Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης (19/10/1829 – 20/12/1908)
Ο Ιβάν Ίλιτς Σέρκιεφ γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1829 στη Σούρα, μικρό χωριό στην επαρχία του Αρχαγγέλου, στο Ρωσικό Άπω Βορρά, από γονείς φτωχούς. Ο πατέρας του ήταν νεωκόρος και του εμφύσησε την αγάπη για την Εκκλησία, τις Ακολουθίες και την προσευχή· τον δίδαξε επίσης να μη ζητά καταφύγιο και παρηγοριά για τις δοκιμασίες του παρά μόνον στον Θεό.
Στο σχολείο, ο μικρός Ιβάν δυσκολευόταν πολύ να μάθει γράμματα· ο Θεός όμως άκουσε τις παρακλήσεις του και εν μια νυκτή τον απάλλαξε από την νωθρότητα του πνεύματος. Ο Ιωάννης έγινε τόσο λαμπρός μαθητής ώστε κέρδισε υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή της Αγίας Πετρούπολης. Ως σπουδαστής, ενδιαφερόταν για όλες τις επιστήμες, μελετούσε πολύ, αλλά αναζητούσε πάνω απ’ όλα την προσευχή και την δοξολογία του Κυρίου σε μοναχικούς περιπάτους στη φύση.
Όταν πέθανε ο πατέρας του ο Ιωάννης αναγκάστηκε παράλληλα με τις σπουδές του να εργάζεται ως γραμματέας, ώστε να συμβάλλει στις ανάγκες της οικογένειάς του. Δοκιμάστηκε σκληρά από κάθε λογής δεινά και από τον πειρασμό της αποθάρρυνσης και αγωνιζόταν διαρκώς προσερχόμενος, ζητώντας από τον Θεό την χάρη της πίστέως και της χαράς. Η θλίψη, έλεγε, είναι αποστασία και θάνατος της καρδιάς. Ο Ιωάννης θεωρούσε κάθε γεγονός της ζωής του ως σημείο εκ Θεού και γι’ αυτό, μετά από αποκαλυπτικό ενύπνιο δέχθηκε να νυμφευθεί την θυγατέρα του πρωθιερέα του Καθεδρικού Ναού της Κροστάνδης, εγκαταλείποντας τα όνειρα για ιεραποστολικές περιοδείες στη μακρυνή Κίνα, για να γίνει ιεραπόστολος στην ίδια του την πατρίδα, στο ναύσταθμο αυτό, κοντά στην πρωτεύουσα που συγκέντρωνε όλη την αθλιότητα, την κοινωνική αδικία και την ηθική κατάπτωση μιας κοινωνίας που βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής.
Την ημέρα του γάμου του, είπε στην γυναίκα του: «Λίζα, ευτυχισμένες οικογένειες υπάρχουν πολλές. Ας θέσουμε τους εαυτούς μας στην υπηρεσία του Θεού». Και μέχρι τέλους της ζωής τους, φύλαξαν τέλεια παρθενία, αποκαλώντας «αδελφό» ή «αδελφή» ο ένας τον άλλο. Χειροτονήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1855 και ο π. Ιωάννης θεμελίωσε την ιερατική του διακονία στην ενδελεχή μελέτη των Ιερών Γραφών, και κυρίως στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Η Θεία Λειτουργία είναι αληθώς η ουράνια τελετή επί γης, κατά την διάρκεια της οποίας, ο Ίδιος ο Θεός, με τρόπο ιδιαίτερο, άμεσο και εγγύτατο, παρουσιάζεται και σκηνώνει εν μέσω των ανθρώπων, όντας ο Ίδιος εκείνος ο αόρατος Ιερουργός ο προσφέρων και προσφερόμενος. "Δεν υπάρχει τίποτα πλέον μεγαλειώδες, πλέον ιερό, πλέον υψηλό, πλέον ζωοποιό από την Θεία Λειτουργία", γράφει στο ημερολόγιό του, "η εν Χριστώ ζωή μου".
Για τον Ιωάννη, όλες οι ενέργειες του πρεσβυτέρου, συμπεριλαμβανομένης της ποιμαντικής στοργής για το ποίμνιο, αποτελούν προέκταση του μυστηρίου της Θείας Λειτουργίας, της Ιερατείας του Χριστού που ενεργεί την σωτηρία και τον καθαγιασμό των ανθρώπων στην Εκκλησία. Ο ιερέας είναι ζώσα εικόνα Χριστού, και γι’ αυτό, ήδη από την αρχή της ιερωσύνης του, ο π. Ιωάννης αφοσιώθηκε στο να φέρνει την φωτεινή και ζωοποιό παρουσία του φιλάνθρωπου Χριστού στις πιο εξαθλιωμένες και κακόφημες συνοικίες. Πήγαινε στα σπίτια, έπαιρνε τα παιδιά στην αγκαλιά του και με τα λεγόμενα του που σφραγίζονταν από ασυνήθιστη πραότητα και στοργή, βοηθούσε τους γονείς να μεταστραφούν.
Φρόντιζε τους αρρώστους μεταμορφώνοντας την «κλίνη του πόνου σε κλίνη ευτυχίας με την παραμυθία της πίστεως», έδινε ελεημοσύνη ό,τι είχε και δεν είχε, και συχνά επέστρεφε στην οικία του δίχως υποδήματα ή πανωφόρι. Πήγαινε παντού, όχι για να κρίνει, αλλά για να προσευχηθεί και να μεταφέρει την παρουσία του Χριστού. Με το πνεύμα διαρκώς προσηλωμένο στον Θεό, διέσχιζε το πλήθος που πάντα συγκεντρωνόταν στο διάβα του και όπως ο ήλιος διαχέει το φως, ο π. Ιωάννης διέχεε γύρω του την ευωδία Χριστού και την φιλευσπλαγχνία, ευλογώντας, προσευχόμενος, προσφέροντας αμέσως με το αριστερό χέρι ό,τι δεχόταν στο δεξί. Η διαγωγή του σύντομα τον έκανε στόχο κατηγοριών και συκοφαντιών από όλες τις πλευρές.
Κατηγορήθηκε ότι έχασε τα λογικά του, αλλά εκείνος συνέχιζε παρ’ όλα αυτά το έργο του, χαρούμενος που ταλαιπωρούνταν έτσι για την αγάπη του Χριστού. Παρά τις αναρίθμητες δυσκολίες, κατόρθωσε χάρις στις όλο και μεγαλύτερες δωρεές, να ιδρύσει τον «Οίκο Εργασίας», τεράστιο φιλανθρωπικό συγκρότημα που αποτελούνταν από ναό, σχολεία, νοσοκομεία, εργαστήρια, όπου χιλιάδες κάτοικοι της πόλης λάμβαναν όχι μόνον υλική βοήθεια, αλλά ξαναέβρισκαν την αξιοπρέπειά τους μέσω της εκπαίδευσης και της συμμετοχής τους στην εκκλησιαστική ζωή. Επί τριάντα δύο χρόνια, παράλληλα με το ποιμαντικό έργο του, δίδασκε και στο σχολείο. Αντί της συσσώρευσης των γνώσεων, προέκρινε την εκπαίδευση της καρδιάς και προετοίμαζε τους μαθητές να δεχθούν την χάρη του Θεού, εμφυσώντας τους την αίσθηση της ωραιότητος του σύμπαντος και τον σεβασμό προς τον άνθρωπο ως εικόνας Θεού.
