Κάθε σκέψη, αρνητική ή θετική -ακόμη και όταν είμαστε μόνοι στο κελί μας-, είναι ενέργεια και δύναμη που αντανακλάται στη ζωή όλου του μοναστηριού.
Όταν ο λογισμός είναι θετικός, όταν είναι θερμή η προσευχή του ενός για τον άλλο και του καθενός για όλους και όλων για τον καθένα, τότε ενισχύονται τα τείχη της Μονής.
Αλλά και αντιθέτως, όταν οι λογισμοί μας παίρνουν αρνητική πορεία και αντί να αγαπάμε κατακρίνουμε τον αδελφό μας, τότε προκαλούνται ρωγμές στα τείχη της Μονής και όλα γκρεμίζονται.
Έτσι προσευχόμαστε «Καταξίωσον, Κύριε, εν τη ημέρα ταύτη αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς», δηλαδή να μην έχουμε ούτε έναν αμαρτωλό λογισμό ....
Αγωνισθείτε εναντίον κάθε πάθους που υπαγορεύει στον νου αρνητικές κριτικές για τον οποιονδήποτε. Αγωνισθείτε εναντίον αυτού.
Μη δέχεσθε την ιδέα που σας υποβάλλει ο εχθρός, ότι ο αδελφός σας ή η αδελφή σας είναι άδικη απέναντί σας. Μη δέχεσθε την ιδέα αυτή.
Να γνωρίζετε καλά ότι οποιαδήποτε αρνητική σκέψη που έχετε μέσα σας, ακόμη και όταν είστε μόνοι σας στο κελί ή όταν είστε όλοι μαζί με τους άλλους, κάθε αρνητική κριτική προκαλεί μια ρωγμή στον τοίχο του πνευματικού οχυρού μας. Το αναφέραμε και άλλοτε.
Δεν υπάρχουν λογισμοί που περνούν αδιάφορα. Όταν έχετε καλούς λογισμούς, θα συναντάτε το κάθε μέλος της αδελφότητος ως ένα πρόσωπο αγαπητό σε σας, αλλά αν σκέφτεσθε αρνητικά για κάποιον, το πρόσωπό σας, η ψυχική οσμή σας θα μολύνουν την ατμόσφαιρα και όλα θα άλλάξουν.
Όταν είναι η χάρη μαζί μας, δεν βλέπουμε τα λάθη των άλλων, βλέπουμε μόνο τις θλίψεις και την αγάπη των αδελφών μας και δεν έχουμε αυτή τη διάθεση να κρίνουμε αρνητικά
(Σωφρονίου Σαχάρωφ,Οικοδομώντας το ναό του Θεού, τόμος Β, σελ. 313 και 151)
Θα μπορούσα να σας μιλήσω εκτενέστερα για το εξής παράδοξο φαινόμενο: οι άνθρωποι δεν προσέχουν τα δικά τους λάθη και κρίνουν τους άλλους.
Με τον τρόπο αυτό καταστρέφεται η ενότητα. Φυλαχθείτε από κάθε λογισμό εναντίον των αδελφών, γιατί κάθε τέτοιος λογισμός προκαλεί ρωγμή στον τοίχο της Μονής μας.
Το είπαμε αρκετές φορές. Αυτό δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα! Επειδή, όταν σκεφτόμαστε το κακό για κάποιον και ύστερα βγαίνουμε από το κελί μας και τον συναντούμε, τα ίχνη της κακής αυτής σκέψεως ενεργούν.
Και τότε ο άλλος, εξαιτίας αυτού του φαινομένου, ανταποκρίνεται με αντίστοιχο τρόπο. Και ποτέ δεν είναι δυνατόν να γνωρίσουμε ποιός «άρχισε» πρώτος.
Γι’ αυτό και προσευχόμαστε: «Δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα». Η Απουσία της θεωρίας αυτής κάνει τον κάθε άνθρωπο να σκέφτεται ότι έχει δίκαιο και να μη διακρίνει τα δικά του λάθη. Αυτό το κάνουν ακόμη και οι αρχιερείς και όλοι εμείς.
Γι’ αυτό φυλαχθείτε από κάθε κακή σκέψη όταν είστε στο κελί σας, και τότε το «σπίτι μας» θα μένει άκλόνητο και θα κερδίσουμε τη σωτηρία μας.
Αν όμως συγχωρούμε τις δικές μας αμαρτίες χωρίς να κατανοούμε τον αδελφό, τότε όλα θα καταστραφούν.
Πρόσφατα με επισκέφτηκε κάποιος νέος άνθρωπος που ήρθε σε σύγκρουση με τη γυναίκα του. Αυτοί έχουν δύο παιδιά. Του είπα:
«Ταπεινώσου, και τότε θα αποφύγουμε την τραγική διάλυση της οικογένειας. Και τα μικρά παιδιά θα σωθούν από την τραγική μορφή ζωής που υφίστανται τα παιδιά των οποίων οι γονείς είναι χωρισμένοι».
Το ίδιο ισχύει και στη δική μας οικογένεια: θα αποφεύγουμε σαν φωτιά, σαν δηλητηριώδες φίδι, κάθε ίχνος διασπάσεως.
