ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
412.Ερώτηση του ιδίου πρός τον ίδιο.
Εάν μου συμβεί να μακροθυμήσω σε κάτι και υψηλοφρονεί ο λογισμός, τι πρέπει τότε να σκέπτομαι;
Απόκριση: Σου είπα ήδη, ότι, εάν σου συμβεί να κάνεις οποιοδήποτε αγαθό, οφείλεις να γνωρίζεις ότι αυτή η δωρεά είναι του Θεού, προερχόμενη από την αγαθότητα του• διότι όλους τους ελεεί. Και πρόσεχε τον εαυτό σου, μήπως εξαιτίας της ασθενείας σου χάσεις το έλεος που σου παρέχει αυτός, πράγμα που γίνεται σε όλους τους αμαρτωλούς.
Εάν λοιπόν αυτός το έδωσε καλώς, εσύ να μη το χάσεις κακώς. Και ο τρόπος της απώλειας του πράγματος είναι αυτός• το να επαινέσεις τον εαυτό σου που μακροθύμησε και να ξεχάσεις το Θεό που σε ευεργέτησε. Και όχι μόνο αυτό, αλλά προξενείς και κατάκριση στον εαυτό σου, τολμώντας ν’ αποδώσεις αυτό στον εαυτό σου, ενώ μάλλον πρέπει να αναπέμπεις την ευχαριστία στον φιλάνθρωπο Θεό. Διότι ο Απόστολος λέγει• «τι έχεις λοιπόν που δεν το έλαβες; και εάν το έλαβες, γιατί καυχιέσαι σαν να μη το έλαβες;».
Λέγε λοιπόν στο λογισμό που σε επαινεί για οποιοδήποτε πράγμα, ότι αυτοί που πλέουν στη θάλασσα, κι αν ακόμα τους συμβεί να βρουν γαλήνη, βρίσκονται ακόμα στο πέλαγος και προσδοκούν την τρικυμία και τον κίνδυνο και το ναυάγιο, και καθόλου δεν τους ωφέλησε η πρός στιγμή γαλήνη. Διότι τότε και μόνο έχουν την ασφάλεια, όταν φθάσουν μέσα στο λιμάνι• πολλοί μάλιστα ναυάγησαν και σ’ αυτό ακόμα το στόμιο του.
Έτσι λοιπόν και ο αμαρτωλός, εφόσον βρίσκεται μέσα στον κόσμο, οφείλει να τρέμει πάντοτε το ναυάγιο. Να μη πλανηθείς λοιπόν ποτέ να πιστέψεις στο λογισμό που σε επαινεί για κάποιο καλό πράγμα• διότι το καλό είναι του Θεού και δεν μπορούμε να πάρουμε θάρρος ότι θα παραμένει μαζί μας εξ’ αιτίας της αμέλειας μας. Πώς λοιπόν θα τολμήσουμε να υψηλοφρονήσουμε;
(Βαρσανουφίου Έργα, ΕΠΕ, Φιλοκαλία, τομ. 18Β, σελ.325-327
ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΟΙ συμφώνησαν να θερίσουν εξήντα στρέμματα χωράφι. Την πρώτη ημέρα όμως που έπιασαν δουλειά έτυχε να αρρωστήσει ο ένας από τους τρεις και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στην σκήτη.
Οι άλλοι δύο που έμειναν είπαν μεταξύ τους:
- Δεν κάνουμε μια μικρή προσπάθεια να θερίσουμε κι εκείνο που αναλογεί στον αδελφό; Με την ευχή του θα το κατορθώσουμε.
Το είπαν και το έκαναν. Όταν τέλειωσε το θέρισμα, κάλεσαν τον αδελφό να πάρει τον μισθό του.
- Ποιό μισθό; έλεγε εκείνος. Αφού δεν πρόλαβα να θερίσω.
- Με την ευχή σου έγινε όπως πρέπει η δουλειά, του απαντούσαν οι δύο άλλοι. Έλα τώρα να πληρωθείς.
Επειδή εκείνος δεν δεχόταν να πάρει μισθό και οι άλλοι επέμεναν να του δώσουν, για να μην φιλονικούν, πήγαν σ’ έναν γείτονά τους Γέροντα να τους λύσει την διαφορά.
- Αββά, άρχισε πρώτος ο αδελφός που είχε αρρωστήσει, πήγαμε οι τρεις μας να θερίσουμε. Εγώ όμως, προτού πιάσω δρεπάνι στο χέρι, αρρώστησα και έφυγα. Οι αδελφοί εδώ με αναγκάζουν τώρα να πάρω μισθό, αν και δεν εργάστηκα. Το βρίσκεις δίκαιο αυτό;
- Αββά; επενέβησαν οι άλλοι, οι τρεις μαζί αναλάβαμε εξήντα στρέμματα χωράφι. Αν θερίζαμε όλοι, είναι απίθανο να τελειώναμε στην ορισμένη προθεσμία. Όμως, με την ευχή του αδελφού οι δύο μας το βγάλαμε εις πέρας πολύ πιο γρήγορα. Δεν είναι λοιπόν δίκαιο να πάρει τον μισθό του;
Ο Γέροντας θαύμασε την αγάπη των αδελφών εκείνων. Πήρε ευθύς το ξύλο κι έκρουσε για να μαζευτούν όλοι οι μοναχοί της σκήτης σε σύναξη.
