Έξω από το χωριό τους την Φαράκλα υπήρχε σε κάποιο λόφο το εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, αυτό ήταν και το σχολείο του στα πρώτα χρόνια. Εκεί πήγαινε πολύ τακτικά ο μικρός Ιάκωβος και προσηύχετο στην Αγία.
Αφηγείται λοιπόν ο ίδιος ο Άγιος Γέροντας Ιάκωβος την συνάντηση με την Αγία: «Με τα χέρια μου έσκαψα το χώμα και δημιούργησα λαξευτή σκάλα, για να μπορούν άνετα οι προσκυνητές να ανεβαίνουν στο εξωκλήσι. Έκοβα έναν φουντωτό θάμνο, σκούπιζα την εκκλησία, άναβα και τα καντηλάκια και καθόμουνα και κοίταζα τις εικόνες, μέσα στην απόλυτη σιωπή της νύκτας πάνω στο ερημικό λόφο.
Ούτε φοβόμουν μόνος, ούτε λογισμός δειλίας μ’ ενόχλησε ποτέ.
Έβλεπα τότε την Αγία σαν μοναχή, να βγαίνει από το Ιερό, να διασχίζει το ναό της και έξω στην αυλή να σκύβει και να πλένει τα καντήλια της. Με το παιδικό μου το μυαλό έλεγα ότι η Αγία πλένει τα πιάτα της, όπως η μητέρα μου κάθε βράδυ, όσο κουρασμένη και να ήταν, πάντα έπλενε τα πιάτα, γιατί σκεφτόταν μην τυχόν πεθάνει τη νύκτα και το πρωί βρουν οι γυναίκες άπλυτα πιάτα και σκανδαλιστούν για την έλλειψη νοικοκυροσύνης.
Έχοντας υπ’ όψιν μου το γεγονός αυτό, νόμιζα ότι και η Αγία τη νύκτα έπλενε τα πιάτα της.
Ένα βράδυ καθώς πήγαινα ως συνήθως στο εξωκλήσι και ενώ βρισκόμουν λίγα μέτρα μακριά από την εκκλησία, βλέπω την Αγία σαν μοναχή να στέκεται απ’ έξω και να μου λέει:
– Έλα εδώ, Ιάκωβε, να σου μιλήσω!
Εγώ δείλιασα, κόπηκαν τα πόδια μου και της λέω:
– Φοβούμαι να έρθω κοντά σου. Πες μου από εδώ που στέκομαι, τι θέλεις να μου πεις. Κοντά σου φοβούμαι να έρθω.
Τότε μου λέει η Αγία:
– Γιατί με φοβάσαι; Εσύ τόσο καιρό έρχεσαι και περιποιείσαι την εκκλησία μου και μου ανάβεις τα καντήλια μου! Θέλω πολλά να σου πω. Ζήτησέ μου τι χάρη θέλεις από μένα, τι χάρισμα να σου δώσω.
Τότε της λέω:
– Να ρωτήσω την μητέρα μου και θα σου πω, και αμέσως γύρισα και έφυγα τρέχοντας για το σπίτι μου.
Λέω στην μητέρα μου ότι είδα την Αγία Παρασκευή και μου ζήτησε να της πω τι χάρη θέλω να μου κάνει.
– Είδες παιδί μου την Αγία Παρασκευή; Πώς την είδες; Τι συνέβη ακριβώς; Με ρώτησε η μητέρα μου.
Αφού λοιπόν της εξήγησα λεπτομερώς τα γεγονότα, μου είπε:
– Παιδί μου, να ζητήσεις από την Αγία την τύχη σου να σου δώσει.
Το άλλο βράδυ πήγα στο εξωκκλήσι και βλέπω πάλι την Αγία σαν μοναχή να με περιμένει έξω από το ναό της. Στέκομαι λίγο μακριά και της λέω:
– Την τύχη μου θέλω να μου δώσεις.
Τότε η Αγία μου λέει:
– Η τύχη σου…; Στη ζωή σου θα δεις δόξες και τιμές πολλές και το χρυσάφι θα περνάει από τα χέρια σου (και έκανε μια κίνηση με το χέρι της η Αγία δείχνοντας τη μεγάλη ποσότητα, την αφθονία), αλλά δεν θα σ’ αγγίζει.
Και πράγματι, έλεγε ο γέροντας, αμέτρητα χρήματα πέρασαν από τα χέρια μου, αλλά όλα πήγαν στον προορισμό τους, στους πάσχοντες, στους φτωχούς, στους έχοντες ανάγκη. Και άλλα πολλά μου είπε η Αγία Παρασκευή και πάλι τρέχοντας γύρισα στο σπίτι μου».
«Εύρισκα σπηλιές και μέσα κει προσευχόμουν…»
Μ’ όλ’ αυτά, από εννέα περίπου ετών, το Ιακωβάκι το φωνάζανε πάντοτε να διαβάσει ευχές και να σταυρώσει. Ο παπα-Θοδόσης ήτανε σε άλλο χωριό. Τον καλούσανε στις αρρώστιες και σε κάθε δύσκολη περίσταση. Αρρώσταιναν τα ζώα; φωνάζανε το Ιακωβάκι να τα διαβάσει και γινόσανε καλά. Στα παιδάκια πάλι το ίδιο. Ακόμα και για τις γυναίκες, που δυσκολευόσανε να γεννήσουν, καλούσανε το Ιακωβάκι. Πήγαινε με λαδάκι της αγίας Παρασκευής, σταύρωνε την πόρτα του σπιτιού, προσευχότανε κι έφευγε. Η γυναίκα ελευθερωνόταν.