Θα οικοδομήσουμε τη ζωή μας έτσι, ώστε πραγματικά να σωζόμαστε και να αφομοιώσουμε εκείνο το δώρο του Θεού που έχουμε με την πνευματική μας ελευθερία, να συναχθούμε δηλαδή και να ζήσουμε ως μία οίκογένεια.
Μιλώ ενώ πονά η καρδιά μου και πολλά από τα λόγια μου ίσως είναι αδέξια. Ωστόσο όμως, ακούτε ό,τι σας λέω και θα δείτε αγαθούς καρπούς στη ζωή σας.
(Σωφρονίου Σαχάρωφ,Οικοδομώντας το ναό του Θεού, τόμος Β, σελ. 230-231)
Επειδή μονάχα η κατάνυξη και τα δάκρυα δεν είναι αρκετά για να πείσουν τον Θεό να μας δώσει αυτά που του ζητούμε στις προσευχές μας, πρέπει να προσθέσουμε και κάποια άλλα στοιχεία που χρειάζονται ακόμη, για να έχουν θετικό αποτέλεσμα οι προσευχές μας. Ιδού μερικές από αυτές τις προϋποθέσεις στη συνέχεια, έξι τον αριθμό.
α) Όποιος θέλει να πάρει θετική απάντηση στο πρώτο του αίτημα, που είναι η συγχώρηση των αμαρτημάτων του, πρέπει κι αυτός ο ίδιος, όταν προσεύχεται, να συγχωρεί τ’ αμαρτήματα που διέπραξαν εις βάρος του οι άλλοι, καθώς μας δίδαξε ο Κύριος: «όταν στέκεστε σε προσευχή, ν’ αφήνετε ό,τι διαφορές έχετε με κάποιον, συγχωρώντας τον, κ’ έτσι να συγχωρήσει και ο Πατέρας μας ο ουράνιος και τα δικά σας παραπτώματα» (Μαρκ. ια’ 25).
β) Όποιος ζητάει να λάβει κάτι από τον Θεό, πρέπει να το ζητάει χωρίς διψυχία και δισταγμό, αλλά με στερεή και αδίσταχτη πίστη, όπως μας λέει πρώτα ο ίδιος ο Κύριος μας: «όλα όσα ζητάτε στην προσευχή σας με πίστη, θα τα λάβετε» (Ματθ. κα’ 22) και, κατόπιν, ο αδελφόθεος Ιάκωβος: «κι αν κάποιος από σας υστερεί σε σοφία, ας τη ζητήσει από τον Θεό, που τη χαρίζει με απλότητα σε όλους, χωρίς να περιφρονεί κανέναν αλλά που να τη ζητάει με πίστη, δίχως αμφιβολία, διότι όποιος έχει αμφιβολίες ομοιάζει με το κύμα της θάλασσας, που ο άνεμος το παρασέρνει και το πηγαίνει πότε εδώ και πότε εκεί· να μην ελπίζει ποτέ πως θα πάρει κάτι από τον Κύριο ένας τέτοιος άνθρωπος δίγνωμος και άστατος σ’ όλους τους τρόπους της ζωής του» (Ιακ. α΄ 5-7).
γ) Όποιος ζητάει, πρέπει να μην παρακαλεί για ζητήματα που δεν τον συμφέρουν πνευματικά, δηλαδή για κοσμικά πράγματα που προξενούν τις ηδονές του, αλλά να ικετεύει για ζητήματα κατά Θεόν, δηλαδή που συμφέρουν κ’ ενδιαφέρουν τη σωτηρία της ψυχής του. Ακούστε και τον ονειδισμό εκ μέρους του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, που λέει: «ζητάτε κάτι και δεν το λαμβάνετε, διότι το ζητάτε με κακό σκοπό, δηλαδή το ζητάτε για να το κατασπαταλήσετε για τις ηδονές σας» (Ιακ. δ’ 3)
δ) Όποιος θέλει να λάβει όσα συμφέροντα για την ψυχή του ζητάει από το Θεό, πρέπει κι αυτός να εργάζεται και να κάνει όλα όσα δύναται και μπορεί, σύμφωνα και με την κοινή παροιμία, που λέει «συν Αθηνά και χείρα κίνει»· πρέπει δηλαδή να μην αμελεί και να μην παραδίνει θεληματικά τον εαυτό του πρώτα στα πάθη, και τις επιθυμίες, κ’ έπειτα ζητάει τη θεία βοήθεια, διότι δεν θα τη λάβει ποτέ, σύμφωνα και με τον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου: πρέπει, λοιπόν, πρώτα να προσφέρει κάνεις όλα όσα μπορεί μόνος του, και υστέρα να παρακαλεί τον Θεό να έρθει βοηθός και σύμμαχος του- διότι, όταν κάποιος παραδώσει τον εαυτό του με νωθρότητα στις επιθυμίες και παραδοθεί έτσι μόνος του στους εχθρούς, αυτόν ο Θεός δεν τον βοηθάει ούτε εισακούει τις δεήσεις του, διότι πρόλαβε ο ίδιος και με την αμαρτία του αποξενώθηκε από τον Θεό· γιατί, βέβαια, όποιος επιθυμεί να έχει τη βοήθεια του Θεού, δεν προδίδει το πρέπον και το αρμόζον· κι αυτός που δεν προδίδει το πρέπον και το αρμόζον, δεν προδίδεται και δεν εγκαταλείπεται ποτέ από τη θεία πρόνοια και βοήθεια» (Ασκητικαί Διατάξεις, κεφ. α’).