- Ελάτε, Πατέρες και αδελφοί, να κάνουμε σήμερα μια δίκη, τους είπε, όταν συγκεντρώθηκαν, και διηγήθηκε την υπόθεση.
Το αποτέλεσμα ήταν να αναγκάσουν τον αδελφό να πάρει τον μισθό του. Εκείνος τον πήρε κλαίγοντας κι έλεγε διαρκώς πως την ημέρα εκείνη οι αδελφοί τον είχαν αδικήσει.
ΤΕΣΣΕΡΙΣ φίλοι συμφώνησαν να ασκητεύσουν. Οι τρεις ησύχαζαν κι ο τέταρτος ανέλαβε να τους υπηρετεί. Έδινε τα εργόχειρά τους στην αγορά του γειτονικού χωριού κι ανέβαζε στο ησυχαστήριο τα αναγκαία τρόφιμα.
Ύστερα από λίγα χρόνια πέθαναν οι δύο κι έμειναν μόνοι ο διακονητής κι ένας από τους Ησυχαστές. Κάποτε ο διακονητής, που ήταν και πιο νέος, εκεί στο χωριό που κατέβαινε, βρέθηκε σε πειρασμό κι έπεσε σε μεγάλη αμαρτία.
Κοντά στο ησυχαστήριο είχε στήσει την καλύβα του κι ένας Άγιος Ερημίτης, που είχε λάβει από τον Θεό διορατικό χάρισμα κι έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του εκείνα που δεν μπορεί να διακρίνει ο άνθρωπος με τα σωματικά του μάτια. Σ’ αυτόν τον άγιο άνθρωπο αποκαλύφθηκε πως οι δύο Ησυχαστές στον Ουρανό παρακαλούσαν τον Θεό να παραχωρήσει να φαγωθεί από άγριο θηρίο ο αδελφός που έπεσε, για να ξεπλύνει με το αίμα του την αμαρτία, μην χάσει τον Παράδεισο και χωριστούνε.
Καθώς λοιπόν επέστρεφε ο διακονητής από το χωριό, του επιτέθηκε ξαφνικά ένα άγριο λιοντάρι έτοιμο να τον κατασπαράξει. Ο άλλος αδελφός, που τον περίμενε επάνω στο ησυχαστήριο, είδε από μακριά τον κίνδυνο και κατατρομαγμένος έπεσε στα γόνατα και παρακαλούσε τον Θεό να γλυτώσει τον αδελφό του από τα δόντια του θηρίου.
Οι δύο στον Ουρανό, έβλεπε πάντα ο διορατικός Γέροντας, έλεγαν με θέρμη:
- Κύριε, κάνε έλεος να κατασπαραχθεί από το θηρίο, για να εξιλεωθεί.
- Κύριε, σώσε τον δούλο σου απο τα δόντια του θηρίου, φώναζε κάθιδρος από αγωνία κάτω ο Ησυχαστής.
Τότε έγινε κάτι απροσδόκητο: Ενώ το φοβερό αφρικανικό λιοντάρι είχε σχεδόν αρπάξει με τα μπροστινά του πόδια το θύμα του από τον λαιμό, έκανε ξαφνικά μεταβολή κι εξαφανίστηκε στην κοντινή ζούγκλα, σαν να το έδιωχνε ακατανίκητη δύναμη.
Και ο Άγιος Ερημίτης άκουσε φωνή να λέει στους δύο στον Ουρανό:
- Είναι δίκαιο να γίνει το αίτημα εκείνου που αγωνίζεται ακόμη με την σάρκα κάτω στην γη. Σε σας αρκεί η εδώ ανάπαυση και μακαριότητα.
Γεμάτος συντριβή και μετάνοια για την πτώση του, ύστερα μάλιστα από τέτοιο κίνδυνο που είδε με τα μάτια του, γύρισε στον αδελφό του ο διακονητής και αφού εξομολογήθηκε την αμαρτία του κλείστηκε στο κελί του και έκλαιγε μέχρι τέλους της ζωής του.
Ύστερα από μερικά χρόνια πέθαναν και οι δύο που είχαν απομείνει και είδε τους τέσσερις μαζί στον Ουρανό ο Άγιος Ερημίτης.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 15-17 )
- Γέροντα, ταλαιπωρούμαι από τα πάθη μου.
- Καταλαβαίνεις ότι υπάρχουν μέσα σου πάθη;
- Μερικές φορές το καταλαβαίνω.
- Αυτό είναι καλό· όταν ο άνθρωπος αναγνωρίζει ότι έχει πάθη, ταπεινώνεται, οπότε έρχεται η Χάρις του Θεού.
- Στενοχωριέμαι όμως που συνέχεια σφάλλω.
