136. «Αὐτός ἐστι πρὸ πάντων καί τά πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκαν» (Κολ. α’ 17). Ο Θεός είναι πριν από όλα τα πράγματα και όλα χάρις σ’ Αυτόν υπάρχουν. Ένα μεγάλο, απροσμέτρητο νόημα περιέχουν αυτά τα λόγια. Εξηγούν το όνομα «Εγώ εἰμί ὁ ὤν», με το οποίο ωνόμασε τον εαυτό του ο Κύριος στον Μωυσή. Γιατί το «Ο ὤν» σημαίνει Εκείνον που υπάρχει πριν από τα πάντα και που χάρις σ’ Αυτόν υπάρχουν τα πάντα. Αυτά τα λόγια δηλώνουν την άπειρο δύναμι και χάρι και την απροσμέτρητο σοφία του Κυρίου και θεού μας. «Μέγας ὁ Κύριος ἡμῶν, καὶ μεγάλη ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ, καὶ τῆς συνέσεως αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἀριθμός» (Ψαλμ. ρμστ’ 5).
137. Η ειρήνη είναι το σφρίγος της ψυχής, Χάνοντας την ειρήνη της, η ψυχή χάνει το σφρίγος της.
138. Όταν προσεύχεσαι στον Κύριο, τη Θεοτόκο ή τους Αγίους, να θυμάσαι πάντοτε ότι ο Θεός θα σου απαντήση ανάλογα με τη διάθεσι της καρδιάς σου. «Δώη σοί Κύριος κατά τήν καρδίαν σου» (Ψαλμ. ιθ’ 5). Ανάλογο με την καρδιά θα είναι και το δώρημα. Προσεύχεσαι με πίστι, άδολα, ολόψυχα; Το δώρημα που θα λάβης, θα είναι σύμφωνο με την πίστι σου, θα αντιστοιχή στη θερμότητα της καρδιάς σου. Και, αντίθετα. Όσο πιο πολύ είναι η καρδιά σου ψυχρή, όσο πιο αδύνατα πιστεύεις, τόσο ολιγότερο αποδοτική θα αποδειχθή η προσευχή σου. Και, επι πλέον, θα λυπήσεις τον Κύριο, που είναι Πνεύμα και απαιτεί να τον λατρεύουμε «έν πνεύματι και άληθεία» (Ιω. δ’ 23, 24). Όταν λοιπόν επικαλήσαι τον ίδιο τον Κύριο ή την Παναγία Μητέρα του ή τους Αγγέλους ή τους Αγίους, να τους επικαλήσαι με όλη σου την καρδιά. Όταν προσεύχεσαι για διάφορα προσφιλή σου πρόσωπα (ζώντας ή κεκοιμημένους), να προφέρης τα ονόματά τους με ολοκάρδιο θέρμη. Σε όλες τις περιπτώσεις αιτημάτων, που κάνεις, ας βγαίνει η προσευχή σου μες από τα βάθη της καρδιάς. Μ’ αυτή την προϋπόθεσι, «ὃ ἐὰν θέλητε αἰτήσασθε, καὶ γενήσεται ὑμῖν» (Ιω. ιε’ 7). Μ’ αυτή την προϋπόθεσι, «Εὔχεσθε ὑπὲρ ἀλλήλων ὅπως ἰαθῆτε» (Ιακ. ε’ 16).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 77-78)
134. Ο Διάβολος είναι πνεύμα, αλλά έχει περιωρισμένη δύναμι. Μπορεί να υποκινήση στιγμιαία μέσα στην ψυχή μία σκέψι αμφιβολίας, ανυπομονησίας, κακίας. Από εκεί και πέρα, αν θα πραγματοποιηθούν ή όχι οι σκοτεινοί σκοποί του, αυτό εξαρτάται από τη δική μας στάσι. Αν μείνουμε στερεοί στην πίστι του Χριστού, θα εξουδετερώσουμε την απόπειρα του πονηρού πνεύματος. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο χριστιανός πρέπει να είναι έτοιμος και προσεκτικός, όλος οφθαλμούς, σκληρός σας αδάμας, άτρωτος από όλες τις πλευρές, αμετακίνητος πάνω στο θέλημα του Θεού, ανθεκτικός σαν το αμόνι, όπως λέγει ένας αρχαίος Πατήρ της Εκκλησίας. Με τη δύναμι του Θεού, θα νικήση τότε τον εχθρό. Θα τον νικά και θα τον κατατροπώνη όλες τις ημέρες της ζωής του, έως την ώρα που θα κληθή από τον Κύριο στην άλλη, την αιώνιο ζωή. Ώ πιστό φρόνημα, μη με εγκαταλείπεις. Αμήν.
135. Να προστρέχετε, αδελφοί μου, στη Μητέρα του Θεού, όταν το σπίτι σας χάνη την ειρήνη του. Η Κυρία Θεοτόκος είναι η πηγή του ελέους και της δυνάμεως. Μπορεί εύκολα να ειρηνεύση τις ανθρώπινες καρδιές. Ως Μητέρα του Θεού της Ειρήνης, μεσιτεύει σ’ Αυτόν για την ειρήνη όλου του κόσμου και όλων των χριστιανικών σπιτιών. Έχει την ελεητική δύναμι να διώξη με ένα νεύμα της τα πονηρά πνεύματα, αυτά που με ακοίμητο αγώνα προσπαθούν να χωρίζουν τους ανθρώπους και να τους κάνουν να αλληλομισούνται. Είναι η Γοργοεπήκοος, που απαντά γρήγορα στις παρακλήσεις μας και μας δίνει την ειρήνη και την αγάπη. Γιατί, αν δεν έχουμε την πίστι και την αγάπη, γινόμαστε ανάξιοι της μεσιτείας της Θεοτόκου.
