... Και αμέσως ηκολούθησε φοβερός και μυστηριώδης σεισμός λόγω του θανάτου του Ιησού Χριστού, με συνέπειες ασυνήθεις, όπως «ιδού το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω», πράγμα ασύνηθες και αδύνατον υπό συνθήκας κανονικού, φυσιολογικού σεισμού, ανεξαρτήτως εντάσεως. Ούτε το σκότος ούτε ο σεισμός ήσαν φυσιολογικά φαινόμενα. Το καταπέτασμα του Ναού ήτο εκείνο το οποίον εχώριζε τα Άγια των Αγίων, τα οποία ήσαν άβατα, από τα Άγια, τ.έ. τον υπόλοιπον, τον κυρίως, Ναόν (’Εξοδ. 26,31 εξ. Λευίτ. 16,2, 12. Το σχίσιμο του καταπετάσματος ήτο σημείον καταργήσεως της τυπικής απολυτρώσεως της Παλαιάς Διαθήκης και αντικαταστάσεώς της υπό της πραγματικής και ουσιαστικής απολυτρώσεως της Καινής Διαθήκης δια του θανάτου του Χριστού, ο οποίος έσχισε το καταπέτασμα του Ναού των Ιεροσολύμων και εισήλθεν ο ίδιος εις τα Άγια των Αγίων του Θρόνου του Θεού, προσφέρων το ίδιον αίμα επί του Σταυρού εις τον Θεόν Πατέρα δια την σωτηρίαν ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους (πρβλ. Εβρ. 6,19. 9,6. 10,19. 9,11-12. 10,11-23 κ.λπ.).
Το γεγονός ότι «η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν» (στ. 51) αποτελεί φυσικό φαινόμενο ενός συνήθους σεισμού. Εκείνα όμως, τα οποία αποτελούν ασυνήθη και έκτακτα φαινόμενα, συνεπεία ενός σεισμού, είναι τα γεγονότα ότι «τα μνημεία ανεώχθησαν και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη» (στ. 52). Εφ΄ όσον «αι πέτραι εσχίσθησαν», με αποτέλεσμα να διαταραχθούν τα στέρεα θεμέλια της Αγίας Πόλεως, ανεώχθησαν ως ήτο επόμενον, και τα μνημεία των νεκρών. Οι τάφοι των νεκρών, στην περιοχή αυτή της Μέσης Ανατολής, ήσαν λαξευμένοι επί βράχων, τα δε σώματα των νεκρών ετοποθετούντο απλώς εντός αυτών εσπαργανωμένα και τετυλιγμένα με διάφορες αρωματικές ουσίες, άνευ χώματος, η δε θύρα της εισόδου απετελείτο από σκαλιστόν λίθον στερεωμένον άνωθεν και κάτωθεν από την ίδιαν πλευράν, και έναν άλλον ογκόλιθον εφαπτόμενον αυτής δια να μην ανοίγη ευκόλως (πρβλ. Ματθ. 28,2 παράλ.). Μ’ έναν δυνατόν σεισμόν, βεβαίως, αι θύραι των τάφων ηνοίγοντο ευκόλως.
Εφ΄ όσον, λοιπόν, δια του δυνατού σεισμού τα μνημεία ανεώχθησαν, «πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη», όχι όλα, αλλά «πολλά» και μάλιστα «αγίων», οι οποίοι τοιουτοτρόπως κατέστησαν μάρτυρες της αναστάσεως του Χριστού και αυτών των ιδίων. Εν προκειμένω, το όλον γεγονός αποτελεί τύπον και σύμβολο της γενικής αναστάσεως εις τα έσχατα και του τέλους του κόσμου, η οποία ως αρχή και κανών καθοράται στον θάνατο του Χριστού και εμφανίζεται δια φυσικών σημείων. Το άνοιγμα συγκεκριμένων μνημείων στην Ιερουσαλήμ απετέλει ειδική εκπροσώπηση της επικειμένης αναστάσεως και ιδιαιτέρως πιστών. Με το ένα γεγονός, ότι τα μνημεία «ανεώχθησαν», συμφωνεί το άλλο, ότι μετά την Ανάσταση του Χριστού πολλοί πιστοί είδαν πρόσωπα, που είχαν αναστηθεί εκ των τάφων. Τούτο κατέστη απαρασάλευτο στην πίστη των Αποστόλων, περί των συνεπειών της Αναστάσεως του Χριστού.
Συνεπώς, ο παρών στίχος 52 αποτελεί τον πρώτον σπόρον της διδασκαλίας της Εκκλησίας περί της καθόδου του Χριστού εις τον Άδην, περί της οποίας δια πρώτην φοράν αναγινώσκομεν εν A' Πέτρ. 3,19 και 4,6. Η εμφάνιση των αναστηθέντων νεκρών εις πολλά πρόσωπα των Ιεροσολύμων, αποτελεί την απόδειξη της αναστάσεως ως ιστορικού γεγονότος μετά την Ανάσταση του Χριστού και τις πολλές εμφανίσεις αυτού στους Μαθητάς του και σε πλήθος άλλων προσώπων (βλ. Α' Κορ. 15,38). Επομένως, ο θάνατος του Χριστού αποδεικνύεται ότι συνιστά τη ζωή του κόσμου. Ως θάνατος απολυτρώσεως και ως θριαμβευτική κάθοδος στον Άδην, ενήργησεν ο Θεός επί του πνευματικού κόσμου αναστήσας κυρίως αγίους της Παλαιάς Διαθήκης, oi οποίοι αντέδρασαν κατά διαφόρους τρόπους και ούτω πως επηρέασαν την πνευματική κατάσταση των ζώντων αγίων. Επομένως, δεν πρόκειται περί θαυμάτων της τελικής αναστάσεως εν προκειμένω, ούτε περί θαυματουργικής αναστάσεως εκ των νεκρών, όπως ήτο η ανάστασις του Λαζάρου, δια να ζήσουν μία δεύτερη ζωή στον παρόντα κόσμο. Υπό το πρίσμα τούτο, η σειρά που παρατίθεται εν Α' Κορ. 15,20 έχει συνέχειαν, κατά την οποίαν ο Χριστός είναι «η απαρχή». Κατά τινας Πατέρας της Εκκλησίας, ως ο Επιφάνιος, οι αναστηθέντες μετά την ανάσταση του Χριστού στα Ιεροσόλυμα (Ματθ. 27,53), είχον ήδη ένδοξο σώμα, το σώμα της αναστάσεως, και ανελήφθησαν μαζύ με τον Χριστό (πλήθος ονομάτων αναφέρονται στα απόκρυφα «Πράξεις Πιλάτου» και στο «Ευαγγέλιον Νικοδήμου», μεταξύ των οποίων oi Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ, οι 12 Πατριάρχαι του Ισραήλ, ο Νώε κ.λπ.). Στην Ευαγγελική διήγηση εν προκειμένω, γίνεται διάκριση μεταξύ των αποτελεσμάτων του θανάτου του Χριστού και των αποτελεσμάτων της Αναστάσεως αυτού.
Δια του θανάτου του, οι άγιοι απηλευθερώθησαν εκ των δεσμών του Άδου και ούτως ανεστήθησαν, δια της Αναστάσεώς του όμως, αποκατεστάθη η δράση των εις τον κό-σμον («είσήλθον εις την αγίαν πόλιν και ενεφανίσθησαν πολλοίς»). [Στην Αγία Γραφή μνημονεύονται εξ (6) αναστάσεις προηγηθείσαι της Αναστάσεως του Χριστού, όλες δε ήσαν αποκατάσταση στην παρούσα επίγεια ζωή, ήτοι• 1) του υιού της χήρας εν Σαρεπτά, Γ' Βασ. 17, 2) του υιού της Σωμανίτιδος γυναικός, Δ' Βασ. 4,3) την προκληθείσαν υπό των οστέων του Ελισαιέ, Δ' Βασ. 13,4) της θυγατρός του Ιαείρου, Ματθ. 9, 5) του υιού της χήρας της Ναΐν, Λουκ. 7, 6) του Λαζάρου, Ιωάν. 11.
Αι εις ουρανούς καταστάσεις του Ενώχ και του Ηλία, επειδή δεν προηγήθη θάνατος, δεν συμπεριλαμβάνονται εδώ. Η ανάσταση των νεκρών κατά τον θάνατον του Χριστού, απετέλει προτύπωσιν της τελικής αναστάσεως εις ζωήν αιώνιον στα έσχατα, επραγματοποιήθη όμως αυτή μετά την Ανάσταση του Χριστού, δια να είναι ο Χριστός «πρωτότοκος εκ των νεκρών» (Ρωμ. 8,29. Κολ. 1,15• 18. Αποκ. 1,5). Ο θάνατος του Χριστού επί του σταυρού ήνοιξε τους τάφους αυτών, η δε ανάστασίς του ανέστησεν αυτούς και πάλιν στη ζωή, δια να είναι ο Χριστός «απαρχή των κεκοιμημένων» (Α' Κορ. 15,20•23. Πολλοί Πατέρες δέχονται ότι ούτοι απέθανον εκ νέου ή ανελήφθησαν μετά του Χριστού). Εν πάση περιπτώσει, ο θάνατος και η Ανάσταση του Χριστού υπήρξαν ιστορικά γεγονότα διακηρύσσοντα την αλήθεια της νίκης αυτού επί του θανάτου και διανοίξαντα την θύραν της αιωνιότητος.
