ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Του Αββά Ιωάννη του Πέρση
α'. Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες για τον Αββά Ιωάννη τον Πέρση, ότι ήταν τόσο χαριτωμένος από τον Θεό, ώστε έφθασε σε πολύ μεγάλη ακακία. Και αυτός έμενε στην Αραβία της Αιγύπτου. Δανείστηκε κάποτε από αδελφό ένα χρυσό νόμισμα και αγόρασε λινάρια για να εργασθή. Και έρχεται ένας αδελφός, παρακαλώντας τον και λέγοντας: «Χάρισέ μου, Αββά, λίγα λινάρια, να πλέξω ρούχο για τον εαυτό μου». Και του έδωσε μετά χαράς. Πάλι, άλλος έρχεται, παρακαλώντας και αυτός: «Δός μου λίγα λινάρια, να φτιάξω ποδιά για τον εαυτό μου». Και του έδωσε και αυτού όμοια. Αλλά και άλλοι του ζήτησαν και τους έδινε πρόθυμα και μετά χαράς. Ύστερα έρχεται ο κύριος του νομίσματος, θέλοντάς το. Του λέγει ο γέρων: «Πηγαίνω να σου το φέρω». Και μη έχοντας από που να επιστρέψη το δάνειο, σηκώθηκε να πάη στον Αββά Ιάκωβο της διακονίας, για να τον παρακαλέση να του δώση το νόμισμα και να το επιστρέψη στον αδελφό. Πηγαίνοντας δε, βρήκε χρυσό νόμισμα κατά γης, αλλά δεν το άγγιξε. Και κάνοντας προσευχή, γύρισε στο κελλί του. Και ήλθε ο αδελφός πάλι, ενοχλώντας τον για το νόμισμα. Και του λέγει ο γέρων: «Εγώ πάντως φροντίζω». Και φεύγοντας πάλι, βρήκε το νόμισμα κατά γης, εκεί οπού ήταν και την άλλη φορά. Και κάνοντας πάλι προσευχή, γύρισε στο κελλί του. Και να, έρχεται και τώρα ο αδελφός, οπού τον ενωχλούσε. Και του λέγει ο γέρων:  Αυτή τη φορά, θα σου το φέρω». Σηκώνεται λοιπόν πάλι και περνά από εκείνο τον τόπο, οπού βρήκε ξανά το φλουρί, στη θέση του. Κάνοντας δε προσευχή, το πήρε. Και ήλθε στον Αββά Ιάκωβο και του λέγει: «Αββά, καθώς ερχόμουν εδώ, βρήκα στον δρόμο αυτό το νόμισμα. Κάμε μου λοιπόν τη χάρη και κήρυξε στην περιοχή, μήπως τινάς το έχασε. Και αν βρεθή ο κάτοχός του, δος το του». Πήγε λοιπόν ο γέρων και επί τρεις μέρες κήρυξε. Και κάνεις δεν βρέθηκε οπού να είχε το νόμισμα. Τότε λέγει ο γέρων στον Αββά Ιάκωβο: «Αφού λοιπόν κανείς δεν το έχασε, δος το σ’ εκείνον τον αδελφό. Γιατί του χρωστώ. Και καθώς ερχόμουν να πάρω από σένα αγάπη, το βρήκα». Και θαύμασε ο γέρων, πώς, ενώ χρωστούσε και το βρήκε, δεν το πήρε ευθύς να το δώση.  Αλλά και τούτο ήταν σ’ αυτόν το θαυμαστό, ότι, αν ερχόταν κανείς να του δανειστή τίποτε, δεν το έδινε από μόνος του, αλλά έλεγε στον αδελφό: «Πήγαινε, σήκωσε μόνος σου ό,τι χρειάζεσαι». Και αν του έφερνε το δάνειο, του έλεγε: Άσε το πάλι στη θέση του». Και αν δεν του το γύριζε πίσω, τίποτε δεν του έλεγε.
β Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη τον Πέρση, ότι, σαν εμφανίσθηκαν στο κελλί του μερικοί κακοποιοί, έφερε μπροστά τους λεκάνη και τους ζητούσε επίμονα να τους πλύνη τα πόδια. Και εκείνοι, νοιώθοντας ντροπή, άρχισαν να μετανοούν.
γ'. Είπε κάποιος στον Αββά Ιωάννη τον Πέρση: «Τόσο κόπο κάμαμε για τη βασιλεία των ουρανών. Άρα πρόκειται να την κληρονομήσουμε;». Και είπε ο γέρων: Εγώ πιστεύω ότι θα κληρονομήσω την άνω Ιερουσαλήμ, την απογραμμένη στους ουρανούς. Γιατί αξιόπιστος είναι Αυτός οπού υποσχέθηκε. Και γιατί να απιστήσω; Φιλόξενος σαν τον Αβραάμ έγινα, πράος σαν τον Μωυσή, άγιος σαν τον Ααρών, υπομονετικός σαν τον Ιώβ, ταπεινόφρων σαν τον Δαυίδ, ερημίτης σαν τον Τίμιο Πρόδρομο, πενθικός σαν τον Ιερεμία, διδάσκαλος σαν τον Παύλο, πιστός σαν τον Πέτρο , σοφός σαν τον Σολομώντα. Και πιστεύω σαν τον ληστή, ότι Εκείνος οπού μου τα χάρισε αυτά από τη δική του αγαθότητα, και τη βασιλεία θα μου παράσχη».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

