Η μόνη δημιουργική δύναμη
Σκόρπισε την αγάπη όπου κι αν πας: Πρώτα πρώτα στο σπίτι σου. Δώσε αγάπη στα παιδιά σου, στη γυναίκα ή στον άντρα σου… Μην αφήσεις κανέναν απ’ όσους έρχονται σε σένα να φύγει, χωρίς να νιώθει καλύτερα και πιο ευτυχισμένος. Γίνε η ζωντανή έκφραση της καλοσύνης του Θεού, καλοσύνη στο πρόσωπό σου, καλοσύνη στα μάτια σου, καλοσύνη στο χαμόγελό σου, καλοσύνη στο ζεστό χαιρετισμό προς το συνάνθρωπο σου.
Αδελφή Τερέζα
Ένας καθηγητής κολεγίου ζήτησε από τους μαθητές του της κοινωνιολογίας να πάνε στις φτωχογειτονιές της Βαλτικής και να εξετάσουν το ιστορικό 200 νεαρών αγοριών. Τους ζήτησε, επίσης, να κάνουν μια γραπτή εκτίμηση σχετικά με το μέλλον του καθενός από τ’ αγόρια αυτά. Σ’ όλες τις περιπτώσεις οι φοιτήτριες έγραφαν: «Δεν έχει καμία πιθανότητα εξέλιξης».
Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, ένας άλλος καθηγητής κοινωνιολογίας έτυχε να ανακαλύψει αυτήν την παλαιότερη έρευνα. Ζήτησε από τους μαθητές του να τη συνεχίσουν και να ψάξουν να βρουν ποιά εξέλιξη είχαν αυτά τα παιδιά. Με εξαίρεση είκοσι που είτε είχαν ξενιτευτεί είτε είχαν πεθάνει, από τους υπόλοιπους 180, σύμφωνα με ότι ανακάλυψαν οι φοιτητές, οι 176 ήταν επιτυχημένοι δικηγόροι, γιατροί κι επιχειρηματίες, με βαθμό επιτυχίας μάλιστα πολύ πάνω από το μέσο.
Έκπληκτος, ο καθηγητής αποφάσισε να συνεχίσει την έρευνα σε μεγαλύτερο βάθος. Ευτυχώς όλοι αυτοί που αφορούσε η έρευνα ζούσαν στην ίδια περιοχή και μπόρεσε να μιλήσει με τον καθένα ξεχωριστά και να τον ρωτήσει, «Που αποδίδεις την επιτυχία σου;» σε κάθε περίπτωση, η απάντηση ήταν επενδυμένη με συναίσθημα. «Σε μια δασκάλα μου».
Η δασκάλα ζούσε ακόμα, έτσι ο καθηγητής πήγε και τη βρήκε. Ρώτησε την ηλικιωμένη, αλλά με καθαρή σκέψη γυναίκα, ποια ήταν η μαγική συνταγή που χρησιμοποίησε για να ανασύρει αυτά τα παιδιά από τα χαμόσπιτα και να τα εκτοξεύσει στα ύψη που είχαν φτάσει.
Στα μάτια της δασκάλας φάνηκε μια λάμψη, αχνά ένα χαμόγελο.
«Είναι πολύ απλό», είπε. «Τα αγάπησα αυτά τα παιδιά».
Eric Butterworth
(από το βιβλίο Βάλσαμο για την ψυχή, σελ. 19-20)
"Ο δικαστής των εναγκαλισμών.
Μια μέρα η Νάνσι Τζόνστον, φίλη του Λη, εμφανίστηκε στην πόρτα του. Η Νάνσι είναι επαγγελματίας κλόουν και φορούσε ρούχα κλόουν, το επαγγελματικό μεϊκάπ και όλα τα σχετικά. «Λη, πάρε μερικά από τα Κουτιά της Αγκαλιάς κι έλα να πάμε στον οίκο αναπήρων», του είπε.
Όταν έφτασαν εκεί άρχισαν να μοιράζουν καπέλα, καρδιές και αγκαλιές στους ασθενείς. Ο Λη ένιωθε άβολα. Πότε πριν δεν αγκάλιασε άτομα με ανίατες ασθένειες, με βαριά διανοητική καθυστέρηση ή τετραπληγία. Ήταν σίγουρα μια δοκιμασία. Μετά από λίγο τα πράγματα έγιναν πιο εύκολα, καθώς η Νάνσι κι ο Λη βρέθηκαν περικυκλωμένοι από γιατρούς, νοσοκόμες και άλλα άτομα από το προσωπικό του νοσοκομείου που τους ακολουθούσαν από θάλαμο σε θάλαμο.
Λίγες ώρες μετά μπήκαν στον τελευταίο θάλαμο, όπου υπήρχαν μερικές από τις χειρότερες περιπτώσεις που είχε δει ποτέ στη ζωή του ο Λη. Το αίσθημα που του προκάλεσαν ήταν τόσο ζοφερό, ώστε για μια στιγμή λιποψύχησε. Κάτω, όμως από το βάρος της υποχρέωσης που είχαν αναλάβει, να προσφέρουν την αγάπη τους και να κάνουν τους άλλους να νιώσουν καλύτερα, η Νάνσι κι ο Λη άρχισαν να πηγαίνουν από κρεβάτι σε κρεβάτι, ακολουθούμενοι από πολλά άτομα του νοσηλευτικού προσωπικού που φορούσαν τώρα, όλοι, στο πέτο τις καρδιές και στο κεφάλι τα καπέλα που τους είχαν δώσει.
Ο Λη ήρθε τελικά στον τελευταίο τρόφιμο, τον Λέοναρντ. Ο Λέοναρντ φορούσε μια μεγάλη άσπρη σαλιάρα πάνω στην οποία έτρεχαν συνεχώς τα σάλια του. Ο Λη τον κοίταξε , είδε τα σάλιατου να στάζουν στη σαλιάρα και είπε: «Έλα, πάμε Νάνσι, δεν υπάρχει τρόπος να προκαλέσουμε οποιαδήποτε αισθήματα σ’ αυτό το πλάσμα». Η Νάνσι τότε του είπε: «Μα τι λες Λη, είναι κι αυτός ένας συνάνθρωπός μας, δε συμφωνείς;» Και του φόρεσε ένα αστείο καπέλο. Ο Λη πήρε κι αυτός μια από τις καρδιές που κρατούσε και του την καρφίτσωσε στη σαλιάρα του. Πήρε βαθιά ανάσα και σκύβοντας αγκάλιασε τον Λέοναρντ.
Αναπάντεχα ο Λέοναρντ άρχισε να βγάζει άναρθρες κραυγές: «Εεεεεχχ! Εεεεεχχ!» Μερικοί από τους άλλους ασθενείς άρχισαν να χτυπούν διάφορα πράγματα το ένα με το άλλο. Ο Λη γύρισε προς το προσωπικό, ελπίζοντας να μάθει τι συνέβαινε και τότε είδε ότι όλοι οι γιατροί, οι νοσοκόμες και τα άλλα μέλη του νοσηλευτικού προσωπικού έκλαιγαν. Ο Λη τότε ρώτησε την προϊσταμένη: «Μα, τι συμβαίνει;»
Ο Λη δε θα ξεχάσει ποτέ την απάντησή της; «Εδώ και 23 χρόνια είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε τον Λέοναρντ να χαμογελά».
Πόσο απλό πράγμα είναι να κάνεις ένα άτομο να νιώσει καλύτερα στη ζωή του!
Jack Canfield και Mark V. Hansen"
(από το βιβλίο Βάλσαμο για την ψυχή, σελ. 32-34)
Ερώτημα τόσο συχνό, τόσο βαθύ, τόσο δυνατό στην εκφορά του, τόσο δύσκολο στην απάντησή του. Ερώτημα τόσο αληθινό, τόσο ανθρώπινο, τόσο απαιτητικό, πού όμως από τη φύση του δεν αντέχει στον λόγο, δεν εκφράζεται με το στόμα, δεν μπαίνει σε λέξεις, δεν δημοσιοποιείται σε ακροατήριο, πολύ δε περισσότερο, δεν επιδέχεται μονοσήμαντες απαντήσεις από κάποιους που δήθεν γνωρίζουν προς κάποιους άλλους που σίγουρα πονούν. Ίσως είναι το κατ’ εξοχήν θέμα για το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνονται ομιλίες. Είναι πολύ βαθύ για να έλθει στην επιφάνεια της συνειδητοποίησης. Είναι πολύ επώδυνο για να χωρέσει στον ορίζοντα των αντοχών μας. Είναι πολύ προσωπικό για να εντοπισθεί στο στερέωμα του δημόσιου λόγου. Ίσως αυτό το ερώτημα να πονάει πιο πολύ και από την αιτία που το δημιουργεί. Γιατί όλοι ξέρουμε πως δεν έχει εύκολη απάντηση. Και όμως είναι τόσο επίμονο και αληθινό.
Γιατί σε μένα, Θεέ μου; Ηχεί στα αυτιά μου αυτό το ερώτημα και αντηχεί βαθιά στην καρδιά μου. Είναι το ερώτημα κάθε γονιού που το παιδί του πάσχει ή κάθε ανθρώπου που έχει χτυπηθεί από ανίατη ασθένεια. Πώς είναι δυνατόν αυτό το ερώτημα να μεταμορφωθεί σε ομιλία, συμβουλή, γνώμη ή απάντηση;
Το ερώτημα αυτό συνεχώς διατυπώνεται και απαντάται μόνο με δάκρυα, όχι με λέξεις, με αισθήματα, όχι με σκέψεις, με σιωπή, όχι με απόψεις, με συμπόνια, όχι με απαντήσεις. Πώς να το κάνουμε; Συχνά τα μάτια μιλούν πιο εύγλωττα από το στόμα, ο αναστεναγμός πιο δυνατά από τη σκέψη και η πονεμένη απορία εκφράζει περισσότερο την αλήθεια από την όποια απάντηση.
Στρέφω το βλέμμα μου τριγύρω και αντικρίζω συνανθρώπους μας που πάσχουν, αδελφούς μας που λυγίζουν, που θα ήθελαν κάπως να εκφραστούν, αλλά είτε αδυνατούν είτε διστάζουν είτε και φοβούνται. Όλοι αυτοί, τελικά, δεν είναι… άλλοι, ξένοι, αδιάφοροι για μας, αλλά είναι το αγνότερο και αναγκαιότερο κομμάτι του εαυτού μας, μια που η συνάντηση μαζί τους μέσα μας, καταργεί το εγώ μας. Θα ήθελα λοιπόν για λίγο να δανείσω τα χείλη της δικής μου ψυχής, στην ανάγκη της δικής τους να εκφράσει τον βουβό της πόνο και να διατυπώσει την επίμονη απορία της.
Προ καιρού μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ το Νοσοκομείο Παίδων. Πήγα στο γραφείο της διευθύντριας του Ογκολογικού που έτυχε να γνωρίζω. Μου πρότεινε να επισκεφθούμε τους θαλάμους των παιδιών. Απέφυγα να συναινέσω. Έριξα μια ματιά στους τοίχους του πρωτότυπου γραφείου της, που ήταν γεμάτοι από πρόσωπα πονεμένα και ελπιδοφόρα, πληγωμένα και αγωνιστικά. Άλλα ακόμη βρίσκονται κοντά μας για να πολλαπλασιάζουν τη χαρά και άλλα μας έχουν φύγει για να προκαλούν την ανάγκη της συνάντησης μαζί τους στην αγκαλιά του Θεού.
Τα βιβλία σ’ αυτό το γραφείο ήταν πιο λίγα από τις φωτογραφίες. Οι πολλές επιστημονικές γνώσεις πιο φτωχές από το περίσσευμα της αληθινότητας της ζωής. Οι απορίες και το άγνωστο πιο ξέθωρα από τη λάμψη της παράξενης αγάπης αυτού του χώρου.
Βγήκαμε από το γραφείο της και νόμιζα ότι έβγαινα από την αλήθεια για να μπω στο ψέμα αυτής της ζωής, αλλά με μια ανομολόγητη ανακούφιση. Σκόνταψα όμως στη μεγαλύτερη αλήθεια. Στο σαλόνι, σε ένα τραπεζάκι, έπαιζαν επιτραπέζια παιχνίδια τρία παιδάκια, δίχως μαλλιά, με πρόσωπα ωχρά, με ενδοφλέβιες χημειοθεραπευτικές παροχές στα χέρια. Δίπλα τους ισάριθμες νεαρές μητέρες και ένας παππούς. Τα μάτια των μεγάλων μονομιάς καρφώθηκαν επάνω μου. τα παιδάκια αμέριμνα συνέχισαν τη διασκέδασή τους. Εγώ αμήχανα δεν τολμούσα να δώσω το ψεύτικο χαμόγελο του… καλού παπά που ήλθε να κάνει την καλή του πράξη. Ποτέ το βλέμμα των γονέων και η αμεριμνία των παιδιών δεν με είχαν τόσο βαθιά τρυπήσει. Η εικόνα αυτή αυτόματα μεταμορφώθηκε σε ερώτημα που ηχεί στα αυτιά μου μέχρι αυτήν τη στιγμή. Τα μάτια αυτά διψούσαν για μια γουλιά απάντησης στην πιο λακωνική, αλλά πιο εσώτερη απορία που σχηματίζεται στην καρδιά κάθε φυσιολογικού ανθρώπου «Γιατί σε μένα, Θεέ μου»;
Τελικά, τα πονεμένα μάτια μπορούν να ξεδιψάσουν μόνο με το δάκρυ τους. Όχι με τον λόγο μου, σκέφτηκα. Τους αποχαιρέτησα και πήρα μαζί μου, μαζί με την ανάμνηση της έκφρασής τους, το ερώτημα.