(Βούλγαρη Χρήστου, Ερμηνευτικόν Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγέλιον, Αποστολική Διακονία, σελ. 826-829)
Κεφάλιο 27, στίχος 45. Από της 3ης πρωινής ώρας του Ιουδαϊκού ωρολογίου, ήτοι 9ης σημερινής, ο Ιησούς ήτο προσηλωμένος επί του σταυρού. Η 6η ώρα επομένως, ήτο η 12η μεσημβρινή ημετέρα. Από της ώρας αυτής, επομένως, της 12ης μεσημβρινής, «σκότος εγένετο επί πάσαν την γην έως ώρας ενάτης», ήτοι έως της 3ης απογευματινής. Αυτός ο υπολογισμός του χρόνου υπό του Ματθαίου, αντιτίθεται σ’ εκείνον του Ιωάννου 19,14 «ώρα ην ως έκτη» (μεσημέρι), ότε ο Πιλάτος «λέγει τοις Ιουδαίοις, ίδε ο βασιλεύς υμών» και «παρέδωκεν αυτόν αυτοίς ίνα σταυρωθή». Εάν ακολουθήσωμεν την άποψιν ότι ο Ιωάννης ακολουθεί το Ρωμαϊκό ωρολόγιο, τότε κερδίζομε μίαν ώραν, οπότε δεν ακριβολογούμε. Εφ΄ όσον όμως αι περίοδοι της ημέρας υπολογίζονται ειδικώς σύμφωνα με τις ώρες της προσευχής, 3, 6, 9, 12, δυνάμεθα να εννοήσωμε τις ώρες ως εξής: η 3η ώρα (9η πρωινή) είχεν ήδη παρέλθει και επλησίαζε την 6ην ώραν (12η μεσημβρινή), η οποία εθεωρείτο ιερά υπό των Ιουδαίων, ιδιαιτέρως κατά τα Σάββατα και τις εορτές. Ανάλογη είναι η δήλωση του Μάρκου 15,25: «ην δε ώρα τρίτη και εσταύρωσαν αυτόν». Όπως δε ο Ματθαίος, ούτω και ο Μάρκος υπολογίζουν την μαστίγωση του Ιησού ως μέρος της σταυρώσεως, η οποία εγένετο μεταξύ της 3ης και της 6ης ώρας (τ.έ. 9-12 σημερινής). Κατά τον χρόνον τούτον, δεν ήτο δυνατόν να είχε γίνει κανονική έκλειψις του ηλίου, διότι το Πάσχα εωρτάζετο κατά τη διάρκεια πανσελήνου. Επί πλέον, ο Λουκάς αναφέρει την συσκότηση του ηλίου (23,45• «του ηλίου εκλιπόντος») μετά τη συσκότιση της γης. Εντεύθεν, είναι εμφανές ότι ούτος αποδίδει τη συσκότιση, η οποία εξηπλώθη σ’ ολόκληρη τη γη, όχι εις έκλειψιν του ηλίου, αλλ΄ εις μυστηριώδη πύκνωσιν της ατμόσφαιρας• «Και ην ήδη ωσεί ώρα έκτη και σκότος εγένετο εφ΄ όλην την γην έως ώρας ενάτης του ηλίου εκλιπόντος» (Λουκ. 23,44-45).
Οι Εκκλησιαστικοί συγγραφείς του 1ου αιώνος αναφέρονται εις δήλωσιν η οποία απαντά στο έργο του Φλέγοντος, ενός χρονογράφου επί Αυτοκράτορος Αδριανού (117-138 μ.Χ.), επί του γεγονότος τούτου. Ο Φλέγων ήτο απελεύθερος του ειδωλολάτρου Αυτοκράτορος Αδριανού και έγραψε μίαν «Συλλογήν Ολυμπιονικών και Χρονικών», στην οποίαν αναφέρει ότι: «Τω Δ έτι της ΣΒ Ολυμπιάδος εγένετο έκλειψις ηλίου μεγίστη των εγνωσμένων πρότερον, και νυξ ώρα έκτη της ημέρας εγένετο, ώστε και αστέρας εν ουρανώ φανήναι. Σεισμός τε μέγας κατά Βιθυνίαν γενόμενος τα πολλά Νικαίας κατεστρέψατο». Το ίδιο απόσπασμα παρατίθεται υπό Ιουλίου του Αφρικανού (222 μ.Χ.), στο Χρονικόν του Συγγέλλου, 257, κατά το οποίον, «Φλέγων ιστορεί επί Τιβερίου Καίσαρος εν πανσελήνω (σημ. στο μέσον του μηνός) έκλειψιν ηλίου γεγονέναι, τελείαν από ώρας έκτης μέχρις εννάτης». Ο αυτός Ιούλιος Αφρικανός παραθέτει επίσης και τον Εθνικόν ιστορικόν Θάλλον αναφέροντα την ιδίαν έκλειψιν του ηλίου και λέγοντα• «τούτο το σκότος έκλειψιν του ηλίου Θάλλος αποκαλεί εν τρίτη των ιστοριών». Ο Καιοαρείας Ευσέβιος (Αποσπάσματα εκ των Χρονικών Β' - Χρονικός Κανών, ΒΕΠΕΣ 20,287 εξ.) παραθέτει την ανωτέρω μαρτυρίαν του Φλέγοντος και μάλιστα την συνδυάζει και με άλλες πληροφορίες και ιδιαιτέρως του Ιουδαίου ιστορικού Ιωσήπου, λέγων: «Ιησούς ο Χριστός ο Υιός του Θεού ο Κύριος ημών κατά τας περί αυτού προφητείας επί το πάθος προήει έτους ιθ΄ της Τιβερίου βασιλείας καθ΄ όν καιρόν και εν άλλοις μεν Ελληνικοίς υπομνήμασιν εύρομεν ιστορούμενα κατά λέξιν ταύτα• Ο ήλιος εξέλιπε, Βιθυνία εσείσθη, Νικαίας τα πολλά έπεσεν, α και συνάδει τοις περί το πάθος του Σωτήρος ημών συμβεβηκόσι. Γράφει δε και Φλέγων ο τας Ολυμπιάδας (συνάγων) περί των αυτών εν τω ιγ' ρήμασιν αυτοίς τάδε• Τω δ’ έτει της σβ' Ολυμπιάδος εγένετο έκλειψις ηλίου μεγίστη των εγνωσμένων πρότερον, και νυξ ώρας έκτη της ημέρας εγένετο, ώστε και αστέρας εν ουρανώ φανήναι• σεισμός τε μέγας κατά Βιθυνίαν τα πολλά Νικαίας κατεστρέψατο. Και ταύτα μεν ο δηλωθείς ανήρ. Τεκμήριον δ’ αν γένοιτο του κατά τόδε το έτος πεπονθέναι τον Σωτήρα η του Κυρίου Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου μαρτυρία, ήτις μετά το ιε' έτος Τιβερίου τριετή χρόνον της διδασκαλίας αυτού διαγενέσθαι μαρτυρεί. Κατά τους αυτούς δε χρόνους και Ιώσηπος ιστορεί εν ημέρα Πεντηκοστής κινήσεως και κτύπου ιερείς αντιλαβέσθαι πρώτον, έπειτα φωνής αθρόας ένδοθεν ακούσαι, από του εσωτάτου ιερού αυτοίς ειπούσης• «Μεταβαίνωμεν εντεύθεν».
Και άλλο δε τι ο αυτός αναγράφει Ιώσηπος• Ως Πιλάτου του ηγεμόνος κατά τον αυτόν χρόνον Καίσαρος τας εικόνας νύκτωρ εις το ιερόν, άσπερ ουκ ην θέμις, αναθέντος, μεγίστου θορύβου και στάσεως αρχήν εμβεβληκότος Ιουδαίοις• ένθεν επιστήσεις πόσαι το Ιουδαίων έθνος διεδέξαντο συμφοραί». Τον Φλέγοντα παραθέτει επίσης και ο Ωριγένης εις το έργον του «Κατά Κέλσου», τ. Β', XIV, XXXIII και LIX, έργον του, ΒΕΠΕΣ 9, 139, 149, 166, καθώς επίσης και οι Λατίνοι συγγραφείς Τερτυλλιανός και Ρουφίνος, οι οποίοι επικαλούνται τα Ρωμαϊκά αρχεία προς απόδειξιν της συσκοτίσεως του ηλίου κατά τον χρόνον του θανάτου του Χριστού. (Βλ. επ’ αυτού την εμπεριστατωμένην αστρονομικήν έρευναν του Η. Seyffarth, Chronologia Sacra, Leipzig 1846, σ. 130 εξ., 281 εξ., ο οποίος υπεραμύνεται της ορθότητος του έτους και της ημέρας της γεννήσεως του Ιησού Χριστού, και ορίζει ως ημέραν του θανάτου του επί του Σταυρού την 19ην Μαρτίου του έτους 33 μ.Χ. και θεωρεί ταύτην ως φυσικόν και υπερφυσικόν φαινόμενον, υπεραμύνεται δε και της ορθότητος της μελέτης του Φλέγοντος χαρακτηρίζων και αυτός την έκλειψιν του ηλίου ως «μεγίστην των εγνωσμένων πρότερον, προσθέτων ότι δεν δύναται να υπάρξη μεγαλυτέρα φυσική έκλειψις του ηλίου από την ολικήν έκλειψιν της ημερομηνίας εκείνης δεδομένου, ότι το Ιουδαϊκό Πάσχα εορτάζεται κατά τη διάρκεια Πανσελήνου, ότε η σελήνη δεν δύναται ν’ αποκρύψη τον ήλιον. Πράγματι, το σκότος της μεσημβρίας της 19ης Μαρτίου του 33 μ.Χ., καθ’ ην στιγμήν απέθνησκεν ο Ιησούς Χριστός επί του Σταυρού, ήτο «σκότος θεοποίητον».
