Απάντηση σε σύγχρονα ξένα ντοκιμαντέρ (BBC, National Geographic κ.α.) και σε σύγχρονα βιβλία και άρθρα διαφόρων «ερευνητών» και «μελετητών», αλλά ποτέ δυστυχώς εγνωσμένου κύρους επιστημόνων θεολόγων και ιστορικών, τα οποία διακρίνονται για την προχειρότητα, την αμάθεια και ημιμάθεια, την πρόκληση εντυπώσεων που μένουν αδιευκρίνιστες και χωρίς κανένα αντίλογο, τις ανακρίβειες, την απουσία παράθεσης σοβαρών επιστημονικών πηγών ή και πηγών γενικώς, την παντελή έλλειψη των επιστημονικών δεδομένων της Θεολογικής και Βιβλικής Αρχαιολογικής επιστήμης, αλλά και της ιστορικής και φιλολογικής κριτικής των κειμένων, και την σκόπιμη και υστερόβουλη απόκρυψη της ιστορικής αλήθειας και τοποθέτηση της συγγραφής των Ευαγγελίων και των βιβλίων της Καινής Διαθήκης δεκαετίες ή και αιώνες ακόμη!!! (έτσι λένε και δείχνουν) αργότερα από τον πραγματικό χρόνο συγγραφής τους.
Σκοπός απώτερος είναι να τα παρουσιάσουν ως ιστορικά αναξιόπιστα και μη αυθεντικά, αφού απέχουν τόσο πολύ χρονικά από τα γεγονότα που περιγράφουν (όσο πιο αργότερα γράφτηκαν, τόσο το καλύτερο για αυτούς) και άρα δεν γράφτηκαν, προφανώς, ούτε από αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες και βεβαίως, εννοείται, ούτε από τους ευαγγελιστές και Αποστόλους, που φέρονται ως συγγραφείς, οι οποίοι όλοι τους είχαν ήδη πεθάνει τις χρονολογίες τις οποίες οι ερευνητές αυτοί αναφέρουν.
Για αποκατάσταση λοιπόν της αλήθειας, παραθέτουμε τις χρονολογίες συγγραφής όλων των βιβλίων της Καινής Διαθήκης στις οποίες συμφωνούν, με μικρές διαφοροποιήσεις ελάχιστων χρόνων, οι περισσότεροι επιστήμονες που ασχολούνται σοβαρά (και όχι ερασιτεχνικά!) με τη βιβλική αρχαιολογία και την κριτική των κειμένων.
Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι ΟΛΑ τα ευαγγέλια γράφτηκαν ελάχιστα χρόνια μετά την Ανάσταση του Χριστού, με το κατά Μάρκον να γράφεται, σύμφωνα με ισχυρά επιχειρήματα, μόλις 15-19 χρόνια αργότερα!!! Επίσης, ΟΛΑ τα βιβλία της Κ.Δ., κατά τον κ. Βούλγαρη, είναι γραμμένα πριν το 70 μ.Χ (άλωση Ιεροσολύμων)!
Όσο για το κατά Ιωάννην, που σκόπιμα τοποθετείται από αυτούς πολύ αργά και δεν θέλουν με τίποτα να γράφτηκε από τον απόστολο Ιωάννη, για να αμβλυνθεί έτσι και να πολεμηθεί η διδασκαλία του Ιωάννη για τη θεότητα του Ιησού Χριστού, που σε αυτό το ευαγγέλιο προβάλλεται εντόνως και ξεκάθαρα, πάλι κάποιοι επιστήμονες το τοποθετούν ακόμη και πριν το 70 μ.Χ., ο κ. Χρήστος Βούλγαρης προτείνει το 65-66 μ.Χ.! άρα βρισκόμαστε χρονολογικά στη γενιά του Ιησού Χριστού! Και οι συγγραφείς και οι αναγνώστες, είναι αυτόπτες και αυτήκοοι του Ιησού Χριστού!
Οταν δηλαδή κυκλοφορούν τα κείμενα αυτά, ζουν οι περισσότεροι από τους σύγχρονους του Χριστού, άρα και οι εχθροί του Φαρισαίοι κ.α., οι οποίοι κάλλιστα θα μπορούσαν να ελέγξουν και να αρνηθούν την αξιοπιστία των γραφομένων, αν ήταν ψευδή ή ανακριβή, κάτι όμως που ουδέποτε έγινε, αν και θα είχαν συμφέρον από αυτό!
(από την Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Χρήστου Βούλγαρη, Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Αθηνών, τόμοι Α΄& Β΄ Εν Αθήναις 2003, όπου και εκτίθενται τα επιχειρήματα γιατί προτείνονται αυτές οι χρονολογίες)
Χρόνος Συγγραφής:
1) Κατά Ματθαίον 55-60 μ.Χ.
2) Κατά Μάρκον 48-52 μ.Χ.
3) Κατά Λουκάν 57-61 μ.Χ.
4) Κατά Ιωάννην 65-66 μ.Χ.
Πράξεις Αποστόλων 62 μ.Χ.
Επιστολές Αποστόλου Παύλου
(κατά χρονολογική σειρά συγγραφής)
1) Α΄προς Θεσσαλονικείς 50 μ.Χ.
2) Β΄προς Θεσσαλονικείς 50-51 μ.Χ.
3) Προς Γαλάτας 53 μ.Χ.
4) Α΄ προς Κορινθίους 56 μ.Χ.
5) Β΄προς Κορινθίους 56 μ.Χ.
6) Προς Ρωμαίους 57 μ.Χ.
7) Προς Εφεσίους 60-62 μ.Χ.
8) Προς Κολοσσαείς 60-62 μ.Χ
9) Προς Φιλιππησίους 60-62 μ.Χ.
10) Προς Φιλήμονα 60-62 μ.Χ.
11) Προς Εβραίους 60-62 μ.Χ.
12) Προς Τίτον 63 μ.Χ.
13) Α΄προς Τιμόθεον 63/64 μ.Χ.
14) Β΄προς Τιμόθεον 65 μ.Χ.
1) Καθολική Επιστολή Ιακώβου 43 - 44 μ.Χ.
2) Καθολική Επιστολή Α΄Πέτρου 63-64 μ.Χ.
3) Καθολική Επιστολή Β΄Πέτρου 64 μ.Χ.
4) Καθολική Επιστολη Α΄Ιωάννου 60-63 μ.Χ.
5) Καθολική Επιστολη Β΄Ιωάννου 60-63 μ.Χ.
6) Καθολική Επιστολη Γ΄Ιωάννου 60-63 μ.Χ.
7) Καθολική Επιστολή Ιούδα 60 μ.Χ.
Αποκάλυψη Ιωάννου 68 μ.Χ.
Ο ευγενικός ζαχαροπλάστης είπε στο κοριτσάκι
Που κοιτούσε επίμονα στη βιτρίνα ένα κουτί με καραμέλες.
-Πάρε όσες χωράει η χούφτα σου.
Η μικρή δίστασε για λίγο κι έπειτα απάντησε:
-Μου τις δίνετε εσείς, σας παρακαλώ;
Το δικό σας χέρι είναι μεγαλύτερο από το δικό μου!
Διαβάζουμε και μελετούμε μέσα στο Λόγο του Θεού
Τις άφθονες υποσχέσεις Του για μας.
Θαυμάζουμε και απορούμε αν στ΄αλήθεια
Μπορούν αυτά να γίνουν πραγματικότητα στη ζωή μας.
Στρέφουμε τα μάτια πάνω μας:
Αδυναμία, πίστη που κάθε τόσο κλονίζεται
Πληγές από τον αγώνα μας με την αμαρτία μέχρι τώρα.
Μετά στρέφουμε τα μάτια γύρω μας:
Ποιος τα ζει όλα αυτά;
Ποιος τα κατάφερε ως τώρα;
Υπάρχει κανείς;
Κι έπειτα έρχεται και ο εχθρός της ψυχής μας και γελάει ξοπίσω μας τρίβοντας τα χέρια του με τις αμφιβολίες μας:
Μην είσαι κουτός, αυτά δεν γίνονται, είναι το τέλειο, το ιδανικό, εσύ δεν το μπορείς.
Τότε είναι ώρα να υψώσουμε τη ματιά προς τον Πατέρα.
Να ζητήσουμε τη δύναμη του Χριστού μέσα μας.
Να δείξουμε τις χούφτες μας, μικρές και αδύναμες, και να του πούμε:
Με το δικό Σου το χέρι να μου τα δώσεις , Κύριε μου, γιατί είναι μεγάλο και δυνατό.
Όπως το κοριτσάκι με τις καραμέλες.
Ο Απόστολος Παύλος έφτανε να καυχιέται με άφθαστη ευχαρίστηση για τις αδυναμίες του
Γιατί ακριβώς τότε φαίνεται η δύναμη του Θεού ολοκάθαρη στη ζωή μας.
Εμπιστέψου Τον απόλυτα.
Όσα έχει γράψει στο Λόγο Του, για μας τά΄γραψε.
Είναι αλήθεια, όχι ανεκπλήρωτα όνειρα.
Είναι βλάσφημο να λέμε πως δεν γίνονται.
Όλα δικά μας με την πίστη.
Κύριε μου, πάρε Εσύ με το χέρι Σου και δώσε μου
Σκέψου Εσύ με το μυαλό Σου και πες μου
Φώτησε Εσύ με το φως Σου και οδήγησέ με.
Εσύ μπορείς, όσα εγώ ούτε να φανταστώ ποτέ δεν μπόρεσα.
αναδημοσίευση από: orthodoxfatherrs
1. Είπε ο αββάς Απολλώς για την υποδοχή των αδελφών:
"Καθώς έρχονται οι αδελφοί, πρέπει να υποκλινόμαστε με σεβασμό, την ώρα εκείνη στον Θεό υποκλινόμαστε και όχι σ΄αυτούς. Γιατί λέει "είδες τον αδελφό σου, είδες τον Θεό σου". Και αυτό, κατά τη μαρτυρία της Γραφής, το έχουμε παραλάβει από τον Αβραάμ. Ακόμη όταν τους υποδέχεσθε, να σπεύδετε μ΄όλη σας την καλή διάθεση να τους αναπαύσετε. Και αυτό το γνωρίζουμε από το παράδειγμα του Λώτ που με την επιμονή του φιλοξένησε τους αγγέλους".
2. Έλεγε ο μακαριστός Επιφάνιος ότι με πάρα πολύ μικρό αντάλλαγμα πουλάει ο Θεός τα αγαθά του σ΄εκείνους πού σπεύδουν να τα αγοράσουν, για ένα κομματάκι ψωμί, ένα τιποτένιο ρούχο, ένα ποτήρι κρύο νερό, έναν οβολό.
Πρόσθετε και τούτο: Όταν ο άνθρωπος δανείζεται από άλλον άνθρωπο, είτε γιατί είναι πολύ φτωχός είτε για να βελτιώσει κάπως τη ζωή του, την ώρα που επιστρέφει το δάνειο εκφράζει βέβαια την μεγάλη του ευγνωμοσύνη, αλλά το εξοφλεί κρυφά, επειδή ντρέπεται. Ενώ ο δεσπότης Θεός ενεργεί αντίστροφα. Δανείζεται κρυφά αλλά τα επιστρέφει ενώπιον αγγέλων, αρχαγγέλων και δικαίων ψυχών.
13. Αδελφός είπε στον αββά Ποιμένα:
- "Εάν δώσω στον αδελφό μου λίγο ψωμί ή κάτι άλλο, οι δαίμονες μολύνουν την πράξη αυτή σαν να γίνεται από ανθρωπαρέσκεια".
Απαντά ο Γέροντας:
- "Κι αν ακόμη γίνεται από ανθρωπαρέσκεια, εμείς θα δώσουμε στον αδελφό ό,τι χρειάζεται".
Και του είπε την εξής παραβολή:
- "Δυο άνθρωποι ήσαν γεωργοί και κατοικούσαν στην ίδια πόλη. Ο ένας απ΄αυτούς έσπειρε και είχε λίγη σοδειά και ακάθαρτη.
Ο άλλος αμέλησε και δεν έσπειρε, γι΄αυτό δεν είχε καθόλου σοδειά. Αν έπεφτε πείνα, ποιος από τους δυο θα είχε να ζήσει;"
- "Αυτός που έβγαλε τη λίγη και ακάθαρτη σοδειά" αποκρίθηκε ο αδελφός.
- "Έτσι λοιπόν κι εμείς -λέει ο Γέροντας- ας σπέρνουμε λίγα, έστω και ακάθαρτα, για να μην πεθάνουμε από την πείνα".
14. Αδελφός επισκέφθηκε τον αββά Ποιμένα μετά από τις δυο πρώτες εβδομάδες της Σαρακοστής.
Εξαγόρευσε τους λογισμούς του και καθώς αναπαύθηκε η ψυχή του, του λέει:
- "Παρά λίγο θα εμπόδιζα τον εαυτό μου να έρθει σήμερα εδώ".
- "Γιατί;" τον ρωτά ο Γέροντας.
- "Σκέφθηκα -του λέει ο αδελφός- μην τυχόν δεν μου ανοίξετε, επειδή είναι η περίοδος της Σαρακοστής".
Και ο αββάς Ποιμήν αποκρίνεται:
- "Εμείς δεν μάθαμε να κλείνουμε την ξύλινη θύρα, αλλά μάλλον τη θύρα της γλώσσας"
15. Παρακάλεσε ο αββάς Θεόδωρος της Φέρμης τον αββά Παμβώ:
- "Πές μου έναν λόγο".
Και με πολλή δυσκολία ο Γέροντας του είπε:
- "Θεόδωρε, πήγαινε και να ΄σαι σπλαχνικός προς όλους. Γιατί η ευσπλαχνία βρίσκει πάντα παρρησία ενώπιον του Θεού".
26. Αδελφός επισκέφθηκε κάποιον αναχωρητή και φεύγοντας του λέει:
- "Συγχώρεσέ με, αββά, γιατί σε εμπόδισα από τον κανόνα σου".
- "Ο δικός μου κανόνας -αποκρίθηκε- είναι να σε αναπαύσω και να σε στείλω ειρηνικό".
27. Κάποιος αναχωρητής έμενε πολύ κοντά σε κοινόβιο και έκανε πολλή άσκηση.
Συνέβη να πάνε κάποιοι στο κοινόβιο και πίεσαν κι αυτόν να φάει εκτός της ορισμένης ώρας του.
Κατόπιν τον ρώτησαν οι αδελφοί:
- "Την ώρα εκείνη δεν στενοχωρήθηκες, αββά;"
Κι εκείνος είπε:
- "Η στενοχώρια η δική μου είναι, αν κάνω το δικό μου θέλημα".
31. Δυο αδελφοί επισκέφθηκαν κάποτε έναν Γέροντα, ο οποίος συνήθιζε να μην τρώει κάθε μέρα. Όταν όμως είδε τους αδελφούς χάρηκε και είπε ότι η νηστεία έχει μισθό, αλλά εκείνος πού τρώει χάριν της αγάπης εκπληρώνει δυο εντολές, μία γιατί παραιτείται από το δικό του θέλημα και άλλη γιατί εφαρμόζει την κατεξοχήν εντολή του Θεού, αναπαύοντας τους αδελφούς.
(ομιλία π. Νικολάου Πουλάδα στον Εσπερινό του Απ. Παύλου στις 28-6-2013 στο Παλαιό Φάληρο χοροστατούντος του Σεβ. Μητροπολίτου μας κ. Συμεών)
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί αδελφοί, σήμερα εορτάζει ένας από τους πιο φτωχούς κατά κόσμον αλλά τόσο πλούσιος κατά Θεόν . Ο απόστολος Παύλος δίνει την πιο ωραία περιγραφή για τον εαυτό του: Είμαστε, λέει, εμείς οι Απόστολοι «ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (Β. Κορ. 6,10). Στον σημερινό κόσμο που φοβάται μήπως φτωχύνει και χάσει αυτά που νομίζει ότι «κατέχει» έρχεται ο Παύλος και μας μιλά για έναν άλλο πλούτο που πρέπει να επιζητούμε. Μας φανερώνει τον αληθινό πλούτο και την αληθινή φτώχεια, αυτήν της ψυχής.
Α. Ο πτωχός κατά κόσμον Παύλος, «ὡς πτωχοὶ …».
Εφάρμοσε την εντολή του Κυρίου στους Αποστόλους «μὴ κτήσησθε χρυσὸν μηδὲ ἄργυρον μηδὲ χαλκὸν εἰς τὰς ζώνας ὑμῶν…» (Ματθ. 10,8). Δεν είχε περιουσία, ούτε σπίτια, ούτε αμάξια, ούτε καταθέσεις σε τράπεζες, ούτε μισθούς και συντάξεις. Δεν είχε σχεδόν τίποτα, ήταν ο μηδέν έχων. Ασκώντας το επάγγελμα του σκηνοποιού έβγαζε τα προς το ζην. Δεν είχε επίσης ανέσεις, απολαύσεις και σαρκικές ηδονές. Τόσο φτωχός για την δική μας κοσμική λογική. Είχε τα απολύτως απαραίτητα υλικά αγαθά. Έλεγε με καύχηση δίνοντάς μας τον ορισμό για την μεγάλη αρετή της χριστιανικής αυτάρκειας που για μας βεβαίως ταυτίζεται με την ολιγάρκεια «ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα». (Α Τιμ. 6,8). Αν έχουμε τροφές και σκεπάσματα, ας αρκεστούμε σε αυτά. Πρότυπο ολιγάρκειας στη σύγχρονη καταναλωτική μανία μας. Ασφαλώς και αυτός αν περιδιάβαινε τις αγορές και τα πολυκαταστήματά μας με τα χιλιάδες χρήσιμα και άχρηστα είδη και προϊόντα θα αναφωνούσε σαν τον αρχαίο σοφό που βλέποντας τόσα και τόσα πράγματα σε ένα παζάρι, είπε στο μαθητή του «Δόξα να χει ο Θεός! Κοίταξε εδώ ένα σωρό πράγματα που δεν τα έχω ανάγκη…». Δεν τα έχω ανάγκη! Μάλλον θα μας έλεγε και ο Παύλος: Καλά, τι τα θέλετε όλα αυτά;…
Β. Ο Παύλος κατέχει όμως τα πάντα, «και πάντα κατέχοντες» γιατί κατέχει το Χριστό!
Κατέχει τα πάντα διότι κατέχει αυτόν που κατέχει τα πάντα, τον Παντοκράτορα. Αν ο Κύριος είπε ότι «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ιω. 15,5) άρα μετ’ εμού δύνασθε τα πάντα! επομένως με Εκείνον ο Παύλος είχε τα πάντα και μπορούσε τα πάντα. «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλιπ. 4,13).
Κατείχε τα πάντα διότι είχε την αγάπη του Χριστού σε αυτόν. Ήξερε πόσο πολύ ο Χριστός τον αγαπούσε. Αυτήν την αγάπη κανείς δεν μπορούσε να του την πάρει. «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;».
Είχε την δική του αγάπη προς το Χριστό για την οποία έλεγε «Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλιπ. 1,21) και «τὰ πάντα ἐζημιώθην, καὶ ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστὸν κερδήσω» (Φιλιπ. 3,8). Όλα τα θεωρώ σκουπίδια. Είχε Αυτόν, αυτή τη μονάδα που δίνει την αξία σε όλα τα μηδενικά. Είχε μέσα του Αυτόν που είπε ότι είναι η οδός, η αλήθεια, η ζωή. Αφού κατείχε το Χριστό κατείχε τα πάντα, άρα δεν τον μάγευε η υλη, τα υλικά, τα πράγματα. Όπως λέει ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος «Εκείνος που γεύτηκε τα ουράνια, εύκολα περιφρονεί τα επίγεια, ενώ εκείνος που δεν τα γεύτηκε εκείνα, νοιώθει αγαλλίαση για τα επίγεια υπάρχοντα του» (εκδ. ΕΠΕ Κλίμαξ σελ. 311) ή θα προσθέταμε εμείς νιώθει και υπερβολικό άγχος και κατάθλιψη και φόβο όταν κινδυνεύει να χάσει ή να του ελαττωθούν κάπως αυτά τα υπάρχοντα. Για αυτό και είναι ικανός, αφού δεν κατέχει το Χριστό, να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα ή να απαγχονιστεί μιας και έχασε τα «πάντα» που νόμιζε ότι κατείχε.
Οι σύγχρονοι άνθρωποι, πολλές φορές είναι το ακριβώς αντίθετο με τον Παύλο. Έχουν τα πάντα αλλά δεν κατέχουν τίποτα. Δεν κατέχουν το Χριστό και την πίστη. Όλα όσα έχουν συχνά τα χάνουν, τους ξεγλιστράνε από τη μία στιγμή στην άλλη. «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν…» λέει αιώνες η Εκκλησία μας. Πόσο συχνά το βλέπουμε αυτό στις ημέρες μας.
Γ. Ο Παύλος κατέχει τα πάντα, διότι κατέχει την Αρετή.
Η Αρετή είναι ο μέγας θησαυρός μας. Ο Παύλος έχει ένα τεράστιο θησαυροφυλάκιο αόρατο στα μάτια και τη λογική του κόσμου. Είναι η ψυχή και η καρδιά του. Εκεί είναι ο μέγας πλούτος του. Τον περιγράφει ο Ιησούς «ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά» (Ματθ. 12,35). Βλέπετε ο Κύριος μιλά για θησαυρό, δηλαδή την καρδιά μας. Από αυτόν τον θησαυρό ο Παύλος έβγαζε κάθε μέρα όλα τα διαμάντια και τα μαργαριτάρια του. Διαμάντια είναι στην ορθόδοξη πνευματική ζωή οι αρετές. Αυτές είναι οι πολύτιμοι λίθοι μας. Αν δεν έχουμε αρετές είμαστε ζητιάνοι, ρακένδυτοι, γυμνοί πνευματικά, έστω και αν έχουμε εκατομμύρια ευρώ.
Είναι οι καρποί του Αγίου Πνεύματος. «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια» (Γαλατ. 5. 22,23).
Πώς να μην είναι πάμπλουτος ο Παύλος ένας άνθρωπος που είχε μία τέτοια εκπληκτική συγκομιδή καρπών πνευματικών; Τι να τα κάνει τα υλικά όταν έχει μια τέτοια ψυχή; Καλά έλεγε ο φιλόσοφος Επίκτητος «Θα ευεργετήσεις σε μεγάλο βαθμό την πόλη, αν δεν υψώσεις τους ορόφους, αλλά αναπτύξεις και εξυψώσεις τις ψυχές. Γιατί είναι καλύτερο σε μικρά σπιτάκια να κατοικούν μεγάλες ψυχές παρά να φωλιάζουν σε μέγαρα ποταπά ανδράποδα» (Επίκτητος Ανθολ. Στοβαίου, ΜΣΤ,81). Εγώ, θα μας έλεγε ο Παύλος είμαι τόσο πλούσιος που έχω το πιο ευρύχωρο σπίτι, το πιο μεγάλο και πολυτελές μέγαρο, την καρδιά μου! Είναι τόσο μεγάλη και πλατειά και ευρύχωρη που χωράτε εκεί μέσα όλοι σας «ἡ καρδία ἡμῶν πεπλάτυνται· οὐ στενοχωρεῖσθε ἐν ἡμῖν» (Β Κορ. 6 11-12).Τέτοια ευρύχωρη καρδιά ποιός πλούσιος έχει; Η αληθινή φτώχεια, η χειρότερη φτώχεια είναι το να είναι κανείς όχι ανοιχτόκαρδος σαν τον Παύλο, αλλά στενόκαρδος, σκληρόκαρδος, άκαρδος. Αυτή τη φτώχεια έπρεπε να φοβόμαστε. Φτώχυναν οι καρδιές μας. Φτωχοί αληθινά είναι οι αναίσθητοι, οι εγωιστές, οι ατομιστές, οι αδιάφοροι για τις ανάγκες των άλλων, οι άδικοι!
Άρα ο Παύλος κατείχε τους δύο μεγάλους θησαυρούς. Ψυχή και Χριστό! Και αυτά κανείς δεν μπορούσε να του τα πάρει, καμία κρίση, κανένα ΔΝΤ, όπως και σε μας, όπως λέει ο πατρο - Κοσμάς ο Αιτωλός: «Το κορμί σας ας σάς το καύσουν, ας σάς το τηγανίσουν, τα πράγματα σας ας σάς τα πάρουν. Μη σας μέλλει, δώστε τα, δεν είναι εδικά σας. Ψυχή και Χριστός σας χρειάζεται. Ετούτα τα δύο, όλος ο κόσμος να πέσει, δεν ημπορεί να σας τα πάρει, έξω αν τύχη και τα δώσετε με το θέλημά σας. Αυτά τα δύο να τα φυλάγετε να μην τύχη και τα χάσετε» (Διδαχή Γ). Ο Παύλος αυτά τα κατείχε. Κατείχε μια ψυχή διαμάντι. Τον αγαπούσαν τόσο πολύ οι άνθρωποι ώστε λέει για τους Γαλάτες ότι θα έβγαζαν και τα μάτια τους για αυτόν και θα του τα έδιναν! Τόσο τον αγαπούσαν! «μαρτυρῶ γὰρ ὑμῖν ὅτι εἰ δυνατὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν ἐξορύξαντες ἂν ἐδώκατέ μοι» (Γαλάτας 4,15). Υπάρχει μεγαλύτερος πλούτος από το να σε αγαπάνε τόσο πολύ οι άλλοι; Με πόσα ευρώ ανταλλάσσεται μια τέτοια αγάπη; Πόσοι και ποιοί πλούσιοι πήραν ποτέ τέτοια αγάπη; Να γιατί κατείχε τα πάντα. Είχε την αγάπη του Χριστού και των ανθρώπων.
