128. «εις σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ. β' 34).
Το δεύτερο δυναμικό στοιχείο του προφητικού μηνύματος του Συμεών για τον Ιησού είναι ο αμφιλεγόμενος χαρακτήρας της μορφής του. Η Θεοτόκος προειδοποιείται, ότι για τον Ιησού δεν θ’ ακούση μόνο ωραία και ευχάριστα σχόλια, μόνον επαίνους και εγκώμια. Πρέπει να γνωρίζη ότι θ’ ακούση και τα εντελώς αντίθετα. Και πραγματικά η Θεοτόκος αργότερα άκουσε ή πληροφορήθηκε το τί έλεγαν οι εχθροί του για τον Ιησού π.χ. ότι είναι «άνθρωπος φάγος (= καλοφαγάς) και οινοπότης (= πίνει πολύ κρασί), τελωνών φίλος και αμαρτωλών» (Ματθ. ια' 19) · ότι «εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» (Ματθ. θ' 34) · «ότι εξέστη» (= τρελλάθηκε, Μαρκ. γ' 21) κλπ. Για τις περιπτώσεις αυτές ο Ιησούς είπε «Μακάριος εστίν ός εάν μή σκανδαλισθή εν’ εμοί» (Ματθ. ια' 6).
Η Θεοτόκος ήταν η πρώτη ανάμεσα σ’ αυτούς που έμειναν ακλόνητα πιστοί στον Ιησού. Από τη Φάτνη ως το Σταυρό, η Θεομήτωρ παρέμεινε πιστή στον Κύριο. Κανείς άλλος δεν ήταν τόσο κοντά του, ώστε να ζήση όλες τις αμφισβητήσεις γύρω από το πρόσωπο του κι’ όλες τις βλαστήμιες εναντίον Του παρά μόνο η Παναγία μητέρα Του. Και όμως κανείς άλλος δεν έδειξε τόση ακλόνητη πίστι στο πρόσωπο και την αποστολή του Χριστού όσο η Θεοτόκος. Λένε ότι πίσω από κάθε μεγάλο άνδρα υπάρχει η μορφή μιας μεγάλης μητέρας. Στην περίπτωσι του Ιησού, έχομε την Παναγία. Αυτή όχι μόνο τον γέννησε, αλλ’ έγινε το στήριγμα του, η ενίσχυσις του, το θάρρος του, η προστατευτική σκιά του. Μπορούμε να πούμε πώς σ’ όλη την περίοδο της αποδοκιμασίας του Ιησού από τους Ιουδαίους μόνο μια ψυχή έμεινε πιστή σ’ Αυτόν: Η Μητέρα Του! Ενώ η θύελλα της τρίχρονης σκληρής πάλης του Χριστού με το σκοτάδι της απιστίας εμαίνετο, μέσα στο άδυτο της θεομητορικής υπάρξεως έκαιγε άσβηστο το καντήλι της πίστεως σ’ Εκείνον! Η Θεοτόκος, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της αμφισβητήσεως και της αποδοκιμασίας ήταν όχι μόνον η προτύπωσις της Εκκλησίας, αλλά και ο μοναδικός εκπρόσωπος της !
Είναι εύκολο να είσαι με τον Ιησού, όταν όλοι γύρω σου φωνάζουν «ευλογημένος ο Ερχόμενος...» (Ίω. ιβ' 13). Το δύσκολο είναι να είσαι με τον Χριστό, όταν οι πολλοί γύρω σου τον αμφισβητούν ή τον αποδοκιμάζουν. Μια μεγάλη ψυχή, ο Ντοστογιέφσκι, είπε για την περίπτωσι αυτή: «Αν όλος ο κόσμος πάη από το ένα μέρος και ο Ιησούς από το άλλο, εγώ θα πάω με το μέρος του Χριστού»! Μεγάλος λόγος που προϋποθέτει την πίστι της Θεοτόκου...
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 159)
Από το Βίο του….
«Ασχολούμενος με το διακόνημα του κελλαρίτη ο Αρσένιος, μία ημέρα έπλυνε σιτάρι με νερό και το άπλωσε στον πρόναο, αφού άφησε ανοικτή μία από τις θύρες για ν’ αερίζεται. Κουρούνες που επέταξαν μέσα, κατέφαγαν, όσο μπορούσαν, το σιτάρι κι’ εφώναζαν από χαρά. Όταν λοιπόν άκουσε τις φωνές ο Αρσένιος, έτρεξε αμέσως και ευρήκε αυτές μεν με τα στόματα γεμάτα σιτάρι, το δε σιτάρι σκορπισμένο εδώ κι εκεί. Καθώς λοιπόν είδε τούτο, έκλεισε την θύρα γεμάτος θυμό εναντίον των πτηνών και τις έρριψε όλες στο έδαφος συντρίβοντάς τις με κοντάρι. Σαν να είχε κάμει μάλιστα μεγάλο κατόρθωμα ανήγγειλε το γεγονός στον μακάριο Συμεών. Αυτός δε, προφασισμένος ότι ενέκρινε την πράξη, λέγει· «ας πάμε, να ιδώ και εγώ πόσο καλά έκανες που τις σκότωσες». Καθώς λοιπόν επήγε ο άγιος και είδε τα πτηνά να είναι στρωμένα στο έδαφος νεκρά, σκυθρώπασε από λύπη για τον παράλογο θυμό τούτου και προσκαλώντας έναν από τους υφισταμένους του πρόσταζε να φέρει σχοινί, να δεθούν όλες οι κουρούνες και να κρεμασθούν στον τράχηλο του Αρσενίου. Καθώς δε το πρόσταγμα εκτελέσθηκε γρηγορότερα από λόγο, διατάσσει να σύρουν τούτον και να τον περιφέρουν στο μοναστήρι, για να θεατρίζεται στο μέσο των μοναχών. Αυτός δε υπέμεινε την αισχύνη της πράξεως με τόσο καταβεβλημένο φρόνημα, ώστε να χύνει ποταμούς δακρύων και ν’ αποκαλεί τον εαυτό του φονέα» (εκδ.ΕΠΕ τ.19Α, σελ.113-115).
«(συμβουλεύει νέο Ηγούμενο). Αν δε καμμία φορά χρειασθεί να κινηθείς και κατά των ατάκτων σε εύλογο θυμό με παιδευτική ράβδο, για να ανακόψεις κάπως το κακό και αναστείλεις φαύλη συνήθεια, ούτε αυτό δεν είναι ξένο προς την Eκκλησία των πιστών· διότι κάθε πράξη μας που αναστέλλει την κακία και βοηθάει την δικαιοσύνη και αρετή είναι επαινετή και θεάρεστη» (τ.19Α, σ.139).
«Να μη καταφρονήσεις ένα δήθεν μικρό πράγμα που έγινε προς εξύβριση του ευαγγελικού βίου και της μοναχικής καταστάσεως, με προσποίηση πραότητος για έπαινο των ανθρώπων, αλλά, μιμούμενος τον Χριστό και Θεό αγανακτώντας και ταρασσόμενος απαθώς, να εκδικείσαι τις εντολές του Θεού» (τ.19Α, σ.141).
«Πρέπει όλους τους λογισμούς που μας έρχονται να τους εξετάζομε με προσοχή και να τους αντιπαραβάλλουμε με τις μαρτυρίες από τις θεόπνευστες Γραφές και από την διδασκαλία των πνευματικών και άγιων πατέρων, και εάν τους ευρίσκομε να συμφωνούν με αυτές και να είναι ισοδύναμοι, να τους κρατάμε με κάθε δύναμη και να φιλοδοξούμε να τους κάνουμε έργο. Εάν όμως τους ευρίσκομε να μη συμφωνούν με το λόγο της αληθείας, να τους διώχνομε από μέσα μας με πολλή οργή, σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί «να οργίζεσθε και να μη αμαρτάνετε». Διότι, σαν μόλυσμα και κεντρί του θανάτου, έτσι πρέπει ν’ αποφεύγομε την προσβολή που γίνεται μέσα μας από τους εμπαθείς λογισμούς» (19Γ 357-359)
«Να μη φέρεσαι με θυμό και οργή και κραυγή εναντίον των τέκνων και αδελφών σου χωρίς αιτία που προκαλεί κίνδυνο στην ψυχή, αλλά να τους διδάξεις με ήπιο λόγο και ομιλία, πώς πρέπει να περπατεί ο καθένας τους και να συναναστρέφεται μέσα στην αδελφότητα» (τ.19Δ, σ.201).
«Εάν χρειασθεί ποτέ ν’ αντιμετωπίσεις από εύλογο θυμό με ράβδο και βακτηρία τους άτακτους, για να κάνεις κάποια ανακοπή του κακού και ν’ αναστείλεις λοιμώδη φθορά σ’ αυτούς, ώστε να μην επεκταθούν προς το χειρότερο τα της φαύλης εργασίας και διαθέσεως, ούτε αυτό κρίθηκε ασύμφωνο από τους αποστόλους στις διατάξεις τους και από τους θεοφόρους πατέρες μας. Διότι κάθε κίνηση και κάθε πράξη μας, που περιορίζει και απομακρύνει την κακία και βοηθάει τη δικαιοσύνη και την αρετή, είναι επαινετή και θεάρεστη και ευπρόσδεκτη από όλους τους δικαίους. Και μάρτυρας είναι ο Ιησούς, που χτύπησε με φραγγέλιο τους σκληρούς Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν μεταβάλει σε οίκο εμπορίου τον οίκο προσευχής, και ανέτρεψε τις τράπεζες των χρηματιστών. Μην αδιαφορήσεις λοιπόν και για ασήμαντο πράγμα, που έγινε παρά την εντολή του Θεού προς καταστροφή των αποστολικών κανόνων και διατάξεων και ύβρη του ευαγγελικού βίου και της τάξεως των μοναχών, με πρόφαση πραότητας και με σκοπό τον έπαινο μόνο από τους ανθρώπους, αλλά μιμούμενος τον δικό σου Ιησού και Θεό, επιτιμώντας με αυστηρότητα και εκταράσσοντας τον εαυτό σου χωρίς πάθος, κάνε εκδίκηση των εντολών του Θεού και των θεσμοθετημένων κανόνων υπό των αποστόλων του» (τ.19Δ, σελ.201-203).
«Ποιο επίσης είναι το όφελος της νηστείας, πες μου, εάν δεν συνοδεύεται από πραότητα;… εκείνος που ανέχεται με μακροθυμία εκείνον που βλασφημεί προς το Θεό, αμαρτάνει μαζί με τον βλάσφημο σαν να συνευχαριστιέται και να συναποδέχεται αυτόν με τη νομιζόμενη μακροθυμία» (τ.19Δ, σ.349).
«Ποιος λοιπόν που πενθεί καθημερινά θα συνεχίσει να ζει οργιζόμενος και δεν θα γίνει πράος; Διότι, όπως ακριβώς η φλόγα της φωτιάς σβήνει από το νερό, έτσι και ο θυμός της ψυχής σβήνει από το πένθος και τα δάκρυα· και σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε, αν περάσει κανείς πολύ χρόνο σ’ αυτή την κατάσταση, να μετατεθεί το θυμικό της ψυχής του και να περιέλθει σε ακινησία» (τ.19Δ, σ.443).
