Πάλιν ο πρωταίτιος του κακού όφις σηκώνει την κεφαλήν εναντίον μας και σιγοψιθυρίζει τα αντίθετα προς την αλήθειαν. Ή μάλλον, αφού η ιδική του κεφαλή συνετρίβει με τον σταυρόν του Χριστού, κεφαλήν του κάμνει τον καθένα από εκείνους οι οποίοι με το πέρασμα των γενεών πείθονται εις τας ολεθρίας συστάσεις και ούτω, εμφανίζων σαν η ύδρα πολλάς κεφαλάς προς τα άνω, δεν σταματά να διαλαλή με αυτάς εις τα ύψη την αδικίαν. Ούτω προσήρμοσεν εις το έρπον σώμα του, Αρείους, Απολιναρίους, Ευνομίους, Μακεδονίους, και πολλούς άλλους οι οποίοι προσεκολλήθηοαν εις αυτόν, και δια της γλώσσης αυτών άφησε το δηλητήριόν του κατά της Ιεράς Eκκλησίας.
Έχρησιμοποίησεν αντί ιδικών του οδόντων τους λόγους εκείνων και ενέπηξεν αυτούς εις την ευσεβή πίστιν κατά τα πρώτα της βήματα, σαν εις ρίζαν νεαρού φυτού το οποίον θάλλει λαμπρώς και είναι γεμάτον ωραιοτάτους καρπούς, αλλά δεν ημπόρεσε και να το καταστρέψη. Διότι συνετρίβη εις τους οδόντας του από αυτούς πάλιν οι οποίοι εδήχθησαν, από αυτούς οι οποίοι έκαμαν πραγματικά κεφαλήν των τον Χριστόν.
Αυτός λοιπόν ο νοερός και δι’ αυτό περισσότερον επάρατος όφις, το πρώτον και μεσαίον και τελευταίον κακόν, ο πονηρός και εκτρέφων παντοτινά την χαμερπή και γήινην πονηρίαν, ο ακάματος επιτηρητής της πτέρνης, δηλαδή της απάτης, ο εφευρετικώτατος και αμηχάνως ευμήχανος προς κάθε ασεβή δοξασίαν σοφιστής, δεν έχει καθόλου λησμονήσει την κακοτεχνίαν του.
Τώρα λοιπόν εισάγει δια των πειθηνίων του Λατίνων νέους περί Θεού όρους, οι οποίοι φαίνεται μεν να έχουν μικράν παραλλαγήν, αλλά γίνονται αφορμαί μεγάλων κακών, φέρουν πολλά δεινά, εκφυλιστικά της ευσεβείας και άτοπα, και δεικνύουν εις όλους φανερά ότι και το μικρότερον εις τα σχετικά με τον Θεόν δεν είναι μικρόν. Διότι εάν εις τα εγκόσμια όντα, αφού δοθή αρχικώς εν άτοπον, τα άτοπα γίνονται πολλά, πώς δεν θα γίνουν μάλλον πολλά τα ατοπήματα, αφού δοθή ασεβώς εν άηθες επί του θέματος της κοινής των όλων αρχής και των σχετικών με αυτήν αναποδείκτων αρχών;
Προς τα ατοπήματα αυτά θα εξέπιπτε φανερά το γένος των Λατίνων, αν το μεγαλύτερον μέρος της κακοδοξίας δεν ανηρείτο από ημάς αντιλέγοντας εις την καινοφωνίαν του δόγματος. Πράγματι τόσον πολύ ενίοτε υποχωρούν, ώστε να λέγουν ότι έχουν την ιδίαν με ημάς γνώμην, διαφωνούντες μόνον εις τους λόγους, ψευδολογούντες προς τον εαυτόν των λόγω της στενόχωρου θέσεώς των.
Αφού όμως ημείς δεν δεχόμεθα την ύπαρξιν του αγίου Πνεύματος ως προερχομένην και από την υπόστασιν του Υιού, εκείνοι δε την δέχονται και από την του Υιού, είναι από τα αδύνατα να καταλήγωμεν και οι δύο εις μίαν έννοιαν• διότι εις είναι ο μονογενής και μία η ύπαρξις του Πνεύματος. Η απόφασις λοιπόν αντίκειται προς την κατάφασιν και πάντοτε είναι ψευδής η μία, εάν είναι αληθής η άλλη• και δεν είναι δυνατόν να είμεθα εις την αλήθειαν, όταν περί του ιδίου πράγματος αποδώσωμεν και αρνηθώμεν το αυτό.
(ΕΠΕ,τόμος 1,69-71)
ζ΄. Είπε πάλι, ότι κάποιος γέρων έμενε σε ένα πρώην ειδωλολατρικό ιερό. Και ήλθαν οι δαίμονες και του έλεγαν : « Φύγε από τον τόπο μας ». Και ο γέρων αποκρίθηκε : « Σεις δεν έχετε τόπο ». Και βάλθηκαν να του σκορπίζουν τα φοινικόφυλλα μονομιάς. Ο δε γέρων επέμενε να τα ξαναμαζεύη. Ύστερα ο δαίμων τον αδράχνει από το χέρι και τον σέρνει έξω. Φτάνοντας όμως στην πόρτα, ο γέρων την έπιασε με το άλλο χέρι δυνατά, φωνάζοντας : « Ιησού, βοήθησε με » Και ευθύς ο δαίμων έφυγε. Και ο γέρων άρχισε να κλαίη. Ο δε Κύριος του είπε : «Γιατί κλαις ; ». Και λέγει ο γέρων, ότι τόλμησαν οι δαίμονες να κρατήσουν τον άνθρωπο και τέτοια να του κάμουν. Του είπε τότε ο Κύριος : « Αυτό έγινε από δική σου αμέλεια. Γιατί, όταν με αποζήτησες, είδες πως σου συμπαραστάθηκα ». Και πρόσθεσε ο γέρων ότι τα διηγήθηκε αυτά, γιατί χρειάζεται πολύς κόπος και αν δεν καταβληθή κόπος, δεν μπορεί τινάς να έχη τον Θεό μαζί του. Τον Θεό όπου για μας σταυρώθηκε.
η΄. Ένας αδελφός πήγε στον Αββά Ηλία τον ησυχαστή στο Κοινόβιο του σπηλαίου του Αββά Σάββα και του λέγει : « Αββά, πες μου κάτι ». Ο δε γέρων του αποκρίνεται : « Στις μέρες των πατέρων μας, αγαπούσαν αυτές τις τρεις αρετές : την ακτημοσύνη, την πραότητα και την εγκράτεια. Τώρα όμως επικρατούν στους μοναχούς η πλεονεξία, η γαστριμαργία και η θρασύτης. Διάλεξε και πάρε ».
Του Αββά Θεοδώρου της Φέρμης
α’. Ο Αββάς Θεόδωρος της Φέρμης απόχτησε τρία βιβλία ψυχοφελῆ. Πηγαίνει λοιπόν στον Αββά Μακάριο και του λέγει: «Έχω τρία ψυχοφελῆ βιβλία και μου κάνουν καλό. Αλλά και οι αδελφοί μου τα χρησιμοποιούν και ωφελούνται. Πες μου λοιπόν, τι θα έπρεπε να κάμω; Να τα κρατήσω για ωφέλεια την δική μου και των αδελφών η να τα πουλήσω και να δώσω τα χρήματα στους φτωχούς;». Του αποκρίνεται ο γέρων και του λέγει: « Καλές βέβαια οι πράξεις αλλά το πιο σπουδαίο απ όλα είναι η ακτημοσύνη• ». και ακούγοντας το, έφυγε, τα πούλησε και μοίρασε τα χρήματα στους φτωχούς.
β.’ Κάποτε αδελφός που διέμενε στα Κελλιά, δεν εύρισκε ανάπαυση ζώντας μόνος του. Πήγε λοιπόν στον Αββά Θεόδωρο της Φέρμης και του το ανέφερε. Και ο γέροντας του είπε: « Πήγαινε, ταπείνωσε τον λογισμό σου και υποτάξου και μείνε με άλλους ». Ξαναγυρίζει στο γέροντα και του λέγει: «Ούτε με τους ανθρώπους βρίσκω ανάπαυση ». Και του λέγει ο γέρων: « Αφού ούτε μόνος ειρηνεύεις ούτε μαζί με άλλους , γιατί βγήκες στο μοναχικό βίο; Όχι για να υποφέρεις τις θλίψεις; Αλλά για πες μου: Πόσα χρόνια είσαι μοναχός; » Του απαντά: «Οχτώ». Του λέγει λοιπόν ο γέρων: « Μάθε ότι εγώ είμαι μοναχός επί εβδομήντα χρόνια και ούτε μια μέρα δεν βρήκα ανάπαυση. Και συ, σε οχτώ χρόνια, θέλεις να έχεις ανάπαυση; ». Ακούγοντας το αυτό, στηρίχτηκε και έφυγε.