Και, ακριβώς, γι’ αυτούς λέγει ο Θεός με το στόμα του προφήτου Ησαΐα: «με αναζητούν την κάθε ημερα, κ’ επιθυμούν να γνωρίσουν τις εντολές μου, ωσάν λαός που έπραξε το δίκαιο και που δεν εγκατέλειψε την κρίση του Θεού» (Ησ. νη’ 2). Και, για να το πούμε με δυο λόγια, όποιος θέλει να εισακούσει ο Θεός τη δέησή του και να λάβει θετική απάντηση στο ζήτημά του, πρέπει να βιάζει τον εαυτό του, όσο μπορεί, για να φυλάγει τις εντολές του Θεού, ώστε να φτάσει στο σημείο να μην τον κατηγορεί η συνείδησή του ότι καταφρόνησε ή αμέλησε κάποιο πράγμα, που μπορούσε να το κάμει και δεν το έκαμε. Διότι, όπως λέει ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «όταν η καρδιά μας παύει να μας κατηγορεί, τότε αποκτούμε θάρρος εμπρός στον Θεό, κι Εκείνος μας δίνει ό,τι Του ζητούμε, γιατί εκτελούμε τις εντολές Του, και κάνουμε όλα όσα είναι αρεστά σ’ Εκείνον» (Α’ Ιωάν. γ’ 21-22).
Και ο μέγας Βασίλειος προσθέτει: «Είναι, λοιπόν, απαραίτητο να μη μας κατηγορεί σε τίποτε η συνείδησή μας, και τότε μονάχα μπορούμε να επικαλούμαστε τη θεία βοήθεια» (Ασκητ. Διατ., ο.π.) Και όχι μονάχα, όταν κάποιος προσεύχεται για τον εαυτό του, πρέπει να κάνει τα καθήκοντά του όσο μπορεί καλύτερα, αλλά και στην περίπτωση που κάποιος άλλος προσεύχεται για κείνον, πρέπει κι αυτός να συνεργεί προσωπικά για να καρποφορήσει η προσευχή που γίνεται για λόγου του. Αυτό ακριβώς σημαίνει ο λόγος του Αδελφοθέου, «πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργούμενη» (Ιακ. ε’ 16), τον οποίο ερμηνεύοντας ο θείος Μάξιμος ο Ομολογητής λέγει:
«Πράγματι, πολύ ισχύει η δέηση του δικαίου, είτε χάρη στον δίκαιο που την κάνει, είτε και χάρη σ’ εκείνον που ζητάει από τον δίκαιο να την πραγματοποιήσει· διότι, από μεν την πλευρά του δικαίου που γίνεται η δέηση, αυτή δίνει θάρρος να παρουσιαστεί και να ζητήσει από Κείνον που μπορεί να εισακούσει τα αιτήματα των δικαίων, ενώ από την πλευρά εκείνου που ζητάει από τον δίκαιο να κάμει γι’ αυτόν τη δέηση, του δίνει την ευκαιρία ν’ απομακρυνθεί από την κακία και να εγκολπωθεί πάλι την διάθεση για ενάρετο βίο» (Ε’ εκατ. περί θεολογίας, κεφ. πδ’). Και ο ίδιος πάλι, σε άλλο σημείο, λέει: «Είναι πράγματι δείγμα μεγάλης νωθρότητας, για να μην πω παραφροσύνης, να επιζητεί κανείς τη σωτηρία του με τις δεήσεις των δικαίων, ενώ η διάθεσή του στρέφεται προς τις τέρψεις, και να ζητάει τη συγχώρεση εκείνων των αμαρτημάτων, για τα οποία σπιλώνεται με δική του διάθεση και ενέργεια. Πρέπει, λοιπόν, να μην αφήνει ανενεργή και ακίνητη τη δέηση του δικαίου…, αλλά να την ενεργοποιεί και να την ισχυροποιεί, δίνοντάς της φτερά με τις δικές του αρετές».
ε) Όποιος θέλει να εισακούσει ο Κύριος το αίτημά του, πρέπει να μην λιποψυχάει, ούτε να θλίβεται και να στενοχωριέται όταν προσεύχεται, αλλά να προσμένει με υπομονή και μακροθυμία, κι ας περνάει αρκετός καιρός αναμονής. Έτσι και ο Κύριος, για να μας διδάξει να προσμένουμε υπομένοντας και προσκαρτερώντας στην προσευχή, χωρίς να στενοχωριόμαστε καθόλου, μας αναφέρει στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο την παραβολή της χήρας, η οποία με την επιμονή και την υπομονή της, έπεισε στο τέλος τον άδικο δικαστή να της αποδώσει το δίκιο της. «Και τους έλεγε και την παραβολή αυτή, για το ότι πρέπει πάντοτε να προσεύχονται και να μην αποκάμουν» (Λουκ. ιη’ 1).
