Αναδημοσίευση από : http://www.ecclesia.gr
Γρηγόριος Δ. Ζιάκας
Ομότιμος καθηγητής της Θρησκειολογίας
της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Ο ΜΩΑΜΕΘ ΚΑΙ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜ
1. Ο όρος Ισλάμ
Η λέξη Ισλάμ είναι απαρέμφατο (μάσνταρ) του ρήματος ασλάμα, το οποίο αποτελεί την τέταρτη ρίζα του ρήματος σαλίμα. Η βασική ρίζα σ-λ-μ(=σαλίμα, σαλάμα, σαλάμ) του ρήματος σημαίνει γενικώς «είμαι σώος και ασφαλής, ακέραιος και αβλαβής, έχω ειρήνη, ησυχάζω». Από τις έννοιες αυτές η τέταρτη ρίζα ασλάμα του ρήματος πήρε το νόημα του «υποτάσσομαι, αφοσιώνομαι και εγκαταλείπω τον εαυτό μου απολύτως στον Θεό». Άρα, Ισλάμ σημαίνει «απόλυτη υποταγή και αφοσίωση στον Θεό και το θέλημά του», και σύμφωνα με πολλούς μουσουλμάνους θεολόγους, δηλώνει επίσης μια κατάσταση ειρήνης και ασφαλείας (σίλμ, σαλάμ), στην οποία περιέρχεται ο πιστός(μούσλιμ). Η μετοχή του ρήματος είναι μούσλιμ,πληθ. μουσλιμούν, «απολύτως υποταγμένος στον Θεό και το θέλεμά του», και άρα «πιστός» με ευρύτερη έννοια.
Ισλάμ λοιπόν είναι το επίσημο όνομα της θρησκείας αυτής. Οι μουσουλμάνοι όμως απορρίπτουν τους όρους μωαμεθανισμός και μωαμεθανοί, διότι πιστεύουν ότι η θρησκεία τους δεν είναι δημιούργημα του προφήτη Μωάμεθ, αλλά αποκάλυψη του Θεού, την οποία ο Θεός φανέρωσε στον «απόστολο και δούλο του» όχι αμέσως και αυτοπροσώπως (ο Θεός είναι τελείως απρόσιτος), αλλά διαμέσου του «θείου μηνυτού του», δηλαδή του αγγέλου Γαβριήλ.
2. Ο Μωάμεθ ως «απόστολος του Θεού» (ρασούλ Αλλάχ)
Ιδρυτής του Ισλάμ είναι βέβαια ο προφήτης Μωάμεθ, ο οποίος γύρω στα 610 μ.Χ. άρχισε να κηρύττει στη Μέκκα την πίστη στον ένα Θεό. Ο Μωάμεθ, του οποίου το πρόσωπο ως «προφήτου» και «αποστόλου του Θεού» (αν-Ναμπί ουά ρασούλ Αλλάχ), κατέχει, όπως είναι φυσικό, κεντρική θέση στη μουσουλμανική κοινωνία, είναι ο μόνος από τους ιδρυτές των μεγάλων θρησκειών, του οποίου την βιογραφία γνωρίζουμε στις γενικές της γραμμές. Πληροφορίες για τη ζωή και την πορεία του κηρύγματος του αντλούμε πρωτίστως από τις δύο ιερές και θεμελιώδεις πηγές του Ισλάμ, το Κοράνιο (αλ-Κουρ’άν) και την ισλαμική Παράδοση (Σούννατ αν-Ναμπί και χαντίθ, πληθ. αχάντιθ), δηλαδή την συνήθεια ενεργείας του προφήτη και τις ρήσεις και αποφάνσεις του για την διευθέτηση των θρησκευτικών, κοινωνικών και πολιτικών πραγμάτων της κοινότητάς του, και δευτερευόντως από τις ευρύτερες ιστορικές μαρτυρίες του καιρού του. Το Κοράνιο μας δίνει αυθεντικές βέβαια πληροφορίες, αλλά λίγες και κυρίως δίχως χρονολογική σειρά. Έτσι για να κατανοήσουμε τις πληροφορίες αυτές αντλούμε από την μουσουλμανική παράδοση, η οποία διασώζει τις προφορικές ρήσεις και αποφάνσεις του προφήτη για το τί πρέπει να πράττει και τί να αποφεύγει η κοινότητά του και τις αφηγήσεις των στενών του Μωάμεθ συγγενών, φίλων και συντρόφων του, καθώς και αξιόπιστων προσώπων της πρώτης μουσουλμανικής κοινότητας. Αν και οι πληροφορίες αυτές δεν είναι πλήρεις, ωστόσο μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε σε γενικές γραμμές τόσο την ζωή και τις θρησκευτικές εμπειρίες του Μωάμεθ, οι οποίες προετοίμασαν και ισχυροποίησαν την συνείδηση της κλήσεώς του στο προφητικό του αξίωμα, όσο και τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της Μέκκας και της Αραβίας, μέσα στις οποίες έζησε και έδρασε. Μας επιτρέπουν ακόμη να κατανοήσουμε κατά πόσον μια θρησκευτική και πολιτική συγχρόνως φυσιογνωμία, όπως ο Μωάμεθ, μπόρεσε να χρησιμοποιήσει τις ιστορικές συνθήκες του καιρού του και να φέρει εις πέρας το έργο της επαγγελίας του, αλλάζοντας με το κήρυγμά του τον ρου της ιστορίας στη Μέση Ανατολή.
Ο Μωάμεθ (Muhammad ibn ‘Abdallâh ibn ‘Abdulmuttalib ibn Hâshim ibn ‘Abd Manaf al-Qurayshî) γεννήθηκε γύρω στα 570 μ.Χ. στη Μέκκα. Ανήκε στην ισχυρή και ηγέτιδα τότε στη Μέκκα φυλή των Κουραϊσιτών (Quraysh) και προερχόταν από την μεγάλη και περιφανή οικογένεια των Χασιμιτών (Banû Hâshim). Η φυλή των Κουραϊσιτών (Κουράϊς) έχαιρε μεγάλης τιμής στην Αραβία, διότι χρόνια πολλά πριν από τον Μωάμεθ είχε στα χέρια της το εμπόριο της αραβικής χερσονήσου και τα μέλη της είχαν το προνόμιο να υπηρετούν ως φύλακες του κεντρικού ιερού της Κάαμπα (Ka‘ba) και να εξασφαλίζουν νερό και τροφή στις χιλιάδες των προσκυνητών που συνέρρεαν κάθε χρόνο στη Μέκκα κατά την διάρκεια του μεγάλου προσκυνήματος (χάτζτζ) στην Κάαμπα. Το προσκύνημα ήταν το πιο σπουδαίο ετήσιο γεγονός και έπαιρνε μορφή μιας μεγάλης εμποροπανηγύρεως. Επειδή οι μήνες, κατά τους οποίους γινόταν τα προσκυνήματα στη Μέκκα και σε ορισμένους άλλους ιερούς τόπους της αραβικής χερσονήσου, θεωρούνταν ιεροί μήνες ειρήνης («χαράμ», πρβλ. Κοράνιο 9, 5), γι\' αυτό στους τόπους αυτούς, κυρίως όμως στη Μέκκα, συνέρρεαν Άραβες πολυθεϊστές από όλες τις φυλές, και ακόμη οπαδοί διαφόρων άλλων θρησκειών που υπήρχαν στην Αραβία (ιουδαίοι, χριστιανοί, ζωροάστρες, μασδακίτες, μανιχαίοι κ.ά.), για να εκτελέσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και προπαντός να επωφεληθούν από τις οικονομικές ευκαιρίες που τους δινόταν, να ανταλλάξουν δηλαδή τα εμπορεύματά τους και να συζητήσουν ειδικές των φυλών υποθέσεις. Πέρα από αυτά, σπουδαία ήταν η πνευματική επικοινωνία και η ανταλλαγή των γενικών πολιτιστικών αγαθών. Όλοι αυτοί θεωρούνταν προσκυνητές (χουτζτζάτζ) στα αραβικά ιερά, και ιδίως στην Κάαμπα, και ήταν φιλοξενούμενοι του αρχηγού (σαρίφ ή σάγιντ) του ιερού τόπου. Στα χρόνια που γεννήθηκε ο Μωάμεθ το αξίωμα αυτό ήταν στα χέρια του πάππου του ‘Abdulmuttalib (Αμπντουλμουττάλιμπ, γεν. 497). Αυτό έχει σημασία, γιατί δείχνει μέσα σε ποιο περιβάλλον μεγάλωσε ο Άραβας προφήτης.
Ο Μωάμεθ ήταν ορφανός από πατέρα και μητέρα. Ο πατέρας του ‘Abdallâh, ένας από τους δέκα γιους του Αμπντουλμουττάλιμπ, πέθανε νέος, μερικούς μήνες πριν ακόμη γεννηθεί ο Μωάμεθ, και η μητέρα του Άμινα μπιντ Ουάχαμπ (’Âmina bint Wahab), όταν ο Μωάμεθ περνούσε το έκτο έτος της ηλικίας του. Την ανατροφή του την ανέλαβε αρχικά ο πάππος του Αμπντουλμουττάλιμπ, ο οποίος τον αγαπούσε πολύ. Μετά όμως από δύο χρόνια ο αγαθός πάππος πέθανε και την ανατροφή του την ανέλαβε πια ο θείος του Abu Talib (Αμπού Τάλιμπ), έμπορος ικανός στη Μέκκα με κύρος και περηφάνεια μεταξύ των ισχυρών της φυλής του, ο οποίος διαδέχθηκε τον πατέρα του Αμπντουλμουττάλιμπ στο αξίωμα του φυλάρχου (σαρίφ-σάγιντ). Ο Αμπού Τάλιμπ (θ. 619) μεγάλωσε τον Μωάμεθ με αγάπη, και μολονότι δεν ασπάστηκε το Ισλάμ, ωστόσο με το κύρος και την υπερηφάνεια του φυλάρχου που διέθετε, του συμπαραστάθηκε αργότερα στις δύσκολες στιγμές του, όταν ως κήρυκας της μονοθεΐας στη Μέκκα δοκίμασε την εχθρότητα των συμπολιτών του.
Νωρίς ο Μωάμεθ άσκησε διάφορα επαγγέλματα, και όταν ενηλικιώθηκε προσελήφθη στις εμπορικές υποθέσεις μιας πλούσιας και δραστήριας χήρας από τη φυλή των Κουραϊσιτών, η οποία ονομαζόταν Χαντίτζα. Τελικά 25ετής ο Μωάμεθ πήρε γυναίκα του την σαραντάχρονη ήδη Χαντίτζα και έτσι έγινε έμπορος και οδηγός καραβανίων.
Ο ρόλος της Χαντίτζα στη ζωή του Μωάμεθ δεν μπορεί να παραθεωρηθεί. Από όσα αφήνουν να εννοήσουμε οι πηγές της μουσουλμανικής παραδόσεως, η Χαντίτζα επιβλήθηκε στον Μωάμεθ όχι τόσο με τα πλούτη της, όσο με τα πνευματικά της χαρίσματα και την ισχυρή της προσωπικότητα. Με την εξυπνάδα και τη θρησκευτική ευαισθησία που διέθετε, τον στήριξε και τον ενθάρρυνε στα πρώτα βήματα του κηρύγματός του, όταν ο Μωάμεθ πιεζόταν από αμφιβολίες για την αλήθεια των οραμάτων του, και ήταν αυτή που πρώτη πίστευσε στην αποστολή του. Με την Χαντίτζα ο Μωάμεθ έζησε ευτυχισμένη ζωή και ώς τον θάνατό της δεν πήρε άλλη γυναίκα. Απέκτησε μαζί της έξι τέκνα, από τα οποία επέζησε μόνον η Φάτιμα, η μετέπειτα σύζυγος του εξαδέλφου του Άλη, γιου του θείου του Αμπού Τάλιμπ, κατοπινού τέταρτου χαλίφη του Ισλάμ και αρχηγού της παρατάξεως των Σιιτών (Shî‘ah). Μετά τον θάνατό της ο Μωάμεθ πήρε κατά καιρούς άλλες οκτώ επίσημες γυναίκες, τις περισσότερες για πολιτικούς λόγους. Η πιο σπουδαία απο αυτές, η οποία μετά τον θάνατο του Μωάμεθ έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ισλαμική πολιτική και στη διαμόρφωση της πρώτης μουσουλμανικής κοινότητας, ήταν η Άισα, η πιο αγαπημένη γυναίκα του, θυγατέρα του σπουδαιότερου στρατηγού του Αμπού Μπάκρ, κατοπινού πρώτου χαλίφη του Ισλάμ (632-634). Η αγαπημένη θυγατέρα του Φάτιμα, η Χαντίτζα καθώς και όλες οι γυναίκες του προφήτη τιμώνται από την ισλαμική παράδοση ως «μητέρες των πιστών» (σούρα 33, 6, σούρα ονομάζεται το κάθε κεφάλαιο του Κορανίου).
3. Η προφητική κλήση του Μωάμεθ
Ο Μωάμεθ άρχισε να κηρύττει στη Μέκκα γύρω στα 610 μ.Χ., σε ηλικία 40 ετών, την πίστη στον ένα Θεό. Το κήρυγμα του διήρκεσε 22 χρόνια και διαιρείται σε δύο μεγάλες φάσεις· στο κήρυγμά του στη Μέκκα (γύρω στα 610-622) και στο κήρυγμά του στη Μεδίνα (622-632). Μέσα στις δύο αυτές φάσεις του κηρύγματός του αναπτύσσονται και εξελίσσονται η προσωπικότητά του, οι προφητικές του ιδέες και το όλον κήρυγμά του.
Για τη ζωή και την εσωτερική προετοιμασία για το κήρυγμα, η οποία σημειώθηκε στον Μωάμεθ πριν ακόμη αυτός εμφανισθεί στον λαό του ως απόστολος του Θεού και προφήτης, δεν γνωρίζουμε πολλά. Οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι ο Μωάμεθ δεν υπήρξε ποτέ ειδωλολάτρης. Βέβαιο είναι ότι ο Μωάμεθ πριν από την πρώτη αποκάλυψή του (γύρω στα 610) πέρασε ένα στάδιο εσωτερικής προετοιμασίας και αλλαγής. Κατά το Κοράνιο ο Θεός τον βρήκε κάποτε στην οδό της πλάνης και τον καθοδήγησε (σούρα 93,7). Η «καθοδήγηση» αυτή υποδηλώνει ότι πριν ο Μωάμεθ συνειδητοποιήσει με συνταρακτικά οράματα αποκαλύψεων την προφητική του αποστολή, πέρασε μια περίοδο εσωτερικής προεργασίας και περισυλλογής, στη διάρκεια της οποίας ασχολήθηκε με θρησκευτικά θέματα. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα οι διάσπαρτες στο περιβάλλον του διδασκαλίες της Αγίας Γραφής δημιούργησαν μέσα του δυσπιστία προς την πατρική θρησκεία.
