Μια φορά τον ρώτησε ο ψάλτης των αγρυπνιών Παναγ. Τομής:
"Τι φρονείς, πάτερ μου, περί του ημερολογίου;".
Και αυτός του απάντησε:
"Από πεποίθηση το Παλαιόν και από υποχρέωση το Νέο!!"
Δεν έμεινε ικανοποιημένος ο ψάλτης και έφυγε.
(Ο άγιος παπα Νικόλας Πλανάς, εκδ. Αστήρ σελ. 32)
Ἕνα ἄλλο θέμα ποὺ ἀπασχόλησε τὸν Γέροντα, ἦταν τὸ θέμα τοῦ ἡμερολογίου. Πονοῦσε γιὰ τὸ χωρισμὸ καὶ προσευχόταν. Λυπόταν γιὰ τὶς παρατάξεις τῶν παλαιοημερολογιτῶν ποὺ εἶναι ξεκομμένες σὰν τὰ κλήματα ἀπὸ τὴν Ἄμπελο, καὶ δὲν ἔχουν κοινωνία μὲ τὰ Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα καὶ τὶς κατὰ τόπους αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Μερικὲς τέτοιες ἐνορίες στὴν Ἀθήνα καὶ στὴ Θεσσαλονίκη ἑνώθηκαν καθ’ ὑπόδειξή του μὲ τὴν Ἐκκλησία κρατώντας τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο.
Ἔλεγε, λοιπὸν ὁ Γέροντας: «Καλὸ ἦταν νὰ μὴν ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ ἐορτολογικὴ διαφορά, ἀλλὰ δὲν εἶναι θέμα πίστεως». Στὶς ἐνστάσεις ὅτι τὸ νέο ἡμερολόγιο τὸ ἔκανε Πάπας, ἀπαντοῦσε: «Τὸ νέο ἡμερολόγιο τὸ ἔκανε Πάπας καὶ τὸ παλιὸ εἰδωλολάτρης», ἐννοώντας τὸν Ἰούλιο Καίσαρα.
Γιὰ νὰ φανεῖ καλύτερα ἡ τοποθέτηση τοῦ Γέροντα στὸ θέμα τοῦ ἡμερολογίου, παρατίθεται στὴ συνέχεια μία σχετικὴ μαρτυρία:
Ὀρθόδοξος Ἕλληνας μὲ τὴν οἰκογένειά του ζοῦσε χρόνια στὴν Ἀμερική. Εἶχε ὅμως σοβαρὸ πρόβλημα. Ὁ ἴδιος ἦταν ζηλωτὴς (παλαιοημερολογίτης), ἐνῶ ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιὰ του ἦταν μὲ τὸ νέο ἡμερολόγιο. «Δὲν μπορούσαμε νὰ γιορτάσουμε μιά γιορτὴ σὰν οἰκογένεια μαζί», ἔλεγε. «Αὐτοὶ εἶχαν Χριστούγεννα, ἐγὼ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. Ἐγὼ Χριστούγεννα, αὐτοὶ τοῦ Ἀϊ-Γιαννιοῦ. Καὶ αὐτὸ ἦταν τὸ λιγότερο. Τὸ χειρότερο ἦταν τὸ νὰ ξέρεις, ὅπως μᾶς δίδασκαν, ὅτι οἱ νεοημερολογίτες εἶναι αἱρετικοὶ καὶ θὰ κολασθοῦν. Μικρὸ πράγμα εἶναι νὰ ἀκοῦς συνέχεια ὅτι ἡ γυναίκα σου καὶ τὰ παιδιά σου πρόδωσαν τὴν πίστη τους, πῆγαν μὲ τὸν Πάπα, τὰ μυστήριά τους δὲν ἔχουν χάρη, κ.α.π. Ὧρες συζητούσαμε μὲ τὴ γυναίκα μου, ἀλλὰ ἄκρη δὲ βρίσκαμε.
Γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, κάτι δὲ μοῦ ἄρεσε καὶ στοὺς παλαιοημερολογίτες. Ἰδίως ὅταν ἔρχονταν κάποιοι δεσποτάδες καὶ μᾶς μιλοῦσαν. Δὲ μιλοῦσαν μὲ ἀγάπη καὶ μὲ πόνο γιὰ τοὺς πλανεμένους (ὅπως τοὺς θεωροῦσαν) νεοημερολογίτες. Ἀλλὰ θαρρεῖς πὼς εἶχαν ἕνα μίσος καὶ χαίρονταν, ὅταν ἔλεγαν ὅτι θὰ κολασθοῦν. Ἦταν πολὺ φανατικοί. Ὅταν τελείωνε ἡ ὁμιλία τους, ἔνιωθα μέσα μου μία ταραχή. Ἔχανα τὴν εἰρήνη μου. Ὅμως, οὔτε σκέψη νὰ φύγω ἀπὸ τὴν παράδοσή μας. Πήγαινα νὰ σκάσω. Σίγουρα θὰ πάθαινα κάτι ἀπὸ τὴ στενοχώρια.
Σ’ ἕνα ταξίδι μου στὴν Ἑλλάδα, εἶπα τὸν προβληματισμό μου στὸν ξάδερφό μου Γιάννη. Ἐκεῖνος μοῦ μίλησε γιὰ κάποιον γέροντα Παΐσιο. Ἀποφασίσαμε νὰ πᾶμε στὸ Ἅγιον Ὅρος, γιὰ νὰ τὸν συναντήσω. Φθάσαμε στὴν «Παναγούδα». Ὁ Γέροντας μᾶς κέρασε μὲ γελαστὸ πρόσωπο καὶ μὲ ἔβαλε νὰ καθήσω δίπλα του. Τὰ εἶχα χαμένα. Ἐνίωθα, ὅπως μοῦ συμπεριφερόταν, σὰ νὰ μὲ γνώριζε ἀπὸ καιρό, σὰ νὰ ἤξερε τὰ πάντα γιὰ μένα.
«Πῶς τὰ πᾶς μὲ τ’ αὐτοκίνητα ἐκεῖ στὴν Ἀμερική;» Ἦταν ἡ πρώτη κουβέντα του. Σάστισα. Ξέχασα νὰ ἀναφέρω πὼς ἡ δουλειά μου ἦταν στοὺς χώρους σταθμεύσεως αὐτοκινήτων, καὶ φυσικὰ ὅλο μὲ αὐτοκίνητα ἀσχολούμουν.
«Καλὰ τὰ πάω», ἦταν τὸ μόνο ποὺ μπόρεσα νὰ ψελλίσω, κοιτώντας σὰ χαμένος τὸ Γέροντα.
«Πόσες Ἐκκλησίες ἔχετε ἐκεῖ ποὺ μένεις»;
«Τέσσερις», ἀπάντησα καὶ δεύτερο κύμα ἔκπληξης μὲ κατέλαβε.
«Μὲ τὸ παλιὸ ἢ μὲ τὸ νέο»; Ἦρθε ὁ τρίτος κεραυνός, ποὺ ὅμως, ἀντὶ νὰ μεγαλώσει τὴ σαστιμάρα μου, κάπως μὲ ἐξοικείωσε, μὲ ...προσγείωσε, θὰ ἔλεγα, μὲ τὸ χάρισμα τοῦ Γέροντα.
«Δύο μὲ τὸ παλιὸ καὶ δύο μὲ τὸ νέο», τοῦ ἀποκρίθηκα.
«Ἐσὺ ποῦ πᾶς»;
«Ἐγὼ μὲ τὸ παλιὸ καὶ ἡ γυναίκα μου μὲ τὸ νέο», ἀπάντησα.
«Κοίτα. Νὰ πᾶς κι ἐσὺ ἐκεῖ ποὺ πηγαίνει καὶ ἡ γυναίκα σου», μοῦ εἶπε μὲ μία αὐθεντικότητα, καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ μοῦ δώσει ἐξηγήσεις. Ἀλλὰ γιὰ μένα τὸ θέμα εἶχε τελειώσει. Δὲ χρειαζόμουν ἐξηγήσεις καὶ ἐπιχειρήματα. Κάτι τὸ ἀνεξήγητο συνέβη μέσα μου, κάτι τὸ θεϊκό. Ἕνα βάρος ἔφυγε καὶ τινάχτηκε μακριά μου. Ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα καὶ ὅλες οἱ ἀπειλὲς καὶ οἱ ἀφορισμοὶ γιὰ τοὺς νεοημερολογίτες, ποὺ χρόνια ἄκουγα, ἐξανεμίστηκαν. Ἐνίωθα τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ μέσω τοῦ Ἁγίου του δροῦσε ἐπάνω μου καὶ μὲ πλημμύριζε μὲ μία εἰρήνη ποὺ χρόνια ἀναζητοῦσα. Ἡ κατάσταση ποὺ ζοῦσα θὰ ἐκδηλώθηκε στὸ πρόσωπό του...
