“Ένα είναι το ζητούμενο στη ζωή μας, η αγάπη, η λατρεία στον Χριστό και η αγάπη στους συνανθρώπους μας.
Να είμαστε όλοι ένα με κεφαλή τον Χριστό. Έτσι μόνο θ΄αποκτήσουμε την χάρι, τον ουρανό, την αιώνια ζωή.
Η αγάπη προς τον αδελφό καλλιεργεί την αγάπη προς τον Θεό. Είμαστε ευτυχισμένοι, όταν αγαπήσουμε όλους τους ανθρώπους μυστικά. Θα νιώθουμε τότε ότι όλοι μας αγαπούν. Κανείς δεν μπορεί να φτάσει στον Θεό, αν δεν περάσει απ΄τους ανθρώπους.
Γιατί, “ό μη αγαπών τον αδελφόν αυτού, όν εώρακε, τον Θεόν, όν ούχ εώρακε, πώς δύναται αγαπάν;”. Ν΄αγαπάμε, να θυσιαζόμαστε για όλους ανιδιοτελώς, χωρίς να ζητάμε ανταπόδοση. Τότε ισορροπεί ο άνθρωπος. Μια αγάπη που ζητάει ανταπόδοση είναι ιδιοτελής. Δεν είναι γνήσια, καθαρή, ακραιφνής.
Να τους αγαπάτε και να τους συμπονάτε όλους. “Και είτε πάσχει έν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη, υμείς δε έστε μέλη Χριστού και μέλη έκ μέρους”. Αυτό είναι Εκκλησία: εγώ, εσύ, αυτός, ο άλλος, να αισθανόμαστε ότι είμαστε μέλη Χριστού, ότι είμαστε ένα.
Η φιλαυτία είναι εγωισμός. Να μη ζητάμε, “εγώ να σταθώ, εγώ να πάω στον Παράδεισο”, αλλά να νιώθουμε για όλους αυτή την αγάπη. Καταλάβατε; Αυτό είναι ταπείνωση.
Έτσι, αν ζούμε ενωμένοι, θα είμαστε μακάριοι, θα ζούμε στον Παράδεισο. Ο κάθε διπλανός μας, ο κάθε πλησίον μας είναι “σάρξ έκ της σαρκός μας”. Μπορώ ν΄αδιαφορήσω γι΄αυτόν, μπορώ να τον πικράνω, μπορώ να τον μισήσω; Αυτό είναι το μεγαλύτερο μυστήριο της Εκκλησίας μας. Να γίνουμε όλοι ένα εν Θεώ. Αν αυτό κάνουμε, γινόμαστε δικοί Του. Τίποτε καλύτερο δεν υπάρχει απ΄αυτή την ενότητα. Αυτό είναι η Εκκλησία. Αυτό είναι η Ορθοδοξία. Αυτό είναι ο Παράδεισος. Ας διαβάσουμε απ΄τον Ευαγγελιστή Ιωάννη την Αρχιερατική Προσευχή. Προσέξτε τους στίχους: “ίνα ώσιν έν, καθώς ημείς … ίνα πάντες έν ώσι, καθώς σύ, Πάτερ, έν εμοί καγώ έν σοί … ίνα ώσιν έν, καθώς ημείς έν εσμέν … ίνα ώσι τετελειωμένοι είς έν … ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ΄εμού”.
Βλέπετε; Το λέει και το ξαναλέει. Τονίζει την ενότητα. Να είμαστε όλοι ένα, ένα με κεφαλή τον Χριστό! Όπως ένας είναι ο Χριστός με τον Πατέρα και τον Υιό. Εδώ κρύβεται το μεγαλύτερο βάθος του μυστηρίου της Εκκλησίας μας. Καμία θρησκεία δεν λέει κάτι τέτοιο. Κανείς δεν ζητάει αυτή τη λεπτότητα που ζητάει ο Χριστός, να γίνουμε όλοι ένα σύν Χριστώ. Εκεί βρίσκεται το πλήρωμα. Σ΄αυτή την ενότητα, σ΄αυτή την αγάπη, την έν Χριστώ. Καμία διάσπαση εκεί δεν χωράει, κανείς φόβος. Ούτε θάνατος, ούτε διάβολος, ούτε κόλαση. Μόνο αγάπη, χαρά, ειρήνη, λατρεία Θεού. Μπορείς να φτάσεις να λές τότε με τον Απόστολο Παύλο:
“Ζώ δε ουκέτι εγώ, ζή δε εν εμοί Χριστός”.
Μπορούμε πολύ εύκολα να φτάσουμε σ΄αυτό το σημείο. Αγαθή προαίρεση χρειάζεται κι ο Θεός είναι έτοιμος να έλθει μέσα μας “Κρούει την θύραν” και “καινά ποιεί πάντα”, όπως λέει στην Αποκάλυψη του Ιωάννου. Μεταβάλλεται η σκέψη μας, απαλλάσσεται από την κακία, γίνεται πιο καλή, πιο αγία, πιο εύστροφος. Αν, όμως, δεν ανοίξουμε του κρούοντος την θύραν, αν δεν έχουμε εκείνα που θέλει Αυτός, αν δεν είμαστε άξιοι Του, τότε δεν μπαίνει στην καρδιά μας. Για να γίνουμε όμως άξιοί Του, πρέπει ν΄αποθάνουμε κατά τον παλαιό άνθρωπο, για να μην αποθάνουμε ποτέ πλέον. Τότε θα ζούμε εν Χριστώ ενσωματωμένοι με όλο το σώμα της Εκκλησίας. Έτσι θα έλεθι η θεία χάρις. Και άμα θα έλθει η χάρις, θα μας τα δώσει όλα.
Στον Άγιον Όρος, είδα κάποτε κάτι που μου άρεσε πολύ. Μέσα σε μια βάρκα, στη θάλασσα, μοναχοί, που καταγόταν ο καθένας από διαφορετικό τόπο, κρατούσαν διάφορα ιερά αντικείμενα. Εν τούτοις έλεγαν “αυτό είναι δικό μας” και όχι “δικό μου”.
Από το βιβλίο “ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ” γ. ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ Καυσοκαλυβίτου ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΧΡΥΣΟΠΗΓΗΣ ΧΑΝΙΑ 2003
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά!, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
Ιω. 8,12 Πάλιν οὖν(1) αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων(2)· ἐγώ εἰμι(3) τὸ φῶς τοῦ κόσμου(4)· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ(5) οὐ μὴ περιπατήσῃ(6) ἐν τῇ σκοτίᾳ(7), ἀλλ᾿ ἕξει(8) τὸ φῶς τῆς ζωῆς(9).
Ιω. 8,12 Παλιν, λοιπόν, ωμίλησε προς αυτούς ο Ιησούς λέγων• “εγώ είμαι το φως όλου του κόσμου, εκείνος που με ακολουθεί πιστά δεν θα περιπατήση στο σκότος , αλλά θα έχη το πνευματικόν φως που ακτινοβολείται από τον Θεόν, την πηγήν της ζωής.
(1) Μπαίνει μπροστά με έμφαση. Προαναγγέλλει λοιπόν νέα μαρτυρία του Ιησού. Σε σχέση με ποια; Αυτήν στο κεφ. ζ 37 και εξής, όπου διακήρυξε για τον εαυτό του, ότι είναι αυτός που παρέχει το νερό της ζωής (g).
«Όπως ακριβώς λέγαμε ότι ο Ιησούς έκανε το λόγο με τρόπο που ταίριαζε στα όσα είχαν γραφτεί για την εορτή, όταν κατά την τελευταία ημέρα είχε σταθεί στο ναό φωνάζοντας «Εάν κάποιος διψά, ας έρθει σε εμένα και ας πιει»,… έτσι και τώρα κάνει πάρα πολύ επίκαιρη την εξήγηση και όπως είναι χρέος όσον αφορά τη φύση των πραγμάτων» (Κ).
Αφού εφάρμοσε στο ζ 37 στον εαυτό του το πρώτο σύμβολο, τώρα από την ίδια ιστορία της Π.Δ. εφαρμόζει στον εαυτό του και δεύτερο αντίστοιχο (g).
(2) Πότε; Δεν αποκλείεται και κατά την ίδια τελευταία ημέρα της γιορτής, στην οποία είπε και τα λόγια στο ζ 37. Και υπέρ αυτού συνηγορεί το ότι τα λόγια αυτά είναι συνέχεια και συμπλήρωμα των λόγων εκείνων. Μπορεί όμως να ειπώθηκαν και μετά την εορτή, κατά την επόμενη ημέρα (g).
(3) Όπως τα σχετικά με το νερό λόγια του τα είπε ο Κύριος με αφορμή το νερό, που χρησιμοποιούνταν στις τελετές της γιορτής, έτσι και τα λόγια αυτά δεν λέχθηκαν άσχετα με τα τελούμενα ή αναφερόμενα στη γιορτή. Και άλλοι μεν υποστήριξαν, ότι τα λόγια αυτά λέχθηκαν εξ’ αφορμής της τελετής του ανάμματος των 4 χρυσών λυχνιών που υψώνονταν στην αυλή των γυναικών, «στο γαζοφυλάκιο» (σ. 20). Η τελετή αυτή συνοδευόταν και από άσματα και χορό, τον οποίο έσυραν γύρω από τις λυχνίες άνδρες σοβαροί, ενώ ο ήχος από τα άσματα και τα όργανα γέμιζε το ναό ολόκληρο και η γιορτή παρατεινόταν μέχρι το πρωί. Σύμφωνα με το Ταλμούδ όμως η τελετή αυτή γινόταν όχι στην τελευταία, αλλά στην πρώτη ημέρα της γιορτής.
Για αυτό παρουσιάζεται πιο πιθανή η εκδοχή, ότι τα λόγια αυτά λέχθηκαν σε σχέση με άλλη μεγάλη ευεργεσία του Θεού προς τους Ισραηλίτες κατά την παραμονή στην έρημο, και της οποίας γινόταν ανάμνηση στη γιορτή αυτή, και ήταν αυτή, η καθοδήγηση των Ισραηλιτών στην έρημο με τη νεφέλη (g). «Αναπλάθει τον λόγο με παλαιότερη εικόνα πραγμάτων και με εκείνα που είχαν συμβεί στους προγόνους τους… τούς κηρύττει με σαφήνεια… Όταν δηλαδή διέσχιζαν την απέραντη έρημο, βαδίζοντας προς τη γη της επαγγελίας, την ημέρα απλωνόταν νεφέλη πάνω από αυτούς σαν όροφος, ενώ τη νύχτα προπορευόταν στύλος φωτιάς διαλύοντας το σκοτάδι και καθιστώντας απρόσκοπτη την οδό στους πορευομένους» (Κ).
(4) «Λέει τον εαυτό του ότι είναι φως όχι ιδιαίτερα ή ξεχωριστά αυτών που κατάγονταν από το Ισραήλ, αλλά όλου του κόσμου» (Κ). Όχι μόνο «της Γαλιλαίας, ούτε της Παλαιστίνης, ούτε της Ιουδαίας» (Χ). Οι Εβραίοι πρέσβευαν, ότι ο Θεός ήταν το φως τους (ψαλμ. κστ 1, Ησ. ξ 19). Επίσης όχι μόνο οι μεταγενέστεροι ραββίνοι θεωρούσαν και τον Μεσσία φως (Lightfoot,Hor. Hebr. ΙΙΙ 330), αλλά και στον Ησαΐα ο δούλος του Κυρίου θα είναι φως εθνών (μβ 6,μθ 6. Δες και Λουκ. β 32)(β).
«Δείχνει ότι αυτός είναι για τον οποίο προαναγγέλθηκε: «Να σε τοποθέτησα να είσαι φως εθνών», και ότι δεν είναι ένας από τους προφήτες, αλλά δεσπότης» (αμ). Παρ’ όλα αυτά η ονομασία «φως του κόσμου» είναι ακόμα ευρύτερη και γενικότερη, διότι περιλαμβάνει κάθε λογική ύπαρξη και όλο τον κόσμο των ηθικών και λογικών όντων (β).
«Διότι θα ισχυριστούμε ότι αυτός είναι που στέλνει σε όλη τη φύση το νοητό φως» (Κ). Η ιδέα αυτή δεν έχει τίποτα το παράλληλο στην Π.Δ., αλλά είναι ιδέα που συναντιέται κατεξοχήν στον ευαγγελιστή Ιωάννη (δες Ιω. α 8,9,γ 19,θ 5,ιβ 46). Από την άλλη αυτή η διακήρυξη του Ιησού για τον εαυτό του είναι τέτοια, ώστε μόνος αυτός θα μπορούσε για τον εαυτό του να την κάνει και κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει αυτήν (β).
«Δεν είπε, ότι σε εμένα υπάρχει το φως, αλλά εγώ είμαι το φως» (Θφ).
«Ο Μονογενής είναι φως από τη φύση του, έχοντας αναλάμψει από το από τη φύση του φως του Θεού και Πατέρα» (Κ). "Με αυτήν την ονομασία φανερώνει και ότι η δόξα της θεότητας είναι απρόσιτη και ότι με την λαμπρότητα της γνώσης φωτίζει αυτούς που έχουν καθαρίσει το μάτι της ψυχής τους" (Β). Είναι η τέλεια αποκάλυψη του ηθικού καλού δηλαδή του Θεού, του ζωντανού καλού (g).
