Γράφει η Ελένη Κούκου: «Την άλλη μέρα, μετά τη στρατοπέδευση, ο ιερεύς [π. Αχίλλειος, στον πόλεμο του ‘40] προχώρησε μοναχός στο εσωτερικό του πυκνού δάσους. Με κόπο δρασκέλιζε τους θάμνους και τα χαμόδεντρα, για να βαδίζει. Είχε προχωρήσει αρκετά, όταν στάθηκε απότομα έκπληκτος, σαν τον εξερευνητή που ανακαλύπτει ξαφνικά στην έρημο χώρα ανθρώπους: Αρκετοί στρατιώτες φρουρούσαν την αρχή του δάσους απ’ την αντίθετη πλευρά. Δυνατές κραυγές χαράς και εκπλήξεως βγήκαν απ’ τα στήθη τους κι έτρεξαν όλοι με πηδήματα, να τον προϋπαντήσουν. Ήταν 120 Αιτωλοακαρνάνες εύζωνοι όλοι τους γεροδεμένα παλληκάρια.
- Παππούλη, απ’ το Μεσολόγγι έχουμε να δούμε παπά. Τι χαρά μας έδωσες μεσ’ τη μοναξιά μας!... έλεγαν.
Κάθισε κοντά τους πάνω στα βρεγμένα χορτάρια και τους μίλησε με λόγια τονωτικά. Όλοι ζήτησαν να εξομολογηθούν, να κοινωνήσουν.
- Πόλεμος είναι παππούλη. Τώρα ζούμε κι έπειτα από μια ώρα πεθαίνουμε.
Η ώρα, όμως ήταν περασμένη .Δεν μπορούσε να τους εξομολογήσει όλους έναν–έναν. Έπρεπε να γυρίσει στο σύνταγμά του πριν πέσει το σκοτάδι. Ούτε πάλι ήθελε ν’ αφήσει κανένα παραπονεμένο. Μπροστά στην ανάγκη συλλογίστηκε ένα άλλο τρόπο: Κάθισαν όλοι γύρω του. Ο ιερεύς ρωτούσε για ένα αμάρτημα και, όσοι ήσαν ένοχοι, απαντούσαν καταφατικά. Οι ανένοχοι σιωπούσαν. Μεσ’ στην ερημιά του πυκνού δάσους, με υπόκρουση το μακρινό βουητό των κανονιών, ήταν κάτι βαθειά συγκινητικό η δημόσια αυτή εξομολόγηση 120 στρατιωτών, που ποιος ξέρει για πόσους θα ήταν και η τελευταία της ζωής τους.
Ακόμη, όμως συγκινητικότερο ήταν όταν πλησίασαν, έπειτα από σύντομη ακολουθία της Μεταλήψεως, να λάβουν απ΄το χέρι του ιερέως, εκεί κάτω απ’τα δένδρα, σαν τελευταίο εφόδιο, αφού περίμεναν το θάνατο, τον Άρτο της ζωής . Όταν τέλειωσε η απλή κι απέριττος εκείνη ακολουθία, η τόσο κατανυκτική,ένας αλαλαγμός χαράς γέμισε την ατμόσφαιρα :
- Παππούλη, μας έσωσες. Παππούλη, σ’ ευχαριστούμε .
Αργότερα στην τρομερή οπισθοχώρηση, έμαθε ο ιερέας απ’ το λοχία εκείνου του λόχου των ευζώνων, ότι απ’τους 120 μοναχά οι 40 γλύτωσαν απ’ τη θύελλα του πολέμου. Οι άλλοι 80 έμειναν ανάμεσα εκείνους που δεν θα γυρίσουν ποτέ …. Και ο ιερεύς δάκρυσε τότε στην ανάμνηση εκείνων των 120 ευζώνων, που κάποιο αόρατο χέρι τον οδήγησε μεσ’ στο έρημο δάσος για να τους δώσει το τελευταίο εφόδιο για την άλλη ζωή».
(βιβλίο: Ο Πατήρ Αχίλλειος, Θεοδώρου Δημακοπούλου σελ. 65, στο ΄΄Η Εξομολόγηση΄΄ αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ σελ. 240-242)
(διηγείται ο άγιος Γέρων παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης…απαντώντας σε ερώτηση αν ωφελούν οι προσευχές μας τους άλλους…)
- Αφού παιδί μου ενδιαφέρεσαι, να σου πω και κάτι για το κομποσχοίνι πιο φοβερό, γύρω από την ζωή του Γέροντά μου (Ιωσήφ). Ο Γέροντάς μου, είχε στον κόσμο μια ξαδέλφη. Αν και η ζωή της δεν ήταν τόσο καλή, ο Γέροντας όμως την αγαπούσε πολύ. Κάποτε τον ειδοποίησαν ότι η ξαδέλφη του πέθανε και μάλιστα όχι καλά. Έκαμνε διάφορους μορφασμούς, θεατρινισμούς∙ μιλούσε άσχημα κ.λπ. και σ’ αυτά τα χάλια πάνω ξεψύχησε. Μόλις το μαθαίνει ο Γέροντας, άρχισε τα κλάματα. Εγώ παραξενεύτηκα· τόση ευαισθησία· να κλαίει τόσον πολύ. Όμως κατάλαβε ο ίδιος τον λογισμό μου και με προλαβαίνει:
- «Εγώ δεν κλαίω παιδί μου που πέθανε αλλά κλαίω γιατί κολάστηκε».