Ἐκεῖνο ποὺ θυμᾶμαι εἶναι ὅτι αὐτὸ μᾶλλον ἔκανε τὸν Γέροντα νὰ σταματήσει γιὰ λίγο. Ἀλλὰ ἔπειτα συνέχισε μὲ μερικὲς ἐξηγήσεις. Ἴσως γιὰ νὰ τὶς λέω σὲ ἄλλους. Ἴσως καὶ γιὰ νὰ τὶς χρησιμοποιήσω γιὰ τὸν ἑαυτό μου σὲ καιρὸ πειρασμοῦ, ὅταν θὰ περνοῦσε ἐκείνη ἡ οὐράνια κατάσταση.
«Καὶ ἐμεῖς βέβαια ἐδῶ στὸ Ἅγιον Ὅρος μὲ τὸ παλιὸ πᾶμε. Ἀλλὰ εἶναι ἄλλη περίπτωση. Εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὴν Ἐκκλησία, μὲ ὅλα τὰ Πατριαρχεῖα, καὶ μ’ αὐτὰ ποὺ ἔχουν τὸ νέο ἡμερολόγιο καὶ μ’ αὐτὰ ποὺ ἔχουν τὸ παλιὸ ἡμερολόγιο. Ἀναγνωρίζομε τὰ μυστήριά τους καὶ αὐτοὶ τὰ δικά μας. Οἱ ἱερεῖς τους συλλειτουργοῦν μὲ τοὺς ἱερεῖς μας.
Ἐνῶ αὐτοὶ οἱ καημένοι ξεκόπηκαν. Οἱ περισσότεροι καὶ εὐλάβεια ἔχουν καὶ ἀκρίβεια καὶ ἀγωνιστικότητα καὶ ζῆλο Θεοῦ. Μόνο ποὺ εἶναι ἀδιάκριτος, «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν». Ἄλλοι ἀπὸ ἁπλότητα, ἄλλοι ἀπὸ ἀμάθεια, ἄλλοι ἀπὸ ἐγωισμό, παρασύρθηκαν.
Θεώρησαν τὶς 13 μέρες θέμα δογματικὸ καὶ ὅλους ἐμᾶς πλανεμένους, καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Δὲν ἔχουν κοινωνία οὔτε μὲ τὰ Πατριαρχεῖα καὶ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ πᾶνε μὲ τὸ νέο, ἀλλὰ οὔτε καὶ μὲ τὰ Πατριαρχεῖα καὶ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ πᾶνε μὲ τὸ παλιό, γιατί δῆθεν μολύνθηκαν ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς νεοημερολογίτες. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό. Καὶ αὐτοὶ οἱ λίγοι ποὺ ἔμειναν, ἔγιναν, δὲν ξέρω καὶ ἐγώ, πόσα κομμάτια. Καὶ ὅλο καὶ κομματιάζονται καὶ ἀλληλοαναθεματίζονται καὶ ἀλληλοαφορίζονται καὶ ἀλληλοκαθαιροῦνται.
Δὲν ξέρεις πόσο ἔχω πονέσει καὶ πόσο ἔχω προσευχηθεῖ γι’ αὐτὸ τὸ θέμα. Χρειάζεται νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε καὶ νὰ τοὺς πονᾶμε καὶ ὄχι νὰ τοὺς κατακρίνουμε, καὶ πιὸ πολὺ νὰ προσευχόμαστε γι’ αὐτοὺς νὰ τοὺς φωτίσει ὁ Θεός, καὶ ἂν τύχει καμιὰ φορὰ καὶ μᾶς ζητήσει κανεὶς μὲ καλὴ διάθεση βοήθεια, νὰ λέμε καμιὰ κουβέντα».
Πέρασαν πάνω ἀπὸ πέντε χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντα. Ὁ κ. Χ. ἦλθε στὴν «Παναγούδα» νὰ εὐχαριστήσει τὸν Γέροντα, γιατί ἔκτοτε βρῆκε τὴν πνευματική, ἀλλὰ καὶ τὴν οἰκογενειακή του σωτηρία καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια διηγήθηκε τὰ ἀνωτέρω.
Μὲ τὴν ἀγάπη, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν διάκρισή του, γνώριζε πότε νὰ μιλᾶ, πῶς νὰ ἐνεργεῖ καὶ νὰ βοηθᾶ ἀθόρυβα τὴ μητέρα Ἐκκλησία, ἀποφεύγοντας τὰ ἄκρα καὶ θεραπεύοντας πληγὲς ποὺ ταλαιπωροῦν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ σκανδαλίζουν τοὺς πιστούς. (Βίος Γέροντος Παϊσίου, ιερομονάχου Ισαάκ, σελ. 691-696)
Αναγκαίος ο περιορισμός των παιδιών ως την ενηλικίωση τους
Τα παιδιά πρέπει πάντα να αισθάνωνται ως ανάγκη μεγάλη τις συμβουλές,
ειδικά στην κρίσιμη ηλικία της εφηβείας, για να μη γλιστρήσουν στον γλυκό κατήφορο της κοσμικής κατηφόρας,
που γεμίζει την ψυχή από άγχος και την απομακρύνει αιώνια από τον Θεό.
Πρέπει να μπούν στο νόημα της υπακοής. Να καταλάβουν ότι στην υπακοή προς τους γονείς
κρύβεται το δικό τους συμφέρον, ώστε να υπακούουν με χαρά και να κινούνται ελεύθερα στον πνευματικό χώρο.
Βλέπετε, πώς περιορίζουμε την ελευθερία του μικρού παιδιού;
Το έμβρυο είναι περιορισμένο εννιά μήνες στην κοιλιά της μάνας του. Το νεογέννητο το βάζουν σε κούνια.
Έπειτα από πέντε-έξι μήνες του βάζουν και κάγκελα.
Αργότερα δεν το αφήνουν μόνο του έξω, για να μη χτυπήση, να μην γκρεμισθεί από καμμιά σκάλα.
Αν το αφήσουν ελεύθερο, θα πέσει και θα σκοτωθεί.
Όλα αυτά είναι απαραίτητα, για να μεγαλώσει το παιδί με ασφάλεια.
Φαίνεται ότι του στερούν την ελευθερία, αλλά δίχως αυτά τα μέτρα θα κινδύνευε να σκοτωθεί από την πρώτη στιγμή.
Τα παιδιά όμως δεν καταλαβαίνουν, ούτε όταν είναι μικρά, ότι χρειάζονται περιορισμό, αλλά ούτε όταν μεγαλώσουν,
ότι χρειάζονται άλλου είδους περιορισμό, γι’ αυτό ζητούν ελευθερία. Τί ελευθερία είναι αυτή;
Ελευθερία, για να κουτσουρευτούν; Με την ελευθερία αυτή φθάνουν στην καταστροφή.
Πρέπει να καταλάβουν ότι, μέχρι να τελειώσουν τις σπουδές τους, να πάρουν το πτυχίο τους, να ωριμάσουν,
για να γίνουν σωστοί άνθρωποι, χρειάζεται κάποιος περιορισμός. Γιατί, άμα κουτσουρευτούν μια φορά, θα καταστραφούν.
Πρέπει να αισθανθούν τον περιορισμό ως ανάγκη, ως ευλογία Θεού.
Να ευγνωμονούν τους γονείς τους που τους περιορίζουν. Να ξέρουν πώς, ό,τι κάνουν οι γονείς, το κάνουν από αγάπη.
Κανένας πατέρας, καμμιά μητέρα, δεν περιόρισαν το παιδί τους από κακότητα, έστω και αν του φέρθηκαν βάρβαρα.
Και αν οι γονείς σφίξουν λίγο παραπάνω τα παιδιά, και σ’ αυτό μέσα κρύβεται η πολλή τους αγάπη.
Από καλή διάθεση το κάνουν, για να είναι πιο συμμαζεμένα και να μην εκτίθενται σε κινδύνους.
Μπορεί και ένας κηπουρός να σφίξη το δενδράκι που φυτεύει με σύρμα για περισσότερη σιγουριά και να το πληγώση λίγο,
αλλά ο καλός Θεός, όταν πληγώνεται ο φλοιός του δένδρου, κλείνει σε λίγο την πληγή.
Και αν την πληγή του δένδρου κλείνει ο Θεός, πόσο μάλλον θα φροντίσει για το πλάσμα Του!
Αν δηλαδή οι γονείς έσφιξαν το παιδί λιγάκι παραπάνω και λίγο πληγώθηκε, δεν θα το θεραπεύσει ο Θεός;
Και τα παιδιά πρέπει να συζητούν με τους γονείς τους, να τους λένε τους λογισμούς τους.
