Τί αξία έχει αδελφοί μου, εάν μιλώ αιώνια για τον Θεό και ο Θεός αιώνια σιωπά; Μπορώ άραγε να υπερασπιστώ το δίκαιο του Θεού, εάν ο Θεός δεν το θέσει υπό την προστασία Του; Μπορώ να αποδείξω τον Θεό στους άθεους εάν ο Θεός κρύβεται;
Μπορώ να αγαπώ τα παιδιά Του, εάν Αυτός είναι αδιάφορος απέναντι στα παθήματά τους;
Όχι. Τίποτα από όλα αυτά δεν μπορώ. Οι λέξεις μου δεν έχουν φτερά για να μπορούν να υψώσουν στον Θεό όλους τους πεσμένους και ξεπερασμένους από τον Θεό ούτε έχουν φωτιά για να ζεστάνουν τις παγωμένες καρδίες των παιδιών έναντι του Πατέρα τους. Οι λέξεις μου δεν είναι τίποτα, αν δεν είναι απήχηση και επανάληψη αυτού που ο Θεός με τη δική του δυνατή γλώσσα λέει.
Τί είναι ο ψίθυρος στα βότσαλα της ακτής μπροστά στο φοβερό βουητό του ωκεανού; Έτσι είναι και οι λέξεις μου απέναντι στους λόγους του Θεού. Πώς μπορεί να ακούσει κάποιος τον ψίθυρο στα βότσαλα, τα σκεπασμένα από τον αφρό του μανιώδους στοιχείου, όταν είναι κουφός μπροστά στο βουητό του ωκεανού;
Πώς θα δει τον Θεό στα λόγια μου εκείνος που δεν μπορεί να τον δει στη φύση και στη ζωή;
Πώς οι αδύναμες ανθρώπινες λέξεις μπορούν να πείσουν εκείνον που ούτε οι κεραυνοί δεν είναι σε θέσει να πείσουν;
Πώς θα ζεσταθεί με μία σπίθα εκείνος που άφησε τη φωτιά πίσω του;
Δεν σιωπά ο Θεός αδελφοί μου, αλλά μιλά δυνατότερα από όλες τις θύελλες και τους κεραυνούς. Δεν εγκαταλείπει ο Θεός τον δίκαιο, αλλά τον παρακολουθεί στα παθήματά του και απαλά τον οδηγεί στον θρόνο. Δεν εξαρτάται ο Θεός από οποιουδήποτε την καλή θέληση, αλλά πράττει τα πάντα εξαρτώμενα από τη δική Του καλή θέληση. Θα ήταν κακόμοιρος ο Θεός μας, εάν εξαρτιόταν από τις δικανικές υπερασπίσεις ενός θνητού ανθρώπου.
Ο Θεός είναι αυτός που είναι, είτε εμείς τον μεγαλύνουμε είτε τον υποτιμούμε.
Ο Θεός θα υπάρχει , φωτεινός και μεγάλος όπως και σήμερα, και τότε που οι ακτίνες του ηλίου μάταια θα αναζητούν ένα ανθρώπινο πλάσμα στη γη, και αντί ζωντανών θα ζεσταίνουν μόνον τους τάφους των νεκρών…
Το ζήτημα της υπάρξεως του Θεού και της Θείας του Οικονομίας θα καταστρεφόταν αν εξαρτιόταν από τους λόγους μου και από τις δικές σας συνήθειες. Αλλά το ζήτημα του Θεού, ανεξάρτητα απ’ όλους εμάς θα πετύχει και θα νικήσει. Εκείνος του οποίου τα χρόνια δεν έχουν αριθμό και η οντότητά του δεν έχει αρχή και τέλος δεν μπορεί να αφήσει το «επίγειο σπίτι» του στις διαθέσεις μας, στα αδύναμα δημιουργήματά του, των οποίων η αρχή και το τέλος σχεδόν συναντιόνται σε ένα σημείο και των οποίων η οντότητα είναι μία κουκκίδα.
Δεν είναι ο άνθρωπος φερέγγυος αλλά ο Θεός και πιστός εγγυητής της Βασιλείας της αγάπης στη γη…
Από το βιβλίο: Αργά βαδίζει ο Χριστός, Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, εκδ.Εν πλω.
Τα άλμπατρος είναι πουλιά των μακρινών θαλασσών, που οι ναυτικοί τα πιάνουν για να διασκεδάσουν. Εφοδιασμένα με πολύ μεγάλα φτερά, που σέρνονται χάμω, δυσκολεύουν με κωμικό τρόπο το περπάτημα τους. Πράγμα, που οι ναυτικοί το γλεντούν.
Έτσι και για μερικές εκλεκτές ψυχές. Εξόριστοι εδώ στη γη, «πάροικοι και παρεπίδημοι», τα γιγάντια φτερά τους τούς εμποδίζουν να περπατούν.. «κανονικά» σαν τους άλλους. Και δέχονται γιουχαΐσματα από τα γύρω άπτερα σπονδυλωτά.
*****
Αντάμωσαν, ο αητός με τον σαλίγκαρο, στην κορυφή ενός απότομου βράχου.
- Πώς φτάσατε εδώ πάνω; τους ρώτησαν
- Με τα φτερά μου, πετώντας, απάντησε περήφανα ο αητός.
- Με τα σάλια μου γλείφοντας και έρποντας, μουρμούρισε ο άλλος.
Πολλοί άνθρωποι στέκουν σε μεγάλα αξιώματα και φτάνουν σε υψηλές θέσεις από διαφορετικούς δρόμους. Τι το όφελος όμως; Όλοι ξέρουν, πως ο ένας είναι αητός και ο άλλος γυμνοσάλιαγκας
*****
Για να αποκτήσεις καλό όνομα απαιτούνται πολλές καλές πράξεις. Για να το χάσεις φτάνει μια και μόνο κακή πράξη.
***
Όταν η θέληση μας είναι θέληση του Θεού, αυτό είναι καλό. Όταν η θέληση του Θεού είναι και δική μας θέληση, αυτό είναι καλύτερο.
***
Ένας Άγιος είπε: « Κάθε καλή πράξη που έχω κάνει στη ζωή μου προσπαθώ να μην τη σκέφτομαι καθόλου». Και όταν τον ρωτούσαν γιατί, απαντούσε χαριτολογώντας:
- Τη σκέφτεται, λυπημένος, νύχτα και μέρα ο διάβολος και αναστενάζει. Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμία ανάγκη να τη σκεφτόμαστε και οι δύο.
. ***
Ο σταθερός άνθρωπος μοιάζει μα αναμμένη λαμπάδα, που όπου κι αν την γυρίσει, η φλόγα της προς τα επάνω θα στραφεί.
***
Ο όσιος Χριστόδουλος έφερνε γύρα τα σπίτια των πλουσίων, ζητώντας χρήματα για να μοιράσει στους φτωχούς. Ένας από αυτούς τους πλουσίους όμως του αρνήθηκε και μάλιστα του κακομίλησε.
Ο Όσιος σαν μην είχε ακούσει, επέμενε να του ζητά. Τότε εκείνος οργίστηκε και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Αλλά ο Άγιος του είπε ατάραχος:
- Ευχαριστώ. Αλλά το ράπισμα ήταν για μένα. Τώρα δώσε μου σε παρακαλώ και κάτι για τους φτωχούς. Και ο πλούσιος έκπληκτος και μετανοημένος, του έδωσε χρήματα πολλά…
***
Οι συγγενείς ενός αγίου επισκόπου, που βρισκόταν στην επιθανάτια κλίνη, τον ρώτησαν, με τρόπο, που είχε φυλαγμένα τα χρήματα του. Κι εκείνος τους αποκρίθηκε:
- Στις τσέπες των φτωχών.
***
Συμβαίνει ώστε μερικοί άνθρωποι με μεγάλα προγονικά ονόματα να μοιάζουν με το φυτό της πατάτας. Ό,τι αξίζει από τα ονόματα αυτά βρίσκεται κάτω από τη γη. Στο νεκροταφείο.
*****
Κάποιος ανόητος Αθηναίος κορόιδευε μια μέρα τον Αναχάρσι, έναν από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας, γιατί ήταν «βάρβαρος». Ο Αναχάρσις που ήταν πράγματι Σκύθης, απάντησε χωρίς να ταραχθεί:
- Είναι καλύτερα να συστέλλεται κανείς για την πατρίδα του παρά η πατρίδα του γι αυτόν, τον ίδιο.
Ο άνθρωπος δίνει αξία στον τόπο του και όχι ο τόπος στον άνθρωπο.
***
Σε ένα κύκλο συζητήσεων γινόταν λόγος για το καλύτερο είδος μορφώσεως. Οι μεν έλεγαν ότι η καλύτερη μόρφωση είναι η φιλοσοφία. Άλλοι υποστήριζαν, ότι είναι οι καλές τέχνες. Άλλοι έθεταν την προτίμηση τους στη στρατιωτική κατάρτιση. Και τέλος άλλοι στην πολιτική πείρα.
Αφού είπε ο καθένας τη γνώμη του, ρώτησαν και το φιλόσοφο Αντισθένη, ο οποίος απάντησε:
- Για μένα η καλύτερη μόρφωση είναι το να ξεμάθει κανείς την κακία
***
Κάποιος έχωσε -λέει ο Αίσωπος- και έπιασε στη χούφτα του όσα πιο πολλά φουντούκια μπορούσε. Όταν θέλησε να τραβήξει το χέρι του είδε ότι του ήταν αδύνατο, γιατί ο λαιμός του σταμνιού ήταν στενός. Για να το βγάλει, έπρεπε να ανοίξει τη χούφτα του και ν’ αφήσει τα φουντούκια. Έτσι κι ο άνθρωπος. Δεν μπορεί ν’ απελευθερωθεί, αν δεν ανοίξει το χέρι που κρατάει επίμονα τα φθαρτά και μάταια του κόσμου τούτου, και τα εγκαταλείψει.
***
Στο ολυμπιακό στάδιο των χριστιανικών αγώνων δεν υπάρχουν κερκίδες, ούτε θέσεις για θεατές. Μόνο στίβος. Ο Χριστιανισμός δεν έχει απόμαχους, ούτε συνταξιούχους. Μόνο αθλητές.
***
Πολλοί Χριστιανοί μοιάζουν σαν τα χριστουγεννιάτικα δένδρα. Δεν έχουν καρπούς. Είναι νεκρά και φέρουν πάνω τους κρεμασμένα στολίδια. Έτσι και οι άνθρωποι αυτοί αντί για καρπούς, που είναι οι αρετές, επιδεικνύουν τα ψεύτικα στολίδια μιας επίπλαστης ευσέβειας. Ο Χριστός όμως θέλει τους οπαδούς του όχι νεκρά χριστουγεννιάτικα δένδρα, αλλά δένδρα καρποφόρα. «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός-λέγει ο Παύλος- ἐστιν ἀγάπη, μακροθυμία, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια».
Μόνο με τέτοιους καρπούς παύει να είναι κανείς νεκρό χριστουγεννιάτικο δένδρο, που το πετάμε σε λίγες μέρες, αλλά δένδρο πολύφυλλο γεμάτο καρπούς.
***
Στα κείμενα ενός νεώτερου Αγίου, βρέθηκε και η παρακάτω προσευχή:
«Αν σε αγαπώ, Κύριε δεν το κάνω αυτό για τον παράδεισο που μας υποσχέθηκες. Αν φοβούμαι να πέσω στην αμαρτία, ο λόγος δεν είναι η κόλαση που μας απειλεί. Ό,τι με ελκύει κοντά Σου, Κύριε, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μονάχα Εσύ. Εσύ που αγάπησες τόσο το πλάσμα σου, ώστε να σταυρωθείς γι ‘αυτό σαν κακούργος. Σε αγαπώ τόσο, ώστε κι αν δεν υπήρχε Παράδεισος, θα σε αναζητούσα. Κι αν δεν υπήρχε Κόλαση, θα σε λογάριαζα.»
(Από το βιβλίο: Στάχυα τόμος Α, Κωνσταντίνου Κούρκουλα)
Ένας άθεος σύζυγος έλεγε πειραχτικά στη σύζυγο του.
- Εσύ έζησες όλη σου τη ζωή με την πίστη στην αθανασία. Αλίμονο σου, όμως, εάν δεν υπάρχει παρά μόνο θάνατος.
- Όχι, αγαπητέ μου, απάντησε εκείνη, αλίμονο σε σένα εάν υπάρχει αθανασία, γιατί εσύ στήριξες τη ζωή σου στο θάνατο. Εγώ, στο κάτω-κάτω και με τη δική σου εκδοχή, δεν θα ζήσω να δω τη διάψευση. Εάν όμως υπάρχει όντως αθανασία, τι γίνεται με σένα; Εγώ τουλάχιστον πέρασα τη ζωή μου σε ένα όμορφο όνειρο. Της αθανασίας. Δεν είναι καλύτερα έτσι;
*****
«Ω ξέρω – γράφει προς τη νεκρή κόρη της μια συγγραφέας – ξέρω πως μπορούσες να χαρείς ακόμα τόσα και τόσα πράγματα σε τούτη τη ζωή. Θα χαιρόσουν εκείνα, που απάνω τους άφησαν οι άνθρωποι το καλύτερο μέρος της ψυχής τους: τα βιβλία, τους ζωγραφικούς πίνακες, τους καθεδρικούς ναούς, τις μουσικές συμφωνίες και προ πάντων εκείνα, που επάνω τους ο Θεός έχει βάλει το χαμόγελο Του, τα βουνά με το βυσσινί χρώμα, μέσα στην ομίχλη που τη ξεσκίζει ο ήλιος, τα μεγάλα ορμητικά ή ήσυχα ποτάμια μέσα στις πράσινες όχθες τους, τη θάλασσα που δεν πρόφτασες ακόμα να δεις…
Αλλά αν ο Θεός, αγαπητό μου παιδί, έχει στολίσει με τέτοια χρώματα τους τοίχους της φυλακής μας, τι θαύματα λοιπόν έχει φυλάξει για το παλάτι των εκλεκτών του; Λυπάμαι, γιατί με άφησες μόνη σ’ αυτή τη τερπνή φυλακή. Χαίρω για ότι απολαμβάνεις στο αιώνιο Παλάτι της Ζωής!»
*****
Ξέρω τις δυσκολίες του ανθρώπου να πιστέψει στην αθανασία. Αλλά ξέρω την αδυναμία του πιστού να πιστέψει στον θάνατο. Μου είναι πολύ δύσκολο να πιστέψω στην αθανασία. Μου είναι αδύνατο να πιστέψω στο θάνατο. (Αλέξανδρος Τσιριντάνης)
*****
Υπάρχουν Άγιοι και Αγίες, που είναι άγνωστοι και κανείς δεν τους καίει κερί και λιβάνι. Υπάρχουν και παλιάνθρωποι διακεκριμένοι, που πολλοί τους προσφέρουν άνθη και δώρα και σαν πεθάνουν τους καταθέτουν στεφάνια. Πώς να το κάνουμε; Υπάρχουν. Να γιατί χρειάζεται να υπάρχει – όπως είπε και ο Κάντ – μια άλλη ζωή, όπου η ανεστραμμένη πυραμίδα θα αποκατασταθεί. Και το στεφάνι, «τον στέφανον της ζωής», θα τον πάρουν εκείνοι που τους αξίζει.
*****
Οι δύο λέξεις «Μέλλουσα Κρίσις» υπενθυμίζουν την επιγραφή με δύο άλλες λέξεις, που συναντάμε στη διαδρομή μας «Κίνδυνος – Θάνατος».
Πολλούς δεν τους ευχαριστούν αυτές οι λέξεις. Τις θεωρούν.. γρουσούζικες στο ταξίδι τους. Και μάλιστα τη δεύτερη. Όσο όμως κι αν τις αποφεύγουν, αυτές δεν παύουν να αποκαλύπτουν μια πραγματικότητα και να παρέχουν μια σωτήρια υπόμνηση.
Όπως και οι άλλες δύο «Μέλλουσα Κρίσις». Πολλοί τις αποστρέφονται. Άλλοι τις περιγελούν. Αυτές όμως στέκουν εκεί, σε κάθε δύσκολη στροφή του ταξιδιού στη ζωή μας, επιμένοντας: «Μέλλουσα Κρίσις».
*****
Εκλήθηκα κάποτε να κηρύξω σε μια κηδεία. Άνοιξα την Αγία Γραφή για να βρω κάτι σχετικό με επικήδειο. Μα δεν βρήκα. Όπου συνάντησε νεκρό ο Κύριος τον ανάστησε. Στην Γραφή δεν υπάρχει επικήδειος. Υπάρχει μόνο κήρυγμα αναστάσεως και διακήρυξη αθανασίας. «Ο πιστεύων εις εμέ θάνατον ου μη θεωρήσει εις τον αιώνα», διαβεβαίωσε ο Κύριος.