Ο Θεός είναι φως. Και ο Χριστός είναι η εικόνα του Θεού του αοράτου. Αναμενόταν ως φως που θα φώτιζε τα έθνη, «φως εις αποκάλυψιν εθνών» (Λουκ. β 32). Ως φως του κόσμου λοιπόν και όχι φως μόνο της ιουδαϊκής συναγωγής. Το ορατό φως του κόσμου είναι ο ήλιος, και ο Χριστός είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης. Λέγοντας λοιπόν ότι ο Χριστός είναι το φως, πρέπει να εννοούμε, τι ο Χριστός είναι από μόνος του και τι είναι ως προς το λογικό κόσμο των ανθρώπων. Ως προς τον εαυτό του είναι λαμπρότατος και ενδοξότατος. Ως προς εμάς όμως είναι η πηγή του φωτός που φωτίζει κάθε άνθρωπο. Τι φυλακή θα ήταν ο κόσμος, αν έλειπε ο ήλιος! Έτσι και χωρίς το Χριστό. Η ζωή των ανθρώπων χωρίς το φως του Χριστού θα ήταν αθλιότερη από μύριους θανάτους. Ο Χριστός από μόνος του είναι φως. Είναι ακατανόητο στη φύση του το φως, αλλά είναι και το πρώτο ορατό στους ανθρώπους, μέσω του οποίου και τα άλλα στον κόσμο αυτόν γίνονται ορατά σε εμάς, και παρουσιάζει άριστα σε εμάς το Χριστό. Ποιος θα διηγηθεί τη γενιά του; Αλλά και ποιος χωρίς το Χριστό μπορεί να σχηματίσει ορθή αντίληψη για τα θεία ή και τα εγκόσμια;
Αυτό το φως που είναι άσπιλο και αμόλυντο από μόνο του και παραμένει τέτοιο και όταν ακόμα εισχωρεί στις πιο απομακρυσμένες και μολυσμένες γωνιές της γης είναι εικόνα του αιώνιου αρχιερέα μας, ο οποίος αφού γεννήθηκε χωρίς σπίλο από την Παρθένο παρέμεινε τελείως αναμάρτητος, ρίχνοντας τις ζωογόνες ακτίνες του μέσα σε κόσμο αμαρτωλό και μολυσμένο, τον οποίο εξυγιαίνει και καθαρίζει με αυτές, χωρίς να μολύνεται από την ρυπαρότητά του. Είναι λοιπόν ο Κύριος και ως προς εμάς και ως προς όλο τον κόσμο φως. Πριν ακόμα έλθει, πουθενά και σε αυτήν ακόμα την Ιουδαία, δεν υπήρχε τίποτα άλλο περισσότερο παρά μόνο ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί χαραυγή και λυκαυγές βαθέος όρθρου.
Υπήρχαν στην Ιουδαία τύποι, μυστηριώδη εμβλήματα και σύμβολα, αλλά αυτά δεν αποτελούσαν το φως της χριστιανικής ημέρας. Εάν όμως εκεί, όπου είχε δοθεί η αποκάλυψη της Π.Δ., δεν είχε έλθει ακόμα το φως, τι σκοτάδι επικρατούσε στις χώρες των εθνικών; Στις χώρες αυτές ζούσαν αυτοί που κάθονταν στο σκοτάδι και στη σκιά του θανάτου. Όταν ήλθε ο Χριστός, έλαμψε αμέσως το φως. Διαχύθηκε και στα σκοτεινά βάθη του τάφου το φως της ελπίδας και της αθανασίας. Η άφεση των αμαρτιών, η δικαίωση μέσω του Χριστού, η νίκη κατά της διεφθαρμένης φύσης μας, η προστασία και καθοδήγηση ανάμεσα στις δυσκολίες και τους πνευματικούς κινδύνους, η παρηγοριά στις θλίψεις, ο θρίαμβος κατά του θανάτου αποτελούν την κληρονομιά των ακολούθων του Χριστού. Και δεν αποτελούν αυτά όλα το φως, ναι, το φως της ζωής;
(5) Αυτοί που υποστηρίζουν ότι εξ’ αφορμής του καψίματος των λυχνιών είπε τα λόγια αυτά ο Κύριος, σχετίζουν τη φράση αυτήν με το χορό που γινόταν γύρω από τις λυχνίες, όπου αυτοί που μετείχαν σε αυτόν ακολουθούσαν τον πρώτο που έσυρε το χορό. Πιο σωστό είναι να αναφερθεί στην καθοδήγηση από τη νεφέλη (g).= «Όπως λοιπόν εκείνοι που ακολουθούσαν εκείνο τον καιρό τη φλόγα του πυρός που προπορευόταν και τους οδηγούσε απέφυγαν την παραπλάνηση… έτσι και αυτός που με ακολουθεί, δηλαδή αυτός που βαδίζει στα ίχνη των δικών μου διδαγμάτων» (Κ).
Ακολουθώ τον Ιησού υπονοεί προσκόλληση σε αυτόν γεμάτη εμπιστοσύνη και ελπίδα, ακολουθώ την καθοδήγησή του· δες η 12,ι 4,5,27,28. Ακολουθώ τον Ιησού σημαίνει κοινωνία πίστης, όσο και κοινωνία ζωής και συμμετοχή στο πάθημά του, στο να συμπάσχω μαζί του (C). Είναι καθήκον μας να υποτάσσουμε τους εαυτούς μας στην καθοδήγησή του και σε καθετί να παίρνουμε οδηγίες από αυτόν. Πολλοί ακολουθούν ψεύτικα φώτα που τους οδηγούν στον όλεθρο. Αλλά ο Χριστός είναι το αληθινό φως. Δεν είναι όμως αρκετό να ατενίζουμε το φως αυτό και να το βλέπουμε, αλλά πρέπει να το ακολουθούμε και να πορευόμαστε κάτω από τον φωτισμό και την καθοδήγησή του, διότι είναι όχι μόνο των ματιών μας φως, αλλά φως και στα πόδια και στα μονοπάτια μας.
(6) Συχνά τόσο στην Π.Δ., όσο και στην Κ.Δ., μάλιστα στον Παύλο και έπειτα στον Ιωάννη το περπατώ λέγεται με την έννοια του συμπεριφέρομαι και του τρόπου ζωής (g).
(7) Αυτός που ακολουθεί το Χριστό «δεν θα είναι καθόλου στο σκοτάδι» (Κ). Δεν θα ζήσει μέσα στο σκοτάδι. «Εννοεί νοητό φως και σκοτάδι· δηλαδή δεν μένει στην πλάνη» (Χ), «και στην αμαρτία» (Ζ). Εννοεί τον σκοτισμό της ψυχής και της διάνοιας από τον εγωισμό και τα υπόλοιπα πάθη της αμαρτίας (g).
Αυτός που ακολουθεί το Χριστό δεν θα στερηθεί ποτέ από τις καθοδηγήσεις εκείνες στην οδό της αλήθειας, οι οποίες είναι αναγκαίες για να τον προφυλάξουν από ολέθριες πλάνες, ούτε από τις καθοδηγήσεις στην οδό του καθήκοντος, που τον προφυλάσσουν από την αξιοκατάκριτη αμαρτία. Εάν ακολουθούμε το Χριστό, θα είμαστε ευτυχισμένοι και στους δύο κόσμους. Εάν τον ακολουθούμε εδώ, θα τον ακολουθήσουμε και στους ουρανούς.
(8) Θα κατέχει εσωτερικά (g). Υπάρχει και η γραφή του σιναϊτικού κώδικα: έχει.
(9) Ή, το φως που παρέχει τη ζωή («θα κερδίσει δηλαδή την αποκάλυψη των μυστηρίων σχετικά με εμένα, η οποία μπορεί να τον χειραγωγεί στην αιώνια ζωή» (Κ)). Ή, το φως το προερχόμενο από τη ζωή σύμφωνα με το Ιω. α 4.
Ιω. 8,13 εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Φαρισαῖοι· σὺ περὶ σεαυτοῦ μαρτυρεῖς(1)· ἡ μαρτυρία σου οὐκ ἔστιν ἀληθής(2).
Ιω. 8,13 Είπαν τότε προς αυτόν οι Φαρισαίοι• “συ δίδεις μόνος σου μαρτυρίαν δια τον ευατόν σου. Η μαρτυρία σου όμως αυτή δεν είναι αληθινή.
(1) Σύμφωνα με ραββινικό ρητό «κανείς δεν παρέχει μαρτυρία για τον εαυτό του». Πάντοτε η μαρτυρία, την οποία δίνει κάποιος για τον εαυτό του, θεωρήθηκε ύποπτη και για αυτό μπορεί να παραμεριστεί. Ο ίδιος ο Κύριος αναγνώρισε την ορθότητα αυτού του ρητού στο Ιω. ε 31 (g). Παραθεωρούσαν όμως οι Φαρισαίοι, ότι η μαρτυρία του Κυρίου για τον εαυτό του επιβεβαιωνόταν συγχρόνως και από τη μαρτυρία του Ιωάννη, από τα θαύματά του, από την Γραφή και από τον ίδιο τον Πατέρα του (ο).
(2) Σύντομος τρόπος έκφρασης. Είναι δυνατόν να πει κάποιος την αλήθεια για τον εαυτό του· η μαρτυρία του αυτή όμως δεν θεωρείται ως επαρκής μαρτυρία (b). «Είναι αβέβαιη η μαρτυρία κάποιου για τον εαυτό του» (Κ).
Ιω. 8,14 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· κἂν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ ἐμαυτοῦ, ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία μου(1), ὅτι οἶδα(2) πόθεν ἦλθον(3) καὶ ποῦ ὑπάγω(4)· ὑμεῖς δὲ οὐκ οἴδατε(5) πόθεν ἔρχομαι ἢ ποῦ ὑπάγω(6).
Ιω. 8,14 Απήντησεν ο Ιησούς και τους είπε• “και εάν ακόμη εγώ μόνος μαρτυρώ δια τον ευατόν μου, η μαρτυρία μου είναι αληθινή, διότι την αλήθειαν πάντοτε λέγω και διότι εγώ γνωρίζω πολύ καλά, από που ήλθα και που υπάγω. Σεις όμως δεν γνωρίζετε από που έρχομαι και που πηγαίνω.
(1) «Στους ανθρώπους βέβαια φαίνεται να υπάρχει φυτεμένο στη φύση τους το να θέλουν πολλές φορές από φιλαυτία να αποδίδουν στον εαυτό τους τα άριστα, κι αν ακόμη τυχαίνει να μην τα έχουν, γιατί εύκολα ολισθαίνει η φύση στο κακό. Σε μένα όμως, λέει, δεν υπάρχει η δυνατότητα να πάσχω τα ίδια με τους γήινους» (Κ). Δεν συμβαίνει το ίδιο και για εμένα, το οποίο μπορεί να συμβεί για οποιονδήποτε από τους άλλους ανθρώπους. Παρόλο που εγώ μαρτυρώ για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου όμως είναι αληθινή.
(2) Το εσωτερικό φως και η βέβαιη πληροφορία, τα οποία κατέχει για το πρόσωπό του, για την καταγωγή του, για την αποστολή του, για την με τον Πατέρα φυσική και ουσιώδη σχέση του, προστατεύει αυτόν από κάθε πλάνη και παρέχει σε αυτόν το δικαίωμα και καθιστά αυτόν ικανό να μαρτυρεί αλάνθαστα για τον εαυτό του (g).
Γνωρίζω· η αληθινή μαρτυρία προέρχεται από βέβαιη γνώση (b). Και ο Κύριος είχε βέβαιη συνείδηση για την προέλευσή του. Ας είναι ευλογημένος ο Θεός! Παρόμοια πληροφορία που ικανοποιεί το εσωτερικό μας μετέδωσε και σε εμάς ο Κύριος. Κάθε αγαθού και πραγματικού χριστιανού αυτή ακριβώς είναι η ικανοποίηση, ότι παρόλο που ο κόσμος τον παραγνωρίζει, όπως παραγνώριζε και τον θεάνθρωπο Κύριο, όμως αυτός είναι πληροφορημένος και γνωρίζει καλά από πού προέρχεται η πνευματική του ζωή και πού αυτή πρόκειται να τον φέρει.
(3) «Από πατέρα Θεό» (Ζ), «φως από φως δηλαδή» (Κ)· «από το Θεό είμαι και είμαι και Θεός και Υιός Θεού. Ο ίδιος ο Θεός όμως είναι αξιόπιστος μάρτυρας για τον εαυτό του» (Χ).
(4) «Μετά το τέλος αυτής της συγκατάβασης» (Ζ). Πηγαίνω στο Θεό και η διάβασή μου από τη γη με μορφή δούλου είναι προσωρινή.
«Αν και έγινα άνθρωπος, λέει,… αλλά δεν θα θεωρηθώ εξ’ αιτίας αυτού ότι είμαι έρημος από την αξία που αρμόζει σε Θεό· μένω λοιπόν πάλι αυτό που είμαι από τη φύση μου, δηλαδή Θεός. Και απόδειξη σαφής για αυτό είναι το ότι ξέρω πού πηγαίνω· θα ανέβω δηλαδή στους ουρανούς προς τον Πατέρα από τον οποίο είμαι» (Κ). «Αφού πρόκειται να πάω στο Θεό τον αληθινό, πώς θα μπορούσα να λέω ψέματα τη στιγμή που πρόκειται να πάω στον αληθινό;» (Θφ).
(5) «Με τη θέλησή σας κάνετε το κακό και ενώ ξέρετε, προσποιείστε πως δεν ξέρετε, αλλά όλα τα λέτε από ανθρώπινη σκέψη και δεν θέλετε να καταλάβετε τίποτα πέρα από αυτό που φαίνεται» (Χ). Η άγνοιά τους είναι ένοχη, διότι δεν ήθελαν να γνωρίσουν.
(6) Ούτε την καταγωγή και προέλευσή μου γνωρίζετε, αλλά ούτε καν την αποστολή και τον προορισμό μου. Την προαιώνια γέννησή του και το μυστήριο της εναθρώπησης μπορούσαν σε τελική ανάλυση να το αγνοούν. Αλλά ότι η αποστολή και το έργο του ήταν θείο έπρεπε να το γνωρίζουν, διότι αυτά ήταν προφανή. Είναι προτιμότερη λοιπόν και αυθεντικότερη η γραφή: «ή πού υπάγω» αντί για την «και πού υπάγω».
Ιω. 8,15 ὑμεῖς κατὰ τὴν σάρκα κρίνετε(1)· ἐγὼ οὐ κρίνω οὐδένα(2).