Δ. Ο πτωχός Παύλος που πλουτίζει τους άλλους με την Αγάπη του.
Ο πλούτος του Παύλου σκορπιζόταν κάθε μέρα στους άλλους. Η περιουσία του ήταν και κινητή και ακίνητη.
Κινητή μεν, αφού συνεχώς μετακινούνταν στους άλλους αδελφούς. Τίποτα δεν έμενε σε αυτόν. Πόσα λεφτά θα πέρασαν από τα χέρια του! Αλλά τα χέρια του ήταν τρύπια όπως ασφαλώς και οι τσέπες του.
Ακίνητη δε διότι κατέληγε στον ουρανό όπου τίποτα δεν μπορούσε να την μετακινήσει. Πρώτα στον «ουράνιο» ουρανό για τον οποίο είπε ο Χριστός «θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν·= Να θησαυρίζετε όμως δια τον εαυτόν σας και να αποταμιεύετε θησαυρούς στον ουρανόν, όπου ούτε ο σκόρος ούτε η σαπίλα αφανίζουν, και όπου οι κλέπται δεν τρυπούν τοίχους και δεν κλέπτουν» (Ματθ. 6,20).
Αλλά κατέθετε τον πλούτο του και στους «επίγειους» ουρανούς, τις ψυχές των ανθρώπων, οι οποίες μπορούν όντως να αναδειχτούν σε ουρανό, αφού «ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» (Λουκα 17,21)!
Κάποτε όταν πέθαινε ένας πολύ ελεήμων επίσκοπος πολλοί τον πλησίασαν και τον ρώτησαν αν έχει τίποτα καταθέσεις, χρήματα, υπάρχοντα κλπ; Αυτός απάντησε: Βεβαίως! Και πού τα έχεις κρυμμένα: Στις τσέπες των φτωχών! απάντησε εκείνος. Εκεί πήγε όλος ο πλούτος του. Μια ζωή πλούτιζε τους άλλους.
Ε. Ο Παύλος πλουτίζει τους άλλους με το Χριστό.
Δεν είχε να τους δώσει κυρίως χρυσό αλλά Χριστό! Όπως ακριβώς είπε και ο Πέτρος στον εκ γενετής κουτσό «ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι· ὃ δὲ ἔχω τοῦτό σοι δίδωμι· ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ περιπάτει» (Πραξ. γ 6). Δεν έχω να σου δώσω ύλη αλλά το Χριστό. Σε Αυτόν κρύβονται όλα τα βάθη του πλούτου «Ὦ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ!» (Ρωμ. 11,33). Σε Αυτόν βρίσκονται, «εἰσι πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι» (Κολ. 2,3). Θα σας κάνω πλούσιους, λέει ο Παύλος, εγώ ο ρακένδυτος, θα σας πλουτίσω μυώντας σας στο βάθος της γνώσης, της σοφίας, της μοναδικής Αλήθειας! Θα σας πλουτίσω προσφέροντάς σας τη θεογνωσία και το νόημα της ζωής. Θα σας αποκαλύψω όλα τα μυστήρια του παρόντος και του μέλλοντος ώστε όχι απλώς να επιβιώνετε, αλλά να ΖΕΙΤΕ αληθινά! Θα σας κάνω, αν ακολουθήσετε τη διδασκαλία μου, παιδιά του Θεού και κληρονόμους του, «εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι, κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ» (Ρωμαίους 8,17). Εδώ να δείτε πλούτος και κληρονομιά που σας αναμένει!
Θα σας δώσω τον πολύτιμο μαργαρίτη που βρήκα καθώς πήγαινα στη Δαμασκό για να κυνηγήσω τους Χριστιανούς. Τον πολύτιμο Μαργαρίτη, τον Αναστημένο Χριστό. Αυτόν αγόρασε ο Παύλος, αυτόν πρέπει να αγοράσουμε και εμείς! Όπως μας προτρέπει ο Χριστός «ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ ἐμπόρῳ ζητοῦντι καλοὺς μαργαρίτας, ὃς εὑρὼν ἕνα πολύτιμον μαργαρίτην ἀπελθὼν πέπρακε πάντα ὅσα εἶχε καὶ ἠγόρασεν αὐτόν» (Ματθ 13. 45-46).
«Κάποτε, λέει μία ιστορία, μια σοφή γυναίκα βρήκε έναν πολύτιμο λίθο σε ένα ρυάκι. Την επομένη συνάντησε έναν ταξιδιώτη που πεινούσε και η γυναίκα άνοιξε την τσάντα της για να μοιραστεί το φαγητό μαζί του. Ο πεινασμένος ταξιδιώτης είδε τον πολύτιμο λίθο και ζήτησε από τη γυναίκα να του τον δώσει. Αυτή το έκανε χωρίς να διστάσει. Ο ταξιδιώτης έφυγε χαρούμενος για την καλή του τύχη. Ήξερε πως ο λίθος άξιζε τόσα που θα μπορούσε να ζήσει με ασφάλεια όλη του τη ζωή. Όμως λίγες μέρες αργότερα, γύρισε πίσω για να επιστρέψει τον λίθο στη σοφή γυναίκα. «Αναρωτιέμαι, της είπε. «Γνωρίζω πόσο πολύτιμη είναι αυτή η πέτρα, αλλά στην δίνω πίσω με την ελπίδα ότι μπορείς να μου δώσεις κάτι ακόμη πιο πολύτιμο. Δώσε μου αυτό που έχεις, που σου έδωσε τη δυνατότητα να μου δώσεις αυτήν την πέτρα». Πρέπει να έχεις κάτι άλλο τόσο πολύτιμο που σε κάνει να είσαι τόσο υπεράνω του υλικού πλούτου. Δώσε μου αυτόν το θησαυρό σου!
Αυτό να παρακαλέσουμε και εμείς τον Απ. Παύλο. Αγιε Απόστολε Παύλε, δώσε μας Αυτόν που έχεις, το Χριστό, που σου έδωσε τη δυνατότητα να περιφρονήσεις όλα τα πλούτη του κόσμου.
Ευχηθείτε, Σεβασμιώτατε να γίνουμε και εμείς σαν τον Παύλο «ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες»
αναδημοσίευση από: myriobiblos (οι υπογραμμίσεις δικές μας)
(Εισαγωγή από το βιβλίο Ηρωίδες της χριστιανικής αγάπης, Αθήναι 1949, Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας)
Εις τα Ευαγγέλια με πάσαν απλότητα εκτίθεται ο ρόλος των γυναικών πλησίον του Ιησού. Ο Ιησούς συναναστρέφεται μετ' αυτών και το ζωοποιόν Του κήρυγμα απευθύνεται εξ ίσου προς αυτάς, όσον και προς τους άνδρας. Συνωδεύετο υπό πολλών γυναικών; τόσον ευγενών, όσον και απλουστέρων (1). Το ότι ο Ιησούς συνωδεύετο υπό των 12 αποστόλων είναι μία παράστασις, ήτις έχει εντυπωθή ,εις την διάνοιάν μας από την παιδικήν μας ηλικίαν, οπότε ηκούομεν την βιβλικήν ιστορίαν. Πλείστοι ζωγράφοι και καλλιτέχναι έχουν ασχοληθή εις αναριθμήτους παραστάσεις με την απεικόνισιν του Ιησού και των 12 μαθηrών Του. Αλλ' εις ποίαν βιβλικήν ιστορίαν και εις ποίον καλλιτεχνικόν πίνακα βλέπει τις κατά τρόπον ανάγλυφον, ότι επίσης γυναίκες-ίσως τόσον πολλαί, όσον και οί άνδρες ή και περισσότεραι - ανήκον εις την συνοδείαν και ακολουθίαν του Ιησού (2); Μέσα εις τα Ευαγγέλια εκτίθεται, ότι γυναίκες τινες ήσαν τόσον αφωσιωμέναι εις Αυτόν, ώστε παρηκολούθουν την σταύρωσίν Του εκ του πλησίον, καθ' ον χρόνον οι μαθηταί Του είχον σκορπισθή (Μάρκ. ε'. 40 - 41 και Ματθ. κζ', 55 - 56 ).
Αύται έσπευσαν πρώται εις το μνήμα Του και ηξιώθησαν να γίνουν οι πρώτοι κήρυκες της Αναστάσεως, πράγμα το οποίον συνετέλεσεν εις το να ονομασθούν «οι απόστολοι των αποστόλων»(3). Τα γεγονότα αυτά αποκτούν μεγαλυτέραν σημασίαν και γίνονται πλέον κατανοητά, όταν λάβη τις υπ' όψιν, ότι πάσαι αι εν λόγω :γυναίκες είχον γνωρίσει προ πολλού τον Ιησούν και τον είχον συνοδεύσει, όπως ακριβώς και οι απόστολοι, τουλάχιστον επί πολλούς μήνας (4).
Χαρακτηριστικά και άξια πολλής προσοχής είναι τα χωρία Μάρκ. ιε', 40-41 και Λουκ. η', 1-3: Κατά το πρώτον αι γυναίκες, αι οποίαι παρηκολούθουν μακρόθεν την σταύρωσιν του Κυρίου, «και ότε ην εν τη Γαλιλαία ηκολούθουν αυτώ και διηκόνουν αυτώ και άλλαι πολλαί, αι συναναβάσαι αυτώ εις Ιεροσόλυμα» (Μάρκ. ιε', 40-41). Κατά το δεύτερον, ο Ιησούς «διώδευε κατά πόλιν και κώμην κηρύσσων και ευαγγελιζόμενος την βασιλείαν του Θεού, και οι δώδεκα συν αυτώ και γυναίκές τινες, αι ήσαν τεθεραπευμέναι από νόσων και μαστίγων και πνευμάτων πονηρών και ασθενειών, Μαρία η καλουμένη Μαγδαληνή, αφ' ης δαιμόνια επτά εξεληλύθει, και Ιωάννα γυνή Χουζά επιτρόπου Ηρώδου και Σουσάννα καί έτεραι πολλαί, αίτινες διηκόνουν αυτώ από των υπαρχόντων αυταίς» (Λουκ. η', 1-3 ). Εκ των χωρίων τούτων εξάγεται αβιάστως, ότι αι εν λόγω γυναίκες ανήκον εις την ακολουθίαν του Ιησού (5).
Πολλαί από τας ως άνω γυναίκας, ως και πλείσται άλλαι, ώφειλον εις τον Χριστόν σωματικήν ή ψυχικήν και πνευματικήν θεραπείαν, την οποίαν έλαβον εξ Αυτού. Εξ αυτών άλλαι ήσαν θεραπευθείσαι ασθενείς (Λουκ. η', 2 ), άλλαι αμαρτωλαί λουσθείσαι εις τα δάκρυα της μετανοίας και γενικώς πάσαι ήσαν γυναίκες, αίτινες, ότι εκλεκτόν είχον, το ώφειλον εις την χάριν του Ιησού.
Ας ενθυμηθώμεν έπειτα την Σαμαρείτιδα, της οποίας τα χείλη εδροσίσθησαν εις τα ρείθρα της Χάριτος, εις το «ύδωρ το ζων» (Ιωαν. δ' , 1-42 ) και η οποία έπειτα εχρημάτισεν ευαγγελίστρια εν μέσω των συμπατριωτών της. Δεν υπάρχει διάλογος του Πλάτωνος είς το όνομα γυναικός, αλλ' η διαλεκτική διδασκαλία τού Θεανθρώπου προς την Σαμαρείτιδα είναι από τας βασικωτέρας, διότι εν αυτή υπάρχει η δεοντολογία της αληθούς «εν Πνεύματι λατρείας»(6).
Φιλικοί επίσης δεσμοί συνέδεον τον Ιησούν προς τας αδελφάς του Λαζάρου Μαρίαν και Μάρθαν (Λουκ. ι', 38 και εξ.)(7).
Το παράδειγμα του Κυρίου επέδρασε και εις τους αποστόλους και τους διαδόχους αυτών. Δι' αυτό αι γυναίκες εις την αποστολικήν και μεταποστολικήν εποχήν έπαιξαν ένα σημαντικόν ρόλον εις το ιεραποστολικόν έργον του Χριστιανισμού(8)
Η ισότης της γυναικός προς τον άνδρα (Γαλ. ,γ', 28: «ουκ ένι άρσεν και θήλυ») είχεν ως συνέπειαν μίαν θρησκευτικήν ελευθερίαν της γυναικός, ήτις ωφέλησε την ιεραποστολήν(9).
Είναι πολύ σημαντικόν, ότι εις τας συνάξεις των πιστών ελάμβανον μέρος και γυναίκες, αίτινες είχον δικαίωμα να προσεύχωνται και να προφητεύουν. Ως αναγινώσκομεν εν τη πρώτη πρός Κορινθίους επιστολή, «πάσα γυνή προσευχομένη ή προφητεύουσα ακατακαλύπτω τη κεφαλή καταισχύνει την κεφαλήν εαυτής » (ια',(5). Προς τούτο φαίνεται, ότι αντιφάσκουν οι στίχοι ιδ', 34-35 της αυτής επιστολής « Ως εν πάσαις ταις εκκλησίαις των αγίων, αι γυναίκες υμών εν ταις εκκλησίαις σιγάτωσαν ου γαρ επιτρέπεται αυταίς λαλείν. . . αισχρόν γαρ εστιν γυναικί λαλείν εν εκκλησία ».
Η αντίφασις, ως λέγει ο Harnack, αίρεται, όταν την μεν προσευχήν και προφητείαν νοήσωμεν ως γινομένην εν εκστατική καταστάσει (im ekstatischen Zustand), εις την οποίαν ουδεμία δύναμις δύναται να αντιταχθή, το δε απαγορευόμενον «λαλείν» νοηθή ως διδακτική και εποικοδομητική ομιλία (Lehrrede)(10)
Εις την αυτήν επιστολήν στέλλουν ασπασμούς και ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα : «Ασπάζονται υμάς εν Κυρίω πολλά Ακύλας και Πρίσκιλλα συν τη κατ' οίκον αυτών εκκλησία » (Α' Κορ. ιστ', 19 ). Το ότι ή γυνή ενταύθα αναφέρεται πλησίον του ανδρός είναι κατά τον Harnack άξιον παρατηρήσεως, διότι εις παρομοίας περιπτώσεις κατά κανόνα ανεφέρετο μόνον ο ανήρ. Άρα η Πρίσκιλλα έπαιζε σπουδαίον ρόλον εν τη κατ' οίκον αυτής εκκλησία,(11) .
Αρκετά διαφωτιστικόν είναι το 16ον κεφάλαιον της προς Ρωμαίους(12) επιστολής.
Εν πρώτοις ο Παύλος συνιστά την Φοίβην: «Συνίστημι δε υμίν Φοίβην την αδελφήν ημών, ούσαν διάκονον ,της εκκλησίας της εν Κεγχρέαίς . . . και γαρ αυτή προστάτις πολλών εγενήθη και εμού αυτού» (ιστ', 1-2 ). Κατόπιν ακολουθεί η προτροπή : « Ασπάσασθε Πρίσκιλλαν και Ακύλαν τους συνεργούς μου εν Χριστώ, οίτινες υπέρ της ψυχής μου τον εαυτών τράχηλον υπέθηκαν, οις ουκ εγω μόνος ευχαριστώ, αλλά και πάσαι αι εκκλησίαι των εθνών, και τήν κατ' οίκον αυτών εκκλησίαν » (στ. 3-5 ). Εδώ προηγείται το όνομα της Πρισκίλλης (Πρίσκιλλαν και Ακύλαν), ως και εν Β' Τιμ. δ', 19 (άσπασαι Πρίσκαν και Ακύλαν). Είναι φανερόν ότι το κύριον πρόσωπον είναι η Πρίσκιλλα. Δι' αυτό εις αυτήν πρωτίστως ανήκει ο έπαινος και η ευχαριστία.
Ήτο συνεργάτις του Παύλου, ιεραπόστολος και συγχρόνως διετήρει « κατ' οίκον έκκλησίαν »(13).
Εις το ίδιον επίσης κεφάλαιον στέλλονται ασπασμοί εις μίαν «Μαριάμ, ήτις πολλά εκοπίασε » (στ. 6 ), προς την « Τρύφαιναν και Τρυφώσαν, τας κοπιώσας εν Κυρίω » ( στ. 12 ),- προς την « Περσίδα την αγαπητήν, ήτις πολλά εκοπίασεν εν Κυρίω » (στ. 12); προς την μητέρα του `Ρούφου, την οποίαν ο Παύλος θεωρεί και ως ιδικήν του μητέρα (στ. 13 ), πρός την Ιουλίαν (στ. 15 ) «πιθανώς σύζυγον του Φιλολόγου »(14) ή αδελφήν αυτού(15), προς την αδελφήν του Νηρέως (στ. 15). Πάσαι αύται αι γυναίκες ασφαλώς διά της εργασίας των θα είχον προσφέρει σημαντικάς υπηρεσίας τόσον εις τον Παύλον, όσον και εις την Εκκλησίαν (16).
Εις την πρός Φιλιππησίους επιστολήν (δ', 2 ) αναγινώσκομεν : «Εύοδίαν παρακαλώ και Συντύχην παρακαλώ το αυτό φρονείν εν Κυρίω ». Αι δύο αύται γυναίκες ήσαν πρωτεργάτιδες εις την ίδρυσιν της εκκλησίας των Φιλίππων και είχον κερδίσει τον σεβασμόν και την υπόληψιν των άλλων. Τώρα όμως διαφωνίαι είχον παρουσιασθή μεταξύ των. Ο Απόστολος επιμελώς αποφεύγει να λάβη το μέρος της μιας εκ των δύο μερίδων. Έπρεπε μόναι των να ομοφρονήσουν. Ο Παύλος ασφαλώς δεν θα ανεφέρε το επεισόδιον τούτο, αν δεν είχε σημασίαν δι' ολόκληρον την Εκκλησίαν των Φιλίπττων. Και εντεύθεν λοιπόν συμπεραίνει τις ,διά την σπουδαιότητα του γυναικείου στοιχείου εν τη αρχαία εκκλησία (17).
Αι «Πράξεις των Αποστόλων» συμπληρώνουν την εικόνα, την οποίαν προσφέρει ο Παύλος; περί της συμμετοχής των γυναικών εις τα έργα της χριστιανικής διακονίας. Εξ αρχής εις την Ιεροσολύμιτικήν Εκκλησίαν παρουσιάζεται το γυναικείον στοιχείον (Πράξ. α', 14:). Εις, την οικίαν της Μαρίας, της μητρός του Μάρκου, ετέλουν οι Χριστιανοί την κοινήν των σύναξιν και προσευχήν (Πράξ. ιβ', ,12) (18).
Επισης αι « Πράξεις των Αποστόλων » ομιλούν διά την Ταβιθά εν Ιόππη, ητις ην πλήρης έργων αγαθών και .ελεημοσυνών, ων εποίει » (θ' 36), διά την Λυδίαν την πορφυροπώλιδα εις τους Φιλίππους (ιστ', 14) (19) ήτις είναι η πρώτη γνωστή Χριστιανή επί ευρωπαϊκού έδάφους (20) Εις το ίδιον βιβλίον γίνεται λόγος διά την Δάμαριν εν Αθήναις πλησίον του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου (ιζ', 34), δια τας τέσσαρας προφήτιδας θυγατέρας του Φιλίππου (κα', 9 ) και διά τον σπουδαίον ρόλον, τον οποίον έπαιξαν εν τη «διασπορά» αι γυναίκες, είτε αποκρούουσαι την νέαν θρησκείαν, είτε κηρύσσουσαι αυτήν(21).
Επίσης γίνεται λόγος πάλιν διά την Πρίσκιλλαν, εντελώς σύμφωνος πρός όσα λέγει ο Παύλος (ιη', 2 ). Η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας ανέλαβον ιεραποστολικήν εργασίαν εις την Κόρινθον, Έφεσον καιί Ρώμην, ένθα μετέβησαν. Και ενταύθα πρώτον αναφέρεται η Πρίσκιλλα και έπειτα ο Ακύλας (ιη', 18 και ιη'; 26). Εκ του τελευταίου δε χωρίου (Πραξ: ιη'; 26) ο Χρυσόστομος δικαίως συμπεραίνει, ότι αυτή κυρίως υπήρξεν εκείνη, ήτις κατήχησε τον Απολλώ, πράγμα το οποίον προϋποθέτει, ότι κατείχε μεγάλην μόρφωσιν και ευστροφίαν πνεύματος, διότι και ο Απολλώς ήτο εμποτισμένος με τα νάματα της Ελληνικής σοφίας. Ούτως η Πρίσκιλλα δεν ήτο μόνον επί κεφαλής της « κατ' οίκον εκκλησίας » της, αλλ' ως μας πληροφορεί ο Παύλος, ιεραπόστολος και διδασκάλισσα (22). Κατά την γνωστήν θεωρίαν του Harnack η προς Εβραίους επιστολή ίσωc εγράφη υπό' αυτής ή υπό του ανδρός της(23).
Εκ των ολίγων αυτών συμπεραίνομεν, ότι ό Χριστιανισμός ύψωσε, την γυναίκα εις υψηλόν θρόνον τιμής. Βεβαίως εντός της Κ. Δ. υπάρχουν ολίγα χωρία, άτινα εκ πρώτης όψεως φαίνεται, ότι έχουν αντιφεμινιστικόν πνεύμα. Αλλ' αν εξετάσωμεν τα χωρία αυτά εντός των πλαισίων της φιλολογικής των συναφείας και των ιστορικών των συναρτήσεων, ασφαλώς θα αποκτήσωμεν αντίθετον γνώμην. Βεβαίως ο Παύλος απαγορεύει εις τας γυναίκας το δημόσιον κήρυγμα, αλλά τούτο γίνεται διά να προφυλάξη από τας καταχρήσεις εις τας οποίας ωδήγησεν ή ελευθερία, ήτις προηγουμένως φαίνεται, ότι υπήρχεν επί του ζητήματος αυτού.
Δεν πρέπει να λησμονώμεν, ότι κατά τους χρόνους της εμφανίσεως του Χριστιανισμού η θέσις της γυναικός εντός της κοινωνιας ήτο αθλία.
Κατά το ρωμαϊκον δίκαιον η γυνή, είτε ως κόρη είτε ως σύζυγος, διετέλει υπό την εξουσίαν του ανδρός (24). Τότε υπήρχε γενική περιφρόνησις προς την γυναίκα. Εις τους παπύρους της Οξυρίγχου εύρέθη και μία επιστολή, την οποίαν κατά το 1 π.Χ..έστειλεν εις την επίτοκον γυναίκα του Ιλαρίων τις. Λοιπόν της γράφει : « Εάν (το γεννηθέν ) η άρσεν, άφες εάν ή θήλυ, έκβαλε»(25). Αυτό είναι χαρακτηριστικόν του πνεύματος της τότε εποχής.
Και εις τους Ιουδαίους επεκράτει τότε πνεύμα περιφρονήσεως προς τας γυναίκας. Οι ραββίνοι κατέκρινον τας συνδιαλέξεις με γυναίκας, πράγμα το οποίον απέβη έθιμον εις τους Ιουδαίους, τους συγχρόνους προς τον Κύριον(26).
Εις μίαν τοιαύτην εποχήν και ατμόσφαιραν αντήχησε το λυτρωτικόν διά την γυναίκα κήρυγμα του Χριστιανισμού. Οι ολίγοι περιορισμοί, τους οποίους ο Παύλος έθεσεν εις την γυναικείαν δράσιν επεβάλλοντο από το συμφέρον της εκκλησίας καί όχι από τυχόν ύπαρξιν αντιφεμινιστικού πνεύματος.
Είναι αληθές ότι με την πάροδον του χρόνου έγιναν μεγαλύτεροι οι περιορισμοί εις τα δικαιώματα της χριστιανής γυναικός.
Εις τούτο συνετέλεσε και το μοναχικόν και ασκητικόν πνεύμα, το οποίον ολίγον κατ' ολίγον ανεπτύχθη εν τη Εκκλησία, ως και η αντίδρασις προς τας αιρέσεις, εις τας οποίας η γυναικεία δραστηριότης έφθασεν εις υπερβολάς και καταχρήσεις(27). Παρ' όλα αυτά, και κατά τους επομένους αιώνας δεν παύει να είναι υψηλή η θέσις της γυναικός εντός της Εκκλησίας, ως προκύπτει από εν πρόχειρον αντίκρυσμα ολίγων εκ των υπαρχουσών μαρτυριών.
Εις τας παλαιάς αποκρύφους «Πράξεις του Παύλου» αι γυναίκες παίζουν μέγαν ή μάλλον τον πρώτον ρόλον. Το έργον αύτό διαπνέεται υπό μεγάλου φεμινιστικού πνεύματος. Βεβαίως εις τας λεπτομερείας εχει χαρακτήρα μυθιστορηματικόν, αλλά πάντως ειναι προσηρμοσμένον εις την ατμόσφαιραν της εποχής του. Πάντοτε το πλαστόν νόμισμα διά να κυκλοφορήση, απομιμείται την μορφήν του γνησίου. Λοιπόν αι «Πράξειςτου Παύλου» ομιλούν διά πολλάς γυναίκας και διά την Θέκλαν εις το Ικόνιον(28) ήτις ανέπτυξε μεγάλην ιεραποστολικήν δράσιν, «πολλούς φωτίσασα τω λόγω του Θεού ». Είναι τελείως απίθανος η εκδοχή, ότι ο συγγραφεύς εφεύρε την μορφήν της Θέκλης. Ασφαλώς υπάρχει ιστορικός πυρήν, ανταποκρινομενος εις συγκεκριμένην πραγματικότητα(29). Και η Εκκλησία εδέχθη την ιστορικότητα της περί Θέκλης παραδόσεως και εορτάζει την μνήμην αυτής την 24ην Σεπτεμβρίου, θεωρούσα αυτήν ώς «πρωτομάρτυρα και πρώταθλον ,εν γυναιξίν». Κατά το «συναξάριον » αυτής έδρασεν ιεραποστολικώς «εν διαφόροις πόλεσι, τον Κύριον Ιησούν Χριστόν ευαγγελισαμένη και πολλούς πρός την εις Χριστόν πίστιν επισπασαμένη».
