Η κ. Ρ.Π. διηγείται: Το 1973 μου έτυχε ένα ατύχημα. Περπατώντας έπεσα και χτύπησα πολύ άσχημα, τραντάχτηκε όλο το σώμα μου. Εκείνη την ώρα δεν έδωσα σημασία. Εργαζόμουν ως γραμματέας σε μια κλινική. Πήγα στη δουλειά μου και οι νοσοκόμες καθάρισαν τις πληγές. Την άλλη μέρα αδύνατο να σηκωθώ από το κρεβάτι μου. Είχα φρικτούς πόνους στη μέση. Με πήρε ο αδελφός μου και πήγαμε στο γιατρό. Κάναμε ακτινογραφία και ο γιατρός Χ. είπε χαρακτηριστικά:
- Καραμπινάτη η ζημιά την οποία έπαθε. Έχουν τόσο διαλυθεί οι σπόνδυλοι 04-05 και ο δίσκος έχει κάνει αιματώματα, που δεν ξέρω πως θα γίνει καλά. Έχω ένα φίλο γιατρό Γερμανό ο οποίος θα μπορεί να μας πει περισσότερα.
Έδειξε τις ακτινογραφίες στο Γερμανό γιατρό κι εκείνος είπε ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Μου συνέστησαν ακινησία και μου έδωσαν μια ζώνη με σιδερένιες λάμες. Γύρισα στο σπίτι, έπεσα στο κρεβάτι, αλλά πονούσα φοβερά. Κανένα παυσίπονο δεν με ανακούφιζε. Παρακαλούσα όλους τους αγίους, πότε τον ένα, πότε τον άλλο να με βοηθήσουν. Μια μέρα θυμήθηκα τον πνευματικό μου πατέρα, τον π. Αθανάσιο [το Χαμακιώτη] και τον παρακάλεσα θερμά.
- Εσύ που είσαι στον ουρανό, εσύ που είσαι κοντά στο Θεό, ρίξε μια ματιά στο Μαρουσάκι (έτσι το λεγε πάντα)· η ματιά σου αυτή θα με βοηθήσει, θα μπορέσει να μου γλυκάνει τους πόνους.
Είπα και άλλα παρόμοια, έκλαψα και παίρνοντας ένα παυσίπονο χάπι κοιμήθηκα. Η απάντηση του γέροντα ήταν άμεση.
Είδα ένα ολοζώντανο όνειρο ότι βρισκόμουν στη Νερατζιώτισσα και καθόμουν σε καρέκλα στο αριστερό παραθυράκι. Σε μια στιγμή ανοίγει η Ωραία Πύλη και βγαίνει ο π. Αθανάσιος. Φορούσε την καλή του στολή και κρατούσε μια μεγάλη σύριγγα με κόκκινο υγρό σαν αίμα. Μου είπε:
- Έλα παιδί.
Και ετοιμάστηκε να μου κάνει την ένεση στο πόδι. Εγώ ντρεπόμουν, σήκωσα λίγο τη φούστα μου και μου έκανε την ένεση στο γόνατο. Την ώρα εκείνη ένιωσα τον πόνο και το υγρό να μπαίνει στο πόδι μου. Μόλις τέλειωσε μου είπε:
- Έλα παιδί, από τη στιγμή αυτή είσαι καλά και δεν θα κάνεις καμία επέμβαση, ούτε στο εξωτερικό θα πας.
Γύρισε και μπήκε στο ιερό από την Ωραία Πύλη.
Όταν μετά από λίγο ξύπνησα, είπα να δοκιμάσω. Κινήθηκα λίγο και δεν πονούσα. Άρχισα να λύνω τη ζώνη, ελευθερώθηκε το σώμα μου και σηκώθηκα σιγά σιγά. Κάθισα στο κρεβάτι και στο σημείο που έγινε η ένεση διέκρινα ένα σημάδι, που υπάρχει μέχρι σήμερα. Άρχισα να κλαίω και να ευχαριστώ τον παππούλη, γιατί κατάλαβα ότι έγινα καλά. Περπάτησα μέσα στο σπίτι και όταν με είδαν οι δικοί μου τρόμαξαν.
- Τι κάνεις εκεί; Μου είπαν.
- Είμαι καλά. Ο π. Αθανάσιος με έκανε καλά!
Ο αδελφός μου πήρε τηλέφωνο το γιατρό, ο οποίος είπε αμέσως να πάμε εκεί. Πήγαμε, βγάλαμε ακτινογραφίες. Δεν υπήρχε τίποτα, καμία βλάβη. Η μέση μου είχε επανέλθει και ήταν όπως πριν. Μετά από μια βδομάδα πήγα στον τάφο του και έκλαψα πολύ, ευχαριστώντας τον»
(Αντωνοπούλου Νεκταρίου π., Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, εκδ. Ακρίτας σελ 312. στο «Τα θαυμάσια του Θεού» αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ σελ. 170-172)
Νώντα Σκοπετέα
Άβυσσος ο φόβος. Πλημμυρισμένη από το άδηλο, το σκοτεινό, το ταραχώδες. Βυθός απύθμενος, αφώτιστος από του ήλιου τις ακτίνες… Κι η θάλασσα γεμάτη από αθέατες δίνες να σε καταπίνουν…
Ολιγόπιστε γιατί διστάζεις; Γιατί φοβάσαι να προχωρήσεις πάνω στα κύματα; Εδώ είμαι πάντα μαζί σου!
– Φοβάμαι Κύριε, τόσα πολλά είναι αυτά που φοβάμαι, που με ζυγώνουν κάθε στιγμή! Και όλα ένας φόβος τα σκεπάζει…Του Θανάτου ο φόβος Κύριε! Η ιδέα του, συνθλίβει την ταραγμένη μου ψυχή! Λένε οι γύρω μου πως είναι φυσιολογικό και να μην φοβάμαι, το να τον φοβάμαι… Δεν έχουν αισθανθεί ούτε αυτοί, ούτε εγώ, πρώτος εγώ Κύριε, τη νίκη της Ζωής! Δεν ακούσαμε με τον αμετάστρεπτο νου μας την αλήθεια της πίστης μας… Το Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον Πατήσας… Ούτε το μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την Ζωήν…
- Γιατί πέθανε ο παππούς μαμά; ρώταγε τις προάλλες ένας μικρούλης πάνω από το μνήμα του παππού του… Κι η μάνα του δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Σαστισμένη κι εκείνη έψαξε να βρει μια γρήγορη πειστική απάντηση…
- Γιατί ήταν παππούς και ήταν άρρωστος του είπε.