Ώς την ηλικία των 40 ετών ο Μωάμεθ ήταν έμπορος στη Μέκκα και πήγαινε με τα καραβάνια του προς τα βόρεια σύνορα της Αραβίας, όπου είχε αναπτυχθεί (συνέχεια του όρους Σινά) ο χριστιανικός μοναχισμός και αναχωρητισμός. Του δόθηκε έτσι η ευκαιρία να γνωρίσει κοντά στους καταπληκτικούς αυτούς μοναχούς και ασκητές, τους ράχιμπ, όπως τους ονομάζει η προϊσλαμική αραβική ποίηση, βασικές αρχές της χριστιανικής διδασκαλίας και ζωής. Γνωστό προϊσλαμικό τραγούδι υμνεί την λυχνία τουράχιμπ, η οποία έφεγγε κατά τις προχωρημένες ώρες της νύχτας και οδηγούσε ορθά την πορεία των καραβανιών στην αραβική έρημο. Του δόθηκε επίσης η ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά με τα καραβάνια του τις πολιτισμένες χώρες της Μεσοποταμίας, Παλαιστίνης και Συρίας, όπου κυριαρχούσε ο Χριστιανισμός. Αλλά και μέσα στην Αραβία υπήρχαν χριστιανικές και ιουδαϊκές κοινότητες. Έτσι γνώρισε ορισμένες βασικές διδασκαλίες της Αγίας Γραφής για την προφητεία, την αποκάλυψη και την μονοθεΐα και εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από την διδασκαλία για την εσχάτη ημέρα της κρίσεως. Φύση θρησκευτική ο Μωάμεθ πέρασε, όπως δέχεται η μουσουλμανική παράδοση, ορισμένο χρονικό διάστημα αποσυρόμενος συχνά σε διάφορες σπηλιές και άλλους απόμακρους τόπους, όπου συλλογιζόταν τα θρησκευτικά πράγματα, νήστευε και προσευχόταν. Οι συνήθειες αυτές που λέγονται ταχαννούθ ήταν ξένες στον αραβικό πολυθεϊσμό. Έτσι είναι πολύ πιθανό να είχαν εντυπωσιάσει τον Μωάμεθ οι προσευχές και αγρυπνίες ορισμένων χριστιανών, μοναχών και αναχωρητών, τους οποίους είχε συναντήσει και ακούσει κατά τα ταξίδια του στις γύρω από την Αραβική χερσόνησο χριστιανικές χώρες. Μεγάλη γενικώς εντύπωση έκαναν στους Άραβες οι χριστιανοί και οι μοναχοί με την λαμπρότητα της λατρείας τους, με τους ύμνους και τις δοξολογίες προς τον Θεό, με τις γονυκλισίες και τις επικλήσεις τους και με την ανάγνωση των ιερών κειμένων. Επίδραση στη ζωή του Μωάμεθ φαίνεται να άσκησαν και ορισμένα άτομα με μονοθεϊστικές αντιλήψεις που κυκλοφορούσαν μέσα στην αραβική χερσόνησο και που ο λαός τους ονόμαζε χουναφά (ενικός χανίφ), ευσεβείς, και το Κοράνιο τους συνδέει με τον Αβραάμ. Επρόκειτο για μεμονωμένα και ελεύθερα άτομα, κυρίως ποιητές και οραματιστές, άλλοι από τους οποίους ήταν επηρεασμένοι από τον Χριστιανισμό και άλλοι από τον Ιουδαϊσμό, χωρίς όμως να ανήκουν στη μια ή την άλλη θρησκεία. Έτσι για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν από την κλήση του ο Μωάμεθ είχε στραφεί προς τον μονοθεϊσμό, όπως είχαν κάνει και οι πριν από αυτόν εκπρόσωποι μονοθεϊστικών αντιλήψεων στην Αραβία, οι χουναφά. Αν ήταν και αυτός ένας χανίφ, όπως υποστήριξαν μερικοί ερευνητές, είναι άγνωστο.
Βέβαιο είναι, ότι ο Μωάμεθ στους έρημους και ήσυχους τόπους, όπου συχνά αποσυρόταν και προσευχόταν, έβλεπε διάφορα οράματα. Αποφασιστικός όμως σταθμός για όλο το κήρυγμά του ήταν ένα αιφνίδιο και συνταρακτικό όραμα «κλήσεως», το οποίο είδε γύρω στα 610, και το οποίο τον οδήγησε στην πεποίθηση ότι είναι καλεσμένος από τον Θεό απόστολός του, εντεταλμένος να κηρύξει το θέλημά του στους ομοεθνείς του. Το όραμα αυτό σχολιάζεται ιδιαιτέρως από την μουσουλμανική παράδοση και τους υπομνηματιστές του Κορανίου. Περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο (σούρα) 96,1-5 του Κορανίου και κατά την παράδοση του Ισλάμ αποτελεί την πρώτη αποκάλυψη που πήρε ο Μωάμεθ.
Κατά τις ειδήσεις των κορανικών χωρίων και της μουσουλμανικής παράδοσης, μια νύχτα του μηνός Ραμαντάν, ενώ ο Μωάμεθ καθόταν σε περισυλλογή στο αγαπητό του σπήλαιο Χιρά’, περίπου 12 χιλ. βόρεια της Μέκκας, στο οποίο συχνά αποσυρόταν για να αφοσιωθεί σε προσευχή και θεωρίες, άκουσε ξαφνικά από ψηλά φωνή να τον καλεί στο προφητικό του αξίωμα: «Κάποιος ένδοξος μηνυτής» (σούρα 81,19 και 23), το «άγιον πνεύμα» (ρούχ αλ-κούντς) ή το «πιστόν πνεύμα» (αρ-ρούχ, σούρα 16,104· 26, 193), δηλαδή κάποιο υπερφυσικό ον, το οποίο αργότερα ο Μωάμεθ το ταύτισε με τον αρχάγγελο Γαβριήλ, στάθηκε μετέωρο πάνω από τον προφήτη και τον διέταξε να διαβάσει τους πέντε πρώτους στίχους του 96ου κεφαλαίου του Κορανίου. Έκπληκτος ο Μωάμεθ τρεις φορές αρνήθηκε να διαβάσει, γιατί δεν ήξερε γράμματα, και τρεις φορές ο άγγελος πίεσε το βιβλίο στο πρόσωπό του μέχρι πνιγμονής, ώσπου τελικά ο Μωάμεθ συγκατένευσε και ρώτησε:
«Τι πρέπει να διαβάσω;», και ο άγγελος του είπε:
«ίκρα’, διάβασε, στο όνομα του Κυρίου σου, ο οποίος έπλασε τα πάντα·
έπλασε τον άνθρωπο από θρόμβο αίματος.
Διάβασε! Ο Κύριος σου είναι ο γενναιότατος όλων.
Αυτός που δίδαξε την χρήση της γραφίδος.
Δίδαξε τον άνθρωπο ό,τι αγνοούσε» (96,1-5).
Με βάση τα κορανικά χωρία 2, 181. 97, 1-5 και 44, 1 κ.εξ. η μουσουλμανική παράδοση υπελόγισε ότι η πρώτη αυτή αποκάλυψη έγινε τη νύχτα της 27ης του σεληνιακού μηνός Ραμαντάν και την ονομάζειλάϋλατ αλ-κάδρ, «νύχτα της θείας Αποφάσεως ή του θείου Θεσπίσματος». Γι\' αυτό ο μήνας αυτός καθιερώθηκε ως μήνας νηστείας του Ισλάμ και η 27η του μηνός, νύχτα λήξεως της νηστείας, είναι νύχτα γενικής χαράς και ευωχίας. Λέγεται ότι κατά τη νύχτα αυτή κατεπέμφθη ολόκληρο το Κοράνιο μέχρι του χαμηλότερου ουρανού και μετά αποκαλύφθηκε βαθμηδόν και κατά τμήματα στον προφήτη μέσω του αγγέλου Γαβριήλ. Λέγεται ακόμη ότι κατά την νύχτα αυτή είχαν επίσης αποσταλεί άνωθεν και οι Άγιες Γραφές των προηγουμένων λαών, ιδίως μάλιστα η Τορά των Ιουδαίων και το Ευαγγέλιο (Ιντζίλ) των Χριστιανών, δεδομένου ότι και αυτές, κατά τη μουσουλμανική παράδοση, δεν είναι παρά τμήματα του Ουρανίου βιβλίου, που φυλάσσεται αιωνίως σε πίνακα (λάουχ αλ-μαχφούζ) κοντά στον Θεό και αποτελεί την «Μητέρα της Βίβλου» (Ούμμ αλ-Κιτάπμ).
4. Το κήρυγμα του Μωάμεθ στη Μέκκα (610-622)
Το παραπάνω αιφνίδιο και συνταρακτικό όραμα που είδε ο Μωάμεθ, του προξένησε τέτοια φρίκη, ώστε για αρκετόν χρόνο μετά από αυτό έπαυσε να δέχεται περαιτέρω αποκαλύψεις. Η μουσουλμανική παράδοση αναφέρει ότι σημειώθηκε για τρία χρόνια διακοπή (φάτρα) στο κήρυγμά του. Την φρίκη, η οποία κατέλαβε τον Μωάμεθ μετά την συνταρακτική εμπειρία στο σπήλαιο του όρους Χιρά’, περιγράφουν παραστατικότητα οι πρώτοι στίχοι του 73ου και 74ου κορανικού κεφαλαίου. Ο Μωάμεθ επέστρεψε εσπευσμένα από το σπήλαιο στη γυναίκα του Χαντίτζα και φώναξε: «κάλυψέ με με ένα μανδύα (ντιθάρ) και ρίξε στο κεφάλι μου ψυχρό ύδωρ» (σούρα 73, 1 και 74, 1). Στην ισλαμική παράδοση σώζεται ο θρύλος, ότι έντρομη η Χαντίτζα έτρεξε στον σπουδαίο χριστιανό συγγενή της Ουάρακα μπεν Ναουφάλ, ο οποίος είχε χάρισμα προφητείας και ο οποίος της επιβεβαίωσε την γνησιότητα του οράματος και αποφάνθηκε ότι το όραμα ήταν πράγματι κλήση του Μωάμεθ στο προφητικό αξίωμα, και μάλιστα μέσω του ιδίου αγγέλου που είχε αποκαλυφθεί και στον Μωυσή. Ο θρύλος είναι γνωστός και στην χριστιανική αντιρρητική φιλολογία, όπου όμως ο Ουάρακα φέρεται ως κακόδοξος μοναχός, πρώην Εβραίος, ή ταυτίζεται με τον νεστοριανό μοναχό Μπαχίρα, δάσκαλο δήθεν και εμπνευστή των πλανών του Μωάμεθ. Τα περιστατικά αυτά δηλώνουν ότι αρχικά ο Μωάμεθ άρχισε να συνειδητοποιεί την αποστολή του μόνο διστάζοντας και ψηλαφώντας. Όπως μαρτυρούν ορισμένα κορανικά χωρία, ο Μωάμεθ περιορίστηκε να ανακοινώσει τις εμπειρίες των οραμάτων του μόνο μέσα στο στενό οικογενειακό περιβάλλον του (πρβλ. Κοράνιο, 26, 214). Φοβόταν μάλιστα μήπως είχε καταληφθεί από κάποιο δαιμόνιο (τζίνν). Στην προϊσλαμική δηλαδή Αραβία επικρατούσε η πίστη ότι οι «μάντεις και οραματιστές» (κάχιν)και ορισμένοι «ποιητές» (σά’ιρ) εμπνέονταν από ένα αγαθό κυρίως, αλλά ενίοτε και κακό πνεύμα ή δαιμόνιο (τζίνν) και προέλεγαν τα μέλλοντα ή στιχουργούσαν για χάρη του λαού. Ο Μωάμεθ όμως ευθύς εξ αρχής δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με αυτούς. Η αποκάλυψη του Θεού ήταν εντελώς άλλο πράγμα. Έτσι πέρασε ένα διάστημα αγωνίας και αποθαρρύνσεως. Αίφνης όμως η περίοδος αυτή έληξε και ο προφήτης πήρε μια νέα αποκάλυψη, η οποία τον διαβεβαίωνε ότι «ο Κύριός του δεν τον εγκατέλειψε» (93, 3-5) και τον καλούσε να εγερθεί και να συνεχίσει το κήρυγμά του (74, 1-5):
«Ω συ, ο οποίος κάλυψες τον εαυτό σου με μανδύα (ντιθάρ)
σήκω και προειδοποίησε (τους ανθρώπους της χώρας σου για την τιμωρία του Θεού)
και μεγάλυνε τον Κύριό σου.
Καθάρισε τα ιμάτιά σου,
και κρατήσου μακριά από το βδέλυγμα (της ειδωλολατρίας)»
Από τη στιγμή αυτή και ύστερα ώς το τέλος της ζωής του, ο Μωάμεθ δεν έπαυσε να δέχεται αποκαλύψεις και να τις ανακοινώνει στον λαό του. Οι υπομνηματιστές του Κορανίου δέχονται ότι ο άγγελος ανακοίνωνε κάθε φορά στον προφήτη από πέντε έως δεκαπέντε ή είκοσι το πολύ στίχους, ώστε να μπορεί να τους απομνημονεύσει και να τους κηρύξει στη συνέχεια στον λαό.
5. Το περιεχόμενο του αρχικού κηρύγματος του Μωάμεθ
Όσον αφορά στο αρχικό κήρυγμα του Μωάμεθ στη Μέκκα, πολλοί από τους νεώτερους ερευνητές υποστήριξαν ότι αυτό είχε έντονο ηθικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Δέχθηκαν, ότι ο Μωάμεθ εμφανίσθηκε αρχικά ως κήρυκας κοινωνικής δικαιοσύνης και κοινωνικός μεταρρυθμιστής μάλλον παρά ως προφήτης. Αναμφίβολα οι δυσμενείς κοινωνικές συνθήκες στη Μέκκα, η καταπίεση των φτωχών και αδυνάτων, αφύπνισαν μέσα του το αίσθημα του δικαίου και τον ανάγκασαν να στραφεί με οξύτητα κατά των αδίκων, εναντίον των οποίων επισείει τις τιμωρίες της εσχάτης ημέρας της κρίσεως (σούρα 89, 17-25. 83, 1εξ. 102, 1-8. 104, 1-9). Ωστόσο βέβαιο είναι, ότι ο Μωάμεθ ευθύς εξ αρχής παρουσιάστηκε ως απόστολος του Θεού και προφήτης, και όχι ως κοινωνικός κήρυκας και αναμορφωτής.
Η κύρια αιτία, η οποία ώθησε τον Μωάμεθ να εγερθεί ως απόστολος του Θεού ανάμεσα στον λαό του, ήταν η πίστη στον ένα παντοδύναμο και αγαθό Θεό και οι ιδέες της εσχάτης ημέρας της κρίσεως, τις οποίες πληροφορήθηκε από την χριστιανική παράδοση του περιβάλλοντός του. Και οι δύο αυτές ιδέες, δηλαδή η περί Θεού ως δημιουργού και ευεργέτη του κόσμου και η περί αυτού ως Κυρίου της εσχάτης ημέρας της κρίσεως, αποτελούν τις κατευθυντήριες γραμμές όλου του κηρύγματός του. Η άμεση αναμονή της εσχάτης ώρας της κρίσεως αποτελεί το κύριο γνώρισμα του αρχικού κορανικού κηρύγματος:
«Και εκείνοι, οι οποίοι είναι άπιστοι, λένε˙
ποτέ δεν θα έρθει εναντίον μας η ώρα.
Να πεις˙ αυτή θα έρθει εναντίον σας,
μα το όνομα του Κυρίου μου,
ο οποίος γνωρίζει τα κρύφια» (34, 3-6).
Με τρομερές, εντυπωσιακές εικόνες και με ασύνδετες μεταξύ τους εκφράσεις μιλά ο Μωάμεθ για την ημέρα, κατά την οποία τα μνημεία θα ανοιγούν και οι άνθρωποι τρέμοντας θα συρθούν μπροστά στον δικαιοκρίτη Θεό για να δώσουν λόγο των πράξεών τους. Με όρκους, νουθεσίες και εκκλήσεις ο προφήτης προσπαθεί να αφυπνίσει τους ακροατές του για την εγγύτητα της ώρας της κρίσεως. Κάτω από αυτόν το ρυθμό της τρομερής ώρας των εσχάτων ρέουν οι περισσότερες από τις αρχικές κορανικές αποκαλύψεις του (πρβλ. π.χ. 77, 1-15. 70, 6-18. 78, 21-26. 101, 1-8).
