"Να πιστεύεις ότι δεν υπάρχει θάνατος"
"Μπορούμε να ζούμε μέσα στη χαρά του Θεού,
και ποτέ να μη σκεφτόμαστε το θάνατο.
Και να έρθει το τέλος της ζωής σου,
και να είναι το πόδι σου μέσα στο λάκκο.
Εσύ μπορεί να φυτεύεις συκιές, καρυδιές, κυπαρίσσια,
να φτιάχνεις περιβόλια για τους συνανθρώπους σου,
να φτιάχνεις εκκλησίες και να είναι το ένα σου ποδάρι μες στο λάκκο.
Γιατί τα κάνεις αυτά; Από την αγάπη.
Πιστεύεις ότι δεν υπάρχει θάνατος και θέλεις και οι συνάνθρωποί σου,
που θα έρθουνε πάλι εδώ, να βρούνε κάτι, να γίνουνε καλοί,
να μη γίνουνε κλέφτες και κλέβει ο ένας τον άλλον.
Γι' αυτό και τα φρούτα και τα καρύδια και τα σύκα.
Γι' αυτό φτιάχνεις και Εκκλησία ".
[Από το φυλλάδιο με κασέτα, Το πνεύμα
το ορθόδοξον είναι το αληθές, σ. 20-21]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.199)
Πόσοι και πόσοι άνθρωποι υπάρχουν, που κάνουν τη δουλειά τους με το φως του ηλίου από το πρωί μέχρι το σούρουπο, χωρίς να κοιτάξουν καν τον Ήλιο, χωρίς να αισθανθούν τον Ήλιο, χωρίς να σκεφθούν ούτε με μία σκέψη τον Ήλιο!
Πόσοι και πόσοι άνθρωποι υπάρχουν, που περνούν τη ζωή τους με το φως, τη δύναμη και τη βοήθεια του Θεού, χωρίς να κοιτάξουν καν τον Θεό, χωρίς να σκεφθούν ούτε με μία σκέψη τον Θεό!
Και ο Ήλιος σιωπά χωρίς θυμό και συνεχίζει να φέγγει ασταμάτητα. Και ο Θεός σιωπά χωρίς θυμό και συνεχίζει να βοηθά ασταμάτητα.
Όμως όταν γίνεται σκοτάδι, όταν πέσει ομίχλη, όταν δυναμώνει η παγωνιά, τότε οι άνθρωποι θυμούνται τον Ήλιο, στρέφονται προς τον Ήλιο, επαινούν τον Ήλιο, αναστενάζουν για τον Ήλιο.
Έτσι και όταν γίνονται συμφορές, ανέχεια, βάσανα αβοήθητα και στενά αδιέξοδα, οι άνθρωποι θυμούνται το Θεό, στρέφονται προς το Θεό, δοξάζουν το Θεό, αναστενάζουν για το Θεό.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Στοχασμοί περί καλού και κακού»)
Οι χριστιανοί έπαυσαν να είναι το «καλό άλας», και ως εκ τούτου παραδόθηκαν σε διωγμούς σχεδόν σε όλη τη γη
Γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ
Μερικοί τολμούν να ονομάζουν την εποχή μας «μεταχριστιανική». Εγώ όμως προσωπικά, μέσα στα όρια των γνώσεών μου για την ιστορία του Χριστιανισμού και την ιστορία του κόσμου γενικά, τείνω να σκέφτομαι ότι ο Χριστιανισμός ποτέ μέχρι τώρα δεν έγινε αποδεκτός όπως θα έπρεπε από τις μεγάλες μάζες. Ο κόσμος –έχω υπ’ όψιν μου το «χριστιανικό» τμήμα του- ποτέ στην ουσία δεν έζησε αυθεντικώς χριστιανικά.
Είναι παράδοξα τα πεπρωμένα της ανθρωπότητος: Εκείνα τα κράτη που περισσότερο από όλα εμφανίζονται ως χριστιανικά, κρατούσαν επί αιώνες το μεγαλύτερο μέρος της οικουμένης σε σιδηρά δεσμά, και τις τελευταίες δεκαετίες στον τρόμο των αποκαλυπτικών καταστροφών. Στη σημερινή κρίση του Χριστιανισμού ανάμεσα στις λαϊκές μάζες, δεν πρέπει να παραβλέπουμε την «εξέγερση» της φυσικής συνειδήσεως των ανθρώπων εναντίον εκείνων των διαστροφών, στις οποίες υποβλήθηκε η ευαγγελική διδαχή κατά την «ιστορική της εφαρμογή».
Η τραγωδία της εποχής μας αλλά και των περασμένων αιώνων έγκειται στην αδυναμία να γίνει αποδεκτή η Αποκάλυψη του Χριστού στο αληθινό της Πνεύμα, στις αυθεντικές της διαστάσεις. Οι απόπειρες, ας τις ονομάσουμε «αφελείς», να διεισδύσει κάποιος ορθολογικά στο Μυστήριο του Χριστού, γίνονται πραγματικά με «ακατάλληλα μέσα». Πρέπει όλοι μας, χωρίς αναβολή, να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Αβραάμ· δηλαδή να πάρουμε στα χέρια φωτιά και μάχαιρα, και να ανέβουμε στο όρος, να θυσιάσουμε τον δικό μας «Ισαάκ», δηλαδή ότι είναι πιο πολύτιμο, και στο οποίο είμαστε ισχυρά προσκολλημένοι.
