Αιώνας (=ζωή)
εδώ και ο άλλος
Δυο αιώνες ζωής έκανε ο Θεός.
Ο ένας ο παρών, ο άλλος ο μέλλων.
Ο ένας είναι ο αισθητός, ο άλλος είναι ο νοητός.
Ο ένας είναι χειροπιαστός, ο άλλος βρίσκεται στην ελπίδα μας.
Ο ένας είναι σύντομος, ο άλλος είναι ένδοξος και αθάνατος.
Ε.Π.Ε. 31,238
Αιώνια
πόθος των αγίων
Όλοι οι άγιοι δεν αισθάνονταν κατάνυξη
μια μονάχα μέρα της ζωής τους,
όπως συμβαίνει με πολλούς ανθρώπους.
Συνεχώς και καθημερινά περνούσαν τη ζωή τους
με έρωτα και ευλάβεια και αύξαναν την αγάπη τους...
Αφού, λοιπόν, αφήσουμε όλα όσα είναι πρόσκαιρα και εφήμερα,
ας αγαπάμε εκείνον, τον Αιώνιο και Παντοτινό.
Ε.Π.Ε. 5,608
αγαθά
Παρακαλώ, να επιδιώξουμε τα αγαθά,
που δεν μεταβάλλονται και είναι αθάνατα.
Και τη ζωή, που δεν ξέρει γεράματα.
Ε.Π.Ε. 11,238
και ασυγχώρητα
Ποιά απολογία θα μπορούσαμε να δώσουμε,
όταν προτιμάμε τα πρόσκαιρα αντί τα αιώνια;
Και αν ακόμα το παρόν ήταν ευχάριστο, δεν είναι όμως αιώνιο.
Το οδυνηρό όμως αποτέλεσμα του παρόντος είναι αιώνιο και ασυγχώρητο.
Ποιά, λοιπόν, απολογία θα έχουν εκείνοι,
που καταξιώθηκαν να λάβουν το Πνεύμα και να απολαύσουν τόσο μεγάλη δωρεά,
όταν μετά από όλα αυτά και προσηλώνονται στα γήινα και απορροφώνται από αυτά;
Ε.Π.Ε. 19,260
ζωή, ποιός ήρθε από ‘κει;
Και ποιός, λέει, ήρθε και μας είπε τα εκεί;
Από τους ανθρώπους βέβαια κανένας.
Αλλ’ ο ίδιος ο Θεός, που είναι ο πλέον αξιόπιστος, Εκείνος βεβαίωσε.
Αλλά, θα πεις, δεν βλέπεις τα εκεί; Ούτε τον Θεό βλέπεις.
Ε.Π.Ε. 19,262
κρείττων όχι πονηρού, αλλά καλού
Η μέλλουσα ζωή δεν είναι ανώτερη από το κακό.
Είναι αγαθή, και πολύ ανώτερη από το καλό.
Ε.Π.Ε. 21,598
αμετάβλητα
Παρακαλώ να ζητάμε όσα μένουν για πάντα
και είναι αμετάβλητα.
Ε.Π.Ε. 30,510
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 123-124)
Ο κόσμος μας φοβίζει, η αλήθεια ενθαρρύνει
Όποιος περπατά πίσω από τον Ήλιο και βλέπει μόνο εκείνα που του δείχνει ο Ήλιος, τούτος δεν έκανε ούτε ένα βήμα στον εσωτερικό κύκλο του όντος, αλλά κοιτάζοντας τις Καρυάτιδες μπροστά από το μουσείο ξέχασε να μπει μέσα στο μουσείο.
Όποιος βαδίζει πίσω από τον Ήλιο, και γελαστός όλη την ημέρα πιάνεται από τριαντάφυλλο σε τριαντάφυλλο, τούτος όταν δύσει ο Ήλιος θα επιστρέφει δακρυσμένος πιάνοντας από αγκάθι σ’ αγκάθι.
Ο Ήλιος μας αποκαλύπτει γράμματα, ο νους μας μαθαίνει το διάβασμα των λέξεων, ενώ μόνο ο Θεός είναι ο δεσμός μεταξύ των λέξεων και του νοήματος τους.
Η ζωή μας μαθαίνει το εφήμερο, ο θάνατος ισχυροποιεί το μάθημα της ζωής, ενώ ο Θεός απορρίπτει και τα δύο μαθήματα.
Η ζωή μας απαριθμεί κάθε μέρα γεγονότα- ο θάνατος μας φοβίζει κάθε μέρα με το δρεπάνι του νόμου, ενώ η Αλήθεια κάθε μέρα μας ενθαρρύνει «μην φοβάστε! Εγώ σας ετοίμασα τιμημένη θέση επάνω από τα γεγονότα, και έσπασα το δρεπάνι του νόμου».