Ιω. 8,15 Σεις σχηματίζετε κρίσιν σύμφωνα με τα εξωτερικά φαινόμενα της ανθρωπίνης μου φύσεως. Εγώ δεν κρίνω και δεν καταδικάζω κανένα.
(1) Κρίνετε «κατ’ όψιν» όπως είπε στο ζ 24. Κρίνετε «βλέποντας μόνο αυτό που φαίνεται» (Ζ). «Έχετε στραμμένο το βλέμμα στο σώμα μου που φαίνεται» (αμ). «Δηλαδή πλανιέστε… επειδή ακριβώς βλέπετε μόνο αυτήν τη σάρκα, παρόλο βεβαίως που οφείλατε πολύ περισσότερο να προσέχετε τη μεγαλοπρέπεια των έργων μου» (Κ).
Το «κατά σάρκα» εδώ λέγεται για να δηλώσει τον άνθρωπο, έτσι όπως οπτικά πέφτει στα μάτια· για να δηλώσει την εξωτερική μορφή και κατάσταση του ανθρώπου (G). Οι Ιουδαίοι έκριναν για το Χριστό και το ευαγγέλιό του σύμφωνα με τα εξωτερικά φαινόμενα· και επειδή αυτά παρουσιάζονταν σε κάποια πράγματα συνηθισμένα και φτωχά, θεωρούσαν ως αδύνατον το να είναι αυτός φως του κόσμου, λες και ο ήλιος όταν καλύπτεται από τα νέφη να μην είναι ήλιος.
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία. «Όπως ακριβώς το να ζει κάποιος σαρκικά, σημαίνει ότι ζει κακώς, έτσι και το να κρίνει ως προς τη σάρκα, σημαίνει ότι κρίνει άδικα» (Χ)=Κρίνετε σαρκικά, ως άνθρωποι που κυριαρχείστε από τη σάρκα.
(2) Ή, υπονοείται έξω από το κείμενο το «κατά την σάρκα»=δεν κρίνω κανέναν αποβλέποντας μόνο σε αυτό που φαίνεται εξωτερικά. Έτσι είναι και η άλλη ερμηνεία στον Κύριλλο («Επειδή δηλαδή είσαστε άνθρωποι ως προς τη φύση, δεν θα σας θεωρήσω για αυτό ότι είστε οπωσδήποτε όλοι μηδέν»).
Ή, πιο σωστά: «Δεν κρίνω τώρα» (Ζ)· «δεν ήλθα για αυτό» (Χ). «Εγώ θα μεταθέσω σε άλλο καιρό το να σας κρίνω, Διότι δεν έστειλε ο Θεός τον υιό του στον κόσμο για να κρίνει τον κόσμο αλλά για να σωθεί ο κόσμος» (Κ). Αυτό δηλαδή αναφέρεται στο χρόνο της πάνω στη γη δημόσιας δράσης του Κυρίου και όχι στην μελλοντική από αυτόν κρίση του κόσμου.
«Η πρώτη έλευση του Κυρίου μας είναι θεραπευτική, όχι δικαστική. Διότι εάν είχε έλθει για να κρίνει πρωτίστως, δεν θα εύρισκε κανέναν τον οποίο να ανταμείψει με τη δικαίωση» (Αυ).
Λέγεται λοιπόν αυτό «σαν ακριβώς κάποιος να είπε· Αν άδικα κρίνουμε εμείς οι Ιουδαίοι, γιατί δεν τιμωρείς, γιατί δεν καταδικάζεις; Λέει, ότι δεν ήλθα για αυτό, για να κρίνω… Τώρα λοιπόν ξεφεύγετε την καταδίκη, όχι διότι αδυνατώ να σας καταδικάσω, αλλά διότι δεν είναι τώρα καιρός. Διότι φυλάω για τη Δευτέρα παρουσία την καταδίκη σας» (Θφ).
Ιω. 8,16 καὶ ἐὰν κρίνω δὲ ἐγώ(1), ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ ἀληθής(2) ἐστιν, ὅτι μόνος οὐκ εἰμί(3), ἀλλ᾿ ἐγὼ καὶ ὁ πέμψας με(4) πατήρ.
Ιω. 8,16 Και εάν από τώρα θελήσω εγώ να κρίνω, η κρίσις μου θα είναι αληθινή, διότι δεν είμαι εγώ μόνος, αλλά είμεθα εγώ και ο Πατήρ, ο οποίος με έστειλε, και η κρίσις μας είναι απολύτως ορθή και δικαία.
(1) «Αν έκρινα, δίκαια θα σας καταδίκαζα» (Χ). Δεν κρίνω· αλλά αν υποθέταμε ότι αναλάμβανα το έργο του κριτή, αν καθίσω στο θρόνο του Κριτή, η κρίση μου θα είναι αληθινή (ο).
(2) «Δηλαδή ορθή, δίκαιη» (Ζ). Πιο πάνω μίλησε για μαρτυρία, εδώ για κρίση. Η μαρτυρία είναι σε αναφορά με το Θεό και τον Υιό του Θεού· η κρίση είναι αναφορικά με τους ανθρώπους (b). Υπάρχει και η γραφή: αληθινή.
(3) Ο λόγος για τον οποίο η κρίση του Κυρίου θα ήταν δίκαιη. «Δεν είμαι μόνος όταν κρίνω, αλλά εγώ και ο Πατέρας» (Ζ)· «έχω σε όλα συνθελητή και συνδικαστή τον Πατέρα» (Κ). «Δεν το είπε αυτό επειδή έχει αδυναμία στο να κρίνει, αλλά επειδή μαζί με τον Υιό ο Πατέρας πρόκειται να κρίνει αυτούς που απιστούν σε αυτόν που έστειλε» (αμ). Έχω συνείδηση ότι βρίσκομαι σε μοναδική επικοινωνία με τον Πατέρα, λόγω της οποίας η κρίση μου δεν είναι απλώς μία ατομική κρίση, αλλά κρίση που υποστηρίζεται από την κρίση του Πατέρα και βασίζεται σε αυτήν (μ).
(4) Δηλώνει την θεία του προέλευση ταυτόχρονα και αποστολή. Δες γ 17,δ 34 (ο,β).
Ιω. 8,17 καὶ ἐν τῷ νόμῳ δὲ τῷ ὑμετέρῳ(1) γέγραπται(2) ὅτι δύο ἀνθρώπων ἡ μαρτυρία ἀληθής(3) ἐστιν.
Ιω. 8,17 Αλλωστε και στον νόμον σας έχει γραφή, ότι η μαρτυρία δύο ανθρώπων είναι αληθινή και βάσει αυτής δύναται ο δικαστής να αποφασίση.
(1) «Όπως εσείς οι ίδιοι κομπάζετε» (Ζ). Χρησιμοποιεί δεύτερο πρόσωπο («τῷ ὑμετέρῳ -τον δικό σας) διότι οι Φαρισαίοι αλαζονικά οικειοποιούνταν το νόμο σαν να ήταν αποκλειστικά δικός τους και αξίωναν, ότι αυτοί και μόνοι ήταν οι τηρητές του και οι ερμηνευτές του. Ή, διαφορετική ερμηνεία· ο Κύριος χρησιμοποιεί εδώ το λεγόμενο «κατ’ άνθρωπον επιχείρημα (argumentum ad hominem)» και αποδεικνύει την πλάνη των συνομιλητών του με βάση τις δικές τους αρχές και το νόμο, στον οποίο αυτοί αναγνώριζαν ανώτατη αυθεντία (β).=Στο νόμο σας, στον οποίο αναφέρεστε (b) και επί τη βάση του οποίου με κατακρίνετε.
(2) Ελεύθερη παράθεση από το Δευτ. ιθ 15 (δες και Δευτ. ιζ 6 και Αρ. λε 30). Ο νόμος ο μωσαϊκός απαιτούσε 2 μάρτυρες, για να είναι έγκυρη η μαρτυρία. Αποδεικνύει λοιπόν ο Κύριος, ότι οι κρίσεις, τις οποίες εκφέρει (σ. 16), όπως και οι μαρτυρίες, τις οποίες παρέχει (σ. 18) εκπληρώνουν τους όρους αυτής της αρχής. Διότι ο Πατέρας συνενώνει τη μαρτυρία και την κρίση του με τη δική του ως Υιού. Όπου το ανθρώπινο μάτι διακρίνει έναν μόνο μάρτυρα, υπάρχουν στην πραγματικότητα δύο (g). Υπάρχει και η γραφή του σιναϊτικού: γεγραμμένον εστί.
(3) Μάλλον με την έννοια αυτού που είναι έγκυρο και ισχύον σύμφωνα με το νόμο. Διότι δεν είναι δύσκολο και ειλικρινείς μάρτυρες δύο ή και περισσότεροι να πλανηθούν. «Είναι δυνατόν και δύο μαρτύρων οι μαρτυρίες να είναι ψεύτικες. Η γανή Σωσάννα καταδικάστηκε από δύο ψεύτικους μάρτυρες… ένας ολόκληρος λαός είπε ψέματα εναντίον του Χριστού» (Αυ).
Ιω. 8,18 ἐγώ εἰμι ὁ μαρτυρῶν(1) περὶ ἐμαυτοῦ, καὶ μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ ὁ πέμψας με πατήρ(2).
Ιω. 8,18 Και επί του προκειμένου εγώ είμαι ο ένας που μαρτυρώ δια τον εαυτόν μου, αλλά δι' εμέ μαρτυρεί και ο Πατήρ, ο οποίος με έστειλε”.
(1) Αναφέρεται σε αυτά που είπαν οι Φαρισαίοι στο σ. 13. «Πάλι αναφέρεται στο «εσύ μαρτυρείς για τον εαυτό σου»» (Ζ). Μπαίνει μπροστά με έμφαση το Εγω είμαι, «φανερώνοντας δηλαδή την αυθεντία του» (Χ).
(2) «Θα παραλάβω ως συμβοηθό και σύμφωνο για τα δικά μου πλεονεκτήματα τον Θεό και Πατέρα» (Κ). Πώς μαρτυρεί; Ή, «διότι θαυματουργεί μαζί με εμένα, όπως βλέπετε, και συνεργάζεται» (Κ)=Μαρτυρεί με τα θαύματα τα οποία ενεργεί μέσω εμού.
Ή, μιλά για εσωτερική μαρτυρία, την οποία λόγω της πιο εσωτερικής σχέσης με τον Πατέρα άκουγε. Η γνώση, την οποία ο Κύριος είχε για τον εαυτό του και την αποστολή του, διέφερε ουσιωδώς από το ψυχολογικό φαινόμενο, το οποίο φιλοσοφικά ονομάζουν συνείδηση. Ο Κύριος βρισκόταν σε ιδιαίτερη σχέση με τον Πατέρα και μέσα στο φως του Θεού γνώριζε τον εαυτό του και πληροφορούνταν για τον εαυτό του (g). Η μαρτυρία του Ιησού δεν ήταν μία μεμονωμένη μαρτυρία. Ουδέποτε υπήρξε μόνος, διότι ο Πατέρας δεν ήταν μόνο μαζί του (Ιω. ιστ 32) αλλά ήταν και μέσα του (Ιω. ιδ 10,11,ιζ 21-23). Συνεπώς η μαρτυρία του Ιησού ήταν διπλή μαρτυρία, η οποία εκπλήρωνε εξ’ ολοκλήρου τις απαιτήσεις του μωσαϊκού νόμου (χ).
Εάν όμως η μαρτυρία δύο ξεχωριστών μεταξύ τους προσώπων, τα οποία σε τελική ανάλυση είναι άνθρωποι που υπόκεινται σε πλάνη, είναι έγκυρη, πολύ περισσότερο η για τον εαυτό του μαρτυρία του Υιού του Θεού, που υποστηρίζεται και από την μαρτυρία του Πατέρα πρέπει να γίνεται δεκτή ως κατά πάντα αξιόπιστη. Τα λόγια αυτά του Κυρίου αποδεικνύουν όχι μόνο, ότι ο Πατέρας και ο Υιός είναι δύο πρόσωπα, που διακρίνονται μεταξύ τους, αφού οι μαρτυρίες τους διακρίνονται ως μαρτυρίες δύο, αλλά ότι και τα δύο αυτά πρόσωπα είναι ένα, όχι μόνο στη μαρτυρία την οποία δίνουν, αλλά και ίσα στη δόξα, εφόσον και των δύο οι μαρτυρίες τοποθετούνται στη βαθμίδα ως ίσης αξίας.
«Βλέπεις την ίση αυθεντία και πώς παρουσιάζει τον εαυτό του αξιόπιστο όπως ακριβώς και τον Πατέρα; Πράγμα το οποίο δεν θα τολμούσε να πει, αν βεβαίως ήταν κατώτερος από τον Πατέρα κατά την αξία και όχι ίσος με αυτόν και ομοούσιος» (Θφ).
Ιω. 8,19 ἔλεγον οὖν(1) αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ὁ πατήρ σου(2); ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὔτε ἐμὲ οἴδατε οὔτε τὸν πατέρα μου(3)· εἰ ἐμὲ ᾔδειτε(4), καὶ τὸν πατέρα μου(5) ᾔδειτε ἄν.
Ιω. 8,19 Ελεγαν τότε προς αυτόν• “που είναι ο Πατήρ σου, δια τον οποίον λέγεις ότι μαρτυρεί;” Απήντησεν ο Ιησούς• “ούτε εμέ ως Υιός του Θεού και Θεόν γνωρίζετε ούτε τον Πατέρα μου. Εάν είχατε γνωρίσει εμέ, θα εγνωρίζατε και τον Πατέρα μου, διότι εγώ περί αυτού πολλές φορές ωμίλησα και αυτόν στους πιστούς ακροατάς μου εφανέρωσα”.
