Σιντοϊσμός. Η αυτόχθονη Θρησκεία της Ιαπωνίας. Στην ιαπωνική γλώσσα ονομάζεται Κάμι νο μίτσι, δηλ. Δρόμος του Κάμι. Το Κάμι νοείται ως θεϊκή ουσία, διάχυτη στο σύμπαν και αποκαλυπτόμενη μέσα στη φύση, στα νερά, στα βουνά, σε θαυμαστά αντικείμενα, σε ζώα και στον άνθρωπο, ιδιαίτερα στο πρόσωπο του αυτοκράτορα. Έτσι ο Σιντοϊσμός χαρακτηρίζεται από τη λατρεία της φύσης και, καθώς κυριαρχείται από την εδωκοσμική αντίληψη, συνδυάζεται με τις αρχές της πολιτικής οργάνωσης και εξελίχθηκε σε κρατική Θρησκεία. Σήμερα η Ιαπωνία είναι η μόνη χώρα στον κόσμο, που εναρμονίζει στον εθνικό βίο της έναν πολιτισμό υψηλής τεχνολογίας με μια πανάρχαια φυσική Θρησκεία.
Διδασκαλία. Με τη λατρεία της φύσης, των προγόνων και των τοπικών προστατευτικών πνευμάτων ο Σιντοϊσμός εκφράζεται ως Ανιμισμός και ως Πολυθεΐα. Σχετικά αναφέρεται η πίστη σε περίπου 800.000 πνεύματα συνολικά που όμως αποτελούν την ενότητα της θείας ουσίας του Κάμι. Από την παλαιότερη γενιά των ιαπωνικών θεών διακρίνονται ο Ιζανάγκι και η Ιζανάμι, που θεωρούνται και ως δημιουργοί του κόσμου. Οι σπουδαιότεροι θεοί του Σιντοϊσμού έχουν μυθολογηθεί σαν παιδιά ή απόγονοι αυτού του αρχαιότερου θεϊκού ζεύγους. Με τη σημασία που έχει για τη χώρα η καλλιέργεια του ρυζιού, εύλογο είναι ο Ινάρι, θεός αρμόδιος γι' αυτό το προϊόν, να κατέχει υψηλή θέση στο ιαπωνικό πάνθεο. Ιδιαίτερα αγαπητοί στο λαό είναι οι Σίχι-Φουκούτζιν, δηλ. οι «Επτά θεοί της ευτυχίας», και ο Κομπίρα, θεός της ναυσιπλοΐας και της μετάξης. Σύμφωνα με τη σιντοϊκή μυθική παράδοση, ο Ιζανάγκι, ως κύριος του ουρανού, όρισε την Αματεράσου θεά του ηλίου, τον Τσουκιγιόμι θεό της σελήνης και τον Σουσα-νό-ο θεό της θάλασσας, ενώ η Αματεράσου όρισε τον εγγονό της Νινίγκι κύριο της Ιαπωνίας και ιδρυτή της δυναστείας της. Άλλοι θεοί είναι ο Σαρουταχίτο, θεός των δρόμων, ο Χατσιμάν, θεός του πολέμου, και ο Σουγκαβάρα Μιτσιζάνε, θεός της καλλιγραφίας. Οι δύο τελευταίοι είναι ιστορικά πρόσωπα: ο πρώτος είναι ο αυτοκράτορας Ότζιν (270-312 μ.Χ.) και ο δεύτερος υπουργός του αυτοκράτορα (845-903 μ.Χ.). Για τις πηγές του Σιντοϊσμού βλ.λ. Κοτζίκι και Νιχόνγκι.
Λατρεία. Όπως υποδηλώθηκε ήδη, λατρεία αποδίδεται σε φυσικά φαινόμενα και αντικείμενα, σε προγόνους και σε ορισμένα τοπικά προστατευτικά πνεύματα. Η Λατρεία έχει οικογενειακό και δημόσιο χαρακτήρα. Σε κάθε σπίτι υπάρχει ορισμένος ιερός χώρος για την προσευχή και για τις προσφορές καρπών, λουλουδιών, παρασκευασμάτων με ρύζι κ.ά. Η δημόσια Λατρεία γίνεται σε δημόσιους φυσικούς χώρους, κυρίως λίμνες, ποταμούς, πηγές και βουνά σε οικοδομήματα από ξύλο, με 2 χώρους, τον πρώτο για τις προσευχές και για τις προσφορές και το δεύτερο για τη φύλαξη των Συμβόλων της λατρευόμενης θεότητας. Σπουδαιότατο είναι το Ιερό της Αματεράσου στην Ίζε, όπου φυλάσσεται ένας πανάρχαιος καθρέφτης, σύμβολο του ηλιακού δίσκου και γι' αυτό έμβλημα της ιαπωνικής δυναστείας. Ο αρχιερέας του ναού της Αματεράσου προέρχεται πάντα από το αριστοκρατικό γένος και ειδικά από την αυτοκρατορική οικογένεια. Οι ιερείς είναι έγγαμοι και κληροδοτούν το αξίωμά τους στους απογόνους τους. Κατά τις τελετουργίες φορούν λευκό χιτώνα και μαύρο κάλυμμα της κεφαλής. Η μουσική, ο χορός και οι πράξεις παντομίμας αποτελούν βασικά στοιχεία της Λατρείας. Οι κυριότερες Εορτές είναι της αρχής του έτους, της ικεσίας για την ευτυχία του παλατιού και η Εορτή του ρυζιού. Προσκυνήματα γίνονται, κυρίως σε ιερά βουνά.
Η συμμετοχή στις λατρευτικές πράξεις προϋποθέτει τελετουργικούς καθαρμούς. Η πειθαρχία, η αυτοκυριαρχία, η αφοσίωση στο καθήκον, η ειλικρίνεια η εμπιστοσύνη και η αυταπάρνηση συνθέτουν τον ηθικό κώδικα των Σαμουράι, της αριστοκρατικής τάξης της Ιαπωνίας. Αυτές οι ηθικές αρχές τονίζουν τον ενδοκοσμικό χαρακτήρα του Σιντοϊσμού.
Ιστορική διαδρομή. Ο Σιντοϊσμός περιέλαβε βαθμιαία όλες τις αυτόχθονες θρησκευτικές ιδέες και τελετουργικές πράξεις, που ίσχυαν στην Ιαπωνία ως την εισαγωγή του Βουδδισμού σ' αυτή τη χώρα (552 μ.Χ.). Από τότε ο Σιντοϊσμός ήταν υποχρεωμένος να αντιπαρατεθεί και να συμβιώσει με τον Βουδδισμό, τον Ταοϊσμό, τον Κομφουκιανισμό και τον Χριστιανισμό. Κατά τον περασμένο αιώνα η επίσημη ιαπωνική πολιτική στράφηκε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον Σιντοϊσμό, για να διασφαλίσει την κρατική ενότητα με την προοπτική ενός εθνικιστικού προγραμματισμού. Το 1871 ορίστηκε με νόμο η υποχρέωση κάθε πολίτη της Ιαπωνίας να ανήκει σε μια από τις σιντοϊστικές κοινότητες. Αυτό έγινε παρά τις αντιδράσεις των Βουδδιστών και τις πιέσεις από το εξωτερικό για θρησκευτική ελευθερία. Ο έλεγχος του κράτους στα θρησκευτικά πράγματα καταργήθηκε το 1945 με την ήττα της Ιαπωνίας στο Β' Παγκόσμιο πόλεμο, οπότε ματαιώθηκαν όλα τα εθνικιστικά προγράμματα. Σήμερα ο Σιντοϊσμός αριθμεί περίπου 100 εκατομμύρια οπαδούς, με 80 αιρέσεις, 80.000 κοινότητες με Ιερά και 20.000 ιερείς.
Ε.Ν. ΡΟΥΣΣΟΣ
(Οι Θρησκείες, Εκδοτική Αθηνων)
Έβλεπα τις προάλλες μια εικόνα του Χριστού να είναι πάνω στο Σταυρό και στα χέρια Του να κουβαλάει όλους τους πιστούς. Από τη μία άκρη των χεριών Του ως την άλλη εκτείνονταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι για τους οποίους σταυρώθηκε και αναστήθηκε! Και σκέφτηκα πως αυτό είναι η Εκκλησία του Θεού… όλοι οι εν μετανοία άνθρωποι που πέρασαν και θα περάσουν ανά τους αιώνες και τώρα κι εμείς που αγωνιζόμαστε τον αγώνα τον Καλό ! Όλοι εμείς οι πληγωμένοι από την αμαρτία, όλοι εμείς που νοσούμε στην ψυχή καθώς είμαστε λαβωμένοι από τα πάθη μας!
Όλοι μας προστρέχουμε στο Δημιουργό και Ιατρό μας για να μας θεραπεύσει, να μας ανυψώσει και να μας θεώσει! Η Εκκλησία δεν είναι ορμητήριο αγίων, τέλειων και αψεγάδιαστων χριστιανών αλλά νοσοκομείο ψυχών, καταφύγιο πονεμένων και παγιδευμένων ανθρώπων που επιδιώκουν να γίνουν άγιοι ! ‘ Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ Άγιος ειμί!’ [ Α’ Επιστ. Πέτρου]
Δυστυχώς υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι οι χριστιανοί πρέπει να μην είναι κάτι λιγότερο από άγιοι! Καραδοκούν στη γωνία, στην πτώση σου να σε επιτιμήσουν! Ο χριστιανός είναι ένας άνθρωπος που έχει συνειδητοποιήσει την αμαρτωλότητά του και την ατέλεια του και στρέφει όλη του την ύπαρξη στο Θεό για να ολοκληρωθεί, να ελευθερωθεί, να θεραπευθεί, να αναπαυθεί και εν τέλει να αγιασθεί!
Και όλοι εμείς που διάγουμε βίο πνευματικό, είμαστε αδέλφια, σύμμαχοι, συνοδοιπόροι στο δρόμο προς την Αιωνιότητα! Αυτό είναι η Εκκλησία… άνθρωποι που πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού και ακολουθώντας το παράδειγμα Του, ανεβαίνουν κι αυτοί εσταυρωμένοι, ο καθένας το δικό του γολγοθά προσδοκώντας και τη δική του ανάσταση! Και παίρνει δύναμη ο ένας από τον άλλο και δίνει κουράγιο ο ένας στον άλλο και αν πέσεις θα σε σηκώσω και αν πέσω θα με σηκώσεις!
Αυτή η φιλαδελφία, αυτός ο παράλληλος βηματισμός και χτύπος της καρδιάς μας, συνθέτουν την Εκκλησία του Χριστού και αποτελούν τη Δόξα Του εδώ στη γη! (A.B.)
Δυστυχώς δεν έχω καταφέρει να πάω στο Άγιο Όρος ούτε να μιλήσω με άγιους Γέροντες που πολύς κόσμος αναζητά! Να πω την αλήθεια όμως δε μου λείπει και τόσο, όσο κι αν θαυμάζω το ασκητικό τους φρόνημα, τα θεόπνευστα λόγια τους και την αγάπη τους για το Χριστό μας! Μ’αξίωσε ο Κύριος να ζω πνευματικά σε μια ενορία με πολλούς αδελφούς, που για μένα είναι άγιοι. Μικροί ή μεγάλοι ο Κύριος το ξέρει! Όλοι μας, απ’το Δεσπότη μας και τους Γέροντες μέχρι και τον ‘τελευταίο’ πιστό, ανήκουμε στο ίδιο σώμα, στο Σώμα του Χριστού!
Αν σε κάποιον του έχει δοθεί αποστολή να είναι το μάτι και την φέρει εις πέρας, θα πάρει το μισθό του. Ομοίως και αυτός που έχει την αποστολή να είναι η βλεφαρίδα. Γι’αυτό δεν μπορεί το μάτι να υπερηφανεύεται στη βλεφαρίδα, ούτε η βλεφαρίδα να απογοητεύεται που δεν είναι μάτι! Αλλά όλοι να δοξολογούμε το Θεό που ανήκουμε σ’Αυτόν και να κάνουμε ό τι καλύτερο μπορούμε, συνεργαζόμενοι με αγάπη! Θαύμαζα και πάντα θα θαυμάζω την απόφαση του Αποστόλου Πέτρου να περπατήσει πάνω στα άγρια κύματα, για να είναι μαζί με τον Κύριο Του! Ομοίως θαυμάζω τους αδελφούς μου που δεν τους ξέρει σχεδόν κανείς και περπατούν πάνω στη φουρτουνιασμένη θάλασσα των παθών τους, των δυσκολιών του βίου τους και των δοκιμασιών που παραχωρεί ο Κύριος, για να είναι μαζί Του.
Θαυμάζω την απόφαση τους να ζουν εν παρθενία και αγνότητα, χωρίς προγαμιαίες σχέσεις, παρά την επιθυμία της σαρκός και τη νεότητα τους, σε έναν κόσμο που η αμαρτία είναι τόσο εύκολη και οι πειρασμοί τόσοι πολλοί! Που έχουν υπομονή και ελπίδα στο Χριστό για να κάνουν το θέλημα Του και όχι το θέλημα των γονιών και του κόσμου… Έχω σκουπίσει άγια δάκρυα αδελφών μου που απορρίφθηκαν επειδή ήταν ‘της Εκκλησίας’, και δεν ήθελαν προγαμιαίες σχέσεις. Ή που ήταν πράοι και ειρηνικοί και όχι ‘μάγκες’.
Θαυμάζω τα αδέλφια μου, που με τόσες δυσκολίες, παράλογα για τον κόσμο, φέρνουν στον κόσμο πολλά παιδιά, και τα ανατρέφουν χριστιανικά! Που αποφασίζουν να παντρευτούν χωρίς να τα έχουν όλα στρωμένα, αλλά έχουν στρώσει στην ψυχή τους χαλί να πατήσει ο Κύριος! Χαίρομαι που στην εργασία τους, δεν είναι της λογικής του ‘ ο θάνατος σου, η ζωή μου’, του ‘ φταίει ο άλλος’, της κολακείας για να ανέβουν σε υψηλές θέσεις, αλλά σκεπάζουν τις αδυναμίες των άλλων, και εργάζονται ευχόμενοι, σκληρά και ταπεινά και με υπομονή, γνωρίζοντας ότι για το Χριστό εργάζονται! Αγαλλιάζει η καρδιά μου που έχω δίπλα μου αδελφούς που όταν βλέπουν τον αδελφό τους να έχει πρόβλημα, θα τρέξουν δίπλα του να τον βοηθήσουν, να τον ακούσουν, να τον αγκαλιάσουν, ακόμη κι αν την προηγούμενη μέρα ήταν τσακωμένοι. Που επιλέγουν την αγάπη από τη λογική και το φόβο, την προσφορά από τη μνησικακία! Θαυμάζω και τιμώ τα αδέλφια μου που ενώ έχουν σοβαρότατα προβλήματα υγείας, έχουν πάντα το χαμόγελο στα χείλη και την ελπίδα στο Χριστό μας, που δεν το βάζουν κάτω ποτέ, ανθρώπους με σοβαρά ψυχικά τραύματα, να είναι εκεί, παρόντα ‘παρά τους πόδας του Ιησού’, στη Λειτουργία, στις ομιλίες, στις συγκεντρώσεις! Αδέλφια που έχασαν δικούς τους ανθρώπους, γονείς, συζύγους, παιδιά, και δεν κλονίστηκαν, αλλά αντίθετα έγιναν πιο δυνατοί.
Αδέλφια που αν και πέθαναν, είναι πιο ζωντανά από ποτέ! Ζήλευα τους Αποστόλους που έζησαν τρία χρόνια δίπλα στο Χριστό, τους αγωνιστές της πίστεως που πολεμούσαν τις αιρέσεις, τους μεγάλους Αββάδες του Γεροντικού… και να πω την αλήθεια ακόμη τους ζηλεύω, όπως ζηλεύω και όλους τους Αγίους! Όμως είναι μεγάλη παρηγοριά που σίγουρα θα τη ζήλευαν πολλοί να είμαι ανάμεσα σε τόσους αδελφούς που έχουν τις μικρές άγιες στιγμές τους!
Όλες αυτές τις στιγμές τις κρατώ μέσα στην καρδιά μου, σε ένα θησαυροφυλάκιο με την ετικέτα ‘ χαρά και ελπίδα’! Χαρά μου που τους γνώρισα και ελπίδα ότι ίσως κάποτε να τους μοιάσω έστω και λίγο…Μπορεί να μην έχω περπατήσει ακόμη στους Αγίους Τόπους αλλά δόξα τω Θεώ ‘περπάτησα’ πάνω σε αυτές τις άγιες καρδιές! (Κ.Β.)
Ο Απόστολος Παύλος γράφει στους Κορινθίους: “ὡς μὴ ἐρχομένου δέ μου πρὸς ὑμᾶς ἐφυσιώθησάν τινες·” ( Α’Κορ.4 , 18). Για ποιο λόγο υπερηφανεύτηκαν; Ο θείος απόστολος απουσίαζε πολύ καιρό και μεταξύ των χριστιανών της Κορίνθου έγινε αυτό που συνήθως γίνεται όταν το ποίμνιο μένει χωρίς καλό ποιμένα, όταν αφήνεται στην τύχη του.
Βρέθηκαν στο ποίμνιο του Χριστού άτομα που είχαν ξεχάσει την ταπείνωση, την πραότητα και την αγάπη, είχαν ξεχάσει όλα όσα δίδασκε ο Ποιμήν ο Καλός, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και άρχισαν να ακολουθούν τη δική τους λογική. Βρέθηκαν μεταξύ των Κορινθίων άνθρωποι που άρχισαν να κατηγορούν τον απόστολο Παύλο να λένε οτι δεν είναι δυνατός στο λόγο ,οτι δεν είναι καλός ομιλητής. Θεωρούσαν τον εαυτό τους καλύτερο από αυτόν και έλεγαν οτι έχει πολλά ελατώματα.Όλο και περισσότερο φούσκωναν από υπερηφάνεια.
“ἐλεύσομαι δὲ ταχέως πρὸς ὑμᾶς, ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ, καὶ γνώσομαι οὐ τὸν λόγον τῶν πεφυσιωμένων, ἀλλὰ τὴν δύναμιν· οὐ γὰρ ἐν λόγῳ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ἐν δυνάμει.” Α’ Κορ. 4.19 – 20) . Ο θείος Παύλος δοκιμάζει την καρδιά αυτών των υπερηφάνων, όχι από τα λόγια , αλλά από τη δύναμή τους.Λέει οτι θα δει αν υπάρχει στην καρδιά τους η δύναμη του Χριστού. Αν είναι κενά τα λόγια τους η έχουν δύναμη.