Επισης και αι βραδύτεραι απόκρυφοι ιστορίαι των αποστόλων είναι πλήρεις ειδήσεων δια την ιεραποστολικήν δράσιν γυναικών εις την Ρώμην και τας επαρχίας(30).
Οι Χριστιανοί έπειτα απολογηταί τονίζουν, ότι αι χριστιαναί γυναίκες, διά τας οποίας ο Χριστιανισμός υβρίζεται ως κατωτέρα θρησκεία, δύνανται να δώσουν καλυτέραν απάντησιν διά τα θεία πράγματα παρά οι φιλόσοφοι(31).
Πολλάκις αναφέρονται γυναίκες, αναγινώσκουσαι ιδιαιτέρως τήν Βίβλον(32).
Οιί άπολογηταί και οι χριστιανοί διδάσκαλοι είχον επίσης γυναίκας ως μαθητρίας.
Εις τον κύκλον των μαθητών του Ιουστίνου ευρίσκετο μία Χάρις(33). Ο Διονύσιος εκ Κορίνθου γράφει μίαν βαθυστόχαστον επιστολήν εις μίαν Χρυσοφόραν, «πιστοτάτην άδελφήν»(34).
Ιππόλυτος εις το επιστημονικόν υπόμνημα εις τον Δανιήλ, προϋποθέτει, ότι θα το αναγνώσουν και γυναίκες πεπαιδευμέναι(35) Περισσότεραι είναι αι γυναίκες, αίτινες ανήκον εις τον κύκλον του Ωριγένους. Πολλαί μαθήτριαί του έγιναν μάρτυρες(36). Αυτός δε αφιερώνει. μίαν πραγματείαν διά την προσευχήν μιας Τατιάνας, την οποίαν χαρακτηρίζει «κοσμιωτάτην και ανδρειοτάτην (37. Επίσης η σύζυγος του υψηλού του φίλου Αμβροσίου, η Μαρκέλλα, ελάμβανε μέρος εις τας μελέτας του(38). Εις την Καισάρειαν της Καππαδοκίας εφιλοξενήθη επί διετίαν εις την οικίαν μιας κυρίας, εχούσης χριστιανικά φιλολογικά ενδιαφέροντα(39).
Οι Ίβηρες δε εις τον Καύκασον διηγούνται κατά τον ε' αιώνα, ότι την θεμελίωσιν του Χριστιανισμού εις την χώραν των την οφείλουν εις μίαν χριστιανήν γυναίκα και προφητιδα, την οποίαν απήγαγον ως αιχμάλωτον πολέμου(40).
Χαρακτηριστικόν , είναι και το παράδειγμα των γυναικών, αι οποίαι ήσαν πέριξ του αγίου Ιερωνύμου, ο οποίος τακτικώς εφοιτα εις την οικίαν της χήρας Μαρκέλλης και εις τας συγκεντρώσεις ευσεβών ρωμαίων πατρικίων δεσποινών, ασχολουμένων περί τα θεία και την ερμηνείαν της Γραφής. Ονομαστή έμεινεν η Πάουλα, ήτις ηκολούθησεν αυτόν εις την Παλαιστίνην. Αύτη ίδρυσεν εκεί γυναικείαν μονήν, εις την οποίαν προέστη η ιδία, ως και ξενοδοχεία(41) .
Άξιον προσοχής έπειτα είναι και το παράδειγμα της ευγενούς ρωμαίας Μελανίας, ως και της εγγονής αυτής Μελανίας της νεωτέρας, των οποίων η δράσις συνεδέθη με τον Ρουφίνον(42). Και γενικώς εις την Ιστορίαν του Χριστιανισμού απαντούν πλείσται γυναίκες, λαβούσαι ενεργόν συμμετοχήν εις την εκκλησιαστικήν ζωήν.
Πλησίον δε όλων αυτών των γνωστών γυναικείων φυσιογνωμιών, πλησίον των γνωστών ονομάτων της Μακρίνης, αδελφής του Μ. Βασιλείου(43), της Ανθούσης, μητρός του Χρυσοστόμου(44), της Νόννης, μητρός Γρηγορίου του Ναζιανζηνού(45), της Μονίκης, μητρός του ιερού Αυγουστίνου(46) και τόσων άλλων γνωστών αγίων γυναικών(47), υπάρχει το ανώνυμον πλήθος των ηρωΐδων της Χριστιανικής αγάπης.
«Εν γένει τόσην επίδρασιν έσχεν η γυνή και τόσον σπουδαίον πρόσωπον διεδραμάτισε κατά τους χρόνους της ιδρύσεως και εξαπλώσεως της Εκκλησίας, ώστε ο κατά τον β' αιώνα ακμάσας πολέμιος του Χριστιανισμού Κέλσος καλεί τον Χριστιανισμόν θρησκείαν των γυναικών, ο δε Αυτοκράτωρ Λικίνιος ενόμισεν ότι θα φέρη θανάσιμον κτύπημα κατά της Εκκλησίας, εκδίδων νόμον ... δι' ου απηγορεύετο εις τας γυναίκας η φοιτησις εις τους ναούς»(48).
Καθ' όλους τους βυζαντινούς χρόνους εξηκολούθησεν η γυναικεία δράσις εν τη Εκκλησία. Βεβαίως το μοναχικόν πνεύμα την περιώρισεν, αλλά. πάντοτε αύτη εύρε γόνιμον έδαφος πρός δράσιν και καρποφορίαν εις την σφαίραν της Χριστιανικής αγάπης και διακονίας.
Τα γυναικεία βυζαντινά μοναστήρια - όπως και τα ανδρικά -- διεκρίθησαν διά την εξάσκησιν των έργων της αγάπης(49). Περιέθαλπον πτωχάς γυναίκας παρείχον εις απόρους γυναίκας υφαντικήν και πλεκτικήν εργασίαν, ίνα με τα κατασκευαζόμενα είδη επενδύωνται τα ορφανά των ορφανοτροφείων, τα οποία ευρίσκοντο πλησίον των μοναστηρίων. Εις πολλά μοναστήρια υπήρχεν εργοδότρια άδελφή. Πολλαί εκ των γυναικών μοναχών είχον ιατρικάς και φαρμακευτικάς γνώσεις καί περιέθαλπον ασθενείς γυναίκας. Εντός των αναφερθέντων ορφανοτροφείων αι μικραί τρόφιμοι εξεπαιδεύοντο συνήθως υπό γυναιςών μοναχών.
Αι αδελφαί επέβλεπον τα ανατρεφόμενα κοράσια, ίνα μανθάνουν υφαντικήν, κέντημα, μουσικήν και άλλα χρήσιμα πράγματα (50). Εντός των μοναστηρίων αυτών υπήρχον δύο κιβώτια, ό σκοπός των οποίων εφαίνετο εκ τών επιγραφών, αίτινες υπάρχουν επ' αυτών.Επι του ενός εγραφετο «εις αιχμαλώτων ανάρρυσιν», επί τού άλλου δε «εις πενήτων διατροφήν». Διά τών συλλεγομένων εν αύτοίς χρημάτων περιεθάλποντο οι πάσχοντες και εξηγοράζοντο αιχμάλωτοι από τους πειρατάς και τους βαρβάρους(51).
Πολλάκις αι αδελφαί ανεκούφισαν τους αιχμαλώτους, έλυσαν τα δεσμά των, επότισαν με το δροσερόν ύδωρ του ξενείου των τους διψώντας, έπλυναν καλώς τας πληγάς των τραυματιών, παρέσχον εις τα πεινώντα παιδία άρτον και τυρόν, έδωσαν ολί-γον τονωτικόν οίνον εις τους γέροντας, των οποίων έτριψαν με προσοχήν τα αιμωδιώντα μέλη. Αδελφαί «λουτράρισσαι» προσέφερον τας υπηρεσίας των, σαπωνίζουσαι και σπογγίζουσαι με τα. σπαρτία (τζίβες) τας λουομένας απελευθερωθείσας αιχμαλώτους και οδηγούσαι αυτάς εις αναπαυτικάς κλίνας(52). Γενικώς, πλεισται εκ των γυναικών μοναχών προσέφερον ολόκληρον την ζωήν των μίαν διαρκή θυσίαν εις τον βωμόν της αγάπης.
Εκτός των γυναικείων μοναστηρίων και μάλιστα όχι μόνον παραλλήλως προς αυτά, αλλά και πολν προ της ιδρύσεως αυτών - πιθανώς από αυτής της αποστολικής εποχής εμφανίζεται εντος των κόλπων της Εκκλησίας ωργανωμένη γυναικεία δράσις, εκπροσωπουμένη κυρίως από την τάξιν των «διακονισσών ».
Αύται, εγκαθιστάμεναι εις το «αξίωμά των» υπό της Εκκλησίας, αφιερούντο αποκλειστικώς εις τα έργα της εκκλησιαστικής διακονίας εν μέσω κυρίως των ομο-φύλων των.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Δ. Μπαλάνου,« Η θέσις τής γυναικός εν ταϊς θρησκείαις και ιδίως εν τω Χριστιανισμώ 1910, σελ. 41-42. Π. Μπρατσιώτου, Η γυνή εν τη Βίβλω (2) (1940), σελ. 52. Ε. Θεοδώρου, Αι γυναίκες εις την αρχαίαν Εκκλησίαν, περ. «Αναγέννησις», έτ. Α' (1945) , σελ. 9-10. Ed. F:v. d. Goltz, Der Dienst der Frau in der christlichen Kirche (2) (1914 ), Erster Teil, σελ. 7.
2. Dr. Julius Boehmer, Das Lukasevangelium in religiφsen Betrachtungen fόr das moderne Bedόrfnis, Gόtersloh 1909, σελ. 123.
3. Δ. Mπαλάνου, ένθ' ανωτ., σελ. 42. Πρβλ. L. Zscharnack, Der Dienst der Frau in den ersten Jahrhunderten der chr. Kirche (1902); σελ: 18.
4. Jul. Boehmer, ένθ' aνωτ.
5. Πρβλ. Ed. F. v. d. Goltz, ένθ' άνωτ., σελ. 7.
6. Π. Μπρατσιώτου,ένθ' άνωτ., σελ. 27.
7. Αξία προσοχής είναι η επιείκεια, την οποίαν δεκνύει ο Κύριος προς τας αμαρτωλάς γυναίκας (Λουκ. ζ', 37 κ ε.). Πρβλ. και το χωρίον Ιωαν. η' , 3-11, όπερ λείπει από των αρχαιοτέρων κωδίκων (Δ. Μπαλάνου, ένθ' ανωτ., σελ. 41).
8. Ad. v. Harnack, Die Mission und Ausbreitung des Christentums in ~den ersten drei Jahrhunderten,(4) τόμ. 2ος (1924), σελ. 589.
9. Ενθ' ανωτ.
10. Harnack, ένθ' ανωτ., σελ. 590. Διά το νόημα των ως άνω στίχων, ιδέ Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας επ. του ΙΙαύλου (1937 ), ως και άλλα ερμηνευτικά υπομνήματα.
11. Ένθ' ανωτ., σελ. 591..
12. Πρβλ., Ed. F. v. d. Goltz, ένθ' ανωτ., σελ: 9.
13. Κατά τον Harnack.η Πρίσκιλλα, ως διδάσκουσα και ιεραποστολικώς δρώσα, θα ηδύνατο να ονομασθή «η απόστολος» (ένθ' άνωτ.). Πρβλ. ed. F, v. d. Goltz, ένθ' ανωτ, σελ. 8.
14. Harnack; ένθ' ανωτ., σελ. 592.
15. Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας επιστολάς του Παυλου (1937) , σελ: 134. 16.- Harnack, ένθ' ανωτ. Πρβλ. Δ. Μπαλάνου, ένθ' ανωτ., σελ. 43:
17. Harnack, ένθ' ανωτ. Πρβλ. Ed.. F. v. d. Goltz; ένθ' ανωτ., σελ. 9.
18. Ένθ' ανωτ. Πρβλ. Δ. Μπαλάνου, ένθ' ανωτ., σελ. 43. Π. Μπρατσιώτου, ένθ' ανωτ., σελ. 54.
19. Π. Μπρατσιώτου, ένθ' ανωτ., σελ. 54-55. Ed. F. v: d. Goltz, ένθ' ανωτ., σελ. 7. J. Holzner, Παύλος (Μετ. Ιερ. Κοτσώνη), 1948, σeλ. 181. 20.- Τρείς γυναίκες έλαβον μέρος εις την θεμελίωσιν της Εκκλησίας των Φιλιππησίων, η Λυδία, η Ευοδία και ή Συντύχη. Εάν το όνομα Λυδία ήτο επώνυμον, τότε πρέπει η Λυδία να ταυτίζεται προς την Ευοδίαν ή την , Συντύχην ( Harnack, ένθ' άνωτ.).
21. «Oι δε Ιουδαίοι παρώτρυναν τας σεβομένας γυναίκας τας ευσχήμονας.... και επήγειραν διωγμόν επί τον Παύλον και Βαρνάβαν» ( Πραξ. ιγ', 50) . Εν Θεσσαλονίκη «προσεκληρώθησαν των Παύλω και τω Σίλα; των τε σεβομένων Ελλήνων πλήθος πολύ, γυναικών τε των πρώτων ουκ ολίγαι» (ιζ', 4):.Εν Βερροία, «πολλοί επίστευσαν και των Ελληνίδων γυναικών των ευσχημόνων και ανδρών ουκ ολίγοι» ( ιζ', 12 ) κλπ. Harnack~ ένθ' ανωτ., σελ. 593.
22. Harnack, ένθ' ανωτ., σελ: 594.
23. Ένθ' άνωτ. Πρβλ: Lydia Stocker, ένθ' ανωτ.; σελ. 14. Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις την προς Εβραίους και τας επτά καθολικάς, Αθήναι 1941;σελ. 19.
24. Δ. Μπαλάνου, ένθ' άνωτ., σελ. 29. Γ. Βερίτη, Η γυναίκα στο Βυζάντιο, «Ακτίνες», Ιανουάριος 1944, σελ. 27-28.
25. Adolf Deissmann, Licht vom Osten,(4) Tubingen 1943, σελ. 134.
26. Δι' αυτό και οι Απόστολοι θαυμάζουν διά την συνδιάλεξιν του Κυρίου με την Σαμαρείτιδα (Ιωάν. δ', 27 ). Π. Μπρατσιώτου, ένθ' ανωτ., σελ. 27..
27. «Εις πολλάς αιρέσεις η γυνή έλαβεν ιερατικά δικαιώματα εις την αίρεσιν του γνωστικού Μάρκου γυναίκες απήγγελλον τας ευχάς της θείας ευχαριστίας και μετέδιδον εις τους πιστούς τον oίνον' εις την αίρεσιν του Μαρκίωνος αι -γυναίκες εδίδασκον, εξώρκιζον και εβάπτιζον εις τον Μοντανισμόν ως συναρχηγοί της κινήσεως παρά τω Μοντανώ ίσταντο αι προφήτιδες Πρίσκιλλα και Μαξιμίλλα» (Δ. Μπαλάνου, ένθ' ανωτ., σελ. 45) . Πρβλ. Lydia Stocker, Die Frau in der alten Kirche, Tubingen 1907, σελ. 28.
28. Holzner, ένθ' ανωτ., σελ. 128-129. Πρβλ. Ed. F. v. d. Goltz, ένθ' ανωτ., σελ. 11.
29. Harnack, ένθ' ανωτ., σελ. 598. Πρβλ. Holzner, ένθ' ανωτ.
30. Harnack, ένθ' ανωτ. 31.- Ένθ' ανωτ., σελ. 599. 32.- Ένθ' ανωτ.
33. Ένθ' ανωτ.
34. Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστ. 4, 23. Harnack, ένθ' ανωτ., σελ. 599.
35. Harnack, ένθ' ανωτ.
36. Γενικώς πλείσται γυναίκες κατά τους χρόνους των διωγμών έλαβον τον στέφανον του μαρτυρίου (Μπαλάνου, ένθ' ανωτ., σελ. 47 ) Πρβλ. Lydia Stocker, μν. έ., σελ. 10-11.
37. Harnack, ένθ' ανωτ., σελ. 599-600.
38. Ένθ ανωτ., σελ. 600. Πρβλ. Ed. F. v. d. Goltz, μν. έ., σ. 36-37.
39. Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία 4,17. Harnack, ένθ' ανωτ., σελ. 600.
40. Σωκράτους, Εκκλ. Ιστορία 1,20. Σωζομ., 'Εκκλ. Ιστορlα 2,7. Harnack, ένθ' ανωτ., σελ. 604.
41. Δ. Μπαλάνου, ΙΙατρολογία (1930 ), σελ. 450-454.
42. Δ. Μπαλάνου, ΙΙατρολογία, σελ. 460. Πρβλ. Ed. F. v. d. Goltz, ένθ' ανωτ., σελ. 40.
43. Δ. Μπαλάνου, ένθ' ανωτ. σελ. 289, 291, 328, 331. .
44. Αυτόθι, σελ. 344.
45. Ένθ' ανωτ., σελ. 305.
46. Αυτόθι, σελ. 463-467.
47. Περί των γυναικών τούτων έλεγεν ο ρήτωρ Λιβάνιος «Βαβαί, οίαι παρά Χριστιανοϊς γυναίκές εισιν» ( Δ. Μπαλάνου, Η θέσις της γυναικός....εν τω Χριστιανισμώ, σελ. 48 ).
48. Δ. Μπαλάνου, αυτόθι, σελ. 48. Εύσεβίου, Βίος Κωνσταντίνου Ι, 53 : Λικίνος «νόμον ετίθει.... μη επί τα σεμνά της αρετής διδασκαλεία φοιτάν το γυναικών γένος».
49. Φαίδωνος Κουκουλέ, Η μοναχή Θεοδούλη, Αθήναι 1928. Επίσης πρβλ. Γ. Σωτηρίου, Αι μοναί της Ελλάδος και η εθνική των δράσις κατά τούς βυζαντινούς χρόνους, Αθήναι 1936. Α. Κούζη, Αρχεία Ιατρικής και Βιολογίας 1920, σελ. 44 κ. ε. Κ. Αμάντου, Η ελληνική φιλανθρωπία κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, «Αθηνά», τ. 35 (1923 ), σελ. 131 κ. ε~. Του αυτού, Ιστορία του βυζ. κράτους, Αθήναι 1939, σελ. 23-39. Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών βίος και πολιτιτμός, τ. Β ( Ι ), Αθήναι 1948, σελ. 64-178. Uhlhorn, Die chr. Liebestatigkeit in der alten Kirche (1882 ). Dr. Wilh. Liese, Geschichte der Garitas, 2 τόμοι, Freiburg i. Br. 1922.
50. Φ. Κουκουλέ, Η μοναχή Θεοδούλη, σελ. 41, 42, 44-49, 57.
51. Αυτόθι, σελ. 58.
52. Ένθ' ανωτ., σελ. 63, 64, 65.
αναδημοσίευση από: myriobiblos
Αναδημοσίευση από: myriobiblos
Από: Στυλ. Γ. Παπαδόπουλος (επιμ.), Μιλάει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, μτφρ. Διονύσιος Κακαλέτρης, εκδ. Αποστολική Διακονία,Αθήνα 1991.
Ο ΛΑ ' Λόγος είναι ο σπουδαιότερος από τους Θεολογικούς Λόγους του αγ. Γρηγορίου. Εκφωνήθηκε στο ναό της αγ. Αναστασiας στην Κωνσταντινούπολη, το 380, πιθανόν κατά το διάστημα μεταξύ Ιουλίου και Νοεμβρίου. Είναι η πρώτη φορά που σε ειδική πραγματεία, αφιερωμένη στο άγιο Πνεύμα, ομολογείται και καταδεικνύεται η θεότητα και το ομοούσιο του αγ. Πνεύματος. Ο Γρηγόριος διακηρύσσει την ορθή πίστη της Εκκλησίας ότι «εκ φωτός του Πατρός φως καταλαμβάνοντες τον Υιόν εν φωτί τω Πνεύματι» (§ 3). Καταρρίπτει, στη συνέχεια, τους συλλογισμούς των αιρετικών Πνευματομάχων με θεολογικά επιχειρήματα (§ 4-21) και τέλος, απαντώντας στο επιχείρημα ότι στην αγία Γραφή δεν δηλώνεται ρητά η θεότητα του Πνεύματος, παραθέτει πλήθος χωρίων, όπου υποδεικνύεται η θεότητα του Πνεύματος (§ 29-30). Αλλά και το ίδιο το Πνεύμα τώρα, σύμφωνα με το Γρηγόριο, φανερώνει στούς αξίους βαθύτερα και σαφέστερα οτι είναι Θεός, ένα από τα τρία πρόσωπα της μιας θεότητας (§ 26).
3. Εκείνοι, λοιπόν, oι οποίοι είναι δυσαρεστημένοι και με σφοδρότητα υπερασπίζονται το «γράμμα», επειδή εμείς τάχα εισάγουμε κάποιον ξένο και παρείσακτο Θεό, να ξέρουν καλά ότι φοβούνται εκεί που δεν υπάρχει φόβος. Και ας γνωρίζουν σαφώς, ότι κάλυμμα της ασέβειάς τους είναι η φιλία του «γράμματος», όπως θα φανεί εντός ολίγου, όταν, όσο είναι δυνατόν, θα ανατρέψουμε τα επιχειρήματά τους. Εμείς βέβαια έχουμε τόση πίστη στη θεότητα του Πνεύματος, το οποίο λατρεύουμε, ώστε από Αυτό θ' αρχίσουμε το λόγο για το Θεό, αναφέροντας τις ίδιες εκφράσεις για την Τριάδα, έστω κι αν φανεί σε μερικούς πολύ τολμηρό.
«Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», ο Πατέρας.
«Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», ο Υιός.
«Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», ο άλλος Παράκλητος·
«ήταν» και «ήταν» και «ήταν»· όμως ένα «ήταν» υπάρχει. «Φως» και «φως» και «φώς», αλλά ένα φως, ένας Θεός. Αυτό είναι εκείνο που ο Δαβίδ παλαιότερα κατανόησε, όταν έλεγε· «στο φως σου θα δούμε το φως». Και τώρα εμείς και έχουμε ιδεί και διακηρύσσουμε ότι κατανοούμε τον Υιό ως φως που προέρχεται από φως, τον Πατέρα, μέσα στο φως, του Πνεύματος. Έτσι έχουμε μια σύντομη και απλή θεολογία για την Τριάδα.
Όποιος θέλει να περιφρονήσει όσα λέμε, ας τα περιφρονήσει. Κι όποιος θέλει ν' αμαρτάνει, ας αμαρτάνει· εμείς κηρύσσουμε αυτό που έχουμε καταλάβει καλά. Και αν από εδώ κάτω δεν ακουγόμαστε, σε υψηλό βουνό θ' ανεβούμε και θα φωνάξουμε. Θα «υψώσουμε» το Πνεύμα, δεν θα φοβηθούμε. Και αν φοβηθούμε, (αυτό θα γίνει) όχι την ώρα που κηρύσσουμε, αλλά όταν σιωπούμε (ησυχάζουμε).
4. Αν υπήρξε χρόνος κατά τον οποίο δεν υπήρχε ο Πατήρ, αλλο τόσο υπήρξε χρόνος που δεν υπήρχε ο Υιός. Και αν υπήρξε χρόνος που δεν υπήρχε ο Υιός, τότε υπήρξε χρόνος που δεν υπήρχε ούτε το άγιο Πνεύμα. Αν το ένα υπήρχε από την αρχή, τότε και τα τρία υπήρξαν το ίδιο. Τολμώ να πω, πως αν το ένα υποβιβάσεις, ούτε τα άλλα δύο να εξυψώσεις.
Ποια άραγε ωφέλεια υπάρχει από μία ατελή θεότητα; Ακόμη περισσότερο, τι είδους θεότητα είναι αυτή, αν δεν είναι τέλεια; Κατά κάποιον τρόπο δεν υπάρχει, εάν δεν έχει την αγιότητα· και πώς θα την έχει, αν δεν έχει το Πνεύμα; Εκτός εάν υπάρχει άλλη αγιότητα εκτός από το Πνεύμα· ας μας πει κάποιος πως αυτή κατανοείται αλλιώς.
Αν όμως η αγιότητα είναι το Πνεύμα, πώς τότε δεν υπήρχε από την αρχή; Σαν να ήταν καλλίτερο για τον Θεό να υπήρξε ποτέ ατελής και χωρίς το Πνεύμα. Αν δεν υπήρξε από την αρχή το Πνεύμα, τότε τοποθετείται στην ίδια κατηγορία με μένα(1), ακόμη κι αν δημιουργήθηκε λίγο πριν από μένα. Διότι ως προς το χρόνο εμείς αντιδιαστελλόμαστε από τον Θεό. Εάν τοποθετείται το Πνεύμα στην ίδια κατηγορία με μένα, πώς εμένα με θεοποιεί ή πώς με ενώνει με τη θεότητα;
5. Όμως θ' ασχοληθώ για χάρη σου λίγο περισσότερο με το θέμα αυτό. Όσα έχουν σχέση βέβαια με την αγία Τριάδα επεξηγήσαμε και προηγουμένως. Oι Σαδδουκαίοι κατ' αρχήν, νόμισαν ότι δεν υπάρχει καθόλου το άγιο Πνεύμα, ούτε βέβαια άγγελοι, ούτε ανάσταση· δεν ξέρω γιατί περιφρόνησαν εντελώς τις τόσες μαρτυρίες της Παλαιάς Διαθήκης.