Γιατί;
Γιατί ο πόνος; Γιατί η αδικία; Γιατί τα παιδάκια; Γιατί τόσο πρόωρα; Γιατί με αυτόν τον τρόπο; Γιατί την απερίγραπτη χαρά της αθώας παρουσίας τους, να τη διαδέχεται ο αβάσταχτος πόνος; Γιατί; Και αν είναι για το άγνωστο καλό μας, γιατί αυτό το καλό μας να είναι τόσο πικρό;
Γιατί σε μένα;
Τί κακό έκανα; Πού να ψάξω να βρω μέσα μου την άγνωστη σε μένα αιτία; Και αν φταίω εγώ, δεν μπορώ κάτι να κάνω για να ανατρέψω τα πράγματα; Και ποιός ο λόγος, εξ αιτίας μου, να υποφέρει αυτό το αθώο πλασματάκι; Αυτό μου φαίνεται πιο αδύνατο να το αντέξω. Κινδυνεύω να χάσω και τη λίγη και ασθενική πίστη μου. Τελικά, ποιό το όφελος αυτής της ιστορίας;
Γιατί σε μένα, Θεέ μου;
Δεν είμαι παιδί σου; Δεν είσαι Θεός αγάπης; Τί σχέση μπορεί να έχει η αγάπη Σου με το μαρτύριο μου; Πώς να με προσελκύουν τα μαστιγώματά Σου; Πώς συνδυάζεται η καλωσύνη Σου με την ανερμήνευτη λογική του πόνου, με τη θλίψη, με το ενδεχόμενο του σκανδαλισμού;
Νέο ζευγάρι! Μόλις έχουν γνωριστεί. Το όραμά τους να ζήσουν την αγάπη τους. Όσο πιο έντονα γίνεται! Όσο πιο πλούσια! Όσο πιο βαθιά! Αυτό είναι ζωή! Αυτό δεν έχει μόνο γλύκα και ομορφιά, έχει δύναμη. Δεν αντέχει μόνο του, δεν περιορίζεται από την αυτάρκειά του. Αυτό γεννά, πολλαπλασιάζεται, δίνει ζωή.
Μέσα στη ζάλη της αγάπης τους παντρεύονται. Περνάει τόσο όμορφα ο πρώτος καιρός! Κοιτιούνται στα μάτια και επιβεβαιώνουν την πεποίθησή τους ότι όλα θα πάνε καλά. Κανένα συννεφάκι δεν θα σκιάσει τη λιακάδα των ονείρων τους.
Τώρα περιμένουν ένα παιδί. Αυτό επικεντρώνει την καταξίωση της κοινής ζωής τους. Αυτό προσδιορίζει το όνειρό τους. Αυτό περιμαζεύει τις ελπίδες τους. Η κοπέλα είναι έγκυος. Το χαμόγελό τους ξεπερνά σε άνοιγμα την αγκαλιά τους. Είναι η πρώτη φορά που στην αγάπη τους μπαίνει κάποιος άλλος που, ενώ δεν φαίνεται, την πολλαπλασιάζει και την στερεώνει. Οι αλλοιώσεις του γυναικείου σώματος πιστοποιούν τα σημάδια μιας νέας ζωής που γεννιέται από αγάπη, αλλά και η ίδια γεννά αγάπη. Το μικρό, αόρατο έμβρυο, που το καταλαβαίνουν χωρίς να το βλέπουν, δίνει το ίδιο ζωή στους γονείς. Πράγματι ανακαλύπτουν ότι αγαπιούνται, όχι μόνο πιο πολύ αλλά και διαφορετικά. Η ποιότητα της σχέσης τους αναβαθμίζεται.
Η κοπέλα είναι ήδη μητέρα. Απλά, περιμένει να σφίξει στην αγκαλιά της το παιδάκι της. Η μέρα του τοκετού έρχεται. Τον φυσικό πόνο τον διαδέχεται η χαρά μιας καινούργιας ζωής, η ομορφιά μιας νέας παρουσίας στο σπίτι, η έκπληξη ενός ανεπανάληπτου προσώπου. Δυο γονείς μπορούν να δώσουν 1040 διαφορετικά παιδιά. Αυτό είναι ένα από αυτά. Μαζί του περνούν χαρές, ξενύχτια, αγωνίες, φροντίδα, αγκαλιές, φιλιά, παιχνίδια, όνειρα. Το παιδάκι μεγαλώνει. Αρχίζει να κουνιέται, να χαμογελάει, να μιλάει, να περπατάει, να κάνει τις πρώτες του ζημιές, ίσως να πηγαίνει στο σχολείο.
Ο σύνδεσμος αυξάνει. Οι φόβοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον. Ακούμε ότι κάποιο άλλο παιδί προσβάλλεται από σοβαρή ασθένεια. Το χαμόγελό μας κόβεται. Αλλά για λίγο. Βαθείς φόβοι, ενδόμυχοι, περιγράφουν την ατμόσφαιρα της ψυχής και προσδιορίζουν την ταυτότητα της διαθέσεώς μας. Όχι, αποκλείεται! Αυτό δεν θα συμβεί σε μας. Κάποιος λόγος υπάρχει και η αρρώστια χτύπησε το άλλο σπίτι. Η πιθανότητα να επισκεφθεί και το δικό μας είναι από μικρή έως σχεδόν ανύπαρκτη. Με τα ψήγματα της πίστης που έχουμε, σταυροκοπιόμαστε μυστικά. Αν υπάρχει Θεός, θα μας δει, θα μας προστατεύσει τώρα που προλάβαμε, έστω ψυχολογικά, να Τον επικαλεστούμε. Εξ άλλου ο Θεός είναι αγάπη. Αν δεν λυπηθεί εμάς, θα λυπηθεί το καημένο το παιδάκι μας. Είναι τόσο αθώο.
Το παιδί μας όμως εκεί που παίζει ζαλίζεται ή κάποιο πρωινό εμφανίζει υψηλό πυρετό που διαρκεί για μέρες και δεν πέφτει ή πονάει επίμονα και ανεξήγητα. Φοβούμαστε. Είμαστε όμως βέβαιοι πως οι εξετάσεις θα δείξουν ίωση, ή , στη χειρότερη περίπτωση, κάποια παιδική ασθένεια, που στο παρελθόν μεν ταλαιπωρούσε τον κόσμο, στις μέρες μας όμως η ιατρική την αντιμετωπίζει με επιτυχία.
Έχουν περάσει αρκετές μέρες. Την αιθρία της χαράς μας τη διακόπτουν οι αλλεπάλληλοι κεραυνοί των ιατρικών γνωματεύσεων. Η διάγνωση θυμίζει το νόστιμο θαλασσινό, που όμως η μία δαγκάνα του σφίγγει το μυαλό μας και η άλλη κατατρυπάει την καρδιά μας. Είναι καρκίνος (κάβουρας). Αυτό που με λαιμαργία συνήθως καταβροχθίζουμε, τώρα κατατρώει την ύπαρξή μας. Ούτε που θέλουμε να το σκεφτούμε ούτε που μπορούμε να το συνειδητοποιήσουμε. Πριν από λίγες μέρες σφιχταγκαλιαζόμασταν που ο Θεός μας χάρισε ένα δικό Του αγγελούδι. Σήμερα η αγκαλιά μας σαν λεκάνη μαζεύει τα δάκρυά μας, μήπως πρόωρα περιμαζέψει και το δικό μας τώρα αγγελούδι.
Την καταιγίδα των ιατρικών εξετάσεων τη διαδέχεται το σφυροκόπημα των αναπάντητων γιατί. Γιατί, Θεέ μου τόσος πόνος; Τί φταίει αυτό το αθώο πλασματάκι; Γιατί το δικό μου το παιδί που μου φαντάζει το καλύτερο και όχι ένα άγνωστο και απόμακρο; Γιατί να πονάει, να ταλαιπωρείται, να βασανίζεται, αμίλητα και αδιαμαρτύρητα, ανυποψίαστο να υπομένει; Γιατί να κινδυνεύει πρόωρα να εγκαταλείψει τα παιχνιδάκια του, τα όνειρά μας, την προοπτική του, τα αδελφάκια του, εμάς, τους γονείς του, αυτόν τον κόσμο; Γιατί να συμβαίνουν όλα αυτά και καμιά λογική να μην μπορεί να μας συμπαρασταθεί, καμιά ερμηνεία να μας παρηγορήσει, κανένας λόγος να μας στηρίξει, κανένας θεός να μας αγγίξει;
Ξεφεύγουμε από αυτά και ζητούμε καταφύγιο στη λογική κάποιου θαύματος. Πού ξέρεις; Ο Χριστός ανέστησε την κόρη του Ιαείρου και τον γυιό της χήρας της Ναϊν. Θεράπευσε την κόρη της Χαναναίας και τον δούλο του εκατοντάρχου. Ο Θεός αγαπά ιδιαίτερα τα παιδάκια και στην αθωότητά τους διαρκώς μας προτρέπει να μαθητεύουμε. Η αγάπη Του είναι ανεξάντλητη. Τόσα θαύματα γίνονται μακρυά μας και έγιναν στο παρελθόν, γιατί να μην γίνει και ένα στις μέρες μας και στο παιδάκι μας; Τί Θεός είναι; Ένα θαύμα δεν μπορεί να κάνει;
Η προσπάθεια όμως να παρηγορηθούμε επιτείνει τη δοκιμασία μας. Τα θαύματα είναι θαύματα, γιατί δεν είναι και τόσο συχνά. Κι αν πάλι κάνει το θαύμα σε μας, αυτό δεν είναι αδικία; Γιατί μερικοί να ζουν την ευεργετική παρουσία Του και άλλοι να τη στερούνται; Γιατί κάποιοι να Τον δοξάζουν και οι πολλοί υπόλοιποι να ταπεινώνονται απίστευτα και να Τον εκλιπαρούν; Και αν πάλι μπορεί να κάνει το θαύμα, γιατί δεν θεραπεύει όλους ή πολύ περισσότερο δεν καταργεί τις ασθένειες, να ζήσουμε τα λίγα χρόνια μας ήσυχα και με χαρά; Μήπως τελικά ή υπάρχει Θεός για να βασανιζόμαστε ή δεν υπάρχει και βασανιζόμαστε;
Κάποιοι μας πλησιάζουν και μας λένε ότι μας αγαπάει ο Θεός και γι’ αυτό επιτρέπει τη δοκιμασία. Αυτούς που μας παρηγορούν και απαντούν στον πόνο μας με συμβουλές και λόγια, γιατί δεν τους αγαπάει και αγαπάει μόνον εμάς; Γιατί τα δικά τους τα παιδιά να παίζουν αμέριμνα και να γελούν και το δικό μας, χλωμό, να ζει μέσα στα φάρμακα και τις μπουκάλες; Γιατί τα παιδιά τους να διασκεδάζουν με αστεία και παιδικές αταξίες και το δικό μας να ξεγελιέται με τα ψεματάκια μας και τις χαζοελπίδες ότι δήθεν θα γίνει καλά και θα ξαναπάει στο σχολείο; Γιατί αυτοί να μπορούν να χτίσουν όραμα για τα παιδιά τους κι εμείς να τρέμουμε στη σκέψη του μέλλοντος και της προοπτικής τους;
Κι αν υποθέσουμε ότι ο Θεός αποφασίζει να μην αρρωσταίνουν τα παιδάκια, πώς αντέχεται και πώς συμβαδίζει με την αγάπη και θεότητά Του, να βασανίζονται οι μεγαλύτεροι;
Αλλά και η ζωή γιατί να είναι τόσο τραγική; Γιατί να φοβάσαι να αγαπήσεις; Να διστάζεις να δοθείς; Να το σκέφτεσαι να συνδεθείς; Όσο πιο δυνατή είναι η αγάπη, τόσο περισσότερο πονάει ο χωρισμός. Όσο πιο βαθιά είναι τα αισθήματα, τόσο πιο πολύ πληγώνει ο πόνος. Αλήθεια, γιατί;
Μοιάζει, ώρες – ώρες, αυτά τα «γιατί» να φταίνε που υποφέρουμε. Κάποιοι μας συμβουλεύουν να μην ρωτάμε: δεν επιτρέπονται τα «γιατί» στον Θεό. Ίσως αυτή η αμαρτία μας να είναι υπεύθυνη για την ταλαιπωρία του παιδιού μας.
Και όμως αυτά τα «γιατί», όταν διατυπώνονται ταπεινά και με ήσυχο πόνο, συνθέτουν όχι μόνο την εικόνα του πιο αληθινού εαυτού μας, αλλά και εκφράζουν την πιο αληθινή υπαρξιακή απορία αυτού του κόσμου.
Η «ευλογία» του πόνου. Ευλογημένα «γιατί»!
Τα καθαγίασε ο Ίδιος ο Χριστός στο σταυρό «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τί με εγκατέλειπες;» Θεέ μου, γιατί μου το ‘κανες αυτό; Τί σου έκανα; Δεν είμαι ο Υιός σου; Το ίδιο ακριβώς ερώτημα με το δικό μου, το οποίο έμεινε και αυτό αναπάντητο. Έμεινε αναπάντητο στα φαινόμενα. Τα γεγονότα όμως φανέρωσαν την απάντηση.
Τέτοια πολλά «γιατί» βγήκαν και από το στόμα του πολύαθλου Ιώβ ή τη γραφίδα του τραυματισμένου Δαυϊδ, δυο ανθρώπων που οι τραγικοί θάνατοι των παιδιών τους σφράγισαν το πέρασμά τους από την ιστορία και που μας παρουσιάζονται συχνά ως μοναδικά πρότυπα πίστης, εγκαρτέρησης και υπομονής.
Το ερώτημα αυτό το απευθύνουμε στον Θεό, το λέμε στον εαυτό μας, το επαναλαμβάνουμε στους ανθρώπους που νοιώθουμε ότι ιδιαίτερα μας αγαπούν. Το λέμε κυρίως για να εκφράσουμε το μέσα μας, το λέμε όμως και προσδοκώντας το χάδι μιάς απάντησης. Ποιός όμως μπορεί να δώσει μια απάντηση; Ακόμη κι αν την ξέρει, ποιός μπορεί να μας την πει;
Λέγει ο Μέγας Βασίλειος προς πενθούντα πατέρα, ότι ο πόνος κάνει τον άνθρωπο τόσο ευαίσθητο, ώστε μοιάζει με το μάτι που δεν ανέχεται ούτε το πούπουλο. Και η πιο τρυφερή κίνηση αυξάνει τον πόνο του πονεμένου. Και η πιο διακριτική αναλογία δεν αντέχεται. Ο λόγος που εκφέρεται ως λογικό επιχείρημα, ενοχλεί αβάσταχτα. Μόνο το δάκρυ, η κοινωνία της απορίας, η σιωπή, η εσωτερική προσευχή θα μπορούσαν να ανακουφίσουν τον πόνο, να φωτίσουν το σκοτάδι ή να γεννήσουν μια μικρή ελπίδα.