(1) Το οὖν (=λοιπόν) αναφέρεται στη διακήρυξη του Ιησού, ότι μαρτυρεί για αυτόν ο πατέρας του (g)= Αφού μαρτυρεί για σένα ο πατέρας σου, πού είναι λοιπόν αυτός;
(2) Ή, «μάλλον ψάχνουν παντού και αναζητούν τον Ιωσήφ, έχοντας πιστέψει ότι αυτός είναι ο πατέρας του Χριστού και ότι δεν έχει αλλιώς το πράγμα» (Κ). Επειδή δεν αντιλήφθηκαν ποιον εννοούσε πατέρα του, ζητούν να παρουσιαστεί μπροστά στα μάτια τους ο πατέρας του και να ακούσουν άμεσα τη μαρτυρία του.
Ή, αντιλήφθηκαν πράγματι, ότι ο Κύριος πατέρα του αποκαλούσε το Θεό, αφού ήδη στο σ. 16 και 18 μίλησε ο Κύριος για Πατέρα που τον έστειλε, αλλά κηρύττουν τη μαρτυρία αυτή ανίσχυρη, αφού δεν είναι μαρτυρία που ακούγεται από μάρτυρα ορατό= Εάν ο Θεός μαρτυρεί για σένα, πού είναι λοιπόν; Ας κάνει αισθητό το ότι μαρτυρεί για σένα (g).
(3) Ο Ιησούς δεν απαντά κατ’ ευθείαν στην ερώτηση των Ιουδαίων, αλλά εξακολουθεί τη σειρά της συνομιλίας, την οποία άρχισε και την ίδια ώρα προετοιμάζει το δρόμο για απάντηση (b).
«Επειδή για να τον πειράξουν τον ρωτούσαν για τον Πατέρα και όχι για να μάθουν, για αυτό δεν τους αξιώνει ούτε απάντησης» (Θφ). Δεν με γνωρίζετε. «Οδηγεί το νου των Ιουδαίων στο να μη φρονεί για αυτόν μόνο τα ανθρώπινα… αλλά να ερευνά μάλλον και να σκέφτεται ποιος μεν είναι ο με τη σάρκα Λόγος, και ποιος ο κατά φύση Πατέρας του» (Κ). Αγνοείτε την αληθινή προσωπικότητά μου η οποία είναι θεία. Αγνοώντας όμως εμένα και τη σχέση την οποία έχω με το Θεό ως Πατέρα μου, αγνοείτε και τον πατέρα μου. Δεν έχετε πλήρη γνώση για το Θεό, εφόσον αγνοείτε, ότι έχει Υιό και ποιος είναι ο Υιός του αυτός.
«Ο σωτήρας άλλοτε μεν μιλά για τον εαυτό του σαν για άνθρωπο, άλλοτε όμως για μια πιο θεία φύση που είναι και ενωμένη με την αγέννητη φύση του πατέρα…». Για αυτό πιο πάνω «το μεν «Και εμένα γνωρίζετε και γνωρίζετε από πού είμαι» το λέει για τον εαυτό του ως άνθρωπο, ενώ το «Ούτε εμένα γνωρίζετε ούτε τον πατέρα μου» το λέει για τη θεότητα» (Ω).
«Λέγοντας, Αγνοείτε τον Πατέρα μου και εμένα, διδάσκει ότι ούτε από τον Ιωσήφ καταγόταν τον οποίον γνώριζαν, ούτε καταλάβαιναν τον λόγο σχετικά με τη σάρκωσή του» (αμ).
«Αυτός που μιλούσε σε αυτούς, φανερά μεν ήταν σάρκα, μυστικά όμως ήταν ο Λόγος· άνθρωπος ορατός, Θεός κρυμμένος. Έβλεπαν το κάλυμμα και περιφρονούσαν αυτόν που το φορούσε, διότι δεν γνώριζαν· και δεν γνώριζαν, διότι δεν έβλεπαν· και δεν έβλεπαν, διότι ήταν τυφλοί· και ήταν τυφλοί, διότι δεν πίστευαν» (Αυ).
«Είναι γνωστός στην Ιουδαία ο Θεός» (Ψαλμ. οε 1). Είχαν και οι Ιουδαίοι κάποια γνώση του Θεού ως δημιουργού του παντός. Αλλά τα μάτια τους είχαν σκοτεινιάσει, ώστε να είναι ανίκανοι να δουν το φως της δόξας του που έλαμπε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Οι ελάχιστοι στην εκκλησία του Χριστού γνωρίζουν τον Πατέρα (Α΄Ιω. β 13), γνωρίζουν αυτόν που υπάρχει από την αρχή ως Πατέρα, διότι γνώρισαν πρωτίστως τον Υιό του και μέσω αυτού οδηγήθηκαν στο Θεό. Ο λόγος λοιπόν για τον οποίο οι άνθρωποι αγνοούν το Θεό, είναι διότι δεν γνωρίστηκαν με το Χριστό και δεν ήλθαν σε κοινωνία μαζί του. Εάν γνωρίσουμε τον Ιησού καλύτερα, θα γνωρίσουμε καλύτερα και τον Πατέρα.
Αλλά όταν το φως της χριστιανικής πίστης και αλήθειας απωθείται, τότε πολύ σύντομα και οι ακτίνες της φυσικής αποκάλυψης και θρησκείας θα αμαυρωθούν και ο από αυτές φωτισμός θα παραμεριστεί. Εκείνων οι οποίοι δεν θέλουν να μάθουν για το Χριστό, σύντομα θα γίνουν μάταιοι οι διαλογισμοί τους για τον αληθινό Θεό.
(4) Είναι το ίδιο με το «εάν με γνωρίζατε θα γνωρίζατε και τον πατέρα μου» στο Ιω. ιδ 7. Δες και ιβ 45,ιδ 9 (β). «Γνώση και όραση δεν εννοεί αισθητή, αλλά νοητή» (Ζ). Πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε τον Υιό, για να γνωρίσουμε μέσω αυτού τον Πατέρα (b).
«Ο Υιός είναι σαν κάποια θύρα και οδός που οδηγεί στη γνώση του Πατέρα… Πρέπει λοιπόν πρώτα να γνωρίσουμε τι είναι από τη φύση του ο Υιός, όσο βέβαια είναι δυνατόν, και έτσι στη συνέχεια σαν από εικόνα και ακριβέστατη σφραγίδα να γνωρίσουμε καλά το πρωτότυπο» (Κ).
Το «γνωρίζω» στο δ΄ ευαγγέλιο σημαίνει κάτι πολύ περισσότερο από τη θεωρητική γνώση. Η έννοια της γνώσης αυτής περιέχει και στοιχεία ηθικά και θρησκευτικά. Το να γνωρίζω τον Κύριο σημαίνει και στον Ιωάννη όπως και στον Δαβίδ, εμπιστεύομαι αυτόν και συμμορφώνομαι με το θέλημά του και τις βουλές του. Για αυτό η γνώση του Πατέρα είναι αδύνατη σε όσους αρνούνται να υποτάξουν τα θελήματά τους στον Ιησού (μ). «ᾔδειτε… ᾔδειτε ἄν». Υπερσυντέλικος. Αναφέρεται στο χρόνο κατά τον οποίο για πρώτη φορά εμφανίστηκε μεταξύ τους ο Κύριος. Εάν αμέσως από την αρχή πίστευαν στη μεσσιακή του ιδιότητα, θα γνώριζαν αμέσως από τότε και τον Πατέρα και δεν θα έδειχναν την άγνοια, την οποία τώρα εκδηλώνουν για τον Πατέρα. «Για το ότι δεν με γνωρίζετε δεν σας φταίει κάποιος άλλος, αλλά εσείς οι ίδιοι» (Θφ). Αυτής της άγνοιας υπαίτιοι και υπεύθυνοι ήταν οι ίδιοι οι Ιουδαίοι.
(5) Το χωρίο αυτό μαρτυρεί για την ενότητα και ταυτότητα της ουσίας του Υιού και του Πατέρα. «Είναι ανάγκη να ομολογούμε ότι ο Υιός είναι όμοιος με κάθε τρόπο με τον Πατέρα, ώστε μέσω αυτού να γνωρίζει κανείς και εκείνον που τον γέννησε» (Κ). «Διότι αν κατά την άποψή σας είναι κτίσμα ο Υιός, πώς αυτός που γνωρίζει το κτίσμα, γνωρίζει και το Θεό; Διότι βεβαίως αυτός που γνωρίζει την ουσία αγγέλου, δεν γνωρίζει και την ουσία του Θεού» (Θφ).
Ιω. 8,20 Ταῦτα τὰ ῥήματα(1) ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ γαζοφυλακίῳ(2), διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ(3), καὶ οὐδεὶς(4) ἐπίασεν αὐτόν(5), ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ(6).
Ιω. 8,20 Αυτά τα λόγια είπεν ο Ιησούς κοντά στο θησαυροφυλάκιον των προσφορών και βοηθημάτων, διδάσκων εις την αυλήν του ναού και κανείς δεν συνέλαβεν αυτόν, διότι δεν είχε έλθει ακόμη η προσδιωρισμένη από τον Θεόν ώρα του.
(1) Μπαίνει μπροστά με έμφαση. «Αυτά τα θαρραλέα» λόγια (Ζ)· λόγια τέτοιας σοβαρότητας και τέτοιου περιεχομένου (g).
(2) «Όχι έξω από την Ιερουσαλήμ, ούτε σε κάποια πόλη γύρω από αυτήν, αλλά ούτε και σε πόλη ή πιο άσημο χωριό της Ιουδαίας· διότι στεκόταν σε αυτό το ίδιο το γαζοφυλάκιο, δηλαδή… σε αυτό το ίδιο το ιερό κήρυττε τα λόγια του σχετικά με αυτά» (Κ). «Και όμως αν και είχαν φονικές διαθέσεις εναντίον του και αν και τον είχαν στα χέρια τους, δεν τολμούσαν να τον πιάσουν» (Θφ). «Γαζοφυλάκιο είναι το θησαυροφυλάκιο» (Ζ).
Όπως φαίνεται από τα Μάρκ. ιβ 41 και Λουκ. κα 1, ονόμαζαν έτσι κυρίως μεν τα χάλκινα κιβώτια, τα οποία 13 στον αριθμό ήταν προορισμένα να δέχονται τις προσφορές των πιστών, έπειτα όμως και το όλο διαμέρισμα ή δωμάτιο, όπου φυλάσσονταν και μαζεύονταν αυτές οι προσφορές. Αυτό βρισκόταν στην αυλή των γυναικών και σχεδόν επικοινωνούσε με τον τόπο, όπου βρισκόταν η αίθουσα όπου μαζευόταν το συνέδριο. Για αυτό εξηγείται η ιδιαίτερη εντύπωση που προκλήθηκε στον ευαγγελιστή από τον τόπο, όπου ο Ιησούς διακήρυξε τα λόγια αυτά και για αυτό αναφέρεται εδώ· ἐν τῷ γαζοφυλακίῳ λοιπόν σημαίνει κοντά στο γαζοφυλάκιο, όχι μέσα, αλλά κοντά (g). Και τονίζεται με αυτό ότι είπε τα λόγια αυτά στον τόπο εκείνο, όπου οποιοσδήποτε μπορούσε εύκολα να συλληφθεί και όπου υπήρχε μεγάλο πλήθος ανθρώπων (b).
(3) Και επιπλέον είπε τα λόγια αυτά όχι με απλό τρόπο, αλλά διδάσκοντας, δηλαδή «από τη θέση του διδασκάλου, πράγμα που ήταν ικανό να τους ερεθίσει πιο πολύ» (Χ). Και μάλιστα διδάσκοντας στο ιερό, δημόσια και στον ίδιο το ναό των Ιεροσολύμων. Ο σιναϊτικός αποσιωπά το: διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ.
(4) =Και όμως κανείς… (g). «Μολονότι οι Φαρισαίοι ήταν κυριευμένοι από υπερβολική οργή και έτριζαν τα δόντια τους και κατέχονταν κατά τρόπο παράλογο από λύπη για τα λεγόμενά του, δεν τον έπιασαν, αν και μάλιστα ήταν τότε πολύ εύκολο να το κάνουν αυτό» (Κ).
(5) «Παρόλο που μιλούσε με τέτοιο θάρρος» (Ζ). Δες πώς τα χέρια τους είναι δεμένα, μολονότι οι γλώσσες τους είχαν λυθεί και ήταν αχαλίνωτες. Τόσο μεγάλη είναι η δύναμη του Ουρανού, για να δεσμεύει τις δυνάμεις του Άδη. Αόρατη δύναμη συγκρατεί τους διώκτες του Ιησού, παρόλο που αυτοί δείχνουν μανία εναντίον του. Ο Θεός μπορεί να δεσμεύει την οργή των ανθρώπων, όπως δεσμεύει και τα κύματα της θάλασσας. Ας μη φοβόμαστε λοιπόν οποιονδήποτε κίνδυνο, εφόσον βρισκόμαστε στην οδό του καθήκοντος. Διότι ο Θεός έχει δεσμεύσει με αλυσίδα το σατανά και τα όργανά του.
(6) «Δηλαδή δεν είχε έρθει ακόμα ο καιρός του θανάτου του· δεν ήταν αυτός ορισμένος από κάποιον άλλον» αλλά «από αυτόν το ίδιο με τη συναίνεση του Θεού και Πατέρα» (Κ). Η ώρα «του να συλληφθεί και να φονευτεί» (Ζ). Επαναλαμβάνεται αυτό σχεδόν αυτολεξεί από το ζ 30 (β).
Η ώρα του δεν είχε έλθει, διότι το έργο του δεν είχε συντελεστεί, ούτε η μαρτυρία του είχε πλήρως δοθεί. Και η ώρα και της δικής μας αναχώρησης από τον κόσμο αυτόν εξαρτάται από την ορισμένη βουλή και απόφαση του Θεού. Θα έλθει βεβαίως· έρχεται και είναι στην πόρτα. Αλλά ούτε οι εχθροί μας μπορούν να επισπεύσουν την έλευσή της, ούτε οι φίλοι μας μπορούν να την επιβραδύνουν. Θα έλθει κατά τη στιγμή, την οποία έχει ορίσει ο επουράνιος Πατέρας μας. Και αυτή είναι η καταλληλότερη για κάθε άνθρωπο, ο οποίος ατενίζοντας με εμπιστοσύνη στο Θεό φωνάζει με αγαλλίαση: Στα χέρια σου είναι οι τύχες μου.