Όπως ο μοναχός στο μοναστήρι έχει τον Γέροντά του, στον οποίο λέει τους λογισμούς του και βοηθιέται,
έτσι και το παιδί πρέπει να έχει μια αναφορά στους γονείς.
Κανονικά το παιδί πρέπει να εξομολογείται πρώτα στην μητέρα και μετά στον Πνευματικό.
Γιατί, όπως όταν χτυπήσει το παιδί το πόδι του, οι γονείς πηγαίνουν μαζί του στον γιατρό και ρωτούν τί πρέπει να κάνουν,
για να θεραπευθή το πόδι, έτσι πρέπει να ξέρουν και τί προβλήματα έχει το παιδί, για να το βοηθήσουν.
Αν το παιδί λέει τα προβλήματά του μόνο στον Πνευματικό, πώς μπορούν οι γονείς να το βοηθήσουν,
αφού δεν ξέρουν τί το απασχολεί;
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 128-130)
"Να διαβάζεις πολύ την Αγία Γραφή"
"Όταν διαβάζεις στην Αγία Γραφή, μου έλεγε ο Γέροντας, γιατί πρέπει να τη διαβάζεις συνέχεια για να φωτισθείς,
ή τους βίους Αγίων, ή τα άλλα εκκλησιαστικά βιβλία, και βρίσκεις κάποια πρόταση ή λέξη που σου έκανε εντύπωση,
να σταματάς εκεί αρκετά, να την ψάχνεις καλά και θα δείς πόσο θα ωφελείσαι απ' αυτό".
"Να διαβάζεις, μου έλεγε μιά άλλη φορά, πάρα πολύ για να σου φωτίσει ο Θεός το νού.
Ξέρεις, εγώ διάβαζα πάρα πολύ και μάλιστα, για να μη με ενοχλούν,
ανέβαινα πάνω σε ένα δέντρο με μια σκάλα που είχα φτιάξει και που την τραβούσα επάνω όταν ανέβαινα,
ώστε να μη με βλέπουν και με ενοχλούν, και εκεί ασχολούμουν με τις ώρες με τη μελέτη".
[Τζ 137]
"Δε θυμάμαι όσα διαβάζω"
Στην ερώτηση μου ότι δεν τα θυμάμαι όλα όσα διαβάζω, μου απάντησε ο Παππούλης ως εξής:"Να ξέρεις, παιδί μου,
ότι τα πάντα εναποθηκεύονται μέσα στη μνήμη μας και, όταν ο Χριστός κρίνει κατάλληλη την ώρα,
μας τα αποκαλύπτει". Σε μία αποκάλυψη για ένα γεγονός που είχε γίνει προ 50 ετών, μου είπε:"Ο Θεός,
να έχεις πάντα υπόψη σου, ότι τα βλέπει όλα και τα παρακολουθεί όλα.
Καμία πλάκα της φωτογραφικής του μηχανής δεν καταστρέφεται".
[Τζ 138]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ.135-136)
Αιωνιότητα
ήρθε απ’ τον Ουρανό και βεβαιώνει
Ποιος ήρθε από κει και βεβαίωσε για τα εκεί;
Πες σ’ αυτόν που ρωτάει: «Από τους ανθρώπους μεν κανένας.
Όμως ο Κύριος των αγγέλων όλα με ακρίβεια μας τα φανέρωσε.
Ε.Π.Ε. 9,434
το ίδιο τέλος για όλους;
Μα είναι δίκαιο να βρεθούν στην ίδια μοίρα οι ενάρετοι και ευσεβείς,
που εργάστηκαν κάθε αρετή, με τους μοιχούς, τους πατροκτόνους, τους δολοφόνους, τους τυμβωρύχους;
Ποιά λογική το λέει αυτό;
Ε.Π.Ε. 9,434
την ζητάει η δικαιοσύνη του Θεού
Λες: Είναι φιλάνθρωπος ο Θεός, και γι’ αυτό δεν τιμωρεί.
Δηλαδή, αν κολάσει τους ασεβείς, δεν θα ‘ναι φιλάνθρωπος;
Βλέπεις σε τί βλάστημα λόγια οδηγεί ο διάβολος;
Λοιπόν, ρωτάω: οι μοναχοί, που πήγαν στα βουνά και επέδειξαν πάρα πολύ μεγάλη άσκηση,
θα φύγουν απ’ αυτό τον κόσμο αστεφάνωτοι;
Αν δεν τιμωρούνται οι κακοί και δεν υπάρχει για κανέναν ανταπόδοση,
τότε θα πει κάποιος, ότι ούτε οι αγαθοί βραβεύονται.
Ναι, λέει (απερίσκεπτα), διότι αυτό αρμόζει στον Θεό,
να υπάρχει μόνο βασιλεία, να μην υπάρχει κόλασις!
Δηλαδή, ο πόρνος κι ο μοιχός και όποιος έκανε άπειρα κακά,
θα απόλαυσει τα ίδια με εκείνον που αγωνίστηκε κι επέδειξε σωφροσύνη και αγιότητα;
Το ίδιο τέλος περιμένει έναν Παύλο κι ένα Νέρωνα;
Ή μάλλον, τον Παύλο και το διάβολο;
Ε.Π.Ε. 17,454
διαφορά σε παράδεισο και σε κόλαση
Θα είναι μεγάλη η διαφορά στην λαμπρότητα τότε, αν και η ανάσταση είναι μία...
Δείχνει, ότι ούτε δίκαιοι και αμαρτωλοί θ’ αξιωθούν των ιδίων,
ούτε δίκαιοι το ίδιο με άλλους δικαίους θα δοξαστούν,
ούτε αμαρτωλοί και αμαρτωλοί θα έχουν όλοι την ίδια τύχη.
Ε.Π.Ε. 18α,680
καιρός στεφάνων, ανάπαυσις!
Η παρούσα ζωή είναι για μετάνοια, η άλλη για την κρίση του Θεού.
Η παρούσα για αγώνες, η άλλη για στεφάνια.
Η παρούσα για κόπο, η άλλη για ανάπαυση.
Η παρούσα για κούραση, η άλλη για πληρωμή.
Ε.Π.Ε. 30,318
μας περιμένει
Δεν περιορίζεται στα όρια τούτου του κόσμου η ζωή μας.
Το δείχνουν οι δοκιμασίες. Ποτέ δεν μπορεί ν’ ανεχτεί ο Θεός να μην ανταμειφτούν
όσοι μύρια υποφέρουν κακά και περνούν τη ζωή τους με αναρίθμητους κινδύνους.
Δεν μπορεί, θα ανταμειφθούν οπωσδήποτε με μεγαλύτερες δωρεές.
Κι αφού θα τους ανταμείψει, είναι ολοφάνερο πως ετοίμασε άλλη ζωή,
αυτό λάμπει σαν πραγματικότητα πιο πολύ από τον ήλιο.
Στην αιώνια ζωή, λοιπόν, θα στεφανώσει τους ενάρετους. Θα τους βραβεύσει νικητές τους αθλητές της ευσεβείας μπροστά σε όλη την οικουμένη. Ε.Π.Ε. 31,604
το ίδιο τέλος για όλους;
Αν δεν υπάρχει καιρός μετά την εδώ ζωή, οι άγιοι θα φύγουν αδικημένοι και οι άδικοι ευεργετημένοι. Αν δεν υπάρχει η άλλη ζωή, πώς θ’ απονεμηθεί το δίκαιο; Είναι, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη να υπάρχει η άλλη ζωή, όπου η δικαιοσύνη θα δοθεί στον καθένα κατ’ αξίαν.
Γιατί, αν δεν υπάρχει, πώς θα λειτουργήσει η δικαιοσύνη; Και αν, όπως λες, δεν υπάρχει άλλη ζωή, τότε ο Θεός δεν είναι δίκαιος. Αλλ’ ένας Θεός, που δεν είναι δίκαιος, είναι ανύπαρκτος. Ε.Π.Ε. 34,592
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 124-126)
δ'. Πήγε ο Αββάς Μακάριος ο μέγας στον Αββά Αντώνιο, στο όρος. Και σαν χτύπησε στη θύρα, βγήκε, τον είδε και του είπε : «Συ ποιος είσαι;». Και εκείνος αποκρίθηκε : « Είμαι ο Μακάριος ». Έκλεισε τότε τη θύρα, εισήλθε και τον άφησε απ’ έξω. Βλέποντας δε την υπομονή του, του άνοιξε και χαριτολογώντας έλεγε : « Από πολύ καιρό επιθυμούσα να σε δω, ακούοντας τα σχετικά με σένα ». Και τον φιλοξένησε και τον περιποιήθηκε. Γιατί ήταν πολύ κουρασμένος. Σαν έγινε δε βράδι, έβρεξε για τον εαυτό του ο Αββάς Αντώνιος φοινικοβλαστούς και του λέγει ο Αββάς Μακάριος : « Πρόσταξε, να βρέξω και εγώ για τον εαυτό μου ». Και του είπε : « Βρέξε ». Κάνοντας δε μεγάλο δεμάτι, το έβρεξε. Και καθισμένοι αποβραδίς, μιλώντας δε για ψυχική σωτηρία, έπλεκαν. Και η πλεξούδα, περνώντας από τη θυρίδα, στο σπήλαιο κατέβαινε. Και μπαίνοντας πρωί ο μακάριος Αντώνιος, είδε το μάκρος της πλεξούδας του Αββά Μακαρίου και έλεγε: « Πολλή δύναμη από τα χέρια τούτα βγαίνει ».