Εν πάση περιπτώσει, η ομόφωνος μαρτυρία και των τριών Συνοπτικών Ευαγγελίων καθαιρεί οιανδήποτε αμφιβολίαν ως προς την παγκόσμιον πίστην του «σκότους» τούτου ως αναντιρρήτου γεγονότος. Το σκότος εκείνο απέδειξε την κατάπληξη του φυσικού κόσμου εκ της φαυλότητος και της κακίας εκείνων που εσταύρωσαν τον 'Ήλιον της δικαιοσύνης και του κόσμου. Αλλ’ εκτός της εκλείψεως του ηλίου, η οποία ήτο η «μεγίστη των εγνωσμένων πρότερον», ο Φλέγων συνδυάζει ταύτην και με «σεισμόν μέγαν», πράγμα το οποίον θέτει ενώπιόν μας εν πρωτοφανές φυσικόν φαινόμενον. Πράγματι, ο συνδυασμός των δύο τούτων κολοσσιαίων φυσικών φαινομένων συνδέεται χωρίς αμφιβολία με το θάνατο του Ιησού Χριστού επί του σταυρού κατά τον πλέον άμεσον και μυστηριώδη τρόπον. Πράγματι, είναι γνωστόν, ότι η ζωή της γης έχει κάτι περισσότερον από την κίνησή της περί τον άξονά της• το επιπλέον τούτο είναι η γεολογική κίνησις και ανάπτυξις, η οποία θα συνεχίζεται μέχρι το τέλος του κόσμου. Θεολογικώς, η ανάπτυξις αυτή συναρτάται προς την ανάπτυξιν της Βασιλείας του Θεού, με την οποίαν αποτελούν παράλληλες οντότητες και συμφωνεί σε όλα τα κύρια σημεία με τις κύριες και αποφασιστικές περιόδους της Βασιλείας του Θεού. Κατά συνέπειαν, ο θάνατος του Υιού του Θεού συνωδεύθη από ένα εξόχως έκτακτο γεγονός στον φυσικό κόσμο. Το γεγονός, ότι τα γεγονότα αυτά, ως φυσικά φαινόμενα, προεκλήθησαν από φυσικά αίτια, δεν δύναται ν’ αμφισβητηθή. Διότι, όπως είναι ανεπίτρεπτο να θεωρήσωμε τα φαινόμενα της φύσεως ως απλά ή τυχαία συμβάντα της φύσεως, το ίδιο ανεπίτρεπτο είναι να τοποθετήσουμε τη φύση εκτός της ιδίας της φύσεως, ή να αρνηθούμε τη φυσική πλευρά του φυσικού φαινομένου! Επομένως, η συσκότιση του ηλίου, κατά τον θάνατο του Ιησού Χρίστου, πρέπει να συσχετισθή με τον θαυμαστό σεισμό, που σχετίζεται κατά θαυμαστό τρόπο με τον θάνατο του Υιού του Θεού.
Την στιγμή, κατά την οποίαν ο Δημιουργός του κόσμου και της ζωής αυτού απέθνησκε, συνεταράσσετο ολόκληρος ο φυσικός κόσμος. Όταν εγεννήθη ο Χριστός, η νύκτα εφωτίσθη από τις ακτίνες του υπέρλαμπρου αστέρος• και όταν απέθανε, η ημέρα εσκοτίσθη καθ’ ην στιγμήν ο ήλιος έλαμπε στο στερέωμα. [Κατά το Λεξικό Σουΐδα, εκδ. Ada Adler, τ. 1-5, Leipzig 1928-1938, όταν Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης (τότε Εθνικός) είδε την έκληψη του ηλίου εις Αίγυπτον, ανεφώνησε: «Ή Θεός πάσχει, και κόσμος συμπάσχει αυτώ, ή άλλως ο κόσμος σπεύδει εις καταστροφήν»]. Πρβλ. Θεοφυλάκτου, MPG 123,469• «Το γενόμενον σκότος, ουκ ην κατά φυσικήν ακολουθίαν, οίον από εκλείψεως ηλίου φυσικώς γενομένης• ουδέποτε γαρ τεσσαρεσκαιδεκαταίας ούσης της σελήνης, έκλειψις γίνεται ηλίου, αλλ΄ όταν η λεγομένη γέννα είη, τότε αι φυσικαί του ηλίου εκλείψεις γίνονται. Εν δε τη σταυρώσει, τεσσαρεσκαιδεκαταία ην η σελήνη πάντως• το γαρ Πάσχα των Εβραίων τότε ετελείτο• ώστε υπέρ φύσιν το πάθος, κοσμικόν δε ην το σκότος, ου μερικόν, ώσπερ εν Αιγύπτω, ίνα δειχθή ότι πενθεί η κτίσις επί τω πάθει του Κτίστου, και ότι από των Ιουδαίων απέστη το φώς. Οι αιτούντες δε εξ ουρανού σημείον ιδείν Ιουδαίοι, νυν βλεπέτωσαν τον ήλιον σκοτιζόμενον». Το σκότος διήρκεσεν από 6ης ώρας (ήτοι, 12ης μεσημβρινής), «έως ώρας ενάτης» (ήτοι, 3ης απογευματινής).
(Βούλγαρη Χρήστου, Ερμηνευτικόν Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγέλιον, Αποστολική Διακονία, σελ. 821-825)
Μαζί μ’ αυτά ας δοξάσουμε και εμείς τον Θεό,
μαζί μ’ αυτά ας φωτισθούμε και εμείς με το φως της γνώσεως,
και μεταφερόμενοι σαν με όραμα στον Ιορδανη,
ας δούμε το μεγάλο φως, τον Χριστό μας βαπτισμένον,
και ας ασπασθούμε τα ακατάληπτα ίχνη του στα νερά,
και ας μην επιστρέφουμε ποτέ πια στο σκοτάδι της αμαρτίας,
αλλά ας είμαστε μαζί του και ας πορευθούμε μαζί του,
αφού έχουμε γίνει καλοί οπαδοί του,
και πριν από αυτό, ας βαπτισθούμε μαζί με αυτόν.
Γιατί είναι δυνατόν καθημερινά να βαπτιζόμαστε, αν θέλουμε,
εννοώ με το βάπτισμα των δακρύων, το πραγματικά καθαρτήριο και αείφωτο.
Τα νερά τα έχουμε από τη φύση μας, έχουμε και εμείς Ιορδάνη,
φωτιζόμενοι με τα νάματα της κατάνυξης.
Ας τον ακολουθούμε (το Χριστό) καθημερινά.
(ΕΠΕ, Φιλοκαλία έργα Θεοδώρου 1,451)
Επιστολή 102. Στο τέκνο του τον Ευάρεστο.
Η επιστολή αυτή στέλνεται σε σένα, αδελφέ, με πολλή θλίψη και σφίξιμο της καρδιάς μου, γιατί άκουσα ότι πέθανες τον θάνατο της αμαρτίας. Λένε δηλαδή ότι αποκήρυξες την υπόσχεση της παρθενίας, το ευαγγελικό ένδυμα, το σεβαστό σε αγγέλους και ανθρώπους πολίτευμα, και έλαβες γυναίκα με τρόπο μοιχικό, ή καλύτερα, για να κυριολεκτήσω, την Εύα. Γιατί αυτή, αφού σε έβγαλε από τον παράδεισο της άγιας ζωής, σε κατέστησε πένθος για μένα τον αμαρτωλό σου πατέρα, ντροπή της αγγελικής αδελφότητάς σου, και αφορμή υπερηφάνειας και καύχησης για τον διάβολο. Τι είναι αυτό που έγινε! Αλλοίμονο! Πώς σε κυρίεψε ο δράκος, και σε ποιο βάθος δυσωδίας σε έριξε! Συ το φως έγινες σκοτάδι, η ευωδία του Χριστού, ο ιερός έγινες βδελυρός, ο τίμιος, άτιμος, ο ένδοξος, άδοξος, ο ακατανίκητος, δέσμιος στον δαίμονα. Ο αγαπητός, μισητός, το πρόβατο του Ιησού παραδομένο στην εξουσία των θηρίων. Θα προσθέσω και τα μεγαλύτερα. Ο διωγμένος για χάρη της δικαιοσύνης (Ματθ. 5,10), έχει κυριευθεί από την αμαρτία, ο ομολογητής, έγινε αρνητής, εκείνος που έφερε στο κεφάλι του τον μακαρισμό σαν βασιλικό στέμμα, στερήθηκε το θαυμαστό όνομα του μοναχού.