Ιω. 8,21Εἶπεν(1) οὖν(2) πάλιν(3) αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐγὼ ὑπάγω(4) καὶ ζητήσετέ με(5), καὶ ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ ὑμῶν ἀποθανεῖσθε(6)· ὅπου ἐγὼ ὑπάγω, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν(7).
Ιω. 8,21Είπε, λοιπόν, πάλιν εις αυτούς ο Ιησούς• “εγώ πηγαίνω προς τον Πατέρα μου και θα με αναζητήσετε αλλά δια την απιστίαν σας θα αποθάνετε ζυμωμένοι με την αμαρτίαν σας. Δι' αυτό και όπου εγώ πηγαίνω, δεν ημπορείτε σεις να έλθετε”.
(1) Ο σιναϊτικός γράφει: έλεγεν οὖν.
(2) Το οὖν μάλλον υπαινίσσεται την ελευθερία, την οποία εξακολουθούσε να απολαμβάνει ο Ιησούς παρά τις διακηρύξεις του αυτές=Αφού δεν τον συνέλαβαν, λοιπόν είπε πάλι. Μολονότι δεν αποκλείεται να εκφώνησε τον ακόλουθο λόγο και σε άλλη μέρα, όμως τίποτα δεν εμποδίζει να δεχτούμε, ότι κατά την ίδια τελευταία ημέρα της γιορτής, όταν τα πλήθη που είχαν συρρεύσει για τη γιορτή, δεν είχαν ακόμη διαλυθεί, ο Κύριος χρησιμοποίησε την ευκαιρία αυτή να μιλήσει και πάλι προς τα πλήθη (g). «Και αυτά στο γαζοφυλάκιο στο ιερό πρόσθεσε μαζί με τα προηγούμενα και όχι μόνο αυτά αλλά και περισσότερα μέχρι το «αλήθεια σας λέω πριν να γίνει ο Αβραάμ εγώ είμαι» (Ω).
(3) Ή, το «πάλιν» αναφέρεται στο ζ 34, όπου φέρεται ο Ιησούς να λέει· «Θα ζητήσετε και δεν θα βρείτε…». Και σημαίνεται με αυτό ότι και για δεύτερη τώρα φορά επαναλαμβάνει τον ίδιο λόγο (ο).
Ή, σημαίνει νέο λόγο, νέα ομιλία του Ιησού, όπως στο σ. 12 («Πάλι λοιπόν σε αυτούς…»), μετά από αυτήν που εκτέθηκε στους σ. 12-19 (β). Εξακολουθούσε να διδάσκει τους λίγους εκείνους, οι οποίοι αποδέχονταν τη διδασκαλία του, παρόλο που πολλοί αντιστέκονταν σε αυτήν. Αποτελεί αυτό παράδειγμα στους διακόνους του ευαγγελίου να μην αποκάμνουν και αποθαρρύνονται στο έργο τους, οποιεσδήποτε αντιδράσεις και αν συναντούν, διότι το λίγο μέρος που έχει μείνει θα σωθεί.
(4) «Μεταβαίνω από την παρούσα ζωή» (Ζ) προς το Θεό, «δείχνοντας ότι προγνωρίζει το θάνατό του και ότι ο σταυρός δεν οφείλεται στη δική τους δύναμη, αλλά στο δικό του θέλημα. Διότι πηγαίνω, λέει, δεν με οδηγείτε εσείς, αλλά εγώ με τη θέλησή μου πορεύομαι» (Θφ).
«Λέει φανερά το «φεύγω», ώστε να εμφυτεύσει μέσα τους γρηγορότερη διάνοια, και σκεπτόμενοι ότι ο λυτρωτής είναι παρών και δεν πρέπει να τον αφήσουν να περνάει άπρακτος, να τους κεντρίσει προς την πίστη και να τους κάνει προθυμότερους πια προς υπακοή» (Κ). Αλίμονο σε εκείνους, από τους οποίους φεύγει ο Χριστός. Όταν ο Χριστός φεύγει, φεύγει και η δόξα μας, απομακρύνεται από εμάς το καταφύγιο και ο υπερασπιστής μας.
(5) Πρόκειται για αναζήτηση όχι από πίστη (g), αλλά από απόγνωση (β). Θα τον ζητούσαν ως Μεσσία τους και ελευθερωτή τους όταν θα κυριεύονταν από τα ανεπανόρθωτα δεινά.
«Και αν ακόμα ζητήσετε τον χορηγό της σωτηρίας από άκαιρη πλέον υστεροβουλία, δεν θα τον βρείτε» (Κ).
Ως προς τον καθένα από εμάς το χωρίο εφαρμόζεται ως εξής: «Εάν από τη διάχυση που φέρνει η κακία καταστρέψουμε [τα σπέρματα της αλήθειας που σπάρθηκαν μέσα στην ψυχή μας] τότε θα μας πει: Φεύγω, έτσι ώστε και αν ακόμα τον αναζητάμε δεν θα τον βρούμε, αλλά θα πεθάνουμε μέσα στην αμαρτία μας» (Ω).
(6) Και στην κατάσταση της αμαρτίας σας (β) θα πεθάνετε με θάνατο κάθε είδους (b) σώματος και ψυχής. Μέσα στην αμαρτία=Ή «μέσα σε κάθε αμαρτία σας» (Ζ). Ή, πιο σωστά, μέσα στο χωρισμό σας τον εσωτερικό της καρδιάς από το Θεό, εκδηλώσεις του οποίου είναι οι διάφορες αμαρτίες (g).
(7) Τα ίδια λόγια απευθύνει και στους μαθητές στο ιγ 33. Αλλά η αδυναμία των μαθητών θα ήταν προσωρινή, διότι ο Κύριος προετοιμάζοντας στον ουρανό τόπο, θα ερχόταν να τους ζητήσει (ιδ 3). Για τους Ιουδαίους όμως ο χωρισμός θα ήταν πλήρης (g).
Αυτοί «θα μείνουν έξω από τα αγαθά της βασιλείας και δεν θα ανέβουν στις ουράνιες μονές… Διότι ποιος γενικά μπορεί να ακολουθήσει ποτέ τον πανάγιο Χριστό χωρίς να έχει αγαπήσει τον μέσω της πίστης καθαρισμό;» (Κ).
«Αρμόζει, λέει, να φύγω και όταν πάω εκεί, εμένα μεν δεν θα μπορέσετε να με πλησιάσετε, αλλά και θα τιμωρηθείτε για το αμάρτημα που διαπράξατε σε μένα» (Θμ).
Πολλοί από εκείνους, οι οποίοι για πολύ έζησαν στην αμαρτία, με ενέργεια της θείας χάρης σώθηκαν από το να πεθάνουν σε αυτήν. Για εκείνους όμως, οι οποίοι φεύγουν από τον κόσμο αυτόν του ελέους και μεταβαίνουν στον κόσμο της ανταπόδοσης κάτω από το βάρος της ενοχής της αμαρτίας που παρέμεινε ασυγχώρητη σε αυτούς, δεν απομένει πλέον κάποια παρηγοριά. Θα είναι αιώνια χωρισμένοι από το Χριστό, στον οποίο θα μπορούσαν να βρουν την ευτυχία τους. Όταν ο Χριστός έφυγε από τον κόσμο αυτόν μπήκε στον παράδεισο παίρνοντας μαζί του και τον ευγνώμονα ληστή, που μετανόησε και δεν πέθανε μέσα στην αμαρτία του. Αλλά κάθε αμετανόητος όχι μόνο από μόνος του δεν έρχεται στο Χριστό, αλλά ούτε μπορεί να έλθει προς αυτόν. Είναι ηθικά αδύνατον αυτό, διότι ο ουρανός δεν θα ήταν ουρανός και τόπος ευφροσύνης για εκείνους, οι οποίοι δεν έχουν εξαγιαστεί και είναι ακατάλληλοι για αυτόν.
Ιω. 8,22 ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· μήτι ἀποκτενεῖ(1) ἑαυτόν, ὅτι λέγει, ὅπου ἐγὼ ὑπάγω, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν;
Ιω. 8,22 Ελεγαν τότε οι Ιουδαίοι• “μήπως θανατώση μόνος του τον ευατόν του; Διότι λέγει, ότι όπου εγώ πηγαίνω, σεις δεν ημπορείτε να έλθετε”.
(1) Κακοηθέστατη σκέψη! Μάλλον οι Ιουδαίοι επρόκειτο να τον θανατώσουν (b). Μιλούν μάλλον ειρωνικά και κοροϊδευτικά. Η έννοια των λόγων είναι: Για να λέει, ότι δεν μπορούμε να πάμε κοντά του, σημαίνει, ότι σκέφτεται να αυτοκτονήσει και ασφαλώς εμείς δεν θα τον ακολουθήσουμε ποτέ στον Άδη. Η κοροϊδευτική αυτή παρατήρηση εξηγείται, χωρίς να είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε στην ιδέα κάποιας ιδιαίτερης τιμωρίας, η οποία ανέμενε στον Άδη αυτούς που αυτοκτονούσαν (Ιωσήπ. Ιουδ. Πολ. ΙΙΙ,8,5, όπου λέγεται ότι «Άδης σκοτεινότερος» ήταν ο τόπος της τιμωρίας αυτών που αυτοκτονούν g).
«Σαν να εννοούν ότι ο μεν Ιησούς θα φονεύσει τον εαυτό του και θα βρεθεί στον τόπο αυτών που αυτοκτόνησαν και τιμωρούνται για αυτό, αλλά οι Ιουδαίοι δεν μπορούν να πάνε εκεί για αυτόν το λόγο, για το ότι δηλαδή δεν έγιναν ένοχοι για το ίδιο αμάρτημα στον εαυτό τους» (στον Ωριγένη, ο οποίος δεν την αποδέχεται).
Ιω. 8,23 καὶ εἶπεν αὐτοῖς(1)· ὑμεῖς ἐκ τῶν κάτω(2) ἐστέ, ἐγὼ ἐκ τῶν ἄνω εἰμί· ὑμεῖς ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἐστέ, ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου(3).
Ιω. 8,23 Και είπεν προς αυτούς• “σεις είσθε από τα κάτω. Εγώ όμως είμαι εκ των άνω. Σεις είσθε από τον αμαρτωλόν τούτον κόσμον. Ενώ εγώ δεν προέρχομαι από τον κόσμον τούτον.
(1) Υπάρχει και η γαρφή: Έλεγεν. Φαίνεται ότι δεν απαντά αμέσως στην υπόνοια που διατύπωσαν. Παρ’ όλα αυτά καθορίζει τον πραγματικό λόγο, για τον οποίο δεν ήταν δυνατόν μετά θάνατον να είναι αυτοί μαζί του (ο).
(2) Ή, με τη φράση «εκ των κάτω» δηλώνει ό,τι και με το ακόλουθο «από αυτόν τον κόσμο είστε» και αποσαφηνίζει το πρώτο με το δεύτερο=Είστε «από τη γη, όχι ότι το σώμα τους ήταν από τη γη, αλλά ότι ήταν γήινο το φρόνημά τους… Κόσμο εδώ λέει το κοσμικό και κακό και γήινο φρόνημα. Όπως ακριβώς δηλαδή πνεύμα λέγεται το πνευματικό φρόνημα και σάρκα το σαρκικό, έτσι και γη και κόσμος λέγεται το γήινο και κοσμικό» (Ζ). Δηλώνει όχι διαφορά βαθμού ή τόπου αλλά ηθικό ανταγωνισμό (C).
Ή, με την πρώτη μεν φράση σημαίνεται η καταγωγή και προέλευση, ενώ με τη δεύτερη η εσωτερική τους διάθεση και ηθική κατάσταση=
«Εσείς προέρχεστε από κάτω, δηλαδή από φύση που υπόκειται στο θάνατο και πέφτει στη φθορά και τη δειλία», ενώ εγώ «είμαι από ψηλά, δηλαδή Θεός από Θεό… Το «από ψηλά» υποδηλώνει τη γέννηση του Υιού από τον Θεό Πατέρα». Για αυτό και χρησιμοποιεί «το «Είμαι», για να δείξει και από πού είναι, και ότι συνυπήρχε αιώνια με εκείνον τον ίδιο που τον γέννησε» (Κ). Δεχόμενοι την ερμηνεία αυτή θα συνδέσουμε με τα παραπάνω μάλλον ως εξής: «Δεν ταιριάζει λοιπόν σε μένα περισσότερο το να πεθάνω, λέει, και να φύγω· διότι είμαι από επάνω… αλλά αυτό είναι πιο ταιριαστό σε εσάς, διότι προέρχεστε από κάτω» (Κ). Ως προς τα πιο κάτω λόγια θα τα πάρουμε με έννοια ηθική δηλαδή το «από αυτόν τον κόσμο»= από τον κόσμο αυτόν τον αμαρτωλό, τον ηθικά χωρισμένο από το Θεό, έχοντας γήινα και σαρκικά και αμαρτωλά φρονήματα. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή μπορεί κάποιος να είναι από τα κάτω, δηλαδή από φύση φθαρτή και γήινη και όμως συγχρόνως να μην είναι από τον κόσμο αυτόν, αλλά ηθικά να είναι ουράνιος άνθρωπος. Η πρώτη ερμηνεία πιο πιθανή.