ε'. Έλεγε ο Αββάς Μακάριος στους αδελφούς για την ερήμωση της Σκήτης : « Όταν δήτε κελλί να χτίζεται κοντά στο έλος, μάθετε ότι σιμά είναι η ερήμωση της. Όταν δήτε δένδρα, όπου να ναι έρχεται. Και όταν δήτε πολύ νέους, πάρτε τους μανδύες σας και φύγετε ».
στ'.Έλεγε πάλι, θέλοντας να στηρίξη τους αδελφούς : « Ήλθε εδώ παιδί δαιμονισμένο με τη μητέρα του και της έλεγε : Σήκω, γριά, να πάμε από εδώ. Και εκείνη είπε : Δεν μπορώ να πάω με τα πόδια. Και της λέγει το παιδί : Εγώ θα σε υποβαστάζω. Και θαύμασα την πονηριά του δαίμονος, πώς θέλησε να τους απομακρύνη ».
ζ'.Έλεγε ο Αββάς Σισώης : « Όταν ήμουν σε Σκήτη με τον Μακάριο, ανεβήκαμε να θερίσουμε μαζί εφτά ονόματα. Και να, μια χήρα σταχομαζώχτρα πίσω μας έκλαιε ασταμάτητα. Φώναξε λοιπόν ο γέρων τον κάτοχο του χωραφιού και του είπε : Τι έχει αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα και όλο κλαίει ; Του απαντά : Στον άνδρα της είχε εμπιστευθή κάποιος ένα ποσό, αλλά πέθανε ξαφνικά και δεν είπε που το είχε κρύψει. Θέλει λοιπόν τώρα ο κύριος του ποσού να πάρη αυτήν και τα παιδιά της και να τους κάμη δούλους του. Του λέγει ο γέρων : Πες της να έλθη σ’ εμάς, εκεί οπού αναπαυόμαστε από το λιοπύρι. Και σαν ήλθε η γυναίκα, της είπε ο γέρων : Γιατί κλαις έτσι ασταμάτητα ; Και απαντά : Στον άνδρα μου εμπιστεύτηκε κάποιος ένα ποσό. Αλλά πέθανε και δεν πρόλαβε να πη που το είχε βάλει. Και της λέγει ο γέρων : Πάμε, να μου δείξης που τον έθαψες. Και παίρνοντας τους αδελφούς κοντά του, βγήκε μαζί μ’ εκείνη. Σαν ήλθαν δε στον τάφο, της είπε ο γέρων : Πήγαινε στο σπίτι σου. Και αφού προσευχήθηκαν, φώναξε ο γέρων τον νεκρό και του λέγει : Που έβαλες το ποσό οπού σου εμπιστεύτηκαν ; Και εκείνος αποκρίνεται και λέγει : Στο σπίτι μου είναι κρυμμένο, κάτω από το πόδι του κρεββατιού. Και του λέγει ο γέρων : Κοιμήσου πάλι έως τη μέρα της αναστάσεως. Βλέποντας δε οι αδελφοί, από τον φόβο τους, έπεσαν στα πόδια του. Και τους είπε ο γέρων : Δεν έγινε για μένα αυτό. Γιατί δεν είμαι τίποτε. Αλλά για τη χήρα και τα ορφανά ο Θεός έκαμε το θαύμα. Και αυτό είναι το σπουδαίο, ότι αναμάρτητη θέλει ο Θεός την ψυχή. Και ότι ζητήση, το παίρνει. Πηγαίνοντας δε, φανέρωσε στη χήρα που βρισκόταν το ποσό. Και εκείνη, παίρνοντάς το, το έδωσε στον κύριό της και ελευθέρωσε τα παιδιά της. Και όλοι όσοι το άκουσαν, δόξασαν τον Θεό ».
η΄.Έλεγε ο Αββάς Πέτρος για τον άγιο Μακάριο :
« Κάποτε πήγε σε έναν αναχωρητή και βλέποντάς τον να υποφέρη, του ζήτησε να του πη τι ήθελε να βάλη στο στόμα του γιατί κανείς δεν ήταν στο κελλί του. Και εκείνος του είπε παστέλλι. Δεν δίστασε τότε ο γενναιόκαρδος να πάη στην Αλεξάνδρεια για να το φέρη στον ταλαίπωρο. Και το θαυμαστό γεγονός δεν έγινε φανερό σε κανέναν ».
θ'.Είπε πάλι : « Βλέποντάς τον να συμπεριφέρεται με ακακία σε όλους τους αδελφούς, είπαν κάποιοι στον Αββά Μακάριο : Γιατί κάνεις έτσι τον εαυτό σου ; Και τους αποκρίθηκε : Δώδεκα χρόνια υπηρέτησα τον Κύριό μου, για να μου δώση αυτό το χάρισμα. Και όλοι με συμβουλεύετε να το αποβάλω;».
ι'.Έλεγαν για τον Αββά Μακάριο, ότι, αν τύχαινε με αδελφούς, έθετε στον εαυτό του όρο, λέγοντας μέσα του : « Αν βρεθή κρασί, για χάρη των αδελφών πίνε. Και αντί για ένα ποτήρι κρασί, μια μέρα μη πιής νερό ». Οι αδελφοί λοιπόν, για να τον περιποιηθούν, του έδιναν. Ο δε γέρων μετά χαράς το έπαιρνε, για να δοκιμάση τον εαυτό του. Ο μαθητής του όμως, ξέροντας το μυστικό, έλεγε στους αδελφούς : «Για χάρη του Κυρίου, μη του δίνετε. Γιατί αλλοιώς, στο κελλί πρόκειται να δαμάζη τον εαυτό του». Και μαθαίνοντάς το οι αδελφοί, δεν του έδιναν πλέον.
ια΄.Ενώ ο Αββάς Μακάριος πήγαινε κάποτε από το έλος στο κελλί του, φορτωμένος φοινικοβλαστούς, τον συνάντησε ο διάβολος στον δρόμο, με δρεπάνι. Και καθώς θέλησε να τον χτυπήση, δεν μπόρεσε. Και του λέγει : « Πολλή αντίσταση βρίσκω σε σένα, Μακάριε, μη μπορώντας να σου κάμω κακό. Και όμως, ότι κάνεις το κάνω και εγώ. Συ νηστεύεις ; Και εγώ δεν τρώγω καθόλου. Αγρυπνείς ; Και εγώ δεν κοιμάμαι καθόλου. Ένα μονάχα έχεις και με νικάς ». Τον ρωτά ο Αββάς Μακάριος : « Ποιό είναι αυτό ; ». Και εκείνος αποκρίνεται : « Η ταπείνωσή σου. Αυτή με εξουδετερώνει ».
ιβ΄.Ρώτησαν μερικοί πατέρες τον Αββά Μακάριο τον Αιγύπτιο, λέγοντας : « Πώς όταν τρως και όταν νηστεύης, το σώμα σου είναι μαραμένο ; ». Και τους λέγει ο γέρων : « Το ξύλο οπού στρέφει τα καιόμενα φρύγανα, κατατρώγεται από τη φωτιά. Έτσι και όταν ο άνθρωπος κρατά τον νου του καθαρό με τον φόβο του Θεού, ο ίδιος ο φόβος του Θεού κατατρώγει το σώμα του ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
H αγάπη του Αγίου Σιλουανού στην Παναγία
Όταν η ψυχή κατέχεται από την αγάπη του Θεού, τότε, ω, πώς είναι όλα ευχάριστα, αγαπημένα και χαρούμενα. Αυτή η αγάπη όμως συνεπάγεται θλίψη· κι όσο βαθύτερη είναι η αγάπη, τόσο μεγαλύτερη είναι και η θλίψη.
