Από την Εκκλησιαστική Ιστορία αρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου
Α. «Υπήρχε μόνο δημόσια εξομολόγηση. Σε αυτήν υποβάλλονταν τα ελαφρά αμαρτήματα, ενώ οι χριστιανοί εύχονταν στο Θεό υπέρ των αμαρτωλών αυτών. «Να εξομολογείστε λοιπόν ο ένας στον άλλον τις αμαρτίες και να προσεύχεστε ο ένας για τον άλλον, για να θεραπευτείτε. Έχει μεγάλη δύναμη η προσευχή δίκαιου ανθρώπου όταν είναι ενεργής (εντατική)» (Επιστολή Ιακώβου, 5,16).
Δεν αναφέρεται ιδιαιτέρως συγχωρητική ευχή εκκλησιαστικού λειτουργού, αλλά αυτός βεβαίως συμπροσευχόταν μαζί με τους άλλους χριστιανούς. Η ευχή αυτού θεωρήθηκε η κυριότερη και σιγά σιγά έπαυσε η ευχή των χριστιανών.
Τα βαριά αμαρτήματα, κατά την επικρατέστερη γνώμη, απέκλειαν ολοτελώς από την Εκκλησία. Η γνώμη αυτή στηρίζεται στην προς Εβραίους επιστολή και την πρώτη επιστολή του Ιωάννη. Σύμφωνα με αυτές, τα μετά το βάπτισμα βαριά αμαρτήματα υπάγονταν στην άμεση κρίση του Θεού, άνθρωποι δεν μπορούσαν να αναμιχτούν σε αυτά με προσευχές και δεήσεις. Η σχέση αυτών με αυτά που τελούνταν στη δημόσια εξομολόγηση είναι προφανής. Τα μετά το βάπτισμα βαριά αμαρτήματα αποκλείονταν από τη δημόσια εξομολόγηση.
Ο αριθμός των βαρέων αμαρτημάτων δεν ήταν καθορισμένος. Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει πάντοτε περισσότερα από τρία, όχι πάντοτε τον ίδιο αριθμό, και κάθε φορά αναφέρει, όσα από αυτά είχε λόγους για αυτό, ή όσα θυμόταν (Α Κορινθίους, 5,11. 6,9 και εξής, προς Γαλάτας 5,19 και εξής, Α΄ προς Τιμόθεον 1,9 και εξής). Έτσι οι χριστιανοί θα πλησίαζαν κατά το δυνατόν περισσότερο προς το ιδανικό. Ότι αποκλείονταν ολοτελώς από την Εκκλησία αυτοί που αμάρταναν βαριά και ότι ως βαριά αμαρτήματα θεωρούνταν πολλά, ήταν εκδήλωση των ενθουσιαστικών τάσεων της εποχής αυτής, της ιδέας, δηλαδή, ότι πλησίαζε η Δευτέρα παρουσία του Χριστού και η τελική κρίση.
Η ιδέα αυτή έκανε τους χριστιανούς αυστηρότερους με τους εαυτούς τους και με τους άλλους και καθιστούσε τολμηρό, η Εκκλησία να λάβει απόφαση για αυτούς που αμαρτάνουν βαριά, αφού μετά από λίγο ο ίδιος ο Θεός θα αποφάσιζε για αυτούς.
Αυτοί που αμάρταναν βαριά δείχνοντας στο μεταξύ ανάλογη μεταμέλεια, μπορούσαν να ελπίζουν, ότι θα συγχωρεθούν από το Θεό στη μέλλουσα κρίση. Έτσι ο Παύλος συμβούλευε τους Κορινθίους «να παραδώσουν αυτόν τον άνθρωπο (τον αιμομίκτη) στο σατανά για να βασανιστεί η σάρκα, έτσι ώστε το πνεύμα να σωθεί στην ημέρα του Κυρίου» (Α΄ προς Κορινθ. 5,5).
Ένας λόγος του Χριστού έδινε βεβαίως στους αποστόλους απεριόριστο δικαίωμα να συγχωρούν αμαρτίες (κατά Ιωάννην 20, 23), αλλά αυτοί, όπως και οι υπόλοιποι χαρισματούχοι, προκειμένου για χριστιανούς που αμάρτησαν βαριά, εξαιτίας των λόγων που αναφέρθηκαν, έκαναν σε έκτακτες περιπτώσεις χρήση αυτού του δικαιώματος, και όσες φορές έκαναν χρήση αυτού, θεωρούνταν ένδειξη, ότι ο Θεός συγχωρούσε αυτόν που αμάρτησε βαριά και γινόταν αυτός πάλι δεκτός στην Εκκλησία (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία 3,23, 7 και εξής).
Αν εξαιρέσουμε τις έκτακτες αυτές περιπτώσεις, οι βαριά αμαρτάνοντες χριστιανοί αποκλείονταν ολοτελώς από την Εκκλησία και δεν γίνονταν πλέον δεκτοί σε αυτήν. Αυτής της κατάστασης απήχηση υπάρχει σε κάποιο χωρίο του Ειρηναίου που έγραψε το κατά αιρέσεων σύγγραμμά του γύρω στο 180.
«Είπε ο πρεσβύτερος εκείνος, ότι φοβάται μήπως τυχόν μετά τη γνώση του Χριστού, αφού πράξουμε κάτι που δεν αρέσει στο Θεό, δεν πάρουμε πλέον άφεση των αμαρτιών, αλλά αποκλειστούμε από τη βασιλεία του» (Κατά αιρέσεων, 4,27,2).
Επίσης στα αρχαιότερα συγγράμματα του Ωριγένη, ιδίως στο περί ευχής, που γράφτηκε γύρω στο 232. «Δεν γνωρίζω πώς κάποιοι επέτρεψαν στους εαυτούς τους αυτά που είναι πάνω από την ιερατική αξία, ίσως χωρίς να είναι ακριβείς στην ιερατική επιστήμη, καυχιούνται ότι μπορούν και ειδωλολατρείες να συγχωρούν, να δίνουν άφεση σε μοιχείες και πορνείες, επειδή η προσευχή τους για αυτούς που τόλμησαν αυτά λύνει και την προς θάνατον αμαρτία» (Περί ευχής, κεφ. 28)…» (Εκκλησιαστική Ιστορία αρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου, εκδόσεις Παπαδημητρίου σελ. 54-56, το κείμενο μεταγλωττίστηκε στη δημοτική, υπογραμμίσεις δικές μας)
Β. «Μεταβολές, που επήλθαν στην εξομολόγηση και τη μετάνοια, όσον αφορά σε δύο βαριά αμαρτήματα (έκπτωση από το χριστιανισμό και ακολασία), είδαμε αλλού (κεφ. 2 και 3). Σε αυτά ακολούθησε το τρίτο βαρύ αμάρτημα, ο φόνος, αλλά χωρίς έριδες και σχίσματα.
Για το φόνο πρώτη η σύνοδος της Αγκύρας (314) παρουσιάζεται ότι εγκατέλειψε την ισόβια μετάνοια με ευρύτερη έννοια (άφεση μετά τη β΄ παρουσία του Χριστού κατά την τελική κρίση). Στον εν μετανοία ευρισκόμενο εκούσιο φονέα ώρισε να παρέχεται το «τέλειον» (πλήρης εκκλησιαστική αποκατάσταση, θεία ευχαριστία) στην επιθανάτια κλίνη (κανόνας 22, ισόβια μετάνοια με στενότερη έννοια).
Μετά από αυτά εγκαταλείφθηκε και αυτού του είδους η ισόβια μετάνοια. Επικράτησε πρόσκαιρη μετάνοια. Ο Μέγας Βασίλειος (+ 379) δέχεται τους εκούσιους φονείς μετά από τέλεση εικοσαετούς μετάνοιας (κανόνας 56). Οι συγκαταβάσεις αυτές που γίνονταν στους βαριά αμαρτάνοντες είχαν ως βάση, ότι μετά το βάπτισμα υπήρχε μία μόνο μετάνοια. Αργότερα, και σε αυτούς που για δεύτερη φορά έπεφταν σε βαριά αμαρτήματα άρχισε να παρέχεται η άφεση στην επιθανάτια κλίνη (Ρώμης Σιρίκιος, 384-399), έπειτα όμως και πριν από αυτήν την επιθανάτια κλίνη, και όχι μόνο για δεύτερη φορά, αλλά και για περισσότερες (11 κανόνας Τολέδου 589).
Τα βαριά αμαρτήματα πλησίασαν τα ελαφρά αμαρτήματα. Όπως αυτά υποβάλλονταν στη δημόσια εξομολόγηση και μετάνοια, έτσι και εκείνα υποβλήθηκαν στην ίδια εξομολόγηση και μετάνοια, αλλά μακρότερη και αυστηρότερη. Εξαιτίας αυτού επήλθε ανάπτυξη της δημόσιας μετάνοιας. Οι μετανοούντες διαιρέθηκαν σε τάξεις. Επέδρασε ο θεσμός των κατηχουμένων. «Όπως εκείνοι διαιρούνταν σε δύο τάξεις (τους «ακροωμένους» και τους «φωτιζομένους», οι οποίοι γονάτιζαν), έτσι και αυτοί διαιρέθηκαν κατ’ αρχάς σε δύο τάξεις (τους «ακροωμένους» και τους «γόνυ κλίνοντας», ή «υποπίπτοντας»).