Αλλοίμονο! Ποιος θα το ακούσει και δεν θ’ αναστενάξει; Ποιος μαθαίνοντας το δεν θα φρίξει; Ντρόπιασες το μοναχικό τάγμα, φόβησες αυτούς που στέκονται σταθεροί, κλόνισες αυτούς που λυγίζουν, ήπιες το ποτήρι της παρανομίας, παρέσυρες, όσο εξαρτάται από σένα, αυτούς που ανήκουν στην ίδια κατηγορία να γευθούν τον θάνατο. Επαναλαμβάνω και πάλι• Τι έπαθες, ελεεινέ; Πώς, συ το φωτεινό αστέρι, σκοτείνιασες; Πώς συ το χρήσιμο σκεύος έγινες κομμάτια; Δεν σέβεσαι ούτε καν το όνομά σου, που ενώ ονομαζόσουν Ευάρεστος, κατάντησες Δυσάρεστος; Δεν ήρθες πέρυσι σε μένα και στον κύριο αρχιεπίσκοπο γεμάτος υγεία, χαρούμενος, και μάλιστα ως μεσολαβητής και ανορθωτής για άλλον αδελφό σου; Πώς χάθηκες τόσο ξαφνικά; πώς τυφλώθηκες τελείως; πώς λησμόνησες και τον Θεό και εμάς, καθώς και τους ασκητικούς κόπους και ιδρώτες και πέρασες, αφού ήσουν και από τους χρήσιμους και εκείνους που ήταν ταγμένοι στα ανώτερα διακονήματα;
Έπειτα τι συνέβη; Μια μικρή επίθεση του εχθρού, επιθυμία που είχε αυτό που θεωρείται γλυκό, περιτυλιγμένη όμως με δίκοπο μαχαίρι, η πίκρα του οποίου είναι πιο μεγάλη από κάθε άλλο πικρό, σε άρπαξε και σε κατέβασε, κατά κάποιο τρόπο από τον ουρανό, δηλαδή από την υψηλή μοναχική πολιτεία, και σε παρουσιάζει σαν τραυματία που κοιμάται μέσα σε τάφο. Πράγματι που άλλου βρίσκεται αυτός που ζει στην αμαρτία, παρά στον θάνατο; Δεν υπάρχει φως νοερό, καμιά ελπίδα, καμιά ψυχική γλυκύτητα, καμιά ιερή σκέψη, αλλά βαθειά νύχτα, σβήσιμο της διάνοιας, δάγκωμα της καρδιάς, φόβος και για το παραμικρό, κύλισμα κάθε μέρα στη λάσπη, σαν κάποιο επικίνδυνο ζώο που έρπει σαν σκουλήκι. Τι έκανε ο δαίμονας; Σε τι σε ωφέλησε η καταραμένη επιθυμία, με την οποία, όσοι εξαπατήθηκαν στο πέρασμα των αιώνων, ούτε τα εδώ κέρδισαν, αλλά έχασαν και τα ουράνια, και κληρονόμησαν ένα μόνο πράγμα, την αιώνια φωτιά;
Αλλά έλα, υιέ μου, ξαναγύρνα πίσω, σε καλώ από το βάθη της καρδιάς μου, από τα σπλάγχνα που με καίνε, γιατί η δική σου δόξα είναι και δική μου, όπως και αντίθετα η ντροπή. Έλα, σήκω επάνω, ο Κύριος έχει πει• «Δεν θα θυμηθώ τις αμαρτίες σου»( Ησ. 43, 25), και, «Αυτός που πέφτει μήπως δεν σηκώνεται;»( Ιερ. 8, 4), και, «Είδα ότι βαδίζεις σκυθρωπός» (Γεν. 4, 6), και, «Θεραπεία η συντριβή σου» (Ναούμ 3, 19). Να Θεός καλός, να γιατρός σπλαχνικός. Ναι, σε παρακαλώ, τέκνο μου, γιατί είσαι τέκνο μου, έστω και αν πέθανες. Μη παραμείνεις στην αμαρτία. Σπάσε γρήγορα τα σχοινιά στα οποία σε τύλιξε ο διάβολος, και, αφού σηκωθείς σαν μέσα από βόθρο, μεταπήδησε στο θαυμάσιο φώς του προηγούμενου τρόπο ζωής σου. Και εγώ θα σε υποδεχθώ με απλωμένα τα χέρια, όχι κατηγορώντας σε, αλλά με συμπάθεια• όχι κάνοντας πιο βαριά τα φάρμακα της μετάνοιάς σου, αλλά απαλύνοντάς τα όσο είναι δυνατόν. Σπεύσε λοιπόν, σπεύσε πριν έλθει ο βίαιος άγγελος, χωρίζοντάς σε με τρόπο αξιολύπητο από το σώμα, και οδηγώντας σε, σε καταδίκη αιώνια.
105. Στο τέκνο του τον Άθιμο.
Ο νόμος του Θεού, είναι ο φόβος και ο τρόμος του, όπως λέγει• «Σε έβαλα φρουρό στον οίκο του Ισραήλ» (Ιεζ. 3, 17). Αυτός ακριβώς ο φρουρός της αγγελίας με ανάγκασε, αδελφέ, πάλι να σου αναγγείλω με γράμμα τη ρομφαία του Θεού που έρχεται επάνω σου, ρομφαία φοβερή, ρομφαία πύρινη, ρομφαία που δεν ρίχνει το σώμα, αλλά την ψυχή στη γέεννα της φωτιάς στους απέραντους αιώνες. Και δακρύζω ο ταλαίπωρος γράφοντας, και στενάζω πικρά, γιατί ο λόγος απευθύνεται στον δικό μου υιό και μαθητή. Αλλά τι να κάνω; Εάν δεν σε ειδοποιήσω, θα ζητήσει το αίμα σου από τα χέρια μου, είπε ο Θεός (Ιεζ. 3, 18), που δεν σημαίνει τίποτε άλλο, παρά ότι θα υποστώ την ίδια καταδίκη της τιμωρίας. Ω αδελφέ, γιατί έκλεισες τα μάτια της καρδιάς σου τόσο πολύ; Γιατί καταφρόνησες τον Θεό, με το βλέμμα του οποίου το σύμπαν σείεται και δεν μπορεί να σταθεί; Αποσκίρτησες παλιά από την ασκητική παλαίστρα, πορεύθηκες σε τόπους που δεν τους εποπτεύει ο Κύριος, έλυσες τη σφραγίδα της αγνότητας, διέφθειρες την ψυχή και το σώμα σου, έγινες δούλος της αμαρτίας, έπειτα κάποτε ξαναγύρισες σε μας, στην αρχή του διωγμού, εξομολογήθηκες, τιμωρήθηκες, υποσχέθηκες την επιστροφή σου μετά την κατάπαυση του διωγμού.
Για τον σκοπό αυτό συμπορεύθηκες με τον Οικονόμο, προσλήφθηκες από τον αδελφό Διονύσιο, και προτίμησες την καλή δραπέτευση από τόπους πονηρούς, ώστε να ζεις σε τόπους αγαθούς, στους οποίους εποπτεύουν τα μάτια του Κυρίου, και ο μακαρισμός του διωγμού στεφάνωσε το κεφάλι σου. Και εύγε σου για την επιστροφή, για την κάθαρση, για την αγγελική προστασία σου. Τι λοιπόν είναι αυτό που έγινε πάλι; Τι είναι αυτό που σε απομάκρυνε από τον Θεό και σε παρέδωσε στον διάβολο; Αλλοίμονο για την αθλιότητά μου! Ξαναγύρισες πάλι στο βούρκο της αμαρτίας, διαφθείροντας και διαφθειρόμενος από γυναίκα, ή μάλλον από γυναίκες. Κύριε, ελέησαν. Είθε να σε λυπηθεί ο Θεός. Σε άφησε ο φύλακας άγγελός σου, και σε παρέλαβε ο Σατανάς. Ζεις άραγε, άθλιε; Και πως είναι δυνατόν να ζει αυτός που καταβροχθίζεται από τον ανθρωποκτόνο; Βλέπεις άραγε το φως; Και πως είναι δυνατόν να το βλέπει αυτός που είναι τυφλωμένος από την αμαρτία;
Άραγε προσεύχεσαι στον Θεό; Και πως είναι δυνατόν να πλησιάζει τον Κύριο αυτός που υποδούλωσε τον εαυτό του στον διάβολο; Που είναι η καλή σου αρχή, η θέρμη, η κατάνυξη, η υποταγή, τα δάκρυα, η θεοπτέρωτη προσευχή, ο ουράνιος τρόπος ζωής σου; Έφυγαν όλα, χάθηκαν. Πόσο βαρείς οι στεναγμοί μου για την απώλειά σου! Μακάρι να ήσουν άλογο ζώο, το οποίο δεν θα κριθεί. Επειδή όμως είσαι ζώο πλασμένο από τον Θεό, που θα αναστηθεί και θα κριθεί στο μέλλον, αυτό είναι ελεεινό. Έλα λοιπόν, χαμένε μου υιέ. Έλα, επίστρεψε στον Κύριο, γιατί, επειδή είναι φιλάνθρωπος, πάλι θα σε δεχθεί, πάλι θα σε αγιάσει, πάλι θα σε ντύσει νυμφίο, πάλι θα θυσιάσει το σιτευτό μοσχάρι, και χαρούμενος θα συγκεντρώσει τις ουράνιες δυνάμεις για το ότι σε ξαναβρήκε. Μη λοιπόν απειθήσεις, υιέ μου, υιέ μου, αλλά γύρισε πίσω, επίστρεψε και ενώσου με τον καλό αδελφό σου Διονύσιο, πριν σε προλάβει η ρομφαία του αιώνιου θανάτου.
109. Στο τέκνο του τον Ηλία.