Ας την τιμάμε με βαθύ σεβασμό ως Μητέρα του Υψίστου, ως το ανώτερο των ποιημάτων του. Και ας διατηρούμε ταπεινό φρόνημα, αφού και Εκείνη ήταν τόσο ταπεινή εδώ κάτω στη γη και τίποτε δεν της αρέσει όσο η ταπεινοφροσύνη. Το διεκήρυξε η ίδια στην Ωδή της: «Ηγαλλίασε τό πνεῦμά μου ἐπί τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου ότι επέβλεψεν ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» (Λουκ. α’ 47, 48).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 75-77)
«Προσέχετε, λοιπόν, πώς ακριβώς βαδίζετε… όχι ασύνετα αλλά με σύνεση, κάνοντας καλή χρήση όλου του καιρού που έχετε…» (Εφ. 5:1-16)
Ο Ιωάννης Νιούτον, ο πλοίαρχος – πειρατής που έγινε χριστιανός κι έγραψε εμπνευσμένους χριστιανικούς ύμνους, κάποτε είπε: «Δεν είμαι ό,τι έπρεπε να είμαι. Δεν είμαι ό,τι θα επιθυμούσα να είμαι. Δεν είμαι ό,τι έλπιζα να είμαι. Αλλά, με τη χάρη του Θεού, δεν είμαι ό,τι ήμουνα». Μια ομολογία τούτη που διαρκώς ακούγεται από πλήθη λυτρωμένων αμαρτωλών, που τους κάλυψε η χάρη του Χριστού. Ο Χριστός ερχόμενος στη ζωή του αμαρτωλού δεν τον μεταβάλλει σε άγγελο, ούτε τον καθιστά αμέσως τέλειο, ούτε απότομα τον ανεβάζει στο ανάστημα της δικής Του ζωής. Τον αναγεννάει με το Πνεύμα Του και τον βάζει σε μια πορεία βαθμιαίας αύξησης, ανάπτυξης και τελειοποίησης. Αυτός είναι ο σκοπός της ροής του χρόνου γι’ αυτόν, για όσα χρόνια ο Κύριος τον προορίζει να ζήσει. Αυτή είναι η μέθοδος του Θεού, ώστε ο σωσμένος όλο και περισσότερο να βλέπει τη μηδαμινότητά του και την ανάγκη του να τον καλύπτει η ΧΑΡΗ του Θεού. Έτσι διαπιστώνει εκείνο που διαπίστωσε κι ο Νιούτον. «Με τη χάρη του Θεού δεν είμαι ό,τι ήμουνα».
«Αντισταθείτε στο διάβολο και θα φύγει από σας» (Ιακ. 4:7)
Όταν ο Εσκιμώος θέλει να συλλάβει ή να σκοτώσει ένα λύκο, παίρνει ένα κοφτερό μαχαίρι, το αλείφει με αίμα και το παγώνει. Κατόπιν το αλείφει ξανά με αίμα και το ξαναπαγώνει. Επαναλαμβάνει το ίδιο ώσπου το μαχαίρι να καλυφτεί τελείως με αίμα. Έπειτα το θάβει στο παγωμένο έδαφος με τη λεπίδα προς τα πάνω. Ο πεινασμένος λύκος με την πολύ δυνατή όσφρησή του μυρίζει το αίμα, έρχεται και το γλύφει. Γλυκαίνεται και ξαναγλύφει. Χωρίς να το καταλάβει, τελικά η γλώσσα του κόβεται. Το αίμα του αρχίζει να τρέχει μέχρι που να πέσει νεκρός.
Ο Σατανάς είναι πιο έξυπνος και πιο πανούργος από τον Εσκιμώο. Διαθέτει πολλά δολώματα: χρήμα, δόξα, σαρκικές ηδονές, αμαρτωλές απολαύσεις. Μην τον υποτιμάς. Είναι επιδέξιος ανθρωποκτόνος. Είσαι κι εσύ υποψήφιο θύμα του. Αν τσιμπήσεις το δόλωμα, χάθηκες. Στα χέρια του θα γίνεις ένα κουρέλι. Αν όμως του αντισταθείς, θα φύγει από σένα και θα σωθείς.
Ο Χριστός που σε αγαπά είναι έτοιμος να σε βοηθήσει. Αλλά θα το κάνει μονάχα αν εσύ Τον καλέσεις με προσευχή και Τον δεχτείς στην καρδιά σου.
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
Αδιόρθωτοι
κατακριτέοι
αν σείς επιμένετε στα ίδια και είστε αδιόρθωτοι,
ενώ εμείς καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια και φροντίδα
να σας οδηγούμε συνεχώς στο σωστό δρόμο της αρετής,
φανταστείτε πόση θα ‘ναι η δική μας θλίψις και η δική σας καταδίκη.
Αν και είμαστε πλέον ανεύθυνοι,
αφού δεν παραλείψαμε τίποτε από όσα απαιτούνται για την οικοδομή σας,
όμως, επειδή πάσχουμε για τη σωτηρία σας,
δεν μπορούμε να ησυχάσουμε.