Ο όρος «ακροώμενοι» αρμόζει βεβαίως καλύτερα στους κατηχουμένους, που μάθαιναν για πρώτη φορά τα του χριστιανισμού, ενώ οι μετανοούντες κάλλιστα γνώριζαν αυτά. Σαφώς φαίνεται, ότι ο όρος αυτός από τους κατηχουμένους μεταφέρθηκε στους μετανοούντες.
Το ίδιο συνέβαινε και για τον όρο «γόνυ κλίνοντες». Οι τάξεις των μετανοούντων σιγά σιγά έγιναν περισσότερες και διαμορφώθηκαν καλλίτερα. Η διαίρεση των μετανοούντων άρχισε από τα μέσα της γ΄ εκατονταετηρίδας, ενώ η αύξηση των τάξεων και η διαμόρφωσή τους δεν έγινε συγχρόνως παντού. Οι σπουδαιότερες μαρτυρίες της εξέλιξης του θεσμού αυτού είναι οι επόμενες.
Στον Γρηγόριο Νεοκαισαρείας (254) συναντιούνται κυρίως δυο τάξεις, οι ακροώμενοι και οι υποπίπτοντες (κανόνας 7 και 8), ενώ γίνεται και υπαινιγμός και για τρίτη τάξη, τους «συνεστώτες» (κανόνας 9 «και αξιώνονταν της προσευχής»), αλλά είναι άγνωστο, αν αυτή ήταν ήδη τελείως διαμορφωμένη. Τέτοια συναντιέται η τρίτη τάξη αναμφίβολα στη σύνοδο της Αγκύρας (314, κανόνας 25) και στην Α΄ Οικουμενική (325, κανόνας 11).
Ο 11 κανόνας του Νεοκαισαρείας Γρηγορίου αναφέρει τέσσερις τάξεις μετανοούντων τελείως διαμορφωμένες, αλλά, ακριβώς εξαιτίας αυτού, ο κανόνας αυτός δεν είναι γνήσιος και δείχνει την περαιτέρω κατά τον δ΄ αιώνα επελθούσα ανάπτυξη. Οι τέσσερις αυτές τάξεις είναι οι επόμενες.
Η των «προκλαιόντων», οι οποίοι στέκονταν έξω από την πύλη του ναού (στην αυλή), με δάκρυα παρακαλώντας τους εισερχομένους χριστιανούς να προσευχηθούν για αυτούς, η των «ακροωμένων», οι οποίοι στέκονταν στο νάρθηκα μέχρι του κηρύγματος συμπεριλαμβανομένου, αλλά δεν είχαν δικαίωμα να προσεύχονται, η των «υποπιπτόντων» οι οποίοι βρίσκονταν μέσα στο ναό, έχοντας δικαίωμα να προσεύχονται. Η υπόπτωση (γονυκλισία) σχετιζόταν με την προσευχή. Ενώ οι της δεύτερης και τρίτης τάξεως έβγαιναν μαζί με τους κατηχούμενους, οι της τέταρτης τάξης, οι «συνεστώτες», παρέμεναν μέχρι τέλους της λειτουργίας, διαφέροντας από τους άλλους χριστιανούς μόνο σε αυτό, ότι απείχαν από τις καθαγιάσεις και κυρίως από τη θεια ευχαριστία (δες τους κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου +379).
Η ομοιότητα των τάξεων των μετανοούντων με τις τάξεις των κατηχουμένων δείχνει, ότι παρέμενε η αρχαία αντίληψη, κατά την οποία, οι βαριά αμαρτάνοντες δεν ανήκαν πλέον στην Εκκλησία. Και επιτράπηκε μεν να μπαίνουν πάλι σε αυτήν, αλλά έπρεπε να διέλθουν την οδό, από την οποία διέρχονταν οι αλλόθρησκοι που ήθελαν να μπουν στην Εκκλησία και γίνονταν κατηχούμενοι. Η οδός μάλιστα αυτή για αυτούς που αμάρτησαν βαριά ήταν μακρότερη και επιπονότερη από αυτήν που διένυαν οι κατηχούμενοι. Οι τάξεις των μετανοούντων ήταν διπλάσιες από τις τάξεις των κατηχουμένων και μία από αυτές, η των προσκλαιόντων, ήταν βαρύτερη από την κατώτερη τάξη των κατηχουμένων. Την συσχέτιση αυτή των μετανοούντων με τους κατηχουμένους έκαναν ήδη αρχαίοι συγγραφείς.
Ο Ωριγένης λέει· «Εάν αυτοί που αμάρτησαν, δείξουν αξιόλογη μεταβολή, με περισσότερο χρόνο από αυτούς που μπαίνουν από την αρχή, ύστερα κάποια στιγμή τους δέχονται (οι χριστιανοί αυτούς)» (Κατά Κέλσου, 3,51).
Οι Αποστολικές Διαταγές την αποδοχή των μετανοούντων επανειλημμένως την παρομοιάζουν με αυτήν των εθνικών (2,39,6).
Η Δύση, έχοντας μία τάξη κατηχουμένων, είχε και μία τάξη μετανοούντων. Όλοι, δηλαδή, οι μετανοούντες εκεί ήταν συνεστώτες, αποκλειόμενοι μόνο από τις καθαγιάσεις (δες Σωζομένου, Εκκλησ. Ιστορία 7,16). Μόλις τον θ΄ αιώνα συναντιούνται στη Δύση τάξεις μετανοούντων, όμοιες με αυτές της Ανατολής…» (Εκκλησιαστική Ιστορία αρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου, εκδόσεις Παπαδημητρίου σελ. 107-109, το κείμενο μεταγλωττίστηκε στη δημοτική)
Γ. «Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (+ γύρω στο 213) συμβουλεύει τον πλούσιο να προσλάβει κάποιον, που έχει θείο πνεύμα και θεία γνώση, ως ψυχικό βοηθό και οδηγό (Τις ο σωζόμενος πλούσιος, κεφ. 41), αλλά δεν έχουμε τότε ακόμη την μυστική εξομολόγηση ως εκκλησιαστικό θεσμό.
Οι πρώτες αρχές αυτού συναντιούνται στον Ωριγένη. Κάνει λόγο για μυστική εξομολόγηση των κρυφίων αμαρτημάτων (ελαφρών και βαρέων). Σύμφωνα με αυτόν, ο εξομολογητής θα κρίνει αν το κρύφιο αμάρτημα πρέπει να υποβληθεί στη δημόσια εξομολόγηση (Στον 37 ψαλμό ομιλία β΄, κεφ. 5, γράφτηκε 240-245). Από αυτά φαίνεται, ότι η μυστική εξομολόγηση ήταν μεν πλέον εκκλησιαστικός θεσμός, αλλά δεν θεωρούνταν ακόμη αυτάρκης για όλα τα κρύφια αμαρτήματα, για τα βαρύτερα από αυτά απαιτούνταν και η δημόσια εξομολόγηση.
Η μυστική εξομολόγηση των κρυφίων αμαρτημάτων επικράτησε στην Ανατολή και στη Δύση από τον δ΄αιώνα. Τα αίτια ήταν δύο.
Πρώτον, η δημόσια εξομολόγηση γινόταν μερικές φορές αδύνατη, διότι προκαλούσε τη επέμβαση της χριστιανικής πολιτείας κατά των εγκληματιών και επέφερε εφαρμογή των πολιτικών νόμων, οι οποίοι επέβαλλαν αυστηρές τιμωρίες, ενώ η Εκκλησία απέβλεπε στη διόρθωση των αμαρτωλών.
Ο Μέγας Βασίλειος (+379) απαγόρευσε να γίνονται γνωστές οι μοιχευόμενες γυναίκες, για να μην τιμωρηθούν με θάνατο (κανόνας 34), ενώ ο Αυγουστίνος (+430) για τον ίδιο λόγο απέφευγε να καταστήσει γνωστό φονιά, τον οποίο γνώριζε (Sermo 82,8,11).
Δεύτερον, η μυστική εξομολόγηση γενικώς διευκόλυνε την εξομολόγηση. Ο Χρυσόστομος (+407) επιτιμά τους ακροατές του, διότι ντρέπονται να εξομολογούνται τις αμαρτίες τους, αφού δεν αναγκάζει αυτούς να πράξουν αυτό δημόσια και προτρέπει αυτούς να εξομολογηθούν αυτές σε αυτόν μυστικά (Ομιλία στον Λάζαρο, 4,4). Από τα λόγια αυτά του Χρυσοστόμου, σε σύγκριση με τα παραπάνω αναφερθέντα λόγια του Ωριγένη, καταφαίνεται, ότι η μυστική εξομολόγηση θεωρούνταν πλέον αυτάρκης για όλα τα κρύφια αμαρτήματα.
Σε κάποια μέρη ορίστηκε πρεσβύτερος της μετανοίας, στον οποίο οι χριστιανοί εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους. Ο θεσμός αυτός σχετιζόταν με τη μυστική εξομολόγηση, εισήχθη, άρα, τον ε΄ αιώνα, και, όπως φαίνεται, σκοπό είχε να καταστήσει υποχρεωτική την εξομολόγηση των κρυφίων αμαρτημάτων.