Έχουμε, από την άλλη πλευρά, και τον λόγο του μεγάλου Βασιλείου, που λέει ότι, μπορεί στη δέησή σου πολλές φορές να ζητήσεις τα πνευματικώς συμφέροντα, όμως δεν επέμεινες αρκετά. Διότι, όπως είναι γραμμένο, «με την υπομονή σας θα σώσετε τις ψυχές σας» (Λουκ. κα’ 19). Και, «όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί» (Ματθ. ι’ 22). Έχουμε γι’ αυτό το θέμα παράδειγμα τον Αβραάμ, ο οποίος, αν και ήταν νέος όταν προσεκλήθη από την Ασσυρία να πάει στην Παλαιστίνη, και είχε λάβει μάλιστα και υπόσχεση από το Θεό, πως θα πληθυνθεί το σπέρμα της γενιάς του όπως τ’ αστέρια τ’ ουρανού, είδε να πραγματοποιείται η παραπάνω υπόσχεση του Θεού μόλις στα εκατό χρόνια της ηλικίας του! Επίσης, και το παράδειγμα του Ισαάκ, ο οποίος παρακαλούσε τον Θεό να του χαρίσει τέκνα, αλλά η δέησή του εισακούστηκε μόλις ύστερα’ από είκοσι χρόνια!
Ο μέγας Βασίλειος σε συμβουλεύει: «μιμήσου, λοιπόν, και σύ, αδελφέ μου, αυτούς τους Πατριάρχες και την πίστη τους· και αν περάσει κ’ ένας χρόνος, τρίτος ή τέταρτος ή περισσότερα χρόνια δίχως να λάβεις το αίτημά σου, μην αφήνεις την προσευχή, αλλά να επιμένεις με πίστη, εργαζόμενος πάντα το αγαθό». Και ο αββάς Μακάριος προσθέτει: «όποιος δεν βλέπει να εισακούεται γρήγορα η δέησή του, αλλά ν’ αναβάλλεται από το Θεό, αυτός αισθάνεται πιο φλογερή την επιθυμία της προσευχής· και όσο πιο πολύ μακροθυμεί ο Θεός, δοκιμάζοντάς μας στον πόνο, τόσο πιο πολύ έντονα οφείλει ο προσευχόμενος να επιμένει, ζητώντας την δωρεά τού Θεού» (Σειρά στο Κατά Ματθαίον, κεφ. ζ’).
ς) και τελευταίον· όποιος θέλει να επιτύχει το αίτημα της προσευχής του, πρέπει πάντοτε να ευχαριστεί τον Θεό, είτε λάβει γρήγορα εκείνο που ζητά, είτε και αργότερα. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος μας λέγει: «τα αιτήματά σας να τ’ απευθύνετε στο Θεό με προσευχή και δέηση, που θα συνοδεύονται από ευχαριστία» (Φιλιπ. δ’ 6). Επειδή, πολλές φορές, ο Θεός δεν μας δίνει γρήγορα εκείνο που του ζητούμε, ή γιατί ξέρει πως θα χάσουμε αυτό που θα μας χαρίσει και, γι’ αυτόν το λόγο, θα τιμωρηθούμε περισσότερο, αφού αθετήσαμε το χάρισμά του και τη δωρεά του· ή, γιατί, γνωρίζοντας πως μόλις λάβουμε το αίτημά μας θα πάψουμε να προσευχόμαστε. Γι’ αυτό αναβάλλει το ζήτημα μας και δεν το πραγματοποιεί, θέλοντας και προνοώντας να τον παρακαλούμε πάντοτε και να βρισκόμαστε κοντά του με την προσευχή· ή, ακόμη, για να φανεί η πίστη και η αγάπη μας προς τον Θεό, ή και για άλλους λόγους που έχει ο Θεός, ακατανόητους βέβαια σ’ εμάς, αλλά δίκαιους, που αποβλέπουν πάντοτε προς το πνευματικό συμφέρον μας.
Τα βεβαιώνει όλα αυτά και ο βαθύς θεολόγος και πράγματι μέγας Βασίλειος, με όσα γράφει στο α’ κεφάλαιο των Ασκητικών του Διατάξεων, οπού συμπερασματικά μας λέγει: «Γνωρίζοντας, λοιπόν, όλα αυτά, είτε πιο γρήγορα εισακουστούμε και λάβουμε, είτε πιο αργά, ας παραμείνουμε πάντοτε με ευχαριστίες στον Κύριο, διότι όλα όσα κάνει ο Δεσπότης τα κάνει πάντοτε οικονομώντας τη δική μας σωτηρία· και να μην λιποψυχούμε, σταματώντας τις προσευχές και τις δεήσεις». Και τί λέω; είτε λάβουμε απ’ το Θεό, είτε δεν λάβουμε τα αιτήματά μας, εμείς πρέπει να τον ευχαριστούμε πάντοτε και να επιμένουμε κρούοντας τη θύρα του Θεού και ζητώντας πάλι και πάλι με την προσευχή μας· διότι μας αρκεί και τούτο το μέγα χάρισμα που λαβαίνουμε, δηλαδή το ότι αξιωνόμαστε να συνομιλούμε με τον ίδιο το Θεό και να παραμένουμε ενωμένοι μ’ Εκείνον όταν προσευχόμαστε.