“οὐ γὰρ ἐν λόγῳ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ἐν δυνάμει”.Ποιά είναι αυτή η Βασιλεία του Θεού για την οποία μιλάει; Είναι η Βασιλεία του Θεού η οποία υπάρχει μέσα μας, η οποία αποκαλύπτεται στην ψυχή κάθε γνήσιου χριστιανού ήδη εδώ στη γή και όχι μόνο μετά τη Φοβερά Κρίση του Κυρίου. Γι αυτή λοιπόν την Βασιλεία του Θεού μιλάει εδώ ο θείος απόστολος. Και αυτή η Βασιλεία του Θεού μέσα στην καρδιά μας “οὐ γὰρ ἐν λόγῳ… ἀλλ᾿ἐν δυνάμει”. Και αυτό σημαίνει οτι όχι από τα λόγια μας γίνεται φανερό αν μετέχουμε η όχι στη θεία και αιώνια ζωή αλλά από την πνευματική δύναμη. Και αν έχουμε η όχι αυτή τη δύναμη το δείχνει η ζωή μας, οι πράξεις μας.
Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι “ρήτορες” που φαίνονται δυνατοί εν λόγω, που με την ευγλωττία τους σαγηνεύουν τις καρδιές των ανθρώπων. Αλλά ποιών ανθρώπων; Αυτών που γοητεύονται από τα εξωτερικά σχήματα. Διότι μόνο σχήματα υπάρχουν στα λόγια τέτοιων “ρητόρων” , μόνο σχήματα και όχι δύναμη, η δύναμη δεν υπάρχει καθόλου.
Την δύναμή του, την γνήσια πνευματική δύναμη που μπαίνει βαθιά στην καρδιά των ανθρώπων, ο ανθρώπινος λόγος, την αποκτά με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Μόνο ο λόγος των ανθρώπων που ζουν εν Αγίω Πνεύματι έχει αυτή την αληθινή δύναμη που αιχμαλωτίζει την καρδιά αυτών που τον ακούνε. Είναι η δύναμη του Θεού, η δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Οι άνθρωποι όταν γίνονται μετοχοι αυτής της δύναμης αγιάζονται, αποκτούν καθαρή καρδιά, την αγάπη προς το καλό και την αλήθεια και μισούν το κακό και το ψεύδος. Μόνο στην καρδιά τέτοιων ανθρώπων αποκαλύπτεται η δύναμη του Θεού και η δύναμη του Αγιου Πνεύματος που κατοικεί μέσα τους.
Αυτή η δύναμη αιχμαλωτίζει την καρδιά των ανθρώπων. Μπορεί κανείς να είναι πάντα σιωπηλός, να μη μιλάει, να μην κυρήττει. Μπορεί να μην έχει την ικανότητα του λόγου και ταυτόχρονα να αγγίζει την καρδιά των ανθρώπων, να μπαίνει βαθιά μέσα της. Και χωρίς να έχουμε την ικανότητα του λόγου, μέσα στη σιωπή, αν οι πράξεις μας φανερώνουν την καλωσύνη μας, την ταπείνωση της καρδιάς, την δύναμη της πίστεως και την αγάπη, τότε εκπέμπουμε τέτοια ευωδία σαν το τριαντάφυλλο.
Το τριαντάφυλλο δεν μιλάει αλλά μοσχοβολάει δυνατά. Το ίδιο και εμείς πρέπει να μοσχοβολάμε, να εκπέμπουμε την πνευματική ευωδία, την ευωδία του Χριστού. Να ακούγεται από μακρυά το άρωμα των πράξεών μας,καλών, καθαρών, δίκαιων και γεμάτων αγάπη.Μόνο έτσι μπορεί να φανερωθεί η Βασιλεία του Θεού, η οποία υπάρχει μέσα στην καρδιά μας, να φανερωθεί όχι εν λόγων αλλά εν δυνάμει. Αμήν.
(πηγή : από το βιβλίο Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (1884-1980) .Έκδοσις ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ)
Τις προάλλες διάβαζα ένα βιβλίο της γερόντισσας Γαβριηλίας και έλεγε πως αν δεν σπάσεις το εγώ και το αδειάσεις, πώς θα κάνεις χώρο να έρθει ο Θεός; Και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος [ Κατά Ιωάννην 3,30] μας λέει...΄Εκείνος πρέπει να αυξάνει, εγώ δε να ελαττώνομαι΄.Και σκεφτόμουν πως ο εγωισμός είναι από τα σημαντικότερα αναχώματα της συνεύρεσης μας με τον Κύριο! Ακούω πολλούς ανθρώπους να ρωτάνε πώς θα βρουν το Χριστό, πώς θα νιώσουν το Χριστό, πώς θα ακούσουν το Χριστό! Αν δεν γονατίσει η καρδιά μας, αν δεν ξεφουσκώσουμε την αλαζονεία, τον εγωισμό και την αυτοπεποίθηση μας, είναι απίθανο να συνευρεθούμε με το Θεό! Άγαπάτε, υπομένετε, παραβλέπετε, μην εξάπτεσθε, αλληλοσυγχωρείτε για να ομοιάσετε του Χριστού μας και να αξιωθείτε να είστε κοντά Του εις την Βασιλείαν Του΄.[ γέροντας Εφραίμ Φιλοθείτης]
Βέβαια η μετάβαση από την πεποίθηση στον εαυτό μας, στην πεποίθηση στο Θεό είναι συνήθως επώδυνη γιατί μας φέρνει σε διαμάχη με τα πάθη και τις αδυναμίες μας! Αχ! Και αυτά τα πάθη αντιστέκονται σθεναρά στην εξέλιξη μας!
Σε κοιτώ πάνω στο Σταυρό και βλέπω και τον κενό Σου Τάφο και η Αγάπη Σου με συγκλονίζει! Άφησες τη Δόξα Σου και ενανθρώπησες για μας! Η θυσία Σου με κινητοποιεί να θυσιάσω κι εγώ κάτι από τον εαυτό μου και όλον να Σου τον δώσω, να τον ακουμπήσω στα πόδια Σου, να τον κάνεις ό,τι θες! Να έρθεις μέσα μου, να φύγω εγώ! Τί είμαι άλλωστε εγώ χωρίς Εσένα; Μα δεν το έχω δει τόσα χρόνια; Όταν ήμουν άρρωστη με παρηγόρησες και με θεράπευσες, όταν οι σχέσεις μου νοσούσαν τις γιάτρεψες, όταν δεν είχα να φάω με τάισες, όταν δεν είχα ρούχα με έντυσες….
Στα σκοτάδια με φωτίζεις, στις θλίψεις με ανακουφίζεις, στις λύπες με κάνεις να χαμογελώ! Εσύ! Όλα Εσύ! Πριν μόνη μου βυθιζόμουν στα κύματα της ταραγμένης ζωής μου, τώρα μαζί Σου, απολαμβάνω τη διακριτική αύρα της Παρουσίας Σου!
Και όλα αυτά γιατί Σου έκανα χώρο να μπεις στην καρδιά μου, να μπεις στη ζωή μου! Δεν είναι παραχώρηση, δεν είναι υποχώρηση, δεν είναι ήττα η έλευση Σου στη ζωή μου! Είναι νίκη, γιατί είσαι ο Νικητής! Είναι ελευθερία, γιατί είσαι ο Λυτρωτής! Είναι έμπνευση, γιατί έστειλες το Πνεύμα το Άγιο! Είναι ελπίδα, γιατί είσαι η Ανάσταση!
Ας προσευχόμαστε καθημερινά να ζούμε κάθε μας στιγμή μέσα στην παρουσία του Θεού, να λιγοστεύουμε εμείς και να αυξάνει Εκείνος, γιατί αυτή η αναλογία θα μας οδηγήσει στη Βασιλεία των Ουρανών! Αμήν!
"Αν δεν γίνητε ως τα παιδία ου μη εισέλθητε εις τη Βασιλεία των Ουρανών"!
…Και κάπου εκεί στην εφηβεία, αντίο αθωότητα, αντίο ανεμελιά, αντίο ξεγνασιά! Και όσο προχωράει η ενηλικίωση αφήνουμε ολοένα και πιο πίσω το παιδί που έπαιζε με τις κούκλες και τα αυτοκινητάκια, που εξερευνούσε με τα γεμάτα αθωότητα μάτια του τα πάντα γύρω του, που με το γέλιο του γέμιζε το σπίτι χαρά!
Τώρα, βάρυναν οι ώμοι από τα προβλήματα, βάρυνε η καρδιά από το άγχος, έφυγε το χαμόγελο από τα χείλη, έφυγε η αθωότητα από το βλέμμα! Ενήλικες… άνθρωποι κουρασμένοι, θλιμμένοι, αγχωμένοι, ζούμε με χιλιάδες νευρώσεις και την αγωνία του σήμερα και του αύριο! Με μια καρδιά που ασφυκτιά μέσα στα προβλήματα της καθημερινότητας και που έχει ξεχάσει πλέον να χτυπά στο ρυθμό της χαμένης παιδικότητας!
Οι μέριμνες πήραν τη θέση του παιχνιδιού, οι υποχρεώσεις δεν αφήνουν χρόνο για ονειροπόληση και φαντασία, οι γρήγοροι ρυθμοί δεν επιτρέπουν την αναπόληση των παιδικών χρόνων και την ενθύμηση της ύπαρξης κάποτε ενός παιδιού που ήταν πολύ χαρούμενο και ειρηνικό, ενός παιδιού που στην πορεία της ζωής το ξεχάσαμε κάπου εκεί βαθιά μέσα μας και δεν ασχοληθήκαμε ποτέ ξανά μαζί του!
Κι όμως, αυτό το παιδί υπάρχει ακόμα εκεί! Ας γυρίσουμε πίσω να το ξαναβρούμε!
Ας ψάξουμε μέσα στην καρδιά μας να το ανακαλύψουμε! Και τότε θα πούμε ‘Γιατί άφησα να μεγαλώσω; Πώς ξεγελάστηκα;’ Αυτό το παιδί θα μας διασφαλίσει τη χαρά, την ειρήνη, την ισορροπία… αυτό το παιδί θα μας οδηγήσει και θα μας συνδέσει με το Χριστό! Να είμαστε παιδιά όλη μας τη ζωή! Τι ευτυχία! Φοβερή κατάκτηση στον αδυσώπητο αιώνα τούτο που κατασπαράζει κάθε τι αγνό, φωτεινό και αθώο!
Να είμαστε παιδιά στην καρδιά, όχι στο μυαλό! Αθώοι, όχι χαζοί… ανέμελοι, όχι αναίσθητοι… απλοί, όχι αφελείς… χαρωποί, όχι χαζοχαρούμενοι… ταπεινοί, όχι ταπεινολόγοι… με πίστη απλή και άδολη, με φως να αντανακλά στο πρόσωπο, με διάθεση και κέφι για ζωή!
Κι εμείς οι χριστιανοί οφείλουμε να αναζητήσουμε και να αφυπνίσουμε το παιδί που υπάρχει μέσα μας και έτσι με μια καρδιά γεμάτη φως, ελπίδα, πίστη και χαρά να αντανακλούμε τον Αναστημένο Χριστό γιατί τελικά αυτό το παιδί που ο καθένας έχει μέσα του μπορεί να ακούσει το Χριστό!
‘Αφήστε τα παιδιά να έρχονται σε Μένα και μην τα σταματάτε, επειδή η Βασιλεία του Θεού ανήκει σε εκείνους που μοιάζουν με αυτά!’
(Α.Β)
Το Αγιο Πνεύμα,ο όσιος Σεραφείμ & ο Μοτοβίλωφ.
Ἡ συγκλονιστική συνομιλία & εμπειρία τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ μὲ τὸν Μοτοβίλωφ
(Ὁ κτηματίας Νικόλαος Μοτοβίλωφ, πού τό 1831 θεραπεύθηκε θαυματουργικά ἀπό σοβαρή ἀσθένεια μέ τήν προσευχή τοῦ ὁσίου Σεραφείμ, ἀπέκτησε τήν εὔνοιά του καί ἀξιώθηκε νά συζητήση πολύ μαζί του γύρω ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα. Τή συζήτησί του αὐτή κατέγραψε σέ σημειώσεις, οἱ ὁποῖες παρέμειναν στή μονή Ντιβέγιεβο περισσότερο ἀπό ἑξῆντα χρόνια. Τό 1902 τίς παρέλαβε ὁ Σ.Α. Νεῖλος ἀπό τή γερόντισσα Ἑλένα Νικαλάεβνα, χήρα τοῦ Μοτοβίλωφ, καί μέ τήν ἄδεια τῆς ἡγουμένης Μαρίας τίς ἔφερε στό φῶς τῆς δημοσιότητος τό 1903 στά «Μοσχοβίτικα χρονικά» τοῦ Ἰουλίου μέ τόν τίτλο: «Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀναπαυόταν φανερά στόν πατέρα Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, στή συζήτησί του γιά τόν σκοπό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς».
Ἀργότερα οἱ σημειώσεις αὐτές ἀναδημοσιεύθηκαν ἀπό τόν Λ. Ντενίσωφ στό βιβλίο του «Ὁ βίος τοῦ ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ» καί ἀπό τόν πατέρα Π. Φλορένσκυ στό ἔργο του «Στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας».)
Α. Η αποκαλυπτική συζήτηση
Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας
«Ἦταν Πέμπτη. Ἡ μέρα ἦταν σκοτεινή. Τὸ χιόνι, περίπου 25 πόντοι, σκέπαζε τὴ γῆ καὶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἐξακολουθοῦσαν νὰ πέφτουν πυκνὲς νιφάδες χιονιοῦ, ὅταν ὁ στάρετς (γέροντας) Σεραφεὶμ ἄρχισε νὰ συνομιλεῖ μαζί μου. Μὲ ἔβαλε νὰ καθήσω σ’ ἕνα κορμὸ δένδρου ποὺ μόλις εἶχε κόψει, καὶ ὁ ἴδιος κάθησε ἀπέναντί μου. Βρισκόμασταν στὸ δάσος πλάι στὸ ἐρημητήρι του στὸ βουνὸ ποὺ κατεβαίνει μέχρι τὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Σάρωφκα.
— Ὁ Κύριος μοῦ ἀπεκάλυψε, εἶπε ὁ μεγάλος στάρετς, ὅτι ἀπὸ τὰ παιδικά σου χρόνια ζητᾶς μὲ φλογερὸ πόθο νὰ μάθεις ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ὅτι πολλὲς φορὲς ρώτησες γι' αὐτὸ διάφορους πνευματικοὺς ἀνθρώπους.
— Πραγματικά, ἀπάντησα, ἀπὸ τὰ δώδεκα χρόνιά μου μὲ ἀπασχολοῦσε ἐπίμονα αὐτὴ ἡ σκέψη καὶ ἀπευθύνθηκα σὲ πολλὰ πνευματικὰ πρόσωπα, ἀλλὰ οἱ ἀπαντήσεις δὲν μὲ ἱκανοποιοῦσαν.
— Ναὶ συνέχισε ὁ στάρετς, γιατί κανεὶς δὲν σοῦ ἔδωσε ὁριστικὴ ἀπάντηση. Σοῦ ἔλεγαν: «Πήγαινε στὴν Ἐκκλησία, προσευχήσου στὸ Θεό, ἐφάρμοσε τὶς ἐντολές Του, κᾶνε τὸ καλό. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς». Μερικοί, μάλιστα δυσανασχετοῦσαν μαζί σου γιατί ἔδειχνες μία περιέργεια ποὺ δὲν θὰ ἄρεσε στὸ Θεό (!). «Μὴ ζητᾶς πράγματα ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις σου», σοῦ ἔλεγαν. Αὐτὲς οἱ ἀπαντήσεις ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ σὲ ἱκανοποιήσουν.
Ἐγώ, ὁ φτωχὸς Σεραφείμ, θὰ σοῦ ἐξηγήσω τώρα ποιὸς εἶναι πραγματικὰ αὐτὸς ὁ σκοπός. Ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ ἄσκηση καὶ ὅποιο χριστιανικὸ ἔργο, ὅσο καλὸ καὶ ἂν εἶναι αὐτὸ καθαυτό, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει σκοπὸς τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς, μολονότι εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὴν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ. Δὲν μπορεῖ, λοιπόν, τὸ μέσο νὰ γίνει σκοπός.
Πραγματικὸς σκοπὸς τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
— Πρέπει νὰ γνωρίζεις, συνέχισε ὁ στάρετς, ὅτι ὁποιοδήποτε χριστιανικὸ ἔργο, μόνον ὅταν γίνεται ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστό, φέρνει τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ὅλα τὰ ἄλλα καλὰ ἔργα, ποὺ γίνονται χάριν τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἁπλὰ καὶ μόνο μέσα γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
— Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀποκτήσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα; ρώτησα τὸ στάρετς. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ καταλάβω καλὰ αὐτό.
— Ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μοιάζει λίγο μὲ τὸ ἐμπόριο. Ἀποκτῶ, σημαίνει μαζεύω, συγκεντρώνω, ἀπάντησε ὁ στάρετς. Ἐσὺ γνωρίζεις σίγουρα τί σημαίνει ἀποκτῶ χρήματα. Ἀκριβῶς αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Σκέψου, λοιπόν, τὴ σημασία τῆς λέξης «ἀποκτῶ» μὲ τὴν κοσμική, τὴ γήινη ἔννοια. Οἱ ἄνθρωποι σκοπεύουν στὴν ἀπόκτηση χρημάτων, τιμῶν, διακρίσεων καὶ ἄλλων ἀνταμοιβῶν γιὰ τὶς προσφερόμενες ὑπηρεσίες τους. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἕνα «κεφάλαιο» γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ ὁποίου ἀγωνίζεται ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι ὅμως ἕνα «κεφάλαιο» αἰώνιο, μοναδικό, ἀστείρευτο καὶ εὐλογημένο. Ἀποκτᾶται μὲ τοὺς ἴδιους περίπου τρόπους, ὅπως τὸ χρηματικὸ κεφάλαιο ἢ τὰ διάφορα ἀξιώματα.
