(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Δ, σελ. 706-711)
VII. Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ: 1202−4.
Η Τρίτη Σταυροφορία ηλευθέρωσε την ‘Ακρην, άφησε όμως την Ιερουσαλήμ εις χείρας των απίστων. Το αποτέλεσμα ήτο αποθαρρυντικόν δια την εκστρατείαν εκείνην, εις την οποίαν έλαβαν μέρος οι μεγαλύτεροι βασιλείς της Ευρώπης. Ο πνιγμός του Βαρβαρόσσα, η φυγή του Φιλίππου - Αυγούστου, η αποτυχία του Ριχάρδου, αι ραδιουργίαι των χριστιανών Ιπποτών εις την Ιεράν Γήν, αι έριδες μεταξύ Ναϊτών και Ιωαννιτών και η ανανέωσις του πολέμου μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, συνέτριψαν την υπερηφάνειαν της Ευρώπης και εξησθένησαν την εμπιστοσύνην του χριστιανικού κόσμου εις την Θεολογίαν του. Ο πρόωρος όμως θάνατος του Σαλαδίνου και ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας του ανεπτέρωσαν τας ελπίδας των Χριστιανών.
Ο Ιννοκέντιος ο Γ' (1198-1216) εζήτησε, μόλις ανήλθεν εις τον παπικόν θρόνον, να καταβάλουν νέαν προσπάθειαν, ο δε Φούλκων του Νεϊγύ, απλούς Ιερεύς, εκήρυξε την Τετάρτην Σταυροφορίαν εις τα πλήθη και εις τους βασιλείς. Τα αποτελέσματα όμως ήσαν αποθαρρυντικά. Ο αυτοκράτωρ Φρειδερίκος ο Β' ήτο παιδί τεσσάρων μόλις ετών, ο Φίλιππος—Αύγουστος εσκέπτετο ότι μια Σταυροφορία αρκούσε δια μιαν ανθρώπινον ζωήν και ο Ριχάρδος ο Α' ελησμόνησε τας τελευταίας λέξεις που απηύθυνε προς τον Σαλαδίνον και ήρχισε να γέλα όταν ήκουσε τας εκκλήσεις που του απέστειλε ο Φούλκων. «Με συμβουλεύεις—του είπε—να απαρνηθώ τας τρεις θυγατέρας μου, την υπερηφάνειαν, την φιλαργυρίαν και την ακολασίαν. Τας κληροδοτώ εις εκείνους που τας αξίζουν: την υπερηφάνειάν μου εις τους Νοίτας, την φιλαργυρίαν μου εις τους μοναχούς του Σιτώ και την ακολασίαν μου εις τους ιεράρχας». Ο Ιννοκέντιος όμως επέμεινε. Υπεστήριζε ότι ενδεχομένη εκστρατεία εναντίον της Αιγύπτου θα επετύγχανε χάρις εις την Ιταλικήν κυριαρχίαν της Μεσογείου και ότι θα ήτο ευχερές να φθάσουν εις την Ιερουσαλήμ, έχοντες ως βάσιν την πλουσίαν και εύφορον Αίγυπτον. ΄
Υστερα από πολλάς διαπραγματεύσεις, η Βενετία εδέχθη έναντι 85.000 αργυρών μάρκων (περίπου 8.500.000 δολλάρια), να εξασφαλίση την μεταφοράν 4.500 Ιπποτών με τους ίππους των, 9.000 ακολούθων, 20.000 πεζών και τροφίμων δι’ εννέα μήνας. Θα παραχωρούσε επίσης 40 γαλέρας, αλλά υπο τον όρον ότι το ήμισυ της λείας θα περιήρχετο εις την Δημοκρατίαν της Βενετίας. Οι Βενετοί άλλωστε δεν είχαν πρόθεσιν να επιτεθούν κατα της Αιγύπτου, διότι εκέρδιζαν πολλά χρήματα εξάγοντες εις την Αίγυπτον ξυλείαν, σίδηρον και όπλα και εισάγοντες από εκεί δούλους, δεν επροτίθεντο δε να θέσουν τέρμα εις το εμπόριον των με την διεξαγωγήν πολέμων, ούτε να μοιρασθούν τα κέρδη των με την Πίζαν ή την Γένουαν. Ενώ διεπραγματεύοντο με τους Σταυροφόρους, έκλεισαν μυστικήν συνθήκην με τον Σουλτάνον της Αιγύπτου, εγγυώμενοι ότι η χώρα του δεν θα υφίστατο καμμίαν εισβολήν (1201). Ο σύγχρονος χρονογράφος Ερνούλος ισχυρίζεται ότι οι Βενετοί έλαβαν γενναίον φιλοδώρημα διά να αποτρέψουν την Σταυροφορίαν εναντίον της Παλαιστίνης.
Κατα το θέρος του 1202, οι νέοι σταυροφόροι συνεκεντρώθησαν εις την Βενετίαν. Μεταξύ αυτών ήσαν ο μαρκήσιος Βονιφάτιος του Μομφεράτου, ο κόμης Λουδοβίκος του Μπλουά, ο κόμης Βαλδουίνος της Φλάνδρας, ο Σίμων του Μονφόρ, διάσημος από τον αγώνα του εναντίον των Αλβιγίων και πολλοί άλλοι ευγενείς, όπως ο Γοδεφρείδος ο Βιλλαρδουίνος (1160 - 1213), αρχιστράτηγος της εκστρατείας, ο οποίος όχι μόνον θα έπαιζε σημαντικόν ρόλον εις την διπλωματίαν και τας εκστρατείας της Τετάρτης Σταυροφορίας, αλλά και θα προσπαθούσε να περικλείση την σκανδαλώδη ιστορίαν του εις τα απομνημονεύματά του που σημειώνουν την απαρχήν της γαλλικής φιλολογικής πεζογραφίας. Η Γαλλία, όπως συνήθως προσέφερε τα περισσότερα εις την Σταυροφορίαν. Όλοι έπρεπε να συνεισφέρουν, αναλόγως προς την περιουσίαν των δια την συγκέντρωση των 85.000 μάρκων που έπρεπε να πληρωθούν εις την Βενετίαν δια την συνδρομήν της. 'Ελειπαν όμως από το συνολικόν ποσόν 34.000 μάρκα.
Τότε ο Ερρίκος Δάνδολος, ο σχεδόν τυφλός δόγης «με την μεγάλην καρδιά», με το κύρος των ενενήντα τεσσάρων έτων του, επρότεινε να απαλλάξουν τους Σταυροφόρους από την οφελήν των εαν εκείνοι, βοηθούσαν την Βενετίαν να καταλάβη την Ζάραν. Ο λιμήν αυτός, της Αδριατικής μετα την Βενετίαν, είχε κατακτηθή από αυτήν εις τα 998, επανεστάτησε συχνά και υπετάγη εκ νέου, ανήκε δε τότε εις την Ουγγαρίαν και αποτελούσε την μόνην διέξοδον της χώρας προς την θάλασσαν. Ο πλούτος και η ευημερία της ανησυχούσαν τους Βένετους, οι οποίοι έφο- βούντο τον ανταγωνισμόν της εις τας αγοράς της Αδριατικής. Ο Ιννοκέντιος ο Γ' κατήγγειλε την πρότασιν ως κακοήθη και ηπείλησε να αφορίση εκείνους που θα συμμετείχαν.
Αλλά η φωνή και του ισχυροτέρου εκ των παπών δεν μπορούσε να ακουσθή όταν την έπνιγε ο θόρυβος του χρυσού. Οι συνησπισμένοι στόλοι προσέβαλαν την Ζάραν, την κατέλαβαν∙ εντος πέντε ημερών και την ελεηλάτησαν. Οι Σταυροφόροι απέστειλαν τότε πρεσβείαν εις τον πάπαν διά να τους δώση άφεσιν αμαρτιών, αυτός όμως απήτησε την επιστροφήν της λείας. Εκείνοι τον ηυχαρίστησαν δια την άφεσιν των αμαρτιών που τους έδωσε και εφύλαξαν δια τον εαυτόν των τα λάφυρα. Οι Βενετοί που αγνοούσαν τους αφορισμούς ήρχισαν την εφαρμογήν του δευτέρου μέρους του σχεδίου των που απέβλεπε εις την κατάκτησιν της Κωνσταντινουπόλεως.
Οι βυζαντινοί μανάρχαι δεν είχαν τίποτε διδαχθή από τας Σταυροφορίας. Προσέφεραν ελαχίστην βοήθειαν εις τας εκστρατείας εκείνας και απέσπασαν πολλά κέρδη. Επανέκτησαν το μεγαλύτερον μέρος της Μ. Ασίας και έβλεπαν με ευχαρίστησιν την αμοιβαίαν εξασθένισιν του Ισλάμ και της Δύσεως εις την μάχην των διά την Παλαιστίνην. Ο αυτοκράτωρ Μανουήλ συνέλαβε χιλιάδας Βενετούς εις την Κωνσταντινούπολιν, και επί ένα διάστημα, κατήργησε τα εμπορικά προνόμια της Βενετίας εις την πρωτευουσάν του (1171).
Ο Ισαάκιος ο Β' ο Άγγελος (1185-95) δεν ενόμιζε ότι έπρεπε να αισθάνεται τύψεις εαν συμμαχούσε με τους Σαρακηνούς. Εις τα 1195, ο Ισαάκιος καθηρέθη, εφυλακίσθη και ετυφλώθη από τον αδελφόν του Αλέξιον τον Γ’. Ο υιός του Ισαακίου, ένας άλλος Αλέξιος, εδραπέτευσε εις την Γερμανίαν. Εις τα 1202, έφθασε εις την Βενετίαν, εζήτησε από την Γερουσίαν της Βενετίας και από τους Σταυροφόρους να σπεύσουν εις βοήθειαν του πατρός του και να τον αποκαταστήσουν εις τον θρόνον, υποσχόμενος εις αντάλλαγμα να τους εφοδιάση με προμήθειας δια την εκτρατείαν των εναντίον του Ισλάμ. Ο Δάνδολος και οι Γάλλοι ευγενείς υπέβαλαν εις τον νεαρόν αυστηρούς όρους. Τον έπεισαν να υποσχεθή εις τους Σταυροφόρους 200.000 αργυρά μάρκα, να εξοπλίση στρατιάν 10.000 ανδρών, δια να υπηρετήσουν εις την Παλαιστίνην και να υποτάξη την ελληνικήν ορθόδοξον Εκκλησίαν εις τον πάπαν της Ρώμης.
Παρά ταύτα όμως , ο Ιννοκέντιος ο Γ΄ απηγόρευσε εις τους Σταυροφόρους ,επί ποινή αφορισμού, να επιτεθούν κατά του βυζαντίου. Μερικοί ευγενείς ηρνήθησαν να λάβουν μέρος εις την εκστρατείαν, πολλοί δε στρατιώται εθεώρησαν εαυτούς αποδεσμευμένους από την υποχρέωσιν των συμμετοχής εις την σταυροφορίαν και επέστρεψαν εις τα σπίτια των. Αλλά η προοπτική να καταλάβουν την πλουσιωτέραν πόλιν της Ευρώπης απεδείχθη ακαταμάχητος. Την 1ην Οκτωβρίου 1202,ο μέγας στόλος των 480 πλοίων εσήκωσε την άγκυραν εν μέσω της γενικής χαράς ενώ οι ιερείς, από τους πύργους των πλοίων έψαλλαν το Veni, Creator Spiritus.
΄Υστερα από μερικάς καθυστερήσεις, η αρμάδα έφθασε προ της Κωνσταντινουπόλεως εις τας 24 Ιουνίου 1203:
«Οι άνθρωποι εκείνοι—έλεγεν ο Βιλλαρδουίνος—που δεν είχαν ιδή άλλοτε την Κωνσταντινούπολιν, άνοιγαν διάπλατα τα μάτια των. Διότι δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι υπάρχει άλλη εξίσου με αυτήν πλουσία πόλις, όταν είδαν τα υψηλά εκείνα τείχη και τους πλουσίους πύργους, τα ανάκτορα και τας μεγάλας εκκλησίας, τόσον πολλάς εις αριθμόν, ώστε κανείς δεν μπορεί να πιστέψη ότι τας είδε όλας. Κανείς από ημάς δεν ήτο τόσον σκληρός, ώστε να μη αισθανθή το δέρμα του να ανατριχιάζη. Διότι, πράγματι, κανείς άλλος από της απαρχής του κόσμου δεν άνέλαβε ποτέ τόσον μεγάλην επιχείρησιν, όσον ή ιδική μας επίθεσις».
Με το τελεσίγραφον που απηύθυναν εις τον Αλέξιον τον Γ', απαι τούσαν την αποκατάστασιν εις τον θρόνον του τυφλού αδελφού του, ή του νεαρού Αλεξίου, που συνώδευε τον στόλον. Μετά την άρνησιν του, οι Σταυροφόροι απεβιβάσθησαν και ύστερα από μικράν αντίστασιν έφθαναν κάτω από τα τείχη της πόλεως. Ο γέρων Δάνδολος ήτο ο πρώτος που προσήγγισε εις την ακτήν. Ο Αλέξιος ο Γ' εδραπέτευσε εις την Θράκην, οι Έλληνες ευγενείς συνώδευσαν τον Ισαάκιον - ΄Αγγελον από την φυλακήν του εις τον θρόνον και, επ’ ονόματί του, απέστειλαν άγγελμα εις τους λατίνους αρχηγούς, λέγοντες ότι ανέμεναν με χαράν τον υιόν του .Αφού απέσπασαν από τον Ισαάκιον την υπόσχεσιν τηρήσεως της συμφωνίας που έκλεισαν με τον υιόν του, ο Δάνδολος και οι ευγενείς εισήλ- θαν εις την πόλιν, ο δε νεαρός Αλέξιος ο Δ' εστέφθη συναυτοκράτωρ.
Οι Έλληνες όμως όταν έμοθαν με ποια ανταλλάγματα είχεν εξαγοράσει την νίκην, εστράφησαν εναντίον του με μανίαν και περιφρόνησιν. Ο λαός ηρνήθη την καταβολήν των φόρων που εχρειάζοντο δια την συγκέντρωσιν του ποσού που έπρεπε να καταβληθή εις τους συμμάχους. Οι ευγενείς δεν έβλεπαν, με ευχαρίστησιν την παρουσίαν της ξένης αριστοκρατίας και του ξένου στρατού. Ο κλήρος απέκρουε την πρότασιν να υποταχθή εις την Ρώμην. Εν τω μεταξύ, μερικοί λατίνοι στρατιώται εταράχθησαν όταν ανεκάλυψαν ότι οι μουσουλμάνοι ασκούσαν την λατρείαν των εις το τζαμί, εις την καρδιάν μιας χριστιανικής πόλεως, έθεσαν πύρ εις το τζαμί και έσφαξαν τους πιστούς. Η φωτιά εμαίνετο επί τρεις ημέρας, εξηπλώθη εις έκτασιν τριών μιλίων και μετέτρεψε εις στάκτην σημαντικόν τμήμα της Κωνστα-ντινουπόλεως .
Ένας πρίγκιψ με βασιλικόν αίμα, ετέθη επί κεφαλής εξεγέρσεως, εφόνευσε τον Αλέξιον τον Γ', εφυλάκισε και πάλιν τον Ισαάκιον . ΄Αγγελον και κατέλαβε τον θρόνον με το όνομα Αλέξιος ο Ε' Δούκας. Έπειτα ανέλαβε να οργανώση στρατόν δια να απωθήση τους λατίνους από το στρατόπεδον των εις τον Γαλατάν. Οι Έλληνες όμως, που είχαν ζήσει επί πολύ ασφαλείς μέσα εις τα τείχη των, δεν διατηρούσαν τας αρετάς των Ρωμαίων. Ύστερα από ένα μήνα πολιορκίας παρεδόθησαν, ο Αλέξιος ο Ε' εδραπέτευσε και οι νικηταί λατίνοι εξεχύθησαν εις την πρωτεύουσαν ως πειναλέαι ακρίδες (1204).
Οι άνθρωποι εκείνοι που υπεχρεώθησαν επί πολύ να βλέπουν από μακράν την λείαν των, υπέβαλαν τότε, κατά την εβδομάδα του Πάσχα, την πλουσίαν πόλιν εις αγρίαν λεηλασίαν, ομοίαν της οποίας δεν υπέστη ούτε η Ρώμη από τους Βανδάλους ή τους Γότθους. Δεν εσημειώθη μεγάλη σφαγή, εφόνευσαν ίσως 2000 'Ελληνας, επεδόθησαν όμως ακράτητοι εις την λεηλασίαν. Οι ευγενείς διένειμαν μεταξύ των τα ανάκτορα και εσφετερίζοντο τους Θησαυρούς που εύρισκαν. Οι στρατιώται εισέδυαν εις τα σπίτια, τας εκκλησίας, τα καταστήματα και ελάμβαναν όσα επιθυμούσαν. Αι εκκλησίαι απεγυμνώθησαν, όχι μόνον από τον χρυσόν, τον άργυρον και τα κειμήλια που είχαν συσσωρευθή εκεί από μιας χιλιετηρίδος, αλλά και από τα ιερά λείψανα, τα οποία μπορούσαν να πωληθούν εις καλήν τιμήν εις την δυτικήν Ευρώπην.
Η Αγία Σοφία υπέστη ζημίας μεγαλυτέρας από εκείνας που της επροξένησαν οι Τούρκοι εις τα 1453. Η αγία Τράπεζα διεμελίσθη και ο χρυσός και ο άργυρος που περιείχε διενεμήθησαν. Οι Βενετοί, εξοικειωμένοι με την πόλιν, την οποίαν επεσκέπτοντο άλλοτε ως έμποροι, εγνώριζαν που ευρίσκοντο οι μεγαλύτεροι θησαυροί. Αγάλματα και υφάσματα, δούλοι και πολύτιμοι λίθοι περιήλθαν εις χείρας των. Τα τέσσαρα ορειχάλκινα άλογα, που εστόλιζαν την ελληνικήν πολιτείαν, μετεφέρθησαν εις την πλατείαν του Αγίου Μάρκου. Τα 9/10 των αντικειμένων τέχνης και κοσμημάτων, που αποτελούσαν αργότερα την δόξαν της συλλογής του Αγίου Μάρκου, προήρχοντο από την καλώς ωργα- νωμένην εκείνην κλοπήν.
Κατεβλήθησαν μερικαί προσπάθειαι διά να περιορισθούν οι βιασμοί και πολλοί από τους στρατιώτας ηρκούντο εις τας πόρνας, αλλά ο Ιννοκέντιος ο Γ' παρεπονείτο ότι ο επί μακράν χρόνον ανικανοποίητος σαρκικός πόθος των Λατίνων δεν εφείσθη ούτε ηλικίας, ούτε φύλου, ούτε θρησκευτικού επαγγέλματος και ότι αι ελληνίδες μοναχαί υπέστησαν τους εναγκαλισμούς των γάλλων ή βενετών χωρικών ή υποκόμων. Αι βιβλιοθήκαι ελεηλατήθησαν και ανεκτίμητα χειρόγραφα κατεστράφησαν ή εχάθησαν. Δυο διαδοχικαί πυρκαϊαί απετέφρωσαν βιβλιοθήκας και μουσεία, εκκλησίας και ιδιωτικάς κατοικίας. Από τα έργα του Σοφοκλέους και του Ευριπίδου, που μέχρι τότε διετηρούντο όλα, διεσώθησαν ελάχιστα και χιλιάδες έργων τέχνης εκλάπησαν ή κατεστράφησαν.
Όταν ο θόρυβος της διαρπαγής υπεχώρησε, οι λατίνοι ευγενείς εξέλεξαν τον Βαλδουίνον της Φλάνδρας ως αρχηγόν του λατινικού βασιλείου της Κωνσταντινουπόλεως (1204) και ώρισαν την γαλλικήν ως επίσημον γλώσσαν του. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διηρέθη εις φεουδαλικάς ηγεμονίας υπο την διοίκησιν λατίνων. Η Βενετία, που εφρόντιζε πρό παντός να κυριαρχή επί των εμπορικών οδών, εξησφάλισε την Αδριανούπολιν, την 'Ηπειρον, την Ακαρνανίαν, τας νήσους του Ιονίου, μέρος της Πελοποννήσου, την Εύβοιαν, τας νήσους του Αιγαίου, την Καλλίπολιν και τα τρία όγδοα της Κωνσταντινουπόλεως.
Οι Γενουάται έχασαν τα «εργαστήριά των» και τα βυζαντινά προκεχωρημένα φυλάκια των, ενώ ο Δάνδολος έλαβε τον τίτλον του «Δόγη της Βενετίας, Άρχοντος του ενός τετάρτου και του ενός ογδόου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας», δια να αποθάνη μετ ΄ ολίγον εις την λάμψιν και την δόξαν, δια την κατάκτησιν των οποίων δεν ησθάνθη ποτέ ηθικούς ενδοιασμούς. Ο ελληνικός κλήρος αντικατεστάθη κατά μέγα μέρος από λατίνους Ιερείς ή και από λαϊκούς, τους οποίους εχειροτόνησαν βιαστικά δια να αντιμετωπίσουν τας ανάγκας. Ο Ιννοκέντιος ο Γ', αν και διεμαρτύρετο εναντίον της επιθέσεως, εδέχθη ευχα- ρίστως την υποταγήν της Ελληνικής Εκκλησίας εις την Λατινικήν.