- Να χαίρεσαι που συνέχεια σφάλλεις, γιατί έχεις υπερηφάνεια και έτσι ταπεινώνεσαι. «Θεέ μου, αυτή είμαι, να λές. Βοήθησέ με. Αν δεν με βοηθήσεις Εσύ, τίποτε δεν μπορώ να κάνω». Μην απελπίζεσαι. Όταν σφάλλουμε, ξεσκεπάζεται ο πραγματικός εαυτός μας, τον γνωρίζουμε και προσπαθούμε να διορθωθούμε. Με αυτόν τον τρόπο προχωρούμε θετικά και δεν ζούμε με ψευδαισθήσεις ότι πάμε καλά. Εγώ χαίρομαι, όταν εκδηλώνεται μια αδυναμία μου, όταν ξεφυτρώνουν τα πάθη μου. Εάν δεν ξεφύτρωναν, θα νόμιζα ότι αγίασα, ενώ οι σπόροι των παθών θα ήταν κρυμμένοι στην καρδιά μου. Έτσι κι εσύ, όταν θυμώσεις ή πέσεις στην κατάκριση, θα στενοχωρηθεἰς φυσικά, γιατί έπεσες, αλλά πρέπει να χαρεἰς κιόλας, γιατί εκδηλώθηκε η αδυναμία σου, οπότε θα αγωνισθεἰς να απαλλαγεἰς από αυτήν.
- Γέροντα, όταν κάποιο πάθος μου δεν εκδηλώνεται για ένα διάστημα, σημαίνει ότι δεν υπάρχει πια μέσα μου;
- Αν υπάρχει μέσα σου ένα πάθος, κάποια στιγμή θα εκδηλωθεἰ. Γι’ αυτό, όταν ξέρεις ότι μέσα σου κρύβεται κάποιο πάθος, πρέπει να προσέχεις. Αν ξέρεις λ.χ. ότι κάπου έξω από το κελλί σου κρύβεται ένα φίδι, όταν βγαίνεις έξω, θα ρίχνεις καμιά ματιά προς τα εκεί και θα προσέχεις μήπως βγεἰ και σε τσιμπήσει. Επικίνδυνο δεν είναι, όταν ξέρεις ότι βρίσκεται εκεί το φίδι και έχεις τον νού σου πότε θα βγεἰ, για να το σκοτώσεις· επικίνδυνο είναι, όταν δεν ξέρεις ότι είναι εκεί και, ενώ περπατάς αμέριμνη, μπορεί να έρθει να σε τσιμπήσει. Θέλω να πώ, επικίνδυνο είναι, όταν ο άνθρωπος δεν παρακολουθεἰ τον εαυτό του και δεν γνωρίζει τα πάθη του. Όταν γνωρίζει τα πάθη του και κάνει τον σχετικό αγώνα, τότε και ο Χριστός τον βοηθάει για το ξερρίζωμά τους.
- Γέροντα, μήπως πρέπει να αγωνίζομαι χωρίς να ανησυχώ αν διορθώθηκα; Μήπως το να διορθωθώ ανήκει στον Θεό;
- Ναί, να αγωνίζεσαι και να τα αφήνεις όλα στον Θεό, αλλά να εξετάζεις και τον εαυτό σου, για να δεις που βρίσκεσαι, τί κάνεις. Βλέπεις, ο γιατρός πρώτα ψάχνει να βρει την αιτία από την οποία προέρχεται ο πυρετός και μετά τί φάρμακο να δώσει στον άρρωστο, για να ρίξει τον πυρετό. Από την στιγμή δηλαδή που ο άνθρωπος αρχίζει να βλέπει τα ελαττώματά του, πρέπει να μπεἰ μέσα του η καλή ανησυχία, για να αγωνισθεἰ να τα διορθώσει. Εγώ εξετάζω τον εαυτό μου και βλέπω ότι έχω αυτά και αυτά τα ελαττώματα. Κάνω τον αγώνα μου, και εξετάζω πάλι τον εαυτό μου: «Μέχρι χθές είχα αυτά και αυτά τα ελαττώματα. Έκοψα κανένα; Σ’ εκείνο που βρίσκομαι;». Και μετά λέω στον Θεό: «Θεέ μου, κάνω ό,τι μπορώ, αλλά βοήθησέ με Εσύ να διορθωθώ, γιατί μόνος μου δεν μπορώ».
- Γέροντα, μπορεί ένας άνθρωπος να μην έχει την δύναμη να δει τα πάθη του;
- Όταν ο άνθρωπος είναι ευαίσθητος, ο Θεός δεν επιτρέπει να γνωρίσει απότομα τα πάθη του. Γιατί τον ευαίσθητο τον πειράζει και ο διάβολος και τον ρίχνει στην απελπισία: «Γιατί να έχεις αυτό το πάθος; του λέει, και γιατί έκανες εκείνο; και πώς το άλλο; Άρα δεν θα σωθεἰς». Κι έτσι μπορεί να καταλήξει στο ψυχιατρείο.
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 26-28)
Κάποτε ο αββάς Αγάθων πήγαινε στη πόλη για να πουλήσει το εργόχειρό του και να προμηθευτεί λίγο ψωμί για τη συντήρησή του. Κοντά στην αγορά βρήκε έναν φτωχό και ανάπηρο γέρο.
-Για όνομα του Θεού, αββά, άρχισε τα παρακάλια ο γέρος μόλις είδε τον όσιο. Μη μ’αφήσεις κι εσύ αβοήθητο και τον δυστυχή! Πάρε με κοντά σου.