Ωστόσο απ’ εκείνην την ημέρα ο Γέροντας δώστου συνέχεια νηστεία και προσευχή για την ξαδέλφη του. Ύστερα από αρκετές ημέρες, βλέπω τον Γέροντα πολύ χαρούμενο.
- «Τι συμβαίνει Γέροντα;» .
- «Να σου πω παιδί μου. Αφού όλες τις μέρες δεν ησύχασα να προσεύχομαι και να αγρυπνώ με νηστεία και δάκρυα για την ξαδερφούλα μου, σήμερα είδα το εξής ευχάριστο και θαυμαστό όραμα. Ενώ προσευχόμουν βλέπω ζωντανά την ξαδερφούλα μπροστά μου και μου φωνάζει με πολλή αγαλλίαση:
- «Σήμερα είναι η μέρα της σωτηρίας μου. Σήμερα γλύτωσα από την κόλαση. Σήμερα πηγαίνω στον Παράδεισο».
Ξαφνικά την ίδια στιγμή βλέπω τον μακαρίτη τον παπά–Γιώργη μπροστά μου. Αυτός είναι ένας σύγχρονος άγιος. Όταν ήμουν στον κόσμο τον πρόλαβα. Έβαλε στο μυαλό του, ει δυνατόν, να βγάλει όλους τους αμαρτωλούς από την κόλαση. Κάθε μέρα λειτουργούσε και μνημόνευε χιλιάδες ονόματα. Κατόπιν γυρνούσε τα μνήματα και όλη μέρα διάβαζε τρισάγια και μνημόσυνα στους πεθαμένους. Αφού λοιπόν εν οράματι τον είδα μπροστά μου, τον ακούω και με μεγάλο θαυμασμό μού λέγει:
- «Βρε-βρε ….εγώ μέχρι τώρα νόμιζα ότι οι πεθαμένοι σώζονται μόνο με λειτουργίες και μνημόσυνα. Τώρα όμως είδα και κατάλαβα ότι και με τα κομποσχοίνια σώζονται οι κολασμένοι».
Και ξανά με θαυμασμό:
«Και με τα κομποσκοίνια σώζεται ο κόσμος ….!».
Μ’ αυτό το όραμα πληροφορήθηκα ότι η ξαδερφούλα μου σώθηκε, αλλά μου δείξε ο Θεός και την δύναμιν του κομποσκοινιού ώστε και από την κόλαση να βγάζει ψυχή».
Λέγοντας στον αδελφό συγκινημένος ο Γέροντας αυτά, του έδωσε την ευλογία του και του ευχήθηκε:
- «Άντε στην ευχή μου και κοίταξε να βιαστής όσο μπορείς στην υπακοή και στην ευχή, αν θέλεις και τον εαυτό σου και τους άλλους να βοηθήσεις».
(βιβλίο: Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης. Ιωσήφ Μ.Δ. σελ. 157-158)
(ο μετέπειτα άγιος γέρων Χαράλαμπος Διονυσιάτης περιγράφει το γεγονός της νεανικής του ηλικίας, όπου βρέθηκε στη φυλακή το 1941 στο στρατόπεδο έξω από τη Δράμα, αιχμάλωτος στα χέρια των κομιτατζήδων και περίμεναν την εκτέλεσή τους μετά την καταδίκη τους εις θάνατον)
«Τότε ήλθα σε μια πολύ μεγάλη περισυλλογή. Σκέφτηκα μέσα μου:
- Αχ, πόσο μάταιη είναι αυτή η ζωή. Ήθελες Χαράλαμπε να παντρευτής για να γίνεις παπάς, να σώσεις τον κόσμο. Λοιπόν σώσε πρώτα τον εαυτό σου. Στην συνέχεια γονάτισα κάτω και με πύρινα δάκρυα φώναξα:
- Άγιε μεγαλομάρτυς Γεώργιε, μεγάλε στρατιώτα του Χριστού, σώσε μας και σου υπόσχομαι να αφιερώσω εξ ολοκλήρου στο Θεό τη ζωή μου.