Είναι επιτακτική ανάγκη για τον καθένα μας να προτιμήσει την αγάπη του Θεού από όλα τα υπόλοιπα. «Εις τις έρχεται προς Με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναται είναι μου μαθητής» (Λουκ. 14, 26). «Ούτως ουν πας εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσιν, ου δύναται είναι μου μαθητής» (Λουκ. 14,33). «Υμείς έστε το άλας της γης· εάν δε το άλας μωρανθή, εν τινί αλισθήσεται; Εις ουδέν ισχύει έτι, ει μη βληθήναι έξω και καταπατείσθαι υπό των ανθρώπων» (Ματθ. 5,13). Οι χριστιανοί έπαυσαν να είναι το «καλό άλας», και ως εκ τούτου παραδόθηκαν σε διωγμούς σχεδόν σε όλη τη γη. Μόνο υπό τον όρο της ολοκληρωτικής μαθητείας στον Χριστό διανοίγονται μέσα μας οι ύψιστες δυνατότητες της φύσεώς μας, που μας κάνουν ικανούς να προσλάβουμε το Ευαγγέλιο στην αιώνια διάστασή του. Η αποφασιστικότητα να τα εγκαταλείψουμε όλα και να ανέβουμε στο σταυρό (βλ. Ματθ. 19, 28-30) θα οδηγήσει το πνεύμα μας στο μεθόριο ανάμεσα στον χρόνο και στην αιωνιότητα. Και εμείς αρχίζουμε να εποπτεύουμε πράγματα, που μας έμεναν ως τότε κρυμμένα.
(απόσπασμα από το βιβλίο "Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής", Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2011)
«[Η διάκριση του Πνευματικού του οσίου Συμεών στον χειρισμό του πόθου του νέου Συμεών]. Παρουσιάζεται (ο Συμεών) σ’ αυτόν, του γνωστοποιεί τον σκοπό (να γίνει μοναχός), ζητεί να γίνει δεκτός από αυτόν, ν’ αλλάξει από αυτήν την ώρα τον τρόπο ζωής και να συγκαταταγή με τους μοναχούς. Εκείνος δε, όπως ήταν έμπειρος του μοναχικού βίου και των επιθέσεων του πονηρού, δεν συγκατανεύει προς το παρόν, τον αναχαιτίζει από αυτήν την ορμή, διότι ήταν ακόμη νέος και διήνυε μόλις το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του και του συνιστά να αναμείνει τον καιρό τελειοτέρας αναπτύξεως»…
Καθώς λοιπόν είδε αυτήν την θεωρία (όραμα) ο θαυμάσιος Συμεών (ο νέος), άρχισε να πυρπολήται μέσα του ακόμη περισσότερο από το θείο πυρ και επέμενε να παρακαλεί τον πατέρα να τον αποκείρη (να του κάνει κουρά). Εκείνος δε, προβλέποντας ότι ο καιρός είναι ακατάλληλος, αλλά και ότι η νεανική απαλότης είναι αβεβαία για την τραχεία άσκησι, έκρινε ότι δεν έπρεπε να πράξη τούτο τότε. Όταν λοιπόν, αφού πέρασαν έξι έτη από τη φοβερή εκείνη θεωρία (όραμα)… μόλις τον είδε είπε· "τώρα, τέκνο μου, είναι καιρός που πρέπει να αλλάξης το ένδυμα και τον βίο, αν θέλεις". Ο λόγος έγινε αναμμένος άνθραξ στην καρδιά του νέου, ο οποίος είπε· "γιατί δεν το είπες αυτό νωρίτερα προς εμένα το τέκνο σου, πάτερ; Αλλά και τώρα απαρνούμαι τον κόσμο και όλα το εγκόσμια" (τ. 19Α , σελ. 41, 45-47).