Έτσι μας λέει και ο χρυσός κάλαμος του αγίου Ιωάννου, με κομψότητα και γλαφυρότητα, γράφοντας τα παρακάτω: «μεγάλο αγαθό η προσευχή, όταν γίνεται με διάνοια καθαρή και χαρούμενη, κι όταν μάθουμε τους εαυτούς μας να ευχαριστούν το Θεό πάντοτε: όχι μονάχα όταν λαβαίνουμε τα αιτήματα της προσευχής, μα κι όταν δεν τα λαβαίνουμε. Διότι, άλλοτε μεν μας δίνει κι άλλοτε δεν μας δίνει· ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις είσαι κερδισμένος, αφού είτε λάβεις είτε δεν λάβεις, ήδη έχεις λάβει και μη λαμβάνοντας· κι όταν επιτύχεις το ζητούμενο κι όταν δεν το πετύχεις· ήσουν τυχερός κι όταν δεν το πέτυχες, επειδή μερικές φορές το να μη λάβεις το αίτημά σου είναι επωφελέστερο· διότι, αν δεν ήταν προς το συμφέρον μας το να μην το λάβουμε, ο Θεός θα μας το έδινε οπωσδήποτε. Και το να μην πετυχαίνουμε κάτι, όταν καταλήγει προς το συμφέρον μας, είναι όντως επιτυχία» (Εις Ανδριάντας, λόγ. α΄· και Περί ευχής, τ. ζ’). Ανάλογα έγραψε και ο άγιος Ιωάννης, που μας παρέδωκε την ουράνια Κλίμακα: «να μη λες, πως περνάς πολλή ώρα στην προσευχή, δίχως να κατορθώσεις τίποτε, γιατί ήδη έχεις κάτι κατορθώσει· διότι, ποιό άλλο αγαθό θα μπορούσε να βρεθεί καλύτερο απ’ το να βρίσκεσαι κοντά στον Κύριο και να είσαι με την προσευχή εκεί, αδιαλείπτως περιμένοντας την ένωση μ’ Εκείνον;»
Αν, λοιπόν, αδελφοί και πατέρες, συμφωνείτε με όλα όσα είπαμε πιο πάνω, και προσφέρετε στον άγιο Θεό τις προσευχές που περιέχονται σε τούτο το βιβλίο εδώ, εγώ σας πληροφορώ πως θα πλουτίσετε τις ψυχές σας με πίστη ακλόνητη, με βέβαιη ελπίδα, με αγάπη ανόθευτη, με συγχώρεση των αμαρτημάτων, και θα έχετε την απαλλαγή των ορατών και των αοράτων κακών, την απόλαυση των αιτημάτων σας, τη λύτρωση από τους πειρασμούς των δαιμόνων και την επικοινωνία και ένωση με τον Θεό και τους Αγγέλους του· επειδή, κατά τον χαριτώνυμο και χρυσόστομο κήρυκα της προσευχής: «όταν αληθινά συνομιλούμε στην προσευχή με τον Θεό, τότε γινόμαστε ένα με τους Αγγέλους» (Λόγος Περί Προσευχής). Και μ’ ένα λόγο, θέλω να σας πω, ότι με τις θείες τούτες προσευχές θ’ απολαύσετε ένα σωρό αγαθά, μια απέραντη θάλασσα από θησαυρούς, πλήθος από καλά, ολόκληρη θημωνιά από αρετές, ατελείωτη σειρά χαρισμάτων και ώριμους καρπούς πνευματικής ωφελείας.
(Πηγή: fdathanasiou.wordpress.com)
…Στην αρχή η ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» σε κάνει να τους βλέπεις όλους καλούς.
Σου μιλά όλη η κτίση και χαίρεσαι πολύ. Όσο πιο πολύ την λες, είναι σαν να φυτεύεις μία ρίζα μέσα σου και σιγά σιγά θα βλαστήσει και θα γίνει δένδρο.
Όταν θα βγαίνεις από το κελλί σου να βάλεις ένα όρο, ένα σημάδι. Θα λες: Από εδώ μέχρι εκεί θα λέω κάθε μέρα την ευχούλα.
Από τα σκαλοπάτια μέχρι την Εκκλησία θα λέω: «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον με», και έτσι θα γίνει και θα μείνει καλή συνήθεια.
Στο διακόνημά σου πάλι να λες την ευχή. Το βράδυ να κάνεις και πνευματική μελέτη.
Στην αρχή, όταν θα την λες, θα αισθάνεσαι κόπωση στο μυαλό, αλλά μετά θα έρθουν τα δάκρυα. Φροντίστε για τα δάκρυα…
Η ευχή θα σας φέρει σε μία κατάσταση, που θα βλέπετε όλη την φύση σε μια ανείπωτη ομορφιά. Η φύση η ίδια θα σας συνομιλεί, θα σας χαμογελάει.
Όχι ότι αλλοιούται, και πότε είναι άγρια και πότε ήμερη, αλλά από τον ευδιάθετο τρόπο της ψυχής σας φέρεται και αυτή.
Όταν η ψυχή σας πάρει αυτόν τον αγιασμό λέγοντας την ευχούλα, θα βλέπετε την φύση βουτηγμένη σε μία ανέκφραστη χαρά.