Γήινα ἐμπορεύματα εἶναι τὰ καλὰ ἔργα ποὺ γίνονται ἀπὸ ἀγάπη στὸ Χριστὸ καὶ φέρνουν τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χωρὶς τὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει σωτηρία. Κάθε καλὸ ἔργο ποὺ γίνεται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ φέρνει τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Περισσότερο ὅμως ἀπ' ὅλα μᾶς τὴ φέρνει ἡ προσευχή, γιατί εἶναι πάντα στὰ χέρια μας σὰν ἕνα εὔχρηστο ὅπλο. Εἶναι προσιτὴ στὸν πλούσιο, στὸ φτωχό, στὸ σοφό, στὸν ἁπλοϊκό, στὸ δυνατό, στὸν ἀδύνατο, στὸ γερό, στὸν ἀσθενῆ, στὸ δίκαιο καὶ στὸν ἁμαρτωλό. Εἶναι μεγάλη ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς. Περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο μέσο, εἶναι ἱκανὴ νὰ μᾶς φέρει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ βρίσκεται πάντα στὴ διάθεση τοῦ καθενός, θὰ εἴμαστε μακάριοι, ἂν μᾶς βρεῖ ὁ Κύριος ἄγρυπνους, ἐν προσευχῇ, μέσα στὴν πληρότητα τῶν δώρων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
— Γέροντα, τοῦ εἶπα, μιλᾶς συνεχῶς γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς σκοπὸ τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς. Ἀλλὰ πῶς καὶ ποῦ μπορῶ νὰ τὸ δῶ; Τὰ καλὰ ἔργα εἶναι ὁρατά. Ἄραγε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νὰ γίνει ὁρατό; Πῶς μπορῶ νὰ ξέρω ἂν εἶναι ἢ δὲν εἶναι μαζί μου;
— Στὶς μέρες μας, ἀποκρίθηκε ὁ στάρετς, ὑπάρχει γενικὴ ψυχρότητα γιὰ τὴν ἁγία πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀδιαφορία γιὰ τὴ θεία Πρόνοια ποὺ ἐνεργεῖ τὰ πάντα γιὰ νὰ μᾶς φέρει κοντά Του. Ἡ ψυχρότητα καὶ ἡ ἀδιαφορία διέκοψαν τὴν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ καὶ μᾶς ἀπομάκρυναν σχεδὸν ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ χριστιανικὴ ζωή. Στὴν Ἁγία Γραφή, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, συχνὰ ἀναφέρεται ἡ ἐμφάνιση τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Μερικοὶ λένε: «Τὰ χωρία αὐτὰ εἶναι ἀκατανόητα. Πῶς μποροῦν οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ ἴδια τους τὰ μάτια νὰ δοῦν τὸ Θεό»; Τίποτε ὅμως ἀκατανόητο δὲν ὑπάρχει ἐδῶ. Ἡ δυσκολία προέρχεται ἀπὸ τὴ δική μας ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ Θεό. Γίναμε ἀδιάφοροι γιὰ τὴ σωτηρία μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἑρμηνεύουμε λανθασμένα πολλὰ χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μὲ τὴν πρόφαση τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης μπήκαμε σὲ τέτοιο σκοτάδι ἄγνοιας ὥστε μᾶς φαίνονται ἀκατανόητα ὅσα γιὰ τοὺς παλιοὺς ἦταν προσιτὰ καὶ κατανοητά. Ἐκεῖνοι δὲν ἔβρισκαν καθόλου παράδοξη τὴν ἐμφάνιση τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά τους. Ἔβλεπαν τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὄχι στὸν ὕπνο τους ἢ σὲ φανταστικὲς ἐκστάσεις, ἀλλὰ καθαρὰ καὶ ἀληθινά.
Ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φιλόθεε, δίνεται σὲ ὅλους μας κατὰ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα. Στὸ μυστήριο τοῦ Ἁγίου Χρίσματος ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μᾶς σφραγίζει μυστηριακὰ μὲ τὴ χρίση τῶν βασικῶν ὀργάνων τοῦ σώματός μας, ὅπως ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία, ὁ αἰώνιος φύλακας αὐτῆς τῆς χάρης. Κατὰ τὴ χρίση λέμε: «Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου». Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ ἄνθρωποι συνήθως σφραγίζουμε τὰ θησαυροφυλάκια ποὺ περιέχουν κάποιο θησαυρό. Ἀλλὰ ποιὸς θησαυρὸς μπορεῖ νὰ εἶναι μεγαλύτερος καὶ πολυτιμότερος ἀπὸ τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὰ ὁποία μᾶς προσφέρονται κατὰ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα; Ἡ χάρη αὐτὴ εἶναι τόσο μεγάλη, βαθιὰ καὶ ἀπαραίτητη, ποὺ ἀκόμα καὶ στὸν πλανεμένο ἄνθρωπο δὲν τοῦ ἀφαιρεῖται μέχρι τὸ θάνατό του.
— Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ξέρω, ρώτησα τὸν Γέροντα, ἂν βρίσκομαι καὶ ἐγὼ στὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;
— Εἶναι πολὺ ἁπλό, μοῦ ἀπάντησε. Ὁ Κύριος λέει ὅτι ὅλα εἶναι ἁπλὰ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ἀποκτάει τὴ γνώση. Τὸ δυστύχημα γιὰ μᾶς εἶναι ὅτι δὲν ζητᾶμε αὐτὴ τὴ θεϊκὴ γνώση ἡ ὁποία δὲν κάνει θόρυβο, γιατί δὲν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν αὐτὴ τὴ γνώση καὶ καταλάβαιναν ἂν εἶχαν μαζί τους τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἢ ὄχι. Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ τὸ «ἔδοξε τῷ Ἁγίω Πνεύματι καὶ ἡμῖν» (Πράξ. 15:28). Βλέπεις, λοιπόν, ἀγαπητέ μου, ὅτι τὸ πράγμα εἶναι ἁπλό;
Β. Η συγκλονιστική εμπειρία & αποκάλυψη
— Παρ' ὅλα αὐτὰ δὲν καταλαβαίνω πῶς μπορῶ νὰ εἶμαι ἀπόλυτα βέβαιος ὅτι βρίσκομαι στὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Πῶς μπορῶ νὰ διακρίνω τὴν πραγματική Του παρουσία στὴ ζωή μου;
— Σοὺ εἶπα, φιλόθεε, ὅτι αὐτὸ εἶναι πολὺ ἁπλὸ καὶ σοῦ διηγήθηκα λεπτομερειακὰ πῶς μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ γεμίσουν μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ πῶς μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὴν παρουσία του μέσα μας. Τί περισσότερο ζητᾶς;
— Θέλω νὰ τὰ καταλάβω αὐτὰ πολὺ καλά, ἀπάντησα.
Τότε ὁ στάρετς Σεραφεὶμ μὲ ἔπιασε δυνατὰ ἀπὸ τοὺς ὤμους καὶ μοῦ εἶπε:
— Τώρα βρισκόμαστε, παιδί μου, καὶ οἱ δύο μέσα στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί δὲν μὲ κοιτᾶς;
— Δὲν μπορῶ νὰ σὲ κοιτάξω, Γέροντα, γιατί ἀπὸ τὰ μάτια σου βγαίνουν λάμψεις. Τὸ πρόσωπό σου ἔγινε φωτεινότερο καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τὰ μάτια μου κλείνουν ἀπὸ τὸν πόνο.
— Μὴ φοβᾶσαι, φιλόθεε. Τώρα καὶ ἐσὺ ἔχεις γίνει φωτεινὸς ὅπως ἐγώ. Ἔχεις καὶ ἐσὺ πληρωθεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλιῶς δὲν θὰ μποροῦσες νὰ μὲ δεῖς ἔτσι ὅπως μὲ βλέπεις.
Καὶ σκύβοντας κοντά μου μοῦ εἶπε ψιθυριστά:
— Παρακαλοῦσα τὸν Κύριο μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ νὰ σὲ ἀξιώσει νὰ δεῖς φανερὰ καὶ μὲ τὰ σωματικά σου μάτια τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ νά, ἀγαπητέ μου, ὁ Κύριος ἱκανοποίησε τὴν ταπεινὴ παράκληση τοῦ φτωχοῦ Σεραφείμ. Πῶς νὰ μὴν Τὸν εὐγνωμονοῦμε καὶ οἱ δύο γιὰ τὴν ἀνέκφραστη αὐτὴ δωρεά Του! Εὐχαρίστησε Τὸν, φιλόθεε, γιατί παρηγόρησε τὴν καρδιά σου μὲ τὴ θεία χάρη Του ὅπως ἡ φιλόστοργη μάνα θάλπει τὰ παιδιά της. Λοιπόν, παιδί μου, γιατί δὲν μὲ κοιτᾶς στὰ μάτια; Κοίταξέ με ἁπλὰ καὶ μὴ φοβᾶσαι. Ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας.
Ὕστερα ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τὸν κοίταξα στὸ πρόσωπο. Συγκλονίστηκα κυριολεκτικά. Μὲ πλημμύρισε δέος. Φαντασθεῖτε τὸν ἥλιο στὴν πιὸ δυνατὴ λάμψη τῆς μεσημβρινῆς ἀκτινοβολίας του καὶ στὸ κέντρο τοῦ ἥλιου νὰ κοιτάζετε τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ὁποῖο συνομιλεῖτε. Βλέπετε τὶς κινήσεις τῶν χειλιῶν του, τὴν ἔκφραση τῶν ματιῶν του, ἀκοῦτε τὴ φωνή του, αἰσθάνεστε τὰ χέρια του ἁπλωμένα γύρω ἀπὸ τοὺς ὤμους σας, ἀλλὰ δὲν βλέπετε οὔτε αὐτὸ τὸ χέρι, οὔτε τὸ σχῆμα του, οὔτε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό σας. Δὲν βλέπετε παρὰ μόνο τὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς ποὺ ἁπλώνεται παντοῦ γύρω σας καὶ φωτίζει μὲ τὴ λάμψη του τὸ χιόνι ποὺ καλύπτει τὸ ξέφωτο καὶ τὶς χιονοστιβάδες ποὺ πέφτουν τριγύρω. Εἶναι ἀδύνατο νὰ φανταστεῖ κανεὶς αὐτὰ ποὺ ἔζησα ἐκεῖνες τὶς στιγμές!
— Τί αἰσθάνεσαι τώρα; μὲ ρώτησε ὁ στάρετς Σεραφείμ.
— Ἐξαιρετικὰ καλά, εἶπα.
— Δηλαδή, πές μου συγκεκριμένα, τί νιώθεις;
— Νιώθω τέτοια γαλήνη καὶ εἰρήνη ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἐκφράσω μὲ λόγια!, ἀπάντησα.
— Αὐτὴ φιλόθεε, εἶπε ὁ στάρετς, εἶναι ἡ εἰρήνη γιὰ τὴν ὁποία μίλησε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές Του: «Εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν» (Ἰω. 14, 27). Σ' αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὁ κόσμος μισεῖ ἀλλὰ ὁ Θεὸς «φιλεῖ», δίνει ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν εἰρήνη ποὺ τώρα ἐσὺ αἰσθάνεσαι. Τί ἄλλο νιώθεις;
— Μιὰ ἀσυνήθιστη γλυκύτητα, ἀπάντησα.
— Αὐτὴ εἶναι ἡ γλυκύτητα γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ἡ Ἁγία Γραφή: «μεθυσθήσονται ἀπὸ ποιότητος οἴνου σου, καὶ τὸν χειμάρρουν τῆς τρυφῆς σου ποτιεῖς αὐτοὺς» (Ψαλμ. 35:9). Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ γλυκύτητα πλημμυρίζει τώρα τὶς καρδιές μας καὶ ξεχύνεται σ' ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μας σὰν μία ἀνέκφραστη εὐφροσύνη. Ἀπὸ αὐτὴ τὴ γλυκύτητα οἱ καρδιὲς μας μοιάζει νὰ λιώνουν. Νιώθουμε καὶ οἱ δύο μας τόση εὐτυχία, ποὺ καμμιὰ γλώσσα δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφράσει. Τί ἄλλο αἰσθάνεσαι;
— Μιὰ ἀνείπωτη χαρά.
— Καὶ αὐτὴ ἡ χαρά, παιδί μου, εἶναι μηδαμινὴ ὅταν συγκριθεῖ μὲ κείνη τὴ χαρὰ γιὰ τὴν ὁποία ἔχει γραφτεῖ: «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβει, ἃ ἠτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτὸν» (Α! Κορινθ. 2:9). Τώρα σὲ μᾶς δίνεται ἡ πρόγευση αὐτῆς τῆς χαρᾶς. Καὶ ἂν νιώθουμε τόση γλυκύτητα καὶ εὐφροσύνη τώρα, τί νὰ ποῦμε τότε γιὰ τὴ χαρὰ ἐκείνη ποὺ ἑτοιμάστηκε γι' αὐτοὺς ποὺ κοπιάζουν ἐδῶ στὴ γῆ; Καὶ σύ, παιδί μου, ἀρκετὰ ὑπέφερες στὴ ζωή σου. Κοίταξε ὅμως μὲ ποιὰ χαρὰ τώρα σὲ παρηγορεῖ ὁ Κύριος! Τί ἄλλο αἰσθάνεσαι;
— Μιὰ ἐξαιρετικὴ θερμότητα, ἀπάντησα.
— Τί θερμότητα, παιδί μου; Βρισκόμαστε στὴν καρδιὰ τοῦ χειμώνα καὶ καθόμαστε ἔξω στὸ δάσος, πατᾶμε στὸ χιόνι καὶ οἱ χιονονιφάδες συνεχίζουν νὰ πέφτουν πάνω μας καὶ μᾶς ἔχουν σχεδὸν σκεπάσει. Τί εἴδους θερμότητα μπορεῖ νὰ αἰσθάνεσαι;
— Ὅπως ὅταν λούζομαι στὸ λουτρὸ μὲ ζεστὸ νερὸ καὶ μὲ περιτυλίγουν οἱ ἀτμοί.
— Μήπως αἰσθάνεσαι καὶ τὴ μυρωδιὰ τοῦ λουτροῦ;
— Ὄχι, ἀπάντησα. Στὴ γῆ δὲν ὑπάρχει παρόμοια εὐωδία. Κανένα ἄρωμα ἀπ' ὅσα ἔχω χρησιμοποιήσει δὲν δίνει τέτοια εὐωδία.
— Ξέρω, ξέρω, εἶπε ἐκεῖνος. Ἔτσι εἶναι ἀκριβῶς ὅπως τὸ λές. Σὲ ρώτησα ἐπίτηδες γιὰ νὰ δῶ ἂν καὶ ἐσὺ αἰσθάνεσαι τὸ ἴδιο. Πραγματικά. Ἡ πιὸ εὐχάριστη εὐωδία πάνω στὴ γῆ δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ αὐτὴ ποὺ νιώθουμε τώρα, γιατί μᾶς πλημμυρίζει ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ποιὰ ἐπίγεια εὐωδία μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μ' αὐτή; Εἶπες, θεόφιλε, ὅτι γύρω μας ὑπάρχει θερμότητα ὅπως καὶ στὸ λουτρό. Κοίτα ὅμως! Τὸ χιόνι δὲν ἔλιωσε πάνω μας οὔτε στὴ γῆ ποὺ πατᾶμε. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ θερμότητα δὲν βρίσκεται στὴν ἀτμόσφαιρα, ἀλλὰ μέσα μας. Εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς κάνει «τῷ πνεύματι ζέωντες» (Ρωμ, 12:1). θερμαινόμενοι ἀπὸ αὐτὴ τὴ θερμότητα οἱ ἐρημίτες, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, δὲν φοβόταν τὴν παγωνιὰ τοῦ χειμώνα. Ἔνιωθαν σὰν νὰ ἦταν ντυμένοι μὲ ζεστὲς γοῦνες. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ μᾶς τώρα, γιατί μέσα μας ἀναπαύεται ἡ θεία χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καθὼς εἶπε ὁ Κύριος: «ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστὶ» (Λουκ. 17:21). Ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ βρίσκεται τώρα μέσα μας καὶ μᾶς φωτίζει καὶ μᾶς θερμαίνει, εὐφραίνει τὶς αἰσθήσεις μας καὶ γεμίζει τὶς καρδιές μας. Νὰ τί σημαίνει νὰ βρίσκεται κανεὶς μέσα στὴν πληρότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος γράφει: «ἐγὼ ὁ ἴδιος εἶμαι γεμάτος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα». Μ' αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γέμισε τώρα καὶ μᾶς τοὺς φτωχοὺς ὁ Κύριος. Δὲν νομίζω πὼς τώρα πιὰ θὰ ξαναρωτήσεις, φιλόθεε, μὲ ποιὸ τρόπο ἀποκτοῦν οἱ ἄνθρωποι τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Θὰ θυμᾶσαι τὴν ἀνέκφραστη εὐσπλαχνία τοῦ θεοῦ ποὺ μᾶς ἐπισκέφθηκε σήμερα;
— Δὲν ξέρω, Γέροντα, ἂν μὲ ἀξιώσει ὁ θεὸς νὰ θυμᾶμαι τόσο ζωντανὰ καὶ καθαρὰ ὅσα ἔζησα σήμερα.
— Ἐγὼ πιστεύω, ἀπάντησε ὁ στάρετς, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ σὲ βοηθήσει νὰ κρατήσεις γιὰ πάντα στὴ μνήμη σου αὐτὴ τὴ φανέρωση. Γιατί διαφορετικὰ δὲν θὰ ἀπαντοῦσε ἡ ἀγαθότητά Του τόσο γρήγορα στὴν ταπεινὴ παράκληση τοῦ φτωχοῦ Σεραφείμ. Ἀκόμα δέ, γιατί ὅλα αὐτὰ δὲν δόθηκαν ἀποκλειστικὰ σὲ σένα μόνο, ἀλλὰ διὰ σοῦ σ' ὅλο τὸν κόσμο ὥστε καὶ ἐσὺ νὰ στερεωθεῖς στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλους νὰ ὠφελήσεις. Ὁ,τιδήποτε, λοιπὸν φιλόθεε, ζητήσεις ἀπὸ τὸν Κύριο θὰ τὸ λάβεις ἀρκεῖ νὰ ἀποβλέπει στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ καλό τοῦ πλησίον. Γιατί ὁ Θεὸς δὲν ξεχωρίζει τὸ καλό τοῦ πλησίον μας ἀπὸ τὴ δόξα Του. Ἀλλὰ καὶ ἂν ζητήσεις κάτι γιὰ προσωπικό σου ὄφελος μὴν ἀμφιβάλεις ὅτι θὰ σοῦ τὸ δώσει πρόθυμα ἀρκεῖ αὐτὸ ποὺ ζητᾶς νὰ εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖο. Σοῦ εἶπα καὶ σοῦ ἔδειξα στὴ πράξη ὅλα ὅσα ὁ Κύριος καὶ ἡ Παναγία Μητέρα Του θέλησαν νὰ σοῦ ποῦν καὶ νὰ σοῦ δείξουν μέσα ἀπὸ μένα τὸ φτωχὸ Σεραφείμ. Τώρα «πορεύου ἐν εἰρήνῃ». Ὁ Κύριος καὶ ἡ Παναγία ἂς εἶναι μαζί σου.
Ὅταν ξεκίνησα νὰ φύγω τὸ ὅραμα δὲν εἶχε σταματήσει. Ὁ Γέροντας βρισκόταν στὴν ἴδια θέση ποὺ εἶχε στὴν ἀρχὴ τῆς συνομιλίας μας καὶ τὸ Ἄρρητο Φῶς ποὺ εἶχα δεῖ μὲ τὰ μάτια μου συνέχιζε νὰ τὸν περιβάλλει».