…Δεν απάντησε σωστά Κύριε! Η σωστή απάντηση στην ερώτηση του μικρού γιατί πέθανε ο παππούς, είναι μια και μόνη: Για να ζήσει! Ζωή αιώνια! Και το εφόδιό της: Το σώμα και το αίμα του Ζώντος Θεού! Το γιατρικό του φόβου! Μόνο το Θεό να φοβόμαστε, να σεβόμαστε ως πανελεύθεροι δούλοι Του και τις αμετανόητες αμαρτίες μας να τρέμουμε. Να αγαπάμε τον Πατέρα μας και να θυσιάζουμε το εγώ μας για την αγάπη και το θέλημα Του. Η αγάπη του Χριστού μας, αυτή που έξω βάλλει τον φόβο… Είναι ύπουλο βουνό ο φόβος, ακανθόσπαρτο με γλιστερές αποτομιές που οδηγούν στην δαιμονική λύπη… Εμπόδιο στην αληθινή χαρά, την Χριστιανική ζωή της ασύγκριτης Χαρμολύπης, στο ασυγκράτητο πέταγμα με αγγελικά φτερά στους ανοιχτούς Ουρανούς της ποθεινής Άνω Πατρίδας…
Είναι δύσκολο το να τα καταφέρεις. Αδύνατο φαίνεται σε κάποιους που πορεύονται μια ζωή ολάκερη φοβισμένοι και δειλοί και ολιγόπιστοι, έστω κι αν δείχνουν ισχυροί και αγέρωχοι με αμετασάλευτη πίστη.
…Δυνατό για το Θεό όμως! Ας βάλουμε Εκείνον μπροστάρη στον πόλεμο! Για να γίνει ο φόβος του θανάτου μνήμη του σωτήρια. Ο φόβος για το άγνωστο, σιγουριά και ασφάλεια θείας καταφυγής. Ο φοβισμένος άνθρωπος, χαριτωμένος θεραπευμένος από της ψυχής τα τραύματα. Αυτά που ο φόβος ολοένα αφορμίζει. Αυτά που η πίστη και ο Σταυρός καταπραΰνουν και επουλώνουν για πάντα.
Βαθιά ανάσα, ανοίγω τα μάτια, μπαίνει αέρας, ολόδροσος φρέσκος αέρας μέσα μου. Στην εκπνοή εκβάλλονται μαύρες μνήμες σκοτεινές και συνειρμοί αισθήσεων που σαν να είχαν φωλιάσει ακλόνητοι στα κατάβαθά μου και έσπερναν πανικό σε κάθε μου λογισμό, σε κάθε βαρύ μου βήμα.
Ανασαίνω και πάλι το καθάριο αεράκι. Στέλνω ψηλά τα όμματα της καρδίας μου και ένα ατρόμητο δυνατό ελέησον! Μια στιγμή κράτησε η αφοβιά μου. Βοήθησε Κύριε να την ξαναζήσω και έτσι να τελειωθώ! Κλείνω ξανά τα μάτια. Ηχεί η φωνή Σου μέσα μου: Μη φοβού, μόνο πίστευε!
ΥΓ: Να θυμόμαστε πάντα αυτό που ένας σοφός Γέροντας των ημερών μας λέει: Οι Έλληνες δεν έχουν προδιάθεση κατάθλιψης! Μόνο μετανοίας!
Απόσπασμα από την εκπομπή με τίτλο: Το γιατρικό του φόβου (2 Μέρη)
Πῶς πρέπει νά προσευχώμαστε.
Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ
(Ἐπιστολή 4η) ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ
Ἀνθολόγιο ἀποσπασμάτων ἐπιστολῶν ἐκ τοῦ βιβλίου
Η προσευχή είναι εσωτερική πράξη του πνεύματός μας. Το πνεύμα μας μπορεί να εκφραστεί με τις πιο ποικίλες μορφές. Όχι σπάνια, και ενδεχομένως μάλιστα ιδιαίτερα συχνά, με τη σιωπή μας ενώπιον του Θεού. Σιωπούμε, γιατί ο Θεός γνωρίζει όλο το βάθος της σκέψεώς μας, όλες τις προσδοκίες της καρδιάς μας, αλλά δεν είμαστε πάντοτε ικανοί να τις εκφράσουμε με λόγια. Ο Θεός όμως κατανοεί τις μυστικές κινήσεις της καρδιάς μας και απαντά σε αυτές.
Φοβούμαι λίγο ότι εσύ δεν υπολογίζεις αυτό ακριβώς που είπαμε πιο επάνω· ότι τείνεις να εκλάβεις την προσευχή ως στάση μπροστά στις εικόνες με την προφορά τυπικών εκφράσεων που θεσπίστηκαν από αιώνες (προσευχές Όρθρου και Εσπερινού ή Ψαλμών και τα παρόμοια). Βέβαια και στο είδος αυτό της προσευχής μπορεί κάποιος να συνηθίσει από τη νεότητά του και να το επιτελεί κάθε ημέρα. Αυτό όμως είναι τελείως ανεπαρκές, και η προσευχή αυτή δεν εξαντλεί καθόλου το θέμα της προσευχής.
Παρατηρώ ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι γίνονται ολοένα και λιγότερο ικανοί γι’ αυτό ακριβώς το είδος της προσευχής. Το φαινόμενο αυτό το αποδίδω στην εντεινόμενη διανοητική δραστηριότητα των ανθρώπων. Ο νους μας βρίσκεται σε συνεχή σχεδόν διέγερση από το πλήθος των κάθε είδους εντυπώσεων που μας προσεγγίζουν κατά τη διάρκεια της ημέρας· των εντυπώσεων της οράσεως και της ακοής. Από το πρωΐ αρχίζει ο εγκλωβισμός των ανθρώπων των πόλεων, αλλά τώρα και των χωριών, στην κοσμική ζωή, που παρασύρει τον νου και τη φαντασία μας στην εξέλιξη των γεγονότων και τα αισθήματά μας στη συμμετοχή σε αυτά.
Πώς λοιπόν με τους όρους αυτούς να αναχθούμε σ’ εκείνη την ησυχία του νου και την ηρεμία της καρδιάς, που είναι πράγματα τόσο απαραίτητα για την προσευχή; Να το ερώτημα. Σε αυτό θα επανέλθουμε πάλι κάποτε, αν ο Θεός ευδοκήσει, ενώ τώρα θα μεταφερθώ λίγο σε άλλο θέμα, στην προσωπική σου περίπτωση.