Μόλις τελειώνω την προσευχή, να και ακούω έναν κρότο από πάνω μας «γκλάκ-γκλάκ»∙ καλπασμός αλόγου.
Στρέφω ψηλά το βλέμμα∙ ένα άλογο κάλπαζε στον αέρα από πάνω μας∙ καβαλάρη όμως δεν είδα. Κατάλαβα όμως:
- Βρε, λέω, ο αη- Γιώργης είναι σίγουρα∙ μόνο που είμαι ανάξιος να δω τον ίδιο. Άς είναι και το άλογο. Σημαίνει μας άκουσε.
Από την άλλη παρέα κανένας δεν είδε τίποτε.
Ωστόσο με υψωμένο το ηθικό παρηγορούσα τους πονεμένους συντρόφους μου:
- Θάρρος παιδιά, θα γλυτώσουμε ο αη-Γιώργης θα μας σώσει.
Θάρρος αλλά τι θάρρος; Η κατάσταση επιδεινώνεται. Αποκορύφωμα η τελευταία απόφαση. Ήδη την έβδομη ημέρα πρωί-πρωί, μπαίνουν μέσα οι δήμιοι να μας αποτελειώσουν. Και όμως δεν προλαβαίνουν να δώσουν τα πρώτα κτυπήματα.
Ανοίγει ξαφνικά διάπλατα η πόρτα της φυλακής.
Ένας γεροδεμένος νέος μπαίνει μέσα με άγριες φωνές:
- Σταματάτε κακούργοι αμέσως∙ ειδ’ άλλως θα σας καθαρίσω όλους. Αφήστε τους αθώους αυτούς ανθρώπους να πάνε σπίτια τους.
Εν ριπή οφθαλμού, άλλαξε το σκηνικό. Χάθηκαν όλοι∙ μαζί τους και ο άγνωστος εκείνος νέος. Το τι έγινε δεν περιγράφεται χαρές, φιλιά, κλάματα, συγκινήσεις.
- Δεν σας το’ λεγα εγώ, τους είπα, θα μας σώσει ο αη –Γιώργης; Αν θέλετε να σας πω και τι του έταξα. Θ’ αφιερωθώ στον Θεό.
Συμπληρώνει ο μικρός Δαμιανός:
- Εγώ έταξα όσο ζω, το κανδήλι του ακοίμητο να καίει σπίτι μας.
Και ένας ξάδελφος Βασίλης:
- Και γω έταξα να του αφιερώσω το άλογο μου.
Ωστόσο άλλη απορία: Ποιος ήταν ο άγνωστος ευεργέτης; Ο ένας έλεγε ότι ήταν παλλικάρι , άλλος ότι ήταν μεσήλικας, άλλος έλεγε:
- Φωνή άκουσα, πρόσωπο δεν είδα.
Άλλος τη φωνή άκουσε στα ελληνικά: άλλος στα βουλγαρικά….
Παραμένουμε όλοι οι αιχμάλωτοι μ’ αυτές τις εντυπώσεις. Όμως οι φυλακές κλειδωμένες. Ήδη μερικοί πάλι μεμψιμοιρούν.
- Μήπως….μήπως….
Αρχίζω ξανά να τους ενθαρρύνω:
- Θάρρος, αδέλφια. Τελείωσαν όλα· λίγη υπομονή.
Πράγματι δεν περνάει πολύ ώρα, ξανανοίγουν οι πύλες. Επίσημη ανακοίνωση από το βασιλιά Βόρι.
«Επειδή σήμερα η βασίλισσα γέννησε τον διάδοχό μου, απονέμω χάρη σ’ όλους τους αιχμαλώτους∙ απ' αυτήν την στιγμή είσαστε όλοι ελεύθεροι».
Μόλις ανοίγουν οι φυλακές, από την χαρά μας, παρ’ όλην την πείνα και την εξάντληση, σε λίγη ώρα βρεθήκαμε στο σπίτι μας.
Μόνη απορία που έμεινε όμως στους αιχμαλώτους, ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος ευεργέτης μας. Άγγελος, Άγιος, άνθρωπος; Όπως και να έχει, γεγονός είναι ότι ήταν σταλμένος από Θεού στην πιο κρίσιμη ώρα. Δηλαδή στο παρά πέντε. Αλλιώς μέχρι να 'φτανε το βασιλικό μήνυμα θα ήταν πια πολύ αργά. Ήδη θα’ μασταν τελειωμένοι».