*****
Λίγο πριν πεθάνει ο Βενιαμίν Φραγκλίνος ετοίμασε το εξής επίγραμμα για τον τάφο του:
«Ενθάδε κείται ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, πρώην τυπογράφος. Το σώμα του είναι σαν το εξώφυλλο ενός βιβλίου, που οι σελίδες του δεν βρίσκονται εδώ μέσα. Το εξώφυλλο αυτό θα φαγωθεί από τα σκουλήκια. Αλλά το βιβλίο δεν θα χαθεί. Θα ξαναεκδοθεί με άφθαρτες σελίδες κι ωραιότερο εξώφυλλο, κατά την ημέρα της Κρίσεως, απ’ τον Εκδοτικό Οίκο του Ουρανού».
*****
Πολλοί δεν θέλουν να ακούν καν περί Κρίσεως και ανταποδόσεως και μιμούνται έτσι την στρουθοκάμηλο, που, κρύβοντας το κεφάλι της στην άμμο, για να μη βλέπει τους κυνηγούς, που την σκοπεύουν, φαντάζεται πως απομακρύνει έτσι και κρύβει τον κίνδυνο. Παρ’ όλον όμως τούτο, η Μέλλουσα Κρίσις δεν παύει να είναι μια αλήθεια και μια ανάγκη. Που την απαιτεί η ανθρώπινη λογική. Που την ποθεί και την διαισθάνεται η ανθρώπινη καρδιά. Που την εκζητεί η φιλοσοφούσα διάνοια. Που την αποκαλύπτει ο Χριστός.
****
(Από το βιβλίο: Στάχυα ,Τόμος Α ,Κωνσταντίνος Κούρκουλας)
Από τους δύο ληστές ο ένας σώθηκε. Μην απελπίζεσθε.
Από τους δύο ληστές ο ένας χάθηκε. Μην επαναπαύεσθε. Αγωνίζεσθε!
(ιερός Αυγουστίνος)
*****
Ένας μοναχός εξομολογήθηκε στον αββά Σισώη.
- Έπεσα πάτερ! Τι να κάμω τώρα; Ρώτησε απελπισμένος.
- Να σηκωθείς, του απάντησε με την χαρακτηριστική του απλότητα ο Γέροντας.
Έπειτα από κάμποσο καιρό ξανάρθε στον αββά.
- Ξανάπεσα στα ίδια, κλαψούρισε.
- Να ξανασηκωθείς! Επρόσταξε ο Γέροντας.
- Έως πότε; Ρώτησε ο μοναχός
- Έως ότου σε βρει ο θάνατος. Είναι γραμμένο «όπου εύρω σε, εκεί και κρίνω σε», εξήγησε ο Γέροντας. Μόνο εύχου να βρεθείς την τελευταία σου στιγμή όρθιος.
*****
Ρώτησαν τον ασκητή:
- Πως μπορούμε να αγαπήσουμε το Θεό;
- Αγαπώντας τους ανθρώπους, απάντησε, εκείνος.
- Και πως μπορούμε να αγαπήσουμε τους ανθρώπους;
- Πολεμώντας να τους φέρουμε, με το καλό, στο σωστό δρόμο.
- Και ποιος είναι ο σωστός δρόμος;
- Ο ανήφορος!
*****
Δεν μπορείς να αλλάξεις το παρελθόν σου. Μπορεί, όμως, αδιαφορώντας για το παρόν σου να καταστρέψεις το μέλλον σου.
*****
Πολλά είναι τα όσα ήθελες και δεν μπόρεσες. Περισσότερα όσα μπορούσες και δεν θέλησες. Και ακόμα περισσότερα όσα δεν θέλησες και που έπρεπε και να θελήσεις και να μπορέσεις. (Κωνσταντίνος Τσάτσος)
*****
Κάποιος μέθυσος πήγε σε έναν ασκητή και του ζήτησε να τον γιατρέψει από το πάθος του, ραντίζοντας τον με αγιασμένο νερό.
- Πραγματικά, χρειάζεσαι νερό – του απάντησε ο ασκητής- για να γίνεις καλά. Αλλά νερό με το οποίο όχι να ραντίζεις το σώμα σου, αλλά να το ρίχνεις στο ποτήρι σου.
*****
Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς, όταν κοιμήθηκα αργά και ονειρεύτηκα, πως η ζωή ήταν χαρά.
Ξύπνησα νωρίς και είδα πως η ζωή δεν ήταν, παρά αγώνας.
Ρίχτηκα στον αγώνα και να, στο τέλος της χρονιάς διαπίστωσα, πως με τον αγώνα η ζωή γίνεται χαρά.
*****
Στην αρχαία Σπάρτη, απαγορευόταν στους πολεμιστές να ρωτούν «πόσοι είναι», αλλά μόνο το «που είναι ο εχθρός». Και προς τα εκεί ορμούσαν.
Το ίδιο και για τον πνευματικό αγωνιστή., που μπαίνει στο «στάδιο των αρετών» με την πανοπλία του Πνεύματος για να αγωνισθεί και να νικήσει.
*****
Ένας ασκητής βρήκε πολλούς πειρασμούς στον τόπο που πρωτάρχισε να αγωνίζεται. Έχασε την υπομονή του και αποφάσισε να φύγει μακριά για να βρει την ησυχία του. Καθώς έσκυψε να δέσει τα σανδάλια του για να ξεκινήσει, είδε αντίκρυ του κάποιον άλλον, να δένει κι αυτός τα δικά του.
- Ποιος είσαι συ; τον ρώτησε
- Εκείνος που σε βγάζει από δω, του αποκρίθηκε. Και να ΄μαι πάλι έτοιμος να προπορευθώ εκεί που σκοπεύεις να καταφύγεις και να σε περιμένω.
Ήταν ο διάβολος! Έπειτα από αυτό ο ασκητής έμεινε στο κελί του αποφασισμένος αν αγωνισθεί εκεί που «ετάχθη».
*****
(από το βιβλίο: Στάχυα Τόμος Α, Κωνσταντίνος Κούρκουλας)
Για να πλεύσει ο άνθρωπος προς τον Ουρανό, χρειάζεται η βάρκα του δύο κουπιά. Την Πίστη και την Αγάπη. Εάν συνέβαινε σε κάποιο ναυάγιο, να χάσει το ένα από αυτά, θα ήταν προτιμότερο να του μείνει η Αγάπη. Γιατί μέσα στην Αγάπη θα του μείνει κάτι από την Πίστη. Ενώ εάν χάσει την Αγάπη, που κατά τον Παύλο είναι «μείζων», τι να την κάνει την Πίστη; Και ο διάβολος πιστεύει και φρίττει. «Πίστις άνευ έργων νεκρά εστίν». (Αλέξανδρος Τσιριντάνης)
***
Όταν γεννιέται στις Ινδίες ένα παιδί, ο αρχηγός της φυλής το σηκώνει ψηλά και λέει «Έρχεσαι στον κόσμο κλαίγοντας, ενώ όλοι γύρω σου γελάνε». Προσπάθησε να ζήσεις, έτσι ώστε όταν φύγεις από τον κόσμο, εσύ να γελάς, ενώ όλοι γύρω σου θα κλαίνε.
***
Μιλούσε ο Πρόεδρος Λίνκολν σε μια συγκέντρωση για την εντολή της αγάπης προς τους εχθρούς. Σε μια στιγμή, λοιπόν, τον διέκοψε ένας ακροατής.
- Μα, είναι δυνατόν να αγαπάμε αυτούς που, σαν επικίνδυνους εχθρούς, πρέπει να εξαφανίσουμε από προσώπου της γης; Και ο Λίνκολν του απάντησε με ετοιμότητα.
- Ακριβώς αυτό κάνουμε, φίλε μου. Εξαφανίζουμε τους εχθρούς μας, με το να τους κάνουμε δια της αγάπης φίλους μας.
***
Η αγάπη είναι μια πράξη, που δεν πειθαρχεί στους κανόνες της αριθμητικής. Διαιρούμενη πολλαπλασιάζεται. Όσο τη μοιράζεις, τόσο και πληθαίνει. Και όσο σπάταλα την προσφέρεις, τόσο πλουσιοπάροχη γίνεται. Γι’ αυτό και ο ιερός Αυγουστίνος έλεγε: «Αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις» (Ama et fac quod vis). Γιατί η αγάπη δεν είναι παρά μητέρα παντός αγαθού.
***
Να ένας ευτυχής πολλαπλασιασμός: Κάθε πρωί να παίρνεις την απόφαση να κάνεις ευτυχισμένη τη μέρα σε ένα τουλάχιστον γνωστό σου. Ένα ρούχο σε εκείνον που έχει ανάγκη. Έναν λόγο παρηγορητικό σε κάποιον θλιμμένο. Μια λέξη καθησυχαστική στον ταραγμένο. Εάν το κάνεις κάθε μέρα, ευεργετείς 365 πρόσωπα το χρόνο. Κι αν ζήσεις μόνο 40 χρόνια, από τότε που θα αρχίσεις αυτή τη δουλειά, θα έχεις κάμει 14.600 ευτυχισμένους ανθρώπους. Και θα ‘χεις δημιουργήσει με το τίποτα ένα θησαυρό στον Ουρανό.
***
Ο άλλος, απέναντι μου, δεν είναι η κόλαση μου, αλλά ο παράδεισος μου. Γίνεται η κόλαση μου, όταν εγώ δεν γίνομαι γι’ αυτόν ο παράδεισος του.
***
Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια, για να καταλάβω πως εκείνο το Α και το Ω στην εικόνα του Ιησού, είναι η αρχή και το τέλος στη λέξη Α Γ Α Π Ω.
***
Είχε στριμώξει η αστυνομία καμιά σαρανταριά κρατούμενους σε ένα μπουντρούμι, που το φώτιζε ένας μικρός φεγγίτης. Αν συμφωνούσαν να μείνουν ήρεμοι θα μπορούσαν με το λίγο οξυγόνο να βγάλουν τη νύχτα. Άρχισαν όμως να καυγαδίζουν ποιος θα πάει πιο κοντά στον φεγγίτη. Ο καυγάς εξελίχθηκε σε άγρια μάχη. Το πρωί όταν ο φύλακας άνοιξε την πόρτα βρέθηκε μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Σ’ ένα σωρό από πτώματα, που στην κορυφή καθόταν ο τελευταίος επιζήσας με θολά μάτια, με σαλεμένα τα λογικά του. Ήταν…. ο «νικητής». Είχε καταλάβει την κορυφαία θέση σε μια πυραμίδα από πτώματα και είχε κερδίσει την…παραφροσύνη. Το κέρδος που προσφέρει η απουσία της αγάπης και της συνεργασίας.
***
Κάποτε, ζούσε σε μια μικρή πόλη ένας γιατρός, μιμητής των Αγίων Αναργύρων, που δεχόταν όλους τους πτωχούς αρρώστους χωρίς να τους παίρνει αμοιβή. Ο γιατρός αυτός, κατοικούσε στο επάνω πάτωμα μιας μικρής πολυκατοικίας. Στη θύρα της πολυκατοικίας υπήρχε μια ταμπέλα με το όνομα του και τις λέξεις: ΣΤΟ ΕΠΑΝΩ ΠΑΤΩΜΑ.
Όταν λοιπόν, πέθανε, σκέφτηκαν τι επιγραφή να βάλουν στο μνήμα του. Τότε ένας συμπολίτης του πρότεινε να τοποθετήσουν την ταμπέλα με το όνομα του και τις λέξεις που αναφέραμε. Πραγματικά, ο καλός αυτός γιατρός, βρισκόταν τώρα στο «επάνω πάτωμα».Στη βασιλεία της αγάπης
***
Μην πιέζεις τους άλλους να σε αγαπήσουν. Πίεσε τον εαυτό σου να προσφέρει αγάπη στους άλλους. Είναι ο μόνος τρόπος να κατακτήσεις την αυθόρμητη αγάπη όλων. Ζήσε για να αγαπάς και αγάπα για να ζήσεις. (Τολστόι).
(από το βιβλίο: Στάχυα, Τόμος Α, Κωνσταντίνος Κούρκουλας.)
Τὴν ἐποχὴ ποὺ ἀνθοῦσε ὁ ἀσκητισμὸς στὴν Αἴγυπτο, ζοῦσε στὴν Ἀλεξάνδρεια μία ὀρφανὴ κόρη ποὺ τὴν ἔλεγαν Ταϊσία. Ὅταν πέθαναν οἱ καλοὶ γονεῖς της, τῆς ἄφησαν κληρονομιὰ πρῶτα ἀπ' ὅλα τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀγάπη τους γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ ξένους, καὶ ὕστερα ἕνα μεγάλο σπίτι καὶ πολλὰ χρήματα.
Ἡ κόρη, ἀπὸ μεγάλη εὐλάβεια πρὸς τοὺς ἐρημίτες, ἔκανε τὸ σπίτι της ξενώνα γιὰ χάρη τους.
Κι ὅταν κατέβαιναν στὴν πόλη νὰ πουλήσουν τὰ ἐργόχειρά τους, τοὺς περιποιόταν μὲ ὅλη της τὴν καρδιά. Μὲ τὰ χρόνια ὅμως τὰ χρήματα ξοδεύτηκαν καὶ ἡ ἴδια ἄρχισε νὰ στερῆται. Τότε μπῆκαν στὴ μέση κακοὶ καὶ διεφθαρμένοι ἄνθρωποι. Ἐκμεταλλεύτηκαν τὴ δυστυχία της καὶ μὲ τὴν πονηριά τους τὴν παρέσυραν στὴ διαφθορά. Ἡ ὡραία Ταϊσία κατάντησε διάσημη ἑταίρα!
Ὅταν ἔμαθαν τὸ κατρακύλισμα τῆς ὀρφανῆς κόρης οἱ πατέρες τῆς ἐρήμου, ἀποφάσισαν νὰ κάνουν ὅ,τι περνοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι τους γιὰ νὰ τὴ σώσουν.
— Ἐκείνη, ὅταν εἶχε τὰ μέσα, μᾶς ἔδειχνε ὅλη τὴ συμπάθειά της, ἔλεγαν μεταξύ τους. Τώρα ποὺ κινδυνεύει ἡ ψυχή της, πρέπει κι ἐμεῖς νὰ τὴ βοηθήσουμε.
Ἀνέθεσαν λοιπὸν στὸν ἀββᾶ Ἰωάννη τὸν Κολοβὸ τὴ λεπτὴ καὶ δύσκολη ἀποστολή. Ἐκεῖνος στὴν ἀρχὴ δίστασε. Τοῦ φαινόταν ἀκατόρθωτο τὸ ἔργο. Τέλος ὅμως, γιὰ νὰ μὴ γίνη παρήκοος στοὺς γέροντες, ἀποφάσισε νὰ κατέβη στὴν πόλη καὶ νὰ παρουσιαστῆ στὸ σπίτι τῆς ἁμαρτωλῆς. Παρακάλεσε τὴ θυρωρὸ νὰ τὸν ὁδήγηση στὴν κυρία της.
—Φύγε ἀπὸ δῶ, παλιοκαλόγερε! τοῦ φώναξε ἐκείνη θυμωμένη. Φάγατε πρῶτα τὴν περιουσία της κι ἀκόμη δὲν παύετε νὰ τὴν ἐνοχλῆτε.
Ὁ ἀββὰς δὲν ἀπελπίστηκε. Ἐξακολουθοῦσε νὰ παρακαλῆ νὰ δῆ τὴν Ταϊσία. Ἔλεγε πὼς τὴν ἤθελε γιὰ κάτι πολὺ ὠφέλιμο. Μπροστὰ στὴ μεγάλη του ἐπιμονή, ἡ γριὰ ὑποχώρησε καὶ πῆγε νὰ εἰδοποίηση τὴν κυρία της.
—Αυτοί οἱ καλόγεροι ψαρεύουν συχνὰ στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα καὶ βρίσκουν μαργαριτάρια, εἶπε ἡ Ταϊσία. Φέρε τον ἐπάνω.
Κοιτάχτηκε στὸν καθρέφτη της, ἔφτιαξε τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ φορέματά της, ἔριξε ἄφθονο ἄρωμα πάνω της καὶ πῆρε τὸ ὕφος τῶν ξεπεσμένων γυναικῶν, γιὰ νὰ ὑποδεχτῆ τὸν ἐρημίτη.
