά από λίγο» (Κ). Ο Ιησούς προσβλέπει προς το πάθημά του σαν σε σύντομη οδοιπορία και μάλλον βλέπει προς το τέρμα (b). Δοξάστηκε «με τον θάνατο του Ιησού που δόξασε το Θεό, και με το «αφού αφαίρεσε τη δύναμη που είχαν οι δαιμονικές αρχές και εξουσίες και τις διαπόμπεψε, σέρνοντάς τες νικημένες στο θρίαμβο του σταυρού (Κολ. 2,15)» και με το «έκανε να ειρηνεύσουν με το αίμα του σταυρού του είτε όσα είναι στη γη και όσα είναι στον ουρανό (Κολ. 1,20)». Με όλα αυτά δηλαδή δοξάστηκε ο Υιός του ανθρώπου, και μέσω αυτού δοξάστηκε ο Θεός» (Ω). «Λέει αυτό που θα γίνει, σαν να έγινε».
Ή «διότι εντός ολίγου επρόκειτο να συλληφθεί και να πάθει» (Ζ).
Ή, σύμφωνα με το προφητικό ιδίωμα, κατά το οποίο τα μελλοντικά προλέγονται προληπτικά ως παρόντα. Ο τρόπος μάλιστα αυτός ομιλίας ταιριάζει κατεξοχήν όταν αυτός που μιλά είναι θείο Πρόσωπο, μπροστά στο οποίο το μέλλον είναι φανερό το ίδιο ξεκάθαρα όπως και το παρόν. Ο Ιωάννης λοιπόν ουδέποτε επιτρέπει στους αναγνώστες του να λησμονήσουν, όσες φορές αναφέρει λόγια του Ιησού, ότι ο Ιησούς είναι θείο πρόσωπο (β).
Κατά το πάθημά του ο υιός του ανθρώπου πρόκειται να εκτεθεί στους μεγαλύτερους εξευτελισμούς και ατιμώσεις. Και όμως τώρα με το πάθημά του αυτό δοξάστηκε. Δοξάστηκε διότι πέτυχε ένδοξη νίκη κατά του σατανά και όλων των δυνάμεων του σκότους θριαμβεύοντας εναντίον τους στο σταυρό. Δοξάστηκε, διότι πέτυχε ένδοξη απελευθέρωση για το λαό του, συμφιλιώνοντας αυτόν με το Θεό και εξασφαλίζοντας σε αυτόν την μακαριότητα της αιώνιας και ουράνιας βασιλείας. Δοξάστηκε διότι έδωσε στο σταυρό ένδοξο παράδειγμα αυταπάρνησης και υπομονής, θάρρους και περιφρόνησης του κόσμου, ζήλου υπέρ της δόξας του Θεού και αγάπης για τις ψυχές των ανθρώπων.
(5)  «Η δόξα για το θάνατο χάριν των ανθρώπων, δεν ήταν του Μονογενούς Λόγου που από τη φύση του δεν πεθαίνει… αλλά του ανθρώπου, ο οποίος ήταν και Υιός του ανθρώπου» (Ω). Ο τίτλος αυτός δημιουργεί αντίθεση μεταξύ των ταπεινώσεων που πλησιάζουν και της δόξας που πρόκειται να επακολουθήσει (F).
«Αυτός δηλαδή που θεωρήθηκε ότι είναι απλός άνθρωπος, υπερδοξάστηκε πολύ… με τον εξής τρόπο· στο αξίωμα στο οποίο βρισκόταν και πριν πάρει σάρκα, σε αυτό λοιπόν οπωσδήποτε ξαναγύρισε και με τη σάρκα που πήρε» (Κ).
(6)  «Δεν είναι δυνατόν να δοξαστεί ο Χριστός, χωρίς να δοξάζεται μέσω αυτού ο Πατέρας. Για αυτό μαζί με το «τώρα δοξάστηκε ο Υιός του ανθρώπου» βρίσκεται δίπλα και το «Και ο Θεός δοξάστηκε με αυτόν»» (Ω).
«Δοξάστηκε ο Θεός και Πατέρας μέσω του Υιού, όχι παίρνοντας κάποια προσθήκη δόξας… διότι δεν χρειάζεται καθόλου κάτι τέτοιο η θεία και ανέκφραστη φύση, αλλά δοξάστηκε επειδή ακριβώς έγινε γνωστό ποιανού είναι Πατέρας. Διότι με όποιον ακριβώς τρόπο είναι δόξα και καύχημα για τον Υιό το να έχει τέτοιον φυσικό γεννήτορα, με τον ίδιο νομίζω τρόπο είναι και για τον ίδιο τον Πατέρα δόξα και καύχημα το να έχει τέτοιο Υιό που προήλθε από αυτόν» (Κ).
Ή «επειδή κανείς δεν γνώρισε τον Πατέρα παρά μόνο ο Υιός και σε όποιον ο Υιός αποκαλύψει, και επρόκειτο με την ενανθρώπηση ο Υιός να αποκαλύπτει τον Πατέρα, για αυτό και ο Θεός δοξάστηκε με αυτόν (τον Υιό)» (Ω).
Ο Χριστός παραδίνοντας τον εαυτό του σε θάνατο αποκάλυπτε την αληθινή φύση του Θεού (Ιω. ιβ 28,ιζ 4), όπως ακριβώς και το Πνεύμα δόξασε το Χριστό φανερώνοντας την αληθινή φύση του Χριστού (Ιω. ιστ 14) (μ). Ο Θεός είναι αγάπη. Δοξάζεται λοιπόν με το πάθημα του υιού του ανθρώπου, διότι με αυτό φανερώνεται κατά τρόπο μοναδικό και εξαιρετικό η αγάπη του Θεού (τ). Το πάθημα του Χριστού υπήρξε ικανοποίηση της δικαιοσύνης του Θεού και έτσι ο Θεός δοξάστηκε με αυτό. Υπήρξε επίσης φανέρωση της αγιότητας και του ελέους του Θεού.
(7)  Δεν λέγεται εδώ «μέσω αυτού», αλλά «με αυτόν»· ο Θεός ήταν στο Χριστό που συμφιλίωνε τον κόσμο με τον εαυτό του (ο). «Δοξάστηκε με τον τρόπο ζωής, τον οποίο βίωσε ως άνθρωπος για τη σωτηρία των ανθρώπων» (Ζ), και ειδικά με την υπακοή κατά το πάθος. Ο Χριστός δεν ήλθε για να κάνει το θέλημά του, αλλά το θέλημα του Πατέρα που τον έστειλε (Ιω. στ 38). Για αυτό σε όλη του τη ζωή ως Υιός του ανθρώπου αποκάλυπτε συνεχώς τη δύναμη και τη δόξα του Πατέρα. Δες α 18 (ο).

32 Εἰ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ(1), καὶ ὁ Θεὸς δοξάσει αὐτὸν(2) ἐν ἑαυτῷ(3), καὶ εὐθὺς δοξάσει αὐτόν(4).
32κι αν ο Θεός δοξαστεί δι’ αυτού, τότε κι ο Θεός θα τον δοξάσει κοντά του, κι αυτό μάλιστα θα γίνει πολύ γρήγορα.
(1)  Παραλείπεται σε αρκετούς μεγαλογράμματους κώδικες και σε πολλές από τις αρχαίες Λατινικές μεταφράσεις, όχι όμως και στη Βουλγάτα, μάλλον από λάθος κατά την αντιγραφή λόγω του όμοιου τέλους και της ομοιότητας με την φράση που προηγήθηκε.
(2)  «Με το που δοξάστηκε δηλαδή ο Πατέρας εξαιτίας του Υιού, αμέσως δόξασε και αυτός με τη σειρά του τον Υιό. Επομένως η λέξη «δόξα» τρέχει στους δύο εξαιτίας και των δύο» (Κ).
(3)  «Δηλαδή μέσω του εαυτού του, όχι μέσω άλλου… ούτε μέσω αγγέλων και αρχαγγέλων, ούτε μέσω κάποιας άλλης δύναμης» (Χ). Θα δοξάσει μέσω του εαυτού του παίρνοντας μετά το πάθημα την ανθρώπινη φύση του Χριστού, στη θεότητα (β). Θα δοξάσει αυτόν στο πρόσωπο του ιδίου του Χριστού και όχι μόνο στη βασιλεία του Χριστού μεταξύ των ανθρώπων. Αυτό προϋποθέτει την προσεχή ανάσταση του Χριστού. Ένα συνηθισμένο πρόσωπο είναι δυνατόν να τιμάται μετά το θάνατό του, με την καλή μνήμη του ή μέσω των απογόνων του. Αλλά ο Χριστός δοξάστηκε από τον εαυτό του.
Ή, πιο σωστά, θα δοξάσει αυτόν με άμεσο τρόπο ο ίδιος ο Θεός, όπως εξηγείται στο Ιω. ιζ 5. Θα καθίσει αυτόν στα δεξιά του. Και ο υιός του ανθρώπου θα καθίσει μαζί με τον Πατέρα του στο θρόνο του (Αποκ. γ 21).
(4)  «Δηλαδή συγχρόνως με το σταυρό. Όχι δηλαδή μετά από πολύ χρόνο, λέει, ούτε θα περιμένει τον πολύ χρόνο της ανάστασης» (Χ). Παρόλο που η δόξα αυτή του Χριστού επρόκειτο να επακολουθήσει στο Πάθημά του, ήταν όμως κοντά, διότι το πάθημα θα ήταν μικρής διάρκειας.

33 Τεκνία(1), ἔτι μικρὸν μεθ' ὑμῶν εἰμι(2). ζητήσετέ με(3), καὶ καθὼς εἶπον τοῖς Ἰουδαίοις(4) ὅτι ὅπου ὑπάγω ἐγώ(5), ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν(6), καὶ ὑμῖν λέγω ἄρτι(7).
33Παιδιά μου, για πολύ λίγο θα είμαι ακόμη μαζί σας· θα με αναζητήσετε, και αυτό που είπα στους Ιουδαίους, πως δηλαδή εκεί που πηγαίνω εγώ εσείς δεν μπορείτε να ’ρθείτε, το λέω και σ’ εσάς τώρα.
(1)  Από τη σκέψη του τι το Πάθος σήμαινε για Αυτόν, στρέφεται ο Ιησούς προς τη σκέψη του πώς θα επιδράσει στους μαθητές του, η μέσω του Πάθους αναχώρησή του και ο λόγω αυτής απορφανισμός τους. Απευθύνεται λοιπόν τρυφερά προς αυτούς όπως ο πατέρας στα παιδιά. Το υποκοριστικό τεκνίον είναι Ιωάννεια λέξη (Α΄Ιω. β 1,12,28,γ 7,18,δ 4,ε 21, δες Γαλ. δ 19)(β), για πρώτη τώρα φορά χρησιμοποιείται από το Χριστό και δεν συναντιέται πουθενά αλλού στα ευαγγέλια (g). Το υποκοριστικό είναι γεμάτο τρυφερότητα (F). «Τους ονόμασε παιδάκια, όχι μόνο ως δημιουργός τους, αλλά και ως διδάσκαλος» (Ζ). Μιλά σε αυτούς με τη στοργή πατέρα, ο οποίος πρόκειται σε λίγο να χωριστεί από αυτούς.
(2)  «Ο Χριστός είπε βεβαίως, ότι για λίγο ακόμη χρόνο θα είναι μαζί με τους μαθητές του, όχι με την έννοια ότι θα αποχωριστεί εντελώς, ούτε ότι θα αποξενωθεί παντοτινά και ολοκληρωτικά· διότι είναι μαζί μας «όλες τις ημέρες και μέχρι τη συντέλεια του αιώνα»… αλλά εννοούσε ότι δεν θα είναι μαζί τους σωματικά, όπως τη χθεσινή ημέρα και την τρίτη· διότι ήταν κοντά στην πόρτα, ή μάλλον μπήκε μέσα από την πόρτα, ο καιρός της από εδώ αναχώρησης προς τον Πατέρα» (Κ). Ο όλος στίχος επαναλαμβάνει τα λόγια του Κυρίου προς τους άπιστους Ιουδαίους στα ζ 33,34 και η 21.
(3)  Λέχθηκε αυτό και στους Ιουδαίους. Αλλά οι μεν Ιουδαίοι ζήτησαν αυτόν «όταν πάθαιναν τα ανυπόφορα δεινά… όταν δηλαδή η ίδια τους η πόλη κυριεύτηκε και η οργή του Θεού από παντού έπεφτε εναντίον τους» (Χ),
ενώ οι μαθητές «πρώτον μεν θα λιώσουν από λύπη (λόγω της αναχώρησής του) και δεν θα μπορέσουν να σηκώσουν το βάρος από την πικρία εξαιτίας αυτού. Διότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, θα διψάσουν βεβαίως να είναι και πάλι μαζί του και θα θέλουν να συμβιώνουν για πάντα… λέει λοιπόν, θα ζητήσετε και τότε τη δική μου συναναστροφή όταν θα σας συνταράζουν τα πολύτροπα κύματα των πειρασμών» (Κ).
(4)  «Πρέπει βεβαίως να προσέξουμε εκείνο πάλι, ότι δηλαδή απευθυνόμενος στους Ιουδαίους μεν και αποκαλύπτοντας το ίδιο βεβαίως πράγμα, έλεγε «θα με ζητήσετε και δεν θα με βρείτε»· αλλά στους δικούς του μαθητές… αποσιωπά όπως είναι πρέπον το «δεν θα με βρείτε». Και για ποια αιτία; Διότι θα αρμόζει μεν σε εκείνους το να μην τον βρίσκουν λόγω και της αμέτρητης απιστίας και της υπερβολικής ασέβειας προς αυτόν. Σε αυτούς όμως που έχουν γνήσιο φρόνημα ως προς αυτόν και διαφύλαξαν ειλικρινή την αγάπη, δεν θα μπορούσε κατά πρέποντα τρόπο να ειπωθεί το «δεν θα με βρείτε». Διότι πάντοτε ήταν και θα είναι μαζί τους» (Κ).
(5)  «Διότι επρόκειτο να πάει στον παράδεισο του Θεού, όπου, αυτοί μεν που θα πέθαιναν μέσα στις αμαρτίες, δεν επρόκειτο να πάνε, οι δε μαθητές του Ιησού τότε μεν δεν μπορούσαν να πάνε εκεί, αλλά ύστερα» (Ω).
(6)  Είναι το ίδιο κατά λέξη με το η 21.
«Δείχνει ότι ο θάνατός του είναι μεταφορά και μετάθεση καλύτερη σε τόπο που δεν δέχεται σώματα φθαρτά» (Χ). Αλλά στους μεν Ιουδαίους «το είπε επειδή ήταν ανάξιοι για εκείνον τον τόπο· ενώ σε αυτούς διότι δεν θα πέθαιναν ακόμη» (Ζ). «Διότι δεν είχε έρθει ακόμη ο καιρός να πάνε στις ουράνιες διαμονές οι άγιοι απόστολοι, επειδή δεν είχαν ακόμη εκπληρώσει το έργο τους» (Κ).
Στους μεν μαθητές λέει μετά από λίγο τα λόγια του χωρίου ιδ 3, ενώ στους Ιουδαίους λέει «θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας» (g).
(7)  Δεν ήθελε να πει αυτό στους μαθητές νωρίτερα. Ενώ στους άπιστους είπε αυτό νωρίτερα (b).
«Για αυτό και πρόσθεσε το «παιδάκια», για να μην νομίσουν ότι και προς αυτούς ειπώθηκε με όμοιο τρόπο αυτός ο λόγος. Λέει λοιπόν αυτά όχι για να τους λυπήσει, αλλά για να τους παρηγορήσει, ώστε να μην τους συνταράξουν τα δεινά, ερχόμενα απροσδόκητα» (Χ).

