Με ανακαλύπτεις και σε ανακαλύπτω.
Δυό κόσμοι ατελεύτητοι: Ουρανοί που διαδέχονται
ο ένας τον άλλο. Τοπία που κρύβουν πίσω τους
άλλα τοπία. Ήλιοι κι’ αστέρια σε σχήματα
ποταμιών, που διαγράφοντας λάμπουσες
μεγάλες
στροφές
κατεβαίνουν
στα βάθη μας –
Ας μας άφηνε ο Θεός
δέκα αιώνες φωτός αντιμέτωπους!
Δεν τελειώνει ο άνθρωπος
όπως κι ο κόσμος.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Δε με κατάλαβες όλη τη νύχτα
ήμουνα πλάϊ σου, προσπαθούσα να κλείσω
τα παράθυρα, πάλευα – όλη τη νύχτα.
Ο αγέρας επέμενε.
Άπλωσα τότε
τις παλάμες μου πάνω σου σαν
δυό φύλλα ουρανού, και σε σκέπασα.
‘Έπειτα βγήκα στον εξώστη και κοίταζα
δίχως χέρια τον κόσμο.
Νικηφόρος Βρεττάκος
«Υπάρχουν δύο τύποι ανθρώπων σε αυτόν τον κόσμο: εκείνοι που παίρνουν τα εύσημα και εκείνοι που πραγματικά κάνουν τη δουλειά. Λάβετε υπ’ όψη τη συμβουλή μου και ακολουθήστε τους δεύτερους»
(Μαχάτμα Γκάντι)
«Όταν ήμουνα μικρός, ο πατέρας μου πήγε στην Αμερική να δουλέψει στη διώρυγα του Παναμά. Μικρός εγώ, φτωχοί οι γονείς μου. Η μητέρα μου με έστειλε σε ένα κατάστημα στη Χαλκίδα. Ήταν εκεί και άλλα δύο παιδιά. Όλοι διατάζανε εμένα και εγώ έτρεχα παντού.
Ό,τι μου λέγανε, εγώ το έκανα χωρίς να πονηρεύομαι. Κι αυτό μου βγήκε σε καλό. Μια μέρα που σκούπιζα το κατάστημα, είχαν χυθεί μερικά σπυριά καφέ άλεστα. Εγώ έσκυψα και τα έβαλα στο χέρι, για να τα ρίξω πίσω στο τσουβάλι. Το αφεντικό ήταν στο γραφείο του, με είδε, κατάλαβε τι πήγα να κάνω και με φώναξε. Φώναξε και τα άλλα παιδιά και τα δασκάλεψε. Γινόταν εκεί μεγάλες σπατάλες κι εγώ του έκανα καλή εντύπωση.
Από εκείνη την ημέρα είπε και μοιραστήκαμε τις δουλειές και βάλαμε τάξη στο κατάστημα. Δούλευα σε όλα με επιμέλεια και χωρίς αντίρρηση. Έπαθα κανένα κακό;
Να εργάζεσθε με εγρήγορση, απλά, απαλά, χωρίς αγωνία, με χαρά κι αγαλλίαση, με αγαθή διάθεση. Τότε έρχεται η θεία χάρις.
(Βίος και Λόγοι, γέροντος Πορφυρίου σελ. 308)
«Η φύλαξη της συνείδησης προς τα υλικά πράγματα είναι να μην χρησιμοποιεί κανείς κακώς κάτι, να μην αφήνει ένα πράγμα να αχρηστευτεί ή να πεταχτεί, αλλά και αν δει ποτέ κάτι πεταμένο, να μην το παραβλέψει, ακόμη και αν είναι ευτελές, αλλά να το συμμαζεύσει και να το βάλει στον τόπο του.
Επίσης να μην κακομεταχειρίζεται τα ρούχα του. Υπόθεσε ότι κάποιος μπορεί να φορέσει το ένδυμά του άλλη μία ή δύο εβδομάδες, και αυτός πηγαίνει βιαστικά, το πλένει παράκαιρα και το κατακόβει, και ενώ θα του χρησίμευε άλλους πέντε μήνες ή και περισσότερο, πλένοντας πλένοντας το παλαιώνει και το καθιστά άχρηστο. Και αυτό είναι παρά συνειδηση.
Ομοίως και στην περίπτωση των στρωσιδιών. Πολλές φορές μπορεί κανείς να εξυπηρετηθεί από ένα προσκέφαλο και όμως ζητά μεγάλο στρώμα. Έχει ίσως τρίχινο και θέλει να το αλλάξει και να πάρει άλλο, ή νέο ή όμορφο, από κενοδοξία ή από ακηδία. Μπορεί να αρκεστεί σε ένα κομματιαστό πανωφόρι κι αυτός ζητά υφαντό, και φυσικά φιλονεικεί αν δεν το πάρει.
Εάν πάλι αρχίσει να προσέχει τον αδελφό του και να λέει, «γιατί αυτός έχει τούτο και εγώ δεν έχω; Αυτός είναι τυχερός», τότε η προκοπή είναι μεγάλη! Σε άλλη περίπτωση αφήνει κάποιος το ένδυμά του ή το σκέπασμα στον ήλιο και αμελεί να το πάρει και το αφήνει να καεί.