Ὁ ἀββὰς Ἰωάννης μπῆκε στὸ δωμάτιο καὶ στάθηκε περίλυπος ἀπέναντί της. Τὴν κοίταξε ἀρκετὴ ὥρα ἀμίλητος μὲ οἶκτο. Ὕστερα τῆς εἶπε μὲ σιγανὴ φωνή:
—Σε τί σοῦ ἔφταιξε ὁ Χριστός μας, Ταϊσία, καὶ Τὸν προσβάλλεις τόσο ἄσπλαχνα;
Σταμάτησε. Δὲν μποροῦσε νὰ συνεχίση. Τὸν ἔπνιγαν οἱ λυγμοί. Ἀπὸ τὰ βαθουλωμένα μάτια του ἔτρεχαν καυτὰ δάκρυα. Ἐκείνη ἔνιωσε ντροπή. Ἄφησε τὴν ἄπρεπη προκλητική της στάση καὶ στενοχωρημένη τὸν ρώτησε:
—Γιατί κλαῖς, ἀββᾶ;
—Πῶς νὰ μὴν κλάψω, κόρη μου, ποὺ βλέπω τὸν σατανᾶ νὰ παίζη στὴ μορφή σου;
Ἡ κόρη ταράχτηκε. Ρίγος διαπέρασε ὁλόκληρο τὸ κορμί της.
—Τώρα ποὺ ἦρθες εἶναι πολὺ ἀργά, γέροντα... Δὲν ἔχει μείνει τίποτε ὄρθιο μέσα μου. Τὰ κύλισα ὅλα στὴ λάσπη, σιγομουρμούρισε συγχυσμένη.
Ἤθελε καὶ κάτι ἄλλο νὰ πῆ, ἀλλὰ σταμάτησε. Ὁ γέροντας περίμενε μὲ σταυρωμένα χέρια. Μέσα του προσευχόταν τόσο δυνατὰ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς κόρης, ποὺ λὲς καὶ γύρευε νὰ τραντάξη τὰ οὐράνια.
—Ὑπάρχει ἄραγε ἐλπίδα σωτηρίας γιὰ μένα, ἀββᾶ; ψιθύρισε μὲ ἀμφιβολία ἐκείνη.
—Ὦ, ναί, ὑπάρχει, κόρη μου, φώναξε μὲ ἀγωνία ὁ γέροντας. Ἡ μετάνοια ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία.
Τὸ θαῦμα, ποὺ τόση ὥρα γύρευε μὲ τὴν προσευχή του, ἔγινε τὴ στιγμὴ ἐκείνη.
Ἡ Ταϊσία ἔπεσε συντετριμμένη στὰ πόδια του καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρακάλεσε:
—Βγάλε με ἀπὸ δῶ μέσα, πάτερ. Δεῖξε μου τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.
—Ἀκολούθησέ με.
Χωρὶς ἄλλη κουβέντα ἡ κόρη σηκώθηκε καὶ ἀκολούθησε τὸν γέροντα. Ἐκεῖνος θαύμασε πῶς δὲν ἔδειξε κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ σπιτικό της. Πῆραν τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἔρημο. Μὰ εἶχαν πολὺ διάστημα νὰ βαδίσουν καὶ τοὺς βρῆκε ἡ νύχτα. Σταμάτησαν. Ὁ ἀββὰς Ἰωάννης ἔκοψε θάμνους κι ἔφτιαξε ἕνα πρόχειρο κρεβάτι γιὰ τὴν κόρη.
—Κοιμήσου ἐσὺ ἐδῶ μέχρι νὰ ξημερώση, τὴ συμβούλεψε.
Ἐκεῖνος ἀπομακρύνθηκε ἀρκετά. Εἶπε τὶς προσευχές του καὶ πλάγιασε στὸ χῶμα νὰ ξαποστάση, παίρνοντας γιὰ προσκεφάλι του μιὰ πέτρα. Κοιμήθηκε λίγο καὶ ξύπνησε πάλι τὰ μεσάνυχτα νὰ συνεχίση τὴν προσευχή του. Τότε παρουσιάστηκε μπροστὰ στὰ μάτια του ἕνα θέαμα μεγαλειῶδες. Ἀπὸ τὸ σημεῖο, ποὺ εἶχε ἀφήσει τὴν κόρη νὰ κοιμᾶται, ἄρχιζε ἕνας δρόμος ὁλοφώτεινος ποὺ ἄγγιζε τὸν οὐρανό! Ἄγγελοι γοργόφτεροι ἀνέβαζαν μία ψυχή, ὁλόλευκη σὰν περιστέρι, στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ! Ὁ ὅσιος στάθηκε πολλὴ ὥρα καὶ κοίταζε συνεπαρμένος.
Ὕστερα πῆγε νὰ συνάντηση τὴν Ταϊσία. Τῆς φώναξε νὰ ξυπνήση. Δὲν πῆρε ἀπάντηση. Τὴν κίνησε ἐλαφρά. Δὲν αἰσθανόταν. Ἡ ψυχὴ της εἶχε πετάξει στὸν οὐρανό.
Ὁ ὅσιος γονάτισε καὶ προσευχήθηκε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ. Τότε θεία φωνὴ τὸν πληροφόρησε ὅτι ἡ σύντομη μετάνοια τῆς πόρνης, εὐαρέστησε τὸν Θεὸ περισσότερο ἀπὸ τὴ μετάνοια πολλῶν ἄλλων, γιὰ τὴ θερμότητά της.
(Γεροντικὸν, Γερόντισσας Θεοδώρας Χαμπάκη Ἔκδοσις ΛΥΔΙΑ, σελ. 137)
Αναδημοσίευση από: www.myriobiblos
Από Γ.Ν. Φίλια: «Οι Θεομητορικές Εορτές στη Λατρεία της Εκκλησίας.» Εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2002.
1. Η δημιουργία της εορτής
(I) Εισαγωγική αναφορά στο θέμα των πηγών
(α) Οι πηγές μιας εορτής αποτελούν πάντοτε ζήτημα εισαγωγικό και, ταυτοχρόνως, νευραλγικό σχετικώς με τη δημιουργία της. Η έρευνα των εορτών, όμως, πριν από τη μελέτη του ημερολογιακού καθορισμού, ενδιαφέρεται για την προέλευση του περιεχομένου της εορτής. Με δεδομένη την παντελή απουσία καινοδιαθηκικών μαρτυριών περί των γεγονότων της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το έορτολογικό περιεχόμενο αναζητείται σε εξωβιβλικές πηγές.
Αναφερόμεθα, ουσιαστικώς, σε ένα απόκρυφο κείμενο το οποίο φέρει τον τίτλο «De Transitu beatae Mariae virginis» (περί Μεταστάσεως της μακαρίας Παρθένου Μαρίας), χρονολογείται περί τον 5ο αι. και είναι λατινική μετάφραση παλαιοτέρου απολεσθέντος ελληνικού πρωτοτύπου(1). Ως «Liber transitus Mariae» παρατίθεται υπό του J.P. Migne(2), αποδιδόμενο λανθασμένα στον Μελίτωνα Σάρδεων(3). Περί τον 6ο αι. χρονολογείται η λατινική μετάφραση ενός άλλου περί την Κοίμηση απόκρυφου υπό τον τίτλο «Joannis liber de Dormitione Mariae» (βίβλος Ιωάννου περί της κοιμήσεως της Μαρίας)(4). Μετά την έκδοση του συριακού πρωτοτύπου του εν λόγω απόκρυφου υπό του Wright (5) έγινε αντιληπτό ότι η λατινική μετάφραση του «transitus» αποτελεί ελεύθερη απόδοση του συριακού «Joannis liber...».
Οι απόκρυφες διηγήσεις περί των σχετικών με την Κοίμηση της Θεοτόκου γεγονότων δεν μπορεί να περιορίζονται μόνο στο εν λόγω κείμενο, εφόσον η Κοίμησις δεν αποτελεί γεγονός ελάσσονος σημασίας για την χριστιανική εκκλησιαστική παράδοση. Φαίνεται, εν προκειμένω, ότι ισχύει η θέση του P. Voulet, εκδότου των θεομητορικών Ομιλιών του Ιωάννου Δαμασκηνού, ο οποίος υπεστήριξε ότι το «Transitus Mariae» αποτελεί σύνοψη του συνόλου των περί της Κοιμήσεως απόκρυφων διηγήσεων, μη διασωθεισών στην εκκλησιαστική παράδοση εφόσον είχαν ενσωματωθεί στο εν λόγω κείμενο(6).
Τα φιλολογικά ερωτήματα περί του κειμένου αυτού δεν έχουν γνωρίσει την πλήρη διαλεύκανση. Είναι δύσκολο να αποδεχθούμε την απολυτότητα του Dom Cabrol ότι το πρωτότυπο είναι συριακό(7), εφόσον και το ελληνικό πρωτότυπο φαίνεται ότι διεκδικεί την αλήθεια(8). Συριακό ή ελληνικό,το πρωτότυπο κείμενο χρονολογείται περί τα τέλη του 4ου-αρχές του 5ου αι., έτυχε μεταφράσεως στην κοπτική, λατινική και αραβική γλώσσα, θεωρείται δε ως σύνοψη αρχαιοτέρων στοιχείων, ίσως και του 2ου αι.(9). Η μελέτη του περιεχομένου του, άλλωστε, ενισχύει τη διαίσθηση ότι στο εν λόγω κείμενο περιέχονται πρωτοχριστιανικές διηγήσεις περί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου(10).
(β)Το κείμενο της «Transitus Mariae» υπήρξε πηγή της περί Κοιμήσεως της Θεοτόκου παραδόσεως, η οποία χαρακτηρίζεται ως «Ευθυμιακή ιστορία» και η οποία διασώθηκε στον Β' Λόγο του Ιωάννου Δαμασκηνού στην Κοίμηση(11). Η απόκρυφη αυτή διήγηση έχει δανειστεί, μεν, στοιχεία εκ της «Transitus», περιέχει όμως και άλλα εξαιρετικώς άτοπα και ελεγχόμενα (όπως το αίτημα της Πουλχερίας -5ος αι.- περί μεταφοράς στην Κωνσταντινούπολη του λειψάνου της Θεοτόκου!), τα οποία την καθιστούν «διπλά απόκρυφη»(12). Η επιβίωση της «Ευθυμιακής ιστορίας» έως την εποχή του Δαμασκηνού επιβεβαιώνει την επισήμανση της προηγουμένης παραγράφου ότι, το γεγονός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είχε μεγάλη σημασία για την εκκλησιαστική παράδοση, με αποτέλεσμα την επεξεργασία του σε διάφορες απόκρυφες παραδόσεις.
(II) Η παράδοση περί της ταφής της Θεοτόκου
Οι απόκρυφες διηγήσεις παρέχουν μεν στοιχεία του εορτολογικού περιεχομένου (των γεγονότων της εορτής της Κοιμήσεως), δεν σχετίζονται όμως με τη διαδικασία εμφανίσεως της εορτής(13). Το ενδιαφέρον της περί του θέματος της εμφανίσεως μελέτης πρέπει να επικεντρωθεί στην παράδοση περί του τόπου της Κοιμήσεως και της ταφής της Θεοτόκου, εφόσον είναι εύλογο οι τοποθεσίες αυτές να απετέλεσαν το λίκνο εμφανίσεως της εορτής(14).
Η παράδοση περί Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην εν Ιεροσολύμοις οικία της(15) και ταφής της στην ίδια πόλη αναφαίνεται περί τον 5ο αι.(16) (περί τα τέλη του 4ου αι. ο Επιφάνιος Σαλαμίνος ουδεμία παρόμοια παράδοση γνωρίζει(17) και ενισχύεται από μαρτυρίες «Οδοιπορικών» του 6ου αι., τόσο του προσκυνητού Θεοδοσίου (530) περί υπάρξεως ναού προς τιμή της Θεοτόκου στη Γεθσημανή(18), όσο και του Αντωνίου της Πλακεντίας (570), ο οποίος επισημαίνει ότι εντός του ναού αυτού υπήρχε και ο τάφος της Θεοτόκου(19). Μνεία του τάφου αυτού γίνεται τον 7ο αι. στην Ανακρεόντιο ποίηση του Σοφρωνίου Ιεροσολύμων (+638)(20), ο οποίος τιμά τη Θεοτόκο στη συγκεκριμένη τοποθεσία(21). Η παράδοση της «Dormitio hierosolymata» (Κοιμήσεως εν Ιεροσολύμοις), όπως αναφέρεται στο «Brevarius de Hierosolyma» του 6ου αι.(22), φαίνεται να κατέχει την αίγλη της ιστορικότητας(23), προς αυτήν δε προσανατολίζονται σημαντικές έρευνες περί του τάφου της Θεοτόκου(24).
Κατά συγκυρία περισσότερο «μυστικιστική» και ολιγότερο ερευνητική ανεφάνη η παράδοση περί Κοιμήσεως και ταφής της Θεοτόκου στην Έφεσο. Αναφερόμεθα στην περί του θέματος «δραματική αποκάλυψη», την οποία διετείνετο ότι είχε η Anna Vatherine Emmerich, αυγουστινιανή μοναχή του αβαείου Agnetenberg της Βεστφαλίας (+1824). Οι «αποκαλύψεις» της Emmerich σχετίζονται με το γεγονός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, την οποία (Κοίμηση) τοποθετούν στην Έφεσο και, μάλιστα, στην οικία την οποία είχε οικοδομήσει ο ευαγγελιστής Ιωάννης(25). Η περιοχή της Εφέσου «Παναγία-Καπούλη» (πόρτες της Παναγίας) εθεωρήθη ως η τοποθεσία Κοιμήσεως της Θεοτόκου(26). Οι απόψεις αυτές δεν είχαν μεν την απαιτούμενη τεκμηρίωση, συνεκίνησαν όμως τους διατεινόμενους ότι η Θεοτόκος δεν ετάφη στη Γεθσημανή(27). Η παράδοση περί Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Έφεσο, άλλωστε, συντηρήθηκε από την απόκρυφη γραμματεία(28), αλλά κυρίως από το γεγονός συγκλίσεως της Γ' Οικουμενικής Συνόδου στο ναό της «αγίας Μαρίας» στην Έφεσο(29), αν και δεν υπάρχει βεβαιότητα περί αφιερώσεως του ναού αυτού στην παρθένο Μαρία ή σε ομώνυμη αγία(30).
Η «παράδοση της Εφέσου» αποτελεί μάλλον παρένθεση στο όλο θέμα του τόπου Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η μετακίνηση του ευαγγελιστού Ιωάννη στην Έφεσο πραγματοποιείται σε χρονική στιγμή μεταγενέστερη του ημίσεως του 1ου αι., γεγονός το οποίο αποδυναμώνει εξαιρετικά την περίπτωση μεταφοράς της Θεοτόκου στην Έφεσο. Η περί Θεοτόκου παράδοση στην πόλη αυτή δεν είναι αναγκαίο να σχετίζεται με την αυτοπρόσωπη παρουσία της Θεοτόκου, αλλά προφανώς με την παρουσία του Ιωάννη, ο οποίος στην εκκλησιαστική συνείδηση ευρίσκετο στενά συνδεδεμένος με τη Θεοτόκο. Η πόλη των Ιεροσολύμων, άλλωστε, κατέχει μεγαλύτερες «περγαμηνές» -σε σχέση με την Έφεσο- ώστε να θεωρείται ως το λίκνο εμφανίσεως της εορτής της Κοιμήσεως.
(III) Η πρώτη εορτή προς τιμή της Θεοτόκου στα Ιεροσόλυμα
Οι εορτές γεννώνται σ’ ένα τόπο δια της ισχύος των τοπικών παραδόσεων και αναμνήσεων. Δεν απαιτείται ιδιαίτερη ικανότητα έρευνας της χριστιανικής Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, ώστε να συμπεράνουμε ότι το γεγονός το οποίο κυριαρχούσε στις συνειδήσεις σχετικώς με τη Θεοτόκο ήταν η θεϊκή μητρότητα. Η υπό της Θεοτόκου Γέννηση του Κυρίου είναι εύλογο να αποτελούσε το εορτολογικό περιεχόμενο της όποιας πρωτογεννούς Θεομητορικής εορτής(31). Ας μην παραθεωρείται μία σημαντική παράμετρος της ιστορίας των εορτών, συμφώνως προς την οποία ή εμφάνιση κάποιας εορτής σε συγκεκριμέμη χρονική περίοδο δεν συμπίπτει με τη γένεση του εορτολογικού της περιεχομένου. Το γεγονός, δηλαδή, ότι υπήρχε αντικείμενο τιμής της Θεοτόκου (εν προκειμένω η Γέννηση του Κυρίου) είναι προγενέστερο από την ημερολογιακή διαμόρφωση αντίστοιχης εορτής. Τα δύο δεδομένα όχι μόνο δεν ταυτίζονται, αλλά χαρακτηρίζονται από επαγωγική σχέση εφόσον το πρώτο (ή πρωτοχριστιανική τιμή προς τη Θεοτόκο) προετοίμασε την εμφάνιση του δευτέρου (τον ημερολογιακό καθορισμό αντίστοιχης εορτής).