34 (1)Ἐντολὴν καινὴν(2) δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς(3) ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους(4).
34Σας δίνω μια νέα εντολή, να αγαπάτε ο ένας τον άλλο. Όπως σας αγάπησα εγώ, να αγαπάτε κι εσείς ο ένας τον άλλο.
(1)  Η σύνδεση του σ. αυτού με τον προηγούμενο: «Στενοχωριέστε που φεύγω; Αλλά, εάν αγαπιέστε μεταξύ σας, θα γίνετε ισχυρότεροι» (Χ). «Σας δίνω φύλακα ισχυρό την αγάπη. Διότι εάν έχετε αυτήν θα είστε αήττητοι αφού θα παίρνετε δύναμη ο ένας από τον άλλον» (Θφ).
(2)  «Και όμως, υπήρχε παλαιά εντολή «Να αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου»» (Ζ). Ονομάζεται όμως νέα όχι τόσο σε σχέση με την Π.Δ. όσο σε σχέση με την σχολή του Χριστού (b).
«Αυτή που δίνεται τώρα είναι ανώτερη εκείνης, διότι προσθέτει «όπως σας αγάπησα, έτσι και εσείς να αγαπάτε ο ένας τον άλλον». Αυτό είναι το καινούργιο… Διότι ο Χριστός τόσο μας αγάπησε, ώστε να μην λυπηθεί ούτε τον εαυτό του, αλλά να πεθάνει για εμάς» (Ζ).
«Ο μεν νόμος δηλαδή διέταξε, ότι πρέπει να αγαπήσουμε τον αδελφό όπως τον εαυτό μας· ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός όμως, μάς αγάπησε πάνω από τον εαυτό του… Είναι επομένως λοιπόν παράδοξο το μέτρο της αγάπης. Διατάζει και εμείς έτσι να συμπεριφερόμαστε και να μην προτιμάμε τίποτα από την αγάπη στους αδελφούς… αλλά ούτε να διστάζουμε να κατέβουμε, αν πρέπει, και σε αυτόν τον θάνατο του σώματος, για να κερδίσουμε τη σωτηρία του πλησίον» (Κ).
Ή, τo καινούργιο δηλώνεται με το (αλλήλους), που σημαίνει τον εξωτερικό κύκλο, στον οποίο εκδηλώνεται η αγάπη· η αγάπη αυτή για την οποία μιλά εδώ ο Χριστός, δεν είναι η προς όλους γενικά τους ανθρώπους, αλλά η φιλαδελφία, η αγάπη του χριστιανού μαθητή, για τον χριστιανό συμμαθητή, που περιλαμβάνει όλους εκείνους, τους οποίους ενώνει σε ένα η πίστη η κοινή προς τον Ιησού και η αγάπη, με την οποία αυτοί περιβάλλονται από τον Ιησού (όπως αγάπησα εσάς). Εν Χριστώ· να η εξήγηση της λέξης «καινούργια». Είναι στοργή οικογενειακή, και η οικογένεια γεννιέται την ίδια τη στιγμή που ο Χριστός πεθαίνει (g).
Στη χριστιανική κοινωνία και αδελφότητα ο καθένας οφείλει να συνδέεται με τον καθένα από τους αδελφούς με αγάπη όμοια με αυτήν που έχει ο Χριστός για τον καθένα (τ). Πρόκειται τώρα να σχηματιστεί ένας νέος κύκλος αγάπης, η χριστιανική εκκλησία, που εξαρτάται από νέο κέντρο αγάπης, τον Χριστό (μ).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, «επειδή υπήρχε παλαιά εντολή «να αγαπήσεις τον πλησίον σου και να μισήσεις τον εχθρό σου», τώρα δίνει εντολή να αγαπούμε όλους, δηλαδή και τους εχθρούς» (Ζ).
«Δεν θέλω να αγαπάτε εκείνους που έχετε χρέος, αλλά αυτούς στους οποίους δεν οφείλετε την αγάπη, διότι και εγώ για χάρη δική σας πεθαίνω, στους οποίους δεν οφείλω τίποτα» (αμ).
Η εντολή αυτή είχε τόσο πολύ νοθευτεί και διαστραφεί από τις ιουδαϊκές παραδόσεις, ώστε όταν ο Χριστός ανανέωσε αυτήν και αποσαφήνισε αυτήν πλήρως, παρουσιάστηκε πράγματι νέα εντολή. Οι νόμοι της ανταπόδοσης και της εκδίκησης ήταν τόσο πολύ σε ενέργεια και η φιλαυτία και ο εγωισμός είχαν τόσο πολύ κυριαρχήσει, ώστε η εντολή της προς τους αδελφούς αγάπης είχε λησμονηθεί. Ο Κύριος κατέστησε σαφές με την διδασκαλία του, ότι ο καθένας μας έχει καθήκον όχι μόνο να αποφεύγει οτιδήποτε μπορεί να βλάψει τον πλησίον του, αλλά ανιδιοτελώς και με ζήλο να ενεργεί το αγαθό υπέρ του πλησίον πλουτίζοντας σε έργα ελέους, συμπάθειας και στοργικής εύνοιας προς αυτόν. Και έδωσε πρώτος τον εαυτό του υπόδειγμα αυτού τους είδους της αγάπης.
Έδειξε σε όλη τη ζωή του, πώς εννοούσε την αγάπη εμφανίζοντας σε εμάς τύπο, που υπερβαίνει την αντίληψη του φυσικού ανθρώπου και δεν μπορεί να συλληφθεί από την φαντασία του. Ακούραστος στο να εξυπηρετεί τις ανάγκες αυτών που έρχονταν σε αυτόν «πέρα σε τη ζωή του ευεργετώντας», θυσιάζοντας την ανάπαυσή του και κάθε προσωπική άνεση για να εξυπηρετήσει τους άλλους, απαρνούμενος διαρκώς τον εαυτό του χάριν των άλλων και έτοιμος να θυσιάσει και τη ζωή του για αυτούς. Έτσι ανέδειξε την αγάπη εντολή νέα, όχι μόνο διότι αποσαφήνισε με τη διδασκαλία του το περιεχόμενο αυτής, αλλά και διότι με το παράδειγμά του ζωγράφισε ζωντανή στην πραγματικότητα την εικόνα της.
(3)  Φανερώνει όχι απλώς σύγκριση αλλά ομοιότητα πλήρη. Η αγάπη, που συνδέει τους πιστούς μεταξύ τους, έχει την ίδια φύση με εκείνην την οποία ο Ιησούς έχει για τους δικούς του (g). Σε πόσες περιστάσεις έδειξε ο Κύριος την αγάπη του προς τους μαθητές του! Μιλούσε πάντοτε ζεστά και στοργικά προς αυτούς, τους δίδασκε, τους συμβούλευε, τους ενίσχυε. Προσευχόταν για αυτούς και μαζί τους, τους υπερασπιζόταν όταν κατηγορούνταν και δημόσια διακήρυττε ότι αυτοί είχαν δίπλα του τη θέση της μητέρας και των αδελφών. Τους ήλεγχε, όταν τους έβρισκε ελλιπείς και συγχρόνως δειχνόταν συμπαθής και επιεικής στις αδυναμίες τους. Και πριν λίγο είχε πλύνει και τα πόδια τους και ήταν ήδη έτοιμος και τη ζωή του ακόμα να θυσιάσει για αυτούς.
(4)  Η εντολή αυτή προβλήθηκε δύο φορές, πρώτα μεν με τρόπο απλό και έπειτα με έμφαση (b). Αποτελεί νέα επανάληψη της δοσμένης εντολής με προσθήκη προσδιορισμού χαρακτηριστικού· θα ερμηνεύσουμε: θέλω να πω, όπως εγώ σας αγάπησα, έτσι και εσείς να αγαπάτε ο ένας τον άλλον (g).

35 Ἐν τούτῳ(1) γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί(2) ἐστε, ἐὰν ἀγάπην(3) ἔχητε ἐν ἀλλήλοις(4).
35Έτσι θα σας ξεχωρίζουν όλοι πως είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη ο ένας για τον άλλο».
(1)  «Αυτό είναι σαφές χαρακτηριστικό του Χριστιανού· αυτό είναι φανερό γνώρισμα» (Ζ).
(2)  Μαθητές εμού, ο οποίος αγαπώ μέχρι του να υφίσταμαι θάνατο για τους άλλους (b). «Επειδή και μαθητής αληθινός, είναι αυτός που μιμείται τον διδάσκαλο» (Ζ).
(3)  «Αφήνοντας τα θαύματα τα οποία επρόκειτο να κάνουν, από την αγάπη τούς χαρακτηρίζει» (Χ). «Διότι η αληθινή αγάπη είναι η κορωνίδα κάθε αρετής» (Ζ).
(4)  Ο σιναϊτικός γράφει: μετ’ αλλήλων. «Έτσι θα σας επαινέσουν όλοι, όταν σας δουν να μιμείστε τη δική μου αγάπη» (Χ).
«Τι λοιπόν; Δεν δείχνουν τα θαύματα πολύ περισσότερο τον μαθητή του Χριστού; Καθόλου… Και βεβαίως τα θαύματα κατεξοχήν οδήγησαν στην πίστη την οικουμένη, αλλά διότι προϋπήρχε η αγάπη σε αυτούς που έκαναν τα θαύματα» (Ζ).
«Και τους εθνικούς λοιπόν δεν τους πείθουν τόσο τα θαύματα, όσο ο τρόπος ζωής, τον τρόπο ζωής όμως τίποτα δεν τον κάνει να είναι τέτοιος, όσο η αγάπη. Διότι τα μεν θαύματα πολλές φορές έγιναν αφορμή να χαρακτηριστούν πλάνοι εκείνοι που τα επιτέλεσαν, ενώ τον καθαρό βίο δεν θα μπορούσαν να τον κατηγορήσουν» (Χ).
«Αν λοιπόν έρχονταν σε αντιθέσεις μεταξύ τους και χωρίζονταν, θα τα έχαναν όλα και κανείς δεν θα πίστευε αφού με τέτοιο τρόπο θα έδειχναν μανία μεταξύ τους» (Θφ).
Η ιστορία της πρώτης εκκλησίας επαλήθευσε την προφητεία αυτή του Κυρίου. Αγαπιούνται μεταξύ τους πριν ακόμη γνωριστούν, έλεγε για τους χριστιανούς ο Μινούκιος Φήλιξ. Και ο ειρωνικός Λουκιανός: Ο διδάσκαλός τους, τούς έκανε να πιστέψουν ότι είναι όλοι αδελφοί (g). Αυτό αποτελεί την αληθινή τιμή των μαθητών του Χριστού, το να διακρίνονται με την αδελφική αγάπη. Τίποτα άλλο δεν είναι τόσο αποτελεσματικό στο να συστήσει αυτούς στην εκτίμηση και στο σεβασμό των άλλων, όσο η μεταξύ τους αγάπη. Ο Τερτυλλιανός μιλά για αυτήν, ως τη δόξα της αρχέγονης εκκλησίας, ώστε οι χριστιανοί ήταν γνωστοί για την μεταξύ τους αγάπη. Οι αντίπαλοί τους διέκριναν αυτήν και έλεγαν «Δείτε πως οι Χριστιανοί αυτοί αγαπούν ο ένας τον άλλον».