(από το βιβλίο: Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης, Ιωσήφ Μ.Δ., σ. 44-46)
Κάποτε ένας νέος, πλουσιωτάτης οικογένειας υιός, με πτυχία, με γλώσσες, μου έλεγε το εξής: είχαν ένα υπάλληλο στην επιχείρηση του πατέρα του στην οποία εργαζόταν κι αυτός. Του είπε, λοιπόν, κάποτε ο υπάλληλος ότι θα πάει ένα ταξίδι στην Πάτμο. Κι ο νέος απάντησε:
- Θα έλθω και εγώ στην Πάτμο, γιατί δεν έτυχε να έχω πάει εκεί.
Πήγαν στην Πάτμο. Ο υπάλληλος ήταν πιστός και είχε μια γνωριμία με τον πατέρα Αμφιλόχιο το Μακρή. Πολλοί από σας θα τον έχετε ακούσει. Του είπε, λοιπόν, ότι θα περάσω να δω τον πατέρα Αμφιλόχιο, όσες φορές έρχομαι -κάθε χρόνο πήγαινε στην Πάτμο- εξομολογούμαι εδώ. Του είπε ο νεαρός ο άλλος, το αφεντικό του θα λέγαμε, θα έλθω και εγώ μαζί σου.
Και όταν πήγε ο νέος να εξομολογηθεί, αποφάσισε κι αυτός να μπει. Όχι διότι είχε πραγματικά μετανοήσει. Έτσι, δεν ξέρω πώς του ήρθε. Φυσικά κάτι λάλησε μέσα του. Όπως ο ίδιος μου έλεγε:
- «σαν μια ατραξιόν του ταξιδιού. Ε, μέσα στα τόσα, τα οποία είδαμε στο ταξίδι, ας πω ότι γνώρισα αυτό το Γέροντα, τον ιερομόναχο το φημισμένο, τον Αμφιλόχιο της Πάτμου».
Μπήκε μέσα να εξομολογηθεί, και ο γέροντας όταν του είπε μερικά από τα αμαρτήματά του, εντόπισε το ενδιαφέρον του στην κατ’ εξοχήν αμαρτία, την οποία έκανε αυτός ο νέος. Νέος 25-26 ετών με χρήματα, ωραίος λεβεντόκορμος, καταλαβαίνετε τι ακριβώς συνέβαινε. Του λέει, λοιπόν, ο Γέροντας:
- «Παιδί μου, δώσε μια υπόσχεση στο Χριστό ότι θα αποστής από την αμαρτία. Δεν είναι τόσο δύσκολο, όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Με τη Χάρι του Θεού θα το πετύχεις».
Δεν ξέρω πώς ήρθε στα χείλη μου και του είπα ένα ναι. Αλλά την ώρα κατά την οποία έλεγα αυτό το ναι, μέσα μου κάτι έλεγε:
"για δυο μέρες, πέντε μπορεί. Για δέκα ίσως, αλλά μην φανταστείς ότι είναι δυνατό να ζήσης, για δεκαπέντε μέρες σε εγκράτεια. Μη φαντασθείς ποτέ ότι γίνεται αυτό".
Την ώρα κατά την οποία έλεγα ναι, ο εαυτός μου μέσα μου έλεγε: "μη φαντασθείς ότι μπορεί να φτάσεις 15 μέρες".
Τότε που μου το έλεγε ο νέος είχαν περάσει 10 χρόνια, και μου έλεγε:
- «Τι μαγικό ραβδί ακούμπησε πάνω μου και με μετέβαλε εμένα, το θηλυμανή ίππο, σε άνθρωπο εγκρατείας; Από την ημέρα εκείνη άλλαξε άρδην η ζωή μου».
Και είχε γίνει ένας ασκητής μέσα στο ίδιο του το σπίτι, ένα σπίτι πλούσιο και αριστοκρατικό.
Λοιπόν, τότε που το έλεγε, φυσικά του φαινόταν βουνό. Απ’ την ώρα εκείνη κατά την οποία μπήκε ο Χριστός στην καρδιά του άλλαξαν άρδην τα πράγματα. Και είδε ότι με τη δύναμη του Θεού όλα γίνονται κατορθωτά. Τα ακατόρθωτα, τα αδύνατα, γίνονται δυνατά. Τα ανεπίτευκτα γίνονται επιτευκτά. Τα φανταστικά γίνονται πραγματικά.