Πηγή:http://www.agiazoni.gr/
Περσική θρησκεία. Η θρησκευτικότητα του ιρανικού χώρου είναι περισσότερο γνωστή με τα ονόματα Παρσισμός ή Περσισμός, δηλ. θρησκεία των Περσών, Μασδαϊσμός, εφόσον επικεντρώνεται στο Θεό Αχούρα Μάσδα ή Ωρομάσδη*, και Ζωροαστρισμός, από τον Ζωροάστρη ή Ζαρατούστρα, το γνωστό μεταρρυθμιστή της.
Η εικόνα της ιρανικής θρησκευτικότητας που μας προσπορίζει η Ιστορία σήμερα, έχει ως εξής: Στις αρχές της πρώτης προχριστιανικής χιλιετίας σημειώνεται η κάθοδος ινδοευρωπαϊκών φυλών από τον ψυχρό Βορρά στο θερμό Νότο. Στην ινδο-ιρανική περιοχή της ασιατικής ηπείρου ακολουθούνται δύο κατευθύνσεις, η μια οδηγεί ανατολικά, στην Ινδία, η άλλη δυτικά, στο Ιράν. Τότε οι παραδοσιακές θρησκείες γνωρίζουν ανακατατάξεις, εξαιτίας αυτής της μετακίνησης, που συνοδεύεται από γενική κρίση, με τη μετάβαση από το νομαδικό στον αγροτικό βίο και τη μετατροπή της οικονομίας από κυνηγετική- κτηνοτροφική σε γεωργική, φαινόμενο που αντανακλάται στη θρησκεία* με τη λατρεία* των ζώων (ιεροποίηση της αγελάδας). Συνέπεια αυτής της μεταλλαγής είναι η εμφάνιση μεταρρυθμιστών των παραδοσιακών θρησκευμάτων σε δυο διαφορετικές γραμμές. Ανατολικά, στην Ινδία, εμφανίζεται ο Βούδδας, που ανανεώνει τον Ινδουισμό* και. με το Βουδδισμό*, καθιερώνει το Μυστικισμό*. Δυτικά, στο Ιράν, εμφανίζεται ο Ζωροάστρης, που μεταρρυθμίζει τον παραδοσιακό Μασδαϊσμό και εισάγει τον Προφητισμό. ‘Έτσι την ίδια περίοδο, περίπου τον 6ο αι. π.Χ., σε όμορους γεωπολιτικούς χώρους, τον ιρανικό και τον ινδικό, εμφανίζονται οι δύο θεμελιώδεις τύποι θρησκευτικότητας: ο μυστικός και ο προφητικός, ο «παθητικός» και ο «ενεργητικός», ο εσωστρεφής και ο εξωστρεφής.
Τα κύρια στρώματα της ιρανικής θρησκευτικότητας είναι τα παρακάτω: Στο υπέδαφος της παραδοσιακής θρησκείας, του Μασδαϊσμού, με βάση τη λατρεία του «σοφού Κυρίου», του Αχούρα Μάσδα ανακύπτει η μεταρρύθμιση του Ζωροάστρη, Ιερέα* και Προφήτη*, που ιδρύει το Ζωροαστρισμό, την επικρατέστερη μορφή της Περσικής θρησκείας ως την εμφάνιση του Ισλάμ*, τον 7ο αι. μΧ. Από αυτήν εμπνέεται ο Μανιχαϊσμός*, το 2ο και 3ο αι. μ.Χ., ο οποίος συνδυάζει τη Ζωροαστρική θρησκεία με τη φιλοσοφία του Γνωστικισμού*. Ανανεωτικά κινήματα της Ιρανικής θρησκείας με έμπνευση ζωροαστρική είναι ο Μασδακισμός*, τον 6ο αι. μΧ.. που δίνει κοινωνικοπολιτική διάσταση στο Ζωροαστρισμό, και ο Ζερβανισμός*, ιδιαίτερη μορφή του Ζωροαστρισμού, στην περίοδο των Αχαιμενιδών και Σασσανιδών βασιλέων της Περσίας, που επιχειρεί να αμβλύνει τη ζωροαστρική έννοια της δυαρχίας. Με την ισλαμική κατάκτηση του Ιράν εξαφανίζεται σχεδόν κάθε μορφή περσικής θρησκευτικότητας, ενώ τα κατάλοιπά της μετοικίζουν ανατολικά, στην Ινδία, όπου ακόμα σήμερα επιβιώνει στη Βομβάη κοινότητα περίπου 95.000 οπαδών του Παρσισμού. Η περίοδος ακμής της Ιρανικής θρησκείας, και μάλιστα του Ζωροαστρισμού, τοποθετείται μεταξύ 600 π.Χ. και 600 μΧ., οπότε αυτή η θρησκεία ισχύει ως επίσημη θρησκεία των Αχαιμενιδών και Σασσανιδών. Η σημασία του Ζωροαστρισμού όμως υπερβαίνει κατά πολύ τόσο τα χρονικά όσο και τα γεωγραφικά όριά του, διότι αυτός επηρέασε το δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, μέσω του Μανιχαϊσμού, πρωτοτύπησε με την καθιέρωση του Μονοθεϊσμού στον εκτός του Ιουδαϊσμού* και του Χριστιανισμού* μεσανατολικό χώρο, εκπροσώπησε τον Προφητισμό και, για τη στροφή του από τη φυσιολατρία στην ανθρωπολογία εξυμνήθηκε από κορυφαίους διανοητές της Ευρώπης, όπως ο Γκαίτε και ο Νίτσε.
Διδασκαλία. Κύρια γνωρίσματα του Ζωροαστρισμού είναι ο μονοθεϊσμός, ο προφητισμός και η δυαρχία.
Η βασικότερη καινοτομία, που διαχωρίζει το Ζωροαστρισμό από κάθε άλλη θρησκεία ινδοευρωπαϊκού λαού στο μεσανατολικό χώρο, είναι ο μονοθεϊσμός, ενώ στο θείο αποδίδονται πια ιδιότητες ηθικές, όχι φυσικές. Απόρροια του μονοθεϊσμού είναι η υπερβατικότητα του θείου, δηλ. ο διαχωρισμός του από τον άνθρωπο, τον κόσμο και τη φύση. Χαρακτηριστικό της περσικής θρησκευτικότητας γίνεται η άρνηση του Ανθρωπομορφισμού* στο θείο, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος. 1,131, προφανώς εντυπωσιασμένος ότι ουκ ανθρωποφυέας ενόμισαν τους Θεούς κατά περ οι Έλληνες είναι. Γι΄ αυτό στους Πέρσες λείπουν τα αγάλματα, οι βωμοί και οι ναοί.
Συνέπεια του μονοθεϊσμού είναι ο προφητισμός. Ο Ζωροαστρισμός δεν είναι μυστική θρησκεία, όπως ο Βουδδισμός, που είναι εσωστρεφής και επικεντρώνεται στην εσωτερική αποκάθαρση. Οι προφητικές θρησκείες διακρίνονται για την εξωστρέφειά τους, την ανάπτυξη της ηθικής και κοινωνικής δράσης, την έντονη παρουσία των πιστών στο ιστορικό γίγνεσθαι. Όλα αυτά τα στοιχεία πρωταγωνιστούν στο Ζωροαστρισμό. Ο ιδρυτής του εμφανίζεται ως Προφήτης - Ιερέας και μεταρρυθμίζει την παραδοσιακή Μασδαϊκή θρησκεία του ιρανικού χώρου. Η άρνηση της Λατρείας, η έμφαση στις ηθικές αρετές της δικαιοσύνης, η επιλογή ανάμεσα στο καλό και στο κακό είναι τα πιο έκδηλα γνωρίσματα του ζωροαστρικού προφητισμού.
Το γνωστότερο χαρακτηριστικό της περσικής θρησκευτικότητας είναι η δυαρχία, δηλ. η πίστη στην ύπαρξη δύο αρχών των όντων, μιας καλής, δημιουργικής, και μιας κακής. καταστροφικής αιτίας. ‘Έτσι, η πραγματικότητα χωρίζεται σε δύο σκέλη, το καλό και το κακό, δημιουργημένα από δυο θεότητες, τον Αχούρα Μάσδα, δημιουργό του καλού, και τον αντίπαλό του, τον Αρειμάνιο*, δημιουργό του κακού. Με αυτό το κριτήριο η ζωή του ανθρώπου ερμηνεύεται ως επιλογή ανάμεσα στις δυο αρχές και ως πάλη του καλού ενάντια στο κακό για την οριστική επικράτηση του ενός από αυτά, δηλ. του καλού.
Στο ερώτημα του πώς ο μονοθεϊσμός συμβιβάζεται με τη δυαρχία, οι θρησκειολόγοι απαντούν ότι ο μονοθεϊσμός αρνείται την πολυθεΐα, όχι όμως και τη δυαρχία. Επιπλέον η δυαρχία δεν αποτελεί καταγγελία του μονοθεϊσμού, αλλά συνιστά απάντηση στο πρόβλημα του κακού, δίνοντας λύση στο ζήτημα της Θεοδικίας*. Έτσι ο καλός θεός συμβιβάζεται με τον κακό κόσμο, διότι ένας άλλος θεός, «κακός θεός», δαίμονας, δημιούργησε το κακό, την ύλη και το σώμα. Τα δύο αντίθετα «πνεύματα», το Σπέντα Μαϊνιού για το καλό και το Άνγκρα Μαϊνιού για το κακό, θεωρούνται ως δίδυμα τέκνα του ενός Θεού, του Αχούρα Μάσδα.
Το πάνθεο του Παρσισμού, που ο Ζωροαστρισμός διατυπώνει με ενάργεια στα κείμενά του, απηχεί ακριβώς το παραπάνω τρίπτυχο και συνοψίζεται στα παρακάτω στοιχεία: Αρχή του σύμπαντος είναι ο ένας θεός, ο Αχούρα Μάσδα, ο οποίος έχει δυο δίδυμα παιδιά, το «αγαθό πνεύμα», Σπέντα Μαϊνιού, που εκφράζει την αλήθεια, και το «πονηρό πνεύμα», ’Ανγκρα Μαϊνιού, που ενσαρκώνει το ψεύδος. Ανάλογα με την επιλογή του καλού ή του κακού, επικρατεί το αγαθό ή το πονηρό πνεύμα, τα οποία όμως πνεύματα δεν υπάρχουν καθεαυτά, αλλά υποστασιάζονται από την ηθική εκλογή κάθε στιγμής. Απέναντι στον ένα δημιουργό Θεό Αχούρα Μάσδα αντίκειται ο «δαίμονας»-«διάβολος» Αρειμάνιος, ενσάρκωση του «πονηρού πνεύματος», που βρίσκεται σε ακατάπαυτη πάλη με τον «καλό Θεό», τον Αχούρα Μάσδα. Κάτω από το Θεό και το διάβολο υπάρχουν ουράνιες οντότητες, οι Νταίβας, που εξαιτίας της επιλογής του κακού εξέπεσαν από «αγγελικά» πνεύματα σε «δαιμονικές» δυνάμεις. Στον αντίποδα των Νταίβας βρίσκονται 7 «αθάνατοι άγιοι», οι Αμέσα* Σπέντας, που περιβάλλουν τον «καλό Θεό» Αχούρα Μάσδα. τον διακονούν και ενσαρκώνουν τις 7 θεμελιωδέστερες αρετές του Ζωροαστρισμού: Καλή σκέψη, αλήθεια/δικαιοσύνη, επιθυμητή εξουσία, υπακοή, αφοσίωση/ευσέβεια, σωτηρία/τελείωση, αθανασία.
Η κοσμολογία του Παρσισμού εμπνέεται από τη θεογονία του, όπου διαπλέκονται αρχαιότερες Μασδαϊκές παραδόσεις με νεότερα ζωροαστρικά στοιχεία. Η δημιουργία του κόσμου από τον Αχούρα Μάσδα συντελείται σε 3 φάσεις: Η πρώτη λέγεται Μπουνταχίσν, δημιουργία του φυσικού κόσμου, η δεύτερη Γκουμέζισν. ανάμιξη δύο διαφορετικών πνευμάτων, η τρίτη Βιζάρισν, τελική διάκριση των δύο διαφορετικών οντοτήτων με την έσχατη μεταμόρφωση του σύμπαντος. Καθετί βρίσκεται σε δύο διαφορετικές καταστάσεις, την υλική ή φυσική, Γκέτιγκ, και την πνευματική, Μένογκ. Τα υλικά όντα μπορούν να μετασχηματιστούν σε πνευματικά, εκτός από τα πονηρά πνεύματα. Τα σωματικά όντα δεν υποτιμώνται, αλλά αναμένεται η μεταμόρφωσή τους ως αποτέλεσμα της επιλογής του καλού και του αγώνα για την κατανίκηση του κακού πνεύματος στον κόσμο. Στην πρώτη φάση της δημιουργίας του κόσμου τα δυο στοιχεία διαχωρίζονται στο Μένογκ, στη δεύτερη φάση ενώνονται στο Γκέτιγκ και στην τρίτη, τελική φάση, διαχωρίζονται πάλι, για να αποκατασταθούν στην τέλεια καθαρότητα, που ονομάζεται Αμπεζαγκί.
Η εσχατολογία χρωματίζει έντονα το Ζωροαστρισμό, όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε προφητική Θρησκεία. Στην περσική θρησκευτικότητα συναντούμε πλήθος εσχατολογικών παραστάσεων, που διαδραματίζουν ρόλο σε άλλες μεσανατολικές παραδόσεις με αποκαλυπτικό προσανατολισμό. Σύμφωνα με την «Αβέστα»*, η ψυχή μετά το θάνατο ανάγεται στα ουράνια, στα Άναγκρα Ραόχα («άπειρα φώτα»), ακολουθώντας σταδιακή προαγωγή στο φωτισμό της από την ένταση του φωτός των αστέρων, των χουμάτα («καλές σκέψεις»), προς τη Σελήνη, τη Χούχτα («καλά λόγια») μέχρι τον Ήλιο, το Χβάρστα («καλά έργα»). Προκειμένου να συμβεί κάτι, οφείλει κάθε ψυχή να περάσει από τη γέφυρα Σινβάτ («Γέφυρα του χωρισμού»), και εκεί θα κριθεί από τον Μίθρα, τον Σραοσά και τον Ρασνού, αν είναι δίκαιη, οπότε θα της επιτραπεί να διαβεί στον κόσμο των αγαθών ή θα κατακρημνισθεί στην Κόλαση*. Αν κανείς τολμήσει να περάσει αυτή τη γέφυρα, παρότι του απαγορεύτηκε, τότε θα βρει οικτρό τέλος, αφού η γέφυρα στενεύει και γίνεται σαν τη κόψη του ξυραφιού. Μετά 3 ημέρες από το θάνατο και το χωρισμό της από το σώμα, η ψυχή θα συναντηθεί με το δικό της απείκασμα, το οποίο μεταμφιέζεται σε ένα ωραίο δεκαπεντάχρονο κορίτσι. Στην περσική εσχατολογία προβλέπεται ένα είδος Καθαρτηρίου*, ενδιάμεση κατάσταση, που ονομάζεται Χαμιστάγκαν («μεικτή περιοχή») και προορίζεται για όσους έχουν τόσες κακές όσες και καλές πράξεις, και έτσι θα συνεχίζουν να υπάρχουν στη σκιά, χωρίς φως ή σκότος, ανταμοιβή ή τιμωρία. Επίσης βασικό σημείο της ζωροαστρικής εσχατολογίας και γενικότερα της περσικής θρησκευτικότητας είναι η φωτιά, που εξαγνίζει και κατακαίει ως όργανο καθαρότητας και τιμωρίας.
Λατρεία. Η Λατρεία παίζει καθοριστικό ρόλο στο Ζωροαστρισμό, παρότι αυτός ανήκει στις προφητικές θρησκείες, όπου η Λατρεία δεν έχει τον πρώτο λόγο. Όπως φαίνεται, ο Ζωροαστρισμός υποχρεώθηκε να αφομοιώσει τα τελετουργικά δρώμενα της παράδοσης του Μασδαϊσμού. Βασική είναι η Προσευχή*, η Μαντρά, που τελείται 5 φορές την ημέρα. Ο διαλογισμός μπροστά στην πυρά είναι ένα από τα λατρευτικά δρώμενα του Ζωροαστρισμού με ιδιαίτερη σημασία. Οι ζωοθυσίες έγιναν ανεκτές από το Ζωροαστρισμό, παίρνοντας συμβολικό νόημα, και αποκαταστάθηκε η Χαόμα, προσφορά από μείγμα γάλακτος με φύλλα και χυμό από το μίσχο φυτών με ερεθιστικές και παραισθητικές ιδιότητες, ικανές, όπως πιστευόταν, να ενδυναμώσουν τους πολεμιστές, να εμπνεύσουν τους ποιητές και να σωφρονίσουν τους ιερείς. Με τη Χαόμα ραντίζονταν όλα τα πρόσωπα και τα πράγματα που χρειάζονταν καθαγιασμό ή εξαγνισμό. Επίσης από τις πηγές μαρτυρούνται καθαρτήριες, γαμήλιες, νεκρώσιμες κ.ά. τελετές. Η θεμελιώδης λατρευτική πράξη ήταν η Γιάσνα, «θυσία», που συνίστατο στην τέλεση της Χαόμα ενώπιον της πυράς. Επίκεντρο του συμβολισμού στον Παρσισμό ήταν η φωτιά. Υπήρχαν τρία είδη λατρευτικής πυράς, μια για κάθε τάξη, τους ιερείς, τους πολεμιστές και τους αγρότες, ενώ για το σύμπαν πιστευόταν ότι εμπεριέχει 5 είδη πυράς: για το Θεό, για τα σώματα ζώων και ανθρώπων, για τα φυτά, για τα σύννεφα και για τη γη. Ο χρόνος ήταν μοιρασμένος σε λατρευτικούς σκοπούς. Στον καιρό της δυναστείας των Σασσανιδών καθιερώθηκε το ζωροαστρικό ημερολόγιο με 365 ημέρες το έτος, 12 μήνες των 30 ημερών με 5 επιπλέον ημέρες. Ο πρώτος μήνας του έτους ήταν αφιερωμένος στους Φραβασίς («ομολογητές»), τους ουράνιους προστάτες των ανθρώπων, τα πνεύματα των δικαίων. Επίσης μνημονεύονται άλλες 6 μεγάλες εορτές του Ζωροαστρισμού με εξέχουσα του Μίθρα, στον οποίο ήταν αφιερωμένος ο 1ος μήνας του περσικού έτους.