«[H διάκριση του Συμεών που διέκρινε αν έπρεπε να κάνει υπακοή στον φυσικό πατέρα του ή όχι τη συγκεκριμένη στιγμή]. Ο πατέρας του τον έβλεπε να βιάζεται και να προετοιμάζει το ταξίδι του (για μοναχός), επειδή δεν κατόρθωσε να τον ανακόψη από τον κατά Θεό σκοπό του (να γίνει μοναχός), αν και κίνησε γι’ αυτό κάθε λίθο, τον παίρνει ιδιαιτέρως και άρχισε να λέγη με δάκρυα τα εξής: "Μη με αφήσης, τέκνο, στα γηρατειά μου, παρακαλώ. Όπως βλέπεις άλλωστε, το τέλος των ημερών μου πλησιάζει και ο καιρός της αποχωρήσεώς μου δεν είναι μακριά. Όταν λοιπόν καλύψης το σώμα μου στον τάφο, τότε πήγαινε όπου θέλεις και πάρε όποιον δρόμο θέλεις. Τώρα όμως μη θελήσης να με λυπήσης τόσο πολύ με τον χωρισμό σου· γι' αυτό και την στέρησί σου την θεωρώ θάνατό μου". Αυτά και άλλα περισσότερα έλεγε ο πατέρας, χύνοντας πηγές δακρύων. Ο δε υιός, αφού είχε ξεπεράσει ήδη τους θεσμούς της φύσεως και είχε προτιμήσει τον ουράνιο Πατέρα αντί του επιγείου, είπε, "μου είναι αδύνατο πλέον, πατέρα, να παραμείνω του λοιπού στον εγκόσμιο βίο, έστω και για λίγο χρόνο, διότι δεν γνωρίζομε τι μπορεί να γεννήσει η αύριο, και το να προτιμήσω κάτι άλλο από την δουλεία στον Κύριο είναι για μένα τουλάχιστο σφαλερό και επικίνδυνο". Αυτά είπε και έπειτα ευθύς αμέσως παραιτήθηκε εγγράφως όλης της πατρογονικής περιουσίας που του ανήκε. Παίρνοντας λοιπόν μαζί του μόνο τα ατομικά του πράγματα, και υπηρέτες και όσα είχε αποκτήσει από άλλες πηγές, ανέβηκε σε ίππο και έφυγε καλπάζοντας, όπως ο Λωτ, χωρίς να γυρίση καθόλου πίσω από τους θρήνους των συγγενών ούτε να φροντίσει για την δημοσία υπηρεσία που του είχε ανατεθή· τόσο δριμύτερος από κάθε άλλο πράγμα, και από αυτήν ακόμη την φυσική στοργή προς τους γονείς ο διακαής έρως του ουρανίου Πατρός· διότι αυτός δεν γνωρίζει να νικάται ποτέ ούτε από κάποια ανάγκη φυσικής σχέσεως ούτε από απειλή ανθρώπινη, αφού το ανώτερο στοιχείο κατανίκησε το κατώτερο και απέσπασε τον κυρίαρχο λογισμό από την εγκόσμια αίσθησι» (τ.19, σελ.51-53).
«Κάποτε παρουσιάσθηκαν στον μακαρίτη (όσιο Συμεών) φίλοι του. Επειδή δε ένας από αυτούς χρειαζόταν να φάγη κρέας λόγω σωματικής νόσου, και μάλιστα κρέας από περιστεράκια, παρήγγειλε ο συμπονετικός και μακάριος Συμεών να ψηθούν τα πτηνά και να προσφερθούν στον έχοντα ανάγκη. Καθώς δε έτρωγε ο ασθενής, ο Αρσένιος που καθόταν κι αυτός στην τράπεζα τον κύτταζε σκυθρωπός. Αντιλήφθηκε λοιπόν ο μακάριος την διάθεσί του αυτή και θέλοντας να τον διδάξη να προσέχει μόνο τον εαυτό του και να μη νομίζη ότι υπάρχουν φαγώσιμα που με την μετάληψή τους μιαίνουν (διότι, λέγει, "όλα είναι καθαρά για τους καθαρούς" και "δεν υπάρχει τίποτε από τα εισερχόμενα που μπορεί να μιάνη την ψυχή"), συγχρόνως δε να δείξη στους συνδαιτημόνες και το ύψος της ταπεινώσεώς του, ώστε να μάθουν ότι υπάρχουν ακόμη τέκνα υπακοής στον Θεό και αληθινοί εργάτες της αρετής, λέγει προς αυτόν· "για ποιον λόγο, Αρσένιε, δεν προσέχεις μόνο στον εαυτό σου και δεν τρώγεις σκυμμένος κάτω από τον άρτο σου, αλλά προσέχεις αυτόν που λόγω ασθενείας τρώγει κρέας; Κοπιάζεις με τους λογισμούς και νομίζεις ότι υπερβάλλεις εκείνον σ’ ευσέβεια, επειδή τρώγεις λάχανα και σπέρματα της γης και όχι σαν τους αετούς περιστέρια και πέρδικες; Δεν άκουσες τον Χριστό να λέγη ότι δεν είναι τα εισερχόμενα δια του στόματος που μιαίνουν τον άνθρωπο, αλλά τα εξερχόμενα από αυτόν, δηλαδή οι πορνείες, οι μοιχείες, οι φόνοι, οι φθόνοι, οι πλεονεξίες και τα λοιπά; Γιατί δεν είσαι συνετός; γιατί δεν βλέπεις και δεν σκέπτεσαι με γνώσι, αλλά κατέκρινες κατά διάνοια τόσο ασύνετα τον εσθίοντα, λυπούμενος τάχα την σφαγή των ορνίθων, και λησμόνησες αυτόν που είπε, «ο μη εσθίων να μη κρίνη τον εσθίοντα;». Αλλά φάγε και συ από αυτά και μάθε ότι περισσότερη μίανση υπέστης από τον λογισμό παρά από την βρώσι των πτηνών". Και παίρνοντας ένα από τα