(Στοχασμοί περί καλού και κακού, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σελ. 95)
1,19 «ότι εν αυτώ ευδόκησε παν το πλήρωμα κατοικήσαι»
«Παν το πλήρωμα»: της ζωής, της αλήθειας, της αγάπης, της δικαιοσύνης, της αιωνιότητας και κάθε πράγματος ένθεου, το οποίο μπορεί κάποιος να διανοηθεί· «παν το πλήρωμα» κάθε πράγματος δημιουργημένου, γιατί ότι δημιουργήθηκε είναι σε Αυτόν, «το παν είναι σε Αυτόν».
Ο Θεάνθρωπος είναι το «παν-πλήρωμα». Και αυτό το «παν-πλήρωμα» διαρκώς διαμένει στο δικό του Θεανθρώπινο σώμα, στην Εκκλησία, γιατί όλος Αυτός είναι σε αυτήν και όλη αυτή είναι σε Αυτόν. Κάθε μέλος της Εκκλησίας, αυτό το «παν-πλήρωμα» το αισθάνεται σαν «κάτι δικό του» και τίποτε άλλο δεν του είναι απαραίτητο, γιατί έχοντας τον Κύριο Ιησού Χριστό έχει το «όλον»· έχει τα πάντα που είναι απαραίτητα για την αιώνια ζωή σε όλους τους κόσμους.
Αυτό το Θεανθρώπινο «παν-πλήρωμα», δεν έχει τίποτε κοινό με το παν-πλήρωμα που διεξέρχονται οι «θύραθεν» περίφημες φιλοσοφικές θεωρίες, γιατί όλες αυτές είναι αφηρημένα και νεκρά σχήματα.
Το Θεανθρώπινο παν-πλήρωμα, είναι μια ζωντανή, εμπειρική, βιωματική, Θεανθρώπινη, Ουρανο-γήινη πραγματικότητα. Αυτή την πραγματικότητα, ο καθένας μπορεί να την διαβιώσει, καθιστώντας τον εαυτό του μέλος, κάτι σαν ζωντανό κύτταρο, μέσα στον Θεανθρώπινο Oργανισμό της Εκκλησίας.
Αλλά ο θαυμαστός Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός, είναι μεγαλύτερος και απ’ αυτό το ίδιο το «παν - πλήρωμα», γιατί είναι ειπωμένο: «ότι εν αυτώ ευδόκησε παν το πλήρωμα κατοικήσαι» Και Αυτός γύρω από αυτό, σαν μεγαλύτερος και πιο ατελεύτητος απ’ αυτό (το παν - πλήρωμα).
Χωρίς Αυτόν, το σύμπαν μετατρέπεται σε τεράστια κενότητα και ερημιά, μεταβάλλεται σε κενό «πτώμα».
Και σε αυτό οι άνθρωποι είναι όλοι και οι ίδιοι «πτώματα», κενοί μέσα και έξω, «πτώματα» κοντά στο μεγάλο «πτώμα»1.
1. Ο π. Ιουστίνος χρησιμοποιεί τον όρο «πτώμα» για να εκφράσει ζωηρότερα και παραστατικώτερα την έλλειψη του Χριστού. Όπως είναι γνωστό, και η κτίση ακολούθησε τον άνθρωπο στην πτώση του και κατά τον Απ. Παύλο «συστενάζει και συνωδίνει μέχρι του νυν».
(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σ. 42-43)
Ο Θείος πόθος
Θα ήθελα το Μνήμα Σου, Δέσποτα,
να το μουσκέψω με τα δάκρυα της μετανοίας
και πάντα με τα δάκρυά μου
να δείχνω την ευγνωμοσύνη μου!
Στερημένος από το μύρο των καλών έργων
δεν έχω κάτι το πολύτιμο τώρα
παρά να λούζω την ύπαρξί μου
με τα δάκρυα και τους στεναγμούς μου μόνο!
Διότι εξώδεψα την κληρονομιά μου
που μου άφησες από την γέννησί μου,
και μόνο το κλάμμα τώρα μου απέμεινε
και η αδιάκοπη ευσπλαχνία Σου!
Βοήθησέ με, Κύριε, το γρηγορώτερο
να ιδώ έκπληρωμένη την επιθυμία μου,
ν' αντιγράψω και ’γω τα ίχνη Σου
στην ταλαίπωρη ύπαρξί μου.
Και κάποτε με τ’ Άγιο Φώς
-όταν το στέλνης στον Τάφο-
ράντισε την σακατεμένη ψυχή μου
με την δροσιά του Αγίου Σου Πνεύματος!
Να μπορώ να μιλάω στον Τίμιο Σταυρό
(στον βράχο του αγίου Γολγοθά)
και να σε παρακαλώ για την σωτηρία,
όπως ο μετανοιωμένος ληστής.
Ν’ ακούω και ’γω μυστικά, Κύριε,
την γλυκύτατη και άγια φωνή Σου,
με την οποία θα κερδίσω ελπίδα
για να μη στερηθώ του Παραδείσου.