ΠΡΟΣΘΗΚΗ (τα παρακάτω, υπάρχουν και στο θέμα «Αγάπη». Παρατίθενται και εδώ διότι σχετίζονται άμεσα και με το θέμα «Θυμός»):
«Όταν κάποτε τελείωσε η πρωινή δοξολογία καθώς άρχισε κατά την συνήθειά του ο μακάριος να κατηχή τους μαθητάς και σύμφωνα με την παραίνεσι του αποστόλου να νουθετή, να ελέγχη, να παρηγορή, ξαφνικά κάπου τριάντα από τους μοναχούς διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά τους, όπως παλαιά οι γύρω από τον Άννα και Καϊάφα, κινήθησαν με άναρθρες κραυγές και φονικές διαθέσεις, διετάραξαν όλη την εκκλησία, και εσήκωσαν αυθαδώς τα άνομα χέρια τους κατά του πατρός των, για να τον συλλάβουν και τον διασπαράξουν σαν θηρία. Αυτός δε, μόλις είδε την αλλαγή των και την αποξένωσί τους από τον διδάσκαλο και πατέρα τους, έδεσε τα χέρια του και εσήκωσε την σκέψι τoυ προς τον ουρανό· με αυτόν τον τρόπο έμεινε επί τόπου ακίνητος χαμογελώντας και ατενίζοντας χαρούμενα προς τους μιαρούς. Καθώς δε ώρμησαν εναντίον του και με τις άναρθρες κραυγές και βλασφημίες επέδειξαν μανία και αναίδεια σκύλων που υλακτούσαν, εμποδίσθηκαν άνωθεν να επιβάλουν επάνω του τα άνομα χέρια διότι η χάρις που ενοικούσε στον Συμεών τους εκρατούσε μακριά και τους απέπεμπε. Απορώντας δε τι να πράξουν, εξέρχονται τρέχοντος από την εκκλησία και, αφού έσπασαν τα κλείθρα της πύλης του μοναστηριού, εγκαταλείποντας μόνον τον μακάριο μαζί μ’ εκείνους που εζούσαν μ’ ευλαβική διαγωγή. Καθώς δε επέρασαν άοπλοι την πρώτη πύλη της μεγάλης του Θεού Εκκλησίας και άρχισαν να ενοχλούν με τις κραυγές τον αρχιερέα —που ήταν ο Σισίννιος— από κάτω, τους εκάλεσε ο πατριάρχης και, αφού έμαθε την αιτία της ταραχής και την εκ μέρους των ραδιουργία κατά του αγίου, τους απέδωσε δεινή μανία, και εκάλεσε την επομένη ημέρα τον άγιο. Όταν λοιπόν ο μακάριος εισήλθε με σεμνό ήθος και ιλαρό παρουσιαστικό προς αυτόν, ο πατριάρχης ερωτά για την αιτία της εναντίον του μανίας των μοναχών. Όταν δε εκείνος διηγήθηκε με τον νόστιμο χαριτωμένο λόγο όλα τα σχετικά προς την συνηθισμένη ομιλία και κατήχησι και έπειτα, τα της αναιδείας και της φονικής εξορμήσεώς των, και πώς έφυγαν συντρίβοντας τα κλείθρα και τους μοχλούς των πυλών, ο πατριάρχης εξεπλάγη και αντιλαμβανόμενος τον φθόνο και την μανία των ασυνέτων, καταλήφθηκε από δίκαιο θυμό και τους κατεδίκασε όλους σε εξορία. Εάν βέβαια ήταν κάποιος άλλος αυτός που έπαθε αυτά από εκείνους, δεν θα ικανοποιώταν από την απόφασι; Δεν θα ευφραινόταν κατά τον βιβλικό λόγο, όταν είδε τέτοια καταδίκη; Δεν συνέβηκε όμως αυτό στον καλό ποιμένα και ακριβέστατο μιμητή του πρώτου ποιμένος. Όταν δηλαδή είδε τους φύλακες έτοιμους να συλλάβουν τους αποστάτες, πίπτει πρηνής και εγγίζει τα πατριαρχικά εκείνα πόδια ο ηγούμενος με την ευαίσθητη ψυχή, την οποία προσφέρει υπέρ των προβάτων του, και με θρήνους ζητεί συγγνώμην. Ο πατριάρχης κάμπτεται με δυσκολία και λόγω των παρακλήσεων ανακαλεί την απόφασι περί εξορίας, δεν τους επιτρέπει όμως να εισέλθουν πάλι στην μονή. Αμέσως λοιπόν απελαύνονται όλοι από την εκκλησία και γεμάτοι μανία σκορπίζονται ακολουθώντας ο καθένας το θέλημά του. Άλλοι κατατάχθηκαν ανάμεσα στα κατηχουμενεία των εκκλησιών, άλλοι ερρίφθηκαν σε άλλες μονές, όσοι δε ανήκαν στην κατώτερη και ευτελέστερη μοίρα διασκορπίσθηκαν όπου έτυχε ο καθένας, εδώ κι εκεί. Τι έπραξε λοιπόν ο ποιμήν ο καλός; Eπιστρέφει μόνος του στο μοναστήρι, σπαρασσόμενος εσωτερικά για την στέρησι των προβάτων του Χριστού και χύνοντας άφθονα δάκρυα. Και, παρακαλώ, παρατηρήσατε ακεραιότητα άγιας ψυχής και ανεξικακία δικαίου ανδρός. Eπειδή δεν υπέφερε να βλέπη αδειανή την αυλή των προβάτων, τι κάμνει ο καθ’ όλα σοφός και γενναίος, για να συμφιλιώση το ποίμνιο προς τον εαυτό του και τον Θεό και να το συναθροίση κοντά του; Ερευνά για τους τόπους της πόλεως όπου εζούσε ο καθένας τους κατά την θέλησί του. Όταν τους έμαθε, στέλλει στον καθένα τα απαιτούμενα για την συντήρησί του, συνοδεύοντας την προσφορά με παρηγορητικούς λόγους που εμάλασσαν την καρδιά τους. Καθώς αυτό εγινόταν επί πολλές ημέρες και ο πραγματικά καλός ποιμήν ερχόμενος με ταπεινή εμφάνισι, εκαθόταν μαζί με τον καθένα τους, τους απηύθυνε λόγια αγάπης και εζητούσε την επιστροφή τους μαζί με την συγγνώμη, σαν να τους είχε αδικήσει μάλλον παρά να είχε αδικηθή από αυτούς· με διδακτικούς λόγους εμαλάκωσε την στυγνότητα και σκληρότητα της καρδιάς τους. Έτσι σε σύντομο χρόνο τους συνάθροισε όλους ο καλός ποιμήν, που εισήλθε στην αυλή των προβάτων δια της θύρας του Ιησού και δεν ανέβηκε σ’ αυτήν από άλλο σημείο, και εγέμισε πάλι την αυλή του με τα ήμερα πρόβατα που προ ολίγου είχαν αγριεύσει» (τ.19Α, σελ.97-101).
«άλλοτε μεν τον έπλυναν με ύβρεις και λοιδορίες και τον ονείδιζαν πικρά, μερικές φορές εσήκωναν και χέρια επάνω του, αν και ήταν γέρων και αδύνατος ήδη, και τον έρριπταν κατά γης (ώ, πόση ανοχή και πόση άφατη μακροθυμία έχεις, Χριστέ) με φονικό χέρι, άλλοτε δε ελιθοβολούσαν τον δίκαιο. Ένας από αυτούς μάλιστα κάποια φορά έλαβε λίθο, όσον μεγάλο μπορούσε να χωρέσει το χέρι του, και τον πετά δυνατά προς τον τόπο, όπου συνήθιζε να κάθεται ο άγιος και να γράφη τα λόγια της θείας χάριτος. Ο λίθος, αφού συνέτριψε το υαλωτό, διέρχεται κατά του μήνιγγος του αγίου, και πέφτει αντίκρυ από την όψι του και με μόνο το ορμητικό κτύπημα εγέμισε ζάλη το σεβαστό κεφάλι του· αν είχε κτυπήσει σ’ αυτό κατά την φορά του, τίποτε δεν θα εμπόδιζε να στείλη τον άγιο την ίδια στιγμή στον θάνατο. Τι πράττει λοιπόν τότε ο μιμητής του ειπόντος, «να μη ανταποδώσης κακό για κακό»; Αντάμειψε με αγαθά τόσο αυτόν όσο και όλους τους άλλους που τον κακοποιούσαν· γι’ αυτό φωνάζει με γαλήνια λαλιά τον μαθητή του Συμεών και λέγει· «βλέπεις την εναντίον μας απειλή, αδελφέ;» και του υπέδειξε τον λίθο. «Αλλά πήγαινε και σβήσε τον εναντίον μας θυμό του ανθρώπου με το έλεος της φιλανθρωπίας, χορηγώντας σ’ αυτόν αφθόνως τα αναγκαία για την θεραπεία από το υστέρημά μας» (τ.19Α, σ.231).
«Άλλο είναι το να μην αγανακτούμε γι’ ατιμίες και ύβρεις, για πειρασμούς και θλίψεις, και άλλο το να ευχαριστούμαστε γι’ αυτά και να ευχόμαστε υπέρ εκείνων που το προκαλούν σ’ εμάς· άλλο είναι το να τους αγαπούμε από ψυχή και άλλο υπεράνω αυτού το να αποτυπώνωμε νοερώς το πρόσωπο του καθενός από αυτούς και να τους καταφιλούμε απαθώς ως γνησίους φίλους με δάκρυα ειλικρινούς αγάπης, οπότε φυσικά δεν ευρίσκεται καθόλου ούτε ίχνος αηδίας στην ψυχή. Ανώτερο δε από αυτά που αναφέραμε είναι, όταν ακόμη και στον καιρό των πειρασμών έχει κανείς ίση και όμοια αναλλοιώτως διάθεσι προς εκείνους που τον λοιδορούν κατά πρόσωπο και τον διαβάλλουν, τον κατακρίνουν και τον καταδικάζουν, τον υβρίζουν και τον εμπτύουν, αλλ’ επίσης και προς εκείνους που εξωτερικά τηρούν το πρόσχημα φιλίας, κρυφά δε διαπράττουν τα όμοια χωρίς να διαφεύγουν την προσοχή· ασυγκρίτως δε ανώτερο τούτων πάλι θεωρώ ότι είναι το να λησμονήση κανείς τελείως όσα έχει υποφέρει και να μη τα θυμάται, είτε παρόντες είτε απόντες είναι αυτοί που τον έθλιψαν, να προσδέχεται δε και αυτούς ομοίως με τους φίλους στις συναναστροφές και συνεστιάσεις χωρίς ανάμνηση των συμβάντων» (τ.19Α, σ.451).
«Εάν σε υβρίσει κανείς δικαίως ή αδίκως ή σε κακολογήσει ή σε διαβάλλει, και δεν υποφέρεις με πραότητα την ατιμία, ή όταν λυπηθείς και δαγκωθείς στην καρδιά, δεν βαστάξεις και δεν χαλιναγωγήσεις τις κινήσεις της ψυχής σου, αλλά υβρίσεις αυτόν που σε ύβρισε ή τον κακολογήσεις ή πράξεις κάτι ενάντιο σ’ αυτόν, ή πάλι δεν κάνεις τίποτε από αυτά σ’ εκείνον, αλλά φύγεις έχοντας στην καρδιά σου μίσος εναντίον του και δεν τον συγχωρήσεις με όλη την ψυχή σου και δεν προσευχηθείς γι’ αυτόν από την καρδιά σου, να, εστρατεύθηκες κατά του Χριστού, ενεργώντας αντίθετα από τα προστάγματά του, κι έγινες πολέμιός του, έχασες επίσης και την ψυχή σου, επισφραγίζοντας και επικυρώνοντας τις προϋπάρχουσες αμαρτίες σου και καθιστώντας τις ανεξάλειπτες. Εάν πάλι κάποιος σε ραπίσει στο δεξί σαγόνι κι έπειτα δεν του στρέψεις και το άλλο, αλλά μάλλον τον κτυπήσεις κι εσύ, έγινες στρατιώτης και βοηθός του αντικειμένου Σατανά κι εκτύπησες όχι μόνο τον αδελφό, αλλά δι’ αυτού κι αυτόν που σου είπε να μη κτυπήσεις, αλλά να στρέψεις μάλλον και το άλλο σαγόνι σ’ αυτόν. Και εάν κάποιος σου αφαιρέσει χρυσό ή κάτι άλλο λαθραία ή φανερά, δανειζόμενος τυχόν ή αρπάζοντάς το, έπειτα δεν θελήσει να σου το δώσει, κακοπραγώντας ή εξ αιτίας φτώχειας, κι εσύ δεν το υποφέρεις με ευχαρίστηση και αμνησικακία, αλλά σύρεις εκείνον που το άρπαξε στα δικαστήρια και μισθώσεις συνηγόρους, ζητώντας βοήθεια από τους ανθρώπους, και παρουσιάζεσαι στο δικαστήριο στενοχωρούμενος, λυπούμενος, οδηγώντας και σύροντας τον αδελφό σε δίκη, χρησιμοποιώντας όρκους και ψευδορκίες και αναγκάζοντάς τον να ορκίζεται και να επιορκεί και να ψεύδεται, πράγμα που είναι χειρότερο όλων των άλλων, και μαζί μ’ αυτά τον παραδώσεις στις φυλακές και ενεργείς και πράττεις τα πάντα, ώστε να λάβεις όσα σου χρωστάει, πώς δεν είσαι φανερώς πολέμιος και του εαυτού σου;» (τ.19Γ, σ.219).
«Πώς όσα αφάνισες παλιά, ζουν πάλι σ’ εμένα και με γεμίζουν, Θεέ μου, από σκοτάδι και θλίψη; Πάθη έξαψης και οργής που μου ανεβάζουν ένα θόλωμα μέσα μου κι αχλύ στην κεφαλή μου και ανάπηρα μου αφήνουν της ψυχής τα μάτια» (19Ε, 121, στίχ. 1-5)
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς (†14 Ιουνίου)
Ο όσιος και θεοφόρος πατήρ Ιουστίνος ο νέος, από το μοναστήρι Τσέλι (Μονή των Αγίων Αρχαγγέλων) γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1894, ξημερώματα του Ευαγγελισμού στην πόλη Βράνια της νοτίου Σερβίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σπυρίδων, γνωστός ως π. Αλέξιος, και η μητέρα του Αναστασία. Κατά την βάπτιση έλαβε το όνομα Μπλάγκογιε (Ευάγγελος). Η οικογένεια του πατέρα του ήταν εκ παραδόσεως ιερατική και είχε δώσει στην ορθόδοξη Εκκλησία τουλάχιστον επτά ιερωμένους. Αυτό εξάλλου φανερώνει και το επώνυμο Πόποβιτς (= Παπαδόπουλος). Από μικρό παιδάκι ακόμα, συχνά επισκεπτόταν με τους γονείς του τον άγιο Πρόχορο τον Θαυματουργό στην κοντινή Μονή Πσινίσκι όπου και είδε με τα μάτια του την θεραπεία της μητέρας του από βαριά ασθένεια το έτος 1929. Από την ευσεβή μητέρα του διδάχθηκε την ευαγγελική ευσέβεια, την προσευχή και τη νηστεία.