Τα χρόνια περνούσαν και η αγάπη του π. Ιωάννη για τους ανθρώπους ολοένα και μεγάλωνε, όπως μεγάλωνε η φήμη του και απλωνόταν πέρα από τα όρια της πόλεως Κροστάνδης. «Ο ιερέας πρέπει να συμπονά όλον τον κόσμο· πρέπει να καθίσταται τα πάντα τοις πάσι», έλεγε. Και ο Κύριος έδωσε στην προσευχή του εξαιρετική δύναμη για την θεραπεία του σώματος, για την παραμυθία, και την μεταστροφή των ψυχών, δείχνοντάς του με αυτόν τον τρόπο ποια ήταν η αποστολή του: να καταστεί ζωντανός στύλος προσευχής και δεήσεων για όλον τον κόσμο, να γίνει ο «ποιμήν πάσης Ρωσίας». Αργότερα στην ζωή του έγινε, μια αλλαγή στην κοινωνία του με τους ανθρώπους· δεν ήταν τόσο εκείνος που έσπευδε να πάει να συναντήσει τους δεινοπαθούντες, όσο ο φιλόχριστος ρωσικός λαός που προσέτρεχε σ’ εκείνον. Κατά χιλιάδες έφθαναν κάθε μέρα στην Κροστάνδη για να λάβουν συμβουλές και βοήθεια, για να του ζητήσουν να προσευχηθεί για εκείνους ή απλώς για να τον δουν. Το ταχυδρομείο αναγκάστηκε να ανοίξει ειδική υπηρεσία για να διανέμει τον όγκο των γραμμάτων, τηλεγραφημάτων, και εμβάσματος που έφθαναν καθημερινά για τον π. Ιωάννη. Με τα χρήματα αυτά, ο Άγιος πρόσφερε συσσίτιο σε περισσότερους από χίλιους απόρους και ίδρυσε πολλούς ναούς και μοναστήρια.
Ξυπνούσε στις 3 το πρωί και πήγαινε, στην εκκλησία, που ήταν ήδη γεμάτη κόσμο για τον όρθρο. Την ώρα της προσκομιδής έφερναν τα πρόσφορα σε πελώρια πανέρια, μαζί με ατελείωτους καταλόγους ονομάτων. Ο π. Ιωάννης τα έπαιρνε στα χέρια του και ανέπεμπε διάπυρο προσευχή προς τον Κύριο ωσάν να μεσίτευε για κάθε έναν χωριστά. Δέος σε καταλάμβανε όταν τον έβλεπες να τελεί την Θεία Λειτουργία· στεκόταν ενώπιον της Αγίας Τραπέζης ωσάν να βρισκόταν ενώπιον του θρόνου της δόξης του Θεού, πρόφερε τις ευχές με τρόπο που συγκινούσε και τους πιο σκληρόκαρδους, και όταν μετελάμβανε το πρόσωπό του λουζόταν από δάκρυα. «Πεθαίνω όταν δεν τελώ την Θεία Λειτουργία», έλεγε.
Στα φλογερά του κηρύγματα παρότρυνε τους χριστιανούς να κοινωνούν συχνά, διότι την εποχή εκείνη πολλοί, αρκούνταν να κοινωνούν μια φορά τον χρόνο. Καθώς ήταν αδύνατο να εξαγορεύσει την εξομολόγηση του καθενός χωριστά, οι πιστοί ξανάβρισκαν αυθόρμητα την αρχαία συνήθεια της δημόσιας εξομολόγησης. Μετανοούντες και θρηνούντες, εξομολογούνταν όλα τους τα αμαρτήματα ενώπιον των αδελφών, πριν πάνε να αντλήσουν νέα ζωή από την Πηγή της Χαράς. Τόσο με τα λόγια του όσο και με την διαγωγή του. ο π. Ιωάννης είχε λάβει το χάρισμα να μπορεί να μεταδίδει την αίσθησή του για την παρουσία του Χριστού:
«Ο Χριστός είναι η αναπνοή μου, πιο πολύ και από τον αέρα, κάθε στιγμή της ζωής μου. Είναι το φως μου πάνω από κάθε άλλο φως, η τροφή και η πόσις μου, η ένδυσή μου, η ευωδία μου, η πραότης, ο πατέρας και η μητέρα μου, τόπος πιο στέρεος από την γη, που τίποτε δεν μπορεί να κλονίσει και με βαστάξει». Μετά την λειτουργία που τελείωνε κατά το μεσημέρι, περνούσε την υπόλοιπη μέρα του δεχόμενος αιτήματα για προσευχές, επισκεπτόμενος τα ιδρύματά του, εμπνέοντος πίστη, ελπίδα και χαρά στους απελπισμένους, και γυρνούσε στην οικία του πολύ αργά το βράδυ. Παρά το πλήθος των δραστηριοτήτων του, το πνεύμα του δεν περιεσπάτο ποτέ από την προσευχή, διότι έχοντας γίνει κατά χάριν θεός, όλα τα λόγια και τα έργα του ήσαν προσευχές πλήρεις θείας ενεργείας.
Προς τα τέλη του βίου του δοκιμάστηκε σκληρά από αρρώστεια την οποία υπέμεινε με πραότητα, υπομονή και ευχαριστία. Προείπε την ημέρα της εκδημίας του και εκοιμήθη εν Κυρίω στις 20 Λεκεμβρίου 1908, περιβεβλημένος την τιμή και την ευλάβεια όλου του ρωσικού λαού, από τους πιο ταπεινούς μέχρι την αυτοκρατορική οικογένεια. Σταλείς από τον Θεό ως προφήτης, ο π. Ιωάννης της Κροστάνδης κατέστη αφετηρία της πνευματικής αφύπνισης του ρωσικού λαού στις παραμονές της επανάστασης και κατέδειξε τι πρέπει να είναι ο ορθόδοξος ιερέας: έφορος και οικονόμος της θείας φιλευσπλαγχνίας μεταξύ των ανθρώπων.
("Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας", Δεκέμβριος, εκδ.Ίνδικτος. Αναδημοσίευση από: Ουράνιοι Άνθρωποι, Διμηνιαίο Περιοδικό "Μοναχική Έκφραση", εκδ.Ιεράς Μονής Αγ.Νεκταρίου Τρικόρφου Φωκίδος, τεύχος 4ο, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2004)
(Ν.Π Βασιλειάδη,Αρχαιολογία και Αγία Γραφή,εκδ. Σωτήρ, σελ.337-341)
«…Οι αναφορές αυτές τού θεοπνεύστου Ευαγγελιστού [Λουκά] υπήρξαν μία πρόκλησις δια τον ιστορικόν και τον αρχαιολόγον. Ήδη εκάμαμε εις προηγούμενα κεφάλαια εκτενή λόγον δια το πότε εβασίλευσεν ο Ηρώδης ο Μέγας και οι διάδοχοί του. Εδώ υπενθυμίζομεν μόνον ότι ο Ηρώδης εβασίλευσεν από το 37 μέχρι το 4 π.Χ.. Τούτο σημαίνει ότι ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εγεννήθησαν πριν από τον θάνατον του Ηρώδου, δηλαδή πριν από το 4 π.Χ.. Σήμερα είναι πλέον αποδεκτόν ότι «εκ πλάνης κατά τον ε΄ αιώνα έτος γεννήσεως του Κυρίου ωρίσθη το 753 (από κτίσεως Ρώμης), ήτοι τρία ή τέσσαρα έτη βραδύτερον της πραγματικής χρονολογίας»(Π. N. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον σελ. 34 σχόλια εις τον στίχο 5). Ενώ άλλοι, βασιζόμενοι εις το Ματθ. β' 1, τοποθετούν την γέννησιν του Κυρίου εις τα τέλη του 5 π.Χ. ή και το 6 π.Χ., και τούτο, διότι η απογραφή, η οποία ωρίσθη από την Ρώμην το 9 - 8 π.Χ., καθυστέρησεν ένεκα των αντιδράσεων των Ιουδαίων και έγινε μόλις το 7 - 6 π.Χ. Ο Sir W. Μ. Ramsay υποστηρίζει ότι αυτή είναι η απογραφή, περί της οποίας ομιλεί ο ιερός Λουκάς (β' 1-3) σχετικά με την γέννησιν του Χριστού. Οπότε ή απογραφή αυτή μάς οδηγεί εις το 6 π.Χ. ως έτος γεννήσεως τού Χριστού.(Ρ. FREE, Archaeology and Bible History, σελ. 285. Επίσης W. Μ. RAMSAY, Was Christ Born at Bethlehem? (London 1898), σσ. 174 έξ. Επίσης J. A. THOMPSON, The Bible and Archaeology, σσ. 378-379)
Δια το πότε ακριβώς έγινε η απογραφή του Αυγούστου και Κυρηνίου (Λουκ. β' 1έξ.) παρατηρούμε: Βεβαίως ο λόγος του Ευαγγελιστού «πάσαν την οικουμένην» δεν εννοεί όλον τον κόσμον, αλλά μόνον τους λαούς, οι οποίοι ήσαν υπό την κυριαρχίαν των Ρωμαίων των χρόνων εκείνων.