Ποιος με ανάγκασε, άνθρωπέ μου, να σου γράψω; Φυσικά ο Θεός που με όρισε ποιμένα σου και νομοθέτη, στον οποίο θα δώσω λόγο, όπως για όλους τους αδελφούς σου, και για σένα. Απαρνήθηκες τον κόσμο θεληματικά, υποτάχτηκες με προθυμία. Έπειτα σε κοσκίνισε ο Σατανάς αποκόπτοντας σε από τη θεία κοινότητα. Ενώθηκες και πάλι με την ευσπλαχνία του Θεού, και πάλι με την ενέργεια του διαβόλου αποσκίρτησες. Έπειτα ήρθες και πάλι και εξομολογήθηκες, υποσχόμενος ότι στο εξής θα μείνεις σταθερός. Με την επιστροφή όμως από την εξορία επί Νικηφόρου δεν ήρθες μαζί με τους άλλους, αλλά έμεινες μόνος δελεασμένος από το φίδι, και αυτό συνεχίζεται μέχρι τώρα που βασιλεύει τέταρτος βασιλιάς μετά τον Νικηφόρο. Μέχρι πότε, ελεεινέ, θα κυλιέσαι στον βούρκο της αμαρτίας; Μέχρι πότε θα συνεχίσεις να ασχημονείς μπροστά στον Θεό και τους ανθρώπους; Δεν υπάρχει θάνατος, δεν υπάρχει δικαστήριο; Δεν θα δεχθείς αιώνια τιμωρία, της οποίας και μόνο η υπενθύμιση καταπραΰνει την ψυχή και την κάνει να μετανοεί;
Σύνελθε, άνθρωπε, γύρισε πίσω, σε παρακαλώ. Πάψε να κτίζεις σπίτια κοσμικά, συ που κατέλυσες τον οίκο της ψυχής σου. Πάψε να κτίζεις ως λαϊκός, συ που επενεργείσαι από τον Σατανά. Μη προφασίζεσαι αυτό ή εκείνο. Κανένας δεν θα σε αποσπάσει από το χέρι του Κυρίου. Να μη πεις έχοντας αμαρτήσει, δεν θα υποφέρω τα επιτίμια. Θα τα υποφέρεις, τέκνο μου. Σε καλώ έτσι με την ελπίδα της επιστροφής, εγώ ο ταπεινός. Εφόσον είμαι πατέρας, θα σε θεραπεύσω με ευσπλαχνία, με συμπάθεια, με φιλοστοργία. Μόνο θέλησε να επιστρέψεις, μόνο κινήσου, σπάσε τα δεσμά του θανάτου που σε κρατούν. Η βοήθεια βρίσκεται κοντά στον Θεό, και θα προπορεύεται ο φύλακας της ζωής σου άγγελος. Θα γίνει χαρά στον ουρανό, θα θρηνήσει ο διάβολος, θα σκιρτήσω εγώ ο ταλαίπωρος, βρίσκοντας το χαμένο μου πρόβατο, αλλά και ολόκληρη η αδελφότητα σου. Εάν όμως δεν γίνει αυτό, θα γίνεις κυνήγι του διαβόλου, που είναι κληρονόμος του ουαί (της συμφοράς), από τον οποίο θα γλυτώσεις υπακούοντας και ερχόμενος μαζί με τον αδελφό σου Σίλα.
(ΕΠΕ, Φιλοκαλια, έργα Θεοδώρου τόμος 18Γ,σελ. 102, 105, 109)
Προς το κοινό του λαού Αντισάρχου.
Δεχθήκαμε γράμματα από την τιμιότητά σας για τον μαθητή μας, ο οποίος προ πολλού απέδρασε και δεν ξέρω πως έγινε εκεί δεκτός από αμάθεια και ασέβεια, και μάλιστα σε σπήλαιο ληστών, όχι μοναστήρι, αλλά ανακατασκευασμένο καταφύγιο παθών, για να αξιώσουμε να τύχει απαλλαγής. Και η απάντηση είναι σύντομη. Ο μαθητής μας Μαρκιανός μέχρι να επιστρέψει στο μοναστήρι του, στο οποίο έδωσε υπόσχεση της απάρνησής του με μάρτυρα τον Θεό, είναι δεμένος και καταδικασμένος και ανάξιος της κοινωνίας, σύμφωνα με τους θεοδίδακτους κανόνες που υπέγραφε. Γιατί η απειλή δεν εξαρτάται από μας, αλλά από τους θεόπνευστους Πατέρες. Αυτόν λοιπόν, αν τον αγαπάτε, σώστε τον, συμβουλέψτε τον να γυρίσει όπου ανήκει, και τον οποίο εμείς, εάν μετανοήσει και επιστρέψει στην πατρική αγάπη, είμαστε έτοιμοι να τον υποδεχθούμε και να του συγχωρήσουμε όλα τα σφάλματά του. Γιατί, όπως δεν είναι δυνατόν πρόβατο που αποκόπηκε από τη μάνδρα του και αποπλανήθηκε, να μη φαγωθεί από τα θηρία, έτσι και αυτός που βγαίνει από το μοναστήρι παράνομα με τη δική του θέληση και διαμένει σε τόπο που δεν επιβλέπει ο Κύριος, είναι αδύνατον να μη πέσει στα χέρια των δαιμόνων. Το κελλί του λοιπόν είναι φωλιά των δαιμόνων, τόπος σύλληψης ψυχών, παιδευτήριο γυναικών, εργαστήριο κάθε παρανομίας, έστω και αν αυτός ή εσείς προσπαθείτε με όποιους λόγους και τρόπους να μεθοδεύσετε αυτά που λέτε. Εάν λοιπόν υπακούει και υπακούετε και σεις, θα ήταν καλό και στους δύο να αποφύγετε τις θεϊκές οργές και απειλές. Αλλιώς θα δείτε μπροστά στα μάτια σας τους καρπούς της παρακοής σας. Και ο αγιώτατος επίσκοπος είναι ευλογημένος από τον Κύριο, και τηρεί τους νόμους, και τον ανόσιο άνδρα τον διώχνει κάπου μακριά. Γιατί δεν είναι άξιος χειροτονίας καθόλου, και αν ακόμα επιστρέψει εδώ. Καθόσον γνωρίζω τα προβλήματά του περισσότερο από εκείνον τον ίδιο, αφού υπήρξα πνευματικός πατέρας του.
(ΕΠΕ,Φιλοκαλία, έργα Θεοδώρου 3,93-95)
Πόσο μεγάλο μυστήριο!
Μετανόησε ο ληστής· χρειαζόταν νερό για να βαπτισθεί.
Ήταν κρεμασμένος στον σταυρό·
δεν υπήρχε άλλος τόπος να βαπτισθεί, ούτε πηγή, ούτε λίμνη, ούτε βροχή,
ούτε αυτός που θα τελούσε το μυστήριο.
Γιατί όλοι οι μαθητές είχαν φύγει επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους.
Ο Χριστός όμως δεν εστερείτο ναμάτων,
αλλά, αν και ήταν κρεμασμένος στον σταυρό, δημιούργησε νερά.
Επειδή δηλαδή δεν ήταν δυνατόν να μπει στη βασιλεία ο ληστής χωρίς βάπτισμα,
πρόσφερε ο Σωτήρας αίμα και νερό από την τρυπημένη πλευρά του,
για να ελευθερώσει τον ληστή από τα κακά που σήκωνε,
και να δείξει ότι το αίμα έγινε λύτρο αυτών που στηρίζουν τις ελπίδες τους σ’ αυτόν.