(πηγή: "Η Εξομολόγηση", αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Αθήνα 2012, σελ. 105-107)
«Για ποιό λόγο, λέει κάποιος, δεν γίνονται τώρα θαύματα; Εδώ, σας παρακαλώ, προσέξτε με ακρίβεια, επειδή από πολλούς το ακούω και διαρκώς και πάντοτε να ερωτάται…
Για ποιο λόγο, τώρα, η χάρις αυτή περιορίσθηκε και απομακρύνθηκε απ΄ τους ανθρώπους σήμερα;
Όχι επειδή θέλησε ο Θεός να μας προσβάλη, αλλά επειδή θέλησε να μας τιμήση υπερβολικά. Πώς; θα σου απαντήσω. Οι άνθρωποι τότε ήταν περισσότερο ανόητοι, διότι μόλις προ ολίγου είχαν απαλλαγή από τα είδωλα και η διάνοια τους ήταν παχυλή και αναίσθητη ακόμη, και όλα τα σωματικά τους φόβιζαν και τους αφήναν με ανοικτό το στόμα, και δεν γνώριζαν ακόμη τίποτε για τα πνευματικά χαρίσματα. Ούτε ήξεραν τι ακριβώς είναι η πνευματική Χάρι και ότι μόνο δια της πίστεως είναι δυνατόν να την κατανόηση κάποιος. Για το λόγο αυτό γίνονταν (τότε) θαύματα. Επειδή απ΄ τα πνευματικά χαρίσματα αλλά μεν είναι αόρατα και κατανοούνται μόνο δια της πίστεως, αλλά δε εμφανίζουν και κάποιο αισθητό σημείο για να πείσουν τους άπιστους. Εννοώ το εξής: η άφεσι των αμαρτιών είναι πνευματική υπόθεση, είναι αόρατη δωρεά. Πράγματι το πώς απαλείφονται οι αμαρτίες μας δεν μπορούμε να το δούμε δια των σωματικών οφθαλμών. Γιατί, όμως; Διότι η ψυχή είναι εκείνη που καθαίρεται και η ψυχή δεν φαίνεται δια των οφθαλμών του σώματος. Η κάθαρση, λοιπόν των αμαρτημάτων είναι μια πνευματική δωρεά, την όποια δεν μπορούμε να δούμε δια των σωματικών οφθαλμών.
Η δε γλωσσολαλία είναι μεν και αυτή αποτέλεσμα νοητής ενεργείας του Πνεύματος, προσφέρει, όμως, αισθητό σημείο, το οποίο εύκολα το αντιλαμβάνονται οι άπιστοι. Πράγματι η γλώσσα την οποία ακούμε αποτελεί εκδήλωση και απόδειξη της ενεργείας η οποία λαμβάνει χωρά μέσα στην ψυχή μας ,της αόρατης εννοώ. Γι΄αυτό και ο Ο
Παύλος λέει: «Στον καθένα δε δίδεται φανερά το χάρισμα του Πνεύματος, προς το συμφέρον» (Α΄Κορ 12,7).
Εγώ, λοιπόν, τώρα δεν έχω ανάγκη θαυμάτων. Γιατί; Διότι και χωρίς να λάβω αποδείξεις από κάποιον, έμαθα να πιστεύω στον Κύριο. Εκείνος που είναι άπιστος, ζητά αποδείξεις, εγώ, όμως, που πιστεύω δεν χρειάζομαι ούτε απόδειξη ούτε θαύμα, αλλά ακόμη κι αν δεν μιλήσω ξένη γλώσσα, γνωρίζω ότι καθαρίσθηκα από τις αμαρτίες. Εκείνοι, όμως, τότε δεν πίστευαν πριν λάβουν αποδείξεις, για αυτό και τους προσφέρονταν τότε θαύματα, ως εγγύηση της πίστεως στην οποία πίστευαν. Συνεπώς έδινε ο Θεός τα θαύματα σε αυτούς, όχι σαν σε πιστούς αλλά σαν σε άπιστους για να πιστεύσουν. Έτσι και ο Παύλος λέει: «Τα θαύματα γίνονται όχι για τους πιστούς, αλλά για τους άπιστους» (Α΄ Κορ. 14,22).
Βλέπετε ότι ο Θεός έπαυσε να προσφέρει αποδείξεις δια θαυμάτων όχι για να μας προσβάλει , αλλά για να μας τιμήση; Το έκανε αυτό επειδή ήθελε να αποδείξει ότι εμείς πιστεύουμε χωρίς εχέγγυα και θαύματα. Εκείνοι μεν αν δεν λάμβαναν προηγουμένως θαύματα και αποδείξεις δεν θα πίστευαν για τα αόρατα πράγματα. Εγώ δε και χωρίς αυτά δείχνω όλη τη πιστή μου. Αυτός, λοιπόν, είναι ο λόγος για τον οποίο δεν γίνονται σήμερα θαύματα»
Γράφει ο Νικόλαος Ζουρνατζόγλου: «Ο Γέροντας Πολύκαρπος Ματζάρογλου, μου διηγήθηκε το εξής: Ο Γέροντας Παΐσιος μια χρονιά, την Κυριακή του Τυφλού, ήταν άρρωστος και δεν είχε κάτι να φάη. Το απόγευμα εκεί που καθόταν έξω απ΄το κελί του βλέπει στον ουρανό ένα πουλί, που ερχόταν από πολύ μακρυά κατ΄ ευθείαν προς το μέρος του. Έσκυψε για να μην τον κτυπήση.