Κατά της επιμονής τού Λουκά περί της ανωτέρω απογραφής οι αρνηταί της ιστορικότητος του τρίτου Ευαγγελίου προέβαλαν τρεις ενστάσεις. Είπαν: α) Η Ιστορία δεν αναφέρει καμμίαν τέτοιαν απογραφήν. β) Ο Κυρήνιος ήταν κυβερνήτης της Συρίας τουλάχιστον δέκα χρόνια αργότερα. γ) Είναι παράλογον να υποθέσωμεν ότι ο λαός πρέπει να φύγη από τα σπίτια του δια να απογραφή.
Εις τις τρεις αυτές ενστάσεις απαντούμε:
Απογραφές πληθυσμού εγίνοντο από πολύ παλαιά, διότι ήσαν απαραίτητες δια την φορολογίαν. Άλλωστε χωρίς αυτές πώς θα εισέπραττε η Ρώμη τα τεράστια ποσά, πού της ήσαν απαραίτητα δια τα πολυτελή κτίριά της, την άσωτη ζωή των αρχόντων και του λαού, την συντήρησιν του στρατού και το πολυδάπανον και εκτεταμένο διοικητικόν της σύστημα; Πάπυροι, τους οποίους κατέχει σήμερα η Αρχαιολογία, μάς πληροφορούν ότι εις το Ρωμαϊκόν κράτος εγίνοντο απογραφές κάθε δεκατέσσερα χρόνια. Η απογραφή περιελάμβανε τους «Ρωμαίους πολίτας», αλλά και την Ισπανίαν, την Γαλατίαν, την Αίγυπτον, την Συρίαν και την Παλαιστίνην. Οι πάπυροι αυτοί ομιλούν περί απογραφής, η οποία έγινε το 9 - 6 π.Χ.( P. FREE, ένθ' ανωτ.. σσ 285 - 286. Επίσης W. KELLER. Η Βίβλος ως ιστορία λαών και πολιτισμών, σελ. 463). Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (155 - 220 μ.Χ.) ομιλεί περί συστήματος απογραφής και λέγει ότι αυτό άρχισε με την απογραφήν, η οποία έγινε το έτος της γεννήσεως του Χριστού. Κείμενα παπύρων αναφέρουν απογραφές, οι οποίες έγιναν κάθε 14 χρόνια: Δηλαδή το 90, 104, 118, 132 και εξής μέχρι το 230 μ.Χ.( A. Τ. ROBINSON, Luke the Historian in the Light of Research (Edinburgh 1920, σσ. 123έξ). Επίσης υπάρχουν αναφορές εις τον Πλίνιον και εις τον Τάκιτον περί απογραφής κατά τα έτη 35, 48, 61 και 74 μ.Χ.. Ο Sir W. Μ. Ramsay υπογραμμίζει, ότι κατέχομεν πληροφορίες περί απογραφής εις την Αίγυπτον κατά το 34 και το 62 μ.Χ., και ακόμη ότι έχομεν έμμεσες πληροφορίες περί απογραφής το 20 και το 48 π.Χ.. Δεν κατέχομεν μόνον πληροφορίες δια την απογραφήν του 6 μ.Χ., εις την οποίαν φαίνεται να αναφέρεται ο ιερός Λουκάς (Πράξ. ε' 37), αλλά μπορούμε να υποθέσωμεν ότι έγινε. Η απογραφή, η οποία έγινε πριν από αυτήν, θα πρέπη να ήταν εκείνη τού 8 π.Χ.( J. A. THOMPSON, ένθ’ άνωτ.. σελ. 378)
Επομένως το επιχείρημα των αρνητών, ότι η Ιστορία δεν αναφέρει τίποτε περί της απογραφής, δια την οποίαν ομιλεί ο ιερός Λουκάς δεν ευσταθεί! Ο ιερός Λουκάς είναι ακριβής.
2. Κατά τον Ιουδαίον ιστορικόν Ιώσηπον, ο Κυρήνιος ήταν κυβερνήτης της Συρίας το 6 μ.Χ.. Τότε έλαβε χώραν μία απογραφή, η οποία εξώργισε τους Ιουδαίους. Ο Κύριος όμως δεν εγεννήθη το 6 μ.Χ. αλλά, όπως εξηγήσαμε περί το 4 π.Χ.. Ώστε ο Κύριος ήταν ήδη περισσότερον από δέκα ετών, όταν ο Κυρήνιος «ηγεμόνευε» εις την Συρίαν. Τι συμβαίνει λοιπόν;
Εν πρώτοις η Ελληνική λέξις «ηγεμονεύοντος» (Λουκ. β' 2) «έχει γενικήν έννοιαν και δηλοί το αξίωμα οιουδήποτε άρχοντος». Ο δε ευαγγελιστής Λουκάς «δεν καθορίζει ότι ο Κυρήνιος ήτο τότε legatus, όπως υπήρξε το 6 μ.Χ.»( Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ. ένθ' ανωτ.. σελ. 84. σχόλιον εις τον στίχ. 2). Κατά συνέπειαν το «ηγεμονεύοντος Κυρηνίου» σημαίνει ουσιαστικώς «επιτήρησιν» υπό διάφορες μορφές.
Το 1828 ευρέθη εις την Ρώμην μία επιγραφή, η οποία ανέφερεν ότι ο Κυρήνιος υπήρξε κυβερνήτης της Συρίας δύο φορές (Ρ. FREE, ένθ' ανωτ.. σελ. 286), παρ’ όλον ότι η υπηρεσία του δεν ήταν η ιδία και τις δύο φορές. Μία επιγραφή επίσης αναφέρει ότι ο «Ρ. Suplicius Quirinius dumvir» (=ανώτατος άρχων εις τις αποικίες) κατηύθυνε μίαν εκστρατείαν εις την Συρίαν λίγο πριν από το 6 π.Χ.( A.Τ. ROBINSON, ένθ’ ανωτ.. σελ. 128). Ο F.F. Bruce (Μπρούς) πιστεύει, ότι «υπάρχει ουσιώδης μαρτυρία ότι ο Κυρήνιος κατείχε τέτοια θέση ενωρίτερα, πιθανώς μεταξύ του 10 και 7 π.Χ., όταν ως αυτοκρατορικός απεσταλμένος στην επαρχία της Συρο-Κιλικίας για στρατιωτικούς σκοπούς, κατηύθυνε εκστρατείαν εναντίον των Homanadenses, μιας ορεινής φυλής της Μ. Ασίας» (πρόκειται διά βαρβαρικήν φυλήν, η οποία ζούσε εις το όρος Ταύρος)(F.F. BRUCE, Are the Ν. Testanent Documents Roliable σελ 85). Ο Ράμσεϋ ευρήκε πράγματι, λίγο πριν από τον Α' Παγκόσμιον πόλεμον, μίαν επιγραφήν εις την Αντιόχειαν της Πισιδίας, η οποία επιβεβαιώνει τις δύο διοικητικές περιόδους του Κυρηνίου εις την Συρίαν. Ημπορούσε λοιπόν ο Κυρήνιος να έχη διοικητική εξουσία τότε που εγεννήθη ο Χριστός, όπως επίσης να είναι διοικητής και αργότερα, κατά το 6 μ.Χ.( J. P. FREE, ένθ άνωτ σελ. 286).