Ο γότθος Τζαλλάς 

Υπήρχε κάποιος γότθος ονομαζόμενος Τζαλλάς, που ανήκε στην άθεη κακοδοξία των Αρειανών. Αυτός ο άνθρωπος, στα χρόνια του βασιλιά των γότθων Τοτίλα έπνεε μένεα κατά των σπουδαίων ανδρών της Εκκλησίας. Έτσι, όταν τύχαινε και συναντούσε κάποιον κληρικό ή μοναχό, ευθύς έπεφτε πάνω του και τον σκότωνε με το σπαθί του.
Μια μέρα συνάντησε κάποιο χωρικό κι άρχισε να τον βασανίζη σκληρά. Ο φτωχός άνθρωπος, μη υποφέροντας τα βασανιστήρια κι ενώ ο βάρβαρος και ωμότατος Τζαλλάς του ζητούσε χρήματα για να τον αφήση, του είπε, πως τα είχε εμπιστευθή στον όσιο Βενέδικτο.
Τότε ο Τζαλλάς σταμάτησε να τον βασανίζη, του έδεσε με λουριά σφιχτά τα χέρια στα πλευρά κι άρχισε, έχοντας τον μπροστά στο άλογο του, να τον σπρώχνη για να τον πάη στον άγιο.
Έτσι, με δεμένα χέρια, ο χωρικός ωδήγησε τον αλαζόνα Τζαλλά στο μοναστήρι του οσίου. Εκεί βρήκαν τον μακάριο καθισμένο μπροστά στο κελλί του να διαβάζη. Γύρισε λοιπόν ο χωρικός στον Τζαλλά που ακολουθούσε, και του λέει:
- Αυτός είναι ο Βενέδικτος, που σου είπα.
Ο γότθος κοίταξε με άγριο μάτι τον άγιο και πιστεύοντας πως μόνο με το παρουσιαστικό του θα τον φόβιζε, του φώναξε:
- Σήκω αμέσως και δώσε πίσω τα χρήματα αυτού του χωριάτη.
Τότε εκείνος σήκωσε τα μάτια από το διάβασμα και κοίταξε μια τον άγριο γότθο και μια τον χωρικό που στεκόταν μπροστά του δεμένος. Και ω του θαύματος! Μόλις έπεσε η θεοφώτιστη ματιά του στον τελευταίο, ευθύς τα λουριά λύθηκαν.
Βλέποντας ο Τζαλλάς λυμένο τον χωρικό έτσι ξαφνικά, τον έπιασε τρόμος και φόβος, έπεσε κατάχαμα και σκύβοντας τον υπερήφανο τράχηλο του στα τίμια πόδια του οσίου ζήτησε την ευχή του.
Ο άγιος δεν σηκώθηκε καθόλου από το διάβασμα, αλλά κάλεσε τους αδελφούς και τους πρόσταξε να τον ωδηγήσουν μέσα και να του βάλουν να φάη. Κι εκείνος, έχοντας ανανήψει, δέχθηκε τη νουθεσία του οσίου και έφυγε από το μοναστήρι, χωρίς πλέον να ζητήση τίποτε από τον χωρικό, που ο άνθρωπος του Θεού όχι με τα χέρια, αλλά με τη ματιά του μόνο έλυσε.

(Βίος οσίου Βενεδίκτου)

(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ.126-128)

1,17. «και αυτός έστι προ πάντων, και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε». 