Γράφεις ότι, όταν βλέπεις την ανικανότητά σου να βρεις την προσευχή, όταν σταθείς σε προσευχή, συναισθάνεσαι τη μηδαμινότητά σου. Και αυτό σε αποκαρδιώνει. Μην αποθαρρύνεσαι. Μην ανησυχείς πολύ με αυτή την περίπτωση. Να παρασταθεί κάποιος ενώπιον του Θεού δεν σημαίνει καθόλου να «σταθεί μπροστά στις εικόνες», αλλά να Τον αισθανθεί στο βάθος της συνειδήσεώς του ως Εκείνον που γεμίζει με την παρουσία Του τα πάντα. Να Τον ζήσει ως την αληθινή Πρωταρχική Πραγματικότητα από την οποία προέρχεται ο κόσμος στην τάξη της κατώτερης, δεύτερης δημιουργημένης κτιστής πραγματικότητος. Γι’ αυτό μπορεί να είναι κατάλληλη η κάθε στάση στην οποία βρίσκεται το σώμα: είτε κατακλίνεται, είτε βαδίζει, είτε κάθεται, είτε στέκεται και τα παρόμοια.
Αν ο νους και η καρδιά σου δοκιμάζουν προσευχητική διάθεση κατά την ανάγνωση της Αγίας Γραφής, τότε μένε σε αυτήν όσο δεν διακόπτεται η προσευχητική αυτή διάθεση. Ο κανόνας είναι ο εξής: Κάθε λόγος, κάθε θέση του σώματος, στα οποία ο νους και η καρδιά ενώνονται σε μια ζωή της μνήμης του Θεού, δεν πρέπει να αλλάζει, ωσότου εξαντληθεί ο νους ή η καρδιά ή το σώμα.
Οι παρατηρήσεις μου επάνω στους σύγχρονους ανθρώπους με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι βολικότερο γι’ αυτούς να προσεύχονται στους ναούς, ιδιαίτερα κατά τη Λειτουργία. Η λειτουργική προσευχή με τη συχνή θεία μετάληψη αποτελεί το πλήρωμα. Αλήθεια, για να πραγματοποιηθεί αυτό, είναι απαραίτητο να την ζει κάποιος και να την κατανοεί. Τότε αποκαλύπτεται ότι η Λειτουργία αγκαλιάζει με τη χάρη της όλη τη ζωή μας· σ’ αυτήν περικλείονται όλα τα επίπεδα του είναι μας κατά την αναφορά του προς τον Θεό. Η Λειτουργία, αν βεβαίως βιώνεται με όλο το είναι μας, επιτρέπει να τη ζήσουμε ως αληθινά Θεία Πράξη, που περιλαμβάνει όχι μόνο αυτό τον ορατό κόσμο, αλλά και όλον εκείνον που άπειρα ξεπερνά τα όριά του. Μη εμβαθύνοντας στον χώρο αυτό ο άνθρωπος μπορεί εύκολα να περιπέσει στη συνήθεια που τον ερημώνει και τον νεκρώνει. Είναι απαραίτητο να αυξάνει αδιάκοπα στη γνώση του Θεού και να μην επιτρέψει να μετατραπεί η Λειτουργία σε λεπτομέρεια της ευσεβούς βιοτής μας. Επειδή ακριβώς η ζωή μας έγινε φτωχότερος χώρος για τη Λειτουργία, ζήσαμε όλοι τη βαθειά κρίση. Οι άνθρωποι άρχισαν να στρέφονται με μεγάλη ικανοποίηση σε κάθε είδους ανάγνωσμα ή διασκέδαση, προτιμώντας αυτά αντί της Λειτουργίας. Με αυτό τον τρόπο αναπαύονταν καλύτερα και μάλιστα ικανοποιούσαν την απαίτηση να αυξάνουν τις γνώσεις τους. Αυτό είναι πλήρως κατανοητό και δικαιολογημένο. Ο άνθρωπος κατά τη φύση του είναι όν που τείνει προς την τελειότητα, προς τη γνώση, και ακόμη προς την απόλυτη γνώση και το πλήρωμα του Είναι. Να λοιπόν το παράδοξο: Εξαιτίας της τάσεως αυτής προς την απόλυτη τελειότητα, που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση, οι άνθρωποι απομακρύνονται από εκείνο τον «χώρο», ο οποίος δόθηκε από τον Θεό ακριβώς για την απόκτηση της γνώσεως και της ζωής αυτής.
Θα σου πω λίγα λόγια και για ένα επιπλέον πρόβλημα της εποχής μας. Δυστυχώς οι μορφές της εκκλησιαστικής ζωής και των ακολουθιών που θεσπίστηκαν δια μέσου των αιώνων δεν ανταποκρίνονται εντελώς στις αναζητήσεις και τις ανάγκες των συγχρόνων ανθρώπων. Και αυτό είναι κατανοητό. Οι μορφές αυτές δεν σχηματίστηκαν σε δικές μας εποχές, αλλά για ανθρώπους άλλης διανοητικής και ψυχολογικής αναπτύξεως και άλλης εμπειρίας της ζωής. Το πρόβλημα όμως αυτό στην Εκκλησία είναι εξαιρετικά περίπλοκο, και ως εκ τούτου η επίλυσή του προς το παρόν για ιδιαίτερες περιπτώσεις επιτυγχάνεται με αυτό τον τρόπο: Μερικοί άνθρωποι μη αποκομίζοντας από τις μορφές των εκκλησιαστικών ακολουθιών απαντήσεις για όλες τις ανάγκες τους, αισθάνονται επιπλέον την ανάγκη να αναπληρώσουν αυτή την έλλειψη στο σπίτι τους με μεγάλο τίμημα απώλειας δυνάμεως και χρόνου.
Ο επίσκοπος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ πριν από εκατό περίπου χρόνια έργραφε ότι ήδη στον καιρό του ακόμη και οι μοναχοί στα μοναστήρια, μη αποκομίζοντας από τις εκκλησιαστικές ακολουθίες και την προσωπική χειραγώγηση όλα όσα τους χρειάζονται, είχαν την ανάγκη να διαβάζουν εντατικά τη Γραφή και τα έργα των Πατέρων. Χωρίς αυτά δεν μπορούσαν να προοδεύσουν [1]. Ακόμη περισσότερο ισχύουν όλα αυτά για τους συγχρόνους μας που ζουν στον κόσμο, και μάλιστα στον κόσμο που δεν προσεύχεται και έχει λησμονήσει τον Θεό.
Έτσι λοιπόν, μην ανησυχείς για την ανικανότητά σου να συγκεντρωθείς, όταν στέκεσαι στην προσευχή.Κράτησε πριν απ’ όλα τη μνήμη του Θεού και την ειρήνη της καρδιάς. Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για σένα, εφόσον δεν το κατέχεις ισχυρά. Πρόσεχε, μη δαπανάς χωρίς όφελος τις λίγες σωματικές σου δυνάμεις.