(ΕΠΕ,Φιλοκαλια,έργα Θεοδώρου Στουδίτου, 1,61)
... Εγώ λοιπόν φοβάμαι τα καθήκοντα του βαθμού μου, ώ ιερή κορυφή, και πραγματικά τρομάζω για την ψυχική κυβέρνηση, πώς δηλαδή θα διασώσω αυτό το πολύ μικρό και λογικό πλοιάριο που μου έχει εμπιστευθεί σε λιμάνι σωτηρίας, γιατί γι’ αυτό χρειάζεται και ζωή καθαρή και επιτυχία γνώσεως ικανής, ώστε, χειριζόμενος το πηδάλιο, σαν σε δύο αυχένες, γρήγορα και με γνώση, να διαφυλάξω αβύθιστο στα νερά της αμαρτίας και τον εαυτό μου και αυτούς που με ακολουθούν. Αυτή λοιπόν είναι η απολογία η δική μου του ταλαιπώρου... (3,63)
… Συνέβη να μεταβώ με εντολή του αρχιερέα στη μονή Δαλμάτου, για να εκλέξω αυτόν που έπρεπε να γίνει ηγούμενος. Και έπρεπε να υποβάλω ερώτηση στην εκεί αδελφότητα, σε όλους τους συγκεντρωμένους εκεί ηγουμένους. Και δεν απάντησαν ούτε ψήφισαν άλλον, παρά τον Αββά Ιλαρίωνα. Γιατί και για ποιά αιτία; Όχι επειδή είναι σοφός, ούτε κανένας λαλίστατος ομιλητής, ούτε επειδή είναι ηλικιωμένος, ούτε επειδή είναι ένδοξος στη ζωή αυτή, αλλά μόνο επειδή είναι ταπεινός, μισεί τη δόξα και αγαπά τον Θεό, έχοντας διανύσει τον δρόμο της αρετής με υποταγή και χωρίς να δείξει αφροσύνη μεταξύ των αδελφών του. Αν και υπήρχε άλλος πιο σοφός και μεγαλύτερος στα χρόνια, άλλα επειδή είναι ελλιπής στα αλλά, προκρίθηκε αυτός, επειδή θα αρέσει περισσότερο στον Θεό και θα καθοδηγήσει την αδελφότητα λογικά. Βλέπετε, αδελφοί μου, πόσο σπουδαίο είναι το χάρισμα της ταπεινοφροσύνης. Αυτό είναι κατόρθωμα που περιέχει πολλά αλλά κατορθώματα. Με αυτό καταπαύει η ταραχή, αποκρούεται η υπερηφάνεια… (2,299)
... Επιστολή 134. Στην ηγουμένη Ευφροσύνη. "Ίσως όμως να νομίζεις ότι η προστασία των αδελφών θα είναι εμπόδιο αυτής της προθέσεως, επειδή θα επιβαρύνεσαι με την καθοδήγησή τους, αλλά όχι με κανένα τρόπο, κυρία, γιατί τίποτε δεν είναι πιο αγαπητό στον Θεό, όσο το να ποιμαίνουμε και να καθοδηγούμε αυτούς που μας ακολουθούν. Γιατί λέγει στον μεγάλο Πέτρο «Εάν με αγαπάς, ποίμαινε τα πρόβατά μου». Και πάλι• Αυτός που βγάζει από ανάξιο άξιον, είσαι σαν το στόμα μου». Και πάλι «Εάν κάποιος επαναφέρει αμαρτωλόν από τον δρόμο της πλάνης του, θα σώσει την ψυχή του από τον θάνατο και θα καλύψει πλήθος άμαρτιών». Αν βέβαια κάποιος, ορμώντας από φιλαρχία αρπάξει την ποιμαντική ράβδο, είναι μισητός και βδελυκτός από τον Θεό, χωρίς να σώζει, ούτε να σώζεται. Αν όμως κληθεί και υπακούοντας στον Θεό δεχθεί την προστασία, θα αποδειχθεί και φίλος του Θεού, και θα σώζει και θα σώζεται. Και επειδή και συ έτσι έχεις κληθεί, να χαίρεσαι και να τρέμεις το ένα για την ελπίδα, και το άλλο για την αγωνία". (4,217)
... Ας εκτελούμε, τέκνα μου, τα όσια με τρόπον όσιο, και ας εκτελούμε τα άγια με τρόπον άγιο. (οσίως τα όσια εκτελέσωμεν, αδελφοί μου, και αγίως τα άγια αποπληρώσωμεν, τεκνία μου)
(1,307)
... Ώστε είναι καιρός, αγαπημένε μου, να πούμε: Μέχρι πότε θα εφαρμόζεις οικονομία; Και προθυμοποιήσου κάποτε να οικοδομήσεις. (έως πότε οικονομήσεις; Και· οικοδομησαι ποτέ προθυμήθητι). Και, σύμφωνα με τον θείο Βασίλειο, να εφαρμόζουμε με κάθε προσοχή τους κανόνες.... (3,223)
(ΕΠΕ, Φιλοκαλία, έραγ Θεοδώρου Στουδίτου, τόμος σελίδα)
... Αδελφοί μου και πατέρες, επειδή ο καθένας από σας έχει διακόνημα σ’ αυτήν την άγια αδελφότητα, και εμένα του ταλαίπωρου μου έλαχε, χωρίς να το αξίζω, να είμαι αρχηγός και να μιλώ, οφείλω να μη παραμελώ τη διακονία μου, αλλά πάντοτε, μαζί με τα αλλά, να κάνω και την εβδομαδιαία κατήχηση, όσο μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου. Και ίσως κάποιοι να πουν «Τί κερδίζουμε από αυτήν, αφού αυτά που λέγονται δεν τα εκτελούμε; Γιατί, ενώ ακούμε, ότι δεν πρέπει να γελάμε, δεν το κατορθώσαμε ακόμα αυτό, και ενώ πολλές φορές διδασκόμαστε, ότι δεν πρέπει να φλυαρούμε, εξακολουθούμε ακόμα να φλυαρούμε, και ενώ πολλές φορές νουθετούμαστε να μη φθονούμε η να κακολογούμε τον πλησίον μας, εξακολουθούμε ακόμα να ενοχλούμαστε από το πάθος αυτό, και γενικά, ενώ μας υπενθυμίζουν να μη αδιαφορούμε και στις νυχτερινές και στις ημερήσιες ψαλμωδίες και προσευχές, εξακολουθούμε να αεροβατούμε και να νυστάζουμε, και αισθητά και νοητά, και να λέμε αλλά παρόμοια με αυτά». Αλλά όμως αυτοί που τα λένε αυτά δεν τα λένε δικαιολογημένα. Πρώτον, γιατί δεν είναι εύκολο το να υπερνικήσει κανείς τα πάθη, αλλά είναι το πιο κοπιαστικό και το πιο κουραστικό από όλους τους κόπους και τις φιλοπονίες, και δεύτερον, όπως σε κάποια σκάλα δεν είναι δυνατόν να ανεβεί κανείς πηδώντας από την πρώτη βαθμίδα στην τελευταία, αλλά ανεβαίνει στην κορυφή με συνεχή άνοδο, έτσι και στην αρετή φθάνουμε με τις διαδοχικές μικρές προόδους, αν θέλουμε να καταλάβουμε την κορυφή της. Ώστε είναι συμφέρουσα και η κατηχητική υπόμνηση και σε μένα και σε σας, επειδή μετακινεί και μεταφέρει λίγο-λίγο προς τα επάνω, η καλύτερα από τα χαμηλά στον ουρανό του ουρανού, τις τίμιες ψυχές σας.
Αλλά πρέπει να το σκεφθούμε και με άλλον τρόπο. ότι δηλαδή, εάν, ενώ λέγονται με τον τρόπο αυτόν και ακούονται όσα οφείλονται να γίνονται και να κατορθώνονται για τη δόξα του Θεού, δεν επιτυγχάνεται η συγκράτηση των παθών, τί θα συνέβαινε και σε ποιο σημείο θα φθάναμε, αν σιωπούσαμε και δεν διασαφηνίζαμε και δεν φανερώναμε αυτά που πρέπει να γίνονται;
Εγώ διδάχθηκα από τους άγιους πατέρες, ότι ο λόγος είναι δρόμος που οδηγεί στην πράξη, είτε είμαστε αγαθοί, είτε όχι, και γνωρίζω καλά, ότι το να μιλάμε για τα ανώτερα μας οδηγεί αυτό κάθε φορά στην εφαρμογή τους. Και ομολογώ, τέκνα μου, ότι από τα θεόπνευστα αναγνώσματα, και λίγο και από την ταπεινή μου κατήχηση, πάντοτε επιστρέφετε και πάντοτε καλυτερεύετε, και ως προς το πρώτο οι εμπαθείς οδηγούνται σε νήψη και βελτιώνονται, ενώ ως προς το δεύτερο οι ενάρετοι ενισχύονται προς τελείωση και ομολογούμε τη χάρη του Θεού και την ευεργεσία και δεν κρύβουμε την ευσπλαγχνία του.... (1,425-427)
... Πατέρες μου και αδελφοί και τέκνα μου, έχοντας υπόψη, ότι οι πράξεις μου είναι πονηρές, γνωρίζω καλά, ότι ο αδύναμος λόγος μου προσφερόμενος δεν πρόκειται σε τίποτε να σας ωφελήσει. Αλλά για να μην ακούσω το, «δούλε πονηρέ και οκνηρέ, έπρεπε να βάλεις τα χρήματά μου στους τραπεζίτες» , που λέγεται στα Ευαγγέλια, γι’ αυτό βιάζομαι, παίρνοντας μαζί και τη βοήθεια του πατέρα μου καί πατέρα σας, να σας πω καί να σας υπενθυμίσω αυτά πού πρέπει, και πιστεύω ότι με την καλή σας προαίρεση και υποταγή σας στις εντολές του Θε¬ού, θα αποδείξετε και τη δική μου αχρηστία χρήσιμη.... (1,481-483)
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 38η. Ότι ή ταπεινή μου κατήχηση προκαλεί μεγάλο κέρδος στις ψυχές μας με τη χάρη τού Χριστού.