Ε.Π.Ε. 2,284
δεν θέλουν να διορθωθούν
Τι σημαίνει το «προάγουσαι εις κρίσιν»;
Αναφέρεται σ’ αυτόν, που πέφτει σε αμαρτήματα κατακριτέα,
σ’ αυτόν που ‘ναι αδιόρθωτος, σ’ αυτόν, που ενώ υπάρχει ελπίδα να διορθωθή,
δεν κάνει τίποτε.
Ε.Π.Ε. 23,412
οι αιρετικοί
Θεωρεί αδιόρθωτους ο Παύλος τους αιρετικούς.
Το να παραβλέπουμε όσους έχουν ελπίδα κάποιας μεταβολής,
είναι απόδειξις οκνηρίας και αδιαφορίας.
Έτσι και το να προσπαθούμε να θεραπεύσουμε όσους πάσχουν ανίατα,
είναι δείγμα ανοησίας και κάκιστης παραφροσύνης.
Διότι έτσι τους κάνουμε θρασύτερους.
Ε.Π.Ε. 24,124
Αδωροδόκητος
ο θάνατος
Είναι δήμιος ο θάνατος, που με τίποτε δεν δωροδοκείται.
Το χέρι του δεν πείθεται με το χρυσάφι που θα βάλης.
Ούτε χρηματίζεται απ’ τους πλουσίους, για να τους αφήσει.
Όλους τους φυλακίζει μέσα στους τάφους.
Ε.Π.Ε. 31,382
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 106-107)
Η ταλαιπωρία των παιδιών εξ' αιτίας των γονέων
-Γέροντα, μια μητέρα μας ρώτησε τί να κάνη που η κόρη της βρίζει την Παναγία.
-Να εξετάση από που ξεκινάει το κακό. Μερικές φορές σε τέτοιες περιπτώσεις φταίνε οι γονείς.
Όταν οι ίδιοι δεν συμπεριφέρωνται καλά, δεν βοηθούν τα παιδιά και εκείνα μιλούν με αναίδεια.
Τότε δέχονται μια επήρεια δαιμονική και αντιδρούν άσχημα.
Άλλοτε πάλι οι γονείς νομίζουν ότι με το ζόρι θα κάνουν καλά παιδιά.
Μπαίνει και ο εγωισμός και τους μιλούν με αγανάκτηση, ενώ πρέπει να τους φέρωνται πάντα με το καλό.
Σήμερα μια γυναίκα με έσκασε! Έχει ένα παιδάκι και το δέρνει αλύπητα.
Από την φοβία το κακόμοιρο τρέμει, δεν μπορεί να μιλήση, έπαθαν τα νεύρα του.
«Έχει δαιμόνιο», της λένε και αυτή το αφήνει νηστικό, για να φύγη δήθεν το δαιμόνιο.
«Δεν του δίνω να φάη, μου είπε, για να φύγη το δαιμόνιο». «Βρέ, είσαι στα καλά σου; της λέω.
Δώσε στο παιδί να φάη. Κοίταξε, τα δικά σου δαιμόνια να φύγουν.
Εσύ έγινες αφορμή και σακατεύτηκε το παιδί. Το παιδί δεν έχει δαιμόνιο, τρέμει, γιατί φοβάται εσένα που το δέρνεις!
Το κοινωνάς τακτικά;». «Όχι», μου λέει. Αντε να συνεννοηθής!
-Γέροντα, μήπως, επειδή μερικές φορές βρίζει, γι’ αυτό λένε ότι έχει δαιμόνιο;
-Βρίζει! Όταν με το ζόρισμα που του κάνει η μάνα πάη να το πνίξη, δεν ξέρει κι εκείνο τί κάνει μετά.
Κρίμα το καημένο! Δαιμονισμένη είναι η μάνα του, δεν είναι το παιδί.
Πάντως θα δούμε παράξενα πράγματα την ημέρα της Κρίσεως!
Στα χρόνια της ειδωλολατρίας οι μητέρες έκαιγαν τα παιδιά τους μπροστά στο άγαλμα του Μολόχ,
για να συμμετάσχουν στην δοξολογία προς τον θεό! Αν γνώριζαν τον πραγματικό Θεό, τί θυσίες θα έκαναν!
Αυτές θα έχουν ελαφρυντικά την ημέρα της Κρίσεως, γιατί παρασύρθηκαν.
Οι σημερινές όμως μητέρες με την αδιαφορία που έχουν για τα παιδιά τους τί ελαφρυντικά θα έχουν;
Θα τις πη ο Θεός: «Εσείς γνωρίζατε τον αληθινό Θεό, βαπτιστήκατε, τόσα ακούσατε, τόσα μάθατε, ο Ίδιος ο Θεός σταυρώθηκε για να σας σώση,
και τί κάνατε; Βαριόσασταν να πάτε τα παιδιά σας να τα κοινωνήσετε στην εκκλησία!
Εκείνες νόμιζαν ότι ο Μολόχ είναι ο αληθινός Θεός και πρόσφεραν θυσία ακόμη και τα παιδιά τους. Εσείς τί κάνατε;».
Τα σφάλματα των γονέων τα πληρώνουν τα παιδιά! Μερικοί γονείς καταστρέφουν τα παιδιά τους, αλλά ο Θεός δεν είναι άδικος,
έχει μεγάλη και ιδιαίτερη αγάπη για τα παιδιά που έχουν αδικηθή στον κόσμο αυτόν είτε από τους γονείς τους είτε από άλλους ανθρώπους.