πτηνά το έρριψε προς αυτόν ο άγιος παραγγέλλοντας να φάγει. Αυτός δε, καθώς ήκουσε τούτο, φοβούμενος το βάρος του επιτιμίου και γνωρίζοντας ότι η παρακοή της κρεοφαγίας είναι χειρότερη, βάλλοντας μετάνοια και ζητώντας το «ευλόγησε», πήρε το πτηνό και άρχισε να το καταμασά και να το τρώγει με δάκρυα. Όταν δε ο άγιος είδε ότι είχε αρκετά εκλεπτύνει με τα δόντια την τροφή και τώρα επρόκειτο να την καταπιεί, λέγει, "αρκεί, πτύσε το τώρα διότι τώρα που άρχισες να τρώγεις και συ, όπως είσαι γαστρίμαργος, ούτε ολόκληρος ο περιστερώνας δεν μπορεί να σε χορτάση και να σου σταματήση την ορμή προς αυτό". Έτσι με το να μη αρνηθή τη δοκιμή ο αοίδιμος μαθητής του μεγάλου τούτου πατρός, τήρησε την υπακοή, την οποία υποσχέθηκε ενώπιον του Θεού να φυλάξει μέχρι θανάτου» (τ. 19Α, σελ. 115-119).
«[H διάκριση του οσίου στο πώς θα αντιμετώπιζε τον Πατριάρχη. Στη συνάντησή τους, του λέει ο Συμεών:] Θέλησε λοιπόν κατά το θείο λόγιο να διδάσκης, ακολουθώντας τους προγενεστέρους αγίους πατέρες, και θα σε δεχθούμε ως ομότροπο των αποστόλων και θα γίνουμε χώμα και στάκτη κάτω από τα αγία πόδια σου, και το να πατούμαστε από σε, όπως έγραψα προηγουμένως, θα το θεωρήσωμε αγιασμό. Όχι μόνο δε αυτό, αλλά θα φυλάξωμε και τις εντολές σου μέχρι θανάτου και συ θα μας υπεραγαπήσης ως δούλους και ευγνώμονες μαθητάς του Χριστού και θα μας υπερεπαινέσης ως λέγοντας καλά. Εάν όμως δεν θέλης να διδάσκης έτσι, ώστε και να πειθαρχούμε, όπως είπαμε, στα προστάγματά σου, αλλά με υποσχέσεις ότι θα φανώ περίδοξος στην ζωή μεταξύ των ανθρώπων και θα γίνω σύνεδρός σου και όλων των αρχιερέων της Εκκλησίας, μας παρακινής ν’ αθετήσωμε τον πατέρα τον άγιο στον Πνευματικό του (όσιο Συμεών τον Ευλαβή), που μας φώτισε και τώρα πρεσβεύει υπέρ ημών και μας προστατεύει πάντοτε στις περιστάσεις του βίου ως φιλοστοργότατος πατήρ, και με αυτόν τον τρόπο φροντίζεις να προσκρούουμε στον Χριστό που είπε, "όποιος αθετεί εσάς, αθετεί εμένα", τότε κι εμείς δεν θα ειπούμε τίποτε άλλο παρά πρέπει να πειθαρχούμε στον Θεό μάλλον παρά σε ανθρώπους. Eάν πραγματικά, κάμοντας τούτο, έσπευδα να αρέσω στους ανθρώπους, δεν θα ήμουν δούλος του Χριστού. Διότι γνώριζε ότι εγώ από τώρα δεν προτιμώ μοναστήρι ή πλούτο ή δόξα ή κάτι άλλο από όσα επιδιώκουν στη ζωή οι άνθρωποι αντί της εξορίας που μου επιβλήθηκε για την δικαιοσύνη του Θεού. Τίποτε από αυτά, αλλά ούτε θάνατος ούτε ζωή δεν θα με χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού μου και αυτού του πνευματικού μου πατρός… Και επειδή χάρι δικαιοσύνης και φυλάξεως της εντολής του ζώντος Θεού εξωρίσθηκα από εκεί (τη μονή), δεν επιστρέφω πάλι από εκεί έως ότου ζω, αλλά θα συναποθάνω μαζί με την εντολή του Χριστού μου, χωρίς να τον αθετήσω, και γνωρίζω καλά ότι δεν θα εκπέσω των θεοπνεύστων μακαρισμών του. Διότι είπε "θα είσθε μακάριοι, όταν σας ονειδίσουν και διώξουν και είπουν εξ αιτίας μου κάθε κακό λόγο εναντίον σας ψευδόμενοι". Καθώς λοιπόν ο πατριάρχης άκουσε αυτά, που δεν τα περίμενε, είπε· "αληθινά είσαι φιλοπατερικός Στουδίτης, κύριε Συμεών, και διαθέτεις την επιμονή εκείνων, που είναι ίσως αξιέπαινη και νόμιμη". Γι’ αυτό και σε λίγο εξέφερε την κρίσι του με τους εξής λόγους· "Εγώ ήλπιζα ότι θα περιέκοπτα κάπως την επιμονή σου στο θέμα αυτό. Επειδή δε είσαι ακόμη ο ίδιος και δεν έχεις καθόλου αλλαγή, αλλά μένεις αμετακίνητος από την προς εκείνον τον πνευματικό σου πατέρα τιμή και πίστι, αυτό βέβαια θεωρείται από εμένα και από όλους αξιέπαινο και νόμιμο. Συ πάντως εδείχθηκες απείθαρχος στα λόγια μας. Στο εξής λοιπόν να είσαι όπου θέλεις, συναναστρεφόμενος δηλαδή τους μαθητάς σου και πράττοντας τα θελήματά σου χωρίς να εμποδίζεσαι από εμάς, να πανηγυριζής και να συνευφραίνεσαι με τους φίλους είτε στα έξω είτε μέσα σ’ αυτήν την πάλι". Αφού είπε αυτά, τους απέλυσε ειρηνικά» (τ. 19Α, σελ. 221-225).