("Ο βίος του Αγ. Ιωάννου του νέου Χοζεβίτου", Αρχιμ. Κωνσταντίνου, σελ. 156-157)
Διαφθορά
της αλήθειας του Θεού
Πολλοί κάνουν τα αντίθετα από όσα πρέπει. Όσα γίνονται εναντίον του Θεού, τα παραβλέπουν. Όσα γίνονται κατά του εαυτού τους, τα εκδικούνται με μεγάλη μάλιστα οξύτητα. Οι άγιοι όμως δεν ενεργούσαν έτσι. Ήσαν φοβεροί τιμωροί των όσων γίνονταν εναντίον του Θεού, ενώ παρέβλεπαν τα όσα γίνονταν εναντίον τους.
Ε.Π.Ε. 5,230
και ακολασία
Ποιες είναι οι βλαβερές τους επιθυμίες; Όταν επιθυμούν έρωτες αισχρούς. Όταν θέλουν ν’ αρπάξουν τα πράγματα του άλλου. Όταν έχουν μανία για ακολασία. Όταν διψούν για μεθύσι. Όταν ακόμα και το σφάξιμο των άλλων επιθυμούν. Πολλοί εξ αιτίας τέτοιων ερώτων φορτώθηκαν τυραννία. Πραγματικά ένας τέτοιος άνθρωπος κοπιάζει για ανώφελα, ή, καλύτερα, για βλαβερά.
Ε.Π.Ε. 23,340
Διδασκαλία
ελεημοσύνης
Και τους εαυτούς μας και τα παιδιά μας και τους φίλους μας ας τους οδηγήσουμε στο διδασκαλείο της ελεημοσύνης. Πριν από κάθε άλλο ας μαθαίνη κάθε άνθρωπος αυτό το μάθημα, επειδή αυτό ακριβώς είναι ο άνθρωπος: «Είναι σπουδαίο πράγμα ο άνθρωπος και είναι πολύτιμος ο άνθρωπος της ελεημοσύνης». Όποιος δεν έχει αυτό το προσόν, ξέπεσε από το αξίωμα του ανθρώπου.
Ε.Π.Ε. 11,132
ο λόγος
Ο λόγος δεν είναι χρήσιμος μόνο για ύμνο και ευχαριστία, αλλ’ είναι και ωφέλιμος για διδασκαλία και συμβουλή.
Ε.Π.Ε. 12,94
και θαύματα
Εξ’ αιτίας των θαυμάτων νίκησε ο απόστολος Παύλος; Όχι μόνο από τα θαύματα. Διότι αν μελετήσης καλά τις Πράξεις των Αποστόλων, θα βρης τον απ. Παύλο σε πολλά μέρη να επικρατή με το λόγο, και προτού να ενεργήση θαύματα.
Ε.Π.Ε. 24,42
βροχή
Σε πολλά σημεία η Αγία Γραφή ονομάζει τη διδασκαλία βροχή.
Ε.Π.Ε. 24,450
δίκτυα
Ας απλώσουμε τα δίχτυα της διδασκαλίας, ας σταθούμε κυκλικά, όπως ακριβώς τα κυνηγετικά σκυλιά, οδηγώντας από παντού τους ανθρώπους στους νόμους της Εκκλησίας. Και αν το κρίνετε ορθό, ας παρουσιάσουμε σ’ αυτούς σαν άριστο κυνηγό τον μακάριο Παύλο.
Ε.Π.Ε. 34,136
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 51-53)
Του Α β β ά Λουκίου
Πήγαν κάποτε μερικοί στον Αββά Λούκιο, οπού έμενε στο Ένατο, οι λεγόμενοι « ευκτίται », μοναχοί. Και τους ρώτησε ο γέρων : « Ποιο είναι το εργόχειρό σας ; ». Και εκείνοι του είπαν: « Εμείς δεν αγγίζουμε εργόχειρο, αλλά, καθώς λέγει ο απόστολος, αδιάλειπτα προσευχόμαστε ». Και τους λέγει ο γέρων : « Δεν τρώτε ; ». Και είπαν : «Ναι ». Και τους λέγει : « Όταν λοιπόν τρώτε, ποιος προσεύχεται για σας ; ». Πάλι λοιπόν τους είπε : « Δεν κοιμάστε ; ». Και είπαν : « Ναι ». Και λέγει ο γέρων : « 'Όταν λοιπόν κοιμάστε, ποιος προσεύχεται για σας ; ». Και δεν κατώρθωσαν να του αποκριθούν σ’ αυτά. Και τους είπε : « Με συμπαθάτε, να, δεν κάνετε καθώς λέτε. Και εγώ τώρα σας δείχνω, ότι, απασχολούμενος με το εργόχειρό μου, αδιάλειπτα προσεύχομαι. Κάθομαι, με τη βοήθεια του Θεού, αφού βρέξω τους λίγους μου φοινικοβλαστούς. Και φτιάχνοντας απ’ αυτούς πλεξούδα, λέγω : Ελέησον με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεος σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημα μου ». Και τους λέγει : « Δεν είναι προσευχή αυτό ; ». Και είπαν: «Ναι ». Και προσθέτει : « Όταν λοιπόν περάσω όλη τη μέρα δουλεύοντας και προσευχόμενος, κερδίζω πάνω από δεκαέξη μικρά νομίσματα. Διαθέτω απ’ αυτά στη θύρα δυο και τα λοιπά τα τρώγω. Και προσεύχεται για μένα όποιος πήρε τα δυο νομίσματα, όταν τρώγω η όταν κοιμάμαι. Και με τη χάρη του Θεού, εκπληρώνεται σ’ εμένα η εντολή της αδιάλειπτης προσευχής ».