Την εποχή του Κωνσταντινουπόλεως Νεκταρίου (391) στην πόλη εκείνη ευγενής γυναίκα αφού ήλθε στον πρεσβύτερο της μετάνοιας εξομολογήθηκε τις αμαρτίες της, και μία από αυτές ήταν τέτοια, ώστε επέφερε την καθαίρεση του διακόνου της εκκλησίας και την γενική κατά του κλήρου κατακραυγή. Ο Νεκτάριος με τη συμβουλή κάποιου κληρικού κατάργησε το υπούργημα του πρεσβυτέρου επί της μετανοίας (Σωκράτους, Εκκλησ. Ιστορία,5,9. Σωζομένου, Εκκλ. Ιστορία, 7,16). Στην κατάργηση αυτού στην Κωνσταντινούπολη «ακολούθησαν σχεδόν οι επίσκοποι παντού» (Σωζομένου, στο ίδιο).
Σύμφωνα με τον P. Batiffol, πρεσβύτερος της μετάνοιας τον δ΄αιώνα εισήχθη και στη Ρώμη, αλλά εκεί δεν καταργήθηκε ο θεσμός αυτός (Etudes d’ Histoire,Serie I, 1926,σελ. 331 και εξής). Με την κατάργηση του πρεσβυτέρου της μετανοίας, η εξομολόγηση των κρυφίων αμαρτημάτων αφέθηκε πάλι στην ελεύθερη θέληση των αμαρτανόντων. Οι χριστιανοί, που αισθάνονταν την ανάγκη της εξομολόγησης, μπορούσαν από μόνοι τους να βρουν κατάλληλα πρόσωπα για να εξομολογηθούν.
Η ελευθερία αυτή δεν διατηρήθηκε. Σε αυτό συνετέλεσαν τα επόμενα δύο γεγονότα. Πρώτον, ο Μέγας Βασίλειος μεταρρύθμισε την μυστική εξομολόγηση, διότι κατέστησε αυτήν τακτική και υποχρεωτική και την επεξέτεινε και στα μικρότερα αμαρτήματα, τα αμαρτήματα ακόμη των λογισμών. Την σημασία των κακών λογισμών είχαν καταστήσει αυτοτελές πρόβλημα ήδη οι αναχωρητές και μοναχοί, και ο Μ. Βασίλειος συμπεριέλαβε αυτό στα «ασκητικά» του. Συνδύασε αυτό με την εξομολόγηση και την μεταρρύθμιση αυτή της εξομολόγησης εισήγαγε στους μοναχούς με τον μοναχικό του κανόνα· «Πρέπει λοιπόν καθένας από τους υποτακτικούς, εάν βέβαια πρόκειται να δείξει αξιόλογη προκοπή… να απογυμνώνει τα κρυπτά της καρδιάς του σε αυτούς από τους αδελφούς που είναι εμπεπιστευμένοι να φροντίζουν με ευσπλαχνία και συμπάθεια τους ασθενείς» (Όροι κατά πλάτος, ερώτηση 26).
Αλλά η πράξη αυτή των μοναστηριών σιγά σιγά επέδρασε σε ολόκληρη την Εκκλησία. Κατ’ αρχάς επέδρασε στην Ανατολική Εκκλησία, και από αυτήν μεταδόθηκε στην αρχαία Εκκλησία των Βρεττανικών νήσων, η οποία εξ αρχής είχε σχέσεις με την Ανατολή και μάλιστα την Μικρά Ασία (K. Holl,1898).
Οι Ιρλανδοσκώτοι μοναχοί, οι οποίοι έδρασαν στην ηπειρωτική Ευρώπη, διέδωσαν την συνήθεια αυτή στην υπόλοιπη Δύση. Η Εκκλησία προέτρεπε τους χριστιανούς να εξομολογούνται και τα μικρότερα αμαρτήματά τους, και οι χριστιανοί περισσότερο ή λιγότερο ανταποκρίθηκαν στις προτροπές αυτές.
Η υπό του Μεγάλου Βασιλείου στους μοναχούς επιβληθείσα τακτική μυστική εξομολόγηση, πρώτον, συνετέλεσε, ώστε μεταξύ αυτών να αναδειχτούν έμπειροι εξομολογητές (πνευματικοί), ενώ στην Ανατολή και οι χριστιανοί κατέφευγαν πολλές φορές σε τέτοιους έμπειρους εξομολογητές μοναχούς.
Δεύτερον, η Εκκλησία επανίδρυσε το αξίωμα του πρεσβυτέρου της μετανοίας. Η επανίδρυση αυτή έγινε τον ιβ΄αιώνα όπως φαίνεται από τα επόμενα. Τέλη του ια΄ αιώνα, όταν έγραφε Πέτρος ο Χαρτοφύλαξ, δεν υπήρχαν ακόμη ορισμένοι πρεσβύτεροι της μετάνοιας, διότι συμβούλευε να εξομολογείται κάποιος, αν βρει κατάλληλο πρόσωπο. «Εάν λοιπόν βρεις άνδρα πνευματικό και έμπειρο, που μπορεί να σε γιατρεύσει χωρίς ντροπή και με πίστη, εξομολογήσου σε αυτόν σαν στον Κύριο και όχι σε άνθρωπο» (Ράλλη και Ποτλή, Σύνταγμα, 5,373).
Τέλη του ιβ αιώνα, όταν έγραφε ο Θεόδωρος Βαλσαμών, υπήρχαν τέτοιοι. Ο Βαλσαμών όχι μόνο κάνει ρητό λόγο για αυτούς, «πρεσβύτερος να μην απαλλάσσει μετανοούντα χωρίς τη γνώμη του επισκόπου, παρά μόνο από ανάγκη πιέζει από την απουσία επισκόπου» (ο.π. 4,464), αλλά και αναφέρει, ότι και αυτός διόρισε ειδικούς πρεσβυτέρους της μετανοίας στην Αντιόχεια, ως πατριάρχης της πόλεως αυτής (ο.π. 2,70).
Οι μυστικώς εξομολογούμενοι κατ’ αρχάς τελούσαν τη μετάνοια (τις ποινές) δημόσια, ώστε οι χριστιανοί έβλεπαν κάποιον να τιμωρείται, αλλά αγνοούσαν το αμάρτημά του. Αλλά η επικράτηση της μυστικής εξομολόγησης σιγά σιγά είχε ως αποτέλεσμα, ότι και η μετάνοια τελούνταν μυστικά. Η δημόσια εξομολόγηση και μετάνοια παρέμεινε για τα αμαρτήματα που γίνονταν φανερά. Έως πότε διατηρήθηκε, δεν είναι ακριβώς γνωστό.
Οι τάξεις των μετανοούντων που εισήχθησαν στη Δύση τον θ΄ αιώνα εξαφανίστηκαν σιγά σιγά μέσα σε έναν ή δύο αιώνες (Hinschius, Kirchenrecht,5,89 και εξής). Στην Ανατολή αναφέρονται αυτές μέχρι τον ια΄ αιώνα (Συμεών ο νέος Θεολόγος, Migne,155,357 και 360), αλλά δεν είναι βέβαιο αν εφαρμόζονταν»
(Εκκλησιαστική Ιστορία αρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου, εκδόσεις Παπαδημητρίου σελ. 304-307, το κείμενο μεταγλωττίστηκε στη δημοτική υπογραμμίσεις δικές μας)
Τα παρακάτω λόγια γράφτηκαν στον τάφο ενός Αγγλικανού Επισκόπου, στις κρύπτες του Αββαείου του Ουέστμινστερ:
Όταν ήμουν νέος κι ελεύθερος
κι η φαντασία μου δεν είχε όρια,
ονειρευόμουν ν' αλλάξω τον κόσμο.
Καθώς μεγάλωνα κάπως
κι αποκτούσα περισσότερη γνώση,
ανακάλυψα πως ο κόσμος δεν αλλάζει,
έτσι περιόρισα κάπως το στόχο μου
κι αποφάσισα να αλλάξω μόνο την πατρίδα μου.
Αλλά κι αυτή φαινόταν αμετακίνητη.
Φτάνοντας στη δύση της ζωής μου,
μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια,
αρκέστηκα στην προσπάθεια
να σώσω μόνο την οικογένειά μου,
αυτούς που ήταν πιο κοντά μου
αλλά, δυστυχώς, δεν ήθελαν ούτε ν' ακούσουν.
Και τώρα, ξαπλωμένος καθώς είμαι
στο κρεβάτι του θανάτου,
ξαφνικά συνειδητοποιώ:
αν άλλαζα πρώτα μόνο τον εαυτό μου,
θα άλλαζα και την οικογένεια μου
με το παράδειγμά μου.
Με τη δική τους έμπνευση και ενθάρρυνση,
ίσως κατάφερνα τότε να κάνω καλύτερη τη χώρα μου και,
ποιος ξέρει,
ίσως άλλαζα ακόμα και τον κόσμο.