Μια δεύτερη πηγή ευλάβειας για τον μικρό Ευάγγελο ήταν η ανάγνωση του Ευαγγελίου από τα δεκατέσσερά του χρόνια μα και η ασκητική βίωσή του μέχρι το τέλος του. Από τότε έβαλε κανόνα στον εαυτό του να μελετά καθημερινά 3 κεφάλαια από την Κ. Διαθήκη, κάτι που φύλαξε μέχρι τέλους της ζωής του. Από την νεανική του ηλικία έθεσε στον εαυτό του το ερώτημα πώς θα αποκτήσει την αιώνια ζωή. Αυξήθηκε πνευματικά, έζησε και ανέπνευσε στην ατμόσφαιρα της Αγίας Γραφής.
Τρίτη πηγή θείας έμπνευσης έγινε γι’ αυτόν η ανάγνωση των Συναξαρίων και αργότερα των έργων των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Οι άγιοι του Θεού, που είναι η ζώσα ομοίωση του Χριστού, ήταν μόνιμοι και καθημερινοί οδηγοί και δάσκαλοί του. Γι’ αυτό και σημείωνε: «Και οι σημερινοί χριστιανοί μπορούν να είναι αληθινοί χριστιανοί μόνο εάν οδηγούνται ημέρα με την ημέρα από τους αγίους του Θεού». Ιδιαίτερα αγαπούσε τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο στον οποίο με παιδική ειλικρίνεια και γλυκύτητα προσευχόταν διαρκώς. Ήταν όλος παραδομένος στον Θεάνθρωπο Χριστό, έχοντας ως ασφαλείς ποδηγέτες τους αγίους Πατέρες, τους αγίους του Θεού, που αργότερα συνέγραψε και μετέφρασε τους βίους, τους αγώνες και την θεόσδοτη ορθόδοξη φιλοσοφία και θεολογία τους.
Όταν τελείωσε τις 4 τάξεις του δημοτικού το 1905 με άριστα, πήγε στην εννεατάξια θεολογία του αγίου Σάββα στο Βελιγράδι με εξετάσεις τις οποίες πέρασε με άριστα όπως άριστη υπήρξε και η φοίτησή του. Αξιώθηκε να έχει ως δάσκαλό του τον φωτισμένο άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του ενδιαφέρεται για τα προβλήματα της παγκόσμιας βιβλιογραφίας και φιλοσοφίας ιδιαίτερα δε μελετά τα έργα του Ντοστογιέφσκυ όπου και διαπίστωσε την μηδαμινότητα και την εγωπάθεια της ανθρώπινης σοφίας χωρίς τον Χριστό. Άναψε διάπυρη αγάπη προς τον Κύριο η οποία πυρπολούσε την καρδιά του παραμένοντας άσβεστη μέχρι την τελευταία του αναπνοή.
Τελείωσε την Σχολή στα 1914 μα τον πρόλαβε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και στρατεύτηκε ως νοσοκόμος. Ακολουθώντας την τύχη του σέρβικου στρατού, πήρε το δρόμο της εξορίας μέσα από τα βουνά της Αλβανίας προς την Κέρκυρα. Καθ’ οδόν ένοιωσε πλέον έτοιμος να αφιερώσει την ζωή του στο Χριστό και με την ευλογία του Μητροπολίτου Βελιγραδίου Δημητρίου έλαβε στην Σκάνδρα το μοναχικό σχήμα την 1η Ιανουαρίου του 1916 και πήρε το όνομα του αγίου μάρτυρος και φιλοσόφου Ιουστίνου.
Από την Κέρκυρα, μετά από ενέργειες του Μητροπολίτου Δημητρίου, φεύγει με μια ομάδα φωτισμένων θεολόγων για θεολογικές σπουδές στην Αγία Πετρούπολη. Σύντομα όμως, λόγω των πολιτικών εξελίξεων στην Ρωσία, αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει και να μεταβεί στην Οξφόρδη. Εκεί έμεινε δύο χρόνια ετοιμάζοντας την διδακτορική του εργασία με θέμα «Η φιλοσοφία και η θρησκεία του Φ.Μ. Ντοστογιέβσκυ». Η εμμονή του στην κριτική του δυτικού Χριστιανισμού και στην υπεράσπιση του Ντοστογιέβσκυ του κόστισε την απόρριψη της διατριβής. Στο τελευταίο κεφάλαιο της διατριβής του εμφάνισε οξύτατη κριτική στη ρηχότητα και την υποκρισία του δυτικού ανθρωποκεντρισμού και ουμανισμού ιδιαίτερα του ρωμαιοκαθολικισμού. Έτσι το 1919, όταν, μετά το τέλος του πολέμου, γύρισε στην πατρίδα του τοποθετήθηκε ως καθηγητής θεολογίας στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι. Σύντομα με ευλογία του Πατριάρχη Σερβίας κατευθύνεται στην ορθόδοξη Ελλάδα «για να γίνει περισσότερο ορθόδοξος» όπως έλεγε ο Πατριάρχης. Στην Αθήνα, αφού παρέμεινε από το 1919 έως το Μάϊο του 1921, παίρνει το διδακτορικό του δίπλωμα στην Πατρολογία το 1926 με θέμα «Το πρόβλημα του προσώπου και της γνώσεως στον Άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο». Η διετής παραμονή του στην Ελλάδα ήταν γεγονός μεγάλης σπουδαιότητας και ωφέλειας και για τον ίδιο αλλά και για το μετέπειτα έργο του στις Εκκλησίες στη Σερβία. Γνώρισε από κοντά την αιωνόβια ευσέβεια και τη δραστήρια εκκλησιαστική ζωή του ελληνικού λαού γι’ αυτό τόνιζε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του προς τους Σέρβους: «Τα αδέλφια μας, τους Έλληνες, πάντοτε να τους αγαπάτε σαν τους δικούς σας πνευματικούς γονείς και αναδόχους και ως παντοτινούς δασκάλους στην πίστη, την ευσέβεια και την εκκλησιαστικότητα».
Γνώριζε πολύ καλά την παλαιοσλαβική, την αρχαιοελληνική, την λατινική, την ρωσική, την νεοελληνική, την αγγλική, την γερμανική και την γαλλική.
Στα επόμενα έτη εργάστηκε στις Εκκλησιαστικές Σχολές του Κάρλοβατς, στο Πριζρέν και του Μοναστηρίου (Βίτολα). Στα 1930-31 η Σερβική Εκκλησία τον έστειλε μαζί με τον Μητροπολίτη Ιωσήφ σε ιεραποστολική αποστολή στην Τσεχοσλοβακία. Εκεί εργάστηκαν επί ένα χρόνο στην διαφώτιση και οργάνωση των ενοριών και του μοναχικού βίου των ορθοδόξων Σλοβάκων στα Καρπάθια οι οποίοι επέστρεφαν και πάλι στην Ορθοδοξία από την Ουνία. Ενώ ακόμη βρισκόταν εκεί, εξελέγη το 1931 επίσκοπος της νεοσυσταθείσης Επισκοπής Καρπαθίας αλλά από ταπείνωση δεν δέχτηκε την θέση εκείνη.
Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής βρέθηκε σε διάφορες μονές και σταδιακά στο Βελιγράδι, μοιραζόμενος την τύχη του λαού του. Με την εγκαθίδρυση της νέας κομμουνιστικής εξουσίας στην Γιουγκοσλαβία το 1945, εκδιώχθηκε από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου μαζί με άλλους 200 καθηγητές. Σύντομα συνελήφθη στην μονή Σούκοβο του Πίροτ στη νότια Σερβία (1946) και φυλακίστηκε. Λίγο έλειψε να εκτελεστεί από το καθεστώς ως «εχθρός του λαού», αλλά σώθηκε την τελευταία στιγμή όταν ο Πατριάρχης Γαβριήλ κατά την επιστροφή του από το Άουσβιτς απαίτησε την αποφυλάκισή του.
Διωγμένος από το Πανεπιστήμιο και δίχως κάποια σύνταξη, στερημένος από τα ανθρώπινα, θρησκευτικά και πολιτικά του δικαιώματα, έζησε ουσιαστικά έγκλειστος στην μικρή γυναικεία μονή των Αρχαγγέλων στο Τσέλι του Βάλιεβο. Ακόμη και εκεί όμως οι πολιτικές αρχές δεν τον άφηναν ήσυχο. Πέρα από την συνεχή και ασφυκτική παρακολούθηση, συχνές ήταν και οι ανακρίσεις στην πολιτική διοίκηση του Βάλιεβο. Σε περιόδους δε κρίσιμων συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου στο Βελιγράδι, του απαγορευόταν οποιαδήποτε έξοδος από την μονή επί μήνες από τον φόβο τυχόν επιρροής του στους επισκόπους. Παρά τις δύσκολες αυτές και οδυνηρές συνθήκες προσευχόταν αδιάλειπτα, επικοινωνούσε με όσους είχαν το θάρρος να τον επισκέπτονται, συνέχιζε το ιεραποστολικό του έργο και έγραφε συνεχώς δίχως να σταματήσει την παράλληλη μελέτη των προσφιλών του Αγίων Πατέρων και των Συναξαρίων.
Λειτουργούσε καθημερινά, νήστευε πλήρως όλες τις Παρασκευές του έτους καθώς και την Α’ Εβδομάδα των Νηστειών και την εβδομάδα των Παθών ενώ έκανε και άλλες νηστείες εκτός από τις διατεταγμένες της Εκκλησίας. Ακολουθώντας πιστά το μακραίωνο μοναστικό τυπικό, τελούσε όλες τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Εκατοντάδες ήταν τα ονόματα που μνημόνευε στην Θεία Λειτουργία, ονόματα που του έδιναν είτε προφορικά είτε μέσω επιστολών.
Παρά τον αυστηρό περιορισμό του από τις πολιτικές αρχές, η φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα και πέρασε τα σύνορα της Σερβίας. Έτσι, τον επισκέπτονταν όχι μονάχα Σέρβοι από διάφορες περιοχές της χώρας αλλά και πολλοί Έλληνες. Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 25 Μαρτίου 1979, ανήμερα του Ευαγγελισμού μα και ημέρα της γεννήσεώς του. Μετά την αγιοποίησή του η μνήμη του εορτάζεται στις 14 Ιουνίου.
(Επιλογή στοιχείων από το βιβλίο του Επισκόπου Αθαν. Γιέβτιτς, "Βίος του Οσίου Πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς", εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Αθήνα 2001)
Η ταλαιπωρία του αρρώστου και η εμπιστοσύνη στον Θεό
-Γέροντα, αν κάποιος έχει μια βαρειά αρρώστια και αποφασίσει
να αφεθεί στον Θεό, θα κάνει καλά;
-Αμα δεν έχει υποχρεώσεις, ό,τι θέλει κάνει.
Αμα όμως έχει υποχρεώσεις, αυτό θα εξαρτηθεί και από τους άλλους.
Και εγώ πήγα στον γιατρό «άκων και μη βουλόμενος»... [...]
Συνήθως λέμε: «Οι άρρωστοι πρώτα να φροντίσουν να βοηθηθούν
ανθρωπίνως και σε ό,τι δεν μπορούν να βοηθηθούν ανθρωπίνως θα βοηθήσει ο Θεός».
Αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι, για να βοηθηθούν ανθρωπίνως οι άνθρωποι
που πάσχουν από κάποια βαρειά αρρώστια, περνούν μεγάλη ταλαιπωρία,
ολόκληρο μαρτύριο. Πρέπει να κάνουν ένα σωρό εξετάσεις, εγχειρήσεις,
μεταγγίσεις, χημειοθεραπείες, ακτινοβολίες. Τρυπήματα για τις μεταγγίσεις,
τρυπήματα για τους ορούς... Να σπάζουν οι φλέβες, να τους βάζουν την τροφή
από την μύτη, να μην μπορούν να κοιμηθούν...
Και όλα αυτά, για να γίνει αυτό που γίνεται ανθρωπίνως.
[...] Γι’ αυτό δεν πρέπει να επαναπαυώμαστε
και να λέμε «εντάξει, αυτός ο άρρωστος έπεσε σε καλούς γιατρούς»,
αλλά να έχουμε υπ’ όψιν ότι, για να βοηθηθεί ο άρρωστος ιατρικά,
πρέπει να περάσει μια ολόκληρη ταλαιπωρία και να προσευχώμαστε με πόνο
να του δίνει ο Χριστός υπομονή. Να φωτίζει τους γιατρούς, γιατί οι γιατροί
μπορεί να κάνουν λάθη, ιδίως αν δεν έχουν ταπείνωση.
[...] Γιατί δεν φθάνει μόνον η επιστήμη.
Χρειάζεται και πίστη και προσευχή. Καμμιά φορά βλέπω και εδώ στο μοναστήρι
τις αδελφές που είναι γιατροί να θέλουν περισσότερο με την επιστήμη τους
να βοηθήσουν τον άρρωστο παρά με την εμπιστοσύνη στον Θεό και με την προσευχή.
Η καρδιακή όμως προσευχή θα τις δώσει ανώτερο ιατρικό πτυχίο,
διότι θα σταματούν την ανθρώπινη επιστήμη. Όταν καλλιεργηθεί η αγάπη
με τον πόνο γενικά για όλους τους ανθρώπους, τότε ενεργούν οι θείες δυνάμεις,
αρκεί να υπάρχη βαθειά ταπείνωση στην ψυχή, για να μην υπερηφανευθεί και αδικήσει
τον Θεό νομίζοντας ότι είναι δικές της αυτές οι δυνάμεις.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο Χριστός μπορεί ακόμη και αυτά που δεν θεραπεύονται
από γιατρούς να τα θεραπεύσει, αλλά πρέπει να υπάρχη σοβαρός λόγος και ο πιστός
να είναι πολύ πιστός και πολύ δοσμένος στον Χριστό.