Του Αββά Λώτ
α΄. Ήλθε κάποτε ένας από τους γέροντες στον Αββά Λώτ, στο μικρό έλος του Αρσενοΐτη, τον παρακάλεσε για κελλί και του έδωσε. Ήταν δε ο γέρων άρρωστος. Και τον περιποιήθηκε ο Αββάς Λώτ. Και αν έρχονταν κάποιοι να επισκεφθούν τον Αββά Λώτ, τους έκανε να πηγαίνουν και στον άρρωστο γέροντα. Και εκείνος άρχισε να τους λέγη λόγια του Ωριγένη. Και θλιβόταν ο Αββάς Λώτ, λέγοντας : « Μη και νομίσουν οι πατέρες ότι και εμείς έτσι είμαστε ». Και να τον βγάλη από εκεί φοβόταν, εξ αιτίας της εντολής. Σηκώθηκε λοιπόν ο Αββάς Λώτ και πήγε στον Αββά Αρσένιο και του εξέθεσε τα σχετικά με τον γέροντα. Του λέγει τότε ο Αββάς Αρσένιος : « Μη τον διώξης. Αλλά να του πης : Να, από όσα δίνει ο Θεός, φάγε, πιες όπως θέλεις, μόνο αυτά τα λόγια να μη λες. Και αν θέλη, διορθώνεται. Αλλά αν δεν θέλη να συμμορφωθή, μόνος του θα ζητήση να φύγη από εκείνο τον τόπο. Και δεν θα σταθής αιτία συ ». Έφυγε λοιπόν ο Αββάς Λώτ και έκαμε έτσι. Και ο γέρων, μόλις τα άκουσε αυτά, δεν ήθελε να συμμορφωθή. Αλλά άρχισε να παρακαλή, λέγοντας : « Για το όνομα του Κυρίου, αφήστε με να φύγω από εδώ, γιατί δεν μπορώ πλέον να υπομείνω την έρημο ». Και έτσι, σηκώθηκε και έφυγε, προπεμπόμενος με αγάπη.
β'. Διηγήθηκε κάποιος για έναν αδελφό, οπού έπεσε σε αμαρτία, ότι, σαν πήγε να επισκεφθή τον Αββά Λώτ, βρισκόταν σε ανησυχία, μπαίνοντας και βγαίνοντας και μη μπορώντας να καθίση. Και του λέγει ο Αββάς Λώτ : « Τι έχεις, αδελφέ ; ». Και εκείνος είπε : « Αμαρτία μεγάλη έκαμα και δεν μπορώ να την εξαγορεύσω στους πατέρες ». Λέγει ο γέρων : « Εξομολογήσου τη σ’ εμένα και εγώ την παίρνω επάνω μου ». Τότε του είπε : « Σε σαρκικό αμάρτημα έπεσα και θυσίασα για να το επιτύχω ». Και ο γέρων του λέγει : « Έχε θάρρος, γιατί υπάρχει μετάνοια. Πήγαινε, μείνε στο σπήλαιο και νήστευε κάθε δυο μέρες και εγώ βαστάω μαζί σου το μισό της αμαρτίας ». Αφού συμπληρώθηκαν λοιπόν οι τρεις εβδομάδες, πληροφορήθηκε ο γέρων ότι ο Θεός δέχθηκε τη μετάνοια του αδελφού. Και έμεινε υποτασσόμενος στον γέροντα έως την κοίμησή του.
Του Αββά Λογγίνου
α΄. Συμβουλεύτηκε ο Αββάς Λογγίνος τον Αββά Λούκιο κάποτε για τρεις λογισμούς, λέγοντας : « Θέλω να ξενιτευθώ ». Του λέγει ο γέρων : « Αν δεν κυριαρχήσης στη γλώσσα σου, δεν είσαι ξένος, οπού και αν πας. Και εδώ λοιπόν κυριάρχησε στη γλώσσα σου και ξένος είσαι ». Του λέγει πάλι : « θέλω να νηστεύσω ». Αποκρίθηκε ο γέρων : « Είπε ο προφήτης Ησαΐας, ότι αν κάμψης σαν κλοιό και κρίκο τον τράχηλό σου, ούτε έτσι δεν πρόκειται για δεκτή νηστεία. Αλλά μάλλον κυριάρχησε στους πονηρούς λογισμούς ». Του λέγει για τρίτη φορά : « θέλω να αποφύγω τους ανθρώπους ». Και ο γέρων του αποκρίνεται: « Αν πρώτα δεν πραγματοποιήσης την αρετή ζώντας ανάμεσα στους ανθρώπους, ούτε μόνος σου ζώντας θα την πραγματοποιήσης ».