Ο Κύριος ως άνθρωπος όμοιος με εμάς ήταν εξ’ ολοκλήρου νεκρός ως προς τα πλούτη του κόσμου, τις ανέσεις του σώματος και τη δόξα των ανθρώπων, και εξ’ ολοκλήρου αιχμαλωτισμένος από τα θεία και ουράνια πράγματα. Για αυτό κανείς δεν μπορεί να είναι μαζί του παρά μόνο εκείνοι, οι οποίοι έχουν γεννηθεί από ψηλά και βρίσκονται σε κοινωνία με τα ουράνια. Αντιθέτως οι Φαρισαίοι είχαν σαρκικό και κοσμικό πνεύμα. Ποια σχέση λοιπόν μπορούσε να έχει μαζί τους ο Χριστός;
(3) «Δεν σημαίνει ότι δεν έχει πάρει σάρκα, αλλά ότι είναι μακριά από την πονηρία εκείνων» (Χ). Είχε και τη φθαρτή ανθρώπινη φύση πλήρη, αλλά ηθικά ανήκε σε άλλον κόσμο. «Εγώ επειδή δεν είμαι από αυτόν τον κόσμο, δηλαδή δεν φρονώ τίποτα κοσμικό και γήινο, δεν θα μπορούσα να φτάσω ποτέ σε τέτοιο σημείο τρέλας, ώστε να φονεύσω τον εαυτό μου» (Θφ).
Ιω. 8,24 εἶπον οὖν ὑμῖν ὅτι ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν(1)· ἐὰν γὰρ μὴ πιστεύσητε ὅτι ἐγώ εἰμι(2), ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν(3).
Ιω. 8,24 Δι' αυτό και σας είπα ότι θα αποθάνετε ζυμωμένοι με τας αμαρτίας σας. Εάν δε δεν πιστεύσετε ότι εγώ είμαι ο Μεσσίας, ο αληθινός και μοναδικός Σωτήρ, θα αποθάνετε βυθισμένοι εις τας αμαρτίας σας”.
(1) «Διότι εάν για αυτό ήλθε, για να σηκώσει την αμαρτία του κόσμου και δεν είναι δυνατόν να διώξει αυτήν με άλλο τρόπο… είναι αναγκαστικό εκείνος που δεν πιστεύει να έχει τον παλαιό άνθρωπο… και θα πάει εκεί για να δώσει λόγο για τις προηγούμενες αμαρτίες του» (Χ).
«Διότι όλοι γεννηθήκαμε μέσα σε αμαρτίες, και προσθέσαμε κατά τη ζωή μας και άλλες και γίναμε «από τον κόσμο αυτόν» περισσότερο από ό,τι όταν γεννηθήκαμε από τους γονείς μας» (Αυ).
(2) «Δηλαδή ο Χριστός, ο υιός του Θεού» (Ζ). Χωρίς κατηγορούμενο ή σε σχέση με τις προφητείες της Π.Δ. για αυτόν= «Εγώ είμαι αυτός για τον οποίο έχει γραφτεί στους προφήτες… «Εγώ είμαι, εγώ είμαι αυτός που εξαλείφει τις αμαρτίες σου (Ησ. μγ 25)… Εγώ είμαι και αυτός τον οποίο κήρυττε ο νόμος ο δοσμένος μέσω του Μωϋσή λέγοντας τα εξής: «Προφήτη θα αναδείξει…»» (Κ).
Ή, πιο σωστά, σε σχέση με την έκφραση την οποία χρησιμοποιεί για τον εαυτό του ο Θεός στην Π.Δ. (όπως στο Δευτ. ιβ 39, «Δείτε, δείτε, ότι εγώ είμαι…» και στο Ησαΐου μγ 10 «για να γνωρίσετε και να καταλάβετε ότι εγώ είμαι») με την έννοια του εγώ μόνος είμαι και δεν είναι άλλος (g). Το «ότι εγώ είμαι» πρέπει να το πάρουμε με απόλυτη έννοια σύμφωνα με την οποία ο Χριστός παρουσιάζεται συμμέτοχος της θεότητας του Πατέρα (μ). Η αληθινή πίστη δεν αποκοιμίζει την ψυχή με κενές λέξεις ευχάριστου τραγουδιού, αλλά αφυπνίζει αυτήν με τη διδασκαλία για τη μεσιτεία του Χριστού, η οποία είναι αδιάψευστη πραγματικότητα που φέρνει πραγματικά και σωτήρια αποτελέσματα.
(3) Πόσο αναγκαίο είναι να πιστεύουμε ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος, ότι «αυτός είναι». Εάν δεν έχουμε την πίστη αυτήν, θα πεθάνουμε μέσα στις αμαρτίες μας, διότι χωρίς πίστη είναι αδύνατον να σωθούμε από τη δύναμη της αμαρτίας, και συνεπώς θα εξακολουθούμε να είμαστε αιχμάλωτοι αυτής και να ζούμε σε αυτήν. Μόνο η διδασκαλία του Χριστού και η χάρη του Πνεύματος η οποία μας δίνεται μέσω αυτού είναι ο ισχυρός παράγοντας που μπορεί να μας στρέψει από την αμαρτία στο Θεό.
Η χάρη αυτή όμως δίνεται και η αλήθεια που διδάσκεται από το Χριστό κατανοείται μόνο εάν έχουμε πίστη στο Χριστό. Εάν ο Χριστός δεν μας ελευθερώσει και δεν γιατρεύσει τις ψυχές μας, σίγουρα θα πεθάνουμε μέσα στις αμαρτίες μας. Ομοίως χωρίς πίστη είναι αδύνατον να σωθούμε από την ενοχή και τις ποινές της αμαρτίας και συνεπώς όταν πεθάνουμε, θα ισχύσει και για εμάς ο λόγος του Κυρίου: «αυτός όμως που απίστησε θα κατακριθεί» (Μάρκ. ιστ 16). Η απιστία είναι αμαρτία που κατακρίνει και καταδικάζει όποιον την διαπράττει· είναι αμαρτία εναντίον του φαρμάκου, το οποίο η αγαθότητα του Θεού χορήγησε για σωτηρία μας.
Ιω. 8,25 ἔλεγον οὖν αὐτῷ· σὺ τίς εἶ(1); καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· τὴν ἀρχὴν(2) ὅτι καὶ λαλῶ ὑμῖν.
Ιω. 8,25 Είπαν τότε προς αυτόν• “ποίος είσαι συ, που ισχυρίζεσαι ότι χωρίς σε δεν ημπορούμεν να σωθώμεν;” Και απήντησεν εις αυτούς ο Ιησούς• “είμαι ο,τι ευθύς εξ αρχής και συνεχώς λέγω προς σας.
(1) «Το έλεγαν αυτό από κακία και για να τον δοκιμάσουν» (Ζ), «όχι ώστε, αφού μάθουν, να πιστέψουν» (Κ). «Μετά από τόσο χρόνο και θαύματα και διδασκαλία, ρωτούν Εσύ ποιος είσαι;» (Χ). Επειδή άκουσαν τον Κύριο να διαβεβαιώνει «Εγώ είμαι», εξανίστανται και ρωτούν: «Μήπως άραγε τολμάς να φρονείς για τον εαυτό σου κάτι μεγαλύτερο από αυτά που ξέρουμε εμείς;… Το «Εσύ» λέγεται με έμφαση… σαν να λένε, εσύ που δεν είσαι απολύτως τίποτα… ο ασήμαντος και από ασήμαντους, τι λαμπρό έχεις να πεις για τον εαυτό σου;» (Κ).
(2) Υπάρχει πλήθος ερμηνειών. Εάν πάρουμε το «την αρχήν» με έννοια χρονική, υπάρχουν οι εξής ερμηνείες: «Την αρχή του λόγου την έκανα σε εσάς, και σας είπα κάτι από αυτά που έχουν το γνώρισμα να ωφελούν» (Κ). Ή «είμαι η αρχή (τον όντων), ό,τι επίσης είπα σε εσάς. Πιστέψτε σε εμένα την αρχή, ότι είμαι η αρχή» (Αυ). Ή, από την αρχή και προαιωνίως είμαι ό,τι σας λέω. Ή, από την αρχή σας λέω και δεν έπαυσα ποτέ να σας λέω τι είμαι. Από την αρχή του κηρύγματός μου. Εκείνο, το οποίο από την αρχή και σας λέω, αυτό είμαι (δ).
Εάν πάρουμε το «την αρχήν» με έννοια λογική αντί για επίρρημα (=τελείως, εξ’ ολοκλήρου, προ παντός) υπάρχουν οι εξής ερμηνείες: Ή «είστε όλως διόλου ανάξιοι να ακούτε τα λόγια μου» (Χ). «Και που σας μιλάω, είναι τελείως περιττό» (Ζ). Σχετική φράση με αυτό το νόημα αυτή στον Κλήμη Ομιλ. VI 11 «Αν δεν παρακολουθείς αυτά που λέω, τι νόημα έχει και που σου μιλάω απλώς;». Ή, ακριβώς και εξ’ ολοκλήρου είμαι ό,τι σας λέω. Απολύτως ό,τι σας λέω. Με την τελευταία αυτή έννοια υπάρχουν και στους κλασσικούς περιπτώσεις παρόμοιας χρήσης. Συμφωνεί μάλιστα άριστα η ερμηνεία αυτή και με αυτά που ακολουθούν, ὅτι καὶ λαλῶ ὑμῖν. Όχι που σας είπα, ούτε που θα σας πω, αλλά που ήδη σας λέω (g). Η έκφραση είναι επιρρηματική, στην οποία η ιδέα του χρόνου εξαφανίζεται πλήρως και αποβαίνει να έχει την ίδια σημασία με το: γενικά, εξ’ ολοκλήρου (C).
Ιω. 8,26 πολλὰ ἔχω(1) περὶ ὑμῶν λαλεῖν καὶ κρίνειν(2)· ἀλλ᾿(3) ὁ πέμψας με ἀληθής ἐστι, κἀγὼ ἃ ἤκουσα παρ᾿ αὐτοῦ, ταῦτα λέγω εἰς τὸν κόσμον(4).
Ιω. 8,26 Πολλά ακόμη έχω να πω δια σας και να σας κρίνω, δεν θα τα δεχθήτε όμως. Αλλά εκείνος που με έστειλε, είναι απολύτως αληθινός, και εγώ όσα ήκουσα από αυτόν, αυτά ακριβώς λέγω στον κόσμον, πάντοτε δηλαδή αληθινά και δίκαια”.
(1) Κάποιοι συνέδεσαν με τα προηγούμενα θεωρώντας, ότι αποτελεί ο στίχος συνέχεια της πρότασης του στίχου 25 και έβαλαν τα σημεία στίξης ως εξής: τὴν ἀρχὴν - ὅτι καὶ λαλῶ ὑμῖν- πολλὰ ἔχω περὶ ὑμῶν λαλεῖν καὶ κρίνειν (=Προς το παρόν –διότι είναι ακόμα καιρός να σας μιλώ- έχω πολλά να σας πω.
Ή, βεβαίως έχω –και αυτό κάνω μιλώντας προς εσάς- πολλά να σας πω). Η στίξη αυτή δεν είναι φυσική και αυτή η σύνδεση είναι βεβιασμένη. Ο διαχωρισμός του στίχου αυτού από τον προηγούμενο με τελεία, παρουσιάζεται φυσικότερος. Όσον αφορά στη λογική σύνδεση του σ. 26 με τα παραπάνω, αυτή δεν παρουσιάζεται δύσκολη, εφόσον τον μεν σ. 25 τον θεωρήσουμε ως ερώτηση-απάντηση που παρεμβλήθηκε και τον παρόντα στίχο ως συνέχεια του σ. 24. Ο Ιησούς αφού απάντησε στο ερώτημα που του τέθηκε, Εσύ ποιος είσαι; εξακολουθεί τους ελέγχους του των στίχων 21-24= Εκτός από αυτά που σας είπα (στους σ. 21-24), έχω και άλλα πολλά να σας πω… (g).
(2) «Πολλά μπορώ να πω για σας για κατηγορία και να κρίνω για τιμωρία» (Ζ). Το κρίνω δηλαδή με την έννοια του καταδικάζω και κατακρίνω. Μπορούμε όμως να το πάρουμε και με την έννοια του δικάζω απλώς.
(3) Αντιθετικός σύνδεσμος. Με ποια έννοια αντιτίθεται στο «πολλά έχω… και κρίνειν»; Ή, «αλλά δεν θέλω τώρα, διότι ούτε ο Πατέρας μου θέλει» (Ζ). «Διότι δεν έστειλε ο Θεός τον Υιό του για να κρίνει τον κόσμο, αλλά για να σώσει τον κόσμο. Αν λοιπόν για αυτό με έστειλε, και είναι αληθινός, εύλογα εγώ δεν κρίνω κανέναν τώρα» (Χ).
Ή, πιο σωστά «Αλλά εάν φαίνομαι ότι είμαι ενοχλητικός λέγοντάς σας αυτά, αν δεν είμαι δεκτός μάρτυρας για τα φυσικά αξιώματα που υπάρχουν σε εμένα, όμως εκείνος που με έστειλε είναι αληθινός, και εγώ αυτά που άκουσα… λέω… Λέω τα ίδια, λέει, με τον πατέρα μου που με έστειλε, λέω λόγια σύμφωνα με τα λεγόμενα εκείνου… Επομένως εάν ψεύδομαι κατά τη γνώμη σας… είναι ανάγκη να πείτε οπωσδήποτε ότι έχει ψευσθεί προηγουμένως ο Πατέρας. Αλλά είναι αληθινός. Άρα λοιπόν δεν έχω διαψευστεί» (Κ). «Κρίνω την αλήθεια, διότι ως Υιός του Ενός αληθινού, είμαι αλήθεια» (Αυ).
(4) Έχει την ίδια έννοια με το ε 30, «καθώς ακούω κρίνω». Ο αόριστος ήκουσα δεν αναφέρεται μόνο στην προαιώνια ύπαρξη, αλλά και στο χρόνο της σάρκωσης και μάλιστα στο χρόνο κατά τον οποίο μιλούσε σε αυτούς. Δηλαδή «άκουσα από αυτόν και τα άλλα και ότι είμαι φως εθνών» (Ζ), και τώρα, που μιλώ σε σας, μιλώ σύμφωνα με ό,τι ακούω από τον Πατέρα. Υπάρχει και η γραφή: λαλώ.