Εξ άλλου ο απόστολος Λουκάς δεν γράφει, ότι ο ίδιος Κυρήνιος έκαμε την απογραφήν, η οποία έλαβε χώραν το έτος της γεννήσεως του Κυρίου· γράφει απλώς ότι η απογραφή έγινε τότε που ο Κυρήνιος ήταν ηγεμών της Συρίας· «ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου»· Τότε δε ο Κυρήνιος, όπως γράφει ο αρχαιολόγος Τόμπσον «ήταν επιφορτισμένος με έκτακτον αποστολήν παραλλήλως πρός τον κανονικόν ηγεμόνα, ο οποίος ήταν τότε ο Sentius Saturnius (8 - 6 π.Χ.)» ( J. A. THOMPSON. ενθ. ανωτ.. σελ. 379). Ώστε ο απόστολος Λουκάς είναι απολύτως ακριβής. Η απογραφή έγινε τότε που εγεννηθη ο Κύριος. Την ιδίαν εποχήν ο Κυρήνιος, δηλαδή περί το 4 π.Χ., ευρίσκετο εις την Συρίαν με έκτακτη αποστολή και ειδικήν εξουσιοδότησιν της Ρώμης και όχι ως ηγεμών, όπως το 6 μ.Χ..
Όταν η ψυχή είναι ταραγμένη, θολώνει το λογικό και δεν βλέπει καθαρά. Μόνο, όταν η ψυχή είναι ήρεμη, φωτίζει το λογικό, για να βλέπει καθαρά την αιτία κάθε πράγματος.
Η ψυχή είναι πολύ βαθιά και μόνο ο Θεός τη γνωρίζει.
Γιατί να κυνηγάμε τα σκοτάδια; Να, θα ανάψουμε το φως και τα σκοτάδια θα φύγουν μόνα τους. Θα αφήσουμε να κατοικήσει σ’ όλη την ψυχή μας ο Χριστός και τα δαιμόνια θα φύγουν μόνα τους.
Όταν έρθει μέσα μας ο Χριστός, τότε ζούμε μόνο το καλό, την αγάπη για όλο τον κόσμο. Το κακό, η αμαρτία, το μίσος εξαφανίζονται μόνα τους, δεν μπορούν, δεν έχουν θέση, να μείνουν.
Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης
Για την Εκκλησία ο θάνατος δεν είναι θάνατος με την έννοια την οποία δίδουμε σ’ αυτόν τον όρο. Είναι αποδημία, δηλαδή ταξίδι. Και μάλιστα αποδημία από των «λυπηρότερων προς τα ευειδέστερα». Ταξίδι, δηλαδή, από ένα τόπο προς ένα άλλο τόπο καλύτερο. Ψάλλουμε, κατά το «Τρισάγιο», ν’ αναπαύσει ο Κύριος τους κεκοιμημένους «ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος». Η ζωή είναι γεμάτη δοκιμασίες και ασθένειες. Ο θάνατος είναι το εισιτήριο για ένα ταξίδι.
Όταν εκάλεσαν τον Κύριο να επισκεφθεί τον τάφο του φίλου του Λαζάρου είπε «ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει» δηλαδή, δεν πέθανε αλλά κοιμάται. Γι’ αυτό και τον τόπο που τοποθετούμε τους νεκρούς μας δεν πρέπει να τον ονομάζουμε νεκροταφείο, αλλά κοιμητήριο. Εκεί κοιμούνται οι αδελφοί μας περιμένοντας να ξυπνήσουν. Βέβαια, οι ψυχές ούτε κοιμούνται, ούτε πεθαίνουν. Επομένως, ο θάνατος για την Oρθόδοξη Εκκλησία είναι μετάβαση εκ του θανάτου εις την ζωήν. Ο Κύριος είπε ότι όποιος πιστεύει σ’ Eκείνον δεν πεθαίνει αλλά ζει και μεταβαίνει εκ του θανάτου εις την ζωήν. Ο Κύριος, δηλαδή, αυτή την ζωή που τώρα ζούμε, την ονομάζει θάνατο και την άλλη ζωή που ακολουθεί μετά τον θάνατό μας, ονομάζει ζωή. Έτσι, λοιπόν, δια του θανάτου μεταβαίνουμε εις την ζωήν. Αυτή είναι η πραγματικότητα της Χριστιανικής μας πίστεως και διδασκαλίας.
(«η μετά Θάνατον ζωή», μακαριστού αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, εκδ. Χρυσοπηγή, σελ. 79-80)
«Αν δεν θεραπεύτηκες ακόμα δε σημαίνει πως ο Θεός δεν άκουσε τις προσευχές που γίνονται για σένα, αλλά πως δε θεραπεύει αμέσως μερικούς ανθρώπους, για να ωφεληθούν περισσότερο. Με τα πρόσκαιρα βάσανα ο αμαρτωλός άνθρωπος απαλλάσσεται από τα αιώνια βάσανα και ταυτόχρονα κερδίζει τη σωτηρία του, γίνεται κληρονόμος της βασιλείας των ουρανών.
Ο Κύριος και Θεός με την άπειρη σοφία Του τα ρυθμίζει όλα σύμφωνα με την αγάπη Του για το ανθρώπινο γένος και χαρίζει σε όλους αυτό που τους ωφελεί. Εμάς δεν πρέπει να μας απασχολεί γιατί το ένα γίνεται έτσι και το άλλο αλλιώς, αλλά ν’ αφοσιωνόμαστε με παιδική υποταγή στο θέλημα του ουρανίου πατέρα μας και να λέμε από τα βάθη της ψυχής μας: «Πάτερ ημών… γεννηθήτω τό θέλημά Σου».
«Αν θέλεις να δεις καλύτερες μέρες, ν’ αγαπήσεις την αγία ταπείνωση μ’ όλη σου την ψυχή και θα βρεις την ειρήνη του Χριστού».
«Ο Θεός επιτρέπει τόσο τις καλές όσο και τις σκληρές εξουσίες για μας. Τις πρώτες για να μας παρηγορούν, τις δεύτερες για να μας προκαλέσουν συντριβή και ταπείνωση».
«Την ψυχική σου ωφέλεια θα τη βρείς εκεί που δε γίνεται το θέλημά σου».
Οδηγίες για καθημερινή ενασχόληση:
Στην αγαπητή δόκιμη Ν.Ν.:
1. Όταν σηκώνεσαι από τον ύπνο η πρώτη σου σκέψη πρέπει να στραφεί στο Θεό, ο πρώτος σου λόγος πρέπει να’ ναι προσευχή στο Θεό – τον Πατέρα και Δημιουργό σου.
2. Να μετανοείς και να δοξολογείς το Θεό που δεν επέτρεψε ν’ απωλεστείς από τις αδυναμίες σου.
3. Βάλε αρχή να κάνεις ό,τι είναι άριστο. Κανένας δε θα ολοκληρώσει την πορεία προς τον ουρανό, εκτός από κείνον που ξεκινάει την ημέρα του καλά.
4. Να ξεκινάς την ημέρα σου σαν σεραφείμ στην προσευχή, σαν χερουβίμ στις πράξεις και σαν άγγελος στη συμπεριφορά σου.
5. Μην περνάς τον καιρό σου αργή.
6. Σε όλες τις πράξεις, τα λόγια και τις σκέψεις σου ο νους σου να 'ναι στο Θεό.
7. Ο λόγος σου να 'ναι ήρεμος, ταπεινός, σοβαρός κι ωφέλιμος. Η σιωπή θα σε βοηθήσει να λες μόνο τ’ απαραίτητα λόγια, με διάκριση. «Λόγος σαθρός εκ του στόματος υμών μη εκπορευέσθω» (Εφεσ. δ’29).