Οι περισσότεροι Σταυροφόροι επέστρεψαν εις τα σπίτια των φορτωμένοι με την λείαν των, άλλοι εγκατεστάθησαν εις τας νέας ηγεμονίας και ελάχιστοι παρέμεναν δια να φθάσουν εις την Παλαιστίνην. ΟΙ Σταυροφόροι εσκέπτοντο ίσως ότι η Κωνσταντινούπολη που περιήλθεν εις χείρας των θα ήτο ασφαλεστέρα βάσις εκκινήσεως εις την εναντίον των Τούρκων εκστρα- τείαν των. Αι έριδες μεταξύ Λατίνων και Ελλήνων που ήρχισαν από τότε και εξηκολούθησαν επί γενεάς, απερρόφησαν την ζωτικότητα του ελληνικού κόσμου, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν συνήλθε ποτέ από το κτύπημα και η κατάληψις της Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους προητοίμασε την μετά δυο αιώνας κατάκτησιν της από τους Τούρκους.
(βιβλίο: Η ζωή ενός Μεγάλου, Παπαδόπουλου Στυλιανού, εκδ. Αποστολική Διακονία σελ. 396-404).
Σ’ ένα συμπόσιο στη Ναζιανζό. Θεολογία και οικονομία.
Το πανηγύρι του Αγίου Ευψυχίου έγινε.
Ο Βασίλειος είχε συνέλθει από τις ταλαιπωρίες της αποστολής του στην Αρμενία. Έτσι μπορούσε να δει και τα προβλήματα της περιφέρειάς του. Το πανηγύρι αποδείχθηκε καλή ευκαιρία γι’ αυτό.
Συνήθως έπαιρναν σ’ αυτό μέρος πολλοί χωρεπίσκοποι της Καππαδοκίας. Τώρα ο Βασίλειος φρόντισε να έλθουν όσο το δυνατόν περισσότεροι. Τους μίλησε, τους κατατόπισε στα γενικότερα θέματα της Εκκλησίας. Τους εξόρκισε να μένουν σταθεροί στην ορθή πίστη, να προκόπτουν σ’ αυτή και να ποιμαίνουν το λαό ακολουθώντας την παράδοση.
Δεν έχασε την ευκαιρία να τους προτρέψει στην άσκηση φιλανθρωπίας. Τους είπε πως πρέπει να είναι γενναιόψυχοι προς τους ανθρώπους, που όλοι μεταξύ τους είναι ίσοι. Τη φροντίδα που ο ίδιος έδειχνε για τους πεινασμένους, τους γέροντες, τα ορφανά, τους λεπρούς όφειλαν να δείξουν και οι κληρικοί κάθε μικρού ή μεγάλου τόπου.
Στις εορτές του μάρτυρα Ευψυχίου έτυχε να βρεθεί κι ένας νέος μοναχός με κάποια μόρφωση. Αυτός ήταν ίσως από τη Ναζιανζό ή τα γειτονικά μέρη και πρόσεχε τι έκανε και τι έλεγε ο Βασίλειος. Μέσα στο φθινόπωρο του 372, μετά τις 7 Σεπτεμβρίου που ήταν το πανηγύρι, ο μοναχός αυτός ταξίδεψε στη Ναζιανζό.
Έτυχε τον καιρό εκείνο να οργανωθεί στη Ναζιανζό συμπόσιο, στο όποιο μετείχαν οι πιο ακουστοί κληρικοί και θεολόγοι, φίλοι οι περισσότεροι του Γρηγορίου Ναζιανζηνού και του Βασιλείου. Και φυσικά μετείχε και ο Γρηγόριος, που στην επιστολή του 58 μας διηγείται τι συνέβη σ’ αυτό.
Αφού συνάχθηκαν και στρώθηκαν γύρω από το τραπέζι, πριν ακόμα πιουν κάτι τι, όπως συνηθίζεται στην αρχή των γευμάτων, μίλησαν για τους δυο ιερούς άνδρες, το Γρηγόριο και το Βασίλειο. Θαύμαζαν τη σύμπνοιά τους, τη φιλία τους, τη μόρφωσή τους, την ορθή τους πίστη, τη διαμονή στην Αθήνα.
Ο Γρηγόριος δε διστάζει να σημειώσει πως το θέμα τούτο αποτελούσε μόνιμη συζήτηση στις τέτοιες συναντήσεις. Και δε δυσκολευόταν να είναι παρών σ’ αυτές γιατί ο θαυμασμός και oι έπαινοι αποδίδονται περισσότερο στο Βασίλειο, τον οποίο φυσικά αυτός θαύμαζε περισσότερο απ’ όσο οι άλλοι. Απ’ όλες τις μεριές του τραπεζιού άκουγε κανείς κάτι για το Βασίλειο και τις αρετές του. Το ίδιο λίγο - πολύ και για το Γρηγόριο. Μόνο που εδώ πρόσεχαν να μην προσκρούσουν στην ταπεινοφροσύνη του.
Έξαφνα, μέσα στην αρμονία της αναγνωρίσεως των δυο ανδρών, κάποιος φώναξε δυνατά με αγανάκτηση, διακόπτοντας την αρμονία.
- Σταματάτε, είσθε όλοι ψεύτες και κόλακες!
Μιλούσε ο μοναχός που ήρθε από την Καισάρεια, από
το πανηγύρι του Αγίου Εύψυχίου. Τα λόγια του απρόσμενα και σκληρά πάγωναν τις καρδιές, έκαψαν το κλίμα που είχε δημιουργηθεί από τη συζήτηση.
- Εγκωμιάστε -συνέχισε ο μοναχός- όσο θέλετε το Βασίλειο και το Γρηγόριο για τις αρετές τους. Συμφωνώ κι εγώ. Άδικα όμως τους επαινείτε για την Ορθοδοξία τους. Αυτό δεν το ανέχομαι.
Οι συνδαιτυμόνες, θυμωμένοι μα και περίεργοι έγιναν όλοι αυτιά και πρόσεχαν το μοναχό.
- Ο Βασίλειος την προδίδει την Ορθοδοξία με όσα λέει. Και ο Γρηγόριος που τον ακολουθεί, επίσης.
Η κατηγορία ήταν φοβερή. Έσκισε την ατμόσφαιρα και σύντριψε το Γρηγόριο που χαμένα μπόρεσε να πει.
- Πώς το ξέρεις εσύ αυτό; Ποιος είσαι; Πώς δογματίζεις έτσι και ποιος σ’ έκανε κριτή;
- Έρχομαι από το πανηγύρι του Αγίου Εύψυχίου είπε ό μοναχός. Εκεί άκουσα το «Μέγα Βασίλειο» να θεολογεί για τον Πατέρα και τον Υιό με τρόπο άριστο, που κανείς άλλος δε φθάνει.
Τότε λοιπόν; Ρώτησαν οι συνδαιτυμόνες με περισσή απορία το μοναχό.
- «Δεν έκανε το ίδιο και για το Άγιο Πνεύμα», πρόλαβε αυτός. «Μίλησε γι’ αυτό λίγο κι όχι σωστά».
Περισσότερα δεν μπορούσε να εξηγήσει ό μοναχός, που για να βρει στήριγμα στράφηκε αμέσως στο Γρηγόριο, υπενθυμίζοντάς του:
- Πώς εσύ -θαυμάσιέ μου- θεολογείς φανερά για το Άγιο Πνεύμα και κείνος όχι; Θυμάσαι τη φορά εκείνη, μέσα σε πόσο κόσμο μίλησες καθαρά κι ορθόδοξα για το Άγιο Πνεύμα;
Ο Γρηγόριος σπιρούνισε τη μνήμη του κι ο μοναχός του θύμισε μια λεπτομέρεια:
- Είχες κιόλας αγανακτήσει με τούς δισταγμούς μας να ονομάζουμε το Πνεύμα Θεό και είπες για να σ’ ακούσουν όλοι: «Μέχρι πότε θα κρύβουμε το λύχνο κάτω από το λυχνοστάτη»;
Η θέση του Γρηγορίου έγινε πολύ δύσκολη. Ο ίδιος αθωώθηκε κι εγκωμιάσθηκε, αλλά κατηγορήθηκε ανοιχτά ο αδελφικός του φίλος Βασίλειος. Και στην περίπτωση τούτη ο μοναχός δεν ήταν μυθοπλάστης, όπως έγινε με το πρόσωπο της επιστολής 71, για το όποιο μιλήσαμε.
Ο μοναχός μας εδώ ήταν θερμόαιμος ορθόδοξος που δεν τον στόλιζε η αρετή της διακρίσεως κι ας είναι ίσως ο πρώτος άνθρωπος που χαρακτήρισε, ειρωνικά έστω, το Βασίλειο «Μέγα», καθώς παραδίδει ο Γρηγόριος Θεολόγος.
Δεν είχε καταλάβει σε βάθος και πλάτος το Βασίλειο. Μα δεν ψευδόταν όταν έλεγε ότι ό Βασίλειος δεν ονόμαζε το Άγιο Πνεύμα Θεό και ομοούσιο προς τον Πατέρα.
Ο Γρηγόριος βρισκόταν σε πυρετό. Έπρεπε να δώσει απάντηση αποστομωτική χάριν του Μεγάλου φίλου του. Μα να ειπεί τί; Δοκίμασε να εξηγήσει τη δική του στάση και τη στάση του Βασιλείου:
- Εγώ, φίλοι μου, είμαι μικρός και ζω στην αφάνεια. Γι’ αυτό και μιλάω τόσο καθαρά κι απερίφραστα. Δεν είναι το ίδιο με τον Βασίλειο.
Εκείνος βρίσκεται στην κορυφή της Εκκλησίας κι όλοι προσέχουν τι κάνει και τι λέει. Οι εχθροί του είναι πολλοί και σκληροί. Αυτό σας λέγω και προσέξτε το: oι εχθροί παραμονεύουν ν’ ακούσουν κάτι από το στόμα του που να μπορούν βάσει αυτού να τον εξορίσουν. Αυτό τους ενδιαφέρει, να τον εξορίσουν, να διώξουν τον μόνο δυνατό σπινθήρα της αληθείας που έμεινε, τον πιο ζωντανό υπέρμαχο της Ορθοδοξίας. Και τότε να ριζωθούν εκείνοι στην Καισάρεια κι από εκεί να εξαφανίσουν κάθε ίχνος ορθοδοξίας στην Ανατολή. Με άλλα λόγια ο Βασίλειος ακολουθεί τακτική, απλώς παρασιωπά μέρος της αληθείας, εφαρμόζει την «οικονομία» στο σημείο τούτο. Αυτό μου φαίνεται πως είναι προτιμότερο από το να καταστραφεί ολοσχερώς η αλήθεια με το να την εκφράζει απερίφραστα.
Οι παριστάμενοι πρόσεχαν πολύ. Δε φάνηκαν όμως ικανοποιημένοι από την απάντηση. Ένα ερωτηματικό πλανιόταν στα πρόσωπά τους. Το διαισθάνθηκε ο Γρηγόριος κι έκανε μια τελευταία προσπάθεια. Είχε να κάνει με σκληρούς ναζιανζηνούς που έδειχναν επιμονή στο γράμμα.
- Αγαπητοί μου, δεν πρέπει να σκανδαλιζόμαστε. Η αλήθεια δεν παθαίνει τίποτα, όταν χρησιμοποιούμε άλλες λέξεις για να την εκφράσουμε.
Αυτό ακριβώς έκανε και ο Βασίλειος. Από άλλες του φράσεις και λέξεις συνάγεται η ορθή του πίστη. Μη ξεχνάμε πως η πίστη μας δεν βρίσκεται στις λέξεις που χρησιμοποιούμε, αλλά στο νου, στο περιεχόμενο που τους δίνουμε. ,
Αν κάποτε π.χ. θελήσουν οι Ιουδαίοι να προσέλθουν στην Εκκλησία και αντί του όρου Χριστός χρησιμοποιήσουν για λίγο τον όρο «κεχρισμένος» θα τους αρνηθούμε, θα τους διώξουμε; Η σωτηρία μας δεν έρχεται από τις λέξεις, αλλά από την πίστη και γι' αυτό δεν πειράζει αν αυτή δίνεται με άλλες λέξεις.
Γνωρίζουμε πως οι αρειανόφρονες θεωρούσαν αίρεση το να πιστεύει κανείς ότι το Άγιο Πνεύμα είναι ομοούσιο του Πατρός. Όποιος θα έκανε μια τέτοια ομολογία φανερά θα αντιμετώπιζε την οργή τους και την αυτοκρατορική δυσμένεια, που σε πολλά μπορούσε να οδηγήσει. Το πρόβλημα όμως είναι ότι και οι ορθόδοξοι γενικά δίσταζαν κι έφθασαν με πολύ θεολογικό αγώνα στην αλήθεια ότι το 'Αγιο Πνεύμα είναι Θεός όπως ο Υιός.
Ο Βασίλειος μάλιστα ούτε μέχρι το θάνατό του δεν χρησιμοποίησε στα έργα του τον όρο «Ομοούσιος» για το Άγιο Πνεύμα. Την ίδια τούτη εποχή ο Βασίλειος ως υπεύθυνος κεφαλή της Εκκλησίας εργαζόταν για τη γεφύρωση του χάσματος που χώριζε τους Ομοιουσιανούς από τους Ορθοδόξους. Το είδαμε σε προηγούμενη παρά-γραφο.
Κι επειδή τους Ομοιουσιανούς ενοχλούσε γενικά ο όρος ομοούσιος, ο Βασίλειος ζητούσε τουλάχιστο να δέχονται ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι κτίσμα. Η λύση δεν ικανοποιούσε τους ναζιανζηνούς. Δε δέχθηκαν την εξήγηση του Γρηγορίου. Ένας - δύο ήσαν κατηγορηματικοί.
- Από δειλία ο Βασίλειος φέρεται με τέτοιο τρόπο και όχι χάριν «οικονομίας» των πραγμάτων. Είναι καλύτερα να προστατεύουμε τους ορθοδόξους εκφράζοντας καθαρά την αλήθεια, παρά να προσελκύουμε τους Ομοιουσιανούς με την δήθεν τακτική μας.
Ο Γρηγόριος αγανάκτησε γιατί εν χορώ οι παριστάμενοι υποψιάζονταν το Βασίλειο για δειλία και κακοδοξία. Τους μίλησε πάλι και σε τόνο οξύτερο. Αυτοί επέμεναν και αναγκάσθηκε να τους αφήσει. Γύρισε σπίτι του πολύ θλιμμένος και μαζί αναστατωμένος. Είχε υπερασπισθεί βέβαια το φίλο του, μα κάποιες αμφιβολίες τριβέλιζαν και τον ίδιο. Ήταν η στάση του Βασιλείου απόλυτα ορθή;
Πήρε το φτερό και το βούτηξε στο μελάνι. Θα έγραφε στο Βασίλειο. Τώρα αμέσως. Δεν θα τον προσέβαλλε φυσικά. Θα του διηγιόταν τη συζήτηση στο συμπόσιο και θα τον ρωτούσε με τρόπο ευθύ να δώσει ό ίδιος απάντηση. Θα του άφηνε, όπως πάντα, την πρωτοβουλία στον καθορισμό της στάσεως και στο πρόβλημα τούτο.
Άλλωστε πάντα θεωρούσε το Βασίλειο καθηγητή του στα πρακτικά θέματα και δάσκαλο στα δογματικά. Ήθελε τουλάχιστο να τον ακούσει κι ας είχε προχωρήσει ο Γρηγόριος περισσότερο στη θεολογία περί Αγίου Πνεύματος, όπως είναι ήδη γνωστό. Γράφε μου, Βασίλειε, και δίδαξέ με. Μέχρι που πρέπει να φθάνουμε τη θεολογία περί Αγ. Πνεύματος; Ποιούς όρους πρέπει να χρησιμοποιούμε γι’ αυτό και μέχρι πότε να εφαρμόζουμε την «οικονομία»; Απάντησέ μου να ξέρω τι θα λέω στους κατηγόρους μας.
Όταν ο Βασίλειος πήρε το γράμμα του Γρηγορίου λυ-πήθηκε μα δεν εκδηλώθηκε. Κράτησε για τον εαυτό του τη λύπη του. Φαίνεται μάλιστα ότι δεν απάντησε με γράμμα στο Γρηγόριο. Μάλλον του έδωσε μερικές εξηγήσεις με πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης, που ταξίδευε για τη Ναζιανζό.
Έτσι ο Γρηγόριος ησύχασε. Ίσως όχι απόλυτα. Μα τουλάχιστον θα βεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά για την πίστη του Βασιλείου, διότι αμέσως έστειλε νέα επιστολή στο Βασίλειο, στην οποία εμφανίζεται ήρεμος, γεμάτος εμπιστοσύνη στο μεγάλο του φίλο. Του υπόσχεται μάλιστα ότι θα πάει στην Καισάρεια, θα αγωνισθεί μαζί του και θα προσφέρει ό,τι μπορεί στον κοινό αγώνα για την πίστη.
Την επίσκεψη αύτη δεν την καθυστέρησε ο Γρηγόριος. Μάλλον πριν τελειώσει το 372 βρισκόταν στην Καισάρεια. Τώρα είχαν τη δυνατότητα να συζητήσουν πρόσωπο
με πρόσωπο. Τίποτα δεν έκρυβε ο ένας από τον άλλο. Μυστικά δεν υπήρχαν μεταξύ τους.
Σε μια στιγμή που συζητούσαν το επίμαχο θέμα, ό Γρηγόριος άθελά του έδειξε ν’ αμφιβάλλει κάπως. Τότε ο Βασίλειος εξερράγη κι έκανε ό,τι ποτέ δεν είχε ξανακάνει. Ορκίσθηκε με τρόπο φρικτό:
- Να στερηθώ, αδελφέ μου, τη σωτήρια χάρη του Αγίου Πνεύματος, αν δε λατρεύω το Αγ. Πνεύμα μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό, ως ομοούσιο και ομότιμο με αυτούς.
Ο Γρηγόριος τρόμαξε από το φρικτό αυτό όρκο κι έπεσε στα γόνατα του Βασιλείου. Ζήτησε συγγνώμη που άθελά του τον ώθησε ως εκεί. Μα όταν μπαίνουν στη μέση θέματα πίστεως πρέπει κανείς να είναι απόλυτα ειλικρινής.
Μπορούμε να πούμε ότι ο Γρηγόριος μόνο τώρα ησύχασε απόλυτα. Κι ο Βασίλειος ίσως για πρώτη φορά ονόμασε το Άγ. Πνεύμα «ομοούσιο». Έπειτα την ομολογία τούτη θα την κάνει πολλές φορές, αλλά προφορικά μόνο, μπροστά σε ανθρώπους.
Η συζήτηση συνεχίσθηκε ήρεμα, σε κλίμα βαθειάς εμπιστοσύνης. Όταν έφθασαν στα πρακτικά θέματα, στο πώς θα μιλούν για το Άγιο Πνεύμα στον κόσμο, στις διάφορες περιπτώσεις, έκαναν μία σιωπηρή συμφωνία:
Ο Βασίλειος ένεκα των κρίσιμων στιγμών που περνούσε η Εκκλησία δεν θα χρησιμοποιούσε τον όρο «ομοούσιος» για το Άγ. Πνεύμα. Έτσι δε θα έβρισκαν αφορμή να τον εξορίσουν για αιρετικό oι κακόδοξοι. Αλλά και όσοι ομοιουσιανοί πνευματομάχοι υποψιάζονταν τον όρο τούτο, δεν θα δίσταζαν να ενωθούν με τους ορθοδόξους.
Ο Γρηγόριος που, επειδή δεν ήταν αρχιεπίσκοπος, δεν κινδύνευε να εξορισθεί και δε σκανδάλιζε τους στενόκαρδους ομοιουσιανούς, θα θεολογούσε με σαφήνεια και παρρησία, θα χρησιμοποιούσε δηλαδή για το Αγ. Πνεύμα τον όρο «ομοούσιος».
Με τη συμφωνία τούτη στηρίζονταν οι πιστοί και των δυο μερίδων. Έτσι πορεύθηκε η Εκκλησία τα δύσκολα εκείνα χρόνια, ως ότου oι πιστοί αποδεχθούν σιγά - σιγά την αλήθεια ότι το Άγ. Πνεύμα είναι Θεός και ομοούσιο προς τον Πατέρα και τον Υιό.
Στο τέλος της ίδιας δεκαετίας, το 379-80 ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός θα το κηρύξει σε ορθόδοξους και κακόδοξους στην Κωνσταντινούπολη. Και το 381/2, στη Β' Οικουμενική σύνοδο, θα κατακυρωθεί η αλήθεια, που μέχρι πριν λίγο δεν ομολογούσε απευθείας ο Βασίλειος.
Ίσως όμως η συνετή τακτική του ιερού άνδρα να συνετέλεσε στην πιο γρήγορη έλευση του πληρώματος. Αν με τη στάση του δημιουργούσε οξύτητες, ίσως αργούσε περισσότερο η ώρα που η Εκκλησία θα ήταν έτοιμη να κατακυρώσει και να ομολογήσει με τρόπο συνοδικό, απόλυτο, την αλήθεια τούτη.