Όταν προβιβασθείτε με την ευχή σε ανώτερο επίπεδο θα δείτε την φύση σε ανώτερη πνευματική κατάσταση. Όλη η φύση θα συμπροσεύχεται με σας.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης
(από το βιβλίο του Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, "Ο χαρισματούχος υποτακτικός Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης", Ιερά Μονή Βατοπαιδίου)
Η άξια της νηστείας.
Ο Μ. Ναπολέων σε συμπόσιο που έκαμε, εκάλεσε και την κυρία Μοντεσκέ.
Αλλ’ η κυρία αυτή αν και καθόταν δίπλα στον Αυτοκράτορα, όμως δεν έτρωγε.
Οι ομοτράπεζοι το εθεώρησαν αυτό ως προσβολή και αγωνιούσαν για το τι θα κάμη ο Αυτοκράτωρ.
Ο Ναπολέων ερώτησε:
— «Γιατί δεν τρώτε κυρία μου;»
— «Διότι είναι Παρασκευή και νηστεύω», απάντησε η κυρία Μοντεσκιέ.
Την επομένη ο Ναπολέων την εκάλεσε στα ανάκτορα και της ανέθεσε την διαπαιδαγώγηση του διαδόχου.
Είχε εκτιμήσει την σταθερότητα του χαρακτήρος της.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο148)
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Πίστεψέ με, δεν έχει τόσο την ικανότητα να καθαρίζει τη σκουριά η φωτιά, όσο η νυχτερινή προσευχή τη σκουριά των αμαρτιών μας.
Ας ντραπούμε, αν όχι κανέναν άλλον, τους νυκτερινούς φύλακες.
Εκείνοι περιέρχονται τους δρόμους για τον ανθρώπινο νόμο, φωνάζοντας δυνατά μέσα στην παγωνιά και περπατώντας μέσα από τα στενά, και πολλές φορές βρέχονται και παγώνουν για σένα και την σωτηρία σου και για τη φύλαξη των χρημάτων σου.
Εκείνος για τα χρήματα σου παίρνει τόσα προνοητικά μέτρα, ενώ εσύ ούτε για τη δική σου ψυχή;
Και μάλιστα εγώ δεν σε αναγκάζω να περιφέρεσαι έξω στο ύπαιθρο όπως εκείνος, ούτε να πιέζεσαι φωνάζοντας δυνατά, αλλά μένοντας μέσα σ’ έναν απόμερο χώρο, στο ίδιο το δωμάτιο σου, γονάτισε, παρακάλεσε τον Δεσπότη.
Γιατί αυτός ο ίδιος ο Δεσπότης διανυκτέρευσε πάνω στο όρος των Ελαιών;
Όχι για να γίνει πρότυπο για μας;
Τότε αναπνέουν τα φυτά, τη νύχτα εννοώ· τότε και η ψυχή, ακόμη περισσότερο απ’ αυτά, δέχεται τη δροσιά.
Αυτά τα οποία ο ήλιος της ημέρας τα ξήρανε, αυτά τη νύχτα δροσίζονται.
Αποτελεσματικότερα από κάθε δροσιά είναι τα δάκρυα που χύνονται εναντίον των επιθυμιών και κάθε φλογώσεως και καύσωνα και δεν αφήνουν να πάθουμε κανένα κακό.
Αν δεν απολαύσει (η ψυχή) αυτή τη δροσιά, την ημέρα θα ξεραθεί εντελώς.
Αλλά όχι, να μη συμβεί κανένας από μας να τροφοδοτήσει εκείνη τη φωτιά, αλλά αφού δροσιστούμε και απολαύσουμε τη φιλανθρωπία του Θεού, έτσι όλοι να ελευθερωθούμε από το φορτίο των αμαρτιών μας με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αμήν.
Ο ηγούμενος Μισαήλ είχε προαναγγείλει τον θάνατό του σε πολλά πρόσωπα, καθώς και πολλά άλλα γεγονότα που κανένας δεν θα μπορούσε να προβλέψει, πράγμα που έδινε την εντύπωση ότι ο Θεός άκουγε και συνέπραττε με τον λόγο του.
Ο τρόπος με τον οποίο ενεργούσε ο Θεός δια του ηγουμένου Μισαήλ είχε συνέπειες που μπορεί να φαίνονταν απίστευτες. Να μια περίπτωση που μπορεί να μας καταπλήξει βαθιά. Ο ηγούμενος πήγε από τη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος στη Σκήτη του Παλαιού Ρωσικού1, για να συναντήσει τον εκεί προεστώτα. Ο δεύτερος στη σειρά, γιατί ο πρώτος ήταν άρρωστος στο κρεβάτι, τον συνάντησε και του είπε:
«Φοβούμαστε ότι ο ηγούμενός μας θα πεθάνει διότι είναι σοβαρά άρρωστος».
Και τί απάντηση έδωσε σχεδόν αμέσως ο Μισαήλ;
«Όχι, πείτε του ότι δεν θα πεθάνει, θα ζήσει. Εσύ όμως, θα πεθάνεις πριν από αυτόν. Και τρία χρόνια μετά τον θάνατό σου, όταν θα σε ξεθάψουν, εκεί θα θάψουν το σώμα του».