Η εκτίμηση περί υπάρξεως ενός «πρωτογεννούς Θεομητορικού έορτολογικού υλικού» συνδέεται με μία τοποθεσία τρία μίλια μετά τα Ιεροσόλυμα καθ' οδόν προς Βηθλεέμ, η οποία επονομάζεται «Κάθισμα»(32). Η εν λόγω τοποθεσία εκίνησε το ευρύτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον των ερευνητών(33), ειδικότερον
όμως ως προς τη Θεοτόκο απετέλεσε τόπο ιερό, εφόσον κατά την απόκρυφη παράδοση του Πρωτευαγγελίου του Ιακώβου (17, 2-3) η Θεοτόκος, καθ' οδόν προς τη Βηθλεέμ και ευρισκόμενη ολίγον προ της κυήσεως, εζήτησε από τον Ιωσήφ να κατέλθει εκ της όνου για να ξεκουρασθεί(34). Την παράδοση αυτή επιβεβαιώνει το 530 ο προσκυνητής Θεοδόσιος(35), φαίνεται δε ότι ήταν η κυρίαρχη σε σχέση με άλλη, περί παραμονής επ' ολίγον της Θεοτόκου στο συγκεκριμένο τόπο κατά τη φυγή προς την Αίγυπτο(36).
Σύμφωνα με τη μαρτυρία Κυρίλλου του Σκυθοπολίτου, στο «Κάθισμα» ανοικοδομήθηκε ναός προς τιμή της Θεοτόκου από μία Ρωμαία, ευγενούς καταγωγής και μεγάλης πίστεως προσκυνήτρια, την Ικελία (ή Ικηλία), κατά τους χρόνους πατριαρχείας του Ιουβεναλίου Ιεροσολύμων (417-458)(37) Ο ναός αυτός δεν φαίνεται να αντικατέστησε κάποιον παλαιότερο, εφόσον αποκαλείται ως «Κάθισμα παλαιόν» από το Θεόδωρο Πέτρας, το βιογράφο Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, ο οποίος βεβαιώνει και περί ανεγέρσεως ναού υπό της Ικελίας(38). Ως εκ τούτου, το εν λόγω «Κάθισμα» πρέπει να απετέλεσε τον πρώτο συγκεκριμένο τόπο τιμής προς τη Θεοτόκο στις αρχές του 5ου αι.(39) και, επομένως, τον πρώτο τόπο επιτελέσεως μιας εορτής, την οποία ο προαναφερθείς Θεόδωρος Πέτρας αποκαλεί «μνήμην Θεοτόκου» και επισημαίνει ότι τελείται «άπαξ του ενιαυτού»(40).
Ποια ήταν όμως, η ακριβής ημερομηνία της μίας αυτής εορτής κατ' έτος και ποιο ήταν το εορτολογικό της περιεχόμενο; Ο Baumstark διατείνεται ότι συγκεκριμένη ημερομηνία ήταν αυτή της 13-15 Αυγούστου (την περί 13ης Αυγούστου άποψη υιοθετεί και ο καθ. Ι.Φουντούλης(41)), αλλά περιπλέκει το όλο θέμα υποστηρίζων ότι το περιεχόμενο της εορτής είχε σχέση με τα εγκαίνια του ναού της Ικελίας κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία(42). Είναι πιθανόν οι, εκτιμήσεις του Baumstark περί του εορτολογικού περιεχομένου να πηγάζουν από το γενικότερο κανόνα ότι, προ της διαμορφώσεως μιας εορτής, προηγείται η ανάμνηση εγκαινίων ενός αντιστοίχου ναού. Θεωρούμε, όμως, ότι η άποψη αυτή του μεγάλου Γερμανού λειτουργιολόγου στερείται συγκεκριμένης ιστορικής κατοχυρώσεως περί πιθανού εγκαινιασμού του ναού της Ικελίας στις 13 Αυγούστου κάποιου έτους, αλλά και παρακάμπτει τη συνάφεια του «Καθίσματος» με την τιμή της Θεοτόκου ως Μητέρας του Κυρίου.
(IV) Η εορτολογική εξέλιξη προς τη 15η Αυγούστου
Τα παραπάνω στοιχεία πιστοποιούν ότι, η εορτή του «Καθίσματος» της Θεοτόκου προετοιμάζει μεν ημερολογιακώς την εορτή της Κοιμήσεως, αλλά το εορτολογικό περιεχόμενό της είναι παντελώς διαφορετικό από το γεγονός της Κοιμήσεως(43). Εάν λάβουμε υπόψη το «αρμενικό λεκτσιονάριο» ή «εκλογάδιο», το oποίο εξέδωσε σε παράρτημα ο Conybeare(44) και περί του οποίου o εκδότης ισχυρίζεται ότι καταγράφει τη λειτουργική πράξη των Ιεροσολύμων κατά τον 6ο αι.(45), συμπεραίνουμε ότι την εποχή εκείνη ισχύει ακόμα η εορτή με το γενικό θεομητορικό περιεχόμενο (η εορτή του «Καθίσματος»)(46). Στο χρονικό αυτό σημείο φαίνεται ότι επαληθεύεται η άποψη του Cabrol περί δημιουργίας της εορτής της Κοιμήσεως υπό το βάρος του κύρους, το οποίο ακτινοβολούσε ο τάφος της Θεοτόκου στη Γεθσημανή(47).
Οι εορτολογικές εξελίξεις εμφανίζονται καταιγιστικές από τα μέσα του 5ου αι, όταν ο αυτοκράτορας Μαρκιανός (450-457) έκτισε ναό προς τιμή της Θεοτόκου στη Γεθσημανή(48). Τρία έτη μετά το θάνατο του αυτοκράτορα, το 460, εμφανίζεται για πρώτη φορά εορτασμός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου και στον συγκεκριμένο ναό(49), εκτοπιζομένης τοιουτοτρόπως της παλαιάς θεομητορικής εορτής του «Καθίσματος»(50). Στο σημείο αυτό πολύτιμη εμφανίζεται η μαρτυρία του «Γεωργιανού Κανοναρίου», ενός κειμένου το οποίο αντικατοπτρίζει την ιεροσολυμιτική λατρεία μεταξύ 450 και 750(51), το οποιο φαίνεται ότι γνωρίζει ο Μόδεστος Ιεροσολύμων (645-646)(52) και το οποίο αποτελεί γεωργιανή μετάφραση απολεσθέντος ελληνικού πρωτοτύπου, η ύπαρξη του οποίου ήταν άγνωστη έως τις αρχές του 20ου αι,(53).
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του «Κανοναρίου», στις 15 Αυγούστου «τιμάται η μνήμη της Θεοτόκου στη Γεθσημανή στο ναό του αυτοκράτορα Μαρκιανού («Μαυρικίου» κατά γεωργιανή παραλλαγή(54)»(55). Η επιβεβαίωση των εξελίξεων είναι σαφής: η παλαιά θεομητορική εορτή του ναού της Ικελίας έχει εκτοπισθεί (οι δύο εκδότες του «Κανοναρίου» αναφέρουν ότι η εορτή αυτή μετατοπίσθηκε στις 13 Αυγούστου και εξαφανίσθηκε σταδιακώς(56)), στη θέση της δε κατά τις 15 Αυγούστου τοποθετήθηκε η εορτή της Κοιμήσεως(57). Ουδείς, βεβαίως, δύναται να συμπεράνει ότι η Εκκλησία των Ιεροσολύμων επανέφερε στην ιστορική της μνήμη το γεγονός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου το 460 (!). Η εορτολογική έρευνα θα πρέπει να διακρίνει μεταξύ της τιμής ενός θεομητορικού γεγονότος στη συνείδηση της Εκκλησίας (αυτή η τιμή είναι πρωτοχριστιανική) και του ημερολογιακού καθορισμού εορτασμού του (αυτός ο καθορισμός επισυμβαίνει πάντοτε κατόπιν μακρών χρονικών εξελίξεων).
Ευνόητο είναι ότι η περί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εορτολογική εξέλιξη δεν μπορεί να εννοηθεί ανεξαρτήτως της διατυπώσεως του ορθοδόξου Μαριολογικού δόγματος κατά την Γ' Οικουμενική Σύνοδο(58). Η από τα μέσα του 5ου αι. εορτολογική παράδοση περί της Κοιμήσεως συμπορεύεται με την εδραίωση του περί της Θεοτόκου ορθοδόξου δόγματος, γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την εδραίωση, διάδοση και καθολική επισημοποίηση της εορτής της Κοιμήσεως. Η επισημοποίηση αυτή επισυμβαίνει περί τα τέλη του 6ου αι., όταν ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος (582-602), σύμφωνα με τη μαρτυρία Νικηφόρου του Καλλίστου(59), καθορίζει δια διατάγματος την επιτέλεση της εορτής στις 15 Αυγούστου.
Πρόκειται περί αποκρυσταλλώσεως μιας μακραίωνης θεομητορικής παραδόσεως, ενόσω η εορτή της Κοιμήσεως περιβάλλεται πλέον με νομική ισχύ(60). Είναι σαφές ότι με το διάταγμα του Μαυρικίου δεν επιτελείται σύσταση νέας εορτής, εφόσον αναφέρεται ότι η σύστασή της έχει συντελεσθεί κατά το παρελθόν(61). Ο Μαυρίκιος υιοθέτησε επισήμως και καθολικώς την ιεροσολυμιτική ημερομηνία περί της «Μνήμης της Θεοτόκου», συνειδητοποιήσας προφανώς την καθολική ευλάβεια προς το μνήμα της Θεοτόκου στη Γεθσημανή(62) και υπό την αύξουσα ακτινοβολία του εν λόγω προσκυνήματος, όπου συνέρρεε πλήθος προσκυνητών(63). Δεν φαίνεται, όμως, ότι η κατά τον 6ο αι. αποκρυσταλλωθείσα εορτή της Κοιμήσεως επεβλήθη αυτομάτως σε όλο το εύρος του χριστιανικού κόσμου. Όπως τονίζει τον 7ο αι. ο Ιωάννης Θεσσαλονίκης, «υπήρχαν κάποιοι τόποι, οι οποίοι δεν εόρταζαν ακόμα την ετήσια μνήμη της Κοιμήσεως», μεταξύ δε αυτών ο Ιωάννης συγκαταλέγει και τη Θεσσαλονίκη(64).
(V) Περαιτέρω εξέλιξη της εορτής στον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο
Στις αρχές του 6ου αι. η εορτή της Κοιμήσεως υιοθετείται από την Εκκλησία της Συρίας(65). Είναι χαρακτηριστική η ποίηση περί του θανάτου και του τάφου της Θεοτόκου, την οποία κατέλειπε ο Ιάκωβος του Sarug(66) (Σύρος επίσκοπος περί το 518). Στην ποίηση αυτή είναι σαφής η ιδιαιτερότητα της εορτής της Κοιμήσεως, αλλά δεν είναι σαφής η ημερομηνία παρά την περί της 15ης Αυγούστου επιχειρηματολογία του Faller(67). Η ασάφεια της ημερομηνίας έγκειται στην παράδοση της Συριακής Εκκλησίας να υιοθετήσει μεν την ιεροσολυμιτική εορτή της Κοιμήσεως, αλλά να την τοποθετήσει στις 26 Δεκεμβρίου, σύμφωνα με την απόκρυφη παράδοση περί Κοιμήσεως της Θεοτόκου την ίδια ημέρα Γεννήσεως του Κυρίου, μετατεθείσης της εορτής κατά μία ημέρα ώστε να μην συμπέσουν οι δύο εορτές(68).
Από τη Συρία η εορτή της Κοιμήσεως μεταλαμπαδεύτηκε στη Ρώμη.
Διαρκούντος, ήδη, του 6ου αι.,ο Γρηγόριος Τουρώνης (573-593) αναφέρεται σε εορτή υπό τον γενικό τίτλο «Festivitas S. Mariae»(69). Στη συγκεκριμένη μαρτυρία ουδεμία αναφορά γίνεται στο γεγονός της Κοιμήσεως, συμπεραίνουμε δε ότι πρόκειται προφανώς περί κάποιας θεομητορικής εορτής γενικού χαρακτήρος(70). Ο πάπας Θεόδωρος Α' (647-649) είναι ο πρώτος, ο οποίος επεχείρησε εισαγωγή της εορτής στη Ρώμη, φαίνεται όμως ότι η προσπάθειά του δεν στέφθηκε από επιτυχία(71). Η παραπάνω επισήμανση ότι η Συρία επέδρασε επί της Ρώμης στην υιοθέτηση της εορτής της Κοιμήσεως αφορά στην εδραίωση της εορτής στη Ρώμη από το Σύρο πάπα Σέργιο Α' (687-701), ο οποίος μετέφερε στη Ρώμη την τελετουργική λαμπρότητα της Συρίας κατά τον εορτασμό της Κοιμήσεως(72). Η ορολογία της εορτής φαίνεται ότι αποκρυσταλλώθηκε σταδιακώς: το «ευαγγελιστάριο» του 740 αναγγέλει την εορτή ως «Sollemnitas de pausatione sanctae Mariae»(73), ενώ το «Aνδριανό ευχολόγιο» (περί το 770) καταχωρίζει ακολουθία εορτής της «Μεταστάσεως» (Transitus)(74). Γνωρίζουμε ότι o πάπας Αδριανός εγκαινίασε την εορτή στο ναό της «Αγίας Μαρίας της Μείζονος» στη Ρώμη(75).
Στην αιγυπτιακή Εκκλησία φαίνεται ότι κατά τον 5ο αι. εμφανίζεται εορτή της Κοιμήσεως εξ επιδράσεως των Ιεροσολύμων. Ο κατά την εποχή αυτή, όμως, χρονολογούμενος Ψευδο-Διοσκορικός πανηγυρικός του Μακαρίου αναφέρει ότι, οι πιστοί συνάζονται στην Εκκλησία της Παρθένου στη Γεθσημανή στις 21 του αιγυπτιακού μηνός «Τομπί», ημερομηνία αντίστοιχη με την 16η Ιανουαρίου του Ιουλιανού ημερολογίου(76). Από τον Ψευδο-πανηγυρικό συμπεραίνουμε, επίσης, ότι η συγκεκριμένη ημερομηνία ήταν εορτασμός της Κοιμήσεως, ενώ διετηρείτο και η ημερομηνία της 15ης Αυγούστου ως εορτασμός της Μεταστάσεως. Η εορτολογική ερμηνεία των αιγυπτιακών μαρτυριών φαίνεται ότι μπορεί να διατυπωθεί μόνο σε υποθετικό επίπεδο: εφόσον δηλαδή η 6η Ιανουαρίου ήταν -κατά την αρχαία αιγυπτιακή παράδοση- η ημερομηνία εορτασμού της Γεννήσεως του Κυρίου (ταυτοχρόνως με τον εορτασμό της Βαπτίσεως)(77) η 16η εντάσσεται στον χριστουγεννιάτικο εορτολογικό κύκλο της αιγυπτιακής Εκκλησίας, σύμφωνα με την απόκρυφη παράδοση περί Κοιμήσεως της Θεοτόκου την ιδία εποχή ή και ημερομηνία με τη Γέννηση του Κυρίου. Εύλογο ήταν η ίδια εορτολογική διάκριση (16 Ιανουαρίου η εορτή της Κοιμήσεως/15 Αυγούστου ή της Μεταστάσεως) να παραληφθεί και από την Εκκλησία της Αιθιοπίας(78).
Υποσημειώσεις
1. Βλ. Χρήστου, Πατρολογία, Β', σ. 673.
2. PG 5,1231-1240.
3. Το γεγονός ότι πρόκειται περί ψευδο-Μελίτωνος υποστηρίζεται επαρκώς υπό του M.Jugie, «Homélies mariales Byzantines», εν Ρ.Graffin, Patrologia Orientalis19 (2), 1926,σ.370.
4. Το εξέδωσε ο Tischendorf, Apocrypha,σς. 95-112.
5. Apocrypha Literature, σσ. 42-51.
6. S. Jean Damascéne, Homélies sur la Nativité et la Dormition, SC 80, 1961, σ.26.
7. «Assomption», στ. 2998.