Για να βρεις τον σωστό δρόμο, είναι καλύτερο απ’ όλα να το ζητήσεις από τον ίδιο τον Θεό στην προσευχή:
«Κύριε, Συ ο ίδιος δίδαξέ με τα πάντα … Δώσε μου τη χαρά της γνώσεως του θελήματός Σου και των οδών Σου … Δίδαξέ με να σε αγαπώ αληθινά με όλο μου το είναι, όπως μας παρήγγειλες … Οικοδόμησε τη ζωή μου έτσι, όπως Εσύ ο ίδιος την συνέλαβες στην προαιώνια βουλή Σου … Ναι, ακόμη και για μένα, γιατί Εσύ κανέναν δεν ξέχασες και κανέναν δεν έπλασες για απώλεια … Εγώ με αφροσύνη εκδαπάνησα τις δυνάμεις που μου έδωσες, αλλά τώρα, στο τέλος της ζωής μου, διόρθωσέ τα όλα Εσύ ο ίδιος, και ο ίδιος δίδαξέ με τα πάντα … Αλλά έτσι, ώστε πραγματικά το θέλημά σου να πραγματοποιηθεί στη ζωή μου, είτε εγώ το καταλαβαίνω είτε δεν το καταλαβαίνω μέχρι καιρού … Μην επιτρέπεις να πορευθώ σε ξένους δρόμους, που οδηγούν στο σκοτάδι … αλλά πριν παραδοθώ στον ύπνο του θανάτου, δώσε σε μένα την ανάξια να δω το Φως Σου, ώ Φως του κόσμου».
Κι έτσι, με δικά σου λόγια, να προσεύχεσαι για όλα με τον ίδιο τρόπο. Θα περάσει κάποιος χρόνος και η δύναμη των λόγων αυτών θα εισχωρήσει στο εσωτερικό της υπάρξεώς σου, και τότε θα ρεύσει αυτομάτως ζωή, όπως ακριβώς θέλει ο Κύριος. Κρίνοντας όμως εξωτερικά δεν μπορούμε να αποφασίσουμε τίποτε.
[1] Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Προσφορά στον σύγχρονο μοναχισμό, τόμ. 5, Νέα Υόρκη 1968, σ. 57, 58, 77.
Ἐκδόσεις: Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας
Ἀπό: Ἱστολόγιο ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ
Στην εξισωτική γραμμή αληθείας και ψεύδους βρίσκεται και ο J. Miller με το παράδειγμά του:
«Κάποιος που ανέβηκε ψηλά με αεροπλάνο είπε ότι όσο ανέβαινε οι φράκτες που χώριζαν τους κήπους χάνονταν, ώσπου έβλεπε μονάχα ένα ωραίο απέραντο τοπίο κάτω από τον καθαρό ουρανό. Το ίδιο συμβαίνει και σε εμάς όσο ανεβαίνουμε πιο κοντά στο Θεό.
Οι φράκτες που χωρίζουν τη μεγάλη Εκκλησία του Θεού σε διάφορες αποχρώσεις, γίνονται άφαντοι σιγά σιγά, ώσπου στο τέλος, βλέπουμε μονάχα μια απέραντη Εκκλησία. Όλοι είμαστε ένα. Οι δογματικές αποχρώσεις δεν έχουν καμία σημασία μπροστά στην αγάπη του Χριστού, στο Σταυρό, στον ουρανό, που είναι τα ίδια για όλους. Πρέπει να μάθουμε να αγαπάμε ο ένας τον άλλον, σαν Χριστιανοί· η αγάπη δεν αργεί να ρίξει τους φράκτες (J. Miller. Το κτίσιμο του Χριστιανικού Χαρακτήρα σελ. 97, εκδ. Ο Λόγος)».
Από ψηλά, βέβαια, όλα φαίνονται σαν ένα χωράφι. Όμως, όταν πρόκειται να φας πρέπει να προσεγγίσεις τη βλάστηση και να κόψεις μόνο βρώσιμα χόρτα ή φρούτα. Αλλοίμονο σου, αν διαλέξεις δηλητήρια ή ζιζάνια.
(Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Αντιαιρετικά εφόδια σελ.200-201, Σταμάτα 2013)
Εἶναι λίγες οἱ λέξεις γιά νά περιγράψεις μιά γυναὶκα πού θύμιζε τήν Παναγία. Δυό λόγια θά πῶ γιά μνημόσυνο.
Ὁ πρῶτος γιός της γενήθηκε ἀνάπηρος, μέ πόδια ἀτροφικά.
Ὅλη της τήν ζωή τήν ξόδεψε νά τόν ὑπηρετεῖ, γιατί ἐκεῖνος δέν μποροῦσε νά περπατήσει. Ἡ κ. Δέσποινα διακονοῦσε τόν γιό της μόνη της. Δέν ἤθελε νά τόν ἀφήσει σέ ἵδρυμα. Ἑξήντα πέντε χρόνια δέν βγῆκε ἀπό τό φτωχικό της. Τό ἀπέριτο σπιτάκι της ἤτανε ὁ παράδεισος ὁλόκληρης τῆς γειτονιᾶς.
Κάποτε καί ἡ κ. Δέσποινα ἀνήμπορη κι ἐκείνη ἔβαλε τό κρεββάτι της δίπλα στόν γιό της. Ὅταν κοιμότανε, τά κεφάλια τους σχεδόν ἀκουμπούσανε.
Πρίν λίγο καιρό μοῦ εἶπε ἐτούτη τήν κουβέντα συγκινημένη. Γιάννη, μιά ζωή διακονοῦσα τόν γιό μου, μά τώρα μέ ἀξίωσε ὁ Θεός καί τόν ἔχω συντροφιά. Κάθε βράδυ μοῦ χαϊδεύει μέ τό χέρι του τό κεφάλι μου. Ποιός ἄλλος ἀξιώθηκε τέτοια χάρη ; Δόξα σοι ὁ Θεός.
Ὁ γιός της, χαριτωμένος καί αὐτός, κάποτε μοῦ εἶπε ἐτούτο τόν ἀπίστευτο λόγο... Εἶμαι πολύ εὐχαριστημένος ἀπό τήν ζωή μου, ἀδερφέ. Ποτέ δέν περπάτησα καί ἔτσι ὁ Θεός δέν μοῦ στέρησε τίποτα στήν ζωή μου.