Με τα γεγονότα που ξεκίνησαν από το συμπόσιο στη Ναζιανζό, με τις πνευματικές ποιμαντικές φροντίδες, με το ανύστακτο ενδιαφέρον του Βασιλείου ακόμη και για προσωπικά οικογενειακά προβλήματα των πιστών της αρχιεπισκοπής του, με αλληλογραφία που στήριζε στην πίστη, εξηγούσε την αλήθεια κι εμπέδωνε στην Παράδοση, τέλειωσε και η δύσκολη χρονιά του 372.
Επιστολή 48 (ΜΗ) στο τέκνο του Αθανάσιο.
... Πρόσεχε λοιπόν, αδελφέ, τι λέγει ο μέγας Βασίλειος σ΄εκείνους που κρίνουν την αλήθεια από το πλήθος.
«Αυτός που δεν τολμά», λέγει, «να δικαιολογήσει τη συζήτηση που γίνεται, ούτε έχει να παρουσιάσει αποδείξεις, και εξαιτίας αυτού καταφεύγει στο πλήθος, ομολογεί την ήττα του, επειδή δεν έχει κανένα εφόδιο θάρρους».
Και μετά από άλλα: «Ας μου δείξει την ομορφιά της αλήθειας, έστω και ένας, και πολύ σύντομα θα πεισθώ. Όμως πλήθος πολύ χωρίς αποδείξεις, είναι βέβαια ικανό να απειλήσει, αλλά να πείσει καθόλου. Ή πόσες μυριάδες θα με πείσουν να πιστέψω ότι η ημέρα είναι νύχτα, ή το χάλκινο νόμισμα να το θεωρήσω χρυσό και έτσι να δεχθώ, ή να πιστέψω ολοφάνερο δηλητήριο, αντί για κατάλληλη τροφή;».
Έπειτα, εξαιτίας γήινων πραγμάτων δεν θα φοβηθούμε τους πολλούς που ψεύδονται, και για χάρη των δογμάτων θα ακολουθήσω με νεύματα αναπόδεικτα, εγκαταλείποντας εκείνα που παραδόθηκαν από παλιά και από μακρό χρόνο με πολλή συμφωνία και τις μαρτυρίες των αγίων Γραφών;
Δεν ακούσαμε τον Κύριο που λέγει, «Πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί», και αλλού πάλι, «Στενός και γεμάτος θλίψεις είναι ο δρόμος που οδηγεί στη ζωή, και είναι λίγοι εκείνοι που τον βρίσκουν»; Ποιος λοιπόν λογικός δεν εύχεται να είναι μεταξύ των λίγων, που μέσα από τη στενή πύλη μπαίνουν στη σωτηρία, παρά μεταξύ των πολλών, οι οποίοι μέσω της πλατειάς οδού σπρώχνονται προς την απώλεια; Και ποιος δεν θα επιθυμούσε, αν ζούσε κα τα την εποχή του μαρτυρίου του Αγίου Στεφάνου, να βρίσκεται με το μέρος εκείνου, που ήταν ο μόνος που δεχόταν τους λίθους και ήταν ο περίγελος όλων, παρά με τους πολλούς που νόμιζαν πώς έχουν την αληθινή πίστη από την κακή εξουσία;
Ένας άνθρωπος που προκόβει κατά Θεόν, είναι προτιμότερος από μυριάδες που καμαρώνουν με αυθάδεια. Όπως βλέπουμε και την Παλαιά Διαθήκη, όπου χιλιάδες από τον λαό έπεφταν χτυπημένοι από θεϊκή οργή, και «Μόνος ο Φινεές στάθηκε και εξευμένισε τον Θεό, και κόπασε η καταστροφή». Αν όμως εκείνος έλεγε, Πώς να τολμήσω να ζητήσω εξιλέωση ύστερα από τα τόσα που έγιναν; Πώς να καταψηφίσω αυτούς που αποφάσισαν να ζουν με τον τρόπο αυτόν; Ούτε αυτός θα αρίστευε, ούτε το κακό θα σταματούσε, ούτε οι υπόλοιποι θα σώζονταν, ούτε ο Θεός θα τους χάριζε την εύνοιά Του.
Είναι λοιπόν καλό, είναι καλό και ο ένας να μιλάει με παρρησία και να ακυρώνει την άδικη απόφαση των πολλών. Συ όμως, αν σου αρέσει, προτίμησε αντί του Νώε που σώζεται, το πλήθος που πνίγηκε, και εμένα επίτρεψέ μου να τρέξω στους λίγους που είναι μέσα στην κιβωτό. Αν πάλι θέλεις κατάταξε τον εαυτό σου μαζί με τους πολλούς στα Σόδομα, εγώ όμως θα συνοδέψω τον Λώτ, έστω και αν μόνος του αποχωρίζεται από τα πλήθη επιδιώκοντας το συμφέρον του.
Ωστόσο για μένα και το πλήθος είναι σεβαστό,
όχι όμως εκείνο που αποφεύγει την εξέταση, αλλά εκείνο που παρέχει απόδειξη•
όχι εκείνο που αμύνεται με κακία, αλλά εκείνο που διορθώνεται με τρόπο πατρικό•
όχι εκείνο που χαίρεται με την καινοτομία, αλλά αυτό που φυλάγει την πατρική κληρονομία.
Και για ποιο πλήθος μου μιλάς; Αυτό που πληρώθηκε με κολακεία και δώρα; Αυτό που εξαπατήθηκε από αμάθεια και άγνοια; Αυτό που έπεσε από δειλία και φόβο; Αυτό που προτίμησε την πρόσκαιρη απόλαυση της αμαρτίας, από την αιώνια ζωή; Αυτά που πολλοί ομολόγησαν φανερά.
Με το πλήθος ενισχύεις το ψέμα; Έδειξες το μέγεθος του κακού. Γιατί, όσο περισσότεροι βρίσκονται στο κακό, τόσο μεγαλύτερη είναι η συμφορά.
(ΕΠΕ, Φιλοκαλία τόμος 18Β , σελ. 243-247)
Επιστολή 8 στον ηγούμενο Συμεών.
"... Γιατί σήμερα, όπως τονίζουν τα άλλα λεγόμενα της οσιότητάς σου, υπάρχει τελείως εσφαλμένη επιλογή και ανυποταξία.
Σχεδόν όλοι, θα μπορούσαμε να πούμε, στηρίζονται σας ανθρώπινες συνήθειες και στις εξουσίες των καθοδηγητών τους οι οποίες είναι αντίθετες προς τις εντολές του Θεού. Και προτιμούν μάλλον να ακολουθούν τη ζωή του τάδε και του τάδε ηγουμένου, παρά των θεοπνεύστων πατέρων.
Γι’ αυτό οι ποιμένες, μεταξύ των οποίων πρώτος εγώ, έχουμε κυριευθεί από αφροσύνη και δεν επιζητούμε τον Κύριο, ούτε ακολουθούμε τα ίχνη της άμεμπτης και σταθερής ζωής, αλλ’ ενεργούμε σαν να πάλιωσε ο νόμος του Θεού και έγινε ανενεργό το Ευαγγέλιο και ατόνησαν οι πνευματικοί θεσμοί και, για να πω και το πιο βλάσφημο, σαν να έχει αλλοιωθεί ο αναλλοίωτος Θεός.
Γιατί αυτό σημαίνει το ότι λένε και κατηγορούν τους χρόνους και τις ημέρες και τις γενεές, λέγοντας ότι ήταν διαφορετικές εκείνες και διαφορετικές αυτές.
Εγώ όμως ανταπαντώ, πώς αυτό δεν συνέβη από τη διαφορά του χρόνου.
Γιατί ο ουρανός ούτε διαφορετικός έγινε, ούτε ετεροκίνητος, δημιουργός της ημέρας φωστήρας είναι ετερόφωτος, ούτε το σύμπαν φέρεται και κυβερνάται διαφορετικά από την προηγούμενη τάξη. Γιατί, σύμφωνα με τη Γραφή, «Τα στερέωσε, ώστε να είναι απαρασάλευτα για όλους τους αιώνες, και έδωσε πρόσταγμα, το οποίο δεν θα παρέλθει».
Αυτό όμως έχει συμβεί, αγιώτατε, εξαιτίας της εναλλαγής της ελεύθερης προαίρεσης, η οποία παραμέλησε τον έρωτα του Θεού και παρέδωσε την επιθυμία της στα υλικά, και δεν θέλει, ούτε προτιμά να μιμηθεί τα παραδείγματα της παλιάς δόξας, ούτε να αντιγράψει από την πρότυπη και πατερική θεόμορφη εικόνα, αλλά από τις δύσμορφες και αλλόκοτες και τερατώδεις.
Γι’ αυτό παρουσιάζουμε τα ψυχικά ινδάλματα, από τα οποία άλλο έχει ένα μέρος ανθρώπινης μορφής και άλλο σκύλου, άλλο ενδεχομένως λεοπάρδαλης, και άλλο ψαριού ή κάποιου άλλου από τα ερπετά, τα οποία η αγιότητά σου τα ερμηνεύει αλληγορικά.
Αυτοί λοιπόν που από άπατη τα ψελλίζουν αυτά, ή ας σχίσουν φανερά τα Ευαγγέλια και τα μαρτυρολόγια και τους νόμους του Κυρίου και κάθε γραπτό μνημείο που μας παρέδωσαν οι άγιοι,
ή, εφόσον δεν το κάμνουν αυτό, αποβάλλοντας το νηπιακό και παράλογο φρόνημα, να γίνουν πραγματικά άνδρες του τελείου αναστήματος του Χριστού, και να βαδίζουν σύμφωνα με τα από τον Θεό παραδιδόμενα λόγια, και να διδάσκουν και τους άλλους.
Ή, εφόσον δεν κάνουν τίποτε από αυτά που ειπώθηκαν, ας κατηγορούν τη δική τους έλλειψη θέλησης και ασωτεία.
Ίσως βέβαια υπάρξει γι’ αυτούς καιρός ανανήψεως.
(ΕΠΕ, Φιλοκαλία τόμος 18Β, σελ. 53-55)
"Πατέρες μου και αδελφοί και τέκνα μου, άρχισα και πάλι την κατήχηση μου σε σας, άνοιξα πάλι το ταπεινό στόμα μου προς εσάς, και αυτό δεν το λέγω από ταπεινοφροσύνη (γιατί δεν υπάρχει σε μένα), αλλά από συναίσθηση και των αναρίθμητων αμαρτιών μου, και της απαιτούμενης από τους ποιμένες διδασκαλίας.
Γιατί αναλογίζομαι πόσα και πόσο μεγάλα οφείλω να κάνω και να λέγω για την ωφέλεια των τίμιων ψυχών σας, κάθε, όπως θα λέγαμε, μέρα και ώρα!
Γιατί, αν ο μεγάλος αρχιερέας του Θεού, ο κήρυκας της μετάνοιας, αυτός που υπεραγωνίστηκε για την αλήθεια, εννοώ τον Χρυσόστομο, ο οποίος με την άπειρη, όπως θα λέγαμε, και ασύλληπτη διδασκαλία του, που με τη θεία χάρη έτρεχε από τα χείλη του σαν ποταμός σ’ όλη την οικουμένη, όπως συμβαίνει και με τους άλλους αγίους πατέρες, αν λοιπόν αυτός φοβόταν το έργο της προστασίας και έτρεμε και φώναζε κάπου στους λόγους του,
«Ως προς εμένα, όπως είμαι και στην κατάσταση που βρίσκομαι, είναι δύσκολο να σωθεί αυτός που προΐσταται»,
τί να πω εγώ ο ταλαίπωρος και ακάθαρτος, η κοπριά και το σκουλήκι, ο άμυαλος, ο άφρονας, ο άφωνος και απερίσκεπτος;
Και δεν ξέρω τί να πω άξιο της αναξιότητας μου.
Ω, πώς ανέλαβα το αξίωμα αυτό! Ω, πώς, ενώ ήμουν ρυπαρός, έχω τοποθετηθεί να φωτίζω άλλους!
Ω, πώς, ενώ είμαι μακριά από τον Θεό, ορίστηκα να οδηγώ αυτούς που είναι μακριά του!
Μου έπρεπε να είμαι πρόβατο, και έγινα ποιμένας.
Μου έπρεπε να είμαι αρχόμενος, και έγινα άρχοντας.
Ενώ έπρεπε να τεντώνω το αυτί μου για να ακούω διδασκαλίες, εγώ ανοίγω τα ακάθαρτα χείλη μου για να διδάξω άλλους.
Αλλ’ εύχομαι ο Θεός και να δει και να προσέξει και να λάβει την απόφασή του (δεν ξέρω ποιαν να πω), για την καταδίκη μου, για τους τρόπους με τους οποίους έφτασα να είμαι τέτοιος σε σάς.
Τι πρέπει λοιπόν να κάνω μπροστά σ’ αυτά; Άραγε να απογοητευθώ; Καθόλου. Άραγε να σιωπήσω τελείως, αν και είμαι άγλωσσος και άσοφος;
Όχι έτσι, αλλά με τη βοήθεια Του Θεού, και τις προσευχές του πατέρα μου και πατέρα σας, να αρχίσω και πάλι να αναλαμβάνω και να ξαναβρίσκω τον εαυτό μου, και ίσως ο δημιουργός των μεγάλων και θαυμαστών πραγμάτων Θεός, για τη δική σας ωφέλεια να θαυματουργήσει και στην περίπτωση αυτή και να κάνει εμένα τον τυφλό να βλέπω,
και τον κωφό να ακούω και τον λεπρό υγιή και τον χωλό σταθερό και τον βουβό ομιλητικό (γιατί μπορεί να κάνει όλα όσα θέλει), για να σας καθοδηγήσω και να σας διδάξω και να σας εκπαιδεύσω και να σας καθαρίσω και να σας αναδείξω σε «λαό εκλεκτό», αν και αυτό που ζητώ είναι μεγάλο και πάνω από αυτό που αξίζω." (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ 18Α σελ. 83-85)
"Αδελφοί μου και πατέρες, επειδή ο καθένας από σάς έχει διακόνημα σ' αυτήν την αγία αδελφότητα, και εμένα του ταλαίπωρου μου έλαχε, χωρίς να το αξίζω, να είμαι αρχηγός και να μιλώ, οφείλω να μη παραμελώ τη διακονία μου, αλλά πάντοτε, μαζί με τα άλλα, να κάνω και την εβδομαδιαία κατήχηση, όσο μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου.
Και ίσως κάποιοι να πουν: “Τί κερδίζουμε από αυτήν, αφού αυτά που λέγονται δεν τα εκτελούμε; Γιατί, ενώ ακούμε, ότι δεν πρέπει να γελάμε, δεν το κατορθώσαμε ακόμα αυτό, και ενώ πολλές φορές διδασκόμαστε, ότι δεν πρέπει να φλυαρούμε, εξακολουθούμε ακόμα να φλυαρούμε, και ενώ πολλές φορές νουθετούμαστε να μη φθονούμε ή να κακολογούμε τον πλησίον μας, εξακολουθούμε ακόμα να ενοχλούμαστε από το πάθος αυτό, και γενικά, ενώ μας υπενθυμίζουν να μην αδιαφορούμε και στις νυχτερινές και στις ημερήσιες ψαλμωδίες και προσευχές, εξακολουθούμε να αεροβατούμε και να νυστάζουμε, και αισθητά και νοητά, και να λέμε άλλα παρόμοια μ' αυτά”.
Αλλ' όμως αυτοί που τα λένε αυτά δεν τα λένε διακιολογημένα. Πρώτον, γιατί δεν είναι εύκολο το να υπερνικήσει κανείς τα πάθη, αλλ' είναι το πιο κοπιαστικό και το πιο κουραστικό από όλους τους κόπους και τις φιλοπονίες, και δεύτερον, όπως, σε κάποια σκάλα δεν είναι δυνατόν να ανέβει κανείς πηδώντας από την πρώτη βαθμίδα στην τελευταία, αλλ' ανεβαίνει στην κορυφή με συνεχή άνοδο, έτσι και στην αρετή φθάνουμε με τις διαδοχικές μικρές προόδους, αν θέλουμε να καταλάβουμε την κορυφή της.
Ώστε είναι συμφέρουσα και η κατηχητική υπόμνηση και σε μένα και σε σάς, επειδή μετακινεί και μεταφέρει λίγο-λίγο προς τα επάνω, ή καλύτερα από τα χαμηλά στον ουρανό του ουρανού, τις τίμιες ψυχές σας. Αλλά πρέπει να το σκεφθούμε και με άλλον τρόπο. Ότι δηλαδή, εάν, ενώ λέγονται με τον τρόπο αυτόν και ακούονται όσα οφείλονται να γίνονται και να κατορθώνονται για τη δόξα του Θεού, δεν επιτυγχάνεται η συγκρότητση των παθών, τί θα συνέβαινε και σε ποιό σημείο θα φθάναμε, αν σιωπούσαμε και δεν διασαφηνίζαμε και δεν φανερώναμε αυτά που πρέπει να γίνονται;
Έγω διδάχθηκα από τους αγίους πατέρες, ότι ο λόγος είναι δρόμος που οδηγεί στην πράξη, είτε είμαστε αγαθοί, είτε όχι, και γνωρίζω καλά, ότι το να μιλάμε για τα ανώτερα μας οδηγεί αυτό κάθε φορά στη εφαρμογή τους. Και ομολογώ, τέκνα μου, ότι από τα θεόπνευστα αναγνώσματα, και λίγο και από την ταπεινή μου κατήχηση, πάντοτε επιστρέφετε και πάντοτε καλυτερεύετε, και ως προς το πρώτο οι εμπαθείς οδηγούνται σε νήψη και βελτιώνονται, ενώ ως προς το δεύτερο οι ενάρετοι ενισχύονται προς τελείωση και ομολογούμε τη χάρη του Θεού και την ευεργεσία και δεν κρύβουμε την ευσπαλαχνία του." (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ 18 σελ. 425-427)
145. Στην πυργοδέσποινα της Ελλάδος.
Από αδυναμία να διατυπώσω τα λόγια μου συνοπτικά, δεν επρόκειτο να γράψω στην εντιμότητά σου, όντας άγνωστοι μεταξύ μας και ασυνήθιστοι, επειδή όμως η προτροπή έγινε από πρόσωπο θεοφιλές και γνωστό σε μένα, και εννοώ την φημισμένη συγγενή σου Πατρικία, και από την ευλογημένη κυρία θυγατέρα της, και έπειτα και από τον ίδιο τον γραμματοκομιστή Ιγνάτιο τον πνευματικό υιό μου, με τον οποίο μεταφέρθηκε ο χαιρετισμός σου σε μένα τον ταπεινό, κατ’ ανάγκη αποφάσισα να γράψω λόγια παρηγοριάς στην καταπονεμένη ψυχή σου από τον θάνατο εκείνου που έπεσε στον πόλεμο. Αλλά ποιό φάρμακο παρηγοριάς θα μπορούσε να βρεθεί, που να θεραπεύσει την δυσκολοθεράπευτη πληγή σου;
Πόσο μεγάλη συμφορά και μόνο που ακούεται στο αυτί! Έφυγε το έντιμο σπέρμα, το μητρικό μάτι, το σπλάγχνο της καρδιάς, το ευφυές κλωνάρι, το φως γενικά αυτής που τον γέννησε, που έφερε στον εαυτό του τα γνωρίσματα του πατέρα του, και έσπαγε, όσο ήταν δυνατό, τη μοναξιά της χηρείας, και ήταν παρηγοριά όλης της ζωής, και της δικής του οικογένειας και των συγγενών του εξ αίματος. Και τί έγινε; Πέταξε από τα μάτια της μητέρας, κόπηκε από την καλή ρίζα, και ο θάνατος δεν έγινε μπροστά στα μάτια, πράγμα από το οποίο παίρνουν παρηγοριά με τα επικήδεια λόγια και την όσια ταφή αυτοί που προπέμπουν τους οικείους τους.
Τώρα όμως, μαζί με τα άλλα, στερηθήκαμε και αυτήν την παρηγοριά, αφού το καλό βλαστάρι κόπηκε με πολεμικό σπαθί. Τι αξιολύπητη πραγματικά τραγωδία! Τι απαρηγόρητη σύμπτωση! Σαλεύει αυτή τη στιγμή ο νους φέρνοντας στη μνήμη ταυ το πάθημα, που και πως συνέβη, σε ποιό μέλος απλώθηκε το φονικό χέρι, και με ποιόν τρόπο ξεψύχησε πέφτοντας. Άραγε ξεψύχησε γρήγορος άραγε με ένα χτύπημα, άραγε τί να είπε πέφτοντας; Αλλοίμονο μας για το θλιβερό της ιστορίας! Αλλοίμονο μας για την ώρα εκείνη! Στείλαμε με καλές ελπίδες τον θησαυρό, και τρυγήσαμε απαρηγόρητο πόνο.
Και τί θα μπορούσε να πει κανείς άξιο θρηνολογώντας το πάθημα; Για σένα και ο ήλιος ακόμα είναι μισητός, και ο αέρας κατηφής, και η θάλασσα όχι ευχάριστη, και η γή όχι επιθυμητή, και ο ουρανός καταθλιπτικός, αφού δεν έχει το νοητό σου αστέρι. Τόσα και ακόμα περισσότερα από αυτά ταράζουν την ψυχή σου, και σφίγγουν την καρδιά σου, και χύνουν τα καυτά δάκρυα, και εκπέμπουν τα μεγαλόφωνα κλάματα, και οδηγούν ακόμα και στη στέρηση της ζωής. Αλλά έλα, κυρία, έλα, πάρε θάρρος, γιατί είναι καιρός αναθάρρησης. Άνοιξε τα αυτιά σου ακούοντας τα θεία λόγια• «Του ανθρώπου οι μέρες μοιάζουν με χορτάρι. Ανθίζει σαν το άνθος του χωραφιού». «Δεν υπάρχει άνθρωπος, που θα ζήσει πάνω στη γη και δεν θα πεθάνει». «Εάν πιστεύουμε ότι ο Ιησούς πέθανε και αναστήθηκε, έτσι και ο Θεός με τον Ιησού θα φέρει μαζί του εκείνους που κοιμήθηκαν».