«Επειδή έφαγα πολύ κι’ εβάρυνε το στομάχι μου και παρακοιμήθηκα, κυρίευσε τον νου μου το πάθος και νικήθηκα· από το άλλο μέρος πάλι, επειδή εγκρατεύθηκα σε υπερβολικό βαθμό, κατέστησα τον νου μου σκοτεινό και δυσκίνητο και έτσι περιέπεσα στο ίδιο πάθος. Μερικές φορές μάλιστα συμβαίνουν αυτά στους αγωνιζομένους και από την κράση του αέρος, δεν ξεύρω πώς να το πω, και από την αχλυώδη παχύτητα του νοτίου ανέμου» (τ. 19Α, σ. 437).
«Πράγματι είναι κακό το να κρυφακούει ή να παρατηρεί κανείς κρυφά τι συζητά ή διαπράττει ο πλησίον, αλλά μόνο όταν αυτό γίνεται με σκοπό να κατηγορήσει ή εξευτελίσει ή κακολογήσει ή διασύρει σε κατάλληλη ευκαιρία όσα είδε ή άκουσε. Εάν όμως αυτό το κάμνει για να διορθώσει τα σφάλματα του πλησίον με συμπάθεια και σοφία και φρόνηση και να προσευχηθεί γι’ αυτόν με όλη την καρδιά του και με δάκρυα, τότε το έργο αυτό δεν είναι πονηρό. Διότι εγώ είδα άνθρωπο να χρησιμοποιεί πολλούς τρόπους και πολλές μεθόδους, για να μην του ξεφύγει τίποτε απαρατήρητο από όσα λέγονταν ή γίνονταν από τους συνανθρώπους του. Δεν το έκαμνε αυτό για να τους βλάψει, μη γένοιτο, αλλά για να τους απομακρύνει από τις αντίθετες πράξεις και τους λογισμούς, άλλον με τον λόγο, άλλον με δώρα, και άλλον με κάποια άλλη δικαιολογία» (τ. 19Δ, σ. 21).
«Εκείνος που ανέχεται με μακροθυμία εκείνον που βλασφημεί προς το Θεό, αμαρτάνει μαζί με τον βλάσφημο σαν να συνευχαριστιέται και να συναποδέχεται αυτόν με τη νομιζόμενη μακροθυμία» (τ.19Δ, σ.349).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Από τον λόγο Αντιόχου Μοναχού της Λαύρας του Αββά Σάββα
«Το να αφιερώνει κανείς χρόνο στην αδιάλειπτη προσευχή είναι αναγκαίο και επωφελές σε όλους. Ας ζητήσουμε λοιπόν από τον Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να μας δώσει σύνεση πνευματική, ώστε να αποκτήσουμε νήψη, να βρισκόμαστε σε εγρήγορση και να ζητάμε να γίνεται το θέλημα Του στη ζωή μας. Διότι αυτό μας έδωσε ως εντολή ο Θεός και Σωτήρας μας, το πνευματικό φώς, το Όν το αληθινό, να ζητούμε δηλαδή να γίνεται το θέλημά Του. Όταν λοιπόν επικαλούμαστε την Αγία και Ομοούσιο Τριάδα με αγνές προσευχές, καθαρό μυαλό και με σκοπό την ένωσή μας με τον Θεό, προσεγγίζουμε και παραλαμβάνουμε τα πανάρετα δώρα που προέρχονται απ’ Αυτήν. Η προσευχή είναι ανώτερη όλων των αρετών, γιατί όντας καθαρή, αγγίζει τον Θεό. Η προσευχή είναι βλαστός πραότητας και αοργησίας, υπόθεση χαράς και ευχαριστίας, προφύλαξη από την λύπη και τη βαρυθυμία. Είναι λοιπόν ανάγκη ο νούς να βρίσκεται σε μεγάλη προσοχή κατά την ώρα της προσευχής και το στόμα να σιωπά. Τότε μπορεί κανείς να προσευχηθεί. Διότι η προσευχή είναι ομιλία προς τον Θεό. Η εν πνεύματι προσευχή που συνοδεύεται από πένθος αποβαίνει τροφή του νου, όπως ακριβώς ο άρτος για το σώμα. Μακάριος ο νους, ο οποίος κατά την ώρα της προσευχής ομιλεί στον Θεό δίχως περισπασμούς. Αυτός ανεβαίνει ψηλά σαν νεογένητος αετός και γίνεται φωτεινός από την φωτοειδή αλλοίωση του θεού, καθώς