Ο πόνος γεννά αλήθεια, συμπόνια, κοινωνία.
Ο πόνος δεν ξυπνάει μόνον εμάς, αλλά γεννάει και την αγάπη στους γύρω μας. Προσπαθούν να μπουν στη θέση μας. Αγωνίζονται στον καιρό της ασφάλειάς τους να μοιραστούν τα πιο ανεπιθύμητα γι’ αυτούς δικά μας αισθήματα. Και το κάνουν. Ο πόνος γεννά την υπομονή μας, ταυτόχρονα όμως γεννά και τον εξ’ αγάπης σύνδεσμο με τους αδελφούς μας. Ο πόνος γεννά την αλήθεια. Η συμπόνια των άλλων τη φυτεύει στη δική μας καρδιά. Εκεί διακριτικά κρύβεται και η απάντηση.
Έτσι γεννιέται στην καρδιά η παρηγοριά, η γλύκα και η ανακούφιση, της οποίας είναι πολύ εντονότερες ως εμπειρίες από το βάρος του πόνου.
Η απάντηση γεννιέται μέσα μας.
Δυο γονείς, μας λέγουν οι επιστήμονες, μπορούν να κάνουν άπειρα διαφορετικά παιδιά. Όσο διαφέρουν οι φυσιογνωμίες μας, άλλο τόσο και παραπάνω ποικίλουν οι εκφράσεις του εσωτερικού κόσμου μας. Το ίδιο και οι απαντήσεις στα μεγάλα αυτά ερωτήματα. Αν ένας τρίτος μας δώσει τη μία «σωστή» δήθεν απάντησή του, θα καταστρέψει την ποικιλότητα και την προσωπικότητα των δικών μας απαντήσεων, των ιερών απαντήσεων, που για τον καθένα μας επιφυλάσσει ο Θεός. Η υποτιθέμενη σοφία του όποιου σοφού θα συντρίψει την αλήθεια και την ελευθερία του Θεού μέσα μας.
Το μεγάλο λάθος είναι να περιμένουμε την απάντηση απ’ έξω μας, από τους άλλους. Ποιός σοφός; Ποιός φωτισμένος; Ποιός φιλόσοφος; Ποιός ασφαλισμένος στην ορθότητα των επιχειρημάτων του ιερέας, γνωρίζει την απάντηση των τόσο προσωπικών μας «γιατί»;
Η απάντηση μπορεί να ανιχνευθεί μόνο μέσα μας. Ούτε στις ανάλογες δήθεν περιπτώσεις. Ούτε σε βαρύγδουπα βιβλία. Ούτε σε συνταγές παρηγοριάς και σοφίας. Η απάντηση δεν υπάρχει κάπου, δεν την ξέρει κάποιος. Η απάντηση γεννιέται μέσα μας. Η δική μας απάντηση είναι το δώρο του Θεού.
Ο πόνος μας βγάζει από τα ανθρώπινα μέτρα.
Τελικά αυτά τα «γιατί» δεν έχουν τις απαντήσεις που η φτώχια και η αδυναμία μας περιμένει. Στη λογική αυτή συνήθως παραμένουν αναπάντητα. Γι’ αυτό και ο Χριστός για τον θάνατο δεν είπε παρά ελάχιστα. Απλά, ο Ίδιος επέλεξε και πόνεσε όσο κανένας άλλος. Και όταν αναστήθηκε, το στόμα Του έβγαλε περισσότερη πνοή και λιγότερα λόγια. Δεν είπε τίποτε για ζωή και θάνατο – μόνο προφήτευσε το μαρτύριο του Πέτρου. Ο πόνος δεν απαντιέται με επιχειρήματα. Ούτε η αδικία και ο θάνατος αντιμετωπίζονται με τη λογική. Τα προβλήματα αυτά λύνονται με το εμφύσημα και την πνοή που μόνον ο Θεός δίνει. Λύνονται με το Άγιο Πνεύμα. Ξεπερνιούνται με την ταπεινή αποδοχή του θελήματος του Θεού, που είναι τόσο αληθινό αλλά συνήθως και τόσο ακατανόητο.
Στο διάβα της η δοκιμασία συνοδεύεται από το σφυροκόπημα των αναπάντητων ερωτημάτων. Κι εμείς, γαντζωμένοι στα «μήπως», στα «γιατί», στα «αν» συντηρούμε τις ελπίδες και αντέχουμε την επιβίωση σε αυτόν τον κόσμο, προσδοκώντας κάτι σίγουρο ή κάτι σταθερό. Αυτό όμως συνήθως δεν εντοπίζεται στην προτεινόμενη από μας λύση, αλλά επικεντρώνεται στην απροσδόκητη υπέρλογη θεϊκή παρηγοριά. Κάθε προσπάθεια αντικατάστασής της με ανθρώπινα υποκατάστατα, αδικεί εμάς τους ίδιους. Κάθε περιορισμός στην ασφυκτική θηλιά των ορθολογιστικών απαντήσεων, μας παγιδεύει βαθύτερα στο δράμα μας. Στον διάλογο με τον πόνο, την αδικία και τον θάνατο είμαστε υποχρεωμένοι να βγούμε από τα ανθρώπινα μέτρα. Αυτή είναι όχι μόνον η έξοδος από τη δοκιμασία αλλά και η ευεργεσία της.
Η μοναδική ευκαιρία.
Τελικά, το μεν ερώτημα μπορούμε να το υποβάλλουμε, την δε απάντηση πρέπει να την περιμένουμε. Ή ο Θεός δεν υπάρχει ή παραχωρεί μια δοκιμασία για να μας δώσει μια μοναδική ευκαιρία. Αν δεν γινόταν η Σταύρωση, δεν θα υπήρχε η Ανάσταση. Ο Χριστός θα ήταν ένας καλός δάσκαλος, όχι ο Θεός. Ο Θεός δίνει την ευκαιρία. Σε μας μένει να τη δούμε και να την αξιοποιήσουμε. Η δε χαρά και το περιεχόμενο αυτής της ευκαιρίας είναι πολύ μεγαλύτερο από την ένταση και τον πόνο της δοκιμασίας.
Ο θάνατος, ο πόνος, η αδικία αποτελούν μυστήριο που η όποια απάντηση το διασαλεύει. Στις περιπτώσεις αυτές, η αλήθεια δεν εκφράζεται ως άποψη ή επιχείρημα, αλλά προσφέρεται ως ταπείνωση και κοινός πόνος. Η πορεία στο μεθόριο της ζωής και του θανάτου, του σκανδαλισμού και της δοξολογίας, του θαύματος και της αδικίας, παρουσιάζει στροφές και κρυμμένες γωνιές, όπου διασφαλίζεται η αλήθεια της ζωής. Αν ξεφύγει κανείς τον πειρασμό να λυγίσει, τότε αντικρίζει την αλήθεια με τέτοια όψη, που ποτέ του δεν είχε καν φαντασθεί. Ο πόνος, αν κάποιος καταφέρει να τον αγκαλιάσει, γεννά πρωτόγνωρες ευαισθησίες και ξεδιπλώνει πραγματικότητες που κανείς αλλιώς δεν βλέπει. Η πρόκληση δεν είναι να συμβούν γεγονότα και αποκαλύψεις: αυτά υπάρχουν. Η πρόκληση είναι να ανοίξει κανείς τα μάτια του για να μπορεί να τα αντικρίσει.
Είναι αναντίλεκτη αλήθεια δυστυχώς, συνήθως μόνο χάνοντας τα πολύ επιθυμητά, γνωρίζουμε και κερδίζουμε τα πολύ μεγάλα.
Σίγουρα ο πόνος και η αδικία δεν μπορούν να καταργήσουν την αγάπη του Θεού. Ο Θεός υπάρχει. Και είναι αγάπη και ζωή. Η τέλεια αγάπη και το πλήρωμα της ζωής. Και το μεγαλύτερο θαύμα της ύπαρξής Του είναι η συνύπαρξή Του με τον πόνο, την αδικία και το θάνατο.
Ίσως και η μεγαλύτερη πρόκληση για τον καθένα μας να είναι η συνύπαρξη με τον δικό του προσωπικό πόνο, το ελπιδοφόρο σφιχταγκάλιασμα, με τα βαθύτερα αυτά «γιατί», η ταπεινή εσωτερική περιχώρηση στην προσδοκία του Θεού μέσα από τις «αδικίες», που νομίζουμε πώς Αυτός μας κάνει.
Προ καιρού, με πλησίασε κάποια νεαρή κοπέλα που το καντηλάκι της ζωής της φαίνεται να τρεμοσβήνει. Μέσα στον αβάσταχτο πόνο της διέκρινα την ελπίδα. Μέσα από τα δακρυσμένα μάτια της αντίκρισα τη χαρά, τη δύναμη και τη σοφία.
-Θέλω να ζήσω, μου είπε. Αλλά δεν ήλθα για να μου το επιβεβαιώσετε. Ήλθα για να με βοηθήσετε να φύγω έτοιμη από αυτόν τον κόσμο.
-Εγώ είμαι παπάς της ζωής και όχι του θανάτου, της απαντώ. Γι’ αυτό και θέλω να ζήσεις. Επίτρεψέ μου, όμως, να σε ρωτήσω κάτι: μέσα στη δοκιμασία σου, ρωτάς ποτέ «γιατί σε μένα, Θεέ μου;»
-Δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ, μου λέει. Εγώ ρωτώ «γιατί όχι σε μένα, Θεέ μου; Και περιμένω, όχι τον θάνατο μου: προσδοκώ τον φωτισμό μου»!
(Από το βιβλίο: «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός». ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ, Εκδόσεις: Σταμούλης. Αθήνα 2009.)
Η Μεμετριασμένη Εξελιξιαρχία & η Δημιουργία του ανθρώπου.
Ζητείται ήδη ποια θα μπορούσε να είναι η προς δημιουργία του ανθρώπου ειδική παρέμβαση του Θεού; Και ερωτάται: Εάν η άκρα εξελιξιαρχία δεν μπορεί να εξηγήσει την επί γης εμφάνιση του ανθρώπου, άραγε η μεμετριασμένη ή πνευματοκρατική τοιαύτη (evolutionisme modere ou spiritualiste) δεν θα μπορούσε να συμβιβαστεί με την περί δημιουργίας του ανθρώπου εκδοχή που επιβάλλεται από τα πράγματα και εκζητείται από την Αγία Γραφή;
Κάποιοι από τους ρωμαιοκαθολικούς συγγραφείς υιοθέτησαν εξηγήσεις που βασίζονται πάνω στις προϋποθέσεις της μεμετριασμένης εξελιξιαρχίας και όσον αφορά στη διαμόρφωση μόνο του ανθρωπίνου σώματος που απομακρύνου περισσότερο η λιγότερο την άμεση επέμβαση του δημιουργού.
Μεταξύ των πρώτων ο Γεώργιος Mivart, ευσεβής φιλόσοφος και βιολόγος στην Αγγλία, σε κάποιο μικρό τόμο τιτλοφορούμενο «η Γένεσις του είδους» που δημοσιεύτηκε το 1870 υποστήριξε, ότι «δεν είναι καθόλου αναγκαίο να παραδεχτεί κάποιος στην παραγωγή του ανθρωπίνου σώματος κάποια ενέργεια διαφορετική στη φύση από εκείνην, η οποία συνετέλεσε την παραγωγή του σώματος των άλλων ζώων και του υλικού σύμπαντος ολοκλήρου» (στη σελίδα 282 στο Zahm, L’ evolution et le dogme τόμ. ΙΙ σελ. 228). Σύμφωνα με την από τον
Mivart υποστηριχθείσα εκδοχή σε ζώο άλογο που βρισκόταν στην ύψιστη βαθμίδα της ζωικής εξέλιξης, και που προήλθε από μακραίωνη προοδευτική εξέλιξη με την ενέργεια των εξελικτικών δυνάμεων πάνω στις κατώτερες μορφές της ζωής, ενέπνευσε ο Θεός το πνεύμα της ζωής και προήλθε από αυτό ο άνθρωπος που έγινε εις ψυχήν ζώσαν. Συνεπώς κατά την υπόθεση αυτή ο Θεός δημιούργησε άμεσα μόνο την ψυχή του ανθρώπου, το σώμα του όμως, αν και έμμεσα και αυτό από το Θεό έχει την προέλευση, άμεσα όμως οφείλει την διαμόρφωση του στους υπό του Θεού τεθέντας νόμους, τους κατευθύνοντας την εξέλιξη (Στο Zahm στο ίδιο σελ. 232) .
Κατά της θεωρίας αυτής του Mivart εκδηλώθηκε ολόκληρος σχεδόν ο καθολικός τύπος, ο οποίος και στον παλαιό και στο νέο κόσμο επέκρινε δριμύτατα αυτήν, σε πλείστες δε περιπτώσεις ο Mivart χαρακτηρίστηκε απερίφραστα ως αιρετικός. Στην Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία η θεωρία αυτή αποκηρύχτηκε σφοδρότατα, εξεφράσθη δε επανειλημμένως η ευχή, όπως το βιβλίο του Mivart καταριθμηθεί στον πίνακα των απαγορευμένων βιβλίων. Τοσούτω δε μάλλον, όσο η εν Κολωνία επαρχιακή σύνοδος, που συνήλθε το 1860 είχε αποκηρύξει την από εξέλιξη παραγωγή του σωματικού οργανισμού των πρωτοπλάστων, διακηρύξασα σαφώς και ρητώς, ότι «οι πρωτόπλαστοι δημιουργήθηκαν άμεσα από το Θεό» (Primi parentes a Deo immediate conditi sunt»)(Tit. IV C. XIV,Στο de Sinety,Transformisme D’ Ales οπου παραπάνω τόμ. 4 στήλη 1844) . Παραδόξως όμως όταν το βιβλίο απεστάλη στη Ρώμη, όχι μόνο δεν αποκηρύχτηκε, αλλά ούτε καν ζητήθηκε για αυτό κάποια εξήγηση, τελείως μάλιστα αντιθέτως ο Πάπας Πίος ο Θ΄ανεκήρυξε τον Mivart διδάκτορα της φιλοσοφίας και ο τίτλος του διδάκτορος επιδόθηκε σε αυτόν επίσημα από τον καρδινάλιο του Westminster (Zahm όπου πριν σελ. 229-230).