Πεπεισμένος ο Μωάμεθ ότι είναι καιρός να παύσει η περίοδος της τζαχιλίγια, δηλαδή «των χρόνων της αγνοίας και ειδωλολατρίας» των συμπολιτών του, κηρύσσει, υπό την έξαψη αυτών των ιδεών, την πίστη στον ένα Θεό και στρέφεται κατά της ειδωλολατρίας των Μεκκιτών. Η κατά της ειδωλολατρίας όμως πολεμική συναντά την σθεναρή αντίδραση των ισχυρών κατοίκων της Μέκκας, οι οποίοι βλέπουν στο πρόσωπό του όχι μόνο τον εχθρό και καταλυτή της πατρικής τους θρησκείας, αλλά και των συμφερόντων τους.
Φαίνεται ότι ο μεταξύ Μωάμεθ και ειδωλολατρών της Μέκκας πόλεμος ήταν οξύς και μέρα με την ημέρα οξυνόταν όλο και περισσότερο. Παρά τις επίμονες προτροπές του να αρνηθούν τα είδωλά τους και να λατρεύουν τον ένα και μόνο Θεό, αυτοί δεν εννοούσαν να τον ακούσουν. Η ιδιορρυθμία των αποκαλύψεών του, η έμμετρη γλώσσα των οραμάτων του, που εκφραζόταν με σύντομες, ασύνδετες και ρυθμικές εκφράσεις, και η ποικιλία των εικόνων, οδήγησαν τους Μεκκίτες να τον εκλάβουν ως φρενοβλαβή και δαιμονόπληκτο (ματζνούν) (81, 22· 68, 2 εξ.), ως μάντη και οραματιστή (κάχιν) (23, 72. 7, 183. 34, 45. 52, 29. 69, 42), ως ονειροπόλο γόητα (σάχιρ) και ως ποιητή (σά’ιρ) (37, 35. 21, 5, 52, 30). Όπως είπαμε, όλα αυτά τα πρόσωπα πιστευόταν, ότι εμπνέονται από ένα καλό ή κακό δαιμόνιο (τζίνν). Γι’ αυτό στα 616 αναγκάστηκε να στείλει τους περισσότερους από τους οπαδούς του (γύρω στα 100 άτομα) στη χριστιανική Αβησσυνία για προστασία.
Όταν δοκίμασε όλη την εχθρότητα των συμπολιτών του, απεκόμισε την εντύπωση, ότι αυτή είναι η μοίρα όλων των αποστόλων του Θεού· να προσκρούουν στην απιστία του λαού τους και να διώκονται. Από τη στιγμή αυτή το ενδιαφέρον του Μωάμεθ στράφηκε με μεγαλύτερη προσοχή προς τα πρόσωπα και την ιστορία της βιβλικής παραδόσεως και εφάρμοσε μια δική του τυπολογία στα βιβλικά πρόσωπα. Ό,τι συνέβη στους προηγούμενους προφήτες, ήταν τύπος των δικών του παθημάτων. Έτσι μιλά για τον Ιωνά, τον Μωϋσή, τον Αβραάμ, τον Νώε κ.λπ. που παρουσιάζονται ως τύποι του προσώπου του, αλλά και για τον Φαραώ, ο οποίος γίνεται τύπος και παράδειγμα των απίστων συμπολιτών του. Ο εσχατολογικός όμως χαρακτήρας του κηρύγματός του δεν αλλάσσει. Τις ιστορίες αυτές τις παρουσιάζει στους Μεκκίτες για να συνετισθούν και να μην υποστούν τις τιμωρίες, τις οποίες έπαθαν οι λαοί της εποχής των προφητών, τα Σόδομα και τα Γόμορα, ο Φαραώ και οι Αιγύπτιοι. Γι\' αυτό ο Μωάμεθ διηγείται τις ιστορίες των προφητών με την εξής αποστροφή: «θυμηθείτε τον Νώε...», «θυμηθείτε τον Ιώβ...» κ.λπ. Ιδιαίτερα ο Μωάμεθ μιλά για τον Αβραάμ και την «μονοθεϊστική θρησκεία του» (μιλλάτ Ιμπράχιμ), με την οποία θα ταυτίσει τη θρησκεία του, γιατί πιστεύει ότι το Ισλάμ είναι η πρωτογενής θρησκεία, την οποία μόνος ο Αβραάμ ετήρησε, και αυτήν ανανεώνει ο Μωάμεθ. Ωστόσο η πολεμική των Μεκκιτών κατά του Μωάμεθ δεν σταματά.
6. Η μετοίκηση του Μωάμεθ στη Μεδίνα
Ο Μωάμεθ, όταν μετά από πολυετείς κόπους, διώξεις και θυσίες, διαπίστωσε ότι ήταν άσκοπο να επιμείνει στο κήρυγμά του στη Μέκκα, απεφάσισε να μετοικήσει με τους ολιγάριθμους οπαδούς του στη Μεδίνα, όπου υπήρχε ισχυρή ιουδαϊκή παροικία και οι μονοθεϊστικές ιδέες ήταν περισσότερο οικείες στον λαό. Η πόλη αυτή ονομαζόταν έως τότε Γιαθρίπ. Από τους μουσουλμάνους ονομάστηκε, προς τιμήν του προφήτη τους, «Μεδινάτ-αν-Ναμπί», «η πόλη του προφήτη», και με την αποσιώπηση της δεύτερης λέξης, η οποία πάντοτε νοείται από τους μουσουλμάνους, επικράτησε να ονομάζεται Μεδίνα.
Η ενέργεια αυτή του Μωάμεθ είναι γνωστή με το όνομα Χίτζρα, ελληνικά Εγίρα, «μετοίκηση». Στις ευρωπαϊκές γλώσσες η λέξη Χίτζρα μεταφράζεται λανθασμένα με τη λέξη «φυγή». Χίτζρα όμως σημαίνει την εκούσια «μετανάστευση» ή «μετοικεσία». Η πρώτη ρίζα του ρήματος χατζάρα, από το οποίο προέρχεται η λέξη χίτζρα, δεν σημαίνει «φεύγω», αλλά «διακόπτω τις σχέσεις μου με την συγγένεια και την φυλή μου, την εγκαταλείπω και μεταναστεύω σε άλλον τόπο». Με την έννοια αυτή η Χίτζρα ήταν ανέκαθεν η σούννα ,η συνήθεια, δηλαδή το εθιμικό δίκαιο της ερήμου. Ήταν τρόπος με τον οποίο ένα άτομο ή μια διαφωνούσα ομάδα διέκοπτε τους δεσμούς της με την φυλή της και μετοικούσε σε άλλον τόπο. Επομένως, Χίτζρα είναι η «διακοπή των δεσμών» του Μωάμεθ με την φυλή του και η εκούσια «μετανάστευση» από τη μια πόλη στην άλλη. Γι’ αυτό ακριβώς και οι Μεκκίτες οπαδοί του που τον ακολούθησαν από τη Μέκκα στη Μεδίνα ονομάστηκαν μουχάτζιρουν («μετανάστες»), όνομα στο οποίο έχει δώσει μεγάλη τιμή η μουσουλμανική παράδοση.
Ο προφήτης, πριν πραγματοποιήσει την απόφασή του, ήρθε σε επικοινωνία και έκλεισε συμφωνία με μια αποστολή 75 ανδρών και 2 γυναικών από τη Μεδίνα, οι οποίοι τον εκάλεσαν ως αρχηγό στην πόλη τους, γιατί οι δύο φυλές της πόλης είχαν διενέξεις μεταξύ τους και ζητούσαν μια προσωπικότητα για να τους ειρηνεύσει. Η συμφωνία αυτή είναι γνωστή στον ισλαμικό κόσμο με το όνομα «σύμβαση πολέμου»(μπάν’ατ ουλ-χάρμπ), διότι οι άνδρες της Μεδίνας έδωσαν στον Μωάμεθ ιερό όρκο υποταγής και συμφώνησαν να τον στηρίξουν με κάθε μέσο, ακόμη και με τη δύναμη των όπλων, αν παραστεί ανάγκη. Οι Μεδινίτες αυτοί έμειναν γνωστοί στην ισλαμική παράδοση με το τιμητικό όνομα ανσάρ αν-Ναμπί,«βοηθοί του Προφήτη», και μαζί με τους Μεκκίτες μετανάστες (τους μουχάτζιρουν) συναπάρτισαν την πρώτη κοινότητα του Ισλάμ, την Ούμμα, την οποία συνέπηξε ο Μωάμεθ στη Μεδίνα.
Το μεγάλο αυτό γεγονός της Εγίρα οι μουσουλμάνοι το θεώρησαν ως «σημείο του Θεού» και δεκαεπτά χρόνια αργότερα, επί τρίτου χαλίφη Ουμάρ, το έτος της Εγίρα το εθέσπισαν ως αφετηρία του ισλαμικού συστήματος χρονολογίας. Σήμερα, 2007, οι μουσουλμάνοι διανύουν το 1428ό έτος της Εγίρας.
Η μετανάστευση του Μωάμεθ από τη Μέκκα στη Μεδίνα υπήρξε σημαντικότατος σταθμός στο κήρυγμά του. Στη Μεδίνα ο Μωάμεθ βρήκε πρόσφορο πεδίο δράσεως και εδώ στην πραγματικότητα συνέπηξε την πρώτη θεοκρατική κοινότητα του Ισλάμ. Η κοινότητα αυτή δεν αποτελούσε πια μειονότητα, της οποίας η ύπαρξη απειλούνταν, αλλά τον πυρήνα μιας κοινότητας, η οποία συνεχώς αύξανε και ισχυροποιούνταν. Η Μέκκα, η οποία για λίγα χρόνια ακόμη παρέμεινε εχθρική, κατελήφθη ειρηνικώς το 630 μ.Χ. και προσαρτήθηκε στο κράτος της Μεδίνας. Ο Μωάμεθ, αφού διεξήγαγε μια σειρά πολέμων με τους Μεκκίτες κατόρθωσε το 630 να κλείσει μια συμφωνία με τους Μεκκίτες για να πραγματοποιήσει με τους οπαδούς του το ιερό προσκύνημα στην Κάαμπα και έγινε κυρίαρχός τους. Έκτοτε η Μέκκα, και μάλιστα το άλλοτε ειδωλολατρικό της ιερό, η Κάαμπα, αποκαθάρθηκε από το μόλυσμα των ειδώλων και απέβη το σύμβολο του ισλαμικού κόσμου. Όνειρο κάθε μουσουλμάνου ανά τα πέρατα του κόσμου είναι να τον αξιώσει ο Θεός μια φορά τουλάχιστον στη ζωή του να κάνει το προσκύνημα στα ιερά εκείνα μέρη του προφήτη του.
Στη Μεδίνα ο Μωάμεθ από «απόστολος του Θεού» και «προφήτης» μεταβάλλεται και σε πολιτικόν αρχηγό. Από τη στιγμή αυτή και στο εξής αφυπνίστηκε μέσα του το ενδιαφέρον να αποκτήσει δύναμη, να ευρύνει την κοινότητά του και να αναδείξει το Ισλάμ σε ισχυρή θεοκρατία. Έτσι το κατοπινό Ισλάμ, που ξαπλώθηκε στις γύρω από την αραβική χερσόνησο χώρες, έφερε όχι μόνο θρησκευτικό, αλλά και πολιτικό χαρακτήρα. Και αυτή είναι η φύση του Ισλάμ έως σήμερα. Το Ισλάμ είναι θρησκεία και πολιτεία μαζί (Dîn wa Dawla). Η αλλαγή αυτή είναι φανερή στις αποκαλύψεις των κορανικών κειμένων που υπαγορεύθηκαν μετά την Εγίρα. Σχετίζονται κυρίως με την οργάνωση της κοινότητας των πιστών(Ούμμα) και τους κοινωνικο-θρησκευτικούς θεσμούς. Γενικώς η θεολογική γραμμή του Ισλάμ είχε διαγραφεί ήδη στη Μέκκα˙ στη Μεδίνα όμως ο προφήτης καθόρισε και διασαφήνισε τόσο τους λατρευτικούς κανόνες της κοινότητας (προσευχές, νηστεία, ελεημοσύνη και ιερό προσκύνημα), όσο και τους νόμους της «πολιτείας του Θεού». Και στα δύο αυτά ο Μωάμεθ φανέρωσε ευθύς εξ αρχής μια εξαιρετική ικανότητα και πολιτική διορατικότητα. Ένωσε όλους τους μουσουλμάνους Άραβες και έγινε ο μόνος κύριός τους. Από τώρα και στο εξής υπήρχε μία μόνη κοινότητα των μουσουλμάνων, που οργανώθηκε θεοκρατικώς.
Ωστόσο οι πολιτικές επιτυχίες του Μωάμεθ στη Μεδίνα δεν αλλοίωσαν τον προφητικό χαρακτήρα του κηρύγματός του. Το πολιτικό βέβαια ιδεώδες τον συνήρπασε, αλλά υπήρχε και ο θρησκευτικός σκοπός. Στη Μεδίνα όμως, όπου η θέση του Μωάμεθ ισχυροποιήθηκε, το κήρυγμά του πήρε καθαρά οικουμενικό χαρακτήρα και προορίστηκε για όλα τα έθνη. Έτσι, ενώ στη Μέκκα ο Μωάμεθ διακήρυττε ότι είναι ένας προφήτης και απόστολος του Θεού στην σειρά των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και των αποστόλων της Καινής Διαθήκης και ότι το Κοράνιο είναι αραβικό, δηλαδή η αραβική έκδοση της Αγίας Γραφής, και προορίζεται για τους Άραβες μόνο, στους οποίους ο Θεός δεν είχε αποστείλει ακόμη προφήτες και αποκάλυψη, τώρα στη Μεδίνα διεκήρυξε ότι το Ισλάμ είναι θρησκεία οικουμενική που προορίζεται για όλη την ανθρωπότητα. Την έννοια βέβαια της οικουμενικότητας της θείας αποκαλύψεως γνώριζε εξαρχής ο Μωάμεθ, αλλά την ιδέα περί οικουμενικού χαρακτήρος της θρησκείας του την συνέλαβε αργότερα, όταν το κήρυγμα του στέφθηκε από επιτυχία στη Μεδίνα. Το αρχικό ενδιαφέρον του Μωάμεθ στη Μέκκα στρεφόταν προς τους ειδωλολάτρες ομοεθνείς του, τους οποίους ήθελε να απαλλάξει από την άγνοια της πολυθεΐας (τζαχιλίγια) και να ιδρύσει γι’ αυτούς θρησκεία αραβική, κατά τα πρότυπα της ιουδαϊκής και χριστιανικής πίστης. Η άοκνη επίσης, προσπάθεια του Μωάμεθ να εμφυτεύσει το κήρυγμά του μέσα σε βιβλική ατμόσφαιρα και να παρουσιάσει τον εαυτό του ως συνεχιστή του έργου των θείων ανδρών (προφητών και αποστόλων) της βιβλικής παραδόσεως, τον είχε οδηγήσει στην πεποίθηση ότι Ιουδαίοι και Χριστιανοί θα τον δεχόταν ως προφήτη. Όταν όμως στη Μεδίνα, όπου υπήρχε ισχυρή ιουδαϊκή παροικία, οι Ιουδαίοι διέψευσαν τις προσδοκίες του, ο Μωάμεθ διέρηξε τις σχέσεις του μαζί τους και τελικά τους έδιωξε από την πόλη. Ως προς τους Χριστιανούς διατήρησε κάποια ηπιότερη στάση. Ωστόσο θεώρησε ότι τόσο οι Ιουδαίοι όσο και οι Χριστιανοί είναι βέβαια κάτοχοι της Αποκαλύψεως, γι’ αυτό ονομάζονται αχλ αλ-Κιτάμ, δηλαδή «λαοί της Βίβλου», αλλά αλλοίωσαν την αποκάλυψη που τους δόθηκε και γι’ αυτό ο Θεός έστειλε με τον Μωάμεθ, τον τελευταίο των προφητών, την τελευταία τέλεια και έγκυρη αποκάλυψη του Κορανίου. Στο εξής διεκήρυξε, και αυτή είναι η πίστη των μουσουλμάνων έως σήμερα, ότι το Ισλάμ δεν είναι η τελευταία κατά χρονική σειρά θρησκεία μεταξύ των θρησκειών της αποκαλύψεως, αλλά η αρχέγονη θρησκεία και αποκάλυψη, την οποία είχε προορίσει προ καταβολής κόσμου ο Θεός για την ανθρωπότητα, και την οποία αναζωπύρωσε και τήρησε ο πατριάρχης Αβραάμ, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος χανίφ, δηλ. ο πρώτος «μονοθεϊστής». Επομένως το Ισλάμ, προηγείται του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού και είναι η μονοθεΐα του πατριάρχη Αβραάμ. Κατά συνέπεια και ο Μωάμεθ δεν είναι απλώς και μόνο ο προφήτης στη σειρά των βιβλικών προφητών, αλλά ο αναζωπυρωτής της θρησκείας του Αβραάμ και ο «τελευταίος των προφητών» και «η σφραγίδα αυτών» (χάταμ αν-Ναμπιγίν).