γ‘. Πήγε κάποτε ένας αδελφός στον Αββά Θεόδωρο και έκανε τρεις μέρες παρακαλώντας να του πῆ δυο λόγια. Αλλά εκείνος δεν του ανταποκρινόταν. Έτσι, ο αδελφός έφυγε λυπημένος. Τότε λέγει ο υποταχτικός του: «Αββά, πως και δεν είπες κάτι και τον άφησες να φύγει λυπημένος; ». Του απαντά ο γέρων: «Πράγματι δεν του μίλησα. Γιατί είναι πραγματευτής και με τα ξένα λόγια θέλει να δοξάζεται» .
δ’. Είπε πάλι: «Αν έχεις φιλία με κάποιον και του σημβῆ να πέσει σε πειρασμό σαρκικό, αν μπορῆς άπλωσε του το χέρι και τράβηξε τον πάνω. Αν όμως πέσει σε αίρεση και δεν τον πείσεις να την αποβάλη, γρήγορα κόψε κάθε δεσμό μαζί του. Γιατί αργοπορώντας, είναι κίνδυνος να βυθισθῆς μαζί του στο βόθρο».
ε’. Έλεγαν για τον Αββά Θεόδωρο της Φέρμης, ότι σε αυτές τις τρεις αρχές είχε μεγάλη υπόληψη: την ακτημοσύνη, την άσκηση και το να αποφεύγει τους ανθρώπους.
στ’. Έτυχε κάποτε ο Αββάς Θεόδωρος με αδελφούς σε Σκήτη. Και ενώ έτρωγαν, έπαιρναν τα ποτήρια με σεβασμό και σιωπούσαν, μη λέγοντας το συνηθισμένο «συγχώρησαν». Και είπε ο Αββάς Θεόδωρος: «Έχασαν οι μοναχοί την ευγένεια τους, ήγουν το να λέγουν συγχώρησαν».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.89-93 )
Τους βλέπεις σε σχέσεις παθιασμένες που ξεκινούν με μεγάλες προσδοκίες, μεθυσμένοι από έρωτα και πόθο, παντρεύονται γρήγορα για να μην χάσουν την αγάπη της ζωής τους και ξαφνικά μια μέρα, όχι μετά από πολύ καιρό, συναντάς τον ένα ή τον άλλο τυχαία στο δρόμο και σου λέει ότι χωρίσανε, δεν πήγαινε άλλο!
Βλέπεις γονείς να φεύγουν από το μαιευτήριο γεμάτοι ευτυχία που κρατάνε επιτέλους στην αγκαλιά τους το μωράκι τους για το οποίο απελπισμένα τόσα χρόνια αγωνίζονταν. Ρίχνονται πάνω του με όλη τη στοργή και την αγάπη τους, είναι όλος τους ο κόσμος! Και μια μέρα μετά από μερικά χρόνια το παιδί είναι πια έφηβος και οι γονείς του έχουν αγανακτήσει μαζί του! Μετά βίας μιλάνε πια και πιο συχνά τσακώνονται!
Άλλη φορά μπαίνεις σε ένα γηροκομείο και θλίβεσαι γιατί βλέπεις εκεί παρατημένους τους ανθρώπους που κάποτε σε έφεραν στη ζωή, σε μεγάλωσαν, σε σπούδασαν, σε φρόντισαν και σου έδωσαν όλη τους την αγάπη! Μα τώρα εσύ έχεις δουλειά και δεν προλαβαίνεις να ασχοληθείς μαζί τους, ούτε τηλέφωνο τους παίρνεις πια! Είσαι πολύ απασχολημένος με τα δικά σου!
Μα και η Κατερίνα με την Ελένη ήταν φίλες από το δημοτικό. Είπαν πως δε θα χωριστούν ποτέ! Όμως όταν η μια καλοπαντρεύτηκε και έκανε οικογένεια την ξέχασε τη φίλη της και την άφησε μόνη της. Τί κρίμα! Και είχαν υποσχεθεί αιώνια αγάπη!
Νομίζω είναι προφανές πού θέλω να καταλήξω! Ό,τι οικοδομείται χωρίς Θεό είναι καταδικασμένο στη φθορά και στο θάνατο! Ό,τι δεν έχει Θεό έχει προδιαγεγραμμένη διαδρομή που οδηγεί νομοτελειακά στο φινάλε! Όμως όταν ρίχνουμε θεμέλιο λίθο σε ό,τι χτίζουμε στη ζωή μας το Θεό, τότε ακόμα κι αν φθαρεί δεν θα πεθάνει αλλά θα ξαναγεννηθεί ακόμα και από τις στάχτες του! Ό,τι έχει Θεό, ανασταίνεται, ξαναζεί, ξαναπαίρνει μπρος καινουριωμένο! Γιατί ο Χριστός αναστήθηκε! Γιατί ο Πανάγιος Τάφος είναι κενός! Και αφού ο Τάφος είναι κενός ό,τι αναλαμβάνει ο Κύριος εισέρχεται στην αιωνιότητα μαζί Του!
Έτσι λοιπόν να πορευόμαστε, εν Χριστώ, και τότε θα δούμε πως τίποτα δε θα τελειώνει στη ζωή μας, μόνο θα εξελίσσεται και θα αναζωογονείται! Άλλωστε ο Κύριος μας το είπε ‘ Εγώ ειμί η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή, ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι’εμού’[ Κατά Ιωαν. 14,6] Εγώ είμαι ο μοναδικός δρόμος δια του οποίου μπορεί κάποιος να φθάσει στον ουρανό! Διότι συγχρόνως είμαι και η απόλυτη Αλήθεια και η πραγματική και πηγαία Ζωή! (Α.Κ.Β)
ΕΓΩ ΕΙΜΙ Η ΟΔΟΣ!
Τους βλέπεις σε σχέσεις παθιασμένες που ξεκινούν με μεγάλες προσδοκίες, μεθυσμένοι από έρωτα και πόθο, παντρεύονται γρήγορα για να μην χάσουν την αγάπη της ζωής τους και ξαφνικά μια μέρα, όχι μετά από πολύ καιρό, συναντάς τον ένα ή τον άλλο τυχαία στο δρόμο και σου λέει ότι χωρίσανε, δεν πήγαινε άλλο!
Βλέπεις γονείς να φεύγουν από το μαιευτήριο γεμάτοι ευτυχία που κρατάνε επιτέλους στην αγκαλιά τους το μωράκι τους για το οποίο απελπισμένα τόσα χρόνια αγωνίζονταν. Ρίχνονται πάνω του με όλη τη στοργή και την αγάπη τους, είναι όλος τους ο κόσμος! Και μια μέρα μετά από μερικά χρόνια το παιδί είναι πια έφηβος και οι γονείς του έχουν αγανακτήσει μαζί του! Μετά βίας μιλάνε πια και πιο συχνά τσακώνονται!
Άλλη φορά μπαίνεις σε ένα γηροκομείο και θλίβεσαι γιατί βλέπεις εκεί παρατημένους τους ανθρώπους που κάποτε σε έφεραν στη ζωή, σε μεγάλωσαν, σε σπούδασαν, σε φρόντισαν και σου έδωσαν όλη τους την αγάπη! Μα τώρα εσύ έχεις δουλειά και δεν προλαβαίνεις να ασχοληθείς μαζί τους, ούτε τηλέφωνο τους παίρνεις πια! Είσαι πολύ απασχολημένος με τα δικά σου!
Μα και η Κατερίνα με την Ελένη ήταν φίλες από το δημοτικό. Είπαν πως δε θα χωριστούν ποτέ! Όμως όταν η μια καλοπαντρεύτηκε και έκανε οικογένεια την ξέχασε τη φίλη της και την άφησε μόνη της. Τί κρίμα! Και είχαν υποσχεθεί αιώνια αγάπη!
Νομίζω είναι προφανές πού θέλω να καταλήξω! Ό,τι οικοδομείται χωρίς Θεό είναι καταδικασμένο στη φθορά και στο θάνατο! Ό,τι δεν έχει Θεό έχει προδιαγεγραμμένη διαδρομή που οδηγεί νομοτελειακά στο φινάλε! Όμως όταν ρίχνουμε θεμέλιο λίθο σε ό,τι χτίζουμε στη ζωή μας το Θεό, τότε ακόμα κι αν φθαρεί δεν θα πεθάνει αλλά θα ξαναγεννηθεί ακόμα και από τις στάχτες του! Ό,τι έχει Θεό, ανασταίνεται, ξαναζεί, ξαναπαίρνει μπρος καινουριωμένο! Γιατί ο Χριστός αναστήθηκε! Γιατί ο Πανάγιος Τάφος είναι κενός! Και αφού ο Τάφος είναι κενός ό,τι αναλαμβάνει ο Κύριος εισέρχεται στην αιωνιότητα μαζί Του!