Ο αββάς Αγάθων τον έβαλε να καθίσει δίπλα του, εκεί που άπλωσε τα καλάθια του για να τα πουλήσει.
-Πόσα λεπτά πήρες, αββά; τον ρώτησε ο γέρος μόλις πούλησε το πρώτο καλάθι.
-Τόσα, του απάντησε ο όσιος
-Καλά είναι! Δεν μου αγοράζεις όμως μια μικρή πίττα; Έτσι για να δείς καλό. Έχω από χτες το βράδυ να φάω.
-Μετά χαράς, είπε ο όσιος και του εκπλήρωσε την επιθυμία.
Σε λίγο του ζήτησε φρούτα, ύστερα ένα γλυκό. Έτσι κάθε καλάθι που πουλούσε, ξόδευε χρήματα χάριν του φτωχού αναπήρου.
Έδωσε όλα τα καλάθια και όλα τα χρήματα χωρίς να του μείνει για τον εαυτό του τίποτε. Και το σπουδαιότερο είναι ότι το έκανε αυτό με μεγάλη προθυμία, ενώ ήξερε πως είχε να περάσει τώρα τουλάχιστον μία βδομάδα χωρίς ψωμί!
Αφού έδωσε και το τελευταίο του καλάθι, ετοιμάστηκε να φύγει από τη αγορά.
- Φεύγεις λοιπόν γέροντα; τον ρώτησε ο ανάπηρος.
- Ναι, τελείωσα τη δουλειά μου.
- Ε, τώρα θα κάνεις αγάπη να με πας ως το σταυροδρόμι κι από εκεί φεύγεις για την έρημο, είπε πάλι ο παράξενος γέρος.
Ο αγαθότατος Αγάθων τον φορτώθηκε στην πλάτη του και τον μετέφερε με πολύ δυσκολία, γιατί ήταν κατάκοπος απότην εργασία της ημέρας.
Όταν όμως έφτασαν στο σταυροδρόμι και ετοιμάστηκε να αφήσει κάτω το ζωντανό φορτίο του, άκουσε γλυκειά φωνή να του λέει:
- Ευλογημένος να είσαι, Αγάθων, από το Θεό και στη Γή και στον ουρανό.
Σήκωσε τα μάτια ο όσιος να δεί αυτόν που του μιλούσε. Ο γέρος είχε γίνει άφαντος! Ήταν άγγελος σταλμένος από το Θεό να δοκιμάσει την αγάπη του .
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι, τόμος Γ’, σελ. 18-20)
Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ.
Η ιστορία αναφέρει πολλές περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι αντιμετώπισαν το διωγμό και το μαρτύριο, συμμετέχοντας μαζί με τους άλλους στο ίδιο μαρτύριο, χωρίς να εναντιώνονται στους δήμιους. Έτσι μαρτύρησε η Αγία Σοφία, μια μάνα που στάθηκε δίπλα σε κάθε μια από τις τρεις θυγατέρες της, την Πίστη, την Ελπίδα και την Αγάπη, εμψυχώνοντάς τες να δεχτούν το μαρτυρικό θάνατο. Συναντάμε στην ιστορία και πολλές ακόμα παρόμοιες περιπτώσεις μαρτύρων, οι οποίοι βοηθούσαν και έδιναν θάρρος ο ένας στον άλλο, χωρίς ποτέ να στραφούν ενάντια στους βασανιστές τους.
Η μαρτυρική θέληση και το μαρτυρικό φρόνημα μπορούν να γίνουν φανερά με πολλά τέτοια παραδείγματα. Στο πρώτο παράδειγμα εκφράζεται το μαρτυρικό φρόνημα και θέλημα «καθεαυτό», στη βασική - θεμελιακή - εκδήλωσή του. Δηλαδή ένα φρόνημα και ένα θέλημα αγάπης, που δεν μπορούν να το νικήσουν ούτε τα παθήματα ούτε η αδικία.
Ένας νεαρός ιερέας φυλακίστηκε στις αρχές της Ρωσικής επαναστάσεως και αποφυλακίστηκε μετά από πολλά χρόνια, όταν πλέον είχε τσακίσει ψυχικά και σωματικά. Τότε τον ρώτησαν τι του είχε απομείνει στη ζωή. Και εκείνος απάντησε: «Δεν μου απόμεινε τίποτα απολύτως. Μου τα ’καψαν όλα. Μονάχα η αγάπη επέζησε». Ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να ισχυριστεί ότι αντιμετωπίζει σωστά το μαρτυρικό πόνο του. Συνεπώς, όποιος θέλει να μοιραστεί την τραγωδία του, πρέπει συγχρόνως να μοιραστεί απόλυτα και αυτή την ασάλευτη αγάπη του.