έτσι διδαχθήκαμε: «Γενηθήτω το θέλημά Σου». Αυτός που θέλει να προσεύχεται καθαρά, προηγουμένως, πρέπει να προσευχηθεί για να έχει τη συνέργια των δακρύων, ώστε με το πένθος, δηλαδή τη λύπη για τις αμαρτίες, να εξημερώσει την αγριότητα της ψυχής και έτσι να φθάσει στην καθαρή προσευχή. Διότι η επίμονη και συνεχής προσευχή, για της ομιλίας προς τον Θεό, αρπάζει τον νου από τις κοσμικές σκέψεις και τον τοποθετεί μπροστά στον Θεό· και το πλησίασμα αυτό τον πλημμυρίζει ευλάβεια και πραότητα. Χωρίς όμως ταπεινοφροσύνη, η προσευχή δεν γίνεται ευπρόσδεκτη. Ο Κύριος επιβλέπει την προσευχή των ταπεινών και δεν απαξιώνει τη δέησή τους. Έτσι λοιπόν, αυτός που θέλει να καθαρίσει την καρδιά του, πρέπει να τη θερμάνει με την παντοτινή μνήμη του Θεού. Αυτός ας είναι διαρκές έργο και μελέτη του. Διότι, δεν πρέπει άλλοτε να προσευχόμαστε και άλλοτε όχι· αλλά πάντοτε να διαθέτουμε χρόνο για την προσευχή με προσεκτικό νου, ακόμη κι αν βρισκόμαστε κάπου έξω από το κελλί της προσευχής»
(“Το γνώθι σαυτόν” κείμενα αυτογνωσίας – Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, εκδόσεις Άθως, σελ. 113-115)
389. Αλλοίμονο, έχουμε μάθει πολλά γράμματα μερικοί, αλλά αγνοούμε την επιστήμη της απαλλαγής από τα αμαρτήματα και είμαστε συχνά εντελώς αστοιχείωτοι ως προς αυτή τη γνώσι. Δεν μαθητεύσαμε πραγματικά στον θείο Διδάσκαλο, τον Χριστό, που είναι η ιδία η αλήθεια. Είμαστε αναλφάβητοι απέναντι στο Ευαγγέλιο. Και όσο πιο μορφωμένοι είμαστε κατά κόσμον, τόσο μεγαλύτερη και χειρότερη είναι η άγνοιά μας αυτή. Γιατί δεν ξέρουμε και δεν πράττουμε το ένα και μοναδικό που έχουμε ανάγκη, αλλά υπηρετούμε τυφλά το εγώ μας και τις επιθυμίες του «παλαιού» ανθρώπου.
390. Το να αγαπάμε τον θεό με όλη την καρδιά μας, σημαίνει: να αγαπάμε με όλη την καρδιά μας τις εντολές του Ευαγγελίου και ποτέ να μην τις παραβαίνουμε. Σημαίνει: όλη μας η καρδιά να είναι δοσμένη αγαπητικά στον Κύριο.
391. Τα πάθη μας σπρώχνουν κάθε ημέρα, μες από τους δρόμους της υλοφροσύνης, στο να ενεργούμε αντίθετα προς το θέλημα του Κυρίου. Να κάνουμε δηλαδή ό,τι αρέσει στον πλάνο Σατανά.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 167)
Φωνάζοντας ο ιερεύς «τας θύρας, τα θύρας..» αλληγορικά προτρέπει να προσέξουμε τις αισθήσεις μας, το μυαλό μας, τις σκέψεις μας, διότι δια μέσου αυτών περνά ο θάνατος. Το βεβαιώνει και η Αγία Γραφή: ο θάνατος εισέρχεται «δια των θυρίδων». Οι «θυρίδες» είναι οι αισθήσεις του ανθρώπου και οι λογισμοί του. Είναι έγκλημα να είμεθα μέσα στο Ναό και το μυαλό μας να ταξιδεύη ακόμα και σε πονηρές παραστάσεις. Κλείσιμο λοιπόν και σφράγισμα όλων των αισθήσεων δια της προσοχής και προσευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Αν ο χριστιανός που εκκλησιάζεται, καταφέρη ν’ απομονωθή από τον υλικό κόσμο, που τον περιβάλλει, τότε μπορεί –με την Χάρι του Αγίου Πνεύματος- να φθάση (εν εκστάσει ψυχής) στη θέα της Θριαμβεύουσας Εκκλησίας και των απορρήτων μυστηρίων του Θεού.