Έτσι λοιπόν να πορευόμαστε, εν Χριστώ, και τότε θα δούμε πως τίποτα δε θα τελειώνει στη ζωή μας, μόνο θα εξελίσσεται και θα αναζωογονείται! Άλλωστε ο Κύριος μας το είπε ‘ Εγώ ειμί η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή, ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι’εμού’[ Κατά Ιωαν. 14,6] Εγώ είμαι ο μοναδικός δρόμος δια του οποίου μπορεί κάποιος να φθάσει στον ουρανό! Διότι συγχρόνως είμαι και η απόλυτη Αλήθεια και η πραγματική και πηγαία Ζωή!
Τις προάλλες βλέποντας ειδήσεις άκουσα για μια ακόμη φορά, δυστυχώς, ότι ένας ακόμη αθλητής αμείφθηκε με ένα ιλιγγιώδες ποσό για την απόδοση του! Μου φαίνεται εξωφρενικό νε κερδίζει μια τενίστρια έναν αγώνα και να παίρνει έπαθλο τρία εκατομμύρια δολάρια, την ίδια ώρα που άλλοι άνθρωποι υποφέρουν μέσα στην εξαθλίωση και τη φτώχεια. Αυτή η άνιση κατανομή του πλούτου είναι τουλάχιστον εξοργιστική, σίγουρα αντίθεη, αντιχριστιανική! Και δεν ευθύνεται μόνο αυτός που τα δίνει αλλά και αυτός που τα παίρνει!
Ο καπιταλισμός εξαφάνισε από το κάδρο το σεβασμό στην ανθρώπινη αξία, οντότητα, προσωπικότητα. Τώρα μόνο οι οικονομικές αξίες έχουν σημασία. Οι αθλητές έγιναν εμπορικά προϊόντα και οι εταιρίες – χορηγοί επενδύουν πάνω τους εκατομμύρια πιστεύοντας πως θα τους τα επιστρέψουν πολλαπλάσια.
Στην εργασία σου είσαι μια ακόμη καταγραφή στα λογιστικά βιβλία και αν ο ισολογισμός δε βγαίνει σε απολύουν ελαφρά τη καρδία. Για το κράτος είσαι ένα πορτοφόλι απ’ το οποίο προσπαθεί να πάρει όσα χρήματα περισσότερα μπορεί και ύστερα πάει στον επόμενο. Και όταν πια δεν έχεις τίποτα να του δώσεις σε προτιμά πεθαμένο για να μην του κοστίζεις και τη σύνταξη!
Το χρηματιστήριο είναι ο σύγχρονος ναός! Εκεί πάνε πλέον οι άνθρωποι να προσκυνήσουν και να εργαστούν για το δικό τους θεό, το χρήμα. Είναι χαρακτηριστικές οι αναφορές του Αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου για όσους κυνηγάνε το χρήμα... ‘Οι πλούσιοι είναι άχρηστοι εκτός και αν είναι ελεήμονες και φιλάνθρωποι’, ‘ Ο πλούτος καλλιεργεί στην ψυχή τα χειρότερα πάθη’, ‘ Οι πλούσιοι δεν αντιλαμβάνονται την πανουργία του διαβόλου που τους δίνει τα μικρά για να τους πάρει τα μεγάλα’.
Αν αυτός ο κόσμος ακολουθούσε τη χριστιανική διδασκαλία κανένας άνθρωπος πάνω στη γη δε θα είχε χρεία των αναγκαίων γιατί οι πλούσιοι θα αγαπούσαν τον πλησίον και έτσι και οι ίδιοι δε θα κινδύνευαν να χάσουν την ψυχή τους παρασυρόμενοι από τα ολέθρια πάθη της πλεονεξίας και της φιλαυτίας! Μα πάνω απ’ όλα όλοι οι άνθρωποι θα πορεύονταν αγαπημένοι και ενωμένοι εν Χριστώ με την καρδιά τους στραμμένη στον Ουρανό και όχι στη γη!
Μια μέρα ο Πέτρος πηγαίνοντας με τον Ιωάννη στο ναό συνάντησε έναν εκ γενετής χωλό ο οποίος του ζήτησε ελεημοσύνη. Ο Πέτρος του είπε ‘ χρήματα ασημένια και χρυσά δεν έχω, ό,τι όμως έχω αυτό σου δίνω! Στο όνομα του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, σήκω και περπάτα!’ Και αφού τον έπιασε , τον σήκωσε όρθιο και εκείνος γεμάτος χαρά βάδιζε ελεύθερα! [ Πράξεις, κεφ.γ΄1-8] Τί διαφορά! Ο Πέτρος με υπερηφάνεια και παρρησία λέει ‘ χρήματα δεν έχω!’ Το καμάρι του, η περιουσία του είναι ο Χριστός και η Χάρη Του! Ενώ σήμερα ακούμε συνέχεια τους ανθρώπους να κομπάζουν για το πόσα χρήματα, πόσα κτήματα και πόσα σπίτια έχουν! Τίποτα δεν έχουν στην κυριότητα τους, χρήση μόνο ολιγόχρονη κάνουν, όπως ολιγόχρονοι είναι και οι ίδιοι! ‘ Μόνο όσοι περιφρονούν τη χρήση και τις απολαύσεις του πλούτου έχουν πραγματικά την κυριότητα του.’ [ Ιω. Χρυσόστομος]
Γυμνοί ήρθαμε σε αυτόν τον κόσμο και γυμνοί θα φύγουμε! Το μόνο όμως που χρειάζεται να έχουμε μαζί μας στην έξοδο μας είναι μια καθαρή και ενάρετη ψυχή! Ο προφήτης Ηλίας παρόλο που ήταν πολύ φτωχός, ήταν πιο μακάριος από όλους τους πλούσιους. Γιατί η πλούσια καρδιά του θεωρούσε πως του κόσμου όλα τα χρήματα δεν αξίζουν να συγκριθούν με τη ζωή κοντά στο Θεό!
... Και αμέσως ηκολούθησε φοβερός και μυστηριώδης σεισμός λόγω του θανάτου του Ιησού Χριστού, με συνέπειες ασυνήθεις, όπως «ιδού το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω», πράγμα ασύνηθες και αδύνατον υπό συνθήκας κανονικού, φυσιολογικού σεισμού, ανεξαρτήτως εντάσεως. Ούτε το σκότος ούτε ο σεισμός ήσαν φυσιολογικά φαινόμενα. Το καταπέτασμα του Ναού ήτο εκείνο το οποίον εχώριζε τα Άγια των Αγίων, τα οποία ήσαν άβατα, από τα Άγια, τ.έ. τον υπόλοιπον, τον κυρίως, Ναόν (’Εξοδ. 26,31 εξ. Λευίτ. 16,2, 12. Το σχίσιμο του καταπετάσματος ήτο σημείον καταργήσεως της τυπικής απολυτρώσεως της Παλαιάς Διαθήκης και αντικαταστάσεώς της υπό της πραγματικής και ουσιαστικής απολυτρώσεως της Καινής Διαθήκης δια του θανάτου του Χριστού, ο οποίος έσχισε το καταπέτασμα του Ναού των Ιεροσολύμων και εισήλθεν ο ίδιος εις τα Άγια των Αγίων του Θρόνου του Θεού, προσφέρων το ίδιον αίμα επί του Σταυρού εις τον Θεόν Πατέρα δια την σωτηρίαν ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους (πρβλ. Εβρ. 6,19. 9,6. 10,19. 9,11-12. 10,11-23 κ.λπ.).