Η Θεοτόκος δεν αμάρτησε ποτέ, ούτε καν με το λογισμό, και δεν έχασε ποτέ τη Χάρη, αλλά κι Αυτή είχε μεγάλες θλίψεις. Όταν στεκόταν δίπλα στο Σταυρό, τότε ήταν η θλίψη Της απέραντη σαν τον ωκεανό κι οι πόνοι της ψυχής Της ήταν ασύγκριτα μεγαλύτεροι από τον πόνο του Αδάμ μετά την έξωση από τον Παράδεισο, γιατί κι η αγάπη Της ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη από την αγάπη του Αδάμ στον Παράδεισο. Κι αν επέζησε, επέζησε μόνο με τη Θεία δύναμη, με την ενίσχυση του Κυρίου, γιατί ήταν θέλημά Του να δη την Ανάσταση κι ύστερα, μετά την Ανάληψή Του, να παραμείνη παρηγοριά και χαρά των Αποστόλων και του νέου χριστιανικού λαού.
Εμείς δεν φτάνουμε στην πληρότητα της αγάπης της Θεοτόκου, και γι’ αυτό δεν μπορούμε να εννοήσωμε πλήρως το βάθος της θλίψεώς Της. Η αγάπη Της ήταν τέλεια. Αγαπούσε άπειρα το Θεό και Υιό Της, αλλ’ αγαπούσε και το λαό με μεγάλη αγάπη. Και τι αισθανόταν τάχα, όταν εκείνοι, που τόσο πολύ αγαπούσε η Ίδια και που τόσο πολύ ποθούσε τη σωτηρία τους, σταύρωναν τον αγαπημένο Υιό Της;
Αυτό δεν μπορούμε να το συλλάβωμε, γιατί η αγάπη μας για το Θεό και τους ανθρώπους είναι λίγη. Κι όμως η αγάπη της Παναγίας υπήρξε απέραντη και ακατάληπτη, έτσι απέραντος ήταν κι ο πόνος Της που παραμένει ακατάληπτος για μας.
Άσπιλε Παρθένε Θεοτόκε, πες σ’ εμάς τα παιδιά Σου, πώς αγαπούσες τον Υιό Σου και Θεό, όταν ζούσες στη γη; Πώς χαιρόταν το πνεύμα Σου για το Θεό και Σωτήρα Σου; Πώς αντίκριζες την ομορφιά του προσώπου Του; Πώς σκεφτόσουν ότι Αυτός είναι Εκείνος, που Τον διακονούν με φόβο και αγάπη όλες οι Δυνάμεις των ουρανών;
Πες μας, τι ένοιωθε η ψυχή Σου, όταν κρατούσες στα χέρια Σου το Θαυμαστό Νήπιο; Πώς το ανέτρεφες; Πώς πονούσε η ψυχή Σου, όταν μαζί με τον Ιωσήφ
Τον αναζητούσες τρεις μέρες στην Ιερουσαλήμ; Ποιαν αγωνία έζησες, όταν ο Κύριος παραδόθηκε στην σταύρωση και πέθανε στο Σταυρό;
Πες μας, ποια χαρά αισθάνθηκες για την Ανάσταση ή πώς σπαρταρούσε η ψυχή Σου από τον πόθο του Κυρίου μετά την Ανάληψη;
Οι ψυχές μας λαχταρούν να γνωρίσουν τη ζωή Σου με τον Κύριο στη γη· αλλά Συ δεν ευδόκησες να τα παραδώσης ολ’ αυτά στη Γραφή, αλλά σκέπασες το μυστήριό Σου με σιγή.
Πολλά θαύματα και ελέη είδα από τον Κύριο και τη Θεοτόκο, αλλά μου είναι τελείως αδύνατο ν’ ανταποδώσω κάπως αυτή την αγάπη.
Τι ν’ ανταποδώσω εγώ στην Υπεραγία Θεοτόκο, που δεν με περιφρόνησε ενώ ήμουν βυθισμένος στην αμαρτία, αλλά μ’ επισκέφθηκε σπλαγχνικά και με συνέτισε; Δεν Την είδα, αλλά το Άγιο Πνεύμα μου έδωσε να Την αναγνωρίσω από τα γεμάτα χάρη λόγια Της και το πνεύμα μου χαίρεται κι η ψυχή μου παρασύρεται τόσο από την αγάπη προς Αυτήν, ώστε και μόνη η επίκληση του ονόματος Της γλυκαίνει την καρδιά μου.
Όταν ήμουν νεαρός υποτακτικός, προσευχόμουν μια φορά μπροστά στην εικόνα της Θεομήτορος και μπήκε τότε στην καρδιά μου η προσευχή του Ιησού κι άρχισε από μόνη της να προφέρεται εκεί.
Μια άλλη φορά άκουγα στην εκκλησία την ανάγνωση των προφητειών του Ησαΐα, και στις λέξεις «Λούσασθε και καθαροί γίνεσθε» (Ήσ. α 16) σκέφτηκα: Μήπως η Παναγία αμάρτησε ποτέ, έστω και με το λογισμό;. Και, ώ του θαύματος! Μέσα στην καρδιά μου μια φωνή ενωμένη με την προσευχή πρόφερε ρητώς: «Η Θεοτόκος ποτέ δεν αμάρτησε, ούτε καν με την σκέψη». Έτσι το Άγιο Πνεύμα μαρτυρούσε στην καρδιά μου για την αγνότητά Της.
Εν τούτοις κατά τον επίγειο βίο Της δεν είχε ακόμα την πληρότητα της γνώσεως και υπέπεσε σ’ ορισμένα αναμάρτητα λάθη ατέλειας. Αυτό φαίνεται από το Ευαγγέλιο• όταν επέστρεφε από την Ιερουσαλήμ, δεν ήξερε που είναι ο Υιός Της και Τον αναζητούσε τρεις μέρες με τον Ιωσήφ (Λουκ. β' 44-46).
Η ψυχή μου γεμίζει από φόβο και τρόμο, όταν αναλογίζομαι τη δόξα της Θεομήτορος.
Είναι ενδεής ο νους μου και φτωχή κι αδύναμη η καρδιά μου, αλλά η ψυχή μου χαίρεται και παρασύρομαι στο να γράψω έστω και λίγα λόγια γι’ Αυτήν.
Η ψυχή μου φοβάται να το αποτολμήση, αλλά η αγάπη με πιέζει να μην κρύψω τις ευεργεσίες της ευσπλαχνίας Της.
Η Θεοτόκος δεν παρέδωσε στη Γραφή ούτε τις σκέψεις Της ούτε την αγάπη Της για τον Υιό και Θεό Της ούτε τις θλίψεις της ψυχής Της, κατά την ώρα της σταυρώσεως, γιατί ούτε και τότε θα μπορούσαμε να τα συλλάβωμε. Η αγάπη Της για το Θεό ήταν ισχυρότερη και φλογερότερη από την αγάπη των Χερουβείμ και των Σεραφείμ κι όλες οι Δυνάμεις των Αγγέλων και Αρχαγγέλων εκπλήσσονται μ’ Αυτήν.
Παρ’ όλο όμως που η ζωή της Θεοτόκου σκεπαζόταν, θα λέγαμε, από την άγια σιγή, ο Κύριος όμως φανέρωσε στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας πώς η Παναγία μας αγκαλιάζει με την αγάπη Της όλο τον κόσμο και βλέπει με το Άγιο Πνεύμα όλους τους λαούς της γης και, όπως και ο Υιός Της, έτσι κι Εκείνη σπλαγχνίζεται και ελεεί τους πάντες.
Ώ, και να γνωρίζαμε πόσο αγαπά η Παναγία όλους, όσους τηρούν τις εντολές του Χριστού, και πόσο λυπάται και στενοχωριέται για κείνους που δεν μετανοούν! Αυτό το δοκίμασα με την πείρα μου.
Δεν ψεύδομαι, λέγω την αλήθεια ενώπιον του Θεού, πώς γνωρίζω πνευματικά την Άχραντη Παρθένο. Δεν Την είδα, αλλά το Άγιο Πνεύμα μου έδωσε να γνωρίσω Αυτήν και την αγάπη Της για μας. Χωρίς την ευσπλαχνία Της η ψυχή θα είχε χαθή από πολύν καιρό. Εκείνη όμως ευδόκησε να μ’ επισκεφθή και να με νουθετήση, για να μην αμαρτάνω. Μου είπε: Δεν μ’ αρέσει να βλέπω τα έργα σου». Τα λόγια Της ήταν ευχάριστα, ήρεμα, με πραότητα και συγκίνησαν την ψυχή. Πέρασαν πάνω από σαράντα χρόνια, μα η ψυχή μου δεν μπορεί να λησμονήση εκείνη τη γλυκειά φωνή και δεν ξέρω πώς να ευχαριστήσω την αγαθή και σπλαγχνική Μητέρα του Θεού.