7. Το Ισλάμ μετά το θάνατο του Μωάμεθ
Το 632 πέθανε ο Μωάμεθ και τον διαδέχθηκαν οι πρώτοι τέσσερις «ορθόδοξοι» λεγόμενοι χαλίφες (Αμπού Μπάκρ, 632-634, Ουμάρ, 634-646, Οθμάν, 646-656, Άλη 656-661), η εποχή των οποίων θεωρείται από τους Σουννίτες, την πλειοψηφία του ισλαμικού κόσμου, ως η «χρυσή εποχή» του Ισλάμ, από τους Σιίτες όμως οι τρεις πρώτοι χαλίφες θεωρούνται σφετεριστές του θρόνου. Στη διάρκεια των χαλιφών αυτών οι Άραβες μουσουλμάνοι ξεχύθηκαν με τη σημαία της νέας πίστης στον γύρω τους πολιτισμένο κόσμο και μέσα σε 20 χρόνια ξαπλώθηκαν στην Παλαιστίνη, Συρία, Μεσοποταμία και Αίγυπτο. Κατά τα επόμενα 50 χρόνια κατέλαβαν όλη την βόρεια Αφρική και σιγά σιγά ξαπλώθηκαν στην Κεντρική Ασία και έφτασαν ανατολικά ώς την Ινδία και δυτικά ώς την Ανδαλουσία (Ισπανία).
Από το 661-750 το Ισλάμ το κυβέρνησε η δυναστεία των Ομαγιαδών, η οποία μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους από τη Μεδίνα στη Δαμασκό και ήρθε σε άμεση επικοινωνία με τον ελληνικό και ελληνιστικό πολιτισμό. Τότε αναπτύχθηκε η πρώτη ισλαμική τέχνη κατ’ επίδραση της βυζαντινής και των θολωτών μαρτυρίων της Ανατολής (μεγάλο τέμενος της Δαμασκού, τέμενος του «Βράχου» στα Ιεροσόλυμα), και άρχισε η μετάφραση ελληνικών έργων στα αραβικά, η οποία θα κορυφωθεί κατά την επόμενη περίοδο της δυναστείας των Αββασιδών.
Από το 750-1258 τα ηνία του ισλαμικού κράτους περιήλθαν στα χέρια της δυναστείας των Αββασιδών, οι οποίοι μετέφεραν την έδρα από τη Δαμασκό στη Βαγδάτη και ήρθαν σε ευρεία επικοινωνία με τον ελληνικό πολιτισμό και τους άλλους πολιτισμούς της Ανατολής. Τότε σημειώθηκε στη Βαγδάτη μεγάλη μεταφραστική κίνηση, κατά την οποία μεταφράστηκαν στα αραβικά τα περισσότερα σχεδόν έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, με προεξάρχοντα τον Αριστοτέλη, και πολλά έργα ελληνιστών λογίων.
Το 1258 η Βαγδάτη κατεστράφη από τους Μογγόλους και άρχισε μια υποτονία του ανατολικού Ισλάμ ώς τις αρχές του 20ού αιώνα. Στη Δύση όμως, και κυρίως στην Ισπανία (Ανδαλουσία), αναπτύχθηκε ο Ισλαμικός κόσμος ώς τα τέλη του 15ου αιώνα περίπου(1492) και άφησε σπουδαία έργα λόγου και τέχνης. Εκεί ήκμασαν σπουδαίοι φιλόσοφοι, λόγιοι και καλλιτέχνες μουσουλμάνοι, μεταξύ των οποίων ο πιο περίφημος είναι ο αριστοτελικός φιλόσοφος Αβερρόης(1126-1198) και ακολουθούν οι Ιμπν Μπάτζα (τέλη 11ου αιώνα–1138) και Ιμπν Τουφάυλ(1105-1185), γνωστοί στον λατινικό μεσαίωνα ως Avenpace και Abubacer αντιστοίχως.
Το 1453 οι Οθωμανοί μουσουλμάνοι κατέλυσαν την Βυζαντινή αυτοκρατορία και περιήλθαν υπό την κυριαρχία και δουλεία τους όχι μόνο οι χριστιανικοί λαοί της Ανατολής και της χερσονήσου του Αίμου, αλλά και οι παλιές χώρες του κεντρικού Ισλάμ.
Με την έναρξη του 20ού αιώνα, άρχισαν να σημειώνονται πολλές αλλαγές στις ισλαμικές χώρες, οι οποίες σιγά σιγά απαλλάσσονται από την Ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και αποκτούν την ανεξαρτησία τους. Αφυπνίσθηκε τότε ο αραβικός εθνικισμός, ο οποίος όμως από την δεκαετία του 1970 υποχώρησε και στη θέση του παρουσιάζεται μια έντονη στροφή προς τις αρχές του Ισλάμ με σημαντικές επιπτώσεις στον γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό χάρτη της Ανατολής και την ιστορία του κόσμου.
Αναδημοσίευση από: http://www.ecclesia.gr
Αναδημοσίευση από: http://www.anakalypsi.blogspot.gr
ο Λεμεσού Αθανάσιος
Αυτοί οι άνθρωποι να ξέρετε, αυτοί οι άνθρωποι, οι θρήσκοι άνθρωποι είναι το πιο επικίνδυνο είδος μέσα στην εκκλησία. Αυτοί οι θρήσκοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι. Ο Θεός να μας φυλάει απ’αυτούς. Έλεγε ένας αγιορείτης όταν έκαμνα μία φορά λειτουργία και λέγαμε «Κύριε σώσον τους ευσεβείς» λέει αστειευόμενος «Κύριε σωσον ημάς από τους ευσεβείς» δηλαδή ο Θεός να σε φυλάει από τους θρήσκους ανθρώπους, διότι θρήσκος άνθρωπος σημαίνει μία προσωπικότης διεστραμμένη η οποία ουδέποτε είχε προσωπική σχέση με τον Θεό.
Απλώς μόνον κάμνει τα καθήκοντα της απέναντί Του, αλλά καμιά σοβαρή σχέση δεν είχε για αυτό και ο Θεός δεν λέει αυτόν τον άνθρωπο τίποτε. Και σας ομολογώ και εγώ από την πείρα μου ότι δεν είδα χειρότερους εχθρούς της εκκλησίας από τους θρήσκους ανθρώπους.
Όταν παιδιά θρήσκων ανθρώπων που μεσ’ την εκκλησία η και παπάδων ακόμα και θεολόγων και ανθρώπων που κάνουν τους θρήσκους και τους πολλούς εδοκίμασαν τα παιδιά τους να γίνουν μοναχοί η ιερείς αυτοί οι άνθρωποι έγιναν χειρότεροι και από δαίμονες. Εξανέστησαν εναντίον των πάντων. Έγιναν οι χειρότεροι εχθροί των ανθρώπων. Θυμάμαι γονείς που έφερναν τα παιδιά τους εις τις ομιλίες και όταν το παιδί τους κάποια στιγμή έκαμε ένα βήμα παραπάνω έγιναν οι χειρότεροι άνθρωποι που έλεγαν τα χειρότερα λόγια. Και εγώ τους λέω: Mά εσύ έφερες το παιδί σου στην ομιλία, δεν το έφερα εγώ. Και μία φόρα είπα σε έναν πατέρα όταν έβλεπα ότι η κόρη του ,τέλος πάντων, είχε ζήλο στην εκκλησία του λέω: Κοίταξε μην την ξαναφέρεις στην ομιλία. Μην την ξαναφέρεις να της μιλήσω διότι η κόρη σου θα γίνει μοναχή και αύριο θα σου φταίω εγώ. Όχι πάτερ μου, αλλοίμονο, εμείς σε λατρεύουμε. Και έγινε η κόρη του μοναχή εφτά χρόνια και δεν μου μιλά ακόμα.
Άνθρωποι που δεν έχαναν ομιλία, έτσι, δεν έχαναν ομιλία. Ήταν πάντοτε οι πρώτοι. Ομιλίες, αγρυπνίες, βιβλία, ξέρω ‘γω τα πάντα. Και έφερναν και τα παιδιά τους και όταν ήρθεν η ώρα που το παιδί τους μέσα στην ελευθερία του, τέλος πάντων, αποφάσισε έναν δικό του δρόμο τότε οι άνθρωποι αυτοί έγιναν τελείως στο αντίθετο στρατόπεδο και απέδειξαν ότι για αυτούς ο Χριστός δεν είχε μιλήσει ποτέ μες την δική τους την καρδιά. Απλώς ήταν θρήσκοι άνθρωποι. Για αυτό οι θρήσκοι άνθρωποι είναι το πιο δύσκολο είδος μεσ’ την εκκλησία. Γιατί ξέρετε κάτι . Αυτοί οι άνθρωποι καμιά φορά δεν θα θεραπευθούν. Γιατί νομίζουν ότι είναι κοντά στον Θεό. Ενώ οι αμαρτωλοί, ξέρω γῶ, οι χαμένοι ας πούμε, έτσι, αυτοί ξέρουν ότι είναι αμαρτωλοί. Για αυτό ο Χριστός είπε ότι οι τελώνες και οι πόρνες θα παν στην Βασιλεία του Θεού, ενώ είπε στους Φαρισαίους: Εσείς, εσείς που είσαστε θρήσκοι δεν θα πάτε ποτέ στην Βασιλεία του Θεού. Γιατί ουδέποτε ο λόγος του Θεού άλλαξε την καρδιά τους. Απλώς αρκούνταν στην τήρηση των θρησκευτικών τύπων.
Έτσι λοιπόν εμείς ας προσέξουμε τον εαυτόν μας να καταλάβομε ότι η εκκλησία είναι ένα νοσοκομείο που μας θεραπεύει μας κάνει να αγαπούμε τον Χριστόν και η αγάπη του Χριστού είναι μία φλόγα που ανάβει μεσ’ την καρδιά μας και να εξετάζομε τον εαυτό μας εάν βρισκόμαστε στην αγάπη του Θεού. Εάν βλέπομε μέσα μας όλες αυτές τις κακίες και τις ανιδιοτέλειες και τις πονηρίες τότε πρέπει να ανησυχούμε. Γιατί δεν είναι δυνατό ο Χριστός να είναι μέσα στην καρδιά μας και να ‘μαστε γεμάτοι ξύδι.
Πως είναι δυνατό να προσεύχεσαι και να είσαι γεμάτος χολή εναντίον του άλλου ανθρώπου. Πως είναι δυνατό να διαβάζεις το ευαγγέλιο και να μην δέχεσαι τον αδερφό σου. Πως είναι δυνατό να λες έχω τόσα χρόνια στην εκκλησία, έχω τόσα χρόνια που ‘μαι μοναχός κληρικός η οτιδήποτε και όμως το άλφα της πνευματικής ζωής που ‘ναι η αγάπη. Που ‘ναι το νά υπομένεις τον αδερφό σου, να κάνεις λίγο υπομονή με το να μην το δέχεσαι σημαίνει τίποτα δεν έκαμες. Τίποτα απολύτως τίποτα. Τίποτα απολύτως. Εδώ ο Χριστός έφτασε στο σημείο να πει για τις παρθένες εκείνες ότι δεν είχε καμιά σχέση μαζί τους. Τους πέταξε έξω από τον νυμφώνα παρ’ όλα που ‘χαν όλες τις αρετές γιατί δεν είχαν την αγάπη. Διότι ήθελε να τους πει ότι μπορεί να έχετε αρετές εξωτερικές , μπορεί να μείνατε παρθένες, μπορεί να κάματε χίλια πράματα αλλά δεν κατορθώσατε την ουσία αυτού που είχε σημασία απ’ όλα. Εάν αυτό δεν το καταφέρεις τι τα θέλεις τα άλλα όλα; Τι τα θέλω εγώ τώρα αν τρώω λάδι σήμερα και δεν τρώω λάδι. Μπορεί να μην τρώω λάδι ,ας πούμε και να τρώω τον αδερφό μου από το πρωί ως τη νύχτα.
Έλεγαν εις το Άγιο Όρος λέει μην ρωτάς αν τρώω ψάρι. Τον ψαρά να μην φαείς και ψάρι φάε. Η τον λαδά να μην φαείς και φάε μία σταξιά λάδι. Το να φάεις τον άλλον από την γλώσσα είναι πολύ χειρότερο από το να φας μία κουταλιά λάδι. Και όμως στέκομεν εκεί . Τρώμε λάδι, δεν τρώμε λάδι, τρώμε ψάρι, δεν τρώμε ψάρι. Ξέρω ‘γω βούτηξε το κουτάλι στο άλλο φαγί και μπορεί να τσακωθούμε εκεί, να σκοτωθούμε με τον άλλον άνθρωπο γιατί εβούτηξε το κουτάλι προηγουμένως σε έναν άλλο φαΐ. Καταλαβαίνετε πόσο γελοία είναι ετούτα τα πράγματα και μας κοροϊδεύουν και οι δαίμονες αλλά και οι άνθρωποι που είναι εκτός εκκλησίας. Και όταν μπαίνουν κοντά μας αντί να βλέπουν τους ανθρώπους της εκκλησίας μεταμορφωμένους σε Χριστό Ιησού, να ‘ναι γλυκύς άνθρωποι και νά’ναί ώριμοι άνθρωποι, ισορροπημένοι, ολοκληρωμένοι άνθρωποι, άνθρωποι γεμάτοι αρμονίας ας πούμε μέσα τους μας βλέπουν δυστυχώς με όλα αυτά τα πάθη μας και όλες εκείνες τις ξινίλες μας και λένε: E, να γίνω έτσι; Καλύτερα να μου λείπει.