Από τους Έλληνες πάλι, oι περισσότεροι θεολόγοι και όσοι βρίσκονται πιο κοντά στη δική μας αλήθεια, το συνέλαβαν με τη φαντασία τους, όπως μου φαίνεται· σχετικά όμως με την ονομασία του διαφοροποιήθηκαν, καλώντας το «νου του παντός» και «θύραθεν νου» και άλλες σχετικές ονομασίες(2).
Από τους δικούς μας σοφούς τώρα, άλλοι το εξέλαβαν ως ενέργεια, άλλοι ως κτίσμα, αλλοι ως Θεό και άλλοι δεν ξέρουν πιο από τα δύο αυτά, σεβόμενοι τη Γραφή, διότι, όπως ισχυρίζονται, δεν φανέρωσε καθαρά ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και γι' αυτό ούτε το σέβονται, ούτε το περιφρονούν, κρατώντας κάπως μία μέση στάση γι' αυτό, μάλλον όμως πολύ άθλια.
Απ' όσους πάλι το θεώρησαν Θεό, άλλοι είναι ευσεβείς μόνο μέχρι τη σκέψη, ενώ άλλοι τολμούν να εκφράζουν την ευσέβεια και με τα χείλη.
Άκουσα ακόμη άλλους σοφότερους ν' αξιολογούν τη θεότητα. Αυτοί λοιπόν, όπως και μεις, τρία ομολογούν με ττ νου τους ότι υπάρχουν, τόσο όμως διαχωρίζονται μεταξύ τους, ώστε το μεν ένα (δηλ. τον Πατέρα) και ως προς την ουσία και ως προς τη δύναμη να παρουσιάζουν αόριστο· το άλλο (τον Υιό), ως προς τη δύναμη, όχι όμως ως προς την ουσία· το τρίτο (το Πνεύμα) και ως προς τα δύο περιγραπτό· με άλλον τρόπο μιμούνται αυτούς που ονομάζουν «δημιουργό» και «συνεργό» και «λειτουργό» τα πρόσωπα, εκλαμβάνοντας τη σειρά των ονομάτων και διαβάθμιση των προσώπων που αντιπροσωπεύουν.
7. Εδώ ο δικός σου λόγος· oι σφενδόνες ας μπουν σε δράση, oι συλλογισμοί ας γίνουν περίπλοκοι. Οπωσδήποτε, ή αγέννητο είναι το Πνεύμα ή γεννητό. Και αν είναι αγέννητο, τότε δύο είναι τα άναρχα. Εάν πάλι είναι γεννητό, πάλι θα υποδιαιρέσεις· ή από τον Πατέρα προέρχεται τούτο, ή από τον Υιό. Και αν βέβαια γεννιέται από τον Πατέρα, τότε υπάρχουν δύο γιοι και αδελφοί. Αν θέλεις, φτιάξε τους και διδύμους, ή τον ένα μεγαλύτερο και τον άλλο νεώτερο, αφού είσαι τόσο φιλοσώματος.
Εάν πάλι έχει φανεί από τον Υιό, λέγει, μας φανερώνεται και Θεός-εγγονός! Τι πιο παράξενο από αυτό θα μπορούσε να υπάρξει; Αυτή είναι η γλώσσα όσων είναι σοφοί στο να πράττουν το κακό, μη θέλοντας να γράφουν τα καλά.
Όμως εγώ, αν έβλεπα ότι είναι αναγκαία η διαίρεση, θα δεχόμουν τις πραγματικότητες που εκφράζει, χωρίς να φοβάμαι να τις κατονομάσω. Ούτε όμως, επειδή ο Υιός είναι Υιός σύμφωνα με κάποια ανώτερη σχέση που έχουν μεταξύ τους, εξαιτίας του ότι δεν θα μπορούσαμε με άλλο τρόπο παρά μόνο έτσι να δείξουμε ότι προέρχεται από τον Θεό και είναι ομοούσιος, πρέπει να νομισθεί ότι είναι απαραίτητο όλες τις επίγειες ονομασίες και μάλιστα αυτές που δηλώνουν συγγένεια, να τις μεταφέρουμε στο Θεό.
Ή μήπως θα εκλάβεις και αρσενικού γένους τον Θεό σύμφωνα με τον λόγο αυτό, επειδή ονομάζεται Θεός και Πατήρ; και ως κάποιο θηλυκό τη θεότητα, σύμφωνα με το γένος των λέξεων και ουδέτερο το Πνεύμα, επειδή δεν γεννάει; Κι αν μας πεις και αυτό το κωμικό, ότι δηλαδή ο Θεός γέννησε τον Υιό αφού συνενώθηκε με τη θέλησή του, σύμφωνα με κάποιες παλιές ανοησίες και μυθοπλασίες, τότε μας εισήχθη κάποιος αρσενικοθήλυκος Θεός του Μαρκίωνα και του Ουαλεντίνου, ο οποίος εφεύρε με το νού του τους νέους αιώνες(3).
8. Αφού λοιπόν δεν δεχόμαστε την πρώτη σου διαίρεση σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει τίποτε ενδιάμεσο μεταξύ αγέννητου και γεννητού, αμέσως χάνονται μαζί με την περίφημη διαίρεσή σου oι αδελφοί και oι εγγονοί, oι οποίοι χάθηκαν, όπως ακριβώς ενός πολυπλόκου δεσμού του οποίου, αφού λύθηκε ο πρώτος κόμπος και υποχώρησαν μαζί, μη έχοντας θέση πλέον στη θεολογία.
Πού τάχα θα τοποθετήσεις το εκπορευτό, πες μου, το οποίο διαφαίνεται στο μέσον της δικής σου διαιρέσεως και το οποίο εισάγεται από κάποιον καλύτερο από σένα θεολόγο, το Σωτήρα μας; Εκτός εάν τη φράση εκείνη που λέγει: «Το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα», την έβγαλες απο τα δικά σου ευαγγέλια για να φτιάξεις μια τρίτη δική σου Διαθήκη· το οποίο, εφόσον εκπορεύεται από εκεί, δεν είναι κτίσμα· εφόσον πάλι δεν είναι γεννητό, δεν είναι Υιός· εφόσον, τέλος, βρίσκεται στο μέσον μεταξύ αγεννήτου καί γεννητοϋ, είναι ο Θεός. Και έτσι, πιο ισχυρός από τις διαιρέσεις σου.
Τι είναι αυτή η εκπόρευση; Πες μου εσύ τι είναι η αγεννησία του Πατρός, κι εγώ θα σου εξηγήσω τη γέννηση του Υιού και την εκπόρευση του Πνεύματος και θα παραφρονήσουμε και oι δύο καθώς θα ζητάμε να εξερευνήσουμε τα μυστήρια του Θεού. Και αυτά ποιοί θα τα κάνουν; Εμείς, oι οποίοι δεν μπορούμε ούτε αυτά που βρίσκονται στα πόδια μας να εννοήσουμε, ούτε την άμμο των θαλασσών και τις σταγόνες της βροχής και τις ημέρες της αιωνιότητας να υπολογίσουμε, ακόμη περισσότερο δε, να εισέλθουμε στα βάθη του Θεού και να κάνουμε λόγο για την άρρητη και πέρα από κάθε λογική κατανόηση φύση του Θεού.
9. Τι λοιπόν είναι αυτό, λέγει, το οποίο λείπει από το Πνεύμα για να είναι αυτό Υιός; Διότι αν δεν έλειπε κάτι, θα ήταν Υιός. Εμείς ισχυριζόμαστε ότι δεν του λείπει τίποτε· διότι δεν είναι ελλειπής ο Θεός. Ο τρόπος της φανερώσεως, για να το πω έτσι, ή η διαφορά της σχέσεως που έχουν μεταξύ τους, δημιουργεί και τη διαφορά που έχουν στην ονομασία τους. Διότι τίποτε δεν λείπει από τον Υιό για να είναι Πατέρας -εφόσον δεν είναι έλλειψη η υιότητα-, αλλά παρά ταύτα δεν είναι Πατέρας. Ή δεν λείπει κάτι από τον Πατέρα για να είναι Υιός· δεν είναι όμως Υιός ο Πατέρας. Αλλά oι όροι αυτοί δεν εκφράζουν κάποια έλλειψη, ούτε ελάττωση κατά την ουσία.
Αυτό το ότι «δεν έχει γεννηθεί» Τον μεν Πατέρα, το ότι «έχει γεννηθεί» Τον δε Υιό και το ότι «εκπορεύεται» αυτό το οποίο ακριβώς λέγεται άγιο Πνεύμα ονόμασε, για να διασώζεται το ασύγχυτο των τριών υποστάσεων μέσα και στη μία φύση και το ένα μεγαλείο της θεότητας. Ούτε πράγματι ο Υιός είναι Πατέρας, διότι ένας είναι ο Πατέρας, αλλά είναι ότι είναι ο Πατέρας. Ούτε το Πνεύμα είναι Υιός, αν και προέρχεται από τον Θεό, διότι ένας είναι ο Μονογενής, αλλά είναι ό,τι ο Υιός. Ένα είναι και τα τρία, ως προς τη θεότητα, και το ένα είναι τρία ως προς τις ιδιότητες· έτσι ώστε, ούτε το ένα είναι όπως το κατανοούσε ο Σαβέλλιος, ούτε τα τρία να είναι της τωρινής πονηρής διαιρέσεως.
10. Tι λοιπόν; Είναι Θεός το Πνεύμα; Βεβαιότατα. Και τι άλλο, είναι ομοούσιο; Ασφαλώς, εφόσον είναι Θεός.
12. Αλλά ποιος προσκύνησε ποτέ το Πνεύμα; ίσχυρίζεται (ο αιρετικός). Ποιος (από τους αγίους) της Παλαιάς ή της Καινής Διαθήκης; Ποιος προσευχήθηκε σ' αυτό; Πού είναι γραμμένο ότι πρέπει να το προσκυνούμε ή να προσευχόμαστε σ' αυτό; Και από πού το έχεις πάρει; Την πιο πλήρη αιτιολόγηση θα τη δώσουμε αργότερα, όταν συζητήσουμε για τις αλήθειες της πίστεως που δεν απαντουν στην Γραφή. Τώρα θα είναι αρκετό να πούμε μόνο αυτό: Το Πνεύμα είναι αυτό, μέσα από το οποίο προσκυνούμε τον Θεό και με τη βοήθεια του οποίου προσευχόμαστε. Διότι Πνεύμα λέγει η Γραφή πως είναι ο Θεός και αυτοί που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν με τη δύναμη του Πνεύματος, που φανερώνει την αλήθεια. Και αλλού λέγει πάλι η Γραφή:
Εμείς δεν ξέρουμε ούτε τι ούτε πώς να προσευχηθούμε. Το Πνεύμα όμως μεσιτεύει το ίδιο στο Θεό για μας με στεναγμούς που δεν μπορούν να εκφραστούν με λέξεις. Και αλλού: Θα προσευχηθώ με το Πνεύμα, θα προσευχηθώ και με το νου, δηλαδή με το νου και το Πνεύμα. Το να προσκυνώ λοιπόν το Πνεύμα ή να προσεύχομαι, δεν μου φαίνεται ότι είναι τίποτε άλλο παρα το ότι το ίδιο το Πνεύμα προσφέρει στον εαυτό του την προσευχή και την προσκύνηση, Ποιος από τους ένθεους και από αυτούς, που γνωρίζουν πολύ καλό, δεν θα επαινούσε αυτό το πράγμα, ότι δηλαδή η προσκύνηση του ενός, και των τριών είναι προσκύνηση, αφού είναι ομότιμη και στα τρία πρόσωπα η αξία και η θεότητα;
Και βέβαια ούτε εκείνο που λέγεται στη Γραφή θα φοβηθώ, ότι δηλαδή τα πάντα έχουν γίνει μέσω του Υιού, σαν να ήταν ένα από τα πάντα και το άγιο Πνεύμα. Διότι, τα πάντα όσα έχουν γίνει λέγει η Γραφή, όχι απλώς τα πάντα χωρίς περιορισμό. Ούτε βέβαια περιλαμβάνεται ο Πατέρας, ούτε όσα δεν έχουν γίνει. Απόδειξε πρώτα ότι έχει γίνει μέσα στο χρόνο, και τότε απόδοσέ το στον Υιό και συναρίθμησέ το με τα κτίσματα.
Όσο εσύ δεν το αποδεικνύεις, αυτή η περιεκτική φράση δεν θα σε βοηθήσει στην ασέβειά σου. Διότι αν έχει γίνει, οπωσδήποτε δια του Χριστού έχει γίνει. Ούτε εγώ ο ίδιος θα το αρνηθώ. Εάν όμως δεν έχει γίνει, πώς είναι ένα από τα πάντα ή έχει γίνει μέσω του Χριστού;
Σταμάτα λοιπόν ν' ατιμάζεις και τον Πατέρα περιφρονώντας το Μονογενή Υιό του - διότι είναι ατιμία για τον Πατέρα, θεωρώντας κτίσμα το ύψιστο (τον Υιό), να τον στερείς από τον Υιό Του -και τον Υιό περιφρονώντας το Πνεύμα. Διότι (ο Υιός) δεν είναι δημιουργός κάποιου δούλου όμοιου μ' αυτόν, αλλ' αυτός που συνδοξάζεται με τον ομότιμό του, το Πνεύμα.
Τίποτε από την αγία Τριάδα να μη βάλλεις στην ίδια κατηγορία με σένα, για να μην πέσεις εσύ από την Τριάδα. Και με κανένα τρόπο να μην περικόψεις τη μία φύση και εξίσου άξια σεβασμού, διότι αν κάτι καθαιρέσεις από τα τρία πρόσωπα, θα έχεις καθαιρέσει μαζί του το σύνολο, ή μάλλον θα έχεις ξεπέσει εσύ απ' όλα. Καλύτερα να σχηματίσεις μία ατελή ιδέα για τον τρόπο της ενώσεως, παρά ν' αποτολμήσεις μια τόσο μεγάλη ασέβεια.
13. Έφτασε όμως ο λόγος μας και σε αυτό το ουσιαστικό κεφάλαιο· και στενάζω βέβαια, διότι ζήτημα το οποίο είχε σβήσει από παλιά και είχε υποχωρήσει μπροστά στην αλήθεια, τώρα αναζωπυρώνεται. Είναι ανάγκη όμως ν'αντιταχθοϋμε στους φλύαρους και να μη νικηθούμε λόγω της απουσίας μας, με το να έχουμε λόγο και να συνηγορούμε υπέρ του Πνεύματος.
Εάν, λέγει, υπάρχει Θεός και Θεός καί Θεός, πώς δεν υπάρχουν τρεις Θεοί; Και πώς αυτό που δοξολογείται, δεν είναι πολυαρχία; Ποιοί είναι αυτοί που λένε τέτοια πράγματα; Εκείνοι, oι οποίοι είναι τελειότεροι στην ασέβεια, ή και εκείνοι που ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, εννοώ δηλαδή αυτούς που είναι κάπως σώφρονες σχετικά με τον Υιό;
Η μία μου απάντηση θα είναι κοινή και για τους δύο, η άλλη μου απάντηση θα είναι ιδιαίτερη για τους δεύτερους. Η απάντησή μου λοιπόν προς τους τελευταίους είναι αυτή: Τι λέτε σε μας τους τριθεΐτες εσείς που σέβεστε τον Υιό, αλλά επαναστατήσατε κατα του Πνεύματος; Εσείς δεν είσαστε διθεΐτες; Εάν επιπλέον αρνείσθε και την προσκύνηση του Μονογενούς, έχετε σαφώς ταχθεί με το μέρος των αντιπάλων. Και τότε γιατί να σας φερόμαστε φιλάνθρωπα σαν τάχα να μην είσαστε εντελώς νεκρωμένοι;
Αν όμως σέβεσθε τον Υιό και πιστεύετε ορθα και σωτήρια μέχρι αυτό το σημείο, τότε θα σας ρωτήσουμε: Ποιος είναι ο λόγος της διθεΐας σας, αν κατηγορηθείτε γι' αυτό; Εαν υπάρχει κάποια απάντηση συνετή, αποκριθείτε και δείξτε και σε μας τον τρόπο ν' απαντάμε. Διότι με όποια επιχειρήματα θ' αποκρούσετε εσείς την διθεΐα, αυτά θ' αρκέσουν και σε μας για ν' αποκρούσουμε τήν τριθεΐα. Κι έτσι θα νικάμε χρησιμοποιώντας εσάς τους κατήγορους ως συνήγορους. Τι πιο γενναίο απ' αυτό;
14. Αλλά πώς θ' αγωνιστούμε και θ' αποκριθούμε ενάντια και στους δύο; Για μας ένας Θεός υπάρχει, διότι μία είναι η θεότητα. Και στο ένα αναφέρονται τα προερχόμενα από αυτό, ακόμη κι αν θεωρούνται τρία. Διότι δεν είναι άλλο από τα πρόσωπα περισσότερο Θεός και άλλο λιγότερο Θεός ούτε υπάρχει άλλο προγενέστερο και άλλο μεταγενέστερο· ούτε χωρίζονται ως προς το θέλημα, ούτε διαιρούνται ως προς τη δύναμη. Ούτε είναι δυνατόν να βρίσκει κανένας σ' αυτά, κάτι απ' αυτά που ύπάρχουν στα κτιστά όντα, που μπορούν να διαχωριστούν.
Αλλά εάν πρέπει να εκφραστούμε με συντομία, η θεότητα είναι αδιαίρετη, αν και διακρίνεται σε πρόσωπα. Και όπως συμβαίνει με τρεις ήλιους oι οποίοι είναι ενωμένοι μεταξύ τους: μία είναι η έκχυση του φωτός. Οταν λοιπόν αναβλέψουμε προς τη θεότητα και την πρώτη αιτία και τη μοναρχία, ένα είναι αυτό που μας εμφανίζεται. Όταν πάλι αναβλέψουμε σ'αυτά, στα οποία ενυπάρχει η θεότητα και τα οποία προέρχονται αχρόνως από την πρώτη αιτία έχοντας την ίδια δόξα, τότε τρία είναι τα προσκυνούμενα.
15. Όμως, τι θα ισχυρίζονταν, δεν υπάρχει και στους Έλληνες μία θεότητα, όπως διδάσκουν όσοι από εκείνους φιλοσοφούν βαθύτερα, και για μας δεν υπάρχει μία ανθρωπότητα, όλο δηλαδή το ανθρώπινο γένος; Αλλά όμως υπάρχουν γι' αυτούς πολλοί θεοί και όχι ένας, όπως και άνθρωποι πολλοί; Εκεί όμως το ένα μπορεί η κοινωνία να το φανταστεί μόνο με τη σκέψη· τα δε επιμέρους άτομα είναι διαχωρισμένα στον ύψιστο βαθμό μεταξύ τους και ως προς το χρόνο και ως προς τα πάθη και ως προς τη δύναμη.
Διότι εμείς oι άνθρωποι δεν είμαστε μόνο σύνθετοι, αλλά και αντίθετοι και μεταξύ μας αλλά και με τον ίδιο μας τον εαυτό, μη παραμένοντας απόλυτα οι ίδιοι ούτε και για μια μέρα, αλλά όχι όλη τη ζωή μας, αλλά και σωματικά και ψυχικά συνεχώς αλλάζουμε και μεταβαλλόμαστε. Δεν ξέρω μάλιστα, μήπως και oι άγγελοι (μεταβάλλονται) και όλη η ανώτερη φύση μετά την Τριάδα, έστω κι αν μερικοί είναι απλοί και περισσότερο παγιωμένοι προς το καλό, επειδή είναι πλησίον του ύψιστου Αγαθού.
21. Πολλές φορές και πάλι επανέρχεσαι και μας κατηγορείς ότι δεν στηριζόμαστε στην αγία Γραφή (για να καταδείξουμε τη θεότητα του Πνεύματος). Ότι βέβαια δεν είναι ξένο το Πνεύμα, ούτε παρείσακτο, αλλά και στους αγίους της Παλαιάς Διαθήκης και στους σημερινούς φανερώνεται και αποκαλύπτεται, έχει ήδη αποδειχθεί από πολλούς, oι οποίοι ασχολήθηκαν μ' αυτό, όσοι βέβαια αφού μελέτησαν όχι με ραθυμία ή έπιπολαιδτητα τις θείες γραφές, αλλά διέσχισαν το «γράμμα» και έσκυψαν να δουν μέσα από αυτό, αξιώθηκαν να δουν την κρυμμένη ομορφιά και καταυγάσθηκαν από το φωτισμό της γνώσεως(4).
25. Δύο λαμπρές αλλαγές του τρόπου της ζωής μας έχουν γίνει στο διάβα όλου του χρόνου, oι οποίες και δύο Διαθήκες καλούνται, και σεισμοί της γης, διότι αποτελούν μία περιβόητη πραγματικότητα. Η πρώτη είναι η μετάβαση από τα είδωλα στο νόμο και η δεύτερη από το νόμο στο Ευαγγέλιο. Όμως και τρίτος σεισμός μας έχει αναγγελθεί, η μετάσταση δηλαδή από το εδώ στα εκεί, τα μη πλέον κινούμενα και σαλευόμενα. Αυτό έχουν πάθει και oι δύο Διαθήκες. Τι είναι αυτό; Δεν μετακινήθηκαν ξαφνικά, ούτε με την πρώτη κίνηση για πραγματοποίηση του εγχειρήματος. Για ποιο λόγο; Διότι είναι αναγκαίο να ξέρουμε. Για να μην πιεσθούμε αλλά να πεισθούμε. Διότι αυτό που γίνεται παρα τη θέλησή μας, δεν είναι μόνιμο, όπως ακριβώς όσα συγκρατούνται βίαια από τα ρεύματα και τα φυτά. Όμως αυτό που γίνεται με τη θέλησή μας, και μονιμότερο είναι και ασφαλέστερο. Το ένα είναι έργο αυτού που μας εξαναγκάζει, το άλλο είναι δικό μας· και το ένα πάλι είναι έργο της επιείκειας του Θεού, το άλλο της τυραννικής εξουσίας. Δεν ενόμισε λοιπόν ότι πρέπει χωρίς να θέλουμε να μας κάνει καλό, αλλά να μας ευεργετεί, όταν εμείς το θέλουμε.
Γι' αυτό, για παιδαγωγικούς και ιατρικούς λόγους, άλλα αφαιρεί από τα πατροπαράδοτα έθιμα και άλλα επιτρέπει, υποχωρώντας λίγο σε αυτά που δίνουν χαρά. Έτσι, όπως ακριβώς κάνουν και oι γιατροί στους αρρώστους, δηλαδή για να γίνει αποδεκτή η θεραπεία με φάρμακα, αλλάζουν επιτήδεια τη γεύση τους με προϊόντα περισσότερο ευχάριστα. Διότι δεν είναι εύκολη η αλλαγή σ' αυτά που είχαν γίνει συνήθεια και τιμούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Τι εννοώ δηλαδή;
Η πρώτη αλλαγή περιέκοψε βέβαια τα είδωλα, αλλά επέτρεψε τις θυσίες· η δεύτερη αλλαγή κατάργησε τις θυσίες, αλλά δεν εμπόδισε την περιτομή. Επειτα, όταν οριστικά συμβιβάστηκαν με αυτή την αφαίρεση, τότε παραδέχτηκαν και την παραχώρηση που είχε γίνει σ' αυτούς, δηλαδή oι Ιουδαίοι τίς θυσίες και oι χριστιανοί την περιτομή. Και έγιναν από εθνικοί ιουδαίοι και από ιουδαίοι χριστιανοί, αφού οδηγήθηκαν ανεπαίσθητα προς το Ευαγγέλιο με αυτές τις επιμέρους αλλαγές. Θα σε πείσει γι' αυτό ο Παύλος, ο οποίος προερχόμενος από περιτομές και αγνισμούς έλεγε: «Όσο για μένα αδελφοί μου, γιατί με καταδιώκουν, εάν κηρύττω την αναγκαιότητα της περιτομής;». Εκείνο ήταν σημείο οικονομίας αυτό είναι δείγμα της τελειότητας.
26. Με αυτόν τον τρόπο μπορώ να εικάζω ό,τι αφορα στην θεολογία, όσο όμως είναι δυνατόν, από τ' αντίθετα. Διότι, πράγματι εκεί, από τις αφαιρέσεις γίνεται η αλλαγή· εδώ όμως με τις προσθήκες επιτυγχάνεται η τελειότητα. Βέβαια, έτσι είναι. Εκήρυττε φανερό η Παλαιά Διαθήκη τον Πατέρα και αμυδρότερα τον Υιό. Φανέρωσε η Καινή Διαθήκη τον Υιό, υπέδειξε τη θεότητα του Πνεύματος. Δρα τώρα το Πνεύμα, κάνοντάς μας σαφέστερη τη φανέρωσή του.