Στάλθηκε ως μάρτυρας για το λαό, «μαρτυρία στα έθνη» (Ησ. νε 4) και είναι ο Αμήν, ο μάρτυρας ο πιστός (Αποκ. γ 14). Δεν απέκρυψε τη διδασκαλία του, αλλά κήρυξε αυτήν στον κόσμο, όπως παρέλαβε αυτήν από τον πατέρα του, χωρίς να αλλοιώσει ή να μεταβάλλει κάτι, ή να απομακρυνθεί με οποιονδήποτε τρόπο από τις οδηγίες, τις οποίες ως άνθρωπος έλαβε από αυτόν που τον έστειλε σε εμάς. Και παρόλο που αυτός δεν θα κατέκρινε εκείνους, οι οποίοι απιστούσαν στη διδασκαλία του, όμως ο Πατέρας πρόκειται να λογαριαστεί μαζί τους και θα αποδειχτεί αληθινός και σε ό,τι προανήγγειλε μέσω του Μωϋσή για τον προφήτη, τον οποίο θα εμφάνιζε ανάμεσά τους: «καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐὰν μὴ ἀκούσῃ ὅσα ἂν λαλήσῃ ὁ προφήτης ἐκεῖνος ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐγὼ ἐκδικήσω ἐξ αὐτοῦ (=Καθε δε άνθρωπο, ο οποίος θα παρακούσει όσα στο όνομά μου θα πει ο προφήτης εκείνος, εγώ θα τον τιμωρήσω» (Δευτ. ιη 19).
Ιω. 8,27 οὐκ ἔγνωσαν ὅτι τὸν πατέρα αὐτοῖς ἔλεγεν(1).
Ιω. 8,27 Οι Ιουδαίοι όμως δεν αντελήφθησαν ότι τους έκανε λόγον δια τον ουράνιον Πατέρα του.
(1) To «έλεγε» έχει την έννοια του «έλεγε για». Από το σ. 21, μολονότι ο Ιησούς μιλά για αυτόν που τον έστειλε, ούτε μία φορά δεν αναφέρει ούτε το όνομα του Θεού, ούτε του Πατέρα. Μιλώντας ο Κύριος για την ιδιαίτερη σχέση του με τον Πατέρα και για τη μαρτυρία του Πατέρα για αυτόν, φυσικό ήταν να γίνει ακατανόητος σε ανθρώπους οι οποίοι παρακολουθούσαν τα λόγια του όχι με πίστη και εμπιστοσύνη και διάθεση ειλικρινή και ευθεία (g). Με την επίκρισή του αυτή ο Ιωάννης εκδηλώνει την έκπληξή του για την απιστία και τύφλωση των Ιουδαίων (b), οι οποίοι δεν αντιλήφθηκαν, ότι μιλούσε για τη σχέση του με το Θεό και υπέθεσαν, ότι μιλούσε για σχέση με κάποιον, ο οποίος δεν ήταν παρών και όχι για σχέση και ένωσή του με εκείνον, τον οποίον κανείς δεν έχει δει ποτέ (χ).
Και «ο πνευματοφόρος (Ιωάννης) νιώθει πάλι κατάπληξη από την αναισθησία των Ιουδαίων» (Κ). Δες εδώ τη δύναμη του σατανά που τυφλώνει τις διάνοιες εκείνων οι οποίοι δεν πιστεύουν. Παρόλο που ο Χριστός μίλησε τόσο σαφώς για τον ουράνιο Πατέρα του, δεν αντιλήφθηκαν εκείνοι ποιόν εννοούσε, αλλά υπέθεσαν ότι μιλούσε για κάποιον πατέρα του που ζούσε στη Γαλιλαία. Έτσι οι σαφέστερες αλήθειες γίνονται αινίγματα σε εκείνους, οι οποίοι κρατούν ισχυρά τις προκαταλήψεις τους.
Ιω. 8,28 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ὅταν ὑψώσητε(1) τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου(2), τότε(3) γνώσεσθε(4) ὅτι ἐγώ εἰμι(5), καὶ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ ποιῶ(6) οὐδέν, ἀλλὰ καθὼς ἐδίδαξέ με ὁ πατήρ μου, ταῦτα λαλῶ(6).
Ιω. 8,28 Είπε τότε προς αυτούς ο Ιησούς• “όταν υψώσετε επάνω στον σταυρόν τον υιόν του ανθρώπου, τότε θα μάθετε ότι είμαι ο Υιός του Θεού και ότι από τον ευατόν μου εγώ δεν κάνω τίποτε απολύτως, αλλά όπως με εδίδαξε ο Πατήρ μου, αυτά ακριβώς λέγω.
(1) «Η ύψωση για την οποία μιλά είναι αυτή του Πάθους του και όχι η ένδοξη ανάβασή του στους ουρανούς» (Αυ). «Όταν θα με κρεμάσετε ως άνθρωπο πάνω στο σταυρό» (Ζ). Για την έννοια του υψώσετε δες γ 14 (g). Ότι δεν πρόκειται για την ύψωση με την ανάληψη, αποδεικνύεται από το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο. Οι Ιουδαίοι ύψωσαν τον Κύριο πάνω στο Σταυρό (β,ο,g).
(2) Αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση, λόγω της οποίας περιφρονείται μεν τώρα και απορρίπτεται από τους Ιουδαίους και έγινε παθητός και υποκείμενος σε θάνατο.
(3) Θα μάθετε τότε από τα γεγονότα, ό,τι τώρα δεν παραδέχεστε με εμπιστοσύνη στο λόγο μου (b). Θα γνωρίσετε τότε «εξαιτίας και των θαυμάτων και της ανάστασης και της άλωσης (των Ιεροσολύμων)» (Χ). «Διότι μετά που σταυρώθηκε αυτός και έγιναν τα φοβερά εκείνα θαύματα… κατάλαβαν… ότι ήταν όντως θεϊκός άνθρωπος και συμπάσχει με αυτόν η κτίση» (Ζ), όπως και στην Πεντηκοστή. Ο θάνατος του Ιησού εξασφάλισε την έκχυση του Αγίου Πνεύματος, το οποίο θα έπειθε τον κόσμο για το ποιος ήταν ο Ιησούς. Αλλά και όταν «θα υπομείνουν ανυπόφορη συμφορά, την προερχόμενη δηλαδή από τον πόλεμό τους εναντίον των Ρωμαίων, ο οποίος συνέβη σε αυτούς μετά το Σταυρό του Σωτήρα εξαιτίας της ουράνιας και εκ μέρους του Θεού οργής» (Κ), τότε θα καταλάβετε.
(4) Άλλοι μεν πίστεψαν και μάλιστα κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, άλλοι όμως αν και αντιλήφθηκαν την πλάνη τους σκληρύνθηκαν. «Και οι ίδιοι οι άρχοντες των Ιουδαίων κατάλαβαν τότε… έστω και αν είχαν πατήσει τη συνείδησή τους… Διότι λέει… ο Ματθαίος, ότι… «έδωσαν αρκετά αργύρια στους στρατιώτες, λέγοντας· πείτε ότι οι μαθητές του… τον έκλεψαν»» (Ζ).
(5) Δες σ. 24. «Ως Θεός έχει πει το «Εγώ είμαι»» (Ζ). «Δηλαδή ο Χριστός, ο Υιός του Θεού» (Χ), «ο Θεός που μπορεί τα πάντα» (Κ). Παράλληλο αυτού είναι το Ματθ. κστ 64.
(6) Και αυτό εξαρτάται από το γνώσεσθε.
«Και τα δύο λοιπόν θα μάθετε, και τη δύναμή μου, όταν με σταυρώσετε, και την ομόνοια με τον Πατέρα. Διότι ο Πατέρας δεν θα έπαιρνε εκδίκηση για μένα, παραδίδοντας την πόλη στους Ρωμαίους ούτε θα επιτελούσε θαύματα στο σταυρό, εάν δεν ήμουν Υιός του και δεν είχαν την ίδια γνώμη με αυτόν» (Θφ).
Με τα ποιῶ και λαλῶ φανέρωσε «και τη δύναμή του και την ομόνοια με τον Πατέρα· διότι το «από τον εαυτό μου δεν λέω τίποτα» δείχνει το απαράλλακτο της ουσίας και το ότι δεν λέει τίποτα έξω από τις πατρικές σκέψεις» (Χ).
«Επειδή είμαι ίσος με τον Πατέρα, αυτά που θέλει, αυτά θέλω· διότι σε εμάς υπάρχει ένα θέλημα, όπως ακριβώς και μία δύναμη» (Ζ).
Αυτά τα λόγια λοιπόν μπορούν να αναφερθούν και στη θεία φύση του Λόγου. Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση θα έχουμε υπ’ όψη ότι «μιλά μεν με πιο ανθρώπινο τρόπο επειδή οι Ιουδαίοι δεν μπορούν να καταλάβουν αλλιώς… και… αφαιρώντας το μεγαλύτερο μέρος της θεοπρεπούς αξίας του… διαπλάθει τον λόγο άριστα σύμφωνα με τις αδυναμίες των ακροατών του και… κάνει τον λόγο τέτοιο που να ταιριάζει σε ανθρώπους» (Κ).
Έτσι και το «όπως με δίδαξε ο Πατέρας» θα ερμηνεύσουμε όχι ότι «ότι ο Υιός χρειάζεται γενικά μάθηση ως προς κάτι» αλλά με την έννοια ότι «καθόλου δεν έχω δική μου γνώμη, αλλά έχω την ίδια θέληση πάντοτε με το Θεό και Πατέρα… και λέω… όσα γνωρίζω ότι λέει αυτός· διότι έχω την ίδια ουσία με αυτόν που με γέννησε» (Κ).
«Το «με δίδαξε ο Πατέρας» έχει την ίδια σημασία με το «ο Πατέρας με γέννησε να γνωρίζω ήδη»… Από αυτόν λοιπόν έχει την γνώση, από τον οποίο έχει και την ύπαρξη. Όχι ότι από αυτόν είχε πρώτα την ύπαρξη και έπειτα έλαβε τη γνώση, αλλά όπως με τη γέννηση έδωσε σε αυτόν την ύπαρξη, έτσι με τη γέννηση έδωσε σε αυτόν τη γνώση» (Αυ).
Ομοίως και ως προς το «από τον εαυτό μου δεν κάνω τίποτα», «δεν θα πούμε οπωσδήποτε ότι αυτός κατηγορεί τη φύση του ως αδύναμη σε κάτι» αλλά λέει αυτό «επειδή έχει σε όλα συνθελητή και ομογνώμονα… τον Θεό και Πατέρα… Όντας της ίδιας ουσίας ο Μονογενής με εκείνον που τον γέννησε… θα πράξει μεν αυτά ακριβώς… που θα πράξει και ο ίδιος ο Πατέρας. Αυτό σημαίνει το δεν κάνει τίποτα από μόνος του· θα πει λοιπόν οπωσδήποτε αυτά που λέει εκείνος που τον γέννησε, όχι ως βοηθός ή έχοντας πάρει εντολή ή ως μαθητής, αλλά ως έχοντας καρπό της ίδιας φύσης, το να χρησιμοποιεί τα λόγια του Θεού και Πατέρα» (Κ).
Ιω. 8,29 καὶ ὁ πέμψας με(1) μετ᾿ ἐμοῦ ἐστιν(2)· οὐκ ἀφῆκέ με μόνον ὁ πατήρ, ὅτι ἐγὼ τὰ ἀρεστὰ αὐτῷ ποιῶ(3) πάντοτε(4).
Ιω. 8,29 Και εκείνος, που με έστειλε, είναι μαζή μου. Δεν με αφήκε ποτέ μόνον ο Πατήρ, διότι εγώ πράττω πάντοτε αυτά που του είναι ευάρεστα”.
(1) Εσείς μπορεί να με απορρίπτετε και να συνασπίζεστε εναντίον μου με αισθήματα αδιάλλακτα εχθρικά. Παρ’ όλα αυτά δεν είμαι μόνος, διότι ο Πατέρας μου ο οποίος με έστειλε, είναι μαζί μου (ο). Μπορεί και η πρόταση αυτή να εξαρτηθεί από το γνώσεσθε του προηγούμενου στίχου.=Θα μάθετε, ότι εγώ είμαι και ότι δεν κάνω τίποτα από τον εαυτό μου και ότι αυτός που με έστειλε είναι μαζί μου (g).
(2) Μπορούμε να το πάρουμε ότι αποδίδεται και στην ανθρώπινη και στη θεία φύση του Κυρίου. Πιο σωστά, στην ανθρώπινη.= «Αν αυτό το λέει ως άνθρωπος μεν, μπορούμε να πούμε, ότι είναι μεν παντού ο Θεός,… αλλά λέγεται ότι είναι περισσότερο μαζί με τους άξιούς του» (Ζ), και πολύ περισσότερο με τον Υιό του που ενανθρώπησε.
Εάν αποδώσουμε αυτό στη θεία φύση.= «Όταν λέει το «μαζί μου» σημαίνει πάλι κάτι θεοπρεπές και μυστικό· διότι ασφαλώς δεν θα θεωρήσουμε ότι αυτός λέει εκείνο, ότι, όπως συμβαίνει να ενεργεί ο Θεός σε έναν προφήτη τυχόν… αλλά… λέει το «μαζί μου» με άλλο τρόπο· διότι υπάρχει, λέει, στην ίδια με μένα φύση εκείνος που με έστειλε… Κατ’ ανάγκη παρουσιάζει τώρα τον Πατέρα να είναι μαζί του και ομοούσιο με τον εαυτό του, για να πιστεύεται πλέον ότι διδάσκει τα λόγια εκείνου, ως Θεός τα από το Θεό λεγόμενα, και παρακινούμενος από τη φυσική ιδιότητα εκείνου που τον γέννησε στο να λέει αυτά που πρέπουν στο Θεό» (Κ). Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή «για να μη νομίσουν ότι η φράση «αυτός που με έστειλε» σημαίνει μείωσή του, λέει το «είναι μαζί μου». Διότι το μεν πρώτο είναι απόδειξη της οικονομίας, ενώ το δεύτερο της θεότητας» (Χ), «επειδή η Αγία Τριάδα έχει το αχώριστο… και είναι ενωμένη με την ίδια ουσία» (Ζ). Διότι αν και με έστειλε ως άνθρωπο, αλλά δεν χωρίστηκα λοιπόν από αυτόν, αλλά είναι μαζί μου, συνυπάρχοντας ως Θεός με Θεό» (Θφ).