Η πρώτη του σκέψη ήταν μήπως ήταν κάποιο γεράκι, που τον πέρασε για αγρίμι κι επιχείρησε να τον κτυπήση. Το πουλί, όμως έκανε στροφή κι έφυγε. Τότε άκουσε ένα θόρυβο κοντά του, μέσα στα χορτάρια.
Γυρίζει και βλέπει ξαφνιασμένος ένα ψάρι ολοζώντανο, που σπαρταρούσε και έσταζε νερό.
Ο Γέροντας συγκινήθηκε τόσο πολύ με την αγάπη και πρόνοια του Θεού, ώστε σηκώθηκε, έκανε το σταυρό του κι είπε: Σ΄΄ευχαριστώ Θεέ μου. Κι έτσι το βράδυ έφαγε το ψάρι που του 'στειλε ο Θεός με το πουλί».
Διηγήθηκε ο γέρων Θεοδόσιος Αγιοπαυλίτης (1901-1987) (της Μονής Αγίου Παύλου Αγίου Όρους): «Ένα βράδυ στο κελλί μου ήρθε ο π. Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης.
- Πότε ήρθες; του λέω, δεν σε πρόσεξα.
- Να, το απόγευμα. Θα βγάλεις βιβλίο, έμαθα.
- Ναι, του απαντώ. Θα βγάλω ένα βιβλίο για τον πνευματισμό. Τότε ο π. Γεράσιμος μου λέει:
- Τα μέντιουμ από αυτά που λένε 99% είναι αλήθεια, 1% είναι ψέμματα και αυτό το 1 αναιρεί τα 99.
- Αυτό που λέγεις είναι ωραίο να το γράψω στο βιβλίο, αλλά πού το βρήκες, ρωτώ.
- Στα Πνευματικά Γυμνάσματα (=βιβλίο αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου), απαντά.
Όταν έφυγε από το κελλί μου, ανοίγω τα Πνευματικά Γυμνάσματα και το βρίσκω αμέσως. Όταν τελείωσα το πρόχειρο γράψιμο και ήμουν έτοιμος να το στείλω για το τυπογραφείο, ο λογισμός μου έλεγε να ψάξω να βρω τη σελίδα όπου ήταν γραμμένο αυτό που μου είχε πει ο π. Γεράσιμος. Ψάχνω τρεις φορές όλο το βιβλίο και δεν το βρίσκω γραμμένο. Σηκώνομαι και πηγαίνω στην Μικρά Αγία Άννα, βρίσκω τον π. Γεράσιμο και του λέω:
- Όταν ήρθες στο Μοναστήρι μου είπες αυτό και αυτό. Δεν το βρίσκω τώρα στα Πνευματικά Γυμνάσματα. Τι συμβαίνει;
- Ούτε ήρθα στον Άγιο Παύλο –έχω πολύ καιρό να έλθω-, αλλά και ούτε σου είπα τέτοιο πράγμα.
Έμεινα άναυδος. Απατήθηκα λοιπόν σε τέτοιο βαθμό από τον διάβολο;
Τότε σκέφτηκα ότι, εάν το έγραφα αυτό, θα έκανα μεγάλο κακό, διότι όποιος διάβαζε το βιβλίο θα σκεφτόταν: Εφ’ όσον το 99 είναι αλήθεια, τι με νοιάζει για το 1, θα πάω στα μέντιουμ.
Όταν είχα ετοιμάσει το βιβλίο περί πνευματισμού, το καθαρόγραφα για να το στείλω το πρωί για εκτύπωση. Είχαν μείνει ακόμη 4 σελίδες για να τελειώσω. Ξαφνικά αισθάνομαι δίπλα μου τον διάβολο. Ανατρίχιασα ολόκληρος. Ο λογισμός μού έλεγε να σταματήσω. Όχι, είπα, θα τελειώσω και μετά θα σταματήσω. Χριστέ μου βοήθα με, και συνέχισα να γράφω κλαίγοντας και προσευχόμενος, ενώ έτρεμα από το φόβο μου.
Όταν τελείωσα, ξάπλωσα λίγο. Σε λίγο ακινητοποιήθηκα τελείως από τον διάβολο. Δεν μπορούσα ούτε να φωνάξω. Μόνο το μυαλό μου, η σκέψη μου λειτουργούσε. Τότε θυμήθηκα τον αββά Ισαάκ που λέει: «Μόνο το πνεύμα του Θεού μπορεί να διώξει το πνεύμα του διαβόλου».