Διότι δεν θα ήταν ασφαλές, χωρίς πρωτύτερα να ομολογηθεί η θεότητα του Πατρός, να κηρύσσεται φανερό ο Υιός ούτε προτού να γίνει παραδεκτή η θεότητα του Υιού, να «επιφορτισθούμε» με το Πνεύμα το άγιο, για να χρησιμοποιήσω μία έκφραση λίγο τολμηρότερη· μήπως κινδυνεύσουν και στο κατά δύναμη, όπως ακριβώς με όσους, oι οποίοι αφού φάνε πάνω από την αντοχή τους βαραίνουν και αφού προσβάλουν την δράση πάνω από τη δύναμη κοιτάζοντας το φως του ήλιου την καθιστούν ασθενέστερη.
Αντιθέτως, με τις βαθμιαίες προσθήκες και όπως είπε ο Δαβίδ, με τις αναβάσεις και με τις από δόξα σε δόξα προόδους και προκοπές, το φως της Τριάδας θα λάμψει στους πιο φωτισμένους. Και νομίζω, ότι γι' αυτό τον λόγο και στους μαθητές επιδημεί σταδιακά, ανάλογα με την ικανότητα εκείνων που το δέχονται, δηλαδή στην αρχή του Ευαγγελίου, μετά το πάθος, μετά την Ανάληψη, όταν επιτελεί τα θαύματα, όταν εμφυσείται και όταν εμφανίζεται ως πύρινες γλώσσες.
Και από τον Ιησού φανερώνεται σταδιακά, όπως θα διαπιστώσεις κι εσύ ο ίδιος, αν μελετήσεις με περισσότερο επιμέλεια: Θα παρακαλέσω, λέγει η Γραφή, τον Πατέρα να σας δώσει άλλον Παράκλητο, το Πνεύμα της αληθείας, για να μη νομίσει κανένας ότι είναι αντίθετος από το Θεό και πως μιλάει από κάποια άλλη εξουσία. Έπειτα «θα στείλει» ο Πατέρας, αλλά «στο όνομά μου» αφού άφησε στην άκρη το «θα ρωτήσω», το «θα στείλει» διατήρησε. Στην συνέχεια με το «θα στείλω» διακήρυξε το δικό του αξίωμα· κατόπιν με το «θα έλθει» διακηρύσσεται η εξουσία του Πνεύματος.
27. Βλέπεις, λοιπόν, σταδιακούς φωτισμούς που μας φωτίζουν και την τάξη της θεολογίας, την οποία καλύτερα να τηρούμε και εμείς, και ούτε να τη φανερώνουμε μια και καλή, ούτε να την αποκρύπτουμε τελείως. Διότι το ένα δείχνει έλλειψη διακρίσεως, το άλλο αθεΐα. Και το ένα πάλι μπορεί να βλάψει τους άπιστους, ενώ το άλλο ν' αποδιώξει τους δικούς μας. Όμως, αυτό το οποίο ίσως ήλθε και στο μυαλό άλλων, αλλά εγώ θεωρώ καρπό της δικής μου διανοίας, θα το προσθέσω σ' αυτά, που έχουν ήδη ειπωθεί.
Κατά τον Σωτήρα ήσαν μερικά, για τα οποία έλεγε στους μαθητές ότι δεν μπορούσαν τότε να τα βαστάσουν, αν και είχαν χορτάσει με διδασκαλίες, ίσως για τους λόγους που ανέφερα, και γι' αυτό δεν τα αποκάλυψε. Έλεγε πάλι, ότι όλα αυτά θα μας τα διδάξει το άγιο Πνεύμα, όταν θα κατέλθει. Ένα από αυτά (που θα μας διδάξει) είναι, νομίζω, και ή ίδια η θεότητα του Πνεύματος, η οποία αποσαφηνίζεται αργότερα, αφού μετά την αποκατάσταση του Σωτήρα, τυχαίνει να είναι ώριμη και καταληπτή η γνώση, αφού κανένας πλέον δεν απιστεί στο θαύμα. Τι λοιπόν θα ήταν πιο μεγάλο, αυτό που εκείνος υποσχέθηκε ή αυτό που το Πνεύμα δίδαξε; Εάν βέβαια πρέπει σαν κάτι μεγάλο να νομίζουμε καί άξιο της μεγαλοπρέπειας του Θεού, αυτό το οποίο υπόσχεται, ή αυτό το οποίο διδάσκεται.
28. Ετσι λοιπόν πιστεύω γι' αυτά και μακάρι έτσι να πιστεύω εγώ, και όποιος μου είναι αγαπητός. Να τιμάμε δηλαδή ως Θεό τον Πατέρα, Θεό τον Υιό, Θεό το Πνεύμα το άγιο, τρεις oι ιδιότητες, αλλά μία η θεότητα, χωρίς να διαιρείται ως προς τη δόξα, την τιμή και τη βασιλεία, όπως θεολόγησε κάποιος από τους θεοφόρους άνδρες λίγο προγενέστερα. Και όποιος δεν πιστεύει έτσι ή προσαρμόζεται ανάλογα με τις περιστάσεις, αλλάζοντας συνεχώς την πίστη του και σκέπτεται με επιπολαιότητα, γι' αυτά που είναι τόσο σπουδαία, ας μη δει τον ήλιο ν' ανατέλλει, όπως λέγει η Γραφή, ούτε τη δόξα της ουράνιας λαμπρότητας. Διότι αν το Πνεύμα δεν είναι προσκυνητόν, πώς με θεώνει με το βάπτισμα;
Αν πάλι προσκυνείται, πώς να μη λατρεύεται; Και αν λατρεύεται, πώς δεν είναι Θεός; Το ένα εξαρτάται από το άλλο, κι έτσι έχουμε πράγματι μία χρυσή και σωτήρια αλυσίδα. Από το Πνεύμα συμβαίνει η αναγέννηση σε μας από την αναγέννηση ακολουθεί η ανάπλαση και από την ανάπλαση η επίγνωση της αξίας εκείνου που μας ανέπλασε.
29. Αυτά λοιπόν θα μπορούσε να πει κανένας, αν προϋπέθετε ότι δεν υπάρχει στην Γραφή. Ήδη όμως θα έλθει σε σένα το πλήθος των μαρτυριών, με τις οποίες θ' αποδειχθεί ότι αναφέρεται και με το παραπάνω μέσα στην αγία Γραφή η θεότητα του Πνεύματος, σε όσους βέβαια δεν είναι πολύ ανόητοι, ούτε αποξενωμένοι από το Πνεύμα. Σκέψου λοιπόν τα εξής: Γεννιέται ο Χριστός; Το Πνεύμα προηγείται· βαπτίζεται; Αυτό δίνει μαρτυρία· δέχεται πειρασμούς; Τον οδηγεί. Επιτελεί θαύματα; Τον συνοδεύει. Ανέρχεται; Τον διαδέχεται.
Ποιο άραγε από τα μεγάλα και απ' όσα κάνει ο Θεός, δεν μπορεί το Πνεύμα; Ποια πάλι ονομασία δεν έχει απ' όσες έχει ο Θεός εκτός από την αγεννησία και τη γέννηση; Διότι έπρεπε να μείνουν oι ιδιότητες στον Πατέρα και στον Υιό, για να μην υπάρχει σύγχυση στη θεότητα, η οποία και τ' άλλα οδηγεί σε τάξη και κοσμιότητα. Εγώ φρίττω αναλογιζόμενος τον πλούτο των ονομασιών του Πνεύματος και σε πόσες από αυτές δείχνουν την ασέβειά τους αυτοί που επιτίθενται στο Πνεύμα.
Λέγεται λοιπόν Πνεύμα Θεού, Πνεύμα Χριστού, νους Χριστού, Πνεύμα Κυρίου, το ίδιο επίσης Κύριος, Πνεύμα υιοθεσίας, αληθείας, ελευθερίας· Πνεύμα σοφίας, συνέσεως, θελήσεως, δυνάμεως, γνώσεως, ευσεβείας, φόβου Θεού.
Διότι αυτό είναι το οποίο προκαλεί όλα αυτά. Όλα τα γεμίζει με το είναι του, όλα τα συγκρατεί. Με την ύπαρξή του γεμίζει όλο τον κόσμο, δεν περιορίζεται όμως η δύναμή του στον κόσμο. Είναι αγαθό, ευθές, ηγεμονικό, αγιάζει από τη φύση του και όχι λόγω θέσεως, δεν αγιάζεται, είναι το μέτρο, δεν μετριέται, μετέχεται δεν μετέχει, πληροί, δεν πληρούται, συγκρατεί δεν συγκρατείται, κληρονομείται, δοξάζεται, συναριθμείται, απειλείται, λέγεται δάκτυλος Θεού και φωτιά όπως ο Θεός, για να δοθεί νομίζω, έμφαση στο ομοούσιο.
Το Πνεύμα είναι αυτό που δημιούργησε, που μας ανακαινίζει με το βάπτισμα και την ανάσταση. Το Πνεύμα είναι αυτό που γνωρίζει τα πάντα, που διδάσκει, που πνέει όπου και όσο θέλει, που οδηγεί, λαλεί, αποστέλλει, αφορίζει, παροργίζεται, πειράζεται, αποκαλύπτει, φωτίζει, δίνει ζωή, μάλλον είναι το ίδιο φως και ζωή. Είναι αυτό που μας κάνει ναούς, μας θεώνει, μας τελειοποιεί, ώστε και να προηγείται του βαπτίσματος, αλλά και να επιζητείται μετά το βάπτισμα. Ενεργεί επίσης όσα κι ο Θεός, διαμοιράζεται σε γλώσσες πύρινες , μοιράζει χαρίσματα, καθιστά αποστόλους, προφήτες, ευαγγελιστές, ποιμένες και διδασκάλους.
Είναι νοερό, πολυμερές, σαφές, τρανό, ανεμπόδιστο, αμόλυντο. Αυτό σημαίνει μέ ισοδύναμες λέξεις, πως είναι η ύψιστη σοφία και μπορεί να ενεργεί με πολλούς τρόπους και αποσαφηνίζει τα πάντα και τα διατρανώνει. Και είναι αυτεξούσιο και αναλλοίωτο, παντοδύναμο, επιβλέπει τα πάντα και διεισδύει σε όλα τα νοερά πνεύματα, τα καθαρά και λεπτότατα, δηλαδή εννοώ τις αγγελικές δυνάμεις, όπως και στα πνεύματα των προφητών και των αποστόλων, την ίδια στιγμή αλλά όχι στους ίδιους τόπους, αφού είναι διασκορπισμένα εδώ κι εκεί. Με το να έχουν απονεμηθεί άλλα σε άλλο μέρος φανερώνεται το απερίγραπτο (αυτού).
30. Αυτοί που λένε και διδάσκουν αυτά και επιπλέον το ονομάζουν «άλλον Παράκλητον», δηλαδή άλλον Θεό, αυτοί oι οποίοι γνωρίζουν ότι η μόνη ασυγχώρητη αμαρτία είναι η βλασφημία σ'αυτό, αυτοί που τόσο φοβερά στηλίτευσαν τον Ανανία και τη Σαπφείρα, επειδή είπαν ψέματα στο Πνεύμα το άγιο, σαν να είπαν ψέματα στον Θεό και όχι σε άνθρωπο, αυτοί λοιπόν τι σου φαίνεται από τα δύο, ότι κηρύττουν πως το άγιο Πνεύμα είναι Θεός ή κάτι αλλο;
Πόσο στ' αλήθεια ανόητος είσαι και μακριά από το Πνεύμα, εάν απορείς γι' αυτό και χρειάζεσαι κάποιον να σε διδάξει.
Oι ονομασίες λοιπόν του Πνεύματος είναι τόσες πολλές και τόσο ζωντανές. Γιατί λοιπόν πρέπει να σου παραθέσω τις μαρτυρίες γι' αυτές τις λέξεις;
Και όσα εδώ λέγονται με τρόπο ταπεινό, ότι δηλαδή δίδεται, ότι αποστέλλεται, ότι μερίζεται, ότι είναι χάρισμα, δώρημα, εμφύσημα, επαγγελία, μεσιτεία, είτε κάτι άλλο σαν αυτά, για να μην απαριθμώ το καθένα ξεχωριστά, πρέπει να το αναγάγουμε στην πρώτη αιτία, για να καταδειχθεί από πού προέρχεται και να μην γίνουν παραδεκτές από κάποιους, τρεις αρχές διαχωρισμένες μεταξύ τους, σαν να υπάρχει πολυθεΐα. Διότι είναι εξίσου ασέβεια να ταυτίσει κανένας τα πρόσωπα, όπως ο Σαβέλλιος(5) και να διαχωρίσει τις φύσεις όπως ο Άρειος(6).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Δηλαδή δεν είναι Θεός, αλλά κτίσμα, όπως ο άνθρωπος.
2. Βλ. Πλάτωνα, Φαίδων 97 c-d και Αριστοτέλη, Περί ζώων γενέσεως ΙΙ, 3. Ο «νους» όμως των φιλοσόφων αυτών δεν μπορεί να συνδεθεί με το άγιο Πνεύμα (βλ. Σ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόριος ο Θεολόγος και aι προϋποθέσεις πνευματολογίας αυτού, Αθήναι 1980, σσ. 99-101 ).
3. Ο Μαρκίωνας ήταν ένας γνωστικός συγγραφέας του β' αιώνος. Η θεολογία του διέφερε όμως σε πολλά σημεία από αυτή των γνωστικών. Παραδεχόταν δύο θεούς, τον αγαθό και τον κακό. Απέρριπτε την Παλαιά Διαθήκη και πολλά βιβλία της Καινής. Μερικοί κώδικες περιέχουν τη γραφή «Μαρκίωνος και Ουαλεντίνου», καθώς το σύστημα των «νέων αιώνων» έχει τη σφραγίδα του δεύτερου. Σχετικά βλ. Ρ. GALLAY-Μ. JOURJON, Grégoire de Nazianze, Discours Théologiques εν Sources Chrétiennes, τ. 250, Cerf, Paris 1978, σ. 288, υποσημ. 2.
4. Υπάρχουν κάποιες αλήθειες, λέγει ο άγ. Γρηγόριος, μέσα στην Αγία Γραφή, οι οποίες δεν αναφέρονται ρητά. Ο φωτισμένος από το άγιο Πνεύμα πιστός νομιμοποιείται να υπερκεράσει (ξεπεράσει) το γράμμα για να βρει τα κρυμμένα νοήματα, τα οποία θα χρησιμοποιήσει στον αγώνα του εναντίον των αιρετικών.
5. Ο αιρετικός Σαβέλλιος (γ' αι.) δίδασκε ότι τα πρόσωπα της αγίας Τριάδας δεν συνιστούν τρεις διακεκριμένες υποστάσεις, αλλά μία ουσία, που εμφανίσθηκε με τρία πρόσωπα, δηλ. ως Πατέρας την εποχή της Παλ.Διαθήκης, ως Υιός στην Καινή Διαθήκη και ως άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία.
6. Ο Άρειος (δ' αι.) επέφερε μεγάλη κρίση στην Εκκλησία. Δίδασκε ότι ο Υιός είναι κτίσμα. Καταδικάστηκε από την Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ.).
Αναδημοσίευση από: myriobiblos
Ομιλία π. Νικολάου Πουλάδα στον Ι.Ν Αγίας Φωτεινής στις 24-3-2013 στον Β΄Κατανυκτικό Εσπερινό
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες και αγαπητοί αδελφοί, ημέρα Πέμπτη του έτους 1831. Ο Ρώσος Νικόλαος Μοτοβίλωφ αξιώνεται από το Θεό να κάνει μία από τις πιο σπουδαίες συζητήσεις που καταγράφτηκαν ποτέ. Μίλησε μέσα στα χιόνια της ερήμου του Σάρωφ στη Ρωσία, με τον πνευματοφόρο στάρετς όσιο Σεραφείμ του Σάρωφ. Εκεί ο όσιος του είπε την εξής μεγάλη αλήθεια: «Ο πραγματικός σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος».
Άρα, μπορούμε να προσθέσουμε εμείς, η σωστή θεολογία για το άγιο Πνεύμα αγγίζει τον ίδιο τον σκοπό της ζωής μας. Αν πλανηθούμε όσον αφορά το Πνεύμα, χάσαμε και το σκοπό και τη σωτηρία μας. Μετά τη θεότητα του Χριστού προέκυψε το πρόβλημα για τη θεότητα του Πνεύματος. Είναι το άγιο Πνεύμα Θεός; Το ερώτημα είναι εξίσου σημαντικό με το ερώτημα αν είναι ο Υιός Θεός. Στην Α΄ Οικ. Σύνοδο διατρανώθηκε η φυσική θεότητα του Υιού. Δεν έφτανε όμως αυτό! Χριστιανισμός, Εκκλησία, σωτηρία, δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν είναι και το Πνεύμα τέλειος Θεός. Αυτό το αρνούνταν οι Πνευματομάχοι με αρχηγό τους τον Μακεδόνιο Αρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως.
Όποιος όμως είναι Πνευματομάχος, είναι ταυτόχρονα και Χριστομάχος άρα και Τριαδομάχος, δηλαδή Θεομάχος. Να γιατί μετά την Α΄ Οικ. Σύνοδο συγκλονίστηκαν πάλι τα θεμέλια της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όσο ευαίσθητοι είμαστε οι Ορθόδοξοι στο θέμα της θεότητας του Υιού άλλο τόσο είμαστε και στο θέμα της θεότητας του Πνεύματος.
Α) Η θεότητα του Αγίου Πνεύματος
Στην Αγία Γραφή υποδηλώνεται σαφώς η θεότητα του Αγίου Πνεύματος, η ομοουσιότητά του και το ομότιμό του με τα άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Να μερικά χωρία:
1) «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28,19). Τρία τα πρόσωπα, αλλά λέει ο Χριστός στο όνομα, άρα ένα όνομα, άρα μία φύση, μία τιμή, στην ίδια θέση, όχι κατώτερο. Αν το Πνεύμα δεν ήταν Θεός και ισότιμο πρόσωπο, θα συναριθμούνταν ισάξια με τα άλλα δύο πρόσωπα της Θεότητας; Όχι βέβαια!
2) Η βλασφημία του Αγίου Πνεύματος, είπε ο Κύριος, θα είναι ασυγχώρητη αμαρτία, αλλά αμέσως μετά προσθέτει, εξυψώνοντας το Πνεύμα πάνω και από τον εαυτό του ως άνθρωπο βεβαίως: «καὶ ὃς ἐὰν εἴπῃ λόγον κατὰ τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀφεθήσεται αὐτῷ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ κατὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, οὐκ ἀφεθήσεται αὐτῷ οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι. (Ματθ. 12,31-32)». Εδώ φαίνεται πρώτον ότι το Πνεύμα δεν είναι απρόσωπη θεία δύναμη, ούτε μία ενέργεια, αλλά πρόσωπο αληθινό το οποίο δέχεται τη βλασφημία. Επίσης φαίνεται η θεότητά του αφού είναι δυνατόν η βλασφημία σε αυτόν να έχει τέτοιες φοβερές συνέπειες αν δεν είναι ο Θεός;
3) «καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα (Ιω. 14,16). Και εδώ η λέξη «άλλον παράκλητον» δείχνει πάλι ότι είναι πρόσωπο. «Άλλος» δεν είναι δύναμη αλλά πρόσωπο. Όπως ο πρώτος παράκλητος, ο Χριστός, είναι πρόσωπο έτσι και ο άλλος παράκλητος είναι πρόσωπο. Αν είναι Θεός ο πρώτος παράκλητος-Χριστός άρα το ίδιο Θεός θα είναι και ο άλλος Παράκλητος-Πνεύμα.
4) «ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος… τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται…» (Ιω. 15,26)· Λέγοντας εδώ ο Χριστός ότι το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα δείχνει ότι το Πνεύμα δεν είναι κτίσμα ή ένα ποίημα (δημιούργημα) αλλά έχει την ύπαρξη από την ίδια την ουσία του Πατέρα. Δεν λέει κτίζεται, ούτε φτιάχνεται, ούτε δημιουργείται, αλλά εκπορεύεται!
5) Είναι δυνατόν το Πνεύμα να μην είναι Θεός και να λέει για αυτό ο Παύλος ότι «τὸ γὰρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ, καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ…. καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ» (Α Κορ. 2,10-11).
6) Έπειτα όταν στις Πράξεις των Αποστόλων ο Ανανίας και η Σαπφείρα είπαν ψέματα στο άγιο Πνεύμα για το αντίτιμο του χωραφιού που πούλησαν, ο Πέτρος πρόσθεσε αμέσως «οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις, ἀλλὰ τῷ Θεῷ.» ( Πράξ. 5, 3-4). Είπες ψέματα στο Θεό! Με άρθρο. Άρα το Πνεύμα είναι ο Θεός!
Β) Η ιστορία της Β΄Οικουμενικής Συνόδου
Την περίοδο 361-381 γίνεται η εμφάνιση του νέου θεολογικού προβλήματος για τη φυσική θεότητα του αγίου Πνεύματος και η συνδυασμένη νέα θεολογική αναζήτηση, η οποία κατέληξε με τη συμβολή και των Καππαδόκων Πατέρων [Μ.Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου, Γρηγορίου Νύσσης κ.α] αφ’ ενός μεν στη διασάφηση της έννοιας των όρων «ουσία» και «υπόστασις» [Η Τριάς είναι μία ουσία-τρεις υποστάσεις,πρόσωπα], αφ’ετέρου δε στην ουσιαστικότερη θεολογική προσέγγιση Ορθοδόξων και Αρειανών.
Ο Μ. Βασίλειος στο περίφημο θεολογικό του έργο «Περί του αγίου Πνεύματος» απέφυγε να χρησιμοποιήσει τον στασιαζόμενο όρο «ομοούσιος» και για το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, παρά τις πιεστικές προτροπές Γρηγορίου του Θεολόγου. Ωστόσο, η θεολογία του αποδείκνυε πλήρως τη φυσική θεότητα και την ομοτιμία του αγίου Πνεύματος προς τον Πατέρα και τον Υιό. Η οριστική συμφωνία Ορθοδόξων και Αρειανών προσέκρουσε στην έγερση του ζητήματος της φυσικής θεότητας του αγίου Πνεύματος, η οποία δεν είχε διακηρυχθεί με σαφήνεια από την Α΄ Οικουμενική σύνοδο [325] και είχε παραμείνει μέχρι τότε στο περιθώριο των θεολογικών συζητήσεων. Θεωρητικά όλοι οι αρειανόφρονες ήταν άμεσα ή έμμεσα Πνευματομάχοι.
Οι συνεπείς αρειανόφρονες, οι οποίοι χαρακτήριζαν τον Υιό κτίσμα του Πατρός χαρακτήριζαν και το άγιο Πνεύμα κτίσμα του Πατρός, ενώ οι ακραίοι από αυτούς, όπως λ.χ οι Ανόμοιοι, υποστήριζαν ότι είναι κτίσμα του Υιού, ήτοι «το άγιον Πνεύμα κτίσμα πάλιν κτίσματος φασίν» [Επιφανίου, Κατά αιρέσεων 69, 56]. Στους Πνευματομάχους προσχώρησε και μια πτέρυγα των Ομοιουσιανών υπό τον αρχιεπίσκοπο Κ.πόλεως Μακεδόνιο. Αυτός επέμενε στον χαρακτηρισμό του αγίου Πνεύματος ως κτίσματος και δημιουργούσε ρήγμα στην κοινή πορεία προς την ενότητα [Σωζομενού, Εκκλ.Ιστορία,VI, 12,4]. Οι οπαδοί του ονομάσθηκαν Μακεδονιανοί και παρεμπόδισαν την ταχύτερη προώθηση της συμφωνίας Ορθοδόξων και Αρειανών.
Ο Μ. Βασίλειος, όπως και οι άλλοι Καπππαδόκες θεολόγοι της περιόδου αυτής, συντονίστηκε προς την κατεύθυνση της αναιρέσεως της αρειανικής διδασκαλίας του Ευνομίου, ο οποίος υπήρξε και ο κυριότερος εκπρόσωπος της θεολογίας του αρειανισμού μετά το 360. Ο Ευνόμιος έλεγε ότι το πρώτο κτίσμα του Πατρός είναι ο Υιός, το πρώτο δε κτίσμα του Υιού είναι το άγιο Πνεύμα.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος αξιοποίησε σαφέστερα τη διάκριση ουσίας και υποστάσεων στην Αγία Τριάδα [μία ουσία – τρεις υποστάσεις], όπως επίσης και τις άλλες θέσεις του Μ. Βασιλείου. Σημαντικότερα έργα του προς την κατεύθυνση αυτή υπήρξαν οι περίφημοι πέντε «Θεολογικοί Λόγοι» [Κατά Ευνομιανών, Περί Θεολογίας, Περί Υιού, Περί αγίου Πνεύματος] και οι Λόγοι «Προς Αρειανούς» και «Εις την Πεντηκοστήν».
Στα έργα αυτά προσφέρει όχι μόνο τη συστηματική αναίρεση των κακοδοξιών του Ευνομίου και των Πνευματομάχων, αλλά και την ολοκληρωμένη πλέον διατύπωση της τριαδολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, ειδικότερα δε για τη φυσική θεότητα του αγίου Πνεύματος και την ομοουσιότητα αυτού προς τον Υιό και τον Πατέρα, την οποία δίσταζε να διακηρύξει ο Μ.Βασίλειος για να μη προκαλέσει τους Ομοιουσιανούς Αρειανούς.
Υπό την έννοια αυτή ομολογεί «Θεόν τον Πατέρα, Θεόν τον Υιόν, Θεόν το Πνεύμα το άγιον, τρεις ιδιότητας, θεότητα μίαν, δόξη και τιμή και ουσία και βασιλεία μη χωριζομένην» [Θεολογικός IV,28].