8. Μη γελάς με θόρυβο, αλλά μόνο να χαμογελάς. Κι αυτό όχι συχνά.
9. Ν’ αποφεύγεις την αντιλογία και τη φιλονικία.
10. Ν’ αγαπάς πάντα την ταπείνωση και ν’αποφεύγεις πάντα την υπερηφάνεια.
11. Μη μισήσεις κανένα, για οποιοδήποτε λόγο.
12. Να 'σαι εγκρατής στο φαγητό, το ποτό και τα γλυκά.
13. Να 'σαι καταδεχτική με όλους. Έτσι ο Θεός θα σ’ ευλογεί κι οι καλοί άνθρωποι θα σ’ επαινούν.
14. Ο θάνατος δίνει τέλος σ’ όλα τα πράγματα. Αυτό πρέπει να το’ χει πάντα στο νου του ο άνθρωπος.
Πράξεις σαν κι αυτές είναι ευάρεστες στο Θεό, ως «οσμή ευωδίας πνευματικής».
15. Σε παρακαλώ να μνημονεύεις στις προσευχές σου τον ανάξιο μοναχό Αντώνιο που 'χει αμαρτήσει πολύ σε όλους και σε σένα, κι ο Θεός να σου μνησθεί στη βασιλεία Του.
«Σε παρακαλώ να ματαιώσεις προς το παρόν το ταξίδι σου. Τη βασιλεία του Θεού δεν πρέπει να την αναζητήσουμε κάπου αλλού αλλά μέσα μας, στην καρδιά μας. Θα με ρωτήσεις: τι είναι η βασιλεία του Θεού; Σου απαντώ: Η βασιλεία του Θεού είναι η ενάρετη εν Χριστώ ζωή. Το να 'χει η ψυχή σου ταπείνωση και υπομονή, ειρήνη. Αν ζεις έτσι, θα δεις την ειρήνη (δηλ. Τη βασιλεία του Θεού) μέσα σου όσο ζεις και, μετά την κοίμησή σου, θα ζεις πάλι μαζί της».
Στάρετς Αντωνίου της Όπτινα
Γέροντα, πώς θα δείξω αγάπη; Να δείξω αγάπη; Δεν το καταλαβαίνω. Αυτό είναι κάτι ψεύτικο, υποκριτικό. Να υπάρχη η αγάπη μέσα μας και να μας προδώση, ναι.
Η αληθινή αγάπη πληροφορεί τον άλλον χωρίς εξωτερικές εκδηλώσεις. Αγάπη είναι να ακούσης με πόνο την στενοχώρια του άλλου. Αγάπη είναι κι ένα βλέμμα πονεμένο κι ένας λόγος που θα πης με πόνο στον άλλον, όταν αντιμετωπίζη κάποια δυσκολία. Αγάπη είναι να συμμερισθής την λύπη του, να τον αναπαύσης στην δυσκολία του. Αγάπη είναι να σηκώσης έναν βαρύ λόγο που θα σου πη. Όλα αυτά βοηθούν περισσότερο από τα πολλά λόγια και τις εξωτερικές εκδηλώσεις.
Όταν πονάς εσωτερικά για τον άλλον, ο Θεός τον πληροφορεί για την αγάπη σου και την καταλαβαίνει χωρίς εξωτερικές εκδηλώσεις. Όπως και όταν δεν εκδηλώνεται η κακία μας, αλλά είναι εσωτερική, πάλι ο άλλος την καταλαβαίνει. Βλέπεις, και ο διάβολος, όταν παρουσιάζεται ως «άγγελος φωτός», φέρνει ταραχή, ενώ ο Άγγελος ο πραγματικός φέρνει μια απαλή ανέκφραστη αγαλλίαση.
– Τι είναι αυτό, Γέροντα, που με εμποδίζει να πληροφορούμαι την αγάπη των άλλων;
– Μήπως δεν έχεις καλλιεργήσει την αγάπη; Όποιος αγαπάει, πληροφορείται για την αγάπη του άλλου, αλλά και πληροφορεί τον άλλον για την αγάπη του.
Καταλαβαίνει ο άλλος αν υποκρίνεσαι ή αν τον αγαπάς πραγματικά, γιατί πάει σαν τηλεγράφημα η αγάπη. Αν κάνουμε λ.χ. μια επίσκεψη σ’ ένα ορφανοτροφείο, τα παιδιά αμέσως θα καταλάβουν με τι διάθεση πήγαμε. Είχαν έρθει μια φορά στο Καλύβι να ζητήσουν τη γνώμη μου κάποιοι που ήθελαν να κάνουν ένα ίδρυμα για εγκαταλελειμμένα παιδιά. «Το κυριώτερο από όλα, τους είπα, είναι να πονέσετε τα παιδιά αυτά σαν παιδιά σας και ακόμη περισσότερο. Αυτό είναι που θα πληροφορήση τα παιδιά για την αγάπη σας. Αν δεν τα πονάτε, μην ξεκινάτε να κάνετε τίποτε». Τότε ένας γιατρός, πολύ ευλαβής, είπε: «Έχεις δίκαιο, Πάτερ. Κάποτε μια συντροφιά είχαμε επισκεφθή για πρώτη φορά ένα ορφανοτροφείο και τα παιδιά κατάλαβαν την διάθεση του καθενός. “Ο κύριος τάδε, είπαν, είναι περαστικός∙ ο κύριος τάδε ήρθε να περάση την ώρα του μαζί μας∙ ο κύριος τάδε μας αγαπάει πραγματικά”». Βλέπετε πώς πληροφορεί η αγάπη.
("γέροντος Παϊσίου αγιορείτου ΛΟΓΟΙ Ε΄– ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ", ιερόν ησυχαστήριον «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2007)
Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης
Μεγάλη χαρά έχει όλη η Ορθοδοξία με την Αγιοκατάταξη του Γέροντος Ιακώβου, Ηγουμένου της Μονής του Οσίου Δαβίδ. Στη συνείδηση όλων θεωρείται άγιος.
Μεγάλη δόξα στον Τριαδικό Θεό, που στους δύσκολους αυτούς καιρούς βγαίνουν άγιοι. Πολύ εύστοχα κάποιος πατέρας είπε, όπως λέμε ο Άγιος Νίκων ο Μετανοείτε, τώρα θα λέμε ο Άγιος Ιάκωβος ο με Συγχωρείτε.
Ο Άγιος Ιάκωβος ήταν από παιδί ένα μέλος της Εκκλησίας μας, με ταπείνωση, αγάπη και ελεημοσύνη. Την ευχή του να έχομε, που ξέρομε ότι όταν τον επικαλεστούμε θα ενεργήσει τάχιστα.
Κλειδί δια της σωτηρίας της ψυχής μας είναι η συγχωρητικότητα. Εμείς πρέπει να τους συγχωρούμε αδιάκριτα όλους όσους μας έχουν ταλαιπωρήσει. Γιατί έτσι μόνο θα τηρήσουμε αυτό που λέει στο Πάτερ ημών, το άφες ημίν τα οφειλήματα, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέτες ημών.
Βέβαια ο χριστιανός ο οποίος είναι ταπεινός είναι και απλός άνθρωπος. Ο απλός άνθρωπος δεν έχει έπαρση, είναι ελεήμον και έχει αφήσει τα πάντα στην Πρόνοια του Θεού.
Οι περισσότεροι πατέρεςτης ερήμου ήταν όντως απλοί. Ζούσαν με τόση απλότητα, που στο σημερινό άνθρωπο είναι αδιανόητο.
Ο απλός άνθρωπος αφού έχει αναθέσει τα πάντα στο Θεό είναι και αμέριμνος. Οι άνθρωποι αυτοί είναι μέσα στη χάρη του Θεού.
Έχομε υποχρέωση από τη στιγμή που ζούμε μέσα στην εκκλησία και ξέρομε ότι τα πάντα ανήκουν στο Θεό, να φτάσομε τα χαρίσματα αυτών των ανθρώπων που κοπίασαν για να τα αποκτήσουν. Αμήν.