Έτσι και έγινε. Πώς μπορεί κάποιος να προβλέψει κάτι παρόμοιο;
Κάποιος ιερέας ζούσε στο ισόγειο της Μονής όπου είχε μεγάλη κίνηση. Ήρθε στον ηγούμενο και του λέει:
«Κουράστηκα απ’ όλον αυτό τον θόρυβο να μένω σε αυτό το πέρασμα. Δώστε μου την ευλογία να πάρω ένα δωμάτιο στον διάδρομο των πατέρων, για να είμαι πιο ήσυχος».
Ο Μισαήλ του απάντησε: «Πάτερ μου, κάνετε υπομονή. Περάσατε τόσα χρόνια στο κελί αυτό, και δεν σας μένουν παρά μόνο δύο εβδομάδες να ζήσετε. Γιατί να μπείτε στον κόπο να άλλάξετε δωμάτιο;». Και αληθινά, πέθανε σε δύο εβδομάδες.
Κάποιος ιερέας, μέλος της Γεροντίας, έπασχε από καρκίνο. Κάποιος άλλος, πολύ πράος και ταπεινός, έρχεται προς τον ηγούμενο και του λέει:
«Ξέρω ότι ο π. Νέαρχος [αυτό ήταν το όνομα του αρρώστου] θα πεθάνει. Μπορείτε παρακαλώ να μου δώσετε το γούνινο ράσο του; Υποφέρω από ρευματισμούς και στον ναό κρυώνω με όλα αυτά τα μάρμαρα που υπάρχουν εκεί».
Ο ηγούμενος του απαντά: «Πώς ζητάτε να σας δώσω κάτι που άνήκει στον Νέαρχο...; Εσείς ο ίδιος θα πεθάνετε πριν από αυτόν!».
Δεν πέρασαν δύο ή τρεις εβδομάδες από τότε που ο πατέρας αυτός ζήτησε το γούνινο ράσο και αρρώστησε. Δεν θυμάμαι από ποιά αρρώστια, αλλά πάντως πέθανε πριν από τον άλλον. Βλέπετε πώς ο Θεός ενεργούσε με τον ηγούμενο Μισαήλ, και αυτό γινόταν, γιατί από την αρχή ήθελε πάντοτε να είναι σωστός απέναντι στον Θεό και να λέει μόνο αυτό που λάμβανε από την προσευχή. Η διορατικότητα αυτού του ανθρώπου ήταν πραγματικά εκπληκτική.
Κάποτε έπασχα από την καρδιά μου και για είκοσι ημέρες υπέφερα τρομερά, κυρίως τις νύχτες. Υπέφερα τόσο, που στην προσευχή μου έλεγα:
«Κύριε, ελάφρυνε τον θάνατό μου». Δεν μπορούσα να μείνω στο κρεβάτι, δεν μπορούσα να καθίσω, δεν μπορούσα να βαδίσω. Έμενα στο κρεβάτι 2 ή 3 λεπτά, έκανα 5 λεπτά περίπατο στο νοσοκομείο, καθόμουν κάποια λεπτά με απερίγραπτο πόνο, πνευματικό και φυσικό. Τότε -ήταν τον Ιανουάριο του 1935-, βλέποντάς με οι μοναχοί και ο πνευματικός μου στην κατάσταση που ήμουν μου είπαν: «Ζήτησε από τον ηγούμενο να λάβεις το μεγάλο Σχήμα, διότι θα πεθάνεις». Πήγα λοιπόν στον ηγούμενο και του είπα: «Θα ήθελα να λάβω το μεγάλο Σχήμα, ευλογήστε, Πάτερ».
Μου λέει: «Θα γίνει σήμερα το βράδυ, ό,τι και να συμβεί. Αν δεν έχετε καινούργια ρούχα, πηγαίνετε ακόμη και με τα παλιά σας, αλλά η κουρά θα γίνει το δίχως άλλο, στο νοσοκομείο».
Λοιπόν, το ίδιο βράδυ, στις 31 Ιανουαρίου με το Παλαιό Ημερολόγιο, έλαβα το μεγάλο Σχήμα. Την επόμενη ημέρα πήγα στον ηγούμενο, γεμάτος ειρήνη και με μια χαρά πολύ τρυφερή στην καρδιά μου και του έξέφρασα την ευγνωμοσύνη μου για την ευλογία του. Ως απάντηση, μου κράτησε το χέρι και μου είπε: «Τώρα θα ζήσεις».
Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε; Πενήντα έξι χρόνια. Αλλά αυτό που είναι αξιοσημείωτο είναι πως δεν θεραπεύτηκα την ίδια κιόλας μέρα η αρρώστια συνέχισε να με τυραννά με τα ίδια συμπτώματα για ακόμη δέκα νύχτες. Αλλά αυτός είπε με βεβαιότητα «Τώρα θα ζήσεις»; δεν είπε ότι θα γίνω άμέσως καλά. Και πράγματι μέχρι σήμερα ζω.
Γιατί σας μίλησα για όλα αυτά; Ο Θεός να με συγχωρά, αλλά θα σας πω ότι και εγώ ο ίδιος ακολούθησα αυτή την οδό της υπακοής.
1. Εκεί όπου κάποτε έζησε και ο Γέροντας Σιλουανός.