Εσύ που πας στην εκκλησία τι σε ωφέλησε η εκκλησία; Όπως λέγαμε χτες πήγες στα προσκυνήματα, είδες τους πατέρες, είδες τα άγια λείψανα, είδες το Άγιον Όρος, την Παναγία της Τήνου όλα αυτά πήγαμε, ήρθαμε. Ποιό το όφελος τελικά από όλα αυτά τα πράγματα; Μεταμορφώθηκε η καρδιά μας; Γίναμε πιο ταπεινοί άνθρωποι; Γίναμε πιο γλυκύς άνθρωποι; Γίναμε πιο πραείς άνθρωποι εις το σπίτι μας εις την οικογένειά μας στο μοναστήρι μας; Ξέρω ‘γω εκεί που εργαζόμαστε. Αυτό έχει σημασία. Εάν δεν τα καταφέραμε αυτά τα πράγματα τουλάχιστον ας γίνομεν ταπεινοί. Μέσα από την μετάνοια. Ας γίνομαι ταπεινοί. Εάν ούτε και αυτό το καταφέραμε τότε είμαστε άξιοι πολλών δακρύων, έτσι. Είμαστε για κλάματα. Διότι δυστυχώς ο χρόνος περνά και χάνεται και εμείς μετρούμε χρόνια.
Έλεγε ο γέρων Παίσιος όταν τον ρωτούσαν: Γέροντα πόσα χρόνια έχεις εσύ στο Άγιο Όρος; Λέει: Εγώ ήρθα την ίδια χρονιά που ήρθε το μουλάρι του γείτονα. Ο γείτονας του ο γερό-Ζήτος είχε ένα μουλάρι και ξέρετε στο Άγιο Όρος κάθε κελί έχει και ένα ζώο, ένα μουλάρι που κουβαλούν τα πράγματά τους. Ε, το ζώο αυτό ζει πολλά χρόνια δεν αγοράζεις κάθε μέρα μουλάρια, είναι ακριβά. Λοιπόν, την χρονιά που ήρθα εγώ λέει στο Άγιο Όρος αγόρασε και ο γείτονας το μουλάρι του. Έχομε τα ίδια χρόνια στο Άγιο Όρος, αλλά το καημένο εκείνο έμεινε μουλάρι και εγώ το ίδιο έμεινα. Δεν άλλαξα. Λοιπόν λέμε πολλές φορές εγώ έχω σαράντα χρόνια και το λέμε εμείς οι παπάδες και οι καλόγεροι αυτά τα πράγματα. Έχω σαράντα χρόνια στο μοναστήρι. Μα τα χρόνια είναι εις βάρος σου.
Ο Θεός θα σου πει: Σαράντα χρόνια και ακόμα δεν κατάφερες να γίνεις τίποτα; Έχεις σαράντα χρόνια ακόμα θυμώνεις, ακόμα κατακρίνεις, ακόμα αντιλογείς, ακόμα αντιστασαι, ακόμα δεν υποτάσσεσαι; Έχεις σαράντα χρόνια και δεν έμαθες το άλφα, το πρώτο πράγματα της μοναχικής ζωής της χριστιανικής ζωής; Τι να κάμω τα χρόνια σου; Τι να σε κάμω αν έχεις πενήντα χρόνια με ψωμολογήσε και δεν μπορείς να απαντήσεις στον άλλον με έναν καλό του λόγο. Τι να κάμω όλα αυτά τα πράγματα.
Απόσπασμα από την ομιλία “Η θεραπεία από την αρρώστια του Φαρισαϊσμού”
Αναδημοσίευση από: http://www.anakalypsi.blogspot.gr
Ο Θεός δεν είναι Θεός ισότητας, αλλά Θεός αγάπης.
Η ισότητα θα απέκλειε όλο το δίκαιο και όλη την αγάπη, θα απέκλειε όλο το ήθος.
Ο άνδρας αγαπά την γυναίκα του λόγω ισότητας; Και η μάνα αγαπά το παιδί της λόγω ισότητας; Και ο φίλος αγαπά τον φίλο λόγω ισότητας;
Η ανισότητα είναι η βάση του δικαίου και υποκινητής της αγάπης.
Όσο διαρκεί η αγάπη, κανένας δεν ξέρει για την ισότητα.
Όσο βασιλεύει το δίκαιο, κανείς δεν μιλάει για την ισότητα.
Όταν χάνεται η αγάπη, οι άνθρωποι μιλούν περί δικαίου και εννοούν την ισότητα.
Όταν μαζί με την αγάπη εξαφανίζεται και το δίκαιο, οι άνθρωποι μιλούν περί ισότητας και εννοούν την ανηθικότητα.
Δηλαδή, όταν εξαφανίζεται το ήθος το αντικαθιστά η ανηθικότητα.
Από τον τάφο της αγάπης ξεφυτρώνει το δίκαιο, από τον τάφο του δικαίου ξεφυτρώνει ισότητα.
ΜΑΣ ΛΕΓΕΙ η παράδοσις ότι ο Απόστολος Ιάκωβος, ο αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου, την ώρα που ωδηγείτο στο μαρτύριο, συνήντησε στο δρόμο εκείνον που τον είχε καταδώσει. τον σταμάτησε και τον εφίλησε λέγοντάς του:
— Ειρήνευε, αδελφέ.
Βλέποντας εκείνος τόση ανεξικακία, εθαύμασε κι εφώναξε με ενθουσιασμό:
— Χριστιανός είμαι από σήμερα κι εγώ.
Ύστερα απ' αυτή την ομολογία αποκεφαλίστηκε μαζί με τον Απόστολο.
* * *
Ο ΑΒΒΑΣ ΓΕΛΑΣΙΟΣ είχε ένα πολύ ωραίο βιβλίο, που περιείχε καλλιγραφημένη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Άξιζε του είχαν ειπή πάνω από δεκαπέντε νομίσματα. Το άφηνε όμως στην Εκκλησία να το χρησιμοποιούν όλοι οι αδελφοί στη σκήτη. Κάποτε ένας περαστικός καλόγερος έκλεψε το βιβλίο. Ο Αββάς Γελάσιος, αν και το κατάλαβε αμέσως, δε θέλησε να κυνηγήση τον κλέπτη. Εκείνος μόλις κατέβηκε στην πόλι βρήκε αγοραστή κι άρχισε να διαπραγματεύεται την πώλησι του βιβλίου. Γύρευε δεκαέξ νομίσματα. Ο αγοραστής έλεγε πως δεν άξιζε τόσο. Τέλος, συμφώνησαν να του αφήση ο καλόγερος το βιβλίο, να το δείξη σε κάποιο γνωστό του, ειδικό σ' αυτά. Έτσι, το πήρε ο άνθρωπος και το πήγε στον Άββα Γελάσιο, πού ήταν φίλος του.
— Ν' αγοράσω αυτό το βιβλίο για δεκαέξ νομίσματα, Αββά; Αξίζει τόσο; τον ρώτησε.
Ο Όσιος το γνώρισε αμέσως, αλλά δεν το φανέρωσε. το πήρε στα χέρια του, το ψηλάφησε, σαν να το έβλεπε για πρώτη φορά.
— Αξίζει,αγόρασέ το, είπε στο φίλο του.
Γυρίζοντας όμως εκείνος δεν είπε την αλήθεια.
— Έδειξα το βιβλίο σου στον Αββα Γελάσιο και μου είπε πώς γυρεύεις πολλά. δεν αξίζει τόσο.
— Δε σου είπε άλλο τίποτε; ρώτησε εκείνος ταραγμένος, μόλις άκουσε για τον Αββά Γελάσιο.
— Όχι.
— Μετενόησα. Δεν θα το πουλήσω, είπε ύστερα από λίγο ο καλόγερος.
Μέσα του γινόταν μια πάλη. Από την μια μεριά εθαύμαζε την ανεξικακία του Οσίου κι από την άλλη ελεγχόταν για την κακή πράξι του. Πήρε λοιπόν το βιβλίο κι ανέβηκε στη σκήτη. Όταν βρήκε τον Αββά Γελάσιο, έπεσε στα πόδια του και ζήτησε συγχώρησι, δίνοντας πίσω το κλοπιμαίο. Εκείνος πάλι, όχι μόνο τον συγχώρησε μ' όλη του την ψυχή, άλλ' επέμενε να του χαρίση το βιβλίο. Πού να το δεχθή τώρα ο καλόγερος!
— Αν δεν το πάρης πίσω, Αββά, δεν θα βρή ανάπαυσι η ψυχή μου.
— Αν είναι έτσι, πήγαινε στην Εκκλησία και άφησε το εκεί απ' όπου το πήρες, του είπε με καλωσύνη ο Όσιος.
Από τότε διορθώθηκε ο κακοσυνηθισμένος καλόγερος και ποτέ πια δεν έπεσε σε τόσο βαρύ σφάλμα.
* * *
ΘΕΛΗΣΕ κάποτε να δοκιμάση δυο νεοφερμένους αδελφούς στη σκήτη ένας από τους μεγάλους Γέροντας. Μπήκε στο μικρό τους κήπο κι άρχισε να καταστρέφη με το ραβδί του ένα - ένα όλα τα λαχανικά. Οι αδελφοί τον έβλεπαν από την μισάνοικτη πόρτα του κελλιού τους, αλλά δεν φανερώθηκαν έως ότου τα κατέστρεψε σχεδόν όλα. Όταν είχε μείνει πια μια ρίζα μόνο κι ήταν έτοιμος να την χαλάση κι αυτή βγήκε έξω ο νεώτερος και του είπε με πολύ σεβασμό.
— Αν ευλογή η αγιωσύνη σου, Αββά, άφησε τούτο να το μαγειρεύσω για να σε φιλοξενήσω.
Ικανοποιημένος ο Γέρων από την ανωτερότητα του αδελφού τον εφίλησε και του είπε:
— Βλέπω το Πνεύμα του Θεού να αναπαύεται σε σένα αδελφέ, για την πολλή σου ανεξικακία.
* * *
ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΚΙΑ δεν μπορείς να διώξης την κακία — λέγει ο Όσιος Ποιμήν. Αν λοιπόν σου κάνη κανένα κακό ο αδελφός σου, προσπάθησε συ να του το ανταποδώσης με καλό. Μόνο η καλωσύνη μπορεί να νικήση την κακία.
* * *
ΟΣΟ ΦΕΡΝΟΥΜΕ διαρκώς στο νου μας τα κακά που τυχόν μας προξένησαν οι αδελφοί μας, έλεγε ο Όσιος Μακάριος, τόσο απομακρύνουμε τον Θεόν απ' αυτόν. Όταν τα λησμονούμε παρευθύς, δεν τολμούν οι δαίμονες να μας πειράξουν.
* * *
Ο ΛΟΓΟΣ ο καλός κάνει τον κακό καλό, έλεγε ο Όσιος Μακάριος, ενώ ο κακός λόγος και τον καλόν ερεθίζει.
Κάποτε ο υποτακτικός του Όσιου συνήντησε στο δρόμο του έναν ειδωλολάτρη ιερέα που περπατουςε βιαστικά.
— Αϊ, σατανά, πού τρέχεις; του φώναξε απερίσκεπτα.
Εκείνος τότε θύμωσε κι έσπασε το ραβδί του στις πλάτες του καλόγερου, ώσπου τον άφησε μισοπεθαμένο. Σε λίγο φάνηκε κι ο Όσιος στο δρόμο. Βλέποντας τον ειδωλολάτρη να τρέχη τώρα για να κρυφθτή, του φώναξε με καλωσύνη·
— Ο Θεός να σε ευλογή, προκομμένε άνθρωπε.
Εκείνος στάθηκε σαστισμένος και ρώτησε·
— Τι καλό είδες σε μένα, Αββά, και μου μιλάς έτσι;
— Σε βλέπω που τρέχεις, του είπε ο Όσιος, λυπάμαι μόνο που δεν έχεις ακόμη καταλάβει πως μάταια κοπιάζεις.
— Η κουβέντα σου γλυκαίνει την ψυχή μου, είπε ήρεμος ο ειδωλολάτρης τώρα. Αυτό είναι σημάδι πώς είσαι πραγματικά άνθρωπος του Θεού. Πρίν απο λίγο με βρήκε ένας κακός καλόγερος και χωρίς λόγο με έβρισε. Αλλά κι εγώ τον πλήρωσα καλά. Τον άφησα αναίσθητο από το ξύλο.
Ο Γέροντας κατάλαβε πως αυτός ήτο ο υποτακτικός του. Ψάχνοντας λίγο πιο πέρα τον βρήκε σε κακή κατάστασι. Εζήτησε τότε από τον ειδωλολάτρη να τον βοηθήση να τον μεταφέρουν στην καλύβη τους. Σαν έφθασαν εκεί, εκείνος γύρεψε συγχώρησι από τον Όσιο Μακάριο γιατί είχε μακομεταχειριστή τον μαθητή του και τον παρακάλεσε να τον κάνει Χριστιανό.
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)
Ο ΑΒΒΑΣ Ισίδωρος ο Πρεσβύτερος μιας σκήτης στην Αίγυπτο είχε τόση ανεξικακία, ώστε έπαιρνε κοντά του κι εδιώρθωνε όλους τους κακούς υποτακτικούς. Όταν λόγου χάρι συνέβαινε να έχη κανένας από τους Γέροντας υποτακτικό αντίλογο ή ανυπότακτο και ήθελε να τον διώξη, ο Αββάς Ισίδωρος προλάβαινε και του έλεγε:
— Φέρε τον σε μένα, αδελφέ.
Τον κρατούσε στο κελλί, και με την καλωσύνη και την υπομονή του τον διώρθωνε και τον έστελνε σωφρονισμένο στο Γέροντά του.
Στην Εκκλησία πάλι το πιο προσφιλές του κήρυγμα ήτο το «εάν γάρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών...[1]».
— Αδελφοί, συγχωρήσατε, συγχωρήσατε τους αδελφούς σας, για να συγχωρηθούν αι αμαρτίαι σας, εφώναζε από τον άμβωνα με όλη τη δύναμι της ψυχής του ο άγιος Γέροντας.
* * *
ΕΝΑΣ ΑΔΕΛΦΟΣ που έτυχε ν’ αδικηθή από κάποιον άλλο επήγε στον Αββά Σισώη και του εξωμολογήθη•
— Πάτερ, ο τάδε αδελφός με αδίκησε κι ο λογισμός μου με βασανίζει να τον εκδικηθώ.
— Όχι, τέκνον, άρχισε να τον συμβουλεύη ο Όσιος. Άφησε την εκδίκησι στα χέρια του Θεού.
— Δε θα ησυχάσω, αν δεν τον κάνω να πονέση, όπως πόνεσα κι εγώ, εξακολουθούσε να λέγη συνεπαρμένος από το πάθος του ο νέος.
Αφού δεν έπαιρνε από λόγια, ο Όσιος τον φώναξε να κάνουν προσευχή μαζί, για να τον φώτιση ο Θεός να καταλάβη ποιο ήτο το ψυχικό του συμφέρον. Εγονάτισαν ο ένας δίπλα στον άλλον και ο Αββάς Σισώης, σηκώνοντας τα χέρια προς τον ουρανό, είπε αυτή την προσευχή•
— Κύριε και Θεέ μας, εμείς τα παιδιά σου σου δηλώνομε σήμερα με τας πράξεις μας, ότι δεν έχομε πια ανάγκη να έχης Συ την φροντίδα μας, γιατί εμάθαμε μόνοι να φροντίζωμε για τον εαυτόν μας και αυτοπροσώπως να εκδικούμεθα για λογαριασμό μας.
Ταράχτηκε ο αδελφός ακούγοντας τα λόγια της προσευχής, έστω καν αν ήσαν απολύτως σύμφωνα με την ψυχική του κατάστασι.
— Συγχώρησέ με, Πάτερ, είπε μετανοημένος στον Άγιο Γέροντα. Δεν επιθυμώ πια να εκδικηθώ τον αδελφό μου.