Εξέχουσα θέση κατέχει στον Παρσισμό το Ιερατείο*, που συγκροτείται από τους Μάγους, πρόσωπα καταγόμενα από ορισμένες οικογένειες με ειδική μόρφωση, που επιτελούσαν αποκλειστικό ιερατικά καθήκοντα και είχαν ιδιαίτερη εκτίμηση ως κάτοχοι μυστικών γνώσεων αστρολογίας, μάντεις και χρησμολόγοι, θεωρούμενοι ως οι σοφοί του ιρανικού κόσμου και επίλεκτα μέλη της περσικής επικράτειας. Η ευρύτερη σημασία των Μάγων στο Ζωροαστρισμό έγκειται στις τροποποιήσεις που αυτοί μεταγενέστερα επέφεραν στη θεμελιώδη δυαρχία της Περσικής θρησκείας, όπως φαίνεται στην περίπτωση του Ζερβανισμού, μιας ειδικής μορφής του Ζωροαστρισμού ένεκα της πρόσμιξής του με τη βαβυλωνιακή αστρολογική παράδοση κατά την περίοδο των Αχαιμενιδών. Οι Μάγοι διατύπωσαν στο Ζερβανισμό την άποψη ότι τόσο ο Αχούρα Μάσδα όσο και ο αντίποδάς του, ο Αρειμάνιος, είναι τέκνα του Ζερβάν ή Ζουρβάν, που νοείται ως χρόνος ή μοίρα, ότι ο πατέρας Ζερβάν έδωσε την πρωτοκαθεδρία στον «κακό» γιο του Αρειμάνιο για 9.000 χρόνια οπότε θα βασιλεύσει ο αγαπημένος του «καλός» γιος Αχούρα Μάσδα. Έτσι, με αυτή την εκδοχή, αμβλύνθηκε ακόμα περισσότερο η ζωροαστρική δυαρχία. Στους Μάγους οφείλεται η συνάντηση του Ζωροαστρισμού με το βαβυλωνιακό Ιερατείο, τη χαλδαϊκή αστρολογία, καθώς και η παραπέρα διάδοση του Μιθραϊσμού. ‘Έτσι η σημασία των Μάγων υπερβαίνει κατά πολύ τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και φτάνει μέχρι το σημείο της λειτουργίας τους ως φιλοσόφων - αποστόλων της περσικής κοσμοθεωρίας σε Ανατολή και Δύση, ιδίως με τη λατρεία του Μίθρα μεταγενέστερα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Μ. Boyce, A History of Zoroastrianism, 1-2: Leiden 1975 - 1982.
M. Boyce, Textual Sourches for the Study of Zoroastrianism: Manchester 1984. J. Duchesne-Guillemin, La religion de I'lran ancien: Paris 1962. G. Gnoli, Zoroaster's Time and Homeland: Naples 1980. G. Widengen, Die Religionen Irans. Stuttgart 1965. R. C. Zaehner, The Dawn and Twilight of Zoroastrianism. London 1961.
Μ. Π. ΜΠΕΓΖΟΣ
(Αναστασίου αρχιεπισκόπου Αλβανίας).
Τζαϊνισμός ή Τζινισμός. Ινδικό θρήσκευμα ασκητικών, δυαλιστικών και αθεϊστικών αρχών. Οι Τζαϊνιστές υποστηρίζουν ότι ακολουθούν την αρχαϊκή ινδική Θρησκεία, από την οποία παρέκκλιναν οι Βραχμάνοι. Θεωρούν τη θρησκεία τους αιώνια. Παρά το μικρό ποσοστό τους, επί 2.500 χρόνια διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία του ινδικού πολιτισμού και αναγνωρίζονται ως διακεκριμένο θρήσκευμα της Ινδίας. Ο όρος Τζάιν (Jain ή Jin) προέρχεται από τη λέξη Τζίνα (Jina), που σημαίνει νικητής, κατακτητής• αποδίδεται ειδικότερα σε 24 μεγάλους δασκάλους, οι οποίοι, χωρίς υπερφυσική βοήθεια, κατόρθωσαν να σπάσουν τα δεσμά της φυσικής ύπαρξης και να απελευθερωθούν από τον κλοιό των συνεχών γεννήσεων. Διαμορφωτής του Τζαϊνισμού θεωρείται ο Μαχαβίρα (Mahavira).
Οι Τζαϊνιστές διακρίνονται σε δύο βασικούς κλάδους, τους Σβετάμπαρα (Svetambara), τους «λευκοντυμένους» και τους Ντιγκάμπαρα (Digambara), τους «ντυμένους τον ουρανό», δηλ. γυμνούς. Υπάρχουν ακόμη ορισμένα παρακλάδια πχ οι Στανακβάσιν (Sthanakvasin) (βλ. Ιστορική διαδρομή). Βάση και σκοπός του Τζαϊνισμού είναι η αυστηρή άσκηση. Εντούτοις οι ασκητές αποτελούν μικρό μόνο ποσοστό του συνόλου των Τζαϊνιστών, ενώ η πλειοψηφία είναι λαϊκοί, με σαφή όμως ασκητικά ιδεώδη και ήθη.
Πηγές. Στο θέμα των ιερών κειμένων δεν υπάρχει συμφωνία. Οι Σβετάμπαρα αποδέχονται ως κανονική ιερή Γραφή τη «Σιντάντα»• συλλογή από 45 βιβλία γραμμένα στην Πράκριτ (Praktit), ομάδα αρχαϊκών ινδικών τοπικών διαλέκτων. Το παλαιότερο τμήμα του κανόνα αυτού συνιστούν οι 12 Angas, που περιλαμβάνουν αρχαία ασκητικά κείμενα, κηρύγματα και διαλόγους του Μαχαβίρα. Οι Στανακβάσιν ανακήρυξαν αυθεντικά 32 μόνο βιβλία της «Σιντάντα». Οι Ντιγκάμπαρα ισχυρίζονται ότι οι ιερές Τζαϊνικές Γραφές καταστράφηκαν το 789 μ.Χ. και ως ιερή συλλογή αναγνωρίζουν την «Ανουγιόγκα» (Anuyoga. δηλ Εκθέσεις), που πυρήνα της έχει δύο παλαιά κείμενα στο γλωσσικό ιδίωμα Πράκριτ και συμπληρώνεται με υπομνήματα και άλλα μεταγενέστερα κείμενα. Υπάρχει μια δεύτερη κατηγορία τζαϊνικών κειμένων στη Σανσκριτική. Τα τελευταία περιλαμβάνουν υπομνήματα στα παλιότερα ιερά βιβλία καθώς επίσης φιλοσοφικά, διδακτικά και κοσμοθεωριακά έργα. Υπάρχει τέλος και τρίτη κατηγορία πηγαίου υλικού για τον Τζαϊνισμό, έργα γραμμένα σε νεότερες ινδικές γλώσσες και, τον τελευταίο αιώνα στην Αγγλική.
Διδασκαλία. Ο πυρήνας της τζαϊνικής διδασκαλίας διαμορφώθηκε τον 6ο αι. π.Χ. από τον Βαρνταμάνα Τζναπιούτρα Μαχαβίρα (Vardhama – na Jnatputra Mahavira)• το τελευταίο όνομα είναι τιμητικός τίτλος. Ο Μαχαβίρα γεννήθηκε το 599 π.Χ. στη Β.Α. Ινδία και ανήκε στην κάστα των Ξάτριγυα (πολεμιστών). Στα 30 του εγκατέλειψε τον κοινωνικό βίο και άρχισε την περιπλάνηση ως επαίτης ασκητής. Ύστερα από 12 χρόνια φοβερών στερήσεων και έντονης περισυλλογής πέτυχε, κατά την παράδοση, την πλήρη απόσπαση από τις κοσμικές επιθυμίες, τη γνώση της φύσης του σύμπαντος και δίδαξε επί 30 χρόνια, συγκεντρώνοντας χιλιάδες οπαδούς, τους οποίους οργάνωσε άρτια. Πέθανε, κατά την τζαϊνική έκφραση, «εισήλθε στη Νιρβάνα», το 527/526 π.Χ. και το χρονικό αυτό σημείο αποτελεί την έναρξη της τζαϊνικής χρονολογίας. (Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο θάνατος του συνέβη έναν αιώνα αργότερα).
Οι Τζαϊνιστές απορρίπτουν την ύπαρξη Θεού ή θεών. Το μόνο υπερβατικό που παραδέχονται είναι οι Τιρτάμκαρα (Tirthamkara), δηλ. οι τέλειοι, αλλά αυτοί δεν θεωρούνται θεία όντα• υπήρξαν ενάρετοι άνθρωποι που έφτασαν στην τελειότητα και η τιμή και ο σεβασμός που τους αποδίδονται, στηρίζονται στα πρότυπα της απάρνησης, τα οποία προσφέρουν. Για τον Τζαϊνισμό, το σύμπαν υπήρξε ανέκαθεν και θα παραμένει πάντα διηρημένο σε δύο απόλυτες αρχές, αιώνιες, ανεξάρτητες, τις jiva (καταχρηστικά θα τις αποκαλούσαμε ψυχές) και τα ajiva (άψυχα όντα). Οι Τζίβα δεν προέρχονται από ενιαία πηγή, ούτε συγχωνεύονται ή διαλύονται μέσα σε κάτι άλλο. Δεν υπάρχει υπέρτατο Τζίβα. Μέσα σ’ αυτό το αθεϊστικό και δυαλιστικό πλαίσιο έχει αναπτυχθεί μια πολυσύνθετη μεταφυσική. Ο Τζαϊνισμός επιμένει ότι η ουσιαστική πραγματικότητα είναι η αλλαγή. Το σύμπαν αποτελείται από 5 οντότητες (αστικάγια - astikaya): ψυχές (τζίβα), ύλη (πουντγκάλα- pudgala), διάστημα (ακάσα - akasa), κίνηση (ντάρμα - dharma), ανάπαυση (αντάρμα - adharma). Σ' αυτές μερικές σχολές προσθέτουν το χρόνο. Όλα είναι αιώνια. Τα 2 πρώτα είναι απειράριθμα τα υπόλοιπα απλά.
Τα ζώντα όντα είναι συνθέσεις ψυχής και ύλης, που συντίθενται από το Κάρμα, του οποίου υπάρχουν 8 είδη με πολλαπλές υποδιαιρέσεις το καθένα. Στον Τζαϊνισμό αντίληψη περί Κάρμα έχει ορισμένες ιδιομορφίες, που τη διακρίνουν από την αντίστοιχη του Iνδουισμού. Το κάρμα θεωρείται λεπτή μορφή ύλης. Η πουντγκάλα (ύλη) εφοδιάζει τις ψυχές με διάφορα σώματα, το οποία είναι 5 ειδών, καθένα με διαφορετικές λειτουργίες. Όλα τα ενσώματα όντα έχουν τουλάχιστον 2 «σώματα», το πύρινο και το καρμικό. Το τελευταίο προέρχεται από προηγούμενες υπάρξεις• προσκολλάται ενδόμυχα στην τζίβα, τη δεσμεύει και έτσι την οδηγεί στην ανακύκληση των μεταβιώσεων. Υπάρχουν 4 μορφές ύπαρξης, ανθρώπινη, θεία, ζωική και καταχθόνια. Για την επίτευξη της διάλυσης του δεσμού μεταξύ τζίβα και κάρμα επιβάλλεται απόλυτη απάρνηση από κάθε τι που δεν είναι τζίβα. Δεν αρκεί η απλή νοητική ή πνευματική άσκηση• απαιτείται άμεση φυσική στέρηση.
Η τζαϊνική αντίληψη περί κόσμου (λόκα - loka), πλησιάζοντας, χωρίς όμως να ταυτίζεται, την παραδοσιακή βραχμανική, υποστηρίζει ότι ο κόσμος αποτελείται από 3 μέρη: Το κατώτερο, που περιλαμβάνει 7 περιοχές Άδη, όπου συνωστίζονται και υποφέρουν όντα που έζησαν με σκληρότητα• το μεσαίο χώρο, που μοιάζει, με λεπτό δίσκο, όπου ζουν οι άνθρωποι και όπου μπορεί να επιτευχθεί η πνευματική ανάνηψη και λύτρωση• και τον άνω κόσμο, που αρχίζει στο διάστημα πάνω από τα άστρα και έχει διάφορα επίπεδα τα οποία βαθμηδόν γίνονται καθαρότερα. Στο υψηλότερο συναθροίζονται οι τέλειοι, οι απελευθερωμένες ψυχές.
Οι Τζαϊνιστές μιλούν για κύκλους εξέλιξης και διάλυσης, που ο καθένας έχει 6 εποχές. Δύο κύκλοι διαμορφώνουν μια μεγάλη χρονική περίοδο Γιούγκα: Ο πρώτος είναι η ουτσαρπίνη (utsarpini), ο ανοδικός κύκλος, κατά το διάστημα του οποίου τόσο οι άνθρωποι όσο και όλος ο κόσμος αρχίζουν άσχημα και εξελίσσονται προς το καλύτερο. Ο άλλος κύκλος, η αβασαρπίνι (avasarpini), είναι καθοδικός• τα πράγματα προχωρούν στο χειρότερο, οι άνθρωποι γεννιώνται μικρόσωμοι, πεθαίνουν γρηγορότερα. Η σύγχρονη περίοδος είναι η προτελευταία φάση της αβασαρπίνι. Σε κάθε κύκλο εμφανίζονται 24 Τζίνα ή Τιρ- τάμκαρα. Οι Τζίνα του παρόντος κύκλου έχουν ήδη εμφανιστεί και τα ονόματα τους είναι γνωστά. Ο πρώτος υπήρξε ο Ρισάμπα (Rsabha). Ο 22ος, ονομαζόμενος Νέμι (Nemi), θεωρείται ότι έζησε στα 5500 περίπου χρόνια π.Χ. Ο 23ος ήταν ο Πάρσβα (Parsva. θάν 776 π.Χ.). και 24ος ο Μαχαβίρα.
Ο υπέρτατος σκοπός, η σωτηρία (moksa), τον οποίο ένας Τζαϊνιστής επιδιώκει, με διανοητική και ηθική πειθαρχία, είναι η απελευθέρωση από τα υλικά δεσμά, από τα περιβλήματα που κρατούν αιχμάλωτη την ψυχή• είναι η Νιρβάνα η κατάσταση της μη-σύνθεσης, στην οποία δεν υπάρχει πλέον πόνος, ενσαρκώσεις, αλλά ζωή απόλυτης μακαριότητας. Η αντίληψη αυτή περί Νιρβάνα δεν ταυτίζεται με την αντίστοιχη ινδουιστική, δεδομένου ότι είναι ανύπαρκτη η έννοια του Θείου, του Βράχμαν και για τους Τζαϊνιστές η ατομικότητα παραμένει αιώνια.
Μοναχισμός. Η τζαϊνική κοινότητα (σάμγκα - samgha) είναι «τετράπλευρη». Αποτελούμενη από μοναχούς, μοναχές, λαϊκούς άνδρες και γυναίκες. Τους συνδέουν τα «τρία κοσμήματα» (τριράτνα - triratna): ορθή πίστη, ορθή γνώση, ορθή συμπεριφορά. Ο Τζαϊνισμός τονίζει απερίφραστα, περισσότερο από τον Ινδουισμό και το Βουδδισμό, την υπεροχή του ασκητικού βίου. Μόνο ο μοναχός ο «ελεύθερος από δεσμά» (νιργκράντα - nirgratha) μπορεί να λυτρωθεί από την ανακύκληση των μεταβιώσεων, αλλά και γι' αυτό θα απαιτηθούν πολλές ζωές σκληρής άσκησης.
Μοναχοί και λαϊκοί δίνουν επίσημες υποσχέσεις, οι οποίες καθορίζουν την ηθική τους στάση. Η όλη πορεία προς τη λύτρωση - η διαδοχική αποδέσμευση της τζίβα από τα καρμικά δεσμά και η ανάκτηση όλων των ενδογενών δυνατοτήτων της - συντελείται σε 14 φάσεις (γκουναστάνα - gunasthana). Μόλις στην 4η φάση αποκτά κανείς την αναγκαία πρώτη αποδέσμευση, ώστε να ζήσει ως ευλαβής λαϊκός Τζαϊνιστής. Στην 6η φάση αρχίζει η μοναστική πορεία. Κατόπιν ανοίγονται εμπρός στον ασκητή άλλα διακεκριμένα πεδία ασκητικού αγώνα. Η είσοδος στην 6η γκουναστάνα καθορίζεται με μοναστικές υποσχέσεις (μαχαβράτα - mahavrata) και επισφραγίζεται με τελετή μύησης, κατά την οποία ο μοναχός παίρνει νέο όνομα. Έκτοτε οφείλει να τηρεί με κάθε αυστηρότητα τις 5 βασικές υποσχέσεις: Να μη βλάπτει οποιοδήποτε ζωντανό• να αποφεύγει το ψέμμα την κλοπή• τις γενετήσιες σχέσεις και την κατοχή οιουδήποτε αντικειμένου.
Ο Τζαϊνιστής ασκητής ζει σε μοναστήρι ή ως περιοδεύων επαίτης. Απαγορεύεται να απευθύνει λόγο σε γυναίκα ή να την κοιτάξει από κοντά. Μια φορά το χρόνο ξυρίζει τα μαλλιά του. Οφείλει να είναι απόλυτα συγκροτημένος όταν μιλάει, τρώει βαδίζει χρησιμοποιεί κάποιο αντικείμενο• να μην επιθυμεί τίποτε, να μην προσκολλάται σε τίποτε. Πολλοί ασκητές, φτάνοντας σε γεροντική ηλικία και έχοντας την πεποίθηση ότι πολλές ακόμη ζωές απαιτούνται για την επίτευξη του τελικού σκοπού, αποφασίζουν να διακόψουν την παρούσα ζωή με μια τελετουργική νηστεία μέχρι θανάτου τη σαμλεκάνα (samlekhana).
Ηθικότητα - Ασκητικότητα των λαϊκών. Θεμέλιο της τζαϊνικής Ηθικής είναι η Αχίμσα, η μη βία, το μη βλάπτειν. Η βία (χίμσα - himsa) θεωρείται το σοβαρότερο από το 18 βασικά αμαρτήματα. Η Αχίμσα απαιτεί τη μη πρόκληση κακού σε οποιοδήποτε ον - άνθρωπο, ζώο, έντομο κλπ., διότι όλων η ζωή είναι εξίσου ιερή - και επεκτείνεται στην αποφυγή κάθε μορφής επιθετικότητας. Άμεση συνέπεια της αρχής αυτής είναι ότι οι Τζαϊνιστές, μοναχοί και λαϊκοί, είναι χορτοφάγοι και αντιτίθενται έντονα στη σφαγή ζώων. Οι αυστηρότεροι διυλίζουν το νερό που πίνουν και φέρουν μπροστά στο στόμα ένα μικρό πέπλο, για να μην καταπιούν κατά λάθος έντομα. Σήμερα στην Ινδία διατηρούν άσυλα προοριζόμενα για ηλικιωμένα ή άρρωστα ζώα. Η Αχίμσα δεν αποτελεί για τους Τζαϊνιστές ηθικό μόνο σκοπό, αλλ' ακόμη μεταφυσική αρχή, καθοριστική της πορείας προς τη λύτρωση.