8. Βλ. σχετικώς εν P.Voulet, ό.π., σ. 27.
9. Είναι αξιοσημείωτο ότι μια παραλλαγή του κειμένου αποδίδεται στον Μελίτωνα Σάρδεων (+180), στο έργο του «Κοίμησις Θεοτόκου», το οποίο, όμως, είναι νόθο και μεταγενέστερο του 4ου αι. (Παπαδοπούλου, Πατρολογία, Α', σ. 263).
10. Πρβλ. Leclercq, «Assomption», στ.2993.
11. Το περιεχόμενό της θα εκτεθεί σε επόμενη παράγραφο των σχετικών με το Λόγο του Δαμασκηνού.
12. Πρβλ. Jugie, mort et assumption, σ.92.
13. Νέλλα, Θεομήτωρ,σ. 27, σημ. 1.
14. Πρβλ. Cabrol, «Assomption», στ.2996.
15. H οικία αυτή είναι διαφορετική από το «υπερώο» των Πράξεων των Αποστόλων (1,13). Βλ. περισσότερα εν Lagrange, «Dormition», σσ. 599-600.
16. Βλ. σχετικώς εν Καλογήρου, «Μαρία», στ. 663/Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου, σ. 14.
17. Κατά αιρέσεων, 78,11, PG 42, 716Β-C. Βλ. και τίς παρατηρήσεις του Kellner, Heortologie, σ. 172.
18. Ibi est vallis Iosaphat, ibi Dominum Iudas traditit. Ibi est ecclesia Domnae Mariae matris Domini (De situ terrae sanctae, έκδ. Geyer, CCL 175, σ. 119). Ο Capelle επιχειρεί να αξιολογήσει περισσότερο τη μαρτυρία αυτή («Fete de la Vierge», σ.29, σημ. 61).
19. In qua valle Gethsemanae est Basilica sanctae Mariae, in qua monstratur sepulcrum de quo dicunt sanctam Mariam ad caelos fuisse sublatam (εκδ. J. Tobler, Itinera et descriptiones Terrae sanctae, t. I,Iena1877, σ.100). Ο Raes, όμως, θεωρεί ότι ο μαρτυρούμενος ναός και ο τάφος δεν ευρίσκοντο στον ίδιο τόπο («Assomption», σ.264).
20. PG 83(3), 3789Α• 3821Β- 3824Β.
21. H εν λόγω μαρτυρία του Σοφρωνίου παρατίθεται στην παρούσα ενότητα επειδή δεν συνεξετάζουμε την ποίησή του με τους εγκωμιαστικούς προς την Κοίμηση λόγους των λοιπών εκκλησιαστικών συγγραφέων.
22. Πρόκειται περί της ιεροσολυμιτικής λειτουργικής τάξεως, όπως εξάγεται από τα «Oδοιπορικά» των εκ της Δύσεως προερχομένων προσκυνητών των Αγίων Τόπων. Στο εν λόγω breviarium επαναλαμβάνεται η μαρτυρία των «Οδοιπορικών» ότι ibi (στη Γεθσημανή) est basilica sanctae Ariae, et ibi est sepulchrum eius (έκδ. Geyer, εν CCL 175, σ. 155).
23. Σωστές οι επισημάνσεις των Abel (Jerusalem, σσ. 816-817) και Σιώτη (Λατρεία Θεοτόκου,σ. 13).
24. Σύνοψη των ερευνών αυτών στις μελέτες των Nirsche (Das Grab) και Bagatti («tomba delle Vergine», σσ. 236-290). Τις θέσεις του Nirsche σχολιάζει και o Kellner (Heortologie, σ.172, σημ. 2).
25. Οι επί του θέματος αυτού «δραματικές αποκαλύψεις» της Emmerich εξεδόθησαν από το αβαείο της στο έργο Vie de Saint Vierge d’ après les meditations d’A,C. Emmerich, γαλλική μετάφραση υπό Η. Cazalès Paris 1931, ιδιαιτέρως σσ. 380-381.
26. Τα αναλυτικότερα συμπεράσματα της Emmerich δημοσιεύθηκαν μετά το θάνατό της (βλ. Panagia-Capouli). Σχετική αναφορά γίνεται και στην τότε νεοσύστατη Revue Biblique [1 (1892), σ. 463], γεγονός το oποίο μαρτυρεί το ερευνητικό ενδιαφέρον περί των απόψεων της Emmerich.
27. Ο κυριότερος εκπρόσωπος της απόψεως αυτής είναι ο (βλ. στη μελέτη του Grab der Maria)
28. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, όταν o ευαγγελιστής Ιωάννης ήλθε στην Έφεσο, έφερε μαζύ του τη Θεοτόκο (βλ.σχετικώς εν Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου, σ. 12).
29. Βλ. Cabrol, «Assomption», στ. 2995.
30. Στεφανίδου, Ιστορία, σ. 316. Είναι χαρακτηριστικό της επί του θέματος ασαφείας ότι, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας προσφωνών τα μέλη της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου αναφέρεται σε ναό προς τιμή της Θεοτόκου [Χαίροις τύνοιν παρ’ ημών αγία μυστική Τριάς, η τούτους ημάς πάντας συγκαλεσαμένη επί τήνδε την Εκκλησίαν της Θεοτόκου Μαρίας, PG 77, 992Α-Β], ενώ ο τίτλος της προσφωνήσεώς του αναφέρεται σε ναό της αγίας Μαρίας [Όμιλία Δ', Εν Εφέσω λεχθείσα προς Νεστόριον, ηνίκα κατήλθον οι επτά προς την αγίαν Μαρίαν, 992Α].
31. Βλ. Jugie, «fetes ίείεδ ηΐ3Π3ΐε8», σ. 130. Το γεγονός υπάρξεως παλαιοχριστιανικής εορτής στα Ιεροσόλυμα προς τιμή της Θεοτόκου επισημαίνει και o Kellner (Heortologie, σ.172).
32. Βλ. Φουντούλη, «Κοίμησις», στ.705/Milik, «topographie palestinienne», σσ. 571-572/Aubineau, Hesychius, σσ. 137-138.
33. Ενδεικτικώς αναφέρουμε τις μελέτες των Von Riess, “Kathisma”, σσ. 17-23/Klameth, Lokaltraditionen, σσ. 60-71/Abel, Bethleem, σ.3.
34. Πρβλ. Strycher, Protévangile, σσ.142-145. Βλ. επίσης Capelle, «Fete de la Vierge», σ. 21/ Martimort, Eglise en Prière IV, σ. 147.
35. Est locus tertio miliario de Hierusalem civitate. Dum domna Maria mater Domini iret in Bethleem, descendit de asina et sedit super petram et benedixit eam (De situ terrae sanctae, 28, έκδ. Geyer, CCL 175, σ. 124).
36. Βλ. σχετικώς εν Klameth, Localtraditiones, σσ. 60-71. Αξιοσημείωτη είναι και η πληροφορία του Raes ότι, στο εν λόγω «Κάθισμα» η Ραχήλ εγένησε το Βενιαμίν και απέθανε εκεί («Assomption», σ. 262).
37. Πρβλ. Schwartz, Kyrillos σ. 236 (20).
38. Βίος Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, εκδ. Usener, Thedosios, σσ. 3 και 14.
39. Βλ. Capelle, «Fete de la Vierge», σ. 22.
40. Πρβλ. Usener, Theodosios. σ.58.
41. «Κοίμησις», στ. 705.
42. Πρβλ. Baumstark, Liturgie, σ. 202/Του ιδίου, Festbrevier, σσ. 216 εξ.
43. Είναι απορίας άξιον το γεγονός ότι, ο Faller θεωρεί την εορτή του «Καθίσματος» ως εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (silentio circa Assumptionem, σσ. 18-20).
44. Rituale Armenorum, Oxford, Clarendon Press,1905, σσ. 507-527. H έκδοση έγινε με βάση δύο χειρόγραφα, εκ των οποίων το αρχαιότερο ανάγεται στον 9ο αι. (Paris fonds arménien, 20). Περί της μαρτυρίας του «αρμενικού λεκτσιοναρίου» περί εορτασμού της «Μαρίας Θεοτόκου» στο «Κάθισμα» κατά τις 15 Αυγούστου, βλ. και Renoux, Codex arménien,σ. 357.
45. Ο καθ. Ι. Φουντούλης θεωρεί ότι η καταγραφόμενη λειτουργική πράξη είναι του 5ου αι. («Κοίμησις», στ. 507). Την ίδια χρονολόγηση παρέχει ο Raes, ο οποίος ισχυρίζεται ότι το «λεκτσιονάριο» συνετάγει σε μοναστήρι της Ιερουσαλήμ περί το 460 («Assomption», σ. 262).
46. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από τα υπό του «λεκτσιοναρίου» αναφερόμενα περί εορτής της Θεοτόκου στη μονή του αγ.Ευθυμίου προ του 479 (βλ. σχετικώς εν Capelle, «fete de la Vierge», σσ. 19-20). Το γεγονός ότι κατά τον 5ο αι. υφίσταται η παλαιά εορτή του «Καθίσματος» επισημαίνεται και από τον C.Andrinicof (Sens des fetes σ. 279).
47. «Assomption», στ. 2997.
48. Στεφανίδου, Ιστορία, σ. 317.
49. Βλ. Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου, σ. 11/Martimort, Eglise en Prière, IV, σ. 147.
50. Πρβλ. Σπουρλάκου-Ευτυχιάδου, Παναγία Θεοτόκος, σ. 64.
51. Πρβλ. Wenger, Assomption,σσ. 102-103/Esbroek,«Dormition», σσ. 363-369.
52. Στην οικεία παράγραφο θα γίνει αναφορά στις πληροφορίες του Μόδεστου περί της εορτής της Κοιμήσεως, μέσα από την Ομιλία του στην Κοίμηση. Επί του παρόντος αρκούμεθα στην επισήμανση της ενότητας των δύο πηγών, δηλαδή του «Κανοναρίου» και της Ομιλίας του Μοδέστου (βλ. περισσότερα εν Raes, «Assomptionη», σ. 264).
53. Πρώτος γνωστοποίησε την ύπαρξή του ο C. Kékedidzé», ο οποίος και το εξέδωσε το 1912 (Kanonar. Κριτική παρουσίαση υπό Peeters, «Kékedidzé», σσ.349-350). Το 1923 o H.Goussen πραγματοποίησε διορθωτική επανεξέταση της αρχικής εκδόσεως (georgische Drucke. Κριτική παρουσίαση υπό Peeters «Goussen», σσ. 137-140), ενώ την ίδια εποχή ο Α. Chanidzé ολοκλήρωσε την παλαιογραφική έρευνα του κειμένου («histoire de la langue géorgienne». Κριτική παρουσίαση υπό Peeters, «Chanidzέ», σσ. 384-386). H χρονολόγηση του «Κανοναρίου» υπό του Capelle κατά τον 8ο αι. δεν δημιουργεί προβλήματα στα συμπεράσματα της έρευνας («Fetes de la Vierge», σ. 2).
54. Από την παραλλαγή αυτή προφανώς πηγάζει ο χαρακτηρισμός του ναού στη Γεθσημανή ως «ευκτηρίου του Μαυρικίου» (Φουντούλη, «Κοίμησις», στ. 705). Ο Kékedidzé διορθώνει το γεωργιανό πρωτότυπο περί «Μαυρικίου» σε «Μαρκιανό», επειδή προφανώς εγνώριζε ότι δύο προσκυνητές των αγίων Τόπων (ο Θεοδόσιος περί το 530 και ο Αντώνιος της Πλακεντίας περί το 570) μαρτυρούν περί υπάρξεως του ναού, ο οποίος επομένως υπήρχε προ του Μαυρικίου (582-602). Είναι πιθανόν η μετατροπή του «Μαρκιανός» σε «Μαυρίκιος» υπό του γεωργιανού) πρωτοτύπου να οφείλεται στην επωνυμία του Μαρκιανοΰ ως «Μαυρικιανοϋ» (βλ.Raes, «Assomption» σ. 264).
55. Kékedidzé, Kanonar, σ. 123. Ο Dalmais συγκρίνει τη μαρτυρία με μεταγενέστερες γεωργιανές πηγές και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, ο συγκεκριμένος εορτασμός δεν περιορίζετο κατά τη 15η Αυγούστου, αλλά εξετείνετο μεταξύ 13ης και 17ης Αυγούστου («Apocryphes de la Dormition», σσ. 13-14).
56. Πρβλ. Kékedidzé, Kanonar, σ. 123/Goussen, georgische Drucke σ. 29.
57. Νέλλα, Θεομήτωρ, σ. 27, σημ. I/P.Voulet, όπ.π., σ. 9. Περί των θεωριών αιτιολογήσεως της 15ης Αυγούστου ως ημέρας Κοιμήσεως της Θεοτόκου επί τη βάσει ειδωλολατρικών δεδομένων-θεωρίες καταδικασμένες από την Εκκλησία, βλ. εν Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου, σ.12.
58. Πρβλ., Jugie, «tete mariale», σσ. 130-131/Kellner, Heortologie, σσ. 172-173.
59. Τάττει δε και Μαυρίκιος την της πανάγνου και θεομήτορος κοίμησιν, κατά την πεντεκαιδεκάτην του Αυγούστου μηνός (Νικηφόρου Καλλίστου, Εκκλησιαστική ιστορία,17.28, ΡG 147, 292Α-Β).
60. Βλ. Στεφανίδου, Ιστορία, σ. 317/Martimort , Eglise en Prière ; IV, σ. 147/Σπουρλάκου-Ευτυχιάδου, Παναγία Θεοτόκος, σ. 64/Καλογήρου, «Μαρία», στ. 663/Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου,σ.11.
61. Βλ. και, Cabrol, «Assomption», στ. 2997.
62. Πρβλ. Capelle, «Fete de la Vierge», σσ.28-29.
63. Φουντούλη, «Κοίμησις», στ.705.
64. Κοίμησις της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, 1, έκδ. Μ. Jugie, «Homélies mariales byzantines», εν Ρ. Graffin, Patrolologia Orientalis 19 (2),1926, σ.376.
65. Βλ.Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου, σ. 11.
66. Λατινική μετάφραση υπό A. Baumstark, Or. Chr.(1905), σσ. 91-99.
67. Silentio circa Assumptionem, σσ. 20-22.
68. Βλ. περισσότερα εν Wallis Budge, Blessed Virgin,σσ. 125/Raes, «Assumption» σ. 270.
69. Πρβλ. De gloria martyrum, Ι,4, PL 71, 713.
70. Την άποψη αυτή αποδέχεται και o Cabrol, «Assomption», στ. 2998.
71. Πρβλ. Andronikof, Sens des fetes, σ. 280.
72. Βλ. Φουντούλη,«Κοίμησις», στ. 706.
73. Πρβλ. Klauser, Capitulare, σ.81.
74. Βλ. στο Γρηγοριανό ευχολόγιο (η έκδοση περιλαμβάνει και επιμέρους ευχολόγια), έκδ. J. Deshusses, Fribourg 1971, σ. 262 (Spicilegium Friburgense, 12).
75. Βλ. περισσότερα εν Duchesne, Liber Pontificalis, Ι, σ. 500.
76. Έκδ. Amélineau, «Panégyrique de Macaire», σ.125.
77. Βλ. Mossay, Νοel-Epiphanie, σ.57.
78. Βλ. σχετικώς εν Nollet, «culte de marie», σσ. 376-379/Martimort, Eglise en Prière IV, σ. 148.
Αναδημοσίευση από: www.myriobiblos
Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Τω αυτώ μηνί ΙΕ΄, η σεβασμία Μετάστασις της υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.
Ου θαύμα θνήσκειν κοσμοσώτειραν Κόρην,
Του Κοσμοπλάστου σαρκικώς τεθνηκότος.
Zή αεί Θεομήτωρ καν δεκάτη θάνε πέμπτη.
Όταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ηθέλησε να παραλάβη εις τον εαυτόν του την εδικήν του Μητέρα, τότε προτίτερα από τρεις ημέρας, εφανέρωσεν εις αυτήν διά μέσου Αγγέλου (όστις λέγουσιν, ότι ήτον ο Αρχάγγελος Γαβριήλ) την από γης εις Ουρανόν αυτής
Μετάστασιν. Ελθών δε προς αυτήν ο Άγγελος, είπε. Τάδε λέγει ο Υιός σου. καιρός είναι να παραλάβω την Μητέρα μου εις τον εαυτόν μου. Όθεν μη ταραχθής διά τούτο, αλλά με ευφροσύνην δέξαι το μήνυμα, επειδή και μεταβαίνεις εις ζωήν αθάνατον. Τούτο δε μαθούσα η Θεοτόκος, εχάρη χαράν μεγάλην. Και λοιπόν από τον πόθον κινουμένη του να μεταβή προς τον Υιόν της, ανέβη με σπουδήν και προθυμίαν επάνω εις το όρος των Ελαιών διά να προσευχηθή. (Είχε γαρ η Πανύμνητος τοιαύτην συνήθειαν, να αναβαίνη συχνά εις το όρος αυτό.) Τότε δε ηκολούθησεν ένα θαύμα παράδοξον. Διότι όταν ανέβη εκεί η Θεοτόκος, τότε έκλιναν την κορυφήν αυτών τα δένδρα, οπού ήτον εις το όρος φυτευμένα, ωσάν να ήτον έμψυχα και λογικά, και έτζι επροσκύνησαν, και απέδωκαν κατά το πρέπον, σέβας και τιμήν εις την Κυρίαν του κόσμου και Δέσποιναν.
Αφ’ ου δε ικανώς επροσευχήθη η Πανάχραντος, εγύρισεν εις την οικίαν της, και ω του θαύματος! παρευθύς εσείσθη όλη. Έπειτα άναψε πολλά φώτα η Δέσποινα, και ευχαριστήσασα τον Θεόν, εκάλεσε τας συγγενίδας αυτής και γειτόνισσας. Σαρόνοι τον οίκόν της, ευτρεπίζει τον νεκροκράββατον, και ετοιμάζει όλα, όσα ήτον επιτήδεια εις τον ενταφιασμόν της. Φανερόνοι δε και εις τας άλλας γυναίκας τα λόγια, οπού την ελάλησεν ο Άγγελος διά την εις τους Ουρανούς αυτής μετάστασιν. Και εις πληροφορίαν και πίστωσιν των λεγομένων, δείχνει εις αυτάς το χαροποιόν και νικητικόν σημείον, οπού έδωκεν εις αυτήν ο Άγγελος. Τούτο δε ήτον ένας κλάδος της φοινικίας. Η δε καλεσμέναις γυναίκες, το λυπηρόν τούτο ακούσασαι μήνυμα, εθρήνουν, και με δάκρυα το πρόσωπον αυτών έλουον, ελεειναίς φωναίς οδυρόμεναι. Παύσασαι όμως από τους θρήνους, παρεκάλουν την Δέσποιναν να μη τας αφήση ορφανάς. Η δε Θεοτόκος τας εβεβαίονεν, ότι και αφ’ ου μετασταθή εις τους Ουρανούς, έχει να διαφυλάττη, όχι μόνον αυτάς, αλλά και όλον τον κόσμον. Όθεν με τα τοιαύτα παρηγορητικά λόγια, έπαυσε την υπερβολικήν αυτών λύπην.
Έπειτα εδιώρισεν η Πάναγνος διά τα δύο φορέματα οπού είχεν, ότι δηλαδή αι δύω χήραι, οπού ήτον εις αυτήν γνώριμαι και φιλαινάδαι, και οπού ετρέφοντο παρ’ αυτής, αυταί να πάρουν κάθε μία το ένα φόρεμα.
Εις καιρόν δε οπού ταύτα εδιάτασσεν η Πανάμωμος, ω του θαύματος! έγινεν αιφνιδίως ένας ήχος μιάς δυνατής βροντής, και ευθύς ήλθον εκεί πάμπολλα νέφαλα, τα οποία αρπάσαντα από τα πέρατα της οικουμένης τους Αποστόλους, έφεραν αυτούς εις την οικίαν της Θεοτόκου. Μαζί δε με τους Αποστόλους ήλθε και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, ο Άγιος Ιερόθεος ο διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Απόστολος Τιμόθεος, και οι λοιποί θεόσοφοι Ιεράρχαι, επί των νεφελών φερόμενοι. Οι οποίοι καθώς έμαθον την αιτίαν, διά την οποίαν αιφνιδίως και παραδόξως εσυνάχθησαν, ταύτα έλεγον προς την Θεοτόκον. Σε Δέσποινα, βλέποντες ημείς, πως έζης και έμενες εις τον κόσμον, επαρηγορούμεθα, ωσάν να εβλέπομεν τον Υιόν σου και Δεσπότην ημών και Διδάσκαλον. Επειδή δε τώρα με την βουλήν του Υιού και Θεού σου μεταβαίνεις εις τα Ουράνια, διά τούτο θρηνούμεν, ως οράς, και δακρύομεν. Αγκαλά και κατά άλλον τρόπον χαίρομεν, διά τα επί σοί οικονομούμενα πράγματα. Ταύτα δε λέγοντες, έβρεχον το πρόσωπόν τους με δάκρυα.
Τότε η Θεοτόκος προς αυτούς απεκρίθη. Ώ φίλοι και μαθηταί του εμού Υιού και Θεού, μη κάμετε πένθος και λύπην την εδικήν μου χαράν. Αλλά ενταφιάσετε το σώμά μου, καθώς εγώ θέλω το σχηματίσω επάνω εις το νεκροκράββατον. Όταν δε ταύτα τα λόγια ετελειώθησαν, ιδού φθάνει και ο θεσπέσιος Απόστολος Παύλος, το σκεύος της εκλογής, όστις πεσών εις τους πόδας της Θεομήτορος, επροσκύνησεν αυτήν. Και ανοίξας το στόμα του, την εγκωμίασε με πολλά και ουράνια εγκώμια. Χαίρε, λέγων, ω Μήτερ της ζωής, και του εδικού μου κηρύγματος η υπόθεσις: διατί, αγκαλά και εγώ δεν είδον σωματικώς επί της γης τον Υιόν σου, εσένα όμως βλέπωντας, ενόμιζον ότι βλέπω εκείνον τον ίδιον. Μετά ταύτα, αποχαιρετά όλους η Παρθένος. Ανακλίνεται επάνω εις τον νεκροκράββατον. Σχηματίζει το Πανάχραντον αυτής Σώμα, καθώς ηθέλησε. Προσφέρει δεήσεις και ικεσίας εις τον Υιόν της διά την σύστασιν και ειρήνην όλου του κόσμου. Γεμόζει τους Αποστόλους και Ιεράρχας από την ευλογίαν του Υιού της, την διδομένην δι’ αυτής εις τους ανθρώπους. Και έτζι αφίνει εις τας χείρας του Υιού και Θεού της, την ολόφωτον και Παναγίαν ψυχήν της. Τότε ο Κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος, άρχισε πρώτος να λέγη εις την Θεοτόκον εγκώμια επιτάφια, οι δε λοιποί Απόστολοι εσήκωσαν τον νεκροκράββατον. Και άλλοι μεν, επροπορεύοντο έμπροσθεν, βαστάζοντες λαμπάδας και φώτα, και ύμνους ψάλλοντες. Άλλοι δε, ηκολούθουν, παραπέμποντες εις τον τάφον το Θεοδόχον σώμα της Θεομήτορος.
Τότε δή τότε και Άγγελοι ηκούοντο ψάλλοντες από τους Ουρανούς, και αι φωναί των ασωμάτων Δυνάμεων τον αέρα εγέμοζον. Τα οποία όλα μη υποφέροντες να βλέπουν και να ακούουν οι φθονεροί άρχοντες των Ιουδαίων, επαρακίνησαν μερικούς από τον λαόν, και έπεισαν αυτούς να κρημνίσουν εις την γην το ιερόν νεκροκράββατον, επάνω εις το οποίον εφέρετο το ζωαρχικόν Σώμα της Θεοτόκου. Αλλ’ όμως η θεία δίκη επρόφθασε και επαίδευσε τους τούτο τολμήσαντας, τυφλώσασα πάντων τους οφθαλμούς. Ένα δε από αυτούς εστέρησεν όχι μόνον από ομμάτια, αλλά και από χέρια. Επειδή και αυτός θρασύτερον από τους άλλους ώρμησε και επίασε την ιεράν εκείνην κλίνην. Όστις αφήκεν εις την κλίνην κρεμασμένα τα τολμηρά του χέρια, τα οποία το σπαθί της θείας δίκης απέκοψεν. Έμεινε λοιπόν ο τάλας εκείνος ένα ελεεινόν και αξιοδάκρυτον θέαμα. Πιστεύσας όμως ύστερον εξ όλης ψυχής, όχι μόνον αυτός ιατρεύθη και απεκατέστη υγιής ως το πρότερον, αλλά και εις τους άλλους οπού ετυφλώθησαν, έγινεν αίτιος ιατρείας και σωτηρίας. Πέρνωντας γαρ ούτος ολίγον τι μέρος από το ρούχον της Θεοτόκου, και βαλών αυτό επάνω εις τους τυφλωθέντας, ω του θαύματος! ιάτρευσεν αυτούς, και από το πάθος της τυφλότητος, και από το πάθος της απιστίας.
Φθάσαντες δε οι Απόστολοι εις το χωρίον Γεθσημανή, ενταφίασαν το Πάναγνον Σώμα της Θεοτόκου, και τρεις ημέρας προσμένουσιν εκεί, ακούοντες ακαταπαύστως εις όλον αυτό το διάστημα, τους ύμνους και τας φωνάς των Αγίων Αγγέλων. Επειδή δε κατά θείαν οικονομίαν, ως άδεται λόγος, ένας από τους Αποστόλους (ο Θωμάς δηλαδή, καθώς οι πολλοί θέλουσιν) δεν ευρέθη παρών εις την κηδείαν του ζωαρχικού σώματος της Θεομήτορος, αλλ’ ήλθεν εις την τρίτην ημέραν, διά τούτο ελυπείτο πολλά, επειδή δεν ηξιώθη να ιδή και αυτός εκείνα, οπού ηξιώθησαν και είδον οι λοιποί Απόστολοι. Όθεν κοινή ψήφω άπαντες οι Απόστολοι άνοιξαν τον τάφον διά να προσκυνήση το Σώμα της Θεοτόκου, ο υστερήσας Απόστολος. Ανοίξαντες δε τον τάφον, εξέστησαν άπαντες. Εύρον γαρ τον τάφον, εύκερον μεν από σώμα, μόνον δε το σινδόνι έχοντα, το οποίον έμεινε παρηγορία εις τους Αποστόλους, οπού έμελλον να λυπούνται, και μαρτυρία και απόδειξις αψευδής της εκ του τάφου μεταθέσεως της Θεοτόκου. Επειδή και έως τώρα, ο εν τη πέτρα σκαμμένος τάφος αυτής, βλέπεται και προσκυνείται εύκερος από σώμα. Τελείται δε η αυτής Σύναξις και εορτή εν τω σεβασμίω οίκω των Βλαχερνών, πανηγυρίζεται δε και εις όλας τας κατά τόπον Εκκλησίας.
Σχόλιο Αγίου Νικοδήμου για το ότι η Παναγία ανέστη και ανελήφθη στους ουρανούς
Σημειούμεν ενταύθα, ότι η Kυρία ημών Θεοτόκος, μετά την εν τω τάφω τριήμερον αυτής Kοίμησιν, όχι μόνον μετέστη, αλλά και ανέστη από του τάφου, και ανελήφθη εις τους Ουρανούς, ήτοι ενώθη πάλιν η ολόφωτος αυτής ψυχή μετά του θεοδόχου αυτής σώματος, και ούτως ανέστη από του τάφου. Kαι μετά την ανάστασίν της, ευθύς ανελήφθη σύσσωμος εις τους Ουρανούς, μάλλον δε και υπέρ Ουρανούς. Ότι δε ταύτά εστιν αληθή, βεβαιούσι τα πνευματοκίνητα στόματα των ιερών Θεολόγων. Ο μέν γαρ θεσπέσιος Ανδρέας ο Kρήτης, εν ενί των εις την Kοίμησιν τριών εγκωμίων αυτού, ου η αρχή: «Μυστήριον η παρούσα πανήγυρις», ούτω γράφει: «Πώς ουκ αψευδής η μετάθεσις; επεί και τάλλα συνέδραμε. Ψυχής διάστασις από σώματος, συνθέτου λύσις, μερών διάζευξις, ανάλυσις, επίζευξις (ήτοι ένωσις ψυχής μετά σώματος), σύμπηξις (ήτοι ανάστασις) και προς το αφανές υποχώρησις». Ο Δαμασκηνός Ιωάννης εν ενί των εις την Kοίμησιν τριών λόγων αυτού, ου η αρχή: «Έθος εστί τοις ερωτικώς προς τι διακειμένοις», ούτω φησίν: «Έδει καθάπερ χρυσόν αποβαλούσαν το γεώδες και αλαμπές της θνητότητος πάχος, ως εν χωνεύσει τω θανάτω σάρκα (της Θεοτόκου) άφθαρτον και καθαράν τω φέγγει της αφθαρσίας εκλάμπουσαν, εξαναστήναι του μνήματος. Σήμερον αρχήν λαμβάνει (η Θεοτόκος) δευτέρας υπάρξεως (ήτις εστίν η ανάστασις) υπό του δόντος αυτή την αρχήν της προτέρας υπάρξεως». Τούτοις συμμαρτυρεί και ο ιερός Kοσμάς ούτως άδων έν τινί τροπαρίω της πρώτης ωδής του εις την Kοίμησιν Kανόνος αυτού: «Διό θνήσκουσα, σύν τω Υιώ εγείρη διαιωνίζουσα».
Kαθαρώτατα δε και σαφέστατα τούτο παρίστησιν ο της Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς, εν τω εις την Kοίμησιν λόγω αυτού, ούτω πανηγυρίζων: «Μόνη αύτη νυν μετά του θεοδοξάστου Σώματος σύν τω Υιώ τον ουράνιον έχει χώρον… ει γαρ ψυχή Θεού χάριν ένοικον σχούσα προς Ουρανόν ανέρχεται των ενταύθα λυθείσα… πως άν, το μη μόνον εν εαυτώ λαβόν αυτόν τον προαιώνιον και μονογενή του Θεού Υιόν, την αένναον πηγήν της χάριτος, αλλά και γεννητικόν αναφανέν αυτού σώμα, ουκ από γης προς Ουρανόν ανελήφθη; Διά τούτο, το γεννήσαν εικότως σώμα, συνδοξάζεται τω γεννήματι, δόξη θεοπρεπεί, και συνανίσταται, κατά το προφητικόν άσμα, τω πρότερον αναστάντι τριημέρω Χριστώ, η Kιβωτός του αγιάσματος αυτού. Kαι παράστασις γίνεται τοις μαθηταίς, της εκ νεκρών αυτής αναστάσεως, αι σινδόνες και τα εντάφια μόνα περιλειφθέντα τω τάφω, και μόνα κατ’ αυτόν ευρεθέντα τοις κατά ζήτησιν προσελθούσι, καθάπερ επί του Υιού και Δεσπότου πρότερον. Ουκ ην δε χρεία και ταύτην έτι προσολίγον, καθάπερ ο ταύτης Υιός και Θεός, διατρίψαι τη γη. Διά τούτο προς τον υπερουράνιον ευθύς ανελήφθη χώρον από του τάφου».
Αλλά και ο Θεόδωρος ο Στουδίτης τούτο βεβαιοί εν τω εις την Kοίμησιν λόγω αυτού. Ωσαύτως δε και ο θείος Μάρκος ο Εφέσου εν τοις εις την Kοίμησιν οκτωήχοις Kανόσιν αυτού, ούτω λέγει έν τινι τροπαρίω της ενάτης ωδής του βαρέος ήχου: «Μεγαλυνέσθω ευφήμοις ωδαίς η Πάναγνος, μακαριζέσθω αξίως η Παμμακάριστος, ότι νενέκρωται και εγήγερται πάλιν ως Μήτηρ του Kυρίου, εις πίστωσιν εσχάτης αναστάσεως ην ελπίζομεν». Kαι εν άλλω τροπαρίω της ³΄ ωδής του πλαγίου δ΄ ήχου ούτω φησί: «Nέκρωσιν η της ζωής Μήτηρ δέχεται, και τάφω τεθείσα, μετά τρίτην ημέραν, ευκλεώς εξανίσταται εις αιώνας τω Υιώ συμβασιλεύουσα, και αιτούσα την των πταισμάτων ημίν άφεσιν». Παρίημι λέγειν, ότι και εν τω κοινώ Ωρολογίω γράφεται περί της υψώσεως της Παναγίας, ότι οι μαθηταί τω τάφω προσελθόντες, και μη ευρόντες το Πανάγιον της Θεοτόκου σώμα, επείσθησαν αληθώς, ότι σύσσωμος, ζώσα, και τριήμερος, ως ο Υιός αυτής, εκ νεκρών αναστάσα και μεταστάσα, εις Ουρανούς μεταβέβηκε.