* * *
ΚΑΠΟΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ πήγε να συμβουλευθή τον Αββά Σιλουανό.
— Έχω ένα θανάσιμο εχθρό, Πάτερ, του εξωμολογήθη. Τα κακά που μου έχει προξενήσει αυτός ο άνθρωπος είναι αναρίθμητα. Προ καιρού κέρδισε με απάτη ένα μεγάλο κομμάτι από το χωράφι μου. Με συκοφαντεί, όπου βρεθή, κακολογεί κι εμένα και την οικογένειά μου. Μου έχει κάνει το βίο αβίωτο. Τώρα τελευταία μάλιστα επιβουλεύεται και την ζωή μου. Πριν λίγες ημέρες έμαθα πως αποπειράθηκε να με δηλητηριάση. Δεν παίρνει άλλο λοιπόν. Είμαι αποφασισμένος να τον παραδώσω στη δικαιοσύνη.
— Κάνε όπως θέλεις, του είπε με αδιαφορία ο Αββάς Σιλουανός.
— Δεν νομίζεις, Πάτερ, πως όταν τιμωρηθή και μάλιστα αυστηρά, όπως του πρέπει, θα σωθή η ψυχή του; ρώτησε ο ανθρωπος, που τώρα άρχισε να ενδιαφέρεται και για την ψυχική ωφέλεια του εχθρού του.
— Κάνε ό,τι σε αναπαύει, εξακολουθούσε να λέγη με το ίδιο ύφος ο Όσιος.
— Πηγαίνω, λοιπόν, στον δικαστή κατ' ευθείαν, είπε ο χριστιανός κι εσηκώθηκε να φύγη.
— Μη βιάζεσαι τόσο, του είπε με ηρεμία ο Όσιος. Ας προσευχηθούμε πρώτα να κατευοδώση ο Θεός την πράξιν σου.
Άρχισε το «Πάτερ ημών».
«Και μη αφίης ημίν τα οφειλήματα ημών, ως ουδέ ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών», ακούστησε να λέγη μεγαλοφώνως ο Όσιος, σαν έφτασε σ' αυτόν τον στίχο.
— Λάθος, Αββά, δε λέγει έτσι η Κυριακή Προσευχή, έσπευσε να διόρθωση ο χριστιανός.
— Έτσι όμως είναι, απεκρίθη μ' όλη του την απάθεια ο Γέρων. Αφού αποφάσισες να παραδώσης τον αδελφό σου στο δικαστή, ο Σιλουανός δεν κάνει άλλη προσευχή για σένα.
* * *
ΜΕΡΙΚΟΙ ευλαβείς νέοι ανέβηκαν στη σκήτη να επισκεφθούν ένα πνευματικό Γέροντα. Έξω από την καλύβη του βρήκαν κάτι τσομπανόπουλα, που έβοσκαν τα κοπάδια τους. Έκαναν όμως τόση φασαρία με τα παιχνίδια και τις φωνές τους, που απόρησαν οι επισκέπται.
— Πως ανέχεσαι αυτά τα παλιόπαιδα, Πάτερ, και δεν τα διώχνεις; ρώτησαν τον Γέροντα.
— Είναι καιρός τώρα, τέκνα μου, απεκρίθη ο αγαθός Γέρων, που έχω αποφασίσει να τα μαλώσω και να τα διώξω. Κάθε φορά όμως αναβάλλω, λέγοντας στον εαυτό μου• αν τόσο μικρή ενόχλησι δεν ανέχεσαι, πώς θα σηκώσης ένα πιο μεγάλο πειρασμό; Έτσι συνηθίζω να δέχωμαι ευχαρίστως τις μικροδοκιμασίες, που μου στέλνει ο Κύριός μου.
* * *
ΦΛΕΓΟΜΑΙ από τον πόθο να μαρτυρήσω για την αγάπη του Χριστού, είπε μια μέρα ένας άρχαριος Μοναχός σ' ένα έμπειρο Γέροντα.
— Αν την ώρα του πειρασμού σηκώσης ευχαρίστως το βάρος του αδελφού σου, του αποκρίθηκε εκείνος, είναι σαν να ρίχτηκες στην κάμινο των τριών Παίδων.
* * *
ΈΝΑΣ ΑΠΟ τους Γέροντας δίνει την ακόλουθη αξιοπρόσεκτη συμβουλή:
Αν μεταξύ σου και κάποιου άλλου ειπωθούν λόγια δυσάρεστα κι εκείνος, ύστερα από λίγο, αρνηθή αυτά που είπε, συ μη επιμένης να του λέγης, ναι τα είπες, γιατί σίγουρα θα παρεκτραπή πάλι και θα σου απαντήση:
— Ναι, τα είπα. Και με τούτο τι;
Και έτσι θα μεγαλώση η φιλονικία. Λησμόνησε λοιπόν τα πικρά λόγια για να έλθη μεταξύ σας ομόνοια και ειρήνη.
[1] Ματθ. ς’ 1
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)
Γι' αυτό σας έλεγα να κάνετε παιδί
Από τις πρώτες ημέρες του γάμου μας, ο οποίος είχε ξεκινήσει με τις καλύτερες προϋποθέσεις, ο Γέρων Πορφύριος, στον οποίο τηλεφωνούσαμε πολύ συχνά, μας έλεγε και μας ξαναέλεγε κάθε φορά να μην αποφύγουμε την τεκνογονία.
Λίγο μετά, που ήρθε στον κόσμο το παιδί μας, αποφασίσαμε να χωρίσουμε, διότι δε βλέπαμε πια μέρα καλή. Και κάπως τα είχαμε βάλει - ο Θεός να μας συγχωρήσει - και με το Γέροντα, που αντί να προϊδει, με το διοράτικό του χάρισμα, του οποίου είχαμε προσωπική εμπειρία, τη διάλυση του γάμου μας, τουναντίον μας προέτρεπε να κάνουμε παιδί.
Μόλις όμως άρχισε να μεγαλώνει το μωρό μας, συνειδητοποιήσαμε ότι θα εγκληματούσαμε απέναντί του αν προχωρούσαμε σε διαζύγιο. Έτσι, τα βάλαμε κάτω και, παρά το ότι και οι δυο προτιμούσαμε να χωρίσουμε - δε βλέπαμε άλλη λύση - συμφιλιωθήκαμε κι αρχίσαμε πάλι να ζούμε μαζί.
Τρία χρόνια πριν από την κοίμησή του μας είπε ο Γέρων Πορφύριος: "Αν δεν κάμνατε αυτό το παιδί, σήμερα θα είχατε πάρει διαζύγιο κι ο Θεός ξέρει τι θα γινόσαστε. Γι' αυτό σας έλεγα να κάνετε παιδί. Σώσατε το γάμο σας, που είναι τόσο ιερός, όπως όλα τα μυστήρια της εκκλησίας μας".
Και συνέχισε: "Να σκέφτεστε πάντα αυτή την είκονα που θα σας περιγράψω τώρα και θα καταφέρετε να φτιάξετε μια ευτυχισμένη οικογένεια - το παιδί σας να κρατά τον ένα σας από το ένα χέρι και τον άλλο από το άλλο, να προχωρά εκείνο μπροστά, να σας δείχνει το δρόμο κι εσείς ν' ακολουθείτε".
...ενώ υπάρχουν συζυγικές σχέσεις
Ζήτησα τη γνώμη του Γέροντος ως προς το ποιά επιχειρήματα θα πρέπει ν' αναπτύσσουμε, όταν μιλάμε κατά της αποφυγής της τεκνογονίας και πώς εκείνος ως πνευματικός αντιμετώπιζε το θέμα αυτό.
Δε θ' αναφερθώ τώρα λεπτομερειακά στην όλη συζήτηση. Αναφέρω μόνο ότι ο Γέρων Πορφύριος επικύρωσε την αυστηρή, ας τη χαρακτηρίσω έτσι, γραμμή, την οποία ακολυθώ κι εγώ στο θέμα αυτό - ότι δηλαδή, δεν επιτρέπεται η αποφυγή της τεκνογονίας ενώ υπάρχουν συζυγικές σχέσεις. Η χρήση άρα αντισυλληπτικών μεθόδων δεν είναι επιτρεπτή κ.λ.π.*
*Αυτή είναι η ακρίβεια. Σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να επιτραπεί κάποια κατ' οικονομίαν λύση κατά τη διάκριση διακριτικού πνευματικού. Δες και παρακάτω για την περίπτωση της συζυγικής εγκράτειας, του λευκού γάμου και του ζεύγους που ο Θεός δεν τους έδωσε παιδί, για να μην είναι δυστυχισμένο.
Συζυγική εγκράτεια που θα πλήγωνε την αγάπη!
Ένα ζεύγος ευσεβές και πολύ αγαπημένο και μονοιασμένο, που ήδη είχε έξι παιδιά, μάλιστα σε μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους, η σύζυγος - μητέρα πρότεινε στο σύζυγο να μείνουν στα έξι παιδιά ασκώντας εγκράτεια. "Μας φθάνουν", είπε, "έξι παιδιά και στο εξής να ζούμε εγκρατευμένοι". Ο σύζυγος με ηρεμία και ψυχραιμία άκουσε τη σεμνή σύζυγό του, αλλ' επιφυλάχθηκε να μη συμφωνήσει αμέσως. Πίστευε πως, για ένα τέτοιο θέμα, σοβαρό και λεπτό, τον πρώτο λόγο είχε ο Πνευματικός τους, που ευτυχώς ήταν ο Γέρων Πορφύριος. "Πριν από κάθε συζήτηση και μάλιστα απόφαση για το θέμα αυτό", είπε ο σύζυγος στη σύντροφό του, "θα πρέπει να συμβουλευθούμε το Γέροντα".
Επισκέφθηκαν λοιπόν το Γέροντα και το θέμα έθεσε πρώτα η σύζυγος λέγοντας επί λέξει:
-Όπως ξέρετε, Γέροντα, έχουμε έξι παιδιά και είπαμε να μείνουμε σ' αυτά ασκώντας από έδω και πέρα εγκράτεια.
Τότε ζήτησε το λόγο ο σύζυγος, που είναι και ευγενής και διακριτικός, για να εξηγήσει αρχικά μόνο τη λέξη "είπαμε".
-Με την ευλογία σας, Γέροντα, να κάμω μιαν εξήγηση.
Και στρεφόμενος στη σύζυγό του είπε:
-Με συγχωρείς, άλλα είπες "είπαμε", ενώ έπρεπε να ειπείς "είπα". Δική σου γνώμη είναι, αφού εγώ δεν είπα ακόμη τη γνώμη μου και πρότεινα αυτή τη συνάντηση και συζήτηση με το Γέροντα.
Ο Γέροντας μειδίασε και είπε στο πολύτεκνο και αγαπημένο ζεύγος:
-Το πρόβλημα δεν είναι η εγκράτεια. Το πρόβλημα είναι ότι θα πληγώσετε την αγάπη σας. Ο διάβολος θα ρίξει τόση γκρίνια μεταξύ σας, που για το παραμικρό θα εκνευρίζεστε και θα μαλώνετε, πράγμα που θα επηρεάσει και τα παιδιά σας. Γι' αυτό καλό είναι να το σκεφθείτε περισσότερο το θέμα αυτό και να προσευχηθείτε και θα σας δείξει ο Θεός το θέλημά Του.
Η περίπτωση του λευκού γάμου
Ένα νέο ζεύγος έδωσε αμοιβαία υπόσχεση να τηρήσει εγκράτεια στο γάμο του ή να κάνουν "λευκό γάμο", όπως συνήθως λέγεται. Η πρωτοβουλία ήταν περισσότερο της κοπέλας, με την οποία συμφώνησε και ο νέος, ο οποίος μάλιστα μετά το γάμο τους έγινε ιερέας. Αλλ' είχαν προβλήματα μεταξύ τους, γκρίνια κ.λ.π., τα οποία και ανέφεραν στο Γέροντα. Τότε ο Γέροντας τους συνέστησε να αποκτήσουν παιδιά, πράγμα που αρνήθηκαν αρχικά, επειδή θεωρούσαν την αμοιβαία υπόσχεσή τους για εγκράτεια ως δεσμευτική και ως αμαρτία την παράβασή της. Αλλ' ο Γέροντας τους έπεισε ότι εσφαλμένη ήταν η αμοιβαία υπόσχεσή τους, επειδή σκοπός* του γάμου είναι η παιδοποιία. Τους είπε μάλιστα ότι αναλαμβάνει εκείνος την πνευματική ευθύνη. Τελικά επείσθησαν και, όταν απέκτησαν παιδί, οι σχέσεις τους έγιναν ειρηνικές και ζούσαν ευτυχισμένοι.
Ως προς το θέμα του "λευκού γάμου", όπως σπάνια απαντάται στους Βίους των Αγίων, χρειάζεται πολλή προσοχή και πάντοτε συμβουλή και άδεια πεπειραμένου Πνευματικού.
*Κατ' ακρίβειαν ένας από τους σκοπούς και μάλιστα σπουδαιότατος.
Το παιδάκι σας θα σας ενώσει
Σε ανδρόγυνο, που είχε έντονα προβλήματα, τα οποία ταλαιπωρούσαν και το μικρό παιδάκι τους, ο Γέροντας είπε: "Εσείς τώρα βρίσκεσθε σε διάσταση, αλλά το παιδάκι σας θα σας ενώσει. Μη τσακώνεστε μπροστά του, γιατί του δημιουργείτε ψυχικά τραύματα. Πάρτε παράδειγμα την αθωότητά του. Μην το τραβάτε προς τα πίσω, με τη διχόνοιά σας. Αφήστε το να προχωρήσει και να σάς πιάσει τους δυό σας από το χέρι, για να σας τραβήξει κι εσάς μπροστά. Στη μέση το παιδάκι σας, εσείς δεξιά και αριστερά του, πιασμένοι από τα χεράκια του, να προχωρήσετε, όλοι μαζί, μπροστά και ψηλά". Ήταν μια παραστατική συμβουλή του Γέροντα, που προσφερόταν να γίνει ζωγραφικός πίνακας και θύμιζε τα λόγια του Χριστού: "Άφετε τα παιδία ελθείν προς με και μη κωλύετε αυτά - των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών", και "εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών".
Δεν τους έδωσε παιδί, για να μην είναι δυστυχισμένο
Ένα νέο ζεύγος είχε πολλές ατυχίες στο θέμα στης τεκνοποιίας. Η σύζυγος είχε πάθει πολλές αποβολές, είχε εγχειρισθεί και τελικά οι γιατροί απέκλεισαν τη δυνατότητα τεκνοποιίας. Έτσι σκέφθηκαν τη λύση της υιοθεσιάς και με τη βοήθεια κάποιου γνωστού τους, που συνδεόταν με τον Γέροντα Πορφύριο, ανακάλυψαν μια "άγαμη μητέρα", για να υιοθετήσουν το μωρό της. Και ενώ όλα είχαν συμφωνηθεί, πριν αρχίσει η διαδικασία της υιοθεσίας, ο συνδεόμενος με τον Γέροντα, γνωστός του ζεύγους και μεσολαβητής ηθέλησε να τον συμβουλευθεί για το θέμα αυτό. Αλλ' όταν ο Γέροντας άκουσε την περίπτωση, έπιασε το σφυγμό του μεσολαβητή και άρχισε να περιγράφει το χαρακτήρα των συζύγων με λεπτομέρειες. Ιδιαίτερα η σύζυγος είχε ψυχολογικά προβλήματα... Έπειτα ερώτησε:
-Σωστά τα λέω;
-Ναι, Γέροντα. Σαν να τους έχετε μπροστά σας.