Το γεγονός ότι «η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν» (στ. 51) αποτελεί φυσικό φαινόμενο ενός συνήθους σεισμού. Εκείνα όμως, τα οποία αποτελούν ασυνήθη και έκτακτα φαινόμενα, συνεπεία ενός σεισμού, είναι τα γεγονότα ότι «τα μνημεία ανεώχθησαν και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη» (στ. 52). Εφ΄ όσον «αι πέτραι εσχίσθησαν», με αποτέλεσμα να διαταραχθούν τα στέρεα θεμέλια της Αγίας Πόλεως, ανεώχθησαν ως ήτο επόμενον, και τα μνημεία των νεκρών. Οι τάφοι των νεκρών, στην περιοχή αυτή της Μέσης Ανατολής, ήσαν λαξευμένοι επί βράχων, τα δε σώματα των νεκρών ετοποθετούντο απλώς εντός αυτών εσπαργανωμένα και τετυλιγμένα με διάφορες αρωματικές ουσίες, άνευ χώματος, η δε θύρα της εισόδου απετελείτο από σκαλιστόν λίθον στερεωμένον άνωθεν και κάτωθεν από την ίδιαν πλευράν, και έναν άλλον ογκόλιθον εφαπτόμενον αυτής δια να μην ανοίγη ευκόλως (πρβλ. Ματθ. 28,2 παράλ.). Μ’ έναν δυνατόν σεισμόν, βεβαίως, αι θύραι των τάφων ηνοίγοντο ευκόλως.
Εφ΄ όσον, λοιπόν, δια του δυνατού σεισμού τα μνημεία ανεώχθησαν, «πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη», όχι όλα, αλλά «πολλά» και μάλιστα «αγίων», οι οποίοι τοιουτοτρόπως κατέστησαν μάρτυρες της αναστάσεως του Χριστού και αυτών των ιδίων. Εν προκειμένω, το όλον γεγονός αποτελεί τύπον και σύμβολο της γενικής αναστάσεως εις τα έσχατα και του τέλους του κόσμου, η οποία ως αρχή και κανών καθοράται στον θάνατο του Χριστού και εμφανίζεται δια φυσικών σημείων. Το άνοιγμα συγκεκριμένων μνημείων στην Ιερουσαλήμ απετέλει ειδική εκπροσώπηση της επικειμένης αναστάσεως και ιδιαιτέρως πιστών. Με το ένα γεγονός, ότι τα μνημεία «ανεώχθησαν», συμφωνεί το άλλο, ότι μετά την Ανάσταση του Χριστού πολλοί πιστοί είδαν πρόσωπα, που είχαν αναστηθεί εκ των τάφων. Τούτο κατέστη απαρασάλευτο στην πίστη των Αποστόλων, περί των συνεπειών της Αναστάσεως του Χριστού.
Συνεπώς, ο παρών στίχος 52 αποτελεί τον πρώτον σπόρον της διδασκαλίας της Εκκλησίας περί της καθόδου του Χριστού εις τον Άδην, περί της οποίας δια πρώτην φοράν αναγινώσκομεν εν A' Πέτρ. 3,19 και 4,6. Η εμφάνιση των αναστηθέντων νεκρών εις πολλά πρόσωπα των Ιεροσολύμων, αποτελεί την απόδειξη της αναστάσεως ως ιστορικού γεγονότος μετά την Ανάσταση του Χριστού και τις πολλές εμφανίσεις αυτού στους Μαθητάς του και σε πλήθος άλλων προσώπων (βλ. Α' Κορ. 15,38). Επομένως, ο θάνατος του Χριστού αποδεικνύεται ότι συνιστά τη ζωή του κόσμου. Ως θάνατος απολυτρώσεως και ως θριαμβευτική κάθοδος στον Άδην, ενήργησεν ο Θεός επί του πνευματικού κόσμου αναστήσας κυρίως αγίους της Παλαιάς Διαθήκης, oi οποίοι αντέδρασαν κατά διαφόρους τρόπους και ούτω πως επηρέασαν την πνευματική κατάσταση των ζώντων αγίων. Επομένως, δεν πρόκειται περί θαυμάτων της τελικής αναστάσεως εν προκειμένω, ούτε περί θαυματουργικής αναστάσεως εκ των νεκρών, όπως ήτο η ανάστασις του Λαζάρου, δια να ζήσουν μία δεύτερη ζωή στον παρόντα κόσμο. Υπό το πρίσμα τούτο, η σειρά που παρατίθεται εν Α' Κορ. 15,20 έχει συνέχειαν, κατά την οποίαν ο Χριστός είναι «η απαρχή». Κατά τινας Πατέρας της Εκκλησίας, ως ο Επιφάνιος, οι αναστηθέντες μετά την ανάσταση του Χριστού στα Ιεροσόλυμα (Ματθ. 27,53), είχον ήδη ένδοξο σώμα, το σώμα της αναστάσεως, και ανελήφθησαν μαζύ με τον Χριστό (πλήθος ονομάτων αναφέρονται στα απόκρυφα «Πράξεις Πιλάτου» και στο «Ευαγγέλιον Νικοδήμου», μεταξύ των οποίων oi Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ, οι 12 Πατριάρχαι του Ισραήλ, ο Νώε κ.λπ.). Στην Ευαγγελική διήγηση εν προκειμένω, γίνεται διάκριση μεταξύ των αποτελεσμάτων του θανάτου του Χριστού και των αποτελεσμάτων της Αναστάσεως αυτού.
Δια του θανάτου του, οι άγιοι απηλευθερώθησαν εκ των δεσμών του Άδου και ούτως ανεστήθησαν, δια της Αναστάσεώς του όμως, αποκατεστάθη η δράση των εις τον κό-σμον («είσήλθον εις την αγίαν πόλιν και ενεφανίσθησαν πολλοίς»). [Στην Αγία Γραφή μνημονεύονται εξ (6) αναστάσεις προηγηθείσαι της Αναστάσεως του Χριστού, όλες δε ήσαν αποκατάσταση στην παρούσα επίγεια ζωή, ήτοι• 1) του υιού της χήρας εν Σαρεπτά, Γ' Βασ. 17, 2) του υιού της Σωμανίτιδος γυναικός, Δ' Βασ. 4,3) την προκληθείσαν υπό των οστέων του Ελισαιέ, Δ' Βασ. 13,4) της θυγατρός του Ιαείρου, Ματθ. 9, 5) του υιού της χήρας της Ναΐν, Λουκ. 7, 6) του Λαζάρου, Ιωάν. 11.
Αι εις ουρανούς καταστάσεις του Ενώχ και του Ηλία, επειδή δεν προηγήθη θάνατος, δεν συμπεριλαμβάνονται εδώ. Η ανάσταση των νεκρών κατά τον θάνατον του Χριστού, απετέλει προτύπωσιν της τελικής αναστάσεως εις ζωήν αιώνιον στα έσχατα, επραγματοποιήθη όμως αυτή μετά την Ανάσταση του Χριστού, δια να είναι ο Χριστός «πρωτότοκος εκ των νεκρών» (Ρωμ. 8,29. Κολ. 1,15• 18. Αποκ. 1,5). Ο θάνατος του Χριστού επί του σταυρού ήνοιξε τους τάφους αυτών, η δε ανάστασίς του ανέστησεν αυτούς και πάλιν στη ζωή, δια να είναι ο Χριστός «απαρχή των κεκοιμημένων» (Α' Κορ. 15,20•23. Πολλοί Πατέρες δέχονται ότι ούτοι απέθανον εκ νέου ή ανελήφθησαν μετά του Χριστού). Εν πάση περιπτώσει, ο θάνατος και η Ανάσταση του Χριστού υπήρξαν ιστορικά γεγονότα διακηρύσσοντα την αλήθεια της νίκης αυτού επί του θανάτου και διανοίξαντα την θύραν της αιωνιότητος.