Την θεωρία αυτή του Mivart διατύπωσε επί το μετριότερον και ο καρδινάλιος Gonzalez (Στο εν έτει 1892 δημοσιευθέν σύγραμμά του La Biblia y la scientia). Κατά την διατύπωση αυτή αντί να υποστηρίξει κάποιος, ότι το ανθρώπινο σώμα εξελίχθηκε πλήρως από τον πίθηκο, ενδείκνυται να βεβαιώνει, ότι υπήρξε αυτό εν μέρει μόνο προϊόν εξέλιξης αυτόματης, συμπληρώθηκε όμως έπειτα η πλήρης διαμόρφωσή του με ά μ ε σ η του Θεού επέμβαση. Η εξέλιξη προήγαγε τον κτηνώδη οργανισμό μέχρι κάποιου σημείου, αλλά δεν ήταν δυνατόν να καταστήσει αυτόν κατάλληλο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί να εισδεχτεί την ανθρώπινη ψυχή. Αυτό έγινε με τελειοποίηση, την οποία άμεση δημιουργική επέμβαση του Θεού προσέδωσε.
Με άλλα λόγια, ενώ ο Mivart παραδεχόταν, ότι το σώμα του Αδάμ πήρε μορφή έ μ μ ε σ α από το Θεό, που ενήργησε αποκλειστικά και μόνο με αιτίες δευτερεύουσες και τελείως φυσικές, σύμφωνα με τον Gonzalez η διαμόρφωση αυτή έγινε κατ’ αρχάς μεν ενεργήσαντος του Θεού ε μ μ έ σ ω ς με τη χρησιμοποίηση δευτερευόντων αιτίων, έπειτα όμως και με ά μ ε σ η επέμβαση κατά την τελική και οριστική διαμόρφωση του ανθρώπινου οργανισμού (στο Zahm όπου πριν σελ. 237-239) .
Κατά τον ίδιο περίπου χρόνο στο καθολικό συνέδριο των Παρισίων το 1891 ο Hulst, διευθυντής του καθολικού Ινστιτούτου των Παρισίων διακήρυττε, ότι «η αυστηρή ορθοδοξία δεν επιβάλλει άλλα όρια στις υποθέσεις για την μετάμειψη παρά μόνο το δόγμα της άμεσης δημιουργίας της ανθρώπινης ψυχής από το Θεό. Πέραν τούτου, εάν υπάρχουν παραλογισμοί στις υποθέσεις αυτές, πρέπει να καταπολεμιούνται με επιστημονικά επιχειρήματα» ( Στο Guibert et Chinchole όπου παραπάνω σελ. 391…).
Λίγο όμως πιο πριν η συμπεριφορά της Ρώμης υπήρξε τελείως διαφορετική απέναντι στον δομινικανό Leroy, ο οποίος σε σύγγραμμά του, με τον τίτλο «L’ evolution restreinte aux especes organiques» που δημοσιεύτηκε το 1887, με πολλή επιφύλαξη εξέφρασε τη γνώμη, ότι μπορεί να γίνει δεκτή ως υπόθεση, ότι το ανθρώπινο σώμα προήλθε από εξέλιξη. Είναι δηλαδή πιθανόν, ότι ο Θεός δημιουργώντας τον Αδάμ δεν χρησιμοποίησε άμεσα χώμα από τη γη, αλλά με μόνη την εμφύσηση λογικής ψυχής μεταμόρφωσε σε άνθρωπο κάποιο ζώο ανθρωπόμορφο, το οποίο διαμορφώθηκε με εξέλιξη που κατευθύνθηκε από τη θεια Πρόνοια σε σημείο, ώστε να πλησιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο προς τον άνθρωπο. Παρά τις επιδοκιμασίες όμως, των οποίων παρ’ ορισμένων επιστημόνων έτυχε ο Leroy, δεν αποκηρύχτηκε μεν επισήμως το σύγγραμμά του, εκλήθη όμως αυτός να αποσύρει μεν αυτό από το εμπόριο, να αποκηρύξει δε δημόσια την σε αυτό διατυπωθείσα γνώμη του ταύτην (Guibert et Chinchole όπου πριν και…). Ομοίως και οι Zahm και Bonomelli, αποδεχθέντες την υπόθεση αυτή του Leroy, υποχρεώθηκαν να δώσουν επισήμως παρόμοιες εξηγήσεις (De Sinety στο ίδιο στηλη 1845).
Από την άλλη η Βιβλική επιτροπή του Βατικανού στην από 30 Ιουνίου 1909 απόκρισή της, που επικυρώθηκε από τον Πάπα, απαγόρευσε να απομακρύνεται κάποιος από την γραμματική ερμηνεία του κειμένου της Γένεσης, καθ’ όσον αφορά στην ειδική δημιουργία του ανθρώπου και τον από τον άνδρα σχηματισμό της πρώτης γυναίκας (Στο ίδιο και Guibert et Chinchole όπου παραπάνω σελ. 86).
Στην κατά το έτος 1950 όμως εκδοθείσα εγκύκλιο Humani corporis από τον Πίο ΙΒ΄ διακηρύττεται, ότι «το ζήτημα της αρχής του ανθρωπίνου σώματος είναι αντικείμενο ελεύθερης έρευνας για τις φυσικές επιστήμες και τη θεολογία», υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι «θα εξετάζονται επιμελώς οι λόγοι που προβάλλονται υπέρ και κατά της προέλευσης αυτού από ύλη ήδη ζωντανή».
Αυτά ως προς την στάση, την οποία έλαβε έναντι των σύμφωνα με την μεμετριασμένη εξελιξιαρχία διατυπωθεισών περί παραγωγής του πρώτου ανθρωπίνου οργανισμού γνωμών η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, η μόνη μεταξύ των εκκλησιών που αποφάνθηκε επίσημα εν προκειμένω.
Ρωμαιοκαθολικοί συγγραφείς μετέπειτα διατύπωσαν επί το συντηριτικότερον τις περί της καταγωγής του ανθρωπίνου σώματος εξελικτικές εκδοχές. Έτσι τονίστηκε ιδιαιτέρως, ότι η ψυχή, την οποία ο Θεός εμφύσησε στον Αδάμ μεταδίδοντας σε αυτόν συγχρόνως πνοή ζωής, δεν μπορεί κατ’ ουδένα λόγο να προέρχεται από εξέλιξη, αλλά οφείλεται σε άμεση δημιουργική ενέργεια του Θεού. Όσον δε αφορά στο σωματικό οργανισμό, η ιδέα, κατά την οποία πλάστηκε πρώτα ένα χοϊκό άγαλμα με όλα τα όργανα και αιμοφόρα αγγεία και μέρη, το οποίο έπειτα με την εμφύσηση σε αυτό ψυχής μεταβλήθηκε σε ζωντανό ανθρώπινο σώμα, δεν έχει σήμερα οπαδούς. Σύμφωνα με τον de Sinety μάλιστα ήδη αυτός ο Αυγουστίνος εξ αφορμής της παχυλής κατά γράμμα ερμηνείας του κειμένου της Γένεσης, όπου οι συμβολικές εκφράσεις πλεονάζουν, παρήγγελε στους συγχρόνους του χριστιανούς να προσέχουν, για να μην υιοθετούν εκδοχές που προκαλούν το γέλωτα των απίστων (όπου πριν στήλη 1846).
Από την άλλη το να παραδεχτούμε, ότι το χώμα αυτό, για το οποίο μιλά η Γραφή, υπήρξε κάποιος οργανισμός από ζωντανή και όχι νεκρή ύλη, καταλήγει στο ίδιο. Διότι όχι μόνο για το σώμα του ανθρώπου, αλλά και για κάθε εν γένει ζωντανό οργανισμό θα μπορούσε εξίσου να λεχθεί, ότι προέρχεται από τη γη και στη γη θα επανέλθει. Κάθε ζωντανός οργανισμός είναι ύλη ζωντανή, χώμα κατεργασμένο, και συνεπώς, και αν ακόμη πούμε, ότι ο Θεός κατά τη δημιουργία του Αδάμ χρησιμοποίησε όχι χώμα αναίσθητο και χωρίς ζωή, αλλά ύλη ζωντανή, η διαφορά δεν είναι ουσιώδης.
Στην τοιαύτη όμως από τη ζωντανή ύλη διαμόρφωση του πρώτου ανθρώπινου οργανισμού, για να είμαστε σε συμφωνία και με το γράμμα και με το πνεύμα της Γραφής, πρέπει να παραδεχτούμε άμεση την επιστασία της θείας Πρόνοιας, διότι μόνο με άμεση επέμβαση του Θεού θα μπορούσε κατά την τοιαύτη πορεία της εξέλιξης να προσλάβει τέλεια διαμόρφωση και να τελειοποιηθεί σε άνθρωπο αποκλειστικά και μόνο ένα ζευγάρι, από το οποίο προήλθαν ακολούθως όλοι οι άνθρωποι. Χωρίς την επέμβαση αυτή δεν εξηγείται, πώς με την εξέλιξη δεν προήλθαν περισσότερα ζεύγη και πώς από τα εξελιχθέντα μέχρι την ανθρώπινη βαθμίδα ανθρωποειδή κτήνη περισώθηκε μόνο ένα ζεύγος, ενώ τα υπόλοιπα πέθαναν. Είναι επίσης απαραίτητο κατά το χριστιανικό δόγμα να αποκλειστεί από την καταγωγή μας ο π ο λ υ γ ε ν ι σ μ ό ς, διότι χωρίς την από ένα πρωτόπλαστο ζεύγος κοινή όλων καταγωγή το περί προπατορικού αμαρτήματος δόγμα πλήττεται σε αυτήν τη βάση του (Δες de Sinety στο ίδιο στήλη 1845-1846).
Από την άλλη η άμεση του Θεού επέμβαση για δημιουργία του πρώτου ανθρώπινου οργανισμού εκζητείται και από όσα η Βίβλος λέει για τη δημιουργία της γυναίκας. Κατά την αφήγηση της Βίβλου το σώμα της γυναίκας προήλθε από άμεση δημιουργική ενέργεια του Θεού. Θα δεχόμασταν λοιπόν για τη γυναίκα καταγωγή ευγενέστερη από την καταγωγή του άνδρα, ο οποίος σε αυτήν την πρώτη σελίδα της Γένεσης κηρύττεται κεφαλή και υπεροχότερος αυτής; Και θα υποστηρίζαμε, ότι ο μεν οργανισμός της γυναίκας προήλθε από τα χέρια του Δημιουργού, ενώ του άνδρα προήλθε από κάποιο άλογο κτήνος;
Η όλη άλλωστε αφήγηση της Γένεσης επιβάλλει να δεχτούμε, ότι ναι μεν ο πρώτος ανθρώπινος οργανισμός δεν έγινε από το μηδέν, αλλά από προϋπάρχουσα ύλη, πλην όμως τονίζεται από την αφήγηση αυτή σαφώς, ότι η προς διαμόρφωση του οργανισμού αυτού ενέργεια του Θεού δεν υπήρξε μία απλή φυσική συνδρομή της θείας Πρόνοιας που κατεύθυνε τις δευτερεύουσες αιτίες στην κανονική λειτουργία τους, αλλά έ κ τ α κ τ η θ ε ί α ε ν έ ρ γ ε ι α που υπερβαίνει τη φυσική δύναμη όλων των δευτερευουσών αιτιών (A. Farges, La vie et l’ evolution σελ. 328).
Σύμφωνα με αυτά και ο Farges τονίζει ιδιαιτέρως, ότι η εξέλιξη από την οποία θα μπορούσε να προέλθει ο ανθρώπινος οργανισμός, πρέπει να χαρακτηριστεί όχι ως φυσική εξέλιξη, αλλά ως εξέλιξη υπερφυσική, που βρίσκεται πάνω από όλες τις δυνάμεις της φύσης και αποδίδεται σε μόνο το Θεό. Αυτού του είδους η εξέλιξη θα επεφύλασσε στο Θεό όχι μόνο την εμφύσηση της ανθρώπινης ψυχής στο ήδη διαμορφωμένο σε ανθρώπινο οργανισμό ανώτερο κτήνος, αλλά και αυτήν την ίδια τη διαμόρφωση και διάπλαση του οργανισμού αυτού, δεχόμενη αυτήν ως έργο θείο.
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Απολογητικαί Μελέται τόμος Γ σελ. 401-406, γλώσσα ελαφρώς παραλλαγμένη προς την νεοελληνική, οι υπογραμμίσεις δικές μας)
Η ηλικία του ανθρώπινου γένους. Αδάμ & Παλαιοντολογια. Η χρονολογία της Βίβλου.
«Δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε, ότι η Βίβλος είναι κυρίως κώδικας θείων αληθειών. Δεν έχει συνεπώς χαρακτήρα επιστημονικού συγγράμματος, ούτε είναι καθ’ αυτό ιστορικό βιβλίο. Οι συγγράψαντες αυτό θεόπνευστοι άνδρες δεν κινούνταν ούτε από ιστορικό ενδιαφέρον, σαν αυτό που εκίνησε τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τον Τάκιτο κλπ. στη συγγραφή των ιστοριών τους, αλλά ούτε και από οποιοδήποτε επιστημονικό ενδιαφέρον, ώστε να αξιώνει κάποιος από τις σελίδες της Βίβλου πληροφορίες επιστημονικές, σαν αυτές που συναντιούνται στα συγγράμματα της Παλαιοντολογίας και Γεωλογίας και Προϊστορίας. Το ενδιαφέρον το κινήσαν τους συγγραφείς της Βίβλου ήταν αποκλειστικά και μόνο θρησκευτικό…
… Για αυτό και δεν αναφέρεται σαφώς στη Βίβλο ένας ορισμένος αριθμός, ο οποίος και να προβάλλεται ότι εκπροσωπεί ξεκάθαρα την ηλικία του ανθρώπινου γένους. Απλώς και μόνο στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχουν εγκατεσπαρμένες κάποιες χρονολογίες και γενεαλογικοί πίνακες, και με άθροιση των χρονολογιών αυτών και με υπολογισμούς επί τη βάση των γενεαλογικών πινάκων συνήγαγον οι ερμηνευτές πάντοτε κατ’ εικασίαν κάποια χρονολογία γενικότερη. Αλλά οι υπολογισμοί αυτοί, καθώς παρατηρεί ο Guibert, διαφέρουν μεταξύ τους ουσιωδώς και παρουσιάζονται ποικίλλοι, αφού είναι άλλοι σε άλλους.