(Σωφρονίου Σαχάρωφ,Οικοδομώντας το ναό του Θεού, τόμος Β, σελ. 256-259)
Τα ασήμαντα.
Θαυμάσια! είπε στον Μιχαήλ Άγγελο ένας φίλος του, για ένα άγαλμα που κατασκεύαζε. Όταν τον ξαναεπισκέφθηκε τον ερώτησε αν εργάσθηκε άλλο σ’ αυτό.
«Μάλιστα φίλε μου», απάντησε ο Μιχαήλ Άγγελος. Όλο αυτό το διάστημα έκαμα πολλή εργασία. Εγυάλισα αυτό το μέρος. Σ’ αυτή την πτυχή του ενδύματος έδωσα μεγαλύτερη φυσικότητα. Τα χείλη τα έκαμα εκφραστικώτερα και τα νεύρα του αριστερού χεριού ζωηρότερα.
«Αυτά όμως είναι ασήμαντα», είπεν ο επισκέπτης.
«Ναι, θα ήταν όλα αυτά ασήμαντα το καθένα χωριστά», είπε ο μεγάλος καλλιτέχνης.
«Αλλά όμως όλα αυτά τα μικρά θα κάμουν το άγαλμα τέλειο. Και η τελειότης δεν είναι ασήμαντο πράγμα».
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο81)
Μια ευγενική μορφή
Ένας διάσημος γλύπτης, ανεβασμένος στην οροφή του πανυψήλου Γοτθικού Ναού όπου ηργάζετο, κατεπονείτο σκαλίζοντας τα μάρμαρα της στέγης. Κάποιος του είπε:
—«Γιατί κουράζεσαι; Αυτά δεν θα τα δη ποτέ κανείς»,
—«Αλλά τα βλέπει ο Θεός. Γι’ Αυτόν εργάζομαι», απάντησε αμέσως ο καλλιτέχνης.
Πόσο ωφέλιμη είναι αυτή η σκέψη για τον κάθε πιστό!
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο839)
Πόσο απρόσεκτοι είναι οι άνθρωποι στον κόσμο!
Κάποιος επέστρεψε από το γραφείο στο σπίτι, και στο δείπνο (στη Ρωσία τελειώνουν από την εργασία κατά τις 5 το απόγευμα και στις 6 έχουν το δείπνο στο σπίτι) η γυναίκα του άρχισε να του μιλά για τον γιό τους:
«Χθές μου είπε ψέματα. Μου είπε ότι θα πάει κάπου και στην πραγματικότητα πήγε κάπου άλλου».
Ο πατέρας παίρνει το αυστηρό του ύφός και λέει στον γιο του:
«Αν κάνεις έτσι, να μη με αποκαλείς πια πατέρα. Αν θέλεις να κρατήσεις την τιμή να είσαι γιος μου, πρέπει να λες μόνο την αλήθεια».
Όταν το δείπνο τελείωσε, ο πατέρας ανεβαίνοντας προς το δωμάτιό του είπε:
«Ο κ. Μ. θα έρθει απόψε. Πέστε του ότι λείπω. Πρέπει να αναπαυθώ».
Αυτό είναι μια μικρή λεπτομέρεια, αλλά συμβαίνει συχνά. Ο ίδιος είπε: «Αν πεις ψέματα, δεν θα είσαι πια γιος μου», και αμέσως μετά προσθέτει: «Αν ο κ. Μ. έρθει, πείτε του ότι λείπω. Πρέπει να αναπαυθώ».
Αυτό είναι σοβαρό, καταλαβαίνετε; Κρίνουμε τους άλλους, αλλά θα κριθουμε από τη δική μας στάση, από τις κρίσεις που κάνουμε για τους άλλους.
Έτσι λοιπόν, προσπαθήστε να μην κρίνετε ο ένας τον άλλο, αλλά προσεύχεσθε να ανοίξει ο Θεός την οδό της σωτηρίας Του.
(αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οικοδομώντας τον ναό του Θεού, τόμος Β, σελ. 346)
(γέρων Σωφρόνιος του 'Εσσεξ)
Τώρα θα υποδείξω μόνο έναν μικρό πρακτικό τρόπο, πως μεταβαίνουμε με τον νου σε θεάρεστη σκέψη.
Όταν μας έρχεται οποιαδήποτε σκέψη που δεν αντιστοιχεί στον εύαγγελικό νόμο, λέμε:
«Κύριε, ίασαί μου τον νουν».
Όταν εμφανίζονται στην καρδιά μας είτε εκνευρισμός είτε οτιδήποτε παρόμοιο, λέμε:
«Κύριε, ίασαί μου την καρδίαν».
Αυτό προσλαμβάνει γενικό χαρακτήρα πάλης, και εμείς άφωνα αλλά εσωτερικά κράζουμε:
«Κύριε, ίασαί με όλον... Έλα σε εμένα, που είμαι πεσμένος στη γη, και βγάλε με από τους χαμερπείς λογισμούς και τα πάθη, από τις ευτελείς κινήσεις της καρδιάς μου»!
Έτσι διεξάγεται η πάλη μας.
(αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οικοδομώντας τον ναό του Θεού, τόμος Β, σελ. 334)