-Μα τους έχω μπροστά μου. Γι' αυτό ο Θεός δεν τους έδωσε παιδί, για να μην είναι δυστυχισμένο. Να σταματήσεις την ανάμειξη σου στην υπόθεση αυτή. Και αυτό έγινε με αποτέλεσμα να ματαιωθεί η υιοθεσία εκείνη.
(βιβλίο: Ανθολόγιο Συμβουλών γέροντος Πορφυρίου, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι,)
Ποτέ δε θα της μιλήσεις για νηστεία
Κάτι, που μου έκανε συγκλονιστική εντύπωση, όταν το άκουσα, αφορά στο θέμα της νηστείας.
Επρόκειτο για ένα ζεύγος νεόνυμφων. Ο σύζυγος συνήθιζε να τηρεί τις νηστείες, ενώ η σύζυγος, εκ της οικογενειακής της παραδόσεως, δε νήστευε. Δεν ήταν αρνητής, αλλά, απλώς, έτσι ήταν συνηθισμένη.
Όταν έθεσαν το θέμα αυτό στο Γέροντα Πορφύριο, εκείνος συμβούλευσε το σύζυγο ως εξής: "Εσύ θα νηστεύεις, όπως μέχρι τώρα. Αλλά στη γυναίκα σου ποτέ δε θα μιλήσεις για νηστεία. Και στις περιόδους της νηστείας το ψυγείο θα το έχεις πάντοτε γεμάτο τρόφιμα. Η γυναίκα σου ας τρώει - εσύ να κάμνεις τις νηστείες σου".
Και πράγματι, όπως μετά ομολογούσε αυτό το ανδρόγυνο, ήρθε ο καιρός που, τηρώντας τη συμβουλή εκείνη του Γέροντος Πορφυρίου, άρχισε πλέον και η σύζυγος, η οποία ήταν καλοπροαίρετος άνθρωπος, να συγκλίνει και να συμπορεύεται μετά του συζύγου της και στο θέμα της νηστείας.
Δώσ' της και κανένα φιλί!
Σε έναν αδελφό είπε τα εξής:
"Όταν σε μαλώνει η γυναίκα σου καμιά φορά που ασχολείσαι πολύ με τα εκκλησιαστικά, μην τις μιλάς. Πήγαινε βόλτα και, όταν της περάσει και είναι εκεί στην κουζίνα να μαγειρεύει, χάιδεψε της λίγο το κεφάλι της ή δώσ' της και κανένα φιλί στο μάγουλό της. Της αρέσει και θα τα ξεχάσει όλα, ό,τι προηγουμένως της έκανες.
Μην της μπαίνεις πολύ της γυναίκας σου
Σε κάποιον αδερφό είπε:
"Πρόσεχε, μην της 'μπαίνεις' πολύ στη μύτη της γυναίκας σου. Να μη φανατίζεσαι πολύ. Να προσέχεις το 'μέτρο'. Μην το τραβάς πολύ".
Όταν ο άντρας σου βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση
Με τα χαρίσματα που είχε ο Γέρων Πορφύριος, γνώριζε τι χρειαζόταν σε κάθε περίπτωση. Είπε για παράδειγμα, σε μια παντρεμένη: "Να μη μιλάς καθόλου, όταν ο άντρας σου βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση. Κάνε την προσευχή σου και ζήτα κι από άλλους να προσεύχονται. Γιατί, αλλιώς, του δημιουργείται άσχημη κατάσταση, δε βρίσκει χαρά και ζεστασιά κοντά σου και τότε αρχίζει να κοιτάζει δεξιά και αριστερά". Συνιστούσε κάθε φορά, ανάλογα με την κάθε περίπτωση, εκείνο που ήταν πρόσφορο για τη γαλήνη της συγκεκριμένης οικογένειας.
Μια κακιά γυναίκα μπορεί να σ' αγιάσει
Φοβάμαι, Γέροντα, να παντρευτώ, μήπως μου τύχει καμιά κακιά γυναίκα.
-Μια κακιά γυναίκα μπορεί να είναι η ευκαιρία σου για τον παράδεισο.
Η σύζυγός δεν ήταν ψυχοπαθής
Γνώστος μου, που μένει στη βόρεια Ιταλία, μου τηλεφώνησε και με παρακάλεσε να πάρω τη γνώμη του π. Ποργυρίου για συγκεκριμένα προβλήματα της συζύγου του, με την οποία βρισκόταν σε διάσταση, δεδομένου ότι τα ίδια προβλήματα τα εξέθεσε σε διάσημο ψυχίατρο, κι εκείνος απεφάνθη ότι η σύζυγος του είναι ψυχοπαθής.
Ο Γέροντας με άκουσε με προσοχή και μου απήντησε: "Να πεις του γνωστού σου να ρωτήσει το διάσημο ψυχίατρό του: Πήγε να τον κοιτάξει γιατρός;"
Όσο πιο πολύ γκρινιάζεις, τόσο πιο πολύ αργεί
Η σύζυγος αναπήρου ιατρού ήταν απελπισμένη, διότι ο άνδρας της είχε αποκτήσει πολύ κακές συνήθειες. Έπειτα από την εργασία του στο Νοσοκομείο, πήγαινε στο καφενείο και γύριζε στο σπίτι μετά τα μεσάνυχτα, αφήνοντας ολόκληρη την ημέρα μόνους, κι εκείνη και τα παιδιά τους, που σχεδόν δεν τον έβλεπαν. Διαμαρτυρόταν, του κακομιλούσε, κι εκείνος αντιδρούσε, γυρίζοντας στο σπίτι ακόμη πιο αργά. Βρισκόταν σε αδιέξοδο.
Έμαθε για τον π. Πορφύριο και έσπευσε να τον συναντήσει. Όταν έφθασε στα Καλλίσια, ο ασθενής Γέροντας είχε κουρασθεί πολύ και του ήταν αδύνατο πλέον να συνεχίσει. Κόσμος πολύς περίμενε έξω. Όταν έφθασε η κυρία και έμαθε ότι ο Γέροντας διέκοψε τις συναντήσεις, λυπήθηκε πολύ και ρώτησε φίλο μου, που γνώριζε την οικογένεια, τι μπορούσε να κάνει. Ο φίλος της συνέστησε να αποτολμήσει να ζητήσει απλή ευλογία του Γέροντα, δεδομένου ότι αυτή έχει κάνει θαύματα.
Η κυρία πλησίασε με πολλή αγωνία. Δεν πρόλαβε να πατήσει το σκαλοπάτι του κελιού του Γέροντα και άκουσε τη φωνή του: "Εσύ να περάσεις μέσα". Ο Γέροντας "έπιασε" την αγωνία της και έκρινε, όπως φάνηκε, ότι ήταν επείγουσα ανάγκη, παρά την εξάντλησή του, να βοηθήσει την οικογένεια της, που κλυδονιζόταν. Την δέχθηκε "κατά πνευματικήν εξαίρεσιν". Όταν η κυρία βγήκε από το κελί του Γέροντα, το πρόσωπό της λαμποκοπούσε από χαρά. Μας εκμυστηρεύθηκε τα εξής: "Ο Γέροντας μου τα απεκάλυψε όλα. Μου είπε: Βλέπω τις αναπηρίες του, έχει κόμπλεξ και γι' αυτό ξενυχτά, για να το ξεχάσει. Καθώς εσύ συνεχώς του γκρινιάζεις, εκείνος δε θέλει να έρθει στο σπίτι και αργεί. Όσο πιο πολύ του γκρινιάζεις, τόσο πιο πολύ αργεί. Τώρα θα κάνεις το αντίθετο. Όσο πιο πολύ αργεί, τόσο πιο πολύ θα προσεύχεσαι γι' αυτόν, θα τον αγαπάς και θα τον περιποιείσαι. Έτσι, κι εκείνος θ' αλλάξει σιγά σιγά και θα τον τραβά όλονκαι πιο πολύ το σπίτι, η γυναίκα του, και τα παιδιά του. Και το πρόβλημά σου θα λυθεί". Η κυρία σαν να ξύπνησε από κακό όνειρο, μονολογούσε: Τί ανόητη που ήμουν τόσο καιρό! Με την γκρίνια μου πήγαινα να καταστρέψω την οικογένειά μου και δεν το καταλάβαινα. Εφήρμοσε πιστά τις οδηγίες του Γέροντα και, σε σύντομο χρονικό διάστημα, κέρδισε το σύζυγό της.
Ενώνει χωρισμένο ανδρόγυνο
Πήγαινα μια μέρα σον Παππούλη στο σπίτι του και μου είπε το κατωτέρο περιστατικό που του συνέβη με έναν ταξιτζή:
"Πήρα μια φορά, παιδί μου, ένα ταξί για να πάω σπίτι μου. Όταν μπήκα μέσα, ο οδηγός είχε βάλει το ράδιο που έλεγε κάτι λαϊκά τραγούδια και του είπα με καλό τρόπο:
-Σε παρακαλώ, επειδή έμενα δε μου αρέσουν αυτά τα τραγούδια, μήπως μπορείς να το κλείσεις αυτό το ράδιο;
-Ναι, παπά μου, να το κλείσω, απάντησε εκείνος.
Στη συνέχεια τον ρώτησα:
-Πώς σε λένε;
-Με λένε Βασίλη, μου είπε.
-Βρε το Βασίλη! του είπα. Έχεις παιδιά Βασίλη; τον ρώτησα.
-Έχω, μου λέει, δύο.
-Βρε Βασίλη, του λέω, το μεγαλύτερο παιδί σού μοιάζει πολύ, το ξέρεις;
-Ναι, μου μοιάζει, μου λέει αυτός, αλλά εσύ που το ξέρεις, παπά μου;
-Βρε πού είναι τώρα τα παιδιά σου; του λέω.
-Είναι σ' ένα χωριό, παπά μου, με τη μάνα τους.
-Και συ, μένεις εδώ μόνος σου; τον ξαναρωτάω.
-Ναι, μου λέει. Έχω χωρίσει, παπά μου, και εγώ είμαι εδώ και αυτή με τα παιδιά μένουν εκεί.
-Βρε συ Βασίλη, τους αφήνεις μόνους τους και δεν πας να τους ανταμώσεις;
-Δε γίνεται, παπά μου, μου λέει, γιατί πάει καιρός τώρα που ζούμε έτσι και δεν μπορώ να πάω εγώ εκεί τώρα.
-Γιατί βρε; τον ρώτησα. Θέλεις να σε βοηθήσω εγώ να ανταμώσετε; του λέω.
-Και πώς θα με βοηθήσεις εσύ, παπά μου; μου λέει.
-Βρε τι σε νοιάζει εσένα. Πες μου ότι θέλεις εσύ και εγώ θα το φροντίσω.
-Καλά, μου λέει, φρόντισέ το.
Τον παίρνω που λές, και τον πάω στο χωριό του που ήταν η γυναίκα του με τα παιδιά τους. Μόλις πλησιάσαμε στο σπίτι, μου λέει:
-Α! εγώ δεν προχωρώ άλλο. Σταματώ εδώ.
-Καλά, του λέω, κάτσε εδώ.
Κατεβαίνω εγώ τότε και πάω μέσα στο σπίτι και βρίσκω τη γυναίκα του και τη φέρνω κοντά του και έτσι τα ξανάφτιαξαν".
Παππούλη μου, του λέω στο τέλος κι εγώ. Σ' αγαπώ πολύ πολύ μ' αυτά που έκανες, και γελούσε και με τα δικά μου λόγια.
(βιβλίο: Ανθολόγιο Συμβουλών, γέροντος Πορφυρίου, εκδ. Ι.Μονή Μεταμορφώσεως Μήλεσι)
Ο Γέροντας ευλογεί και προστατεύει το γάμο
Ο Γέροντας βοηθούσε τους ενδιαφερομένους να τελέσουν γάμο. Μου είπε μια μέρα: "Με επισκέφθηκε μια μεγαλοκοπέλα, που είχε καλό χαρακτήρα, αλλά είχε απελπισθεί για το γάμο. Της είπα να προσευχηθούμε μαζί για το ζήτημά της μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Μόλις τελείωσε η προσευχή μας, της είπα: Θα παντρευτείς, και μάλιστα γρήγορα. Εκείνη γύρισε στο χωριό της και σε λίγο την επισκέφθηκε μια προξενήτρα και της είπε, ότι ένας καλός άνθρωπος, Ελληνοαυστραλός, ήρθε στην Ελλάδα, με σκοπό να βρει σύζυγο, αλλά απογοητεύθηκε κι έφευγε την άλλη μέρα άπρακτος. Της πρότεινε συνάντηση. Η συνάντηση έγινε την επομένη, και τη μεθεπομένη αρραβώνας, και σε λίγες μέρες γάμος και αναχώρηση για την Αυστραλία".
Ένας γνωστός μου αποκάλυψε, ότι ο Γέροντας τον ένωσε με τη γυναίκα του. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και τους προφύλαξε από τις μετέπειτα κακοτοπιές. Εάν δε βρισκόταν δίπλα μας ο Γέροντας, ο γάμος μας θα είχε ανατιναχθεί στον αέρα, μου είπε χαρακτηριστικά.
Με τις συμβουλές μου γεννήθηκαν αρκετά παιδάκια
Άτεκνη κυρία, που είχε κάνει πολλές αποβολές και ήταν πάλι έγκυος, προσέφυγε με αγωνία στο Γέροντα, ζητώντας τη συμπαράστασή του. Εκείνος "είδε", ότι το πρόβλημά της ήταν ψυχολογικό. Τη συμβούλευσε να νοικιάσει δωμάτιο σε γειτονικό χωριό, να ηρεμήσει και να μην επικοινωνεί με το συγγενικό της περιβάλλον, που της μετέδιδε άγχος, ούτε με το τηλέφωνο. Η κυρία ακολούθησε τις συμβουλές του. Μάλιστα τον επισκεπτόταν κατά διαστήματα και ηρεμούσε περισσότερο. Τελικά γέννησε ένα υγιές αγοράκι που, από ευγνωμοσύνη το ονόμασε Πορφύριο. Το περιστατικό το είχα πληροφορηθεί από φίλο, και μια μέρα που βρισκόμουν στο κελί του Γέροντα, είδα να μπαίνει με πολύ θάρρος ένα νήπιο, που το δέχθηκε με πολλή χαρά και του έδωσε καραμέλες. Έξω ακουγόταν τρακτέρ. "Ξέρεις ποιός είναι αυτός με το τρακτέρ;" με ρώτησε. "Είναι ο πάτερας του μικρού Πορφυρίου, που μπήκε στο κελί πριν λίγο, και από τη χαρά του έρχεται πότε πότε με το τρακτέρ του και μας οργώνει τον κήπο. Με τις συμβουλές μου γεννήθηκαν έτσι αρκετά παιδάκια κι έγιναν Πορφυράκια. Τα τελευταία του λόγια τα κάλυψε ένα πλατύ γέλιο.
Συμβουλές για το γάμο
Αυτούς που επιθυμούσαν το γάμο, ο Γέροντας τους προσανατόλιζε στη δημιουργία μιας πραγματικά ευτυχισμένης οικογενείας. Μου απεκάλυψε σχετικά: "Ήρθε σε μένα ένας καλός νέος και μου ζήτησε να τον βοήθησω να κάνει μια καλή χριστιανική οικογένεια. Τον συμβούλεψα να ψάξει μια αγνή κοπέλα από χωριό έξω από την Αθήνα. Με άκουσε, βρήκε σ' ένα χωριό, μια πολύ καλής ψυχής κοπέλα, που του άρεσε, τη ζήτησε σε γάμο, παντρεύτηκαν και του έκανε κάτι παιδιά κουκλάκια. Τώρα ζουν μια απλή και ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή". Ο Γέροντας έβλεπε, ότι τα πολλά, πολύπλοκα και εξεζητημένα κοσμικά προσόντα των υποψηφίων συζύγων, που ικανοποιούν κυρίως τις εγωιστικές τους βλέψεις, κάθε άλλο παρά εγγύηση αποτελούν για ευτυχία στο γάμο.