-Δηλαδή, Γέροντα, όταν οι άνθρωποι υποφέρουν, να μη ζητούν ιατρική βοήθεια;
-Δεν εννοώ αυτό, βρέ παιδί! Δεν λέω «μην του βάζεις λ.χ. οξυγόνο», για να σκάσει
ο άνθρωπος. Θέλω να πώ, τί τραβάει ο άρρωστος, για να βοηθηθεί ανθρωπίνως,
και ότι πρέπει να κάνουμε προσευχή να βοηθάει ο Χριστός τους αρρώστους,
για να μην ταλαιπωρούνται. Αν κάτι είναι σοβαρό, να παρακαλούμε τον Χριστό
να το πάρει με ένα χάδι Του. Γιατί ο Χριστός, λίγο αν χαϊδέψει τους αρρώστους στο χέρι,
φεύγουν όλα και γίνονται καλά! Ούτε φάρμακα χρειάζονται μετά ούτε φαρμάκια.
Κι αν τους χαϊδέψει στο πρόσωπο, είναι ακόμη καλύτερα. Αν τους αγκαλιάσει κιόλας,
θα μαλακώσει και η καρδιά τους! Καταλάβατε; Χρειάζεται όμως μεγάλη πίστη.
Αν δεν έχη πίστη ο ίδιος ο άρρωστος, δεν γίνεται καλά.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 218-220)
«Είσαι τρομερά ευαίσθητος και δεν δέχεσαι να σε προσβάλουν»
Εσύ, μου είπε ο Γέροντας, το μόνο, κακό που έχεις είναι,
ότι είσαι τρομερά ευαίσθητος και δε δέχεσαι να σε προσβάλλουν.
Για το πρώτο, δεν ευθύνεσαι εσύ. Το κληρονόμησες από τον παπα- Γιάννη.
Και η ευαισθησία η μεγάλη, δεν είναι καλή. Καλή είναι για τους άλλους.
Οι οποίοι, συνήθως, την εκμεταλλεύονται. Και μάλιστα, πάρα πολύ άσχημα.
Ενώ για εκείνον που την έχει, είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να φαντασθείς!
Άσε, που αποτελεί και την γενεσιουργό αιτία όλων των ασθενειών.
Γι' αυτό, προσπάθησε να την αποβάλεις. Ή έστω, να την περιορίσεις.
Διαφορετικά θα κάνεις κακό και στον εαυτό σου, αλλά και στην οικογένειά σου.
Πού στο κάτω κάτω, δεν σου χρωστάει και τίποτε, για να την ταλαιπωρείς,
και μάλιστα, χωρίς κανέναν λόγο. Όσον αφορά το δεύτερο, δηλαδή την προσβολή,
αυτή κανείς δεν την ανέχεται με ευχαρίστηση. Πολύ περισσότερο εσύ,
που είσαι υπερήφανος και έχεις την αξίωση από τους άλλους να μη σε προσβάλλουν,
όπως δεν τους προσβάλλεις και εσύ. Όμως, αυτά δεν γίνονται σήμερα.
Και όλοι μας είμαστε θύματα της προσβολής, που μας προκαλούν οι άλλοι.
Δηλαδή, όταν λέμε προσβολή, τι εννοούμε; Εσύ πρέπει να ξέρεις καλύτερα από εμένα,
εκείνη την ηθική μειώση, την ηθική βλάβη ή την αμφισβήτηση του κύρους μας από τρίτους.
Ε, πώς να τους ελέγξεις, παιδί μου, αυτούς τους τρίτους; Ελέγχονται; Ασφαλώς όχι.
Το σωστό και δίκαιο είναι να μην προσβάλλει κανείς κανέναν και να μην προσβάλλεται
από κανέναν. Δύσκολο πολύ. Αλλά, όχι και ακατόρθωτο. Και αυτό ακριβώς,
επιδιώκει να πετύχει σήμερα η Εκκλησία του Χριστού.Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις,
που γίνεται κάποια παραχώρηση από το Θεό, για να δοκιμασθεί η δική μας αντοχή
και το δικό μας πιστεύω. Και ξέρεις, παιδί μου, γιατί;
Γιατί, στη θεωρία συμφωνούμε όλοι. Και η βαθμολογία είναι ίδια, για όλους.
Είναι το «άριστα». Ενώ στην πράξη τα θαλασσώνουμε… Και πολύ λίγοι είναι αυτοί,
που πιάνουν τη βάση! Θα μου πείς, τώρα, εσύ Παππούλη, τα εφαρμόζεις αυτά;
Τί να σου πώ, βρε παιδί μου, μια ζωή αγωνίζομαι, να κάνω το θέλημα του Θεού.
Δεν ξέρω εάν το κατόρθωσα. Εκείνος ξέρει. Σου έχω ξαναπεί:
μόνο του έλεός Του θα μας σώσει. Αλήθεια, δεν μου είπες: Ύστερα από όσα συνέβησαν,
εξακολουθείς ακόμη να πιστεύεις ότι δεν σ' αγαπώ;
[Κ 156π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.193 -194)
Την αληθινή και πραγματική θεογνωσία και αυτογνωσία ο άνθρωπος αποκτά μόνο διά της οδού της έμπρακτης αγάπης.
Αγαπώντας το Θεό και τους ανθρώπους ο άνθρωπος γνωρίζει εμπειρικά ότι η ψυχή του είναι χριστοειδής και αθάνατη.
Η εμπειρία της έμπρακτης αγάπης ως μέθοδος της θεογνωσίας και ανθρωπογνωσίας είναι ένα από τα ευαγγέλια, το οποίο ο Θεάνθρωπος χάρισε στο ανθρώπινο γένος.
Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο αυτή ο άνθρωπος γρήγορα βρίσκει και το Θεό και τον εαυτό του.
Ενώ στους δρόμους του μίσους ο άνθρωπος εύκολα χάνει και το Θεό και τον εαυτό του.
Έχοντας εισαχθεί και χρησιμοποιηθεί από το Θεάνθρωπο η μέθοδος αυτή της θεογνωσίας και αυτογνωσίας έγινε και παρέμεινε οριστικά μέθοδος ορθόδοξης γνωσιολογίας.
Στο Θεάνθρωπο Χριστό υπάρχει κάτι το ασύγκριτα πιο μεγάλο από την Αλήθεια, την Αγαθότητα, την Ωραιότητα.
Ο ίδιος είναι όλα αυτά στην απόλυτη έννοια και ταυτόχρονα κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτά.
Ό,τι πιο καλό υπάρχει για την ανθρώπινη ψυχή ο Χριστός το ελκύει προς Εαυτόν με κάποιο ακαταμάχητο μαγνητισμό της αγάπης.
Αυτός δίνει στην ανθρώπινη ψυχή εκείνο που δεν μπορούν να της δώσουν ούτε η απόλυτη Αλήθεια, ούτε η απόλυτη Αγαθότητα, ούτε η Απόλυτη Ωραιότητα μόνες τους.
Μόνο ένας δρόμος οδηγεί στη γνώση της Αιώνιας Αλήθειας: αυτός είναι η Αγάπη.
Αποκτώντας την Αγάπη, η οποία είναι ο ίδιος ο Θεός, ο άνθρωπος ενώνεται πραγματικά με το Θεό και μ’ αυτό τον τρόπο έρχεται στην πραγματική γνώση της Αιώνιας Αλήθειας.
Η Αγάπη γεμίζει τον άνθρωπο με το Θεό.
Ανάλογα με το μέτρο της πληρώσεως του εαυτού του από το Θεό, ο άνθρωπος γνωρίζει το Θεό.
Πληρούμενος από το Θεό ο άνθρωπος φωτίζεται, αγιάζεται, θεώνεται και μ’ αυτό τον τρόπο έρχεται στην αληθινή γνώση του Θεού.
Με την αποδοχή και βίωση της «πρώτης και μεγάλης εντολής», ο άνθρωπος γίνεται «θείας κοινωνός φύσεως» (Β’ Πέτρ. 1,4).
Η θεία ενέργεια της αγάπης εισάγει ολόκληρο τον άνθρωπο στην πορεία της θεώσεως: του θεώνει την καρδιά, την ψυχή, το νου, τη βούληση και καθετί που είναι ανθρώπινο· ζει διά του Θεού, αισθάνεται διά του Θεού, σκέπτεται διά του Θεού, θέλει διά του Θεού.
Εκτός απ’ αυτό, το μυστήριο του Θεού αποκαλύπτει στους ανθρώπους το Άγιο Πνεύμα, διότι «ουδείς οίδε τα του Θεού ει μη το Πνεύμα του Θεού» (Α’ Κορ. 2, 11).
Και το Άγιο Πνεύμα είναι «Πνεύμα αγάπης» και «Πνεύμα σοφίας και συνέσεως», δηλαδή Πνεύμα γνώσεως.
(απόσπασμα από το βιβλίο του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, "Οδός Θεογνωσίας", εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1985)
1. Εις Τούρκον Δασοφύλακα
Αυτή η διήγησις μου εξιστορήθη παρά του γέροντος Χριστοδούλου, ότε ευρισκόμην εις το εν Βουνώ αγροκήπιον [1], βοηθών συνάμα τον κηπουρόν αδελφόν Ιερόθεον, κατά την 12ην του μηνός Ιουνίου του 1944.
Ο Γέρων Χριοτόδουλος αναμνησθείς το γεγονός, επισυμβάν επί τουρκοκρατίας, κατά το 1910 περίπου, μου το διηγήθη εις δόξαν και τιμήν του Αγίου Ονουφρίου, ως εξής:
«Εγώ, μας λέγει, κατ’ εκείνην την εποχήν νεώτερος ων, κατά την επιστασίαν του δάσους της Μονής και μίαν ημέραν γυρίζοντας επάνω εις την Παναγίαν, ανταμωθήκαμεν με ένα Τούρκον, δασοφύλακα, δηλαδή κυβερνητικόν και, αφού επί ώρας εγυρίσαμεν και του έδειξα τα σύνορα της Μονής, εν τέλει κατεβήκαμεν εδώ να ξεκουρασθώμεν και να γευματίσωμεν. Με την περιοδείαν την οποίαν είχομεν ο Τούρκος εκουράσθη, ήταν και λίγο σωματώδης και, αφού κερασθήκαμεν, επήγαμεν εις την βρύσιν και ο Τούρκος ευχαριστηθείς και ευφρανθείς με το κρύο νερό της πηγής, έπιε και πάλιν, έπιε και εγώ δεν ξέρω πόσον. Μου έλεγε: α! μασιαλά! μασιαλά! κρύο αυτό, καλό! και δος του πάλιν έπιεν. Δεν επέρασε πολλή ώρα και τον πιάνει ένας πόνος και φούσκωσε η κοιλιά και το φούσκωμα ανέβαινε προς το στήθος και άρχισε να φωνάζη και να κλαίη, ζητών βοήθειαν. Αλλά τι να τον κάμωμεν και ημείς δεν ηξέραμεν. «Ωχ, φώναζε, θα σκάσω, Θα σκάσω». Ω, πειρασμός που μας συνέβη! Λέγω στον γέρο Ιωακείμ τον Κρητικόν, βέβαια τον θυμάσαι:
—Γέρο Ιωακείμ, θα πεθάνη και θα βρούμε τον μπελά μας.
—Έε, μου λέγει, λυπάσαι τον Τούρκο; Ας πεθάνη.
—Μα δεν είναι έτσι. Θα μας ενοχοποιήσουν θα μας κουβαλούν στη Σαλονίκη, και ποιος ξέρει τι έξοδα θα γίνουν στη Μονή.
—Έε! καλά μου λέγει· εδώ στο βουνό που είμαστε, τι γιατρικά να του κάμωμεν; Ότι ξέρεις κάμε το. Εγώ δεν ανακατεύομαι, γιατί να πιή τόσο νερό; Για να σκάση;
Τέλος εν τη απελπισία μου, ενθυμήθηκα τον Άγιον Ονούφριον. Αυτός μόνον, λέγω, αν θελήση, θα τον σώση.
Ο Τούρκος ξαπλωμένος βογγά, κλαίει, τσιρίζει, ζητά βοήθειαν. Πηγαίνω εις την εικόνα του Αγίου και βάζω τρεις μετάνοιες: «Άγιε Ονούφριε, παρακαλώ σε, βοήθησέ μας, να μη βρούμε τον μπελά μας».
Παίρνω το σκεύος με τον Αγιασμόν, το βάζω εμπρός εις την εικόνα, ετράβηξα και ένα κομποσχοίνι με πίστη στον Άγιον, παρακαλώντας τον να μας συνδράμη. Παίρνω τον Τούρκον, τον πηγαίνω εις την εκκλησίαν και του δείχνω την εικόνα του Αγίου Ονουφρίου, προστάτου του αγροκηπίου και του λέγω: «Αυτός ο Άγιος είναι ο νοικοκύρης του σπιτιού. Μόνον αυτόν, αν τον παρακάλεσης με την καρδιά σου μπορεί να σε σώση να μη αποθάνης. Βάλε τρεις μετάνοιες και φίλησε του τους πόδας και να πιής απ’ αυτό το νερό για να γίνης καλά».