Η τζαϊνική παράδοση διαμόρφωσε διάφορους πίνακες επιταγών - συνήθως αναφέρονται 52 για τους μοναχούς και 35 για τους λαϊκούς. Θεμελιώδεις πάντως είναι οι 5 ανουβράτα (anuvrata), «μικρές υποσχέσεις» που τηρούνται από όλους. Μη φονεύεις και κατ' επέκταση, μη συμμετέχεις σε ό,τι απειλεί τη ζωή. Μην ψεύδεσαι για οποιοδήποτε λόγο. Μην κλέβεις, με οποιοδήποτε τρόπο. Να κυριαρχείς στη γενετήσια ορμή. Περιόρισε στο ελάχιστο τις προσωπικές σου ανάγκες. Ακολουθούν 3 «ενισχυτικές υποσχέσεις» και 4 «υποσχέσεις πνευματικής πειθαρχίας», από τις οποίες η τελευταία είναι η ντάνα (dana) η συμπάθεια, η ελεημοσύνη (με πρώτους αποδέκτες τους ασκητές). Άλλες υποχρεώσεις, που μπορούν όλοι να αποδεχθούν, σχετίζονται με περιορισμούς στην κίνηση του σώματος, τον αριθμό των προσώπων που θα συναντήσουν, τη χρήση αντικειμένων, την ένταση της προσοχής στη σκέψη, στα λόγια, στις ενέργειες, την άσκηση σε μακρά περισυλλογή ή ακινησία, παρατεταμένη νηστεία, προσφορά φιλοξενίας κ.ά.
Οι λαϊκοί υποχρεούνται να εξασκούν έντιμο επάγγελμα στο οποίο να μην υπάρχει περίπτωση να σκοτώσουν κάτι. Οφείλουν να είναι απλοί στην ενδυμασία και τη συμπεριφορά τους, να παντρεύονται περιοριζόμενοι στις συζυγικές σχέσεις, να διαβάζουν καθημερινά τις Τζαϊνικές Γραφές και να αγαθοεργού ν. Στον κοινωνικό τομέα οι Τζαϊνιστές έχουν υιοθετήσει κοινωνική δομή, που θυμίζει τις ινδουιστικές «κάστες». Αλλά αυτές στην τζαϊνική κοινότητα δεν εμφανίζονται τόσο ως ιεραρχικές διακρίσεις όσο ως παράγοντες οικογενειακής σταθερότητας.
Λατρεία. Υπάρχει πλήθος από τζαϊνικούς Ναούς σ' όλη την Ινδία. Ακόμη και μικρές κοινότητες διαθέτουν ένα ή και περισσότερους. Ο άξονας της Λατρείας στο Ναό είναι η έκφραση του σεβασμού στα αγάλματα των Τιρτάμκαρα, οι οποίοι απεικονίζονται σε στάση βαθιάς περισυλλογής, καθιστοί ή όρθιοι, ακίνητοι με τα χέρια στα πλάγια. Στο άγαλμα προσφέρεται ένα είδος λατρείας (puja), που περιλαμβάνει δοξολογικές εκφράσεις (πχ. «Τιμή στους Τζίνα, τιμή στις ψυχές που έχουν επιτύχει την απολύτρωση»), προσφορές 8 πραγμάτων, που συμβολίζουν θρησκευτικές αρετές, απαγγελία των ονομάτων των 24 Τιρτάμκαρα κ.ά. Οι Τζαϊνιστές δεν έχουν ιδιαίτερο Ιερατείο. Η Λατρεία σε Ναούς βρίσκεται στην αρμοδιότητα των λαϊκών. Δεν υπηρετούν εκεί μοναχοί και μοναχές, ούτε καν είναι επιθυμητή η παρουσία τους κατά την τέλεση της πούτζα. Ιδιαίτεροι πόλοι έλξης για τους Τζαϊνιστές είναι διάφοροι προσκυνηματικοί τόποι που συνδέονται με την επίτευξη της απολύτρωσης από κάποιο Τιρτάμκαρα ή άλλο ιερό πρόσωπο του Τζαϊνισμού (π.χ. Shatrun-jaya στο Gujarat, στην Karnataka και Sameta, Sikhara και Pavapuri στο Bihar και Sravana-Belgola), (όπου, στην κορυφή ενός λόφου, υψώνεται ένα κολοσσιαίο άγαλμα 17,37 μ., που κατασκευάστηκε περίπου το 980 μ.Χ.).
Οι Τζαϊνιστές έχουν πολύπλοκο ετήσιο σύστημα Εορτών, που καθορίζεται από γεγονότα της ζωής των Τιρτάμκαρα. Η ημέρα της γέννησης του Μαχαβίρα (Μάρτιος / Απρίλιος) και της λύτρωσής του (Οκτώβριος / Νοέμβριος) εορτάζονται από όλους τους Τζαϊνιστές. Σημαντική είναι η λεγάμενη «Αθάνατη Τρίτη», που τελείται την 3η ημέρα του σεληνιακού μήνα Βαϊσάκ (Απρίλιος / Μάιος). Σ' αυτήν τονίζεται η αρετή της ελεημοσύνης και βοήθειας στους ασκητές, με αφορμή την ανάμνηση της πρώτης προσφοράς στον πρώτο Τιρτάμκαρα. Αλλά η πιο σπουδαία εορταστική περίοδος είναι η Παρυουσάνα (Paryushana) την εποχή των βροχών (Αύγουστος / Σεπτέμβριος), οπότε οι ασκητές βρίσκονται σε μακρά περισυλλογή. Διαρκεί για τους Σβετάμπαρα 8 ημέρες και για τους Ντιγκάμπαρα 10.
Σε παλαιότερη εποχή δεν υπήρχαν τζαϊνικές τελετουργίες για τους βασικούς σταθμούς της ανθρώπινης ζωής. Καθορίστηκαν στα μέσα της 1ης χιλιετίας μ.Χ. με τη νέα άνθιση του Τζαϊνισμού και είναι αντίστοιχες των ινδουιστικών μυήσεων (samskara). Από αυτές 22 αναφέρονται στη ζωή του οικογενειάρχη, ενώ 31 στο στάδια μετά την απάρνηση της οικογενειακής ζωής και την ασκητική πορεία προς τη λύτρωση. Συνήθως όμως οι Τζαϊνιστές υιοθετούν 16 τελετουργίες, που καλύπτουν όλο τον κύκλο του ανθρώπινου βίου• δεν τηρούν όμως μεταθανάτιες ιερουργίες, όπως οι ινδουιστές. Οι καθιερωμένες τελετές τερματίζονται με την καύση του νεκρού.
Ιστορική διαδρομή. Η πρώτη περίοδος του Τζαϊνισμού, από τον 6ο αι. π.Χ. ως τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, υπήρξε διαμορφωτική με κέντρο τη μοναχική κοινότητα. Για τη σταθεροποίηση της τζαϊνικής παράδοσης και των ιερών κειμένων συνήλθαν αρκετές Σύνοδοι. Οι μαθητές του Μαχαβίρα διέδωσαν τη διδασκαλία του από τις ΒΑ. ως τις ΒΔ. περιοχές της Α. Ινδίας. Κατά τον 3ο αι. π.Χ. ο Τζαϊνισμός διείσδυσε στην Κεντρική και Ν. Ινδία. Η ανάπτυξη του Τζαϊνισμού περιορίστηκε στην ινδική χερσόνησο.
Η τζαϊνική κοινότητα χωρίστηκε (79 μ.Χ.) στους Σβετάμπαρα και στους Ντιγκάμπαρα. Οι τελευταίοι υποστηρίζουν ότι ένας τέλειος Άγιος είναι απόλυτα ελεύθερος από κάθε τι γι’ αυτό δεν πρέπει να κατέχει ούτε ένα κουρέλι. Για να προσεγγίσουν αυτό το ιδανικό, οι μοναχοί δεν φορούν τίποτε. Ακόμη και οι λαϊκοί παλαιότερα περιφέρονταν γυμνοί, ώσπου οι Μουσουλμάνοι τους επέβαλαν ένα κόσμιο ένδυμα. Σήμερα και αυτοί φορούν έναν απλό, λευκό χιτώνα αλλά η παλαιά διάκριση παραμένει. Υπάρχουν ακόμη και άλλες διαφορές, που σταθεροποιούν αυτό το Σχίσμα. Οι Ντιγκάμπαρα π.χ. πιστεύουν ότι μία γυναίκα δεν μπορεί να σωθεί, όσον καιρό παραμένει στις επίγειες ενσαρκώσεις γυναίκα και θεωρούν απόκρυφες τις ιερές Γραφές που αναγνωρίζει ο άλλος κλάδος. Στο Σχίσμα αυτά συνέβαλαν, εκτός των θρησκευτικών, και λόγοι γλωσσικοί, τοπικιστικοί κ.ά. Οι δύο κλάδοι των Τζαϊνιστών αναπτύχθηκαν σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές: Οι Σβετάμπαρα κυρίως στο βόρειο και το δυτικό τμήμα της χώρας, οι Ντιγκάμπαρα στην Κεντρική και Ν. Ινδία.
Η δεύτερη περίοδος, από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ως το 12ο αι. χαρακτηρίζεται από γενικότερη ανθοφορία και μεγαλύτερη συμμετοχή των λαϊκών στην ανάπτυξη του Τζαϊνισμού. Συγκεκριμένες δομές για την κοινότητα των λαϊκών διαμορφώθηκαν τον 5ο αι. μ.Χ.
Στην τρίτη περίοδο, 12ος αι μ.Χ. παρατηρούνται τάσεις μεταρρυθμίσεων και νέων ανελίξεων. Κάτω από την πίεση αναγεννητικών θεϊστικών κινημάτων του Ινδουισμού (12ος αι μ.Χ.) και στη συνέχεια κάτω από την προέλαση του Ισλάμ άρχισε η συρρίκνωση. Από το 1500 σταθεροποιείται η κατανομή των Τζαϊνιστών σε διάφορες επαρχίες της Ινδίας. Πολλές ανανεωτικές κινήσεις εμφανίστηκαν μέσα στον Τζαϊνισμό. Από τους Σβετάμπαρα προήλθαν το 1653 οι Στανακβάσιν και το 1761 οι Τεραπάντιν (Terapanthin) διαμαρτυρόμενοι για την προσφερόμενη τιμή στα αγάλματα και γενικότερα για το λατρευτικό τυπικό στους Ναούς.
Στην εποχή μας οι Τζαϊνιστές ανέπτυξαν αξιόλογες προσπάθειες στο χώρο των κοινωνικών αναζητήσεων. Ο ίδιος ο Μαχάτμα Γκάντι επηρεάστηκε από τη διδασκαλία και το ήθος τους. Οι Τζαϊνιστές σήμερα στην Ινδία υπολογίζονται στο 3.000.000 (κατά την απογραφή του 1981, 2,6). που αντιστοιχούν σε λιγότερο από 0.5% του ινδικού πληθυσμού. Τα 50% των Τζαϊνιστών ζουν σε αστικά κέντρα και είναι ως επί το πλείστον ευκατάστατοι και με κοινωνική επιρροή. Οι μοναχοί και μοναχές το 1977 υπολογίζονταν σε 5.500. Ο Τζαϊνισμός παρουσίασε μεγάλη ανθεκτικότητα. Η ιστορία του μέσα στην Ινδία υπήρξε συνεχής -πράγμα που δεν πέτυχε π.χ. ο Βουδδισμός.
Γράμματα-Τέχνες. Ο Τζαϊνισμός καλλιέργησε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα γράμματα, σε διάφορες τοπικές ινδικές γλώσσες (π.χ. τον 5ο αι. οι Ντιγκάμπαρα στην Κεντρική και Ν. Ινδία, και μερικούς αιώνες αργότερα οι Σβετάμπαρα στη Β. και Δ. Ινδία). Από τα μεσαιωνικά χρόνια θεωρούνταν ιδιαίτερα αξιόμισθο έργο η αντιγραφή ενός ιερού κειμένου. Οι τζαϊνικές βιβλιοθήκες περιέχουν πολύτιμους θησαυρούς τζαϊνικών και μη χειρογράφων. Σήμερα, με χορηγία Τζαϊνιστών, λειτουργούν σημαντικοί εκδοτικοί οίκοι και πολλά κέντρα μελέτης και έρευνας.
Οι Τζαϊνιστές φημίζονται στο χώρο της αρχιτεκτονικής. Ως έκφραση ευλάβειας ανεγείρουν επιβλητικούς και περίτεχνους Ναούς. Μερικοί από τους ωραιότερους Ναούς στην Ινδία οικοδομήθηκαν για να στεγάσουν αγάλματα των Τιρτάμκαρα, όπως στα όρη Girnar και Abu (όπου ένας από τους παλαιότερους Ναούς ανεγέρθηκε το 1032 και πολλοί χτίστηκαν με λευκό, φροντισμένο μάρμαρο). Οι Τζαϊνιστές καλλιτέχνες διακρίθηκαν επίσης στη γλυπτική με τα επιβλητικά αγάλματα, που δημιούργησαν από λίθο, μάρμαρο, τερρακότα ή μέταλλο (ένα άγαλμα στο Αμπού ζυγίζει περισσότερο από 4 τόνους)• επίσης στην ξυλογλυπτική, που καλλιεργήθηκε εντυπωσιακά στις περιοχές του Ρατζαστάν και Γκουτζαράτ, και στη ζωγραφική, η οποία χρησιμοποιήθηκε για διακόσμηση των Ναών, και ιδιαίτερα των πολλών χειρογράφων.
Η τζαϊνική τέχνη, παρά τα πολυτελή μέσα που χρησιμοποιεί, προσπαθεί να εκφράσει το ασκητικό ιδεώδες, τονίζοντας ότι η πραγμάτωση της φύσης των ανθρώπων πρέπει να αναζητηθεί στην απάρνηση.
(Αναστασίου αρχιεπισκόπου Αλβανίας)
ΝΑΝΑΚ. Βίος. O θεμελιωτής του Σικκισμού Iνδός Νάνακ γεννήθηκε το 1469 μ.Χ. στο Ταλβάντι του Πουντζάμπ της Β. Ινδίας, 65 περίπου χλμ. νοτιοδυτικά της Λαχώρης, και ανήκε στην αριστοκρατική κάστα των «ξάτριγυας» (δηλαδή πολεμιστών), όπως και ο Μαχαβίρα, ο ιδρυτής του Τζαϊνισμού, και ο Βουδδας. Ο Νάνακ, ινδουϊστής στα πρώτα του βήματα, ζούσε σε μια περιοχή όπου συμβίωναν μουσουλμάνοι και ινδουϊστές, με συχνές εκρήξεις βίας και φανατισμού. Οι εμπειρίες αυτές τον οδήγησαν να αναζητήσει ένα συνδυασμό και μια υπέρβαση των δύο αυτών θρησκευτικών ομάδων. Η μυστική ινδική παράδοση άσκησε επάνω του εντονότερη επίδραση από τη μουσουλμανική. Χωρίς να απαρνηθεί τον κόσμο, την εργασία και την οικογένειά του -σύζυγο και δυό γιους-, ο Νάνακ βυθίσθηκε επί χρόνια σε έντονο στοχασμό. Σε ηλικία 30 ετών έζησε μια βαθιά πνευματική εμπειρία: ότι βρέθηκε στην αυλή του Θεού, όπου έλαβε απ’ ευθείας τα θρησκευτικά του μηνύματα.
Ο Νάνακ περιόδευσε σε διάφορες περιοχές της Ινδίας και επισκέφθηκε μουσουλμανικά και Ινδουϊστικά κέντρα. Διάφορες ιστορίες, με αμφισβητούμενη όμως ιστορική ακρίβεια, που κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό του και συγκεντρώθηκαν αργότερα σε ανθολόγια γνωστά ως “Τζάναμ-σάκκις”, αναφέρουν ότι ταξίδεψε και σε χώρες μακρινές, π.χ. Βαγδάτη, Μέκκα, Κεϋλάνη, και ακόμη ότι έφθασε ανατολικά μέχρι την Κίνα και δυτικά μέχρι τη Ρώμη. Το 1521 μ.Χ. ο Νάνακ με μερικούς αφοσιωμένους οπαδούς του εγκαταστάθηκε στο Καρταρπούρ, χωριό του κεντρικού Πουντζάμπ, όπου ίδρυσε την πρώτη κοινότητα των «σίκκα» (μαθητών). Είχε πια αναγνωρισθεί ως «γκουρού». Στην κοινότητα αυτή ήταν ευπρόσδεκτοι οι πάντες, αδιακρίτως φύλου ή κάστας. Μερικοί, φαίνεται, έμεναν μόνιμα κοντά του, ενώ άλλοι τον επισκέπτονταν για να πάρουν την ευλογία του.Προτού πεθάνει, ο Νάνακ όρισε διάδοχό του τον Λέχνα, ονομάζοντάς τον Άνγκαντ («μέλος του σώματός μου»). Ύμνοι και αποσπάσματα από το κήρυγμα του Νάνακ, που διακρίνονται για τη συνοχή και το κάλλος της εκφράσεως, συγκεντρώθηκαν από τον διάδοχό του και εντάχθηκαν στο Άντι Γκράνθ, ιερό βιβλίο των σικκιστών (γνωστό επίσης ως Γκούρου Γκράνθ Σαχίμπ).
Διδασκαλία -Χαρακτηρισμός Πυρήνα της διδαχής του Νάνακ αποτελεί η βεβαιότητα ότι υπάρχει «ένας Θεός (Οάνκαρ), και αιώνια αλήθεια είναι το όνομά Του». Είναι δημιουργός των πάντων, υπερβατικός, προσωπικός, ο οποίος όμως δεν γίνεται άνθρωπος, ούτε παίρνει άλλη μορφή. Αποκαλύπτεται με τον λόγο των εμπνευσμένων διδασκάλων (γκούρου). Ο Νάνακ αρνήθηκε την ινδουϊστική άποψη των «αβατάρα» (θείων ενσαρκώσεων), κράτησε όμως, με μερικές τροποποιήσεις, την πίστη στην ανακύκληση των μεταβιώσεων και τον νόμο του «κάρμα», ότι δηλαδή τη μορφή κάθε νέας γεννήσεως καθορίζουν οι πράξεις της προηγούμενης υπάρξεως. Το επιθυμητό «τέλος» το βλέπει ως συγχώνευση του ατομικού στο Απόλυτο. Η σωτηρία αυτή επιτυγχάνεται με έντονη συλλογή και αγαπητική μνήμη του θείου ονόματος, στο οποίο συγκεντρώνεται η αποκάλυψη. και ακόμη με αφοσίωση στον Θεό, η οποία εκφράζεται με τη φιλαλήθεια, την αγαθοεργία, την εθελοντική διακονία για το κοινό καλό και την αποφυγή του υλιστικού φρονήματος -ασέλγειας, πλεονεξίας, θυμού, φιλαυτίας.