(Βούλγαρη Χρήστου, Ερμηνευτικόν Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγέλιον, Αποστολική Διακονία, σελ. 826-829)
Κεφάλιο 27, στίχος 45. Από της 3ης πρωινής ώρας του Ιουδαϊκού ωρολογίου, ήτοι 9ης σημερινής, ο Ιησούς ήτο προσηλωμένος επί του σταυρού. Η 6η ώρα επομένως, ήτο η 12η μεσημβρινή ημετέρα. Από της ώρας αυτής, επομένως, της 12ης μεσημβρινής, «σκότος εγένετο επί πάσαν την γην έως ώρας ενάτης», ήτοι έως της 3ης απογευματινής. Αυτός ο υπολογισμός του χρόνου υπό του Ματθαίου, αντιτίθεται σ’ εκείνον του Ιωάννου 19,14 «ώρα ην ως έκτη» (μεσημέρι), ότε ο Πιλάτος «λέγει τοις Ιουδαίοις, ίδε ο βασιλεύς υμών» και «παρέδωκεν αυτόν αυτοίς ίνα σταυρωθή». Εάν ακολουθήσωμεν την άποψιν ότι ο Ιωάννης ακολουθεί το Ρωμαϊκό ωρολόγιο, τότε κερδίζομε μίαν ώραν, οπότε δεν ακριβολογούμε. Εφ΄ όσον όμως αι περίοδοι της ημέρας υπολογίζονται ειδικώς σύμφωνα με τις ώρες της προσευχής, 3, 6, 9, 12, δυνάμεθα να εννοήσωμε τις ώρες ως εξής: η 3η ώρα (9η πρωινή) είχεν ήδη παρέλθει και επλησίαζε την 6ην ώραν (12η μεσημβρινή), η οποία εθεωρείτο ιερά υπό των Ιουδαίων, ιδιαιτέρως κατά τα Σάββατα και τις εορτές. Ανάλογη είναι η δήλωση του Μάρκου 15,25: «ην δε ώρα τρίτη και εσταύρωσαν αυτόν». Όπως δε ο Ματθαίος, ούτω και ο Μάρκος υπολογίζουν την μαστίγωση του Ιησού ως μέρος της σταυρώσεως, η οποία εγένετο μεταξύ της 3ης και της 6ης ώρας (τ.έ. 9-12 σημερινής). Κατά τον χρόνον τούτον, δεν ήτο δυνατόν να είχε γίνει κανονική έκλειψις του ηλίου, διότι το Πάσχα εωρτάζετο κατά τη διάρκεια πανσελήνου. Επί πλέον, ο Λουκάς αναφέρει την συσκότηση του ηλίου (23,45• «του ηλίου εκλιπόντος») μετά τη συσκότιση της γης. Εντεύθεν, είναι εμφανές ότι ούτος αποδίδει τη συσκότιση, η οποία εξηπλώθη σ’ ολόκληρη τη γη, όχι εις έκλειψιν του ηλίου, αλλ΄ εις μυστηριώδη πύκνωσιν της ατμόσφαιρας• «Και ην ήδη ωσεί ώρα έκτη και σκότος εγένετο εφ΄ όλην την γην έως ώρας ενάτης του ηλίου εκλιπόντος» (Λουκ. 23,44-45).
Οι Εκκλησιαστικοί συγγραφείς του 1ου αιώνος αναφέρονται εις δήλωσιν η οποία απαντά στο έργο του Φλέγοντος, ενός χρονογράφου επί Αυτοκράτορος Αδριανού (117-138 μ.Χ.), επί του γεγονότος τούτου. Ο Φλέγων ήτο απελεύθερος του ειδωλολάτρου Αυτοκράτορος Αδριανού και έγραψε μίαν «Συλλογήν Ολυμπιονικών και Χρονικών», στην οποίαν αναφέρει ότι: «Τω Δ έτι της ΣΒ Ολυμπιάδος εγένετο έκλειψις ηλίου μεγίστη των εγνωσμένων πρότερον, και νυξ ώρα έκτη της ημέρας εγένετο, ώστε και αστέρας εν ουρανώ φανήναι. Σεισμός τε μέγας κατά Βιθυνίαν γενόμενος τα πολλά Νικαίας κατεστρέψατο». Το ίδιο απόσπασμα παρατίθεται υπό Ιουλίου του Αφρικανού (222 μ.Χ.), στο Χρονικόν του Συγγέλλου, 257, κατά το οποίον, «Φλέγων ιστορεί επί Τιβερίου Καίσαρος εν πανσελήνω (σημ. στο μέσον του μηνός) έκλειψιν ηλίου γεγονέναι, τελείαν από ώρας έκτης μέχρις εννάτης». Ο αυτός Ιούλιος Αφρικανός παραθέτει επίσης και τον Εθνικόν ιστορικόν Θάλλον αναφέροντα την ιδίαν έκλειψιν του ηλίου και λέγοντα• «τούτο το σκότος έκλειψιν του ηλίου Θάλλος αποκαλεί εν τρίτη των ιστοριών». Ο Καιοαρείας Ευσέβιος (Αποσπάσματα εκ των Χρονικών Β' - Χρονικός Κανών, ΒΕΠΕΣ 20,287 εξ.) παραθέτει την ανωτέρω μαρτυρίαν του Φλέγοντος και μάλιστα την συνδυάζει και με άλλες πληροφορίες και ιδιαιτέρως του Ιουδαίου ιστορικού Ιωσήπου, λέγων: «Ιησούς ο Χριστός ο Υιός του Θεού ο Κύριος ημών κατά τας περί αυτού προφητείας επί το πάθος προήει έτους ιθ΄ της Τιβερίου βασιλείας καθ΄ όν καιρόν και εν άλλοις μεν Ελληνικοίς υπομνήμασιν εύρομεν ιστορούμενα κατά λέξιν ταύτα• Ο ήλιος εξέλιπε, Βιθυνία εσείσθη, Νικαίας τα πολλά έπεσεν, α και συνάδει τοις περί το πάθος του Σωτήρος ημών συμβεβηκόσι. Γράφει δε και Φλέγων ο τας Ολυμπιάδας (συνάγων) περί των αυτών εν τω ιγ' ρήμασιν αυτοίς τάδε• Τω δ’ έτει της σβ' Ολυμπιάδος εγένετο έκλειψις ηλίου μεγίστη των εγνωσμένων πρότερον, και νυξ ώρας έκτη της ημέρας εγένετο, ώστε και αστέρας εν ουρανώ φανήναι• σεισμός τε μέγας κατά Βιθυνίαν τα πολλά Νικαίας κατεστρέψατο. Και ταύτα μεν ο δηλωθείς ανήρ. Τεκμήριον δ’ αν γένοιτο του κατά τόδε το έτος πεπονθέναι τον Σωτήρα η του Κυρίου Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου μαρτυρία, ήτις μετά το ιε' έτος Τιβερίου τριετή χρόνον της διδασκαλίας αυτού διαγενέσθαι μαρτυρεί. Κατά τους αυτούς δε χρόνους και Ιώσηπος ιστορεί εν ημέρα Πεντηκοστής κινήσεως και κτύπου ιερείς αντιλαβέσθαι πρώτον, έπειτα φωνής αθρόας ένδοθεν ακούσαι, από του εσωτάτου ιερού αυτοίς ειπούσης• «Μεταβαίνωμεν εντεύθεν».
Και άλλο δε τι ο αυτός αναγράφει Ιώσηπος• Ως Πιλάτου του ηγεμόνος κατά τον αυτόν χρόνον Καίσαρος τας εικόνας νύκτωρ εις το ιερόν, άσπερ ουκ ην θέμις, αναθέντος, μεγίστου θορύβου και στάσεως αρχήν εμβεβληκότος Ιουδαίοις• ένθεν επιστήσεις πόσαι το Ιουδαίων έθνος διεδέξαντο συμφοραί». Τον Φλέγοντα παραθέτει επίσης και ο Ωριγένης εις το έργον του «Κατά Κέλσου», τ. Β', XIV, XXXIII και LIX, έργον του, ΒΕΠΕΣ 9, 139, 149, 166, καθώς επίσης και οι Λατίνοι συγγραφείς Τερτυλλιανός και Ρουφίνος, οι οποίοι επικαλούνται τα Ρωμαϊκά αρχεία προς απόδειξιν της συσκοτίσεως του ηλίου κατά τον χρόνον του θανάτου του Χριστού. (Βλ. επ’ αυτού την εμπεριστατωμένην αστρονομικήν έρευναν του Η. Seyffarth, Chronologia Sacra, Leipzig 1846, σ. 130 εξ., 281 εξ., ο οποίος υπεραμύνεται της ορθότητος του έτους και της ημέρας της γεννήσεως του Ιησού Χριστού, και ορίζει ως ημέραν του θανάτου του επί του Σταυρού την 19ην Μαρτίου του έτους 33 μ.Χ. και θεωρεί ταύτην ως φυσικόν και υπερφυσικόν φαινόμενον, υπεραμύνεται δε και της ορθότητος της μελέτης του Φλέγοντος χαρακτηρίζων και αυτός την έκλειψιν του ηλίου ως «μεγίστην των εγνωσμένων πρότερον, προσθέτων ότι δεν δύναται να υπάρξη μεγαλυτέρα φυσική έκλειψις του ηλίου από την ολικήν έκλειψιν της ημερομηνίας εκείνης δεδομένου, ότι το Ιουδαϊκό Πάσχα εορτάζεται κατά τη διάρκεια Πανσελήνου, ότε η σελήνη δεν δύναται ν’ αποκρύψη τον ήλιον. Πράγματι, το σκότος της μεσημβρίας της 19ης Μαρτίου του 33 μ.Χ., καθ’ ην στιγμήν απέθνησκεν ο Ιησούς Χριστός επί του Σταυρού, ήτο «σκότος θεοποίητον».