β'. Είπε ο Αββάς Λογγίνος : « Μια φορά αν κακοπαθήσης, λέγε στον εαυτό σου : Και κακοπάθησε και πέθανε. Και αν μου ζητήσης πάρωρα να φας, ούτε την καθημερινή σου τροφή δεν θα σου προσφέρω ».
γ'. Μια γυναίκα, έχοντας στον μαστό της την αρρώστια όπου λέγεται καρκίνος, άκουσε για τον Αββά Λογγίνο και ζήτησε να τον συναντήση. Έμενε λοιπόν αυτός σε κάποια απόσταση από την Αλεξάνδρεια. Ενώ δε η γυναίκα τον αναζητούσε, συνέβη ο μακάριος εκείνος να μαζεύη ξύλα πλάι στη θάλασσα. Και βρίσκοντάς τον, του λέγει : « Αββά, που μένει ο Αββάς Λογγίνος, ο δούλος του Θεού ; ». Δεν ήξερε, βέβαια, ότι ήταν ο ίδιος. Και αυτός της λέγει : « Τι τον θέλεις αυτόν τον απατεώνα ; Μη πας να τον συνάντησης. Είναι ψεύτης. Αλλά τι σου συμβαίνει ; ». Και τότε η γυναίκα του φανέρωσε την πάθηση της. Και εκείνος, σταυρώνοντας το σημείο, την άφησε να φύγη, λέγοντας : « Πήγαινε και ο Θεός σε κάνει καλά. Γιατί ο Λογγίνος σε τίποτε δεν μπορεί να σε ωφελήση ». Έφυγε λοιπόν η γυναίκα, πιστεύοντας στα λόγια του. Και έγινε καλά παρευθύς. Αργότερα όμως, σαν διηγήθηκε σε μερικούς το γεγονός και ανέφερε τα χαρακτηριστικά του γέροντος, έμαθε ότι εκείνος ήταν ο Αββάς Λογγίνος.
δ'. Άλλοτε πάλι του φέρνουν κάποιον άνθρωπο δαιμονισμένο. Και ο γέρων τους λέγει : « Εγώ δεν μπορώ να σας κάμω τίποτε. Καλύτερα, πηγαίνετε στον Αββά Ζήνωνα ». 'Ύστερα ο Αββάς Ζήνων άρχισε να ασχολήται με τον δαίμονα, προσπαθώντας να τον αποδιώξη. Και άρχισε να φωνάζη ο δαίμων : « Πιστεύεις λοιπόν, Αββά Ζήνων, ότι εξ αιτίας σου βγαίνω ; Να, ο Αββάς Λογγίνος εκεί προσεύχεται, παρακαλώντας εναντίον μου. Και φοβούμενος τις δικές του προσευχές, βγαίνω. Εσένα ούτε σε λογαριάζω ».
ε΄. Είπε ο Αββάς Λογγίνος στον Αββά Ακάκιο : « Η γυναίκα τότε καταλαβαίνει ότι έπιασε παιδί, όταν σταματήση το αίμα της. Έτσι λοιπόν και η ψυχή, τότε καταλαβαίνει ότι έχει μέσα της Πνεύμα Άγιο, όταν σταματήσουν τα πάθη, οπού ρέουν απ’ αυτή κάτω. Όσο όμως είναι στην επιρροή τους, πώς μπορεί να κενοδοξή ότι είναι δήθεν απαθής ; Δίνοντας αίμα, παίρνεις πνεύμα ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
Του Αββά Καρίωνος
α΄. Είπε ο Αββάς Καρίων: «Πολλούς κόπους σωματικούς κατέβαλα παραπάνω από το τέκνο μου Ζαχαρία και δεν έφτασα στα δικά του μέτρα, ως προς την ταπείνωση και τη σιωπή του».