36 Λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος(1)· Κύριε, ποῦ ὑπάγεις(2); ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(3)· ὅπου ἐγὼ ὑπάγω(4), οὐ δύνασαί μοι νῦν ἀκολουθῆσαι(5), ὕστερον δὲ ἀκολουθήσεις μοι(6).
36Του λέει τότε ο Σίμων Πέτρος: «Πού πηγαίνεις, Κύριε;» Του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Εκεί που πηγαίνω εγώ, δεν μπορείς εσύ να με ακολουθήσεις τώρα· θα με ακολουθήσεις όμως αργότερα».
(1)  «Ο θερμότατος λοιπόν Πέτρος, αφού άκουσε ότι «όπου εγώ πηγαίνω, εσείς δεν μπορείτε να έλθετε», λέει…» (Χ).
(2)  «Το είπε όμως αυτό, όχι τόσο επειδή ήθελε να μάθει, αλλά επειδή επιθυμούσε να ακολουθήσει. Φανερά λοιπόν να πει καταρχήν «έρχομαι», δεν τόλμησε, οπότε λέει, Πού πηγαίνεις;» (Χ).
Ο Πέτρος παρατρέχει τις σχετικά με την αγάπη συστάσεις του Κυρίου και ρωτά για εκείνα, τα οποία ο Κύριος δεν αποκαλύπτει, αλλά κρατά συγκαλυμμένα. Είναι γενικό σφάλμα, στο οποίο παρασύρονται πολλοί, το να ερευνούμε περισσότερο αυτά που φυλάσσονται σε μυστικότητα, τα οποία ανήκουν μόνο στο Θεό, παρά να ασχολούμαστε με τα αποκεκαλυμμένα, τα οποία ανήκουν σε εμάς και στα παιδιά μας. Επιθυμούμε να ικανοποιήσουμε την περιέργειά μας μάλλον, παρά να διαφωτίσουμε και καθοδηγήσουμε τις συνειδήσεις μας· ζητούμε να γνωρίσουμε τι γίνεται στον ουρανό και όχι τι πρέπει να πράττουμε για να κερδίσουμε τον ουρανό.
(3)  «Ο Χριστός δεν απάντησε στα λόγια του Πέτρου, αλλά στη σκέψη» (Χ). «Αφού διάβασε στη σκέψη του τον σκοπό αυτής της ερώτησης, έδωσε σε αυτόν αυτήν την απάντηση» (Αυ). Στο ερώτημα «που» απαντά μετά από λίγο στο ιδ 2 (b).
(4)  Υπάρχει και η γραφή: Όπου εγώ υπάγω.
(5)  «Τώρα που βαδίζω προς τα άνω και επιστρέφω στον ουρανό» (Κ).
«Δεν λέει δεν μπορείς, αλλά δεν μπορείς τώρα. Υπαινίσσεται αναβολή χωρίς να στερεί την ελπίδα» (Αυ). Δεν μπορείς. Ούτε οι περιστάσεις επιτρέπουν αυτό, ούτε η ασθένεια του Πέτρου (b).
«Επειδή δεν είχαν ακόμη ντυθεί τη δύναμη από ψηλά, ούτε είχαν λάβει ακόμη το Πνεύμα που θα τους ενίσχυε και το οποίο μεταμορφώνει σε ανδρεία την ανθρώπινη φύση… δεν ήταν ικανοί να τα βάλουν με το θάνατο και να ριχτούν στον αγώνα εναντίον τόσο δύσκολων φοβήτρων» (Κ).
Επιπλέον η απολύτρωση δεν είχε ακόμη συντελεστεί.
(6)  «Θα ακολουθήσει όμως βεβαίως μετά από αυτά, όταν δηλαδή ο Χριστός αποκαταστήσει στους αγίους την ελπιζόμενη τιμή και δόξα, όταν θα πάνε στην ουράνια πόλη… αφού ολοκληρώσει την αποστολή του» (Κ). Μάλλον είναι γενικός ο λόγος χωρίς να αναφέρεται ειδικά στον μαρτυρικό θάνατο του Πέτρου όπως δέχεται ο χ.

37 Λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος(1)· Κύριε, διατί οὐ δύναμαί σοι ἀκολουθῆσαι ἄρτι(2); Τὴν ψυχήν μου ὑπὲρ σοῦ θήσω(3).
37Του λέει ο Πέτρος: «Κύριε, γιατί δεν μπορώ να σε ακολουθήσω τώρα; Εγώ και τη ζωή μου θα θυσιάσω για σένα».
(1)  Ο Πέτρος «επειδή δεν κατανόησε ακόμη ακριβώς τα λεγόμενα, νομίζει ίσως ότι ο Κύριος θα μεταβεί κάπου ή σε κάποια πιο άγρια χωριά της Ιουδαίας ή και ότι θα πάει σε άλλους λαούς» σκληρότερους από τους Ιουδαίους (Κ). Ο Πέτρος δεν κατανόησε ακόμη ότι ο θάνατος του Κυρίου ήταν κοντά (β).
Και «μη αρκούμενος στο ότι πήρε καλές ελπίδες, ότι ύστερα θα ακολουθήσει, επιμένει στην ένσταση και αυθαδιάζει» (Θφ).
(2)  Υπάρχει και η γραφή: νυν, αντι για το άρτι. «Τι λες Πέτρε; Είπε ότι δεν μπορείς και εσύ λες ότι μπορείς; Επομένως θα μάθεις από την ίδια την πείρα ότι τίποτα δεν είναι η αγάπη σου αν δεν είναι παρούσα η ουράνια βοήθεια» (Χ).
(3)  Η προθυμία αυτή είναι το σημάδι του καλού ποιμένα (ι 11). Αλλά είναι επίσης και το σημάδι κάθε αληθινού μαθητή (β).
Ο Πέτρος «είδε τι είδους επιθυμία υπήρχε στη διάνοιά του· δεν είδε όμως και το μέτρο της δύναμής του. Ο ασθενής άνθρωπος καυχιόταν για την προθυμία του, αλλά ο γιατρός είδε την κατάσταση της υγείας του· ο Πέτρος υποσχέθηκε, ο Κύριος προείδε. Αυτός που αγνοούσε ήταν τολμηρός, αυτός που προγνωρίζει τα πάντα έδειξε συγκατάβαση στο να τον διδάξει» (Αυ).
Ο Πέτρος μέσα στο ζήλο της αγάπης, πλανήθηκε ως προς το μέτρο της δύναμής του (Meyer).

38 Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(1)· τὴν ψυχήν σου ὑπὲρ ἐμοῦ θήσεις(2); Ἀμὴν αμήν λέγω σοι(3) , οὐ μὴ ἀλέκτωρ φωνήσει ἕως οὗ ἀπαρνήσῃ με τρίς(4).
38Του αποκρίνεται ο Ιησούς: «Τη ζωή σου θα θυσιάσεις για μένα; Σε βεβαιώνω ότι πριν λαλήσει απόψε ο πετεινός, θα αρνηθείς τρεις φορές πως με ξέρεις».
(1)  Η από τον Κύριο προφητεία της άρνησης του Πέτρου αναφέρεται και από τους 4 ευαγγελιστές. Δες Ματθ. κστ 31 και εξής, Μάρκου ιδ 27 και εξής, Λουκά κβ 31 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
«Αν όμως τα χωρία έχουν και κάποια παραλλαγή, τίποτα νέο δεν υπάρχει. Διότι αυτά μεν ειπώθηκαν πριν να βγουν στο όρος των ελαιών, ενώ εκείνα αφού βγήκαν εκεί. Επειδή δηλαδή δύο φορές πρόβαλε ένσταση ο Πέτρος, δύο φορές έδωσε μαρτυρία για την άρνηση ο Χριστός· και για μεν την πρώτη ένσταση και μαρτυρία έγραψαν οι Ματθαίος και Μάρκος, ενώ για τη δεύτερη ο Λουκάς και ο Ιωάννης» (Ζ).
(2)  «Επειδή επέμενε (ο Πέτρος) στην ορμητικότητα, αυτός μεν (ο Ιησούς) δεν τον οδήγησε ούτε τον ώθησε στην άρνηση, αλλά τον άφησε μόνο, ώστε να αντιληφθεί την αδυναμία του… διδάσκοντας σε αυτόν με όλα αυτά την ταπεινοφροσύνη και ελέγχοντας την ανθρώπινη φύση, ότι αυτή από μόνη της δεν είναι τίποτα» (Χ).
(3)  Με το ἀμὴν λέγω σοι εισάγεται η προφητεία αυτή και στο Μάρκο (ιδ 30).
«Δεν τον ανάγκασε ώστε να έλθει σε άρνηση, αλλά αυτό ακριβώς που επρόκειτο να γίνει, το προλέγει στον μαθητή ως Θεός» (αμ).
(4)  Τέσσερις μεγαλογράμματοι κώδικες γράφουν: αρνήση με αντί για απαρνήση με. Σχεδόν κατά λέξη το ίδιο και στο Λουκά (κβ 34). Στον Μάρκο λέει «πριν ή δις αλέκτορα φωνησαι». Σε κανένα από τα άλλα ευαγγέλια δεν υπάρχει το δίς, βρίσκεται όμως σε κάποιο παπύρινο απόσπασμα του Φαγιούμ (β). Το λάλημα του πετεινού για το οποίο μιλά εδώ ο Κύριος, είναι εκείνο το οποίο πράγματι θα έπρεπε να ονομαστεί έτσι, δηλαδή ήταν το δεύτερο λάλημα του πετεινού γύρω στα ξημερώματα, κατά την τρίτη ώρα του πρωινού (Μάρκ. ιγ 35). Ο Μάρκος αναφέρει και το πρώτο, που ακούγεται γύρω στα μεσάνυχτα (g).