Εν πάση περιπτώσει, η ομόφωνος μαρτυρία και των τριών Συνοπτικών Ευαγγελίων καθαιρεί οιανδήποτε αμφιβολίαν ως προς την παγκόσμιον πίστην του «σκότους» τούτου ως αναντιρρήτου γεγονότος. Το σκότος εκείνο απέδειξε την κατάπληξη του φυσικού κόσμου εκ της φαυλότητος και της κακίας εκείνων που εσταύρωσαν τον 'Ήλιον της δικαιοσύνης και του κόσμου. Αλλ’ εκτός της εκλείψεως του ηλίου, η οποία ήτο η «μεγίστη των εγνωσμένων πρότερον», ο Φλέγων συνδυάζει ταύτην και με «σεισμόν μέγαν», πράγμα το οποίον θέτει ενώπιόν μας εν πρωτοφανές φυσικόν φαινόμενον. Πράγματι, ο συνδυασμός των δύο τούτων κολοσσιαίων φυσικών φαινομένων συνδέεται χωρίς αμφιβολία με το θάνατο του Ιησού Χριστού επί του σταυρού κατά τον πλέον άμεσον και μυστηριώδη τρόπον. Πράγματι, είναι γνωστόν, ότι η ζωή της γης έχει κάτι περισσότερον από την κίνησή της περί τον άξονά της• το επιπλέον τούτο είναι η γεολογική κίνησις και ανάπτυξις, η οποία θα συνεχίζεται μέχρι το τέλος του κόσμου. Θεολογικώς, η ανάπτυξις αυτή συναρτάται προς την ανάπτυξιν της Βασιλείας του Θεού, με την οποίαν αποτελούν παράλληλες οντότητες και συμφωνεί σε όλα τα κύρια σημεία με τις κύριες και αποφασιστικές περιόδους της Βασιλείας του Θεού. Κατά συνέπειαν, ο θάνατος του Υιού του Θεού συνωδεύθη από ένα εξόχως έκτακτο γεγονός στον φυσικό κόσμο. Το γεγονός, ότι τα γεγονότα αυτά, ως φυσικά φαινόμενα, προεκλήθησαν από φυσικά αίτια, δεν δύναται ν’ αμφισβητηθή. Διότι, όπως είναι ανεπίτρεπτο να θεωρήσωμε τα φαινόμενα της φύσεως ως απλά ή τυχαία συμβάντα της φύσεως, το ίδιο ανεπίτρεπτο είναι να τοποθετήσουμε τη φύση εκτός της ιδίας της φύσεως, ή να αρνηθούμε τη φυσική πλευρά του φυσικού φαινομένου! Επομένως, η συσκότιση του ηλίου, κατά τον θάνατο του Ιησού Χρίστου, πρέπει να συσχετισθή με τον θαυμαστό σεισμό, που σχετίζεται κατά θαυμαστό τρόπο με τον θάνατο του Υιού του Θεού.
Την στιγμή, κατά την οποίαν ο Δημιουργός του κόσμου και της ζωής αυτού απέθνησκε, συνεταράσσετο ολόκληρος ο φυσικός κόσμος. Όταν εγεννήθη ο Χριστός, η νύκτα εφωτίσθη από τις ακτίνες του υπέρλαμπρου αστέρος• και όταν απέθανε, η ημέρα εσκοτίσθη καθ’ ην στιγμήν ο ήλιος έλαμπε στο στερέωμα. [Κατά το Λεξικό Σουΐδα, εκδ. Ada Adler, τ. 1-5, Leipzig 1928-1938, όταν Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης (τότε Εθνικός) είδε την έκληψη του ηλίου εις Αίγυπτον, ανεφώνησε: «Ή Θεός πάσχει, και κόσμος συμπάσχει αυτώ, ή άλλως ο κόσμος σπεύδει εις καταστροφήν»]. Πρβλ. Θεοφυλάκτου, MPG 123,469• «Το γενόμενον σκότος, ουκ ην κατά φυσικήν ακολουθίαν, οίον από εκλείψεως ηλίου φυσικώς γενομένης• ουδέποτε γαρ τεσσαρεσκαιδεκαταίας ούσης της σελήνης, έκλειψις γίνεται ηλίου, αλλ΄ όταν η λεγομένη γέννα είη, τότε αι φυσικαί του ηλίου εκλείψεις γίνονται. Εν δε τη σταυρώσει, τεσσαρεσκαιδεκαταία ην η σελήνη πάντως• το γαρ Πάσχα των Εβραίων τότε ετελείτο• ώστε υπέρ φύσιν το πάθος, κοσμικόν δε ην το σκότος, ου μερικόν, ώσπερ εν Αιγύπτω, ίνα δειχθή ότι πενθεί η κτίσις επί τω πάθει του Κτίστου, και ότι από των Ιουδαίων απέστη το φώς. Οι αιτούντες δε εξ ουρανού σημείον ιδείν Ιουδαίοι, νυν βλεπέτωσαν τον ήλιον σκοτιζόμενον». Το σκότος διήρκεσεν από 6ης ώρας (ήτοι, 12ης μεσημβρινής), «έως ώρας ενάτης» (ήτοι, 3ης απογευματινής).
(Βούλγαρη Χρήστου, Ερμηνευτικόν Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγέλιον, Αποστολική Διακονία, σελ. 821-825)
Μαζί μ’ αυτά ας δοξάσουμε και εμείς τον Θεό,
μαζί μ’ αυτά ας φωτισθούμε και εμείς με το φως της γνώσεως,
και μεταφερόμενοι σαν με όραμα στον Ιορδανη,
ας δούμε το μεγάλο φως, τον Χριστό μας βαπτισμένον,
και ας ασπασθούμε τα ακατάληπτα ίχνη του στα νερά,
και ας μην επιστρέφουμε ποτέ πια στο σκοτάδι της αμαρτίας,
αλλά ας είμαστε μαζί του και ας πορευθούμε μαζί του,
αφού έχουμε γίνει καλοί οπαδοί του,
και πριν από αυτό, ας βαπτισθούμε μαζί με αυτόν.
Γιατί είναι δυνατόν καθημερινά να βαπτιζόμαστε, αν θέλουμε,
εννοώ με το βάπτισμα των δακρύων, το πραγματικά καθαρτήριο και αείφωτο.
Τα νερά τα έχουμε από τη φύση μας, έχουμε και εμείς Ιορδάνη,
φωτιζόμενοι με τα νάματα της κατάνυξης.
Ας τον ακολουθούμε (το Χριστό) καθημερινά.
(ΕΠΕ, Φιλοκαλία έργα Θεοδώρου 1,451)
Επιστολή 102. Στο τέκνο του τον Ευάρεστο.
Η επιστολή αυτή στέλνεται σε σένα, αδελφέ, με πολλή θλίψη και σφίξιμο της καρδιάς μου, γιατί άκουσα ότι πέθανες τον θάνατο της αμαρτίας. Λένε δηλαδή ότι αποκήρυξες την υπόσχεση της παρθενίας, το ευαγγελικό ένδυμα, το σεβαστό σε αγγέλους και ανθρώπους πολίτευμα, και έλαβες γυναίκα με τρόπο μοιχικό, ή καλύτερα, για να κυριολεκτήσω, την Εύα. Γιατί αυτή, αφού σε έβγαλε από τον παράδεισο της άγιας ζωής, σε κατέστησε πένθος για μένα τον αμαρτωλό σου πατέρα, ντροπή της αγγελικής αδελφότητάς σου, και αφορμή υπερηφάνειας και καύχησης για τον διάβολο. Τι είναι αυτό που έγινε! Αλλοίμονο! Πώς σε κυρίεψε ο δράκος, και σε ποιο βάθος δυσωδίας σε έριξε! Συ το φως έγινες σκοτάδι, η ευωδία του Χριστού, ο ιερός έγινες βδελυρός, ο τίμιος, άτιμος, ο ένδοξος, άδοξος, ο ακατανίκητος, δέσμιος στον δαίμονα. Ο αγαπητός, μισητός, το πρόβατο του Ιησού παραδομένο στην εξουσία των θηρίων. Θα προσθέσω και τα μεγαλύτερα. Ο διωγμένος για χάρη της δικαιοσύνης (Ματθ. 5,10), έχει κυριευθεί από την αμαρτία, ο ομολογητής, έγινε αρνητής, εκείνος που έφερε στο κεφάλι του τον μακαρισμό σαν βασιλικό στέμμα, στερήθηκε το θαυμαστό όνομα του μοναχού.