Εικασίες ανθρώπινες δεν μπορούν να διεκδικήσουν υπέρ εαυτών το ανεπισφαλές και αλάθητο, το οποίο αποδίδουμε μόνο στη Βίβλο, όχι όμως και στις εξηγήσεις του κειμένου της, τις οποίες φιλοπονούν άνθρωποι υποκείμενοι σε πλάνη. Έτσι αριθμήθηκαν πάνω από διακόσιοι τέτοιοι υπολογισμοί, που δεν συμφωνούν μεταξύ τους… (Υποσημείωση: Ιδού τι ο Mangenot, στο άρθρο του Chronologie Biblique, στο F. Vigouroux, Dictionaire de la Bible τόμ. 2Α σελ. 718-720 παρατηρεί σε σχέση και με τη θεοπνευστία της Βίβλου.
«Βεβαίως οι ιεροί συγγραφείς έγραψαν υπό τη θεία έμπνευση χρονολογίες και έδωσαν δεδομένα χρονολογικά, τα οποία είχαν εμπνευστεί από το Θεό και συνεπώς δεδομένα ακριβή. Οι πληροφορίες όμως αυτές, οι οποίες αποτελούσαν μέρος της θείας αποκάλυψης, θα αποτελούσαν μία χρονολογία αποκεκαλυμμένη, εάν ήταν βέβαιο, ότι οι υπό την θεία έμπνευση συγγραφείς ήθελαν να καταστήσουν γνωστή την ηλικία του κόσμου και την σειρά την τακτική των χρόνων στο Ισραήλ και αν αποσκοπούσαν να δείξουν όλες τις αναγκαίες χρονολογίες.
Κάποιοι αναμφίβολα είχαν το σχέδιο να καθορίσουν χρονολογικά την εποχή των συμβάντων, τα οποία αφηγούνταν, δεν είχαν όμως όλοι την φροντίδα αυτή, και οι χρονογράφοι διαπιστώνουν στα συγγράμματά τους πολλά κενά ή απλές προσεγγίσεις χρονολογικές. Η Βίβλος λοιπόν εμπεριέχει χρονολογικά δεδομένα ατελή ή ανεπαρκή για να σχηματίσει κάποιος χρονολογία αποκεκαλυμμένη και βέβαιη. Και θα μπορούσε μεν κάποιος να τις συναρμόζει συστηματικά. Ο υπολογισμός όμως, ο οποίος θα συνάγεται από αυτόν, θα είναι προβληματικός και ίσως πλανημένος»…
«Εξάλλου οι αριθμοί της Βίβλου δεν έφθασαν σε μας στην αρχική τους ακεραιότητα και οι χρονολογίες παρουσιάζονται σε μας με τέτοιες παραλλαγές ώστε η κριτική είναι ανίσχυρη να αποκαταστήσει με βεβαιότητα το αρχικό κείμενο. Αυτή η πρόδηλη αλλοίωση των χρονολογιών αυξάνει ακόμη την αβεβαιότητα των χρονολογικών υπολογισμών. Το ιερό κείμενο δεν καθορίζει χρονολογικά την αρχή του ανθρώπου κατά τρόπο κατηγορηματικό και ακριβή. Πουθενά δεν λέει: ο Αδάμ δημιουργήθηκε σε αυτήν την χρονολογία. Η χρονολογία αυτή είναι το αποτέλεσμα του υπολογισμού όλων των χρονολογικών ενδείξεων, οι οποίες βρίσκονται στην Π.Δ.. Υπολογίζοντας λοιπόν τα ίδια δεδομένα και χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους οι διάφοροι χρονολόγοι κατέληξαν σε αριθμούς πολύ διαφορετκούς»….
Το συμπέρασμα στο οποίο οδηγούμαστε από τις παραπάνω παρατηρήσεις, είναι, ότι όχι μόνο καθίσταται αδύνατο κατά την παρατήρηση του Vigouroux «στην παρούσα κατάσταση του κειμένου της Γένεσης να γνωρίσουμε τους αληθινούς αριθμούς που γράφτηκαν από τον Μωϋσή» (Les livres saints et la critique rationaliste,Paris 1891, τόμ 3 σελ. 470), αλλά και γενικότερα, ότι η Αγία Γραφή αφήνει τελείως αβέβαιη την χρονολογία της δημιουργίας του ανθρώπου. Στο συμπέρασμα αυτό είχαν οδηγηθεί οι ερμηνευτές της Βίβλου πολύ πριν ακόμη από τους υπολογισμούς των νεώτερων επιστημόνων τεθεί ζήτημα για την ηλικία του ανθρώπινου γένους. Ήδη αυτός ο Ιερώνυμος γράφοντας προς τον Βιτάλιο (Epist. 72 ad Vitalem, Migne L. 22,676) παρατηρεί ότι τέτοια ασυμφωνία υπάρχει μεταξύ των αριθμών της Βιβλικής χρονολογίας, ώστε αυτός που σε τέτοια ζητήματα αναμιγνύεται θα παρουσιαζόταν όχι σπουδαίος, αλλά ματαιόσχολος άνδρας.
Κατά δε τον 17ο αιώνα ο P. Peteau σημείωνε τα εξής: «Δεν υπάρχει κάποιο μέσο, για να γνωρίσουμε, σε ποια χρονολογία έλαβε χώρα η δημιουργία και θα χρειαζόταν κάποια ειδική αποκάλυψη του Θεού, για να μάθουμε αυτήν. Βρίσκονται λοιπόν στην πλάνη όσοι όχι μόνο τολμούν με ακρίβεια να ορίζουν αυτήν, αλλά και με αγερωχία φέρονται προς εκείνους, οι οποίοι νομίζουν, ότι μπορούν να προσθέσουν ή αφαιρέσουν από τους υπολογισμούς τους».
Όσον δε αφορά στις αξιώσεις και τους υπολογισμούς των νεωτέρων, σωστά ο Vigoroux παρατηρεί σε αυτούς: «Στηρίξτε εσείς οι επιστήμονες πάνω σε στερεές αποδείξεις την αρχαιότητα του ανθρώπου και των αρχαίων λαών, και η Βίβλος τίποτα δεν θα σάς αντιλέξει. Οι γενεαλογίες της Γένεσης πιθανότατα δεν είναι πλήρεις. Δεν μπορούν λοιπόν να χρησιμεύσουν ως βάση βέβαιη στη χρονολογία. Η Γραφή δεν προτίθεται να μάς διδάξει με τρόπο άμεσο για την ακριβή χρονολογία του ουρανού και της γης, ούτε για αυτήν των πρώτων μας προγόνων»…
… Όπως διαπιστώνεται και από τη συμφωνία έγκυρων ερμηνευτών της Βίβλου, ιδιαίτερα από τους συγχρόνους, καμία χρονολογία για την ηλικία της ανθρωπότητας δεν προβάλλεται σε μας από αυτήν περιβεβλημένη το κύρος της θείας Αποκάλυψης. Η από αυτό προερχόμενη ελευθερία στις έρευνές μας είναι σπουδαιότατη. Διότι αφ’ ενός μεν η επιθυμία τού να βρεθεί η Βίβλος ότι σφάλλει δεν άφησε ανεπηρέαστο το πνεύμα εκείνων, οι οποίοι απέδιδαν στην ηλικία του ανθρώπου μία μυθώδη αρχαιότητα. Αφ’ ετέρου όμως η προκατάληψη τού να υποστηριχτεί μία παλαιά της Γραφής ερμηνεία ωθούσε αναμφίβολα τους Χριστιανούς επιστήμονες στο να δέχονται, παρά τα επιστημονικά δεδομένα, αριθμούς ηλικίας του ανθρωπίνου γένους πολύ μικρούς….
… Δεδομένου τέλος, ότι η αυθεντία και αλήθεια της Βίβλου δεν συνδέεται διόλου με το ζήτημα αυτό, δεν έχουμε κανένα λόγο να απορρίπτουμε εκ προτέρου αριθμούς, τους οποίους μία σοβαρή επιστημονική έρευνα θα μπορούσε βάσει όχι υποθέσεων και αορίστων εικασιών, αλλά πραγματικών τεκμηρίων να μας προτείνει για την αρχαιότητα του ανθρώπου. Εάν όμως η Παλαιοντολογία δεν μας προσαγάγει σοβαρές ενδείξεις, που πείθουν ότι ο άνθρωπος ανεφάνη επί της γης σε πολύ αρχαιότερους χρόνους, τίποτα πλέον δεν μάς αναγκάζει να παραδεχτούμε, ότι η ηλικία της ανθρωπότητας ανέρχεται στις μυριάδες των ετών, τις οποίες πολλοί των εξελικτικών κατ’ εικασίας ιδίας υπολογίζουν».
(Π.Ν. Τρεμπέλα Απολογητικαί Μελέται τόμος Γ σελ. 259-279 αποσπάσματα, με ελαφρή παραλλαγή στη γλώσσα, οι υπογραμμίσεις δικές μας)
Η ηλικία του ανθρώπινου γένους. Αδάμ & Παλαιοντολογία.Η χρονολογια της Βίβλου.
«Ως προς την ηλικία του ανθρωπίνου γένους, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι ο υπολογισμός αυτής επαφίεται στην ελεύθερη έρευνα της επιστήμης και της θεολογίας.
Και αυτό διότι στη Βίβλο δεν αναφέρεται ξεκάθαρα και σαφώς ένας ορισμένος αριθμός για αυτήν, αλλά εικάζεται αυτός από τους ερμηνευτές σύμφωνα με τις εγκατεσπαρμένες σε αυτήν χρονολογίες και τους γενεαλογικούς πίνακες. Δεδομένου όμως, ότι και κατά την μεταβίβαση μέσω της ζωντανής παράδοσης, αλλά και κατά την αντιγραφή των χειρογράφων επόμενο ήταν είτε κακώς να διαβαστούν είτε και να εκπέσουν κάποιες χρονολογίες ή ονόματα γεναρχών, φυσικό ήταν να προκύψουν διαφορές όχι μόνο στους υπολογισμούς των ερμηνευτών, αλλά και στους ίδιους τους αριθμούς που γράφονται στα διάφορα αντίγραφα.
Και ως προς μεν τους υπολογισμούς των ερμηνευτών, είναι αρκετό να πειστεί κάποιος για το πόσο επισφαλείς είναι αυτοί, όταν λάβει υπ’ όψιν, ότι αριθμήθηκαν περισσότεροι από διακόσιους υπολογισμούς, που δεν συμφωνούν μεταξύ τους, αλλά από τους οποίους ο μεν μετριότερος ανεβάζει το από την δημιουργία μέχρι τη γέννηση του Χριστού διάστημα σε 3483, ο δε περισσότερο εξογκωμένος σε 6984 έτη. Διαφορά δηλαδή 35 ολόκληρων αιώνων. Όσον δε αφορά στις ενδείξεις από τα ίδια τα κείμενα και αντίγραφα, πόσο ασύμφωνες είναι και αυτές, αντιλαμβάνεται κάποιος, όταν πληροφορηθεί, ότι κατά μεν το Εβραϊκό πρωτότυπο και την Βουλγάτα το από Αδάμ μέχρι του Νώε χρονικό διάστημα ανέρχεται σε 1656 έτη, ενώ κατά το Σαμαρειτικό κείμενο φτάνει στα 1307 έτη, κατά δε τους Ο΄(=Εβδομήκοντα μεταφραστές) στα 2242-2262 έτη. Ομοίως και το από τον κατακλυσμό μέχρι τον Αβραάμ χρονικό διάστημα κατά μεν το Εβραϊκό συστέλλεται σε 290 έτη, ενώ κατά το Σαμαρειτικό ανεβαίνει στα 940 έτη και κατά τους Ο΄ αυξάνεται σε έτη 1170!
Έτσι μεταξύ των δύο επισήμων μεταφράσεων που χρησιμοποιούνται σε ολόκληρη την Εκκλησία, δηλαδή στην Βουλγάτα και σε αυτήν των Ο΄προκύπτει διαφορά η οποία σύμφωνα με τους Guibert και Chinchole κυμαίνεται μεταξύ 1200-1500 ετών (Les origines, σελ. 451).
Από την αντίθετη όμως πλευρά πρέπει να σημειωθεί, ότι και οι ογκώδεις αριθμοί, που ανεβαίνουν μέχρι 300.000 ετών από κάποιους, στους οποίους κάποιοι από τους νεώτερους υπολογίζουν την ηλικία του ανθρωπίνου γένους, δεν είναι απαλλαγμένοι αδικαιολόγητης υπερβολής, στην οποία παρασύρθηκαν από την πρόδηλη προσπάθεια να κατασκευάσουν την ιστορία της ανθρωπότητας με μορφή, από την οποία θα έχει εκβληθεί κάθε υπερφυσικό στοιχείο για να παραχωρηθεί η θέση του σε ασύστατες και ρομαντικές επινοήσεις της φαντασίας.
Πάντως το από τη Γραφή βεβαιούμενο, ότι ο άνθρωπος είναι ο νεώτερος της γης κάτοικος που εμφανίστηκε σε αυτήν, μετά την εμφάνιση ολόκληρου του φυτικού και του ζωικού βασιλείου, αποτελεί αλήθεια, που επιβεβαιώθηκε και από τις ίδιες τις φυσικές επιστήμες, και έγινε δεκτή και από αυτούς τους οπαδούς της άκρας φυσιοκρατίας και του μονισμού».
(Π.Ν. Τρεμπέλα Δογματική τόμος Α σελ. 466-467 με ελαφρώς παραλλαγμένη τη γλώσσα, πιο κοντά στην νεοελληνική, οι υπογραμμίσεις δικές μας)
Ακούγεται περίεργο εν πρώτοις, αλλά κάθε τόσο το νιώθω έτσι και το λέω.