(από το βιβλίο Βάλσαμο για την ψυχή, σελ. 79-80)
Πηγή: sophia-siglitiki.blogspot.gr
Φοιτητής: Εσείς οι Χριστιανοί αδιαφορείτε λίγο-πολύ για τα προβλήματα αυτής της ζωής. Συνέχεια μιλάτε για την αιώνια βασιλεία. Αιώνια βασιλεία εδώ, αιώνια βασιλεία εκεί, ενώ ο κόσμος έχει τόσα προβλήματα.
Ο γέροντας τον κοίταξε με το διαπεραστικό του βλέμμα και είπε:
Γέροντας: Παιδί μου, για να μη μιλάμε αφηρημένα, για πες μου ένα πρόβλημα αυτής της ζωής, για το οποίο δεν έχει δώσει απάντηση η Εκκλησία του Χριστού;
Φοιτητής: Ναι να σας πω. Η φτώχεια. Εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο πεινούν, είναι γυμνοί κι εσείς τους μιλάτε για τη αιώνια βασιλεία. Λες και μπορεί κανείς να χορτάσει ή να ντυθεί με την αιώνια βασιλεία.
Γέροντας: Καλό μου παιδί, και σ’αυτό έχει απαντήσει η Εκκλησία. Αν οι άνθρωποι τηρούσαν τις εντολές της «ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι» (Λουκ. 3, 11) και «εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον των γραμματέων και φαρισαίων, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. 5, 20), δεν θα μιλούσαμε αυτή τη στιγμή για φτώχεια! Φαντάσου ότι η δικαιοσύνη των Ιουδαίων έδινε στους φτωχούς το 1/10 από τα εισοδήματα τους. Αν λοιπόν οι άνθρωποι, τηρούσαν τις εντολές της Εκκλησίας και έδιναν περισσότερα από το 1/10 δεν θα υπήρχε ούτε φτώχεια, ούτε πείνα ούτε γύμνια στον κόσμο.
Φοιτητής: Πάτερ, κοιτάξτε. Αυτά είναι ευχόλογα. Τα έχουν πει κι’ άλλοι.
Γέροντας: Το ξέρω παιδί μου, ότι τα έχουν πει κι’ άλλοι. Αλλά υπάρχει μία διαφορά. Μίλησαν για δικαιοσύνη, για αγάπη, για ελευθερία, απευθυνόμενοι στην απρόσωπη μάζα που λέγεται ανθρωπότητα. Ενώ ο Χριστός μίλησε γι’ αυτά απευθυνόμενος στα πρόσωπα. Στον Βασίλη, στον Κώστα, στον Δημήτρη, στην Μαρία. Γι’αυτό, ενώ τα διάφορα κοινωνικά συστήματα δεν κατάφεραν να πείσουν κανέναν, ο Χριστός έπεισε χιλιάδες ανθρώπους να μοιράσουν τις περιουσίες τους στους φτωχούς, να εφαρμόσουν κοινωνική δικαιοσύνη, να συμπαρασταθούν στον ανθρώπινο πόνο, να θυσιάσουν και τη ζωή τους για την αγάπη των άλλων. Κατάφερε και τελώνες και πόρνες και ληστές και φονιάδες να τους αλλάξει τελείως και να τους κάνει αγίους. Και μια και αναφέρεσαι στα προβλήματα της ζωής, να σε ρωτήσω και γω κάτι: Ο θάνατος είναι ή δεν είναι πρόβλημα αυτής της ζωής;
Φοιτητής: - Δεν ξέρω.
Γέροντας: Ε, πως δεν ξέρεις; Ο θάνατος είναι πρόβλημα της ζωής και μάλιστα από τα οξύτερα. Τι έχεις να πεις εσύ ή κάποιος άλλος στη χαροκαμένη μάνα που κατεβάζει στον τάφο το παιδί της; Τι έχεις να πεις εσύ στο παιδί που κατευοδώνει στην τελευταία του κατοικία τον πατέρα του;
Φοιτητής: Εσείς τι έχετε να πείτε;
Γέροντας: Όχι εγώ. Η Εκκλησία. Η Εκκλησία παιδί μου, γεμίζει την ψυχή αυτών με την ελπίδα ότι ο χωρισμός αυτός είναι τελείως προσωρινός. Μετά από λίγο καιρό θα ξανασυναντηθούν. Γι’αυτό και τους φέρνει στα χείλη το: «Καλό ταξίδι παιδί μου», «Καλή αντάμωση πατέρα’». Το έχεις λίγο αυτό;
Φοιτητής: Πάτερ, εγώ σας μιλάω για την ζωή, εσείς με πάτε στον θάνατο.
Γέροντας: Παιδί μου, αν έχεις απάντηση σ’αυτό, απάντησε μου. Σε ρώτησα αν ο θάνατος είναι πρόβλημα της ζωής αυτής. Δεν μου απάντησες. Και επειδή δεν έχεις απάντηση, προσπαθείς να ξεφύγεις. Ας επανέλθουμε σ’εκείνα που απασχολούν εσένα ως «προβλήματα αυτής της ζωής».
Δε μου λες παιδί μου, ακόμα κι αν απαριθμήσεις όλα τα προβλήματα αυτής της ζωής ένα προς ένα, πως μπορείς να τα εξηγήσεις χωρίς, την μετά θάνατο, προοπτική; Τις αδικίες, τις συκοφαντίες, το φθόνο, τη φτώχεια, τις αρρώστιες… Τι νόημα έχει να τα υπομένει κανείς όλα αυτά και στο τέλος να φθάνει να καλύπτει δύο μέτρα γης και να φθάνει στην ανυπαρξία; Τι νόημα έχει; Κανονικά θα’πρεπε, λογικά σκεπτόμενος να αυτοκτονήσει! Ενώ με τον Χριστό όλα αυτά αποκτούν ένα νόημα. Όλα! Και ο πόνος και τα δάκρυα και οι αρρώστιες και ο θάνατος. Όλα αποτελούν προετοιμασία για το ταξίδι προς την αιωνιότητα.
Φοιτητής: Πάτερ, συνέχεια στα μνήματα με φέρνετε.
Γέροντας: Δε σε φέρνω στα μνήματα. Σου μίλησα για τη ζωή. Ή δεν είναι αυτά προβλήματα που αφορούν όλους τους ανθρώπους; Να σε ρωτήσω και κάτι άλλο αφού θέλεις να «σου μιλήσω για την ζωή». Το αν θα γίνεις εσύ αύριο καρδιολόγος, μικροβιολόγος ή χειρούργος, το αν θα νυμφευθείς ή όχι, το αν θα πετύχεις στο γάμο σου ή όχι, αυτό είναι ένα ενδεχόμενο. Μπορεί να συμβεί, μπορεί όχι.
Εκείνο όμως που είναι απόλυτα σίγουρο είναι ότι κι εγώ και εσύ κάποια μέρα θα πεθάνουμε. Ο θάνατος είναι το πιο σίγουρο γεγονός της ζωής μας. Δεν μπορείς να μένεις αδιάφορος στο πιο σίγουρο γεγονός της ζωής σου. Δεν μπορείς….
Φοιτητής: Πάτερ, δεν μ’ενδιαφέρει!
Γέροντας: Δεν μπορείς να λές ότι δεν σ’ενδιαφέρει.
Φοιτητής: Τι σχέση έχει τώρα αυτό με τη ζωή;
Γέροντας: Πως δεν έχει σχέση με την ζωή; Απάντησε μου στο ερώτημα: Ανάμεσα σε μένα και σένα είναι το μνήμα σου. Κοίταξε το και πες μου: Αρχίζεις ή τελειώνεις;
Φοιτητής: Μα, πάτερ. Τι σχέση έχει αυτό μ’εκείνο που συζητάμε;
Γέροντας: Πως δεν έχει σχέση; Από την απάντηση που θα δώσεις σ’αυτό το ερώτημα, θα εξαρτηθεί η ζωή σου. Αν πεις ότι στο μνήμα σου θα αρχίσεις, θα πρέπει να προετοιμαστείς γι’αυτό το ταξίδι. Αν πεις ότι τελειώνεις, τότε δεν μπορείς να βρεις νόημα στην ζωή σου.
Φοιτητής: Ε, πάτερ, πως δεν έχει νόημα; Εγώ τη γλεντάω τη ζωή μου.
Γέροντας: Καημένο παιδί! Έχεις την εντύπωση ότι όλη σου η ζωή θα είναι μία διαρκής χαρά και ευφροσύνη; Έχεις την εντύπωση ότι υπάρχουν άνθρωποι σ’αυτό τον κόσμο που πέρασαν όλη τη ζωή τους γλεντώντας; Αν ξέρεις τέτοιους ανθρώπους, φέρε μου έναν να τον γνωρίσω κι’ εγώ. Εγώ δεν ξέρω κανέναν! Και σε διαβεβαιώ ότι στα τριάντα χρόνια της ιερατικής μου διακονίας, πέρασαν εκατοντάδες άνθρωποι από το εξομολογητήριο μου, άλλα δεν γνώρισα ούτε έναν που να μην κουβαλούσε κάποιο σταυρό. Όλοι κουβαλούσαν τον σταυρό τους. Άλλος μικρότερο, άλλος μεγαλύτερο. Άλλος βαρύτερο, άλλος ελαφρύτερο. Δεν ήταν όμως κανένας που να μην είχε τον σταυρό του. Πως λοιπόν εσύ πιστεύεις ότι θα περάσεις όλη σου τη ζωή με γλέντια και ευτυχία;
Φοιτητής: Πάτερ, έχετε τα επιχειρήματα σας, αλλά εμένα δεν με απασχολεί το θέμα.