Ο Νάνακ, απορρίπτοντας τις μορφές εκστάσεως και τα αισθησιακά λατρευτικά έθιμα, δεχόταν κάθε τύπο προσευχής, που προέρχεται από ειλικρινή καρδιά και συνοδεύεται με αγνή ζωή. Συνηγορώντας για μια λατρεία απέριττη και απλή, επέμενε κυρίως στη «σέουα» ή «σέβα», την καλοκάγαθη διακονία. Η θρησκευτική κίνηση που δημιούργησε ο Νάνακ υπήρξε ήρεμη, «ευσεβιστική» και δεν τάραξε ούτε ανησύχησε το θρησκευτικό ή πολιτικό κατεστημένο. Δεν αναφέρονται οχλήσεις από τους ινδουϊστές ή διώξεις από τους μουσουλμάνους ηγεμόνες. Η συμφιλίωση του ινδουϊστικού και μουσουλμανικού πνεύματος, που επιχείρησε, συγκίνησε πολλούς Ινδούς. Αργότερα όμως (τέλη 17ου αι.),η ειρηνιστική αδελφότητα εξελίχθηκε σε αγωνιστική. Σήμερα υπάρχουν πάνω από 12 εκατομμύρια σικκιστές σε διάφορα μέρη της γης. Η περιοχή του Πουντζάμπ, όπου αναπτύχθηκε ο Σικκισμός, διαμοιράσθηκε το 1947 ανάμεσα στην Ινδία και στο Πακιστάν. Η πικρία των σικκιστών για τον διαμελισμό και την αποστέρηση ενός δικού τους κράτους εκρήγνυται συχνά σε πράξεις βίαιης διαμαρτυρίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΤ’ ΕΠΙΛΟΓΗΝ Cole Owen, S., Sikhism and its Indian Context (1469-1708). The Attitude of Guru Nanak and Early Sikhism to Indian Religious Beliefs and Practices, London 1984. Grewal, J.S., Guru Nanak in History, Chandigarh 1969. McLeod, W.H., Guru Nanak and the Sikh Religion, Oxford 1968. Singh Harbans, Perspectives on Guru Nanak, Patiala 1975. (1987)
Σικχισμός. Μονοθεϊστικό θρήσκευμα, που προήλθε από τους κόλπους της ινδικής θρησκευτικότητας. Ο πυρήνας του διαμορφώθηκε στα τέλη του 15ου αι. μ.Χ., στην επαρχία Πουντζάμπ, Β.Δ. του Δελχί, και αργότερα διαδόθηκε σε διάφορα μέρη της Ινδίας και αρκετές περιοχές του κόσμου. Ο όρος προέρχεται από τη λέξη sikkha = μαθητής. (Ο φθόγγος kh είναι κ δασύ πριν από το ελληνικό ι τον αποδίδουμε καταχρηστικά ως κχι). Ο Σικχισμός υπήρξε για άλλους ανανεωτική ινδική θρησκευτική κίνηση, ανάλογη με την Μπάκτι, συνέχεια της παράδοσης ‘σαντ΄, που αναπτύχθηκε στη Β. Ινδία για άλλους εκφράζει μια κίνηση συμφιλίωσης διαφόρων θρησκευτικών αντιλήψεων. για άλλους αποτελεί απόπειρα σύνθεσης Ινδουισμού και Ισλάμ. Οι ίδιοι οι οπαδοί του υποστηρίζουν ότι ο Σικχισμός αποτελεί νέα Αποκάλυψη, υπέρβαση τόσο του Ινδουισμού, όσο και του Ισλάμ.
Πηγές. Ο Σικχισμός ανέβλυσε από τη θεοκεντρική εμπειρία και διδασκαλία του Γκουρού Νάνακ (βλ.λ. Νάνακ, στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό), και διαμορφώθηκε με τη συμβολή σειράς άλλων 9 Γκουρού. Οι ύμνοι του Νάνακ αποτέλεσαν το θεμέλιο της ιερής βίβλου των Σικ, της γνωστής ως «Άντι Γκρανθ» (Adi Granth = Πρώτο βιβλίο). Το βιβλίο αυτό αποτελείται από ύμνους και θρησκευτικές διδασκαλίες σε ποιητική ως επί το πλείστον μορφή, που συνέταξαν οι 5 πρώτοι και ο 9ος Γκουρού. Περιλαμβάνει επίσης στίχους μουσουλμάνων και ινδουιστών διδασκάλων (π.χ. του Kabir). Η πρώτη συλλογή σχηματίστηκε το 1603 - 1604 με την εποπτεία του 5ου Γκουρού Αρτζάν (Arjan) και η οριστική διάπλαση του Ιερού βιβλίου έγινε το 1706 από τον 10ο Γκουρού, τον Γκομπίντ Σινγκ (Gobind Singh), ο οποίος τελικά το ανακήρυξε διάδοχό του το 1708. Από τότε η «Άντι Γκρανθ» ονομάζεται και «Γκουρού Γκρανθ Σαχίμπ» (Guru Granth Sahib). Για τους Σικ το κείμενο αυτό περιέχει την απόλυτη αλήθεια και καθορίζει όλο το ρυθμό της ζωής τους. Στην τυπωμένη μορφή, που σήμερα είναι γενικά αποδεκτή, εκτείνεται σε 1.430 σελίδες. Το Ιερό κείμενο δεσπόζει στο χώρο συγκέντρωσης των Σικ, την γκουρντουάρα, την οποία επισκέπτονται ατομικά ή οικογενειακά για να προσφέρουν χρήματα, τρόφιμα και ν΄ ακούσουν αναγνώσματα από τη Γραφή τους.
Ο Νάνακ συνέθεσε τους ύμνους του στη γλώσσα πουντζάμπι αργότερα καταγράφηκαν με το ιδιαίτερο αλφάβητο, το γνωστό ως γκουρμούκχι (gurmukhi), που δημιούργησε ο 2ος Γκουρού, ο Άννκαντ (Angad).
Διδασκαλία. Ο Σικχισμός τονίζει το ενιαίο του Θεού και την αδελφοσύνη των ανθρώπων. Ένας μόνο Θεός (ο Όνκαρ- Onkar) υπάρχει, υπερβατικός, προσωπικός, δημιουργός του σύμπαντος. Ενός ύμνος του Νάνακ, που επαναλαμβάνεται σε επίσημες λατρευτικές συνάξεις των Σικ (γνωστός ως μουλ μάντρα - mul mantra), συνοψίζει: «Υπάρχει ένας Θεός, το όνομά του είναι αιώνια αλήθεια. / Είναι ο Δημιουργός των πάντων,/ το τα πάντα πληρούν Πνεύμα / Άφοβος και χωρίς μίσος, άχρονος και άμορφος. Πέρα από γέννηση και θάνατο, είναι αυτόφωτος. Γνωρίζεται δια της χάριτος του γκουρού» Τη μονοθεϊστική αυτή παράδοση είχαν ήδη καλλιεργήσει στη Β. Ινδία σειρά διδασκάλων και Μυστικών από το 14ο αι.
Η Δημιουργία, το σύμπαν, είναι το Όνομα του Θεού {Ναμ - Nam). Δύο από τα βασικά θεία ονόματα είναι: Ακάλ Πουράκ (Akal Purakh), δηλ. ο Αιώνιος, και Σατνάμ (Satnam), το Αληθές Ονομα. Η λέξη Sat δηλώνει συγχρόνως την αλήθεια και την πραγματικότητα. Ο Θεός αποκαλείται ακόμη Πατέρας (Pita), Κύριος (Khasam, Sahib, Malik), Μέγας Δωρεοδότης (Data), πολύ συχνά Δοξασμένος (Wahiguru). Το τελευταίο άρχισε ως δοξολογική αναφώνηση (Wah guru) και αργότερα εξελίχθηκε σε βασικό θείο όνομα. Ο Θεός, κατά τον Νάνακ, άλλαξε τη φύση και τον τρόπο ενέργειάς του μετά τη δημιουργία του κόσμου. Πριν από αυτή ήταν χωρίς ιδιώματα (nirguna), σε βαθιά περισυλλογή (sunya samadhi). Μετά τη Δημιουργία όμως συγκέντρωσε όλες τις ιδιότητες (saguna). Είναι πρόξενος ακόμη και της δυαδικότητας και της πλάνης. Το καλό όσο και το κακό εκπηγάζουν από το Θεό και ο άνθρωπος καλείται να διαλέξει το ένα και να αποφύγει το άλλο. Μολονότι ο Θεός δεν έχει μορφή (ninankar), η παρουσία του γίνεται αισθητή στο φωτισμένο άνθρωπο, διότι ο Θεός ενυπάρχει σ΄ ολόκληρη τη Δημιουργία.
Η αντίληψη των Σικ περί Θεού έχει ποτιστεί από ένα είδος Πανθεϊσμού, όπως είχε καλλιεργηθεί από τη «Βαγκαβατγκίτα» και τις διάφορες βισνουιστικές σχολές. Ο Θεός είναι υπερκόσμια προσωπικότητα, συγχρόνως όμως διαπερνά τα πάντα, είναι η ενεργούμενη αιτία του υλικού κόσμου και των ψυχών. Κάθε τι που υπάρχει, είναι μία μορφή του Θεού, ένα κύμα μέσα στον θείο Ωκεανό. Τελικά ο κόσμος καταντά οφθαλμαπάτη. Στο Θεό περιέχονται τα πάντα.
Η ουσία του Θεού είναι πέρα από την κατανόηση και την ανθρώπινη γνώση, δεν περιγράφεται με εικόνες. Αλλά ο ίδιος ο Θεός επικοινωνεί με την ανθρωπότητα και της αποκαλύπτεται με το λόγο του. Όποιος συνειδητοποιήσει την εσωτερική αυτή ενέργεια του Θεού και απαντήσει στη φωνή του με υπακοή, επιτυγχάνει τη λύτρωση ήδη σ' αυτή τη ζωή. Μετά το θάνατο, το πνεύμα θα ζήσει ενώπιον του Θεού, χωρίς άλλη μετενσάρκωση. Όλη αυτή η λυτρωτική πορεία είναι αποτέλεσμα όχι ανθρώπινης προσπάθειας, αλλά της Θείας θέλησης και χάρης.
Οι Σικ απορρίπτουν την ινδουιστική διδασκαλία περί Αβατάρα (ενσαρκώσεων του Θεού), τις θυσίες, το μεσολαβητικό ρόλο των Βραχμάνων, την αυθεντικότητα των «Bεδών», τον Ασκητισμό, την αυτοτιμωρία, την αντίληψη περί θρησκευτικής μόλυνσης, τα Προσκυνήματα, τα λουτρά στους ιερούς ποταμούς, τις κάστες και οποιαδήποτε άλλη διάκριση μεταξύ των ανθρώπων. Από την ινδική παράδοση ο Νάνακ κράτησε, με ορισμένες τροποποιήσεις, τις έννοιες του «Κάρμα», της «Σαμσάρα», της «Μάγια» και της «Νιρβάνα». Ακόμη πολλές από τις ινδουιστικές θεότητες θεωρούνται κατώτερα οντά, κάτι σαν Άγγελοι. Ως προς την Κοσμογονία, δέχεται την ινδική αντίληψη για την πληθώρα των κόσμων και την ανακύκλησή τους.
Κατά τον Νάνακ η καλοσύνη είναι έμφυτη στον άνθρωπο. Όλοι κρύβουν μέσα τους απόθεμα αγαθοσύνης, κάτι σαν μαργαριτάρι, που περιμένει να ανοίξει το όστρακο. Μοίρα και απόλυτος προορισμός παραμερίζονται η ανθρώπινη θέληση μπορεί να θριαμβεύσει.
Από τις πιο τυπικές θέσεις του Σικχισμού είναι η διδασκαλία περί του Γκουρού, του «γέροντα», του δάσκαλου. Σικ, κατά τον προσδιορισμό των ίδιων, είναι όσοι πιστεύουν στον Ακάλ Πουράκ, στους 10 Γκουρού και την «Γκρανθ Σαχίμπ». Όποιος επιθυμεί λύτρωση, αναζητεί τη σωστή εκπαίδευση στα πόδια ενός καλά καταρτισμένου Γκουρού. Στο Σικχισμό όμως Γκουρού δεν νοείται ο καταρτισμένος στις «Βέδες» βραχμάνας, αλλά εκείνος ο οποίος είχε προσωπική εμπειρία φωτισμού, δώρο που προέρχεται κατευθείαν από το Θεό. Οι 10 Γκουρού του Σικχισμού τόνισαν με θέρμη και σαφήνεια ότι ο Θεός είναι ο δάσκαλος - ο Άντι Γκουρού (ο Πρώτος δάσκαλος) ή ο Σατ Γκουρού (ο θείος, ο αληθινός δάσκαλος) - και ότι η δική τους σημασία έγκειται μόνο στο ότι υπήρξαν πιστοί πρεσβευτές του, που αποκάλυψαν και κήρυξαν το λόγο του. Αυτή η βεβαιότητα τονίστηκε επίσημα, όταν ο 10ος Γκουρού επέβαλε την «Άντι Γκρανθ» ως τον Γκουρού της σικχικής κοινότητας. Ο τελευταίος Γκουρού δημιούργησε επίσης το 1699 τη σικχική κοινότητα, την Κάλσα (Khalsa), την Αδελφότητα των καθαρών, και τη χαρακτήρισε ως το άλλο του εγώ, τονίζοντας τον καθοδηγητικό της χαρακτήρα. Τον 20ό αι., η ιδιότητα αυτή του τελικού δασκάλου συγκεντρώθηκε στους 10 Γκουρού και τη Γραφή.
Ηθική. Οι υποχρεώσεις, που επιβάλλει ο Σικχισμός, συνοψίζονται σε 3 φράσεις: Ναμ τζάπνα (nam japna), συνεχής μνεία του ονόματος του Θεού κιρτ κάρνι (kirt karni), επιβίωση με τίμια μέσα και βαντ τσάκνα (vand chakna), προσφορά καλοσύνης, ελεημοσύνη. Οι 5 κακές παρορμήσεις, που οι Σικ πρέπει να αποφεύγουν, είναι η ηδυπάθεια, η απληστία, η προσκόλληση στα υλικά αγαθά, ο θυμός και η αλαζονεία. Αντίθετα, η καλοκάγαθη εξυπηρέτηση του πλησίον, η σέβα (seva), θεωρείται ιδιαίτερα ευλογημένη αρετή. Η φοβερότερη δύναμη είναι το εγώ όποιος το νικήσει, έλεγε ο Νάνακ, σώζεται, ενώ ακόμη βρίσκεται σ' αυτή τη ζωή. Γενικά ο Σικχισμός ζητεί να απελευθερώσει τον άνθρωπο από την εγωκεντρικότητα και την εμπιστοσύνη στον εαυτό του και να τον κάνει θεοκεντρικό, πιστό στο θείο θέλημα. Αυτό όμως δεν σημαίνει εγκατάλειψη της κοινωνικής ζωής και έμφαση στην ασκητικότητα, όπως βλέπομε σε άλλες ινδικές θρησκευτικές τάσεις, αλλ’ αντίθετα αποδοχή της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής, εξάσκηση ενός έντιμου επαγγέλματος, συμμετοχή υπεύθυνη και ενάρετη στα κοινά. Η αφοσίωση στο Θεό εκφράζεται με τη φιλαλήθεια, την αγαθοεργία, την εθελοντική εργασία για το κοινό καλό. Οι Σικ αποφεύγουν το οινοπνευματώδη και τον καπνό, προσπαθώντας να ζουν λιτά. Από το 17ο αι, με πρωτοβουλία του 6ου Γκουρού, του Χαργκομπίντ (Hargobind), εγκατέλειψαν τη χορτοφαγία. Στην πράξη πάντως οι Σικ δεν φαίνεται να απελευθερώθηκαν πλήρως από τις ινδουιστικές παραδόσεις (π.χ. στη σύναψη γάμων), και παρά τη θεωρητική απόρριψη της ινδουιστικής αντίληψης περί θρησκευτικής μόλυνσης, διατηρούν συνήθειες Καθαρμών, εξαγνισμών (π.χ. ενός οικοδομήματος) και, ορισμένοι, τη χορτοφαγία.
Λατρεία. Σκοπός του Σικ είναι να διαποτιστεί ολόκληρη η ύπαρξή του από την παρουσία του Θεού, να (δια)φωτιστεί η συνείδησή του από αυτόν, να ξεπεραστεί κάθε ψευδαίσθηση δυαρχίας. Η πνευματική ανέλιξη και ανάπτυξη του ανθρώπου πραγματοποιείται με την περισυλλογή, ιδιαίτερα με τη ναμ σιμράν (nam simran), που σημαίνει διαρκή μνήμη του ονόματος του Θεού. Mε την επανάληψη του Ονόματος, όπως πίστευε ο Νάνακ, μπορεί κανείς να νικήσει το μέγιστο κακό: το εγώ. Ο Σικχισμός, απορρίπτοντας τα αισθησιακά λατρευτικά έθιμα του Ινδουισμού και τις διάφορες μορφές Έκστασης, διαμόρφωσε απέριττη Λατρεία, τονίζοντας την Προσευχή με αγνή καρδιά. Το καθημερινό λατρευτικό τυπικό των Σικ συνίσταται σε ορθρινό ξύπνημα, ψυχρό λουτρό, περισυλλογή με κέντρο το όνομα του Θεού, απαγγελία, πρωί και βράδυ, ορισμένων προσευχών, μελέτη του Ιερού τους βιβλίου.
Οι Σικ δεν έχουν Ιερατείο ούτε καθορισμένη ιερή ημέρα στην εβδομάδα. Ο χώρος, όπου γίνεται η σύναξη, ονομάζεται γκουρντουάρα (gurdwara), δηλ. η θύρα του Γκουρού. Το όνομα αυτό χρησιμοποιείται ακόμη και για το ειδικό δωμάτιο που έχουν στις οικίες τους. Το βασικό συστατικό του ιερού χώρου είναι η παρουσία του Ιερού βιβλίου. Το σημαντικότερο Ιερό των Σικ θεωρείται ο Χρυσός Ναός (Hari Mandir = Ναός του Θεού) στο Αμριτσάρ. Η δημόσια Λατρεία καθορίζεται ανάλογα με το ρυθμό ζωής της κοινότητας. Ως ειδική ημέρα Λατρείας θεωρείται συνήθως η 11η του σεληνιακού μήνα, η οποία ονομάζεται εκαντάσι (ekadashi), όπως επίσης η σανγκράντ (sangrand). Πολλοί Σικ επισκέπτονται, ατομικά ή οικογενειακά, την κοινοτική γκουρντουάρα οποιαδήποτε μέρα προσφέρουν χρήματα, φρούτα, γάλα κλπ. και ακούν αναγνώσματα από τη Γραφή τους.