Λοιπόν δεν χάσαμε τον υιό, αλλά ύστερα από λίγο, όταν σαλπίσει η τελευταία σάλπιγγα, θα αναστηθεί, για να προϋπαντήσει τον Κύριο στον αέρα, και εκεί θα τον δούμε. Δέχθηκε εδώ θανατηφόρο πλήγμα, αλλά εκεί δεν θα δοκιμαστεί από πόνο αιώνιο, αφού είναι ντυμένος τον Χριστό με το βάπιισμα, και δέχθηκε την ορθόδοξη πίστη, και δεν απόλαυσε τα ευχάριστα της εδώ ζωής, παρά μόνο όσο για να τα γευθεί με την άκρη του δακτύλου του εξαιτίας της νεότητάς του. Γι’ αυτό πιστεύουμε, ακόμα και από αυτά που παρέβλεψε και έσφαλε σαν άνθρωπος θα συγχωρηθεί εξαιτίας αυτού του παράκαιρου και άδικου θανάτου. Γιατί με πόσα κακά, κυρία, παραμένοντας στη σάρκα δεν επρόκειτο να γεμίσει; Ή δεν νομίζεις, ότι αυτή η ζωή κατάντησε δοκιμαστήριο για τον άνθρωπο; Παντρειά, απόκτηση παιδιών, αφθονία δούλων και άλλων που χρησιμεύουν στη ζωή, θα μπορούσα ακόμα να προσθέσω και πρόοδος της επίγειας δόξας. Αντί όλων αυτών, κάνοντας φίλο του τον Θεό και δοκιμάζοντας λίγα από την αλμυρή τρικυμία της ζωής στην ψυχή του, θα έχει μεγάλη ελευθερία της ψυχής του.
Ύστερα από αυτά λοιπόν, χαλάρωσε, άφησε, δέσποινα, την απαρηγόρητη λύπη, βάλε τέρμα διαρκές στο πάθος, «Πρόσφερε στον θεό θυσία δοξολογίας», ευχαριστίας, πες μαζί με τον μακάριο Ιώβ• «Ο Κύριος μού τον έδωσε, ο Κύριος τον πήρε. Έγινε όπως φάνηκε καλό στον θεό». Πες τα λόγια του Δαβίδ• «Γύρισε, ψυχή μου στην ανάπαυσή σου», καθόσον ψυχή σου είναι ο θάνατος του υιού σου, και αποβλέποντας προς τη χηρεία σου αναφώνησε. «Ο Κύριος είναι βοηθός μου• δεν θα φοβηθώ ό,τι κι αν μου κάνει ο άνθρωπος».
Γιατί, αν φερθείς έτσι, πρώτον θα ευχαριστήσεις τον Θεό, επειδή προσφέρεις εκούσια θυσία τον υιό σου, σαν τον Αβραάμ. Έπειτα και στο πολυαγαπημένο σου παιδί θα χαρίσεις τα καλύτερα, βλέποντάς σε να υποφέρεις το πράγμα με ευχαρίστηση, και σε όλους τους άλλους θα δώσεις παράδειγμα καλής υπομονής, με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, τον οποίο παρακαλούμε, αγγίζοντας την καρδιά σου «με ευσπλαγχνία και συμπάθεια», να βάλει μέσα σου φως ευκολοπαρηγόρητο, και τη ζωή σου να την τελειώσεις ειρηνικά, και φεύγοντας από εδώ να σε καταστήσει άξια της ζωής κοντά στον Θεό, και να συναντήσεις τον υιό σου και να χαίρεσαι μαζί του αιώνια. (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ τόμος 18Β 247-251)
186. Στον σπαθάριο Νικήτα.
Στα δυσάρεστα βέβαια πάθη μπορεί εύκολα να βρει παρηγορητικά λόγια αυτός που θέλει να παρηγορήσει εκείνους που υποφέρουν, για το τόσο μεγάλο πάθος όμως, από το οποίο περικυκλώθηκε η θεοφίλειά σου, ποιος παρηγορητικός λόγος θα μπορούσε να βρεθεί; Και ποιος θα μπορούσε επιχειρώντας να θεραπεύσει τέτοιον πόνο επιστημονικά; Τί είδηση πραγματικά, την οποία ο καθένας θα ήθελε να αποφύγει! Αποκόπηκε από σένα η κυρία σύζυγος, όπως άκουσα προσφάτως, αφαιρέθηκε η μόνη παρηγοριά στα περιστατικά που συμβαίνουν, έχασε το στολίδι του το ευλογημένο σπίτι, οι κλάδοι είναι σκυθρωποί, αφού κόπηκε η καλή ρίζα, οι υπηρέτες και οι υπηρέτριες τριγυρίζουν εδώ κι εκεί, επειδή δεν έχουν το πρόσωπο της κυρίας να λάμπει στο σπίτι. Όλα είναι γεμάτα κατήφεια. Ακόμα και ο αέρας είναι αλλοιωμένος για σένα με την αλλοίωση του μυαλού.
Που είναι εκείνη που σε υποδεχόταν με χαρά όταν γύριζες στο σπίτι από την ασχολία σου στα ανάκτορα; Που είναι εκείνη που περιποιόταν τους συγγενείς καλόκαρδα, εκείνη που αυτό κι εκείνο και όσα άλλα, για να τα πω με συντομία, τα διευθετούσε και τα συμφιλίωνε, και ρύθμιζε και φρόντιζε για όλα στο σπίτι, και για τα σχετικά με τους άλλους οικείους και φιλοξενούμενους; Όλα έφυγαν και χάθηκαν, και γίναμε σαν να βρισκόμαστε σε ερημιά, αφού στερηθήκαμε όλα τα αγαθά που είχαμε. Τέτοιο και τόσο μεγάλο είναι αυτό που έπαθε η τίμια ψυχή σου, δέσποτα, και καμμιά παρηγοριά από τους ανθρώπους δεν είναι ικανή να απαλύνει την καρδιά σου που φλογίζεται, παρά μόνο από τον Θεό, ο οποίος παρηγορεί τους ταπεινούς στην καρδιά, με την ανάκτηση των αγαθών λογισμών.
Γιατί εκείνη η μακάρια είναι μακάρια, αφοί είχε σταθερή την πίστη στον Θεό, και ήταν σεμνή στη ζωή, της οποίας τα γνωρίσματα είναι πολλά, τα οποία και εμείς είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε. Και το τελευταίο, ότι έφυγε από εδώ αφού δοκιμάστηκε σαν χρυσάφι στη φωτιά της μακράς και ανυπόφορης νόσου. Είναι αρκετό λοιπόν αυτό για την παρηγοριά μας, το ότι παρέπεμψες τόσο σπουδαία σύζυγο στον Θεό, η οποία άφησε σε μας τη ζωή της υπόδειγμα άριστης πολιτείας.
Και επίσης, επειδή και ο ίδιος είσαι γνώστης των θείων πραγμάτων, πρέπει να μη συνταράσσεσαι τόσο πολύ από το γεγονός. Γιατί γνωρίζεις ότι, αφού ήρθαμε σε γέννηση με τη θέληση του Θεού, οπωσδήποτε με τη γέννηση είναι συνδεδεμένη και η έξοδός μας, και κανένας άνθρωπος δεν είναι αθάνατος, και κανένας γάμος δεν είναι αδιάζευκτος. Ας εξετάσουμε, αν σου φαίνεται καλό, αυτούς που έζησαν από τον Αδάμ μέχρι σήμερα, και θα βρούμε την συνεχή αλληλοδιαδοχή συμβαίνει όσο θα υπάρχει αυτός ο κόσμος. Που είναι οι γονείς σου, δέσποτα, και εκείνοι που γέννησαν αυτούς, και πηγαίνοντας προς τα πίσω δεν θα βρεις τίποτε άλλο, παρά ροή και απορροή στα ανθρώπινα.
Ποιο λοιπόν είναι τώρα το ζητούμενο; Το να συνέλθουμε και να επιτελέσουμε τα προβλεπόμενα επιτάφια στην αείμνηστη, για την οποία και εγώ ο ταπεινός κάνω όχι λίγες προσευχές αν και δεν ακούστηκα, ως αμαρτωλός, για να μείνει αυτή εδώ. Να τακτοποιήσουμε τα παιδιά καλά, και να προετοιμάσουμε και τα δικά μας εξόδια, διανύοντας τη ζωή όπως θέλει ο Θεός, ώστε μεταναστεύοντας από εδώ, όταν μας επιτρέψει η πρόνοια του Θεού, να βρούμε εκεί την καλή σύζυγο να είναι χαρούμενη στους άπειρους αιώνες απολαμβάνοντας μαζί με μας τα απερίγραπτα αγαθά. Αυτά, αν και είναι ελάχιστα για παρηγοριά, όμως είναι ενδεικτικά της αγάπης σου, η οποία είθε να μας χαριστεί γεμάτη από ευθυμία και καλή παρηγοριά με την αφιέρωσή σας για όλα στον Θεό. (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΌΜΟΣ 18Γ 393-395)
110. Στην γυναίκα του Δημόχαρι.
Από την ημέρα που μας αναγγέλθηκε ο θάνατος του μακάριου στρατηγού, μέχρι τώρα, αν και δοκίμασα πολλές φορές, δεν κατόρθωσα να γράφω στην τιμιότητά σου, αλλά και τώρα που σου γράφω δεν μπορώ καθόλου να σε ωφελήσω, ούτε να ελαφρώσω το βάρος της πονεμένης καρδιάς σου. Πράγματι ποιος λόγος θα μπορούσε να βρεθεί που να θεραπεύσει τόσο μεγάλον πόνο; Αλλά για να δείξω ότι και εγώ συμμετείχα στη λύπη, όχι μόνο γι’ αυτόν που εξεδήμησε προς τον Κύριο, γιατί μας εγκατέλειψε άνθρωπος αγαθός και ευσεβής, υπέρμαχος της ορθοδοξίας και αγωνιστής της ειρήνης (πόσο μεγάλη συμφορά!), αλλά και σε σένα, η οποία εγκαταλείφθηκες έρημη από τη συζυγική βοήθεια, που βέβαια τον αγαπούσες και πολύ. Έτσι λοιπόν ο λόγος έδειξε πόσο απαρηγόρητος είναι ο θάνατος.
Αλλ’ επειδή δεν αγνοείς τη θεϊκή εντολή, «Χώμα είσαι, και στο χώμα θα επιστρέψεις», καθώς και, «Για να μη λυπάστε για τους πεθαμένους, όπως κάνουν οι άλλοι που δεν έχουν ελπίδα», γιατί θα οδηγηθούν μαζί με τον Ιησού από τον Θεό στην ανάσταση, γι’ αυτό σε παρακαλώ και σε ικετεύω να αποβάλεις τη μεγάλη λύπη, να παρηγορηθείς λίγο, να συνέλθεις, να κάνεις χαρούμενη την ψυχή σου, γιατί και παιδιά έχεις και σπίτι περίλαμπρο, και αν ο νους σου δεν καταφέρει να συγκρατήσει το πάθος, δεν θα μπορέσει ποτέ να τα διαχειριστεί και να τα φροντίσει σωστά. Και πάνω από όλα και τον ίδιο τον μακαρίτη θα ωφελήσει αυτό που λέγω, από το οποίο τί θα μπορούσε να υπάρξει σπουδαιότερο;
Τι λοιπόν, κυρία; Δόξασε τον αγαθό Θεό, πες τα λόγια του Ιώβ, «Ο Κύριος μου τον έδωσε, ο Κύριος μου τον αφαίρεσε. Όπως φάνηκε καλό στον Κύριο, έτσι και έγινε». Είθε από αυτό να σου προκύψει πραγματικά μεγάλη δόξα, και να δείξεις τίνος μορφωμένου άνδρα γυναίκα ήσουν. Γιατί πραγματικά εκείνος και γνωστικός ήταν, και σοφός, και παιδαγωγός των αμυήτων. Όπως λοιπόν εκείνος ήταν μεταξύ των ανδρών υπόδειγμα καλό, γίνε και συ μεταξύ των γυναικών, παραμερίζοντας την αγάπη σου για το πένθος και δείχνοντας ότι προστάτης σου είναι ο Θεός, ο οποίος και από το μηδέν σε έφερε στην ύπαρξη, και σε οδήγησε στην ακμή της ηλικίας σου, και σε σύναψε με τόσο σπουδαίο άνδρα, και πάλι, αφού σε χώρισε, θα σε ενώσει με την ανάσταση. Θεώρησε λοιπόν ότι πρόκειται για αποδημία μόνο.
Άραγε δεν θα υπέμενες τη στέρησή του, εάν το επέβαλλε επίγειος βασιλιάς; Υπόμεινε, δέσποινά μου, και τη στέρηση αυτή, την οποία διέταξε ο μόνος αληθινός βασιλιάς των όλων. Ναι, σε παρακαλώ, και πιστεύω ότι θα τον απολαύσεις την ημέρα εκείνη, διατηρώντας τη χηρεία με τη χάρη του Κυρίου, και ανατρέφοντας άριστα τα καλά βλαστάρια, τα οποία και χαιρετίζω, και τα συμβουλεύω με τον ίδιο τρόπο να υπομείνουν τη στέρηση του πατέρα τους, και να διαπλάθονται με την καθοδήγηση της μητέρας τους προς κάθε καλό. (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΌΜΟΣ 18Β 141-143)
(βιβλίο: Η ζωή ενός Μεγάλου, Παπαδόπουλου Στυλιανού, εκδ. Αποστολική Διακονία σελ. 340-345)
Ο Δεκέμβριος του 371 προχώρησε και τελείωσε παγωμένος. Η περίοδος της νηστείας έφθανε στο τέλος. Οι Εκκλησίες θα γιόρταζαν τα μεγάλα γεγονότα: Τη Γέννηση του Κυρίου και τη Βάπτισή του, τα Θεοφάνεια.
Μέχρι τότε οι δυο γιορτές γίνονταν την ίδια μέρα, στις 6 Ιανουαρίου. Με κατάλληλη προετοιμασία των πιστών. Με την πρέπουσα κατανόηση των μεγάλων αυτών γεγονότων. Με πολλή επισημότητα.
Στην Εκκλησία της Ανατολής επικρατούσε περίεργη ατμόσφαιρα. Όλοι περίμεναν τα γεγονότα της Καισάρειας και τώρα δεν ήξεραν τι να υποθέσουν.
Τελείωσε το θέμα με νίκη του Βασιλείου; Υποχώρησε λοιπόν ο Ουάλης; Δύσκολα να δεχθεί κανείς κάτι τέτοιο για τον αυταρχικό τούτο βασιλιά. Το θέμα επομένως μάλλον δεν είχε τελειώσει.
Αδιόρατη ένταση κυριαρχούσε και στην ίδια την Καισάρεια. Ανήσυχη γαλήνη σκέπαζε τις καρδιές των ορθοδόξων. Θαρρούσαν στην θεία δύναμη του Βασιλείου, μα γνώριζαν και τον ετσιθελισμό του αυτοκράτορα.
Έφθασε η μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης. Από νωρίς ο μητροπολιτικός ναός της Καισάρειας γέμισε. Οι ανάσες των ανθρώπων ζέσταναν την ατμόσφαιρα, οι προσευχές των πιστών την έκαναν γλυκιά, πνευματική, πανέμορφη.
Ο ναός ήταν μεγάλος και λαμπρός. Τάξη όμως επικρατούσε παντού. Μπροστά, στο ιερό βήμα, στην άγια Τράπεζα, στεκόταν η άλικη μορφή του άγιου. Ευθυτενής, σοβαρός, γλυκύς.
Το φοβερά νηστεμένο πρόσωπό του φωτιζόταν από το θείο Πνεύμα που είχε μέσα του κι έλαμπε, ακτινοβολούσε, έτσι που έδειχνε ωραίο, αγαπητό, σεβαστό. Ήταν το δείγμα του Θεού στον κόσμο.
Oι καισαρείς το έβλεπαν, το ένοιωθαν. Κοινωνώντας με τον επίσκοπό τους κοινωνούσαν με το Θεό, γιατί ο επίσκοπός τους ήταν φανερά θεωμένος, ήταν το εκλεκτό σκεύος του Θεού. Άλλωστε το άγιο Πνεύμα ενεργεί στον κόσμο με πρόσωπα εκλεκτά, φανερώνει το θείο θέλημα με πρόσωπα, έξω από αυτά δεν υπάρχει τίποτα, ούτε η Εκκλησία, διότι και ο Χριστός πρόσωπο είναι, η ένωση του ανθρώπου με το Θεό γίνεται με τη μετοχή του πιστού στο πρόσωπο του Χριστού.
Ο αυτοκράτορας περνούσε τις ήμερες του στην Καισάρεια. Μελετούσε κι επόπτευε τη λύση των κρατικών προβλημάτων. Περισσότερο τον απασχολούσε ο Βασίλειος· του έφραζε το δρόμο. Δεν τον άφηνε να δημιουργήσει κράτος με πίστη ενιαία, δηλ. τον αρειανισμό.
Παράλληλα ο θαυμασμός του για το Βασίλειο του δημιουργούσε συχνά κάποιες αμφιβολίες: «Μήπως ο άνθρωπος τούτος έχει δίκιο; Μήπως η πίστη μου δεν είναι σωστή»; Δεν προχωρούσε πάντως γιατί πριν απ’ όλα ήταν βασιλιάς και το συμφέρον του κράτους ήταν η ενότητα, που εξασφαλιζόταν τώρα με τον αρειανισμό -έτσι νόμιζε.
Την ημέρα των Θεοφανείων όμως πήρε μιαν απόφαση. Λίγο από την ελπίδα να συγκινήσει με τη χειρονομία του το Βασίλειο, λίγο γιατί μέσα του τον θαύμαζε.
Η επίσημη αυτοκρατορική άμαξα, οι καβαλάρηδες φρουροί και οι ασπιδοφόροι, περίμεναν έξω από τη βασιλική κατοικία. Σχηματίσθηκε λαμπρή πομπή που τράβηξε για το μητροπολιτικό ναό. Όλοι παραξενεύτηκαν, μα κανείς δεν έλεγε τίποτα. Τα πλήθη στους δρόμους σταυροκοπιόνταν. Για καλό ή για κακό πήγαινε στη μητρόπολη ο Βασιλιάς;
Ξεπέζεψε ήρεμα, με αργές μετρημένες κινήσεις, κρατώντας κάτι πολύτιμο στο αριστερό του χέρι. Περήφανος προχώρησε στο ναό. Το εκκλησίασμα σάστισε, παραμέρισε.
Δεν πίστευε στα μάτια του. Και είναι αλήθεια πως οι πιστοί δεν διάβαζαν αγριάδα στα μάτια του βασιλιά.
Και ο Ουάλης δε σάστισε λιγότερο. Αντίθετα μάλιστα. Εντυπωσιάσθηκε τόσο από το προσευχόμενο πλήθος, από την τάξη και την ατμόσφαιρα του ναού που ζαλίστηκε. Πρόσεξε κατά το ιερό Βήμα, είδε την απτόητη μορφή να ιερουργεί πλημμυρισμένη στο φως. Ελαφριά σκοτοδίνη τον έκανε αδύνατο. Το αντρίκιο του πρόσωπο χλώμιασε. Κανείς όμως δεν κατάλαβε τίποτα. Προχώρησε λίγο περισσότερο. Στάθηκε δίπλα στην Ωραία Πύλη να προσφέρει σαν χριστιανός τα δώρα που είχε φέρει μαζί του πρόσφορο και νάμα.
Μέσα του γινόταν χαλασμός δυνάμεων. Κανείς από τους σαστισμένους αυλικούς δεν υποψιαζόταν το δράμα του. Κινήθηκε να δώσει τα δώρα που κρατούσε. Υποδιάκονοι και ιερείς έβλεπαν μα κανείς δεν κουνιόταν, δεν τα έπαιρνε. Όλοι δίσταζαν. Τάχα θα τα δεχόταν ό Βασίλειος;
Η ένταση κορυφώθηκε, τα νεύρα του σκληρού αυτο- κρατήρα τσάκισαν. Τα γόνατά του λύθηκαν και λύγιζε ολόκληρος. Το χέρι ενός ιερέα τον κράτησε γερά από το μπράτσο, τον στήριξε και δε σωριάσθηκε στο δάπεδο. Απέφυγε τον εξευτελισμό.
Σιγά-σιγά συνήλθε. Το επεισόδιο ίσως να ήταν κρούσιμο της θύρας από το άγιο Πνεύμα. Πάντως ο Ουάλης δεν την άνοιξε. Τα δώρα πήγαν στο Ιερό Βήμα. Ο φωτο- λουσμένος ιερέας όλα τα έβλεπε κι ας κοίταζε αλλού. Έκανε νεύμα κι ο διάκος πήρε τα δώρα του κακόδοξου αυτοκράτορα. Πόσο φως, πόσο άγιος πρέπει να ήταν ο Βασίλειος για να δεχθεί πρόσφορο και νάμα ενός αιρετικού, διώκτη φοβερού της Ορθοδοξίας, φονιά πολλών κληρικών.