Θέλοντας και μη υπό της ανάγκης βιαζόμενος και εκ του φόβου να μη αποθάνη έκαμε με όλη την ψυχή και την καρδίαν του τις μετάνοιες, του φίλησε τα πόδια, έπιε από τον Αγιασμόν και ύστερα του λέγω: «Μη φοβάσαι, ο Άγιος θα σε γιατρέψη· κάμε μία βόλτα έως την στέρνα να ξαλαφρώσης». Αυτός με άκουε με προσοχήν και με τελείαν πίστιν και, ω του θαύματος αδελφοί μου! αφού έκαμε την βόλτα, εντός 10-15 λεπτών της ώρας γυρίζει χαρούμενος, τελείως υγιής, ο προ μικρού μισοπεθαμένος και με μεγάλην φωνήν και με πολλάς εδαφιμίας μετανοίας, ευχαρίστησε τον Άγιον δια την θεραπείαν και γιατρειάν, που του έκαμεν».
Αυτά μας εδιηγήθη ο γέρων Χριστόδουλος και εθαυμάσαμεν το συμπαθές του Αγίου, που και εις απίστους ενεργεί θαυμάσιά του, όταν μετά πίστεως τον επικαλεσθούν. Δια τούτο και αυτό το έκρινα άξιον σημειώσεως, προς τιμήν και μνήμην του οσίου Πατρός ημών Ονουφρίου του Αιγυπτίου.
2. Διήγησις του Μοναχού Θεοδούλου περί θαύματος του Οσίου πατρός ημών Oνουφρίου.
Ο αδελφός Θεόδουλος διηγήσατό μοι μίαν αξιόλογον θαυματουργίαν του Αγίου Ονουφρίου, γενομένην προ διετίας· ήτοι κατά μήνα Αύγουστον του 1956. Αύτη έχει ως εξής:
«Ήλθον, αδελφέ Λάζαρε, μαζί με τον εργάτην της Μονής Αναστάσιον Αυγέρου εκ Συκιάς Χαλκιδικής εις το εν τω αγρόκτημά μας, αφιερωμένον εις τον Άγιον Ονούφριον όπου εκεί εβάζαμε κρεμμύδια.
Όταν ήλθεν η ώρα δια να φύγωμεν, εφορτώσαμε δύο σάκκους μεγάλους κρεμμύδια, και εξεκινήσαμε. Εγώ προαισθάνθηκα ότι κάτι κακό θα πάθουμε και δι’ αυτό είπα εις τον εργάτην να πάρη εις τα χέρια καπίστρι και πορευόμενος εμπρός να καθοδηγή έως ότου φθάσωμεν εις την Μονήν, διότι όλος σχεδόν ο δρόμος είναι ανώμαλος και στενός. Αυτός δεν έδωσε προσοχή εις τα λεγόμενά μου, ειπών δη το ζώον γνωρίζει τον και δεν είναι ανάγκη να το οδηγώμεν ημείς. Αφού, λοιπόν, επεράσαμεν τα δύο πεζούλια και προχωρούσαμε δια το τρίτον, τα σακκιά ήταν πολύ βαρεία και εις μίαν καμπύλην του δρομίσκου, όπου είναι μία πέτρα μεγάλη και το δρομάκι στενό, κτυπά το σακκί επάνω εις την πέτραν και σπρώχνει το μουλάρι και πέφτει, ως ήτο φορτωμένον, εις το κάτωθεν μικρό πεζούλι. Εις την προσπάθειάν του να σηκωθή το μουλάρι, δεν το κατόρθωσε λόγω του βαρέως φορτίου, και ξαναδίνει μία ακόμη τούμπα και πέφτει το ταλαίπωρον καθώς ήτο φορτωμένον, κάτω εις το βάραθρον! Επήγε εις το βάθος του ποταμού, ένα βάθος περί τα 30 ή και 40 μέτρα. Ω, της δυστυχίας μου! Αμέσως υπέθεσα ότι το μουλάρι θα σκοτώθηκε. Τι απολογία να δώσω τώρα εις το Μοναστήρι;
Τότε ενθυμήθηκα τον νοικοκύρην του αγροκτήματος και από βάθους ψυχής και καρδίας είπα: «Άγιε Ονούφριε, σε παρακαλώ, βοήθησέ με, δείξε την αγάπην σου και το θαύμα σου και σώσε το ζώον να μη σκοτωθή. Τοιαύτα συνεχώς μονολόγων και υπό πολλής θλίψεως και λύπης συνεχόμενος, μετά πολλού κόπου κατωρθώσαμεν να καταβώμεν εις την χαράδραν. Και τι βλέπω; Ω των ανέλπιστων πραγμάτων και θαυμάτων Σου, Κύριε! Η πρεσβεία και ευχή του Αγίου Ονουφρίου έφθασε εις τα ώτα του Κυρίου Παντοκράτορος και Θεού μας και δεν επέτρεψε να πάθη τίποτε το ζώον. Πράγματι λοιπόν ευρήκαμεν το ζώον να στέκη εις τα πόδια του υγιέστατον, ενώ το σαμάρι με τα σακκιά κείμενα κάτω εις την γην.
Τούτο το παράδοξον θαυματούργημα ιδών, από μέσης καρδίας ευχαρίστησα τον προστάτην του κτήματος, Άγιον Ονούφριον, τον ποιούντα θαυμαστά και εξαίσια εις τους μετ’ αγάπης και ευλαβείας επικαλούμενους αυτόν, δια των πρεσβειών του οποίου, είθε να τύχωμεν και ημείς της αιωνίου ζωής και μακαριότητος εις την βασιλείαν των ουρανών. Αμήν».
Εις ένδειξιν ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης εποίησα εν προσόμοιον εις τον Άγιον Ονούφριον, Προστάτην του αγροκτήματος, καθότι και εις εμέ εγένετο βοηθός και θεράπων, ότε, εις το αυτό αγρόκτημα, εκ δαιμονικής συνεργείας, εκτύπησα το πόδι μου και εντός τριών ημερών έγινα τελείως καλά, καίτοι τούτο είχε μελανιάσει και πρισθή.
Ότε εκ του ξύλου. Ήχος Β’
Ότε επινεύσει Θεϊκή, ένδον της ερήμου εισήλθες, ίνα ευφράνης Θεόν, Πάτερ δι’ ασκήσεως, σοφέ Ονούφριε· και σαρκός έξω γέγονας, πάντα σου τον πόθον, της ψυχής επτέρωσας προς τα ουράνια· τότε και τροφήν δι’ αγγέλου έλαβες προς ρώσιν σαρκίου, εν τη κατά μόνας ησυχία σου.
[1] Εννοείται το αυτό κάθισμα «Άγιος Ονούφριος» με ομώνυμο παρεκκλήσιον.
(πηγή: Λαζάρου Μοναχού Διονυσιάτου, "Διονυσιάτικες Διηγήσεις", Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου Αγίου Όρους, Β΄ έκδοση, 1988)
Λόγος περί Αγάπης (οσίου Συμεών Νέου Θεολόγου)
Από το Βίο του….
«Όταν κάποτε τελείωσε η πρωινή δοξολογία καθώς άρχισε κατά την συνήθειά του ο μακάριος να κατηχή τους μαθητάς και σύμφωνα με την παραίνεσι του αποστόλου να νουθετή, να ελέγχη, να παρηγορή, ξαφνικά κάπου τριάντα από τους μοναχούς διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά τους, όπως παλαιά οι γύρω από τον Άννα και Καϊάφα, κινήθησαν με άναρθρες κραυγές και φονικές διαθέσεις, διετάραξαν όλη την εκκλησία, και εσήκωσαν αυθαδώς τα άνομα χέρια τους κατά του πατρός των, για να τον συλλάβουν και τον διασπαράξουν σαν θηρία. Αυτός δε, μόλις είδε την αλλαγή των και την αποξένωσί τους από τον διδάσκαλο και πατέρα τους, έδεσε τα χέρια του και εσήκωσε την σκέψι τoυ προς τον ουρανό· με αυτόν τον τρόπο έμεινε επί τόπου ακίνητος χαμογελώντας και ατενίζοντας χαρούμενα προς τους μιαρούς. Καθώς δε ώρμησαν εναντίον του και με τις άναρθρες κραυγές και βλασφημίες επέδειξαν μανία και αναίδεια σκύλων που υλακτούσαν, εμποδίσθηκαν άνωθεν να επιβάλουν επάνω του τα άνομα χέρια διότι η χάρις που ενοικούσε στον Συμεών τους εκρατούσε μακριά και τους απέπεμπε. Απορώντας δε τι να πράξουν, εξέρχονται τρέχοντος από την εκκλησία και, αφού έσπασαν τα κλείθρα της πύλης του μοναστηριού, εγκαταλείποντας μόνον τον μακάριο μαζί μ’ εκείνους που εζούσαν μ’ ευλαβική διαγωγή. Καθώς δε επέρασαν άοπλοι την πρώτη πύλη της μεγάλης του Θεού Εκκλησίας και άρχισαν να ενοχλούν με τις κραυγές τον αρχιερέα —που ήταν ο Σισίννιος— από κάτω, τους εκάλεσε ο πατριάρχης και, αφού έμαθε την αιτία της ταραχής και την εκ μέρους των ραδιουργία κατά του αγίου, τους απέδωσε δεινή μανία, και εκάλεσε την επομένη ημέρα τον άγιο.
Όταν λοιπόν ο μακάριος εισήλθε με σεμνό ήθος και ιλαρό παρουσιαστικό προς αυτόν, ο πατριάρχης ερωτά για την αιτία της εναντίον του μανίας των μοναχών. Όταν δε εκείνος διηγήθηκε με τον νόστιμο χαριτωμένο λόγο όλα τα σχετικά προς την συνηθισμένη ομιλία και κατήχησι και έπειτα, τα της αναιδείας και της φονικής εξορμήσεώς των, και πώς έφυγαν συντρίβοντας τα κλείθρα και τους μοχλούς των πυλών, ο πατριάρχης εξεπλάγη και αντιλαμβανόμενος τον φθόνο και την μανία των ασυνέτων, καταλήφθηκε από δίκαιο θυμό και τους κατεδίκασε όλους σε εξορία. Εάν βέβαια ήταν κάποιος άλλος αυτός που έπαθε αυτά από εκείνους, δεν θα ικανοποιώταν από την απόφασι; Δεν θα ευφραινόταν κατά τον βιβλικό λόγο, όταν είδε τέτοια καταδίκη; Δεν συνέβηκε όμως αυτό στον καλό ποιμένα και ακριβέστατο μιμητή του πρώτου ποιμένος. Όταν δηλαδή είδε τους φύλακες έτοιμους να συλλάβουν τους αποστάτες, πίπτει πρηνής και εγγίζει τα πατριαρχικά εκείνα πόδια ο ηγούμενος με την ευαίσθητη ψυχή, την οποία προσφέρει υπέρ των προβάτων του, και με θρήνους ζητεί συγγνώμην. Ο πατριάρχης κάμπτεται με δυσκολία και λόγω των παρακλήσεων ανακαλεί την απόφασι περί εξορίας, δεν τους επιτρέπει όμως να εισέλθουν πάλι στην μονή. Αμέσως λοιπόν απελαύνονται όλοι από την εκκλησία και γεμάτοι μανία σκορπίζονται ακολουθώντας ο καθένας το θέλημά του. Άλλοι κατατάχθηκαν ανάμεσα στα κατηχουμενεία των εκκλησιών, άλλοι ερρίφθηκαν σε άλλες μονές, όσοι δε ανήκαν στην κατώτερη και ευτελέστερη μοίρα διασκορπίσθηκαν όπου έτυχε ο καθένας, εδώ κι εκεί.
Τι έπραξε λοιπόν ο ποιμήν ο καλός; Eπιστρέφει μόνος του στο μοναστήρι, σπαρασσόμενος εσωτερικά για την στέρησι των προβάτων του Χριστού και χύνοντας άφθονα δάκρυα. Και, παρακαλώ, παρατηρήσατε ακεραιότητα άγιας ψυχής και ανεξικακία δικαίου ανδρός. Eπειδή δεν υπέφερε να βλέπη αδειανή την αυλή των προβάτων, τι κάμνει ο καθ’ όλα σοφός και γενναίος, για να συμφιλιώση το ποίμνιο προς τον εαυτό του και τον Θεό και να το συναθροίση κοντά του; Ερευνά για τους τόπους της πόλεως όπου εζούσε ο καθένας τους κατά την θέλησί του.
Όταν τους έμαθε, στέλλει στον καθένα τα απαιτούμενα για την συντήρησί του, συνοδεύοντας την προσφορά με παρηγορητικούς λόγους που εμάλασσαν την καρδιά τους. Καθώς αυτό εγινόταν επί πολλές ημέρες και ο πραγματικά καλός ποιμήν ερχόμενος με ταπεινή εμφάνισι, εκαθόταν μαζί με τον καθένα τους, τους απηύθυνε λόγια αγάπης και εζητούσε την επιστροφή τους μαζί με την συγγνώμη, σαν να τους είχε αδικήσει μάλλον παρά να είχε αδικηθή από αυτούς· με διδακτικούς λόγους εμαλάκωσε την στυγνότητα και σκληρότητα της καρδιάς τους. Έτσι σε σύντομο χρόνο τους συνάθροισε όλους ο καλός ποιμήν, που εισήλθε στην αυλή των προβάτων δια της θύρας του Ιησού και δεν ανέβηκε σ’ αυτήν από άλλο σημείο, και εγέμισε πάλι την αυλή του με τα ήμερα πρόβατα που προ ολίγου είχαν αγριεύσει» (τ.19Α, σελ.97-101).