Πέρσι έμαθα ότι είχα αυτήν την τρομακτική ασθένεια , εδώ και χρόνια. Οι γιατροί μπορούν (και προτείνουν) χορήγηση φαρμάκων που ίσως θα επιβραδύνουν την εξέλιξη της Σκλήρυνσης κατά Πλάκας (Σκλ κ Πλ) σε αναπηρία. Είναι καινούρια τα φάρμακα για την Σκλ κ Πλ , δεν υπάρχει εκτεταμένη εμπειρία από τη χρήση τους, ακόμα δεν είναι σαφές , πώς και γιατί έχουν θετική επίδραση στον έναν ασθενή και όχι στον άλλον.
Επίσης στην Ελλάδα πολλοί γιατροί παρακάμπτουν το θέμα των πιθανών παρενεργειών, των προτεινόμενων θεραπειών. Μέχρι τώρα, έχω περάσει πολλά χρόνια μαθαίνοντας για τα φάρμακα, όσο μπορώ καλύτερα και ακριβέστερα -είναι ο τομέας μου.
Όμως, πέρσι που μου συνέβησαν πολλά τρικυμιώδη ταυτόχρονα και έχασα πολλά από αυτά που νόμιζα ότι είχα κερδίσει με το σπαθί μου και τα άλλα που (άγνωστο γιατί) θεωρούσα δεδομένο ότι θα τα έχω , είδα την μικρότητα μου στα κύματα και πως αν ήθελα να είμαι τίμια ακόμα και για τα ταλέντα μου έπρεπε να ευχαριστήσω εκ βάθους το Θεο, που μου τα έδωσε…έτσι ήρθα σε επαφή με το « Δόξα τω Θεώ… τούτων πάντων ένεκεν»
Προχωρώντας η χρονιά διάβασα την εργασία μιας γυναίκας γιατρού, με επιδεινούμενη σκλήρυνση που είχε ήδη καθηλωθεί σε αναπηρικό καροτσάκι για 4 χρόνια και μελετώντας αυτά, που και εγώ μελέτησα στη μέχρι τώρα πορεία μου στο φάρμακο, αντέστρεψε την επιδείνωση της σκλήρυνσης της, προσέχοντας να παίρνει θρεπτικά συστατικά από τη διατροφή της. Δόξα τω Θεώ! Καταλάβαινα αυτά που έλεγε και ήξερα ότι λέει αλήθεια.
Η ασθένεια ταπεινώνει και τις προάλλες κατάλαβα, ταπεινωμένη, ότι πριν από πέντε χρόνια είχα φερθεί σκληρά σε έναν πολύ σημαντικό άνθρωπο για μένα, χωρίς να καταλάβω μέσα στα τόσα χρόνια ότι έκανα κάτι σκληρό. Αλήθεια δεν το είχα καταλάβει. Τώρα που το κατάλαβα , μετανιώνω, αλλά είναι πραγματικά τρομακτικό το ότι δεν το είχα καν αντιληφθεί. Συνδυάζεται, σκλήρυνση, σκληρότητα μυών (ένα από τα συμπτώματα)… και με αυτήν τη ματιά του μυαλού και της ψυχής… με την ευκαιρία, αντιλήφθηκα ότι πρωτύτερα είχα χάσει την αντίληψη του σωστού μέτρου, ενώ με τη σκλήρυνση, που με συμμαζεύει κατ’ ανάγκη, μπόρεσα να αποφύγω ένα αναίτιο σφάλμα που δεν αντιλήφθηκα καν. Τη θεωρώ θείο δώρο γιατί αυτό μου δόθηκε και είναι σίγουρα κομμάτι της ζωής που ζω και στα μέτρα μου, για να αντιληφθώ την πορεία μου. Γι αυτό λέω Δόξα τω Θεώ που έχω σκλήρυνση, παρότι είναι συθέμελη, σοβαρότατη ασθένεια που μπορεί να με καταστήσει κατάκοιτη και …χαζή, επειδή μου αποκαλύπτει ότι έχασα την ισορροπία σε πολλούς τομείς …
Δόξα τω Θεώ έχω έναν ακόμα τρόπο να καταλαβαίνω κάποια από τα λάθη μου, να τα εξομολογηθώ και να ελαφρύνω .
Είναι μεγάλο δώρο που καταλαβαίνω καλύτερα αυτήν την αρρώστια σε μένα και με μεγάλη χαρά, αν ήθελε κάποιος ομοιοπαθής, θα μπορούσα να τον βοηθήσω κι εγώ. Μακάρι! Δόξα τω θεώ που μπορώ να συμμετέχω σε κάτι τέτοιο!
(μία εν Χριστώ αδελφή μας…)
ΣΥΓΓΡΑΦΗ: ΕΛΕΝΗ ΚΟΝΔΥΛΗ Φιλόλογος, Κατηχήτρια
(Μπορεί να προηγηθεί πολύ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ, για τη ζωή και το μαρτύριο της αγίας Μαρίνας, ώστε να καταλάβουν όλα τα παιδιά την παράσταση που θα ακολουθήσει).
ΠΡΟΣΩΠΑ:
Η αγία Μαρίνα και πέντε φίλες της Χριστιανές, που την επισκέπτονται στο κελί της κρυφά, λίγο πριν το αποκεφαλισμό της.
-ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ
-ΠΑΥΛΑ (μεγαλύτερη από τις άλλες φίλες σε ηλικία, που μαζί με την Αγνή έχει οργανώσει την επίσκεψη στο κελί της Αγίας Μαρίνας)
-ΑΓΝΗ (από τις μεγάλες, φίλη της Παύλας)
-ΘΕΟΔΩΡΑ
-ΚΑΛΛΙΣΤΗ
-ΦΙΛΑΡΕΤΗ
( μπορούν να χρησιμοποιηθούν άλλα δύο πρόσωπα για τις εισαγωγές και την απαγγελία στο τέλος)
+ΧΟΡΩΔΙΑ (αν υπάρχει, αλλιώς τα ίδια πρόσωπα ψάλλουν το Απολυτίκιο)
Α΄ΣΚΗΝΗ
(Κρατητήριο.
Στη σκηνή μπαίνουν σιγά σιγά οι φίλες της νεαρής Μαρίνας. (Πρώτες οι Παύλα και η Αγνή). Περνούν σα να διαβαίνουν από κάποιο κρυφό άνοιγμα και φαίνονται να περπατούν ψηλαφώντας με τα χέρια διστακτικά και ακουμπώντας με την πλάτη σε ένα αόρατο τοίχο πίσω τους. Πατούν στις μύτες, λίγο σκυφτές, φοβισμένες, κοιτώντας γύρω τους με προφύλαξη. Μετά από τις πρώτες δύο κοπέλες (Αγνή και Παύλα), οι οποίες κρατιούνται από το χέρι, έρχονται κι άλλες, μια μια. Μαζεύονται σε μία γωνία της σκηνής.(Προαιρετικά, για να δηλώσουν τα σκοτάδια της φυλακής, κάποιες κοπέλες μπορεί να κρατούν κεριά ή φανάρια.
Οι πρώτες μιλούν ψιθυριστά σε αυτές που μπαίνουν, καθώς οι άλλες τις πλησιάζουν λίγο)
ΑΓΝΗ: Ήρθες, Φιλαρέτη;
ΠΑΥΛΑ: Θεοδώρα, χαίρε!
(Mπαίνει μια τελευταία κοπέλα και απευθύνεται στις άλλες όλες)
ΚΑΛΛΙΣΤΗ: Χαίρετε, αδελφές μου!
ΑΓΝΗ: Ας μείνουμε εδώ, να περιμένουμε μέχρι να έρθει ο φρουρός.
ΦΙΛΑΡΕΤΗ: Του έχετε εμπιστοσύνη;
ΠΑΥΛΑ: Είναι προσήλυτος. Κατηχούμενος. Εύφορο έδαφος στο Λόγο του Χριστού μας. Υποσχέθηκε να μας βοηθήσει να δούμε τη Μαρίνα.
ΑΓΝΗ: Όμως ας είμαστε προσεκτικές! Ησυχία! Όλη η πόλη βουίζει για τη φίλη μας!
ΘΕΟΔΩΡΑ: Πως αρνήθηκε τις απειλές και τις προτάσεις γάμου του ειδωλολάτρη έπαρχου, του Ολύμβριου.
ΦΙΛΑΡΕΤΗ: Την κάλεσε για να την ανακρίνει, γιατί έμαθε πως ήταν Χριστιανή. Και μετά, βλέποντάς τη, θέλησε να την κάνει γυναίκα του. Και τι δεν της έταξε ο Ολύμβριος!
ΠΑΥΛΑ: Και κείνη, σε κάθε λόγο του, απαντούσε ήρεμα, χωρίς φόβο: «Είμαι Χριστιανή!» .Τίποτα άλλο…
ΑΓΝΗ: Ναι, η Αντιόχεια, η Πισιδία ολόκληρη, βουίζει για την ανδρεία της. Τη βασάνισαν τη Μαρίνα. Αλλά εκείνη δεν αρνήθηκε το Χριστό μας. Την χτύπησαν με ραβδιά, την κρέμασαν με το κεφάλι κάτω για ώρες, τη φυλάκισαν!
ΠΑΥΛΑ: Και το χειρότερο! Όταν είδαν πως δεν αλλαξοπιστούσε, πως δεν προσκυνούσε τα είδωλα, της έκαψαν το κορμί με αναμμένες λαμπάδες Πώς θα είναι άραγε; Πώς θα τη δούμε;
ΦΙΛΑΡΕΤΗ: Τρέμω και μόνο που το ακούω! Τι περιμένει τους Χριστιανούς; Κύριε, βάλε το χέρι σου! Αλλά, έχεις δίκιο, για την Μαρίνα θα έπρεπε να ανησυχούμε τώρα, κι όχι για μας τους υπόλοιπους.
ΠΑΥΛΑ: Κι όμως! Η Μαρίνα μας έχει θάρρος απεριόριστο! Ο φύλακας μάς είπε πράγματα φοβερά. Πως στο κελί της τα έβαλε, όχι με απλούς βασανιστές, αλλά με τον ίδιο το Σατανά! Πως της εμφανίστηκε σαν άγριος δράκος , σαν φίδι τεράστιο. Αλλά εκείνη στράφηκε στο Θεό και προσευχήθηκε θερμά. Και ο δράκοντας μεταμορφώθηκε σε μαύρο σκύλο. Η Μαρίνα τότε άρπαξε ένα σφυρί και τον χτύπησε στο κεφάλι και στη ράχη, τον ταπείνωσε! Ας διδαχτούμε από την πίστη της και ας μη δειλιάζουμε! Η Μαρίνα, η μικρή μας φίλη, με τη δύναμη του Θεού, νίκησε τον αρχέκακο όφι!
ΑΓΝΗ: Ελάτε! Ο φύλακας μας κάνει νόημα να προχωρήσουμε! Μπορούμε να τη δούμε στο κελί της…
Β΄ΣΚΗΝΗ
(Το κελί της αγίας Μαρίνας.
Φαίνεται στο βάθος η Μαρίνα. Είναι γονατισμένη, στραμμένη προς την αντίθετη κατεύθυνση από την οποία έρχονται τα κορίτσια. Στάση έντονης αλλά ήρεμης προσευχής. Προσεύχεται γονατιστή, με τα δυο χέρια σφιχτά δεμένα, σταυρωμένα ψηλά, με το βλέμμα καρφωμένο στον ουρανό.
Οι φίλες της μπαίνουν στο κελί.
Μια από τις φίλες φωνάζει:)
ΑΓΝΗ: Μαρίνα!
Η Μαρίνα γυρίζει αργά, τις κοιτάζει ήσυχα. Χαμογελά και το πρόσωπό της φωτίζεται (δε μοιάζει καθόλου δυστυχισμένη, τις υποδέχεται όπως αν έμπαιναν στο δωμάτιό της). Σηκώνεται, και, χωρίς να μιλά, ανοίγει σε όλες την αγκαλιά της. Είναι στη μέση της σκηνής, κοιτάζει το κοινό, και είναι σαν να ανοίγει στο κοινό την αγκαλιά της. Οι φίλες βρίσκονται από τις δυο μεριές χωρίς να έχουν πλάτη στο κοινό. Αγκαλιάζονται. Μετά οι κοπέλες απομακρύνονται λίγο κοιτάζοντάς την σαν παραξενεμένες.
ΠΑΥΛΑ: Μαρίνα! Εσύ είσαι; Θεέ μου, δεν σε βασάνισαν; Δεν σε έκαψαν; Ούτε ένα σημάδι δεν βλέπω στο σώμα ή στο πρόσωπό σου! Πώς είναι δυνατόν; Κύριε των δυνάμεων!
ΜΑΡΙΝΑ: Χαίρετε, αδελφές μου! Καλώς ορίσατε! Σίγουρα μπήκατε εδώ με κίνδυνο. Ησυχάστε, καθίστε, έχετε ειρήνη! Ξαφνιάζεστε που με βλέπετε άθικτη; Ας δοξάσουμε τον Παντοδύναμο για το θαύμα Του! Καλές μου! Δεν είμαι μόνη στα βασανιστήριά τους! Κανένας Χριστιανός δεν είναι μόνος! Θυμηθείτε τους τρεις παίδες στο αναμμένο καμίνι του Ναβουχοδονόσωρα! Είχαν κι έναν τέταρτο μαζί τους!
ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΙΛΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΖΙ: Το Χριστό!
ΜΑΡΙΝΑ: Το Χριστό, ναι! Ο Χριστός μας είναι μαζί μου συνέχεια! Με δυναμώνει και με στηρίζει. Εκείνος θέλησε να γιατρευτούν οι φοβερές πληγές στο σώμα μου. Κι οι βασανιστές δεν ξέρουν τι άλλο να κάνουν. Έχουν απελπιστεί. Όμως πολλοί ειδωλολάτρες έχουν πιστέψει από τότε. Γιατί είδαν το θαύμα του Κυρίου μας πάνω στην ταπεινή Του δούλη.
ΘΕΟΔΩΡΑ: Μαρίνα! Εσύ αντιμετώπισες τον ίδιο το Διάβολο! Δε φοβήθηκες;
ΜΑΡΙΝΑ: Φοβήθηκα πολύ! Αλλά στράφηκα στην προσευχή. Και έτσι δεν τον αντιμετώπισα μόνη μου. Ο Χριστός άκουσε την προσευχή μου και Εκείνος ήταν που τον νίκησε τον διάβολο. Ο Χριστός δεν μας είπε «Σας δίνω τη δύναμη να πατάτε επάνω όφεων και σκορπίων»; Μας έδωσε τη δύναμη να πατάμε το διάβολο στο κεφάλι!