Αρχιμ. Χρυσοστόμου, Γέροντος και Πνευματικού Ιεράς Μονής Παναγίας Λαμπηδόνας Πηλίου
"Λόγια Καρδιάς Από του πόνου τη δοκιμασία, στης Πίστεως τη Λάμψη!"
Ιερά Μονή Παναγίας Λαμπηδόνας Πηλίου 2020
Όλα με το κομποσχοίνι. Έδωσε όλο του τον εαυτό προσευχόμενος για την ψυχή του. Σε κάποιον επισκέπτη εξομολογήθηκε πώς προσευχόταν, κι εκείνος κατέγραψε την προσευχή: «Ω! Παντάνασσα, Βασίλισσα, Μητέρα του Θεού, πες έναν λόγο στο Παιδί Σου, να συγχωρέσει αυτήν την ψυχή. Να, κατεβαίνω μέσα στην Κόλαση, εγώ ένας κολασμένος αμαρτωλός και σε ικετεύω για έναν άλλο αμαρτωλό. Παράλαβέ τον και ανέβασέ τον επάνω στον Παράδεισο. Πες ένα λογάκι στο Παιδί Σου… Ω! τότε τι χαρά θα γίνει στον ουρανό! Όλοι οι άγγελοι θα πανηγυρίσουν και θα γιορτάσει όλος ο ουρανός. Κι αν πλησιάσει ο άρχοντας του σκότους, δως του μια να πάει κάτω στα κατάβαθα της Κολάσεως…».
Οι επισκέψεις της χάριτος ήταν επανειλημμένες. Τελικά πληροφορήθηκε τη σωτηρία της ψυχής του γέροντα. Ήταν Σαρακοστή του 1974.
Αλλά, φαίνεται, τον κατέβαλε η προσπάθεια και η μοναξιά και η αγωνία του για τη σωτηρία της ψυχής του κεκοιμημένου γέροντα, και αυτός που επί χρόνια διαιτώνταν με κουκιά, στην πρώτη χρήση τους (ήταν τέλη Μαΐου) έπαθε κυάμωση. Κείτονταν αδύναμος και ωχρός στο κελλί του, αλλά ο Θεός θέλησε να φιλοξενεί εκείνες τις μέρες έναν ευλαβή μοναχό που τον έσωσε ειδοποιώντας τον πρακτικό γιατρό της περιοχής, πατέρα Δημόκλητο. Αυτός, αφού τον εξέτασε, σήκωσε χαρακτηριστικά τα χέρια ψηλά λέγοντας: «Γέροντα, ενώπιον της Παναγίας, σου δηλώνω ότι πρέπει να βγεις στη Θεσσαλονίκη, διότι αλλιώς η ζωή σου κινδυνεύει!». Ο Γέροντας δεν ήθελε, αλλά επέμεναν οι πατέρες, τον έπεισαν και με φορείο μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου και θεραπεύτηκε.
Είχε να βγει από το Άγιον Όρος τριάντα οκτώ χρόνια (1936 -1974).
Σύντομα συνήλθε και άρχισαν να τον επισκέπτονται διάφοροι ευλαβείς. Ο Γέροντας παραπονιόταν, γιατί μετά από σαράντα χρόνια βρέθηκε εκτός Αγίου Όρους. Οι άνθρωποι όμως του επισήμαιναν πόση ωφέλεια πνευματική τους προσφέρει, και ο Γέροντας κουνώντας το κεφάλι: «Ο λύχνος φέγγει, αλλά καίει και τον λαιμό του…» [...]
Στην Θεσσαλονίκην που ήμουν με επισκέφτηκαν όλα μου τα αδέλφια και πολύς κόσμος. Μέσα στις πολλές γυναίκες ήλθε και μία και, αφού κάθησε δίπλα στο κρεβάτι μου, πολύ κοντά, μου είπε: ‘‘Εφραίμ, εμένα με γνωρίζεις;’’ Όχι, της είπα. ‘‘Δεν με γνωρίζεις;’’ Την κοίταξα καλά- καλά, και κατόπιν της έκανα νόημα, ΟΧΙ. ‘‘Είμαι η Ελένη, η αδελφή σου’’, και έσκυψε και με φίλησε. Δίπλα της εκάθητο ένας κύριος, και ενώ ετοιμαζόμουνα να ρωτήσω την Ελένην, την αδερφή μου, ‘‘από δω ο κύριος, ο άνδρας σου είναι;’’ πρόλαβε αυτός και με ρώτησε: ‘‘Εφραίμ, με γνωρίζεις και μένα;’’ Τον κοίταξα από πάνω έως κάτω και κατόπιν του είπα όχι. ‘‘Είμαι ο Νώντας, ο αδελφός σου’’.
Παιδί μου, συγκινητικές στιγμές. Μετά από σαράντα ολόκληρα χρόνια δεν γνωρίζω τα αδέλφια μου».
Άλλος αδελφός κατέγραψε τη διήγηση της επιστροφής του στα Κατουνάκια μετά την ασθένεια: «Τέλος επέστρεψα στην καλύβη μου. Κάθομαι, κοιτάζω.
─Μμμ!... Παλιό είναι το σπίτι. Άσπρισμα θέλει. Αμ, τα κουφώματα αέρα βάζουν. Άλλαγμα θέλουν. Ποιος να τα κάνει;… τώρα εγώ έτσι όπως είμαι!;... Άντε, να κάνω κάτι να φάω. Παξιμάδι έχει.
─Μα, παξιμάδι θα φας;
─Γιατί; Τι έτρωγα τόσα χρόνια;
─Να βράσω και κάνα ζυμαρικό.
─Βρε, άρρωστος άνθρωπος. Κόντεψες να πεθάνεις. Θες γάλα, τυρί. Ζυμαρικό θα φας;
─Εμ, Κατουνάκια είναι εδώ, δεν είναι κόσμος…
─Ναι, μα εγήρασες. Στον κόσμο πόσο οι άνθρωποι σε περιποιήθηκαν και 'συ πόσους βοήθησες και είδες τι ανάγκη έχουν!...
─Ε, τι;! Να πάω στον κόσμο;
─Γιατί; Ποιος έχει τόση πείρα, ως 'συ;
─Τι; Να πάρω ενορία; Πού ξέρω εγώ απ’ αυτά;
─Γιατί, αγράμματος είσαι;
─Όχι, ξέρω γράμματα, αλλά δεν μπορώ.
Τέλος μία ζάλη, μία στεναχώρια.
─Να βγω, να πάρω ενορία, μα … Ρε, κερατά διάβολε! Εσύ είσαι τόση ώρα εδώ και με πολεμάς;!...