Τό δωμάτιο τῆς κ. Δέσποινας ἤτανε γιά μένα καί γιά πολλούς ἄλλους τόπος ἀναπαύσεως, γαλήνης, καταφύγιο, ἀληθινό σχολεῖο, ἕνα πραγματικό νοσοκομεῖο γιά ὅλες τίς ἁρρώστιες τῆς ζωῆς.Κοιμήθηκε τήν Β' Κυριακή τῶν Νηστειῶν, σέ ἡλικία 98 ἑτῶν. Αἰωνία της ἡ μνήμη.
Πόσο μεγάλο καλό είναι η συνεχής προσευχή, το μαθαίνουμε από τη Χαναναία εκείνη του Ευαγγελίου, που δεν σταματούσε να κραυγάζει: «Ελέησέ με, Κύριε!» (Ματθ. 15:22).
Κι έτσι, αυτό που αρνήθηκε ο Χριστός στους αποστόλους, τους μαθητές Του, το πέτυχε εκείνη με την υπομονή της. Ο Θεός, βλέπετε, προτιμά για τα δικά μας ζητήματα να Τον παρακαλάμε εμείς οι ίδιοι, που είμαστε και υπεύθυνοι, παρά να Τον παρακαλούν άλλοι για λογαριασμό μας. Όταν έχουμε την ανάγκη ανθρώπων, χρειάζεται και χρήματα να δαπανήσουμε και δουλόπρεπα να κολακέψουμε και πολύ να τρέξουμε. Γιατί οι άρχοντες του κόσμου τούτου όχι μόνο δεν μας δίνουν εύκολα ό,τι τους ζητάμε, αλλά συνήθως ούτε καν να μας μιλήσουν δεν καταδέχονται.
Πρέπει πρώτα να πλησιάσουμε τους ανθρώπους που είναι κοντά τους -υπηρέτες, γραμματείς, υπαλλήλους κ.ά- και να τους καλοπιάσουμε, να τους εκλιπαρήσουμε, να τους προσφέρουμε δώρα. Έτσι θα εξασφαλίσουμε τη μεσολάβησή τους στους αρμόδιους αξιωματούχους, για το διακανονισμό της όποιας υποθέσεώς μας.
Ο Θεός, απεναντίας, δεν θέλει μεσολαβητές. Δεν χρειάζεται να Τον παρακαλούν άλλοι για μας. Προτιμά να Τον παρακαλάμε εμείς οι ίδιοι. Μας χρωστάει χάρη, μάλιστα, όταν του ζητάμε ό,τι έχουμε ανάγκη. Μόνο Αυτός χρωστάει χάρη όταν Του ζητάμε, μόνο Αυτός δίνει εκείνα που δεν Του δανείσαμε. Κι αν δει ότι επιμένουμε στην προσευχή με πίστη και καρτερία, πληρώνει δίχως να απαιτεί ανταλλάγματα. Αν, όμως, δει ότι προσευχόμαστε με νωθρότητα, αναβάλλει την πληρωμή· όχι γιατί μας περιφρονεί ή μας αποστρέφεται, αλλά γιατί, όπως είπα, με την αναβολή αυτή μας κρατάει κοντά Του. Αν, λοιπόν, εισακούστηκες, ευχαρίστησε το Θεό. Αν δεν εισακούστηκες, μείνε κοντά Του, για να εισακουστείς. Αν, πάλι, Τον έχεις πικράνει με τις αμαρτίες σου, μην απελπίζεσαι.
Όταν πικράνεις έναν άνθρωπο, αλλά στη συνέχεια παρουσιάζεσαι μπροστά του και το πρωί και το μεσημέρι και το βράδυ, ζητώντας ταπεινά συγχώρηση, δεν θα κερδίσεις τη συμπάθειά του; Πολύ περισσότερο θα κερδίσεις τη συμπάθεια του ανεξίκακου Θεού, αν και το πρωί και το μεσημέρι και το βράδυ και κάθε ώρα επικαλείσαι την ευσπλαχνία Του με την προσευχή.
Ας τ’ ακούσουν όλα αυτά όσοι προσεύχονται με ραθυμία και βαρυγγωμούν, όταν ο Κύριος αργεί να ικανοποιήσει το αίτημά τους. Τους λέω: “Παρακάλεσε το Θεό!”. Και μου απαντούν: “Τον παρακάλεσα μια, δυο, τρεις, δέκα, είκοσι φορές, μα δεν έλαβα τίποτα”. Μη σταματήσεις, ώσπου να λάβεις. Σταμάτησε, όταν λάβεις. Ή μάλλον, ούτε και τότε να σταματήσεις την προσευχή. Πριν λάβεις, να ζητάς. Και αφού λάβεις, να ευχαριστείς!
Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Τίποτα δεν είναι μεγαλύτερο από την καθαρή καρδιά, γιατί μία τέτοια καρδιά γίνεται θρόνος του Θεού. Και τι είναι ενδοξότερο από το θρόνο του Θεού; Ασφαλώς τίποτα.
Λέει ο Θεός γι’ αυτούς που έχουν καθαρή καρδιά: «Θα κατοικήσω ανάμεσά τους και θα πορεύομαι μαζί τους. Θα είμαι Θεός τους, κι αυτοί θα είναι λαός μου». (Β' Κορ. 6, 16).
Ποιοί λοιπόν είναι ευτυχέστεροι απ’ αυτούς τους ανθρώπους; Και από ποιο αγαθό μπορεί να μείνουν στερημένοι; Δεν βρίσκονται όλα τ’ αγαθά και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος στις μακάριες ψυχές τους; Τι περισσότερο χρειάζονται; Τίποτα, στ’ αλήθεια, τίποτα! Γιατί έχουν στην καρδιά τους το μεγαλύτερο αγαθό: τον ίδιο το Θεό!
Πόσο πλανιούνται οι άνθρωποι που αναζητούν την ευτυχία μακριά από τόν εαυτό τους, στις ξένες χώρες και στα ταξίδια, στον πλούτο και στη δόξα, στις μεγάλες περιουσίες και στις απολαύσεως, στις ηδονές και σ’ όλες τις χλιδές και ματαιότητες, που κατάληξή τους έχουν την πίκρα! Η ανέγερση του πύργου της ευτυχίας έξω από την καρδιά μας, μοιάζει με οικοδόμηση κτιρίου σε έδαφος που σαλεύεται από συνεχείς σεισμούς. Σύντομα ένα τέτοιο οικοδόμημα θα σωριαστεί στη γη...