Αυτός είναι: «έλεγον ουν αυτώ· συ τις ει; και είπεν αυτοίς ο Ιησούς· την αρχήν ό,τι και λαλώ υμίν» (Ιω. 8,25) ή καλύτερα, Αυτός είναι η αρχή σε κάθε αρχή και ο Ίδιος η Άναρχος Αρχή. Γι’ αυτό και είναι ο «πρωτότοκος πάσης κτίσεως».
Η αρχή, η προαρχή, η πρώτη αρχή κάθε δημιουργήματος είναι σε Αυτόν και από Αυτόν. «και το παν» είναι σε Αυτόν και υπάρχει διαμέσου Αυτού. Ότι ζει και υπάρχει, ζει και υπάρχει με τις δικές του ζωοδοτικές δυνάμεις και το κάθε τι περιβάλλεται απ’ Αυτόν!
Όμως το κάθε τι έξω από Αυτόν είναι «μη ον». Αυτή η λογική πανενότητα δύσκολα μπορεί να γίνει αισθητή στον άνθρωπο, που η ψυχή του είναι διαρρηγμένη από την αμαρτία. Γι’ αυτό και ο Θεός Λόγος «καθίσταται» άνθρωπος, για να απελευθερώσει τον άνθρωπο, από την - διαρρηγνύουσα τα πάντα - αμαρτία και να τον ικανώσει να κατανοήσει βιωματικά αυτή την πανενότητα.
«Ένεκα τούτου» ίδρυσε και την Εκκλησία, που είναι το σώμα του το Θεανθρώπινο.
Και οι άνθρωποι (πιστοί), μέλη στο δικό του Θεανθρώπινο σώμα, αισθάνονται και διαβιώνουν την έλλογη πανενότητα των δημιουργημάτων, κατά το μέτρο της αγιότητάς τους και της ενχριστοποίησής τους. Αυτό οι πιο άγιοι το αισθάνονται πιο δυνατά και πιο άγια και συνειδητά το διαβιώνουν.

(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σ. 37-38)

«Να μη γίνεσθε υψηλόφρονες αλλά να συναναστρέφεστε τους ταπεινούς». 

                                                                                       (Ρωμ. ιβ' 16)

 

«Πραγματικά, τίποτα δεν είναι ισχυρότερο από την ταπεινοφροσύνη,

τίποτα δεν την νικάει. Και αν συμβή στον ταπεινό άνθρωπο κάτι λυπηρό,

αμέσως τα βάζει με τον εαυτό του, αμέσως κατακρίνει τον εαυτό του,

δηλαδή ότι του αξίζουν όσα συμβαίνουν. Δεν ανέχεται να κατακρίνει κανέναν,

δεν ανέχεται να φορτώνει σε άλλον την αιτία· κι έτσι ξεπερνάει τα λυπηρά

χωρίς να ταραχθεί, χωρίς να θλιβεί και αναπαύεται τέλεια».

 

(Αγίου Δωροθέου, Ασκητικά, Λόγος Β', Περί ταπεινοφροσύνης, σ. 117)

10. Ποιά είναι η σχέση των πηγών της θείας αποκαλύψεως προς την αυθεντία της Εκκλησίας;