Ει δε και προβάλοι τινάς το Kάθισμα εκείνο το λέγον· «Εις τα Ουράνια, η νοερά σου ψυχή, εις τον Παράδεισον, η ιερά σου Σκηνή». Αποκρινόμεθα: πρώτον, ότι το Kάθισμα αυτό είναι ανωνύμου ποιητού, και ουχί Ιωάννου του Δαμασκηνού, και δεύτερον, ότι το Kάθισμα αυτό εν τοις χειρογράφοις βίβλοις ούτως ευρίσκεται γεγραμμένον: «Εις τον Παράδεισον, η νοερά σου ψυχή, ως θεοπρόστακτον, Μαρία άχραντε, τοις Αποστόλοις εν φωνή, Παναγία παραδέδοται». Εκ δε των αμφιλεγομένων, ουδέν βέβαιον συμπεραίνεται. Άλλως τε δε, και ο Παράδεισος νοητώς εννοείται, και αντί του Ουρανού παραλαμβάνεται, ως λέγει ο ιερός Θεοφύλακτος, ερμηνεύων το, «Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω».
Διατί δε ου δημοσιεύεται επ’ Εκκλησίας η της Θεοτόκου ανάστασις και ανάληψις, αλλά Μετάστασις μόνον αυτής λέγεται; Εις τούτο αποκρίνονται μερικοί. Πρώτον, ότι η της Θεοτόκου ανάστασις και ανάληψις δεν είναι μαρτυρημένη εν ταις θείαις Γραφαίς, καθώς είναι η του Υιού αυτής και Θεού Ανάστασις και Ανάληψις. Δεύτερον, διατί η της Θεοτόκου ανάστασις και ανάληψις, δόγμα εστί μυστικόν, εν μόνοις τοις λόγοις των Πατέρων σημειούμενον, και ουχί κήρυγμα. Όθεν και σιωπάται, επεί κατά τον Μέγαν Βασίλειον, «Τα μεν δόγματα σιωπάται, τα δε κηρύγματα δημοσιεύεται» (καν. ²α΄). Αποκρίνονται δε και τρίτον, ότι η Μετάστασις είναι καθολικωτέρα της αναστάσεως και αναλήψεως. Kαθότι πάν το αναστηθέν ή αναληφθέν, μεθίσταται κατά τόπον. Όθεν η Μετάστασις λεγομένη επί της Θεοτόκου, και την ανάστασιν αυτής συμπεριλαμβάνει και την ανάληψιν. Εκ των ειρημένων λοιπόν έγινε δήλον, ότι οι φρονούντες, ότι η Θεοτόκος ουκ ανέστη, ήτοι δεν ενώθη η αγιωτάτη αυτής ψυχή μετά του αχράντου αυτής σώματος, αλλ’ ουδέ το σώμα αυτής εστί ζωντανόν εν Ουρανοίς, αλλά νεκρόν, ως χωρισμένον της ζωοποιούσης αυτό ψυχής, ουκ ορθώς τούτο φρονούσιν.
(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα: http://www.imaik.gr/
«Παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου, ἐν ἰματισμῶ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη».
Αὐτὴ εἶναι ἡ πλέον ζωντανὴ καὶ πρεπώδης εἰκὼν τῆς μεταστάσης εἰς οὐρανὸν Θεομήτορος.ὁπού ἐζωγράφισε μὲ θεοκίνητον κάλαμον ὁ Προφητάναξ· καὶ πρὸς τὴν θεωρίαν τῆς εἰκόνος ταύτης προσκαλῶ σήμερον τὰ ὄμματα τῆς εὐλαβοῦς σας διανοίας, ὢ φιλέορτον σύστημα.
Μὴ στοχασθῆτε ἐδῶ κάτω τὰ θλιβερὰ ἐκεῖνα σύμβολα τοῦ θανάτου· ἐκεῖ, δηλαδή, ὁπού φαίνεται ἕνα σῶμα νεκρὸν ἁπλωμένον ἐπάνω εἰς ἕνα κράββατον, κηδευόμενον σεπτῶς παρὰ τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων, παραδόξως συνηγμένων ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς. Εἰς τὴν ἁγιωτάτην Παρθένον ὅλα ἐστάθησαν ὑπὲρ ἄνθρωπον· εἰς τοῦτο μόνον ἔδειξε πὼς ἦτον φύσεως ἀνθρωπίνης, διατὶ σήμερον φαίνεται, πὼς εἶναι φύσεως θνητῆς· ἀλλὰ καὶ εἰς τοῦτο ἐφάνησαν τὰ προνόμια τῆς θείας χάριτος· διατί, καθὼς ὅταν ἡ πανάμωμος Μαρία συνέλαβεν, ἡ σύλληψις ἐστάθη ἄσπορος, καὶ ὅταν ἐγέννησεν, ἡ κύησις ἐστάθη ἀδιάφθορος,ἔτζι ὅταν ἀπέθανεν, ἡ νέκρωσις ἐστάθη ἀθάνατος.
Δὲν εἶναι θάνατος, ὄχι, ἐτοῦτος, ὡσὰν ἐκεῖνος ὁ τύραννος τοῦ γένους μας, ὁ υἱὸς τῆς κατάρας καὶ πατὴρ φθορᾶς, ὁπού εἰς τὸ σκοτεινόν του βασίλειον κρατεῖ αἰχμάλωτον τοῦ Ἀδὰμ τὴν κληρονομίαν. Αὐτὸς εἶναι ἢ ἕνας γλυκὺς ὕπνος, μὲ τὸν ὁποῖον θέλησε ἡ πάναγνος Δέσποινα ὡσὰν νὰ ἀναπαυθῆ ὀλίγον εἰς τὸ πέρας τῆς ἐπικήρου ταύτης ζωῆς, διὰ νὰ ἀρχίση τὴν ὁδὸν ἐκείνης τῆς ἀκηράτου· ἢ μία θαυμαστὴ ἔκστασις θείου ἔρωτος, εἰς τὴν ὁποίαν, ἡ μὲν μακαριωτάτη ἐκείνη ψυχὴ σπεύδουσα τὸ ὀγληγορώτερον νὰ φθάση πρὸς τὸν ἠγαπημένον θεῖον Υἱόν, ἄφησε δι’ ὀλίγον τὸ ὁμοδίαιτον σῶμα· καὶ τοῦτο ὁμοίως αἱρόμενον ὑπὸ χερουβικοῦ ἅρματος ἠκολούθησε τὸν αὐτὸν δρόμον καὶ ἀνέβη δεδοξασμένον εἰς οὐρανούς.
Ἴδετε τὸν τάφον εἰς τὸ χωρίον Γεθσημανῆ καὶ θέλετε τὸν εὕρει κενόν· διατὶ τάφος δὲν δύναται νὰ χωρίση τὴν Μητέρα τῆς ζωῆς, τὸ δοχεῖον τῆς σεσωρευμένης θεότητος, τοῦ ὁποίου τόπος ἀντάξιος εἶναι ὁ θρόνος τῆς θείας δόξης. Καὶ ἐπάνω εἰς τοιοῦτον θρόνον, ἐκ δεξιῶν τοῦ Βασιλέως Θεοῦ, μεταστάσα ἡ Μήτηρ τοῦ Θεοῦ κάθεται ὡς Βασίλισσα τῶν οὐρανίων καὶ ἐπιγείων, ὑπερτέρα πάσης κτίσεως· «παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου». Βασίλισσα τῶν ἐπιγείων· εἰς αὐτὴν ἀποδίδει τὰς δευτέρας, μετὰ Θεόν, τιμητικάς λατρείας τῶν πιστῶν ἡ Ἐκκλησία εἰς τοὺς ἀχράντους αὐτῆς πόδας ρίπτουσι τὰ σκῆπτρα καὶ διαδήματα οἱ εὐσεβεῖς Βασιλεῖς. Αὐτῆς τὸν ὑψηλὸν θρόνον περικυκλώνουσι τῶν Ὀρθοδόξων τὰ συστήματα· καὶ ποῖος παρακαλεῖ ὑγείαν εἰς τὰς νόσους· τοῦτος παρηγορίαν εἰς τὰς θλίψεις· ἐκεῖνος βοήθειαν εἰς τὰς συμφοράς· ὅλοι ζητοῦσιν ἔλεος ἀπὸ τὴν πηγὴν τοῦ ἐλέους· καὶ ὁ παρακαλῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει· διατὶ ἀνεξάντλητον εἶναι τὸ πέλαγος, ἀκένωτος εἶναι ἡ πηγὴ τῶν ἀγαθῶν.
Βασίλισσα τῶν οὐρανίων· αὐτὴν σέβονται καὶ προσκυνοῦσιν ὅλα τῶν ἀσωμάτων τὰ τάγματα· οἱ Ἄγγελοι, τὸ καθαρώτατον ἔσοπτρον τῆς ἁγνείας· οἱ Ἀρχάγγελοι, τὸ πολύτιμον σημεῖον τῶν θείων ἀποκαλύψεων· αἱ Ἐξουσίαι, τὸ πανσθενὲς κράτος τῶν πιστῶν· αἱ Δυνάμεις, τὸ ἀκαταμάχητον τεῖχος τῆς Ἐκκλησίας· αἱ Ἀρχαί, τὴν σωτήριον ἀρχὴν τῆς παγκοσμίου ἀπολυτρώσεως· αἱ Κυριότητες, τὴν ὑπερτάτην Κυρίαν τοῦ παντός· οἱ Θρόνοι, τὸν ἔμψυχον θρόνον τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης· τὰ Χερουβίμ, τὴν θεοδίδακτον μυσταγωγὸν τῆς ὑψηλῆς γνώσεως· τὰ Σεραφὶμ τὴν ἄσβεστον λαμπάδα τῆς θείας καθαρωτάτης ἀγάπης. Βασίλισσα, τὴν ὁποίαν ἀσπάζεται αὐτὴ ἡ τρισήλιος Θεαρχία· τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὴν ἀνύμφευτον νύμφην· ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τὴν ἀπήρανδρον Μητέρα· ὁ Θεὸς καὶ Πατήρ, τὴν ἠγαπημένην θεόπαιδα· «παρέστη ἡ Βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου».
Ἀλλ’ ἡ δοξασμένη Παντάνασσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, εἶναι (λέγει), «ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη»·δηλαδὴ τὸ θεοΰφαντον ἔνδυμα τῆς μακαριότητος ὁπού τὴν στολίζει, εἶναι διάχρυσον, διὰ τὰς ὑπερκάλλους ἀγλαΐας τοῦ ἀπροσίτου φωτός. Εἶναι πεποικιλμένον, ἤγουν διακεκριμένον μὲ διάφορα χρώματα, ὁπού θέλει νὰ εἰπῆ· καθὼς εἰς τὴν Παρθένον ζῶσαν ἐπὶ τῆς γῆς, ἤσαν ὅλοι οἱ διάφοροι χαρακτῆρες τῶν ἀρετῶν,ὁπού εἰς πάντων τῶν Ἁγίων τὰς ψυχάς τυπώνει ἡ χάρις, ἔτζι εἰς τὴν Παρθένον, μεταστάσαν εἰς οὐρανούς, εἶναι ὅλα τὰ διάφορα χρώματα τῶν θείων ἐλλάμψεων, ὁπού εἰς πάντων τῶν Μακαρίων τὰ πρόσωπα ζωγραφίζει τῆς θείας δόξης τὸ τρισόλβιον φῶς.
Ὅταν ὁ Ἥλιος φθάση εἰς τὴν μέσην ἁψίδα τοῦ οὐρανοῦ, ἐξίσου χύνει εἰς ὅλα τὰ μέρη τῶν ἀκτίνων τὸ φῶς, μὰ ἐξίσου δὲν φωτίζονται πάντα τὰ φωτιζόμενα σώματα· καθὼς εἶναι, ἢ ἀραιότερα ἢ πυκνότερα, ἔτζι, ἢ περισσότερον ἢ ὀλιγώτερον λαμβάνουσι τὸ προσβάλλον ἀπαύγασμα τῆς ἡλιακῆς λαμπηδόνος· τὰ μὲν καθαρὰ ἐκλάμπουσιν ὁλόφωτα, τὰ δὲ διαφανῆ διαλάμπουσιν εὔδια καὶ τὰ στερεὰ καὶ ἀντίτυπα ἀντιλάμπουσιν ὅσον μόνον γίνονται ὁρατά. Μὰ ὅταν λάχη καὶ ὁ Ἥλιος προσβάλη τὰς ἀκτίνας του εἰς ἕνα ἀκηλίδωτον καθρέπτην, ὄχι μόνον τὸν φωτίζει, ἀλλ’ αὐτὸς ὅλος ὁ ἥλιος ἐκεῖ φαίνεται νὰ εἰσεβαίνει καὶ νὰ περικλείεται εἰς τρόπον, ὅτι ἐκεῖνος δὲν φαίνεται τόσον ἕνα κρύσταλλον ὁπού φωτίζεται, ἀλλ’ αὐτὸς ὁ Ἥλιος ὁπού φωτίζει. Αὐτὴ εἶναι, ἀνάμεσα τῶν ἄλλων φωτιζομένων σωμάτων καὶ τοῦ καθρέπτου ἡ διαφορά· ὅτι τὰ μὲν ἄλλα λαμβάνουσι μόνον τοῦ Ἡλίου τὸ φῶς, ὁ καθρέπτης λαμβάνει αὐτὸν ὅλον τὸν Ἥλιον καὶ ἀκτινοβολεῖ ὡσὰν Ἥλιος.
Ὁμοίως ὁ ἄδυτος ἐκεῖνος τῆς δικαιοσύνης Ἥλιος, ὁπού λάμπει ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν ἁγίων, ἐξίσου χύνει εἰς ὅλα τὰ πνεύματα τῶν Μακαρίων τῆς θείας δόξης τὸ ἀνέσπερον φῶς, μὰ ἐξίσου δὲν φωτίζονται πάντα· καθένας λαμβάνει τὸ ἴδιον μέτρον τῆς θείας φωτοχυσίας, ὡσὰν ἕνα μερικὸν χρῶμα μακαρίας ἐλλάμψεως· καὶ δέχεται ἢ περισσότερον ἢ ὀλιγώτερον τὸ μέτρον τοῦ θείου τούτου φωτός, καθὼς εἶναι δεκτικόν, κατὰ τὸν βαθμὸν δηλαδὴ καὶ ἀναλογίαν τῆς ἰδίας του καθαρότητος. Ἔτζι ἀλλέως φωτίζονται οἱ ἅγιοι λΆγγελοι, ὁπού εἶναι ἄϋλα πνεύματα· ἀλλέως οἱ ἄνθρωποι, ὁπού εἶναι φύσεως παχυτέρας·καὶ πάλιν ἀνάμεσα καὶ εἰς τοὺς Ἀγγέλους διαφορετικὰ φωτίζονται ἀπὸ τὰς Κυριότητας οἱ Θρόνοι· ἀπὸ τοὺς θρόνους τὰ Χερουβὶμ καὶ ἀπὸ τὰ Χερουβὶμ τὰ Σεραφίμ· καὶ ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τοὺς Προφήτας οἱ Ἀπόστολοι, ἀπὸ τοὺς Ὁμολογητάς οἱ Μάρτυρες, καὶ τοὺς Ἀσκητάς αἱ Παρθένοι· ὅλοι εἶναι ἄστρα τοῦ νοητοῦ στερεώνατος, ὅθεν οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς φωστῆρες· πλὴν «ἀστὴρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξει» κατὰ τὸ ρητόν.