Η εκφώνησις «Τας θύρας, τα θύρας!...» αναγωγικά πλέον μας φανερώνει την παροδικότητα της ζωής και του παρόντος κόσμου, αλλά και την είσοδό μας στους νυμφικούς θαλάμους του Νυμφίου Ιησού Χριστού, που θα πραγματοποιηθή οριστικά, αμετάκλητα και ολοκληρωτικά στην Δευτέρα Παρουσία, μετά τον φοβερό χωρισμό των πιστών από τους αμετανόητους και την ακόμα φοβερώτερη απόφασι του Δικαίου Κριτού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού!
(Εμπειρίες κατά τη Θεία Λειτουργία - πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου Κ. Αναγνωστόπουλου, εκδόσεις Γ. Γκέλμπεσης, σελ. 303)
130. «εις την οικίαν» (Ματθ. β' 11).
Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος σημειώνει ότι οι Μάγοι (Ματθ. β' 1-12) βρήκαν «το παιδίον μετά της μητρός αυτού εις την οικίαν». Γράφει σχετικά ο Ωριγένης: «Μετά το ευλογηθήναι αυτόν (τον Ιησού) υπό Συμεών καταβάντων πάλιν εν τη Βηθλεέμ του Βρέφους φερομένου τε εν αγκάλαις της τεκούσης και παροικήσαν εν οικεία ξενίας ημέρας πολλάς εις οίκον (= φιλοξενήθηκαν) κατά μεν τον αυτόν ελθόντες οι μάγοι εκ γης ανατολής κακεί προσενεγκότες αυτώ τα δώρα, θεαταί γεγόνασι του αιωνίου βασιλέως» (ΥΜ, 49) .
Μετά τη γέννησι του Ιησού, ο Ιωσήφ έκρινε ότι έπρεπε να μείνουν ακόμα στη Βηθλεέμ για ένα μικρό διάστημα. Και τούτο ασφαλώς για να μη ταλαιπωρηθή η Θεοτόκος και το Βρέφος με το ταξείδι επιστροφής στη Γαλιλαία, αλλά και για το ότι η Βηθλεέμ ήταν κοντά στα Ιεροσόλυμα, όπου θα έπρεπε να πάνε στις 40 μέρες από τη γέννησι για τον εκκλησιασμό του Παιδιού. Έτσι, μετά την παράστασι του Ιησού στο Ναό, (σαραντισμό), γύρισαν στην Βηθλεέμ. Στο διάστημα αυτό συνέβη και η προσκύνησις των Μάγων, γεγονός που απέδειξε σωστή την πιο πάνω απόφασι του Ιωσήφ. Έτσι οι Μάγοι προσκύνησαν τον «Βασιλέα των Ιουδαίων» στη γενέθλιο πόλι του, «εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας (στιχ. 5).
Η Πρόνοια του Θεού και η εμπιστοσύνη του ανθρώπου σ’ αυτή δεν αποκλείει την ανθρώπινη πρωτοβουλία. Η σκέψις, η απόφασις και η ενέργεια του ανθρώπου μπροστά στα διάφορα περιστατικά της ζωής δεν αποκλείονται, αλλά συμπεριλαμβάνονται μέσα στο σχέδιο της Προνοίας του Θεού. Ο ρόλος ιδίως του Πατέρα και της Μητέρας μέσα στην οικογένεια δεν είναι διακοσμητικός, αλλά ουσιαστικός. Η πρόνοια και η αγάπη του Θεού δεν αντικαθιστούν τους γονείς. Οι γονείς οφείλουν να σκέπτωνται, να αποφασίζουν και να ενεργούν (πάντοτε βέβαια ύστερα από προσευχή) με την πεποίθησι, ότι εκτελούν το θέλημα του Θεού στη ζωή τους. Το θέλημα άλλωστε του Θεού φανερώνεται ακριβώς μέσα στις ανθρώπινες πρωτοβουλίες και προσπάθειες. Εκείνο που χρειάζεται είναι να διατηρήται ο άνθρωπος σε διαρκή εσωτερική ετοιμότητα για να συλλαμβάνη κάθε φορά τα μηνύματα του θελήματος του Θεού για τη ζωή του και τον κόσμο.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 159)
Άρχισα από κάτι εύκολο
Ήταν πολύ διακριτικός ο Γέροντας στα διάφορα σχετικά προβλήματα, που του παρουσιάζονταν. Μου είπε : " Μιά μέρα, με επισκέφθηκε μία ηθοποιός, τελείως απελπισμένη, γιατί την παράτησε ο καλός της.
Είδα την ψυχή της • τί να δώ, ερείπιο. Από πού ν' αρχίσω ; Άρχισα από κάτι εύκολο.
Της έβαλα κανόνα, να κάνει κάθε μέρα κάτι, που άμα σου το πώ, θα γελάσεις.