     Όπως είπαμε στα προηγούμενα, το περιεχόμενο της θείας αποκαλύψεως έχει αποθησαυρισθεί στις δύο πήγες της, την αγία Γραφή και την ιερά Παράδοση. Όμως, για να μπορέσει η θεία αλήθεια να επιτελέσει το σωτήριο προορισμό της πρέπει να υπάρχει κάποιο μέσο δια του οποίου θα φθάσει στις ψυχές των ανθρώπων αθόλωτη και διαυγής, όπως πρωτοβγήκε από το στόμα του Κυρίου και των Αποστόλων. Το μέσο αυτό πρέπει να είναι αυθεντικό και αλάθητο και αυτό φυσικά δεν είναι οι άνθρωποι «οι πλανώντες και πλανώμενοι». Κατά την ορθόδοξη πίστη, προς την οποία συμφωνεί και η Ρωμαιοκαθολική, το κριτήριο αυτό είναι η Εκκλησία, στην οποία διαιωνίζεται ιστορικά ο Χριστός και το Πνεύμα του Θεού τη διακρατεί και την εμψυχώνει, οδηγώντας την «εις πάσαν την αλήθειαν».
Η Γραφή και η Παράδοση, λαμβανόμενες καθ’ εαυτές, είναι σχήματα ασαφή και αόριστα, ασπόνδυλα, θα λέγαμε, και χωρίς εξωτερικό συνεκτικό δεσμό. Έτσι η μεν ερμηνεία της Γραφής δεν μπορεί να επιχειρηθεί απ’ ευθείας χωρίς αυθεντική εκκλησιαστική χειραγώγηση, δεδομένης της ασάφειας που παρατηρείται σε ορισμένα σημεία της διδασκαλίας της. Στην απροϋπόθετη αυτή ερμηνεία οφείλονται, οι τόσες παρερμηνείες της και οι κακοδοξίες όλων των αιρέσεων, οι οποίες, χωρίς εξαίρεση στηρίζουν τα διδάγματά τους στην αγία Γραφή. Αλλά και η Παράδοση έχει ανάγκη αυθεντικού κριτηρίου για τη γνησιότητά της, αν λάβουμε υπόψη ότι οι όποιες διδασκαλίες και γνώμες των ανθρώπων δεν μπορούν από μόνες τους να διατηρηθούν αλώβητες στην ανέλιξη του χρόνου και της ιστορίας.
     Το αυθεντικό κριτικό αυτό έργο ενασκεί η Εκκλησία είτε δια των ιεραρχών της στις κατά τόπους Εκκλησίες διδάσκουσα τη σωτηριώδη αλήθεια, είτε δια του συνόλου των αρχιερέων της σε συνόδους οικουμενικές διατυπώνουσα επίσημα και πανηγυρικά τη θεία αλήθεια, κυρίως σε όσες περιπτώσεις απειλούν αυτήν η κακοδοξία και η πλάνη. Το έργο αυτό της Εκκλησίας φαίνεται κατεξοχήν στην αυθεντική διατύπωση του δόγματος του ομοουσίου στη σύνοδο της Νίκαιας (325) και των δύο φύσεων του Χριστού σε μια υπόσταση στη σύνοδο της Χαλκηδόνος (451), δόγματα υπάρχοντα φυσικά συνεπτυγμένως στη θεία Γραφή και την ιερά Παράδοση. Στην οικουμενική σύνοδο η ομοφωνία των ιεραρχών δεν είναι μαθηματική, αλλ΄ ηθική. Όταν ορισμένοι επιφανείς Ιεράρχες αποφαίνονται για κάποιο ζήτημα δογματικό, οι δε λοιποί δεν αντιλέγουν, αυτό σημαίνει ότι η διατυπούμενη διδασκαλία είναι αυθεντική και αλάθητη. Η διδασκαλία αυτή καταχωρίζεται στους όρους των οικουμενικών συνόδων, ενώ η υπόλοιπη, που δεν κυρώθηκε από συνόδους οικουμενικές, είναι απαθησαυρισμένη στα πολυειδή γραπτά μνημεία της ιεράς Παραδόσεως.
     Κάτω από το πνεύμα αυτό η Εκκλησία νοείται ως μία ευρύτερη παράδοση, στην οποία εμπεριέχονται η αγία Γραφή και η Ιερά παράδοση με τη στενή της έννοια. Τα δυο αυτά η Εκκλησία περιβάλλει και καθορίζει με την αυθεντία και το κύρος της, προστατεύοντάς τα από κάθε κακόβουλη παράσταση και επιβουλή. Μόνο με την παρουσία της εκκλησιαστικής αυθεντίας διακρατείται ολόκληρο το οικοδόμημα του Χριστιανισμού, διασφαλίζεται η ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος και πετυχαίνεται η υψηλή αποστολή του χριστιανισμού, ως λυτρωτικής εξ αποκαλύψεως θείας θρησκείας.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 20-22)

5. Ποια είναι η σχέση της Παλαιάς προς την Καινή Διαθήκη;

     Στην Παλαιά Διαθήκη καταγράφτηκε η φανέρωση του Θεού στο μεταπτωτικό άνθρωπο με επίκεντρο το Ισραήλ, τον περιούσιο λαό του Θεού. Σ’ αυτήν υπάρχει αποθησαυρισμένη η αλήθεια του Θεού στο Νόμο, το προφητικό κήρυγμα και την άλλη παιδαγωγία του Θεού, προσαρμοσμένη βέβαια στην πνευματική και ηθική κατάσταση των ανθρώπων της εποχής, όπου απουσίαζε στο πλήρωμά της η λυτρωτική χάρη που θα λειτουργούσε τέλεια στον κόσμο δια της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού.
     Είναι φανερό οτι η Π. Διαθήκη, ως τύπος και προέκθεση της αλήθειας και ως στάδιο προπαρασκευής της πλήρους αποκαλύψεως εν Χριστώ Ιησού, πρέπει να μελετάται και να κρίνεται πάντοτε με κέντρο και στάθμη την Καινή Διαθήκη. Από την άποψη αυτή όχι μόνο συμβάλλει στην ορθή κατανόηση της Κ. Διαθήκης, αλλ΄ αποβαίνει και εικόνα πιστή των παιδαγωγικών του Θεού βουλών, ο τύπος και η προέκθεση των αιώνιων αγαθών.