Συνήλθα, παιδάκι μου, και άρχισα την ίδια ζωή. Ναι, αλλά προσευχή, τι να σου πω! Έξι μήνες έκανα να βρω την κατάσταση της προσευχής πριν βγω έξω! Να! Αυτός είναι ο κόσμος! Γι’ αυτό λένε οι πατέρες: ‘‘Στους εσχάτους χρόνους θα μακαρίζωμε αυτούς που δεν βγαίνουν στον κόσμο’’. Τι τα θες, παιδάκι μου; Εμείς είμεθα ταγμένοι σε άλλη ζωή. Ανάπαυση ο καλόγερος θα βρει από την εσωτερική ζωή, ζωή με ακρίβεια. Για τον κόσμο, άλλοι είναι ταγμένοι να σηκώσουν τα φορτία του. Εμείς θα μιλήσουμε για προσευχή, για υπακοή, για μετάνοια. Γιατί, παπαδάκο μου, λεγόμεθα αγγελικό πολίτευμα; Διότι έργο μας είναι, όπως το των αγγέλων, η ακατάπαυστη λατρεία και δοξολογία του Θεού. Εγώ από πνευματικοσύνη δεν γνωρίζω. Εμείς ούτε γυναίκες, ούτε πεθερές έχουμε, ούτε στον κόσμο ζούμε, για να ξέρωμε τα προβλήματα και να αναλαμβάνωμε τα φορτία τους. Πρόσεξε μην καθιστάς εαυτόν ‘‘κοινωνόν αλλοτρίων πταισμάτων’’».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
«Άγγελος είσαι συ»
Ο Γέροντας από χρόνια είχε πληροφορηθεί με πόνο ψυχής τη δυσάρεστη ασθένεια που επρόκειτο να καταλάβει τον παπα-Νικηφόρο. Πολύ προσευχήθηκε και πολλά δάκρυα έχυσε, αλλά τελικά δεν απέτρεψε το γεγονός. Όταν είχαν αρχίσει τα πρώτα συμπτώματα και ο παππούς αισθανόταν πολύ άσχημα, παρακάλεσε μέσα σε υπερβολή αγάπης τον Θεό να πάρει από τον άρρωστο την κατάστασή του και να την δώσει σ’ αυτόν και την καλή δική του στον άρρωστο. Πράγματι, για δυο-τρεις μέρες ο μεν παπα-Νικηφόρος ομολογούσε ότι αισθάνεται περίφημα, τον δε παπα-Εφραίμ «ζόφος εκάλυψε». Αλλά μόνο τόσο τον άκουσε ο Θεός.
Σιγά-σιγά η ασθένεια εξελίχθηκε σε αμνησία. Έγινε σαν παιδάκι που γνώριζε μόνο τον Γέροντα και δεν μπορούσε να μείνει χωρίς αυτόν. Συχνά έλεγε, σαν να μνημόνευε στην πρόθεση: «Αθανασίου και Σωτήρας». Ήταν τα ονόματα των γονέων του. Αλλά ο Γέροντας πληγωνόταν αφάνταστα κρίνοντας πνευματικά την ασθένεια ως στέρηση χάριτος που είναι ο γεννήτορας του κατά Θεόν ανθρώπου. Αύξησε τις ώρες της προσευχής, έκανε και τον κανόνα του αρρώστου και δεν τον άφηνε στιγμή. Τόσο που κοιμόταν στο πάτωμα του δωματίου του και τον έπαιρνε στο ιερό, όταν λειτουργούσε.
Τότε ήταν που πήρε και την ευχή του. Τόσα χρόνια που τον υπηρετούσε, ο παππούς έδειχνε με τρόπο ότι ευχαριστείται, αλλά τώρα σήκωσε τα χέρια ψηλά και φώναξε απευθυνόμενος στον υποτακτικό του: «Ο Θεός να σ’ ευλογήσει, ο Θεός να σ’ ευλογήσει. Δεν είσαι άνθρωπος εσύ, άγγελος είσαι». Κι έλεγαν οι γύρω πατέρες: «Ο παπα-Εφραίμ άργησε να πάρει την ευχή του γέροντά του, αλλά την πήρε μια και καλή».
Όταν τον Αύγουστο του 1973 επισκεφθήκαμε τον Γέροντα, ήταν φοβερά καταβεβλημένος και ήδη ανέμενε την αναχώρηση του παππού. Κοιμήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1973. Την άλλη μέρα έγραψε σ’ ένα πνευματικό του παιδί στη Θήβα: «…με σώμα χωρίς ψυχή σου γράφω αυτό μου το γράμμα. Ο Γέροντας μου -ο καλός μου Γέροντας εκοιμήθη πλέον∙ χθες το βράδυ τον κηδεύσαμε. Λάβε τον κόπο και ειδοποίησε τους συγγενείς του…»
Ένα άλλο παιδί του εκείνες τις μέρες έκανε βόλτα στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Σε μία άκρη του λιμανιού είδε ένα ξυλοκάικο να φορτώνει. Μόλις έμαθε ότι προοριζόταν για το Όρος, έτρεξε στην πλησιέστερη αγορά, γέμισε ένα κιβώτιο με τα πιο μεγάλα και ωραία μήλα και τα έστειλε στον Γέροντα. Αποτέλεσμα ήταν να πάρει ένα γράμμα γεμάτο ευχές, γιατί τα μήλα πήγαν στην ώρα τους. Ο παππούς είχε τα σαράντα του και ο Γέροντας παρέθεσε τα μήλα (πού μήλα τότε στα Κατουνάκια!) στην τράπεζα των πατέρων που συγκεντρώθηκαν.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Ασθένειες-Κόποι- Θείες αντιλήψεις
Κάποτε έφθασε στα πρόθυρα του θανάτου. Επρόκειτο μάλλον για αλλεργικό σοκ. Ολόκληρο το σώμα είχε ερεθιστεί. Γεμάτο χονδρές καρούλες (σπυριά) με φοβερή φαγούρα μέχρις αίματος. Το πρόσωπο παραμορφωμένο, με βλέφαρα που έκλειναν κυριολεκτικώς τα μάτια και ρίγη σε όλο το σώμα που γίνονταν όλο και συχνότερα. «Πυρά ομαδόν». Μάλλον γύρω στο ’40- ‘50 (Γερμανική κατοχή). «Πού να ξέρουμε τότε από Θεσσαλονίκη και γιατρούς! Πήγα στην εκκλησία και στάθηκα στο στασίδι απέναντι στην Παναγία. Τα δάκρυά μου πήγαιναν ποτάμι. ‘‘Παναγία μου’’, είπα, ‘‘μας υποσχέθηκες να είσαι κηδεμών, τροφός και ιατρός. Τώρα, τον λόγο Σου ζητώ’’. Έτσι προσευχήθηκα και αμέσως ένιωσα να γεμίζει το βάθος της ψυχής μου μία λεπτήηη ειρήνη. Η εκκλησία απέχει από το ραφταριό (σημερινό αρχονταρίκι) 10-12 βήματα. Εκεί εργάζονταν οι Γεροντάδες. Μέχρι να πάω εκεί, ένιωσα να πέφτει η φλόγωση από το σώμα μου. Βλέπω τα χέρια μου, το δέρμα σαν μικρού παιδιού. Η Παναγία έκανε το θαύμα της». Έκτοτε η ασθένεια ήταν υποφερτή.
-------------
Ο Γέροντας αγωνιζόταν μόνος όλα τα χρόνια ως τον θάνατο του παπα-Νικηφόρου. Κατά καιρούς προσήλθαν μερικοί, αλλά είτε δεν έμειναν είτε ήταν ακατάλληλοι. Επιπλέον ο γερο-Ιωσήφ προβλέποντας τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε, τον συμβούλευσε να μην πάρει συνοδία, όσο ζούσε ο παπα-Νικηφόρος. Αυτό και έγινε, παρότι τα τελευταία χρόνια είχαν περάσει περισσότεροι από δέκα νέοι θέλοντας να μείνουν κοντά του.
Έτσι οι κόφες των 1000 σφραγιδιών που θα ταξίδευαν για Αθήνα, στην πλάτη του κατέβαιναν στην Αγία Άννα, στη θάλασσα, και τα φορτία το σιτάρι ομοίως πήγαιναν και γυρνούσαν στον μύλο του Κυριακού* . Το κρασί από τη μονή Διονυσίου το έφερνε στα γεροντάκια μέσα σε γκαζοτενεκέδες σιγά-σιγά με τα πόδια, ανεβοκατεβαίνοντας πολλά κακοτράχαλα, απότομα, γλιστερά μονοπάτια. Πού μουλάρι για τα οικοδομικά υλικά, λαμαρίνες, ξύλα, κεραμίδια, ασβέστη, τσιμέντο! Ο ίδιος μουλάρι και μάγειρος και οικονόμος και κηπουρός με το δικέλι, και εργοχειράς και σκαφτιάς και οικοδόμος και εφημέριος όλων των Κατουνακίων και ανελλιπής αγωνιστής των πνευματικών του υποχρεώσεων.