Τι σκέφθηκε, τι διέκρινε στην πράξη αυτή του βασιλιά ο άγιος επίσκοπος την ώρα που λειτουργούσε δεν ξέρουμε. Δέχθηκε όμως τα δώρα.
Χειρονομίες που ξεπερνούν τους κανόνες, όταν γίνονται από άγιους δεν κρίνονται από κοινούς ανθρώπους.
Η θεία Λειτουργία τελείωσε. Ο Βασιλιάς ακίνητος περίμενε. Ο Βασίλειος με προσεκτικές κινήσεις έβγαλε τη λαμπρή του Ιερατική στολή κι έμεινε με το μοναδικό τριμμένο ράσο του, που τύλιγε το άσημο μικρό του σώμα. Κινήθηκε προς την αριστερή πύλη του ιερού Βήματος και κει δέχθηκε ο ίδιος τον αυτοκράτορα Ουάλη.
Ξέρουμε καλά πως δεν ήταν στο χαρακτήρα του Βασιλείου τα πολλά χαμόγελα και οι ανατολίτικοι τεμενάδες. Όσοι όμως τον αγαπούσαν και δεν τον φθονούσαν διέκριναν στο πρόσωπό του, στο φέρσιμό του, βαθειά ευγένεια, πηγαία καλοσύνη. Αυτά τα είχε την ώρα τούτη περίσσια, γιατί μόλις τέλειωσε τη θεία Λειτουργία κι είχε μέσα της λουσθεί την αγάπη, την καλοσύνη, την αλήθεια.
Σοβαρός λοιπόν, άλλα και πολύ αβρός κουβέντιασε με τον Ουάλη. Αυτό αποτελούσε μεγάλη επιθυμία του αυτοκράτορα που μόλις τώρα πραγματοποιήθηκε.
Πίστευε άραγε ο Ουάλης ότι θα κέρδιζε το Βασίλειο σε μια ιδιαίτερη συζήτηση; Δεν ξέρουμε. Βέβαιο μόνο είναι ότι από τη στιγμή αυτή ο Ουάλης άλλαξε στάση απέναντι στο Βασίλειο και τους ορθοδόξους γενικά. Ο πάγος έλιωσε. Οι διωγμοί λιγόστεψαν.
Τι συζήτησαν οι δύο άνδρες, ο ισχυρός και ο θειος, δεν το ξέρουμε. Μιλούσαν χαμηλόφωνα, έτσι που δεν άκουγαν ούτε κι αυτοί που βρίσκονταν δίπλα τους. Αυτό βεβαιώνει ό Γρηγόριος Θεολόγος που κι αυτός ήταν στο ιερό Βήμα.
Ο Ουάλης δεν ήταν πια ο τραχύς πολέμιος του Βασιλείου τον όποιο πράγματι θαύμαζε και σεβόταν. Μα κανείς δεν μπορεί να μιλήσει και για μεταστροφή του στο φρόνημα, στην πίστη. Βέβαια, ίσως κι αυτό να είχε γίνει αν δεν τον τριγύριζαν οι αρειανόφρονες. Πάντως δεν έγινε. Η αυλή του βασιλιά ήταν γεμάτη από αιρετικούς, που τον κολάκευαν για να μπορούν να τον στρέφουν κατά των ορθοδόξων.
Δεν είναι τυχαίο, oι αιρετικοί δούλεψαν συχνά σαν αυλοκόλακες και το επιδίωκαν συχνότερα. Κι αυτό γιατί το ήθος δεν είναι ξένο προς την ορθή πίστη, προς την αλήθεια. Έτσι λοιπόν, δουλεύοντας φιλότιμα στα παρασκήνια οι κακόδοξοι, έπεισαν σε λίγο καιρό τον Ουάλη να εξορίσει το Βασίλειο κι ας τον αναγνώριζε μέσα του. Οι λασπεροί πάντα καταδιώκουν τους καθαρούς. Κι αν τύχει ο καθαρός να είναι πεντακάθαρο διαμάντι, τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν.
(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Δ, σελ. 703-706).
VI. Η ΤΡΙΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ: 1189-92
Οι Χριστιανοι κατείχαν ακόμη την Τύρον, την Αντιόχειαν και την Τρίπολιν και διατηρούσαν δια τουτο τας ελπίδας των. Οι Ιταλικοί στόλοι κυριαρχούσαν ακόμη εις την Μεσόγειον και ήσαν πάντοτε έτοιμοι να μετα¬φέρουν νέους Σταυροφόρους, έναντι, βεβαίως, αμοιβής. Ο Γουλλιέλμος, Αρχιεπίσκοπος Τύρου, επανήλθε εις την Ευρώπην και διηγήθη εις συνε¬λεύσεις εις την Ιταλίαν, την Γαλλίαν και την Γερμανίαν, την πτώσιν της Ιερουσαλήμ. Εις την Μαγεντίαν, η έκκλησίς του συνεκίνησε τον Φρειδερί¬κον τον Βαρβαρόσσαν και ο μέγας αυτοκράτωρ, ηλικίας τότε εξήντα επτά ετών, εξεκίνησε αμέσως με τον στρατόν του (1189), ενώ ολόκληρος ο χρι¬στιανικός κόσμος τον χειροκροτούσε ως τον δεύτερον Μωϋσήν που θα ήνοιγε την θύραν προς την υπεσχημένην γην. Αφού διέσχισε τον Ελλήσποντον εις την Καλλίπολιν, το νέον εκστρατευτικόν σώμα ηκολούθησε εντελώς νέον δρομολόγιον, αλλά επανέλαβε τα σφάλματα της Πρώτης Σταυροφορίας. Τουρκικά άτακτα σώματα παρενοχλούσαν την πορείαν των και επετίθεντο εναντίον των οπισθοφυλακών, ενώ εκατοντάδες άνθρωποι επέθαιναν από την πείναν. Ο Φρειδερίκος επνίγη εις τον μικρόν ποταμόν Σάλεφ της Κιλικίας (1190) και μικρόν μόνον τμήμα του στρατού του επέζησε δια να λάβη μέρος εις την πολιορκίαν της Άκρης.
Ο Ριχάρδος ο Α' ο Λεοντόκαρδος, που είχε προσφάτως στεφθή βα¬σιλεύς της Αγγλίας εις ηλικίαν 31 ετών, απεφάσισε να δοκιμάση και αυτός τους Μουσουλμάνους. Φοβούμενος ότι κατα την απουσίαν του οι Γάλλοι θα σφετερίζοντο τας Αγγλικάς κτήσεις εις την Γαλλίαν, επίεσε τον Φίλιπ¬πον - Αύγουστον να τον συνοδεύση. Ο βασιλεύς της Αγγλίας, ηλικίας 23 μόλις ετών, εδέχθη και έτσι οι δύο νεαροί μονάρχαι έλαβαν τον σταυ¬ρόν από τας χείρας του Γουλλιέλμου της Τύρου εις συγκινητικήν Ιεροτε¬λεστίαν εις το Βεζελέ. Οι Νορμανδοί του Ριχάρδου, διότι ελάχιστοι Άγγλοι υπήρχαν δια να λάβουν μέρος εις την Σταυροφορίαν, επεβιβάσθησαν εις την Μασσαλίαν και οι άνδρες του Φιλίππου - Αυγούστου εις την Γένουαν. Οι δύο στρατοί συνηντήθησαν εις την Σικελίαν (1190). Εκεί οι δύο βασι¬λείς διεπληκτίζοντο -και διεσκέδαζαν εξ άλλου- επι έξ μήνας.
Ο Ριχάρδος επειδή υπέστη προσβολήν από τον Ταγκρέδον, βασιλέα της Σικελίας, κατέλαβε την Μεσσήνην «εις όσην ώραν χρειάζεται ο ιερεύς να ψάλλη τον εωθινόν» και επέστρεψε την πόλιν μόνον αφού έλαβε 40.000 ουγγίας χρυ¬σού. Αφού, με τον τρόπον αυτόν, απέκτησε την εμπιστοσύνην των στρα¬τευμάτων του, απεβιβάσθη εις τα πλοία κατευθυνόμενος εις την Παλαιστί¬νην. Μερικά από τα πλοία του εξώκειλαν εις τας ακτάς της Κύπρου. Ο Έλλην διοικητής εφυλάκισε το πλήρωμά των, ο Ριχάρδος εσταμάτησε προς στιγμήν, κατέλαβε την νήσον και την έδωσε εις τον Γκύ ντέ Λουζινιάν, τον Ανέστιου βασιλέα της Ιερουσαλήμ. Εις την Άκρην έφθασε τον Ιούλιον του 1191, ένα έτος δηλαδή αφ’ ότου έφυγε από το Βεζελέ. Ο Φίλιπ¬πος - Αύγουστος τον είχε προλάβει. Η πολιορκία της Άκρης από τους Χριστιανούς είχε διαρκέσει μέχρι τότε 19 μήνας και είχε κοστίσει χιλιάδας Σταυροφόρων. Μερικές εβδομάδας μετά την άφιξιν του Ριχάρδου, οι Σαρακηνοί παρεδόθησαν. Οι νικηταί απήτησαν -και αι προτάσεις των έγιναν δεκταί - 200.000 χρυσά νομίσματα (950.000 δολλάρια), 1600 εκλεκτούς αιχμαλώτους και την επιστροφήν του αληθινού Σταυρού.
Ο Σαλαδίνος επεκύρωσε την συμφωνίαν και ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Άκρης, εκτός από 1.600 αιχμαλώτους, έλαβε την άδειαν να αναχωρήση από εκεί με τα υπάρχοντα του, όσα μπορούσε να μεταφέρη. Ο Φίλιππος - Αύγουστος ησθένησε από πυρετόν και επέστρεψε εις την Γαλλίαν, αφού άφησε πίσω του γαλλικήν δύναμιν 10.500 ανδρών. Ο Ριχάρδος έγινε έτσι ο μόνος αρχηγός της Τρίτης Σταυροφορίας.
Ήρχισε τότε συγκεχυμένη και περίεργος περίοδος συμπλοκών, κατά τας οποίας επιθέσεις και μάχαι ενηλλάσσοντο με φιλοφροσύνας και κατά τας οποίας ο άγγλος βασιλεύς και ο κούρδος σουλτάνος έδωσαν δείγματα των ευγενεστέρων χαρακτηριστικών των πολιτισμών και των δοξασιών των. Κανείς από τους δύο δεν ήτο άγιος. Ο Σαλαδίνος επέβαλε με σκληρότητα τον θάνατον όταν οι στρατιωτικοί σκοποί απαιτούσαν τούτο και ο ρομαντικός Ριχάρδος επέτρεψε μερικάς διακοπάς εις την σταδιοδρομίαν του ως ευγενούς. Όταν οι άραβες αρχηγοί, πολιορκούμενοι εις την Άκρην, καθυστέρησαν κάπως εις την εκτέλεσιν των όρων της παραδόσεως, ο Ριχάρδος έκοψε τα κεφάλια 2.500 μουσουλμάνων αιχμαλώτων κάτω από τα τείχη της πόλεως, δια να πείση τους άλλους να βιασθούν. Ο Σαλαδίνος, όταν το επληροφορήθη, διέταξε να θανατωθή κάθε αιχμάλωτος που θα έπιπτε εις χείρας του κατά την διάρκειαν του πολέμου εναντίον του άγγλου βασιλέως. Ο Ριχάρδος ήλλαξε τότε τον τόνον του και επρότεινε να τεθή τέρμα εις τας Σταυροφορίας, δια του γάμου της αδελφής του Ιωάννας, με τον αδελφόν του Σαλαδίνου, τον Άλ - Αντίλ. Η Εκκλησία όμως αντετάχθη και ο Ριχάρδος παρητήθη από το σχέδιόν του.
Γνωρίζων ότι ο Σαλαδίνος δεν θα ηνείχετο την ήτταν του χωρίς να αντιδράση, ο Ριχάρδος αναδιωργάνωσε τας δυνάμεις του και προητοιμάζετο να βαδίση προς νότον κατα μήκος της ακτής, δια να απαλλάξη την Γιάφαν, που ευρίσκετο πάλιν εις χριστιανικάς χείρας, από τους πολιορκητάς της μουσουλμάνους. Πολλοί ευγενείς ηρνήθησαν να τον συνοδεύσουν, διότι προτιμούσαν να μείνουν πίσω, εις την άκρην, και να ραδιουργούν εκεί δια το βασίλειον της Ιερουσαλήμ, το οποίον κατά τας υποψίας των, ο Ριχάρδος ήθελε να κρατήση δια τον εαυτόν του. Τα γερμανικά στρατεύματα επέστρεψαν εις την Γερμανίαν και ο γαλλικός στρατός, δι’ άλλην μίαν φοράν, δεν επειθάρχησε εις τας διαταγάς και συνέβαλε εις την αποτυχίαν της στρατηγικής του άγγλου βασιλέως. Ύστερα από την μακράν πολιορκίαν της Άκρης, διηγείται ο χριστιανός χρονογράφος της Σταυροφορίας του Ριχάρδου, οι νικηταί Χριστιανοί, «παραδοθέντες εις την πολυτέλειαν και την οκνηρίαν, δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν την πόλιν που τους παρείχε τόσας ανέσεις, τα καλύτερα κρασιά και τας ωραιοτέρας γυναίκας. Μερικοί, δια να αποκτήσουν μεγαλυτέραν γνώσιν των απολαύσεων αυτών έγιναν έκλυτοι εις τοιούτον σημείον, ώστε η πόλις να ρυπαίνεται από την άσωτον ζωήν των, η δε λαιμαργία και πολυτέλειά των να προκαλούν την αγανάκτησιν των τιμίων ανθρώπων».
Ο Ριχάρδος κατέστησε τα πράγματα περισσότερον δύσκολα απαγορεύσας εις γυναίκας να συνοδεύουν τον στρατόν του — εκτός από τας ύπηρετρίας που δεν προσέφεραν μεγάλον πειρασμόν εις το αμάρτημα. Εξηλεώθη δια τα μειονεκτήματα των στρατευμάτων του με τας εξαιρέτους διοικητικάς ικανότητάς του, με την καλήν χρησιμοποίησιν των πολεμικών μηχανών και με την γενναιότητά του επί του πεδίου της μάχης. Εις τα σημεία αυτά υπερέβη τον Σαλαδίνον καθώς και όλους τους άλλους χριστιανούς αρχηγούς των Σταυροφοριών.
Οι άνδρες του συνήντησαν τον στρατόν του Σαλαδίνου εις το Αρσούφ και εκέρδισαν αμφίβολον νίκην (1191). Ο Σαλαδίνος ήθελε να συνεχίση την μάχην, αλλά ο Ριχάρδος απέσυρε τους άνδρας του εντός των τειχών της Γιάφας. Ο Σαλαδίνος του προσέφερε τότε ειρήνην. Κατά την διάρκειαν των διαπραγματεύσεων, ο Κονράδος, μαρκήσιος του Μομφεράτου, που κρατούσε την Τύρον, ήλθεν εις χωριστάς διαπραγματεύσεις με τον Σαλαδίνον προτείνων εις αυτόν να γίνη σύμμαχός του και να καταλάβη την άκρην δια λογαριασμόν των μουσουλμάνων, εφ’ όσον ο Σαλαδίνος θα συγκατετίθετο να του παραδώση την Σιδώνα και την Βηρυττόν. Παρά την προσφοράν αυτήν, ο Σαλαδίνος επέτρεψε εις τον αδελφόν του να υπογράψη με τον Ριχάρδον ειρήνην, δια της οποίας παραχωρούσε εις τους χριστιανούς όλας τας παρακτίους πόλεις που κατείχαν τότε και το ήμισυ της Ιερουσαλήμ.
Ο Ριχάρδος έμεινε ενθουσιασμένος από την υπογραφήν της Ειρήνης και εξεδήλωσε την χαράν του δια της επισήμου αναγορεύσεως ως Ιππότου του υιού του μουσουλμάνου απεσταλμένου (1192). Αργότερα όμως, όταν έμαθε ότι ο Σαλαδίνος υπεχρεώθη να αντιμετωπίση εξέγερσιν εις ανατολάς, παρεβίασε τους όρους της ειρήνης, επολιόρκησε και κατέλαβε το Δάρουμ και προήλασε μέχρις απόστασεως 20 χιλιομέτρων από της Ιερουσαλήμ. Ο Σαλαδίνος, που είχε απολύσει τα στρατεύματα του δια να αναπαυθούν κατα την περίοδον του χειμώνος, τα εκάλεσε και πάλιν υπό τα όπλα. Ενώ εις το χριστιανικόν στρατόπεδον είχαν αρχίσει να εκσπούν διχόνοιαι, οι ανιχνευταί ανήγγειλαν ότι τα πηγάδια που ευρίσκοντο εις τον δρόμον πρός την Ιερουσαλήμ, είχαν δηλητηριασθή και ότι ο στρατός δεν θα εύρισκε πουθενά νερό. Το συμβούλιον που συνεκλήθη δια να αποφασίση περί της ακολουθητέας πορείας, απεφάσισε να εγκαταλείψη την Ιερουσαλήμ και να βαδίση πρός το Κάιρον, ευρισκόμενον εις απόστασιν 300 χιλιομέτρων από εκεί. Ο Ριχάρδος, ασθενής και απογοητεύμενος απεσύρθη εις την άκρην και εσκέπτετο να επιστρέψη εις την Αγγλίαν.
Την επομένην ημέρα, η τύχη μετεστράφη. Ο Σαλαδίνος έλαβε ενισχύσεις, ενώ ο Ριχάρδος ασθενής και μη δυνάμενος να υπολογίζη εις την υποστήριξιν των Ιπποτών της Άκρης και της Τύρου, εκλιπαρούσε δι΄ άλλην μίαν φοράν την υπογραφήν ειρήνης. Εις τον πυρετόν του, ζητούσε κραυγάζων «φρούτα και δροσερόν ποτόν». Ο Σαλαδίνος του έστειλε αχλάδια, ροδάκινα, πάγον και τον προσωπικόν του Ιατρόν. Εις τας 2 Σεπτεμβρίου του 1192, οι δύο ήρωες υπέγραψαν διετή ειρήνην και διένειμαν την Παλαιστίνην : Ο Ριχάρδος θα διατηρούσε όλας τας πόλεις που κατείχαν εις την παραλίαν, από της Άκρης μέχρι της Γιάφας. Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί θα μπορούσαν να κυκλοφορούν ελευθέρως από το ένα έδαφος εις το άλλο και οι προοκυνηταί θα επροστατεύοντο εις την Ιερουσαλήμ. Η πόλις όμως θα παρέμενε εις χείρας των Μουσουλμάνων. (Πιθανώς οι Ιταλοί έμποροι που ενδιεφέροντο κυρίως δια τον έλεγχον των λιμένων, έπεισαν τον Ριχάρδον να παραχωρήση την Αγίαν Πόλιν εις αντάλλαγμα της παραλιακής λωρίδος).
Η υπογραφή της ειρήνης εωρτάσθη με τελετάς καί αγώνας. «Ο Θεός μόνον γνωρίζει έλεγεν ο χρονογράφος του Ριχάρδου - έως πότε θα κρατήση η χαρά των δύο λαών». Πρός στιγμήν οι άνθρωποι έπαυσαν να μισούνται αμοιβαίως. Κατα την επιβίβασίν του δια την Αγγλίαν ο Ριχάρδος απέστειλεν μίαν τελευταίαν περιφρονητικήν διακοίνωσιν πρός τον Σαλαδίνον, υποσχόμενος να επανέλθη μετα τρία έτη και να ανακαταλάβη την Ιερουσαλήμ. Ο Σαλαδίνος απήντησε ότι εάν θα έπρεπε να χάση από τα χέρια του την πόλιν θα προτιμούσε να την κατελάμβανε ο Ριχάρδος, παρά οποιοσδήποτε άλλος.
Η μετριοπάθεια, η σύνεσις και η δικαιοσύνη του Σαλαδίνου ενίκησαν την γενναιότητα, την λάμψιν και την στρατιωτικήν τέχνην του Ριχάρδου. Οι μουσουλμάνοι αρχηγοί ήσαν σχετικώς ηνωμένοι και νομιμόφρονες προς τον μονάρχην των, ενώ, αντιθέτως, αι διαιρέσεις και αι απειθαρχίαι των μεγάλων φεουδαρχών ήσαν συχναί. Αι γραμμαί, τέλος, επικοινωνίας, βραχύτεραι όπισθεν του μετώπου των Σαρακηνών, ήσαν περισσότερον εξυπηρετικαί από τας θαλάσσας εις τας οποίας κυριαρχούσαν οι Χριστιανοί. Αι χριστιανικαί αρεταί και αδυναμίαι αντεπροσωπεύοντο καλύτερα από τον μουσουλμάνον Σουλτάνον παρά από τον οποιονδήποτε χριστιανόν βασιλέα.