Αδελφοί μου καί πατέρες, ερωτώ· για ποιόν λόγο γίνεται ή κατήχηση; Άραγε μόνο γιά να διαβαστεί προς στιγμήν καί να ευχαριστήσω ενδεχομένως τα αυτιά σας, ή γιά να με επαινέσετε από μέσα σας, ή καί για να μού κάνετε χάρη; Καθόλου. Όχι έτσι, τέκνα μου, αλλά λέγεται γι’ αύτό, για να ακούσετε αυτά πού λέγονται καί η δύναμή τους να καθίσει μέσα στις ψυχές σας και να φέρει κάποιον καρπό με τή χάρη τού Χριστού, με τή βοήθεια καί της προσευχής τού πατέρα μου καί πατέρα σας. Εγώ πάντως κατά τό πλείστον στούς πολλούς παρατηρώ, ότι μόλις διαβαστεί, αμέσως ξεχνιούνται αυτά πού λέγονται καί δεν μένει κανένα σημείο από αυτά πού ειπώθηκαν πριν. Γιατί αμέσως βγαίνουμε, μετά τήν ολοκλήρωσή της, καί ξαναπέφτουμε πάλι στις ίδιες κατηγορίες… (2,31)
... Αδελφοί μου και πατέρες και τέκνα μου, όπως ο καθένας από σας απαιτεί το έργο της διακονίας του, έτσι και εγώ σας οφείλω τον λόγο της κατήχησης. Και μακάρι να μπορούσα να τον κάνω πολυποίκιλο και διάφορον, ώστε να μπορεί να είναι σε όλους προσφιλής και κατάλληλος, με τη χάρη του Χριστού. Γιατί υπάρχουν, αδελφοί μου, ανάμεσά σας πολλοί που έχουν ανάγκη από ενθάρρυνση, από παρηγοριά, από ενίσχυση, άλλοι που έχουν ανάγκη από υπενθύμιση, άλλοι από διόρθωση, αλλά και μερικοί από έλεγχο και άλλοι από επιτίμιο, μερικοί άλλοι από συγκατάβαση, άλλοι από αυστηρότητα, και μερικοί από ατιμία και προσβολή. Επειδή δηλαδή είναι πολλά και διάφορα τα ήθη, και ο διδακτικός λόγος πρέπει να είναι ανάλογος. Γιατί ο τρόπος με τον οποίο θεραπεύεται ο ένας, βλάπτει ενδεχομένως τον άλλο, και εκείνο με το οποίο ευεργετείται άλλος, με αυτό καταστρέφεται κάποιος άλλος, και ο λόγος με τον οποίο οικοδομείται κάποιος, ο άλλος ενδεχομένως ζημιώνεται. Γι’ αυτό δεν είναι εύκολη η διακονία μου, αλλά, αντίθετα, είναι κοπιαστική και δύσκολα φέρεται εις πέρας. Θα την χρησιμοποιήσω λοιπόν με τη χειραγωγία των προσευχών του πατέρα μου και πατέρα σας, και δεν θα την παραμελήσω όσο αναπνέω. Και θα μοχθήσω και θα αγωνιστώ, υπενθυμίζοντας στους κυρίους και πατέρες μου αυτά που είναι αναγκαία. (2,39)
... Αδελφοί μου και πατέρες και τέκνα, είναι καλό βέβαια να σας μιλώ και να σας υπενθυμίζω αυτά που πρέπει, και μάλιστα θα ήθελα να σας διδάσκω και να σας συνετίζω με το παράδειγμά μου. Αλλά, όπως βλέπετε, εγώ είμαι φτωχός και γυμνός από αρετές και δεν έχω τίποτε το αξιοζήλευτο για να με μιμείστε για το καλό σας. Αγαπώ τη βελτίωση και επιθυμώ τη διόρθωση. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με τις προσευχές του πατέρα μου και πατέρα σας, αλλά και με τις παρακλήσεις τις δικές σας γιατί πιστεύω ότι συμβάλλουν προς σωτηρία μου. ’Άλλωστε από που προήλθε και αυτό το λίγο που είμαι; Πώς θα συνέβαινε αυτό, αν δεν στηριζόμουν στις δικές σας προσευχές;… (2,101)
... Αδελφοί και πατέρες, από τα λόγια προέρχονται τα έργα και από την αναζήτηση η ανεύρεση. Ώστε κάθε φορά που κατηχώ δεν είναι ανώφελος ο λόγος. Αλλ’ άξιο θαυμασμού, αφού το κατανοήσετε, είναι το εξής, ότι δηλαδή στην κακία, όταν κανείς πει μια ή δύο φορές τα αισχρά και πονηρά, αμέσως μαγεύει και τον εαυτό του και τους ακροατές του προς τις αθέμιτες πράξεις, και σχεδόν μέσα σε μια στιγμή κάνει αυτούς που μαγεύθηκαν να συνηθίσουν την αμαρτία. Ενώ στην αρετή και μύρια λόγια αν πει κανείς, μόλις που θα μπορέσει να προσελκύσει μια ψυχή να συγκατατεθεί με τη θεοσέβεια. Τόσο πολύ δυσκολοαπόκτητο πράγμα είναι το καλό στην ανθρώπινη φύση, σαν δρόμος ανηφορικός και ανώμαλος, ενώ αντίθετα το κακό γίνεται εύκολα δεκτό και είναι πολύ κατηφορικό.... (2,249)
Πατέρες μου και αδελφοί και τέκνα μου, η ήμερα της κατήχησης αποβαίνει πάντοτε για μένα ημέρα ευφροσύνης και αγαλλίασης. Γιατί δεν βιάζεται τόσο πολύ ο μνηστήρας να συναντήσει τη μνηστή του, όσο επιθυμώ εγώ να πραγματοποιώ πάντοτε τη συνάντηση μαζί σας. Και μακάρι να συμβαίνει το ίδιο και σε σας, με αντίστοιχο πόθο για την ακρόαση του ταπεινού μου λόγου. Για σας βέβαια δεν γνωρίζω πόση ωφέλεια θα έχει, για μένα όμως έχει πολύ μεγάλη. Γιατί ανακαλύπτω αυτά που έχω μέσα στην ταπεινή μου ψυχή, όταν τα μοιράζομαι μαζί σας, είτε αυτά είναι λυπηρά, είτε ευχάριστα, κι αυτό μου φέρνει μια πολύ μεγάλη ανακούφιση. (2,327,329)
... Αδελφοί και πατέρες, καθώς γίνεται ήδη η συνηθισμένη κατήχηση, ίσως μερικοί να σκέφτονται και να λένε, ότι το να κατηχούμαστε είναι ίδιο με το να μη κατηχούμαστε, επειδή με την κατήχηση αυτοί που την ακούνε δεν προχωρούν καθόλου σε κάτι πιο ωφέλιμο. Όμως δεν είναι έτσι. Γιατί ως προς την τελειότητα της αρετής, αν κανείς την εξετάσει, θα βρει οπωσδήποτε ότι δεν είναι ψέμα αυτό που λέγεται, επειδή όσο κανείς φαίνεται ότι προκόβει στο αγαθό, τόσο περισσότερο αισθάνεται ότι υπολείπεται από το τέλειο, γιατί τέτοια είναι η φύση της αρετής. Στην πραγματικότητα όμως προάγεται ο καθένας με τη χάρη του Χριστού προς το καλύτερο και αυξάνει την αρετή του με τις καλές πράξεις του. Γιατί πώς είναι δυνατόν να μη παρουσιάσει βελτίωση η ψυχή, όταν ποτίζεται σαν φυτό και σκέφτεται καλά με τις συνεχείς υπομνήσεις; Αφού και «σταγόνα που πέφτει αδιάκοπα, βαθουλώνει την πέτρα», όπως λέγει η παροιμία, όπως και «οι κακές συναναστροφές διαφθείρουν τα καλά ήθη», σύμφωνα με τον απόστολο. Ας σκεφθούμε, παρακαλώ, και το εξής· αν, παρόλο που γίνεται η κατήχηση, βλέπουμε την κακία να εξακολουθεί να υπάρχει ανάμεσά μας, πόσο μάλλον αν δεν γινόταν λόγος και δεν επιδιωκόταν η υπενθύμιση και δεν γίνονταν αυτά φανερά με τον ένα η τον άλλο τρόπο;
Είναι λοιπόν αναγκαία η κατήχηση και ωφελεί πάρα πολύ, επειδή είναι πατροπαράδοτη, και κάθε τι που ανήκει στην αρχαιότητα είναι σεβαστό. (2,347-349)
(ΕΠΕ, έργα Θεοδώρου Στουδίτου, Φιλοκαλία,τόμος σελιδα)
Εμείς οι άνθρωποι είμαστε περίεργα πλάσματα, αλλόκοτα! Μας αρέσει να στηριζόμαστε στα πόδια μας, να είμαστε ανεξάρτητοι και αυτάρκεις, να μην έχουμε ανάγκη κανέναν, ούτε φόβο Θεού δεν έχουμε πολλές φορές! ‘Ποιος Θεός τώρα, στην εποχή μας, καλά πόσο οπισθοδρομικός είσαι;’ είναι μερικές μόνο από τις κουβέντες που ακούμε όταν τολμήσει κάποιος από εμάς να ξεστομίσει ότι πιστεύει στο Θεό. Σε ποιον Θεό όμως πιστεύουμε; Έχουμε αναρωτηθεί για την ορθότητα της πίστης μας; Και καλά όλοι αυτοί που υπερηφανεύονται για την απιστία τους, ας πούμε πως είναι δικαιολογημένοι καθώς δεν έχουν μπει στη διαδικασία να εισέλθουν στο χώρο της πνευματικότητας. Βέβαια στα δύσκολα ‘ Παναγία μου’ και ‘ Χριστέ μου’ φωνάζουν! Κι αυτό κάτι λέει! Μιλάω για όσους πηγαίνουμε στην εκκλησία, που λέμε ότι είμαστε Χριστιανοί, που λέμε ότι πιστεύουμε στο Θεό, που μετέχουμε των Θείων Μυστηρίων, αλλά και για όσους έχουμε μπει πιο βαθιά στην πνευματική ζωή, που αγωνιζόμαστε να κόψουμε τα πάθη μας και να αναπτύξουμε τις αρετές μας, που πέφτουμε και ξανασηκωνόμαστε δίνοντας γενναίες μάχες με τον εαυτό μας και τον αόρατο εχθρό!