Αδελφοί μου! Η ευτυχία βρίσκεται μέσα στον ίδιο σας τον εαυτό, και μακάριος είναι ο άνθρωπος που το κατάλαβε αυτό. Εξετάστε την καρδιά σας και δείτε την πνευματική της κατάσταση. Μήπως έχασε την παρρησία της προς το Θεό; Μήπως η συνείδηση διαμαρτύρεται για παράβαση των εντολών του; Μήπως σας κατηγορεί για αδικίες, για ψέματα, για παραμέληση των καθηκόντων προς το Θεό και τον πλησίον; Ερευνήστε μήπως κακίες και πάθη γέμισαν την καρδιά σας, μήπως γλίστρησε αυτή σε δρόμους στραβούς και δύσβατους...
Δυστυχώς, εκείνος που παραμέλησε την καρδιά του, στερήθηκε όλα τ’ αγαθά κι έπεσε σε πλήθος κακών. Έδιωξε τη χαρά και γέμισε με πίκρα, θλίψη και στενοχώρια. Έδιωξε την ειρήνη και απόκτησε άγχος, ταραχή και τρόμο. Έδιωξε την αγάπη και δέχτηκε το μίσος. Έδιωξε, τέλος, όλα τα χαρίσματα και τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, που δέχτηκε με το βάπτισμα, και οικειώθηκε όλες τις κακίες εκείνες, που κάνουν τον άνθρωπο ελεεινό και τρισάθλιο.
Αδελφοί μου! Ο Πολυέλεος Θεός θέλει την ευτυχία όλων μας και σ’ αυτή και στην άλλη ζωή. Γι’ αυτό ίδρυσε την αγία του Εκκλησία. Για να μας καθαρίζει αυτή από την αμαρτία, να μας αγιάζει, να μας συμφιλιώνει μαζί του, να μας χαρίζει τις ευλογίες του ουρανού.
Η Εκκλησία έχει ανοιχτή την αγκαλιά της, για να μας υποδεχθεί. Ας τρέξουμε γρήγορα όσοι έχουμε βαριά τη συνείδηση. Ας τρέξουμε και η Εκκλησία είναι έτοιμη να σηκώσει το βαρύ φορτίο μας, να μας χαρίσει την παρρησία προς το Θεό, να γεμίσει την καρδιά μας με ευτυχία και μακαριότητα...
Πάτερ λέγομαι Μπάφας Ιωάννης και μένω στο Αλιβέρι Βόλου. Το τηλέφωνο μου είναι 24210.......
Την ημέρα που έγινε το επεισόδιο ήμασταν στη Θεσσαλονίκη. Ο μικρός Παρασκευάς έπαιζε με παιδιά εκεί κοντά μας και κάποιο τον χτύπησε στο μάτι. Το ματάκι του σκίστηκε πολύ βαθειά. Τον πήγαμε αμέσως στο νοσοκομείο “Άγιος Δημήτριος”. Εκεί οι γιατροί μου είπανε ότι το ματάκι του παιδιού είναι χαμένο.
Σε λίγο έρχεται και ο γιατρός κ.Κωνσταντίνος Πολυχρονίου:
“...Το ματάκι του το έχει χάσει το παιδί! Θα κάνω βέβαια ότι είναι δυνατόν αλλά μην τρέφετε πολλές ελπίδες.......!”
Το παιδί το έβαλαν αμέσως στο χειρουργείο και η εγχείρηση κράτησε 2,5 ώρες. Όταν βγήκε ο γιατρός έκανε ένα μορφασμό που δεν προμήνυε κάτι αισιόδοξο και σχεδόν μουρμούρισε:
“..Έκανα ότι μπορούσα. Προσπάθησα το καλύτερο, όμως το τραύμα ήταν πολύ βαθύ και αδύνατη η κόλληση του, μόνο ο Θεός θα μπορούσε να κάνει κάτι.....”
Η οικογένεια μου πάτερ, είναι θρησκευόμενη. Πιστεύουμε πολύ και ο Κύριος πάντοτε μας βοηθά. Φέραμε εικόνες των Αγίων μας στο κρεβατάκι του παιδιού και παρακαλούσαμε να μεσιτεύσουν οι άγιοι προς τον Κύριο για το ματάκι του παιδιού μας.
Είχαν περάσει τρεις μέρες από την εγχείρηση και ο γιατρός κ.Πολυχρονίου ήρθε να εξετάσει το παιδί μαζί με άλλους γιατρούς:
- “....Δυστυχώς δεν έχει καμία βελτίωση. Βέβαια δεν μπορούμε να πούμε τίποτα ακόμα πριν βγάλουμε τους επιδέσμους, αλλά σας είπα από την αρχή ότι δεν υπάρχουν ελπίδες μόνον 1% ελπίζουμε και αυτό με τη βοήθεια του Θεού. Πρέπει να γίνουν και άλλες εγχειρήσεις μέσα στο χρόνο....”
Το απόγευμα μία κυρία μας έφερε μία εικόνα του Ταξιάρχη Μανταμάδου. Εμείς τον ταξιάρχη δεν τον γνωρίζαμε, είχαμε ακούσει για τον Άγιο Ραφαήλ. Μας μίλησε για τον θαυμαστό άγιο Ταξιάρχη και σταύρωσε τρεις φορές το ματάκι του. Εμείς γονατίσαμε μπροστά στην εικόνα που την είχαμε βάλει στο προσκέφαλο του παιδιού και παρακαλούσαμε τον Αρχάγγελο μέσα από την καρδιά μας. Αυτά που μας είχε πει η γυναίκα μας είχανε εντυπωσιάσει πολύ.
Στο σημείο αυτό ο κ.Μπάφας πνίγηκε σε λυγμούς και διέκοψε την αφήγηση πλημμυρισμένος από συγκίνηση. Έπειτα από αρκετή ώρα συνέχισε.........:
....Το βράδυ της ίδιας μέρας, η αδελφή της γυναίκας μου στο Βόλο, βλέπει στο όνειρο της πως ένας Άγγελος στα χρυσά ντυμένος ήρθε στο νοσοκομείο, στο κρεβάτι που ήταν ο Παρασκευάς και του σταύρωσε το ματάκι του....
Το πρωί ήρθε από τον Βόλο με τον άνδρα της. Όταν είδε την εικόνα του Ταξιάρχη στο κρεβατάκι του παιδιού, έβαλε τις φωνές λέγοντας λόγια ασυνάρτητα. Μετά από ώρα που συνήλθε, μας είπε το όνειρο και πως το πρόσωπο του Αγγέλου που είδε στο όνειρο της ήταν το ίδιο με της εικόνας του Ταξιάρχη που μας έφερε η άγνωστη κυρία!
Στις 11 το πρωί ήρθαν πολλοί γιατροί μαζι και ο κ.Πολυχρονίου, έβγαλαν τους επιδέσμους εξέτασαν πολύ ώρα το ματάκι του με κάποιο μεγάλο φακό. Έξω στο διάδρομο μου μίλησαν:
“.... Το παιδί σου δεν βλέπει. Βέβαια το περιμέναμε, θα κάνουμε και άλλες εγχειρήσεις αργότερα αλλά και πάλι οι πιθανότητες είναι ίδιες....”