Από την Εκκλησία του χωριού είχε το Ευχολόγιο και από το σπίτι τους τη Σύνοψη. Αλλά στις περιπτώσεις ασθενειών, που τον φωνάζανε να διαβάσει ευχές, διάβαζε, όσο ήτανε κάτω από δέκα-έντεκα ετών, ό,τι τύχαινε, ό,τι πρωτοάνοιγε στα δύο τούτα βιβλία, γιατί δεν μπορούσε να κρίνει κάθε φορά ποια ευχή ακριβώς χρειάζεται στην περίπτωση.
Αργά το απόγευμα κάθε μέρα μετά το σχολείο πήγαινε και άναβε τα καντηλάκια στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής (το σχολείο του). Πήγαινε μόνο του και του άρεσε να μένει μέχρι το νύχτωμα.
(από το βιβλίο: «Ένας άγιος γέροντας – ο μακαριστός π. Ιάκωβος», Έκδοση Ιεράς Μονής Οσίου Δαβίδ Γέροντος, 1996)
Επειδή ο Χριστός είναι ο Σωτήρας των ανθρώπων, και προξένησε την μεγαλύτερη ευεργεσία σε όλο τον κόσμο, γι’ αυτό και η Παναγία, η Μητέρα του Χριστού, είναι η χαρά όλης της κτίσεως. Γιατί αυτή έδωσε την σάρκα της στον Χριστό, αυτή τον κράτησε εννέα μήνες μέσα στην κοιλιά της, και αυτή με την αγάπη και την στοργή της τον θήλασε, τον μεγάλωσε.
Αλλά τιμώντας την Παναγία παράλληλα πρέπει να τιμούμε και την μητέρα της Παναγίας, την αγία Άννα. Η Εκκλησία αιωνίως αποδίδει την ευγνωμοσύνη της και την τιμή της στα πρόσωπα εκείνα που συνετέλεσαν στην δόξα του Θεού. Έτσι, λοιπόν, σήμερα εορτάζουμε και την αγία Άννα, την Μητέρα της Παναγίας μας, η οποία παρέδωσε την ψυχή της σαν αυτή την ημέρα.
Εφ’ όσον η αγία Άννα ήταν Μητέρα της Παναγίας αυτό σημαίνει ότι ήταν η Προμήτωρ, δηλαδή η γιαγιά του Χριστού κατά το ανθρώπινο. Από την πείρα μας γνωρίζουμε την μεγάλη αγάπη της γιαγιάς στα εγγόνια, αλλά και την αγάπη των εγγονών προς την γιαγιά τους. Οπότε μπορούμε να καταλάβουμε και την σχέση της αγίας Άννης με τον Χριστό. Αυτή θα του έδειχνε αγάπη, θα τον βοηθούσε, καθώς επίσης ο μικρός Χριστός θα αισθανόταν την ιδιαίτερη αγάπη και στοργή της γιαγιάς του.
Ο πατέρας της αγίας Άννης, ο ιερεύς Ματθάν είχε τρεις θυγατέρες, την Μαρία, την Σοβήν και την Άννα. Από την Μαρία προήλθεν η Σαλώμη, η μετέπειτα μυροφόρος, από την Σοβήν γεννήθηκε η Ελισάβετ, η μητέρα του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και από την Άννα γεννήθηκε η Παναγία μας. Οπότε, η Σαλώμη η μυροφόρος, η Ελισάβετ η μητέρα του Προδρόμου και η Παναγία είναι θυγατέρες τριών αδελφών και πρώτες εξαδέλφες μεταξύ τους. Βλέπουμε εδώ μια αγία οικογένεια και μια αγία συγγενική ατμόσφαιρα.
Η αγία Άννα ήταν μια ευλαβής γυναίκα, όπως διδάσκουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, ιδιαιτέρως ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Το όνομα Άννα σημαίνει Χάρις και πράγματι η Χάρη κατοικούσε μέσα της. Συνέλαβε την Παναγία με προσευχή, νηστεία και υπακοή στον Θεό. Την κυοφόρησε, την γαλακτοτρόφησε με πολλή αγάπη, δίδοντας όχι μόνο το γάλα της, αλλά και την ζωή της, την προσευχή της. Όταν η Παναγία έγινε τριών ετών την αφιέρωσε στον Ναό, στερήθηκε την παρουσία της, γιατί ήξερε ότι είναι δώρο Θεού. Ολόκληρη την ζωή της η αγία Άννα την πέρασε με νηστείες, προσευχές και ελεημοσύνες.
Τα όσα είδαμε προηγουμένως δείχνουν μια πραγματικότητα, ότι όταν χαιρόμαστε έναν καρπό πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτός ο καρπός είναι αποτέλεσμα πολλών προσπαθειών και πολλών κόπων. Αυτό που γίνεται σε υλικό επίπεδο, γίνεται και σε πνευματικό επίπεδο. Τιμούμε έναν άγιο, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να τιμούμε και αυτούς που τον βοήθησαν να γίνη άγιος και την όλη ατμόσφαιρα που συνετέλεσε στον σκοπό αυτό. Στην περίπτωση που μελετάμε σήμερα, δηλαδή της αγίας Άννης, βλέπουμε μια ολόκληρη πνευματική οικογένεια, αλλά και μια ολόκληρη πνευματική ατμόσφαιρα, που συνετέλεσε στην δημιουργία αγίων προσωπικοτήτων και την εμφάνιση της Παναγίας μας.