Έχουμε ένα άλλο παράδειγμα κάποιου που επέστρεψε από το Buchenwald. Αυτός, όταν τον ρώτησαν για τα όσα τράβηξε εκεί, είπε ότι τα παθήματά του δεν μπορούσαν καθόλου να συγκριθούν με τη θλίψη που ένιωθε μέσα του για κείνους τους αξιολύπητους νεαρούς Γερμανούς, οι οποίοι ήταν τόσο σκληροί. Και ότι αυτή η σκέψη, για την κατάντια των ψυχών τους, δεν τον άφηνε καθόλου να ησυχάσει. Δεν ανησυχούσε για τον εαυτό του, αν και είχε μείνει εκεί τέσσερα ολόκληρα χρόνια, ούτε για τους αμέτρητους ανθρώπους οι οποίοι υπέφεραν και πέθαιναν γύρω του. Αλλά ήταν ανήσυχος για την ψυχική κατάσταση των βασανιστών. Εκείνοι που υπέφεραν ήταν κοντά στο Χριστό, οι εγκληματίες όμως ήταν μακριά του!
Μια τρίτη περίπτωση είναι η προσευχή ενός Εβραίου, η οποία γράφτηκε όταν ήταν φυλακισμένος σ’ ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως:
«Ειρήνη να 'χουν όλοι όσοι έχουν διεστραμμένη θέληση! Ας δοθεί πια ένα τέλος στην εκδίκηση και σε κάθε απαίτηση για τιμωρία και ανταπόδοση... Τα εγκλήματα ξεπέρασαν κάθε όριο, κάθε μέτρο, που μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Οι μάρτυρες είναι τόσο πολλοί....
Όμως μη λογαριάσεις τα μαρτύριά τους στη ζυγαριά της δικαιοσύνης Σου, Κύριε. Μην καταλογίσεις τα παθήματά τους και μην τα επιρρίψεις στους ώμους των βασανιστών τους και έτσι απαιτήσεις απ’ αυτούς να δώσουν λόγο για όλα αυτά τα απάνθρωπα που διέπραξαν.
Ανταπόδωσε τους το κακό με έναν άλλο τρόπο. Δέξου σαν λύτρα το θάρρος, την ψυχική αλληλοενθάρρυνση, την ταπείνωση, την ευγενική αξιοπρέπεια, την επίμονη, σταθερή αγωνιστικότητα και την ανίκητη ελπίδα, το χαμόγελο που σφούγγιζε τα δάκρυα, την αγάπη, τις ρημαγμένες και συντριμμένες καρδιές, οι οποίες παρέμειναν σταθερές ακόμα και την ώρα που βρίσκονταν αντιμέτωποι κατά πρόσωπο με το θάνατο, ακόμα και τη στιγμή της έσχατης αδυναμίας τους... Και βάλ’τα σαν αντίβαρο στη ζυγαριά που βρίσκονται οι δήμιοι, οι καταδότες, οι προδότες και όλοι οι άνθρωποι που έχουν διεστραμμένη θέληση. Σου τα καταθέτουμε όλα αυτά, Κύριε, σαν λύτρα για την άφεση των αμαρτιών τους, ώστε να θριαμβεύσει έτσι η δικαιοσύνη Σου. Ας μη λογαριαστεί το κακό αλλά το καλό. Μακάρι να παραμείνουμε στη μνήμη των εχθρών μας όχι σαν θύματά τους, ούτε σαν εφιάλτες και στοιχειωμένα φαντάσματα, αλλά σαν βοηθοί στον αγώνα που θα κάνουν για να εξουδετερώσουν την παραφορά των εγκληματικών ενστίκτων τους. Δεν τους ζητάμε τίποτα άλλο.
Και όταν πια όλα θα τελειώσουν, αξίωσέ μας να ζούμε σαν άνθρωποι ανάμεσα σε ανθρώπους. Μακάρι να ξαναβασιλέψει η ειρήνη στη φτωχειά μας γη. Ειρήνη να ’χουν λοιπόν όλοι οι άνθρωποι και όσοι έχουν αγνή θέληση και όλοι οι άλλοι...».*
*Η προσευχή αυτή βρέθηκε στα αρχεία ενός Γερμανικού στρατοπέδου συγκεντρώσεως και δημοσιεύτηκε στο «Suddeutsche Zeitung».
(Ζωντανή Προσευχή. Antony Bloom, σελ. 28-29).
Η αναγκαιότητα της θείας μεταλήψεως
Κάποιος Αιγύπτιος, άνθρωπος άσωτος, ερωτεύθηκε μια γυναίκα παντρεμένη και σώφρονα.
Δεν μπορούσε όμως να τη δελεάσει διαφορετικά, γι’ αυτό κατέφυγε σ’ ένα μάγο.
Αφού τον πλήρωσε, του ζήτησε να κάνει με την τέχνη του τον άνδρα της να τη διώξει.
Ο μάγος προσπάθησε, αλλά επειδή δεν κατάφερε να στρέψει το λογισμό της γυναίκας,
την έκανε με τις μαγγανείες του να φαίνεται σαν φοράδα.
Ο άνδρας της άρχισε να κλαίει και να οδύρεται. Για τρεις μέρες η φοράδα δεν έβγαλε μιλιά ούτε κι έφαγε τίποτα.
Τελικά, της φόρεσε καπίστρι και την οδήγησε στον όσιο Μακάριο.
— Γιατί μας έφερες εδώ αυτή τη φοράδα; ρώτησαν ενοχλημένοι οι μοναχοί, που βρίσκονταν κοντά στο κελλί του οσίου.