6. Ποια έννοια έχει η διάκριση των βιβλίων της αγίας Γραφής σε κανονικά και αναγιγνωσκόμενα;

     Κανονικά βιβλία της αγίας Γραφής είναι εκείνα που γράφτηκαν με την επιστασία του Αγίου Πνεύματος. Είναι βιβλία θεόπνευστα, στα οποία έχει καταχωρηθεί αλαθήτως ο λυτρωτικός λόγος του Θεού. Όπως είπαμε, τα βιβλία αυτά αποτελούν το πρώτο σκέλος των πηγών της θείας αποκαλύψεως, η ανάγνωση των οποίων είναι απαραίτητη για την πνευματική πρόοδο των πιστών και τη σωτηρία τους. Είναι δε αυτά τα γνωστά 49 βιβλία της Π. Διαθήκης και τα 27 της Καινής, δηλαδή συνολικά 76, τα οποία απαρτίζουν τον επίσημο Κανόνα της αγίας Γραφής.
Αναγινωσκόμενα είναι σειρά βιβλίων των οποίων η κανονικότητα αμφισβητείται. Είναι δε αυτά δεκα: ‘Εσδρας Α', Τωβίτ, ’Ιουδίθ, Σοφία Σολομώντος, Σοφία Σειράχ, Βαρούχ, ’Επιστολή Ίερεμίου, και τα τρία βιβλία των Μακκαβαίων. Στη Δυτική Εκκλησία η κανονικότητα των βιβλίων αυτών γίνεται αποδεκτή, αντίθετα δε απορρίπτεται από τους Διαμαρτυρομένους. Στην ’Ορθόδοξη Εκκλησία, ελλειπούσης αυθεντικής συνοδικής κυρώσεως, παρατηρείται διακύμανση απόψεων, άλλων δεχομένων την κανονικότητα αυτών και άλλων όχι. Ο Μέγας Αθανάσιος τα χαρακτηρίζει ως αναγινωσκόμενα και τα διαστέλλει από τα κανονικά. Οι δε τοπικές σύνοδοι εν Ιερουσαλήμ, Ιασίω και Κωνσταντινουπόλει, αναγνωρίζουν την κανονικότητά τους, ελέγχοντας μάλιστα τον Κύριλλο Λούκαρι ο οποίος δεν τα περιέλαβε στα κανονικά. Αντίθετα η σύνοδος της Κων/πολεως (1672) παρατηρεί ότι τα βιβλία αυτά είναι «καλά και ενάρετα», ενώ ο Κριτόπουλος στην απολογία του λέγει περί αυτών: «Πολλά ηθικά πλείστου επαίνου άξια εμπεριέχεται τούτοις· ως κανονικά δε και αυθεντικά ουδέποτε απεδέξατο η του Χριστού Εκκλησία, ως μαρτυρούσι πολλοί μεν και άλλοι, μάλιστα δε ο τε Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο άγιος Άμφιλόχιος και τελευταίος ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός». Η αυτή, τέλος, διακύμανση και διαφωνία παρατηρείται και μεταξύ ορθοδόξων θεολόγων.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 14-16)

3. Ποιά είναι η έννοια της θεοπνευστίας της αγίας Γραφής;

     Γενικά, ότι τα ιερά βιβλία της γράφτηκαν κατ’ έμπνευση του Αγίου Πνεύματος. Οι ιεροί συγγραφείς είναι όργανα κινούμενα από το Πνεύμα του Θεού εις αποκάλυψη θείων πραγμάτων. Η άποψη των αρχαίων Μοντανιστών, ότι οι συγγραφείς κατά την ώρα της εμπνεύσεως πέφτουν σε έκσταση, μένοντας άβουλα όργανα στα χέρια του Θεού, αποδοκιμάστηκε από τους αρχαίους θεολόγους της Εκκλησίας. Ούτε είναι σωστή η θεωρία η αναπτυχθείσα από τους χρόνους της μεταρρυθμίσεως, ότι η θεοπνευστία είναι η «κατά λέξιν έμπνευσις» των θείων αληθειών. Αν ήταν έτσι, δεν εξηγούνται ορισμένα πράγματα, συγκεκριμένα ο προσωπικός περί την έκθεση χαρακτήρας των ιερών συγγραφέων, ο οποίος δεν είναι ομοιόμορφος, η διαφορά στην έκθεση των αυτών πραγμάτων, αλλ΄ ούτε και οι μεταφράσεις της αγίας Γραφής, οι οποίες δεν θα έπρεπε να γίνονται ως βεβηλώσεις του ιερού λόγου. Αλλά και η άλλη θεωρία κατά την οποία η θεοπνευστία περιορίζεται μόνο στη δογματική και ηθική διδασκαλία, σε ό,τι δηλαδή αφορά στη σωτηρία, ενώ στα υπόλοιπα ιστορικά μέρη της Γραφής υπάρχει απλή μόνο επιστασία του Αγίου Πνεύματος, είναι άκρως επισφαλής, δεδομένου ότι ελλείπει το κριτήριο διακρίσεως και καθορισμού της καθαυτό θεοπνευστίας από της απλής επιστασίας, ελλοχεύει δε πάντοτε ο κίνδυνος ορθολογιστικής εκδοχής της αγίας Γραφής.
     Το καλύτερο είναι να περιοριστούμε στη γενικότητα, ότι το Πνεύμα του Θεού είναι το λαλούν στις άγιες Γραφές και ότι δεν υπάρχουν σ’ αυτές αντιφάσεις και πλάνες. Θα μου πείτε: Δεν υπάρχουν αντιφάσεις στην αγία Γραφή; Διαφορές περί την έκθεση βεβαίως υπάρχουν, όχι όμως και αντιφάσεις. Αν δε κάπου παρατηρούνται διαφωνίες, αυτές δεν είναι ουσιαστικές αλλ΄ επιφανειακές, οφειλόμενες σε σφάλματα αντιγραφής των χειρογράφων, στις μεταφράσεις και στη δική μας περιορισμένη νοητική αντίληψη.