Αληθινά, Αυτή είναι η βοήθειά μας ενώπιον του Θεού και μόνο τ’ Ονομά Της χαροποιεί την ψυχή. Αλλά κι όλος ο ουρανός κι όλη η γη χαίρονται με την αγάπη Της.
Αξιοθαύμαστο κι ακατανόητο πράγμα. Ζη στους ουρανούς και βλέπει αδιάκοπα την δόξα του Θεού, αλλά δεν λησμονεί κι εμάς τους φτωχούς κι αγκαλιάζει με την ευσπλαχνία Της όλη τη γη κι όλους τους λαούς.
Κι Αυτή την Άχραντη Μητέρα του ο Κύριος την έδωσε σ’ εμάς.
Αυτή είναι η χαρά και η ελπίδα μας.
Αυτή είναι η πνευματική μας Μητέρα και βρίσκεται κοντά μας κατά τη φύση σαν άνθρωπος και κάθε χριστιανική ψυχή ελκύεται από την αγάπη προς Αυτήν.
(Πηγή: αρχιμ. Σοφρωνίου (Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 1995)
Του Α β β ά Μακαρίου του Αιγυπτίου
α΄. Διηγήθηκε για τον εαυτό του ο Αββάς Μακάριος, λέγοντας: « Όταν ήμουν νεώτερος και έμενα σε κελλί, στην Αίγυπτο, με έκαμαν διά της βίας κληρικό στην κώμη. Και μη θέλοντας να αναλάβω, έφυγα σε άλλο τόπο. Και ήλθε σ’ έμενα ένας ευλαβής λαϊκός και έπαιρνε το εργόχειρό μου και με διακονούσε. Συνέβη δε, από πειρασμό, μια παρθένος, στην κώμη, να πέση σε αμαρτία. Και έχοντας μείνει έγκυος, τη ρωτούσαν ποιος της το έκαμε αυτό. Και εκείνη έλεγε : Ο αναχωρητής. Βγήκαν λοιπόν οι χωρικοί, με έπιασαν, μου κρέμασαν στον τράχηλο γανωμένες χύτρες και χερούλια από κοφίνια, με πόμπευσαν στα σταυροδρόμια της κώμης και με χτυπούσαν, λέγοντας : Αυτός ο καλόγερος μας διέφθειρε το κοράσι, πάρτε τον, πάρτε τον. Και με χτύπησαν τόσο, όπου παρά λίγο να πεθάνω. Ήλθε δε κάποιος από τους γέροντες και είπε : Ως πότε θα χτυπάτε τον ξένο μοναχό ; Αυτός δε όπου με διακονούσε, ακλουθούσε πίσω μου ντροπιασμένος. Γιατί και αυτόν τον έβριζαν πολύ και του έλεγαν : Να, βλέπεις τι έκαμε ο αναχωρητής, οπού συ καμάρωνες ; Και λέγουν οι γονείς της : Δεν τον αφήνουμε ώσπου να μας δώση εγγυητή ότι θα τη διατρέφη. Και είπα στον διακονητή μου και αυτός εγγυήθηκε. Και πήγα στο κελλί μου και του έδωσα όσα ζεμπίλια είχα, λέγοντάς του : Πούλησέ τα και δος στη γυναίκα μου να φάη. Και έλεγα στον λογισμό μου : Μακάριε, να, σου έλαχε γυναίκα. Πρέπει να εργάζεσαι κάπως πιο πολύ, για να την τρέφης. Και εργαζόμουν νύχτα και μέρα και της έστελνα. Και όταν ήλθε η ώρα της αθλίας να γέννηση, περνούσαν μέρες πολλές όπου βασανιζόταν χωρίς να γέννηση. Και της λέγουν : Τι σημαίνει αυτό ; Και τους αποκρίθηκε : Εγώ ξέρω. Γιατί συκοφάντησα τον αναχωρητή και τον κατηγόρησα λέγοντας ψέμματα. Δεν φταίει αυτός, αλλά ο δείνα νέος. Ήλθε λοιπόν αυτός οπού με διακονούσε, όλος χαρά. Και μου είπε ότι δεν μπόρεσε να γέννηση εκείνη η πρώην παρθένος, ωσότου ωμολόγησε : Δεν είναι ένοχος ο αναχωρητής, αλλά είπα ψέμματα εναντίον του. Και να, όλη η κώμη θέλει να έλθη εδώ με πομπή και παράταξη, για να σου υποβάλη τη μετάνοιά της. Εγώ όμως, ακούοντας τα αυτά, για να μη με θλίψουν οι άνθρωποι, σηκώθηκα και ήλθα εδώ σε Σκήτη. Αυτή ήταν η αφορμή όπου κατέφυγα εδώ ».
β΄. Ήλθε κάποτε ο Μακάριος ο Αιγύπτιος από Σκήτη στο όρος της Νιτρίας, στη σύναξη του Αββά Παμβώ. Και του λέγουν οι γέροντες : «Πες κάτι στους αδελφούς, πάτερ». Και εκείνος αποκρίθηκε : « Εγώ δεν έγινα ακόμη μοναχός, αλλά είδα μοναχούς. Ενώ έμενα κάποτε στο κελλί, σε Σκήτη, με πείραξαν οι λογισμοί, λέγοντας : Βγες στην έρημο και πες τι βλέπεις εκεί. Έμεινα δε, πολεμώντας τον λογισμό πέντε έτη, με την ιδέα μήπως προερχόταν από δαίμονες. Και επειδή επέμενε ο λογισμός, βγήκα στην έρημο. Και βρήκα εκεί μια λίμνη και νησί στη μέση της. Και ήλθαν τα ζωντανά της ερήμου να πιουν απ’ αυτή. Και είδα ανάμεσα τους δυο ανθρώπους γυμνούς. Και δείλιασε το σώμα μου. Γιατί νόμισα ότι είναι πνεύματα. Αυτοί όμως, σαν με είδαν δειλιασμένο, μου είπαν : Μη φοβάσαι. Και εμείς άνθρωποι είμαστε. Και τους λέγω : Από που είστε και πώς ήλθατε σ’ αυτή την έρημο ; Και μου απαντούν : Από Κοινόβιο είμαστε. Και συμφωνήσαμε και βγήκαμε εδώ. Να, σαράντα χρόνια έχουμε. Και ο μεν ένας είναι Αιγύπτιος, ο δε άλλος από τη Λιβύη. Και με ρώτησαν και αυτοί, λέγοντας : Τι γίνεται ο κόσμος ; Και αν έρχωνται τα νερά στον καιρό τους και αν πορεύη καλά ο κόσμος. Και τους αποκρίνομαι : Ναι. Αλλά και εγώ τους ρώτησα: Πώς μπορώ να γίνω μοναχός ; Και μου λέγουν : Αν τινάς δεν απαρνηθή όλα τα του κόσμου, δεν μπορεί να γίνη μοναχός. Και τους λέγω : Εγώ αδύνατος είμαι και δεν μπορώ να κάνω ότι σεις. Και αυτοί τότε μου λέγουν : Αν δεν μπορής σαν εμάς, ας κάθεσαι στο κελλί σου και κλάψε τις αμαρτίες σου. Και τους ρωτώ : Όταν γίνεται κακοκαιρία, δεν τρέμετε; Και όταν γίνεται καύσων, δεν καίεται το σώμα σας; Και μου αποκρίθηκαν : Ο Θεός τα οικονόμησε έτσι για μας. Και ούτε με τα κρύα τρέμουμε ούτε το καλοκαίρι η πολλή ζέστη μας βλάπτει. Γι’ αυτό σας είπα, ότι δεν έγινα ακόμη μοναχός, αλλά είδα μοναχούς. Συγχωρήστε με, αδελφοί ».