Όταν οι γονείς γίνωνται αιτία να πάρη το παιδί στραβό δρόμο, ο Θεός δεν θα το αφήση, γιατί δικαιούται την θεία βοήθεια.
Θα οικονομήση έτσι τα πράγματα, ώστε να βοηθηθή. Να, βλέπουμε μερικούς νέους, αλλά και ηλικιωμένους ακόμη,
πώς κάποια στιγμή παίρνουν απότομα μια καλή στροφή.
Θυμάμαι μια περίπτωση: Σε μια οικογένεια με δυο παιδιά, ο πατέρας, η μάνα και η κόρη ήταν άθεοι.
Το αγόρι έμπλεξε πρώτα με τον μαρξισμό. Δεν αναπαύθηκε, πήγε στον Ινδουισμό.
Δεν αναπαύθηκε κι εκεί, και ήρθε στο Αγιον Όρος. Ερχόταν συχνά στο Καλύβι, πήγαινε και σε άλλα Κελλιά.
Οι γονείς του όλον αυτόν τον καιρό «Χριστέ μου, Παναγία μου, φύλαξε το παιδί μας», έλεγαν.
Αφού κάθησε ένα διάστημα στο Όρος και κάπως συνήλθε και δυνάμωσε πνευματικά, γύρισε στο σπίτι του - γιατί δεν ήταν για τον Μοναχισμό -,
και βοήθησε πνευματικά και τον πατέρα και την μάνα του.
Τώρα, βλέπω, ο πατέρας του πρώτος-πρώτος στέκεται στην αγρυπνία.
Λέει τον Προοιμιακό στην εκκλησία, διαβάζει στο σπίτι τον εσπερινό, το απόδειπνο, την παράκληση.
Πώς τα οικονόμησε ο Θεός! Πήγε ο διάβολος να κάνη κακό, αλλά ο Θεός τα ’φερε από ’δώ-από ’κεί και τους έφερε όλους σε λογαριασμό.
-Και το κορίτσι, Γέροντα;
-Κι αυτό σιγά-σιγά έρχεται σε λογαριασμό. Δίνει ευκαιρίες ο Θεός.
-Γέροντα, μερικοί γονείς που αρχίζουν να ζουν πνευματικά σε μεγάλη ηλικία στενοχωριούνται που δεν έδωσαν χριστιανική αγωγή στα παιδιά τους, όταν ήταν μικρά.
-Αν έχουν ειλικρινή μετάνοια και παρακαλέσουν τον Θεό να βοηθήση τα παιδιά τους, ο Θεός κάτι θα κάνη γι’ αυτά, θα τους ρίξη κανένα σωσίβιο,
για να σωθούν από την φουρτούνα στην οποία βρίσκονται. Ακόμη και αν δεν παρουσιασθούν άνθρωποι, για να τα βοηθήσουν, μπορεί και κάτι που θα δούν να συντελέση,
ώστε να πάρουν μια καλή στροφή. Να ξέρετε, αυτοί οι γονείς είχαν καλή διάθεση, αλλά δεν βοηθήθηκαν μικροί από την οικογένειά τους
και δικαιούνται την θεία βοήθεια.
-Καμμιά φορά, Γέροντα, τα παιδιά ζουν πνευματική ζωή, αλλά συναντούν πολλές δυσκολίες από τους γονείς τους που είναι αδιάφοροι.
-Γι’ αυτά τα παιδιά ο Θεός φροντίζει περισσότερο από τα άλλα που έχουν γονείς που ζουν πνευματικά, όπως φροντίζει και για τα ορφανά.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 98-101)
"Ήμουν πολύ άρρωστος, ήταν πολύ ωραία!
"Ο Γέροντας μας απεκάλυπτε μυστήρια του Θεού, όχι μόνο με τη διδασκαλία του, αλλά και με τα βιώματά του.
Είναι γεγονός ότι, μέσα στις σωματικές ασθένειές του, "ετελειώθη η δύναμις" του Κυρίου,
φανερώθηκαν τα θαυμαστά έργα Του και δοξάσθηκε το όνομά Του.
Είναι επίσης αλήθεια ότι, με την ανεξάντλητη καρτερία του, μέσα στην οδύνη των ασθενειών αυτών,
καταισχύνθηκε ο διάβολος και αποδείχθηκε, ότι ο Γέροντας έγινε "πιστός άχρι θανάτου" στο Θεό,
όχι από ωφελιμιστική υστεροβουλία, αλλά μόνο από αγάπη, όπως ο "αληθινός, άμεμπτος,δίκαιος, θεοσεβής,
απεχόμενος από παντός πονηρού πράγματος" Ιώβ που, με την ομώνυμη υπομονή του,
διέψευσε τις καυχησιολογίες του σατανά και επιβεβαίωσε την υπεροχή της θείας αγάπης, που "ουδέποτε εκπίπτει".
Ο Θεός επέτρεψε στο διάβολο να τον προκαλέσει και να βάλει σε πειρασμό το Γέροντα με τις σωματικές ασθένειες,
κι ο Γέροντας δέχθηκε με αγαπητική αυταπάρνηση αυτό τον πειρασμό.
Αυτή η αυταπάρνησή του μας βοηθά να καταλάβουμε, έστω λίγο, την έκφραση της, εκπληκτικής για μας, εμπειρίας του:
"Ήμουν πολύ άρρωστος, πονούσα δυνατά, ήταν πολύ ωραία".