4. Η αγία Γραφή είναι αυτάρκης κώδικας της θείας αλήθειας;

     Όχι, δεν είναι. Παρότι είναι ο γραπτός λόγος του Θεού, όμως δεν περιλαμβάνει στο πλήρωμά της την αποκαλυφθείσα θεία αλήθεια. Πρωτίστως δεν ήταν τέτοιος ο σκοπός της. Στις σελίδες της δεν καταγράφτηκε σκόπιμα και συστηματικά ολόκληρη η δογματική αλήθεια της πίστεως. Γράφτηκε περιστασιακά, για να καλύψει τις κηρυκτικές ανάγκες των Αποστόλων και άλλων κηρύκων του λόγου του Θεού και ν’ αντιμετωπίσει διάφορα διδακτικά και ποιμαντικά προβλήματα των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων, την επίλυση των οποίων, λόγω των αποστάσεων, δεν μπορούσαν ευχερώς να πραγματοποιήσουν δια ζώσης οι κήρυκες του λόγου. Άλλωστε πολλές αλήθειες της πίστεως (ο αριθμός επτά των μυστηρίων, ο νηπιοβαπτισμός, το δόγμα περί των αγίων και των ιερών εικόνων και λειψάνων κ.ά.) δεν απαντούν στην αγία Γραφή και για να τα δούμε πρέπει ν’ ανατρέξουμε στην ιερά Παράδοση της Εκκλησίας. Εκτός τούτων η διδασκαλία της Γραφής δεν ήταν πάντοτε διαυγής και ευκρινής, αλλ΄ εκφέρεται ενίοτε αινιγματικά και συνεσκιασμένα, ώστε για να την ερμηνεύσουμε ορθώς πρέπει να καταφύγουμε στην ερμηνευτική παράδοση της Εκκλησίας.
Εντούτοις αυτά κατά τίποτε δε μειώνουν το κύρος και τη θεοπνευστία της αγίας Γραφής, η οποία ως αυθεντική έκφραση του λόγου του Θεού σε καμιά περίπτωση δεν παύει να είναι η κύρια πηγή της πίστεως και της σωτηρίας μας.


(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 14-16)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ A

ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

1. Τί είναι η θεία αποκάλυψη;

Λέγοντας αποκάλυψη δε πρέπει να πηγαίνει το μυαλό μας στην Αποκάλυψη, το προφητικό βιβλίο της Κ. Διαθήκης που έγραψε ο ευαγγελιστής Ιωάννης στην Πάτμο, στο οποίο καταγράφονται όσα του αποκάλυψε ο Θεός για τη μελλοντική εξέλιξη της Εκκλησίας και την ιστορία γενικότερα του κόσμου.
Λέγοντας εδώ αποκάλυψη εννοούμε όσα φανέρωσε ο Θεός στον κόσμο στο πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του, με σκοπό να οδηγήσει τον άνθρωπο στην αληθινή θεογνωσία, να του φανερώσει την αλήθεια και το πραγματικό νόημα της ζωής και της ευτυχίας του κοντά στο δημιουργό του. Η θεία αποκάλυψη στο πρόσωπο του Χριστού ήταν μια βαθιά ανάγκη και από μέρους του Θεού και από μέρους του ανθρώπου, την οποία προκάλεσε η αταξία του πρώτου ανθρώπου, που ελεύθερα απομακρύνθηκε από τον πλάστη του, έπεσε στη φθορά της αμαρτίας και τη δυνάστευση του διαβόλου και κινδύνευε να χαθεί μέσα στην άβυσσο της κακοδαιμονίας και της αλογιστίας του, βαδίζοντας τυφλά στα σκοτάδια της ειδωλικής πλάνης του. Ο Θεός «όφειλε» να σώσει το πλάσμα του, το δε πλάσμα έπρεπε να λυτρωθεί από την αθλιότητα του υπαρξιακού του δράματος. Την επιτακτική αυτή ανάγκη, το χάσμα που έσταζε πίκρα στην ψυχή του παραβάτη, κάλυψε ο ίδιος ο Θεός δια της ενανθρωπήσεώς του, φανερώνοντας στον πεσμένο άνθρωπο το μέγεθος της αποστασίας του, αυτό που έχασε με την παρακοή του, οδηγώντας τον πίσω στην αλήθεια και τη χαρά της υπάρξεώς του.