Μπήκα στο θάλαμο ένα ράκος, πλησίασα το κρεβατάκι του παιδιού. Το ματάκι του ήταν λυμένο από τους επιδέσμους. Μου φάνηκε ότι η κόρη του ματιού του κινήθηκε στην ίδια ευθεία με την κόρη του άλλου ματιού. Δίπλα στο κρεβατάκι του υπήρχε ένα μπαλάκι μικρό.
“..Θέλεις να παίξουμε με ένα μπαλάκι Παρασκευά;
“.. Θέλω..” μου απαντά
Δένω το καλό του ματάκι και αφήνω το χτυπημένο ακάλυπτο.
“...Έλα σήκω..” του λέω και το παιδί σηκώθηκε, κατέβηκε και αρχίσαμε να παίζουμε! ΕΒΛΕΠΕ!
Τρέχω γρήγορα και το λέω στους γιατρούς. Δεν με πίστεψαν και χαμογελούσαν πικραμένα. Στην επιμονή μου ήρθαν και όταν το διαπίστωσαν, είπαν όλοι με ένα στόμα:
''.. Μόνο ένα θαύμα θα μπορούσε να γίνει και έγινε!!!! και στρεφόμενοι σε εμάς είπαν: “...Κάποιο Άγιο έχει το παιδί, επιστημονικώς δεν θα έπρεπε να βλέπει..!!”
Την ίδια μέρα οι γιατροί σταμάτησαν τα φάρμακα και κάθε θεραπεία, μου έδωσαν εξιτήριο και φύγαμε. Πριν ευχαριστήσω το γιατρό κ.Πολυχρονίου, τον ρώτησα:
“..Γιατρέ, λέγατε για άλλες εγχειρήσεις, μήπως θα έπρεπε να ξαναπεράσουμε;..”
Εκείνος χαμογέλασε και μου είπε:
“..Να τον πάτε στον γιατρό, τον άγιο, που έχετε προστάτη σας. Εγώ πια είμαι αχρείαστος για το παιδί σας, ο Παρασκευάς είναι υγιέστατος..”
Δεν δέχτηκε να πάρει χρήματα και μου είπε να ανάψω και για εκείνον ένα κεράκι στον Άγιο μας. Έτσι πάτερ ήρθαμε όλοι εδώ, η γυναίκα μου, τα παιδιά μου, η κουνιάδα μου με τον σύζυγο της και φυσικά ο Παρασκευάς.
Πριν καλά-καλά τελειώσει ο κ.Μπάφας, βούρκωσε και έκρυψε το πρόσωπο του στις δύο παλάμες του. Εμείς αρκεστήκαμε να κάνουμε το σταυρό μας και να ψελλίσουμε: “..Αρχάγγελε του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών..”
Πρωτοπρεσβυτέρου Ευστρατίου Δήσσου, ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΜΑΝΤΑΜΑΔΟΥ, Τόμος Ε`
- Γέροντα, βλέπω ότι δεν προχωράω πνευματικά και στενοχωριέμαι.
- Μια φορά κάποιος είχε φυτέψει ένα κλήμα και, ενώ δεν είχε πιάσει ακόμη ρίζες, είχε την απαίτηση να βγάλη σταφύλια, να κάνη άφθονο κρασί, για να πίνη, να ευφραίνεται και να μεθάη.
Έτσι κάνεις κι εσύ. Φύτεψες μια κληματσίδα και θέλεις αμέσως να πιης κρασί. Αυτό δεν γίνεται.
Το κλήμα δεν το φυτεύεις σήμερα και αύριο πίνεις κρασί. Σε έναν χρόνο μπορεί να φας μερικά τσαμπιά. Σε δυο χρόνια θα φας σταφύλια και σε πέντε χρόνια θα πιης και κρασί.
Να αγωνίζεσαι λοιπόν και να κάνης υπομονή, αν θέλης να απολαύσης καρπούς πνευματικούς.
- Γέροντα, δεν έχω συνηθίσει να περιμένω και εύκολα χάνω την υπομονή μου.
- Χρειάζεσαι υπομονή και σύνεση. Βλέπεις, πολλές φορές, ενώ κάνει κανείς υπομονή μια-δυο ώρες, για να ψηθή το φαγητό, δεν περιμένει δυο λεπτά να κρυώση, αλλά, χωρίς να σκεφθή, τρώει και καίγεται. Λοιπόν...
Όταν επιστρέψω στο Άγιον Όρος, θα σου στείλω μία εικόνα της Αγίας Υπομονής.
Μου έστειλαν τρείς εικόνες, δύο Οσίων και μία της Αγίας Υπομονής· των Οσίων τις έδωσα και τις δύο ευλογία, της Αγίας Υπομονής την κράτησα...
Αγίου Παΐσίου Αγιορείτου
Ήταν στην αυλή της Καλύβης του ο Γέροντας (Παΐσιος), όταν τον επισκέφθηκε κάποιο πνευματικό του τέκνο. Επανελάμβανε συνεχώς από την καρδιά του: «Δόξα σοι ο Θεός», πάλιν και πολλάκις.
Σε μια στιγμή ο Γέροντας του είπε: «Αχρηστεύεται κανείς με την καλή έννοια»;
-Ποιος, Γέροντα;
-Ήσυχα καθόμουν στο Κελλί μου, ήρθε και με παλάβωσε. Ωραία περνούν επάνω.
-Τι συμβαίνει, Γέροντα;
-Θα σου πω, αλλά μην το πεις σε κανέναν.
Του διηγήθηκε τότε το εξής:
«Είχα γυρίσει από τον κόσμο, όπου είχα βγει για ένα εκκλησιαστικό θέμα. (Με το μακαρίτη Τρίτση).
Την Τρίτη, κατά η ώρα 10 το πρωί, ήμουν μέσα στο Κελί μου και έκανα τις Ώρες. Ακούω χτύπημα στην πόρτα και μια γυναικεία φωνή να λέει: «Δι' ευχών των αγίων Πατέρων ημών…».
Σκέφθηκα:
«Πώς βρέθηκε γυναίκα μέσα στο Όρος;». Εν τούτοις ένιωσα μια θεία γλυκύτητα μέσα μου και ρώτησα:
-Ποιος είναι;
-Η Ευφημία! (απαντά).