Ο Σαλαδίνος απέδειξε αδικαιολόγητον αυστηρότητα εναντίον των Ναϊτών και των Ιωαννιτών, συνήθως όμως ήτο ήπιος προς τους αδυνάτους, φιλεύσπλαγχνος προς τους ηττημένους και εις τους εχθρούς του που τιμούσαν την δοθείσαν υπόσχεσίν των ήτο γενναιόφρων, ώστε οι χριστιανοί χρονογράφοι να απορούν πως μία θεολογία πλήρης σφαλμάτων διέπλασσε μίαν τόσον ευγενή ψυχήν. Μετεχειρίζετο τους υπηρέτας του με καλωσύνην και ήκουε ο ίδιος όλα τα παράπονα. Ετιμούσεν «ελάχιστα το χρήμα, όσον και την σκόνην» και αποθνήσκων δεν άφησε ούτε ένα δηνάριον εις το προσωπικόν του θησαυροφυλάκιον. Ολίγον προ του θανάτου του έδωσε εις τον υιόν του Έζ • Ζαχίρ τας οδηγίας αυτάς, τας οποίας κανείς χριστιανός φιλόσοφος δεν θα κατέκρινε :
«Παιδί μου, σε εμπιστεύομαι εις τον Ύψιστον… Να εκπληρώνης την θέλησίν του, διότι μόνον έτσι θα γνωρίσης την γαλήνην. Να αποφύγης να χύσης αίμα… διότι το χυμένον αίμα δεν κοιμάται ποτέ. Προσπάθησε να κερδίσης την καρδιά του λαού σου και να επαγρυπνής δια την ευημερίαν του. Διότι ακριβώς δια να εξασφάλισης την ευτυχίαν του σε εξέλεξε ο Θεός και όχι εγώ. Να κερδίσης την καρδιά των υπουργών σου, των ευγενών και των εμιρών. Εγώ έγινα μεγάλος ακριβώς διότι εκέρδισα την καρδιά των ανθρώπων με την πραότητα και την καλοσύνην μου».
Απέθανεν εις τα 1193, εις ηλικίαν μόνον πενήντα πέντε ετών.
(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Δ, σελ. 697-702).
IV. Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ: 1146-8 μ.Χ.
Ο άγιος Βερνάρδος εκάλεσε τον πάπαν Ευγένιον τον Γ' να απευθύνη νέαν έκκλησιν προς κατάταξιν υπό τα όπλα. Ο Ευγένιος, που είχεν εμπλακή εις διαμάχην με τους απίστους της Ρώμης, παρεκάλεσε τον Βερνάρδον να αναλάβη ο ίδιος το έργον αυτό. Η σκέψις ήτο σοφή, διότι ο άγιος ήτο μεγαλύτερος άνθρωπος από εκείνον τον οποίον είχε βοηθήσει να αναγορευθή πάπας. Όταν εγκατέλειψε το κελλί του εις το Κλερβώ, δια να κηρύξη την Σταυροφορίαν εις τους Γάλλους, ο σκεπτικισμός που εκρύπτετο εις την καρδιάν κάθε πιστού παρεμερίσθη και οι φόβοι τους οποίους είχαν διεγείρει αι αφηγήσεις περί της Πρώτης Σταυροφορίας διελύθησαν. Ο Βερνάρδος ήλθε προσωπικώς εις τον βασιλέα Λουδοβίκον τον Ζ’ και τον έπεισε να φορέση τον σταυρόν. Με τον βασιλέα εις το πλευρόν του, απηυθύνθη τότε προς το πλήθος εις την Βεζελέ (1146), όπου αμέσως μετά το τέλος του λόγου του οι άνθρωποι κατετάσσοντο ομαδόν. Οι σταυροί που είχαν προετοιμασθή, απεδείχθησαν πολύ ολίγοι και ο Βερνάρδος έκοψε το ένδυμά του δια να κατασκευασθούν με αυτό συμπληρωματικά εμβλήματα. «Πόλεις και πύργοι είναι άδειοι- έγραφε εις τον πάπαν – ένας μόνον άνδρας αναλογεί επί επτά γυναικών και παντού υπάρχουν χήραι των οποίων οι σύζυγοι ζουν ακόμη».
Αφού έτσι διήγειρε τον ενθουσιασμόν εις την Γαλλίαν, επέρασε εις την Γερμανίαν, όπου η φλογερά ευγλωττία του έπεισε τον Κονράδον τον Γ' να δεχθή την Σταυροφορίαν ως μοναδικόν τρόπον καταπαύσεως των μεταξύ Γουέλφων και Χοενστάουφεν ερίδων δια των οποίων εσπαράσσετο από μακρού το βασίλειόν του. Πολλοί ευγενείς ηκολούθησαν τον Κονράδον, μεταξύ δε αυτών και ο νεαρός Φρειδερίκος της Σουαβίας που έγινε αργότερα Βαρβαρόσσας και απέθανε κατά την Τρίτην Σταυροφορίαν.
Το Πάσχα του 1147, ο Κονράδος και οι γερμανοί του εξεκίνησαν και κατά την Πεντηκοστήν, ο Λουδοβίκος και οι γάλλοι του τον ηκολούθησαν εις αρκετήν απόστασιν, μη γνωρίζοντες εάν οι Γερμανοί ή οι Τούρκοι ήσαν οι χειρότεροι εχθροί των. Δια τους Γερμανούς, άλλωστε, ελαχίστη διαφορά υπήρχε μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, τόσαι δε βυζαντιναί πόλεις ελεηλατήθησαν εις το πέρασμά των, ώστε οι άνθρωποι έκλειναν τας θύρας των και επρομήθευαν τρόφιμα εις τους Σταυροφόρους με καλάθια που τα κρεμούσαν από τα τείχη. Ο Μανουήλ Κομνηνός, αυτοκράτωρ τότε της Ανατολής, προσεφέρθη ευγενώς να βοηθήση τους ευγενείς φιλοξενουμένους του δια να διέλθουν τον Ελλήσποντον εις την Σηστόν, αντί να διασχίσουν την Κωνσταντινούπολιν, αλλά ο Κονράδος και ο Λουδοβίκος ηρνήθησαν. Μερικοί συνεβούλευσαν τον Λουδοβίκον να καταλάβη την Κωνσταντινούπολιν εν ονόματι της Γαλλίας, ο Λουδοβίκος αντετάχθη, αλλά και πάλιν οι Έλληνες επληροφορήθησαν τα συμβαίνοντα. Τους ετρόμαζε το παράστημα και αι πανοπλίαι των ιπποτών της Δύσεως, διεσκέδαζε όμως τους φόβους των το πλήθος των γυναικών που ακολουθούσε τους ιππότας.
Ο Λουδοβίκος συνωδεύετο από την ενοχλητικήν Ελεονώραν του και πολλοί τροβαδούροι ακολουθούσαν την βασίλισσαν. Οι κόμιτες της Φλάνδρας και της Τουλούζης συνωδεύοντο από τας κομήσσας των, αι οποίαι μετέφεραν πλήθος αποσκευών, δεμάτων και κιβωτίων με στολίδια και κοσμήματα δια να προστατεύσουν την ομορφιάν των από τας περιπέτειας του κλίματος, του πολέμου και του χρόνου. Ο Μανουήλ που εβιάζετο να μεταφέρη τας δύο στρατιάς πέραν του Βοσπόρου, εφωδίασε τους Έλληνας με υποτιμημένον νόμισμα δια να το χρησιμοποιούν εις τας συναλλαγάς των με τους Σταυροφόρους. Εις την Ασίαν, η σπάνις των τροφίμων και αι υψηλαί τιμαί που εζητούσαν οι Έλληνες, έγιναν αιτίαι πολλών ερίδων μεταξύ σωτήρων και προστατευομένων, ο Φρειδερίκος δε ο Βαρβαρόσσας ελυπείτο διότι το σπαθί του έπρεπε να χύση αίμα χριστιανικόν δια να αποκτήση το προνόμιον να συναντήση τους απίστους.
Ο Κονράδος επέμεινε, παρά την συμβουλήν του Μανουήλ, να ακολουθήση το δρομολόγιον της Πρώτης Σταυροφορίας. Εις πείσμα ή εξ αιτίας των Ελλήνων οδηγών των, οι Γερμανοί έπεσαν εις σειράν ανύδρων ερήμων και μουσουλμανικών παγίδων και έχασαν πολλούς άνδρας. Εις το Δορυλαίον όπου η Πρώτη Σταυροφορία είχεν ηττηθή από τον Κιλίτζ Αρσλάν, η στρατιά του Κονράδου συνήντησε τον όγκον των μουσουλμανικών στρατευμάτων και υπέστη τόσον συντριπτικήν ήτταν ώστε μόνον ένας επί δέκα χριστιανών διεσώθη.
Η γαλλική στρατιά, που ηκολούθει εις απόστασιν εξηπατήθη από ψευδείς φήμας περί γερμανικής νίκης, επροχώρησε αμέριμνος και απεδεκατίσθη από την πείναν και τας μουσουλμανικάς επιδρομάς. Όταν έφθασαν εις την Ατταλίαν, ο Λουδοβίκος διεπραγματεύθη με τους έλληνας πλοιάρχους την διεπεραίωσιν του στρατού του δια θαλάσσης εις την Ταρσόν και την Αντιόχειαν, τας οποίας κατείχαν τότε οι Χριστιανοί. Οι πλοίαρχοι εζήτησαν υπερβολικήν τιμήν και ο Λουδοβίκος με τους περισσοτέρους ευγενείς, την Ελεονώραν και πολλάς κυρίας επεβιβάσθησαν των πλοίων δια να μεταβούν εις την Αντιόχειαν εγκαταλείποντες τον γαλλικόν στρατόν εις την Ατταλίαν. Αι μωαμεθανικοί δυνάμεις επετέθησαν κατά της πόλεως και έσφαξαν εκεί όλους σχεδόν τους Γάλλους (1148).
Ο Λουδοβίκος ήλθε εις την Ιερουσαλήμ με τας κυρίας, όχι όμως και με τον στρατόν του, ενώ ο Κονράδος έφθασε εκεί με τα άθλια υπολείμματα των στρατευμάτων εκείνων που είχαν αναχωρήσει από την Ρατισβόννην. Με τους επιζώντας και με τους στρατιώτας που υπήρχαν ήδη εις την πρωτεύουσαν, κατηρτίσθη νέος στρατός, ο οποίος εβάδισε εναντίον της Δαμασκού υπό την κοινήν αρχηγίαν του Κονράδου, του Λουδοβίκου και του Βαλδουίνου του Γ' (1143-62). Κατά την διάρκειαν της πολιορκίας ηγέρθησαν έριδες μεταξύ των ευγενών επί του ζητήματος του μελλοντικού κυριάρχου της Δαμασκού. Μουσουλμάνοι πράκτορες εισεχώρησαν εις την χριστιανικήν στρατιάν και έπεισαν μερικούς αρχηγούς να ακολουθήσουν πολιτικήν αδρανείας ή αποχωρήσεως. Όταν έφθασε η είδησις ότι οι εμίραι του Χαλεπίου και της Μοσούλης προχωρούσαν με ισχυράς δυνάμεις δια να βοηθήσουν την Δαμασκόν, οι συνήγοροι της αποχωρήσεως υπερίσχυσαν. Η χριστιανική στρατιά διεσπάσθη και τελικώς έφυγε προς την Αντιόχειαν, την Άκρην και την Ιερουσαλήμ. Ο Κονράδος επέστρεψε ασθενής και ντροπιασμένος εις την Γερμανίαν, η Ελεονόρα και οι περισσότεροι γάλλοι ιππόται επανήλθαν εις την Γαλλίαν. Ο Λουδοβίκος παρέμεινε επί ένα ακόμη έτος εις την Παλαιστίνην, επισκεπτόμενος, ως προσκυνητής, διαφόρους αγίους τόπους.
Η Ευρώπη έμεινε κατάπληκτη από την κατάρρευσιν της Δευτέρας Σταυροφορίας. Όλοι ήρχισαν να διερωτώνται πώς ήτο δυνατόν ο Παντοδύναμος να αφήση τους υπερασπιστάς του να ταπεινωθούν, άλλοι επετίθεντο εναντίον του αγίου Βερνάρδου, επειδή ο ασύνετος οραματιστής έστειλε τόσους ανθρώπους εις τον θάνατον, μερικοί δε, οι περισσότερον θαρραλέοι, ήρχισαν να αμφισβητούν τα βασικά δόγματα της χριστιανικής πίστεως. Ο Βερνάρδος απήντησε ότι αι βουλαί του Θεού είναι άγνωστοι και ότι η καταστροφή ήτο ίσως η τιμωρία δια τα αμαρτήματα που είχαν διαπράξει οι χριστιανοί. Από τότε όμως η φιλοσοφική αμφιβολία που έσπειρεν ο Αβελάρδος (απέθανε εις τα 1142) εύρε απήχησιν μεταξύ του λαού. Ο ενθουσιασμός δια την Σταυροφορίαν ηλαττώθη και ο Αιών της Πίστεως προητοιμάζετο να αμυνθή, δια πυρός και σιδήρου, εναντίον της παρεισφρύσεως ξένων πίστεων ή εναντίον της αθεΐας.
V. ΣΑΛΑΔΙΝΟΣ
Εν τω μεταξύ, ένας περίεργος και πρωτότυπος πολιτισμός ανεπτύσσετο εις την χριστιανικήν Συρίαν και Παλαιστίνην. Οι Ευρωπαίοι που είχαν εγκατασταθή εκεί από του 1099, υιοθέτησαν σιγά- σιγά την ανατολικήν ενδυμασίαν, το τουρμπάνι και το κυματιστόν μακρόν ένδυμα, που ταίριαζαν καλύτερα εις τας κλιματικάς συνθήκας της ερήμου. Η εξοικείωσις, άλλωστε, με τους μουσουλμάνους που ζούσαν εις το εσωτερικόν του βασιλείου ηλάττωσε την αμοιβαίαν δυσπιστίαν και εχθρότητα. Μουσουλμάνοι έμποροι εισήρχοντο ελευθέρως εις τα χριστιανικά καταστήματα και επωλούσαν εκεί τα εμπορεύματά των, εξ άλλου οι μουσουλμάνοι και ιουδαίοι ιατροί επροτιμώντο από τους χριστιανούς ασθενείς. Ο χριστιανικός κλήρος επέτρεπε εις τους μουσουλμάνους να ασκούν την λατρείαν των εις τα τζαμιά, το δε Κοράνιον εδιδάσκετο ελευθέρως εις τα αραβικά σχολεία της Αντιοχείας και της Τριπόλεως.
Τα χριστιανικά και μουσουλμανικά κράτη επέτρεπαν την ελευθέραν δίοδον ταξιδιωτών και έμπορων δια των συνόρων των. Επειδή ελάχισται χριστιαναί γυναίκες είχαν ακολουθήσει τους Σταυροφόρους, ενυμφεύθησαν γυναίκας της Συρίας και μετ’ ολίγον οι απόγονοί των με το ανάμικτον αίμα αποτελούσαν το μεγαλύτερον μέρος του πληθυσμού. Η αραβική έγινε η καθημερινή γλώσσα των ανθρώπων του λαού. Χριστιανοί ευγενείς συμμαχούσαν με μουσουλμάνους εμίρας εναντίον αντιπάλων των χριστιανών και μουσουλμάνοι εμίραι ζητούσαν πολλάς φοράς την βοήθειαν των «πολυθεϊστών» κατά τας κρισίμους στρατιωτικάς ή διπλωματικάς στιγμάς των. Οι χριστιανοί συνεδέθησαν δια προσωπικής φιλίας με τους μουσουλμάνους.
Ο Ίμπν Ζουμπαΐρ, που εταξίδευσε εις την Συρίαν περί το 1183, έγραφεν ότι οι συμπατριώται του μουσουλμάνοι που ζούσαν εκεί ευημερούσαν και ετύγχανον καλής μεταχειρίσεως εκ μέρους των Φράγκων. Ελυπείτο διότι έβλεπε την Άκρην «να βρίθη από γουρούνια και σταυρούς», διατηρούσε όμως την ελπίδα ότι οι άπιστοι εκείνοι θα εξεπολιτίζοντο βαθμιαίως κατόπιν της επαφής των με τον ανώτερον πολιτισμόν.
Κατά τα σαράντα ειρηνικά έτη που ηκολούθησαν την Δευτέραν Σταυροφορίαν, το Λατινικόν Βασίλειον της Ιερουσαλήμ συνέχιζε πάντοτε να σπαράσσεται από εσωτερικάς διαμάχας, ενώ οι μουσουλμάνοι εχθροί του ήρχισαν να αποκαθιστούν την ενότητά των. Ο Νούρ εντ Ντιν εξήπλωσε την κυριαρχίαν του από του Χαλεπίου μέχρι της Δαμασκού (1164), μετά τον θάνατόν του δε ο Σαλαδίνος συνήνωσε υπό την διοίκησίν του την Αίγυπτον και την Ισλαμικήν Συρίαν (1175). Οι γενουάται, βενετοί και πιζανοί έμποροι ανεστάτωσαν τους λιμένας της Ανατολής με τας θανασίμους εχθρότητάς των. Οι ιππόται αλληλεμάχοντο δια την βασιλικήν εξουσίαν και όταν ο Γκύ ντε Λουζινιάν επέτυχε να ανέλθη εις τον θρόνον της Ιερουσαλήμ (1186) η δυσαρέσκεια εξηπλώθη μεταξύ όλων των ευγενών. «Εάν ο Γκύ είναι βασιλεύς έλεγε ο αδελφός του Γοδεφρείδος εγώ πρέπει να είμαι θεός».
Ο Ρεζινάλντ του Σατιγιόν ανεκήρυξε τον εαυτόν του μονάρχην εις την ωχυρωμένην πόλιν του Κάρακ, πέραν του Ιορδάνου πλησίον των αραβικών συνόρων, και πολλάς φοράς παρεβίασε την ανακωχήν που είχε κλείσει ο Σαλαδίνος με τον λατίνον βασιλέα. Διεκήρυξε την πρόθεσίν του να εισβάλη εις την Αραβίαν, να καταστρέψη τον τάφον του «καταραμένου εκείνου καμηλάτου» εις την Μεδίναν και να κατεδαφίση την Καάβαν της Μέκκας. Με την μικράν δύναμίν του εκ τυχοδιωκτών ιπποτών, επεβιβάσθη εις πλοία εις την Ερυθράν Θάλασσαν, προσήγγισε εις την Ελ. Άουρα και από εκεί εβάδισε κατά της Μεδίνας. Υπέστησαν όμως επίθεσιν από αιγυπτιακόν απόσπασμα και εσφάγησαν όλοι εκτός από μικρόν αριθμόν ιπποτών που διέφυγαν μαζί με τον ίδιον τον Ρεζινάλντ, ενώ οι αιχμάλωτοι που συνελήφθησαν ωδηγήθησαν εις την Μέκκαν και εθυσιάσθησαν αντί αιγών κατά την διάρκειαν του ετησίου προσκυνήματος (1183).
Ο Σαλαδίνος, ο οποίος ηρκείτο, μέχρι της εποχής αυτής, εις μικράς επιδρομάς κατά της Παλαιστίνης, ετραυματίσθη τότε εις την πίστιν του, ανεδιωργάνωσε τον στρατόν με τον οποίον είχε καταλάβει την Δαμασκόν και αντεμετώπισε τας δυνάμεις του Λατινικού Βασιλείου εις την ιστορικήν πεδιάδα του Εσδρέλωνος (1183). Μερικούς μήνας αργότερα επετέθη κατά του Ρεζινάλντ εις το Κάροκ, δεν κατώρθωσε όμως να εισέλθη εις το φρούριον. Εις τα 1185 υπέγραψε τετραετή ανακωχήν με το Λατινικόν Βασίλειον, αλλά εις τα 1186, ο Ρεζινάλντ, που τον είχε κουράσει η ειρήνη, επετέθη εναντίον μουσουλμανικού καραβανίου, κατέσχε πλουσίαν λείαν και συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων και την αδελφήν του Σαλαδίνου. «Αφού ελπίζουν εις τον Μωάμεθ— έλεγε ο Ρεζινάλντ— ας έλθη τότε ο ίδιος να τους σώση» ! Ο Μωάμεθ δεν ήλθεν, ο Σαλαδίνος όμως, μαινόμενος, εκήρυξε τον ιερόν πόλεμον εναντίον των χριστιανών και ωρκίσθη να φονεύση τον Ρεζινάλντ με το ίδιο του το χέρι.
Η μάχη που έκρινε την τύχην των Σταυροφόρων διεξήχθη εις το Χιττίν, πλησίον της Τιβεριάδος, εις τας 4 Ιουλίου του 1187. Ο Σαλαδίνος που εγνώριζε καλά το έδαφος κατέλαβε θέσεις από τας οποίας ήλεγχε όλα τα πηγάδια. Οι χριστιανοί, με τας ογκώδεις πανοπλίας των, διέσχισαν κατά το θέρος ολόκληρον την πεδιάδα υπό τον ήλιον και εισήλθαν εις την μάχην διψασμένοι. Οι Σαρακηνοί, επωφελούμενοι του ανέμου, ήναψαν φωτιάν εις τους θάμνους, της οποίας ο καπνός έπνιγε τους Σταυροφόρους. Εις την σύγχυσιν που επηκολούθησε, το πεζικόν των Φράγκων απεχωρίσθη από το ιππικόν και κατεκερματίσθη, ενώ οι ιππόται, αφού ηγωνίσθησαν απελπισμένοι εναντίον των όπλων, του καπνού και της δίψας, έπεσαν εις το τέλος εξηντλημένοι και συνελήφθησαν ή εσφάγησαν.