Στην πέμπτη δημοτικού του 3ου σχολείου Νέας Σμύρνης όλη η τάξη πήγαινε στο κατηχητικό της Αγίας Φωτεινής. Tο ίδιο έκανα κι εγώ. Παίζαμε μπάλα, πηγαίναμε εκδρομές αλλά ακούγαμε και τα κηρύγματα. Διδασκαλίες που μου αγγιξαν την καρδιά και που με έκαναν να αγαπήσω τον Κύριο.
Μεγάλωσα όμως σε μια οικογένεια που και οι δυο γονείς ήταν άθεοι. Επιστήμονες, του πολυτεχνείου και του πανεπιστημίου πίστευαν ότι η ζωή στην γη ήταν προϊόν της εξέλιξης των ειδών, ότι η θρησκεία είναι το αποκούμπι των κακόμοιρων και οτι ο Χριστιανισμός ιδιαίτερα μια θρησκεία που ευθυνόταν για σωρεία εγκλημάτων.
Με το που πήγα στο γυμνάσιο λοιπόν με δασκαλέψανε αυτά και τα συμμερίστηκα και τα υιοθέτησα σαν δικές μου απόψεις. Ήμουν σίγουρος πια πως ο Θεός είναι μια ανθρώπινη επινόηση. Μια άποψη που θα κρατούσα σταθερή για 35 χρόνια.
Όμως πάντα ένοιωθα ότι υπάρχει μια αόρατη στο μάτι πνευματική διάσταση. Μου άρεσαν τα βιβλία και διάβαζα με όρεξη πολύ. Από 13 χρονών ξεκίνησα με παραψυχολογία, υπνωτισμο, αστρική προβολή, πνευματισμό και στο λύκειο ανακάλυψα και διάβασα τον Βούδα.
Μου άρεσαν οι διδασκαλίες του, δεν απαιτούσε την ύπαρξη Θεού, δεν είχαν κάνει εγκλήματα οι Βουδιστές και υπήρχαν ελάχιστα που έρχονται σε σύγκρουση με τον ορθολογισμό και την Φυσική που θα σπούδαζα. Ήμουν Βουδιστής για 30 χρόνια, έκανα διαλογισμό και περνούσα περιόδους με πολύ διάβασμα. Αγαπημένοι μου ήταν ο Κρισναμούρτι, ο Όσσο και τελευταία ο Eckhart Tolle. Εκπρόσωποι όλοι αυτού που ονομάζεται New age.
Στο μεταξύ ζούσα μια ζωή όσο αμαρτωλή θα μπορούσε να είναι. Πολλά ποτά, ξενύχτια, εγωισμός, έπαρση, λαγνεία, ασωτία. Μια ζωή χωρίς χαλινάρι. Μια συνεχή ανταρσία. Και μετά στην δουλειά που άνοιξα μπορεί να μην έκανα πράγματα με δόλο όμως άμεμπτος δεν υπήρξα.
Το 2012 παίρνω μια σημαντική απόφαση να πουλήσω την εταιρία στην Ελλάδα και το 2013 φεύγω για Αμερική όπου το ανέλπιστο συμβαίνει. Το 2014 έχω μια μεγάλη επιτυχία με ένα προϊόν και γίνομαι εκατομμυριούχος και ξακουστός. Συνεντεύξεις, διασημότητα, μια ζωή στην χλιδή. Όλοι να θέλουν να είναι φίλοι μου.
Όμως οι απότομες άνοδοι συχνά δεν κρατάνε και έτσι έγινε και με εμένα. Η αλαζονεία, η υπεραισιοδοξία του θριάμβου, η έλλειψη κατάρτισης και κάποιες λανθασμένες επιλογές συνεργατών οδήγησαν σε μια πτώση τρανταχτή. Η φήμη μου καταρρακώθηκε, κινδύνευα και νομικά. Μετά από 4,5 χρόνια αγώνα στο εξωτερικό κατέληξα την άνοιξη του 2017 πίσω στην Αθήνα και έχασα και τον μεγάλο έρωτα της ζωής μου. Ήμουν ένα ράκος. Από την στεναχώρια μου είχα χάσει 10 κιλά. Ο Κύριος με διαπαιδαγωγούσε με σκληρότητα όπως θα καταλάβαινα αργότερα.
Ήθελα να ξεφύγω από όλα και να πάω στο Νεπάλ. Όμως ήταν πολύ ακριβό το ταξίδι αυτό. Συμβιβάστηκα με το Άγιο Όρος. Ο λόγος που πήγα εκεί, ήταν πρωταρχικά για να βρω έναν μελλοντολόγο και έναν ψυχολόγο και μετά για να ηρεμήσω από όλες τις παραστάσεις. Όταν όμως έφυγε το πλοίο από Ουρανούπολη ένοιωσα την γαλήνη του όρους στην ψυχή μου. Κι όταν έφτασα εκεί, πολύ με ανάπαυε να ακούω τους γέροντες και να είμαι στην παρουσία τους. Πνευματικότητα μεγάλη έχει ο τόπος αυτός είπα. Τι γαλήνη είναι αυτή;
Θα ξαναπήγαινα άλλες 3 φορές την ίδια χρονιά για τους ίδιους λόγους. Μετά από παρότρυνση του πάτερ Ευθύμιου από την Καψάλα βρήκα πνευματικό στην Αθήνα.Γνώρισα τον πνευματικό μου ο οποίος άκουσε την καρδιά μου και την συμμερίστηκε.
Στην πρώτη μας συνάντηση μου χάρισε μια Καινή Διαθήκη την οποία άρχισα να την διαβάζω με όρεξη. Διάβασα τα πρώτα ευαγγέλια και ένοιωσα να ζεσταίνεται η καρδιά μου. Βοήθησε και η προσευχή του πνευματικού. Και στις 29 Ιουλίου 2018, ημέρα Κυριακή, έγινε κάτι που θα άλλαζε την ζωή μου για πάντα. Μετά από ώρες που διάβαζα τα ευαγγέλια πιάνω το στυλό και γράφω στο ημερολόγιό μου. Πηγή του φωτός, πηγή της αλήθειας, πηγή της χαράς και μένω μετέωρος πάνω από την σελίδα για 2 λεπτά ώσπου να γράψω την τελευταία πρόταση “Όλα είναι ο Χριστός¨.
Μέχρι τότε αρνούμουν να παραδεχθώ ότι ο Χριστός είναι ο υιός του Θεού. Ήταν πολλά τα χρόνια που τον θεωρούσαν στα σίγουρα έναν φωτισμένο διδάσκαλο όπως ο Βούδας ή ο Λάο Τσε. Όμως αυτή η στιγμή της αλήθειας, της παραδοχής ότι μόνο μέσα από τον Χριστό βλέπει κανεις τον Πατέρα και ότι μέσα από τον υιό έρχεται η σωτηρία ήταν καθοριστική. Η ομολογία αυτή είναι αναγκαία για να εχεις κοινωνία με το Θεό. Ήταν το ξεκίνημα μιας νέας ζωής.
Μετά από την ευλογία αυτή μου δοθηκε άλλη μια. Και αυτή ήταν τα δάκρυα μετανοίας. Έπεσα γονατιστός και κλάματα ήρθαν λυτρωτικά και ένοιωσα την αδικία που είχα διαπράξει απέναντι σε τόσους ανθρώπους και ενώπιων του Θεού. Έγινε να καταλάβω πολλές από τις αμαρτίες μου, και τους καλυμμένους εγωισμούς πίσω από την αυτολύπηση. Εκείνο τον καιρό δεν καταλάβαινα ότι αυτά τα δυο που μου δόθηκαν, η πίστη και η μετάνοια, ήταν χάρες.
Δεκαετίες επί δεκαετιών προσπαθούσα να κατακτήσω την υπέρτατη κατανόηση με το νου. Να την πλησιάσω με τον διαλογισμό, την παρατήρηση των λογισμών, με το να κατανοήσω το εγώ μου, να το υπερβώ και να ενωθώ με την πηγή, με το Όλο. Εψαχνα την πνευματικότητα με λάθος τρόπο. Η αλήθεια υπάρχει και δεν είναι φιλοσοφική, δεν είναι θεωρητική. Είναι πρόσωπο. Είναι ο Ιησούς.
Η καρδιά. Η καρδιά είναι η πόρτα και η μετάνοια το κλειδί. Ο Κύριος συνεχώς μας δίνει ευκαιρίες, κρούει την πόρτα. Και το μόνο που ζητά είναι να ακούσει από εμάς μια αυθεντική κραυγή μετάνοιας. Αυτό θα την ξεκλειδώσει.
Κοιτάζοντας πίσω στα γεγονότα που οδήγησαν στην μεταστροφή μου διακρίνω 2 κομβικά σημεία. Το πρώτο είναι η πίστη και το δεύτερο η μετάνοια.
Ζητήστε και θα σας δοθεί. Αν αγαπάτε την ψυχή σας, δώστε της μια ευκαιρία, πείτε: “Αν υπάρχεις Ιησού και είσαι ο υιός του Θεού, δείξε μου ένα σημάδι να το πιστέψω και εγώ θα σε αγαπώ και θα σ’ ακολουθώ για όλο το υπόλοιπο της ζωής μου.” Το υπέροχο είναι ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να το ζητήσουμε. Αλλά να τα θέλετε στα αλήθεια, να τα ποθείτε. Διαβάστε το ευαγγέλιο και πείτε. “Κάνε με να δω τις αμαρτίες μου. Χάρισέ μου δάκρυα μετάνοιας.” Ο Θεός θα οικονομήσει να σας δοθούν. (Πολύδωρος Κ.)