Και αυτό είναι παρά συνείδηση»
(αββάς Δωρόθεος, ΕΠΕ σελ.329)
«Ο διαπρεπής χειρούργος Μπουντόν εκλήθη από τον Ντυμουά, πρωθυπουργό της Γαλλίας, να του κάνει μια σπουδαία εγχείρηση. Ο πρωθυπουργός, όταν είδε τον χειρούργο να μπαίνει στο δωμάτιό του, του είπε:
- Δεν φαντάζομαι να με μεταχειριστείτε με τον ίδιο τραχύ τρόπο, με τον οποίο μεταχειρίζεστε τους φτωχούς και άθλιους αρρώστους στο νοσοκομείο σας.
- Εξοχώτατε, απάντησε με πολλή αξιοπρέπεια ο Μπουντόν, καθένας από τους αθλίους αυτούς αρρώστους, όπως ευαρεστείται η εξοχότης σας να τους ονομάζει, είναι για μένα και ένας πρωθυπουργός.
«Κάποτε ο Σβάϊτσερ, ο μεγάλος αυτός ανθρωπιστής γιατρός, που διέθεσε τη ζωή του στην υπηρεσία των μαύρων αδελφών, έκανε μια χειρονακτική εργασία μέσα στο νοσοκομείο που ο ίδιος είχε ιδρύσει για τους πονεμένους αδελφούς του.
Εκεί που δούλευε ένιωσε την ανάγκη να ζητήσει τη βοήθεια κάποιου μελαμψού που φορούσε άσπρο κουστούμι. Και εκείνος του απάντησε. «Δεν είμαι, κύριε, χαμάλης. Είμαι διανοούμενος».
Πού να ‘ξερε όμως ο δυστυχής πως ο χαμάλης που ζητούσε τη βοήθειά του ήταν κι αυτός διανοούμενος…»
Ο εγωισμός φέρνει ζημιές
«-Γέροντα, είμαι πολύ απρόσεχτη, όλο ζημιές κάνω.
- Φαίνεται, θα υπάρχει μέσα σου κρυφή υπερηφάνεια. Επειδή ο Θεός σε αγαπάει, λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι. Κάνεις μια ζημιά και ταπεινώνεσαι…
- Γέροντα, φοβάμαι να ξανασιδερώσω, γιατί έκαψα ένα ξένο ράσο.
- Να κάνεις το σταυρό σου και να σιδερώνεις.
- Μήπως ήταν του πειρασμού;
- Σπάνια μια ζημιά είναι από φθόνο του διαβόλου. Συνήθως είναι από υπερήφανο λογισμό. Όταν φέρνουμε υπερήφανο λογισμό, τα κάνουμε θάλασσα. Κι εσύ, φαίνεται, έφερες υπερήφανο λογισμό.
- Γιατί κάηκε το ράσο και δεν έπαθα εγώ ζημιά;
- Γιατί το ράσο πήγε στον άλλον, έγινε γνωστή η ζημιά, οπότε έτσι ρεζιλεύτηκες και ταπεινώθηκες. Ενώ, αν πάθαινες εσύ κάτι, δεν θα ρεζιλευόσουν…
- Όταν, γέροντα, πάει κάποιος να κάνει μια δουλειά και τελικά γίνεται ζημιά, τι συμβαίνει; Δεν δούλεψε σωστά; Δεν είχε καθαρή διάθεση;
- Είναι πολλές περιπτώσεις. Πρέπει να εξετάσει από πού ξεκίνησε.
- Μπορεί, γέροντα, κάποιος να κάνει ζημιές από αφηρημάδα;
- Τι θα πει αφηρημάδα; Αν εξετάσεις, θα δεις ότι τις περισσότερες φορές οι ζημιές στην υπερηφάνεια οφείλονται. Αν σε μια νοικοκυρά περάσει ο λογισμός ότι καμμία άλλη δεν πλένει τα πιάτα τόσο καλά όσο αυτή, μπορεί να ρίξει όλο το ράφι με τα πιάτα και να σπάσουν όλα. Μια φορά κάποια που εργαζόταν σε ένα υαλοπωλείο σκέφτηκε: «Τι εύκολα κατεβάζω τα κουτιά με τα ποτήρια!». Μόλις έβαλε αυτόν τον λογισμό, της έφυγαν τα κουτιά από τα χέρια και έσπασαν όλα τα ποτήρια!»
(Παϊσίου Λόγοι Ε, σελ. 80-81)
«Η εργασία εκείνου που γόγγυσε ή υπερηφανεύτηκε, πρέπει να μην συγχέεται με την εργασία αυτή των ταπεινών στην καρδιά και συντετριμμένων στο πνεύμα, και γενικώς να μην υπολογίζεται με τους ευλαβείς… Δεν είναι ευπρόσδεκτο το έργο αυτών, ως ασεβής θυσία.»
(Μέγας Βασίλειος)
«Ο ανόητος λέει τι θα κάνει.
Ο υπερήφανος λέει τι έκανε.
Ο σοφός κάνει
και δεν λέει τίποτα»
«Η πέτρα που κυλάει, μούχλα δεν πιάνει» (Ελληνική παροιμία)
«Να μη θεωρούμε την εργασία ως ντροπή, αλλά την αργία και την τεμπελιά… Μόνον η αμαρτία είναι ντροπή, και αυτήν την γεννάει συνήθως η αργία. Και δεν γεννάει μόνον μία ή δύο ή τρεις αμαρτίες, αλλά όλη μαζί την κακία. Γι αυτό και κάποιος σοφός, για να δείξει ότι η αργία διδάσκει όλη την κακία, μιλώντας για δούλους λέει, «ανάθεσέ του δουλειά, για να μην μένει αργός» (Σοφία. Σειράχ 33,28).
Ό,τι δηλαδή είναι το χαλινάρι για το άλογο, το ίδιο είναι η εργασία για τη δική μας φύση. Η απασχόληση με την εργασία απομακρύνει τη σκέψη των εργαζομένων από κάθε πονηριά… Ο Θεός έφερε στον κόσμο τον κόπο, γιατί είναι χρήσιμος και ωφέλιμος. Και φαίνεται βέβαια ότι είναι ποινή και τιμωρία το να ακούσουμε «με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα φας το ψωμί σου» (Γένεση 3,19), στην πραγματικότητα όμως είναι ένα είδος νουθεσίας και σωφρονισμού και φάρμακο για τις πληγές που προξένησε η αμαρτία»
(Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Ιωάννου Χρυσοστόμου, Χαρώνη Βασιλείου, κείμενο 3141)
«Να κάνετε κάτι, ώστε ο διάβολος να σας βρίσκει πάντοτε απασχολημένους» (άγιος Ιερώνυμος)
«Ο Θεός καλεί ανθρώπους όταν είναι απασχολημένοι, και ο σατανάς όταν είναι αργοί»
«ό,τι δε δρα δεν υπάρχει» (Λάιμπνιτς)
«Να προφυλάσσεσθε, αγαπητοί, από την αργία, διότι μέσα σε αυτήν είναι κρυμμένος ο νοερός θάνατος. Χωρίς αυτήν δεν είναι δυνατόν να πέσει ο μοναχός στα χέρια αυτών που σπεύδουν να τον αιχμαλωτίσουν.
Εκείνη την ημέρα ο Θεός δεν θα μας κατακρίνει για την παράλειψη των ψαλμών και της προσευχής, αλλά για το ότι με την εγκατάλειψη αυτών διευκολύνεται η είσοδος των δαιμόνων».
«Η ανάπαυση και η αργία είναι απώλεια της ψυχής και αυτές μπορούν να βλάψουν περισσότερο από τους δαίμονες. Όταν καταναγκάσεις το ασθενικό σώμα σε έργα περισσότερα από τη δύναμή του, εισάγεις στην ψυχή σου σκοτισμό επάνω στον σκοτισμό και επιφέρεις σε αυτήν σύγχυση πάνω στη σύγχυση.
Αν όμως παραδώσεις το ισχυρό σώμα στην ανάπαυση και την αργία, κάθε κακία ολοκληρώνεται στην ψυχή που κατοικεί σε αυτό, και, αν κανείς επιθυμεί πολύ το αγαθό, βαθμιαία χάνει ακόμη και την έννοια του αγαθού που είχε»
(άγιος Ισαάκ ο Σύρος, ΕΠΕ 8β σελ. 187 & ΕΠΕ 8γ σελ. 127)
«Τίποτα δεν μοιάζει πιο πολύ στο θάνατο, όσο η οκνηρία»
«Ο τεμπέλης είναι ένας νεκρός, που δυστυχώς δεν μπορούμε να τον θάψουμε»
«Ο Διονύσιος ο πρεσβύτερος, όταν ρωτήθηκε αν έχει ελεύθερο χρόνο κατά τον οποίο δεν ξέρει τι να κάνει, απάντησε:
«Εύχομαι να μη μου συμβεί ποτέ τέτοιο πράγμα…»
(Αρχαία ελληνικά ανέκδοτα, Σωκράτη Γκίκα, σελ. 21)
«Η απόλυτη αργία θα μπορούσε να είναι ένας θαυμάσιος ορισμός της κόλασης»
«Μια αρχαία παροιμία λέει:
Έπεσα και κοιμήθηκα και ονειρεύτηκα πως η ζωή ήταν χαρά.
Ξύπνησα, αλλά να! Η ζωή ήταν καθήκον.
Έκανα με αφοσίωση το καθήκον μου και να!
Η ζωή ήταν πράγματι χαρά!»
«Η σκοτεινότερη ώρα στη ζωή οποιουδήποτε νέου είναι όταν καθίσει για να σχεδιάσει, πώς θα μπορέσει να κερδίσει χρήματα χωρίς να δουλέψει»
Διαφορές εργατικού και τεμπέλη:
- Ο εργατικός είναι πάντα ένα μέρος της λύσης. Ο τεμπέλης είναι πάντα ένα μέρος του προβλήματος.
- Ο εργατικός έχει πάντα ένα πρόγραμμα. Ο τεμπέλης έχει πάντα μια δικαιολογία.
- Ο εργατικός λέει: «Θα το κάνω». Ο τεμπέλης λέει: «Δεν είναι δουλειά δική μου».
- Ο εργατικός βλέπει μια λύση σε κάθε πρόβλημα. Ο τεμπέλης βλέπει ένα πρόβλημα σε κάθε λύση.
- Ο εργατικός λέει: «Μπορεί να φαίνεται δύσκολο, αλλά δεν είναι αδύνατο». Ο τεμπέλης λέει: Μπορεί να φαίνεται εύκολο, αλλά είναι σχεδόν αδύνατο».
Από τους δύο αυτούς, ο νικητής στη ζωή είναι πάντα ο εργατικός.
«Πόσες φορές δεν ρωτά ο άνθρωπος, όταν θέλει να αρχίσει κάποιο πράγμα για τον Κύριο, λέγοντας: άραγε υπάρχει άνεση σε αυτό το πράγμα; Ή πώς είναι δυνατόν να πορεύεται σε αυτήν την οδό εύκολα χωρίς προσπάθεια; Ή μήπως υπάρχει σε αυτήν θλίψη που προκαλεί πόνο στο σώμα; Δεν ζητούμε σε κάθε περίπτωση το όνομα της αναπαύσεως;
Τι λες, άνθρωπε; Θέλεις να ανέβεις στον ουρανό, να λάβεις την εκεί βασιλεία και την κοινωνία με το Θεό και την ανάπαυση της εκεί μακαριότητας και την συναναστροφή με τους αγγέλους και την αθάνατη ζωή, και ρωτάς αν αυτή η οδός έχει δυσκολία;
Τι θαύμα! Όσοι επιθυμούν τα πράγματα του αιώνος αυτού, του διαλυομένου, πέφτουν στα φοβερά κύματα της θάλασσας και τολμούν να πορευτούν σε τραχείς δρόμους, χωρίς να λένε καθόλου ότι υπάρχει δυσκολία ή λύπηση σε αυτό το πράγμα που θέλουν να αναλάβουν, κι εμείς σε κάθε τόπο ενδιαφερόμαστε για την ανάπαυση;…»
(άγιος Ισαάκ ο Σύρος. ΕΠΕ, τόμ. 8Α, σελ. 305)
«Συμβαίνει, για παράδειγμα, να σας αναθέτουν εργασίες πέραν των ορίων των καθηκόντων σας. Δεν είναι σωστό να αντιδράτε ή να εκνευρίζεστε ή να διαμαρτύρεστε. Αυτές οι ταραχές φέρνουν κακό στον άνθρωπο. Να τα θεωρείτε όλα σαν ευκαιρίες αγιασμού. Και κάτι ακόμη. Υπάρχει και ένα άλλο κέρδος. Με το να σας αναθέτουν πολλή εργασία μαθαίνετε τον τρόπο όλης της δουλειάς, εξυπηρετείτε σε περισσότερες διακονίες, γίνεστε πιο υπεύθυνοι. Παίρνετε γνώσεις, που ίσως χρειαστούν αργότερα.
Αν σας αναθέτουν δουλειές πάνω από τις δυνάμεις σας, μπορείτε ωστόσο να πείτε, με ευγένεια βέβαια: «Συγχωρέστε με, δεν θα μπορέσω να κάνω αυτήν την εργασία». Αλλά μπορείτε και να μην μιλήσετε και να σας βγει σε καλό όλος αυτός ο κόπος»
(Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής σελ. 307-308)
«Αρκετά θα αναπαυθούμε στον τάφο, ας εργαζόμαστε τώρα» (Βενιαμίν Φραγκλίνος)
Η Όλγα. Επάγγελμα, προσφορά και αγιότητα!
«Πολύ συγκινητική είναι η ιστορία της Όλγας, που ήταν και αυτή πνευματικό παιδί του γέροντα. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και σπούδασε στο περίφημο Ινστιτούτο Σμόλνι. Οι γονείς της ήταν πολύ πιστοί. Η μητέρα της πέθανε νέα και ο πατέρας ξαναπαντρεύτηκε. Αλλά και η μητριά της ήταν και αυτή πολύ πιστή και καλή γυναίκα.
Η Όλγα αγαπούσε πολύ το Θεό και τον παρακαλούσε να της δείξει ποιόν δρόμο ν’ ακολουθήσει. Γνωρίστηκε μ’ έναν νέο και αποφάσισαν να παντρευτούν. Λίγο πριν από την τελετή του γάμου όμως και ενώ όλοι περίμεναν τον γαμπρό στην εκκλησία, αυτός είδε το πιστόλι του αδερφού του στο τραπέζι και από απροσεξία αυτοπυροβολήθηκε! Έτσι, αντί για γάμος έγινε κηδεία.
Η Όλγα λυπήθηκε πολύ. Δεν είχε όρεξη να φάει ούτε μπορούσε να κοιμηθεί. Τελικά προσβλήθηκε από φυματίωση και όλοι περίμεναν αργά ή γρήγορα το μοιραίο. Όμως με τις πρεσβείες της αγίας Παρασκευής, που της εμφανίστηκε δύο φορές, θεραπεύτηκε. Η αγία της είπε μάλιστα ότι δεν πρόκειται να ξαναρρωστήσει και την έστειλε στο γέροντα, που ζούσε τότε στη Λαύρα.
Διηγήθηκε τα θλιβερά της ζωής της και στο τέλος τον ρώτησε αν είναι θέλημα Θεού να γίνει μοναχή. Ο γέροντας της είπε:
- Αν σου δώσω ευλογία να γίνεις μοναχή, μπορεί να σε κάνουν ηγουμένη, γιατί είσαι μορφωμένη. Επειδή όμως είσαι πολύ συμπονετική, όλη την περιουσία του μοναστηριού θα την μοιράσεις στους φτωχούς και αντί να σου κάνουν υπακοή, θα κάνεις εσύ στις αδελφές. Αν πάλι γίνεις μοναχή, η ζωή εκεί θα είναι σκληρή και η υγεία σου δεν θ’ αντέξει… Γι’ αυτό να γίνεις εισπράκτορας στο τραμ! Όλοι θα σε ξέρουν και θα σε συμβουλεύονται. Θα μετράς πόσα εισιτήρια πούλησες και το βράδυ θα κάνεις μια μετάνοια για τον καθένα απ’ αυτούς που έδωσες τα εισιτήρια και θα προσεύχεσαι στο Θεό να τους σώσει. Να ξέρεις ότι πολλοί άνθρωποι θα σωθούν με τις προσευχές σου, φτάνει να σηκώσεις το σταυρό σου μέχρι το τέλος.
Η Όλγα δέχτηκε χωρίς αντίρρηση. Έκανε αδιάκριτη υπακοή στη φαινομενικά τόσο παράξενη αυτή εντολή του γέροντα. Μέχρι να συνταξιοδοτηθεί δούλευε εισπράκτορας και με τη χάρη του Θεού πολλοί άνθρωποι βοηθήθηκαν και παρηγορήθηκαν κοντά της. Έλαβε δε και από το Θεό το προορατικό χάρισμα.
Η ζωή της ήταν μια θυσία για τους άλλους. Στις φοβερές μέρες της πολιορκίας του Λένινγκραντ, η Όλγα έσωσε πολύ κόσμο από την πείνα. Έχοντας πολλούς γνωστούς αξιωματικούς και άλλους εύπορους μάζευε τρόφιμα ακόμη και αποφάγια και τα μοίραζε στους πεινασμένους. Προσευχόταν και έκανε μετάνοιες για όλους αυτούς, καθώς και για τη σωτηρία της πόλης.
Έχοντας βαθιά πίστη στο Θεό και στην ευχή του γέροντα ουδέποτε λάβαινε προφυλάξεις στις αεροπορικές επιδρομές. Ποτέ δεν πήγε να κρυφτεί στο καταφύγιο και όταν τη ρωτούσαν έλεγε:
- Ο γέροντας ξέρει πού θα πέσει η βόμβα.
Κάποτε μάλιστα έπεσε μια βόμβα στο πρώτο βαγόνι του τραμ ενώ η ίδια βρισκόταν στο δεύτερο και δεν έπαθε τίποτα. Συνέχισε να δουλεύει στο τραμ και μετά τον πόλεμο και δεν σταμάτησε να βοηθάει τους ανθρώπους μέχρι το θάνατό της. Σήκωσε πράγματι το σταυρό της ως το τέλος με συνέπεια και πνεύμα υπακοής.
Εξήντα μέρες πριν από το θάνατό της σταμάτησε να τρώει. Η μοναδική της τροφή ήταν τα Άχραντα Μυστήρια, ο άρτος της ζωής. Εκοιμήθη εν Κυρίω το 1957 και στην κηδεία της προσήλθαν χιλιάδες άνθρωποι!
(Ο Στάρετς Σεραφείμ της Βύριτσα, αρχ. Νεκταρίου Αντωνοπούλου σελ. 255-256)
«Κάποιος ρώτησε το Σωκράτη, ποιο επάγγελμα νομίζει ότι είναι το καλύτερο και απάντησε: Αυτό που πράττει το καλό»
Ξενοφώντα (Απομν. Γ, ΙΧ,14)
«Η εργασία κατά τη χριστιανική διδασκαλία δεν είναι μόνο μέσο αυτοσυντήρησης, αλλά έχει και κοινωνικό σκοπό. Δεν αποβλέπει στην ιδιοποίηση πλούτου, αλλά στην άσκηση αγάπης. Υπάρχει μάλιστα και ακόμη πιο υψηλός σκοπός στην εργασία. Όπως η αγάπη κορυφώνεται στη θυσία για τον πλησίον, έτσι και η εργασία βρίσκει τον ύψιστο σκοπό της στην εξυπηρέτηση του πλησίον με πλήρη αυταπάρνηση.
Ο Μέγας Αντώνιος ουδέποτε θέλησε να κάνει κάτι που να ωφελεί τον εαυτό του περισσότερο από τον πλησίον του, γιατί πίστευε ότι το κέρδος του πλησίον είναι για αυτόν «εργασία αρίστη».
Με το ίδιο πνεύμα και ο Μ. Βασίλειος γράφει: «Οφείλει λοιπόν ο καθένας να βλέπει μπροστά του ως σκοπό της εργασίας την υπηρεσία αυτών που έχουν ανάγκη και όχι τη δική του ανάγκη»
(Χριστιανική Ηθική, Γεωργίου Μαντζαρίδη τόμ. Β σελ. 350-351)
«Η παράδοση αναφέρει πως ο Αλέξανδρος διδάχτηκε από τον Αριστοτέλη να θεωρεί χαμένη την ημέρα, κατά την οποία δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία να ευεργετήσει κάποιον από τους υπηκόους του.
Όταν η μέρα περνούσε χωρίς ευεργεσία, συνήθιζε να λέει:
«Σήμερον ουκ εβασίλευσα? ουδένα γάρ ευ εποίησα (=σήμερα δεν βασίλευσα, διότι σε κανέναν δεν έκανα κάποιο καλό)»
(Ιστορικά Ανέκδοτα. Βαγγέλη Μιλλεούνη, σελ. 49)
Ο Κανάρης και η πολυθρόνα
«Όταν ο ένδοξος πυρπολητής του 1821 Κωνσταντίνος Κανάρης έγινε υπουργός Ναυτικών, μπαίνοντας για πρώτη φορά στο υπουργείο, είδε πίσω από το γραφείο του μια πολυτελή και αναπαυτική πολυθρόνα.
Στο αντίκρισμα της θύμωσε και φώναξε:
- Τι θέλει αυτή η πολυθρόνα εκεί; Βγάλτε την γρήγορα από εδώ μέσα, γιατί αλλιώς θα τη πετάξω από το παράθυρο. Φέρτε μου μια κοινή καρέκλα. Δεν ήρθα εδώ για να αναπαυθώ.
Δυστυχώς πολλοί είναι εκείνοι που στα αξιώματα βλέπουν μονάχα τις απολαβές και όχι τις θυσίες».
Η αγάπη μας πάνω από όλα!
«Σε όποια υπόθεση και αν βρεθείτε, ακόμη και αν είναι πολύ κατεπείγουσα και σπουδαία, δεν θέλω να κάνετε τίποτα με φιλονεικία ή ταραχή, αλλά να είστε πεισμένοι ότι κάθε έργο που εκτελείτε, είτε μεγάλο είναι είτε μικρό, είναι το ένα όγδοο του ζητουμένου. Το να φυλάξετε όμως την ηρεμία σας, κι αν ακόμη συμβεί για αυτό να αποτύχετε στην υπηρεσία, είναι το μισό ή τα τέσσερα όγδοα. Βλέπετε πόση είναι η διαφορά.
Όταν λοιπόν κάνετε κάτι, αν θέλετε να το κάνετε τέλειο και ολόκληρο, να φροντίζετε καί το πράγμα να εκτελείτε, που είναι το ένα όγδοο, και την ηρεμία σας να φυλάσσετε σωστή, που είναι το μισό ή τα τέσσερα όγδοα. Αν όμως παρουσιαστεί ανάγκη να παρασυρθεί κανείς και να βγει από την εντολή, και να βλαφτεί ή να βλάψει άλλους με την εκπλήρωση της διακονίας, δεν είναι ορθό να χάσει το μισό για να εξασφαλίσει το ένα όγδοο. Εάν αντιληφθείτε ότι κάποιος ενεργεί με αυτόν τον τρόπο, αυτός δεν εκτελεί γνωστικά την διακονία του διότι περνά τον καιρό του από κενοδοξία ή από ανθρωπαρέσκια φιλονεικώντας και τιμωρώντας και τον εαυτό του και τον συνάνθρωπο, για να ακούσει έπειτα ότι κανείς δεν μπόρεσε να τον νικήσει. Ω, τι μεγάλη ανδραγαθία! Αδελφοί, δεν είναι νίκη αυτό, αυτό είναι ζημία, αυτό είναι απώλεια.
Να εγώ σας λέω ότι, αν στείλω κάποιον από σας σε οποιαδήποτε ανάγκη και δει να δημιουργείται ταραχή ή οποιαδήποτε άλλη βλάβη, να διακόψει την εργασία και ποτέ να μην βλάψετε τους εαυτούς σας ή και άλλους. Ας παραμεριστεί η ανάγκη, ας μη γίνει, αρκεί μόνο να μην ταράζεστε μεταξύ σας. Επειδή χάνετε το μισό, τα τέσσερα όγδοα, για να κερδίσετε το ένα όγδοο. Και αυτό είναι προφανής παραλογισμός.
Σας τα λέω αυτά, όχι για να μικροψυχείτε αμέσως και να παραμελείτε τα πράγματα ή για να αδιαφορείτε και να ρίχνετε κάτω τα υλικά και να καταπατάτε τη συνείδησή σας, θέλοντας να είστε αμέριμνοι, ούτε πάλι για να παρακούετε και να λέει ο καθένας σας, «δεν μπορώ να το κάνω αυτό, με βλάπτει, δεν μου ταιριάζει», επειδή με τέτοια προδιάθεση δεν εκτελείτε καμιά διακονία ούτε μπορείτε ποτέ να εκπληρώσετε την εντολή του Θεού, αλλά τα λέω για να καταβάλλετε όλη σας τη δύναμη στο να εκτελείτε με αγάπη κάθε διακόνημά σας, υποκλινόμενοι μεταξύ σας με ταπεινοφροσύνη, τιμώντας, παρακαλώντας. Τίποτα δεν είναι δυνατότερο από την ταπεινοφροσύνη.
Εάν λοιπόν δει κανείς τον συνάνθρωπο κάποια στιγμή να θλίβεται, ή τον εαυτό του, διακόψτε τη δουλειά, υποχωρήστε ο ένας στον άλλον, μη συνεχίσετε έως ότου ακολουθήσει η βλάβη. Διότι, το λέω μύριες φορές, καλύτερα είναι να μην γίνεται η ανάγκη όπως θέλετε, αλλά όπως επιτρέπουν οι περιστάσεις, ώστε να μην χάσετε το μισό, τα τέσσερα όγδοα, από ισχυρογνωμοσύνη ή από πείσμα, ακόμη και αν είναι ευλογοφανές να ταράζεστε ή να αλληλοθλίβεστε. Διότι η διαφορά της ζημίας είναι μεγάλη.
Συμβαίνει μάλιστα πολλές φορές να χάνει κανείς και αυτό το ένα όγδοο και να μην κάνει τίποτα. Αυτά είναι τα αποτελέσματα των φιλονεικιών. Κατ’ αρχήν όλα τα έργα που κάνουμε, τα κάνουμε για να ωφεληθούμε από αυτά. Ποια όμως ωφέλεια προκαλείται αν δεν ταπεινωνόμαστε μεταξύ μας, αλλά αντιθέτως ταράσσουμε και θλίβουμε ο ένας τον άλλον;»
(Αββάς Δωρόθεος, έκδοση ΕΠΕ σελ. 357-361)
«Αν δύο άνθρωποι στην ίδια δουλειά συμφωνούν συνεχώς, τότε ο ένας από αυτούς είναι άχρηστος. Αν διαφωνούν συνέχεια, τότε και οι δύο είναι άχρηστοι»
«Την κριτική μπορείς να την αποφύγεις μονάχα αν δε λες τίποτα, αν δεν κάνεις τίποτα και αν είσαι ένα τίποτα»
«Παρακάλα το Θεό, σαν τα πάντα να εξαρτώνται απ’ αυτόν και δούλευε, σαν όλα να εξαρτώνται από σένα»
«Κάνε τη δουλειά σου προσευχή και την προσευχή δουλειά σου» (ιερός Αυγουστίνος)
«Qui laborat, orat». (= όποιος εργάζεται, προσεύχεται) (Βενεδικτίνοι μοναχοί)
«Πώς εσείς Σεβασμιώτατε, ρώτησε κάποτε με απορία ένας πολιτευόμενος έναν επίσκοπο, πώς εσείς κατορθώνετε να έχετε τέτοια δράση και να προφθάνετε σε όλα, αφού κάνετε τόση ώρα προσευχή κάθε μέρα»;
«Προσθέσετε και εσείς, του απάντησε και εκείνος, μια μόνη ώρα προσευχής στην ημέρα σας και θα δείτε ότι θα κάνετε καλύτερη και περισσότερη εργασία».
«Ο άγιος Αββάς Αντώνιος, διαμένοντας κάποτε στην έρημο, βρέθηκε σε ακηδία και σε πολύ σκοτείνιασμα των λογισμών του. Έλεγε λοιπόν στο Θεό: «Κύριε, θέλω να σωθώ αλλά δεν μ’ αφήνουν οι λογισμοί μου. Τι να κάνα μέσα σ’ αυτή τη θλίψη μου; Πώς να σωθώ;».
Βγαίνει λοιπόν για λίγο έξω από το κελί του. Και βλέπει κάποιον σαν τον εαυτό του. Εκείνος ο άνθρωπος καθόταν και εργαζόταν. Ύστερα άφηνε το εργόχειρό του, σηκωνόταν και προσευχόταν. Και πάλι καθόταν και έφτιαχνε πλεξούδες. Κατόπιν δε, σηκωνόταν για να προσευχηθεί. Και ήταν Άγγελος Κυρίου, σταλμένος για να διορθώσει και να ασφαλίσει τον Αντώνιο. Άκουσε λοιπόν τον Άγγελο να του λέγει: «Έτσι κάνε και θα σωθείς».
Ακούοντας δε αυτά τα λόγια, πολλή χαρά πήρε και θάρρος.
Και έτσι κάνοντας σωζόταν.
(Γεροντικόν, αββάς Αντώνιος α΄)
Η μαγειρική της προσευχής και της αγάπης
Σ’ ένα από τα Αποφθέγματα των Πατέρων της ερήμου διαβάζουμε ότι η μαγειρική ενός μοναχού ήταν πολύ δημοφιλής. Οι άλλοι πατέρες τον ρώτησαν κάποτε τι το ιδιαίτερο είχε η συνταγή ή τα υλικά αλλά εκείνος απάντησε ότι δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα πιάτο βραστές φακές.
Μετά από πολλές πιέσεις ομολόγησε το μυστικό του, ότι σε κάθε στάδιο της προετοιμασίας του φαγητού είχε τη συνήθεια να λέει μια προσευχή μετάνοιας.
(Μαγδαληνής Μοναχής, Σκέψεις για τα παιδιά στην Ορθόδοξη εκκλησία σήμερα)
« Όποιος λοιπόν ασκείται στην πνευματική ζωή, πρέπει να αναλαμβάνει και τα ευτελέστερα (τα πιο ταπεινά) έργα με πολύ ζήλο και προθυμία, γνωρίζοντας ότι εκείνο που γίνεται για το Θεό δεν είναι μικρό, αλλά μεγάλο, πνευματικό και άξιο των ουρανών, και ελκύει για μας τις ουράνιες αμοιβές. Ακόμη και αν χρειαστεί να συνοδεύει ο ασκητής ζώα που μεταφέρουν αγαθά για τις κοινές ανάγκες της Μονής, δεν πρέπει να αντιταχθεί, αφού σκεφθεί τους αποστόλους που υπάκουσαν πρόθυμα στον Κύριο, όταν τους διέταξε να φέρουν το πουλάρι (το μικρό όνο), και αφού συλλογισθεί ότι και αυτοί για τους οποίους δεχόμαστε τη φροντίδα των αχθοφόρων ζώων είναι αδελφοί του Σωτήρα. Η εύνοια δε και το ενδιαφέρον γι’ αυτούς αναφέρεται στον ίδιο τον Κύριο, που είπε: «Κάθε τι πού εκάματε, για αν εξυπηρετήσετε έναν από τους αδελφούς μου, που θεωρούνται από τους πολλούς άσημοι, το προσφέρατε σε μένα».