Πόση σημασία πρέπει να δώσουμε στην ατμόσφαιρα που δημιουργείται μέσα σε μια οικογένεια! Συνήθως είμαστε έτοιμοι να κατηγορήσουμε τα παιδιά, τους νέους, αγνοώντας όμως ότι πολλές φορές φταίμε εμείς που δεν τους δημιουργούμε τις κατάλληλες συνθήκες να αναπτυχθούν σωστά.
Πάντως εφ’ όσον θεωρούμε την Παναγία ως πνευματική μητέρα μας, πρέπει να θεωρούμε και την Αγία Άννα ως πνευματική μας γιαγιά. Και να την παρακαλούμε να μας δείχνη την στοργή της, όπως την δείχνουν οι γιαγιάδες. Την έχουμε ανάγκη.
† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ
«Σε μία έρημη τοποθεσία, όπου υψώνεται και η στήλη του καταδικασμένου δελφινιού, άφησαν τον άγιο μόνον του χωρίς να φροντίσουν ούτε για την τροφή της ημέρας. Ο μακαριότατος Συμεών, όταν είδε ότι νίκησε η μανία του συγκέλλου (Επισκόπου, εχθρού του) και πραγματοποίησε το φθονερό του βούλευμα, ευχαριστεί χωρίς μεμψιμοιρίες τον Θεό που έτσι επέτρεψε να ρυθμιστεί η τύχη του. Γι’ αυτό τριγυρίζοντας επάνω στο τραχύτατο εκείνο βουνό, έψαλλε με ευθυμία λέγοντας· "με την φωνή μου έκραξα προς τον Κύριο, με την φωνή μου εδεήθηκα προς τον Κύριο (Ψαλμ. 141)"» (τ. 19Α, σ. 199).
«Έστειλε πάλι επιστολή και περισσότερο δεχόταν εκείνος από αυτόν τις πληγές στην καρδιά και λέγει στην επιστολή. "Καλούς στεφάνους προσέθεσε πάλι στους στεφάνους μου ο καλός Στέφανος (ο εχθρός του Επίσκοπος που τον έστειλε εξορία) και δεσπότης μου. Αλλά τι να σου ανταποδώσουμε για όσα κινούμενος από αγαθή διάθεση έκανες σ’ εμάς τους ταπεινούς και κάνεις, και γνωρίζω ότι πάλι θα κάνης, ευεργετώντας μας καθημερινώς επί επτά ήδη έτη; Τι να απολογηθούμε λοιπόν σε σένα που σε τέτοια πράγματα είσαι σπουδαίος και γνωρίζεις να προσφέρεις γενναιόδωρα στους φίλους τα γλυκά σου φάρμακα; Αλλά σε παρακαλούμε μη σταματήσεις την επιχείρησή σου, μη καταπαύσεις τα έργα σου, πρόσθεσε, αν σου αρέσει, σ’ αυτά όσα με την επίταση καθιστούν ακόμη γλυκυτέρους τους πόνους μου. Μου αύξησες το φως, την χαρά, την γλυκύτητα, τα οποία αναβλύζουν μέσα μου δια της ειρήνης των λογισμών την άρρητη ευφροσύνη του πνεύματος· είθε να μου τα αυξήσεις ακόμη περισσότερο, πράττοντας τα δικά σου, και να μας ενώσεις με τον Θεό, χάριν του οποίου υποφέρω τα πάντα προθύμως και για τον οποίο, όπως βλέπεις, μου έχει επιβληθεί από σε αυτή η αλυσίδα της εξορίας. Χαίρε. Προς τον πανίερο και άγιο δεσπότη μου ο εξ αιτίας σου εξόριστος και γενόμενος γυμνός από τα υπάρχοντά μου Συμεών ο δικός σου"» (τ. 19Α, σ. 207).
«Ποιο χαρτί τις ευεργεσίες σου θα χωρέσει και τα πολλά καλά σε εμένα που έκανες; Αν μύριες είχα γλώσσες, μύρια χέρια, να πω δεν θα μπορέσω για όλα ή να γράψω» (τ. 19Ε, σ. 261, στιχ. 65-68).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
"Την ώρα της κηδείας έλαμπε ένα φως δυνατό"
Μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο του Γέροντα βρήκα εκεί
τον πατέρα του κοριτσιού, του οποίου μόλις είχε γίνει η κηδεία.
Τον αγκάλιασα, τον φίλησα κι αρχίσαμε να κλαίμε και οι δύο.
Πετιέται τότε ο Γέροντας και μας λέει: "Να βγείτε έξω και οι δύο. Δε σας αντέχω".
Βγήκαμε, πράγματι, έξω. Ύστερα από λίγο έστειλε ο Γέροντας και με φώναξαν.
Πήγα και μου είπε: -Με συγχωρείς, που σας είπα να βγείτε έξω,
αλλά ξέρεις τί μου συμβαίνει σήμερα; -Τί, Γέροντα;
Κι άρχισε να μου λέει κλαίοντας: -Την ώρα της κηδείας έβλεπα ένα φώς δυνατό
επάνω από την Εκκλησία. Σ' όλη τη διάρκεια της κηδείας έβλεπα αυτό το φωτεινό άστρο.
Κι όταν μετέφεραν το φέρετρο προς τον τάφο, πάλι το έβλεπα.