Ἡ Παναγία Παρθένος εἶναι ἀνάμεσα εἰς ὅλους τούς Μακαρίους ἀκηλίδωτος καθρέπτης ἁγνείας καὶ καθαρότητος· ὅλη καλή, ὅλη ἄμωμος, καθὼς τὴν ὀνομάζει εἰς τὸ Ἆσμα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· «ὅλη καλὴ ἡ πλησίον μου, καὶ μῶμος οὐκ ἔστιν ἐν σοί». Καθαρωτέρα ἀσυγκρίτως καὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν Ἀγγέλων.Ὅθεν ὄχι μόνον εἰς αὐτὴν χύνει τῆς μακαριότητος τὸ φῶς, ἀλλ’ εἰς αὐτὴν εἰσεβαίνει καὶ ὡσὰν περικλείεται ὅλη, ὅλη ἐκείνη ἡ πολυχεύμων πηγὴ τοῦ φωτός, ὅλος, ὅλος τῆς δόξης ὁ Ἥλιος· εἰς τρόπον, ὅτι ὡς ἄλλος δεύτερος τῆς δόξης Ἥλιος, ἀκτινοβολεῖ τῆς Παναγίας Παρθένου τὸ μακάριον πρόσωπον καὶ κάνει διπλοῦν τὸ φῶς τῆς ἀνεσπέρου ἡμέρας. Καταλάβετε δὲ τὴν διαφορὰν τῆς μακαριότητος ὁπού χαίρονται τῶν λοιπῶν δικαίων τὰ πνεύματα καὶ τῆς μακαριότητος ὁπού χαίρεται ἡ θεομήτωρ Μαρία· ὅτι ἐκεῖνοι μὲ κατὰ μέρος δέχονται τῆς θείας δόξης τὸ φῶς, αὐτὴ δὲ ὅλον δέχεται τῆς δόξης τὸν Ἥλιον. Ἐκεῖνοι μερικῶς ἔλαβον ἐδῶ τὴν χάριν καὶ κατὰ τὸ μέτρον τῆς χάριτος ἀπολαμβάνουσιν ἐκεῖ τὴν δόξαν· αὐτὴ εἶναι δοχεῖον δεκτικὸν ἐκεῖ ὅλης τῆς δόξης, καθὼς ἐδῶ ἐστάθη δοχεῖον δεκτικὸν ὅλης τῆς χάριτος. Ὅθεν ἐδῶ ἦτον, καθὼς τὴν ὠνόμασεν ὁ Ἀρχάγγελος κεχαριτωμένη, εἶχε δηλαδὴ ὅλον τὸ πλήρωμα τῆς θείας χάριτος· τὸ ὁμολογεῖ καὶ ὁ Θεολόγος· «ἐκάστοις τῶν ἐκλεκτῶν ἡ χάρις κατὰ μέγεθος ἐδόθη, τῇ δὲ Παρθένῳ ἅπαν τὸ τῆς χάριτος πλήρωμα»· ἐκεῖ δὲ εἶναι δεδοξασμένη, ἔχει δηλαδὴ ὅλον τὸ πλήρωμα τῆς θείας δόξης, καθὼς τὴν ἐπροεῖδεν ὁ Ἰεζεκιήλ· «καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ πλήρης δόξης ὁ οἶκος τοῦ Κυρίου». Καὶ «παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου, ἐν ἱματισμῶ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη».
Ἀδύνατον εἶναι, Χριστιανοί, ὁ νοῦς μας νὰ φαντασθῆ τὸ ὑπέρλαμπρον ἐκεῖνο φῶς, μὲ τὸ ὁποῖον ἀστράπτει ἡ μακαρία Παρθένος εἰς τὸν Παράδεισον· ἡ Σελήνη, ὁ Ἥλιος εἶναι σκοτεινὰ πράγματα παραβαλλόμενα μὲ ἐκεῖνο τὸ ἀνεκλάλητον κάλος, τὸ ὁποῖον βλέπουσι καὶ δὲν χορταίνουσιν οἱ μακάριοι· τί ὡραῖον! τί φαεινόν! τί θεοειδὲς θέαμα εἰς τὰ μάτια τῶν Σεραφίμ. Τοῦτο ἐπεθύμησε νὰ ἰδῆ ἕνας νέος πολλὰ εὐσεβής τῆς Παρθένου καὶ ἔκαμε πρὸς αὐτὴν τοιαύτην δέησιν. «Μαρία, γλυκύτατον ὄνομα, ὅπου ἐγὼ μετὰ Θεὸν σέβω καὶ προσκυνῶ μὲ ὅλον τὸν πόθον καὶ εὐλάβειαν τῆς ψυχῆς μου, διατὶ εἶσαι τῆς ψυχῆς μου ἡ παρηγορία καὶ ἡ χαρά· ἂν εὑρῆκα χάριν ἐνώπιόν σου ὁ ταπεινὸς δοῦλος σου, μίαν χάριν νὰ μοῦ κάμης σὲ παρακαλῶ· ἀνάμεσα εἰς τὰς ἄλλας εὐεργεσίας νὰ μὲ ἀξιώσης νὰ σὲ ἰδῶ καθὼς εἶσαι εἰς τὸν Παράδεισον. Ἀξίωσόν με, ἀειπάρθενε Κόρη, ἀξίωσόν με, Μῆτερ ἐλέους· ἂς σὲ ἰδῶ καὶ εὐχαριστοῦμαι νὰ χάσω ἕνα ἀπὸ τὰ μάτια μου». Εἰσήκουσεν ἡ Πάναγνος Δέσποινα τοῦ εὐλαβοῦς της δούλου τὴν προσευχή· τοῦ ἐφάνη μίαν νύκτα εἰς τὸν ὕπνον του ὁλολαμπής, μὲ ὅλον ἐκεῖνο τὸ φῶς τῆς δόξης, μὲ τὸ ὁποῖον λάμπει εἰς τὸν οὐρανόν. Ἐξύπνησεν ὁ νέος καί, ἀληθινά, ἔχασε τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ ὀμμάτια του, μὰ ἀπὸ τὴν χαρὰν ὁπού εἶχεν, ὅτι ἠξιώθη νὰ ἰδῆ τὴν Βασίλισσαν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, δὲν ἐλυπᾶτο ὁλότελα, ὅτι ἐστερήθη τὸ φῶς του· μάλιστα πάλιν παρακαλεῖ νὰ τὴν ἰδῆ ἄλλην μίαν φορὰν καὶ εὐχαριστεῖται νὰ χάση καὶ τὸ ἄλλο ὀμμάτι, ὁπού τοῦ ἔμεινε· καὶ πάλιν ἠξιώθη, πάλιν τὴν εἶδε· μὰ τί λογιάζετε, Χριστιανοί; πῶς τάχα νὰ ἔμεινε τυφλὸς καὶ ἀπὸ τὰ δύο ὀμμάτια; ἡ συμπαθεστάτη Μήτηρ τοῦ Θεοῦ, ὡσὰν τοῦ ἐφάνη τὴν δευτέραν φοράν, ὄχι μόνον δὲν τὸν ἐστέρησεν ἀπὸ τὸ ἕνα ὀμμάτι ὁπού τοῦ ἔμεινεν, ἀλλὰ τοῦ ἔστρεψε καὶ τὸ ἄλλο ὁπού εἶχε χαμένον. Ἐξύπνησεν ὁ νέος ἐκεῖνος καὶ μὲ τὰ δύο ὀμμάτια ὑγιῆ καὶ ὅλος ἐκστατικὸς ἀπὸ τὴν διπλὴν χαρά, μὲ πολλὰ δάκρυα εὐλαβοῦς ἀγαλλιάσεως, ἔδωκε τῇ Θεομήτορι χιλίας εὐχαριστίας.
Κεχαριτωμένη, Δεδοξασμένη, Παντάνασσα, ἀπὸ τὴν ἄφθονον ἐκείνην ἡλιοβολίαν τοῦ θείου φωτὸς ὁπού χαίρεσαι, παρισταμένη ἐκ δεξιῶν του μονογενοῦς σου Υἱοῦ, πέμψον ἐδῶ κάτω καὶ εἰς ἠμᾶς τοὺς εὐλαβεῖς δούλους σου μίαν μακαρίαν ἀκτίνα, ὁπού νὰ εἶναι καὶ φῶς εἰς τὸν ἐσκοτισμένον μας νοῦν καὶ φλόγα εἰς τὴν ψυχραμένην μας θέλησιν, διὰ νὰ βλέπωμεν νὰ περιπατοῦμεν σπουδαῖοι εἰς τὴν ὁδὸν τῶν θείων δικαιωμάτων. Ἠμεῖς, μετὰ Θεόν, εἰς ἐσὲ τοῦ Θεοῦ τὴν Μητέρα καὶ Μητέρα ἡμῶν ἔχομεν τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας· ἀπὸ σὲ ἐλπίζομεν τὰς νίκας τῆς γαληνοτάτης Αὐθεντίας, τὰ τρόπαια τῶν Εὐσεβῶν Βασιλέων· τὴν στερέωσιν τῆς Ἐκκλησίας· τὴν ἀντίληψιν τοῦ Ὀρθοδόξου γένους· τὴν σκέπην τῆς εὐλαβοῦς σου ταύτης πολιτείας, ὁπού εἶναι ἀφιερωμένη εἰς τὴν ἄμαχόν σου βοήθειαν. Ναί, Παναγία Παρθένε, ναί, Μαρία, ὄνομα ὁπού εἶναι ἡ χαρά, ἡ παρηγορία, τὸ καύχημα τῶν Χριστιανῶν· δέξου τὴν νηστείαν καὶ παράκλησιν τῶν ἁγίων τούτων ἡμερῶν, ὁπού ἐκάμαμε εἰς τιμήν σου, ὡς θυμίαμα εὐπρόσδεκτον· καὶ ἀξίωσόν μας, καθὼς ἐδῶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν εὐλαβῶς ἀσπαζόμεθα τὴν ἁγίαν καὶ θαυματουργὸν ταύτην εἰκόνα, ἔτζι καὶ ἐκεῖ εἰς τὸν Παράδεισον νὰ ἰδοῦμεν αὐτὸ τὸ μακάριόν σου πρόσωπον, τὸ ὁποῖον νὰ προσκυνοῦμεν σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰώνας. Αμην
Copyright © 2012 ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΡΕΑ.
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα: http://www.imaik.gr/
Τον καθένα από μας τον βασανίζει το ερώτημα: τι θα γίνει με μας και τι μας περιμένει μετά το θάνατο; Μία σαφή απάντηση σ' αυτό το ερώτημα μόνοι μας δεν μπορούμε να την βρούμε. Αλλά η Αγία Γραφή και πρώτα απ' όλα ο λόγος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού μας αποκαλύπτουν αυτό το μυστικό.
Μας το αποκαλύπτουν επίσης το απολυτίκιο και το κοντάκιο της μεγάλης αυτής γιορτής της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου και οι εκκλησιαστικοί ύμνοι που ψάλλονται σ' αυτή τη γιορτή.
Θέλω όλοι σας να καταλάβετε, γιατί ο θάνατος της Υπεραγίας Θεοτόκου και Παρθένου Μαρίας λέγεται Κοίμησή της. Ο μέγας απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος στο 20ο κεφάλαιο της Αποκαλύψεως μιλάει για τον πρώτο και το δεύτερο θάνατο. Ο πρώτος μόνο θάνατος, ο οποίος είναι αναπόφευκτος για όλους τους ανθρώπους, περιμένει και τους αγίους και τους δικαίους. Αλλά ο δεύτερος, ο φοβερός και αιώνιος θάνατος, περιμένει τους μεγάλους και αμετανόητους αμαρτωλούς, οι οποίοι αρνήθηκαν την αγάπη και την δικαιοσύνη του Θεού και είναι καταδικασμένοι να βρίσκονται αιωνίως σε κοινωνία με το διάβολο και τους αγγέλους του.
Στο Ευαγγέλιο του ίδιου μεγάλου αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου διαβάζουμε τα λόγια του Χριστού, τα οποία είναι πολύ στενά συνδεδεμένα με όσα γράφει η Αποκάλυψη: «αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ίωάν. 5, 24).
Το ακούτε, το καταλαβαίνετε; Νομίζω ότι ακόμα και θα πρέπει να σας κινήσει την περιέργεια το γεγονός ότι όλοι όσοι υπακούουν στο λόγο του Χριστού και πιστεύουν στον Ουράνιο Πατέρα του, ο οποίος τον έστειλε, αμέσως μετά το θάνατο τους θα περάσουν στην αιώνια ζωή. Δεν υπάρχει λόγος να δικαστούν αυτοί που έχουν ζωντανή πίστη στο Θεό και υπακούουν στις εντολές του.
Και στους μεγάλους δώδεκα αποστόλους είπε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός: «αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο Υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ» (Ματθ. 19, 28).
Δικαστές και κατήγοροι θα είναι κατά την Φοβερά Κρίση του Θεού οι Απόστολοι του Χριστού και, βεβαίως, είναι τελείως αδύνατο να φανταστούμε να δικάζονται η Υπεραγία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, ο Βαπτιστής του Κυρίου Ιωάννης, οι μεγάλοι προφήτες του Θεού, ο Ηλίας και ο Ενώχ τους οποίους ζωντανούς τους πήρε ο Θεός στον Ουρανό, όλο το αμέτρητο πλήθος των μαρτύρων του Χριστού, οι δοξασμένοι από τον Θεό άγιοι αρχιερείς και θαυματουργοί με επί κεφαλής τον άγιο Νικόλαο, αρχιεπίσκοπο Μύρων της Λυκίας.
Είναι αδύνατον ακόμα και να περάσει από το μυαλό μας η σκέψη πως θα δικαστούν αυτοί, οι όποιοι άκουσαν από το στόμα του Χριστού: «Η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν» (Λκ. 17, 21). Σ' αυτούς τους μεγάλους αγωνιστές του Χριστού, σαν σε πολύτιμους ναούς κατοικούσε το Άγιο Πνεύμα. Ακόμα και ζώντας στη γη, αυτοί βρισκόταν στην άμεση κοινωνία με τον Θεό, επειδή έτσι είπε ο Κύ¬ριος μας Ιησούς Χριστός: «Εάν τις αγαπήση με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυ¬τόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ' αυτώ ποιήσομεν» (Ίωάν. 14, 23).
Η Υπεραγία Παρθένος Μαρία υπήρξε άχραντος ναός του Σωτήρος και σ' αυτήν κατοίκησε το Άγιο Πνεύμα και από την αγιότατη μήτρα της έλαβε το ανθρώπινο σώμα ο Υιός του Θεού, ο Οποίος κατέβηκε από τους Ουρανούς. Γι' αυτό ο σωματικός της θάνατος δεν ήταν θάνατος αλλά Κοίμηση, δηλαδή ένα άμεσο πέρασμα από τη Βασιλεία του Θεού εντός της στη Βασιλεία των Ουρανών και την αιώνια ζωή.
Μού ήρθε τώρα στο μυαλό και κάτι καινούριο. Σ' ένα από τα προηγούμενα κηρύγματα μου σάς έλεγα, ότι έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε, ότι και το σώμα της Υπεραγίας Θεοτόκου με τη δύναμη του Θεού έγινε άφθαρτο και ανελήφθη στους ουρανούς. Αυτό μάς λέει και το κοντάκιο της μεγάλης γιορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου: «Την εν πρεσβείαις ακοίμητον Θεοτόκον, και προστασίαις αμετάθετον ελπίδα, τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν ως γαρ ζωής Μητέρα, προς την ζωήν μετέστησεν, ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον».
Προσέξτε: «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν». Σκεπτόμενοι αυτό, ας θυμηθούμε και τι γράφει η Αγία Γραφή για το θάνατο του μεγαλυτέρου προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης, του Μωυσή στο 34ο κεφάλαιο του βιβλίου του Δευτερονομίου, ότι πέθανε σύμφωνα με το λόγο του Θεού στο όρος Νεβώ και τάφηκε στη γη Μωάβ. Ο τάφος του μεγάλου αυτού προφήτη έπρεπε να είναι για πάντα τόπος προσκυνήματος για όλο το λαό του Ισραήλ. Όμως στη Βίβλο διαβάζουμε, ότι: «ουκ οίδεν ουδείς την ταφήν αυτού έως της ημέρας ταύτης» (Δευτ. 34, 6). Όμως κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου στο όρος Θαβώρ εμφανίστηκε ο Μωυσής στον Κύριο και Δεσπότη του τον Ιησού μαζί με τον προφήτη Ηλία, ο οποίος αρπάχτηκε ζωντανός στους ουρανούς.
Νομίζω ότι δεν θα είναι αμαρτία αν θα πούμε, ότι το σώμα του μεγάλου Μωυσή, όπως και το σώμα της Υπεραγίας Θεοτόκου, με τη δύναμη του Θεού, έμεινε άφθαρτο. Γι' αυτό και ο τάφος του είναι άγνωστος.
Να σκεφτόμαστε, αδελφοί και αδελφές μου, την μακάρια Κοίμηση της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας και να θυμόμαστε τα λόγια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: «Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ίωάν. 5, 24). Να μας αξιώσει ο Θεός να γευθούμε και εμείς οι αμαρτωλοί τη μεγάλη αυτή χαρά, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω Αυτού Πνεύματι εις τους αιώνας. Αμήν.
--------------------------------------------
πηγή: Άγιος Λουκάς Κριμαίας, Λόγοι και ομιλίες, τόμος Γ΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη.