Έλεγε ο άγιος Παϊσιος: ‘‘Γιορτάζει ο υποτακτικός του Μεγάλου Αντωνίου, ο Μέγας Αθανάσιος”!
Μαθητής και βιογράφος του υπήρξε ο άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, τότε Διάκονος, ο πόθος του για υψηλή πνευματική εργασία τον οδήγησε στην έρημο της Θηβαΐδας, στον καθηγητή της ερήμου τον Μέγα Αντώνιο, όπου παρέμεινε για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αργότερα κατέγραψε τον θαυμαστό βίο του και μας τον παρέδωσε σαν κειμήλιο μεγάλης πνευματικής αξίας.
Γράφει ο Μέγας Αθανάσιος: «Ούτω παρά πάντων ήτο προσφιλής και όλοι ηξίουν να τον έχουν πνευματικόν πατέρα»,και «Σαν ιατρόν επέστειλεν ο Θεός τον Άγιον Αντώνιον εις την Αίγυπτον. Διότι ποίος ήρχετο προς αυτόν λυπούμενος και δεν υπέστρεφε χαίρων; Ποίος ήρχετο θρηνών διά θάνατον προσφιλών του προσώπων και αμέσως απέβαλε το πένθος; Ποίος ήρχετο οργιζόμενος και εις φιλίαν μετεβάλλετο; Ποίος νέος ήρχετο εις το όρος της ασκήσεως του και θεωρήσας τον ασκητήν Αντώνιον δεν ηρνείτο αμέσως τις ηδονές και ηγάπα την σωφροσύνην;».
Όταν ο Άγιος Αντώνιος αισθάνθηκε ότι η ημέρα της αναχώρησής του έφτασε, λέγει στους μοναχούς, που βρίσκονται κοντά του, ότι αφήνει το ραβδί του στον αββά Μακάριο, που ήταν εκεί, την μηλωτή, τον μανδύα του, στον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος του τον είχε χαρίσει κάποτε καινούργιο. Κατόπιν ο Μ. Αθανάσιος τον φορούσε πάντοτε ως φυλαχτό. Και τους προβάτινους χιτώνες του, στον μαθητή του αββά Σεραπίωνα. Έπειτα, αφού τους κοίταξε κατάματα τους είπε: Ο Αντώνιος σας αποχαιρετά και φεύγει. Και με τα λόγια αυτά παρέδωσε την άγια ψυχή του στον Θεό. Τον έθαψαν κατά την επιθυμία του, σε άγνωστο μέρος. Ήταν 17 Ιανουαρίου 356/363 μ.Χ. Έζησε 105 χρόνια.
Τα Λείψανα του αγίου Αντωνίου ανακαλύφθηκαν στην Αιγυπτιακή έρημο, μετά από όραμα, το έτος 561 επί Ιουστινιανού και μεταφέρθηκαν στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Αλεξάνδρεια, απ’ όπου περί το 635, λόγω της προελάσεως των Αράβων, μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη.
Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, “ο ηρωικότερος των αγίων και ο αγιότερος των ηρώων”
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έκπληκτος από τον βίο, τους αγώνες και το μεγαλείο του Μεγάλου Αθανασίου εξεφώνησε τον πανηγυρικό στη μνήμη του το έτος 379 λέγοντας χαρακτηριστικά: ˝Αθανασίου επαινών, αρετήν επαινέσω˝» (Επαινώντας τον Αθανάσιον θα επαινέσω την αρετήν. Γιατί Αθανάσιος και αρετή είναι το ίδιο πράγμα. Όταν αναφέρομαι εις αυτόν επαινώ την αρετήν).
Λέγει πάλι ο Γρηγόριος: “Ο βίος του Αθανασίου κατέστη υπόδειγμα επισκόπου και η διδασκαλία του νόμος ορθοδοξίας, καθόσον ο μεν βίος του ήταν καθοδηγός της διδασκαλίας του, η δε διδασκαλία του ήταν επισφράγιση του βίου του”. (Εγκώμ. εις Αθανάσιον I -ΡG 103 420 Β).
Από τα 46 χρόνια της αρχιερατείας του τα 16 δαπανήθηκαν στις 5 εξορίες που υπέστη, οι οποίες βασίστηκαν σε ανήκουστες συκοφαντίες ότι ήταν φονιάς, μάγος, ανήθικος, φιλοχρήματος, συνωμότης κατά του Βασιλέως και της Πόλεως εμποδίζοντας την εξαγωγή σίτου από την Αλεξάνδρεια. Ο Αθανάσιος όμως, παρ’ όλες τις συκοφαντίες, τις σκευωρίες, τους κατατρεγμούς και τις εξορίες, έμεινε βράχος ακλόνητος, πιστός στις πεποιθήσεις του και στα πιστεύματά του και πρόθυμος να υποστεί τα πάντα χάριν αυτών.Στην τελευταία του εξορία όταν ο λαός άρχισε να θλίβεται επειδή καθυστερούσε η δικαίωσή του, τον παρηγόρησε με μία πρόταση που έμεινε στην Ιστορία.: “Νεφύδριον εστι και θάττον παραλεύσεται”… συνεφάκι είναι και γρήγορα θα περάσει. Εκοιμήθη 78 ετών στις 2 Μαΐου του 373.
1. Οι άνθρωποι λέγονται λογικοί καταχρηστικὰ. Δεν είναι λογικοί εκείνοι που έμαθαν τα λόγια και τα βιβλία των αρχαίων σοφών, αλλ᾿ όσοι έχουν λογική ψυχή και μπορούν να διακρίνουν ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό· και έτσι αποφεύγουν τα πονηρά και βλαβερά στη ψυχή, μελετούν όμως τα καλά και ψυχωφελή, και τα πράττουν με μεγάλη ευχαριστία προς το Θεό. Μόνο αυτοί πρέπει αληθινά να λέγονται λογικοί ἄνθρωποι.
2. Ο αληθινά λογικός άνθρωπος μια μόνο φροντίδα έχει, να υπακούει και να αρέσει στο Θεό των όλων.
3. Η εγκράτεια, η ανεξικακία, η σωφροσύνη, η καρτερία, η υπομονή και οι παρόμοιες μέγιστες και ενάρετες δυνάμεις μας δόθηκαν από το Θεό και είναι αντίθετες και αντιστέκονται και μας βοηθούν στις αντίστοιχες προς αυτές κακίες. Αν γυμνάζουμε αυτές τις δυνάμεις και τις έχουμε πάντοτε πρόχειρες, τότε νομίζουμε ότι δεν μας συμβαίνει πια τίποτε δύσκολο ή θλιβερό ή αβάσταχτο· γιατί σκεφτόμαστε ότι όλα είναι ανθρώπινα και τα νικούν οι αρετές που έχομε.
4. Δεν πρέπει κανένας να λέει ότι δεν είναι δυνατό να κατορθώσει ο άνθρωπος την ενάρετη ζωή, αλλά να λέει ότι αυτό δεν είναι εύκολο. Ούτε μπορούν να κατορθώσουν την αρετή οι τυχόντες. Την ενάρετη ζωή την πραγματοποιούν όσοι άνθρωποι είναι ευσεβείς και έχουν νου που αγαπά το Θεό. Γιατί ο νους των πολλών είναι κοσμικός και μεταβάλλεται· κάνει σκέψεις άλλοτε καλές, άλλοτε κακές· μεταβάλλεται στη φύση και γίνεται υλικότερος. Ο νους όμως που αγαπά το Θεό, τιμωρεί την κακία η οποία έρχεται εκούσια στους ανθρώπους από την αμέλειά τους.
5. Εκείνος που μπορεί να εξημερώσει τα ήθη των ανθρώπων και να τους κάνει να αγαπήσουν τους λόγους και την παιδεία, πρέπει να λέγεται ανθρωποποιός. Κατά τον ίδιο τρόπο και εκείνοι που μεταστρέφουν τους παραδομένους στις σαρκικές ηδονές προς την ενάρετη και θεάρεστη ζωή, πρέπει να λέγονται και αυτοί ανθρωποποιοί, επειδή ξαναπλάθουν τους ανθρώπους. Γιατί η πραότητα και η εγκράτεια είναι ευτυχία και δίνουν καλή ελπίδα στις ψυχές των ανθρώπων.
6. Ελεύθερους νόμιζε όχι όσους έτυχε να είναι ελεύθεροι, αλλά εκείνους που έχουν τη ζωή και τους τρόπους ελεύθερους. Δεν πρέπει πράγματι να ονομάζομε ελεύθερους τους άρχοντες που είναι πονηροί και ακόλαστοι, γιατί είναι δούλοι των παθών και της ύλης. Ελευθερία και ευτυχία της ψυχής είναι η πραγματική καθαρότητα και η καταφρόνηση των προσκαίρων.
7. Ο ενάρετος άνθρωπος δεν πρέπει να πουλά την ελεύθερη γνώμη του προσέχοντας πόσα χρήματα θα πάρει, και αν ακόμη είναι πολλά όσα του δίνουν. Γιατί τα πράγματα της ζωής αυτής είναι όμοια με όνειρο, και η φαντασία που προέρχεται από τον πλούτο και άγνωστο είναι που θα καταλήξει και λίγο καιρό μόνο κρατάει.
8. Το να γίνει κανείς αγαθός και σοφός ξαφνικά, είναι αδύνατο. Γίνεται ωστόσο με την κοπιαστική μελέτη, με τη συναναστροφή με ενάρετους ανθρώπους, με την πείρα, με τον καιρό, με την άσκηση και με την επιθυμία των καλών έργων. Ο αγαθός άνθρωπος που αγαπά το Θεό και Τον γνωρίζει αληθινά, δεν παύει να κάνει πλούσια όσα αρέσουν σ’ Αυτόν. Αλλά τέτοιοι άνθρωποι είναι σπάνιοι.
9. Όταν σου τύχει κανείς να φιλονικεί και πολεμά την αλήθεια και το προφανές, πάψε τη φιλονικεία και άφησέ τον, γιατί έχει απολιθωθεί η διάνοιά του.
10. Σ’ εκείνον που θέλει να σωθεί, δεν υπάρχει άλλο εμπόδιο εκτός από την αμέλεια και την οκνηρία της ψυχής.
11. Ο θάνατος, όταν κατανοηθεί από τους ανθρώπους, είναι αθανασία. Δεν τον κατανοούν όμως οι αμαθείς· γι’ αυτούς είναι θάνατος. Και οπωσδήποτε δεν πρέπει να φοβόμαστε το θάνατο, αλλά την απώλεια της ψυχής, που είναι άγνοια του Θεού. Αυτό είναι το φοβερό για την ψυχή.
12. Εκείνοι που γνωρίζουν το Θεό, γεμίζουν από κάθε καλή έννοια και επειδή επιθυμούν τα ουράνια, καταφρονούν τα βιοτικά. Αυτοί οι άνθρωποι ούτε αρέσουν στους πολλούς, ούτε και αυτοί αρέσκονται με τους πολλούς. Και γι’ αυτό όχι μόνο τους μισούν αλλά και τους περιγελούν οι πιο πολλοί ανόητοι.
13. Ο λογικός άνθρωπος πολεμείται διά μέσου των αισθήσεων από τα ψυχικά πάθη. Υποκύπτοντας μέσω των αισθήσεων (όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση, αφή) στα τέσσερα πάθη αιχμαλωτίζεται η άθλια ψυχή. Και είναι τα τέσσερα πάθη της ψυχής: κενοδοξία, χαρά, θυμός, δειλία. Όταν λοιπόν ο άνθρωπος με τη φρόνηση και την επανειλημμένη σκέψη σαν καλός στρατηγός γίνει κύριος των παθών και τα νικήσει, δεν πολεμείται πλέον από αυτά, αλλά έχει ειρήνη στην ψυχή του και στεφανώνεται από το Θεό ως νικητής.
(πηγή: ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ των Ιερών Νηπτικών, σ. 28 κ. εξ., τ. Α΄, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας)
...Ο αββάς Παύλος έφτασε στην ηλικία των εκατό και δεκατριών ετών.Τότε και ο Μέγας Αντώνιος ήταν ενενήντα χρόνων και πολλές φορές σκεπτόταν και απορούσε λέγοντας. Άραγε θα υπάρχη άλλος Μοναχός στην πιο βαθειά έρημο; Μια νύκτα ήλθε Άγγελος Κυρίου και του λέγει: Πήγαινε γρήγορα στο βάθος της ερήμου, να βρεις τον Αββά Παύλο, ο οποίος είναι πιο ενάρετος από σένα και θα λάβεις μεγάλη ωφέλεια από αυτόν. Όταν άκουσε αυτά δεν καθυστέρησε καθόλου, αλλά αφού περιφρόνησε την αδυναμία των γηρατειών, την μεγάλη οδοιπορία και όλα τα άλλα εμπόδια, ξεκίνησε το πρωί και περπατώντας όλη την ημέρα εκαίγετο από τον καφτερό ήλιο. Είχε όμως την ελπίδα στον Κύριο ότι θα του δείξει τον έμψυχο θησαυρό, και δεν σκεπτόταν καθόλου τις δυσκολίες του δρόμου.
Την τρίτη ημέρα είδε ένα λιοντάρι, που ανέβαινε βιαστικά σε ένα βουνό. Ο δε Όσιος γνωρίζοντας ότι ο Θεός τον άκουσε, ακολούθησε το θηρίο και έτσι έφθασε στο σπήλαιο. Τότε το μεν λιοντάρι μπήκε στο σπήλαιο, ο δε όσιος έμεινε απ’ έξω. Έτσι, αφού άφησε για την αγάπη κάθε δειλία και φόβο, ξεκίνησε γρήγορα να μπει μέσα σε αυτό και από την βιασύνη του σκόνταψε σε μια πέτρα και κτύπησε λίγο το πόδι του.
Ακούγοντας τον θόρυβο ο ευρισκόμενος μέσα στο σπήλαιο Όσιος Παύλος, έκλεισε την πόρτα, ο δε όσιος Αντώνιος τον παρακαλούσε από έξω λέγοντας: ”Σε παρακαλώ για τον Κύριο, Όσιε Πάτερ, άνοιξέ μου για να δω το σεβάσμιο πρόσωπο σου.” Ο δε Όσιος Παύλος, θέλοντας να τον δοκιμάσει δεν άνοιγε. Έτσι, επειδή δεν μπορούσε ο μακάριος Αντώνιος από τον κόπο της οδοιπορίας και το κτύπημα να στέκεται όρθιος, έπεσε με το πρόσωπο στην γη και έμεινε έτσι εξ ώρες να τον παρακαλεί.
Βλέποντας τον ήλιο να πλησιάζει την δύση του, παρακαλούσε πιο θερμά τον Όσιο να του ανοίξει την είσοδο. Ο δε Όσιος τον ρώτησε από μέσα ποιος ήταν, από που ήλθε και τι ζητούσε. Ο Αντώνιος του αποκρίθηκε λέγοντάς του την αλήθεια και πρόσθεσε: Άνθρωπε του Θεού, γνωρίζω πως δεν είμαι άξιος να σε δω και να συναντηθούμε, αλλά μάθε ότι δεν φεύγω από δω αν δεν απολαύσω την ποθούμενη μου θέα σου και τα γλυκύτατα σου λόγια. Γι’ αυτό περπάτησα ο γηραιός τόσο δρόμο ,και δεν λογάριασα τόση ταλαιπωρία, και βάσανα και τον φόβο των θηρίων, ω επώνυμε και μιμητά του Παύλου, τα άγρια θηρία φιλοξενείς και τον κατ’ εικόνα Θεού άνθρωπο, αν και αμαρτωλό και ανάξιο αποστρέφεσαι; …αλλά δεν φεύγω από εδώ έως να μου ανοίξεις , ακόμα και να πεθάνω έξω από την πόρτα σου, κι έτσι νεκρός να ελέγχω και να κατηγορώ αφώνως την ασπλαχνία σου. Αυτά έλεγε ο Αντώνιος κλαίγοντας.
Και απαντώντας του ο Παύλος “χαριέντως” του λέγει: Όποιος ζητεί δεν φοβερίζει κι όποιος κατηγορεί δεν δακρύζει. Και ανοίγοντάς του τον υποδέχεται εγκάρδια: “Καλώς ήρθες αδελφέ και συνεργάτα Αντώνιε”. Έτσι αφού κατασπάσθηκε ο ένας τον άλλο εν φιλήματι αγίω και αφού συνομιλούσαν με λόγια θεϊκά, αισθάνθηκαν μεγάλη πνευματική ευφροσύνη και αγαλλίαση. Έπειτα είπε ο Παύλος προς τον Αντώνιο: Τι ανάγκη είχες αδελφέ να κακοπαθήσεις τόσο να έλθεις έως εδώ , για να δεις έναν σαπρό και άχρηστο γέροντα ο οποίος πρόκειται σε λίγο να πεθάνει;…
Κι ενώ συνομιλούσαν οι Άγιοι, βλέπουν πάνω σε ένα κλαδί δένδρου, κόρακα να βαστάζει ένα ολόκληρο άρτο, ο οποίος αφού πέταξε από το δένδρο τοποθέτησε τον άρτο ανάμεσα τους. Ενώ θαύμαζε ο Όσιος Αντώνιος αυτό το παράδοξο του είπε ο Όσιος : Στα αλήθεια, αδελφέ Αντώνιε, πολύ φιλάνθρωπος και Ελεήμων είναι ο Κύριος χορηγώντας σπόρο σε αυτόν που σπέρνει και άρτο για τροφή. Εξήντα χρόνια είναι όπου μου φέρνει την τροφή ο κόρακας αυτός, όπως είδες και όχι ένα άρτο, αλλά το μισό και σήμερα για την παρουσία σου διπλασίασε ο αγαθός Τροφεύς και Δεσπότης την τροφή.
Ευχαρίστησαν τον Θεό και οι δυο και πήγαν στην πηγή να δειπνήσουν («παξιμαδήσουσι»). «Και φιλονικούντες ώραν πολλήν ως ταπεινόφρονες, συνερίζουνταν τις να κόψη τον άρτον, να ευλογήση την τράπεζαν, κι επροτίμα ένας τον άλλον τους»… «Τέλος, συμφώνως έλαβε πας ένας τον άρτον από το ένα μέρος.» Και τον έκοψαν μαζί εις το Όνομα του Κυρίου. …Αφού έφαγαν ο Όσιος, έκαναν αγρυπνία όλη την νύκτα, προσευχόμενοι και δοξολογούντες τον Κύριο, και το πρωί είπε ο Παύλος προς τον Αντώνιο. Είναι πολλές μέρες, όπου μου απεκάλυψε ο Κύριος μας, ότι κατοικείς σε αυτή την έρημο, και μου υποσχέθηκε ότι θα σε ιδώ προτού τελειώσει η ζωή μου. Τώρα λοιπόν κατά την υπόσχεση σε απέστειλε να ενταφιάσεις το σώμα μου.
Όταν άκουσε αυτά ο Μέγας Αντώνιος, έτρεχαν τα δάκρυα του σαν ποτάμι , κλαίοντας για τον χωρισμό και τον παρακαλούσε θερμά να κάνη δέηση προς τον Κύριο, για να πάει και αυτός στην συνοδεία του.
Σε παρακαλώ για την αγάπη μου, να μην βαρεθείς μέσα στους άλλους κόπους σου, αλλά να μου φέρεις τον μανδύα που σου έδωσε ο Επίσκοπος (Μέγας) Αθανάσιος, διότι έχω πολλή ευλάβεια να ενταφιάσεις με εκείνον το λείψανό μου.
Αυτό, βέβαια, το έλεγε ο Παύλος μόνον ως πρόφαση, ώστε να μην είναι παρών κατά την κοίμησή του ο Αντώνιος και λυπηθεί περισσότερο. Και ούτε είχε ανάγκη από το ιμάτιο κατά τον θάνατο. Θαυμάζοντας ο Αντώνιος το «προορατικόν πνεύμα» του Οσίου, τον ευλαβείτο ως Άγγελο και δακρύζοντας του φίλησε τα χέρια και τα μάτια. Και ζητώντας του συγχώρεση, έφυγε γρήγορα για το κελί του.
Αφού πήρε λίγη τροφή επήρε τον μανδύα που του είπε και έτρεχε γρήγορα προς αυτό που επιθυμούσε, διψώντας τον Παύλο, βλέποντας προς τον Παύλο, “τον οποίον είχεν τροφήν σώματος, πνοήν και αναψυχήν της ψυχής του”.. Προσπαθούσε όσο μπορούσε πιο γρήγορα να περπατήσει, επειδή φοβόταν μήπως και δεν τον φθάσει ζωντανό για να πάρει την ευλογία του.
Αφού περπάτησε όλη την πρώτη ημέρα και μέρος από την δεύτερη, είδε στο δρόμο με τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής του τάγματα, Αγγέλων, Προφητών και χορούς Αποστόλων, στρατεύματα Μαρτύρων και Όσιων και μαζί με αυτούς, την ψυχή του Παύλου να λάμπει περισσότερο από το χιόνι, την οποίαν πήγαιναν με πολλή χαρά στα ουράνια. Όταν είδε αυτά έπεσε με το πρόσωπο στην γη, και αφού έβαλε άμμο στο κεφάλι του, κτυπούσε το πρόσωπο του “οδυρόμενος”. Αφού έκλαψε πολλή ώρα, έτρεχε και αισθανόταν τόσο δύναμη στο σώμα του, σαν να ήταν νέος και ακόμη περισσότερο.
Όταν έφθασε στο σπήλαιο, βρήκε τον Όσιο γονατιστό και είχε προς τον ουρανό υψωμένα τα χέρια του και το πρόσωπο. Επειδή νόμισε λοιπόν ότι ήταν ακόμη ζωντανός και προσευχόταν, συμπροσευχόταν και αυτός πολλή ώρα και έβλεπε με προσοχή εάν κουνηθεί κάποιο μέλος του Αγίου ή αν στενάξει ή αν κάνη κάτι που κάνουν οι ζωντανοί, για να γνωρίσει την αλήθεια. Αφού πέρασε πολύ ώρα και καθόλου δεν κινήθηκε, κατάλαβε ότι τελείωσε προσευχόμενος. Τότε πήγε με πολλή ευλάβεια και αγκάλιασε εκείνο το σεβασμιότατο λείψανο και συνεχώς το ασπάζονταν, κλαίοντας επειδή δεν τον γνώρισε πολύ πιο μπροστά για να απολαύσει την συνομιλία του προς ψυχική του ωφέλεια.
Αφού τύλιξε αυτό με τον μανδύα, που έφερε, είπε τους συνήθεις ψαλμούς και όσα τροπάρια ήξευρε και θέλοντας να τον ενταφιάσει δεν ήξερε πως να σκάψει την γη επειδή δεν πήρε μαζί του κάποιο εργαλείο όταν αναχώρησε από το κελί του.
Στεκόταν λοιπόν στεναχωρημένος, σκεπτόμενος να μην φύγει “έως να του στείλη ο Κύριος εξ ύψους βοήθειαν”. Τότε βλέπει να έρχονται τρέχοντας προς αυτόν δύο “φοβερώτατοι” λέοντες από το βάθος της έρημου . Στην αρχή μεν φοβήθηκε σαν άνθρωπος. Αλλά στήριξε την καρδιά του προς τον Κύριο κι έμεινε χωρίς φόβο. Τα δε λιοντάρια αφού πλησίασαν πρώτα στον μακάριο Παύλο κουνούσαν τις ουρές τους και με τις γλώσσες τους, έγλειφαν τα πόδια του, σαν να ήταν ζωντανός. Έπειτα όταν κατάλαβαν ότι ο Άγιος είχε τελειώσει, μούγκρισαν πέφτοντας στα πόδια του με πολλή θλίψη σαν άνθρωποι. Ο δε Όσιος θαύμασε βλέποντας ότι και τα θηρία είχαν στεναχωρηθεί για την αναχώρηση του Παύλου. “Αφού δε επέρασεν ολίγον η λύπη τους, ηγέρθησαν” και έσκαψαν την γη με τα νύχια τους κάνοντας τάφο ίσα ακριβώς με το λείψανο, και έβγαλαν το χώμα με τα πόδια τους. Έπειτα πήγαν στον Αντώνιο σαν να του ζητούσαν ευλογία “δια τον μισθόν του κόπου τους”, κουνώντας τις ουρές τους και τα αυτιά τους και έβαλαν κάτω το κεφάλι τους και έκαναν και άλλα τέτοια σχήματα.
Ο δε Όσιος Αντώνιος αφού ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό αυτά προσευχήθηκε: «Κύριε ο Θεός που τα γνωρίζεις όλα, που χωρίς την εντολή Σου ούτε φύλλο από το δένδρο δεν πέφτει, ούτε πουλί στην γη δεν κατεβαίνει, Συ Κύριε, όπως γνωρίζεις, δώσε και τον μισθό στα θηρία αυτά».
Αυτά αφού είπε ο θείος Αντώνιος, έκανε με το χέρι του σημείο στα λιοντάρια για να αναχωρήσουν. Αυτά αφού πήγαν πάλι στο ιερό λείψανο του Παύλου και κατεσπάσθηκαν αυτό αναχώρησαν.
Ο δε Αντώνιος, βαστάζοντας το ιερό λείψανο το ενταφίασε το έτος 341, στις 15 Ιανουαρίου. Ο Άγιος Παύλος γεννήθηκε το έτος 227 στην Θηβαΐδα της Αιγύπτου, το δε έτος 250 έφυγε στην έρημο. Έζησε δε στο σπήλαιο 91 έτη, όλα δε τα χρόνια του ήσαν 114.
Περίμενε δε ο Μέγας Αντώνιος ακόμη μία ημέρα, για να δη εάν έλθει πάλι ο κόρακας με τον άρτο, αλλά δεν φάνηκε. Και αφού έγινε κληρονόμος της στολής του Οσίου Παύλου, επήρε εκείνο το ένδυμα των φοινίκων και επέστρεψε στο Μοναστήρι διηγούμενος στους Μοναχούς όλα τα προηγούμενα, την δε στολή του Οσίου Παύλου την είχε σε τόση μεγάλη τιμή και καύχημα, ώστε την φορούσε το Άγιον Πάσχα και τις άλλες μεγάλες εορτές.
(πηγή: Νέος Παράδεισος Αγαπίου Λάνδου μοναχού του Κρητός , σελ.359-364)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 14
Στίχ. 7-14. Διδασκαλία για την ταπεινοφροσύνη.
14.10 ἀλλ᾽ ὅταν κληθῇς πορευθεὶς ἀνάπεσε εἰς τὸν ἔσχατον τόπον,
ἵνα(1) ὅταν ἔλθῃ ὁ κεκληκώς σε ἐρεῖ σοι, Φίλε, προσανάβηθι ἀνώτερον·
τότε ἔσται σοι δόξα ἐνώπιον πάντων τῶν συνανακειμένων σοι.
10 Γι’ αυτό, όταν σε καλέσουν κάπου, πήγαινε και κάθισε στην τελευταία θέση,
ώστε όταν έρθει αυτός που σε κάλεσε, να σου πει: “φίλε μου,
έλα σε μια καλύτερη θέση”. Έτσι αυτό θα είναι μια τιμή για σένα
μπροστά στους συνδαιτυμόνες σου.
(1) Ίσως το ἵνα εδώ μπαίνει για να δηλώσει την έκβαση, για να φανερώσει
το αποτέλεσμα μάλλον παρά τον σκοπό (p). Ο Σωτήρας δηλαδή δεν εννοεί,
ότι πρέπει εμείς σκόπιμα να διαλέγουμε την τελευταία θέση,
για να μας ανεβάσουν σε υψηλότερη, αλλά θέλει να μας διδάξει,
ότι η αλαζονεία και αυθάδεια οδηγούν σε ταπείνωση και εξευτελισμό,
ενώ η αληθινή ταπεινοφροσύνη ουδέποτε εξευτελίζει αλλά πιο πολύ και τιμά (δ).
Δεν συνιστά εδώ ο Κύριος στον αλαζόνα να μιμηθεί την ταπεινοφροσύνη
για να τιμηθεί, ώστε να ικανοποιηθεί η φιλοπρωτία του (p).
«Επιμηκύνει τον λόγο, δείχνοντας και την ντροπή από την αυθάδεια
και την δόξα από την ευλάβεια, και από τις δύο μεριές προτρέπει σε μετριοφροσύνη» (Ζ).
Η οδός του να ανέβει κάποιος ψηλά είναι να αρχίσει από χαμηλά.
Ο Lightfoot παραθέτει παραβολή ενός από τους ραββίνους κάπως όμοια με την παρούσα:
«Είχαν κληθεί τρεις σε δείπνο. Ο ένας από αυτούς κάθισε πιο ψηλά λέγοντας:
Είμαι ηγεμόνας. Ο άλλος κάθισε κοντά του, προσθέτοντας: Και εγώ είμαι σοφός.
Ο τρίτος έπιασε την τελευταία θέση παρατηρώντας: Εγώ είμαι άσημος.
Ο βασιλιάς έβαλε τον ταπεινό να καθίσει στην υψηλότερη θέση,
και τοποθέτησε τον ηγεμόνα στην τελευταία».
14.11 ὅτι(1) πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται(2).
11 Γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι αυτός που ταπεινώνει
τον εαυτό του θα υψωθεί».
(1) «Προσθέτει και απόφθεγμα καθολικό για να βεβαιώσει τη συμβουλή» (Ζ).
Προσθέτει αξίωμα που επαναλήφθηκε πολλές φορές από αυτόν.
Δες Λουκ. ιη 14 και Ματθ. κγ 12 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Η ταπείνωση είναι το διαβατήριο με το οποίο μπαίνει
κάποιος στη βασιλεία των ουρανών (p). Και δεν σημειώνεται μεν πάντοτε
και απαρέγκλιτα η επαλήθευση αυτού του αξιώματος στη γη, παρατηρείται
όμως αυτή συχνότατα και η κοινή γνώμη βρίσκει τόση ικανοποίηση σε αυτήν
την επαλήθευση, ώστε το αξίωμα αυτό του Κυρίου μπήκε ως ρητό σε κοινή χρήση (L).
Εδώ ο Κύριος χρησιμοποιεί το αξίωμα αυτό για αποτροπή εκείνου το οποίο
αποκαλούμε ματαιότητα. Εκείνοι άλλωστε οι οποίοι επιζητούσαν τις
πρωτοκαθεδρίες στα δείπνα, ήταν από τους ανθρώπους εκείνους,
οι οποίοι είχαν πεποίθηση στον εαυτό τους και περιφρονούσαν τους άλλους.
Τα πάθη είναι παράσιτα στην θεία επικοινωνία
Γέροντα, όταν έχω εμπάθεια, μπορεί να δουλέψει η καρδιά μου στην προσευχή;
Πως να δουλέψει η καρδιά σου στην προσευχή, όταν μέσα σου έχεις πάθη;
Να, πάρε ένα σκουριασμένο καλώδιο και σύνδεσέ το με το τηλέφωνο.
Μπορείς να συνεννοηθείς; Βραχυκυκλώνεται, βουίζει. Και ο άνθρωπος,
όταν έχει μέσα του σκουριές, πάθη, έχει βραχυκυκλώματα στην πνευματική ζωή,
μόνος του βραχυκυκλώνεται. Χρειάζεται να προσέξει την υπερηφάνεια,
τον εγωισμό, το θέλημα, την αναίδεια. Γιατί, αν είναι κυριευμένος από αυτά,
δεν είναι δυνατόν να τον επισκεφθεί η Χάρις του Θεού, ώστε να μπορέσει
να προσευχηθεί. Πρέπει να καθαρίσει τα σκουριασμένα του «καλώδια»,
για να γίνει καλός αγωγός και να μπορεί να επικοινωνεί με τον Θεό.
Και όσο περισσότερο θα καθαρίζεται από τα πάθη, τόσο περισσότερο
θα προχωρεί στην προσευχή. Τα πάθη είναι παράσιτα που εμποδίζουν
την θεία επικοινωνία. αν δεν φύγουν τα παράσιτα, πώς θα μπορέσει
ο άνθρωπος να επικοινωνήσει με τον Θεό;
Στις Διαβιβάσεις, όταν κάποιος είχε παράσιτα, του λέγαμε:
«Σήματα σου "μηδέν", σήματα σου "ένα". Ελέγξατε και επαναλάβετε
ακατανόητο το σήμα σας». Από τα παράσιτα δεν ακουγόταν ο άλλος.
Έπρεπε τα σήματα να είναι πάνω από «τρία».
Τα σήματα «πέντε» ακούγονταν πολύ καλά, η επικοινωνία πήγαινε ρολόι.
Διαφορετικά, φώναζε φώναζε αλλά δεν ακουγόταν, γιατί δεν ήταν καλά δικτυωμένος.
Έπρεπε πρώτα να δικτυώσει τον πομπό με τον δέκτη του ασυρμάτου του
και μετά να δικτυωθεί στην ίδια συχνότητα με το Κέντρο.
Έτσι και για να δικτυωθούμε με τον Θεό, πρέπει να συντονίσουμε τον πομπό μας
στην αγάπη και τον δέκτη μας στην ταπείνωση, για να μας ακούει
ο Θεός και να Τον ακούμε, γιατί σ’ αυτήν την συχνότητα εργάζεται ο Θεός:
Αγάπη, Ταπείνωση. Ο άνθρωπος πρέπει να εργασθεί, όσο μπορεί,
ώστε να πιάσει την συχνότητα αυτή. Τότε θα έχει επαφή με τον Θεό και ο νους
του θα είναι συνέχεια στον Θεό. Εύχομαι να αποκτήσετε αυτήν την θεία επαφή.
Αμήν.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.33-34)
"Ο Γέροντας δεν κατέκρινε κανέναν για την ιδεολογία του"
Βασικό χαρακτηριστικό του ήταν το ότι δεχόταν τους πάντες.
Δεχόταν και τους αρνητές και τους άθεους.
Και γκουρού ακόμη δεχόταν, χωρίς να κατακρίνει κανέναν
για την ιδεολογία του. Σ' όλους, όμως, τόνιζε ότι η αλήθεια
βρίσκεται στο Χριστό και στην Ορθόδοξη πίστη.
Η αποδοχή αυτή, που ήταν από τα μεγάλα χαρακτηριστικά
του Γέροντος Πορφυρίου - το να δέχεται, δηλαδή, τους πάντες
και τα πάντα- ήταν απλούστατα
αντιγραφή του τρόπου του Θεού απέναντί μας,
προκειμένου να γίνουμε καλύτεροι,
να καθαρισθούμε και να προχωρήσουμε στη σωτηρία.
Αυτή ήταν η πρακτική του Γέροντος Πορφυρίου.
Δεν κατέκρινε, κατακτούσε, όμως, όλους. Είχε το χάρισμα να
μεταστρέφει τους ανθρώπους.
Θα σας αναφέρω τη χαρακτηριστική περίπτωση μιας Γαλλίδας καθηγήτριας,
η οποία, έχοντας πληροφορηθεί το διορατικό χάρισμα του Γέροντος Πορφυρίου,
θέλησε να τον δοκιμάσει. Η Γαλλίδα αυτή είχε πάει σ' ένα συνέδριο
με θέμα τους γκουρού, το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Ιαπωνία.
Πήγε, λοιπόν, στο Γέροντα, χωρίς να του πει ότι είχε πάρει μέρος
σ' αυτό το συνέδριο. Ο Γέρων Πορφύριος άφησε, όπως πάντα, τη συζήτηση
να κυλήσει ελεύθερα. Είπε ό,τι ήθελε να πει η Γαλλίδα καθηγήτρια και,
σε κάποιο σημείο της συνομιλίας, βρέθηκαν να μιλούν και για τους γκουρού.
Της λέει: "Σ' εκείνο το συνέδριο, που πήγατε πριν από λίγες ημέρες
και ήταν κάποιος κύριος δίπλα σας, δεν σας είπε τίποτε γι' αυτό το θέμα,
που με ρωτάτε τώρα; "Και της κατανόμασε τον κύριο αυτό,
ο οποίος είναι χριστιανός.
Η Γαλλίδα νόμισε ότι είχε πέσει κεραυνός επάνω της.
Διότι, όντως, μ' αυτόν τον άνθρωπο, τον οποίο της ανέφερε ο πατήρ Πορφύριος,
είχε μιλήσει για το θέμα, για το οποίο η ίδια υπέβαλε προηγουμένως
ερώτηση στο Γέροντα. Και τότε κατάλαβε ότι ο Γέρων Πορφύριος
ήταν ένας άνθρωπος φωτισμένος από τον Θεό.
[Ί 145π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως,
Μήλεσι, σελ. 234-236)
Εμπρησμός
η πορνεία
Να σβήσουμε την πυρκαγιά της πορνείας προτού να κυριεύση όλη την Εκκλησία.
Ε.Π.Ε. 30,100
Εμφάνισις
άσεμνη και στο ναό!
Τι κάνεις, άνθρωπε; Περιεργάζεσαι τα κάλλη των γυναικών και δεν φρίττεις που προβαίνεις σ’ αυτού του είδους τις αμαρτίες μέσα στο ναό; Για πορνείο την πέρασες την εκκλησία και χώρο ατιμότερο από την αγορά; Έξω μεν στο δρόμο φοβάσαι και ντρέπεσαι να περιεργάζεσαι μια γυναίκα, ενώ στο ναό του Θεού, την ώρα μάλιστα που σου μιλάει ο Θεός και σε απειλεί, πορνεύεις και μοιχεύεις.
Ε.Π.Ε. 11,800
ασελγής
Δεν έχετε σπίτια, για να κουβεντιάσετε; Πρέπει να κουβεντιάζετε στην εκκλησία και να εμποδίζετε και όσους στέκουν σεμνά και θέλουν ησυχία για την προσευχή; Η εκκλησία δεν είναι χώρος για κουβέντες, αλλά για διδασκαλία. Τώρα όμως σε τίποτε δεν διαφέρει από την αγορά. Για να μη πω και κάτι πιο τολμηρό, ότι δηλαδή, δεν διαφέρει η εκκλησία από το θέατρο. Οι γυναίκες στο ναό εμφανίζονται με πιο αισχρή εμφάνισι και από τις πορνευόμενες γυναίκες των θεάτρων.
Ε.Π.Ε. 18α,518
σκανδαλίζει
Λέει η γυναίκα: Τι φταίω εγώ, αν ο άλλος πονηρευθή; Μα εσύ δίνεις την αφορμή, με την εμφάνισί σου, με το βλέμμα σου, με τις κινήσεις σου. Γι’ αυτό και ο Παύλος έκανε πολύ λόγο για το ντύσιμο και τη ντροπή.
Ε.Π.Ε. 23,250
πορνική και μοιχική
Έχεις νυμφίο το Χριστό. Γιατί προσπαθείς ν’ αποσπάσης ανθρώπους εραστές; Τότε θα σε κρίνη για μοιχεία. Γιατί δεν στολίζεσαι τα στολίδια, που αρέσουν στο Χριστό, που αγαπά Εκείνος, δηλαδή, τη ντροπή, τη σωφροσύνη, την κοσμιό¬τητα, τη σεμνή ενδυμασία; Αυτή που τώρα έχεις, είναι πορνική και αισχρή. Δεν μπορούμε πια να ξεχωρίσουμε τις πόρνες απ’ τις παρθένες.
Ε.Π.Ε. 23,254
δείγμα εσωτερικής καταστάσεως
Και το ντύσιμο να είναι σεμνό. Διότι η καλή εξωτερική εμφάνισις είναι καθρέφτης της καταστάσεως, που επικρατεί στην ψυχή.
Ε.Π.Ε. 36,88-90
Εμφύλιος
εξ αίτιας της πίστεως
Είχε τότε ξεσπάσει παντού ένας εμφύλιος πόλεμος, που μάλιστα ήταν φοβερώτερος από κάθε άλλον εμφύλιο πόλεμο. Στον πόλεμο αυτό δεν συγκρούονταν μόνο πολίτες με πολίτες, αλλά και συγγενείς με συγγενείς και οικείοι με οικείους και φίλοι με φίλους. Τίποτε όμως από όλα αυτά δεν κατέλυσε την Εκκλησία, ούτε και την εξασθένισε. Και το πιο θαυμαστό βέβαια και παράδοξο είναι, ότι όλα αυτά συνέβησαν στην αρχή της ιδρύσεως της Εκκλησίας.
Ε.Π.Ε. 34,234
Έμφυτος
ξέρουμε το κακό και το καλό
Ολοφάνερη είναι μέσα μας η κακία, ώστε όλοι την κατηγορούν, ακόμα και όσοι την υπηρετούν. Και απ’ το άλλο μέρος, η αρετή από όλους θαυμάζεται, ακόμα και απ’ εκείνους που δεν προσπαθούν να την μιμηθούν. Έτσι, και ο πόρνος επαινεί τη σωφροσύνη, ο πλεονέκτης καταδικάζει την αδικία, ο οργίλος θαυμάζει την ανεξικακία, ο ακόλαστος μέμφεται την ακολασία. Πώς τότε, ρωτάνε, τα κάνει αυτά; Εξ’ αιτίας της ραθυμίας, αν και ξέρη πως δεν είναι καλό αυτό που κάνει. Διαφορετικά δεν θα ντρεπόταν για τις πράξεις του, ούτε θα αντιδρούσε όταν γι’ αυτές τον κατηγορούν οι άλλοι. Πολλοί όταν συνειδητοποιούν τι έκαναν, δεν αντέχουν τη ντροπή, και αυτοκτονούν. Τόσο μεγάλη είναι η μαρτυρία μέσα τους του καλού και του πρέποντος. Τόσο λαμπρότερα και από τον ήλιο λάμπουν τα καλά και φαίνονται απαίσια τα κακά.
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 200-201)