Όταν κατέβασαν το φέρετρο μέσα στον τάφο και τον γέμισαν με το χώμα,
τότε σταμάτησα να το βλέπω. -Σταμάτησε, Γέροντα, σε παρακαλώ γιατί κι εσύ
θα πάθεις κάτι κι εγώ θα πάθω, από την υπερβολική συγκίνησή μας!
-Μετά από τόσα χρόνια και να σας βλέπω να κλαίτε, κύριε Παπαζάχο,
αφηγούμενος αυτό το συγκλονιστικό πράγμα!
-Δεν μπορώ, πράγματι, να συγκρατήσω τα δάκρυά μου!
[Γερ.78]
Μου είπε κάποτε: "Ο θάνατος δύναται να παρασταθεί ως εξής:
Υπόθεσε πώς βρισκόμαστε σε ένα δωμάτιο που ανοίγουνε την πόρτα
και αμέσως βρισκόμαστε στο άλλο δωμάτιο .Έτσι και εμείς:
Αν είμαστε εδώ με το Χριστό, και εκεί θα βρεθούμε με Αυτόν".
[Τζ 120]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.201-202)
Τα καθυστερημένα παιδιά
Οι μάνες που έχουν καθυστερημένα παιδιά, που κάνουν συνέχεια σκηνές,
που λερώνουν, τί τραβάνε οι καημένες! Μαρτύριο! Γνώρισα μια μάνα που έχει
κοτζάμ παιδί και δεν μπορεί να το κουμαντάρη, γιατί κάνει κάτι αταξίες!...
Το καημένο παίρνει τις ακαθαρσίες και πασαλείβει τα ντουβάρια, τα σεντόνια...
Η μάνα να συμμαζεύη, να καθαρίζη το σπίτι, να κάνη όλο το νοικοκυριό,
και αυτό να τα κάνη όλα άνω-κάτω, όλα να τα λερώνη.
Να κρύβη η φουκαριάρα τα απορρυπαντικά και αυτό να τα βρίσκη και να τα πίνη!
Ολόκληρα ντουλάπια τα πετάει κάτω από το μπαλκόνι.
Φύλαξε ο Θεός και δεν σκότωσε κανέναν μέχρι τώρα.
Και δεν είναι μια μέρα και δυό. Χρόνια ολόκληρα είναι αυτή η κατάσταση!
-Μπορεί, Γέροντα, κάποιος που είναι λειψός στο μυαλό να έχη ταπείνωση και καλωσύνη;
-Πώς δεν μπορεί! Νά, αυτό το παιδάκι που έρχεται συχνά εδώ στο μοναστήρι
μπορεί να είναι διανοητικά καθυστερημένο, αλλά την καλωσύνη που έχει αυτό,
ποιός λογικός άνθρωπος την έχει; Τί προσευχή, τί μετάνοιες κάνει!
Όταν με την κήλη δυσκολευόμουν να κάνω μετάνοιες, του είπαν οι γονείς του:
«Ο Παππούλης είναι άρρωστος• δεν μπορεί να κάνη μετάνοιες».
«Κάνω γώ», είπε εκείνο, και έκανε μετά μετάνοιες για μένα και γινόταν μούσκεμα στον ιδρώτα.
Πόσο φιλότιμο, πόση αρχοντιά έχει! Μια φορά το έδειρε ένα παιδί στην γειτονιά,
κι εκείνο, αφού έφαγε το ξύλο, του έδωσε το χέρι και του είπε:
«Γειά, χαρά!». Ακούς; Ποιός γνωστικός το κάνει αυτό, κι ας έχη διαβάσει
Ευαγγέλιο και ένα σωρό πνευματικά βιβλία.
Νά, και πριν από λίγες μέρες που είχε έρθει εδώ όλη η οικογένειά του να με δή,
αυτό κάθησε δίπλα μου και η αδελφούλα του πιο πέρα.
Μόλις είδε την αδελφούλα του που κάθησε μακριά μου, «έλα, κοντά Παππούλη»,
της λέει και την έβαλε δίπλα μου. Πολύ με συγκίνησε και του έδωσα ευλογία
έναν μεγάλο φιλντισένιο σταυρό που μου είχαν φέρει από τα Ιεροσόλυμα.
Μόλις τον πήρε στα χέρια του, «γιαγιά», είπε και έδειξε πώς θα τον βάλη στον τάφο
της γιαγιάς του! Φοβερό! Τίποτε δεν θέλει για τον εαυτό του• όλα για τους άλλους!
Αυτό θα πάη με τα τσαρούχια στον Παράδεισο, αλλά θα βάλη και τους γονείς του στον Παράδεισο.
Μακάρι να ήμουν και εγώ στην θέση του, και ας μην καταλάβαινα και ας μη μιλούσα.
Ενώ ο Θεός μου έδωσε όλα τα αγαθά, εγώ τα αχρήστευσα.
Στην άλλη ζωή θα κρύβωνται μπροστά του ακόμη και θεολόγοι.
Μου λέει ο λογισμός ότι οι θεολόγοι Αγιοι στον Ουρανό δεν θα είναι σε καλύτερη θέση
ως προς την γνώση του Θεού από αυτά τα παιδάκια.
Ίσως σ’ αυτά να δώση ο δίκαιος Θεός και κάτι παραπάνω, γιατί εδώ έζησαν στερημένα.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 237-238)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 13
Η παραβολή της άκαρπης συκιάς.
13.7 εἶπεν δὲ πρὸς τὸν ἀμπελουργόν(1),
᾽Ιδοὺ τρία ἔτη(2) ἔρχομαι ζητῶν καρπὸν ἐν τῇ συκῇ ταύτῃ καὶ οὐχ εὑρίσκω.