«άλλοτε μεν τον έπλυναν με ύβρεις και λοιδορίες και τον ονείδιζαν πικρά, μερικές φορές εσήκωναν και χέρια επάνω του, αν και ήταν γέρων και αδύνατος ήδη, και τον έρριπταν κατά γης (ώ, πόση ανοχή και πόση άφατη μακροθυμία έχεις, Χριστέ) με φονικό χέρι, άλλοτε δε ελιθοβολούσαν τον δίκαιο.
Ένας από αυτούς μάλιστα κάποια φορά έλαβε λίθο, όσον μεγάλο μπορούσε να χωρέσει το χέρι του, και τον πετά δυνατά προς τον τόπο, όπου συνήθιζε να κάθεται ο άγιος και να γράφη τα λόγια της θείας χάριτος. Ο λίθος, αφού συνέτριψε το υαλωτό, διέρχεται κατά του μήνιγγος του αγίου, και πέφτει αντίκρυ από την όψι του και με μόνο το ορμητικό κτύπημα εγέμισε ζάλη το σεβαστό κεφάλι του· αν είχε κτυπήσει σ’ αυτό κατά την φορά του, τίποτε δεν θα εμπόδιζε να στείλη τον άγιο την ίδια στιγμή στον θάνατο.
Τι πράττει λοιπόν τότε ο μιμητής του ειπόντος, «να μη ανταποδώσης κακό για κακό»; Αντάμειψε με αγαθά τόσο αυτόν όσο και όλους τους άλλους που τον κακοποιούσαν· γι’ αυτό φωνάζει με γαλήνια λαλιά τον μαθητή του Συμεών και λέγει· «βλέπεις την εναντίον μας απειλή, αδελφέ;» και του υπέδειξε τον λίθο. «Αλλά πήγαινε και σβήσε τον εναντίον μας θυμό του ανθρώπου με το έλεος της φιλανθρωπίας, χορηγώντας σ’ αυτόν αφθόνως τα αναγκαία για την θεραπεία από το υστέρημά μας» (τ.19Α, σ.231).
Από τη διδασκαλία του….
«Άλλο είναι το να μην αγανακτούμε γι’ ατιμίες και ύβρεις, για πειρασμούς και θλίψεις, και άλλο το να ευχαριστούμαστε γι’ αυτά και να ευχόμαστε υπέρ εκείνων που το προκαλούν σ’ εμάς· άλλο είναι το να τους αγαπούμε από ψυχή και άλλο υπεράνω αυτού το να αποτυπώνωμε νοερώς το πρόσωπο του καθενός από αυτούς και να τους καταφιλούμε απαθώς ως γνησίους φίλους με δάκρυα ειλικρινούς αγάπης, οπότε φυσικά δεν ευρίσκεται καθόλου ούτε ίχνος αηδίας στην ψυχή.
Ανώτερο δε από αυτά που αναφέραμε είναι, όταν ακόμη και στον καιρό των πειρασμών έχει κανείς ίση και όμοια αναλλοιώτως διάθεσι προς εκείνους που τον λοιδορούν κατά πρόσωπο και τον διαβάλλουν, τον κατακρίνουν και τον καταδικάζουν, τον υβρίζουν και τον εμπτύουν, αλλ’ επίσης και προς εκείνους που εξωτερικά τηρούν το πρόσχημα φιλίας, κρυφά δε διαπράττουν τα όμοια χωρίς να διαφεύγουν την προσοχή· ασυγκρίτως δε ανώτερο τούτων πάλι θεωρώ ότι είναι το να λησμονήση κανείς τελείως όσα έχει υποφέρει και να μη τα θυμάται, είτε παρόντες είτε απόντες είναι αυτοί που τον έθλιψαν, να προσδέχεται δε και αυτούς ομοίως με τους φίλους στις συναναστροφές και συνεστιάσεις χωρίς ανάμνηση των συμβάντων» (τ.19Α, σ.451).
«Εμείς οι πιστοί οφείλομε να βλέπωμε όλους τους πιστούς σαν ένα και να θεωρούμε ότι στον καθένα από αυτούς είναι ο Χριστός και η αγάπη προς αυτόν πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να είμαστε έτοιμοι να δώσουμε υπέρ αυτού τις ψυχές μας. Δεν πρέπει μάλιστα καθόλου να λέμε ή να νομίζουμε κανέναν πονηρό, αλλά όλους να τους βλέπουμε σαν αγαθούς, όπως είπαμε. Ακόμη και αν ιδής κάποιον να ενοχλήται από πάθη, να μη μισήσης τον αδελφό, αλλά τα πάθη που τον πολεμούν· αν τον ιδής να τυραννήται από επιθυμίες και προσβολές, να τον σπλαγχνισθής περισσότερο, μη τυχόν πειρασθής και ο ίδιος, αφού είσαι εκτεθειμένος στην μεταβολή ασταθούς ύλης» (τ.19Α, σελ.475-477).
«τότε (Κύριε) εγνώρισα ότι σε έχω μέσα μου συνειδητώς. Από τότε λοιπόν δεν σε αγαπούσα από την ενθύμησι σου και των ιδικών σου, αλλά επίστευσα ότι έχω αληθινά μέσα μου εσέ, την ενυπόστατη αγάπη. Διότι η πραγματική αγάπη είσαι εσύ, ο Θεός» (τ. 19Α, σ. 587).
«Η αγάπη λοιπόν αυτή, δηλαδή η κεφαλή όλων των αρετών, είναι ο Χριστός και Θεός» (τ.19Β, σ.395).
«Η άγια πάλι αγάπη είναι το παντουργό και παντοδύναμο φως, πολύ και ασυγκρίτως λαμπρότερο από αυτό το ηλιακό φως· αυτή εγγίζει τις καρδιές αυτών, τις αυξάνει καθημερινά και τις πληροί τελείως διότι δεν παύει όπως το φως της σελήνης, αλλά συντηρείται πάντοτε ολόφωτη με τον ζήλο και την αγαθοεργία των άγιων» (τ.19Β, σ.411).
«όσους μπορεί κάποιος να υπηρετήσει και δεν θέλει να το κάμει, τόσους αδικεί και καθιστά τον εαυτό του υπεύθυνο του κρίματος και της δεσποτικής αποφάσεως που λέγει "φύγετε από μένα οι καταραμένοι στο πυρ το αιώνιο"» (τ.19Γ, σ.53).
«Εάν σε υβρίσει κανείς δικαίως ή αδίκως ή σε κακολογήσει ή σε διαβάλλει, και δεν υποφέρεις με πραότητα την ατιμία, ή όταν λυπηθείς και δαγκωθείς στην καρδιά, δεν βαστάξεις και δεν χαλιναγωγήσεις τις κινήσεις της ψυχής σου, αλλά υβρίσεις αυτόν που σε ύβρισε ή τον κακολογήσεις ή πράξεις κάτι ενάντιο σ’ αυτόν, ή πάλι δεν κάνεις τίποτε από αυτά σ’ εκείνον, αλλά φύγεις έχοντας στην καρδιά σου μίσος εναντίον του και δεν τον συγχωρήσεις με όλη την ψυχή σου και δεν προσευχηθείς γι’ αυτόν από την καρδιά σου, να, εστρατεύθηκες κατά του Χριστού, ενεργώντας αντίθετα από τα προστάγματά του, κι έγινες πολέμιός του, έχασες επίσης και την ψυχή σου, επισφραγίζοντας και επικυρώνοντας τις προϋπάρχουσες αμαρτίες σου και καθιστώντας τις ανεξάλειπτες. Εάν πάλι κάποιος σε ραπίσει στο δεξί σαγόνι κι έπειτα δεν του στρέψεις και το άλλο, αλλά μάλλον τον κτυπήσεις κι εσύ, έγινες στρατιώτης και βοηθός του αντικειμένου Σατανά κι εκτύπησες όχι μόνο τον αδελφό, αλλά δι’ αυτού κι αυτόν που σου είπε να μη κτυπήσεις, αλλά να στρέψεις μάλλον και το άλλο σαγόνι σ’ αυτόν. Και εάν κάποιος σου αφαιρέσει χρυσό ή κάτι άλλο λαθραία ή φανερά, δανειζόμενος τυχόν ή αρπάζοντάς το, έπειτα δεν θελήσει να σου το δώσει, κακοπραγώντας ή εξ αιτίας φτώχειας, κι εσύ δεν το υποφέρεις με ευχαρίστηση και αμνησικακία, αλλά σύρεις εκείνον που το άρπαξε στα δικαστήρια και μισθώσεις συνηγόρους, ζητώντας βοήθεια από τους ανθρώπους, και παρουσιάζεσαι στο δικαστήριο στενοχωρούμενος, λυπούμενος, οδηγώντας και σύροντας τον αδελφό σε δίκη, χρησιμοποιώντας όρκους και ψευδορκίες και αναγκάζοντάς τον να ορκίζεται και να επιορκεί και να ψεύδεται, πράγμα που είναι χειρότερο όλων των άλλων, και μαζί μ’ αυτά τον παραδώσεις στις φυλακές και ενεργείς και πράττεις τα πάντα, ώστε να λάβεις όσα σου χρωστάει, πώς δεν είσαι φανερώς πολέμιος και του εαυτού σου;» (τ.19Γ, σ.219).
«και σ’ εκείνον που θέλει να δικασθεί με σένα και να λάβει τον χιτώνα σου να του αφήνεις και το ιμάτιο, κι όχι μόνο αυτό, αλλά να προσφέρεις και την ίδια σου την ζωή στο θάνατο για την εντολή του Θεού, όταν δικάζεις για χαμένα χρήματα, παραβαίνοντας την προσταγή του Θεού, λυπούμενος, στενοχωρούμενος, και ρίχνοντας τον αδελφό σου στις φυλακές, δεν είσαι ολοφάνερα μανιακός, παροργίζοντας και πολεμώντας τον Θεό και αποστερώντας τον εαυτό σου από την αιώνια ζωή;» (τ.19Γ, σ.221).
«Ω αγάπη πολυπόθητη, μακάριος είναι όποιος σε ασπάσθηκε, διότι στο εξής δεν θα επιθυμήσει πλέον να ασπασθεί περιπαθώς κάλλος γήινου πράγματος. Μακάριος είναι όποιος συσφίχθηκε μαζί σου από θείο έρωτα διότι θ’ αρνηθεί όλον τον κόσμο και δεν θα μολυνθεί καθόλου πλησιάζοντας οποιονδήποτε άνθρωπο. Μακάριος είναι όποιος κατεφίλησε τα κάλλη σου και τα απήλαυσε με άπειρο πόθο, διότι θα αγιασθεί ψυχικώς με το καθαρό ύδωρ και αίμα που στάζει από εσένα. Μακάριος είναι όποιος σε κατασπάσθηκε, διότι θα υποστεί την καλή αλλοίωση πνευματικώς και θα ευφρανθεί ψυχικώς, διότι συ είσαι η ανεκλάλητη χαρά. Μακάριος είναι όποιος σε απέκτησε, διότι δεν θα υπολογίσει για τίποτε τους θησαυρούς του κόσμου, διότι είσαι ο αληθώς ακένωτος πλούτος. Μακάριος και τρισμακάριος είναι επίσης όποιον προσέλαβες εσύ διότι μέσα στην φαινομενική αδοξία θα είναι ενδοξότερος όλων των ενδόξων, τιμιώτερος όλων των τιμίων και σεπτότερος.
Αξιέπαινος είναι όποιος σε κυνηγά, επαινετώτερος όποιος σ’ ευρήκε, μακαριώτερος όποιος αγαπήθηκε από εσένα, όποιος έγινε δεκτός από εσένα, όποιος διδάχθηκε από εσένα, όποιος κατοίκησε μέσα σ’ εσένα, όποιος ετράφηκε από σένα με τροφή τον Χριστό τον αθάνατο, τον Χριστό τον Θεό μας. Ω θεία αγάπη, πού κρατείς τον Χριστό; Πού τον έχεις κρυμμένον; Γιατί επήρες τον Σωτήρα του κόσμου και απομακρύνθηκες από μας; Άνοιξε ένα παραθυράκι και σε μας τους αναξίους, για να ιδούμε και εμείς τον παθόντα για χάρη μας Χριστό και να πιστεύσομε με το έλεος του ότι δεν θ’ αποθάνομε πλέον, αφού τον ιδούμε. Άνοιξέ μας εσύ που έγινες θύρα του στην σαρκική του φανέρωση, που εβίασες τα άφθονα και αβίαστα σπλάγχνα του Δεσπότη μας, για να βαστάσουν τις αμαρτίες και τις ασθένειες όλων, και μη μας απορρίψεις, λέγοντας, «δεν σας γνωρίζω». Έλα μαζί μας, για να μας γνωρίσεις· διότι σου είμαστε άγνωστοι. Κατοίκησε μέσα μας, ώστε για χάρη σου να έλθει για να επισκεφθεί και μας τους ταπεινούς, προϋπαντώμενος από εσένα (αφού εμείς είμαστε τελείως ανάξιοι γι’ αυτό), ώστε να παραμείνει ομιλώντας για λίγο με εσένα και να δεχθεί και εμάς τους αμαρτωλούς να προσπέσομε στα άχραντα πόδια του· να συνομιλήσεις μαζί του για το καλό μας και να πρεσβεύσεις να μας συγχωρηθεί το χρέος των κακών μας, ώστε ν’ αξιωθούμε δια σου να δουλεύομε πάλι σ’ αυτόν τον Δεσπότη, να δεχθούμε την πρόνοιά του και να τρεφόμαστε από αυτόν. Διότι το να μη χρωστάει κανείς τίποτε, αλλά να αφανίζεται από την πείνα και την πτωχεία, σχεδόν προξενεί την ίση τιμωρία και κόλαση.