ΘΕΟΔΩΡΑ: Είναι τρομαχτικό! Απίστευτα δύσκολο!
ΜΑΡΙΝΑ: Μην τρομάζεις, αδελφή μου. Έχε πίστη, πάντα. Δεν επιτρέπει ο Κύριος δυσκολίες πάνω από τις δυνάμεις μας. Κι έπειτα, τι νομίζετε; Ποιος Χριστιανός δεν έχει πειρασμούς; Ποιος σας είπε πως μάρτυρας είμαι μόνο εγώ; Κάθε Χριστιανός είναι, και πρέπει να είναι, μάρτυρας! Κάθε Χριστιανός αντιμετωπίζει τα μαρτύρια της ψυχής!
Μαρτύριο δεν είναι να πατάμε τον εγωισμό μας κάτω;
Μαρτύριο δεν είναι να μη θυμώνουμε αλλά να λύνουμε με ψυχραιμία και αγάπη τα προβλήματα με τους άλλους;
Μαρτύριο δεν είναι, αδελφές μου, να ζητάμε συγγνώμη όταν πέφτουμε και να γινόμαστε συνέχεια καλύτερες;
Κι ακόμα, μαρτύριο δεν είναι να σταματάμε το κακό σε μας, να μην του επιτρέπουμε να μας νικήσει; Να μένουμε μακριά από τη ζήλια, την οργή, τους κακούς λογισμούς, το ψέμα;
Μαρτύριο δεν είναι να συγχωρούμε τον αμαρτωλό, και μεις οι ίδιες να αποφεύγουμε κάθε αμαρτία;
(Μιλούν τώρα οι άλλες κοπέλες, μια μια)
ΠΑΥΛΑ: Αλήθεια πόσες αμαρτίες μας τριγυρίζουν… Θεάματα που μας αποχαυνώνουν, μας κατευθύνουν σε απαράδεκτα πρότυπα και φθείρουν την ψυχή μας…
ΑΓΝΗ: Διασκεδάσεις χωρίς νόημα, που όλοι οι άλλοι σαν πρόβατα τις ακολουθούν, νομίζοντας πως τους κάνουν και καλό…
ΠΑΥΛΑ: Φιλαρέσκεια που μας κάνει να επιδιώκουμε την επιδερμική ομορφιά και όχι την ωραιότητα της ψυχής μας.
ΘΕΟΔΩΡΑ: Απληστία, φιλαυτία που μας κάνει να ξεχνάμε τους φτωχούς και όσους έχουν ανάγκη…
ΚΑΛΛΙΣΤΗ: Κι ο κόσμος γύρω μας υλικός, άδικος, μπερδεμένος… Κόσμος χωρίς ελπίδα και αξίες…
ΜΑΡΙΝΑ: Μαρτύριο δεν είναι λοιπόν, αδελφές μου, να διατηρούμε την αγνότητά μας, τη σεμνότητα, την απλότητα, την καθαρή σκέψη, όταν οι άλλοι παρασύρονται; Να αγωνιζόμαστε να δώσουμε το καλό παράδειγμα, όταν μας ειρωνεύονται για την πίστη μας; Να βλέπουμε τους συνανθρώπους μας με ακακία, με αγάπη πάντα; Να βλέπουμε στους άλλους την εικόνα του Θεού, ακόμα και όταν μας διώκουν, μας προσβάλλουν, επιδιώκουν να μας κάνουν κακό;
ΠΑΥΛΑ: Συγκρίνονται όμως αυτά με τα μαρτύριά σου Μαρίνα;
ΜΑΡΙΝΑ: Είναι ο δρόμος του Θεού να γίνεσαι καλύτερος , να ενώνεσαι μαζί Του. Να κάνεις το θέλημά Του. Να φέρνεις την ειρήνη Του, να αγιάζεις το όνομά Του.
Τόσο στο μαρτύριο και στη φυλακή, όσο και στην καθημερινή ζωή.
Αγαπημένες μου αδελφές, Χριστιανές της Αντιόχειας! Φεύγοντας από εδώ, με τη δύναμη του Χριστού, αντισταθείτε στο κακό όπως και εγώ. Ενωθείτε όσο μπορείτε με τον Κύριο, μέσα στην Εκκλησία και στα Μυστήρια. Μελετήστε το Λόγο Του. Γίνετε άξιες σύζυγοι, μητέρες, ασκήτριες, ιεραπόστολοι! Φέρτε στον κόσμο το μήνυμα της σωτηρίας! Εμείς οι Χριστιανοί είμαστε το μικρό προζύμι που θα ζυμώσει το ψωμί της αγιότητας για την οικουμένη ολόκληρη!
(Η ατμόσφαιρα έχει αλλάξει. Οι κοπέλες χαμογελούν. Κοιτάζουν με θάρρος μπροστά ή ψηλά).
ΑΓΝΗ : Αχ, Μαρίνα, η ψυχή μας αναγάλλιασε που σε ακούσαμε!
ΠΑΥΛΑ: Ήρθαμε να σε στηρίξουμε και πήραμε εμείς δύναμη!
ΘΕΟΔΩΡΑ: Νιώθω τώρα μεγάλη χαρά μέσα μου! Έχουμε και εμείς ένα έργο, έναν αγώνα…
ΜΑΡΙΝΑ: Καθημερινό αγώνα!
ΚΑΛΛΙΣΤΗ: Και εσύ, Μαρίνα;
ΜΑΡΙΝΑ: Εμένα, φίλες μου, η καρδιά μου ξεχειλίζει από ευφροσύνη! Το κελί μου είναι ο τόπος της μεγαλύτερης χαράς που γνώρισα. Ξέρω πως σε λίγο θα με θανατώσουν. Το μαρτύριό μου, η θεραπεία μου, θα γίνει κήρυγμα Χριστιανισμού σε όλη την Πισιδία. Δεν τους συμφέρει να συνεχιστεί άλλο αυτό. Θα βρουν κάποιο μέσο. Δεν τα κατάφεραν με τη φωτιά, θα χρησιμοποιήσουν το τσεκούρι.
Και ανυπομονώ!
ΚΑΛΛΙΣΤΗ: Ανυπομονείς;
ΜΑΡΙΝΑ: Ναι, ανυπομονώ να βρεθώ κοντά στο Νυμφίο μου. Στον αγαπημένο μου Χριστό! Να βρεθώ αιώνια κοντά Του! Μην παραξενεύεστε. Ο χριστιανικός θάνατος δεν είναι θάνατος. Είναι γέννηση. Και ζωή αιώνια στη Βασιλεία. Τώρα κάνουμε τους αγώνες μας. Καθένας κατά τη δύναμή του. Στον ουρανό μας περιμένουν τα στεφάνια και τα βραβεία.
ΠΑΥΛΑ: Ο φύλακας μας κάνει νόημα να βιαστούμε! Έρχονται! Χαίρε Μαρίνα!
(όλες την αποχαιρετάνε): Χαίρε Μαρίνα!
ΜΑΡΙΝΑ: Στο καλό, Χριστιανές γυναίκες! Γη ευλογημένη που θα βλαστήσει τα δέντρα του Παραδείσου! Χαίρετε και μη φοβάστε! Χαίρετε, γιατί βρήκατε το πολύτιμο μαργαριτάρι. Ό, τι πιο πολύτιμο μπορεί ο άνθρωπος να βρει στη ζωή του: Το Χριστό μας!
(Οι κοπέλες φεύγουν τρέχοντας.
Η Αγία μένει να κοιτάει μπροστά χαμογελώντας.
Μετά φεύγει και αυτή αργά).
Ακολουθεί
1. ΜΙΚΡΟΣ ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ για το τέλος της αγίας Μαρίνας και
2. Απαγγελία της απόδοσης του Απολυτίκιου της Αγίας στα Νέα Ελληνικά από κάποιο παιδί
3. Το Απολυτίκιο της αγίας Μαρίνας από Χορωδία.
Απόδοση του Απολυτίκιου της Αγίας Μαρίνας (απαγγελία):
Μνηστεύθηκες το Χριστό και Λόγο του Θεού, Μαρίνα ένδοξη,
Και γι’ αυτό εγκατέλειψες κάθε σχέση με τα επίγεια αγαθά,
Και αγωνίστηκες αγώνα λαμπρό ως άξια παρθένα.
Γιατί πάτησες στο κεφάλι με δύναμη τον αόρατο εχθρό που σου εμφανίστηκε, και βγήκες νικήτρια.
Τώρα πηγάζεις στον κόσμο ως δώρα τις θεραπείες.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ
Ψάλλει ΧΟΡΩΔΙΑ:
Μνηστευθεῖσα τῷ Λόγῳ, Μαρίνα ἔνδοξε, τῶν ἐπιγείων τὴν σχέσιν πᾶσαν κατέλιπες, καὶ ἐνήθλησας λαμπρῶς ὡς καλλιπάρθενος· τὸν γὰρ ἀόρατον ἐχθρὸν κατεπάτησας στερρῶς ὀφθέντα σοὶ, Ἀθληφόρε. Καὶ νῦν πηγάζεις τῷ κόσμῳ τῶν ἰαμάτων τὰ χαρίσματα.
Ευσπλαχνία για την κτίση, τα ζώα, τα φυτά…
«Μια αρκούδα, ιδιαίτερα, συνήθιζε να έρχεται τακτικά προς τον όσιο Σέργιο του Ραντονέζ (1314-1392) . Βλέποντας ο όσιος ότι το ζώο ερχόταν μόνο για να βρει λίγη τροφή, τοποθετούσε ένα μικρό κομμάτι ψωμί πάνω σε ένα κούτσουρο κι έτσι η αρκούδα έμαθε να έρχεται για το γεύμα που τής είχε προετοιμαστεί.
Τον πρώτο καιρό ο όσιος δεν είχε ποικιλία τροφών, παρά μόνο ψωμί και νερό από την πηγή κι αυτά σε πολύ μικρή ποσότητα. Πολύ συχνά δεν υπήρχε ούτε ψωμί και τόσο ο όσιος όσο και η αρκούδα έμεναν νηστικοί. Μερικές φορές ο όσιος, για να μην απογοητεύσει την αρκούδα, τής έδινε ακόμη και το μοναδικό του μερίδιο.
Ας μη δυσπιστήσει κανένας με τη συμφιλίωση αυτή, γιατί όταν το άγιο Πνεύμα κατοικήσει σε έναν άνθρωπο όλα τα δημιουργήματα του υποτάσσονται, όπως συνέβαινε πριν την παρακοή και στον Αδάμ…» (Η Βηβαϊδα του Βορρά, Πέτρου Μπότση σελ. 41)
«Αγαπάτε τη δημιουργία του Θεού και στην ολότητά της μα και στο κάθε της κομματάκι. Αγαπάτε το κάθε φυλλαράκι, στην κάθε αχτίδα του Θεού. Αγαπάτε τα ζώα, αγαπάτε τα φυτά, αγαπάτε το κάθε τι. Όταν θα αγαπήσεις το κάθε τι, θ’ ανακαλύψεις μέσα σ’ αυτά τα πράγματα το μυστικό του Θεού. Και μια και θα το ανακαλύψεις, θα το κατανοείς όλο και πιο πολύ με την κάθε μέρα που θα περνάει. Και στο τέλος θ’ αγαπήσεις όλο τον κόσμο με μια ακέραια, παγκόσμια αγάπη.
Ν’ αγαπάτε τα ζώα. Ο Θεός τους έδωσε λίγη νοημοσύνη και ασυννέφιαστη χαρά. Μην την καταστρέφετε λοιπόν, μην τα βασανίζετε, μην αφαιρείτε τη χαρά τους, μην πάτε ενάντια στη σκέψη του Θεού. Άνθρωπε, μην επαίρεσαι αντίκρυ στα ζώα: αυτά είναι αναμάρτητα μα εσύ μ’ όλο σου το μεγαλείο ρυπαίνεις τη γη με την εμφάνισή σου και αφήνεις πίσω τα σαπρά σου ίχνη». (Ντοστογιέβσκη, Αδελφοί Καραμαζώφ, τόμ. Β σελ. 253)
«Όταν βρισκόμασταν στην Αλεξάνδρεια, στο Ένατο σημείο, επισκεφθήκαμε το μοναστήρι του αββά Ιωάννη, του Ευνούχου, για ψυχική ωφέλεια. Βρήκαμε κάποιον άνδρα που είχε γεράσει μένοντας στο μοναστήρι περίπου ογδόντα χρόνια, και που ήταν ελεήμονας, τέτοιος που άλλο δεν είχαμε δει όχι μόνο προς τους ανθρώπους αλλά και προς τα άλογα ζώα.
Τι έκαμνε λοιπόν ο γέροντας; άλλο έργο δεν είχε παρά μόνον αυτό. Κάθε πρωί που σηκωνόταν πήγαινε και έδινε τροφή σ’ όλα τα σκυλιά που υπήρχαν μέσα στη λαύρα, παρόμοια έβαζε σεμιγδάλι στα μικρά μυρμήγκια, σιτάρι στα μεγάλα, έβρεχε και παξιμάδια και τα έριχνε στις αυλές, για να φάνε τα πετεινά.
Ζώντας έτσι δεν άφησε στο μοναστήρι του ούτε πόρτα, ούτε παράθυρο, ούτε παραθυράκι, ούτε κανδήλι, ούτε πιάτο, και για να μη μακρυγορώ αναφέροντας τα όλα, δεν άφηνε τίποτα από τα επίγεια και ούτε κράτησε πότε και έστω και μια ώρα, ούτε αντικείμενα αξίας, ούτε χρήματα, ούτε ρούχα, αλλ’ όλα τα έδινε σ’ εκείνους που τα είχαν ανάγκη, καταβάλλοντας κάθε φροντίδα μόνο για τα μελλοντικά αγαθά». (Λειμωνάριο, εκδ. ΕΠΕ σελ. 184)
«Αν ο νους του δεν είναι στον Χριστό, δεν δουλεύει η καρδιά του, γι’ αυτό δεν αγαπάει ούτε τον Χριστό ούτε τον συνάνθρωπό του, πόσο μάλλον τη φύση, τα ζώα, τα δένδρα, τα φυτά. Έτσι όπως κινείσθε που να φθάσετε να έχετε επικοινωνία με τα ζώα, με τα πουλιά! Αν πέση κανένα πουλί από την σκέπη, θα το ταϊσετε. Αν δεν πέση από την σκέπη, δεν σκέφτεσεθε να το ταϊσετε.