Άρχισα τότε να προσεύχομαι θερμώς, οπότε εντός ολίγου έφυγε ο διάβολος και ελευθερώθηκα»
(από το βιβλίο: Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Αγιος Ιωάννης ο πρόδρομος» Μεταμόρφωση Χαλκιδικής, 2011 σελ. 229-230)
Η αμμά (=μητέρα) Δαμιανή, η ησυχάστρια, η μητέρα του αββά Αθηνογένους του επισκόπου των Πετρών, μάς διηγήθηκε και μας είπε.
Ήταν κάποιος ηγούμενος στο άγιο όρος του Σινά, ονομαζόμενος Γεώργιος (έζησε κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ), πολύ μεγάλος και ασκητικός. Σε αυτόν τον αββά Γεώργιο το μέγα Σάββατο, ενώ βρισκόταν στο κελλί του, τού ήρθε μια επιθυμία· ήθελα, λέει, να κάνω την αγία Ανάσταση στην αγία πόλη και να μεταλάβω τα άγια μυστήρια στην αγία Ανάσταση του Χριστού του Θεού μας. Όλη λοιπόν την ημέρα έμεινε ο γέροντας στο κελλί του ασχολούμενος με αυτούς τους λογισμούς και προσευχόμενος· μόλις βράδιασε ήρθε ο μαθητής του, λέγοντας.
- Πάτερ, κέλευσον για τον κανόνα.
Ο γέροντας αποκρίθηκε και του είπε.
- Πήγαινε, και την ώρα της αγίας μεταλήψεως έλα εδώ και έρχομαι.
Έμεινε λοιπόν ο γέροντας στο κελλί του.
Όταν έφτασε η ώρα της αγίας κοινωνίας βρέθηκε ο γέροντας μέσα στο ναό της Αναστάσεως κοντά στον επίσκοπο Πέτρο τον μακάριο και του δίνει την αγία κοινωνία μαζί μ’ όλους τους ιερείς.
Βλέποντάς τον ο πατριάρχης, λέει στον Μηνά, τον συγκέλλο του.
- Πότε ήρθε ο αββάς του Σινά;
Αποκρίθηκε ο σύγκελλος.
- Με την ευχή σας, δέσποτα, δεν τον είδα, παρά τώρα μόνο.
Τότε ο πατριάρχης λέει στον σύγκελλο.
- Πες του να μη φύγει. Γιατί θέλω να γευματίσω μαζί του.
Και ο σύγκελλος πήγε και το είπε στο γέροντα. Και αυτός αποκρίθηκε.
- Ας γίνει το θέλημα του Θεού.
Μόλις λοιπόν έγινε η απόλυση και ο γέροντας προσκύνησε το άγιο μνήμα, βρέθηκε στο κελλί του.
Και να ο μαθητής του χτυπά την πόρτα και τού λέει.
- Πάτερ, κέλευσον, έλα να μεταλάβεις.
Και ο γέροντας πήγε στο ναό μαζί με τον μαθητή του και μετέλαβε τα άγια μυστήρια.
Ο αρχιεπίσκοπος Πέτρος λυπημένος γιατί δεν τον άκουσε, μετά τη γιορτή στέλνει στο γέροντα γράμματα και στον επίσκοπο της Φαράν, τον αββά Φώτιο, και στους πατέρες του Σινά για να του φέρουν τον αββά. Μόλις λοιπόν έφτασε αυτός που μετέφερε τα γράμματα και τα έδωσε, έστειλε στον πατριάρχη τρεις ιερείς, τον αββά Στέφανο τον Καππαδόκη, τον μέγα, τον αββά Ζώσιμο και τον αββά Δουλκήτιο, τον Ρωμαίο. Απολογήθηκε ο γέροντας με γράμμα του, λέγοντας.
- Αγιώτατέ μου δέσποτα, μη θεωρήσεις πως καταφρόνησα την εντολή του αγίου αγγελιοφόρου σου.
Έγραψε και αυτό.
- Για να ξέρει η μακαριότητά σου, πως μετά έξι μήνες και οι δυο μας πρόκειται να συναντήσουμε τον Δεσπότη μας Χριστό και εκεί θα προσκυνήσουμε.
Φεύγοντας οι ιερείς και φτάνοντας εκεί δίνουν τα γράμματα στον πατριάρχη. Έλεγαν τότε.
- Πολλά χρόνια έχει που δεν βγήκε στην Παλαιστίνη ο γέροντας.
Έδειχναν και τα γράμματα του Φαράν που επιβεβαίωναν αυτά, ότι περίπου 70 χρόνια έχει ο γέροντας να φύγει από το άγιο όρος του Σινά.