Θα αγιάζεσαι και θα ζηλέψει και η σύζυγός σου και θα σε μιμηθεί
Ένας πιστός νέος, που αρραβωνιάστηκε μια νέα, μάλλον άσχετη με την πίστη, επισκέφθηκε το Γέροντα, για να τον συμβουλευθεί. Ο Γέροντας, που βρέθηκε προ τετελεσμένου γεγονότος, "είδε" αμέσως τις αδυναμίες της μνηστής και του είπε χαρακτηριστικά: Εμπρός τώρα για την αγιότητα. Δεν υπάρχει άλλη λύση για σένα. Θα αγωνίζεσαι να αγιάζεσαι κάθε μέρα περισσότερο, και η σύζυγός σου, που θα βλέπει το πρόσωπό σου να λάμπει από τη χαρά του Χριστού, θα ζηλέψει και θα θελήσει να σε μιμηθεί. Σε κάθε πρόβλημα, ο Γέροντας έβρισκε την καλύτερη διέξοδο.
Γίνεται κι έτσι να παντρευτείτε
Ο Γέρων Πορφύριος ήθελε με το παράδειγμά μας, παρά με τα λόγια μας, να βοηθούμε τους άλλους, να τους επηρεάζουμε και να τους παρακινούμε στο δρόμο του Χριστού.
Έλεγε, θυμάμαι, σε κάποιον, ο οποίος είχε ζητήσει τη συμβουλή του προκειμένου να παντρευτεί μια κοπέλα, η οποία είχε ορισμένα προβλήματα και, οπωσδήποτε, θα είχαν και μετά το γάμο κάποια άλλα προβλήματα, όπως συμβαίνει με όλα τα ανδρόγυνα. Επιπλέον εκείνη η κοπέλα δεν ήταν και πολύ πιστή. Έλεγε λοιπόν, ο Γέρων σ' αυτό τον άνδρα: "Καλά, γίνεται κι έτσι να παντρευτείτε. Όταν θα βλέπει εσένα που, ζώντας τη χριστιανική ζωή, θα έχεις την ηρεμία και τη χαρά, θα ζηλέψει, και τότε, από μόνη της, θα θελήσει να έρθει κι αυτή κοντά στο Χριστό".
Με τις ιδιοτροπίες της να σ' αγιάσει και να την αγιάσεις
Ένας γνωστός μου, διαπραγματευόταν κάποιο συνοικέσιο που του έκαναν, αλλά ήταν διστακτικός, διότι διέκρινε στην υποψήφια σύζυγο μερικά σοβαρά ελαττώματα. Του συνέστησα να επισκεφθεί το Γέροντα. Εκείνος διέκρινε και του απαρίθμησε όλα τα ελαττώματα της υποψήφιας, καταλήγοντας αινιγματικά: "Αλλά κι έτσι γίνεται γάμος". Πώς γίνεται κι έτσι, Γέροντα; τον ρώτησε. Κι εκείνος του απάντησε: "Να με τις ιδιοτροπίες της να σ΄αγιάσει και να την αγιάσεις", εννοώντας μ' αυτό προφανώς ότι, αν την παντρευόταν, θα έπρεπε ν' ασκηθεί στην υπομονή, την ανεκτικότητα, την κατανόηση του άλλου, τη συγχώρεση και γενικά σε όλες τις αρετές, ώστε να γίνει άγιος. Ακούοντας αυτό ο ενδιαφερόμενος, έδωσε αρνητική λύση στο συνοικέσιο. Δεν τόλμησε ν' ακολουθήσει ένα τέτοιο δρόμο εξαγιασμού.
Συζυγική υπομονή
Όταν πήγαινε κάποιος παντρεμένος, που δεν είχε καλή σύζυγο, ή μια παντρεμένη, της οποίας ο σύζυγος δεν ήταν καλός και σήκωνε το σταυρό του ή το σταυρό της με υπομονή, τον αποκαλούσε άγιο - κι αν ήταν γυναίκα την αποκαλούσε αγία.
Συναισθηματική επιλογή συζύγου
Κάποιος, που είχε κάνει βεβιασμένη και αποκλειστικά συναισθηματική επιλογή συζύγου, είχε σοβαρά συζυγικά και γενικότερα οικογενειακά προβλήματα, τα οποία συζητούσε με τον Γέροντα. Σε μια συνάντησή τους του είπε: "Πάντως το μεγάλο λάθος το έκανες. Αυτό δε διορθώνεται. Τώρα να κοιτάξουμε πώς να αντιμετωπίσουμε με τη μεγαλύτερη επιτυχία τις συνέπειες του λάθους". Ο Γέροντας ήταν ρεαλιστής. Ούτε εξιδανίκευσε τη λανθασμένη επιλογή του επισκέπτου, ούτε τον άφησε να απογοητευθεί, από τη συνειδητοποίηση του ανεπανόρθωτου λάθους του. Τον οδήγησε στην προσπάθεια για την καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση των δυσάρεστων συνεπειών του λάθους, κι αυτή η προσπάθεια συνιστούσε επιτυχία, ευπρόσδεκτη από το Θεό.
(βιβλίο: Ανθολόγιο Συμβουλών Γέροντος Πορφυρίου, εκδ. Ι.Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι)
ΌΤΑΝ κουράζεται η ψυχή σου από το βάρος των δοκιμασιών, ας ψάλλουν τα χείλη σου θείους ύμνους κι η καρδιά σου ας μελετά τα ουράνια, για να βρίσκης ανακούφισι. Μιμήσου τον κουρασμένο οδοιπόρο, που με το τραγούδι, που σιγολένε τα χείλη του, διασκεδάζει τον κόπο της οδοιπορίας, έλεγε ο Αββάς Υπερέχιος.
* * *
ΆΛΛΟΣ Πατήρ συνήθιζε να λέγη συχνά στους νεωτέρους:
— Απομάκρυνε τους πειρασμούς και κανείς δε θα γίνη Άγιος. Όποιος αποφεύγει τις δοκιμασίες, απομακρύνεται από την ουράνιο ζωή.
* * *
ΚΑΠΟΙΟΣ φιλόπονος μοναχός, που αγωνιζόταν με όλες του τις δυνάμεις για την αρετή, κάποτε ατόνισε κι έπεσε σε αμέλεια. Γρήγορα όμως συνήλθε κι έλεγε στον εαυτό του:
— Ταλαίπωρε άνθρωπε, μέχρι πότε θα καταφρονής τη σωτηρία σου; Δε φοβάσαι τον θάνατο και την κρίσι;
Με τις σκέψεις αυτές γινόταν προθυμότερος στο έργον του Θεού.
Μια μέρα, ενώ προσηύχετο, μαζεύτηκαν γύρω του τα πονηρά πνεύματα και πάσχιζαν να τον αποσπάσουν από την προσευχή.
— Μέχρι πότε θα με βασανίζετε; είπε μ' αγανάκτησι ο αδελφός. Δε σας έφτασε τόσος χρόνος, που με είχατε ρίξει σε αμέλεια;
— Όταν ήσουν αμελής, δεν μας έδινες καμμιά ενόχλησι, αποκρίθηκαν με κακία οι δαίμονες, και σε παραμελούσαμε κι εμείς. Τώρα, που μας εναντιώνεσαι, σε πολεμούμε.
Σαν άκουσε αυτά ο αδελφός, εβίαζε πιο πολύ τον εαυτό του στον πνευματικό αγώνα και με τη Χάρι του Θεού πρόκοψε στην αρετή.
* * *
ΤΙ ΝΑ κάνω, Αββά, που με πειράζουν τα πάθη και οι δαίμονες; ρώτησε τον Όσιο Σισώη ένας νέος μοναχός.
— Μη λες πως πειράζεσαι από τους δαίμονες, τέκνον, αποκρίθηκε ο Γέροντας, γιατί οι πιο πολλοί πειραζόμεθα από τις κακές μας επιθυμίες.
* * *
ΑΡΧΑΡΙΟΣ ακόμη στη μοναχική ζωή ο Μωυσής ο Αιθίοψ, πολεμήθηκε από σαρκική επιθυμία. Πήγε τότε, ταραγμένος, να εξομολογηθή στον Αββά Ισίδωρο.
Ο Γέροντας τον άκουσε με συμπάθεια κι αφού του έδωσε τις συμβουλές που έπρεπε, του είπε να γυρίση πίσω στο κελλί του. Επειδή όμως εκείνος δίσταζε ακόμη, μήπως επιστρέφοντας του ανάψη πάλι η φλόγα της κακής επιθυμίας, ο Αββάς Ισίδωρος τον πήρε από το χέρι και τον ανέβασε σ' ένα μικρό δωμάτιο, που είχε πάνω από το κελλί του.
— Κύτταξε εδώ, του είπε, δείχνοντας του προς τη δύσι.
Είδε τότε ο Μωυσής ένα ολόκληρο στράτευμα από πονηρά πνεύματα με τεντωμένα τόξα, έτοιμα για πόλεμο και τρόμαξε.
— Κύτταξε τώρα προς την ανατολή, είπε πάλι ο Γέροντας.
Μυριάδες Αγγέλων σε στρατιωτική παράταξι ήσαν έτοιμοι ν' αντιμετωπίσουν τον εχθρό.
Όλοι αυτοί, του είπε ο Αββάς Ισίδωρος, είναι σταλμένοι από τον Θεό να βοηθήσουν τον αγωνιστή. Βλέπεις πως οι υπερασπισταί μας είναι πολύ περισσότεροι και ασυγκρίτως ισχυρότεροι απο τους εχθρούς μας;
Ο Μωυσής ευχαρίστησε με την καρδιά του τον Θεό γι' αυτή την αποκάλυψι και παίρνοντας θάρρος, γύρισε στο κελλί του να συνέχιση τον αγώνα του.
* * *
ΠΗΓΑΙΝΕ συχνά ο διάβολος στη σπηλιά κάποιου Ερημίτη, για να τον τρομοκρατήση και να τον κάνη να φύγη από κει. Εκείνος όμως όχι μόνο δε δείλιαζε, αλλά περιφρονούσε το πονηρό πνεύμα. Τότε ο διάβολος, για να τον παραπλανήση, του παρουσιάστηκε με τη μορφή του Χριστού.
— Είμαι ο Χριστός, του είπε.
Ο Ερημίτης έκλεισε τα μάτια του.
— Γιατί κλείνεις τα μάτια σου; του φώναξε ο διάβολος ερεθισμένος. σου είπα πως είμαι ο Χριστός.
— Εγώ δε θέλω να ιδώ τον Χριστό σ' αυτό τον κόσμο, αποκρίθηκε ο Ερημίτης, κρατώντας ακόμη τα μάτια του κλειστά.
Με τη θαρρετή απάντησι του ανθρώπου του Θεού ο διάβολος εξαφανίστηκε και δεν τόλμησε πια να τον πειράξη.
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)
ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ από όλες τις αρετές ονομάζουν οι Πατέρες την διάκρισι.
* * *
ΒΛΕΠΕΙΣ άνθρωπο να κρατά αξίνα στο χέρι του και ν' αγωνίζεται νύχτα-μέρα να κόψη ένα δέντρο και να μη το κατορθώνη κι άλλον πάλι έμπειρο σε τέτοια να το ρίχνη κάτω με λίγα κτυπήματα; συνήθιζε να λέγη ο Αββάς Αμμωνάς.
Έμπειρο εννοούσε εκείνον που έχει διάκρισι.
* * *
Ο ΣΙΔΗΡΟΥΡΓΟΣ που χτυπά τη μάζα του σιδήρου, λέγει ο Μέγας Αντώνιος, έχει προηγουμένως σκεφθή τι θέλει να φτιάξη, δρεπάνι, μαχαίρι, τσεκούρι κι ανάλογα εργάζεται. Κι ο άνθρωπος του Θεού ας συλλογίζεται απο πριν ποιά αρετή επιθυμεί ν' αποκτήση, για να μη κοπιάζη άσκοπα.
* * *
ΟΛΕΣ οι υπερβολές είναι γεννήματα του διαβόλου, έλεγε άλλος Πατήρ.
* * *
ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ, που ψυχομαχούσε ένας Άγιος Ερημίτης, παρουσιάστηκε μπροστά τον ο διάβολος και τον φώναξε:
— Με αφάνισες, άθλιε.
— Δεν είμαι ακόμη βέβαιος γι' αυτό, αποκρίθηκε ο Άγιος και αμέσως εκοιμήθη.
* * *
ΌΤΑΝ επρόκειτο να κοιμηθή ο Όσιος Αγάθων, έμεινε τρεις ήμερες ακίνητος στο στρώμα με τα μάτια ανοικτά, γυρισμένα προς τον Ουρανό. Την τρίτη ημέρα, σαν συνήλθε λίγο, τον ρωτούσαν οι μαθηταί του, που τον είχαν περιτριγυρίσει, να τους ειπή που βρισκόταν το πνεύμα του σ' όλο αυτό το διάστημα.
— Στο κριτήριον του Θεού, ψιθύρισε εκείνος τρέμοντας.
— Κι εσύ φοβάσαι, Πάτερ; τον ρώτησαν με απορία οι αδελφοί.
— Προσπάθησα, όσο μπορούσα, να φυλάξω τις εντολές του Θεού σε όλο μου το βίο. Μα είμαι άνθρωπος. Πως να ξέρω ότι έχω ευχαριστήσει τον Θεό; είπε πάλι με πολύ κόπο ο Όσιος.
— Δεν είσαι βέβαιος πως τα έργα σου ήταν κατά Θεόν; είπαν έκπληκτοι εκείνοι.
— Όχι, προτού βρεθώ μπροστά στον Δημιουργό μου, αποκρίθηκε ο Όσιος, γιατί με άλλο κριτήριο κρίνουν οι άνθρωποι και με άλλο ο Θεός.
Ήθελαν και άλλα ωφέλιμα για την ψυχή τους να ρωτήσουν οι αδελφοί, αλλ' ο Όσιος τους έκανε νόημα να μην ομιλούν πια.
— Είμαι απασχολημένος, ψιθύρισαν τα χείλια του.
Η μορφή του έλαμψε! Οι μαθηταί του τον είδαν να φεύγη από τον μάταιο κόσμο για την αιώνιο ζωή, με τη χαρά που νοιώθη κανείς σαν ξεκινά να συνάντηση το πιο αγαπημένο του πρόσωπο.
* * *
— ΕΙΝΑΙ δυνατόν στον άνθρωπο να βάζη κάθε μέρα αρχή; ρώτησε ο Αββάς Μωϋσής τον Όσιο Σιλουανό.
— Αν είναι εργάτης της αρετής, αποκρίθηκε ο Γέρων, όχι μόνο κάθε μέρα, αλλά και κάθε ώρα και κάθε στιγμή μπορεί να βάζη αρχή.
* * *
ΥΠΑΡΧΟΥΝ άνθρωποι, έλεγε ο Μέγας Αντώνιος, που εξαντλήσανε όλες τους τις σωματικές δυνάμεις σε υπερβολική άσκησι κι επειδή τους έλειψε η διάκρισι, δεν κατώρθωσαν να πλησιάσουν τον Θεό.
* * *
(Γεροντικόν,μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)