Κι όμως, από κει έπρεπε ν' αρχίσω, γι' αυτή την ψυχή.
Κάνοντας αυτό το ελαφρό που της είπα, καθώς είναι καλοπροαίρετη, θα γλυκαθεί η ψυχή της και θα ξανάρθει. Τότε θα της πώ να κάνει κάτι σοβαρότερο κι έτσι, σιγά σιγά, θα πλησιάσει το Χριστό.
[Γ 359π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.349-350)
Πώς μπορούμε μέσα στον κόσμο να συναντήσουμε το Χριστό;
Αφηγήθηκε και σ' εμάς μιά ιστορία από το βίο του, η οποία όπως φαίνεται είναι γνωστή σε αρκετούς· σε άλλους, προφανώς, διότι τους την αφηγήθηκε ο ίδιος, και σε άλλους, διότι τους την αφηγήθηκαν κάποιοι τρίτοι. Καταθέτουμε εδώ κι αυτή την εμπειρία μας, για ένα επιπρόσθετο λόγο· διότι η αφήγηση αυτή του Γέροντος υπήρξε απάντηση σ' ένα ερώτημα που του θέσαμε, και το οποίο είναι κοινό ερώτημα πλείστων όσων ανθρώπων της εποχής μας. Πώς μπορούμε εμείς, που ζούμε μέσα στον κόσμο, μέσα στην τύρβη και την ανησυχία και το σχιζοφρενικό σύγχρονο τρόπο ζωής, να συναντήσουμε το Θεό;
Μας αφηγήθηκε, λοιπόν, ο Γέρων Πορφύριος την ακόλουθη ιστορία, την οποία εμείς μεταφέρουμε εδώ σε συντομία:
Τις πρώτες ημέρες, που διορίστηκε εφημέριος στον ιερό ναό του Αγίου Γερασίμου στην Πολυκλινική των Αθηνών, δίπλα στην πλατεία Ομονοίας είχε ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα την ώρα που λειτουργούσε. Απέναντι ακριβώς από το ναό ήταν κατάστημα, που πουλούσε δίσκους και γραμμόφωνα. Ο καταστηματάρχης λοιπόν, έπαιζε δίσκους στο γραμμόφωνο, για να προσελκύει πελατεία. Τους έπαιζε, όμως, τόσο πολύ δυνατά, που ο Γέρων Πορφύριος δεν μπορούσε να το αντέξει κι είχε φτάσει στο σημείο να σκέφτεται να παραιτηθεί, ενώ τόσο πολύ είχε θελήσει αυτό το διορισμό.
Και σ' αυτήν την περίπτωση, όμως, ο Γέρων Πορφύριος, όπως σ' όλη τη διάρκεια του αγίου βίου του, δεν έβαλε το δικό του θέλημα μπροστά, αλλά ταπεινά και με πολλή προσευχή ζήτησε από το Θεό να του δείξει τι Εκείνος ήθελε να γίνει.
Μετά, λοιπόν, από τριήμερη νηστεία και προσευχή βρήκε, σε μιά άκρη της Εκκλησίας, αφημένο ένα τετράδιο, το οποίο ανήκε στο γιό ενός επιτρόπου του ναού, ο οποίος ήταν υποψήφιος φοιτητής του Πανεπιστημίου.
Ήταν ένα τετράδιο με σημειώσεις φυσικής, το οποίο - πάντοτε, Κύριε, θαυμάζουμε τα έργα σου - έδωσε στο Γέροντα Πορφύριο τη λύση του προβλήματός του.
Φυλλομετρώντας το βρήκε κάποιες σημειώσεις, που είχαν σχέση με τα ηχητικά κύματα. Μελετώντας τες, του ήρθε η σκέψη ότι, αν ρίξεις μέσα σε μιά λίμνη μιά μικρή πέτρα, δονούνται τα νερά και σχηματίζονται κύκλοι. Αν όμως ρίξεις, σε άλλο σημείο της λίμνης, μιά άλλη μεγαλύτερη πέτρα, σχηματίζονται καινούργια κύκλοι μεγαλύτεροι, οι οποίοι εξουδετερώνουν τους πρώτους. Αυτή ήταν η απάντηση, που περίμενε ο Γέρων Πορφύριος από το Θεό. Την επόμενη ημέρα προσπάθησε να συγκεντρώσει όλες τις πνευματικές και ψυχικές του δυνάμεις στις ευχές και στις πράξεις της Θείας Λειτουργίας. Κι έτσι οι κύκλοι, τους οποίους -βάσει του συλλογισμού που είχε κάνει για τη λίμνη- σχημάτισε ο ίδιος μέσα στο νου του και την καρδιά του, εξουδετέρωσαν τους κύκλους που σχημάτιζαν τα γραμμόφωνα και οι δίσκοι, και δεν τον ενοχλούσαν πλέον ούτε τον αποσπούσαν από την Θεία Λειτουργία.
[' Ι 292π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ. 385-387)