Εγώ βλέπω τα πουλιά, λέω «θέλουν τάισμα, τα καημένα», ρίχνω ψίχουλα κ.λ.π., βάζω νεράκι να πιούν. Βλέπω άρρωστα κλαδιά στα δένδρα, αμέσως σκέφτομαι να τα κόψω, για να μην κολλήσουν και τα άλλα. Ή χτυπάει μια πόρτα, ένα παράθυρο, πάει εκεί ο νους μου. Θα ξεχάσω τον εαυτό μου, αν μου χρειάζεται κάτι, αλλά θα κοιτάξω την πόρτα, το παράθυρο, να μη σπάση, να μη γίνει καμμιά ζημιά. Παρεμπιπτόντως σκέφτομαι για μένα.
Και αν κανείς σκέφτεται και πονάει για τα δημιουργήματα, πόσο μάλλον θα σκέφτεται τον Δημιουργό τους! Αν δεν κινήται έτσι ο άνθρωπος, πώς θα συντονισθή με τον Θεό;» (Γέροντος Παϊσίου Λόγοι Β σελ. 33)
«Αναφέρει ο Γέρων Σωφρόνιος για τον αγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη:
Ιδού, εν πράσινον φύλλον επί του δένδρου, και σύ απέσπασες αυτό άνευ ανάγκης. Αν και δεν είναι αμαρτία, όμως, πώς να ειπώ, προκαλεί τον οίκτον, η καρδία, ήτις έμαθε να αγαπά, λυπείται και το φύλλον και πάσαν την κτίσιν… Όντως ήτο καταπληκτική αφ’ ενός μεν η προς πάσαν κτίσμα ευσπαλχνία αυτού (του οσίου Σιλουανού), περί ης δυνατόν να συμπεράνωμεν εκ της διηγήσεως αυτού, πόσον πολύ έκλαυσε δια την «τραχύτητα αυτού προς την κτίσιν», ότε «άνευ ανάγκης» εφόνευσε μυϊάν τινα, ή ότε έρριψε ζεστόν ύδωρ εις νυκτερίδα κατοικήσαν εις τον εξώστην του καταστήματος αυτού, ή πως «ελυπήθη την κτίσιν και παν πάσχον δημιούργημα», ότε καθ’ οδόν είδεν άντικρυς όφιν κατακεκομμένον… Περί των ζώων και των θηρίων εσκέπτετο ότι είναι «γη», εις την οποίαν δεν πρέπει να προσκολλάται ο νους του ανθρώπου… Ο άνθρωπος δεν πρέπει να έχη πάθος προς τα ζώα, αλλά μόνον καρδίαν οικτίρουσαν παν δημιούργημα». (Αγκαλιά με τον εαυτό μας, Ντέμη Σταυροπούλου σελ. 55)
«Θλιβότανε για τον πόνο των άλλων (ο γέροντας Ιάκωβος) και δε λυπότανε για τον δικό του. Είναι χαρακτηριστικό, ότι τον άκουσαν, στο βαρύ χειμώνα, που ιδιαίτερα υπέφερε πολύ, να μιλάει σε ένα πουλάκι:
-Πόσο σε λυπάμαι που κρυώνεις. Εγώ φοράω κάλτσες, έχω σκεπάσματα και θέρμανση. Αχ, να μπορούσα να σας μάζευα όλα τα πουλάκια σ’ ένα δωμάτιο, να σας έριχνα και τροφή και να σας είχα και θέρμανση… Αλλά βλέπετε με φοβόσαστε…
Κατόπιν είδε το πουλάκι που έχωνε το κεφαλάκι του στα φτερά του και συνέχισε:
-Έχει φροντίσει και για σας ο Θεός… Σας έχει δώσει τα φτερά…» (Ιάκωβος Τσαλίκης, Στυλιανού Παπαδοπούλου, σελ. 163)
Προσευχή με εύσπλαχνη καρδιά
«Από το βιβλίο: Περιπέτειες ενός προσκυνητή
Ρώσος χωρικός: «Όταν… προσευχόμουν με όλη μου την καρδιά», γράφει, «το κάθε τι γύρω μου φαινόταν τόσο όμορφο και θαυμαστό. Τα δένδρα, το γρασίδι, τα πουλιά, η γη, ο αέρας, το φως φαίνονταν να μου λένε πως υπάρχουν για χάρη του ανθρώπου, πως μαρτυρούν την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο, πως το καθετί αποδεικνύει την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο, πως όλα τα πράγματα προσεύχονται στο Θεό και Τον εξυμνούν. Κι έτσι έφτασα στο σημείο να καταλάβω αυτό που Η Φιλοκαλία αποκαλεί, «γνώση της ομιλίας κάθε κτίσματος»… Αισθάνθηκα μια πυρωμένη αγάπη για τον Ιησού Χριστό και για όλα τα κτίσματα του Θεού» (Η εντός ημων βασιλεία, Καλλίστου Ware 39).
«Ο ίδιος Γέροντας Ιερώνυμος έλεγε: «Εγώ θυσιάζω τον εαυτό μου για όποιον προσεύχομαι. δεν μπορώ να προσεύχομαι και να μη θυσιάζω από τον εαυτό μου. Θεωρώ πως η προσευχή εκείνη που γίνεται χωρίς να ματώνει η καρδιά από αγάπη και πόνο, δεν φτάνει στο Θεό. Γι’ αυτό λιώνω στην προσευχή και δεν έχω αντοχή μετά να μιλήσω σε άνθρωπο». (Διδαχές Γερόντων, πρεσβ. Διονυσίου Τάτση σελ. 32)
«Ο Άγιος Σιλουάνος προσηύχετο συχνά ως εξής: -Ω Κύριε, δώσε μου δάκρυα, για να κλαίει η ψυχή μου ημέρα και νύκτα από αγάπη για τον αδελφό!» (Αθωνικό Γεροντικό, Ιωαννικίου Κοτσώνη σελ. 298)
Ευσπλαχνία για τα πάντα
«Και τι είναι καρδία ελεήμων; Και είπε:
Καρδία ελεήμων είναι να καίγεται η καρδιά υπέρ όλης της κτίσεως, δηλαδή υπέρ των ανθρώπων και των όρνεων και των ζώων και των δαιμόνων και υπέρ παντός κτίσματος, από τη θύμηση και τη θεωρία των οποίων τρέχουν από τα μάτια δάκρυα και από την πολλή συμπάθεια και την ελεημοσύνη μικραίνει η καρδιά του ελεήμονος και δε μπορεί να υποφέρει να δει ή να ακούσει κάποια βλάβη ή κάτι λυπητερό να γίνεται στην κτίση.
Γι΄ αυτό και υπέρ των αλόγων ζώων και υπέρ των εχθρών της αληθείας και υπέρ εκείνων, που τον βλάπτουν, εύχεται την κάθε ώρα με δάκρυα, όπως τους φυλάξει ο Θεός και τους ελεήσει. Επίσης εύχεται και υπέρ των ερπετών από την πολλή του ελεημοσύνη, η οποία κινείται στην καρδιά του χωρίς μέτρο, κατά ομοίωση του Θεού» (άγιος Ισαάκ ο Σύρος).
«Οι πόνοι της αγάπης είναι γλυκύτεροι από όλες τις άλλες απολαύσεις» (Ντρυντέν)
«Η υπηρέτρια είδε τον κύριό της μία ημέρα να δίνει σε έναν ζητιάνο τη μάλλινη φανέλα του που είχε αγοράσει την παραμονή.
- Μα τέλος πάντων, κύριε, ήταν ανάγκη να δώσεις στο ζητιάνο τη φανέλα που αγόρασες μόλις χθες; Μπορούσες να είχες δώσει την παλιά.
Και ο πονετικός και φιλεύσπλαχνος κύριος τής έδωσε μια υπέροχη απάντηση:
- Ο δυστυχής αυτός είναι αρκετά πλούσιος σε κουρέλια. Ήταν περιττό να τού προσθέσουμε και ένα άλλο» (Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας)
«Η ανάγκη για στενή ανθρώπινη επαφή μπροστά στο θάνατο περιγράφεται με σπαρακτικό τρόπο σε μια πρόσφατη παρουσίαση ενός νέου έργου της Anna Deavere Smith, που λέγεται Let Me Down Easy (Άφησέ με απαλά). Στο έργο αυτό ένα από τα πρόσωπα είναι μια αξιοθαύμαστη γυναίκα η οποία φροντίζει παιδάκια της Αφρικής που έχουν προσβληθεί από το Έιτζ.
Στο καταφύγιό της δε μπορεί να προσφέρει και πολλή βοήθεια. Τα παιδιά πεθαίνουν κάθε μέρα. Όταν τη ρωτάνε τι κάνει για να ανακουφίσει τον τρόμο των ετοιμοθάνατων παιδιών, απαντάει με δύο φράσεις: «Δεν τα αφήνω ποτέ να πεθάνουν μόνα τους στα σκοτεινά και τους λέω, ‘Θα είσαι πάντα εδώ μαζί μου μέσα στην καρδιά μου’» (Ιρβιν Γιάλομ, Στον κήπο του Επίκουρου, σελ. 142)
«έλεγε ο αββάς Αγάθων: «Αν ήταν δυνατόν να βρω κάποιον λεπρό και να τού δώσω το σώμα μου και να πάρω το δικό του, θα μου ήταν ευχάριστο. Γιατί αυτή είναι η τελεία αγάπη» (Είπε Γέρων, σελ. 37)
Να πονάς και να πενθείς για τους κακούς & το κακό
«Αναφέρει ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης: «ήταν φοβερή η εποχή. Συνέλαβαν από τα βουνά κάποιον αντάρτη -τον ξέρουν οι παλαιοί Κοζανίτες- και δεμένο τον έσερναν μέσα στην πόλη. Κάποιοι άνανδροι Κοζανίτες, που όταν εκείνος ήταν στα πράγματα κάθονταν κλαρίνο μπροστά του, τώρα βλέποντάς τον σαν χτυπημένο σκυλί να τον μεταφέρουν στην πόλη, τον έφτυναν. Αυτός ήταν εχθρός μου, επανειλημμένως επιχείρισε να με σκοτώσει. Τον πιάσανε , λοιπόν, και σε άθλια κατάσταση τον έριξαν στη φυλακή. Όταν το έμαθα στενοχωρήθηκα. Πήγα στις φυλακές για να τον δω. Οι υπεύθυνοι των φυλακών δεν με άφηναν να μπω.
- Σε αυτόν έρχεσαι και του φέρνεις φαγητό; Όχι φαγητό, αλλά δηλητήριο να τού δώσεις, μου είπαν.
- Όπως ερχόμουν σε εσάς και έφερνα φαγητό στη φυλακή και όχι δηλητήριο, το ίδιο θα κάνω και σε αυτόν τον φυλακισμένο, τούς απάντησα.
Με άφησαν και μπήκα. Όταν άνοιξε η πόρτα και με είδε, έκλαψε. Ήταν σε άθλια κατάσταση. Και είπε: Πάτερ Αυγουστίνε, εσύ ήλθες να με δεις! Ούτε η γυναίκα μου ούτε τα παιδιά μου δεν με επισκέφτηκαν. Τώρα πιστεύω ότι υπάρχει Χριστός!» (Ο ήχος των θεϊκών βημάτων, αρχ. Ιωάννου Κωστώφ, σελ.25-26)
«Μου έλεγε κάποια μέρα ο Γέρων Πορφύριος: έρχονται σε μένα καμιά φορά και αγόρια και κορίτσια. Τα καημένα τα παιδιά και τι δεν έχουν κάνει, όλες τις αμαρτίες τις σαρκικές τις έχουν κάνει, μα εγώ τα αγαπώ» (Ανθολόγιο Συμβουλών, Γέροντος Πορφυρίου σελ. 321)
«έχουμε ένα άλλο παράδειγμα κάποιου που επέστρεψε από το Buchenwald (στρατόπεδο συγκέντρωσης Γερμανών). Αυτός όταν τον ρώτησαν, για τα όσα τράβηξε εκεί, είπε ότι τα παθήματά του δεν μπορούσαν καθόλου να συγκριθούν με τη θλίψη που ένιωθε μέσα του για εκείνους τους αξιολύπητους νεαρούς Γερμανούς, οι οποίοι ήταν τόσο σκληροί. Και ότι αυτή η σκέψη, για την κατάντια των ψυχών τους, δεν τον άφηνε καθόλου να ησυχάσει.
Δεν ανησυχούσε για τον εαυτό του, αν και είχε μείνει εκεί τέσσερα ολόκληρα χρόνια, ούτε για τους αμέτρητους ανθρώπους οι οποίοι υπέφεραν και πέθαιναν γύρω του. Αλλά ήταν ανήσυχος για την ψυχική κατάσταση των βασανιστών. Εκείνοι που υπέφεραν ήταν κοντά στο Χριστό, οι εγκληματίες όμως ήταν μακριά του! (αρχιεπ. Antony Bloom, Ζωντανή Προσευχή, σελ. 28)
ΤΑ ΔΥΟ ΔΑΚΡΥΑ
Από τη γη δυο δάκρυα: θερμά μαργαριτάρια,
Ανέβηκαν και στάλαξαν στου Πλάστου τα ποδάρια.
Κι είπε το πρώτο τρέμοντας εμπρός στο θείο θρόνο
«-Εμένα μ’ έβγαλε η καρδιά για το δικό της πόνο»
Κι ο Πλάστης αποκρίθηκε: «-Ούτε στιγμή μη χάνης!
Σύρε να γίνης βάλσαμο, τον πόνο της να γιάνης».
Κι είπε και τ΄ άλλο τρέμοντας εμπρός στο θείο θρόνο:
«-Εμένα μ΄ έβγαλε η καρδιά για κάποιο ξένο πόνο»!
Κι ο πλάστης αποκρίθηκε: «Εσύ μαζί μου μείνε!
Της ευσπλαχνίας τα δάκρυα, δικά μου δάκρυα είναι». (Ι. Πολέμης)