Εάν δε (εκείνος που ευεργετεί τους άλλους) απολαμβάνει τις τιμές των άσημων, πολύ περισσότερο θα απολαύσει τις αμοιβές πού προορίζονται για τους εκλεκτούς υπό τον όρο ότι δεν θα θεωρήσει την υπηρεσία ως αφορμή αδιαφορίας, αλλά θα προστατεύει τον εαυτό του με εξαιρετική εγρήγορση, για να ωφεληθεί και ο ίδιος και οι σύντροφοί του.
Εάν δε χρειάζεται να εκτελέσει κάποιο από τα ταπεινά έργα, πρέπει να γνωρίζει ότι και ο σωτήρας μας υπηρέτησε τους μαθητές του και δεν θεώρησε υποτιμητικό να κάμει ταπεινές εργασίες, και ότι είναι πολύ, μεγάλο πράγμα για τον άνθρωπο να γίνει μιμητής του Θεού, γιατί με τις ταπεινές αυτές εργασίες ανεβαίνει στο ύψος της μιμήσεως εκείνης».
(Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, Βασιλείου Χαρώνη, αριθμ. κειμένου 868)
«Ένας διάσημος γλύπτης, ανεβασμένος στην οροφή του πανύψηλου Γοτθικού Ναού όπου εργαζόταν, καταπονείτο σκαλίζοντας τα μάρμαρα της στέγης.
Κάποιος του είπε:
- «Γιατί κουράζεσαι; Αυτά δε θα τα δει ποτέ κανείς»
- «Αλλά τα βλέπει ο Θεός. Γι’ Αυτόν εργάζομαι», απάντησε αμέσως ο καλλιτέχνης.
Πόσο ωφέλιμη είναι αυτή η σκέψη για τον κάθε πιστό».
«Κάμε τις μικροπράξεις σαν τις μεγάλες, λόγω του μεγαλείου του Ιησού Χριστού που τις κάνει μέσα μας και ζει τη ζωή μας, και τις μεγάλες σαν τις μικρές και ανάλαφρες, λόγω της παντοδυναμίας Του».
(Μπλεζ Πασκάλ, Σκέψεις, εκδ. Καστανιώτη σελ. 335)
«Όποιος εργάζεται με τα χέρια λέγεται εργάτης. Όποιος εργάζεται με τα χέρια και το μυαλό λέγεται τεχνίτης. Ενώ όποιος εργάζεται με τα χέρια, το μυαλό και την καρδιά λέγεται καλλιτέχνης» (Αντρε Μωρουά)
«Δεν εργάζομαι, ζω». (Ζεράρ Ντεπαρντιέ)
«Η δουλειά είναι ορατή αγάπη. Αν δεν μπορείς να δουλεύεις με αγάπη, αλλά μόνο με δυσαρέσκεια, είναι προτιμότερο να εγκαταλείψεις την εργασία σου και να καθίσεις στην πύλη του ναού και να δέχεσαι ελεημοσύνη από εκείνους που εργάζονται με χαρά» (Καλχίλ Γκιμπράν)
«Αλίμονο στον άνθρωπο, που η μόνη του απόλαυση από τη δουλειά του είναι ο μισθός του»
«ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ.
Ένας καλόγερος βρισκόταν στο κρεβάτι του θανάτου. Ξαφνικά ζήτησε από τους αδελφούς να του φέρουν τη βελόνα του, γιατί ήταν ράφτης όλη του τη ζωή μέσα στο μοναστήρι.
Αφού του την έφεραν την πήρε και την έδειξε σε όλους τους παρευρισκομένους λέγοντας:
«Αυτό είναι για μένα το κλειδί του Παραδείσου».
«Πώς να αποφύγει την κατάθλιψη
Σε νέα χήρα που ήταν πολύ λυπημένη, ο Γέροντας έδωσε οδηγίες να εργάζεται εντατικά, για να μπορέσει να αποφύγει την κατάθλιψη που την απειλούσε.
Με την εργασιοθεραπεία και την προσευχή, που της συνέστησε ο Γέροντας, είχε εκπληκτικά αποτελέσματα. Η θλίψη της μεταβλήθηκε σε εσωτερική γαλήνη και χαρά, μέχρι σημείου, που να διερωτάται μήπως παραφρόνησε.
Ο Γέροντας την καθησύχασε και την διαβεβαίωνε, ότι η πνευματική χαρά της προέρχεται από τη χάρη του Χριστού, που έλαβε.
(Γέροντος Πορφυρίου, Ανθολόγιο Συμβουλών, σελ. 83)