Ο Γέροντας δεν ήθελε να πονά παθητικά, για να ηττάται από τον πόνο και να βυθίζεται στο νοσηρό αυτό οικτιρμό της αποτυχίας,
αλλά αντίθετα, αποδεχόταν ηρωικά κάθε δαιμονική πρόκληση του πόνου, για να τον νικά, με τη δύναμη του Χριστού,
και να πετά, όλο και πιο υγιής ψυχικά, πάνω απ' αυτόν, όπως οι άγιοι μάρτυρες.
[Γ 210π.]
"Από των πολλών μου αμαρτιών… "
Μου είπε ο Γέροντας: -Όταν ήμουν νεότερος, παρακάλεσα το Θεό να μου στείλει την αρρώστια του καρκίνου
για να πονώ για την αγάπη Του. Ένα χειμώνα μ' έστειλαν οι Γέροντες για σαλιγκάρια.
Τέσσερις ώρες μέσα στα χιόνια μάζευα. Στην πλάτη είχα το βρεγμένο σακούλι, σαν πάγος.
Αρρώστησα από πλευρίτιδα. Δεν είχαμε καλό φαΐ, ούτε φάρμακα. Έγινα πετσί και κόκκαλο.
Τους λέω, θα πεθάνω. Ήλθε ο αδερφός μου από μακριά. Μου έβαλε εκδόριον. Ξέρεις τί είναι το εκδόριον;
-Όχι, δεν ξέρω.-Ένα τετράγωνο κομμάτι δέρμα, το κολλάνε στην πλάτη εκεί που έχει το υγρό.
Μαζεύει όλο το υγρό της πλευρίτιδας. Σαν μια φουσκάλα φούσκωσε.
Μετά μία εβδομάδα το έκοψαν με το ψαλίδι γύρω γύρω, μαζί με το δέρμα.
Τρομερός πόνος… Κι εγώ από τον πόνο έψαλλα: "Από των πολλών μου αμαρτιών… "
Μετά κόλλησαν στην πληγή ένα τσιρότο από κερί και άλλες ουσίες. Αυτό μάζευε το πύον και έκαναν αλλαγές.
Κάθε αλλαγή, καινούριοι πόνοι. Επειδή είχα ανάγκη φαγητού, με έστειλαν ένα μήνα στην Αθήνα.
Συνερχόμουνα και αμέσως επέστρεφα. Ξανά αρρώστησα. Με έστειλαν δύο μήνες, τα ίδια.
Αμέσως ξαναγύρισα, και ξαναρρώστησα. Τελικά, μετά από σύσκεψη, απεφάσισαν να με διώξουν οριστικά.
Με δάκρυα πολλά τους αποχαιρετήσα. Ο παραδελφός μου με συνόδευσε ως το πλοίο.
Κλαίγαμε και οι δύο.-Παπά μου, μην κλαις, του έλεγα, θα ξαναέλθω..
-Παιδί μου, μην κλαις, μου έλεγε, θα σε ξαναφέρει η Παναγία.
[Ά 41π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ. 100-102)
Η ηγουμένη της Ι. Μονής του Χρυσοβαλάντου στην Κωνσταντινούπολη, οσία Ειρήνη (Θ΄ αιών), καλλιέργησε εξαιρετικά την προσευχή. Πολλές φορές αφοσιωνόταν σ’ αυτήν ολόκληρα εικοσιτετράωρα! Τα υψωμένα προς τον ουρανό οσιακά της χέρια πάθαιναν αγκύλωση και μια μοναχή ανελάμβανε να τα επαναφέρη στη θέση τους.
Συχνά έβγαινε τις νύχτες στην αυλή της μονής και αγρυπνούσε με πολλή κατάνυξη. Έβλεπε τα άστρα, την ομορφιά και το μεγαλείο του ουρανού, και χαιρόταν και δόξαζε τον πάνσοφο Δημιουργό.
Μια νύχτα βγήκε αθόρυβα στην ίδια αυλή κάποια μοναχή και αντίκρυσε ένα εξαίσιο θέαμα: Η γερόντισσά της προσευχόταν και τα πόδια της δεν άγγιζαν στο έδαφος. Βρισκόταν μετέωρη στον αέρα δύο πήχες πάνω από το έδαφος! Δύο πανύψηλα κυπαρίσσια έκλιναν τις κορυφές τους μέχρι τη γη μπροστά στην αγία και παρέμειναν στη θέση αυτή, εώς ότου τελείωσε την προσευχή της! Τότε τα πλησίασε, άγγιξε τις κορυφές τους και τα ευλόγησε σταυροειδώς. Μετά απ’ αυτό επέστρεψαν στη φυσική τους θέση.
Η αδελφή νόμισε πως έβλεπε φάντασμα και άρχισε να τρέμη. Επειδή όμως το θέαμα διήρκεσε αρκετή ώρα, έτρεξε στο κελλί της ηγουμένης και βρίσκοντάς το άδειο κατάλαβε ότι είχε στ’ αλήθεια παρακολουθήσει ένα θαυμαστό γεγονός!