γ'. Ο Αββάς Μακάριος, όταν κατοικούσε στην πανέρημο, ήταν μόνος εκεί σαν αναχωρητής, παρά κάτω δε άλλη έρημος ήταν με περισσοτέρους αδελφούς. Παρατηρούσε δε ο γέρων την οδό. Και βλέπει τον σατανά να ανεβαίνη, με σχήμα ανθρώπου, για να περάση απ’ αυτόν. Φαινόταν δε σαν να φορούσε στιχάρι λινό, χιλιοτρυπημένο. Και από κάθε τρύπα, κρεμόταν μικρό δοχείο. Και του λέγει ο μεγάλος γέρων : «Που πας; ». Και του απαντά : «Πηγαίνω να πειράξω τους αδελφούς ». Ο δε γέρων είπε : « Και γιατί έχεις επάνω σου αυτά τα δοχεία; ». « Φαγητά κουβαλώ στους αδελφούς ». Και ο γέρων είπε : « Μα όλα αυτά ; ». Αποκρίθηκε : « Ναι. Αν το ένα δεν αρέση σε κάποιον, του φέρνω άλλο. Και αν ούτε αυτό, του δίνω άλλο. Οπωσδήποτε, ένα τουλάχιστο θα του αρέση ». Και λέγοντας αυτά, απομακρύνθηκε. Ο δε γέρων έμεινε φυλάγοντας με τα μάτια τους δρόμους, έως ότου εκείνος ξαναγύρισε. Και σαν τον είδε ο γέρων, του λέγει : « Είθε να σωθής ». Και εκείνος αποκρίθηκε : « Πώς μπορώ να σωθώ; ». Τον ρωτά ο γέρων : « Γιατί; ». Και του απαντά: «Αφού όλοι μου φέρθηκαν άσχημα και κανείς τους δεν με ανέχεται». Του λέγει ο γέρων: «Κανένα λοιπόν φίλο δεν έχεις εκεί;». Και εκείνος αποκρίθηκε : «Ναι, ένα μόνο έχω φίλο εκεί, αλλά παρ’ όλο ότι μου είναι ευνοϊκά διατεθειμένος, όταν με βλέπη, στρέφεται σαν ανέμη». Του λέγει ο γέρων : « Και ποιο είναι το όνομα του αδελφού αυτού; ». Απαντά : «Θεόπεμπτος ». Και λέγοντας, έφυγε. Σηκώνεται ο Αββάς Μακάριος και πηγαίνει στην παρά κάτω έρημο. Και σαν το άκουσαν οι αδελφοί, πήραν βάγια και βγήκαν να τον υποδεχθούν. Και, έτσι, ο καθένας τους ευτρεπιζόταν, νομίζοντας ότι στον ίδιο θα κατέλυε ο γέρων. Αλλά εκείνος ρωτούσε ποιος είχε το όνομα Θεόπεμπτος στο όρος. Και σαν τον βρήκε, εισήλθε στο κελλί του. Ο δε Θεόπεμπτος τον υποδέχθηκε με χαρά. Μόλις δε βρέθηκαν μόνοι, λέγει ο γέρων : «Πώς είσαι, αδελφέ;». Και αυτός αποκρίθηκε : « Καλά, με τις ευχές σου ». Του λέγει ο γέρων : «Μήπως έχεις πόλεμο από τους λογισμούς ; ». Και απαντά : « Καλά είμαι ». Γιατί ντρεπόταν να πη την αλήθεια. Του λέγει ο γέρων: «Να, τόσα έτη είμαι ασκητής και όλοι με τιμούν και όμως και εμένα τον γέροντα δεν με αφήνει ήσυχο το πνεύμα της σαρκικής αμαρτίας». Αποκρίθηκε λέγοντας και ο Θεόπεμπτος : «Πίστεψε, Αββά, και σ’ εμένα ». Ο δε γέρων προφασιζόταν ότι και άλλοι λογισμοί τον πολεμούσαν, έως ότου τον κάμη να ομολογήση. Ύστερα του λέγει : « Πώς νηστεύεις;». Και του απαντά : « Έως την ενάτη ώρα ». Του λέγει ο γέρων : « Να μένης στη νηστεία και στην άσκηση έως το βράδι. Και να αποστηθίζης το Ευαγγέλιο και τις άλλες Γραφές. Και αν σου ανεβή λογισμός, ποτέ μη προσέχεις κάτω, αλλά πάντοτε άνω. Και ευθύς ο Κύριος σε βοηθά ». Και αφού ευλόγησε ο γέρων τον αδελφό, βγήκε στη δική του έρημο. Και περιμένοντας με προσοχή, πάλι βλέπει εκείνο τον δαίμονα και του λέγει : « Που πηγαίνεις πάλι;». Και εκείνος απαντά : « Να πειράξω τους αδελφούς». Και έφυγε. Και σαν ξαναγύρισε, του λέγει ο άγιος :«Πώς τα πέρασες με τους αδελφούς; ». Του απαντά : « Άσχημα ». Και ο γέρων του λέγει : « Γιατί; ». Και εκείνος αποκρίνεται : « Επιθετικοί είναι όλοι. Και το μεγαλύτερο κακό είναι ότι και εκείνος όπου είχα φίλο και με υπάκουε, και αυτός δεν ξέρω πώς χάλασε και δεν με ακούει, αλλά έγινε πιο επιθετικός από όλους. Έτσι, ωρκίσθηκα να μη ξαναπατήσω εκεί, παρά ύστερα από καιρό ». Και λέγοντας έτσι, έφυγε, αφήνοντας τον γέροντα. Και ο άγιος εισήλθε στο κελλί του.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
Εις την Θεομήτορα Κόρην
Δέσποινά μου Θεοτόκε,
η ελπίς μου, η ισχύς μου,
η το αγαλλίαμά μου, η του κόσμου σωτηρία,
η των εναθλούντων μόνη έτοιμος επικουρία,
Σε, Παρθένε, ικετεύω και θερμώς επικαλούμαι,
την συν χάριν μοι παράσχου ολοψύχως εξαιτούμαι.
Ίλεων μοι τον Θεόν μου προσπαθώ να αποκτήσω
και ασκήσεσι και πόνοις τούτω να ευαρεστήσω.
Αλλά όσον κοπιάζω, αγωνίζομαι, στενάζω τόσον
εν τη αμαρτία, τη φρικτή αλαζονεία, εν τω φθόνω,
εν τω μίσει,τη οργή και τη κακία ανευρίσκω ότι κείμαι
και ως δέσμιος κρατούμαι.
Πάντα πόνον καταβάλλω, πάσαν την προσπάθειάν μου όπως,
Κόρη, κατορθώσω επί τέλους ν' αποκτήσω εκ των αρετών καμμίαν,
την αγάπην, την φιλίαν, της ψυχής μου την γαλήνην,
της καρδίας την ειρήνην, την προς τον Θεόν λατρείαν ένθερμον,
αγνήν, αγίαν, αφοσίωσιν τελείαν και αγάπην επαξίαν,
την ελπίδα την βεβαίαν και την πίστην την εδραίαν
πλήν αι δυνάμεις ατονούσι και ουδόλως συνεργούσι..
Δία τούτο σοι προσπίπτω και θερμώς παρακαλώ Σε,
Δέσποινά μου Παναγία, τον Δεσπότην, τον Θεόν μου
ίλεων απέργασαί μοι, ευμενή δε ποίησον μοι,
όπως κοινωνόν με δείξη της αγίας χάριτός Του...
δαψιλεύση δε ειρήνην και χαράν και ευφροσύνην,
και παράσχη μοι γαλήνη, την Θεόδοτον εκείνην.
Ταύτα πάντες σαις πρεσβείαις δύναμαι, ω Παναγία,
ο Σος δούλος ν' αποκτήσω,
εις Θεόν δε να πλουτίσω και αυτώ ευαρεστήσω.
(Άγιος Νεκτάριος)
Αγίου Γρηγορίου Παλαμά: Ομιλία στην Κοίμηση της Θεοτόκου
Αν ο θάνατος των οσίων είναι τίμιος και η μνήμη δικαίου συνοδεύεται από εγκώμια (Παρμ. 10,7), πόσο μάλλον τη μνήμη της αγίας των αγίων, δια της οποίας επέρχεται όλος ο αγιασμός στους αγίους, δηλ. τη μνήμη της αειπάρθενης και Θεομήτορος, πρέπει να την επιτελούμε με τις μεγαλύτερες ευφημίες;
Αυτό πράττουμε εορτάζοντας την επέτειο της αγίας κοιμήσεως ή μεταστάσεώς της (μεταβιώσεως), που αν και με αυτή είναι λίγο κατώτερη από τους αγγέλους, όμως ξεπέρασε σε ασύγκριτο βαθμό και τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους και όλες τις υπερκόσμιες δυνάμεις με την εγγύτητά της προς τον Θεό και με τα από παλαιά γραμμένα και πραγματοποιηθέντα σ' αυτή θαυμάσια.
Ο θάνατός της είναι ζωηφόρος, μεταβαίνοντας σε ουράνια και αθάνατη ζωή, και η μνήμη τούτου είναι χαρμόσυνη εορτή και παγκόσμια πανήγυρις, που όχι μόνο ανανεώνει τη μνήμη των θαυμασίων της Θεομήτορος, αλλά και προσθέτει την κοινή και παράδοξη συνάθροιση των ιερών Αποστόλων από κάθε μέρος της γης για την πανίερη κηδεία της, με θεολήπτους και θεοφάντορας ύμνους, με τις αγγελικές επιστασίες και χοροστασίες και λειτουργίες γι' αυτήν.