ἔκκοψον αὐτήν· ἱνατί καὶ τὴν γῆν καταργεῖ(3);
7 Είπε τότε στον αμπελουργό: “τρία χρόνια τώρα έρχομαι σ’ αυτήν τη συκιά
να βρω σύκα και δε βρίσκω· κόψε την, λοιπόν, για να μην αχρηστεύει και το έδαφος”.
(1) «Αμπελουργός είναι ο Χριστός, επειδή φροντίζει αυτό το αμπέλι
και καλλιεργεί σαν φυτά τους πιστούς» (Ζ), «και ήλθε για να εργαστεί με διάθεση
και να καθαρίσει το αμπέλι μας» (Θφ).
(2) Ερμηνεύτηκε αλληγορικά: «Τρεις φορές ήλθε· την πρώτη μέσω του Μωϋσή
και του Ααρών· τη δεύτερη, στην εποχή του Ιησού του Ναυή και των κριτών
μετά από αυτόν· την τρίτη επίσης, μετά από αυτούς, το διάστημα που εμφανίστηκαν
οι μακάριοι προφήτες μέχρι τον Ιωάννη τον Βαπτιστή.
Σε αυτούς τους καιρούς έγινε άκαρπος ο Ισραήλ» (Κ).
«Ως άλλο τέταρτο καιρό, θα θεωρήσουμε τον χρόνο της ενανθρώπησης,
κατά τον οποίο τρυπάει και σκάβει ολόγυρα τον Ισραήλ ζεσταίνοντάς τον,
για να τους καταστήσει φλογερούς στο πνεύμα· επειδή όμως μετά από τόσες απειλές
έμειναν άκαρποι, κόπηκε η συκιά και μπολιάστηκαν τα έθνη στη ρίζα εκείνων.
Διότι έμεινε η ρίζα» (Ω). Πιο σωστή ερμηνεία: ο αριθμός των 3 ετών,
σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται για δήλωση πλήρους κύκλου.
Δες και Λουκ. ιγ 32 (L). Τρία έτη είναι ο συνηθισμένος καιρός,
κατά τον οποίο το φυτεμένο δέντρο της συκιάς έπρεπε να καρποφορήσει (δ)
και μετά την παρέλευση του οποίου μπορούσαν με ασφάλεια να κρίνουν
για τη στειρότητα του δέντρου (g). Πιο ατυχής η εκδοχή του b. σύμφωνα
με την οποία τα 3 έτη υποδηλώνουν την τριετή δημόσια δράση του Κυρίου.
Διότι το δέντρο υπήρξε άκαρπο πολύ πριν ακόμη αρχίσει ο Κύριος να κηρύττει.
(3) Κάνει τη γη αργή [άγονη] (δ). Το και=Μαζί με το ότι δεν παράγει κανένα καλό,
κάνει στείρο και το έδαφος· όχι μόνο δεν αποδίδει καρπό,
αλλά και καθιστά άχρηστο το έδαφος (p).
«Αυτό βεβαίως το έλεγε, ερεθίζοντας μεν τον γεωργό στο να φροντίσει την συκιά
και διεγείροντας την άκαρπη ψυχή στο να παράγει τους καρπούς που επιβάλλεται» (Β).
Είναι θλιβερό να σκέφτεται κάποιος, πόσοι απολαμβάνουν τα προνόμια
και τις χάριτες του ευαγγελίου χωρίς να πράττουν τίποτα για τη δόξα του Θεού
και χωρίς να ανταποδίδουν κάτι στην τόση εύνοια την οποία ο Θεός τους δείχνει.
Εδώ η ακαρπία της συκιάς γίνεται βαρύτερη για δύο λόγους.
Λόγω της ιδιαίτερης επιμέλειας και καλλιέργειας, της οποίας έτυχε αυτή,
αναμενόταν και η καρποφορία της να είναι πλούσια.
Και όμως δεν παρήγαγε ούτε ένα σύκο.
Επιπλέον ανέμενε ο ιδιοκτήτης αυτήν για χρόνο μακρό.
Ήλθε για 3 συνεχή έτη με υπομονή περιμένοντας την καρποφορία του δέντρου.
Μακρόθυμος ο Θεός.
Αλλά όταν οι άνθρωποι καταχρώνται τη μακροθυμία του ακολουθεί πλέον
αδυσώπητη η αυστηρότητά του. Πόσες τριετίες ήλθε ο Θεός σε πολλούς από εμάς
ζητώντας καρπό και δεν βρήκε κανέναν. Αλλά δέντρα καρποφόρα που αποδείχτηκαν στείρα,
δεν είναι απλώς άκαρπα αλλά και βλαβερά. «Γιατί καταργούν και τον τόπο;»
Εκείνοι οι οποίοι δεν πράττουν το καλό, με την επίδραση του παραδείγματός τους
γίνονται και βλαβεροί, θλίβοντας μεν και αποθαρρύνοντας αυτούς
που πράττουν το αγαθό, σκληραίνοντας από την άλλη και ενισχύοντας εκείνους,
οι οποίοι είναι κακοί. Και η βλάβη είναι τόσο μεγαλύτερη,
όσο τα δέντρα αυτά είναι υψηλότερα και παλαιότερα.
«Του δόθηκε (του Συμεών) από εκεί (το όραμα του ακτίστου φωτός) και λόγος σοφίας και γνώσεως, ώστε όλοι να θαυμάζουν για την σύνεση και τους λόγους του και έκπληκτοι να λέγουν τα εξής· «από πού του ήλθε τέτοια σοφία και γνώσις, ενώ δεν διδάχθηκε την θύραθεν παιδεία;». Αλλ’ λησμόνησαν ότι ο Θεός, ως σοφία και τελεία γνώση που είναι, σε όσους επισκεφθεί και εγκαταστήσει μονή, γεμίζει απόρρητη σοφία και γνώση τους μετόχους και τους καθιστά, σαν τους μαθητάς και αποστόλους του, σοφωτέρους από όλους τους σοφούς και ρήτορες» (τ. 19Α, σ. 71).
«(Συμβουλή σε μοναχούς για νέο Ηγούμενο)· Κανείς σας λοιπόν να μη καταφρονεί την νεότητά του, τον άπλαστο λόγο και την άπλαστη διδασκαλία του· και αν ακόμη είναι απαίδευτος στον λόγο, δεν είναι και στην γνώσι της χάριτος. Διότι ο έμπρακτος λόγος, που κατέχει την άνωθεν χάρη, είναι σοφώτερος από την μωραμένη σοφία των ανθρώπων, όπως ο ήλιος είναι λαμπρότερος και ανώτερος από τα άστρα» (τ. 19Α, σ. 143).
«Κάθε δοκησίσοφος λόγω της μαθηματικής πολυμαθείας του δεν θ’ αξιωθεί ποτέ να κοιτάξει και δει τα μυστήρια του Θεού, έως ότου θελήσει πρώτα να ταπεινωθεί και να γίνει μωρός, αποβάλλοντας και την γνώση που κατέχει μαζί με την οίηση. Διότι αυτός που πράττει τούτο και ακολουθεί με αδίστακτη πίστη τους σοφούς στα θεία, χειραγωγούμενος από αυτούς, εισέρχεται μαζί με αυτούς στην πόλη του ζώντος Θεού και οδηγούμενος και φωτιζόμενος από το θείο Πνεύμα, βλέπει και διδάσκεται όσα κανείς από τους άλλους ανθρώπους δεν είδε και δεν μπορεί ποτέ να δει ή να μάθει, και τότε γίνεται μαθητής του Θεού» (τ. 19Α, σ. 527).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
«Πραγματικά, καθώς κάποια νύκτα στεκόταν σε προσευχή και με καθαρό νου ενωνόταν με τον πρώτο καθαρότατο νου, είδε ξαφνικά να λάμπει σ’ αυτόν φως επάνω από τους ουρανούς, λαμπερό και άφθονο, που καταφώτισε το παν και το κατέστησε καθαρό σαν ημέρα. Από αυτό δε φωτιζόμενος και ο ίδιος νόμιζε ότι όλος ο οίκος μαζί με το δωμάτιο όπου στεκόταν είχε αφανισθεί και είχε περάσει αμέσως στο μη ον κι ο ίδιος αισθανόταν ότι είχε αρπαγή στον αέρα και είχε ξεχάσει τελείως το σώμα. Σ’ αυτήν την κατάσταση, όπως έλεγε και έγραφε στους έμπιστούς του, γέμισε από μεγάλη χαρά και θερμά δάκρυα· και κατάπληκτος από την παραξενιά του θαύματος, αφού ήταν αμύητος ακόμη των αποκαλύψεων αυτού του είδους, εφώναξε δυνατά ακαταπαύστως το «Κύριε, ελέησον», καθώς αντιλήφθηκε ύστερα, όταν ήλθε στον εαυτό του· διότι εκείνη την ώρα δεν γνώριζε καθόλου ότι ομιλεί με φωνή ή ότι ακούεται προς τα έξω η λαλιά του. Ενεργούμενος λοιπόν σ’ αυτό το φως είδε ένα είδος φωτεινότατης νεφέλης, άμορφης και ασχημάτιστης και γεμάτης άρρητη δόξα Θεού στο ύψος του ουρανού, από τα δεξιά δε αυτής της νεφέλης έβλεπε να στέκεται ο πνευματικός πατήρ του Συμεών ο Ευλαβής -τι φρικτό όραμα!- με την στολή που συνήθιζε να φορά στην ζωή του, να παρατηρή σταθερά το θείο εκείνο φως και να το παρακαλεί απερίσπαστα. Ευρισκόμενος λοιπόν πολλή ώρα σ’ αυτήν την έκσταση και βλέποντας τον πατέρα του να παρίσταται δεξιά της δόξας του Θεού, δεν αισθανόταν αν ευρισκόταν τότε μέσα στο σώμα ή έξω από το σώμα, όπως διαβεβαίωνε κι έλεγε ύστερα. Όταν δε επί τέλους κάποτε το φως εκείνο συστάλθηκε για λίγο προς εαυτό, τότε αυτός αντιλήφθηκε πάλι ότι ευρίσκεται στο σώμα και μέσα στο δωμάτιο, και έτσι την μεν καρδιά ευρήκε γεμάτη άφατη χαρά, το δε στόμα να φωνάζει δυνατά το «Κύριε, ελέησον», και τον εαυτό του ολόκληρο καταβρεγμένο με δάκρυα γλυκύτερα από μέλι και κερί. Από την ώρα εκείνη αισθάνθηκε ότι το σώμα του έγινε λεπτό και ελαφρό, σαν πνευματικό, και παρέμεινε πολύν χρόνο σ’ αυτήν την κατάσταση. Τέτοιο και τόσο σπουδαίο είναι το έργο που ενεργεί στους ζηλωτάς η καθαρότης και ο θείος έρως» (τ. 19Α, σελ. 43-45).