Είθε να συγχωρηθούμε από εσένα, άγια αγάπη, και δια μέσου σου, να φθάσομε στην απόλαυση των αγαθών του Δεσπότη μας, των οποίων την γλυκύτητα δεν μπορεί κανείς να γευθεί παρά μόνο δια σου. Διότι αυτός που δεν σε αγάπησε όσο πρέπει και δεν αγαπήθηκε από εσένα όπως χρειάζεται, ίσως βέβαια τρέχει, αλλά δεν τερματίζει. Κάθε δρομεύς πριν τελειώσει τον δρόμο είναι αβέβαιος. Όποιος όμως έφθασε σ’ εσένα ή καταλήφθηκε από εσένα, είναι οπωσδήποτε βέβαιος, επειδή το τέλος του νόμου είσαι εσύ, εσύ που με περικυκλώνεις, που με φλογίζεις, που από πόνο καρδιάς με ανάβεις σε άπειρο πόθο του Θεού και των αδελφών και πατέρων μου. Διότι εσύ είσαι η διδασκάλισσα των προφητών, η συνοδοιπόρος των αποστόλων, η δύναμη των μαρτύρων, η έμπνευση των πατέρων και διδασκάλων, η τελείωση όλων των άλλων και αυτήν την στιγμή εσύ είσαι η δική μου προχείριση για την παρούσα διακονία» (τ.19Γ, σελ.305-309).
«Διότι κάθε φροντίδα και κάθε άσκηση, συνοδευόμενη από πολλούς κόπους, αν δεν απολήγει στην αγάπη με συντριμμένο πνεύμα, είναι μάταια και δεν καταλήγει σε τίποτε χρήσιμο» (τ.19Γ, σ.309).
«Πράγματι είναι κακό το να κρυφακούει ή να παρατηρεί κανείς κρυφά τι συζητά ή διαπράττει ο πλησίον, αλλά μόνο όταν αυτό γίνεται με σκοπό να κατηγορήσει ή εξευτελίσει ή κακολογήσει ή διασύρει σε κατάλληλη ευκαιρία όσα είδε ή άκουσε.
Εάν όμως αυτό το κάμνει για να διορθώσει τα σφάλματα του πλησίον με συμπάθεια και σοφία και φρόνηση και να προσευχηθεί γι’ αυτόν με όλη την καρδιά του και με δάκρυα, τότε το έργο αυτό δεν είναι πονηρό. Διότι εγώ είδα άνθρωπο να χρησιμοποιεί πολλούς τρόπους και πολλές μεθόδους, για να μη του ξεφύγει τίποτε απαρατήρητο από όσα λέγονταν ή γίνονταν από τους συνανθρώπους του. Δεν το έκαμνε αυτό για να τους βλάψει, μη γένοιτο, αλλά για να τους απομακρύνει από τις αντίθετες πράξεις και τους λογισμούς, άλλον με τον λόγο, άλλον με δώρα, και άλλον με κάποια άλλη δικαιολογία»(τ.19Δ, σ.21).
«Και είδα άλλον να ενδιαφέρεται και να επιθυμεί τη σωτηρία των αδελφών του τόσο, ώστε πολλές φορές να δέεται στον φιλάνθρωπο Θεό με δάκρυα θερμά από το βάθος της καρδιάς του ή και εκείνοι να σωθούν ή και αυτός μαζί με εκείνους να κατακριθεί, επειδή από διάθεση θεομίμητη και μωσαϊκή δεν ήθελε καθόλου να σώσει μόνο τον εαυτό του. Διότι, αφού συνδέθηκε προς αυτούς πνευματικά με την άγια αγάπη εν αγίω Πνεύματι, προτιμούσε να μην εισέλθει ούτε στη βασιλεία των ουρανών και να χωρισθεί απ’ αυτούς. Πω πω δεσμός άγιος, πω πω δύναμη απερίγραπτη, πω πω ψυχή ουρανόφρονη, ή καλύτερα να πούμε, ψυχή θεοφορούμενη και τελειωμένη μέσα στην αγάπη του Θεού και του πλησίον!» (τ.19Δ, σ.23).
«Αφού λοιπόν είσαι αδελφός και μέλος του, εάν όλους τους άλλους τιμήσεις, φιλοξενήσεις και υπηρετήσεις, και τον εαυτό σου τον παραβλέψεις και δεν αγωνισθείς με όλα τα μέσα για ν’ ανέλθεις στο υψηλότατο σημείο της κατά Θεόν πολιτείας και τιμής, αλλ’ εγκαταλείψεις την ψυχή σου σε πείνα αδιαφορίας ή σε δίψα απροθυμίας ή σε στενότατη φυλακή αυτού του ρυπαρού σώματος με τη γαστριμαργία ή φιληδονία, λερωμένη, στερημένη, κειμένη σε βαθύτατο σκότος σαν νεκρή, δεν πρόσβαλες τον αδελφό του Χριστού; Δεν τον εγκατέλειψες πεινασμένο και διψασμένο; Μήπως τον επισκέφθηκες, ενώ ήταν στη φυλακή; Λοιπόν γι’ αυτό θ’ ακούσεις «επειδή δεν ελέησες τον εαυτό σου, δεν θα ελεηθείς» (τ.19Δ, σ.45).
«εγώ ειλικρινά πορεύομαι γεμάτος από πένθος και σκυθρωπός και θρηνώντας έχασα την ελπίδα μου για τη ζωή, διότι δεν θεωρώ κέρδος το να σώζομαι μόνος, ούτε και θέλω να δοξάζω τον Θεό χωρίς εσάς» (τ.19Δ, σ.215).
«(Μιλά στο νεκρό αδελφό του Αντώνιο) Διότι οπωσδήποτε τώρα γνώρισες τα της διαθέσεώς μου για σένα και ότι ποτέ δεν σε επέπληττα επειδή σε μισούσα ή σε βδελυσσόμουν και με κάθε τρόπο σε ασφάλιζα με τις νουθεσίες, αλλ’ επειδή πολύ σε αγαπούσα και φλεγόμουν επίμονα από τον πόθο προς εσένα. Διότι βλέπεις τώρα, το γνωρίζω καλά, αφού ξεπέρασες τον γνόφο και την ομίχλη αυτού του σώματος, και βλέπεις γυμνή την ψυχή μου και τη διάθεσή της, καθώς και εσύ είσαι τώρα γυμνός από το σώμα. Διότι, αφού έγινες θεοειδής, βλέπεις θεοειδέστερα και όλα τα σχετικά με εμάς» (τ.19Δ, σ.245).
«το μίσος προς τον αδελφό κάνει αυτόν που το έχει, φονιά· διότι λέγει ο απόστολος, "εκείνος που μισεί τον αδελφό του, είναι ανθρωποκτόνος"» (τ.19Δ, σ.347).
«Ποιοι είναι οι ελεήμονες; Εκείνοι που δίνουν χρήματα και διατρέφουν φτωχούς; Όχι! Αλλά ποιοι; Εκείνοι που πτώχευσαν για εκείνον που πτώχευσε για χάρη μας και δεν έχουν να δώσουν τίποτε, αλλά πάντοτε θυμούνται νοερώς τους φτωχούς, τις χήρες, τα ορφανά και τους ασθενείς και πολλές φορές τους βλέπουν και συμπάσχουν μαζί τους και κλαίνε θερμά γι’ αυτούς, όπως έκανε ο Ιώβ, που έλεγε, "εγώ έκλαψα για κάθε αδύνατο", και όταν αυτοί έχουν τους ελεούν με ιλαρότητα και υπενθυμίζουν με αφθονία σ’ όλους τα σχετικά με τη σωτηρία της ψυχής» (τ.19Δ, σελ.443-445).
«αυτό είναι το γνώρισμα της κατά Θεόν αγάπης, το να μη φροντίζει δηλαδή κάποιος για την απόκτηση του καλού μόνο για τον εαυτό του, αλλά να γνωρίζει τον πλούτο του και στους πλησίον του αδελφούς και να τους προτρέπει να τον αναζητήσουν και να τον βρουν και να κάνουν δικό τους τον πλούτο αυτόν» (τ.19Δ, σ.457).
«Ω αγάπη, που είσαι Θεός και θεούς κάνεις, ώ αγάπη, πράγμα εκπληκτικό και σπάνιο» (τ.19Ε, σ.89).
«Είναι η αγάπη Πνεύμα θείο παντουργό φως που φωτίζει, μα απ’ τον κόσμο αυτόν δεν είναι, ούτε κάτι απ’ τα του κόσμου, ούτε κτίσμα· αλλ’ άκτιστο είναι, άλλο από τα κτίσματα όλα· άκτιστο στα κτιστά μέσα» (τ.19Ε, σ.183).
«Έτσι πια σαν ξαναφάνη και την ένιωσα σ’ εμένα, διώχνει των δαιμόνων πέρα τις ορδές, διώχνει τη δειλία και μου φέρνει την ανδρεία» (τ.19Ε, σ.193).
«Κι απ’ τις αρετές η πρώτη, η βασίλισσα, η κυρία είναι αληθινά η αγάπη. Είναι η κεφαλή των όλων, είναι ρούχο τους και δόξα. Και χωρίς κεφάλι, σώμα πεθαμένο κι άψυχο είναι» (τ.19Ε, σ.197).
«Αρετές χωρίς αγάπη ανώφελες, ξεθυμασμένες· και γυμνός από τη θεία δόξα όποιος δεν έχει αγάπη· κι αν τις αρετές έχει όλες, στέκεται γυμνός τέλεια… κι έδωσε (ο Χριστός) το θείο Πνεύμα που ’ναι η αγάπη η ίδια» (τ.19Ε, σ.199).
«(Μιλά ο Χριστός) Άφησα την πόρνη εκείνη (του Ευαγγελίου) πιο σεμνή κι από παρθένες. Γιατί ξάφνου όλο το νόμο διασκελίζοντας σαν τείχος ή των αρετών τη σκάλα όλην ανεβαίνοντάς την στο τέλος του νόμου φτάνει, που όνομά του είναι η αγάπη, και την κράτησε ως το τέλος δίχως τραύμα είτε κηλίδα» (τ.19Ε, σελ.211-213).
«(Μιλά ο Χριστός) Όλα καλά ’ναι όσα για μένα πράττει έργα κανένας και η προς τον πλησίον συμπάθεια και η ελεημοσύνη, μα πρώτο να οικτίρει τον εαυτό του, τους λόγους μου πρόθυμα να φυλάξει, τέλος μετάνοια αληθινή να δείξει για όλα τα προηγούμενά του έργα κι ακόμα σ’ αυτά πια να μη γυρίσει, μα στου Κυρίου του, εμέ, τους λόγους να επιμείνει, στις προσταγές και νόμους της αλήθειας κι έτσι απαράβατα όλα να τα πράττει μέχρι θανάτου και παραμικρό ένα λόγο, ούτε στα γραμμένα μια κεραία, να παραδεί· θυσία αυτό για μένα, θυμίαμα αυτό και προσφορά και δώρο· χωρίς αυτά, απ’ τους εθνικούς πιο κάτω» (τ.19ΣΤ, σελ.403-405).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Η Εκκλησία
σώμα κοινό
Εκκλησία είναι οι πιστοί όλοι της οικουμένης. Και αυτοί που τώρα είναι, και οι άλλοι που θα γίνουν, και οι επόμενοι. Έχει μια κεφαλή. Και εφ’ όσον έχει μια κεφαλή, ένα είναι και το σώμα. Το σώμα της Εκκλησίας αποτελείται και από σημαίνοντες και από ασήμους... Πολλοί μέσα στην Εκκλησία έχουν υψηλή θέσι, σαν να είναι κεφαλή, σαν να είναι τα μάτια στην κεφαλή. Άλλοι δε κατέχουν χαμηλή θέσι, σαν να είναι τα πόδια. Πόδια που πατούν τη γη, αλλ’ είναι υγιή πόδια. Δεν είναι κακό να περπατούν τα πόδια στη γη. Κακό είναι να τρέχουν για πονηρά πράγματα.
Ε.Π.Ε. 20,668-670
και συναγωγή
«Ας ευφρανθής εσύ η στείρα, που δεν γεννάς. Ας κραυγάσης και ας φωνάξης εσύ που κοιλοπονάς, διότι πιο πολλά θα είναι τα παιδιά της ερημωμένης, παρά εκείνης που έχει άνδρα». Ποια είναι η στείρα και έρημη πριν; Ασφαλώς είναι η εξ εθνών εκκλησία, που ήταν μακρυά από τη γνώσι του Θεού. Ποια είναι αυτή που έχει τον άντρα; Ασφαλώς η εβραϊκή συναγωγή. Και όμως σε τεκνογονία η έρημη ξεπέρασε την έχουσα τον άντρα. Διότι η συναγωγή περιελάμβανε ένα έθνος. Τα παιδιά όμως της Εκκλησίας έχουν γεμίσει την Ελλάδα, τις βαρβαρικές χώρες, τη γη, τη θάλασσα, ολόκληρη την οικουμένη.