β'. Υπήρχε στη Σκήτη ένας μοναχός, όπου τον έλεγαν Αββά Καρίωνα. Αυτός, έχοντας δυο τέκνα, τα άφησε στη γυναίκα του και ακολούθησε τον αναχωρητικό βίο. Μετά από καιρό, συνέβη πείνα μεγάλη στην Αίγυπτο και η γυναίκα του, μη μπορώντας να τα βγάλη πέρα, ήλθε στη Σκήτη, έχοντας τα δυο παιδιά μαζί της. Το ένα ήταν αγόρι και λεγόταν Ζαχαρίας, το δε άλλο κοράσι. Και κάθισε η γυναίκα του μακριά από τον γέροντα, στο έλος. Γιατί έλος βρίσκεται κοντά στη Σκήτη, οπού και οι εκκλησίες έχουν οικοδομηθή και οι πηγές των νερών είναι. Και τέτοια συνήθεια επικρατούσε στη Σκήτη: "Αν ερχόταν κάποια γυναίκα να μιλήση με αδελφό της η άλλο ενδιαφέρον πρόσωπο, κάθονταν μακριά ο ένας από τον άλλο και έτσι συνωμιλούσαν. Τότε λέγει η γυναίκα στον Αββά Καρίωνα: «Να, έγινες μοναχός και πείνα μεγάλη έπεσε. Ποιος λοιπόν θα θρέψη τα παιδιά σου;». Της λέγει ο Αββάς Καρίων: «Στείλε μου τα εδώ». Λέγει η γυναίκα στα παιδιά: «Πηγαίνετε στον πατέρα σας». Καθώς λοιπόν πήγαιναν στον πατέρα τους, το κοράσι γύρισε στη μητέρα του, ενώ το αγόρι ήλθε στον πατέρα του. Τότε της λέγει:
«Καλά έτσι. Πάρε συ το κοράσι και πήγαινε και εγώ παίρνω το αγόρι». Το ανέτρεφε λοιπόν στη Σκήτη, όπου όλοι ήξεραν ότι παιδί του ήταν. Όταν όμως μεγάλωσε, έγινε γογγυσμός στην αδελφότητα γι’ αυτό. Και ακούοντας ο Αββάς Καρίων, λέγει στο παιδί του: «Ζαχαρία, σήκω να φύγουμε από εδώ, γιατί γογγύζουν οι πατέρες». Του λέγει ο μικρός: «Αββά, όλοι γνωρίζουν εδώ ότι γυιός σου είμαι. Αν πάμε όμως αλλού, δεν πρόκειται να λέγουν ότι είμαι γυιός σου». Και του λέγει ο γέρων: «Σήκω να φύγουμε από εδώ». Και πήγαν στη Θηβαΐδα. Σαν πήραν δε κελλί και κάθισαν λίγες μέρες, ο ίδιος γογγυσμός έγινε και εκεί για το παιδί. Τότε του λέγει ο πατέρας του: «Ζαχαρία, σήκω να γυρίσουμε στη Σκήτη». Ήλθαν στη Σκήτη, πέρασαν λίγες μέρες και πάλι γογγυσμός έγινε για το παιδί. Τότε ο Ζαχαρίας πήγε στη λίμνη του νίτρου, γδύθηκε και βυθίσθηκε έως τη μύτη του. Έμεινε έτσι πολλή ώρα, όσο μπορούσε, και αφάνισε το σώμα του. Ήγουν έγινε σαν λωβιασμένος. Και βγαίνοντας, φόρεσε τα ρούχα του και γύρισε στον πατέρα του. Και εκείνος, μόλις οπού τον ανεγνώρισε. Και αφού προσήλθε στην αγία κοινωνία, κατά το έθος, αποκαλύφθηκε στον άγιο Ισίδωρο τον πρεσβύτερο της Σκήτης αυτό οπού έκαμε. Και βλέποντάς τον και θαυμάζοντας, είπε: «Ο μικρός Ζαχαρίας, την περασμένη Κυριακή, ήλθε και κοινώνησε σαν άνθρωπος, τώρα δε σαν Άγγελος έγινε».
Του Αββά Κόπρη
α΄. Έλεγε ο Αββάς Ποιμήν για τον Αββά Κόπρη, ότι σε τέτοιο σημείο τελειότητος έφτασε, ώστε, ενώ αρρώστησε και βρισκόταν κατάκοιτος, ευχαριστούσε τον Θεό και εμπόδιζε το δικό του θέλημα.
β΄. Είπε ο Αββάς Κόπρης: «Μακάριος οποίος υπομένει κόπο, ευχαριστώντας τον Θεό».
γ’. Συνάχθηκαν κάποτε οι μοναχοί της Σκήτης, συζητώντας για τον Μελχισεδέκ. Και λησμόνησαν να καλέσουν τον Αββά Κόπρη. Ύστερα δε, αφού τον κάλεσαν, τον ρωτούσαν γι’ αυτό. Εκείνος δε, χτυπώντας το στόμα του τρεις φορές, είπε: «Αλλοίμονο σου, Κόπρη. Αλλοίμονο σου, Κόπρη. Αλλοίμονο σου Κόπρη. Γιατί, όσα ο Θεός σε πρόσταζε να κάμης, τα εγκατέλειψες. Και όσα δεν σου ζητά, τα ερευνάς». Και ακούοντας οι αδελφοί αυτά, έφυγαν και πήγαν στα κελλιά τους.
Του Αββά Κ ύ ρ ο υ
Σχετικά με τον λογισμό της σαρκικής αμαρτίας έχοντας ερωτηθή ο Αββάς Κύρος ο Αλεξανδρινός, αποκρίθηκε έτσι: Αν λογισμό δεν έχης, ελπίδα δεν έχεις. Αν λογισμούς δεν έχης, πράξη έχεις.