«Αυτός που έχει αποκτήσει τον ουράνιο πλούτο, δηλαδή την παρουσία και ενοίκηση εκείνου που είπε, "εγώ και ο Πατήρ θα έλθωμε και θα κάμωμε σ’ αυτόν την διαμονή μας", γνωρίζει ενσυνειδήτως πόση χάρι απήλαυσε, γνωρίζει πόσου και ποιού είδους θησαυρό έχει στα ανάκτορα της καρδιάς του. Διότι διαλεγόμενος με τον Θεό ως φίλος προς φίλον, παρουσιάζεται με θάρρος ενώπιον του κατοικούντος στο απρόσιτο φως. Μακάριος είναι όποιος πιστεύει σ’ αυτά» (τ. 19Α, σ. 461).
«Σαν γίνω ταπεινός λοιπόν εκείνην (τη θεία λάμψη) αποχτώντας τότε κι εκείνη αχώριστη μένει μαζί μ’ εμένα, με καταλάμπει, μου μιλά, με βλέπει και τη βλέπω. Μες στην καρδιά μου βρίσκεται, απ’ τον ουρανό δε λείπει, μου ερμηνεύει τις γραφές και μου προσθέτει γνώση, μου εξηγεί τ’ απόκρυφα μα πώς να σας τα εκφράσω, μου δείχνει πώς με τράβηξε μέσ’ απ’ τον κόσμο εκείνη και με προστάζει να ελεώ στον κόσμον όσους ζούνε. Τοίχοι με κλείουν ολόγυρα, το σώμα μ’ εμποδίζει, κι ωστόσο είμαι έξω απ’ αυτά στ’ αλήθεια, μη απιστήσεις! Δε νιώθω εγώ χτυπήματα, κι ούτε φωνές ακούω, δε με φοβίζει ο θάνατος, τον έχω ξεπεράσει. Τι είναι η θλίψη τ’ αγνοώ κι ας με λυπούν οι πάντες, πίκρα μου γίνονται οι ηδονές, όλα τα πάθη φεύγουν, και βλέπω φως παντοτινά τη νύχτα και τη μέρα. Μέρα η νυχτιά μου φαίνεται και νύχτα η μέρα μου είναι, τον ύπνο δεν επιθυμώ, ζημία μου τούτο το έχω. Αλλά όταν όλα τα δεινά πια με περικυκλώσουν και με γοητέψει η όψη τους και με καταπονέσουν τότε έξω απ’ όλα βρίσκομαι ξάφνου μαζί μ’ εκείνην, έξω από λύπες και χαρές ή και ηδονές του κόσμου· βαθιά μου νιώθω τη χαρά την άρρητη και θεία» (τ. 19Ε, σ. 229, στιχ. 95-116).
«Χαρά μου του προσώπου σου είναι η θεωρία (όραση)» (τ. 19ΣΤ, σ. 381, στιχ. 14).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (τα παρακάτω είναι και σε άλλα θέματα)
«Η κατανοητώς και αντιληπτώς γινομένη ενοίκησις της τρισυπόστατης θεότητος στους τελείους δεν είναι πλήρωσις πόθου, αλλά μάλλον αρχή και αιτία σφοδροτέρου και μεγαλυτέρου πόθου. Διότι έκτοτε δεν αφήνει τον υποδεξάμενο αυτήν να ηρεμεί, αλλά τον ωθεί, σαν να καίγεται πάντοτε από φωτιά και να πυρώνεται, προς την φλόγα θειοτέρου πόθου. Διότι ο νους, μη μπορώντας να εύρη όρια και τέλος του ποθουμένου, δεν μπορεί να δώση ούτε μέτρα στον πόθο και την αγάπη αλλά βιαζόμενος να φθάση στο ατελείωτο τέλος και να το πιάση, περιφέρει μέσα του διαπαντός τον πόθο ατελείωτο και την αγάπη απλήρωτη. Όποιος έφθασε σ’ αυτό το σημείο δεν νομίζει ότι έχει εύρει μέσα του αρχή πόθου ή αγάπης του Θεού, αλλά φέρεται σαν να μη αγαπά τον Θεό, αφού δεν κατόρθωσε να καταλάβη το πλήρωμα της αγάπης. Για τούτο, θεωρώντας τον εαυτό του ως τον τελευταίο από τους φοβουμένους τον Θεό, θεωρεί εαυτόν από όλην του την ψυχή ανάξιο της σωτηρίας μαζί με τους πιστούς» (τ. 19Α, σελ. 395-7).