— Για να ελεηθεί με την προσευχή του Αββά Μακαρίου, απάντησε εκείνος.
— Τι κακό έκανε;
— Αυτή που βλέπετε, εξήγησε εκείνος, ήταν γυναίκα μου, αλλά, δεν ξέρω πως, μεταβλήθηκε σε φοράδα. Έχει μάλιστα τρεις μέρες νηστική.
Οι μοναχοί πλησίασαν στον όσιο και του είπαν:
— Κάποιος άνθρωπος έφερε εδώ ένα άλογο.
— Εσείς είστε άλογα, αποκρίθηκε εκείνος, γιατί έχετε μάτια αλόγων. Εκείνη όμως είναι γυναίκα, όπως πλάστηκε.
Ύστερα ευλόγησε νερό, το έριξε στο κεφάλι της φοράδας και προσευχήθηκε γι’ αυτήν.
Έτσι την έκανε να φανεί σε όλους και πάλι γυναίκα. Κι αφού της έδωσε να φάει, την άφησε να φύγει μαζί με τον άνδρα της.
Καθώς όμως έφευγε, τη συμβούλεψε να μη λείπει ποτέ από την εκκλησία ούτε να μένει μακριά από τη θεία Κοινωνία.
“Αυτό”, της τόνισε, “το έπαθες, γιατί είχες πέντε εβδομάδες να μεταλάβεις τα άχραντα Μυστήρια”.
[40, 46]
(Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου, σελ. 14-15)
Οι Μασόνοι κάνουν κρυφό πόλεμο, γι’ αυτό είναι επικίνδυνοι
Συζητούσα μια μέρα με τον Γέροντα για τις αιρέσεις κι εκείνος μου διηγήθηκε:
«Μια φορά ήλθε σε μένα μια καλή κοπέλα, μορφωμένη, από καλό σπίτι και χριστιανή, πήγαινε μάλιστα και σε χριστιανική οργάνωση. Μου είπε ότι της προξενεύουν έναν πολύ καλό κύριο, σοβαρό, πλούσιο, μορφωμένο, μόνο που ήταν μασόνος. Με ρώτησε τι να κάνει. Της είπα να μην τον πάρει, αφού ήταν μασόνος. Άρχισε να μου λέει, ότι είναι πολύ καλός χαρακτήρας και γι’ αυτό θα μπορέσει να τον προσελκύσει στο Χριστό. Της είπα ότι δε θα μπορέσει να πετύχει τίποτε. Δε με άκουσε και τον παντρεύτηκε. Από τότε δεν ξαναήρθε για πολλά χρόνια. Ώσπου μια μέρα, έφθασε με τον άνδρα της και το παιδί της. Μπήκε μόνη της στο κελί μου. Τη ρώτησα, πώς τα περνάς; Μου είπε καλά. Κάθε πότε πηγαίνεις εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία; Περίπου κάθε χρόνο. Κάθε πότε πας στην Εκκλησία; Κάπου κάπου, αραιά. Τη ρώτησα και μερικά άλλα και πήρα ανάλογες απαντήσεις. Της λέω: Φώναξε τον άνδρα σου. Ήρθε ο άνδρας της με το παιδί τους. Είπα στον άνδρα της: Ξέρεις, η γυναίκα σου, πριν σε παντρευτεί, με βεβαίωσε ότι θα σε κάνει χριστιανό, αλλά βλέπω, ότι εσύ την έκανες μασόνα».
Γέροντα, ρώτησα, πώς πίστεψε αυτή η γυναίκα ότι θα κάνει το μασόνο χριστιανό, αφού η μασονία πολεμά ανοιχτά το χριστιανισμό; Μου απάντησε: «Όχι, αυτό τον πόλεμο τον κάνουν οι άλλοι. Οι μασόνοι κάνουν κρυφό πόλεμο, γι’ αυτό είναι επικίνδυνοι. Δε σου λένε μη κάνεις το σταυρό σου, μη πας στην Εκκλησία, στην εξομολόγηση. Σου λένε πήγαινε, αλλά έλα και σε μας. Σε επηρεάζουν σιγά σιγά, έτσι που να μην καταλάβεις ότι, από κάποια στιγμή και μετά, έπαψες στην πραγματικότητα να είσαι χριστιανός και έγινες μασόνος».
Ο Γέροντας γνώριζε, όχι μόνο το περιεχόμενο των αιρέσεων, αλλά και «τας μεθοδείας του διαβόλου», και εφιστούσε την προσοχή των χριστιανών, για να μην παγιδευτούν και ηττηθούν στον αγώνα τους «προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις». [Γ 272π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.250-251)
Ο αδιάκριτος ασκητής
Ένας αγωνιστής μοναχός πολεμήθηκε σκληρά από το δαιμόνιο της πορνείας. Στην φοβερή δυσκολία του επισκέφθηκε ένα γέροντα ασκητή και του ανεκοίνωσε τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες του.
Ο ασκητής όμως εκείνος δεν είχε προσωπική πείρα του αγώνος στην έκτασι και την μορφή που αντιμετώπιζε ο αδελφός. Αγανάκτησε και του είπε ότι ήταν ανάξιος να φέρη το αγγελικό σχήμα των μοναχών.