Η διάνοιά του δεν αγωνίζεται εναντίον της αμαρτίας και δεν της αντιλέγει, την πράττει σωματικά. Και όποιος έχει πράξεις, δεν ενοχλείται μες από τους λογισμούς ». Ρώτησε δε ο γέρων τον αδελφό, λέγοντας : « Μήπως συνηθίζεις να συναναστρέφεσαι γυναίκα ; ». Και είπε ο αδελφός : « Όχι. Παλαιοί και νέοι ζωγράφοι είναι οι λογισμοί μου. Μνήμες είναι οπού με ενοχλούν και γυναικών εικόνες ». Και ο γέρων του λέγει : « Νεκρούς μη φοβάσαι. Αλλά τους ζωντανούς απόφευγε και να προοδεύης σε προσευχή ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
«Γιατί, όταν λένε: “Θέλουμε ειρήνη και ασφάλεια”, τότε ξεσπάει ξαφνικά πάνω τους ο όλεθρος…» (Α’ Θεσσαλονικείς 5:3)
Οι αιφνιδιασμοί στη ζωή
Στις 8 Μαΐου 1902 μέσα σε τρία λεπτά καταστράφηκε η πόλη του Αγ. Πέτρου της Μαρτινίκας και από τους 40 χιλιάδες κατοίκους της μόνο έναν νεαρό νέγρο φυλακισμένο βρήκαν ζωντανό μέσα στο κελί του ύστερα από 4 μέρες! Πριν από την καταστροφή το ηφαίστειο προειδοποιούσε για αρκετές μέρες για την επερχόμενη μεγάλη έκρηξη, μα οι κάτοικοι δεν έδωσαν σημασία. Το πρωί της μέρας εκείνης ένας αγρότης αντιλήφθηκε ότι η βελόνα του βαρόμετρου κουνιόταν απότομα. Πήρε την άμαξά του, έβαλε την οικογένειά του και έφυγε από την πόλη με μεγάλη ταχύτητα, ενώ οι άλλοι τον χαιρετούσαν κοροϊδευτικά. Μετά από δύο ώρες ήρθε η καταστροφή.
Τέτοιες αιφνίδιες καταστροφές συνέβησαν και συμβαίνουν συχνά στην ανθρώπινη ιστορία και άνθρωποι χάνονται. Ο Χριστός όμως λέει πως οι άνθρωποι αυτοί δε χάνονται επειδή είναι περισσότερο αμαρτωλοί από τους υπόλοιπους και καλεί όλους να μετανοήσουν, γιατί αν δε μετανοήσουν δε θ’ αποφύγουν τον αιώνιο χαμό τους (Λουκάς 13:3, 5).
(Σ.Α.Ι.)
«… Είναι καθορισμένο για τους ανθρώπους μια φορά να πεθάνουν και μετά να κριθούν» (Εβραίους 9:27)
Το αναπόφευκτο!
Μια μέρα επισκέφτηκε το νεκροταφείο της πόλης του και το μάτι του έπεσε «τυχαία» στο όνομα μιας επιγραφής πάνω σ’ έναν από τους τάφους. Ήταν το δικό του όνομα! Κάποιος συνονόματος βρισκόταν θαμμένος μέσα σ’ εκείνον τον τάφο. Κι αμέσως φαντάστηκε τον εαυτό του πεθαμένο και σκέφτηκε που θα βρισκόταν η ψυχή του τώρα, αν ο ίδιος ήταν θαμμένος εκεί! Ήρθαν ξαφνικά στο νου του οι προσκλήσεις για σωτηρία που άκουσε σε κηρύγματα, αλλά κάθε φορά αδιαφορούσε κι ανέβαλλε την απόφαση να μετανοήσει, να ζητήσει συγχώρηση και να δεχτεί το Χριστό ως Σωτήρα και Κύριο της ζωής του. Μα τώρα η συνωνυμία του αυτή με τον νεκρό τον συγκλόνισε. Ταράχτηκε. Έπεσε στα γόνατα εκεί δίπλα στον τάφο και προσευχήθηκε με θέρμη στο Θεό να τον συγχωρήσει, να τον καθαρίσει με το αίμα του Χριστού και να τον σώσει. Το θαύμα της σωτηρίας ήταν πια γεγονός στη ζωή του!
Ο θάνατος είναι αναπόφευκτος για όλους μας. Αλλά δεν είναι το τέλος. Ακολουθεί η αιωνιότητα είτε στην ένδοξη παρουσία του Θεού, είτε στο σκότος το εξώτερο. Αν δεν το έχεις κάνει μέχρι τώρα, έλα στο Χριστό σήμερα και θα είσαι μαζί Του αιώνια.
(Σ.Α.Ι.)
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
Οι δύο χήρες
Ένας επίσκοπος πληροφορήθηκε για δύο χριστιανές χήρες που δεν ζούσαν με σωφροσύνη. Παρακάλεσε τότε το Θεό να τον πληροφορήσει κι Εκείνος για το θέμα αυτό, ώστε ν’ αποφασίσει ύστερα τι θα κάνει.