-Σκεφτόμουν, «ποια Ευφημία; Μήπως καμιά γυναίκα έκανε καμιά τρέλα και ήρθε με ανδρικά στο Όρος; Τώρα τι να κάνω;». Ξαναχτυπά. Ρωτάω: «Ποιος είναι;». «Η Ευφημία», απαντά και πάλι. Σκέφτομαι και δεν ανοίγω. Στην τρίτη φορά που χτύπησε, άνοιξε μόνη της η πόρτα, που είχε σύρτη από μέσα. Άκουσα βήματα στον διάδρομο. Πετάχτηκα από το Κελί μου και βλέπω μια γυναίκα με μανδήλα. Την συνόδευε κάποιος, που έμοιαζε με τον Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος εξαφανίσθηκε.
Παρ’ όλο πού ήμουν σίγουρος ότι δεν είναι του πειρασμού, γιατί λαμποκοπούσε, την ρώτησα ποια είναι·
-Η μάρτυς Ευφημία, (απαντά).
-Αν είσαι η μάρτυς Ευφημία, έλα να προσκυνήσουμε την Αγία Τριάδα. Ό,τι κάνω εγώ να κάνης και συ.
Μπήκα στην Εκκλησία, κάνω μια μετάνοια λέγοντας: «Εις το όνομα του Πατρός». Το επανέλαβε με μετάνοια. «Και του Υιού». «Και του Υιού», είπε με ψιλή φωνή.
-Πιο δυνατά, ν’ ακούω, είπα και επανέλαβε δυνατότερα.
-Ενώ ήταν ακόμα στο διάδρομο έκανε μετάνοιες, όχι προς την Εκκλησία, αλλά προς το Κελί μου. Στην αρχή παραξενεύτηκα, αλλά μετά θυμήθηκα ότι είχα μια μικρή χάρτινη εικονίτσα της Αγίας Τριάδος, κολλημένη σε ξύλο, πάνω από την πόρτα του Κελιού μου. Αφού προσκυνήσαμε και για τρίτη φορά.
-«Και του Αγίου Πνεύματος»
Μετά είπα: «Τώρα, να σε προσκυνήσω και εγώ». Την προσκύνησα και ασπάστηκα τα πόδια της και την άκρη της μύτης της. Στο πρόσωπο το θεώρησα αναίδεια να την ασπασθώ.
-Ύστερα κάθισε η Αγία στο σκαμνάκι και εγώ στο μπαουλάκι και μου έλυσε την απορία που είχα (στο εκκλησιαστικό θέμα).
-Μετά μου διηγήθηκε την ζωή της. Ήξερα ότι υπάρχει μια αγία Ευφημία, αλλά τον βίο της δεν τον ήξερα. Όταν μου διηγείτο τα μαρτύρια της, όχι απλώς τα άκουγα, αλλά σαν να τα έβλεπα· τα ζούσα. Έφριξα! Πα, πα, πα!
-Πώς άντεξες τέτοια μαρτύρια; ρώτησα.
-Αν ήξερα τι δόξα έχουν οι Άγιοι, θα έκανα ό,τι μπορούσα να περάσω πιο μεγάλα μαρτύρια.
-Μετά απ’ αυτό το γεγονός για τρεις μέρες δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Σκιρτούσα και συνεχώς δόξαζα τον Θεό. Ούτε να φάω, ούτε τίποτα… συνεχώς δοξολογία».
Σε επιστολή του αναφέρει: «Σ’ όλη μου τη ζωή δεν θα μπορέσω να εξοφλήσω την μεγάλη μου υποχρέωση στην αγία Ευφημία, η οποία ενώ ήταν άγνωστη μου και χωρίς να είχε καμιά υποχρέωση, μου έκανε αυτή την μεγάλη τιμή…».
Διηγούμενος το γεγονός πρόσθεσε με ταπείνωση ότι παρουσιάστηκε η αγία Ευφημία, «όχι γιατί το αξίζω, αλλά επειδή με απασχολούσε εκείνο τον καιρό ένα θέμα που είχε σχέση με την κατάσταση της Εκκλησίας γενικά, και για δύο άλλους λόγους».
Εντύπωση έκανε στον Γέροντα «πώς αυτή η μικροκαμωμένη και αδύνατη άντεξε τόσα μαρτύρια; Να πεις ήταν καμία… (εννοούσε σωματώδης και δυνατή). Μια σταλιά ήταν».
Μέσα σε αυτήν την παραδεισένια κατάσταση συνέθεσε προς τιμήν της Αγίας ένα στιχηρό προσόμοιο: «Ποίοις ευφημιών άσμασιν ευφημήσωμεν την Ευφημίαν, την καταδεχθείσαν από άνωθεν και επισκεφθείσασαν κάτοικον μοναχόν ελεεινόν εν τη Καψάλα. Εκ τρίτου την θύραν πάλιν του έκρουσε, τετάρτη ηνοίχθη μόνη εκ θαύματος και εισελθούσα με ουράνιον δόξαν, του Χριστού η Μάρτυς, προσκυνούντες ομού Τριάδα την Αγίαν».
Και ένα εξαποστειλάριο κατά το «Τοις μαθηταίς συνέλθωμεν…», που άρχιζε: «Μεγαλομάρτυς ένδοξε του Χρίστου Ευφημία, σ’ αγαπώ πολύ-πολύ μετά την Παναγία…». (Φυσικά αυτά δεν τα είχε για λειτουργική χρήση, ούτε τα έψαλλε δημοσίως).
Παρά την συνήθειά του βγήκε πάλι στην Σουρωτή και έκανε τις αδελφές μετόχους αυτής της ουράνιας χαράς. Με την βοήθειά του και τις οδηγίες του αγιογράφησαν την Αγία, όπως του εμφανίσθηκε.
Ο Γέροντας φιλοτέχνησε το αρνητικό της εικόνος της Αγίας σε μήτρα ατσάλινη με την οποία έκανε πρεσσαριστά εικονάκια και τα μοίραζε ευλογία στους προσκυνητές εις τιμήν της αγίας Ευφημίας. Κατά το σκάλισμα δυσκολεύτηκε να κάνη τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού.
Είπε: «Παιδεύτηκα να κάνω το χέρι της, αλλά μετά έβαλα έναν καλό λογισμό: «Ίσως επειδή και εγώ την παίδεψα την καημένη».
(Πηγή: Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, σελίδες: 224-228. Έκδοσις Καλύβης Αναστάσεως, Καψάλα, Άγιον Όρος, 2004)
Η Αγία Ευφημία εορτάζεται στις 16 Σεπτεμβρίου, και 11 Ιουλίου η ανάμνηση του θαύματος στην λύση που επέφερε στην εν Χαλκηδόνα Δ’ Οικουμενική σύνοδο.