Και τότε μεν δεν αποκάλυψε τίποτε. Μια άλλη όμως νύχτα η οσία Ειρήνη έδεσε στις χαμηλωμένες κορυφές των κυπαρισσιών δύο μαντήλια. Την επόμενη μέρα οι αδελφές τα επεσήμαναν και απορούσαν. Ρωτούσαν η μία την άλλη, ποιος και πότε και με τι τρόπο μπόρεσε ν’ ανέβη τόσο ψηλά και να δέση εκεί τα μαντήλια. Τότε η αδελφή, που είχε δει το θαυμαστό θέαμα, έδωσε τη σωστή ερμηνεία. Οι άλλες αδελφές συγκινήθηκαν μέχρι δακρύων. Η οσία όμως, όταν το πληροφορήθηκε, έδωσε την εντολή να παύσουν να διηγούνται το θαύμα.
(Συναξαριστής Ζ΄)
("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τ. Γ΄, σελ. 213-214)
Ο υπερήφανος δεν έχει πνευματικές πτήσεις αλλά πτώσεις
- Γέροντα, υποχώρησαν τα δέκατα που είχα.
- Χαίρομαι πολύ που υποχώρησαν - δόξα τω Θεώ -, γιατί πολύ σε ταλαιπωρούσαν. Πιστεύω ότι τώρα θα υποχωρήσουν και τα πνευματικά δέκατα, αν πιάσης την υπερηφάνεια από την οποία προέρχονται. Γιατί είναι αλήθεια ότι η υπερηφάνεια ανεβάζει όχι μόνο δέκατα πνευματικά αλλά και μεγάλο πυρετό πνευματικό. Ανάλογα με το ανέβασμα της υπερηφανείας είναι και το ανέβασμα του πνευματικού πυρετού, ο οποίος επιδρά και στο σώμα, και αρχίζει να ανεβαίνη και ο σωματικός πυρετός, επειδή η ψυχή και το σώμα συνεργάζονται.
Η υπερηφάνεια είναι η μεγαλύτερη πνευματική αρρώστια. Σαν την βδέλλα πού, αν κολλήση επάνω σου, σού ρουφάει το αίμα, έτσι και η υπερηφάνεια ρουφάει όλο το εσωτερικό του ανθρώπου. Φέρνει και πνευματική ασφυξία, γιατί καταναλώνει όλο το πνευματικό οξυγόνο της ψυχής.
- Γέροντα, έχω προσέξει πώς, μόλις βάλω μια σειρά στον αγώνα μου, γίνονται
όλα...
- Φαίνεται, λές με τον λογισμό σου «καλά πάω», γι’ αυτό ύστερα έχεις πτώσεις. Ο υπερήφανος δεν έχει πνευματικές πτήσεις αλλά πτώσεις.
- Γέροντα, ό,τι και να κάνω ή να πώ, βλέπω ότι με κεντά η υπερηφάνεια.
- Ό,τι κάνεις, να το κάνης με ταπεινό λογισμό, γιατί διαφορετικά βάζεις τον διάβολο ακόμη και στις καλές ενέργειές σου. Αν, ας υποθέσουμε, λέη κάποιος υπερήφανα: «θά πάω να κάνω μια καλωσύνη», βάζει και τον διάβολο μέσα και μπορεί να συναντήση ένα σωρό εμπόδια και τελικά να μην μπορέση να πάη. Ενώ, αν πάη αθόρυβα να κάνη μια καλωσύνη, τότε δεν μπαίνει ο διάβολος.
- Πώς γίνεται, Γέροντα, η σωστή πνευματική εργασία στον εαυτό μας;
- Μυστικά και σιωπηλά. Η πνευματική εργασία είναι πολύ λεπτή και χρειάζεται πολλή προσοχή στην κάθε μας ενέργεια. Η πνευματική ζωή είναι «επιστήμη επιστημών», λένε οι Αγιοι Πατέρες. Τί εγρήγορση χρειάζεται! Το ανέβασμα στην πνευματική ζωή είναι σαν το ανέβασμα σε μια κυκλική σκάλα που δεν έχει κάγκελα. Αν ανεβαίνη κανείς χωρίς να βλέπη που πατούν τα πόδια του και λέη: «ώ, πόσο ψηλά ανέβηκα! και που θα φθάσω ακόμη!», παραπατάει και πέφτει κάτω.
- Γιατί, Γέροντα, δεν έχει κάγκελα η σκάλα;
- Γ ιατί είναι ελεύθερος ο άνθρωπος και πρέπει να χρησιμοποιή το μυαλό που του έδωσε ο Θεός. Αν δεν το χρησιμοποιή σωστά, τί να τον κάνη ο Θεός;
- Γέροντα, μπορεί μια κατάσταση πνευματικής ξηρασίας να έχη αιτία την υπερηφάνεια;
- Ναί, αν υπάρχη υπερηφάνεια, ο Θεός επιτρέπει να μένη ο άνθρωπος σε μια κατάσταση οκνηρίας, ακηδίας και ψυχρότητος, γιατί, αν τον βοηθήση και γευθή κάτι ουράνιο, τότε ένα κι ένα θα το πάρη επάνω του, θα νομίζη ότι αυτό οφείλεται στον αγώνα που έκανε και θα υπερηφανεύεται: «Αγωνισθήτε! θα λέη μετά και στους άλλους. Εγώ αγωνίσθηκα και τί αξιώθηκα να ζήσω!», και έτσι θα πληγώνη ψυχές. Γι’ αυτό ο Θεός τον αφήνει να χτυπηθή, όσο χρειάζεται, για να πεθάνη η ιδέα που έχει για τον εαυτό του, να απελπισθή με την καλή έννοια από τον εαυτό του και να νιώση το «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 82-84)
ΈΝΑΣ μαγιστριανός (αξιωματικός του βυζαντινού στρατού) πήγαινε μαζί με τον υπασπιστή του σε κάποια εμπιστευτική αποστολή. Καθώς περνούσαν, τρέχοντας πάνω στα γρήγορα άλογά τους, σ’ έναν δρόμο ερημικό, σκόνταψαν πάνω σ’ ένα ολόγυμνο πτώμα που κειτόταν καταμεσίς του δρόμου.