Αλλοίμονο! Ποιος θα το ακούσει και δεν θ’ αναστενάξει; Ποιος μαθαίνοντας το δεν θα φρίξει; Ντρόπιασες το μοναχικό τάγμα, φόβησες αυτούς που στέκονται σταθεροί, κλόνισες αυτούς που λυγίζουν, ήπιες το ποτήρι της παρανομίας, παρέσυρες, όσο εξαρτάται από σένα, αυτούς που ανήκουν στην ίδια κατηγορία να γευθούν τον θάνατο. Επαναλαμβάνω και πάλι• Τι έπαθες, ελεεινέ; Πώς, συ το φωτεινό αστέρι, σκοτείνιασες; Πώς συ το χρήσιμο σκεύος έγινες κομμάτια; Δεν σέβεσαι ούτε καν το όνομά σου, που ενώ ονομαζόσουν Ευάρεστος, κατάντησες Δυσάρεστος; Δεν ήρθες πέρυσι σε μένα και στον κύριο αρχιεπίσκοπο γεμάτος υγεία, χαρούμενος, και μάλιστα ως μεσολαβητής και ανορθωτής για άλλον αδελφό σου; Πώς χάθηκες τόσο ξαφνικά; πώς τυφλώθηκες τελείως; πώς λησμόνησες και τον Θεό και εμάς, καθώς και τους ασκητικούς κόπους και ιδρώτες και πέρασες, αφού ήσουν και από τους χρήσιμους και εκείνους που ήταν ταγμένοι στα ανώτερα διακονήματα;
Έπειτα τι συνέβη; Μια μικρή επίθεση του εχθρού, επιθυμία που είχε αυτό που θεωρείται γλυκό, περιτυλιγμένη όμως με δίκοπο μαχαίρι, η πίκρα του οποίου είναι πιο μεγάλη από κάθε άλλο πικρό, σε άρπαξε και σε κατέβασε, κατά κάποιο τρόπο από τον ουρανό, δηλαδή από την υψηλή μοναχική πολιτεία, και σε παρουσιάζει σαν τραυματία που κοιμάται μέσα σε τάφο. Πράγματι που άλλου βρίσκεται αυτός που ζει στην αμαρτία, παρά στον θάνατο; Δεν υπάρχει φως νοερό, καμιά ελπίδα, καμιά ψυχική γλυκύτητα, καμιά ιερή σκέψη, αλλά βαθειά νύχτα, σβήσιμο της διάνοιας, δάγκωμα της καρδιάς, φόβος και για το παραμικρό, κύλισμα κάθε μέρα στη λάσπη, σαν κάποιο επικίνδυνο ζώο που έρπει σαν σκουλήκι. Τι έκανε ο δαίμονας; Σε τι σε ωφέλησε η καταραμένη επιθυμία, με την οποία, όσοι εξαπατήθηκαν στο πέρασμα των αιώνων, ούτε τα εδώ κέρδισαν, αλλά έχασαν και τα ουράνια, και κληρονόμησαν ένα μόνο πράγμα, την αιώνια φωτιά;
Αλλά έλα, υιέ μου, ξαναγύρνα πίσω, σε καλώ από το βάθη της καρδιάς μου, από τα σπλάγχνα που με καίνε, γιατί η δική σου δόξα είναι και δική μου, όπως και αντίθετα η ντροπή. Έλα, σήκω επάνω, ο Κύριος έχει πει• «Δεν θα θυμηθώ τις αμαρτίες σου»( Ησ. 43, 25), και, «Αυτός που πέφτει μήπως δεν σηκώνεται;»( Ιερ. 8, 4), και, «Είδα ότι βαδίζεις σκυθρωπός» (Γεν. 4, 6), και, «Θεραπεία η συντριβή σου» (Ναούμ 3, 19). Να Θεός καλός, να γιατρός σπλαχνικός. Ναι, σε παρακαλώ, τέκνο μου, γιατί είσαι τέκνο μου, έστω και αν πέθανες. Μη παραμείνεις στην αμαρτία. Σπάσε γρήγορα τα σχοινιά στα οποία σε τύλιξε ο διάβολος, και, αφού σηκωθείς σαν μέσα από βόθρο, μεταπήδησε στο θαυμάσιο φώς του προηγούμενου τρόπο ζωής σου. Και εγώ θα σε υποδεχθώ με απλωμένα τα χέρια, όχι κατηγορώντας σε, αλλά με συμπάθεια• όχι κάνοντας πιο βαριά τα φάρμακα της μετάνοιάς σου, αλλά απαλύνοντάς τα όσο είναι δυνατόν. Σπεύσε λοιπόν, σπεύσε πριν έλθει ο βίαιος άγγελος, χωρίζοντάς σε με τρόπο αξιολύπητο από το σώμα, και οδηγώντας σε, σε καταδίκη αιώνια.
105. Στο τέκνο του τον Άθιμο.
Ο νόμος του Θεού, είναι ο φόβος και ο τρόμος του, όπως λέγει• «Σε έβαλα φρουρό στον οίκο του Ισραήλ» (Ιεζ. 3, 17). Αυτός ακριβώς ο φρουρός της αγγελίας με ανάγκασε, αδελφέ, πάλι να σου αναγγείλω με γράμμα τη ρομφαία του Θεού που έρχεται επάνω σου, ρομφαία φοβερή, ρομφαία πύρινη, ρομφαία που δεν ρίχνει το σώμα, αλλά την ψυχή στη γέεννα της φωτιάς στους απέραντους αιώνες. Και δακρύζω ο ταλαίπωρος γράφοντας, και στενάζω πικρά, γιατί ο λόγος απευθύνεται στον δικό μου υιό και μαθητή. Αλλά τι να κάνω; Εάν δεν σε ειδοποιήσω, θα ζητήσει το αίμα σου από τα χέρια μου, είπε ο Θεός (Ιεζ. 3, 18), που δεν σημαίνει τίποτε άλλο, παρά ότι θα υποστώ την ίδια καταδίκη της τιμωρίας. Ω αδελφέ, γιατί έκλεισες τα μάτια της καρδιάς σου τόσο πολύ; Γιατί καταφρόνησες τον Θεό, με το βλέμμα του οποίου το σύμπαν σείεται και δεν μπορεί να σταθεί; Αποσκίρτησες παλιά από την ασκητική παλαίστρα, πορεύθηκες σε τόπους που δεν τους εποπτεύει ο Κύριος, έλυσες τη σφραγίδα της αγνότητας, διέφθειρες την ψυχή και το σώμα σου, έγινες δούλος της αμαρτίας, έπειτα κάποτε ξαναγύρισες σε μας, στην αρχή του διωγμού, εξομολογήθηκες, τιμωρήθηκες, υποσχέθηκες την επιστροφή σου μετά την κατάπαυση του διωγμού.
Για τον σκοπό αυτό συμπορεύθηκες με τον Οικονόμο, προσλήφθηκες από τον αδελφό Διονύσιο, και προτίμησες την καλή δραπέτευση από τόπους πονηρούς, ώστε να ζεις σε τόπους αγαθούς, στους οποίους εποπτεύουν τα μάτια του Κυρίου, και ο μακαρισμός του διωγμού στεφάνωσε το κεφάλι σου. Και εύγε σου για την επιστροφή, για την κάθαρση, για την αγγελική προστασία σου. Τι λοιπόν είναι αυτό που έγινε πάλι; Τι είναι αυτό που σε απομάκρυνε από τον Θεό και σε παρέδωσε στον διάβολο; Αλλοίμονο για την αθλιότητά μου! Ξαναγύρισες πάλι στο βούρκο της αμαρτίας, διαφθείροντας και διαφθειρόμενος από γυναίκα, ή μάλλον από γυναίκες. Κύριε, ελέησαν. Είθε να σε λυπηθεί ο Θεός. Σε άφησε ο φύλακας άγγελός σου, και σε παρέλαβε ο Σατανάς. Ζεις άραγε, άθλιε; Και πως είναι δυνατόν να ζει αυτός που καταβροχθίζεται από τον ανθρωποκτόνο; Βλέπεις άραγε το φως; Και πως είναι δυνατόν να το βλέπει αυτός που είναι τυφλωμένος από την αμαρτία;
Άραγε προσεύχεσαι στον Θεό; Και πως είναι δυνατόν να πλησιάζει τον Κύριο αυτός που υποδούλωσε τον εαυτό του στον διάβολο; Που είναι η καλή σου αρχή, η θέρμη, η κατάνυξη, η υποταγή, τα δάκρυα, η θεοπτέρωτη προσευχή, ο ουράνιος τρόπος ζωής σου; Έφυγαν όλα, χάθηκαν. Πόσο βαρείς οι στεναγμοί μου για την απώλειά σου! Μακάρι να ήσουν άλογο ζώο, το οποίο δεν θα κριθεί. Επειδή όμως είσαι ζώο πλασμένο από τον Θεό, που θα αναστηθεί και θα κριθεί στο μέλλον, αυτό είναι ελεεινό. Έλα λοιπόν, χαμένε μου υιέ. Έλα, επίστρεψε στον Κύριο, γιατί, επειδή είναι φιλάνθρωπος, πάλι θα σε δεχθεί, πάλι θα σε αγιάσει, πάλι θα σε ντύσει νυμφίο, πάλι θα θυσιάσει το σιτευτό μοσχάρι, και χαρούμενος θα συγκεντρώσει τις ουράνιες δυνάμεις για το ότι σε ξαναβρήκε. Μη λοιπόν απειθήσεις, υιέ μου, υιέ μου, αλλά γύρισε πίσω, επίστρεψε και ενώσου με τον καλό αδελφό σου Διονύσιο, πριν σε προλάβει η ρομφαία του αιώνιου θανάτου.