Γέροντας: Όταν παιδί μου σ’ απασχολήσει, έλα να σε βοηθήσω όσο μπορώ.
Και πραγματικά κάποτε ήλθε η στιγμή που τον απασχόλησε…
«Εξυπηρέτηση με χαμόγελο»
Κάποιος έγραψε ένα γράμμα σ' ένα μικρό ξενοδοχείο, σε μια πόλη του Μίντουεστ την οποία σκόπευε να επισκεφθεί στη διάρκεια των διακοπών του. Έλεγε τα εξής:
"Θα ήθελα πάρα πολύ να φέρω μαζί μου και το σκύλο μου. Είναι καθαρός και περιποιημένος και συμπεριφέρεται άψογα. Θα μου επιτρέπατε να τον κρατήσω στο δωμάτιό μου, μαζί μου, το βράδυ;"
Η απάντηση ήρθε αμέσως από τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου:
" Έχω αυτό το ξενοδοχείο εδώ και πολλά χρόνια. Σ' όλο αυτό το διάστημα ποτέ κανένας σκύλος δε μου έκλεψε τις πετσέτες, τα κλινοσκεπάσματα, ή τους πίνακες από τους τοίχους.
Ποτέ δε χρειάστηκε να διώξω από το ξενοδοχείο μέσα στη νύχτα ένα σκύλο επειδή ήταν μεθυσμένος και συμπεριφερόταν άσχημα. Και ποτέ κανένας σκύλος δεν το έσκασε για να μην πληρώσει το λογαριασμό.
Ναι, ο σκύλος σας είναι ευπρόσδεκτος στο ξενοδοχείο. Κι αν ο σκύλος σας είναι πρόθυμος να σας εγγυηθεί, μπορείτε να έρθετε να μείνετε κι εσείς"
Karl Albrecht και Ron Zenke (από το βιβλίο Βάλσαμο για την ψυχή, σελ. 174-175)
********
«Δεν μπορώ να καταλάβω με βεβαιότητα αν είσαι άνθρωπος.
Όταν κλωτσάς σαν γαϊδούρι και πηδάς όπως ο ταύρος
και χρεμετίζεις για τις γυναίκες όπως ο ίππος
και είσαι λαίμαργος όπως η αρκούδα
και παχαίνεις το σώμα σου σαν ημίονος
και μνησικακείς σαν καμήλα και αρπάζεις όπως ο λύκος,
οργίζεσαι όπως το φίδι, δαγκώνεις όπως ο σκορπιός,
είσαι ύπουλος όπως η αλεπού,
έχεις μέσα στην ψυχή σου δηλητήριο όπως η κόμπρα και η έχιδνα
και διεξάγεις πόλεμο κατά των αδελφών σου όπως ο πονηρός εκείνος διάβολος, πώς είναι δυνατόν να σε υπολογίζω μεταξύ των ανθρώπων,
αφού βλέπω να έχεις αυτού του είδους τα χαρακτηριστικά;..
Τι να σε ονομάσω λοιπόν; Θηρίο;
Τα θηρία όμως έχουν ένα από αυτά τα ελαττώματα.
Εσύ, αντιθέτως, αφού τα συγκέντρωσες όλα μαζί, προχωράς πέρα από τη ζωώδη κατάσταση εκείνων»
(άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εκδ. ΕΠΕ τόμος 9, σελ. 141)
Ο κίνδυνος του εγωισμού
Στο χτύπημα της θύρας του Παραδείσου βαριά αντήχησε η ερώτηση:
- Ποιος είναι; ρώτησε από μέσα ο Χριστός.
- Εγώ, απάντησε ο ασκητής.
Η πόρτα έμεινε κλειστή. Καμιά φωνή από πουθενά. Έφυγε πάλι για την έρημο. Υποβλήθηκε σε νέες πνευματικές ασκήσεις και ξαναγύρισε. Χτύπησε την πόρτα και στο ερώτημα «ποιος είναι» αυτή τη φορά απάντησε «Εσύ». .. Άνοιξε διάπλατα η θύρα. Γιατί είχε τώρα πια ανακαλύψει ποιό ήταν, εκείνο, που την κρατούσε κλειστή. Ήταν το «εγώ» του εγωιστή ανθρώπου, που έπρεπε να αντικατασταθεί με το «εσύ» του Χριστού.
*********
Θεέ μου,
Κάνε με να βλέπω τον εαυτό μου, όχι με τα μάτια τα δικά μου, αλλά με τα μάτια των φίλων μου, για να τον διορθώνω.
Με τα μάτια των εχθρών μου, για να τον προστατεύω.
Με τα μάτια τα δικά Σου, τον οφθαλμόν «ως τα πανθ’ ορά», για να τον ανυψώνω.
*********
Τον καταψήφισαν στις εκλογές και έπρεπε να παραδώσει την δημαρχία στον αντίπαλο του. Πριν όμως φύγει, θέλησε να τον παγιδεύσει. Ήξερε τις αδυναμίες του, το πόσο εγωιστής ήταν και το πόσο εύκολα φόρτωνε τα λάθη του στους άλλους. Του άφησε λοιπόν τρείς φακέλους με ένα σημείωμα: Αν ποτέ δυσκολευτείς, άνοιξε τους έναν – έναν με τη σειρά τους. Κάθε φορά θα βρίσκεις μέσα μια χρήσιμη συμβουλή. Δεν πέρασε καιρός και άρχισαν τα λάθη του. Έτσι από περιέργεια άνοιξε τον πρώτο φάκελο.
- Ρίξ’ τα σε μένα έγραφε! Του άρεσε η ιδέα και άρχισε να κατηγορεί για όλα τον προκάτοχο του.
Με τον καιρό ήρθαν και νέες γκάφες οπότε αναγκάστηκε να ανοίξει τον δεύτερο φάκελο.
- Ριξ΄τα στους άλλους! Έγραφε. Ξανάπεσε στην παγίδα και άρχισε να φορτώνει όλα του τα λάθη σε όλους τους άλλους πλην αυτού.
Δεν άργησε έτσι να γίνουν τα πράγματα απελπιστικά οπότε χρειάστηκε και τον τρίτο φάκελο. Τον άνοιξε και διάβασε:
- Τώρα ετοίμασε εσύ τους δικούς σου φακέλους!
*********
Ένας νεαρός Αθηναίος, από αριστοκρατική οικογένεια, αλλά άσωτος και μωρός, περιφρονούσε τον συνομιλητή του Κλεάνθη για την άσημη καταγωγή του. Ο Κλεάνθης όμως, που έγινε ονομαστός φιλόσοφος, είπε στον ανάξιο εκείνο: «Με μένα θα αρχίσει η δόξα της γενιάς μου. Με σένα θα τελειώσει».
(Από το βιβλίο: Στάχυα, Τόμος Α, Κωνσταντίνος Κούρκουλας)
Τι είδους αγάπη;
«Μα εγώ τους αγαπώ τους ανθρώπους», λέμε συχνά. Δεν ωφελεί καθόλου να κρυβόμαστε
πίσω από τέτοιες υπεκφυγές. Όλους τους ανθρώπους όταν βρίσκονται μακριά, τους
αγαπάμε! Ένας συγγραφέας απεικονίζει τον χαρακτήρα ενός ήρωά του ως εξής:
«Αγαπούσε την ανθρωπότητα σε τέτοιο βαθμό, που έφτανε στο σημείο να μισεί κάθε
μεμονωμένο πρόσωπο, επειδή αυτό παραμόρφωνε στα μάτια του την τέλεια εικόνα της
ανθρωπότητας» [ Πρόκειται για τον Ντοστογιέφσκι και τον ήρωά του Ιβάν Καραμάζωφ].
Αγαπούσε αληθινά την αφηρημένη έννοια, μη πραγματική (εξιδανικευμένη)
ανθρωπότητα∙ ό,τι όμως αφορούσε σε συγκεκριμένο άνθρωπο ή σε ομάδα ανθρώπων
δεν μπορούσε να το ανεχτεί, να το αντέξει. Στους πραγματικούς ανθρώπους
διέκρινε την ασχήμια, ενώ αυτός ονειρευόταν την τέλεια ομορφιά που δεν υπάρχει ούτε
υπήρξε ποτέ, την ομορφιά που κανένας δεν πρόκειται να δει πριν από τη Δευτέρα
Παρουσία.
Γαλ. 6, 2 «ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, και οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ:»
Κι η αγάπη για τους ανθρώπους που τυχαίνει να είναι τριγύρω μας, ίδιας πάστας δεν είναι;
Περιορίζεται σε ελάχιστους∙ μα κι αυτούς δεν τους αγαπάμε με την πρώτη, δεν τους
αγαπάμε χωρίς να τους θέτουμε προϋποθέσεις∙ οι τσακωμοί είναι ασταμάτητοι, τα
αισθήματά μας γίνονται ψυχρά. Και σαν επιστέγασμα όλων έρχεται η αποστροφή μας για
τους άλλους.