2. Ποιες είναι οι πηγές της θείας αποκαλύψεως;

Η αγία Γραφή και η ιερά παράδοση. Η αγία Γραφή είναι ο γραπτός λόγος του Θεού. Διακρίνεται στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Η Παλαιά αποτελείται από 49 βιβλία και η Καινή από 27. Τα βιβλία της αγίας Γραφής είναι θεόπνευστα, δηλαδή, σ’ αυτά πνέει η αλήθεια του Θεού. Η αγία Γραφή σε κανένα βιβλίο της δεν ψεύδεται. Είναι αλάθητη, στο μέτρο που αλάθητο είναι το Πνεύμα του Θεού, το οποίο πνέει μέσα από τις σελίδες της. Δεν είναι σαν τα βιβλία των ανθρώπων, στα οποία η αλήθεια είναι ανακατεμένη με το ψέμα. Το κύρος της αγίας Γραφής είναι αιώνιο και ακατάλυτο. Η ανάγνωσή της είναι αναγκαία προς σωτηρία.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 13-14)

1. “Υπάρχει Θεός;”
Το περί Θεού ερώτημα ανεβαίνει αυθόρμητα στην συνείδηση κάθε ανθρώπου ο οποίος ως σκεπτόμενο πρόσωπο, δεν μπορεί να νοήσει εαυτόν και να συλλάβει το νόημα του κόσμου έξω και ανεξάρτητα από την ιδέα του Θεού. Αισθάνεται ότι δεν είναι ον αυθύπαρκτο· ότι είναι πλάσμα πίσω από το οποίο υπάρχει ποιητική αρχή, από την οποία εξαρτάται και πρός την οποία αναφέρεται. Στη βάση αυτή θεμελιώνεται η θρησκευτικότητα του λογικού όντος που σημαίνει ελεύθερη πνευματική σχέση και εξάρτηση από το δημιουργό του.
Το περί Θεού ερώτημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό, ανάλογο με τη σημαντικότητα της έννοιας του Θεού, που αποτελεί το αντικείμενο αναφοράς του. Είναι ερώτημα καίριο, που θέτει μόνον ο λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος. Η άλογη κτήση δεν έχει τέτοιου είδους ευαισθησίες και δεν διατυπώνει παρόμοια ερωτήματα· δεν έχει ανάλογους προβληματισμούς. Μόνον ο άνθρωπος ερωτά, γιατί είναι η “λογική εικόνα” του Θεού. Στο περί υπάρξεως του Θεού ερώτημα ανάγεται ο άνθρωπος και από έναν άλλο, όχι λιγότερο σημαντικό, λόγο, από το γεγονός ότι ο Θεός είναι κεκρυμμένος και αθέατος1. Δεν μπορείς να τον συναντήσεις και να τον δεις, να λάβεις εμπειρική αίσθηση της παρουσίας του. Είναι Θεός “σιωπών” και απόκοσμος και, παρόλον ότι κυβερνά τον κόσμο, όμως δεν μπορείς να κατανοήσεις την ενέργειά του αυτή, η οποία είναι άκρως αινιγματική στο φτωχικό μυαλό μας, σε σημείο που, βλέποντας τόση ακαταστασία, τόση κακότητα και τόση φυσική και ηθική αθλιότητα στον κόσμο, να αναρωτιέται κανείς αν πράγματι υπάρχει ο Θεός και προνοεί αληθινά για τα πλάσματα του.
Όπως γίνεται αντιληπτό, το ζήτημα της υπάρξεως του Θεού είναι ζήτημα καθαρά πίστεως. Το ιερό σύμβολο της Πίστεως ρητά ομολογεί “πιστεύω εις ένα Θεόν”. Ο άνθρωπος, ο λογικά σκεπτόμενος, έχει τη δυνατότητα να δεχθεί ή να μη δεχθεί την ύπαρξη του Θεού. Με αφετηρία τη σκέψη αυτή, το περί Θεού ερώτημα φέρεται να έχει δευτερεύουσα σημασία. Γιατί, αν πιστεύεις αληθινά στο Θεό, το ερώτημα δεν έχει κανένα νόημα. Αν πάλι δεν πιστεύεις, για ποιο λόγο ρωτάς;
(Ανδρέου Θεοδώρου, Απαντήσεις σε Ερωτήματα Δογματικά, Αποστολική Διακονία, σελ. 11-12)