- Ο δυστυχισμένος σίγουρα θα έχει πέσει θύμα ληστών, που λυμαίνονται τούτα τα μέρη, είπε ο αξιωματικός.
Αψηφώντας κάθε κίνδυνο που κι ο ίδιος διέτρεχε, όσο αργοπορούσε στ’ άγρια εκείνα μέρη, κατέβηκε από τ’ άλογο, έβγαλε την χλαίνα του και τύλιξε το γυμνό αιμόφυρτο σώμα. Ύστερα άνοιξε έναν πρόχειρο τάφο με την βοήθεια του συντρόφου του κι εθαψε τον άγνωστο. Όταν τέλειωσε όλη εκείνη η διαδικασία, ανέβηκε πάλι στο άλογο ο ευγενής νέος να συνεχίσει το ταξίδι του. Είχε όμως άρκετά καθυστερήσει και κινδύνευε να νυχτωθεί στην έρημο. Σπιρούνιζε λοιπόν το ζώο και κάλπαζε ασυλλόγιστα. Ξαφνικά εκείνο αφηνίασε και τον πέταξε κάτω. Αναίσθητο σχεδόν
από το φοβερό χτύπημα τον μετέφερε ο υπασπιστής του στο πιο κοντινό χάνι και φώναξε αμέσως έναν γιατρό.
Ο μαγιστριανός είχε σπάσει το δεξί του πόδι και υπέφερε φοβερά. Την άλλη μέρα η κατάστασή του χειροτέρεψε. Το πόδι μελάνιασε ολόκληρο κι οι πόνοι έγιναν αφόρητοι. Όσοι ειδικοί τον είδαν, είπαν πως έπρεπε χωρίς αναβολή να κοπεί. Δεν έπαιρνε θεραπεία, γιατί είχε αρχίσει ήδη να σαπίζει. Την επομένη θα του το έκοβαν οριστικά.
Την νύχτα ο νεαρός αξιωματικός δεν μπορούσε να κλείσει μάτι από τους πόνους και την θλίψη του. Έκλαιγε την συμφορά του και βογγούσε απελπιστικά. Θα είχαν φτάσει πια μεσάνυχτα, όταν είδε ξαφνικά ν' ανοίγει μ’ ένα ελαφρό τρίξιμο η πόρτα του δωματίου του και να μπαίνει μέσα κάποιος άγνωστος νέος. Πλησίασε το κρεββάτι του.
- Τί έχεις και βογγάς; τον ρώτησε με πολλή συμπάθεια.
- Τί θέλετε να κάνω, κύριε; είπε με πολύ κόπο ο άρρωστος, νομίζοντας πως ήταν κανένας από τους νυχτερινούς πελάτες του πανδοχείου που είχε ανησυχήσει από τα βογγητά του. Το πρωί θα μου κόψουν το πόδι οι γιατροί.
- Δείξε μου το χτύπημά σου.
Ο νέος έδειξε το πόδι του. Ο άγνωστος τότε με μεγάλη επιτηδειότητα έλυσε τους επιδεσμους. Το έτριψε απαλά με το χέρι του και είπε στον άρρωστο να σηκωθεί και να περπατήσει.
- Τί μου λέτε; άρχισε να διαμαρτύρεται εκείνος. Δεν βλεπετε πως είναι εντελώς σπασμένο και δεν επιδεχεται θεραπεία; Σας είπα πως θα το κόψουν το πρωί.
- Στηρίξου επάνω μου και περπάτησε, είπε με επιμονή ο άγνωστος, δεν έχεις τίποτε.
Ο άρρωστος τότε πιάστηκε από το χέρι που του άπλωσε ο παράξενος νυχτερινός επισκέπτης. Κατέβηκε με ευκολία από το κρεββάτι και σαν τρελός από την χαρά του, άρχισε να πηγαίνει πέρα-δώθε μέσα στο δωμάτιο, χωρίς την παραμικρή δυσκολία. Ούτε πόνο πια ένιωθε.
- Είδες λοιπόν που θεραπεύτηκες εντελώς! Πλάγιασε τώρα να κοιμηθείς και μην στενοχωριέσαι πια, του είπε ο άγνωστος και του έδωσε το χέρι να τον αποχαιρετήσει.
- Φευγετε, κύριε; ρώτησε ο μαγιστριανός.
- Τί άλλο θέλεις από μένα; Τώρα είσαι καλά.
- Για τ’ όνομα του Παντοδύναμου Θεού, που σε οδηγησε ως εδώ, πες μου. ποιός είσαι; φώναξε γεμάτος συγκίνηση ο νέος.
- Κοίταξέ με καλά. Δεν με αναγνωρίζεις;
- Όχι, έγνεψε ο αξιωματικός.
- Μήπως γνωρίζεις τούτη την χλαίνη;
Ο νέος έμεινε αναυδος από την έκπληξη.
- Είναι δική μου, ψιθύρισε όταν συνήλθε.