Ε.Π.Ε. 20,340
σχίσμα, φοβερό κακό
Τίποτε δεν μπορεί να διαιρέση τόσο πολύ την Εκκλησία, όσο ο εγωισμός και η φιλαρχία. Και τίποτε δεν παροξύνει τόσο πολύ το Θεό, όσο η διαίρεσις στην Εκκλησία. Και αν ακόμα επιτελέσουμε μύρια καλά έργα, δεν θα δώσουμε μικρότερο λόγο από αυτούς που κατακόπτουν το σώμα, όσοι κομματιάζουμε το εκκλησιαστικό πλήρωμα.
Ε.Π.Ε. 20,706
χειρότερο από αίρεσι
Λέω και φωνάζω: Το να σχίση κάποιος την Εκκλησία δεν είναι μικρότερο κακό από του να εμπέση σε αίρεσι.
Ε.Π.Ε. 20,712
πατρικό σπίτι
Σπίτι πατρικό είναι η Εκκλησία. Είναι ένα σώμα, ένα πνεύμα.
Ε.Π.Ε. 20,714
χτυπιέται από κύματα
Και μεγάλοι ακόμα άνδρες ταράζονται και κινδυνεύουν, όταν αναλαμβάνουν το πηδάλιο, τη διακυβέρνησι της Εκκλησίας. Χτυπιούνται από όλες τις πλευρές από κύματα διαφόρων καταστάσεων.
Ε.Π.Ε. 23,458
ισότιμα τα μέλη της
Η Εκκλησία δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε κυρίους και υπηρέτες. Τον καθένα τον διακρίνει από τα πνευματικά του κατορθώματα κι από τα αμαρτήματά του. Αν, λοιπόν, είναι το σπίτι σου εκκλησία, να μη δυσανασχετήσης που συγκαταλέγεται μαζί σου και ένας δούλος.
Ε.Π.Ε. 24,150
ουρανός
Η Εκκλησία είναι ουράνιος. Τίποτε άλλο δεν είναι, παρά ουρανός.
E.Π.E. 24,546
γελοιοποιείται
Γέμισε η Εκκλησία από γέλια. Αν ο τάδε πη κάποιο αστείο, αμέσως προκαλούνται γέλια σ’ εκείνους που κάθονται. Και το παράξενο είναι, ότι πολλοί δεν σταματάνε να παίζουν και να γελάνε ακόμα και κατά την ώρα της προσευχής (στο ναό). Παντού χορεύει ο Διάβολος. Όλους τους επηρεάζει. Όλους τους εξουσιάζει. Ο Χριστός ατιμάζεται, περιφρονείται. Πουθενά δεν υπάρχει εκκλησία!
Ε.Π.Ε. 24,578
και ψωριασμένα πρόβατα
Στο κοπάδι υπάρχουν πολλά πρόβατα υγιή, αλλά και πολλά ψωριασμένα. Τα τελευταία πρέπει να διαχωριστούν από τα υγιή. Το ίδιο και στην Εκκλησία. Άλλα πρόβατα είναι υγιή, άλλα υποφέρουν από κάποια αρρώστια. Λέγοντας ο ιερεύς, «Τα άγια τοις αγίοις», διαχωρίζει αυτά από εκείνα. Με τη φοβερή του κραυγή καλεί και προσελκύει τους αγίους, όσους έχουν φόβο Θεού και είναι προετοιμασμένοι.
Ε.Π.Ε. 25,40
πλοίο
Ως πλοίο μέσα σε θάλασσα μοιάζει η Εκκλησία. Την άφησε ο Χριστός να ταξιδεύη στην οικουμένη. Δεν εξαφάνισε την ταραχή, αλλά την διέσωσε από την ταραχή. Δεν εξαφάνισε τη θάλασσα, αλλ’ ασφάλισε το πλοίο της Εκκλησίας (ο Χριστός). Παντού οι πολλοί επανίσταντο κατά της Εκκλησίας, όπως κύματα άγρια. Παντού την πολεμούσαν τα πονηρά πνεύματα, όπως φοβεροί άνεμοι. Από παντού άγριος εμφανιζόταν χειμώνας. Και όμως ο Χριστός χάριζε πολλή τη γαλήνη. Και το πιο θαυμαστό είναι, ότι όχι μόνο η αγριότητα δεν κατέλυσε την Εκκλησία, αλλά το πλοίο της κατέλυσε τη θαλασσοταραχή!
Ε.Π.Ε. 26,238
διωκομένη
Η Εκκλησία πάντοτε διώκεται. Σαν να βρίσκεται σε θάλασσα, που μαίνεται και γεννά φοβερά ναυάγια. Τίποτε ευνοϊκό δεν βρίσκεται στον κόσμο.
Ε.Π.Ε. 26,494
νύμφη
Όπως ακριβώς ο νυμφίος (ο γαμπρός) αφήνει τον πατέρα του και έρχεται προς τη νύμφη, έτσι και ο Χριστός. Άφησε τον πατρικό θρόνο και ήρθε προς τη νύμφη. Δεν κάλεσε εμάς να πάμε στον ουρανό. Ο ίδιος ήρθε σε μας. Και όταν ακούς, ότι «άφησε», μη σκεφτής κάποια μετακίνησί Του. Πρόκειται για συγκατάβασι. Πραγματικά, και όταν ήταν μαζί μας, βρισκόταν με τον Πατέρα Του.
Ε.Π.Ε. 27,172
ομόνοια
Εκκλησία σημαίνει συμφωνία και ομόνοια.
Ε.Π.Ε. 30,174
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 129-131)
Η Εκκλησία
η τοπική και η πανταχού
Η δική σας εκκλησία είναι μέρος της εκκλησίας, που βρίσκεται παντού, και του σώματος, που συνίσταται από όλες τις εκκλησίες. Ώστε όχι μόνο μεταξύ σας, αλλά και προς όλη την Εκκλησία της οικουμένης θα ειρηνεύετε, αν είστε ενάρετοι, αφού βέβαια είστε μέλη του σώματος.
Ε.Π.Ε. 18α,330
ουρανός
Την παλαιά εποχή η Εκκλησία ήταν ουρανός, αφού όλα τα καθωδηγούσε το Πνεύμα το Άγιο και κινούσε καθένα από τους προεστώτες και τον καθιστούσε ενθουσιώδη. Τώρα όμως μείναμε μόνο με τα σύμβολα εκείνων των χαρισμάτων.
Ε.Π.Ε. 18α,512
έρημος, μόνο σύμβολα
Μοιάζει τώρα η Εκκλησία με γυναίκα, που ξέπεσε από την παλαιά της δόξα και σε πολλά πράγματα κρατάει μόνο τα σύμβολα από την αρχαία εκείνη ευτυχία... Ο αριθμός τότε των χηρών και η χορεία των παρθένων έδινε λαμπρό στολισμό στην Εκκλησία. Τώρα όμως έχει απογυμνωθή η Εκκλησία και οι τύποι μόνο της έχουν απομείνει.
Ε.Π.Ε. 18α,512
τόπος αγγέλων
Δεν είναι κουρείο η Εκκλησία ούτε αρωματοπωλείο, ούτε κάποιο άλλο εργαστήριο από εκείνα, που είναι στην αγορά. Είναι τόπος αγγέλων, τόπος αρχαγγέλων, βασίλειο του Θεού, ο ίδιος ο ουρανός.
Ε.Π.Ε. 18α,516
όλοι ενωμένοι
Πάλι ονομάζει τους Κορινθίους «εκκλησία», συνενώνοντας και συνδέοντας όλους σε ένα. Γιατί δεν θα μπορούσε να υπάρξη μια εκκλησία, αν όσοι την αποτελούσαν ήσαν διασπασμένοι και βρίσκονταν σε διάστασι μεταξύ τους.
Ε.Π.Ε. 19,16
λουτρό μετανοίας
Η Εκκλησία είναι λουτρό πνευματικό, που καθαρίζει όχι μόνο το σωματικό ρύπο, αλλά κάθε ακαθαρσία της ψυχής με τους πολλούς τρόπους της μετάνοιας.
Ε.Π.Ε. 19,426
ψυχής παιδευτήριο
Δίκαια θα μπορούσε να ονομάση κανείς την Εκκλησία με όλα τα ονόματα, και δικαστήριο και ιατρείο και σχολείο πίστεως και εκπαιδευτήριο ψυχής και γυμναστήριο δρόμων, που οδηγούν στους ουρανούς.
Ε.Π.Ε. 19,426
συνοδική
Είναι μεγάλη η δύναμις της εκκλησιαστικής συνάξεως. Πρόσεχε πόσο μεγάλη. Η προσευχή της Εκκλησίας απελευθέρωσε τον Πέτρο. Αυτή άνοιξε το στόμα του Παύλου.
Ε.Π.Ε. 19,484
δεν είναι μόνο οι κληρικοί
Ένα σώμα είναι η Εκκλησία, όλοι μας. Να μη τα φορτώνουμε όλα στους ιερείς. Και οι ίδιοι να φροντίζουμε, αφού η Εκκλησία είναι κοινό σώμα. Και οι Απόστολοι, προτού να χειροτονήσουν τους επτά διακόνους, συνεννοήθηκαν πρώτα με το λαό. Το ίδιο έκανε και ο Πέτρος για το Ματθία. Συνεννοήθηκε με όλους τους τότε παρόντες, άντρες και γυναίκες. Διότι η Eκκλησία δεν είναι για να φουσκώνουν τα μυαλά των αρχόντων, ούτε για να γίνωνται οι λοιποί δουλοπρεπείς. Είναι εξουσία πνευματική, που έχει το πλεονέκτημα, οι άρχοντες, οι κληρικοί, να φορτώνωνται με περισσότερους κόπους και μεγαλύτερες φροντίδες, όχι να ζητάνε περισσότερες τιμές.
Ε.Π.Ε. 19,486-488
σώμα κοινό
Πρέπει να βρισκόμαστε στην Εκκλησία σαν να είμαστε σε ένα σπίτι, σαν να είμαστε ένα σώμα, αφού και το βάπτισμα είναι ένα και η τράπεζα μία και η πηγή μία και η κτίσις μία και ο Πατήρ ένας.
Ε.Π.Ε. 19,488
και θλίψις των πιστών
Λαμπρά νίκη, τρόπαιο για την Εκκλησία, αυτό είναι, το να πάσχουμε εμείς με τις δοκιμασίες. Έτσι χτυπιέται ο Διάβολος. Όταν εμείς πάσχουμε, νικιέται ο Διάβολος. Και πάσχει, όταν θέλη να μας κάνη κακό.
Ε.Π.Ε. 20,20
άνω-κάτω από το φθόνο
Η αρρώστια του φθόνου προσβάλλει και την Εκκλησία. Αυτή έκανε τα πάντα άνω-κάτω. Διέσχισε την ενότητα του σώματος. Αλληλοσπαρασσόμαστε. Ο φθόνος μας εξοπλίζει με κάθε πονηρό όπλο. Γι’ αυτό είναι μεγάλη η διαφθορά. Αν το ζητούμενο για την οικοδομή στην Εκκλησία είναι να μένουν στερεοί οι οικοδομούντες, όταν όλοι μέσα στην Εκκλησία γκρεμίζουμε, ποιο θα είναι το αποτέλεσμα;
Ε.Π.Ε. 20,74
εσωτερικά πολεμείται
Δεν φοβάμαι τον από έξω πόλεμο κατά της Εκκλησίας, όσο φοβάμαι την εσωτερική διαμάχη. Διότι και η ρίζα, όταν είναι καλά στερεωμένη στη γη, δεν παθαίνει τίποτε από τους ανέμους. Όταν όμως η ρίζα φθείρεται από το σκουλήκι που την κατατρώει από μέσα, θα πέση το δέντρο, έστω κι αν κανείς δεν το χτυπάη. Μέχρι πότε, λοιπόν, θα κατατρώμε τη ρίζα της Εκκλησίας, σαν σκουλήκια;
Ε.Π.Ε. 20,74
νεκρά
Βλέπω σαν σώμα νεκρό, πεσμένο κάτω το πλήθος της Εκκλησίας. Όπως σε ένα σώμα, που πρόσφατα νεκρώθηκε, είναι δυνατόν να δης και μάτια και χέρια και πόδια και τράχηλο και κεφαλή, αλλά κανένα από τα μέλη δεν κάνη πλέον όσα του πρέπουν, έτσι και στην Εκκλησία. Οι παρόντες είναι όλοι πιστοί, αλλά η πίστις δεν είναι ενεργής. Έχουμε σβήσει τη θερμότητα του Χριστού. Έχουμε καταστήσει νεκρό το σώμα του Χριστού.
Ε.Π.Ε. 20,76
οικουμενική
Τα παιδιά της Εκκλησίας έχουν γεμίσει την Ελλάδα, τις βαρβαρικές χώρες, τη γη, τη θάλασσα, ολόκληρη την οικουμένη.
Ε.Π.Ε. 20,340
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 126-129)