«Σκέφτομαι εγώ κι εκείνος είναι εντός μου, στη δόλια μου καρδιά αστραποβολώντας, με φως του τυλίγοντάς με μ’ αίγλη αθάνατη· με τις ακτίνες του όλα μου φωτίζονται τα μέλη όλος, περιπλεγμένος πάνω μου με πνίγει στα φιλιά του και στον ανάξιο εμένα ακέριος παραδίνεται στην ομορφιά και στην αγάπη του βυθίζομαι και πλημμυρίζω από ηδονή και θεία γλυκύτητα. Το φως του κοινωνώ, τη δόξα του μετέχω, ίδια το πρόσωπό μου λάμπει με του ποθητού μου και φως όλα τα μέλη μου ακτινοβολούνε. Και να ’με εγώ και γίνομαι πιο ωραίος απ’ τους ωραίους πιο πλούσιος απ’ τους πλούσιους κι από τους δυνατούς είμαι απ’ όλους δυνατότερος κι από τους βασιλιάδες τρανότερος, κι απ’ όσα βλέπονται πιο απ’ όλα τιμημένος, όχι απ’ τη γη μονάχα και τα γήινα παρά και τ’ ουρανού κι όλα τα ουράνια, όπως κρατώ τον πλάστη όλων» (τ. 19Ε, σ. 167).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
1. Όταν ρίξουμε έστω και μία μόνο ματιά στο Ευαγγέλιο, ακόμη και χωρίς να κάνωμε καμμιά ιδιαίτερη προσπάθεια γι’ αυτό, βλέπομε ποιο ήταν το «ήθος» (δηλ. ο τρόπος συμπεριφοράς) του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού· βλέπομε ότι ο Κύριος δεν τους αποστράφηκε ποτέ τους αμαρτωλούς. Λες και δεν ήταν τίποτε οι αμαρτίες τους! Και οι απόστολοι το ίδιο. Δεν βλέπομε πουθενά, να αποστράφηκαν ποτέ κανένα!
Αντίθετα, οι Φαρισαίοι αποστρέφονται τους πάντες. Αποστρέφονται ακόμη και τον παντέλειο ενανθρωπήσαντα Θεόν. Και τον αποστρέφονται τόσο, ώστε τον καταδικάζουν σαν εγκληματία! Και τον παραδίδουν σε επονείδιστο θάνατο. Και τον σταυρώνουν εν μέσω δύο ληστών.
2. Και αυτό είναι αρκετό. Γιατί από αυτό καταλαβαίνομε ότι η τάση μας να αποστρεφόμαστε τους άλλους είναι μία αρρώστια: Μία σοβαρή αρρώστια της ψυχής. Η αρρώστια αυτή λέγεται φαρισαϊσμός, επειδή αποτελούσε το κύριο χαρακτηριστικό των φαρισαίων.
Η αρρώστια αυτή είναι ένα μάθημα για μας. Μας λέει, ότι την καρδιά μας πρέπει να την παρακολουθούμε με πολλή προσοχή. Και με την πνευματική μας κρίση, που την αντλούμε από το Ευαγγέλιο, να νεκρώνωμε σ’ αυτήν κάθε αίσθημα αποστροφής και καταφρόνησης του πλησίον.
3. Το Ευαγγέλιο είναι βιβλίο ιερό και άγιο. Όπως στα καθαρά νερά καθρεφτίζεται ο ήλιος, έτσι στο Ευαγγέλιο αντικατοπτρίζεται και φαίνεται καθαρά η μορφή του Χριστού. Μα όχι για όλους. Όποιος θέλει να ιδή τον Χριστό, πρέπει πρώτα να καθαρίση τον νου και την καρδιά του. Με την μετάνοια.
Μόνο τότε, στο Ευαγγέλιο θα τον βρη τον Χριστό, τον αληθινό Θεό, τον Σωτήρα του πεπτωκότος ανθρώπου.
Μόνο τότε στο Ευαγγέλιο θα ιδή, τι αρετές πρέπει να έχη ο μαθητής του Ιησού.
Μόνο τότε θα ιδή, ότι καλείται να μάθη από τον ίδιο τον Χριστό την ταπείνωση και την πραότητα. Και ότι μόνο σ’ αυτές τις θεομίμητες αρετές θα εύρη την ανάπαυση της ψυχής του.
(“Ο Φαρισαίος” – επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, εκδόσεις Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, σελ. 9-10)
397. Η Εκκλησία, μες από τον ναό και τη θεία λατρεία, επενεργεί σε ολόκληρο τον άνθρωπο, τον μορφώνει εξ ολοκλήρου. Επενεργεί σε όλες του τις αισθήσεις, στον νου του, στην καρδιά του. Με τη λάμψι των εικόνων και όλου του ναού. Με την ευωδία του θυμιάματος. Με τον ασπασμό του Ευαγγελίου, του Σταυρού και των εικόνων. Με τον γλυκό ήχο των αναγνωσμάτων της Αγίας Γραφής. Με τη θεία κοινωνία. Όρασις, ακοή, γεύσις, όσφρησις, αφή: όλοι οι δρόμοι των σωματικών αισθήσεων φέρουν το Πνεύμα του Θεού μέσα μας.
398. Ο ήλιος λάμπει στη γη. Ο νοητός Ήλιος – ο Θεός – λάμπει αδιάκοπα στις ψυχές των εκλεκτών.
399. Ο Θεός «εν αγίοις αναπαύεται». Η δύναμίς του βρίσκεται και στα ονόματά τους και στις εικόνες τους. Όταν κανείς τους επικαλήται με πίστι, οι εικόνες τους μπορούν να κάμουν θαύματα.
400. Η Θεία Λειτουργία είναι μία ορατή αναπαράστασις –με πρόσωπα, με διάφορα αντικείμενα, λόγια και πράξεις, - της γεννήσεως, της ζωής, της διδασκαλίας, των εντολών, των θαυμάτων και προφητειών, των παθών, της σταυρώσεως, του θανάτου, της αναστάσεως και της εις ουρανούς αναλήψεως του αρχηγού της πίστεώς μας Κυρίου Ιησού Χριστού, του Μονογενούς Υιού του Θεού. Κατά τη Θεία Λειτουργία, παρίσταται ο Ίδιος αοράτως, ο Ίδιος ενεργεί και τελεί τα πάντα μέσω του ιερέως και του διακόνου, που είναι απλώς όργανά του.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 172-173)