Εμείς οι άνθρωποι είμαστε πλάσματα που αγαπάμε τη συνήθεια. Η καθημερινότητα μας είναι γεμάτη από πράγματα που συνηθίζουμε να κάνουμε. Είναι μια ρουτίνα που μας γεμίζει ασφάλεια. Πολλές φορές βέβαια μας κουράζει αλλά και πάλι δύσκολα θα ξεβολευόμασταν. Σπάνια θα συναντήσουμε κάποιον που θα μας πει ότι δεν του αρέσει να κάνει κάποια πράγματα επαναληπτικά κάθε μέρα. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση της υπερβολής του ψυχαναγκασμού όπου αν κάτι πάει στραβά και δεν γίνουν τα πράγματα όπως τα έχουμε συνηθίσει αρρωσταίνουμε. Πέρα όμως από τις εξωτερικές συνήθειες υπάρχει και μια συνήθεια εσωτερική, πολύ ύπουλη, ανθεκτική και βλαπτική που στέκεται εμπόδιο στην προσπάθεια μας να αλλάξουμε. Πρόκειται για την παγιωμένη αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας, για τον τρόπο που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τον εαυτό μας, να φερόμαστε, να σκεφτόμαστε και να αντιδράμε στα ερεθίσματα.
Έχουμε μπει δηλαδή σε μια νόρμα και λειτουργούμε με συγκεκριμένους τρόπους που μπορεί και να μην είναι πάντα και οι πιο αποτελεσματικοί και θετικοί για εμάς. Όταν όμως εισερχόμαστε στην πνευματική ζωή συνειδητοποιούμε ότι πρέπει να αλλάξουμε τρόπο σκέψης, τον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας και τους άλλους και να δούμε τη ζωή μέσα από άλλα μάτια… τα μάτια του Θεού. Να συνηθίσουμε δηλαδή σε μια νέα κοσμοθεωρία. Πόσο δύσκολο είναι αυτό αν σκεφτούμε και τα λόγια του αποστόλου Παύλου στην προς Ρωμαίους επιστολή ( ζ,17) «Τώρα όμως που είμαι κυριευμένος από την αμαρτία, δεν εκτελώ πλέον εγώ το κακό αλλά η αμαρτία η οποία σαν άλλος τύραννος κατοικεί μέσα μου». Όταν η αμαρτία έχει γίνει η δεύτερη φύση μας τότε τα πράγματα φαντάζουν χωρίς επιστροφή. Η δύναμη της συνήθειας απειλητική, αγέρωχη, τρομακτική δεν μας επιτρέπει να κάνουμε βήμα. Και τότε τί γίνεται; Είμαστε σε αδιέξοδο; Όχι, φυσικά! Τότε καλούμε Αυτόν που βγήκε ζωντανός από τον Τάφο Του, Αυτόν που έκανε τον τυφλό να ξαναδεί, τον ανάπηρο να περπατήσει, τον μουγγό να μιλήσει και που ελευθέρωσε το δαιμονισμένο από τα δαιμόνια. Αυτόν δηλαδή που νίκησε την αμαρτία και το διάβολο, Αυτόν που κατήργησε τη φθορά και το θάνατο! Καλούμε Αυτόν που τίποτα δεν μπορεί να Του σταθεί εμπόδιο. Αυτό που φαίνεται σε εμάς ακατόρθωτο για το Χριστό αρκεί ένα νεύμα για να το αλλάξει.
Αν θέλουμε πραγματικά να αλλάξουμε συνήθειες ας πάρουμε από το χέρι το Χριστό για να μας μάθει τις νέες συνήθειες της ζωής μας. Αυτές που θέλει Εκείνος να έχουμε… να συνηθίσουμε δηλαδή να τηρούμε τις εντολές Του, να Τον εμπιστευόμαστε, να Τον ποθούμε, να Τον επικαλούμαστε και να Τον αγαπάμε. Και τότε θα ανακαλύψουμε πως υπάρχει μια δύναμη ασύγκριτα μεγαλύτερη από τη δύναμη της συνήθειας… η δύναμη του Χριστού!(Α.Κ.Β)

katafigioti

lifecoaching