Ο Απόστολος Παύλος παραγγέλει: Να σηκώνετε ο ένας το φορτίο του άλλου και έτσι
θα εφαρμόζετε πλήρως τον νόμον του Χριστού ( Γαλ. 6, 2 «ἀλλήλων τὰ βάρη
βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ»). Τούτα τα βάρη δεν
είναι μόνο οι δυστυχίες της ζωής, αλλά και το βαρύ φορτίο του προσώπου του άλλου
ανθρώπου. Όλοι μπορούμε να σηκώσουμε το βάρος της θλίψης του άλλου, όταν
πρόκειται για μια σύντομη αρρώστια, μια πρόσκαιρη διένεξη∙ πόσο φοβερό είναι να
βλέπουμε ότι η θλίψη διαρκεί, η αρρώστια παρατείνεται, οι στερήσεις δεν έχουν
τέλος. Δεν περνά πολύς καιρός (καιρός ειλικρινούς θλίψης για το πρόσωπο του άλλου
και φροντίδας ανιδιοτελούς για τις ανάγκες του) και απέναντί του ψυχραινόμαστε:
«Μα δεν θα τελειώσει ποτέ η αρρώστια του, η ανέχειά του, ο πόνος του; Είναι καιρός πια
ν’ αναρρώσει! Είναι καιρός να κουνηθεί κι αυτός λιγάκι, να συνέλθει! Θα πρέπει εγώ
ν’ ασχολούμαι μ’ αυτό τον άνθρωπο όλη μου τη ζωή;». Όμως ο Κύριος δεν φέρεται
έτσι σ’ εμάς. Όσο διαρκεί η ζωή μας – κάποιες δεκαετίες δηλαδή - ο Κύριος υπομένει,
περιμένει, ελπίζει και όλο αυτό τον καιρό, ναι όλο αυτόν τον καιρό, μοχθεί να μας
προσφέρει βοήθεια…
Δυστυχία δεν σημαίνει ν’ αγαπάμε λίγους ανθρώπους, να μη μπορούμε
ν’ αγαπήσουμε μεγάλο πλήθος, να έχουμε καρδιά στενόχωρη [ «στενοχωρεῖσθε
ἐν τοῖς σπλάγχνοις ὑμῶν», λέει ο Απόστολος Παύλος ( Β΄ Κορ. 6, 12 ) ]. Δυστυχία είναι
να βλέπουμε πόσο θλιβερή και αξιολύπητη είναι η αγάπη μας γι’ αυτούς που
ισχυριζόμαστε ότι είναι τα αγαπημένα μας πρόσωπα∙ πόσο κλονισμένη από την
ανυπομονησία, πόσο γυμνή από στοργή και ευαισθησία, πόσο παράλογη και
εξωφρενική!
Πρέπει να συλλογιστούμε λοιπόν ποια είναι η σχέση μας με τα μέλη του περιβάλλοντός
μας και ν’ αναρωτηθούμε: Τι είδους αγάπη έχω προς αυτούς; Μια αγάπη χαράς ή
μια αγάπη φορτική; Διότι είναι πράγματι πιθανό, η αγάπη μας να πνίγει κάποιον, να τον
κάνει να νιώθει ανελεύθερος, σκλάβος∙ είναι πιθανό κάτω από το βάρος αυτού που
εμείς ονομάζουμε «αγάπη», ο αγαπώμενος να υποφέρει. Υποφέρει όταν εμείς
νομίζουμε ότι γνωρίζουμε καλύτερα από αυτόν ποιες είναι οι ανάγκες του, πού είναι
η χαρά του∙ όταν του αφαιρούμε και το ελάχιστο της ελευθερίας του, της
δημιουργικότητάς του∙ όταν επιθυμούμε να διευθύνουμε εμείς οι ίδιοι τη
ζωή του, προκειμένου να τον «βελτιώσουμε»…
(Μητροπολίτου Anthony Bloom, "Το μυστήριο της ίασης" , εκδ. Εν πλω, μετάφραση Χ. Κούλας)
Φρόντισε εσύ το οικογενειακό σου περιβάλλον να είναι Παράδεισος και μην ανησυχείς για τα παιδιά σου που πήδηξαν έξω από το φράχτη του. Όσο μακριά κι αν βρεθούν κι από όποιο δρομάκι της ζωής αν περάσουν, θα νοσταλγούν πάντα εκείνο που γνώρισαν κι έζησαν πίσω από το φράχτη. Και κάποτε θα τον ξαναπηδήσουν, αλλά προς τα μέσα αυτή τη φορά.
***
Ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης συνάντησε μια μέρα στο δρόμο έναν μικρούλη με τον παιδαγωγό του. Το παιδί πήρε τότε μια πέτρα και την πέταξε εναντίον του Διογένη, αποδείχνοντας έτσι ότι ήταν κακοαναθρεμμένο. Και ο φιλόσοφος αντί να μαλώσει τον μικρό, έδωσε ένα ράπισμα στον παιδαγωγό του, θέλοντας να δείξει με αυτό ότι εκείνος έφταιγε.
Η ανατροφή των παιδιών είναι δύσκολο πράγμα. Αλλά οι ελλείψεις της δεν απαλλάσσουν τους μεγάλους από την ευθύνη.
***
Δεν γνωρίζουμε εάν στο Γολγοθά κατά την Σταύρωση βρισκόταν εκεί και οι γονείς του Ληστή. Εάν όμως είχαν πάει θα ήσαν όχι μόνο θλιμμένοι αλλά και κοινωνικά, όπως θα λέγαμε σήμερα, μειωμένοι. Δεν ήσαν παρά οι γονείς ενός κακούργου.
Είχαν βγάλει και είχαν δώσει στην κοινωνία ένα ληστή!!
Και ήσαν απόβλητοι της κοινωνίας.
Αυτά όμως προ του «Τετέλεσται». Μετά από αυτό και χάρις σε ένα «μνήσθητι μου» οι γονείς αυτοί έγιναν οι γονείς του πρώτου πολίτη της βασιλείας των Ουρανών.
Ας μη θλίβονται, λοιπόν, οι γονείς.
Για κανένα παιδί δεν ειπώθηκε ακόμα το «τετέλεσται».
***
Το όνομα που θα χαράξεις το φλοιό ενός δένδρου θα μεγαλώσει μαζί σου.
Το ίδιο και στην καρδιά του παιδιού σου.
Ό,τι χαράξεις στα τρυφερά του χρόνια, αυτό θα διαβάζεις και στα κατοπινά του σε μεγέθυνση.
***
Καθόταν στις κερκίδες γέρων πλέον ο ολυμπιονίκης Διαγόρας. Σε λίγο το στάδιο σείστηκε από τις επευφημίες του λαού στους νέους ολυμπιονίκες, που έκαναν τον γύρο του θριάμβου. Δύο από αυτούς στάθηκαν μπροστά στον γέροντα. Τον πήραν από τις κερκίδες, έβγαλαν και φόρεσαν στη λευκή κεφαλή του τα στεφάνια τους, τον σήκωσαν στους ώμους τους, και τον περιέφεραν θριαμβευτικά!
Ήσαν οι δυο γιοί του!
Τα πλήθη επευφημούσαν ξέφρενα, οπότε από το βάθος ακούστηκε μια απρόσμενη ευχή, που ευχόταν μια ακόμα μεγαλύτερη ευτυχία: τον θάνατο!
- «Κάτθανε, ω Διαγόρα, ούχ ές Όλυμπον αναβήσει». (Πέθανε, Διαγόρα. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο σπουδαιότερο να απολαύσεις. Δεν πρόκειται να γίνεις θεός του Ολύμπου).
Κάτθανε! Πράγματι, δεν έχει δώσει κανείς σε θνητό καλύτερη ευχή από του να τον αξιώσει ο Θεός να έχει φτάσει ο θάνατος την ώρα που πρέπει και όπως πρέπει.
(Από το βιβλίο: Στάχυα,Τόμος Α, Κωνσταντίνος Κούρκουλας)
Μια μητέρα παραπονιόταν στον εξομολόγο της ότι ο γιός της δεν έδινε καμία σημασία στα όσα αυτή του έλεγε για το Θεό και την πίστη.
Ο ιερέας έμεινε για λίγο σκεπτικός και μετά της είπε:
- Θα σας δώσω μια συμβουλή. Να μιλήσετε στο Θεό για τον γιό σας και όχι μόνο στο γιο σας για το Θεό.
***
Ένας γονιός έστειλε προς τους εκπαιδευτικούς ένα γράμμα:
«Αγαπητοί μου,
Σας εμπιστευόμαστε και πάλι ότι πιο πολύτιμο έχουμε. Τα παιδιά μας. Συγγνώμη που σας το ξαναθυμίζουμε. Σ’ αυτά, δεν διδάσκουμε εκείνο, που θέλουμε. Δεν διδάσκουμε εκείνο, που ξέρουμε. Διδάσκουμε εκείνο που είμαστε. Καλή χρονιά».