Κατά διαταγήν πιθανώς του Σαλαδίνου, όλοι οι Ναΐται και οι Νοσοκόμοι εσφάγησαν ανηλεώς. Όταν ωδήγησαν ενώπιόν του τον βασιλέα Γκύ και τον δούκα Ρεζινάλντ, ο Σαλαδίνος έδωσε εις τον βασιλέα να πιή εις ένδειξιν συγγνώμης, εις δε τον Ρεζινάλντ επρότεινε την εκλογήν μεταξύ του θανάτου και της αποστασίας. Ο Ρεζινάλντ ηρνήθη να αναγνωρίση τον Μωάμεθ ως απεσταλμένον του Θεού και ο Σαλαδίνος τον εφόνευσε επί τόπου με το χέρι του. Μεταξύ των λαφύρων που συναπεκόμισαν οι νικηταί ευρίσκετο και ο «Τίμιος Σταυρός», τον οποίον μετέφερε κάποιος ιερεύς ως λάβαρον της μάχης. Ο Σαλαδίνος τον έστειλε εις τον Χαλίφην της Βαγδάτης. Έπειτα, αφού δεν έμενε πλέον καμμία στρατιά ικανή να του αντισταθή, επολιόρκησε και κατέλαβε την Άκρην, όπου απηλευθέρωσε 4000 μουσουλμάνους αιχμαλώτους και επλήρωσε τα στρατεύματά του με τα πλούτη του μεγάλου εκείνου λιμένος. Επί μερικούς μήνας, ολόκληρος σχεδόν η Παλαιστίνη ευρίσκετο εις χείρας του.
Όταν επλησίαζε εις την Ιερουσαλήμ, οι πρόκριτοι ήλθαν δια να του προσφέρουν την ειρήνην. «Πιστεύω— τους είπε ότι η Ιερουσαλήμ είναι ο οίκος του Θεού, όπως πιστεύετε και εσείς. Δια τούτο θα ήτο λυπηρόν να την πολιορκήσω ή να επιτεθώ εναντίον της». Προσεφέρετο να τους αφήσουν ελευθέρους να οχυρώσουν την πόλιν των και να καλλιεργούν ανενόχλητοι την γην εις περιφέρειαν 15 μιλίων πέριξ της πόλεως και υπέσχετο να καλύψη όλας τας ανάγκας των εις χρήμα και εις τρόφιμα μέχρι της Πεντηκοστής, εάν μέχρι της ημέρας εκείνης διατηρούσαν την ελπίδα ότι θα σπεύσουν άλλαι δυνάμεις εις βοήθειάν των και ότι μπορούσαν να κρατήσουν την πόλιν και να του αντιταχθούν τιμίως. Εάν όμως διεπίστωναν ότι δεν υπήρχε προοπτική ενισχύσεως, να υπετάσσοντο ειρηνικώς και εκείνος θα εφείδετο της ζωής και των περιουσιών των χριστιανών κατοίκων.
Οι απεσταλμένοι απέρριψαν την προσφοράν λέγοντες ότι ποτέ δεν θα παρέδιδαν την πόλιν εις την οποίαν ο Σωτήρ των απέθανεν προς χάριν της ανθρωπότητος. Η πολιορκία διήρκεσε 12 μόνον ημέρας. Μετά την κατάληψιν της πόλεως ο Σαλαδίνος απήτησε λύτρα 10 χρυσών νομισμάτων (47,5 δολλάρια ;) δια κάθε άνδρα, 5 δια κάθε γυναίκα και 1 δια κάθε παιδί. Οι επτά χιλιάδες πτωχοί μπορούσαν να αποκτήσουν την ελευθερίαν των έναντι καταβολής των 30.000 χρυσών νομισμάτων (270.000 δολλάρια περίπου), τα οποία είχεν αποστείλει εις τους Νοσοκόμους ο Ερρίκος ο Β' της Αγγλίας. Οι όροι αυτοί έγιναν δεκτοί, λέγει ένας χριστιανός χρονογράφος, «με ευγνωμοσύνην και θρήνους». Όπως φαίνεται υπήρχαν και μερικοί μορφωμένοι χριστιανοί δια να συγκρίνουν τα γεγονότα του 1187 με τα γεγονότα του 1099. Ο Αλ - Αντίλ, αδελφός του Σαλαδίνου, εζήτησε να του παραχωρηθούν χίλιοι δούλοι από τους πτωχούς που δεν είχαν να πληρώσουν τα λύτρα και όταν του παρεχωρήθησαν εκείνος τους ηλευθέρωσε.
Ο Βαλιάν, αρχηγός της χριστιανικής αντιστάσεως, εζήτησε την ιδίαν εύνοιαν, την επέτυχε και απηλευθέρωσε άλλους χιλίους. Ο χριστιανός πριμάτος ηκολούθησε το παράδειγμά του. Τότε ο Σαλαδίνος είπε : «Ο αδελφός μου εξεδήλωσε την φιλευσπλαγχνίαν του προς τους πτωχούς αυτούς. Ο πατριάρχης και ο Βαλιάν έπραξαν το ίδιο, τώρα και εγώ πρέπει να εκτελέσω το καθήκον μου». Και απηλευθέρωσε όλους τους γέροντας που δεν μπορούσαν να πληρώσουν. Δέκα πέντε έως εξήντα χιλιάδες χριστιανοί αιχμάλωτοι έγιναν δούλοι διότι δεν διέθεταν τα λύτρα. Μεταξύ των εξαγορασθέντων συγκατελέγοντο αι χήραι και αι θυγατέρες των ευγενών που εφονεύθησαν ή αιχμαλωτίσθηκαν εις το Χιττίν.
Ο Σαλαδίνος, που συνεκινήθη από τα δάκρυά των, τας παρέδωσε εις τους συζύγους και τους πατέρας των που ευρίσκοντο εν αιχμαλωσία εις το Ισλάμ και, όπως αναφέρει ο Ερνούλος, σταυλάρχης του Βαλιάν, «εις τας κυρίας και δεσποινίδας, των οποίων οι προστάται είχον αποθάνει, διένειμε από το ιδικόν του θησαυροφυλάκιον τόσον πλούσια δώρα, ώστε εκείναι ευχαριστούσαν τον Θεόν και διέδωσαν εις ολόκληρον τον κόσμον την ευγένειαν και την αξιοπρέπειαν με την οποίαν ο Σαλαδίνος συμπεριεφέρθη προς αυτάς».
Ο βασιλεύς και οι ευγενείς που απηλευθερώθησαν έδωσαν όρκον ότι δεν θα σηκώσουν πλέον όπλα εναντίον του. Όταν όμως ευρέθησαν εν ασφαλεία εις την Αντιόχειαν και εις την Τρίπολιν, «ηλευθερώθησαν από την υπόσχεσίν των υπό του κλήρου» και κατέστρωσαν σχέδια εκδικήσεως κατά του Σαλαδίνου. Ο σουλτάνος επέτρεψε εις τους Ιουδαίους να επανέλθουν εις την Ιερουσαλήμ και να κατοικήσουν εκεί, έδωσε δε και εις τους χριστιανούς το δικαίωμα να εισέλθουν εις την πόλιν, άοπλοι όμως. Τους επροστάτευσε και τους εβοήθησε μετακινούνται ελευθέρως δια τα προσκυνήματα των.
Ο Θόλος του Βράχου, ο οποίος είχε μετατραπή εις εκκλησίαν, υπέστη την κάθαρσιν από τον χριστιανικόν ρύπον δια ραντισμού με τριανταφυλλόνερον, ο δε χρυσούς σταυρός που είχε τοποθετηθή επί του θόλου εκρημνίσθη εν μέσω των ζητοκραυγών των μουσουλμάνων και των στεναγμών των χριστιανών. Ο Σαλαδίνος ωδήγησε τα κουρασμένα στρατεύματά του εις την πολιορκίαν της Τύρου και, επειδή διεπίστωσεν ότι η πόλις ήτο απόρθητος, απέλυσε το μεγαλύτερον μέρος του στρατού του και απεσύρθη καταβεβλημένος και ασθενής εις την Δαμασκόν (1188) κατά το πεντηκοστόν έτος της ηλικίας του.
(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Δ, σελ. 690-697 )
II. Η ΠΡΩΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ: 1095 - 99 μ.Χ.
Τα εξαιρετικά πλεονεκτήματα που προσεφέρθησαν, προσήλκυσαν πλήθη κόσμου υπό τας σημαίας. Πλήρης άφεσις αμαρτιών που θα τους απήλλασσε από όλα τα αμαρτήματά των παρεχωρείτο εις εκείνους που θα έπιπταν εις την μάχην. Οι δουλοπάροικοι ήσαν ελεύθεροι να εγκαταλείψουν την γην με την οποίαν ήσαν δεμένοι, οι πολίται εξηρούντο από τους φόρους, οι χρεώσται απηλλάσσοντο από τους τόκους, οι φυλακισμένοι ελάμβαναν χάριν και οι κατάδικοι εις θάνατον μπορούσαν να μετατρέψουν την ποινήν εις εφ’ όρου ζωής στρατιωτικήν υπηρεσίαν εις την Παλαιστίνην.
Χιλιάδες αλήται προσεχώρησαν εις την ιεράν αυτήν εκστρατείαν. Άνθρωποι κουρασμένοι από την απέλπιδα αθλιότητα των, τυχοδιώκται έτοιμοι να διακινδυνεύσουν τα πάντα, δευτερότοκοι που επιθυμούσαν να αποκτήσουν και εκείνοι φέουδον εις τα εδάφη της Ανατολής, έμποροι που αναζητούσαν νέας αγοράς δια τα προϊόντα των, ιππόται, οι όποιοι ύστερα από την κατάταξιν των δουλοπαροίκων των έμειναν χωρίς χειρώνακτας, δειλοί που ήθελαν να απαλλαγούν από την κατηγορίαν της ανανδρίας, συνηνώθησαν με τας ειλικρινώς φιλόθρησκους ψυχάς δια να απελευθερώσουν την χώραν οπού εγεννήθη και απέθανεν ο Χριστός. Η προπαγάνδα που γίνεται συνήθως εις κάθε πόλεμον, υπεγράμμιζε τας αθλίας συνθήκας υπό τας οποίας ζούσαν οι χριστιανοί της Παλαιστίνης, τας θηριωδίας των μουσουλμάνων, τας ύβρεις που εξετόξευε η μωαμεθανική πίστις. Οι μουσουλμάνοι παριστάνοντο ως λατρεύοντες άγαλμα του Μωάμεθ και ευσεβείς μυθογράφοι ανέφεραν ότι ο προφήτης εις κρίσιν επιληψίας έγινε βορά των χοίρων. Τα μυθικά πλούτη της Ανατολής και αι μελαγχροιναί καλλοναί της θα προσεφέροντο ως ανταμοιβή εις τους γενναίους.
Τα ποικίλα αυτά αίτια δεν ήτο βεβαίως δυνατόν να συγκεντρώσουν ομοιογενές πλήθος, επιδεκτικόν στρατιωτικής οργανώσεως. Εις πολλάς περιπτώσεις, αι γυναίκες και τα παιδιά επέμεναν να συνοδεύσουν τον σύζυγον ή τον πατέρα των και ίσως δεν είχαν άδικον διότι πολλαί πόρναι κατετάγησαν εις την υπηρεσίαν των πολεμιστών. Ο Ούρβανός καθώρισε τον μήνα Αύγουστον του 1096 ως ημερομηνίαν αναχωρήσεως, αλλά οι ανυπόμονοι χωρικοί που είχαν στρατολογηθή πρώτοι, δεν μπορούσαν να περιμένουν: Η πρώτη ομάς που περιελάμβανε 12.000 περίπου πρόσωπα (μεταξύ των όποιων 8 μόνον ιππότας) ανεχώρησε από την Γαλλίαν τον Μάρτιον υπό την αρχηγίαν του Πέτρου του Ερημίτου και του Γκωτιέ του Απένταρου. Άλλη, δυνάμεως 5.000 ανδρών αναχώρησε από την Γερμανίαν υπό την αρχηγίαν ενός ιερέως, του Γκόττσαλκ, τρίτη δε από την Ρηνανίαν υπό τον κόμιτα Εμίκο του Λαϊνίνγκεν. Τα άτακτα αυτά σώματα επετίθεντο εναντίον των Ιουδαίων της Γερμανίας και Βοημίας, δεν πειθαρχούσαν εις τας εκκλήσεις του τοπικού κλήρου και των αστών και μετ’ ολίγον εξεφυλίσθησαν εις ορδήν κτηνών που εκάλυπταν με ευσεβή φρασεολογίαν την δίψαν των δι’ αίμα.
Οι στρατολογηθέντες έφεραν μαζί των, όταν ανεχώρησαν, ελαχίστην ποσότητα τροφής και χρήματος, οι δε άπειροι αρχηγοί των δεν είχαν προβλέψει δια τον ανεφοδιασμόν των. Άλλοι υπετίμησαν την απόστασιν που είχαν να διανύσουν και καθώς προχωρούσαν κατά μήκος του Ρήνου ή του Δουνάβεως, τα παιδιά ερωτούσαν εις κάθε στροφήν του δρόμου εάν η πόλις που έβλεπαν ήτο η Ιερουσαλήμ. Όταν το χρήμα των εξηντλήθη και ήρχισαν να υποφέρουν από την πείναν, ηναγκάσθησαν να λεηλατούν τους αγρούς και τας πόλεις που συναντούσαν εις τον δρόμον των. Μετ’ ολίγον εις όλα αυτά προσέθεσαν την βίαν και την αρπαγήν. Οι πληθυσμοί ανθίσταντο ενεργώς.. Αι πόλεις τους έκλειαν τας θύρας των και άλλαι εβιάζοντο να τους ευχηθούν καλό ταξίδι.
Τελικώς έφθασαν προ της Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς χρήματα, αποδεκατισμένοι ατό την πείναν, τον λιμόν, την λέπραν, τους πυρετούς, και τας μάχας που διεξήγον κατά την πορείαν των. Εκεί εγένοντο δεκτοί από τον Αλέξιον, επειδή όμως δεν εύρισκαν αρκετήν τροφήν, εισέδυσαν δια της βίας εις τα προάστια και ελεηλάτησαν τας εκκλησίας, τας οικίας και τα ανάκτορα. Δια να απαλλάξη την πρωτεύουσάν του από τας θρησκευτικάς εκείνας ακρίδας, ο Αλέξιος τους επρομήθευσε λέμβους δια να διασχίσουν τον Βόσπορον, τους απέστειλε τρόφιμα και τους εκάλεσε να περιμένουν μέχρις ότου φθάσουν τα καλύτερον εξωπλισμένα αποσπάσματα. Πεινασμένοι και ανυπόμονοι οι Σταυροφόροι ηγνόησαν τας συμβουλάς αυτάς και εβάδισαν προς την Νίκαιαν. Ένα πειθαρχημένον τμήμα Τούρκων, αποτελούμενον από ικανωτάτους τοξότας, εξήλθε της πόλεως και εξεμηδένισε το πρώτον σώμα της Πρώτης Σταυροφορίας. Ο Γκωτιέ ο Απένταρος ήτο μεταξύ των νεκρών, αλλά ο Πέτρος ο Ερημίτης που είχεν αηδιάσει από την απείθαρχον αυτήν ορδήν παρέμεινε εις την Κωνσταντινούπολιν και έζησεν εκεί εν ασφαλεία μέχρι του 1115.
Εν τω μεταξύ οι φεουδάρχαι που είχαν φορέσει τον σταυρόν συνεκέντρωσαν ο καθένας τον στρατόν του. Δεν υπήρχαν μεταξύ αυτών βασιλείς. Πράγματι ο Φίλιππος ο Α' της Γαλλίας, ο Γουλλιέλμος ο Β’ της Αγγλίας και ο Ερρίκος ο Δ' της Γερμανίας είχαν όλοι των αφορισθή την στιγμήν κατά την οποίαν ο Ουρβανός εκήρυττε την Σταυροφορίαν. Κατετάγησαν όμως πολλοί κόμιτες και δούκες, όλοι σχεδόν Γάλλοι ή Φράγκοι, διότι η Πρώτη Σταυροφορία ήτο κατά μέγα μέρος γαλλική επιχείρησις και μέχρι της ημέρας εκείνης η Εγγύς Ανατολή ωνόμαζε Γάλλους όλους τους δυτικούς Ευρωπαίους. Ο δούξ Γοδεφρείδος του Μπουγιόν (μικρόν κτήμα εις το Βέλγιον) συνεδύαζε τας ιδιότητας του στρατιώτου και του μοναχού, ήτο δηλαδή γενναίος και ικανός εις τον πόλεμον και την διοίκησιν και αφοσιωμένος εις τα θεία μέχρι φανατισμού.
Ο κόμης Βοημούνδος του Τάραντος ήτο υιός του Ροβέρτου του Γυϊσκάρδου. Είχε κληρονομήσει το θάρρος και την ικανότητα του πατρός του και ωνειρεύετο να απόσπαση από τας βυζαντινός κτήσεις της Εγγύς Ανατολής τμήματα δια να σχηματίση βασίλειον δια τον εαυτόν του και τους Νορμανδούς πολεμιστάς του. Συνωδεύετο από τον ανεψιόν του Ταγκρέδον του Ωτβίλ, ο οποίος έγινε ο ήρως της «Ελευθερωθείσης Ιερουσαλήμ» του Τάσσου. Ήτο ωραίος, ευγενής, γενναιόφρων, αγαπούσε την δόξαν και την περιουσίαν και εθαυμάζετο από όλους ως ο ιδανικός χριστιανός Ιππότης. Ο Ραϋμόνδος, κόμης της Τουλούζης, ο οποίος άλλοτε είχε πολεμήσει εναντίον του Ισλάμ εις την Ισπανίαν, αφιερώθη κατά τα γηρατειά του εις την υπόθεσιν και προσέφερε τα μεγάλα πλούτη του εις τον μεγαλύτερον πόλεμον. Ο οργίλος όμως χαρακτήρ του ηδίκησε την ευγένειαν του και η φιλαργυρία του εκηλίδωσε την αφοσίωσίν του προς τα θεία.
Αι στρατιαί αυταί κατευθύνθησαν προς την Κωνσταντινούπολιν από διαφόρους δρόμους.
Ο Βοημούνδος επρότεινε εις τον Γοδεφρείδον να καταλάβουν την πόλιν, ο Γοδεφρείδος όμως ηρνήθη, διότι, όπως είπεν, είχεν έλθη δια να πολεμήση τους απίστους. Αλλά η ιδέα εύρεν πολλούς οπαδούς. ΟΙ ρωμαλέοι και σχεδόν βάρβαροι ιππόται της Δύσεως περιφρονούσαν τους εκλεπτυσμένους και καλλιεργημένους ανατολίτας ευγενείς ως αιρετικούς που ζούσαν εκφυλισμένοι εις την πολυτέλειαν. Εθαύμαζαν με έκπληξιν και φθονούσαν τα συσσωρευμένα εις τας εκκλησίας, τα ανάκτορα και τας αγοράς του Βυζαντίου πλούτη και επίστευαν ότι η περιουσία αυτή έπρεπε να περιέλθη εις τους γενναίους. Ο Αλέξιος εγνώριζεν ίσως τας προθέσεις των σωτήρων του και η πείρα που απέκτησε από την ορδήν των χωρικών (δια την ήτταν της οποίας η Δύσις τον κατηγορούσε ως υπεύθυνον) τον έπεισε να είναι επιφυλακτικός, ίσως και δόλιος. Εκείνος είχε ζητήσει βοήθειαν εναντίον των Τούρκων, δεν επερίμενε όμως να συγκεντρωθούν εις τας πύλας του αι συνησπισμέναι δυνάμεις ολοκλήρου της Ευρώπης.
Άλλωστε δεν μπορούσε ποτέ να είναι σίγουρος ότι οι πολεμισταί εκείνοι απέβλεπαν μόνον εις την Ιερουσαλήμ και όχι εις την Κωνσταντινούπολη, ούτε εάν εδέχοντο να αποδώσουν εις την αυτοκρατορίαν του τα άλλοτε βυζαντινά εδάφη τα οποία θα ανεκατελάμβαναν από τους Τούρκους. Προσέφερε εις τους Σταυροφόρους τρόφιμα και χρήματα, μέσα μεταφοράς, στρατιωτικήν ενίσχυσιν και, δια τους αρχηγούς, τα πάντοτε ευπρόσδεκτα φιλοδωρήματα, εις αντάλλαγμα δε εζήτησε από τους ευγενείς να δώσουν εις αυτόν όρκον πίστεως και να του υποσχεθούν ότι όλα τα εδάφη που θα κατελάμβαναν θα παρεχωρούντο εις αυτόν. Οι ευγενείς που είχαν καταπραϋνθή από τα δώρα έδωσαν τον όρκον.