-----------
Ο Θεός όμως στις κρίσιμες στιγμές δεν τον άφηνε. Κάποτε στο δάσος των «κρύων νερών» αγωνιζόταν μόνος του να βγάλει στο κεντρικό μονοπάτι τα κούτσουρα των λεύκων για τις σφραγίδες. Από τη δυσκολία τον έπιασε η μέση. Τότε εμφανίστηκε στο μονοπάτι ένας νέος. Τον βοήθησε, έβγαλαν τα κούτσουρα εκεί που μπορούσε να τα πάρει ο αγωγιάτης με τα μουλάρια, και κατόπιν παραδόξως και αποτόμως εξαφανίστηκε. Κάποια στιγμή είχε πει το όνομά του: Θεόδωρος. «Ποιος από τους δύο να ήταν», σκεφτόταν μετά ο Γέροντας, «ο Τήρων ή ο Στρατηλάτης;»
------------
Άλλοτε πάλι πήγαινε για υπακοή στη Σκήτη Ξενοφώντος. Ξεκίνησε με τα πόδια από τη Δάφνη και σκεφτόταν τι θα κάνει που δεν ξέρει τον τόπο. Καθ’ οδόν όμως συνάντησε έναν παπά, γείτονά του, Κατουνακιώτη που πήγαινε επίσης στη Σκήτη και διατεινόταν ότι γνωρίζει τα μονοπάτια. Πράγματι έφθασαν κάποτε εκεί, αλλά τον οδηγό παπά τον κατάπιε η γη. Παραξενεύτηκε ο Γέροντας αλλά είπε: «Δόξα τω Θεώ».
--------------
Ο Γέροντας είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στον άγιο Νεκτάριο. Συχνά τον έβαζε στη Θ. Λειτουργία ανάβοντας κεράκια στην εικόνα του. Πήγαινε και προσκυνούσε το ευωδιάζον λείψανό του στη συνοδία του π. Γερασίμου του Υμνογράφου στη Μικρή Αγία Άννα, και όταν είχε μεγάλη ανάγκη παρακαλούσε τους πατέρες και του το ‘φερναν στα Κατουνάκια για ευλογία.
Όταν τον ρωτούσαν γιατί είναι τόσο μεγάλος άγιος ο άγιος Νεκτάριος, απαντούσε: «Διότι ακόμη και σήμερα συκοφαντείται».
Κάποτε παρατήρησε ότι το σιτάρι που είχε αποθηκευμένο επρόκειτο να καταστραφεί εξαιτίας της πολλής ψείρας που έπιασε. Ήταν μόνος του με άρρωστο τον γέροντα παπα-Νικηφόρο και ήταν πολύ δύσκολο να το αντικαταστήσει. Προσευχήθηκε στον άγιο Νεκτάριο, σταύρωσε ένα βαμβάκι πάνω στο λείψανό του, το έβαλε μέσα στο σιτάρι και αμερίμνησε. Μετά από καιρό, όταν χρειάστηκε να αλέσει σιτάρι για να ζυμώσει ψωμί, το σιτάρι ήταν πεντακάθαρο. Ο άγιος Νεκτάριος είχε κάνει το θαύμα του!
Επίσης πολλήν ευλάβεια είχε ο Γέροντας στον άγιο Μεγαλομάρτυρα Μηνά και στην αγία Ειρήνη τη Χρυσοβαλάντου. Πάμπολλες φορές τους έβαζε στη Θ. Λειτουργία με αίτημα είτε ο άγιος Μηνάς να του βρει κάτι που έψαχνε, είτε να φέρει την ειρήνη, όπου χρειαζόταν, η αγία Ειρήνη.
-----------------
Ο γερο-Ραφαήλ ζούσε μόνος του την αυστηρή μοναχική ζωή του σ’ ένα μικρό σπιτάκι που ήταν η προέκταση σπηλιάς, πολύ κοντά στον Άγιο Εφραίμ. Συχνά τον επισκεπτόταν ο Γέροντας, για να τελέσει ιερατικά καθήκοντα. Κάποτε που τελούσαν μαζί με τον παπα-Νικηφόρο το μυστήριο του Ευχελαίου, ο Γέροντας άκουσε φωνή από την εικόνα των Αρχαγγέλων που του έλεγε: «Εμείς σε περιμένουμε, πότε θα έρθεις κοντά μας!» Καταχάρηκε ο Γέροντας από την αίσθηση της χάριτος. Όταν αργότερα το ανέφερε στον γερο-Ιωσήφ, άκουσε την εξής ερμηνεία του γεγονότος: «Όχι ότι μίλησε η εικόνα, παιδί μου, αλλά η χάρις σχηματίζεται έτσι».
---------------------
Κάποτε, ιερέας όντας, νέος και αγωνιστικός, ήθελε να διαφυλάξει τον πνευματικό καρπό της Θ. Λειτουργίας. Ζήτησε λοιπόν από τους άλλους γέροντες των Κατουνακίων να καταργήσουν τα μετά τη Θ. Λειτουργία κεράσματα και τις παρεπόμενες αθώες συνομιλίες που σβήνουν τη φλόγα της Λειτουργίας. Εκείνοι όμως αντέδρασαν.
«Φούντωσα», έλεγε. «Δυο-τρεις μέρες με χτυπούσε μνησικακία. Στο τέλος με πολλή ορμή ψυχής προσευχήθηκα και είπα: ‘‘Άγιε Βασίλειε, άγιε Θεόδωρε Στουδίτη, αγία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, εγώ αγωνίζομαι για όσα διδάξατε, και λοιπόν αυτόν τον καρπό απολαμβάνω;’’ Αμέσως η ψυχή μου γέμισε ειρήνη προς όλους τους αδελφούς και είχα την αίσθηση ότι μεγάλη νίκη νίκησα. Για τρεις μέρες είχα την εντύπωση ότι με ακολουθεί ένα κοριτσάκι δώδεκα ετών, η Παναγία».
-----------------------
Ήταν πολύ ευαίσθητος στα ταξίδια, κυρίως στα θαλασσινά. Η ναυτία τον ταλαιπωρούσε αφάνταστα. Απέφευγε να ταξιδέψει, ιδίως αν είχε λειτουργήσει προηγουμένως, γιατί φοβόταν μήπως κάνει εμετό. Και είναι αμαρτία μετά τη Θ. Λειτουργία αυτό. Κάποτε βρισκόταν στη Νέα Σκήτη και λειτούργησε. Η θάλασσα φαινόταν ήσυχη και χωρίς να το καλοσκεφτεί μπήκε στο μικρό καΐκι για να επιστρέψει στα Καρούλια-Κατουνάκια. Η απόσταση ήταν μικρή, αλλά καθώς πέρασαν το ακρωτήριο της Πίννας, συνάντησαν θαλασσοταραχή που συνεχιζόταν, όσο πλησίαζαν στα Καρούλια. Ο καπετάνιος φοβόταν ‘‘να πιάσει’’ και σκόπευε να συνεχίσει. Ο Γέροντας βρισκόταν ήδη σε κατάσταση ναυτίας και είχε τάση εμετού. Πλησίασε τον καπετάνιο και με τον ορμητικό του τρόπο του είπε επιτακτικά: «Ιορδάνη, θα πιάσεις στα Καρούλια!» Ο καπετάνιος πιεζόμενος υποχώρησε και εκνευρισμένος γύρισε το τιμόνι προς το μουράγιο των Καρουλίων λέγοντας με αγανάκτηση: «Θα πιάσω, κι ας σπάσω το καΐκι!» Σε χρόνο μηδέν η θάλασσα έγινε μπουνάτσα. Έπιασαν στο μουράγιο, κατέβηκε ο Γέροντας και οι άλλοι πατέρες, ξεφόρτωσαν και ένα σωρό πράγματα με την άνεσή τους, ενώ ο καπετάνιος ομολογούσε με θαυμασμό: «Μεγάλο άγιο έχεις, παπά, εσύ!»
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000