Η διάκριση των υποστατικών ιδιωμάτων των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος δεν θίγει την ενότητα της θεότητας, «κοινόν γαρ, Πατρί μεν και Υιώ και αγίω Πνεύματι το μη γεγονέναι και η θεότης… Ίδιον δε, Πατρός μεν η αγεννησία, Υιού δε η γέννησις, Πνεύματος δε η έκπεμψις» [Εις Ηρώνα, 16].
Κατά συνέπεια, η απάντηση στα καίρια ερωτήματα της εποχής για το άγιο Πνεύμα είναι σαφής «–Τί ουν, Θεός το Πνεύμα; Πάνυ γε. Τι ουν, ομοούσιον; Είπερ Θεός» [Θεολογικός,III,10].
Και προσθέτει στον Λόγο του στην Πεντηκοστή που έγινε και ύμνος της Εκκλησίας:
«Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ἦν μὲν ἀεί, καὶ ἔστι, καὶ ἔσται, οὔτε ἀρξάμενον, οὔτε παυσόμενον, ἀλλ' ἀεὶ Πατρὶ καὶ Υἱῷ συντεταγμένον, καὶ συναριθμούμενον, ζωή, καὶ ζωοποιοῦν, φῶς, καὶ φωτὸς χορηγόν, αὐτάγαθον, καὶ πηγὴ ἀγαθότητος· … φῶς, καὶ ζωή, καὶ ζῶσα πηγὴ νοερά, Πνεῦμα σοφίας, Πνεῦμα συνέσεως, ἀγαθόν, εὐθές, νοερόν, ἡγεμονεῦον, καθαῖρον τὰ πταίσματα, Θεός, καὶ θεοποιοῦν, πῦρ, ἐκ πυρὸς προϊόν, λαλοῦν, ἐνεργοῦν, διαιροῦν τὰ χαρίσματα»
Ο Μελέτιος Αντιοχείας ανέλαβε πλέον ηγετικό ρόλο στον αγώνα των Ορθοδόξων. Με εισήγηση προφανώς του Μελετίου αποφασίσθηκε η προώθηση Γρηγορίου του Θεολόγου στον εξαιρετικά σημαντικό θρόνο της Κ.πόλεως, ο οποίος ελεγχόταν μέχρι τότε από τους αρειανόφρονες.
Η Β΄Οικουμενική σύνοδος, η οποία συγκλήθηκε από τον Μ. Θεοδόσιο στην Κ.πολη το 381, στην οποία μετείχαν 150 επίσκοποι έθεσε οριστικό τέρμα στις αρειανικές έριδες.
Κατά τη σύνοδο της Κ.πόλεως [381] ο κύριος σκοπός του Θεοδοσίου περιοριζόταν στη συνοδική αντιμετώπιση του σοβαρού προβλήματος της κανονικής πληρώσεως του «επισημοτάτου» θρόνου της Κ.πόλεως, ο έλεγχος του οποίου αποτελούσε πάντοτε σταθερό στόχο των διεκδικήσεων τόσο των ορθοδόξων, όσο και των αρειανοφρόνων.
Πράγματι, η πρώτη περίοδος των εργασιών της συνόδου της Κ.πόλεως πραγματοποίησε τον σκοπό της υπό την προεδρία του Μελετίου Αντιοχείας και προώθησε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κ.πόλεως Γρηγόριο τον Θεολόγο.
Ο αιφνίδιος όμως θάνατος του Μελετίου Αντιοχείας σήμαινε και την ανάληψη της προεδρίας από τον νέο αρχιεπίσκοπο Κ.πόλεως Γρηγόριο τον Θεολόγο.
Στην πρώτη λοιπόν περίοδο των εργασιών της συνόδου, αντιμετωπίστηκε το ζήτημα της κανονικής πληρώσεως του θρόνου της Κ.πόλεως. Συγχρόνως όμως επιβεβαιώθηκε η καταδίκη όλων των αιρετικών τάσεων του Αρειανισμού άρα και των Πνευματομάχων του Μακεδόνιου, όπως επίσης και η εμμονή όλων των μελών της συνόδου στο Σύμβολο της Α΄Οικουμενικής συνόδου, για αυτό και στον πρώτο κανόνα της η Β΄ Οικ. Σύνοδος τονίζει ευθύς εξ αρχής: «Οι άγιοι Πατέρες που συνήλθαν στην Κων/πολη όρισαν, να μην παραβιάζεται η πίστη όπως την διατύπωσαν οι 318 Πατέρες της Νικαίας αλλά αυτή να μένει κυρίαρχη και να αναθεματίζεται κάθε αίρεση».
Στη Σύνοδο προέκυψαν πολλές διαφορές εκκλησιαστικού χαρακτήρα και ο Γρηγόριος, χαρακτήρας ευαίσθητος και συναισθηματικός από τη φύση του, τελικά αναγκάσθηκε να παραιτηθεί, παρά την αντίθεση του Μ. Θεοδοσίου, η δε σύνοδος αποδέχθηκε την παραίτηση κατά πλειοψηφία, «μηδέν αιδεσθείσα των του ανδρός πλεονεκτημάτων» [Σωζομενού, Εκκλ. Ιστορία,VIII,7]. Πριν όμως από την παραίτηση του είχε ήδη καθορίσει τις βασικές συντεταγμένες της αποστολής της συνόδου για τις θεολογικές προϋποθέσεις της ενότητας και της ειρήνης της Εκκλησίας με κριτήριο τη θεολογική ερμηνεία της πίστεως της Νικαίας από τους μεγάλους Καππαδόκες θεολόγους.
Η Σύνοδος εξέδωσε το γνωστό πλέον Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως που περιείχε επιπροσθέτως τη διδασκαλία για το άγιο Πνεύμα: «Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν».
Ο «Λίβελλος» αυτός για την εποχή της Β΄ Οικουμενικής συνόδου έπρεπε να περιέχει ολόκληρο το αντιαρειανικό σύμβολο της Νικαίας, το οποίο απέρριπταν όλοι οι αρειανόφρονες και οι πνευματομάχοι Μακεδονιανοί, όπως επίσης και μια ειδικότερη θεολογική ανάπτυξη της πίστεως τόσο για τη φυσική θεότητα του αγίου Πνεύματος. Η διάδοση του κειμένου αυτού σε ολόκληρη την Ανατολή ως της μόνης επίσημης θεολογικής βάσεως για την αποκατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας στην ορθή πίστη προσέδωσε στην ειδική Ομολογία πίστεως αυξημένο εκκλησιαστικό κύρος. Η αναγνώριση από την Δ΄ Οικουμενική σύνοδο της Ομολογίας πίστεως ως καθιερωμένης πλέον αυθεντικής ερμηνείας της πίστεως της Νικαίας προσέδωσε στην Ομολογία αυτή τον χαρακτήρα συνοδικού συμβόλου πίστεως, το οποίο κατοχύρωνε την πίστη της Νικαίας έναντι των νέων αιρέσεων, γι’αυτό και χρησιμοποιήθηκε αυτοτελώς ως σύμβολο Νικαίας-Κ.πόλεως στην εκκλησιαστική παράδοση και στη θεία λατρεία.
Γ) Ο Παράκλητος στην Εκκλησία.
Ο ρόλος του περιγράφεται τόσο ωραία και συνοπτικά σε έναν ύμνο της Πεντηκοστής.
«Πάντα χορηγεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον,… ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας». Αυτός είναι ο τελετάρχης όλων των Μυστηρίων της Εκκλησίας. Αυτός σε κάθε Θ. Λειτουργία μεταβάλλει και καθαγιάζει στην αγία Τράπεζα τα τίμια δώρα. «μεταβαλὼν τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ. Ἀμήν, ἀμήν, ἀμήν.» δέεται ο ιερέας.
Το ρόλο και την αναγκαιότητα του Πνεύματος στην Εκκλησία τον τόνισε ο ίδιος ο Κύριος με εκείνη την φοβερή του φράση «Σας συμφέρει να φύγω εγώ, διότι αν δεν φύγω, ο Παράκλητος δεν θα έλθει σε σας» (Ιω. 16,7). Εδώ τρόπον τινά ο Υιός εξυψώνει τον Παράκλητο και πάνω από τον εαυτό του δείχνοντας στους ανθρώπους πόσο αναγκαία είναι η παρουσία του.
Δ) Ο Παράκλητος στη ζωή μας.
Πνευματική ζωή, το λέει και η λέξη, σημαίνει ζωή με το Πνεύμα. Ζούμε από το Πνεύμα, με το Πνεύμα και για το Πνεύμα. Χωρίς επαφή με το Πνεύμα δεν μπορώ να είμαι πνευματικός άνθρωπος. Για μας πνευματικός άνθρωπος δεν είναι ο κοσμικά μορφωμένος, ο λογοτέχνης, ο συγγραφέας, αλλά ο εμφορούμενος από το άγιο Πνεύμα έστω και αν είναι αναλφάβητος!
1) Παράκλητος σημαίνει ο παρήγορος, ο παρηγορητής, η παραμυθία μας.
Το Πνεύμα το άγιο είναι το φάρμακο όλων των ασθενειών. Αν ο γλυκύς Ιησούς είναι ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας τότε ο Παράκλητος είναι το φάρμακο, είναι το έλαιον και ο οίνος που ο καλός Σαμαρείτης Χριστός επιχέει στις πληγές μας κάθε ημέρα (Λουκ. 10,34). Ο Παράκλητος θεραπεύει τις ψυχικές μας ασθένειες, την κατάθλιψη, το άγχος, την μοναξιά, την ταραχή, τον φόβο, την ανασφάλεια. Μας σηκώνει όρθιους και μας σπρώχνει να συνεχίσουμε τον αγώνα μας. Παράκλητος σημαίνει Ωθηση ουράνια και προς τον ουρανό. Όπως στον καύσωνα της ημέρας το δροσερό αεράκι μας ανακουφίζει έτσι και στον καύσωνα των κοσμικών θλίψεων και των παθών μας, ο αέρας του ουρανού, το Πνεύμα, που «ὅπου θέλει πνεῖ» (Ιω. 3,8), πνέει και σε μας και μάς δροσίζει την ψυχή σαν αύρα λεπτή και μας ανακουφίζει.
2) Παράκλητος δεν σημαίνει μόνο Παρήγορος, αλλά και Βοηθός και Στήριγμα.
«Ὡσαύτως δὲ καὶ τὸ Πνεῦμα συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν·…» δηλαδή μας βοηθά και μας υποστηρίζει στις αδυναμίες μας και «αὐτὸ τὸ Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρωμ. 8,26) συμμετέχει στην προσευχή μας, μεσιτεύει για μας και εμπνέει την προσευχή μας και μας φέρνει την κατάνυξη. Όταν τα πνευματικά μας γόνατα λυγίζουν από τις δυσκολίες αυτό το Πνεύμα φωνάζει μέσα μας «Ἰσχύσατε χεῖρες ἀνειμέναι, καὶ γόνατα παραλελυμένα… Ἰσχύσατε καὶ μὴ φοβεῖσθε·»(Ησ. 35,3-4).
Αυτός είναι ο Συνοδοιπόρος της πνευματικής ζωής. Άλλοτε μας παίρνει από το χέρι όπως ο πατέρας το μικρό παιδί και μας οδηγεί στην οδό του Κυρίου και άλλοτε όταν αδυνατούμε εμείς να βαδίσουμε μας παίρνει στην αγκαλιά του.
3) Παράκλητος σημαίνει και Σύμβουλος, Παραινέτης, Διδάσκαλος.
Ο Κύριος το είπε «ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν». (Ιω. 14,26). Διπλό το έργο Του. Αυτά που δεν ξέρω μου τα διδάσκει, μου τα αποκαλύπτει. Όχι κάποια, αλλά όλα, πάντα!. Αυτά που ξέρω αλλά τα ξεχνώ μου τα υπενθυμίζει. Όταν οι Χριστιανοί θα πρέπει να απολογούνται σε δικαστήρια και σε κατηγορίες «μὴ μεριμνᾶτε πῶς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε· τὸ γὰρ Ἅγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἃ δεῖ εἰπεῖν» (Λουκ. 12,12).
Βάζει στο νου και στο στόμα μου τα σωστά λόγια κάθε φορά.
Στον καιρό που οι άνθρωποι ψάχνουν συμβούλους, ψυχαναλυτές, ψυχοθεραυπευτές, άπειρα μοντέλα ψυχοθεραπείας, η Εκκλησία έχει να προτείνει τον Παράκλητο, τον Μέγα Σύμβουλο, τον Μέγα Ψυχαναλυτή, τον Μέγα Ψυχοθεραπευτή αφού αυτός είναι ο μόνος ψυχοπλάστης, που έπλασε την ψυχή μας άρα και ο μόνος ψυχοσώστης μας.
Αυτός δεν δίνει σοφές συμβουλές. Είναι ο ίδιος η σοφία, η αυτοσοφία, το αυτοφώς, η πηγή της σοφίας, ο πανσόφους τους αλιεις αναδείξας. Δίνει τις τέλειες λύσεις σε όλα τα διλήμματα, τις τέλειες συμβουλές.
Ή, καλύτερα, δεν δίνει απλώς απαντήσεις. Είναι ο ίδιος αυτός η Απάντηση, δεν δίνει απλώς λύσεις. Είναι αυτός ο ίδιος η Λύση. Δεν ανοίγει απλώς πόρτες. Είναι ο ίδιος η Θύρα. Είναι το πλήρωμα των πάντων.
Ο θησαυρός των αγαθών. Αυτός είναι ο θησαυρός που καμιά οικονομική κρίση δεν μπορεί να μας κλέψει, να μας μειώσει. Ο κόσμος φτώχυνε και φτωχαίνει όχι γιατί έχασε τα λεφτά του αλλά γιατί έχασε τον θησαυρό του Το Παράκλητο. Χάσαμε το Πνεύμα πρώτα και μετά όλα τα άλλα.
Αυτό θα κατέλθει αύριο στην Παναγία, στον Ευαγγελισμό της «ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῇ· Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι». Αυτό κατέβηκε στον Ιορδάνη και στην Πεντηκοστή. Αλλά ο Ευαγγελισμός, τα Θεοφάνεια και η Πεντηκοστή συντελείται στην προσωπική ζωή κάθε πιστού κάθε μέρα και κάθε ώρα! Άρχισε στο Μυστήριο του Βαπτίσματός μας, τελειώθηκε στο Μυστήριο του Χρίσματος αμέσως μετά την κολυμβήθρα που λάβαμε τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος με τη φράση του ιερέα «Σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου» και συνεχίζεται κάθε φορά που μετέχουμε στα Μυστήρια της Εκκλησίας.
Η Πεντηκοστή της Εκκλησίας και η δική μου Πεντηκοστή δεν τελείωσε ποτέ!
Συνεχίζεται συνεχώς στην Ορθόδοξη Εκκλησία και όποιος είναι αληθινά Ορθόδοξος και βιώνει και την Ορθοδοξία και την Ορθοπραξία, αυτός ζει μια παντοτινή Πεντηκοστή.
Ξέρει ότι το σώμα του είναι ναός του αγίου Πνεύματος και τούτο το σώμα δεν το βεβηλώνει με ρυπαρές και αμαρτωλές πράξεις.
Ξέρει ότι το Πνεύμα ως πρόσωπο, ως Θεός και όχι ως απρόσωπη δύναμη λυπάται για τις αμαρτίες μας.
«καὶ μὴ λυπεῖτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τοῦ Θεοῦ, ἐν ᾧ ἐσφραγίσθητε εἰς ἡμέραν ἀπολυτρώσεως» (Εφεσ. 4,30) και για αυτό κάνει τα πάντα να μην λυπεί ποτέ τον αγαπημένο του Παράκλητο.
Ευχηθείτε Σεβασμιώτατε με τις πρεσβείες του φωστήρα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και των λοιπών Πατέρων της, να γίνει και σε μας αυτό που έγινε στην Παναγία, Πνεύμα άγιο να έλθει σε εμάς και δύναμις του Υψίστου να μας επισκιάσει…
Το Αγιο Πνεύμα,ο όσιος Σεραφείμ & ο Μοτοβίλωφ.
Ἡ συγκλονιστική συνομιλία & εμπειρία τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ μὲ τὸν Μοτοβίλωφ
(Ὁ κτηματίας Νικόλαος Μοτοβίλωφ, πού τό 1831 θεραπεύθηκε θαυματουργικά ἀπό σοβαρή ἀσθένεια μέ τήν προσευχή τοῦ ὁσίου Σεραφείμ, ἀπέκτησε τήν εὔνοιά του καί ἀξιώθηκε νά συζητήση πολύ μαζί του γύρω ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα. Τή συζήτησί του αὐτή κατέγραψε σέ σημειώσεις, οἱ ὁποῖες παρέμειναν στή μονή Ντιβέγιεβο περισσότερο ἀπό ἑξῆντα χρόνια. Τό 1902 τίς παρέλαβε ὁ Σ.Α. Νεῖλος ἀπό τή γερόντισσα Ἑλένα Νικαλάεβνα, χήρα τοῦ Μοτοβίλωφ, καί μέ τήν ἄδεια τῆς ἡγουμένης Μαρίας τίς ἔφερε στό φῶς τῆς δημοσιότητος τό 1903 στά «Μοσχοβίτικα χρονικά» τοῦ Ἰουλίου μέ τόν τίτλο: «Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀναπαυόταν φανερά στόν πατέρα Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, στή συζήτησί του γιά τόν σκοπό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς».
Ἀργότερα οἱ σημειώσεις αὐτές ἀναδημοσιεύθηκαν ἀπό τόν Λ. Ντενίσωφ στό βιβλίο του «Ὁ βίος τοῦ ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ» καί ἀπό τόν πατέρα Π. Φλορένσκυ στό ἔργο του «Στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας».)
Α. Η αποκαλυπτική συζήτηση
Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας
«Ἦταν Πέμπτη. Ἡ μέρα ἦταν σκοτεινή. Τὸ χιόνι, περίπου 25 πόντοι, σκέπαζε τὴ γῆ καὶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἐξακολουθοῦσαν νὰ πέφτουν πυκνὲς νιφάδες χιονιοῦ, ὅταν ὁ στάρετς (γέροντας) Σεραφεὶμ ἄρχισε νὰ συνομιλεῖ μαζί μου. Μὲ ἔβαλε νὰ καθήσω σ’ ἕνα κορμὸ δένδρου ποὺ μόλις εἶχε κόψει, καὶ ὁ ἴδιος κάθησε ἀπέναντί μου. Βρισκόμασταν στὸ δάσος πλάι στὸ ἐρημητήρι του στὸ βουνὸ ποὺ κατεβαίνει μέχρι τὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Σάρωφκα.
— Ὁ Κύριος μοῦ ἀπεκάλυψε, εἶπε ὁ μεγάλος στάρετς, ὅτι ἀπὸ τὰ παιδικά σου χρόνια ζητᾶς μὲ φλογερὸ πόθο νὰ μάθεις ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ὅτι πολλὲς φορὲς ρώτησες γι' αὐτὸ διάφορους πνευματικοὺς ἀνθρώπους.
— Πραγματικά, ἀπάντησα, ἀπὸ τὰ δώδεκα χρόνιά μου μὲ ἀπασχολοῦσε ἐπίμονα αὐτὴ ἡ σκέψη καὶ ἀπευθύνθηκα σὲ πολλὰ πνευματικὰ πρόσωπα, ἀλλὰ οἱ ἀπαντήσεις δὲν μὲ ἱκανοποιοῦσαν.
— Ναὶ συνέχισε ὁ στάρετς, γιατί κανεὶς δὲν σοῦ ἔδωσε ὁριστικὴ ἀπάντηση. Σοῦ ἔλεγαν: «Πήγαινε στὴν Ἐκκλησία, προσευχήσου στὸ Θεό, ἐφάρμοσε τὶς ἐντολές Του, κᾶνε τὸ καλό. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς». Μερικοί, μάλιστα δυσανασχετοῦσαν μαζί σου γιατί ἔδειχνες μία περιέργεια ποὺ δὲν θὰ ἄρεσε στὸ Θεό (!). «Μὴ ζητᾶς πράγματα ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις σου», σοῦ ἔλεγαν. Αὐτὲς οἱ ἀπαντήσεις ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ σὲ ἱκανοποιήσουν.
Ἐγώ, ὁ φτωχὸς Σεραφείμ, θὰ σοῦ ἐξηγήσω τώρα ποιὸς εἶναι πραγματικὰ αὐτὸς ὁ σκοπός. Ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ ἄσκηση καὶ ὅποιο χριστιανικὸ ἔργο, ὅσο καλὸ καὶ ἂν εἶναι αὐτὸ καθαυτό, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει σκοπὸς τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς, μολονότι εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὴν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ. Δὲν μπορεῖ, λοιπόν, τὸ μέσο νὰ γίνει σκοπός.
Πραγματικὸς σκοπὸς τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
— Πρέπει νὰ γνωρίζεις, συνέχισε ὁ στάρετς, ὅτι ὁποιοδήποτε χριστιανικὸ ἔργο, μόνον ὅταν γίνεται ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστό, φέρνει τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ὅλα τὰ ἄλλα καλὰ ἔργα, ποὺ γίνονται χάριν τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἁπλὰ καὶ μόνο μέσα γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
— Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀποκτήσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα; ρώτησα τὸ στάρετς. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ καταλάβω καλὰ αὐτό.
— Ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μοιάζει λίγο μὲ τὸ ἐμπόριο. Ἀποκτῶ, σημαίνει μαζεύω, συγκεντρώνω, ἀπάντησε ὁ στάρετς. Ἐσὺ γνωρίζεις σίγουρα τί σημαίνει ἀποκτῶ χρήματα. Ἀκριβῶς αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Σκέψου, λοιπόν, τὴ σημασία τῆς λέξης «ἀποκτῶ» μὲ τὴν κοσμική, τὴ γήινη ἔννοια. Οἱ ἄνθρωποι σκοπεύουν στὴν ἀπόκτηση χρημάτων, τιμῶν, διακρίσεων καὶ ἄλλων ἀνταμοιβῶν γιὰ τὶς προσφερόμενες ὑπηρεσίες τους. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἕνα «κεφάλαιο» γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ ὁποίου ἀγωνίζεται ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι ὅμως ἕνα «κεφάλαιο» αἰώνιο, μοναδικό, ἀστείρευτο καὶ εὐλογημένο. Ἀποκτᾶται μὲ τοὺς ἴδιους περίπου τρόπους, ὅπως τὸ χρηματικὸ κεφάλαιο ἢ τὰ διάφορα ἀξιώματα.
Γήινα ἐμπορεύματα εἶναι τὰ καλὰ ἔργα ποὺ γίνονται ἀπὸ ἀγάπη στὸ Χριστὸ καὶ φέρνουν τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χωρὶς τὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει σωτηρία. Κάθε καλὸ ἔργο ποὺ γίνεται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ φέρνει τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Περισσότερο ὅμως ἀπ' ὅλα μᾶς τὴ φέρνει ἡ προσευχή, γιατί εἶναι πάντα στὰ χέρια μας σὰν ἕνα εὔχρηστο ὅπλο. Εἶναι προσιτὴ στὸν πλούσιο, στὸ φτωχό, στὸ σοφό, στὸν ἁπλοϊκό, στὸ δυνατό, στὸν ἀδύνατο, στὸ γερό, στὸν ἀσθενῆ, στὸ δίκαιο καὶ στὸν ἁμαρτωλό. Εἶναι μεγάλη ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς. Περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο μέσο, εἶναι ἱκανὴ νὰ μᾶς φέρει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ βρίσκεται πάντα στὴ διάθεση τοῦ καθενός, θὰ εἴμαστε μακάριοι, ἂν μᾶς βρεῖ ὁ Κύριος ἄγρυπνους, ἐν προσευχῇ, μέσα στὴν πληρότητα τῶν δώρων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
— Γέροντα, τοῦ εἶπα, μιλᾶς συνεχῶς γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς σκοπὸ τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς. Ἀλλὰ πῶς καὶ ποῦ μπορῶ νὰ τὸ δῶ; Τὰ καλὰ ἔργα εἶναι ὁρατά. Ἄραγε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νὰ γίνει ὁρατό; Πῶς μπορῶ νὰ ξέρω ἂν εἶναι ἢ δὲν εἶναι μαζί μου;
— Στὶς μέρες μας, ἀποκρίθηκε ὁ στάρετς, ὑπάρχει γενικὴ ψυχρότητα γιὰ τὴν ἁγία πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀδιαφορία γιὰ τὴ θεία Πρόνοια ποὺ ἐνεργεῖ τὰ πάντα γιὰ νὰ μᾶς φέρει κοντά Του. Ἡ ψυχρότητα καὶ ἡ ἀδιαφορία διέκοψαν τὴν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ καὶ μᾶς ἀπομάκρυναν σχεδὸν ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ χριστιανικὴ ζωή. Στὴν Ἁγία Γραφή, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, συχνὰ ἀναφέρεται ἡ ἐμφάνιση τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Μερικοὶ λένε: «Τὰ χωρία αὐτὰ εἶναι ἀκατανόητα. Πῶς μποροῦν οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ ἴδια τους τὰ μάτια νὰ δοῦν τὸ Θεό»; Τίποτε ὅμως ἀκατανόητο δὲν ὑπάρχει ἐδῶ. Ἡ δυσκολία προέρχεται ἀπὸ τὴ δική μας ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ Θεό. Γίναμε ἀδιάφοροι γιὰ τὴ σωτηρία μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἑρμηνεύουμε λανθασμένα πολλὰ χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μὲ τὴν πρόφαση τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης μπήκαμε σὲ τέτοιο σκοτάδι ἄγνοιας ὥστε μᾶς φαίνονται ἀκατανόητα ὅσα γιὰ τοὺς παλιοὺς ἦταν προσιτὰ καὶ κατανοητά. Ἐκεῖνοι δὲν ἔβρισκαν καθόλου παράδοξη τὴν ἐμφάνιση τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά τους. Ἔβλεπαν τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὄχι στὸν ὕπνο τους ἢ σὲ φανταστικὲς ἐκστάσεις, ἀλλὰ καθαρὰ καὶ ἀληθινά.
Ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φιλόθεε, δίνεται σὲ ὅλους μας κατὰ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα. Στὸ μυστήριο τοῦ Ἁγίου Χρίσματος ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μᾶς σφραγίζει μυστηριακὰ μὲ τὴ χρίση τῶν βασικῶν ὀργάνων τοῦ σώματός μας, ὅπως ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία, ὁ αἰώνιος φύλακας αὐτῆς τῆς χάρης. Κατὰ τὴ χρίση λέμε: «Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου». Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ ἄνθρωποι συνήθως σφραγίζουμε τὰ θησαυροφυλάκια ποὺ περιέχουν κάποιο θησαυρό. Ἀλλὰ ποιὸς θησαυρὸς μπορεῖ νὰ εἶναι μεγαλύτερος καὶ πολυτιμότερος ἀπὸ τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὰ ὁποία μᾶς προσφέρονται κατὰ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα; Ἡ χάρη αὐτὴ εἶναι τόσο μεγάλη, βαθιὰ καὶ ἀπαραίτητη, ποὺ ἀκόμα καὶ στὸν πλανεμένο ἄνθρωπο δὲν τοῦ ἀφαιρεῖται μέχρι τὸ θάνατό του.
— Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ξέρω, ρώτησα τὸν Γέροντα, ἂν βρίσκομαι καὶ ἐγὼ στὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;
— Εἶναι πολὺ ἁπλό, μοῦ ἀπάντησε. Ὁ Κύριος λέει ὅτι ὅλα εἶναι ἁπλὰ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ἀποκτάει τὴ γνώση. Τὸ δυστύχημα γιὰ μᾶς εἶναι ὅτι δὲν ζητᾶμε αὐτὴ τὴ θεϊκὴ γνώση ἡ ὁποία δὲν κάνει θόρυβο, γιατί δὲν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν αὐτὴ τὴ γνώση καὶ καταλάβαιναν ἂν εἶχαν μαζί τους τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἢ ὄχι. Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ τὸ «ἔδοξε τῷ Ἁγίω Πνεύματι καὶ ἡμῖν» (Πράξ. 15:28). Βλέπεις, λοιπόν, ἀγαπητέ μου, ὅτι τὸ πράγμα εἶναι ἁπλό;
Β. Η συγκλονιστική εμπειρία & αποκάλυψη
— Παρ' ὅλα αὐτὰ δὲν καταλαβαίνω πῶς μπορῶ νὰ εἶμαι ἀπόλυτα βέβαιος ὅτι βρίσκομαι στὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Πῶς μπορῶ νὰ διακρίνω τὴν πραγματική Του παρουσία στὴ ζωή μου;
— Σοὺ εἶπα, φιλόθεε, ὅτι αὐτὸ εἶναι πολὺ ἁπλὸ καὶ σοῦ διηγήθηκα λεπτομερειακὰ πῶς μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ γεμίσουν μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ πῶς μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὴν παρουσία του μέσα μας. Τί περισσότερο ζητᾶς;
— Θέλω νὰ τὰ καταλάβω αὐτὰ πολὺ καλά, ἀπάντησα.
Τότε ὁ στάρετς Σεραφεὶμ μὲ ἔπιασε δυνατὰ ἀπὸ τοὺς ὤμους καὶ μοῦ εἶπε:
— Τώρα βρισκόμαστε, παιδί μου, καὶ οἱ δύο μέσα στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί δὲν μὲ κοιτᾶς;
— Δὲν μπορῶ νὰ σὲ κοιτάξω, Γέροντα, γιατί ἀπὸ τὰ μάτια σου βγαίνουν λάμψεις. Τὸ πρόσωπό σου ἔγινε φωτεινότερο καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τὰ μάτια μου κλείνουν ἀπὸ τὸν πόνο.
— Μὴ φοβᾶσαι, φιλόθεε. Τώρα καὶ ἐσὺ ἔχεις γίνει φωτεινὸς ὅπως ἐγώ. Ἔχεις καὶ ἐσὺ πληρωθεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλιῶς δὲν θὰ μποροῦσες νὰ μὲ δεῖς ἔτσι ὅπως μὲ βλέπεις.
Καὶ σκύβοντας κοντά μου μοῦ εἶπε ψιθυριστά:
— Παρακαλοῦσα τὸν Κύριο μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ νὰ σὲ ἀξιώσει νὰ δεῖς φανερὰ καὶ μὲ τὰ σωματικά σου μάτια τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ νά, ἀγαπητέ μου, ὁ Κύριος ἱκανοποίησε τὴν ταπεινὴ παράκληση τοῦ φτωχοῦ Σεραφείμ. Πῶς νὰ μὴν Τὸν εὐγνωμονοῦμε καὶ οἱ δύο γιὰ τὴν ἀνέκφραστη αὐτὴ δωρεά Του! Εὐχαρίστησε Τὸν, φιλόθεε, γιατί παρηγόρησε τὴν καρδιά σου μὲ τὴ θεία χάρη Του ὅπως ἡ φιλόστοργη μάνα θάλπει τὰ παιδιά της. Λοιπόν, παιδί μου, γιατί δὲν μὲ κοιτᾶς στὰ μάτια; Κοίταξέ με ἁπλὰ καὶ μὴ φοβᾶσαι. Ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας.
Ὕστερα ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τὸν κοίταξα στὸ πρόσωπο. Συγκλονίστηκα κυριολεκτικά. Μὲ πλημμύρισε δέος. Φαντασθεῖτε τὸν ἥλιο στὴν πιὸ δυνατὴ λάμψη τῆς μεσημβρινῆς ἀκτινοβολίας του καὶ στὸ κέντρο τοῦ ἥλιου νὰ κοιτάζετε τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ὁποῖο συνομιλεῖτε. Βλέπετε τὶς κινήσεις τῶν χειλιῶν του, τὴν ἔκφραση τῶν ματιῶν του, ἀκοῦτε τὴ φωνή του, αἰσθάνεστε τὰ χέρια του ἁπλωμένα γύρω ἀπὸ τοὺς ὤμους σας, ἀλλὰ δὲν βλέπετε οὔτε αὐτὸ τὸ χέρι, οὔτε τὸ σχῆμα του, οὔτε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό σας. Δὲν βλέπετε παρὰ μόνο τὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς ποὺ ἁπλώνεται παντοῦ γύρω σας καὶ φωτίζει μὲ τὴ λάμψη του τὸ χιόνι ποὺ καλύπτει τὸ ξέφωτο καὶ τὶς χιονοστιβάδες ποὺ πέφτουν τριγύρω. Εἶναι ἀδύνατο νὰ φανταστεῖ κανεὶς αὐτὰ ποὺ ἔζησα ἐκεῖνες τὶς στιγμές!
— Τί αἰσθάνεσαι τώρα; μὲ ρώτησε ὁ στάρετς Σεραφείμ.
— Ἐξαιρετικὰ καλά, εἶπα.
— Δηλαδή, πές μου συγκεκριμένα, τί νιώθεις;
— Νιώθω τέτοια γαλήνη καὶ εἰρήνη ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἐκφράσω μὲ λόγια!, ἀπάντησα.
— Αὐτὴ φιλόθεε, εἶπε ὁ στάρετς, εἶναι ἡ εἰρήνη γιὰ τὴν ὁποία μίλησε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές Του: «Εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν» (Ἰω. 14, 27). Σ' αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὁ κόσμος μισεῖ ἀλλὰ ὁ Θεὸς «φιλεῖ», δίνει ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν εἰρήνη ποὺ τώρα ἐσὺ αἰσθάνεσαι. Τί ἄλλο νιώθεις;
— Μιὰ ἀσυνήθιστη γλυκύτητα, ἀπάντησα.
— Αὐτὴ εἶναι ἡ γλυκύτητα γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ἡ Ἁγία Γραφή: «μεθυσθήσονται ἀπὸ ποιότητος οἴνου σου, καὶ τὸν χειμάρρουν τῆς τρυφῆς σου ποτιεῖς αὐτοὺς» (Ψαλμ. 35:9). Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ γλυκύτητα πλημμυρίζει τώρα τὶς καρδιές μας καὶ ξεχύνεται σ' ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μας σὰν μία ἀνέκφραστη εὐφροσύνη. Ἀπὸ αὐτὴ τὴ γλυκύτητα οἱ καρδιὲς μας μοιάζει νὰ λιώνουν. Νιώθουμε καὶ οἱ δύο μας τόση εὐτυχία, ποὺ καμμιὰ γλώσσα δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφράσει. Τί ἄλλο αἰσθάνεσαι;
— Μιὰ ἀνείπωτη χαρά.
— Καὶ αὐτὴ ἡ χαρά, παιδί μου, εἶναι μηδαμινὴ ὅταν συγκριθεῖ μὲ κείνη τὴ χαρὰ γιὰ τὴν ὁποία ἔχει γραφτεῖ: «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβει, ἃ ἠτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτὸν» (Α! Κορινθ. 2:9). Τώρα σὲ μᾶς δίνεται ἡ πρόγευση αὐτῆς τῆς χαρᾶς. Καὶ ἂν νιώθουμε τόση γλυκύτητα καὶ εὐφροσύνη τώρα, τί νὰ ποῦμε τότε γιὰ τὴ χαρὰ ἐκείνη ποὺ ἑτοιμάστηκε γι' αὐτοὺς ποὺ κοπιάζουν ἐδῶ στὴ γῆ; Καὶ σύ, παιδί μου, ἀρκετὰ ὑπέφερες στὴ ζωή σου. Κοίταξε ὅμως μὲ ποιὰ χαρὰ τώρα σὲ παρηγορεῖ ὁ Κύριος! Τί ἄλλο αἰσθάνεσαι;
— Μιὰ ἐξαιρετικὴ θερμότητα, ἀπάντησα.
— Τί θερμότητα, παιδί μου; Βρισκόμαστε στὴν καρδιὰ τοῦ χειμώνα καὶ καθόμαστε ἔξω στὸ δάσος, πατᾶμε στὸ χιόνι καὶ οἱ χιονονιφάδες συνεχίζουν νὰ πέφτουν πάνω μας καὶ μᾶς ἔχουν σχεδὸν σκεπάσει. Τί εἴδους θερμότητα μπορεῖ νὰ αἰσθάνεσαι;
— Ὅπως ὅταν λούζομαι στὸ λουτρὸ μὲ ζεστὸ νερὸ καὶ μὲ περιτυλίγουν οἱ ἀτμοί.
— Μήπως αἰσθάνεσαι καὶ τὴ μυρωδιὰ τοῦ λουτροῦ;
— Ὄχι, ἀπάντησα. Στὴ γῆ δὲν ὑπάρχει παρόμοια εὐωδία. Κανένα ἄρωμα ἀπ' ὅσα ἔχω χρησιμοποιήσει δὲν δίνει τέτοια εὐωδία.
— Ξέρω, ξέρω, εἶπε ἐκεῖνος. Ἔτσι εἶναι ἀκριβῶς ὅπως τὸ λές. Σὲ ρώτησα ἐπίτηδες γιὰ νὰ δῶ ἂν καὶ ἐσὺ αἰσθάνεσαι τὸ ἴδιο. Πραγματικά. Ἡ πιὸ εὐχάριστη εὐωδία πάνω στὴ γῆ δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ αὐτὴ ποὺ νιώθουμε τώρα, γιατί μᾶς πλημμυρίζει ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ποιὰ ἐπίγεια εὐωδία μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μ' αὐτή; Εἶπες, θεόφιλε, ὅτι γύρω μας ὑπάρχει θερμότητα ὅπως καὶ στὸ λουτρό. Κοίτα ὅμως! Τὸ χιόνι δὲν ἔλιωσε πάνω μας οὔτε στὴ γῆ ποὺ πατᾶμε. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ θερμότητα δὲν βρίσκεται στὴν ἀτμόσφαιρα, ἀλλὰ μέσα μας. Εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς κάνει «τῷ πνεύματι ζέωντες» (Ρωμ, 12:1). θερμαινόμενοι ἀπὸ αὐτὴ τὴ θερμότητα οἱ ἐρημίτες, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, δὲν φοβόταν τὴν παγωνιὰ τοῦ χειμώνα. Ἔνιωθαν σὰν νὰ ἦταν ντυμένοι μὲ ζεστὲς γοῦνες. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ μᾶς τώρα, γιατί μέσα μας ἀναπαύεται ἡ θεία χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καθὼς εἶπε ὁ Κύριος: «ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστὶ» (Λουκ. 17:21). Ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ βρίσκεται τώρα μέσα μας καὶ μᾶς φωτίζει καὶ μᾶς θερμαίνει, εὐφραίνει τὶς αἰσθήσεις μας καὶ γεμίζει τὶς καρδιές μας. Νὰ τί σημαίνει νὰ βρίσκεται κανεὶς μέσα στὴν πληρότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος γράφει: «ἐγὼ ὁ ἴδιος εἶμαι γεμάτος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα». Μ' αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γέμισε τώρα καὶ μᾶς τοὺς φτωχοὺς ὁ Κύριος. Δὲν νομίζω πὼς τώρα πιὰ θὰ ξαναρωτήσεις, φιλόθεε, μὲ ποιὸ τρόπο ἀποκτοῦν οἱ ἄνθρωποι τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Θὰ θυμᾶσαι τὴν ἀνέκφραστη εὐσπλαχνία τοῦ θεοῦ ποὺ μᾶς ἐπισκέφθηκε σήμερα;
— Δὲν ξέρω, Γέροντα, ἂν μὲ ἀξιώσει ὁ θεὸς νὰ θυμᾶμαι τόσο ζωντανὰ καὶ καθαρὰ ὅσα ἔζησα σήμερα.
— Ἐγὼ πιστεύω, ἀπάντησε ὁ στάρετς, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ σὲ βοηθήσει νὰ κρατήσεις γιὰ πάντα στὴ μνήμη σου αὐτὴ τὴ φανέρωση. Γιατί διαφορετικὰ δὲν θὰ ἀπαντοῦσε ἡ ἀγαθότητά Του τόσο γρήγορα στὴν ταπεινὴ παράκληση τοῦ φτωχοῦ Σεραφείμ. Ἀκόμα δέ, γιατί ὅλα αὐτὰ δὲν δόθηκαν ἀποκλειστικὰ σὲ σένα μόνο, ἀλλὰ διὰ σοῦ σ' ὅλο τὸν κόσμο ὥστε καὶ ἐσὺ νὰ στερεωθεῖς στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλους νὰ ὠφελήσεις. Ὁ,τιδήποτε, λοιπὸν φιλόθεε, ζητήσεις ἀπὸ τὸν Κύριο θὰ τὸ λάβεις ἀρκεῖ νὰ ἀποβλέπει στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ καλό τοῦ πλησίον. Γιατί ὁ Θεὸς δὲν ξεχωρίζει τὸ καλό τοῦ πλησίον μας ἀπὸ τὴ δόξα Του. Ἀλλὰ καὶ ἂν ζητήσεις κάτι γιὰ προσωπικό σου ὄφελος μὴν ἀμφιβάλεις ὅτι θὰ σοῦ τὸ δώσει πρόθυμα ἀρκεῖ αὐτὸ ποὺ ζητᾶς νὰ εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖο. Σοῦ εἶπα καὶ σοῦ ἔδειξα στὴ πράξη ὅλα ὅσα ὁ Κύριος καὶ ἡ Παναγία Μητέρα Του θέλησαν νὰ σοῦ ποῦν καὶ νὰ σοῦ δείξουν μέσα ἀπὸ μένα τὸ φτωχὸ Σεραφείμ. Τώρα «πορεύου ἐν εἰρήνῃ». Ὁ Κύριος καὶ ἡ Παναγία ἂς εἶναι μαζί σου.
Ὅταν ξεκίνησα νὰ φύγω τὸ ὅραμα δὲν εἶχε σταματήσει. Ὁ Γέροντας βρισκόταν στὴν ἴδια θέση ποὺ εἶχε στὴν ἀρχὴ τῆς συνομιλίας μας καὶ τὸ Ἄρρητο Φῶς ποὺ εἶχα δεῖ μὲ τὰ μάτια μου συνέχιζε νὰ τὸν περιβάλλει».
Πηγή:http://www.agiazoni.gr/
Ανδρέου Θεοδώρου, Βασική Δογματική Διδασκαλία
& 174. Πώς παρίσταται ο Χριστός στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας;
Η παρουσία του Κυρίου στη θεία ευχαριστία δεν είναι απλός συμβολισμός, αλλά παρουσία πραγματική. Ο Κύριος με όλη την υπόσταση του βρίσκεται πραγματικά στον άρτο και τον οίνο της ευχαριστίας κατά τη στιγμή του καθαγιασμού των τιμίων δώρων από τον ιερέα. Η ομολογία του Δοσιθέου περιγράφει άριστα το ζήτημα: «Τούτου εν τη ιερουργία πιστεύομεν παρείναι τον Κύριον Ιησούν Χριστόν ου τυπικώς ουδ’ εικονικώς ουδέ χάριτι υπερβαλλούση, ώς εν τοις λοιποίς μυστηρίοις, ουδέ κατά μόνην παρουσίαν, καθώς τινες των Πατέρων ειρήκασι περί του βαπτίσματος, ουδέ κατ’ εναρτισμόν, ώστε ενούσθαι την θεότητα του Λόγου τώ προκειμένω της ευχαριστίας άρτω, καθώς οι από Λουθήρου λίαν αμαθώς και αθλίως δοξάζουσι, αλλ’ αληθώς και πραγματικώς, ώστε μετά τον αγιασμόν του άρτου και του οίνου μεταβάλλεσθαι, μετουσιούσθαι, μεταποιείσθαι, μεταρρυθμίζεσθαι τον μέν άρτον εις αυτό το αληθές του Κυρίου σώμα, όπερ εγεννήθη εν Βηθλεέμ τής αειπαρθένου, εβαπτίσθη εν Ιορδάνη, έπαθε, ετάφη, ανέστη, ανελήφθη, κάθηται εκ δεξιών του Θεού και Πατρός, μέλλει ελθείν επί των νεφελών του ουρανού. τον δέ οίνον μεταποιείσθαι και μετουσιούσθαι εις αυτό το αληθές του Κυρίου αίμα, όπερ κρεμαμένου από του σταυρού εχύθη υπέρ της του κόσμου ζωής».
Από την περιγραφή της Ομολογίας ανακύπτει ανάγλυφη η περί θείας ευχαριστίας ορθόδοξη διδασκαλία. Ο Χριστός στη θεία ευχαριστία δεν είναι παρών τυπικά και εικονικά ή με το πλήρωμα της θείας χάριτος, όπως στα υπόλοιπα έξι μυστήρια της Εκκλησίας. αλλά βρίσκεται ο ίδιος πραγματικά παρών, στον μέν άρτο κατά το άχραντο σώμα του σε όλες τις φάσεις της αναπτύξεώς του από τη στιγμή που γεννήθηκε από την Παρθένο μέχρι της εκ δεξιών του Πατρός καθέδρας Του. στον οίνο δέ, κατά το αίμα Του που χύθηκε επάνω στο σταυρό.
Στο μυστήριο της ευχαριστίας τα φυσικά στοιχεία του άρτου και του οίνου χάνουν τη φυσική τους υπόσταση, η οποία μετατρέπεται στην ουσία της ανθρωπότητας του Χριστού, δηλαδή στο σώμα και το αίμα του. Αλλάζουν ουσία, γι’ αυτό και η μεταβολή καλείται «μετουσίωση». Το μόνο που παραμένει στα φυσικά στοιχεία είναι τα λεγόμενα συμβεβηκότα, αυτά που δεν ανήκουν στην ουσία αλλά την περιβάλλουν, οι φυσικές ποιότητες, όπως η μορφή, το βάρος, η οσμή, η γεύση κ.τ.λ. Αυτό είναι μέτρο της θείας παιδαγωγίας , η οποία καλύπτει κάτω από τα συμβεβηκότα την ουσία του κυριακού σώματος και αίματος, για να διευκολύνει την κοινωνία των πιστών, που σαν άνθρωποι ασθενείς δεν θα άντεχαν να μεταλάβουν γυμνά, δηλαδή όπως στην πραγματικότητα είναι, το σώμα και το αίμα του Κυρίου.
& 175. Τι φρονούν οι Προτεστάντες περί της παρουσίας του Χριστού στην ευχαριστία;
Αν εξαιρέσει κανείς ορισμένες προτεσταντικές παραφυάδες (Σωκινιανούς, Αρμινιανούς), οι οποίοι, εξετάζοντας ορθολογιστικά την έννοια των μυστηρίων, θεωρούν την ευχαριστία ώς απλή τελετή κατά την οποία καταγγέλλεται ο θάνατος του Κυρίου και με ύμνους πανηγυρίζονται και δοξάζονται τα λυτρωτικά του αποτελέσματα, οι άλλες προτεσταντικές Ομολογίες δέχονται την ευχαριστία ώς μυστήριο μεταδοτικό της θείας χάριτος, αν και διαφωνούν μεταξύ τους ώς πρός τον τρόπο της παρουσίας του Χριστού στην ευχαριστία.
& 176. Τι είναι ο εναρτισμός (Impanatio);
Είναι δόγμα των Λουθηρανών, δια του οποίου καταβάλλεται προσπάθεια να ερμηνευθεί η πραγματική παρουσία του σώματος και του αίματος του Χριστού. Στη θεία ευχαριστία.
Οι Λουθηρανοί δέχονται την ευχαριστία ώς μυστήριο, στο οποίο «εν τώ άρτω, συν τώ άρτω και υπό τον άρτον» (in pane, cum pane, sub pane) μεταδίδεται το σώμα του Χριστού στους μέν πιστούς εις σωτηρίαν, στους δέ απίστους εις κατάκριμα. Ομοίως εν τώ οίνο μεταδίδεται το αίμα του Κυρίου. Η παρουσία αυτή του Κυρίου δεν είναι μεν μετουσίωση, είναι όμως πραγματική και υποστατική και όχι απλώς δυναμική. Ώς παράδειγμα διασαφητικό οι Λουθηρανοί φέρουν το παράδειγμα της ένωσης των φύσεων στο Χριστό. Όπως δηλαδή στο χριστολογικό μυστήριο η θεία φύση ενώνεται με την ανθρώπινη χωρίς η μία να βλάψει την άλλη, έτσι και στην ευχαριστία ενώνονται τα στοιχεία του άρτου και του οίνου με το σώμα και το αίμα του Χριστού. Η παρουσία του Χριστού στο μυστήριο είναι μέν πραγματική, δεν γίνεται όμως σωματοειδώς, καταληπτώς και περιγραφικώς, αλλά κατά τρόπο πνευματικό, ακατάληπτο και υπερφυσικό. Επειδή δέ δεν συμβαίνει μετουσίωση, η παρουσία του Χριστού στο μυστήριο διαρκεί μόνο κατά την τέλεση της όλης διαδικασίας από τους ιδρυτικούς λόγους του Κυρίου μέχρι τη μετάδοση των τιμίων δώρων στους πιστούς. Έξω από τη χρήση αυτή (extra usum a Christo institutum) η παρουσία του Χριστού παύει να υφίσταται. Φυσική συνέπεια της διδασκαλίας αυτής είναι ότι τα ορατά είδη του άρτου και του οίνου της ευχαριστίας, επειδή δεν μεταποιούνται εις σώμα και αίμα Χριστού, δεν μπορούν και δεν πρέπει να είναι αντικείμενο προσκυνήσεως και λατρείας.
Στη διατύπωση της θεωρίας του οδηγήθηκε ο Λούθηρος από τη μία μεριά για ν’ αποφύγει τη θεωρία της μετουσιώσεως της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, και από την άλλη τη συμβολική περί ευχαριστίας αντίληψη των άλλων προτεσταντικών Ομολογιών. Εντούτοις αντί να επιλύσει το πρόβλημα της παρουσίας του Χριστού, το έκανε περισσότερο πολύπλοκο και δυσνόητο. Απόβλητη κυρίως είναι η προσπάθεια ερμηνείας της θεωρίας με βάση το χριστολογικό δόγμα. Η ένωση των φύσεων στο Χριστό είναι ένωση προσωπική (στο πρόσωπο του Θεού Λόγου), ενώ στον εναρτισμό είναι ένωση μυστηριακή, η οποία υπερβαίνει την νοητική του ανθρώπου κατάληψη. Από την άλλη μεριά η άρνηση προσκυνήσεως των τιμίων δώρων αντιβαίνει πρός το έθος και την πράξη της αρχαίας Εκκλησίας.
& 177. Τι είναι οι Ubiquitas;
Είναι θεωρία λουθηρανική συναφής πρός τον εναρτισμό, διά της οποίας ομοίως καταβάλλεται προσπάθεια ερμηνείας της παρουσίας του Χριστού στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Ο όρος, παραγόμενος από τη λατινική λέξη ubique ( = παντού), αναφέρεται στο σώμα του Χριστού, το οποίο, ώς πανταχού παρόν, είναι παρόν και στη θεία ευχαριστία. Η θεωρία είναι πολύ απλουστευτική, απόβλητη και εσφαλμένη.