Εις τας άρχάς του 1097, αι στρατιαί αριθμούσαν περί τους 30.000 άνδρας και υπό την ηγεσίαν ανεξαρτήτων αρχηγών διέσχισαν τα Στενά. Ευτυχώς οι Μουσουλμάνοι ήσαν περισσότερον και από τους χριστιανούς διηρημένοι. Όχι μόνον η ισλαμική δύναμις είχεν εξαντληθή εις την Ισπανίαν και εσπαράσσετο εις την βόρειον Αφρικήν από τας θρησκευτικάς έριδας, αλλά, εις την Ανατολήν, οι Φατιμίδαι χαλίφαι της Αίγυπτου κατείχαν την νότιον Συρίαν, ενώ οι εχθροί των οι Σελτζούκοι Τούρκοι κρατούσαν την βόρειον Συρίαν και το μεγαλύτερον μέρος της Μ. Ασίας. Η Αρμενία επανεστάτησε εναντίον των κατακτητών της Σελτζούκων και προσεχώρησε εις τους «Φράγκους». Έτσι αι στρατιαί της Ευρώπης προήλασαν μέχρι της Νίκαιας, την οποίαν επολιόρκησαν. Κατόπιν της εγγυήσεως του Αλεξίου, η τουρκική φρουρά παρεδόθη εις τας 19 Ιουνίου του 1097.
Ο Έλλην αυτοκράτωρ ύψωσε την αυτοκρατορικήν σημαίαν εις την ακρόπολιν, επροστάτευσε την πόλιν από την λεηλασίαν και καθησύχασε τους φεουδάρχας αρχηγούς με σημαντικά δώρα, αλλά οι χριστιανοί στρατιώται εκατηγόρησαν τον Αλέξιον ότι ευρίσκετο εις συμμαχίαν με τους Τούρκους. Αφού ανεπαύθησαν επί μίαν εβδομάδα, οι Σταυροφόροι εξεκίνησαν δια την Αντιόχειαν. Πλησίον του Δορυλαίου συνήντησαν τουρκικήν στρατιάν υπό την αρχηγίαν του Κιλίτζ Αρσλάν, κατήγαγαν αιματηράν νίκην (1 Ιουλίου 1097) και διέσχισαν την Μ. Ασίαν χωρίς να συναντήσουν άλλους εχθρούς εκτός από την έλλειψιν ύδατος και τροφίμων και την ζέστην, εις την οποίαν δεν είχαν συνηθίσει οι Δυτικοί. Άνδρες, γυναίκες, άλογα και σκύλοι επέθαιναν από την δίψαν κατά την διάρκειαν της κοπιώδους εκείνης πορείας των 800 χιλιομέτρων. Αφού διέσχισαν τον Ταύρον, μερικοί από τους ηγέτας απέσπασαν τας δυνάμεις των από τον όγκον του στρατού δια να επιδοθούν εις ιδιωτικός κατακτήσεις - ο Ραϋμόνδος, ο Βοημούνδος και ο Γοδεφρείδος εις την Αρμενίαν, ο Ταγκρέδος και ο Βαλδουίνος (αδελφός του Γοδεφρείδου) εις την Έδεσσαν, όπου ο Βαλδουίνος με την στρατηγικήν του και με την προδοσίαν ίδρυσε την πρώτην λατινικήν ηγεμονίαν εις την Ανατολήν (1098). Η μάζα των Σταυροφόρων στρατιωτών παρεπονείτο δια τας καθυστερήσεις αυτάς κατά τρόπον απειλητικόν και υπεχρέωσε τους ευγενείς να επαναρχίσουν την πορείαν των προς την Αντιόχειαν.
Η Αντιόχεια, η οποία όπως την περιγράφει ο χρονογράφος της Gesta Fraucorum ήτο «πόλις ωραιοτάτη, ευγενής και ευχάριστος», αντέστη επί 8 μήνας εις την πολιορκίαν. Πολλοί από τους Σταυροφόρους επέθαναν ύστερα από τας ψυχράς χειμερινάς βροχάς, ενώ άλλοι απεδεκατίσθησαν από την πείναν. Μερικοί ανεκάλυψαν ένα νέον είδος τροφής, «τα καλάμια που τα ωνόμαζαν σούκρα», τα οποία μασούσαν. Αυτή πράγματι ήτο η πρώτη φορά κατά την οποίαν οι Φράγκοι έτρωγαν ζάχαριν και έμαθαν τον τρόπον εξαγωγής της από τα καλλιεργημένα φυτά. Αι πόρναι προσέφεραν πολύ επικινδύνους ηδονάς. Ένας αρχιδιάκονος εφονεύθη από τους Τούρκους την στιγμήν που εκοιμάτο εις ένα λειβάδι μαζί με την παλλακίδα του από την Συρίαν.
Τον Μάιον του 1098 διεδόθη ότι μεγάλη τουρκική στρατιά, υπό τας διαταγάς του Καρβογά, άρχοντος της Μοσσούλης, επλησίαζε προς τα εκεί. Αλλά η Αντιόχεια έπεσε εις τας 3 Ιουνίου 1098, μερικάς ημέρας προ της αφίξεως της στρατιάς εκείνης. Πολλοί Σταυροφόροι, φοβούμενοι ότι ο Καρβογάς θα τους εξεδίωκε, ανήλθαν με λέμβους τον ρουν του Ορόντη και εδραπέτευσαν. Ο Αλέξιος που προχωρούσε με ελληνικάς δυνάμεις, επληροφορήθη από τους φυγάδας ότι οι Χριστιανοί είχαν ήδη νικηθή και επανέκαμψε δια να προστατεύση την Μ. Ασίαν, πράγμα που δεν του συνεχώρησαν ποτέ. Δια να ενθαρρύνη τους Σταυροφόρους, ο Πέτρος Βαρθολομαίος, ιερεύς από την Μασσαλίαν, ισχυρίσθη ότι ανεκάλυψε το δόρυ με το οποίον είχαν τρυπήσει την πλευράν του Χριστού.
Όταν οι Χριστιανοί εβάδιζαν εις την μάχην, το δόρυ αυτό εκραδαίνετο ως ιερόν λάβαρον, τρεις δε ιππόται ντυμένοι εις τα λευκά, επρόβαλαν από τους λόφους εις την πρόσκλησιν του παπικού λεγάτου Αδεμάρου και ανέκραζαν ότι ήσαν οι μάρτυρες άγιος Μαυρίκιος, άγιος Θεόδωρος και άγιος Γεώργιος. Εμπνεόμενοι με τον τρόπον αυτόν και συνηνωμένοι υπό την μοναδικήν αρχηγίαν του Βοημούνδου, οι Σταυροφόροι κατήγαγον αποφασιστικήν νίκην. Ο Βαρθολομαίος κατηγορηθείς επί απάτη προσεφέρθη να αποδείξη την αθωότητα του δια της δοκιμασίας επί της πυράς. Επέρασε μέσα από καιόμενα δεμάτια και εξήλθε χωρίς να πάθη φαινομενικώς τίποτε, απέθανεν όμως την επομένην ημέραν είτε από εγκαύματα είτε από υπερκόπωσιν της καρδιάς. Και έτσι το ιερόν δόρυ δεν εχρησίμευσε πλέον ως σημαία του στρατού.
Ο Βοημούνδος έγινε πρίγκιψ Αντιόχειας και επισήμως κατείχε την χώραν ως φέουδον του Αλεξίου, εις την πραγματικότητα όμως την διοικούσε ως ανεξάρτητος μονάρχης. Οι αρχηγοί του στρατού εδήλωσαν ότι η προδοσία του Αλεξίου, ο οποίος δεν έσπευσε εις βοήθειάν των, τους αποδέσμευσε από τον όρκον πίστεως. Αφού επί εξ μήνας ανεπαύθησαν και αναδιωργάνωσαν τα εξηντλημένα στρατεύματά των, κατηυθύνθησαν εναντίον της Ιερουσαλήμ. Τέλος την 7ην Ιουλίου 1099, ύστερα από εκστρατείαν τριών ετών, οι Σταυροφόροι με δύναμιν μόνον 12.000 πολεμιστών έφθασαν πλήρεις ενθουσιασμού και κόπου προ των τειχών της ιεράς πόλεως.
Οι Τούρκοι όμως, οι οποίοι είχαν έλθει δια να πολεμήσουν, είχον εκδιωχθή από την πόλιν υπό ιών Φατιμιδών κατά το προηγούμενον έτος. Ο χαλίφης προσέφερε ειρήνην, εγγυώμενος την ασφάλειαν των προσκυνητών και των χριστιανών κατοίκων της Ιερουσαλήμ, αλλά ο Βοημούνδος και ο Γοδεφρείδος απαιτούσαν παράδοσιν χωρίς όρους. Η φατιμιδική φρουρά εκ χιλίων ανδρών αντέστη επί 40 ημέρας.
Την 15ην Ιουλίου, ο Γοδεφρείδος και ο Ταγκρέδος ανερριχήθησαν εις τα τείχη με τα στρατεύματά των και οι Σταυροφόροι εγνώρισαν την υπερτάτην χαράν της εκπληρώσεως του ευγενούς σκοπού, ύστερα από τόσα δεινά. Τότε, αναφέρει αυτόπτης μάρτυς, ο κληρικός Ραϋμόνδος του Αζίλ,
«καταπληκτικά πράγματα αντικρίσαμε. Από τους Σαρακηνούς άλλοι απεκεφαλίσθησαν... άλλοι ετρυπήθησαν με βέλη ή υπεχρεώθησαν να πηδήσουν από τους πύργους εις το έδαφος, άλλοι εβασανίσθησαν πολλάς φοράς κατά την διάρκειαν της ημέρας και τελικώς εκάησαν ζωντανοί. Εις τους δρόμους έβλεπες σωρούς από κεφάλια, χέρια και πόδια. Παντού ήτο υποχρεωμένος κανείς να πηδά επάνω από πτώματα ανθρώπων και αλόγων».
Άλλοι σύγχρονοι προσέθεσαν μερικάς λεπτομερείας: Ότι δηλαδή γυναίκες εσφάζοντο, βρέφη ηρπάζοντο από τον μαστόν της μητέρας και ερρίπτοντο από τα τείχη ή συνεθλίβοντο επάνω εις στήλας, και ότι 70.000 από τους Μουσουλμάνους που διέμεναν εις την πόλιν εσφάγησαν. Οι επιζήσαντες Ιουδαίοι συνεκεντρώθησαν εις μίαν συναγωγήν και εκάησαν ζωντανοί. Οι νικηταί συνηθροίσθησαν εις την εκκλησίαν του Αγίου Τάφου, εις το σπήλαιον του οποίου, όπως επίστευαν, είχεν άλλοτε εναποτεθή ο Εσταυρωμένος, και εκεί, αγκαλιασμένοι, έκλαιαν από χαράν και ευχαριστούσαν τον Φιλεύσπλαγχνον Θεόν που τους εχάρισε την νίκην.
III. ΤΟ ΛΑΤΙΝΙΚΟΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ: 1099-1143
Ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν, η ακεραιότητης του οποίου ανεγνωρίσθη τελικώς από όλους, εξελέγη διοικητής της Ιερουσαλήμ και των περιχώρων της με τον μετριόφρονα τίτλον του Υπερασπιστού του Αγίου Τάφου. Εις τα εδάφη αυτά, όπου η βυζαντινή κυριαρχία είχε καταλυθή προ 465 ετών, δεν ετίθετο ζήτημα υποταγής εις τον Αλέξιον, δια τούτο δε το λατινικόν βασίλειον της Ιερουσαλήμ έγινεν εξ αρχής κυρίαρχον κράτος. Ο Έλλην Πατριάρχης υπεχρεώθη να φύγη εις την Κύπρον και αι εκκλησίαι του νέου βασιλείου εδέχθησαν την λατινικήν λειτουργικήν, ιταλόν πριμάτον και την παπικήν κυριαρχίαν.
Το κυρίαρχον όμως κράτος υπεχρεώθη να στηριχθή δια την άμυνάν του εις τας ιδίας του δυνάμεις. Δύο εβδομάδας μετά την απελευθέρωσιν, μία αιγυπτιακή στρατιά ενεφανίσθη προ του Ασκάλωνος δια να ελευθέρωση εκ νέου την πόλιν την οποίαν πολλαί θρησκείαι εθεωρούσαν ως αγίαν. Ο Γοδεφρείδος τον ενίκησε, αλλά απέθανε μετά ένα έτος (1100). Ο αδελφός του, ολιγώτερον ικανός από αυτόν, ο Βαλδουίνος ο Α΄(1100 - 18) έλαβε τον μεγαλοπρεπέστερον τίτλον του βασιλέως. Υπό την βασιλείαν του Φούλκου, κόμιτος του Ανζού (1131 - 43) το νέον κράτος περιλάμβανε το μεγαλύτερον μέρος της Παλαιστίνης και της Συρίας, οι Μουσουλμάνοι όμως κρατούσαν ακόμη το Χαλέπι, την Δαμασκόν και την Έμεσσαν.
Το βασίλειον διηρέθη εις τέσσαρας φεουδαλικάς ηγεμονίας με πρωτευούσας την Ιερουσαλήμ, την Αντιόχειαν, την Έδεσσαν και την Τρίπολιν, η κάθε μία δε από αυτάς κατετμήθη εις φέουδα ουσιαστικώς ανεξάρτητα, των οποίων οι χωροδεσπόται εκήρυτταν τον πόλεμον, έκοβαν νομίσματα και υπεστήριζαν την αυτονομίαν των εις κάθε ευκαιρίαν. Ο βασιλεύς εξελέγετο από τους χωροδεσπότας αυτούς και ηλέγχετο από εκκλησιαστικήν Ιεραρχίαν υποκειμένην εις τον πάπαν. Το βασίλειον εξησθένισε δια της παραχωρήσεως πολλών λιμένων - της Ιάφας, της Τύρου, της Άκρης, της Βηρυτού, του Ασκάλωνος - εις την Βενετίαν, την Πίζαν ή την Γένουαν ως αντάλλαγμα της ναυτικής βοηθείας των και της δια θαλάσσης μεταφοράς τροφίμων.
Η διάρθρωσις και ο νόμος του βασιλείου διετυπώθησαν εις την Σύνοδον της Ιερουσαλήμ, εις μίαν από τας περισσότερον λογικάς και σκληράς κωδικοποιήσεις του διοικητικού φεουδαλικού συστήματος. Οι χωροδεσπόται έγιναν ιδιοκτήται ολοκλήρου της χώρας, αφού υπήγαγον τους προηγουμένους ιδιοκτήτας, χριστιανούς ή μουσουλμάνους, εις την τάξιν των δουλοπαροίκων και τους επέβαλαν φεουδαλικάς υποχρεώσεις αυστηροτέρας από οιονδήποτε ευρωπαϊκόν κράτος. Ο εντόπιος χριστιανικός πληθυσμός έβλεπε την μουσουλμανικήν κατοχήν ως χρυσούν αιώνα.
Το νεαρόν βασίλειον είχε πολλά αδύνατα σημεία, εύρε όμως νέον μοναδικόν στήριγμα εις τα νέα τάγματα των μοναχών στρατιωτών. Από του 1048, οι έμποροι του Αμάλφι είχαν επιτύχει από τους Μουσουλμάνους την άδειαν να κτίσουν νοσοκομείον εις την Ιερουσαλήμ δια τους πτωχούς ή ασθενείς προσκυνητάς. Περί το 1120, το προσωπικόν του ιδρύματος αναδιωργανώθη από τον Ραϋμόνδον τον Φρεαρίτην και μετεσχηματίσθη εις θρησκευτικόν τάγμα αφωσιωμένον εις την αγνότητα, την πενίαν και την πειθαρχίαν, καθώς και εις την προστασίαν των Χριστιανών της Παλαιστίνης, προστασίαν, εννοείται, στρατιωτικήν. Το τάγμα αυτό των Ιπποτών ή Νοσοκόμων του Αγίου Ιωάννου έγινε ένα από τα ευγενέστερα φιλανθρωπικά ιδρύματα του χριστιανικού κόσμου.
Περί την ιδίαν εποχήν, (1119), ο Ούγος Παγιόν και οκτώ άλλοι σταυροφόροι ιππόται ετάχθησαν επισήμως εις την μοναχικήν πειθαρχίαν και την στρατιωτικήν υπηρεσίαν της χριστιανοσύνης. Επέτυχαν από τον Βαλδουίνον τον Β' την παραχώρησιν διαμερίσματος το οποίον εχρησιμοποίησαν ως κατοικίαν, πλησίον του ναού του Σολομώντος, απεκλήθησαν δε αργότερα δια τούτο Ναΐται. Ο άγιος Βερνάρδος κατέστρωσε δι' αυτούς αυστηρόν κανόνα, εις τον οποίον δεν επειθάρχησαν επί πολύ. Τους επαινούσε επειδή ήσαν «πολύ εξησκημένοι εις την τέχνην του πολέμου» και τους συνιστούσε να «πλένωνται σπανίως» και να κόβουν τα μαλλιά των σύρριζα.
«Ο χριστιανός που φονεύει άπιστον εις τον ιερόν πόλεμον - έγραφεν ο Βερνάρδος εις τους Ναΐτας εις ένα απόσπασμα αντάξιον του Μωάμεθ - ας είναι βέβαιος δια την ανταμοιβήν του. Θα είναι ακόμη ασφαλέστερος εάν φονευθή και ο ίδιος. Ο χριστιανός δοξάζεται με τον θάνατον του ειδωλολάτρου, επειδή έτσι δοξάζεται ο ίδιος ο Χριστός».
Οι άνθρωποι πρέπει να μαθαίνουν να φονεύουν με συνείδησιν εάν θέλουν να κερδίζουν τους πολέμους. Οι Νοσοκόμοι φορούσαν μαύρο ένδυμα με λευκόν σταυρόν εις το αριστερό μανίκι, οι Ναΐται λευκόν ένδυμα με ερυθρόν σταυρόν εις τον μανδύα, εμισούντο δε αμοιβαίως. Αφού επί ένα διάστημα επροστάτευσαν τους προσκυνητάς, οι Νοσοκόμοι και οι Ναΐται επέρασαν εις την επίθεσιν εναντίον των σαρακηνών ακροπόλεων. Αν και οι Ναΐται δεν υπερέβαιναν τους 300 και οι Νοσοκόμοι τους 600, εις τα 1180, η συμβολή των εις τας μάχας των Σταυροφόρων εθεωρείτο ουσιώδης και εκέρδισαν την φήμην των εμπείρων πολεμιστών.
Και τα δύο τάγματα προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν οικονομικά πλεονεκτήματα και πράγματι τα εξησφάλιζαν από την Εκκλησίαν και το Κράτος, από πλουσίους και πτωχούς. Κατά τον 13ο αιώνα κατείχαν μεγάλα κτήματα εις την Ευρώπην, μοναστήρια, πόλεις και προάστια. Και τα δύο τάγματα εξέπληξαν Χριστιανούς και Σαρακηνούς με την ανέγερσιν τεραστίων οχυρών εις την Συρίαν, όπου—αν και είχαν ταχθή εις την πενίαν και την στέρησιν - ζούσαν πολυτελώς όταν ανεπαύοντο από τους κόπους του πολέμου. Εις τα 1190, οι γερμανοί της Παλαιστίνης, βοηθούμενοι από τους συμπατριώτας των που παρέμειναν εις την πατρίδα, ίδρυσαν το τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών και έκτισαν νοσοκομείον πλησίον του Αγίου Ιωάννου της Άκρης.
Μετά την απελευθέρωσιν της Ιερουσαλήμ, οι περισσότεροι Σταυροφόροι επανέκαμψαν εις την Ευρώπην και άφησαν πίσω των στρατόν με επικινδύνως χαμηλόν ηθικόν.
Πολλοί προσκυνηταί ήλθαν εν τω μεταξύ αλλά ελάχιστοι παρέμειναν εκεί δια να πολεμήσουν. Προς βορράν, οι Έλληνες ανέμεναν την ευκαιρίαν να ανακαταλάβουν την Αντιόχειαν, την Έδεσσαν και τας άλλας πόλεις τας οποίας διεκδικούσαν ως βυζαντινάς. Προς ανατολάς, οι Σαρακηνοί που απειλούντο από τας χριστιανικάς επιδρομάς και μουσουλμανικάς προκλήσεις, αναδιωργανώθησαν και συνηνώθησαν. Μωαμεθανοί πρόσφυγες που διέφυγαν από την Ιερουσαλήμ διηγούντο με φρικτάς λεπτομερείας την πτώσιν της πόλεως εις χείρας των χριστιανών. Κατέλαβαν το Μέγα Τζαμί της Βαγδάτης και απήτησαν όπως αι μουσουλμανικαί στρατιαί ελευθερώσουν την Ιερουσαλήμ και τον ιερόν Θόλον του Βράχου από τας μιαράς χείρας των απίστων. Ο χαλίφης δεν είχε τα μέσα να ανταποκριθή εις την παράκλησίν των, αλλά ο Ζάνγκι, ο άρχων της Μοσούλης, ο υιός μιας δούλης, με μικρόν αλλά καλώς διοικούμενον στρατόν, ανακατέλαβε, εις τα 1144, από τους χριστιανούς τα ανατολικά προκεχωρημένα φυλάκια των του Αλ - Ρουά, μερικούς δε μήνας αργότερα κατέλαβε την Έδεσσαν. Ο Ζάνγκι εδολοφονήθη, αλλά ο διάδοχός του Νούρ εντ Ντίν ήτο ισάξιος με αυτόν εις ανδρείαν και ανώτερος εις στρατιωτικήν επιστήμην. Το άγγελμα των γεγονότων αυτών ώθησε την Ευρώπην εις την οργάνωσιν της Δευτέρας Σταυροφορίας.