Ο θείος όμως και πράος Πέτρος είχε μάρτυρες όλους τους επισκόπους, που παρευρίσκονταν εκεί, καθώς και τον κλήρο, που έλεγαν.
- Εμείς είδαμε τον γέροντα και όλοι τον ασπαστήκαμε με το άγιο φίλημα.
Μετά λοιπόν τη συμπλήρωση των έξι μηνών αναπαύτηκαν ο γέροντας και ο πατριάρχης, σύμφωνα με την προφητεία του γέροντα.
(Πνευματικός Λειμών,Ιωάννου Μόσχου,Φιλοκαλία τομος 2, εκδ. ΕΠΕ, σελ. 247-251)
[συνομιλούν ο μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος (Μ.Α.) με τον Κλείτο Ιωαννίδη (Κ.Ι.)]
Μ.Α… Ο πατήρ Φιλόθεος Ζερβάκος έκαμε τάμα στον Άγιο Δημήτριο, κάθε χρόνο στις 26 Οκτωβρίου, που είναι η μνήμη του, να πηγαίνει στον Άγιο Δημήτριο και να παρίσταται και να λειτουργεί εκεί στην πανήγυρη του Αγίου. Μια χρονιά –περίπου 10 χρόνια από τότε που μας διηγήθηκε το γεγονός- είχε πάρα πολύ μεγάλη κακοκαιρία στην Πάρο και δεν υπήρχαν πλοία. Δεν μπορούσε κανένα πλοίο να αποπλεύσει. Ήταν αδύνατον για τον πατέρα Φιλόθεο να φύγει από το νησί και να πάει στον Πειραιά και μετά στη Θεσσαλονίκη, για να εκπληρώσει το τάμα του και την επιθυμία που είχε για να παρευρεθεί στην πανήγυρη του Αγίου Δημητρίου, στο ναό του. Και παρέμεινε στο Μοναστήρι. Ήταν πάρα πολύ θλιμμένος. Έκαναν τον Εσπερινό κάτω στο καθολικό της μονής τους κι επέστρεψε ο πατήρ Φιλόθεος στο κελλί του λυπημένος, αισθανόμενος, τρόπον τινά μια αδυναμία, γιατί δεν μπορούσε να εκπληρώσει τον λόγο που είχε δώσει στον άγιο. Μόλις πήγε στο κελί του όμως και κάθισε στην καρέκλα του, άρχισε να προσεύχεται και να λέει:
«Άγιε Δημήτριε, δυστυχώς, δεν μπόρεσα να εκπληρώσω αυτό το τάμα, σε παρακαλώ συγχώρεσέ με, βοήθησέ με»,
ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε στο ναό του αγίου Δημητρίου. Από την Πάρο βρέθηκε στο ναό του αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη.
Κ.Ι.: Εν σώματι ή εν πνεύματι;
Μ.Α.: Εν σώματι, κανονικά. Χαιρέτησε όλους τους παρόντες, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα. Ήξεραν όλοι ότι πήγαινε κάθε χρόνο και δεν απόρησε κανείς. Έλαβε μέρος στον Εσπερινό, έμεινε το βράδυ στη Θεσσαλονίκη, έλαβε μέρος, την άλλη μέρα, στην τελετουργία, τελείωσαν οι γιορτασμοί και τότε, ο πατήρ Φιλόθεος επέστρεψε πίσω στο μοναστήρι του.
Στο μοναστήρι οι μοναχοί είχαν ανησυχήσει, γιατί η πόρτα του ήταν κλειστή από μέσα και νόμιζαν ότι πέθανε.
Κ.Ι.: Είναι εκπληκτικό, θαυμαστό.
Μ.Α.: Ναι. Μετά, θυμάμαι, όταν τον ρώτησα:
«Πάτερ Φιλόθεε, πώς επιστρέψατε;» - νόμιζα ότι ήρθε πίσω κατά τον ίδιο τρόπο– μου λέει: «Ρε παιδάκι μου, μετά, πήρα το καράβι και επέστρεψα. Την πρώτη φορά με πήρε ο άγιος αεροπορικώς και μετά ήρθα με τα δικά μου μέσα».
Κ.Ι.: Είναι συγκλονιστικό.
Μ.Α.: Ναι, αυτό μου το είπε ο ίδιος. Κι εκτός που μου το είπε ο ίδιος, οι ίδιοι οι πατέρες της μονής μας το είπαν και ήταν παρόντες αυτοί που έσπασαν την πόρτα του, η οποία ήταν κλειδωμένη από μέσα και δεν βρήκαν τον πατέρα Φιλόθεο.
(Γεροντικό του 20ου αιώνος, Κλείτου Ιωαννίδη, εκδ. Μεταμόρφωση του Σωτήρος, Μήλεσι, σελ. 167-168)