Εκείνος τότε απογοητεύθηκε για την κατάστασί του και αποφάσισε να εγκαταλείψη το ερημικό κελλί του και να επιστρέψη στον κόσμο.
Η θεία όμως πρόνοια δεν τον άφησε. Τον συνάντησε ο διακριτικώτατος και εμπειρότατος στις δαιμονικές επιθέσεις αββάς Απολλώς και βλέποντάς τον ταραγμένο και σκυθρωπό, τον ρώτησε φιλικά:
-Για που ξεκίνησες, αδελφέ μου, και γιατί είσαι τόσο λυπημένος;
Ντροπιασμένος εκείνος σιώπησε. Στην επιμονή όμως του αββά Απολλώ αναγκάσθηκε να ομολογήση:
-Απελπίσθηκα από τον εαυτό μου και επιστρέφω στον κόσμο.
Στην συνομιλία που ακολούθησε, του διηγήθηκε πως έφθασε στο σημείο αυτό. Ο διακριτικός αββάς τον συμβούλευσε:
-Μην παραξενεύεσαι για τους πειρασμούς που δοκίμασες, και μην απελπίζεσαι. Με βλέπεις κι εμένα κατάλευκο και γηρασμένο, και όμως υπερβολικά ταράζομαι από παρομοίους πειρασμούς. Μη θλίβεσαι λοιπόν εσύ που είσαι νεώτερος, για την σαρκική πύρωσι, η οποία σβήνει όχι τόσο με την ανθρώπινη προσπάθεια, όσο με την θεία βοήθεια.
Τελικά με την φωτισμένη παιδαγωγική του ο αββάς επέτυχε να τον πείσει να επιστρέψει στο κελί του. Θέλησε όμως να δώσει κι ένα μάθημα στον αδιάκριτο ασκητή. Στάθηκε έξω από το κελλί του και άρχισε να προσεύχεται:
- Κύριε, Εσύ που επιτρέπεις τους πειρασμούς το συμφέρον μας, σε παρακαλώ στείλε τον πειρασμό που δοκιμάζει ο νεώτερος αδελφός σ’ αυτόν εδώ τον γέροντα για να μάθει τώρα στην πράξι ό,τι δεν έμαθε σε τόσα χρόνια. Και για να διδαχθή ακόμη ότι πρέπει να συμπονά και να συμπάσχη με όσους υπομένουν πειρασμούς.
Μόλις τελείωσε την προσευχή αυτή, βλέπει έναν αράπη να στέκεται κοντά στο κελλί και να τοξεύη στον γέροντα βέλη πύρινα. Σε λίγο η πόρτα του κελλιού ανοίγει, βγαίνει ο ασκητής με αλλοιωμένα από την οδύνη χαρακτηριστικά και παίρνει το μονοπάτι για την πόλι! Το ίδιο μονοπάτι που προηγουμένως είχε πάρει ο νεώτερος αδελφός. Ο αββάς Απολλώς σπεύδει να τον σταματήση:
-Για που ξεκίνησες, γέροντά μου, και γιατί είσαι τόσο ταραγμένος;
Η ντροπή τώρα είναι μεγαλύτερη. Η σιωπή αδιαπέραστη. Ο αββάς δεν θέλησε να τον βασανίση περισσότερο. Γεμάτος αγάπη του έδωσε ένα μάθημα για να συμπεριφέρεται άλλοτε με συγκατάβασι και διάκρισι σε όσους δοκιμάζονται και υποφέρουν:
-Γύρισε στο κελλί σου και φρόντισε να γνωρίσης τον εαυτό σου και τα πάθη σου, να δης όλο το βάθος και το πλάτος των αδυναμιών σου. Ν’ ανηληφθής ακόμη ότι δεν μπόρεσες ούτε για λίγο να υποφέρης τους πειρασμούς του νεωτέρου αδελφού, και αναστατωμένος και τρομαγμένος ξεκίνησες για τον κόσμο. Σκέψου ότι σου δόθηκε η ευκαιρία να ενθαρρύνης τον μικρότερό σου, που πολεμήθηκε σκληρά, και συ τον απέλπισες. Eνώ εσύ τον ίδιο πειρασμό δεν υπέφερες, αγανάκτησες για τον αδελφό και τον έσπρωξες αδιάκριτα στην καταστροφή.
Η επέμβασις του Αββά Απολλώ έσωσε τον νεώτερο και ταυτόχρονα δίδαξε τον γέροντα ασκητή να φέρεται με σύνεσι και αγάπη στους δοκιμαζομένους αδελφούς.
(Φιλοκαλία Α’)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος πρώτος, σελ.21-23)
Η ανησυχία των νέων για την αποκατάσταση τους
-Γέροντα, η ανησυχία ενός νέου για την αποκατάσταση του οφείλεται σε απιστία;
-Όχι πάντοτε. Συχνά, οι νέοι που ενδιαφέρονται πώς να τακτοποιηθούν καλύτερα,
αλλά και να βρίσκωνται κοντά στον Θεό, ανησυχούν για την αποκατάσταση τους. Αυτό φανερώνει υγεία.