109. Στο τέκνο του τον Ηλία.
Ποιος με ανάγκασε, άνθρωπέ μου, να σου γράψω; Φυσικά ο Θεός που με όρισε ποιμένα σου και νομοθέτη, στον οποίο θα δώσω λόγο, όπως για όλους τους αδελφούς σου, και για σένα. Απαρνήθηκες τον κόσμο θεληματικά, υποτάχτηκες με προθυμία. Έπειτα σε κοσκίνισε ο Σατανάς αποκόπτοντας σε από τη θεία κοινότητα. Ενώθηκες και πάλι με την ευσπλαχνία του Θεού, και πάλι με την ενέργεια του διαβόλου αποσκίρτησες. Έπειτα ήρθες και πάλι και εξομολογήθηκες, υποσχόμενος ότι στο εξής θα μείνεις σταθερός. Με την επιστροφή όμως από την εξορία επί Νικηφόρου δεν ήρθες μαζί με τους άλλους, αλλά έμεινες μόνος δελεασμένος από το φίδι, και αυτό συνεχίζεται μέχρι τώρα που βασιλεύει τέταρτος βασιλιάς μετά τον Νικηφόρο. Μέχρι πότε, ελεεινέ, θα κυλιέσαι στον βούρκο της αμαρτίας; Μέχρι πότε θα συνεχίσεις να ασχημονείς μπροστά στον Θεό και τους ανθρώπους; Δεν υπάρχει θάνατος, δεν υπάρχει δικαστήριο; Δεν θα δεχθείς αιώνια τιμωρία, της οποίας και μόνο η υπενθύμιση καταπραΰνει την ψυχή και την κάνει να μετανοεί;
Σύνελθε, άνθρωπε, γύρισε πίσω, σε παρακαλώ. Πάψε να κτίζεις σπίτια κοσμικά, συ που κατέλυσες τον οίκο της ψυχής σου. Πάψε να κτίζεις ως λαϊκός, συ που επενεργείσαι από τον Σατανά. Μη προφασίζεσαι αυτό ή εκείνο. Κανένας δεν θα σε αποσπάσει από το χέρι του Κυρίου. Να μη πεις έχοντας αμαρτήσει, δεν θα υποφέρω τα επιτίμια. Θα τα υποφέρεις, τέκνο μου. Σε καλώ έτσι με την ελπίδα της επιστροφής, εγώ ο ταπεινός. Εφόσον είμαι πατέρας, θα σε θεραπεύσω με ευσπλαχνία, με συμπάθεια, με φιλοστοργία. Μόνο θέλησε να επιστρέψεις, μόνο κινήσου, σπάσε τα δεσμά του θανάτου που σε κρατούν. Η βοήθεια βρίσκεται κοντά στον Θεό, και θα προπορεύεται ο φύλακας της ζωής σου άγγελος. Θα γίνει χαρά στον ουρανό, θα θρηνήσει ο διάβολος, θα σκιρτήσω εγώ ο ταλαίπωρος, βρίσκοντας το χαμένο μου πρόβατο, αλλά και ολόκληρη η αδελφότητα σου. Εάν όμως δεν γίνει αυτό, θα γίνεις κυνήγι του διαβόλου, που είναι κληρονόμος του ουαί (της συμφοράς), από τον οποίο θα γλυτώσεις υπακούοντας και ερχόμενος μαζί με τον αδελφό σου Σίλα.
(ΕΠΕ, Φιλοκαλια, έργα Θεοδώρου τόμος 18Γ,σελ. 102, 105, 109)
Προς το κοινό του λαού Αντισάρχου.
Δεχθήκαμε γράμματα από την τιμιότητά σας για τον μαθητή μας, ο οποίος προ πολλού απέδρασε και δεν ξέρω πως έγινε εκεί δεκτός από αμάθεια και ασέβεια, και μάλιστα σε σπήλαιο ληστών, όχι μοναστήρι, αλλά ανακατασκευασμένο καταφύγιο παθών, για να αξιώσουμε να τύχει απαλλαγής. Και η απάντηση είναι σύντομη. Ο μαθητής μας Μαρκιανός μέχρι να επιστρέψει στο μοναστήρι του, στο οποίο έδωσε υπόσχεση της απάρνησής του με μάρτυρα τον Θεό, είναι δεμένος και καταδικασμένος και ανάξιος της κοινωνίας, σύμφωνα με τους θεοδίδακτους κανόνες που υπέγραφε. Γιατί η απειλή δεν εξαρτάται από μας, αλλά από τους θεόπνευστους Πατέρες. Αυτόν λοιπόν, αν τον αγαπάτε, σώστε τον, συμβουλέψτε τον να γυρίσει όπου ανήκει, και τον οποίο εμείς, εάν μετανοήσει και επιστρέψει στην πατρική αγάπη, είμαστε έτοιμοι να τον υποδεχθούμε και να του συγχωρήσουμε όλα τα σφάλματά του. Γιατί, όπως δεν είναι δυνατόν πρόβατο που αποκόπηκε από τη μάνδρα του και αποπλανήθηκε, να μη φαγωθεί από τα θηρία, έτσι και αυτός που βγαίνει από το μοναστήρι παράνομα με τη δική του θέληση και διαμένει σε τόπο που δεν επιβλέπει ο Κύριος, είναι αδύνατον να μη πέσει στα χέρια των δαιμόνων. Το κελλί του λοιπόν είναι φωλιά των δαιμόνων, τόπος σύλληψης ψυχών, παιδευτήριο γυναικών, εργαστήριο κάθε παρανομίας, έστω και αν αυτός ή εσείς προσπαθείτε με όποιους λόγους και τρόπους να μεθοδεύσετε αυτά που λέτε. Εάν λοιπόν υπακούει και υπακούετε και σεις, θα ήταν καλό και στους δύο να αποφύγετε τις θεϊκές οργές και απειλές. Αλλιώς θα δείτε μπροστά στα μάτια σας τους καρπούς της παρακοής σας. Και ο αγιώτατος επίσκοπος είναι ευλογημένος από τον Κύριο, και τηρεί τους νόμους, και τον ανόσιο άνδρα τον διώχνει κάπου μακριά. Γιατί δεν είναι άξιος χειροτονίας καθόλου, και αν ακόμα επιστρέψει εδώ. Καθόσον γνωρίζω τα προβλήματά του περισσότερο από εκείνον τον ίδιο, αφού υπήρξα πνευματικός πατέρας του.
(ΕΠΕ,Φιλοκαλία, έργα Θεοδώρου 3,93-95)
Πόσο μεγάλο μυστήριο!
Μετανόησε ο ληστής· χρειαζόταν νερό για να βαπτισθεί.
Ήταν κρεμασμένος στον σταυρό·
δεν υπήρχε άλλος τόπος να βαπτισθεί, ούτε πηγή, ούτε λίμνη, ούτε βροχή,
ούτε αυτός που θα τελούσε το μυστήριο.
Γιατί όλοι οι μαθητές είχαν φύγει επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους.
Ο Χριστός όμως δεν εστερείτο ναμάτων,
αλλά, αν και ήταν κρεμασμένος στον σταυρό, δημιούργησε νερά.
Επειδή δηλαδή δεν ήταν δυνατόν να μπει στη βασιλεία ο ληστής χωρίς βάπτισμα,
πρόσφερε ο Σωτήρας αίμα και νερό από την τρυπημένη πλευρά του,
για να ελευθερώσει τον ληστή από τα κακά που σήκωνε,
και να δείξει ότι το αίμα έγινε λύτρο αυτών που στηρίζουν τις ελπίδες τους σ’ αυτόν.
(ΕΠΕ,Φιλοκαλια,έργα Θεοδώρου Στουδίτου, 1,61)