Οι Απόστολοι προπέμπουν, ακολουθούν, συμπράττουν και συνεργούν με όλη τη δύναμη μαζί με εκείνους που εγκωμιάζουν το ζωαρχικό και θεοδόχο εκείνο σώμα, το σωστικό φάρμακο του γένους μας, το σεμνολόγημα όλης της κτίσεως.
Ενώ ο ίδιος ο Κύριος Σαβαώθ και Υιός αυτής της αειπάρθενης, είναι αοράτως παρών και αποδίδει στη μητέρα την εξόδιο τιμή. Σε αυτού τα χέρια εναπέθεσε και το θεοφόρο πνεύμα της, δια του οποίου έπειτα από λίγο μεταθέτει και το συνδεδεμένο προς εκείνο σώμα σε χώρο αείζωο και ουράνιο.
Διότι μόνο αυτή, βρισκόμενη ανάμεσα στον Θεό και σ' ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, τον μεν Θεό κατέστησε υιόν ανθρώπου, τους δε ανθρώπους έκανε υιούς Θεού, ουρανώσασα τη γη και θεώσασα το γένος.
Και μόνο αυτή απ’ όλες τις γυναίκες αναδείχθηκε μητέρα του Θεού εκ φύσεως πάνω από κάθε φύση· υπήρξε βασίλισσα κάθε εγκοσμίου και υπερκοσμίου κτίσματος με τον άφραστο τόκο της.
Τώρα έχοντας και τον ουρανό κατάλληλο κατοικητήριο, ως ταιριαστό της βασίλειο, στον οποίο μετατέθηκε σήμερα από τη γη, στάθηκε και στα δεξιά του παμβασιλέως «εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη πεποικιλμένη», με διάχρυσο ιματισμό ντυμένη και στολισμένη, όπως λέγει ο προφήτης (Ψαλμ. 44,10). Διάχρυσος ιματισμός σημαίνει ότι το θεαυγές σώμα της ήταν στολισμένο με τις παντοειδείς αρετές. Διότι μόνο αυτή κατέχει τώρα μαζί με το θεοδόξαστο σώμα και με τον Υιό, τον ουράνιο χώρο. Δεν μπορούσε πραγματικά γη και τάφος και θάνατος να κρατεί έως το τέλος το ζωαρχικό και θεοδόχο σώμα της και αγαπητό ενδιαίτημα του ουρανού και του ουρανού των ουρανών.
Αποδεικτικό για τους μαθητές στοιχείο περί της αναστάσεώς της από τους νεκρούς γίνονται τα σινδόνια και τα εντάφια, που μόνα απέμειναν στον τάφο και βρέθηκαν από εκείνους που ήλθαν να τη ζητήσουν, όπως συνέβη προηγούμενα με τον Υιό και δεσπότη. Δεν χρειάσθηκε να μείνει και αυτή επίσης για λίγο πάνω στη γη, όπως ο Υιός της και Θεός, γι' αυτό αναλήφθηκε αμέσως προς τον υπερουράνιο χώρο από τον τάφο.
Με την ανάληψή της η Θεομήτωρ συνήψε τα κάτω με τα άνω και περιέλαβε το παν με τα γύρω της θαυμάσια, ώστε και το ότι είναι ελαττωμένη πολύ λίγο από τους αγγέλους, γευόμενη τον θάνατο, αυξάνει την υπεροχή της σε όλα. Και έτσι είναι η μόνη από όλους τους αιώνες και από όλους τους αρίστους που διαιτάται με το σώμα στον ουρανό μαζί με τον Υιό και Θεό.
Η Θεομήτωρ είναι ο τόπος όλων των χαρίτων και πλήρωμα κάθε καλοκαγαθίας και εικόνα κάθε αγαθού και κάθε χρηστότητος, αφού είναι η μόνη που αξιώθηκε όλα μαζί ανεξαίρετα τα χαρίσματα του Πνεύματος και μάλιστα η μόνη που έλαβε παράδοξα στα σπλάχνα της Εκείνον στον οποίο βρίσκονται οι θησαυροί όλων των χαρισμάτων. Τώρα δε με τον θάνατό της προχώρησε από εδώ προς την αθανασία και δίκαια μετέστη και είναι συγκάτοικος με τον Υιό στα υπερουράνια σκηνώματα και από εκεί επιστατεί με τις ακοίμητες προς αυτόν πρεσβείες εξιλεώνοντας αυτόν προς όλους μας.
Είναι τόσο πολύ πλησιέστερη από τους πλησιάζοντας τον Θεό, όχι μόνο από τους ανθρώπους, αλλά και από αυτές τις αγγελικές ιεραρχίες. Γι' αυτές τις αγγελικές ανώτατες ταξιαρχίες ο Ησαΐας γράφει «τα Σεραφίμ στέκονταν γύρω του» (Ήσ. 6,2) και ο Δαβίδ λέγει «παρέστη η βασίλισσα στα δεξιά σου» (Ψαλμ. 44,10).
Βλέπετε τη διαφορά της στάσεως; Από αυτή μπορείτε να καταλάβετε και τη διαφορά της, κατά την αξία της τάξεως. Διότι τα Σεραφίμ ήταν γύρω από τον Θεό, πλησίον δε στον Ίδιο μόνο η παμβασίλισσα και μάλιστα στα δεξιά του. Αυτή είναι φωτός φαιδροτέρα, παραδείσων θείων ευανθεστέρα, κόσμου παντός ορατού και αοράτου κοσμιωτέρα. Γι' αυτό, όπου κάθισε ο Χριστός στον ουρανό, δηλ. στα δεξιά της μεγαλοσύνης, εκεί στέκεται και αυτή τώρα που ανέβηκε από τη γη στον ουρανό.
Ποιος δεν γνωρίζει ότι η Παρθενομήτωρ είναι εκείνη η βάτος που ήταν αναμμένη αλλά δεν καταφλεγόταν (Εξ. 3,2); Και αυτή η λαβίδα, που πήρε το Σεραφίμ, τον άνθρακα από το θυσιαστήριο (Ψαλμ. 6,6), που συνέλαβε δηλαδή απυρπολήτως το θείο πυρ και κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να έλθει προς τον Θεό. Επομένως, μόνη αυτή είναι μεθόριο της κτιστής και της άκτιστης φύσεως. Και κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να προσεγγίσει τον Θεό, ειμή δι' αυτής που είναι αληθινά η θεαυγής λυχνία που καταυγάζει· «ο Θεός γαρ εν μέσω αυτής, και ου σαλευθήσεται», δηλ. στο μέσον είναι ο Θεός και δεν κλονίζεται, λέγει ο προφήτης (Ψαλμ. 45,6).
Ποιος θα αγαπούσε τον Υιό και Θεό περισσότερο από τη Μητέρα, η οποία όχι μόνο μονογενή τον γέννησε με άρρητο τρόπο, αλλά και μόνη της αυτή χωρίς ανδρική ένωση, ώστε να είναι το φίλτρο διπλάσιο (μη μοιραζόμενο με άλλο πρόσωπο).
Όπως λοιπόν μόνο δι' αυτής ο Υιός επεδήμησε προς εμάς, φανερώθηκε και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους, ενώ πριν ήταν αθέατος, έτσι και στον μελλοντικό ατελεύτητο αιώνα κάθε πρόοδος και αποκάλυψη θείων μυστηρίων χωρίς Αυτή θα είναι αδύνατος.
Δια μέσου της Θεομήτορος θα υμνούν τον Θεό γιατί αυτή είναι η αιτία, η προστάτιδα και πρόξενος των αιωνίων. Αυτή είναι θέμα των προφητών, αρχή των Αποστόλων, εδραίωμα των μαρτύρων, κρηπίδα των διδασκάλων, η ρίζα των απορρήτων αγαθών, η κορυφή και τελείωση κάθε αγίου.
Ω Παρθένε θεία και τώρα ουρανία, πώς να περιγράψω όλες σου τις αρετές; Πώς να σε δοξάσω, τον θησαυρό της δόξας; Εσένα και η μνήμη μόνο αγιάζει αυτόν που τη χρησιμοποιεί.
Μετάδωσε λοιπόν πλούσια τα χαρίσματά σου σε όλο τον λαό σου, Δέσποινα, δώσε τη λύση των δεινών μας· μετάτρεψε όλα προς το καλύτερο με τη δύναμή σου, δίδοντας στο σώμα και στην ψυχή μας άφθονη τη χάρη σου για να δοξάζουμε τον προαιώνιο Λόγο που σαρκώθηκε από σένα για μας, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν.
[Πηγή: Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Λόγος ΛΖ', εις την πάνσεπτον κοίμησιν της πανυπεράγνου δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, PG 151, 460-472. Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, τομ. 10 (Θεσ/νίκη: «Γρηγόριος ο Παλαμάς»). Αποσπάσματα].