- Είμαι εκείνος που με σκεπασες με την χλαίνη σου. Ο Θεός μ’ έστειλε εδώ να σε γιατρέψω. Εκείνον να ευγνωμονείς σ’ όλη σου την ζωή. Και λέγοντας αυτά έγινε άφαντος.
Το πρωί, που ήρθαν οι γιατροί για την εγχείρηση, βρήκαν τον μαγιστριανό έτοιμο για ταξίδι. Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Κι αναγκάστηκαν να παραδεχτούν το θαύμα. Από τότε ο ευγενής αξιωματικός έγινε πιο θερμός στην πίστη και δεν έπαυσε σ’ όλο το διάστημα της ζωής του να ελεεί ζωντανούς και πεθαμένους.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.105-107)
1,14. «εν ω έχομεν την απολύτρωσιν, την άφεσιν των αμαρτιών».
Ο Σωτήρας απελευθέρωσε τους ανθρώπους «από την εξουσία του σκότους» και μετέφερε αυτούς στο βασίλειο του φωτός, αφού με τον δικό Του Θεανθρώπινο αγώνα τους έσωσε από την αμαρτία και τον θάνατο.
Με την αμαρτία οι άνθρωποι, παρέδωσαν τον εαυτό τους στην δουλεία του θανάτου. Με τον αναμάρτητο θάνατό Του, ο Κύριος, μας «εξηγόρασε» απ’ αυτή την δουλεία. Δεν μπορούσε, δεν ήταν δυνατό, σε καμιά περίπτωση, Αυτός να «καταστεί» δούλος του θανάτου, γιατί ήταν αναμάρτητος.
Και σαν αναμάρτητος, δεν είχε υποχρέωση, δεν έπρεπε (λογικά) να πεθάνει, αλλά από άφατη και χωρίς όρια φιλανθρωπία, εκούσια, «οικειοθελώς» δέχτηκε τον θάνατο και κατέβηκε στο βασίλειο του θανάτου, όπου οι ανθρώπινες ψυχές ήσαν «δούλες», εξαιτίας της αμαρτίας, για να τις απελευθερώσει.
Έτσι ο θάνατος και όλες οι ανθρώπινες ψυχές, που βρισκόντουσαν στο βασίλειό του, για πρώτη φορά έβλεπαν αναμάρτητο άνθρωπο και τόση ανθρώπινη αξία και τιμή, που ποτέ και πουθενά δεν υπήρχε. Και δεν ήταν σε θέση (ο θάνατος) να Τον κρατήσει στο βασίλειό του. Γιατί σε Αυτόν δεν υπήρχε αμαρτία, ούτε να Τον συλλάβει για οποιαδήποτε αμαρτία, αφού ήταν αναμάρτητος, και να Τον αιχμαλωτίσει, όπως έκανε με τους λοιπούς ανθρώπους.
Αντίθετα, με την παρουσία Του στο βασίλειο του θανάτου, Αυτός κατέστρεψε το βασίλειο του θανάτου και της αμαρτίας, με την αναμάρτητη και γι’ αυτό, παντοδύναμη ανθρώπινη φύση Του1. Και αυτό το έκανε για τους ανθρώπους.
Γιατί σαν νέος Αδάμ, σαν νέος γενάρχης του ανθρώπινου γένους, σαν νέος «κατέχων» όλη την ανθρώπινη φύση, Αυτός έφερε την παντοδυναμία Του στους ανθρώπους και τους ελευθέρωσε από την δουλεία του θανάτου.
Η «εξαγορά» που έκανε ο Κύριος είναι τέλεια, με το ότι Αυτός έδωσε στον θάνατο τον Εαυτό του, δηλ. την αθάνατη Θεανθρώπινη Παναξία του και έτσι ελευθέρωσε το ανθρώπινο γένος από την δουλεία του θανάτου.
Ο θάνατος σαν άπληστος που ήταν ήθελε να καταβροχθίσει και αυτή την παναξία, αλλά το βασίλειό του καταστράφηκε και κονιορτοποιήθηκε απ’ αυτήν.
Μετά από μια τέτοια «χωρίς άλλο παράδειγμα» εξαγορά, ο θάνατος δεν μπορούσε, ούτε είχε πλέον κανένα δικαίωμα να κρατήσει περισσότερο στην εξουσία του την ανθρώπινη φύση. Η τελευταία εξαγοράσθηκε με τον πιο οφθαλμοφανή και τον πιο πειστικό τρόπο. Γιατί ποιος άλλος μπορούσε ποτέ να δώσει τόσα για εξαγορά από τέτοια δουλεία;
Και ο φιλάνθρωπος Κύριος έδωσε τον Εαυτό του, τον Αναμάρτητο Θεάνθρωπο, έχυσε το πανάχραντο Θεανθρώπινο αίμα Του, που κάθε σταγόνα Του αξίζει περισσότερο απ’ όλους τους κόσμους μαζί. Γιατί μόνο «εν Αυτώ» έχουμε «άφεση αμαρτιών», γιατί μόνο Αυτός έχει εξουσία να αφήνει αμαρτίες». (Μτ. 9,6 Ιω. 20,22).
(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σ. 31-33)
1. Η ανθρώπινη φύση Του ήταν πάντοτε «ασυγχύτως και αδιαιρέτως» ενωμένη με την Θεία Του φύση, στο ένα Θεανθρώπινο πρόσωπό Του.