***
Τα παιδιά σου, ενώ μπορείς να προσπαθήσεις να γίνεις σαν κι αυτά, μην ψάχνεις να τα κάνεις σαν και σένα. Γιατί η ζωή δεν πάει πίσω, ούτε καθυστερεί στο χθες. Εσύ είσαι το τόξο, απ’ όπου τα παιδιά σου σαν βέλη στέλνονται μπροστά.
***
Τα παιδιά σου δεν είναι υποστατικά σου.
Είναι οι γιοί σου, και οι κόρες της λαχτάρας, της ζωής.
Για τη ζωή τους εσύ είσαι το μέσο και όχι η αρχή.
Μπορείς να τους δώσεις την αγάπη σου, δεν μπορείς να τους επιβάλλεις τις ιδέες σου.
Είσαι το τόξο από το οποίο εκτοξεύονται σαν ολοζώντανα βέλη.
Κάμε, καλέ τοξότη, ώστε κάθε σαΐτα, που κρατάς στα χέρια σου να σημαίνει χαρά.
Χαλίμ Γκιμπράντ
***
Η Πηνελόπη Δέλτα, αναφέρει με κάποια πίκρα, στα Απομνημονεύματα της, ότι η μητέρα της, γυναίκα μορφωμένη της εποχής, δεν είχε διαβάσει ούτε ένα από τα έργα της. Από πείσμα και φανατισμό, γιατί ήσαν γραμμένα στη… δημοτική γλώσσα! Και πέθανε χωρίς να χαρεί ούτε ένα από τα θαυμάσια δημιουργήματα της κόρης της!
Τι κρίμα… αλλά και τι δίδαγμα για μας τους «αυστηρούς» γονείς, που με τέτοιους στείρους φανατισμούς και πείσματα διώχνουμε από κοντά μας τα παιδιά μας. Διώχνοντας έτσι και την ευτυχία μας και την ευτυχία τους.
***
Κατά την πυρπόληση της Τροίας οι κάτοικοι έφευγαν πανικόβλητοι παίρνοντας ο καθένας τους ό,τι θεωρούσε πιο πολύτιμο. Άλλοι τα τρόφιμα, άλλοι το ρουχισμό τους, άλλοι τα χρυσαφικά τους. Ένας όμως έφευγε μέσα από τις φλόγες φορτωμένος στους ώμους του τον γέροντα πατέρα του. Τον θεωρούσε το πολυτιμότερο που είχε. Την πείρα και την σοφία του, τις μέτραγε σαν θησαυρό ανεκτίμητο.
Η Ιστορία κράτησε το όνομα του. Λεγόταν Αινείας, ο δε πατέρας του ήταν ο ήρωας Αγχίσης. Και η λαϊκή παροιμία λέει: «Να πουλάς χρυσάφι και να αγοράζεις γέρο".
***
Για να διδάξει στους Σπαρτιάτες ο Λυκούργος τη σημασία, που έχει η ανατροφή για τα παιδιά, τους παρουσίασε δύο σκυλάκια. Το ένα ήταν ασκημένο στο κυνήγι του λαού, το άλλο είχε μείνει απαίδευτο στη φυσική του λαιμαργία. Τα έφερε λοιπόν και τα δύο μπροστά σε ένα πιάτο φαγητό και συγχρόνως απελευθέρωσε από το κλουβί ένα λαγό. Το πεπαιδευμένο όρμησε κατά του λαγού. Το άλλο έμεινε νωχελικό μπροστά στο πιάτο.
Αυτό κάνει, τους είπε, και στα παιδιά σας η ανατροφή που θα πάρουν σε συνδυασμό με τις καταβολές της κληρονομικότητας τους.
***
Ένας γονιός είπε κάποτε: «Προσευχήθηκα για το πρόβλημα του παιδιού μου σχετικά με το ποτό».
- Σταμάτησε να πίνει; ρώτησα
- Όχι, είπε, αλλά σταμάτησα εγώ να το μαλώνω. Βρήκα υπομονή. Και κάποια μέρα, πιστεύω ότι θα αλλάξει. Εγώ πάντως κέρδισα προσμονή.
Η σύνδεση – λέει κάποιος σοφός – δεν αλλάζει κατ’ ανάγκη τα πράγματα για σένα, αλλά αλλάζει εσένα για τα πράγματα.
(Από το βιβλίο: Στάχυα, Τόμος Α, Κωνσταντίνου Κούρκουλα)
Το μεγαλείον ενός λαού δεν μετριέται ούτε από τον αριθμόν των στρατιωτών του, ούτε από το στόλο του.
Το μόνο μέτρο είναι η ποσότητα της ευφυίας του, η ποιότητα της αρετής και ο πατριωτισμός των πολιτών του.
*************
Ώς γνωστόν, όταν ιδρύθηκε το ελληνικό κράτος μετά την Επανάσταση του '21, οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπάθησαν να επιρεάζουν η κάθε μιά για λογαριασμό της τους πολιτικούς. Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν κάποιος ρώτησε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη:
«Εσύ, στρατηγέ, είσαι αγγλόφιλος;»
«Όχι», αποκρίθηκε ο γέρος του Μοριά.
«Τότε, θα' σαι γαλλόφιλος». «Ούτε».
«Είσαι μήπως ρωσόφιλος:». «Ούτε».
«Μα, λοιπόν τι είσαι;»
Κι ο Γέρος του Μοριά, με τη συνηθισμένη του θυμοσοφία, απάντησε: «Εγώ ήμουν και μένω Θεόφιλος. Γιατί σαν τον Θεό κανείς δεν αγαπά την Ελλάδα».
*************
Ο Ρωμαίος στατηγός Σύλλας είχε κυριεύσει την Αθήνα κι ετοιμαζόταν να την ξεθεμελιώσει ολότελα. Όταν κατάλαβαν τη φοβερή αυτή πρόθεσή του, πήγαν και τον παρακάλεσαν να μην την πραγματοποιήσει, θυμίζοντάς του τη μεγάλη κι άφθαστη δόξα που είχε η πόλις αυτή κατά την εποχή του Περικλέους και του Πλάτωνος. Ο Σύλλας τους άκουσε σκεφτικός και ύστερα συμφώνησε μαζί τους, λέγοντας το περίφημο εκείνο: «Συγχωρώ τους ζωντανούς, χάρη των πεθαμένων».
*************
Οι Τούρκοι, πολιορκημένοι μέσα στην Ακρόπολη, μη έχοντας άλλο μολύβι για βόλια, χαλούσαν τις κολόνες που' χαν μέσα τους, για στερεότητα, αυτό το μέταλλο. Οι Έλληνες μόλις πήραν είδηση την καταστροφή, τους έστειλαν μήνυμα να σταματήσουν αυτό το χαλασμό και θα τους στείλουν οι ίδιοι βόλια!
Έτσι και έγινε. Οι Έλληνες ραγιάδες έστελναν βόλια στους Τούρκους για να τους σκοτώσουν, παρά να βλέπουν να καταστρέφουν ό,τι σεβάστηκαν οι αιώνες. Εξαγόρασαν με το αίμα τους τα ιερά εκείνα μάρμαρα!
*************
Όταν ο δίκαιος Αριστείδης βρέθηκε στην εξορία, τον ρώτησαν ποιό ήταν εκείνο, που τον πλήγωσε περισσότερο στον ξένο τόπο που βρισκόταν.
- Τα σκληρά λόγια, που ακούω για την πατρίδα μου απάντησε. Όταν την κακολογούν για την πράξη της αυτήν. Τον εξοστρακισμό μου.
*************
Το πρωί της 27ης Απριλίου 1941 ο Τίμιος Μωραϊτίνης, όταν είδε από το παράθυρο του σπιτιού του, απέναντι από την Ακρόπολη, να κιματίζει η σημαία των Κατακτητών Γερμανών συντετριμμένος κάθισε και έγραψε τους ακόλουθους στίχους:
Ο Γκιώνης στην Ακρόπολη
μοιρολογάει και κλαίει,
μα μιά φωνή απ' τα μάρμαρα
περήφανα του λέει:
«Μη κλαίς πικρέ τραγουδιστή
και δεν θα γίνω σκλάβα.
Στου χρόνου τα γυρίσματα
και στων καιρών το διάβα
όσες σκλαβιές κι άν γνώρισα,
όσους εχθρούς κι άν είδα,
έγερνα σκλάβα αποβραδύς
μα ξύπναγα ΕΛΛΗΝΙΔΑ».
*************
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία, από το να στερηθεί κανείς την πατρίδα του.
Μπορείτε να εξορίσετε έναν άνθρωπο από την πατρίδα του, αλλα δεν μπορείτε να εξορίσετε την πατρίδα του από την καρδιά του.
(Ευρυπίδης)
Δεν ξέρω ποιοι είναι, αλλά σίγουρα υπάρχουν. Είναι οι άνθρωποι που βλέπουν κομμάτια της ζωής τους να καταρρέουν –χάνουν τη δουλειά τους, το σπίτι τους, πεινούν, εγκαταλείπονται πιθανόν κι από την οικογένειά τους, θύματα ενός ανελέητου και απάνθρωπου διεθνούς παιχνιδιού– και, παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουν να διατηρούν στην καρδιά τους εμπιστοσύνη στο Θεό και αγάπη για το συνάνθρωπο!