Το να μη σκέφτεται ένας νέος και να μην ανησυχή για την αποκατάσταση του, φανερώνει αδιάφορο άνθρωπο, και επόμενο είναι ο αδιάφορος να είναι και ανεπρόκοπος.
Μόνο χρειάζεται να προσέξουν αυτή η ανησυχία να μην ξεπερνάη τα όρια, γιατί ο διάβολος προσπαθεί να την διαστρέψη,
να την κάνη αγωνία και να κρατά τον νού τους σε διαρκή σύγχυση.
Οι νέοι πρέπει να εμπιστεύωνται τον εαυτό τους στον Θεό, για να ειρηνεύουν, γιατί ο Καλός Θεός σαν στοργικός Πατέρας
ενεργεί εκεί όπου εμείς ανθρωπίνως δεν μπορούμε να ενεργήσουμε.
Δεν χρειάζεται να βιάζωνται και να παίρνουν ανώριμες αποφάσεις για την ζωή που θα ακολουθήσουν.
Γνωρίζω παιδιά που αγωνιούν πολύ και προσπαθούν να λύσουν όλα τα προβλήματα συγχρόνως.
Τελικά μπερδεύονται και αφήνουν τις σπουδές τους. Ενώ έχουν λ.χ. να τελειώσουν το πανεπιστήμιο, ανησυχούν υπερβολικά για την αποκατάσταση τους,
οπότε καθυστερούν και στις σπουδές τους και ύστερα μπλέκονται χειρότερα.
Δεν γίνονται όλα μαζί, ούτε λύνονται έτσι τα προβλήματα. Για να βοηθηθούν, πρέπει να κάνουν ένα καλό ξεκαθάρισμα μέσα τους
και να βάλουν τα πράγματα σε μια σειρά. Να φροντίσουν πρώτα να πάρουν το πτυχίο τους, ύστερα για την δουλειά τους - τα αγόρια να τελειώσουν και το στρατιωτικό - και στην συνέχεια,
ώριμα πλέον και με την βοήθεια του Θεού, ή να κάνουν μια καλή οικογένεια, αν έχουν αποφασίσει την έγγαμη ζωή, ή να πάνε στο μοναστήρι που θα διαλέξουν,
αν έχουν αποφασίσει τον Μοναχισμό.
Γι’ αυτό λέω στους νέους που σπουδάζουν και έχουν τέτοιες ανησυχίες, εφόσον δεν έχει ωριμάσει μέσα τους τί θα κάνουν στην ζωή τους,
να συνεχίσουν τις σπουδές τους, και εκείνο που θα ωριμάση μέσα τους αργότερα και θα τους αναπαύη, αυτό να κάνουν.
Αν υπάρχη καλή διάθεση, βοηθάει ο Θεός και σιγά-σιγά θα ξεκαθαρίσουν ποιά ζωή είναι γι’ αυτούς,
η έγγαμη ή η άγαμη σε μοναστήρι, και θα νιώσουν ανάπαυση.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 21-22)
Η αγάπη προς το Θεό
Μια άλλη μέρα ερωτά το Γέροντα πώς πρέπει να είναι η αγάπη μας πρός το Θεό και μου λέει:
"Η αγάπη μας πρός το Θεό, παιδί μου, πρέπει να είναι πάρα πολύ μεγάλη και χωρίς να υπάρχει καμία διάσπαση σε άλλα πράγματα.
Σου φέρνω σαν παράδειγμα το εξής: Ο άνθρωπος μοιάζει να έχει εντός του μία μπαταρία με ορισμένη ενέργεια.
Όταν αυτή την ενέργεια την ξοδεύει σε άλλα διάφορα πράγματα εκτός της αγάπης προς τον Θεό, η ενέργεια που απομένει μέσα του γι' Αυτόν είναι ελαχίστη και ίσως πολλές φορές μηδαμινη.
Όταν όμως διαθέτουμε όλη μας την ενέργεια προς τον Θεό, τότε η αγάπη μας είναι μεγάλη προς Αυτόν.
Σου λέω και τούτο το άλλο.
Ήταν μία φορά μία κοπέλα που είχε ερωτευτεί πάρα πολύ ένα νέο, που τον έλεγαν Νίκο.
Αυτή που λές, σηκωνόταν κάθε νύχτα και κρυφά από τους δικούς της, πηδούσε το παράθυρό της καί πήγαινε ξυπόλητη
μέσα απ' τα χωράφια που υπήρχαν αγκάθια για να συναντήσει τον αγαπημένο της ματώνοντας τα πόδια της.
Όταν επίσης γύριζε στο σπίτι της και καθόταν μέσα, πάντοτε ο Νίκος της ήταν εδώ, και μου έδειχνε το μέτωπο του.
Ό,τι δουλειές και να έκανε, ο Νίκος της εδώ, και μου ξαναέδειχνε το μέτωπο του.
Έτσι πρέπει και σύ, παιδί μου, να δίνεις όλη σου τη δύναμη στο Θεό και ο νούς σου να είναι πάντα σ' Αυτόν, γιατί έτσι Του αρέσει".
[ Τζ 108 ]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως Μήλεσι, σελ. 42)