1) Αναστασίου αρχιεπισκόπου Αλβανίας.
ΚΟΜΦΟΥΚΙΟΣ. Βίος
Ο Κομφούκιος υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους διδασκάλους και ηθικο-φιλοσόφους του κόσμου και ο κατεξοχήν σοφός της Κίνας. Καθόρισε με τις απόψεις του την ανάπτυξη του κινεζικού πολιτισμού, διαμόρφωσε το ήθος και τον συντηρητικό δυναμισμό του.
Το όνομα Κομφούκιος είναι η εξελληνισμένη λατινική απόδοση του κινεζικού Κούνγκ φού-τζού, που σημαίνει ο διδάσκαλος ή ο φιλόσοφος Κούνγκ. Σε αντίθεση με την εκπληκτική επιρροή που άσκησε, η ζωή του υπήρξε τυπικά ανθρώπινη. Γεννήθηκε το 551 π.Χ. (κατά την παράδοση, στις 21 του 10ου μηνός) στο σημερινό Τσού φού του φεουδαρχικού κρατιδίου Λού (σύγχρονο Σαντούνγκ). Ο πατέρας του, ο Σού-λιάνγ-χό, καταγόταν από οικογένεια ευγενική και είχε φήμη γενναίου και σοβαρού ανθρώπου. Νυμφεύθηκε για δεύτερη φορά σε ηλικία 64 χρόνων τη νεαρή Τζανγκ-Τσάι της οικογένειας Γέν, 14 ετών. Ο Κομφούκιος ήταν μόλις τριών χρόνων, όταν πέθανε ο πατέρας του. Αντιμετωπίζοντας την ανέχεια υποχρεώθηκε να αναπτύξει διάφορες ικανότητες.
Υψηλός, γερός, τολμηρός, νυμφεύθηκε στα δέκα εννιά του χρόνια. Για τη γυναίκα του γνωρίζουμε μόνο ότι ανήκε στην οικογένεια Τζιέν Κουά από το κράτος του Σούνγκ. Μετά από ένα χρόνο απέκτησε τον μοναδικό του γιό, τον Λί, και αργότερα μία τουλάχιστον κόρη. Υπηρέτησε αρχικά σε χαμηλές δημόσιες θέσεις, ως υπεύθυνος αποθηκών και επιθεωρητής δημοσίων αγροκτημάτων. Στα είκοσι τρία του χρόνια έχασε τη μητέρα του και αποσύρθηκε τρία χρόνια για να την πενθήσει. Το διάστημα αυτό ήταν μια περίοδος περισυλλογής και σπουδής. Αργότερα άρχισε να παραδίδει μαθήματα, με τα οποία απέκτησε σύντομα φήμη και διασυνδέσεις με αριστοκρατικούς κύκλους.
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στη μελέτη, τη διδασκαλία, τα ταξίδια. Το πρώτο σημαντικό ταξίδι ήταν στο Λό, την αυτοκρατορική πρωτεύουσα της δυναστείας Τχού. Η αρχαία κινεζική παράδοση ασκούσε πάντα βαθιά γοητεία στον Κομφούκιο και γι΄ αυτό τον λόγο η σπουδή και αναστήλωσή της έγινε το κέντρο του ενδιαφέροντος του. Με την επιστροφή στα πατροπαράδοτα πίστευε ότι θα εξασφαλιζόταν καλή διακυβέρνηση και σταθερή ειρήνη. Επιστρέφοντας στο Λού αφοσιώθηκε στη διδασκαλία. Πολλοί νέοι συγκεντρώθηκαν κοντά του, για να σπουδάσουν ιστορία, φιλοσοφία, ηθική και ιδιαίτερα τις θεμελιώδεις αρχές σχετικά με τη διοίκηση και την κοινωνική συμπεριφορά. Λέγεται ότι έφθασαν συνολικά τους 3.000. Με τους μαθητές του ο Κομφούκιος δεν έζησε σε κοινότητα, όπως ο σύγχρονός του Βούδδας στην Ινδία, κέρδισε όμως την αφοσίωση και τον σεβασμό τους. Βασική του μέθοδος ήταν οι ερωταποκρίσεις.
Εξαίρετος στην πολιτική θεωρία, ο Κομφούκιος δεν διέθετε την επιτηδειότητα που απαιτούσε η πολιτική πράξη. Μόλις στα πενήντα του χρόνια τον κάλεσαν να αναλάβει μια σχετικά υψηλή διοικητική θέση στο Λού, μάλλον στο κρατικό συμβούλιο . Η πληροφορία ότι έγινε αρχιδικαστής και πρωθυπουργός δεν θεωρείται αξιόπιστη. Επρόκειτο μάλλον για κάποιο αξίωμα με ηχηρό τίτλο, αλλά χωρίς ουσιαστική εξουσία. Γι’ αυτό σύντομα παραιτήθηκε αναζητώντας μεγαλύτερη αναγνώριση και κάποια καλύτερη δυνατότητα να θέσει σε εφαρμογή τις θεωρίες του. Έτσι άρχισε να ταξιδεύει με μια μικρή ομάδα μαθητών στα κινεζικά κρατίδια Βέι, Τσέν, Σούνγκ κι έκανε επισκέψεις σε διάφορους ηγεμονικούς οίκους, τους οποίους επεδίωκε να επηρεάσει. Και πάλι όμως, ενώ συνάντησε κάποια αποδοχή, ένιωσε και αρκετή πικρία. Δέκα τέσσερα ολόκληρα χρόνια κράτησε η περιοδεία.
Ήταν πια 67 ετών, όταν ο άρχοντας του κρατιδίου Λού τον κάλεσε να βοηθήσει στην πατρίδα του. Οι δυνάμεις του σοφού είχαν μειωθεί και δεν του ήταν εύκολο να συμμετέχει στη διακυβέρνηση της χώρας. Κατέφυγε στη διδασκαλία με σκοπό την πολιτική αναμόρφωση και την οριστική ταξινόμηση του υλικού που είχε συλλέξει. Μακροπρόθεσμα αυτό αποδείχθηκε περισσότερο αποφασιστικό για την πορεία της πατρίδας του από την άμεση συμμετοχή του στην τοπική διοίκηση. Ο ίδιος έδωσε το διάγραμμα της ζωής του με αυτά τα λόγια: «Στα δέκα πέντε μου χρόνια έβαλα την καρδιά μου στη σπουδή. Στα τριάντα είχα σταθεροποιηθεί γερά. Στα σαράντα δεν είχα πια αμφιβολίες. Στα πενήντα γνώριζα το θέλημα του Ουρανού. Στα εξήντα ήμουν έτοιμος να το αποδεχθώ. Στα εβδομήντα μπορούσα να ακολουθώ τις επιθυμίες της καρδιάς μου, χωρίς να καταπατώ το δίκαιο» (Ανάλεκτα, 2:4).
Το 482 π.Χ. έχασε τον μοναχογιό του Λι και τον επόμενο χρόνο τον προσφιλή του μαθητή Γιέν Χούι, γεγονός το οποίο του στοίχισε ιδιαίτερα. Τον τέταρτο μήνα του 479 πέθανε κι ο ίδιος σε σχετική αφάνεια και αποκαρδίωση. Είχε συμπληρώσει 73 χρόνια ζωής. Τον έθαψαν στη γενέτειρά του, το Τσού φού, και πολλοί αφοσιωμένοι μαθητές του τον θρήνησαν επί τρία χρόνια.
Διδασκαλία
Η κινεζική παράδοση αποδίδει αρκετά κείμενα στον Κομφούκιο (τα περίφημα κομφουκιανικά κλασικά), αλλά πολλοί σύγχρονοι σινολόγοι αμφισβητούν την ακρίβειά της. Βέβαιο πάντως είναι ότι σημαντικό υλικό, ενσωματωμένο στα κλασικά αυτά βιβλία της αρχαίας Κίνας, σχετίζεται έμμεσα η άμεσα με τον μεγάλο Δάσκαλο. Οι διδασκαλίες του είναι συγκεντρωμένες στα Ανάλεκτα (Λούν Γύ), μια συλλογή από σκέψεις και απαντήσεις του, που επιμελήθηκαν οι μαθητές του - πιθανόν και μαθητές των μαθητών του.
Ο Κομφούκιος δεν υπήρξε ρηξικέλευθος καινοτόμος και αναμορφωτής, αλλά κυρίως μελετητής και ερμηνευτής της αρχαίας κινεζικής σοφίας. Ήταν όμως ο πρώτος στοχαστής που τη συστηματοποίησε. Δεν ασχολήθηκε με μεταφυσικούς ή θεολογικούς προβληματισμούς. Το βασικό του ενδιαφέρον υπήρξε ανθρωποκεντρικό και κύριο θέμα του οι αρμονικές σχέσεις των ανθρώπων. Η κατεξοχήν αρετή για τον κινέζο σοφό είναι η «Ανθρωπιά» («ράν»), η οποία καταχρηστικά μεταφράζεται καλοσύνη, φιλανθρωπία, αγάπη. Άμεσα συνδέονται με αυτήν: η δικαιοσύνη («ι»), ο υϊικός σεβασμός («χσιάο»), η αδελφική στοργή («τί»), η πιστότητα («τζούνγκ») και η αμοιβαιότητα στις σχέσεις («σού»),που καθορίζεται από την προτροπή: «Μην κάνεις στους άλλους ό,τι δεν θα ήθελες να κάνουν σε σένα» (Ανάλεκτα, 15:23), οι ευγενικοί τρόποι («λί»), που περιλαμβάνουν και το θρησκευτικό τυπικό. Οι αρετές αυτές αποτελούν γνώμονα για την ορθή συμπεριφορά στις πέντε βασικές ανθρώπινες σχέσεις: ηγεμόνα-υπηρέτη, πατέρα-γιού, ανδρα-γυναίκας, γέρου-νέου, φίλου προς τον φίλο, και αντίστροφα.
Ο Κομφούκιος είχε αισιόδοξη αντίληψη για την ανθρώπινη φύση τη θεωρούσε, ως προς την αφετηρία της, καλή. Επεδίωκε να διαμορφώσει ανθρώπους ευγενείς και αξιοπρεπείς. Η διδασκαλία του Κομφουκίου συνέβαλε σε μια ήρεμη κοινωνική ανανέωση και αλλαγή. Τονίζοντας την αρετή, την ικανότητα και τη μόρφωση ως κύρια προτερήματα για τη διοίκηση, έσπασε την αντίληψη ότι η διακυβέρνηση ανήκει αποκλειστικά στο κύκλωμα της κληρονομικής αριστοκρατίας.
Ο Κομφούκιος δεν μπορεί να θεωρηθεί θρησκευτικός ηγέτης ή προφήτης. Αντιμετώπισε τη θρησκεία ως απαραίτητο στοιχείο για την τάξη μέσα στο κράτος και την κοινωνία. Αποδέχθηκε την πατροπαράδοτη κινεζική ευσέβεια, με τη βεβαιότητα ότι υπάρχει στο σύμπαν μια υπέρτατη δύναμη που στηρίζει τη δικαιοσύνη και την αρμονία. Στερέωσε τη διάχυτη κινεζική πίστη στον Ουρανό (Τιέν) και τα προγονικά πνεύματα, της έδωσε έκφραση και συνοχή. Ο Ουρανός, τον οποίο φαίνεται να αντιλαμβάνεται ως υπερβατική δύναμη, ως σκεπτόμενη προσωπική ύπαρξη, καθορίζει στους ανθρώπους τις ηθικές εντολές και γενικά στον κόσμο τον σκοπό και τον προορισμό του. Αυτό τον Δρόμο («Τάο») του Ουρανού οφείλουν να βαδίζουν όλοι οι άνθρωποι. Καθένας πραγματώνει το αληθινό εγώ του ζώντας το θέλημα του Ουρανού. Από κει πίστευε ο Κομφούκιος ότι είχε λάβει κι ο ίδιος την αποστολή του.
Επίδραση Χαρακτηρισμός
Η επίδραση του Κομφούκιου απλώθηκε σ’ ολόκληρη την Κίνα με μεγάλη ταχύτητα -με μια μικρή κάμψη στην περίοδο της δυναστείας των Τσίν (221-206 π.Χ.)-, για να κυριαρχήσει απόλυτα στη δυναστεία των Χάν (206 π.Χ.-220 μ.Χ.). Με την πάροδο των αιώνων ανεγέρθηκαν σχεδόν σε κάθε πόλη ιερά προς τιμήν του μεγάλου Δασκάλου, κοντά σε σχολεία και σε εξεταστικά κέντρα. Ο Κομφούκιος δεν θεοποιήθηκε με την αρχαιοελληνική ή τη χριστιανική έννοια. Τιμήθηκε και λατρεύτηκε ως κατεξοχήν σοφός και εμπνευστής του κινεζικού λαού. Οι θαυμαστές του τον ονόμασαν μεταξύ άλλων «Μεγάλη Τελειότητα», «Διδάσκαλο δέκα χιλιάδων γενεών».
Μόλις στα μέσα του 20ού αιώνα, με την επικράτηση του κομμουνισμού στην Κίνα, αμφισβητήθηκε ριζοσπαστικά ο Κομφούκιος, ιδιαίτερα ως ανασταλτικός της προόδου. Ασφαλώς, ο μεγάλος σοφός, που σφράγισε αποφασιστικά το μέλλον της Κίνας για είκοσι πέντε αιώνες, λάτρευε το παρελθόν. Ο ιδιότυπος αυτός συντηρητισμός στερέωσε αλλά και ακινητοποίησε τις δομές της κινεζικής κοινωνίας, αναστέλλοντας συχνά την πρόοδο και την ανέλιξη της. Επίσης, παρά την αξιοκρατική βάση που έθεσε ώστε να εκλέγονται οι ικανότεροι στις θέσεις των κρατικών λειτουργών, δεν φαίνεται να αναγνώρισε τη σημασία και την αξία του απλού λαού, παραμένοντας στο βάθος αριστοκρατικός και συγκεντρωτικός.
Ο Κομφούκιος δεν διαθέτει τη δύναμη της λογικής των ελλήνων φιλοσόφων ούτε συντονίζεται με τον θρησκευτικό κραδασμό των μεγάλων θρησκευτικών μορφών της Ινδίας ή του μεσογειακού κόσμου. Γι’ αυτό τον λόγο δεν συγκινεί αυτούς που είναι εξοικειωμένοι με μια εκλεπτυσμένη φιλοσοφική διάθεση και βιωματική θρησκευτική εμπειρία. Η σημασία του πάντως στην ηθική και την πολιτική φιλοσοφία υπήρξε εξαιρετική. Το μεγαλείο του είναι αναμφισβήτητο, αλλά παραμένει βασικά κινεζικό. Συνέβαλε στη σταθερότητα και την οργάνωση του πολυπληθέστερου κράτους του κόσμου.
Στο φως και την προοπτική όμως της παγκόσμιας Ιστορίας είναι εμφανές ότι ο Κομφούκιος δεν χαρακτηρίζεται για υψηλές ανατάσεις, δεν έχει εμπνεύσει εντυπωσιακά ανοίγματα στην αντίληψη περί ανθρώπου και κόσμου. Η διδασκαλία του, ιδιαίτερα προσγειωμένη και πρακτική, παρουσιάζει μια ήρεμη δυναμικότητα, που κινείται στη συγκεκριμένη κοίτη μιας ανθρωποκεντρικής ηθικής. Άρδευσε την κινεζική ψυχοσύνθεση και γενικότερα την Άπω Ανατολή με ένα καθορισμένο ρεύμα σκέψεως, όπως ο μεγάλος Κίτρινος ποταμός τις απέραντες πεδιάδες της Κίνας.
2) Οι Θρησκείες, εκδοτική Αθηνών,Ι. Λουκάς
Κομφουκιανισμός.
Η πλέον διαδεδομένη Θρησκεία στην Κίνα, στηριζόμενη κυρίως στην ηθική διδασκαλία του Κομφούκιου, καθώς και σε επιχώριο παραδοσιακό υλικό, θρησκευτικού και ηθικού χαρακτήρα, που ο ίδιος ο δάσκαλος και οι μαθητές του μελέτησαν και συστηματοποίησαν. Ο Κομφουκιανισμός έχει διαδοθεί και στην Ιαπωνία, στην Κορέα και στο Βιετνάμ.
Διδασκαλία. Ζώντας σε εποχή που ο κινεζικός λαός σπαρασσόταν από πολέμους μεταξύ των φεουδαρχών, στους οποίους η κεντρική εξουσία της δυναστείας των Τσε αδυνατούσε να επιβληθεί, ο Κομφούκιος (551-479 π.Χ.) αφιέρωσε τη ζωή του στη διαμόρφωση ηθικο-θρησκευτικού συστήματος, που θα επέφερε την ειρήνη και την τάξη. Η βάση αυτού του συστήματος είναι περισσότερο ηθική παρά θρησκευτική. Ο ίδιος ο Κομφούκιος, μολονότι εκτελούσε ευλαβικά τις παραδοσιακές θρησκευτικές υποχρεώσεις προς τους κινεζικούς θεούς και τους προγόνους, τηρούσε αρνητική στάση απέναντι στο πλήθος τις δεισιδαιμονίες, με τις οποίες η λατρεία τους ήταν σύμφυτη. Πιστεύοντας ότι η κοσμική τάξη ταυτίζεται με την ηθική ανθρώπινη τάξη, δίδαξε την αρετή ως προϋπόθεση για τη συντήρηση της κοινωνίας.
Σύμφωνα με την κομφουκιανική διδασκαλία, η «αυτάρκης πραγματικότητα» (τάο ή ντάο). από την οποία έχουν δημιουργηθεί τα πάντα, αποτελεί δημιούργημα του Ουρανού και γι’ αυτό οι άνθρωποι πρέπει να συμπεριφέρονται σύμφωνα με τις επιταγές του. Ο Ουρανός θεωρείται ως θεμελιωτής της αρετής, η οποία στην πλέον απόλυτη μορφή της είναι η καλοσύνη, «μητέρα» όλων των αρετών. Αυτή ονομάζεται ζεν. Η πρώτη σημασία αυτής της λέξης είναι της αυτοεπιβολής, που προϋποθέτει τον πλήρη αυτοέλεγχο για την εξάλειψη όλων των επιθετικών ενστίκτων και αρνητικών συναισθημάτων, που ελλοχεύουν μέσα σε κάθε άνθρωπο. Η ενάρετη συμπεριφορά επιβάλλει την αγάπη στον πλησίον, με συγκεκριμένο τρόπο. Έτσι ο άνθρωπος πρέπει να μάθει να αγαπά πρώτα απ’ όλα τα μέλη της οικογένειάς του, ακολούθως να επεκτείνει την αγάπη του στα μέλη της κοινότητάς του, η οποία θεωρείται ως «εκτεταμένη οικογένεια», και τέλος να συμπεριλάβει και την ίδια την πολιτεία, της οποίας ο ηγεμόνας πιστεύεται ως γιος του Ουρανού και πατέρας όλων των υπηκόων του.
Η κομφουκιανική αρετή επιβάλλει την ευσέβεια (χιάο) μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η σύνδεση από τη μια των ζωντανών με τους νεκρούς προγόνους τους και από την άλλη των ατόμων με το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Η σύλληψη της ευσέβειας δεν συνδυάζεται με εσχατολογικές δοξασίες, ούτε θεωρείται ως προϋπόθεση της ευχάριστης ζωής μετά θάνατο, αλλά επιβάλλεται ως χρέος του ανθρώπου στο μεγάλο δημιουργό Ουρανό, ο οποίος απαιτεί την αρμονική συνύπαρξη των μελών της κοινωνίας σύμφωνα με την αρμονική συνύπαρξη των στοιχείων του μακρόκοσμου. Η κομφουκιανική ευσέβεια εκφράζεται στις εξής 5 αμοιβαίες σχέσεις δικαιωμάτων και καθηκόντων (βου λουν): καλοσύνη του άρχοντα -νομιμοφροσύνη του αρχόμενου, αγάπη του πατέρα - υπακοή του γιου, αγαθότητα των ηλικιωμένων - σεβασμός των νέων, δικαιοσύνη του συζύγου - υπακοή της συζύγου, αμοιβαία πίστη μεταξύ φίλων. Παράλληλα, η πρώτιστη αρετή (ζεν) συμπληρώνεται με άλλες 4, που πηγάζουν από αυτήν και που είναι η τιμιότητα (ι), η παραδοχή ή συμφωνία ή συνταίριασμα (λι), η αλήθεια (σιν) και η σοφία (τσι).
Οι παραπάνω αρετές καθιστούν τον άνθρωπο ευτυχή και ευγενή. Στον Κομφουκιανισμό η ευγένεια έχει και ταξική σημασία, γιατί ως ευγενέστερο, δηλ. ανώτερο ον, θεωρείται ο άρχοντας, όχι μόνο επειδή αυτός πιστεύεται ως εκπρόσωπος του Ουρανού στη γη, αλλά και επειδή η «σοφή διακυβέρνηση προϋποθέτει την εξοικείωση με τις παραπάνω αρετές. Όπως στην πλατωνική Πολιτεία, έτσι και στην κομφουκιανική διδασκαλία η «τέχνη της διακυβέρνησης» είναι ο μόνος τρόπος για την επιβολή της ειρήνης και την επίτευξη της ευημερίας σε όσο γίνεται μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Γι’ αυτό οι υπήκοοι οφείλουν να αποδίδουν θρησκευτική λατρεία στους σοφούς ηγεμόνες τους, καθώς και στους πολιτισμικούς ήρωες, στους οποίους η θρησκευτική παράδοση αποδίδει σημαντικό ρόλο για την πρόοδο και την οργάνωση της ανθρώπινης κοινωνίας. Όπως αναφέρει ο θρησκειολόγος Μ. Eliade, Histoire des idees et des croyances religieuses, 2: Paris 1984, 30, με αυτό τον τρόπο ο Κομφουκιανισμός «δείχνει την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα αξιοποίησης της θρησκευτικής διάστασης στο χώρο της καθημερινής εργασίας και της κοινωνικής δραστηριότητας».
Η διδασκαλία του Κομφουκιανισμού έχει κωδικοποιηθεί σε 2 συλλογές βιβλίων, τα «Πέντε βιβλία» (Wu-King) και τα «Τέσσερα βιβλία» (Sze-chu) Τα πρώτα από αυτά, που η παράδοση αποδίδει στον ίδιο τον Κομφούκιο, θεωρούνται όμως μεταγενέστερα έργα, που περιέχουν και στρώματα από παλαιότερο υλικό, είναι το «Βιβλίο των μεταβολών», το «Βιβλίο των πηγών», το «Βιβλίο των ωδών», το «Βιβλίο των ιεροτελεστιών» και το βιβλίο «Άνοιξη και Φθινόπωρο». Το βιβλία της δεύτερης συλλογής, έργα μαθητών και οπαδών του Κομφούκιου, είναι οι «Διάλογοι» του Κομφούκιου με μαθητές του και ηγεμόνες της εποχής του, η «Μεγάλη διδασκαλία», η «Διδασκαλία της μεσότητας» και το βιβλίο του φιλοσόφου Μενγκ-Τσε (372 - 289 π.Χ.), που διακρίθηκε για τις δημοκρατικές πεποιθήσεις του και για την ηθική αισιοδοξία του.
Λατρεία. Η κομφουκιανική Θρησκεία είναι κατεξοχήν τυπολατρική. Ο ίδιος ο Κομφούκιος δίδαξε ότι η τάση ταύτισης της ανθρώπινης ηθικότητας με την απόλυτη ηθικότητα του σύμπαντος επιβάλλει την προσφορά θυσιών προς τον Ουρανό, ως πηγή του ηθικού νόμου. Θεωρώντας ότι τόσο ο συμπαντικός μακρόκοσμος όσο και ο κοινωνικός μικρόκοσμος εξουσιάζονται από τις ίδιες μαγικό-θρησκευτικές δυνάμεις, που ενυπάρχουν μέσα σε κάθε ανθρώπινη φύση, ο Κομφουκιανισμός διδάσκει ότι μια τελετουργική πράξη αποτελεί από μόνη της επιφάνεια της κοσμικής αρμονίας.
Εξίσου μεγάλη σημασία αποδίδει ο Κομφουκιανισμός στις θυσίες προς τους προγόνους και τους ηγεμόνες, αλλά στον τομέα αυτό επιβάλλει τυπικό διαφορετικό τόσο από το τυπικό της λαϊκής λατρείας όσο και από το παραδοσιακό αυτοκρατορικό τυπικό. Οι αυτοκράτορες συνήθιζαν να τελούν μεγαλόπρεπες θυσίες προς τους θεούς και προς τους προγόνους τους, μερικές μάλιστα φορές μια θυσία μπορούσε να διαρκέσει 300 ή 360 ημέρες (στα Κινεζικά η λέξη θυσία είναι ταυτόσημη με τη λέξη έτος). Συχνά οι αυτοκρατορικές προσφορές περιλάμβαναν και ανθρώπινα θύματα κυρίως κατά την ταφή σημαντικών εκπροσώπων της δυναστείας. Οι λατρευτικές και θυσιαστικές αυτές συνήθειες καταπολεμήθηκαν συστηματικά από τον Κομφουκιανισμό, ο οποίος διδάσκει ότι η λατρευτική συμπεριφορά πρέπει να πηγάζει από αυθόρμητη διάθεση του πιστού, ξένη προς τη συγκινησιακή έξαρση που χαρακτήριζε τον παραδοσιακό τρόπο λατρείας και θυσίας.
Δεδομένης της ηθικής βάσης του, ο Κομφουκιανισμός έχει περισσότερο κοσμική διάρθρωση απ όσο ο Βουδδισμός και οι άλλες ασιατικές Θρησκείες. Γι’ αυτό και δεν ενθαρρύνει το Μοναχισμό, ο οποίος αποκόπτει τον άνθρωπο από τους κοινωνικούς δεσμούς του.
Ιστορική διαδρομή. Το έργο του Κομφούκιου συμπληρώθηκε από τον εγγονό του Κ' ονγκ-κι και το φιλόσοφο Μενγκ-τσε, ο οποίος θέλησε να δώσει ακόμα εντονότερα κοινωνικό χαρακτήρα στη διδασκαλία του Κομφούκιου, υποστηρίζοντας ότι ο ηθικός νόμος δίνει το δικαίωμα στο λαό να εκθρονίσει τον ανήθικο ηγεμόνα. Άλλος συνεχιστής του κομφουκιανικού έργου, ο Σουν-τσε (3ος αι. π.Χ). υποστήριξε ότι ο ηθικός προβληματισμός πρέπει να περιοριστεί στην ατομική προσπάθεια για εσωτερική τελείωση, δεδομένου ότι η ανθρώπινη υπόσταση είναι κακή από τη φύση της. Ο Κομφουκιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία της Κίνας επί δυναστείας των Χαν (200 π.Χ. και εξής) και το 195 π.Χ. ο αυτοκράτορας Κάο-τσου τέλεσε για πρώτη φορά θυσία στον τάφο του Κομφούκιου. Η εξάπλωση του Κομφουκιανισμού στην Κίνα ενισχύθηκε με αυτοκρατορικά μέτρα . Έτσι ο Κομφούκιος επί δυναστείας των Τ' ανγκ εντάχθηκε στη χορεία των ιερών προσώπων «δεύτερης τάξης», το 1 μ.Χ. ονομάστηκε δούκας, το 739 μ.Χ. βασιλιάς, το 1008 μ.Χ. τέλειος σοφός και το 1906 ο αυτοκράτορας Μαντσού επέβαλε τη λατρεία του ως ανώτερου θεού και ως ισότιμη με τη λατρεία του Ουρανού.
Η μεγάλη διάδοση του Κομφουκιανισμού, σε συνδυασμό με την επιβολή του ως επίσημης Θρησκείας της χώρας, προκάλεσε αναπόφευκτα και μεγάλους τριγμούς στη θεωρητική του βάση. Ο προβληματισμός για την ανθρώπινη φύση, όπως είχε εκφραστεί από τον Σουν-τσε, συνεχίστηκε κυρίως από τους Τσου-Σι (1130 - 1200), Βανγκ Γιανγκ-μινγκ (1473 - 1529) αι Κανγκ Γιουβέι (1858 - 1927), με αποτέλεσμα τη διακλάδωση του Κομφουκιανισμού σε δύο σύγχρονα ρεύματα, το ένα με μυστικιστική και το άλλο με ορθολογιστική τάση.
Στον 20ό αι. ο Κομφουκιανισμός αποτέλεσε σημαντικό ιδεολογικό μέσο στην υπηρεσία της αυτοκρατορικής πολιτικής. Στις 26 Σεπεμβρίου 1914 έγινε ειδικός νόμος, που ρύθμιζε τα περί λατρείας του Κομφούκιου. Ακολούθησαν πολλές προσπάθειες, ώστε ο Κομφουκιανισμός να καταστεί επίσημη θρησκεία του σύγχρονου κινεζικού κράτους. Γι’ αυτό το λόγο ο Κομφουκιανισμός καταδιώχτηκε με ιδιαίτερο μένος από τους οπαδούς της κομμουνιστικής επανάστασης. Αντίθετα, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, έχει ενισχυθεί περισσότερο στην Ιαπωνία.
Στην Ιαπωνία ο Κομφουκιανισμός είναι εξίσου διαδεδομένος με το Σιντοϊσμό και το Βουδδισμό. Η κομφουκιανική διδασκαλία εισήχθη στην Ιαπωνία κατά τον 4ο - 6ο αι., μέσω της Κορέας, όπου γνώριζε ευρεία διάδοση από την αρχαιότητα. Καθώς η πολιτική κατάσταση της Ιαπωνίας, χαρακτηριζόμενη από σκληρή διαμάχη του αυτοκρατορικού οίκου με τους πλούσιους γαιοκτήμονες, ήταν ανάλογη με της Κίνας επί Κομφούκιου, οι Ιάπωνες αυτοκράτορες προσέβλεψαν στον Κομφουκιανισμό ως ηθικο-θρησκευτικό σύστημα, που εξασφάλιζε την υποταγή στον ηγεμόνα, εφόσον επιπλέον αυτό δεν περιλάμβανε αρχές ξένες προς την ιαπωνική θρησκευτικότητα, όπως ο Βουδδισμός. Κατά τον 7ο και 8ο αι. η μελέτη της κομφουκιανικής διδασκαλίας ήταν υποχρεωτική για τους κρατικούς υπαλλήλους και αποτελούσε σημαντικό μάθημα των κρατικών σχολείων, που ιδρύθηκαν κατά την περίοδο του Νάρα (710 - 784).
Κατά την περίοδο Έντο (1600 - 1868) ο Κομφουκιανισμός ανεξαρτητοποιήθηκε από την ιαπωνική κεντρική εξουσία και τους άλλους θρησκευτικούς φορείς και διακλαδώθηκε σε «σχολές», από τις οποίες 3 είναι πολύ σημαντικές: Η σχολή Τσου-Σι, που υιοθέτησε την ερμηνεία του Κομφουκιανισμού από τον Φουτζιγουάρα Σεΐκα (1561 - 1619), που στηρίχτηκε στη δύναμη των Σαμουράι και προσπάθησε να επιβληθεί ως η πλέον ορθόδοξη, η σχολή Ογιομέι-γκακούχα, που ιδρύθηκε από τους οπαδούς του Κινέζου κομφουκιανιστή Βανγκ Γιανγκ-μινγκ και τόνιζε τη μυστική σχέση μεταξύ ανθρώπου και κόσμου, και η σχολή Ίτο Ζινσάι (1627 - 1705), που ευαγγελιζόταν την επιστροφή αρχαιότερες διδαχές του Κομφουκιανισμού. Όταν κατά το 18ο αι. ιδρύθηκαν στην Ιαπωνία ιδιωτικά σχολεία για τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, ενώ παράλληλα εμφανίστηκαν λαϊκά κινήματα κοσμικής ηθικής, ο Κομφουκιανισμός υιοθετήθηκε μαζικά και από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα του πληθυσμού, τα οποία εθίστηκαν έτσι στην ιδέα ότι η κάθετα ιεραρχημένη κοινωνία αποτελεί μικρογραφία του μακρόκοσμου, άρα λειτουργεί με βάση ένα θεϊκό πρότυπο. Σήμερα ο Κομφουκιανισμός θεωρείται από τους Ιάπωνες λιγότερο ως θρησκεία, όπως ο Σιντοϊσμός και ο Βουδδισμός, και περισσότερο ως ηθικο-θρησκευτικό σύστημα συμπεριφοράς. Παράλληλα όμως, η ιαπωνική εκπαίδευση, μετά από τη βαθιά κρίση, που προκάλεσε ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος και η δυτικοποίηση της ιαπωνικής κοινωνίας, προσπαθεί να επιβάλει την επιστροφή στις ρίζες του πολιτιστικού παρελθόντος, στηριζόμενη όλο και περισσότερο στις διδαχές του Κομφουκιανισμού.
Εκτός από την Κίνα, την Κορέα και την Ιαπωνία, ο Κομφουκιανισμός είναι ευρύτατα διαδεδομένος και στο Βιετνάμ, που τελούσε υπό κινεζική κατοχή από το 218 π.Χ. ως το 939 μ.Χ. Τον Κομφουκιανισμό επέβαλαν οι Κινέζοι στους κατακτημένους Βιετναμέζους με αρκετή δυσκολία, επειδή οι τελευταίοι επέμεναν στις παραδοσιακές λατρείες τους. Βαθμιαία όμως οι βιετναμικές λατρείες προς τον Ουρανό και τους προγόνους τέθηκαν κάτω από την κομφουκιανική διδασκαλία, η οποία υιοθετήθηκε κυρίως από τους περισσότερο μορφωμένους και τους κρατικούς υπαλλήλους της χώρας. Ο ίδιος ο Κομφούκιος ταυτίστηκε τελικά με το «Μεγάλο δάσκαλο» των γραμμάτων και ο βασιλιάς Λυ Ταν Τον (1054 - 1072) οικοδόμησε προς τιμήν του το «Ναό της Λογοτεχνίας» στο Ανόι. Σήμερα οι Βιετναμέζοι βιώνουν τον Κομφουκιανισμό σύμφωνα με την αυθεντική διδασκαλία του. Έτσι ο ηθικός άνθρωπος, που κατορθώνει να πραγματώσει το κομφουκιανικό ιδεώδες, είναι το «ευγενές ον» (Κιουν Τσε ή Κουάν Του) και λειτουργεί με βασικό σκοπό του την εφαρμογή της καλοσύνης, που ονομάζεται «αρετή του Ναν».
Γράμματα - Τέχνες. Η συμβολή του Κομφουκιανισμού στο χώρο των γραμμάτων της Α. Ασίας υπήρξε τεράστια. Στην ίδια την Κίνα ο σεβασμός προς το γραπτό λόγο, που αποτελεί κατεξοχήν χαρακτηριστικό στοιχείο του πολιτισμού της, προέκυψε από την οριστική αποκατάσταση των κειμένων των κομφουκιανών κλασικών, τα οποία στήριξαν τη συγκεντρωτική γραφειοκρατία του κινεζικού κράτους από την εποχή της δυναστείας των Χαν (206 π.Χ - 220 μ.Χ.). Αλλά και στην Ιαπωνία η ιδεογράμματη κινεζική γραφή εισήχθηκε μαζί με τα κομφουκιανά «Βιβλία». Η κομφουκιανή σκέψη και διδασκαλία επηρέασε πολύ και τα ευρωπαϊκά γράμματα και τη φιλοσοφικο-πολιτική σκέψη κατά το 18ο αι. Δυτικοί ιεραπόστολοι στην Κίνα, όπως ο Du Hald, που έγραψε την «Περιγραφή της κινεζικής αυτοκρατορίας» (1735), συντέλεσαν, ώστε οι Ευρωπαίοι διανοούμενοι να γνωρίσουν το ηθικο-θρησκευτικό σύστημα του Κομφουκιανισμού και να εντυπωσιαστούν από αυτό. Γενικά, κατά την εποχή του Διαφωτισμού, η επίδραση των κομφουκιανικών ιδεών, κυρίως στη Γαλλία, υπήρξε τόσο ισχυρή, ώστε υποστηρίζεται ότι ο Κομφούκιος θα μπορούσε κατά κάποιον τρόπο να χαρακτηριστεί ως «ο προστάτης άγιος του 18ου αι.».
Στην Κίνα η ιδιαίτερη σύνδεση του Κομφουκιανισμού με τη γραφή και το βιβλίο συντέλεσε στην ανάπτυξη της καλλιγραφίας, που αποτελεί ιδιαίτερο τομέα της τέχνης της Άπω Ανατολής. Ήδη κατά την περίοδο της δυναστείας των Χαν, η εξοικείωση με τους κλασικούς του Κομφουκιανισμού και η ικανότητα στην τέχνη της καλλιγραφίας επίσκιασε τον κυρίαρχο ρόλο του Κινέζου «ανθρώπου των γραμμάτων» ως ηγετικού παράγοντα του πνευματικού πολιτισμού. Ο Κομφουκιανισμός επηρέασε σημαντικά και τη ζωγραφική, που για τους πληθυσμούς της Α. Ασίας αποτελεί «αδελφή τέχνη» της καλλιγραφίας. Η ανακτορική κυρίως ζωγραφική της Κίνας εμπνέεται από το ηθικό περιεχόμενο, που ο Κομφουκιανισμός αποδίδει στον ηγεμόνα και επιβάλλει τη διακόσμηση των αιθουσών με παραστάσεις από τη ζωή και τη δράση καλών αρχόντων και ανώτατων κρατικών λειτουργών ως διαρκή υπόμνηση για την αυλή και τους αξιωματούχους της.