Πραγματικά, ο Θεός χάρισε στο δούλο Του ό,τι του ζήτησε. Στη διάρκεια της θείας λειτουργίας, την ώρα που κοινωνούσαν οι πιστοί, έβλεπε ο επίσκοπος στο πρόσωπο του καθενός τις αμαρτίες που είχε διαπράξει και τον βασάνιζαν.
Μερικά πρόσωπα φαίνονταν σαν βαμμένα με καπνιά. Άλλα έμοιαζαν ολότελα καμμένα, με μάτια ματωμένα και φλογισμένα. Προσέρχονταν όμως και χριστιανοί, που είχαν την όψη λαμπρή και τα ρούχα κατάλευκα.
Όταν κοινωνούσαν οι πρώτοι, τους έβλεπε να κυκλώνονται από φλόγες και να καίγονται. Αντίθετα, στους άλλους, ο Μαργαρίτης που έπαιρναν γινόταν δυνατό φως, που τύλιγε με τη λάμψη του όλο τους το σώμα.
Μετά τους άνδρες άρχισε ο επίσκοπος να μεταδίδει τα τίμια Δώρα στις γυναίκες. Και σ’ αυτές παρατηρούσε τις ίδιες εικόνες. Άλλα πρόσωπα φαίνονταν μαύρα, άλλα κατακόκκινα σαν αίμα, άλλα φλογισμένα κι άλλα κατάλευκα.
Κάποια στιγμή πλησίασαν για να μεταλάβουν και οι δύο εκείνες κακόφημες χήρες. Τις βλέπει τότε να είναι ντυμένες με κατάλευκα φορέματα και να έχουν πρόσωπα λαμπρά και σεμνά. Όταν κοινώνησαν τα άχραντα Μυστήρια, τις είδε να περιλούζονται μ’ ένα εκθαμβωτικό φως.
Τελείωσε η λειτουργία και ο επίσκοπος άρχισε πάλι να προσεύχεται, ζητώντας από το Θεό την εξήγηση των αποκαλύψεων. Παρουσιάζεται τότε μπροστά του ένας άγιος άγγελος.
-Άραγε είναι αληθινά ή ψεύτικα όσα λέει ο κόσμος για τις δύο εκείνες γυναίκες; τον ρωτάει ο επίσκοπος.
-Ναι, είναι όλα αληθινά.
-Γιατί όμως όταν κοινωνούσαν είχαν τα πρόσωπα λαμπρά, φορούσαν κατάλευκα φορέματα και αστραποβολούσαν μέσα σ’ ένα εκθαμβωτικό φως;
-Αυτό συνέβη γιατί οι γυναίκες συναισθάνθηκαν την αμαρτωλή ζωή τους, μετανόησαν με δάκρυα, στεναγμούς, ελεημοσύνη και εξομολόγηση και υποσχέθηκαν να μην ξαναπέσουν στις ίδιες αμαρτίες. Έτσι ο Θεός τις συγχώρησε, κι από τότε ζουν με σωφροσύνη και ευσέβεια.
( Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ.122-124)
Φωτεινά και κατάμαυρα πρόσωπα
Σχετικά με την προετοιμασία για την προσέλευση στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας διαβάζουμε στο Γεροντικό το εξής:
Ένας άγιος επίσκοπος, όταν έβγαινε στην ωραία πύλη για να κοινωνήσει το λαό, έβλεπε να πλησιάζουν μερικοί με κατάμαυρο πρόσωπο, ή μ’ εξογκωμένα μάτια. Αυτοί, μόλις έπαιρναν τα άχραντα Μυστήρια, καίγονταν.
Άλλοι όμως πλησίαζαν με ολόλευκα φορέματα και φωτεινό πρόσωπο, κι έπαιρναν το Σώμα του Κυρίου με προσοχή κι ευλάβεια. Αυτούς η θεία Κοινωνία τούς λάμπρυνε περισσότερο.
Ο επίσκοπος παρακάλεσε το Θεό να του εξηγήσει αυτό το μυστήριο. Τότε άγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε και του είπε:
-Όσοι κοινωνούν με λαμπρό πρόσωπο και λευκή στολή, είναι αγνοί και καθαροί, δίκαιοι και σπλαχνικοί. Αυτοί πλησιάζουν με καθαρή συνείδηση, γι’ αυτό τους επισκιάζει η θεία χάρη. Αντίθετα, όσοι φαίνονται κατάμαυροι, είναι βυθισμένοι στη λάσπη των σαρκικών επιθυμιών. Όσοι έχουν ερεθισμένα κι εξογκωμένα μάτια, είναι πονηροί και άδικοι, φθονεροί και άπληστοι. Αυτοί όχι μόνο δεν ωφελούνται από τη θεία Κοινωνία, αλλά καταδικάζονται, γιατί τολμούν να πλησιάσουν με ένοχη συνείδηση, χωρίς μετάνοια και προετοιμασία.
Από τότε ο ενάρετος επίσκοπος κήρυξε μετάνοια στο ποίμνιο του κι εμπόδιζε τους ανάξιους από τη θεία Κοινωνία.
(Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ. 119-120)