Το χριστολογικό της υπόβαθρο είναι εντελώς σαθρό. Βασίζεται σε μία πολύ κακή αντίληψη περί αντιδόσεως των ιδιωμάτων των φύσεων στο Χριστό. Ενώ κατά την ορθή αντίληψη οι φύσεις αντιδίδουν τα ιδιώματά τους η μία στην άλλη στο θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού, μένοντας ασυγχύτως ενωμένες, κατά τη Λουθηρανική αντίληψη η αντίδοση γίνεται απ’ ευθείας στις φύσεις, πράγμα που οδηγεί στο μονοφυσιτισμό. Η ανθρώπινη φύση λαμβάνει ιδιότητες της θείας φύσεως, την παντοδυναμία, την πανσοφία και την πανταχού παρουσία, κινδυνεύουσα να εξέλθει των ορίων της πεπερασμένης της φύσεως.
Το σώμα του Χριστού, αν και εθεώθη στο μυστήριο του Χριστού, δεν έπαυσε οστόσο να είναι καθ’ αυτό σώμα πεπερασμένο και κτιστό. Έτσι, ορατό και περιγραπτό, φανερώθηκε στους μαθητές μετά την ανάσταση του Κυρίου, αναλήφθηκε στους ουρανούς και πρόκειται να επανέλθει στη γή για να κρίνει τον κόσμο. Ο Χριστός είναι εκείνος που με το σώμα και τη θεότητά του βρίσκεται πανταχού παρών και όχι μοναχή της η ανθρώπινη φύση.
Στα χωρία της Γραφής στα οποία στηρίζεται η Ubiquitas: «ότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς», «ο καταβάς αυτός έστι και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα», «εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γής» δεν αναφέρονται στον άνθρωπο Χριστό ξεχωριστά, πράγμα που δεν θα είχε νόημα, αλλά στο Θεάνθρωπο Κύριο. Είναι γνωστό άλλωστε ότι η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος κατά του Ευτυχούς και η Ζ’ κατά των Εικονομάχων, απορρύψασαι τα διδάγματα των αιρετικών ότι η σάρξ του Κυρίου ήταν άπειρη και απερίγραπτη, δίδαξαν ορθώς ότι η αντίδωση των ιδιωμάτων γίνεται συγκεκριμένα (δηλ. στο πρόσωπο του Χριστού) και όχι αφηρημένα. δηλαδή ότι ο Θεός έπαθε και όχι η θεότητα, ή ότι ο Θεός στην ανθρώπινη φύση του είναι πανταχού παρών και όχι η ανθρωπότητά Του.
Τέλος είναι αλλόκοτη η ιδέα ότι το σώμα του Κυρίου, ώς πανταχού παρόν, είναι παρόν και στη θεία ευχαριστία. Αν ήταν έτσι, το σώμα του Κυρίου θα ήταν παρόν και σε κάθε φυσική τροφή και δεν θα υπήρχε λόγος να το μεταλαμβάνουμε ειδικά στη θεία ευχαριστία. Θα το τρώγαμε και στα λάχανα!
& 178. Τι φρονούν περί θείας ευχαριστίας οι υπόλοιποι Προτεστάντες;
Οι Αναμορφωτές, απορρίπτοντες όλοι την περί πραγματικής παρουσίας του Χριστού διδασκαλία του Λουθήρου, δεν έχουν ωστόσο ενιαία μεταξύ τους περί του μυστηρίου αντίληψη. Όπως και εις όλα τα άλλα ζητήματα, έτσι και εδώ επηρεάζονται λίγο πολύ από τις ιδιαίτερες θεολογικές και εκκλησιολογικές προκαταλήψεις τους.
Οι Ζβιγγλιανοί, φρονούντες ότι το Πνεύμα το Άγιο δεν έχει ανάγκη από εξωτερικά μέσα και αγωγούς για να ενεργήσει στις ψυχές των ανθρώπων, διδάσκουν ότι τα στοιχεία της ευχαριστίας δεν είναι πραγματικά το σώμα και το αίμα του Κυρίου, αλλ’ εικονίζουν απλώς αυτά, όπως με εικονική έννοια λέγεται περί του Χριστού ότι είναι «η άμπελος η αληθινή» (ο Χριστός δεν είναι αμπέλι, αλλ’ εικονίζεται απλώς έτσι). Συνεπώς ο άρτος και ο οίνος της ευχαριστίας δεν είναι εχέγγυα και όργανα της κοινωνίας του Χριστού, αλλ’ εικόνες αισθητές του σταυρωθέντος και αποθανόντος Χριστού. Στη μετάληψη δεν γίνεται πραγματική κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού αλλά μόνον όσοι πιστεύουν κοινωνούν των ευεργετημάτων του θανάτου του Κυρίου.
Ο Καλβίνος διδάσκει αντίθετα πράγματα από τον Ζβίγγλιο. Κατ’ αυτόν η μετάληψη δεν είναι αναμνηστικό δείπνο, αλλά δείπνο στο οποίο ο Χριστός μας μεταδίδει τη σάρκα και το αίμα του. Τα στοιχεία της ευχαριστίας δεν είναι μόνο εικόνες, αλλά εχέγγυα και σφραγίδες της πραγματικής παρουσίας του Κυρίου και της πνευματικής μετ’ αυτού ενώσεως των πιστευόντων. Η διδασκαλία αυτή του Καλβίνου φαίνεται να είναι η ίδια με την αντίστοιχη διδασκαλία του Λουθήρου. εντούτοις οι δύο διδασκαλίες διαφέρουν οξύτατα μεταξύ τους σε ένα κύριο και βασικό σημείο. Ενώ ο Λούθηρος διδάσκει εναρτισμό (μυστηριακή ένωση του σώματος και του αίματος του Χριστού), ο Καλβίνος διδάσκει μυστηριακή ένωση μόνο με τις ψυχές των πιστευόντων διά της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος, το οποίο μεταβιβάζει σ’ εμάς το Χριστό όχι από το θυσιαστήριο, αλλ’ απ’ ευθείας από τον ουρανό. Σε όλες τις περι πτώσεις βασικό στοιχείο της λειτουργίας του μυστηρίου είναι η πίστη.
Η πιό πάνω εικονική-συμβολική περί ευχαριστίας διδασκαλία των Προτεσταντών έρχεται σε οξεία αντίθεση με τον περί ευχαριστίας πραγματισμό της Αγίας Γραφής. Θα αναφέρουμε μερικά μόνο παραδείγματα. Μετά το θαύμα της διατροφής των πεντακισχιλίων στην έρημο ο Κύριος, ελέγχοντας τους παχυλούς Ιουδαίους ότι επιζητούν βρώματα υλικά, τους παρότρυνε να επιζητούν πνευματικές τροφές, εννοώντας στην αρχή το λόγο του και κατόπιν τη βρώση του σώματος και την πόση του αίματός Του. Τους είπε δέ «ο άρτος, όν εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής, η σάρξ μου εστίν» (Ιωάν. 6,51) και «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 6,54). Ότι πραγματικά εννοούσε τα λόγια αυτά ο Κύριος δείχνει η αντίδραση των ακροατών Του, οι οποίοι δυσφορώντας έλεγαν: «Πώς δύναται ούτος δούναι υμίν την σάρκα φαγείν» (Ιωάν. 6,52); Ομοίως και οι μαθητές: «σκληρός έστιν ο λόγος ούτος. τις δύναται αυτού ακούειν; « (Ιωάν. 6,60). Και ο Παύλος, αποκαλώντας το κυριακό δείπνο «κοινωνίαν» του σώματος και του αίματος του Χριστού, το βρίσκει ασυμβίβαστο πρός την κοινωνία των ειδωλοθύτων, που φυσικά δεν ήταν τροφή συμβολική αλλά πραγματική. Μάλιστα δέ τους τονίζει: «Ός άν εσθίη τον άρτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και του αίματος του Κυρίου» (Α’ Κορ. 11,27). Πώς ενοχοποιείται κάποιος όταν τρώγει κάτι που δεν είναι πραγματικό, αλλά εικονικό; Αλλά και κατά τους Πατέρες η Ευχαριστία, η προτυπωθείσα στην Π. Διαθήκη υπό του μάννα, του Πασχάλιου Αμνού, της θυσίας των Μελχισεδέκ κ.ά., αν και κατά την αίσθηση και τη γεύση φαίνεται απλός άρτος και οίνος, όμως δεν είναι έτσι αλλά το πραγματικό σώμα και το αίμα του Χριστού. την πραγματικότητα δέ αυτή την χρησιμοποιούσαν σαν επιχείρημα κατά των Δοκητών, που αρνούνταν τη σωματική φύση του Κυρίου.
Η ύπαρξη της κολάσεως δεν αναιρεί την αγαθότητα του Θεού;
Πολλοί συλλογίζονται: αφού ο Θεός είναι αγαθός, πως θα ανεχθεί να βασανίζονται τα πλάσματα του επ’ άπειρον; Συμβιβάζεται η άπειρη αγαθότητα του με την πραγματικότητα της κολάσεως; Εκ πρώτης όψεως το ερώτημα είναι βάσιμο· εξετάζει όμως τα πράγματα από μια περιορισμένη οπτική και μονομερώς.
Ο Θεός είναι βέβαια αγαθός. Είναι αγάπη, στοργή, φιλανθρωπία. Από αγάπη έπλασε τα όντα, τους παρέχει στα αγαθά και τις δωρεές του, προνοεί για την συντήρηση τους και τα κατευθύνει, ώστε να πετύχουν τον στόχο της υπάρξεως τους. Και όταν το λογικό πλάσμα έπεσε στην αμαρτία, ο Θεός έγινε άνθρωπος και πέθανε για τη σωτηρία του. Αυτό είναι βασικό και αναμφισβήτητο άρθρο της πίστεως μας. « Ο Θεός αγάπη εστί», λέγει ο θεόπνευστος Ευαγγελιστής. Είναι όμως μόνο αγάπη; Και φυσικά είναι, όταν πρόκειται για την εσωτερική ζωή της θεότητας. Τα θεία πρόσωπα της Τριάδος κοινωνούν μεταξύ τους και εμπεριχωρεί το ένα το άλλο, εν αγάπη. Ο πλούτος όμως της θείας αγάπης, ξεχειλίζοντας από την άπειρη φύση της θεότητας, δημιουργεί και άλλα όντα έξω από αυτή, για να είναι μέτοχα της δικής της μακαριότητας και ζωής. Στο σημείο ακριβώς αυτό, στη σχέση δηλαδή της θεότητας με τα εξωτερικά όντα, και κυρίως τα λογικά, κάνουν την εμφάνιση τους άλλες ιδιότητες που χαρακτηρίζουν το Θεό ως πρόσωπο τέλειο και απόλυτο. Για το ζήτημα που συζητάμε, οι ιδιότητες αυτές είναι κυρίως δύο, η αγιότητα και η δικαιοσύνη. Είναι φανερό ότι οι ιδιότητες αυτές αφορούν στην πραγματικότητα της αμαρτίας, που είναι πλάσμα της ελευθέρας βουλήσεως των λογικών όντων. Ως προς την αμαρτία, ο Θεός είναι άγιος και δίκαιος. Είναι άγιος γιατί είναι καθαρός και αμέτοχος από κάθε ιδέα αμαρτίας και κακού, απ’ αυτόν εξ άλλου προέρχεται ο ηθικός νόμος, ο οποίος είναι διάχυτος στη λογική κτίση. Όσες όμως φορές ο νόμος αυτός παραβαίνεται και καταπατείται από τον άνθρωπο, ο άγιος Θεός τιμωρεί τον παραβάτη, ως δίκαιος πλέον κριτής.
Η αγιότητα και η δικαιοσύνη (κυρίως η δεύτερη), αν και ιδιότητες που έχουν εφαρμογή στο κτιστό πεδίο των λογικών όντων, δεν είναι ιδιότητες επουσιώδεις και δευτερεύουσες, οι οποίες μπορούν να ανασταλούν στη θεότητα και να μείνουν ανενέργητες. Αυτό θα ανέτρεπε την ισόρροπη έννοια του Θεού, στη ουσία του οποίου οι ιδιότητες αποτελούν σύνολο ενιαίο και αδιαχώριστο, χωρίς η μια να παρεμβαίνει στο έργο και την εκδήλωση της άλλης, η μια να καταργεί ή να αναστέλλει την άλλη. Ο Θεός είναι στο αυτό μέτρο και αγαθός και άγιος και δίκαιος. Αυτό δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε, αν θέλουμε να έχουμε σωστή πρόσβαση στο ζήτημα που μας απασχολεί.
Και αυτά από τη μεριά του θεού. Ας πάρουμε τώρα και τη μεριά του ανθρώπου. Όπως επανειλημμένα τονίσαμε, ο άνθρωπος είναι ον λογικό και ελεύθερο. Τον έπλασε ο Θεός « κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» αυτού. Αυτό σημαίνει, ότι παράλληλα με τη σωματική φύση του, έχει και ουσία πνευματική, όπως πνευματική είναι και η ουσία του Θεού. Την πνευματική ουσία του ανθρώπου συνιστά η νοερά και αθάνατη ψυχή, η οποία είναι λογική, θελητική και ελεύθερη. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να θέλει και να ενεργεί και να κάνει τις οποιεσδήποτε επιλογές του. Η λογική ελευθερία είναι το πολύτιμο δώρο που χάρισε ο Θεός στον άνθρωπο, που τον ανεβάζει πολύ πιο πάνω από όλη την υπόλοιπη άλογη ζωική κτίση. Το προνόμιο αυτό του δημιουργεί την υποχρέωση να δουλεύει την προσωπικότητα και την ζωή του, σύμφωνα με το θέλημα εκείνου που τον έπλασε και του έδωσε τόσα χαρίσματα και τόσες δωρεές. Αυτό αποτελεί το νομοτελειακό στόχο της υπάρξεως του και το νόημα γενικά της ζωής του.
Στην ελευθερία το λογικού πλάσματος έγκειται όμως και η δυνατότητα μιας άλλης επιλογής, που είναι αντίθετη προς τη φυσική του νομοτέλεια· να λέγει όχι στο θέλημα του Πλάστη του, να τραβά το δικό του δρόμο, να ξεστρατίζει από το αγαθό στη βάση του οποίου είναι κτισμένη η φύση του. Τότε ο άνθρωπος αμαρτάνει. Αυτό συνέβη σε μέρος των πρώτων λογικών κτισμάτων, των αγγέλων, οι οποίοι αποστάτησαν ελεύθερα από τη φυσική τάξη τους, έπεσαν στο κακό και αμαυρώθηκε η φύση τους μέχρι σημείου ώστε να παγιωθούν στο κακό, να νεκρωθούν πνευματικά και να παραμείνουν ξένοι προς κάθε ιδέα αγαθού. Το αυτό, με παραλλαγές φυσικά, συνέβη και στον Αδάμ, τον πρώτο άνθρωπο που έπλασε ο Θεός. Και αυτός, παρασυρόμενος όμως από το διάβολο, έπεσε στην αμαρτία αποστατήσας από το δημιουργό και πλάστη του. Ο Θεός φυσικά δεν αδιαφόρησε για το πεσμένο πλάσμα του. Η αλόγιστη συμπεριφορά του ανθρώπου του κόστισε μια σάρκωση και ένα επονείδιστο θάνατο. Με αυτά συνέτριψε τα έργα του διαβόλου και την αμαρτία, για να ελευθερώσει τον πεσμένο άνθρωπο από τη φθορά και την πνευματική νέκρωση. Η αμαρτία, λοιπόν, αν και ουσιαστικά είναι κάτι ανύπαρκτο, έχει όμως ένα τεράστιο και αιώνιο βάρος ηθικής δυνάμεως, ώστε γι’ αυτή να πεθάνει ο Θεός, ο δε άνθρωπος, που πεισματικά αρνείται το λυτρωτικό έργο του Χριστού να εξακοντίζεται στην κόλαση, στον αιώνιο πνευματικό θάνατο.
Την κόλαση ουσιαστικά τη δημιουργεί ο ίδιος ο άνθρωπος. Όταν αρνείται το σωτήριο έργο του Χριστού, αγνοεί τη σωτήρια κλήση της χάριτος του Θεού και διαπράττει πεισμόνως την αμαρτία, θα φθάσει στο όριο της πνευματικής νεκρώσεως και σαν κλαδί ξερό θα κοπεί από το δέντρο της ζωής και θα παραδοθεί στη φωτιά να καεί. Οι αλήθειες αυτές είναι ξεκάθαρες. Ο Θεός δεν υποτιμά την αμαρτία όμως εμείς οι ασυλλόγιστοι και επιπόλαιοι άνθρωποι. Η αγιότητα και η δικαιοσύνη του δεν είναι ιδιότητες χαλαρές, αλλά φέρουν στο απόλυτο μέτρο το άπειρο βάρος της θείας ενέργειας. Ο Θεός δεν γνωρίζει μεταπτώσεις και χλιαρότητες. Πεθαίνει μεν για τον αμαρτωλό άνθρωπο, εκφράζοντας την απειρία της αγαθότητας και της αγάπης του· όταν όμως το πλάσμα δειχθεί ανάξιο της υπέρτατης δωρεάς· όταν ποδοπατεί την ευλογία του Θεού· όταν εξαντληθεί όλη η προσπάθεια του Θεού να το συνετίσει και να το οδηγήσει σε μετάνοια, τότε η δικαιοσύνη του Θεού πέφτει σαν αστροπελέκι στην κεφαλή του υβριστή και αποστάτη. «Φοβερόν το εμπέσειν εις χείρας Θεού ζώντος», λέγει η Γραφή. Όντως φοβερό που εξαργυρώνεται με φωτιά στην αιώνια κόλαση! Ανάγλυφο παράδειγμα έχουμε τον Ιούδα, το δούλο του διαβόλου και δόλιο.
Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ.
Η κόλαση θα είναι και αδιεξόδευτη;
Ναι, είναι και το ένα και το άλλο.
Είναι κατάσταση αιώνια, χωρίς πέρας και σταματημό.
Εμείς από τη γη αυτή, στην οποία η ζωή εξελίσσεται στο ροώδη εβδοματικό χρόνο με τις πολλές εναλλαγές και εξελίξεις του, δεν έχουμε τη δυνατότητα να κατανοήσουμε μια ζωή που να εξελίσσεται επ’ άπειρον. Έτσι έχουμε την αξίωση – μια και δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώτικα – να κρίνουμε τις καταστάσεις της αιωνιότητος με τα δικά μας χρονικά και πεπερασμένα κριτήρια. Θέλουμε να κρίνουμε τον αιώνα του Θεού, την άφθιτη ογδοατική ημέρα, στην οποία η κίνηση είναι ευθύγραμμη (όχι κυκλική, ώστε να γίνονται και να απογίνονται τα πράγματα, επαναλαμβανόμενα ομοιοτρόπως) χωρίς ανασχέσεις και πέρατα, με τις δικές μας χρονικές εμπειρίες, στις οποίες κάθε πράγμα έχει τέλος και αρχή. Και σκανδαλιζόμαστε, όχι βέβαια για την κατάσταση της Βασιλείας των ουρανών, που είναι τερπνή και ευχάριστη, αλλά για την κατάσταση της κολάσεως, που είναι κατάσταση οδύνης και βασάνων. Γιατί όμως να κάνουμε τη διάκριση αυτή; Γιατί η αιωνιότητα στη Βασιλεία των ουρανών να μη μας ενοχλεί – τουναντίον να μας αρέσει και να την επιδοκιμάζουμε – η δε αιωνιότητα της κολάσεως να μας ενοχλεί και να μας σκανδαλίζει; Και γιατί η Βασιλεία του Θεού πρέπει να είναι αδιεξόδευτη, να μην έχει πέρας και σταματημό, η δε κόλαση να έχει τέλος, να μπορεί κανείς να τη διεξέλθει και να λυτρωθεί απ’ αυτή; Που στηρίζεται η συλλογιστική αυτή, στη μεν Βασιλεία του Θεού να μην εφαρμόζουμε το δικό μας επίκηρο χρόνο (ο οποίος ούτως ή άλλως θα καταργηθεί), στη δε κόλαση να μετράμε με τις χρονικές κατηγορίες της γης; Στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου ο πλούσιος, στην άγρια και απελπιστική μόνωση του στον τόπο της βασάνου, νόμισε ότι μπορούσε να έχει κάποια εξέλιξη η κατάσταση του. Γι’ αυτό ζήτησε να τον επισκεφθεί ο Λάζαρος σε μια φιλική χειρονομία συμπαθείας. Και μετά ζήτησε να μετακινηθεί ο άγιος από τη μακάρια του κατάσταση στους κόλπους του Αβραάμ, όπου ζούσε τον αιώνα του Θεού, και να κατέβει στη γη να νουθετήσει τους αδελφούς του. Για να ακούσει αποστομωτική την απάντηση του Αβραάμ, ότι υπάρχει χάσμα αγεφύρωτο και αιώνιο στις δύο διαμετρικά αντίθετες καταστάσεις, στις οποίες ελλείπουν πλήρως όποιας φύσεως μετακινήσεις, εξελίξεις και προσδιορισμοί.
Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 227
Μπορούν κάποτε ν’ αποκατασταθούν όλα τα όντα πλησίον του αγαθού Θεού;
Η θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων απαντά θετικά στο ερώτημα. Κατ’ αυτήν η αμαρτία δεν έχει ουσία, η οποία βγήκε από τα χέρια του Θεού. Δεν έχει ρίζες οντολογικές. Είναι άρριζη, μοιάζοντας με το χορτάρι που φυτρώνει στα δώματα, το οποίο μη έχοντας ρίζες βαθιές φυτρώνει μεν, ξηραίνεται όμως πολύ γρήγορα (Γρηγόριος Νύσσης). Υπάρχουν μόνο αμαρτωλοί άνθρωποι, στη φύση των οποίων η αμαρτία κάθεται όχι σαν ουσία, αλλά ως ποιότητα, συμβεβηκός. Όταν αφανισθεί η ποιότητα αυτή, ο άνθρωπος γίνεται και πάλι καλός και αποκαθίσταται σαν παιδί αγαπητό στους κόλπους του ουράνιου Πατέρα. Η θεωρία επίσης συλλογίζεται ως εξής· το τέλος των όντως πρέπει να είναι όμοιο με την αρχή τους (ιδέα πλατωνική). Αφού τα όντα ξεκίνησαν από το Θεό, πρέπει στο τέλος να γυρίσουν και πάλι σ’αυτόν. Το κακό δεν μπορεί να νικήσει το αγαθό. Έτσι θα αφανισθεί και ο ηθικός δυισμός των όντων (δίκαιοι – αμαρτωλοί) και θα επικρατήσει η θεία παναρχία.
Η θεωρία της αποκαταστάσεως προσπαθεί να εξισορροπήσει στο Θεό τις ιδιότητες της αγαθότητας και της δικαιοσύνης, που φαινομενικά είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Η αγαθότητα δεν θέλει την αιώνια τιμωρία του πλάσματος, ενώ η δικαιοσύνη τη θέλει. Ακολουθεί όμως μέση οδό. Θα τιμωρηθεί μεν το πλάσμα για τις αμαρτίες του (ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης), προσωρινά όμως και όχι αιώνια (ικανοποίηση της θείας αγαθότητας). Ο Θεός, λέγουν οι υποστηρικτές της θεωρίας, δεν είναι Θεός εκδικητικός. Θα τιμωρήσει βέβαια το αμαρτωλό πλάσμα του, όχι για να το εκδικηθεί, αλλά για να το ευεργετήσει. Θα του επιβάλλει ποινές για τις αμαρτίες που διέπραξε. Οι ποινές όμως αυτές θα είναι παιδαγωγίες, φάρμακα πνευματικά, δια των οποίων θα επιδιώκεται η κάθαρση των αμαρτωλών από το στοιχείο της αμαρτίας, που κάθεται στη φύση τους. Η κάθαρση δεν θα είναι για όλα τα καθαιρόμενα πνεύματα η ίδια. Σε άλλα θα διαρκέσει λίγο και σε άλλα περισσότερο, σε διαδρομή μακρών αιώνων, και ανάλογα με την ποσότητα της αμαρτίας που πρέπει να καθαρθεί, όπως και η διάρκεια του πυρετού των σωμάτων εξαρτάται από την ποσότητα των δηλητηρίων, που υπάρχουν στο σωματικό οργανισμό. Όταν δε η κάθαρση αυτή φθάσει αργά ή γρήγορα στο τέλος της, όλα τα όντα – συμπεριλαμβανομένου και του Σατανά – καθαρά πλέον θα επιστρέψουν στους κόλπους της θείας παναρχίας, ώστε ο Θεός να είναι «τα πάντα εν πάσιν».
Η θεωρία αυτή που διατυπώθηκε στην αρχαιότητα (Ωριγένης, Γρηγόριος Νύσσης, τελευταίος με πολλές διαφοροποιήσεις από τον πρώτο), είναι θεωρία ευφυής και πολύ ελκυστική, διότι ικανοποιεί το πρακτικό θρησκευτικό συναίσθημα του ανθρώπου, για το λόγο δε αυτό γίνεται αποδεκτή από πολλούς ανθρώπους.
Δεν είναι όμως δογματικώς ορθή. Προσκρούει αδυσώπητα στο δόγμα περί αιωνίου κολάσεως, που δίδαξε ο Κύριος, και το οποίο βρίσκεται στην καρδιά του ορθόδοξου δόγματος, της λατρείας και της πνευματικότητας της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό και καταδικάστηκε από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία.
Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 22