«Είχε πάει στο Γέροντα κάποιος πλούσιος που για χρόνια ήταν μαθητής με όλη την οικογένειά του, του Ινδού guru Maharaj. Είχε πάρει μάλιστα τη μύησι την οποία έδινε ο guru είχε δηλαδή “πάρει τη γνώσι", όπως λένε στη γλώσσα τους. Έτρεχαν σε μεγαλουπόλεις της Ευρώπης να δουν το guru τους, πληρώνοντας πολλά χρήματα.
Ο Γέροντας με το διορατικό του χάρισμα του απεκάλυψε διάφορα περιστατικά από τη ζωή του, και τον συμβούλευσε να πιάση μια δουλειά, έστω κι αν δεν υπήρχε οικονομική ανάγκη, γιατί η δουλειά θα του έκανε καλό.
Εντυπωσιασμένος από τα πνευματικά χαρίσματα του Γέροντα, τον ρώτησε για το διαλογισμό και τις διάφορες άλλες τεχνικές.
—Κοίταξε, παιδί μου, τον διέκοψε με καλωσύνη ο Γέροντας. Δεν έχουν σημασία οι τεχνικές. Προσπαθείτε κι εσείς, αλλά εκεί που σκάβετε δεν υπάρχει χρυσός, αλλά διάβολος. Ο Χριστός είναι ο χρυσός» (Ιερομονάχου Ισαάκ, 321)
Αποκαλύπτει ο Διονύσιος Φαρασιώτης για τον π. Παΐσιο:
«Μου είχε πη κάποτε ο γέροντας: “Ο Διάβολος δεν μπορεί να κρύβεται τελείως. Δεν το επιτρέπει ο Θεός. Αν κρυφθή σε κανένα τσουβάλι όλο και κάποιο κέρατο θα εξέχη. Αλλά τί κάνει ο Πονηρός; Ποιο; αυτό; λέει, δεν είναι κέρατο, είναι... μελιτζάνα". Αυτή τη τακτική ακολουθούν και οι gurus»(ΦΔ, 384)

Όσο άτοπη είναι η κατάκρισή σου για τις μοναχές της μονής X., άλλο τόσο πλανεμένες είναι και οι απόψεις σου για το μοναχισμό. Η κλήση στο δρόμο μιας ανώτερης πνευματικής ζωής, όπως είναι η μοναχική, γίνεται βέβαια από τον ίδιο το Θεό, αν κι εμείς την αποδεχόμαστε με απόλυτη ελευθερία για να σώσουμε τις ψυχές μας. Για ν’ αναγνωρίσουν όμως οι άνθρωποι την πνευματική τους φτώχεια και να συνειδητοποιήσουν τα ψυχικά τους έλκη, απαιτούνται μακροχρόνιες δοκιμασίες, πολλοί πειρασμοί και πικρές θλίψεις. Όλ’ αυτά καθαρίζουν την καρδιά, την εξαγνίζουν, και αποκαθιστούν την υγεία στην άρρωστη ψυχή, που χωρίστηκε από το Υπέρτατο Αγαθό με το προπατορικό αμάρτημα. Επομένως τα μοναστήρια δεν είναι — και δεν μπορούν να είναι — «οι γαλήνιοι ουρανοί, όπου αντηχούν μόνο οι αδιάλειπτες προσευχές, και όπου βασιλεύει η αδιάκριτη και αδιατάρακτη υπακοή», όπως φαντάζεσαι.
Αυτή η πλάνη σου είναι στ’ αλήθεια σοβαρή, γιατί, ούτε λίγο ούτε πολύ, θέλεις τους μοναχούς να είναι όντα, που θα ζουν και θα κινούνται σαν κουρντισμένες μηχανές. Τέτοια όντα όμως απέχουν πολύ από την αληθινή τελειότητα, και με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσαν να τη φτάσουν.
Αν και δεν έχεις ιδέα τί ύπουλους πειρασμούς αντιμετωπίζουν και τί σκληρές μάχες δίνουν οι μοναχοί, θα μπορέσεις να καταλάβεις σε γενικές γραμμές τί εννοώ, αν διαβάσεις προσεκτικά τους πέντε πρώτους λόγους του άγιου Ιωάννου της Κλίμακος: περί αποταγής, περί απροσπαθείας, περί ξενιτείας, περί υπακοής και περί μετάνοιας.
Επιπλέον πρέπει να ξέρεις ότι οι συνειδητά πιστοί άνθρωποι, και μάλιστα οι μοναχοί, όταν τους κουτσομπολεύουν ή τους κατακρίνουν, βρίσκουν την ευκαιρία να ταπεινωθούν. Χρησιμοποιούν τις κακολογίες των ανθρώπων σαν μέσα πνευματικής προκοπής και σαν όπλα τελειώσεως. Μερικοί από μας δεν μπορούμε ν’ αποκτήσουμε απλότητα, πραότητα, ανεξικακία και ταπείνωση, αν δεν υποστούμε άγρια πλήγματα: Δηλαδή τα κουτσομπολιά, που διαδίδουν κάποιοι σκανδαλοθήρες, και προπαντός τις μεγάλες πνευματικές φωτιές, που ανάβουν οι πραγματικές μοναχικές πτώσεις — ο Θεός να φυλάει — και που τις ακολουθεί ο διάχυτος μαύρος καπνός των σχολίων...
Εσύ όμως οφείλεις ν’ ασχοληθείς άμεσα με τον εαυτό σου. Αγωνίσου σκληρά για να γίνεις μια σωστή χριστιανή σύζυγος και μητέρα. Αυτό δεν είναι εύκολο. Αν πράγματι αγωνιστείς γι’ αυτό, θα βρεις μέσα στον κόσμο σου τόσες παγίδες και τόσους πειρασμούς, όσους βρίσκουμε κι εμείς στον κόσμο μας. Οι δικοί σου ίσως είναι άλλης μορφής, όχι όμως και ευκατάβλητοι. Να θυμάσαι πάντα ότι, εφόσον αποφασίσαμε συνειδητά ν’ ακολουθήσουμε το δρόμο του Θεού, δεν μπορούμε ν’ αποφύγουμε τις συμφορές και τις θλίψεις, οπουδήποτε κι αν είμαστε. Μας το βεβαιώνει και ο θεόπνευστος Σειράχ: «Τέκνον, ει προσέρχη δουλεύειν Κυρίω Θεώ, ετοίμασον την ψυχήν σου εις πειρασμόν» (2:1).
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ.120-122)

Από « πατέρων λόγοι και διδαχές»

Γράφει ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης] Έτυχε να πατήσω μια μύγα, χωρίς να υπάρχη ανάγκη, κι εκείνη η κακόμοιρη έσερνε στη γη τα χυμένα της εντόσθια· και για τη σκληρότητά μου προς την κτίση, και το θυμάμαι αυτό μέχρι σήμερα.

Μιαν άλλη φορά εμφανίστηκαν στον εξώστη του καταστήματος νυχτερίδες κι εγώ τους έριξα βραστό νερό· και γι αυτό έχυσα πάλι πολλά δάκρυα, κι από τότε δεν προσβάλλω ποτέ την κτίση.

Μιαν άλλη φορά πήγαινα από το Μοναστήρι στο Παλαιό Ρωσικό κι είδα στο δρόμο ένα κομματιασμένο φίδι, που κάθε του τεμάχιο σφάδαζε· και λυπήθηκα όλη την κτίση και κάθε κτίσμα, κάθε τι που πάσχει, και έκλαψα πολύ ενώπιον του Θεού.

Το Πνεύμα του Θεού διδάσκει την ψυχή ν’ αγαπά όλα τα ζωντανά, έτσι που δεν θέλει ούτε ένα πράσινο φύλλο να κόψη ούτε να πατήση ένα αγριολούλλουδο. Έτσι το Άγιο Πνεύμα διδάσκει την αγάπη για όλα και η ψυχή συμπάσχει με κάθε ύπαρξη, αγαπά ακόμα και τους εχθρούς και λυπάται ακόμα και τα δαιμόνια, γιατί εξέπεσαν από το αγαθό.

Από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου, “Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης”, έκδοση Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ, Αγγλίας.

Του άγιου Εφραίμ
α. Παιδί ήταν ο Αββάς Εφραίμ και είδε το έξης ό¬ραμα : Ανέβηκε άμπελος στη γλώσσα του και μεγάλωσε, και σκέπασε όλη την οικουμένη, κάνοντας πολύ καρπό. Και έρχονταν όλα τα πουλιά του ουρανού και έτρωγαν από τα σταφύλια της αμπέλου. Και όσο έτρωγαν, τόσο πιο πολύ περίσσευε ο καρπός της.
β. Άλλοτε πάλι είδε κάποιος από τους άγιους, σε όραμα, ένα τάγμα Αγγέλων να κατεβαίνη από τον ουρα¬νό, με πρόσταγμα Θεού, κρατώντας στα χέρια κεφαλίδα, ήγουν τόμο γραμμένο από μέσα και απ’ έξω. Και έλεγαν μεταξύ τους : « Ποιος πρέπει να το παραλάβη αυτό ; ». Και άλλοι με έλεγαν : « Αυτός εδώ ». Άλλοι δε έλεγαν άλλον. Αποκρίθηκαν δε και είπαν : « Αληθινά, άγιοι εί¬ναι και δίκαιοι. Άλλα αυτό κανείς δεν μπορεί να το παρα¬λάβη παρά ο Εφραίμ ». Και βλέπει ο γέρων ότι στον Εφραίμ παρέδωσαν την κεφαλίδα. Και έχοντας σηκωθή πρωί, άκουσε σαν να ανάβρυζε πηγή από το στόμα του Εφραίμ, οπού άρθρωνε λόγια. Και κατάλαβε ότι από το Ά¬γιο Πνεύμα προέρχονταν όσα έβγαιναν από τα χείλη του Εφραίμ.
γ. Άλλοτε πάλι, ενώ διάβαινε ο Εφραίμ, με κάποια υποβολή του πονηρού, έρχεται μια κοινή γυναίκα και τον καλόπιανε για να σμίξη μαζί της αισχρά η τουλάχιστο να τον κάμη να αγαναχτήση, γιατί ποτέ δεν τον είχε δή τινάς να οργίζεται. Και της λέγει : « Ακολούθησε με ». Αφού πλησίασε δε σε τόπο οπού βρισκόταν πολύς κόσμος, της είπε : «Εδώ, έλα και κάμε αυτό οπού ηθέλησες ». Αλ¬λά εκείνη, βλέποντας τον κόσμο, του λέγει : «Πώς μπο¬ρούμε να το κάμουμε αυτό μπροστά σε τόσο κόσμο και να μη ντροπιασθούμε ; ». Και αυτός της άπαντά : « Αν τους ανθρώπους θα ντραπούμε, πολύ περισσότερο πρέπει να ντρα¬πούμε τον Θεό, οπού όσα γίνονται στα κρυφά και στο σκο¬τάδι τα βλέπει και τα ελέγχει ». Και εκείνη, ντροπιασμέ¬νη, έφυγε άπραχτη.

Ευχαρίστου του λαϊκού
Δυο από τους πατέρες παρακάλεσαν τον Θεό να τους πληροφόρηση σε τί μέτρα πνευματικής προκοπής έφθασαν. Και τους ήλθε φωνή οπού έλεγε : « Σ’ αυτό το κεφαλοχώ¬ρι της Αίγυπτου είναι κάποιος λαϊκός, Ευχάριστο τον λέ¬νε, και η γυναίκα του ονομάζεται Μαρία. Σεις δεν έχετε φθάσει ακόμη στα δικά τους μέτρα ». Σηκώθηκαν λοιπόν οι δυο γέροντες και πήγαν σ’ εκείνο το κεφαλοχώρι. Και ρωτώντας, βρήκαν το καλύβι του και τη γυναίκα του και της λέγουν : « Πού είναι ο άνδρας σου ; ». Και αυτή τους αποκρίθηκε : « Τσοπάνης είναι και βόσκει τα πρόβατα». Και τους έμπασε στο σπιτάκι του. Και όταν έπεσε το βρά¬δι, ήλθε ο Ευχάριστος με τα πρόβατα. Βλέποντας δε τους γέροντες, τους έστρωσε τραπέζι και έφερε νερό να τους πλύνη τα πόδια. Και του λέγουν οι γέροντες : « Δεν θα φάμε τίποτε αν δεν μάς φανέρωσης το έργο σου ». Ο δε Ευχάριστος, με ταπεινοφροσύνη, είπε : «Εγώ είμαι τσο¬πάνης και αυτή είναι η γυναίκα μου ». ’Αλλά οι γέροντες επέμεναν να τον παρακαλούν και εκείνος δεν ήθελε να τους πη. Και του λέγουν : « Ο Θεός μάς έστειλε σ’ εσένα ». Μόλις λοιπόν άκουσε αυτά τα λόγια, φοβήθηκε και τους είπε : « Να, αυτά τα πρόβατα τα έχουμε από τους γονείς μας. Και ό,τι μάς αξιώση ο Κύριος να βγάλουμε απ’ αυτά, το χωρίζουμε σε τρία μέρη. Το ένα μέρος είναι για τους φτωχούς. Το άλλο, για τη φιλοξενία. Και το τρίτο, για τις ανάγκες μας. Και από τότε όπου πήρα τη γυναίκα μου, δεν μιάνθηκα ούτε εγώ ούτε του λόγου της, αλλά είναι ανέγγιχτη. Και ο καθένας μας κοιμάται χωριστά, τη δε νύχτα φοράμε σάκκους και τη μέρα τα ρούχα μας. Έως τώρα κανείς από τους ανθρώπους δεν τα έμαθε αυτά ». Και ακούοντάς τον, θαύμασαν και έφυγαν δοξάζοντας τον Θεό.
Ευλογίου του πρεσβυτέρου
Κάποιος Ευλόγιος ήταν ασκητής μεγάλος και πρεσβύτερος, έχοντας διατελέσει μαθητής του μακαρίου Αρ¬χιεπισκόπου Ιωάννη. Έτρωγε κάθε δυο μέρες, πολλές φο¬ρές δε, τραβούσε και όλη την εβδομάδα, ψωμί μονάχα και αλάτι τρώγοντας. Και οι άνθρωποι τον δόξαζαν. Πήγε λοιπόν στον Αββά Ιωσήφ, στην Πανεφώ, ελπίζοντας να βρή σ’ αυτόν περισσότερη σκληραγωγία. Ο γέρων τον υ¬ποδέχθηκε μετά χαράς και από ό,τι διέθετε, ήθελε να τον περιποίησή. Και λέγουν οι μαθητές του Ευλογίου : « Ο πρεσβύτερος δεν τρώγει παρά μόνο ψωμί και αλάτι ». Ο δε Αββάς ’Ιωσήφ, σιωπώντας, έτρωγε. Και αφού πέρα¬σαν τρεις μέρες, δεν τους άκουσαν να ψάλλουν η να προσεύχωνται. Γιατί το έργο τους ήταν κρυφό. Και βγήκαν χω¬ρίς να ωφεληθούν. Κατά θεία δε οικονομία, πέφτει κατα¬χνιά, χάνουν τον δρόμο τους και γύρισαν στον γέροντα. Και πριν χτυπήσουν την πόρτα, τους ακούνε να ψάλλουν. Στά¬θηκαν λοιπόν αρκετή ώρα και ύστερα έκρουσαν. Και εκεί¬νοι, σταματώντας την ψαλμωδία, τους δέχθηκαν μετά χα¬ράς. Και επειδή έκανε πολλή ζέστη, έβαλαν οι μαθητές του Ευλογίου νερό στο κανάτι και του έδωσαν. Και το νε¬ρό ήταν ανακατεμένο, θαλασσινό και ποταμίσιο. Έτσι, δεν μπόρεσε να πιή. Και σαν συνήλθε, πρόσπεσε στον γέ¬ροντα, θέλοντας να μάθη τον τρόπο ζωής τους και του είπε : «^Αββά, πώς έτσι ; Την πρώτη φορά δεν ψάλλατε, αλλά υστέρα, αφού εμείς φύγαμε. Και παίρνοντας τώρα το κανάτι, βρήκα το νερό αρμυρό». Του λέγει ο γέρων : « Ο αδελφός δεν είναι καλά στα μυαλά του και κατά λάθος έβαλε και θαλασσινό νερό ». Αλλά ο Ευλόγιος παρακαλούσε τον γέροντα, θέλοντας να μάθη την αλήθεια. Και του λέγει ο γέρων : « ’Εκείνο το μικρό ποτήρι κρασί, της αγάπης ήταν. Και αυτό, το νερό όπου πίνουν πάντα οι α¬δελφοί ». Και του δίδαξε τη διάκριση τω λογισμών. Και του έκοψε όλα τα ανθρώπινα. Έτσι, έγινε συμβιβαστικός. Έτρωγε από όλα όσα του παρέθεταν. Και έμαθε και αυ¬τός στα κρυφά να ασκή την αρετή. Και είπε στον γέροντα : « Αληθινά, το έργο σας είναι σωστό ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 76-79)

ΠΑΝΤΩΝ ΘΛΙΒΟΜΕΝΩΝ Η ΧΑΡΑ... 
Αισθάνομαι πολλές φορές την ανάγκη να μιλήσω για τη Θεοτόκο και τις απέραντες ευεργεσίες της προς εμένα και τους αγαπημένους μου, αλλά πάντα διστάζω! Σκέφτομαι ‘ τί να πω εγώ γι’αυτήν που τη δόξασε η Αγία Τριάδα όσο κανένα ν άνθρωπο, που την υμνούν οι Άγγελοι στον Ουρανό και που όλοι οι Άγιοι την τίμησαν με τη ζωή τους αλλά και πάλι παραδέχονταν πόσο αδύναμοι ήταν να μιλήσουν γι’ αυτήν! Πόσο μάλλον εγώ!’ Μερικές φορές νιώθω ότι είμαστε τα δύο άκρα στην Εκκλησία! Αυτή στο ανώτατο άκρο, εκεί που κανένας άλλος άνθρωπος δεν πρόκειται να φτάσει ποτέ, κι εγώ στο κατώτερο… Εγώ γεμάτος από πάθη και εκείνη γεμάτη από όλες τις αρετές! Νιώθω πως ενώ όλοι οι άγιοι αγάπησαν και επεδίωξαν τις αρετές, στην περίπτωση της Παναγίας οι αρετές την αγάπησαν και μαγνητίστηκαν από αυτήν, γιατί έπαιρναν υπεραξία!
Παρ’όλα αυτά ένιωθα ότι η αγκαλιά της που χώρεσε τον Αχώρητο Υιό του Θεού μπορούσε να χωρέσει ακόμα και τον τελευταίο εν μετανοία αμαρτωλό! Όταν επέστρεψα στο Χριστό και άκουσα για πρώτη φορά τον Παρακλητικό της στο ναό, νόμισα ότι ήμουν στον Παράδεισο και όχι στη γη! Και ακόμη και σήμερα μετράω τις μέρες να έρθει η Τετάρτη να γεμίσει η καρδιά μου χαρά από αυτήν που γέννησε της Χαράς τον αίτιον! Όσο πιο πολύ αγαπούσα το Χριστό τόσο πιο πολύ αγαπούσα και εκείνη! Σε κάθε μου βήμα την ένιωθα αρωγό, διακριτική και σταθερή!
Αισθάνομαι όμως ότι αυτή τη στιγμή δεν πρέπει να μιλήσω για άλλες ευεργεσίες της παρά μόνο για την ακόλουθη! Αν είχα πάντα ένα φόβο μέσα μου ήταν να μην πάθει κάτι η γυναίκα μου! Έλεγα θυμάμαι ‘ Χριστέ μου ό,τι θες να πάθω εγώ για την Αγάπη Σου, αλλά όχι η γυναίκα μου! Αρκετά έχει πάθει από μένα!’ Ένιωθα όμως ότι η Αγάπη του Χριστού δε θα με άφηνε να ζω με αυτό το φόβο! Όταν η γυναίκα μου έπαθε κατάθλιψη σοβαρής μορφής, εγώ ήμουν σε κατάσταση πνευματικής ραθυμίας και ξηρασίας και άργησα να συνειδητοποιήσω το μέγεθος του προβλήματος! Όταν επιτέλους το κατάλαβα έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου και αμέσως θυμάμαι πήγα στην εικόνα της Παναγίας και είπα ‘ Παναγίτσα μου βοήθησε με! Τί να κάνω; Τα έχω τελείως χαμένα!’ Όταν σηκώθηκα ήξερα ακριβώς τί έπρεπε να κάνω! Μου τα είχε βάλει μέσα μου η Θεοτόκος με το δικό της τρόπο! Πολλά μου είπε μα μόνο αυτό μπορώ να πω… ‘ Να της διαβάζεις κάθε μέρα τον Παρακλητικό μου και να της κρατάς σφιχτά το χέρι! Θα τα αφήσεις όλα και θα κάνεις ό,τι σου ζητάει, σαν να μην υπάρχει άλλος άνθρωπος για σένα!’ Όμως ένιωθα ακόμη πολύ αδύναμος και φοβισμένος! Όταν ξεκίνησα την πρώτη μέρα να διαβάζω τον Παρακλητικό, από την πρώτη σελίδα άρχισα να κλαίω με λυγμούς και ένιωθα την κάθε λέξη του πόσο μεγάλη δύναμη είχε!
Ένιωθα σαν να είχε γραφτεί αποκλειστικά για μένα και τη γυναίκα μου! Και η απόγνωση μου έγινε ελπίδα, η αδυναμία μου δύναμη και ο φόβος μου πίστη! Η γυναίκα μου κάθε μέρα έκανε υπερπροσπάθεια να σηκωθεί από το κρεβάτι και ακόμα να πιεί ένα ποτήρι νερό! Γουλιά γουλιά το κατεβάζαμε μαζί, με προσευχή! Το πρώτο πράγμα που μου έλεγε όταν ξυπνούσε ήταν ‘ θέλω να μου διαβάσεις τον Παρακλητικό της Παναγίας μας και να μου κρατάς το χέρι!’ Έτσι μέρα μέρα θρέφαμε την ψυχή μας με την Παράκληση! Και η Παναγία μας, μαζί με τον πνευματικό μας και τα αδέρφια μας, τα έφερε όλα δεξιά και ξεπεράσαμε το σκόπελο μέσα στην αγκαλιά της! Και βγήκαμε μέσα από αυτό πιο ενωμένοι και αγαπημένοι από ποτέ!
Κι αν τα λέω αυτά τώρα δεν είναι γιατί τα έχει ανάγκη η Παναγία μας! Όλοι ξέρουμε ποια είναι! Αλλά για να υπενθυμίσω σε όλους μας που θλιβόμαστε κρυφά ή φανερά ότι υπάρχει μεγάλη παρηγοριά όσο είμαστε κοντά στην Παναγία μας, στην πάντων θλιβομένων τη χαρά! Ας μη φοβόμαστε τίποτα! Όλα θα πάνε καλά!

katafigioti

lifecoaching