Οι επέτειοι γέννησης και θανάτου κάθε Γκουρού, οι Γκουρπούμπ (Gurpub), αποτελούν τυπικές Εορτές των Σικ. Άλλες Εορτές, π.χ. Ντιουάλι (Diwali). Χολά Μοχάλα (Hola Mohalla), έχουν ινδουιστική καταγωγή. Άξονας της ζωής τους, βασικός οδηγός και δάσκαλός τους, είναι ο «Γκουρού Γκρανθ Σαχίμπ». Η Λατρεία περιλαμβάνει ομαδική υμνωδία από ιερά κείμενα με τη συνοδεία ενόργανης μουσικής, ανάγνωση και εξήγηση των Γραφών. Οι ευσεβείς Σικ συνηθίζουν να μελετούν καθημερινά την «Άντι Γκρανθ», ιδιαίτερα το βράδυ. Όλες οι φάσεις της ζωής αγιάζονται με την παρουσία της και σφραγίζονται με ανάγνωση ιερών κειμένων: Η ονοματοδοσία ενός παιδιού, ο γάμος (το ζεύγος περιφέρεται 4 φορές γύρω από τη Γραφή, ενώ ψάλλονται 4 στίχοι από το γαμήλιο ύμνο του Γκουρού Ραμ Ντας), η κηδεία. Πριν από καθοριστικές αποφάσεις (π.χ. νέα εργασία), καθώς επίσης και στις περισσότερες Εορτές, γίνεται ανάγνωση ολόκληρης της «Άντι Γκρανθ», που διαρκεί 46 περίπου ώρες ή, με διακοπές, 1 ή 2 εβδομάδες. Την ανάγνωση συνοδεύει ορισμένη προσευχή, που ένα μέλος της κοινότητας διαβάζει μπροστά στο Ιερό βιβλίο. Επίσης διανέμεται σ΄ όλα τα μέλη ζεστός χυλός από αλεύρι, σιμιγδάλι, νερό, ζάχαρη γνωστός ως καρά πρασάντ (karah prasad). Έτσι συμβολικά τονίζεται η ισότητα.
Ιδιαίτερη τελετή μύησης των Σικ είναι η Αμρίτ Παχούλ ή Κάντε κα ΑμρΙτ (Amrit Pahul ή Khande Ka Amrit). Εγκαινιάστηκε με την ίδρυση της Κάλσα (Khalsa). Όσοι μυούνται, δίνουν ορισμένους όρκους, υιοθετώντας τα λεγόμενα πέντε «Κ». Πρόκειται για 5 Σύμβολα, τα οποία στην πουντζάμπι γλώσσα αρχίζουν από Κ: kesh (ακούρευτη κόμη), kangha (ατσάλινη χτένα), kirpan (ξίφος), kara (ατσάλινο βραχιόλι), kachch (κοντό πανταλόνι). Αποτελούν τα διακριτικά των Σικ. Οι άντρες φορούν επιπλέον στο κεφάλι ένα τουρμπάνι. Η μύηση γίνεται μπροστά στον «Γκουρού Γκρανθ Σαχίμπ». Πέντε άντρες, μέλη της Κάλσα, φορώντας τα 5 Κ, διαλύουν ζάχαρη σε νερό με τη βοήθεια ενός δίκοπου ξίφους, ενώ ψέλνουν ορισμένους ύμνους. Οι μυούμενοι πίνουν από το υγρό αυτό και χρίονται στα μάτια και στα μαλλιά. Κατόπιν ορκίζονται ότι θα τηρούν τον επιβαλλόμενο κώδικα πειθαρχίας, γνωστό ως Ραχίτ (Rahit) και επαναλαμβάνουν τα λόγια της συνοπτικής ομολογίας Πίστης, της μουλ μάντρα. Οι μυημένοι άντρες αντικαθιστούν το όνομα της κάστας τους με τη λέξη Σινγκ (Singh), που σημαίνει λιοντάρι, ενώ οι γυναίκες με την Καούρ (Kaur = πριγκίπισσα), ανεβαίνοντας έτσι στο επίπεδο της τάξης των πολεμιστών. Δεν εντάσσονται όλοι οι Σικ στην Κάλσα και συνεπώς δεν έχουν όλοι τον επίζηλο τίτλο του Σινγκ. Αρκετοί εμπνέονται κυρίως από το ειρηνιστικό πνεύμα του Νάνακ και ονομάζονται Νάνακ πάνθι (Nanak panthi), αποκλίνοντος μάλλον προς το ινδουιστικό ήθος. Όσοι έχουν μυηθεί στην Κάλσα ονομάζονται αμρίτ ντάρι (amrit dhari), ενώ όσοι σέβονται βέβαια τους 10 Γκουρού και την ιερή Γραφή, αλλά δεν μυήθηκαν, ονομάζονται σαχάτζ ντάρι (sahaj dhari).
Ιστορική διαδρομή. Από πλευράς θρησκευτικής διακρίνεται μια πρώτη περίοδος, από το 15ο ως τις αρχές του 18ου αι., διαμορφωτική του Σικχισμού, με πρωταγωνιστές τους 10 Γκουρού, και μια δεύτερη, από το 18ο αι. και εξής, που ως απόλυτο κέντρο της έχει την ιερή Γραφή. Από πλευράς κοινωνικοπολιτικής η θρησκευτική κίνηση που αρχίζει με τον Νάνακ στην πρώτη της φάση (15ος - 16ος αι.) υπήρξε «ευσεβιστική» στη δεύτερη όμως φάση της (17ος αι. εξ.) εξελίχθηκε σε μαχητική. Η οριστική μεταμόρφωση του Σικχισμού από ειρηνιστική κίνηση σε αγωνιστική Αδελφότητα ολοκληρώθηκε με τον τελευταίο Γκουρού. Οι 10 Γκουρού των Σικ είναι 1ος, Nanak, 1469 - 1539. 2ος Angad, 1504 - 52 (Γκουρού 1539 - 52). 3ος Amar Das, 1479 - 1574 (Γκουρού 1552 - 74). 4ος Ram Das, 1534 - 81 (Γκουρού 1574 - 81). 5ος Arjan, 1563 - 1606 (Γκουρού 1581 - 1606). 6ος Hargobind, 1595 - 1644(Γκουρού 1606 - 44). 7ος Har Rai, 1630 - 61 (Γκουρού 1644 - 61). 8ος Har Krishan, 1656 - 64 (Γκουρού 1661 - 64), 9ος Tegh Bahadur, 1621 - 75 (Γκουρού 1664 - 75). 10ος Goblnd Singh, 1666 - 1708 (Γκουρού 1675 - 1708). Όλοι προήλθαν από την Κάτρι τζάτι (Khatri jati), εμπορική υποκάστα, που οι Σικ υποστηρίζουν ότι ανήκε στην ευρύτερη κάστα των Ξάτριγυα. Από τον 4ο Γκουρού η διαδοχή έγινε κληρονομική. Ο Σικχισμός αποδίδει και στους 10 Γκουρού την ίδια αξία. Η δεύτερη περίοδος του Σικχισμού αρχίζει το 1709. 0 18ος αιώνας χαρακτηρίζεται από σκληρούς ανταγωνισμούς μεταξύ Σικ και Μογγόλων. Αργότερα ο Σικ μαχαραγιάς Ranjit Singh, ίδρυσε ανεξάρτητο κράτος στο Πουντζάμπ (1799 - 1849) το οποίο ο διάδοχός του DaΙip Singh παρέδωσε στους Βρεταννούς. Στο τέλος του 19ου αι., άνθισε η αναγεννητική κίνηση Σινγκ Σάμπχα (Singh Sabha) ως αντίδραση στη χριστιανική διείσδυση και στις ινδουιστικές προσηλυτιστικές δραστηριότητες. Η αναγέννηση του Σικχισμού επιδιώχθηκε με εκπαιδευτικές και φιλολογικές δραστηριότητες, ιδιαίτερα με τη δημιουργία του Khalsa College (1892) στο Αμριτσάρ. Οι Σικ έλαβαν μέρος στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Ινδίας. Κατά τραγικό όμως τρόπο, το 1947 η περιοχή Πουντζάπ, όπου γεννήθηκε και ανδρώθηκε ο Σικχισμός, διαμοιράστηκε από την Ινδία και το Πακιστάν. Επανειλημμένα οι Σικ, διαμαρτυρόμενοι τόσο κατά των Μουσουλμάνων όσο και κατά των Ινδουιστών, έχουν καταφύγει σε μαχητικές κινητοποιήσεις. Το 1966 ιδρύθηκε η Πουντζάμπι Σούμπα (Punjabi Suba), επικράτεια που συμπεριέλαβε το 85% των Σικ της Ινδίας και έχει επίσημη γλώσσα την πουντζάμπι. Αυτό εξασφάλισε κάποια αυτονομία, όχι όμως και την ποθητή ανεξαρτησία.
Από το τέλος του 19ου αι. άρχισε μεγάλη αποδημητική κίνηση των Σικ. Πολλοί από αυτούς που υπηρέτησαν (1870 - 1947) στο βρεταννικό στρατό εκτός Ινδίας, μετά την αποστράτευσή τους εγκαταστάθηκαν στο Χονγκ Κονγκ και τη Σιγκαπούρη άλλοι μετανάστευσαν για λόγους οικονομικούς στην Α. Αφρική και αλλού. Σήμερα αναπτύσσονται πολλές κοινότητες Σίκ σε αγγλόφωνες περιοχές, κυρίως της Βρεταννικής Κοινοπολιτείας. Τελευταία, ανεπίσημη στατιστική (1991) ανεβάζει τους Σικ σε 18.000.000 (ενώ στις αρχές του αιώνα ήταν 3 και το 1987 12 εκατ.).
Στον τομέα των γραμμάτων και των τεχνών δεν παρουσιάστηκε κάποια ιδιαίτερη ακτινοβολία του Σικχισμού. Η συμμετοχή των Σικ υπήρξε ενεργός κυρίως στον κοινωνικό χώρο. Ο Σικχισμός καλλιέργησε τη δημοκρατική συνείδηση και συνηγόρησε για την κοινωνική δικαιοσύνη και την ειρηνική συνύπαρξη των ανθρώπων και των λαών.
Βιβλιογραφία. Μεταφράσεις τον ιερού βιβλίου του Σικχισμού: Sri Guru-Granth Sahib, Gopal Singh: Deληi, Gur Das Kapur 1962. Sri Guru-Granth Sahib, Mannohan Singh: Shiromani Gurdwara Parbandhak Committee. Amritsar 1969. Ανθολόγηση και μετάφραση στην αγγλική: Selections from the Sacred Writings of the Sikhs (tr. Trilochasn Singh et al.): London, Alien & Unwin- New York, Macmillan 1960. W.H. McLeod. Sources for the Study of Sikhism: Manchester, University Press 1984.
Μονογραφίες: W.O. Cole, The Guru in Sikhism: London, Darton 1982. W.O. Cole. Sikhism snd its Indian Context, 1469 - 1708: London, Darton 1982. W.O Cole-P. S. Sambhi, The Sikhs: Their Religious Beliefs and Practices: London-Boston Mass., Routledge 1978. D. Cunnigham, A History of the Sikhs: (1849) επανεκδ. Delhl 1966. S.S. Johar. Handbook on Sikhism: Delhi, Vivek 1977. M.A. Macauliffe, The Sikh Religion 1-6 Oxford, Clarendon Press 1909, Delhl, Chand 1970 W.H. Mcleod. Guru Nanak and
ΝΑΝΑΚ Βίος
O θεμελιωτής του Σικκισμού Iνδός Νάνακ γεννήθηκε το 1469 μ.Χ. στο Ταλβάντι του Πουντζάμπ της Β. Ινδίας, 65 περίπου χλμ. νοτιοδυτικά της Λαχώρης, και ανήκε στην αριστοκρατική κάστα των «ξάτριγυας» (δηλαδή πολεμιστών), όπως και ο Μαχαβίρα, ο ιδρυτής του Τζαϊνισμού, και ο Βουδδας. Ο Νάνακ, ινδουϊστής στα πρώτα του βήματα, ζούσε σε μια περιοχή όπου συμβίωναν μουσουλμάνοι και ινδουϊστές, με συχνές εκρήξεις βίας και φανατισμού. Οι εμπειρίες αυτές τον οδήγησαν να αναζητήσει ένα συνδυασμό και μια υπέρβαση των δύο αυτών θρησκευτικών ομάδων. Η μυστική ινδική παράδοση άσκησε επάνω του εντονότερη επίδραση από τη μουσουλμανική.
Χωρίς να απαρνηθεί τον κόσμο, την εργασία και την οικογένειά του -σύζυγο και δυό γιους-, ο Νάνακ βυθίσθηκε επί χρόνια σε έντονο στοχασμό. Σε ηλικία 30 ετών έζησε μια βαθιά πνευματική εμπειρία: ότι βρέθηκε στην αυλή του Θεού, όπου έλαβε απ’ ευθείας τα θρησκευτικά του μηνύματα.
Ο Νάνακ περιόδευσε σε διάφορες περιοχές της Ινδίας και επισκέφθηκε μουσουλμανικά και Ινδουϊστικά κέντρα. Διάφορες ιστορίες, με αμφισβητούμενη όμως ιστορική ακρίβεια, που κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό του και συγκεντρώθηκαν αργότερα σε ανθολόγια γνωστά ως “Τζάναμ-σάκκις”, αναφέρουν ότι ταξίδεψε και σε χώρες μακρινές, π.χ. Βαγδάτη, Μέκκα, Κεϋλάνη, και ακόμη ότι έφθασε ανατολικά μέχρι την Κίνα και δυτικά μέχρι τη Ρώμη.
Το 1521 μ.Χ. ο Νάνακ με μερικούς αφοσιωμένους οπαδούς του εγκαταστάθηκε στο Καρταρπούρ, χωριό του κεντρικού Πουντζάμπ, όπου ίδρυσε την πρώτη κοινότητα των «σίκκα» (μαθητών). Είχε πια αναγνωρισθεί ως «γκουρού». Στην κοινότητα αυτή ήταν ευπρόσδεκτοι οι πάντες, αδιακρίτως φύλου ή κάστας. Μερικοί, φαίνεται, έμεναν μόνιμα κοντά του, ενώ άλλοι τον επισκέπτονταν για να πάρουν την ευλογία του.
Προτού πεθάνει, ο Νάνακ όρισε διάδοχό του τον Λέχνα, ονομάζοντάς τον Άνγκαντ («μέλος του σώματός μου»). Ύμνοι και αποσπάσματα από το κήρυγμα του Νάνακ, που διακρίνονται για τη συνοχή και το κάλλος της εκφράσεως, συγκεντρώθηκαν από τον διάδοχό του και εντάχθηκαν στο Άντι Γκράνθ, ιερό βιβλίο των σικκιστών (γνωστό επίσης ως Γκούρου Γκράνθ Σαχίμπ).
Διδασκαλία -Χαρακτηρισμός
Πυρήνα της διδαχής του Νάνακ αποτελεί η βεβαιότητα ότι υπάρχει «ένας Θεός (Οάνκαρ), και αιώνια αλήθεια είναι το όνομά Του». Είναι δημιουργός των πάντων, υπερβατικός, προσωπικός, ο οποίος όμως δεν γίνεται άνθρωπος, ούτε παίρνει άλλη μορφή. Αποκαλύπτεται με τον λόγο των εμπνευσμένων διδασκάλων (γκούρου). Ο Νάνακ αρνήθηκε την ινδουϊστική άποψη των «αβατάρα» (θείων ενσαρκώσεων), κράτησε όμως, με μερικές τροποποιήσεις, την πίστη στην ανακύκληση των μεταβιώσεων και τον νόμο του «κάρμα», ότι δηλαδή τη μορφή κάθε νέας γεννήσεως καθορίζουν οι πράξεις της προηγούμενης υπάρξεως. Το επιθυμητό «τέλος» το βλέπει ως συγχώνευση του ατομικού στο Απόλυτο. Η σωτηρία αυτή επιτυγχάνεται με έντονη συλλογή και αγαπητική μνήμη του θείου ονόματος, στο οποίο συγκεντρώνεται η αποκάλυψη. και ακόμη με αφοσίωση στον Θεό, η οποία εκφράζεται με τη φιλαλήθεια, την αγαθοεργία, την εθελοντική διακονία για το κοινό καλό και την αποφυγή του υλιστικού φρονήματος -ασέλγειας, πλεονεξίας, θυμού, φιλαυτίας.
Ο Νάνακ, απορρίπτοντας τις μορφές εκστάσεως και τα αισθησιακά λατρευτικά έθιμα, δεχόταν κάθε τύπο προσευχής, που προέρχεται από ειλικρινή καρδιά και συνοδεύεται με αγνή ζωή. Συνηγορώντας για μια λατρεία απέριττη και απλή, επέμενε κυρίως στη «σέουα» ή «σέβα», την καλοκάγαθη διακονία.
Η θρησκευτική κίνηση που δημιούργησε ο Νάνακ υπήρξε ήρεμη, «ευσεβιστική» και δεν τάραξε ούτε ανησύχησε το θρησκευτικό ή πολιτικό κατεστημένο. Δεν αναφέρονται οχλήσεις από τους ινδουϊστές ή διώξεις από τους μουσουλμάνους ηγεμόνες. Η συμφιλίωση του ινδουϊστικού και μουσουλμανικού πνεύματος, που επιχείρησε, συγκίνησε πολλούς Ινδούς.
Αργότερα όμως (τέλη 17ου αι.),η ειρηνιστική αδελφότητα εξελίχθηκε σε αγωνιστική. Σήμερα υπάρχουν πάνω από 12 εκατομμύρια σικκιστές σε διάφορα μέρη της γης. Η περιοχή του Πουντζάμπ, όπου αναπτύχθηκε ο Σικκισμός, διαμοιράσθηκε το 1947 ανάμεσα στην Ινδία και στο Πακιστάν. Η πικρία των σικκιστών για τον διαμελισμό και την αποστέρηση ενός δικού τους κράτους εκρήγνυται συχνά σε πράξεις βίαιης διαμαρτυρίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΤ’ ΕΠΙΛΟΓΗΝ
Cole Owen, S., Sikhism and its Indian Context (1469-1708). The Attitude of Guru Nanak and Early Sikhism to Indian Religious Beliefs and Practices, London 1984.
Grewal, J.S., Guru Nanak in History, Chandigarh 1969.
McLeod, W.H., Guru Nanak and the Sikh Religion, Oxford 1968.
Singh Harbans, Perspectives on Guru Nanak, Patiala 1975.
(1987)