Οι άνθρωποι αυτοί είναι γνήσιοι πνευματικοί αγωνιστές. Η ζωή τους, ακόμα κι αν πηγαίνουν φυλακή για χρέη, ακόμα κι αν ψάχνουν για φαγητό στα σκουπίδια (στα δικά μου σκουπίδια, που κάνω πως δεν τους ξέρω, αφού ακόμη μου μένουν κατά καιρούς κάποια υπολείμματα και τα πετάω), έχει μια ποιότητα, διαμορφωμένη από τη θεία χάρη, που κατοικεί μέσα τους. Πονούν, αλλά δίπλα στον πόνο τους υπάρχει γαλήνη, αγάπη, ελπίδα και χαρά. Μια παράξενη χαρά, από το πλησίασμά τους στο Χριστό – πλησίασμα που οφείλεται ακριβώς στο ότι σηκώνουν το σταυρό τους με πίστη κι αγάπη, όπως είχε κάνει κι Εκείνος.
Η ζωή ενός ανθρώπου που ζει μέσα στη θεία χάρη είναι πιο χαρούμενη και ελεύθερη από τη ζωή κάποιου που ζει μέσα στα λεφτά ή στην ασφάλεια του σπιτιού του ή της επιτυχημένης καριέρας του.
Η ποιοτική ψυχή τους, και η ποιοτική ζωή τους, έχει θετικό αντίχτυπο στην αιωνιότητα. Όμως, χωρίς να το επιδιώκουν, επηρεάζει θετικά και τους συνανθρώπους, με τους οποίους έρχονται σε επαφή.
Ίσως δεν ξέρετε πως υπάρχουν κάποιοι άγιοι που επιλέγουν να ζουν ως άστεγοι και να τρέφονται ελάχιστα από ελεημοσύνες, παριστάνοντας τους τρελούς, για να μην καταλαβαίνουν οι άνθρωποι πως είναι άγιοι και να μην τους τιμούν. Στη γλώσσα της Ορθοδοξίας, ονομάζονται «σαλοί διά Χριστόν» (=τρελοί, εξαιτίας του Χριστού, τον οποίο υπεραγαπούν). Είναι η μόνη περίπτωση ορθόδοξων ασκητών που ζητιανεύουν (εκτός από τις περιπτώσεις εράνου λόγω μιας καταστροφής ή μιας μεγαλύτερης ανάγκης), αλλά κι εκείνοι ανταποδίδουν την προσφορά, προσευχόμενοι ειλικρινά και αποτελεσματικά για όλο τον κόσμο.
Αυτοί λοιπόν οι άστεγοι, κουρελήδες, περιθωριακοί, με την αγιότητά τους δίνουν ποιότητα στον τόπου όπου ζουν. Και η ποιότητα αυτή, που ξεκινάει από μέσα τους, τους συνοδεύει αιώνια, και εδώ και στον ουρανό.
Σαλοί άγιοι υπάρχουν και σήμερα. Η Γερόντισσα Ταρσώ στην Κερατέα Αττικής κοιμήθηκε το 1980. Η Στέλλα, το «Σπουργιτάκι του Θεού», που ζούσε στο κέντρο της Αθήνας, σκοτώθηκε από αυτοκίνητο το 2005… Γενικά, δεν ξέρω αν ο «τρελός» που συναντάω στο δρόμο είναι «γνήσιος» τρελός ή άγιος – και, υπόψιν, η συμπεριφορά μου απέναντί του είναι ένα είδος εξετάσεων μπροστά στο Θεό. Να εδώ άλλος ένας, άγνωστος (ίσως γείτονάς σου), που δε φοβάται την οικονομική κρίση!
Αυτό σημαίνει ότι και δίπλα στο σκουπιδοτενεκέ της κοινωνίας μπορεί ν’ αγιάσεις.Και, επειδή πάντα υπάρχουν αγνοί άνθρωποι, αληθινοί χριστιανοί, με τον άδολο τρόπο της γιαγιάς μας, είμαι βέβαιος πως και ανάμεσα στα θύματα της οικονομικής κρίσης υπάρχουν κάποιοι, άγνωστοι, που αγιάζονται σηκώνοντας το σταυρό τους με πίστη κι αγάπη. Αυτοί δεν είναι μόνο «νεόπτωχοι», όπως τους χαρακτηρίζουν οι αναλυτες. Είναι νεομάρτυρες, σαν τους νεομάρτυρες της Τουρκοκρατίας και των αθεϊστικών καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης: υποφέρουν, αλλά αντιστέκονται στο μικρόβιο που καταστρέφει την πίστη και την αγάπη.
Οι άνθρωποι αυτοί, ωστόσο, διαφέρουν από εκείνους που κραυγάζουν πως πρέπει να στηθούν κρεμάλες για εκείνους που μας πήραν τα λεφτά απ’ την τσέπη. Διαφέρουν από εκείνους που μισούν τους ενόχους. Και μοιάζουν στ’ αλήθεια «τρελοί», γιατί συγχωρούν τους ενόχους, όπως τους συγχωρούν και οι άγιοι. Ακόμα κι όταν αγωνίζονται για τα δικαιώματα του πλησίον ή για την ανόρθωση της κοινωνίας, δεν το κάνουν με μίσος και διάθεση εκδίκησης (ή ανελέητης «δικαιοσύνης»), αλλά με αγάπη.
Ίσως είσαι κι εσύ ένας απ’ αυτούς. Ή ίσως να θέλεις να γίνεις ένας απ’ αυτούς. Μη χάνεις το θάρρος και την ελπίδα σου. Ο Χριστός δε δίνει πάντα αυτό που του ζητάμε, αλλά συχνά αυτό που Εκείνος ξέρει ότι μας χρειάζεται. Αλλά είναι πιο κοντά μας απ’ ό,τι είναι η καρδιά μας.
Δηλαδή τι λέω; Να σταματήσουν οι αγώνες; Όχι φυσικά, αλλά να ξέρουμε πως δε ζούμε μόνο με ψωμί, αλλά και με Χριστό. Κι αν έχω καταστραφεί οικονομικά, κι αν είμαι στη φυλακή, αλλά έχω το Χριστό, είμαι ελεύθερος. Κι αν δεν έχω να φάω, αλλά έχω το Χριστό, ο Χριστός θα με θρέψει. Αν δεν έχω ούτε το Χριστό, τότε είμαι πραγματικά πεινασμένος, απελπισμένος, οργισμένος κι αξιοθρήνητος. Αυτό το ξέρουν οι Ορθόδοξοι της Αφρικής, που είναι πολλοί και θερμοί, και τώρα το μαθαίνουμε κι εμείς, αλλά ακόμα αντιστεκόμαστε γιατί θέλουμε μόνο τα μεροκάματά μας, όχι το Χριστό. Και τα δικαιούμαστε, αλλά χωρίς το Χριστό συχνά γεμίζουμε την ψυχή μας απελπισία, οργή και μίσος, δηλ. αυτά ακριβώς που ο Χριστός, στο Ευαγγέλιο, ζήτησε να αποφεύγουμε.
Ως μάρτυρες λογίζονται από τους αγίους και οι άνθρωποι που υποφέρουν μια οδυνηρή ασθένεια με πίστη κι αγάπη, καθώς κι εκείνοι που τους φροντίζουν, χωρίς να χάσουν την εμπιστοσύνη τους στο Θεό και την αγάπη τους στο συνάνθρωπο. «Σήμερα, που δε γίνονται διωγμοί» έλεγε ο γέροντας Παΐσιος, «ο καρκίνος γεμίζει τον παράδεισο» (παρόλο που γίνονται και διωγμοί, ιδίως σε μουσουλμανικές χώρες).
Μια τελευταία παρατήρηση. Για ν’ αντέξει κάποιος τα βάσανα της ζωής μένοντας πιστός και καλός, χρειάζεται οπωσδήποτε τη στήριξή μου, τη στήριξη του διπλανού του. Όχι απαραίτητα τα λεφτά μου. Σίγουρα όμως την αγάπη μου, το χαμόγελό μου, την προσευχή μου. Γι’ αυτό λεγόμαστε «Εκκλησία» (δηλ. «συγκέντρωση», συνάντηση) και δεν είμαστε απομονωμένοι κι αποκομμένοι ο ένας απ’ τον άλλον – δυστυχώς όμως καταντήσαμε έτσι. Και χρειάζεται επίσης και τη βοήθεια του Θεού. Και η βοήθεια αυτή έρχεται με τα μέσα που μας έχουν διδάξει οι γιαγιάδες μας και οι άγιοι της Εκκλησίας μας: με την προσευχή, την εξομολόγηση, τη θεία μετάληψη, τον εκκλησιασμό (δηλ. το να πηγαίνουμε στην εκκλησία και να στεκόμαστε δίπλα στο συνάνθρωπο), τη νηστεία – όταν φυσικά γίνονται γι’ αυτό το σκοπό κι όχι εθιμοτυπικά ή υποκριτικά.
ΠΗΓΗ/ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ: http://vardavas.blogspot.gr/2012/02/blog-post_4015.html