Σε ποιο Θεό πιστεύουμε όλοι εμείς; Στο Θεό που πλάσαμε κατά τα μέτρα, τα γούστα και τα όρια μας ή στο Θεό που έπλασε εμάς; Σε ένα Θεό που αν δεν μας κάνει τα χατίρια τον απορρίπτουμε, σε ένα Θεό που λειτουργεί σαν ομπρέλα στη βροχή, σε ένα Θεό που δε ζητάει τίποτα από εμάς, μόνο δίνει ή σε έναν Θεό που είναι μόνο Αγάπη και τίποτα άλλο γιατί έτσι μας βολεύει ; Αγάπη δεν είναι μόνο τα χάδια είναι και η παιδαγωγία, σκληρή καμιά φορά! Αυτό που θέλω να πω είναι ότι χρειάζεται ορθή πίστη! Γνωρίζουμε ποιος είναι ο Θεός; Πορευόμαστε υγιώς πνευματικά; Aπαραίτητη προϋπόθεση γι’αυτό είναι η μελέτη του δόγματος της πίστης μας! Χρειάζεται δηλαδή να είμαστε ορθόδοξοι! Η ορθοδοξία είναι σχέση με το Θεό! Πιο πολύ από τη μελέτη θα μας διαφωτίσει Εκείνος για τον εαυτό Του! Δηλαδή το Άγιο Πνεύμα θα μας μιλήσει για το Θεό, θα μας στηρίξει στην πίστη μας και θα μας την αυξήσει! Αυτό θα μας οδηγήσει στη Θεογνωσία! Η σχέση λοιπόν με το Άγιο Πνεύμα είναι απαραίτητη για την ορθή και υγιή πίστη! Άλλωστε τί είπε ο Κύριος στους μαθητές Του όταν τους αποχαιρέτησε; ‘ Σας συμφέρει εγώ να φύγω. Διότι, εάν δεν αποθάνω επί του σταυρού και δεν φύγω, ο Παράκλητος δε θα έρθει σε εσάς.’ [Κατά Ιωάννην κεφ. ιστ,7].
Δυστυχώς βλέπουμε γύρω μας ανθρώπους με έλλειμμα πίστης, με άρρωστη ή αναιμική πίστη που ίσως κάπως αλλιώς θα έπρεπε να αποκαλείται! Έχουν δημιουργήσει μέσα τους ένα μόρφωμα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους, στις συνήθειες τους, στους ρυθμούς τους και μέσα σε όλα βάζουν κάπου στην άκρη και το Χριστό και λένε ότι πιστεύουν! Και όταν τους βρει μια δοκιμασία το κοσμικό τους φρόνημα δεν είναι ικανό να τους βοηθήσει και λένε ‘ Μα πού είναι ο Θεός;’!!! Μα υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που στην προσπάθεια τους να αποβάλουν το κοσμικό φρόνημα φτάνουν στο άλλο άκρο, απομονώνονται, ασκητεύουν σχεδόν, αποστρέφονται τους ανθρώπους, όπως ο διάβολος το λιβάνι, μη μολυνθούν, έχοντας πείσει τον εαυτό τους ότι είναι γέροντες μέσα στον κόσμο!
Ο Θεός δε μας ζήτησε ακρότητες! Την καρδιά μας μάς ζήτησε! Και κάθε μέρα να αυτομαστιγωνόμαστε κρεμασμένοι ανάποδα, το Έλεος και η Αγάπη Του είναι που θα μας σώσουν στο τέλος!
Εμείς να είμαστε κοντά Του, φιλότιμοι, ευγνώμονες, ταπεινοί, να κάνουμε τον αγώνα μας υπό την καθοδήγηση του πνευματικού μας, μα κυρίως να Τον αγαπάμε! Και να αγαπάμε και τους συνανθρώπους μας! Αυτή είναι η νέα εντολή που μας έδωσε άλλωστε! ‘Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς’[ Κατά Ιωάννην κεφ.ιγ,34]. (Α.Κ.Β.)
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 87η. "Οτι ό ήγούμενος πρέπει νά θυσιάζει τή ζωή του γιά τά λογικά πρόβατα, έπειδή θά δώσει λόγο γιά τό καθένα την ή μέρα της κρίσεως. Καί γιά την άποκοπή τών δικών μας θελημάτων".
Αδελφοί μου και πατέρες, σε ποιά κατάσταση νομίζετε ότι βρίσκεται η ταπεινή μου ψυχή κατά την άσκηση της εποπτείας σας; Νομίζετε δηλαδή ότι καμαρώνω γι’ αυτές τις μικρές κατηχήσεις, σαν να κάνω κάτι σπουδαίο και εκπληρώνω έτσι τα καθήκοντά μου ως προστάτης σας; Καθόλου. Αλλά, για να πώ τήν αλήθεια, έκτος από κάποια ανάπαυσή μου, τη ζωή μου τήν περνώ με πολύν ψυχικό πόνο καί δυσκολία καί φροντίδα, γιατί δέν αρκούμαι σ’ αυτά πού λέγω καί παραγγέλλω, ούτε αναπαύομαι όλη τή μέρα ή έστω καί μιά ώρα, παρατηρώντας τον καθένα χωριστά καί όλους γενικά, καί πόσο πρέπει καί όσο είμαι σέ θέση καί πόσο έργο οφείλω νά κάνω γιά σάς τα αγαπητά καί τέκνα τού Κυρίου. Μπαίνω λοιπόν κάθε μέρα ανάμεσά σας, όπως μπαίνει ό ποιμένας σε κάποιο κοπάδι. Βλέπω καί εξετάζω με τον νου μου, το πώς περνάτε, τη διαγωγή σας, τη συναναστροφή σας, πώς πηγαίνετε καί έρχεστε, πώς αποκαλείται ο ένας τον άλλο, πώς ακούτε, από τήν κίνηση σας, από το πώς μιλάτε, από την ίδια την όψη σας. Καί γι’ αυτά βέβαια πού βρίσκω σωστά, χαίρομαι καί ευχαριστιέμαι καί αναπτερώνονται οι ελπίδες μου. Για τα αντίθετα όμως λυπάμαι, στενοχωριέμαι καί με στεναγμούς παρηγορώ τον πόνο μου. Καί αν ό βοσκός των άλογων προβάτων, πού δεν φαίνεται να πάσχει το ίδιο, καταλαβαίνοντας από τα ίδια τα πρόσωπά τους αυτά πού έχουν μέσα τους, καταβάλλει όλη τη δύναμή του για να θεραπεύσει καί να κάνει καλά εκείνο πού αρρώστησε (καί ούτε μιά μέρα αν αδιαφορήσει γιά λίγο, δεν έχει τη βεβαιότητα ότι δεν θα διαλυθούν τα πρόβατα), πόσο περισσότερο εγώ ο ταπεινός οφείλω να καταγίνομαι με σάς καί να βλέπω καί να παρατηρώ καί την παραμικρή εικόνα σας, καί άλλους να τούς ενθαρρύνω, άλλους να τούς ύπενθυμίζω τις υποχρεώσεις τους, άλλους να τούς θεραπεύω, άλλους να τούς δένω, κάνοντας καί λέγοντας κάθε τι πού βοηθά στη σωτηρία σας;
Μήπως δεν θα δώσω λόγο γιά τον καθένα την ημέρα της κρίσεως; Καί ποιος είναι ικανός γι’ αύτό; ποιος είναι αδιάφορος; ποιος είναι εύγλωττος; ποιος είναι ανεύθυνος; ποιος είναι αναίτιος; ποιος έχει εκτελέσει τη δική του φροντίδα; ποιος δέν θα θρηνήσει μάλλον καί δέν θα χτυπήσει το στήθος του, δέν θα φοβηθεί καί δέν θα τρομάξει, καί δέν θα εύχεται να φύγει μακριά από τη γη, ή να φύγει κάπου αλλού μακριά, αποφεύγοντας την ιδιότητα τού προϊσταμένου; Αλλά ούτε αυτό είναι δυνατόν, αφού είναι, αφού έλαβε την εξουσία, αφού τοποθετήθηκε σ’ αύτήν. Δεν γνωρίζω, βρίσκομαι σε μεγάλη απορία. Γιατί είναι μεγάλο πράγμα το να εμφανισθεί άνθρωπος στον Θεό, το να δικαστεί από τον κριτή των όλων, το να λογοδοτήσει για όλο το ποίμνιο, αν το ποίμανε καλά, εάν όπως έπρεπε, εάν σωστά, εάν χωρίς ενοχή, εάν με αγνότητα, εάν ανελλιπώς, εάν ανύστακτα, αφ’ ενός για να φανερώσει τις διατάξεις του νόμου, και αφ’ ετέρου για να απομακρύνει τα κακά, να ελέγχει, να επιτιμά, να προτρέπει με καλοσύνη, με σκληρότητα, αν έκανε κάθε τι που έπρεπε να κάνει, μπροστά στον Θεό και τους ανθρώπους.
Και αυτά τα είπα, ώστε, γνωρίζοντας αυτό που συμβαίνει στην ψυχή μου, να βοηθήσετε το μεγάλο έργο μου. Βοηθώντας εμένα, βοηθάτε τους ίδιους τους εαυτούς σας, και βοηθώντας τους εαυτούς σας, βοηθάτε εμένα τον ταλαίπωρο.
(ΕΠΕ, Φιλοκαλία έργα Θεοδώρου 2,287-289)