(3) Ουδέποτε κατά τη διάρκεια της πάνω στη γη φανέρωσης του Κυρίου εγκαταλείφθηκε ποτέ από τον Πατέρα, διότι πάντοτε ο Πατέρας τον έβλεπε να κάνει τα αρεστά σε αυτόν. Η πλήρης υποταγή του Ιησού Χριστού προς τον Πατέρα διατηρούσε αδιάσπαστη και στενή τη σχέση του ως ανθρώπου με τον Πατέρα. Ο Πατέρας ευαρεστούνταν στον Ιησού Χριστό και έμενε μέσα σε αυτόν ως πρόσωπο που κάνει τα αρεστά σε αυτόν πάντοτε. Τονίζεται η ανθρώπινη φύση του Κυρίου και η ηθική τελειότητά του ως ανθρώπου και η από αυτήν επικοινωνία του με το Θεό (g).
Κανείς ποτέ άνθρωπος δεν θα μπορούσε να πει αυτό για τον εαυτό του. «Διότι σε πολλά φταίμε όλοι». Μόνον ο Κύριός μας δεν δυσαρέστησε ποτέ τον Πατέρα του, αλλά «εκπλήρωσε κάθε δικαιοσύνη». Και αυτό υπήρξε απαραίτητος όρος, ώστε η θυσία του να έχει αξία και ισχύ αιώνια και απεριόριστη. Από αυτό επίσης διδασκόμαστε, ότι όταν οι δούλοι και διάκονοι του Θεού πράττουν πάντοτε τα αρεστά σε αυτόν, μπορούν να είναι βέβαιοι, ότι η παρουσία του και η βοήθειά του θα είναι πάντοτε μαζί τους.
Μπορεί όμως να αποδοθεί αυτό και στη θεία φύση ως εξής: Κάνει τα αρεστά στον Πατέρα «επειδή ακριβώς έχει την ίδια γνώμη και θέλει πάντοτε για οτιδήποτε αυτό που θέλει εκείνος που τον γέννησε, και τίποτα δεν επεδίωξε να το κάνει από μόνος κατά κάποιο τρόπο και ξεχωριστά. Και δεν θα νομίσουμε βεβαίως… ότι ο Υιός με αυτά δείχνει κάποια προαιρετική και αυξητική αρετή, αλλά μάλλον είναι καρπός της αμετάβλητης φύσης του… ως Θεός που είναι και προέρχεται από Θεό κατά φύση, φθάνει στο να έχει την ίδια θέληση, και, για να το πω έτσι, κάνει τα ίδια έργα με εκείνον που τον γέννησε» (Κ).
Κάνω τα αρεστά σε αυτόν «διότι είμαι ίσος με αυτόν στη θεότητα και τη θέληση» (Ζ), «μιλώντας με πιο ανθρώπινο τρόπο» (Χ). Ο παρακείμενος [οὐκ ἀφῆκέ με] δηλώνει ότι σε κανέναν ποτέ χρόνο δεν εγκαταλείφθηκε (b). Και αν λοιπόν αποδώσουμε τα λόγια αυτά στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου, πάλι υπαινίσσεται το χωρίο την πριν τη σάρκωση ένωση του Κυρίου με τον Πατέρα του.
(4) Σε κάθε χρόνο και τόπο, με κάθε τρόπο ζητά και διδάσκει όλα όσα αρέσουν στο Θεό και είναι άξια του Θεού (b).
Ιω. 8,30 Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος(1) πολλοὶ(2) ἐπίστευσαν(3) εἰς αὐτόν.
Ιω. 8,30 Ενώ δε εδίδασκεν αυτά ο Ιησούς, πολλοί επίστευσαν εις αυτόν.
(1) «Πίστεψαν μεν, αλλά όχι όπως έπρεπε, αλλά απλά και ως έτυχε» (Χ). Ελκύστηκαν πρόσκαιρα από τα λόγια του Ιησού και πίστεψαν σε αυτόν.
(2) Μεταξύ αυτών, εάν συμπεράνουμε από το ιβ 42, ήταν και πολλοί από τους άρχοντες δηλαδή τα μέλη του συνεδρίου (g).
Παρόλο που πολλοί χάνονται μέσα στην απιστία τους, όμως πάντοτε υπάρχει το υπόλειμμα σύμφωνα με την εκλογή της χάρης, το οποίο πιστεύει και σώζεται. Εάν ο Ισραήλ συνολικά δεν συγκεντρωθεί, πάντοτε όμως υπάρχει ένα μέρος από αυτόν, το οποίο θα συγκεντρωθεί γύρω από το Χριστό και θα δοξαστεί ο Χριστός από αυτό και ο Θεός θα είναι για αυτό δύναμη (Ησ. μθ 5). Σημείωσε επίσης, ότι όχι σπάνια ανοίγει πόρτα μεγάλη και ενεργής στο κήρυγμα και εκεί όπου πολλοί είναι οι εχθροί. Ο Χριστός έτσι ή αλλιώς θα συντελέσει το έργο του και όταν ακόμα οργίζονται εναντίον του οι λαοί. Το ευαγγέλιο κερδίζει μεγάλες νίκες προ παντός, όταν αντιμετωπίζει μεγάλες αντιστάσεις και αντιδράσεις. Αυτό ας ενθαρρύνει τους διακόνους του ευαγγελίου, που πληροφορούνται ότι οι κόποι τους δεν θα αποβούν μάταιοι.
(3) «Μακάρι όταν και εγώ μιλώ, πολλοί να πιστέψουν· όχι σε εμένα, αλλά μαζί με εμένα σε Εκείνον. Εύχομαι όταν κηρύττω και εγώ, πολλοί, πάρα πολλοί, να πιστεύουν, όχι σε εμένα, αλλά μαζί με εμένα σε αυτόν» (Αυ). Εκφράζει διάθεση να αναγνωρίσουν τον Ιησού ως Μεσσία. Δεν ήταν όμως όλων αυτών η πίστη σταθερή και βαθειά. «Ότι δεν είχαν τέλεια πίστη το δείχνει ο ευαγγελιστής με τα επόμενα λόγια» (Χ). Για αυτό για δοκιμασία ο Κύριος απευθύνει προς τους Ιουδαίους λόγια, με τα οποία αυτοί μεν που ελκύστηκαν πρόσκαιρα θα απομακρύνονταν, ενώ αυτοί που είχαν ειλικρινέστερη διάθεση, αφού ταπεινώνονταν θα στερεώνονταν ακόμα περισσότερο στην πίστη (g). «Θέλοντας να εμβαθύνει την πίστη τους, ώστε να μην είναι επιπόλαιη, ερευνά την ψυχή τους με πιο επιτιμητικά λόγια» (Χ).
Ιω. 8,31Ἔλεγεν οὖν(1) ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς πεπιστευκότας αὐτῷ Ἰουδαίους· ἐὰν ὑμεῖς μείνητε(2) ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ(3), ἀληθῶς μαθηταί μού ἐστε(4),
Ιω. 8,31 Προς αυτούς, λοιπόν, τους Ιουδαίους που είχαν πιστεύσει, είπεν ο Ιησούς και τα εξής• “εάν σεις μείνετε ακλόνητοι εις την διδασκαλίαν μου και την εφαρμόζετε εις την ζωήν σας, τότε θα είσθε αληθινοί μαθηταί μου
(1) Η συζήτηση και σκηνή που περιγράφεται τώρα από τον σ. αυτόν δεν φαίνεται να έγινε κατά την ίδια τελευταία ημέρα της γιορτής, κατά την οποία λέχθηκαν οι λόγοι του Κυρίου που εκτέθηκαν προηγουμένως (g).
(2) «Εάν εσείς εμμείνετε» (Ζ), «δείχνοντας ότι δεν είχαν ακόμα δεχτεί τη διδασκαλία, αλλά μόνο πρόσεχαν τα λεγόμενα» (Χ). «Απαιτεί συμπεριφορά… σταθερή και ακλόνητη και που είναι πρόθυμη να διατηρήσει το αγαθό που προτιμήθηκε από αυτούς μια για πάντα» (Κ). «Επειδή λοιπόν κάποιοι έφυγαν… για αυτό λέει προς αυτούς που τώρα πίστεψαν, ότι εκείνοι μεν έφυγαν, εάν όμως εσείς μείνετε…» (Θφ).
Το μένω στη διδασκαλία σημαίνει πρωτίστως εισδύω σε αυτήν και μέσω του γράμματος κατανοώ το πνεύμα της και εγκολπώνομαι αυτό (μ). Η κατανόηση ή γνώση αυτή της αλήθειας είναι κάτι πολύ περισσότερο από τη θεωρητική και επιστημονική γνώση. Η γνώση και κατανόηση αυτή ταυτίζεται με το να κάνω δική μου την αλήθεια και αυτοί που την έχουν άρχισαν από την ορθοδοξία και κατέληξαν στο να γίνουν πραγματικοί και ζωντανοί Χριστιανοί (τ). Μένω στο λόγο του Χριστού, όπως κάποιος άνθρωπος μένει στο σπίτι του, το οποίο γίνεται κέντρο του και ανάπαυσή του και καταφύγιό του. Μένω στο λόγο σημαίνει ενδιατρίβω σταθερά και αμετακίνητα στο λόγο και συμμορφώνομαι με το λόγο.
(3) Δες Β΄ Ιω. 9 («χωρίς να μένει στη διδαχή του Χριστού»). Στο σ. 37 και στο κεφ. ε 38 παρουσιάζεται ο λόγος να μένει στους πιστούς, αλλά και οι δύο εκφράσεις καταλήγουν στο ίδιο (β).
«Φαίνεται κατά κάποιο τρόπο να αποσπά αυτούς… με πράο τρόπο από τα μωσαϊκά διδάγματα και απομακρύνοντάς τους από την προσκόλλησή τους στο γράμμα… τους προστάζει να είναι προσκολλημένοι μάλλον στο λόγο του… Λόγος όμως κυρίως αυτού πρέπει να θεωρηθεί το ευαγγελικό κήρυγμα» (Κ). «Στο λόγο το δικό μου, δηλαδή στη διδασκαλία μου, την οποία θα διδάξω σε εσάς» (Ζ).
(4) «Μαθητές αληθινοί» (Κ). «Διότι δεν είστε ακόμη» (Ζ). Διότι δεν είναι αρκετό να αρχίσει κάποιος μόνο… Είστε μεν και τώρα αλλά προσέξτε να εξακολουθήσετε (b). Τον αληθινό τίτλο του μαθητή θα αποτελέσει όχι η πρόσκαιρη αποδοχή και επιδοκιμασία αυτών ή εκείνων των λόγων, αλλά η εμβάθυνση και η εμμονή, που πιστοποιείται με λόγια και έργα, σε όλη τη διδασκαλία του (κ).
Ο λόγος θα συναντήσει στις καρδιές τους ριζωμένες προκαταλήψεις. Για αυτό διατρέχουν τον κίνδυνο να διολισθήσουν πάλι στην απιστία (g). Το ἀληθῶς αντιτίθεται στη νόθα και αμφίβολη μαθητεία (ο). Υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι ομολογούν για τους εαυτούς τους, ότι είναι μαθητές του Χριστού, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι τέτοιοι. Έχουν μόνο το όνομα. Τα παιδιά, τα οποία στέλνονται στο σχολείο για να διδαχτούν εκεί τα γράμματα, υποχρεώνονται να παραμείνουν μαθητευόμενα για ορισμένα έτη. Οι πιστοί, εάν θέλουν να είναι αληθινοί μαθητές του Κυρίου, πρέπει εφ’ όρου ζωής να παραμένουν στα πόδια του διδασκόμενοι.
Ιω. 8,32 καὶ(1) γνώσεσθε(2) τὴν ἀλήθειαν(3), καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς(4).
Ιω. 8,32 και θα γνωρίσετε, όχι μόνον από την διδασκαλίαν μου, αλλά και από την προσωπικήν σας πείραν, την αλήθειαν και η αλήθεια θα σας ελευθερώση .
(1) Εφόσον τηρηθεί αυτός ο όρος· ως συνέπεια της εμμονής σας στο λόγο μου θα έλθει το να γνωρίσετε την αλήθεια (g). Η σταθερή εμπότιση των χριστιανών από τη διδασκαλία του Ιησού είναι εξόχως σημαντική. Οδηγεί σε σαφή και ενεργή κατανόηση της αλήθειας η οποία παράγει πλήρη ελευθερία από την αμαρτία (χ).
(2) Αναφέρεται σε πειραματική και εσωτερική γνώση της αλήθειας, που διαφωτίζει πλήρως και διώχνει κάθε αμφιβολία (ο).
(3) Αυτή αποτελεί το περιεχόμενο των λόγων του Ιησού (g). Όμως εάν εδώ προβάλλεται η διδασκαλία του Ιησού ως ο συντελεστής και παράγοντας της ηθικής ελευθερίας, στο σ. 36 εμφανίζεται ο ίδιος ο Υιός ως αυτός που παρέχει αυτήν την ελευθερία. Αλλά όταν λάβει κάποιος υπ’ όψη την διακήρυξη του Κυρίου στο ιδ 6 «Εγώ είμαι η αλήθεια», πείθεται, ότι δεν πρόκειται για πραγματική διαφορά (β). Για αυτό και εδώ ερμηνεύτηκε η φράση «την αλήθεια»: «(γνωρίστε) αυτόν που δίνει την αληθινή ελευθερία και είναι ο λυτρωτής» (Κ). Και εκείνοι ακόμα οι οποίοι πίστεψαν ειλικρινά, έχουν ανάγκη ως μαθητές αληθινοί να διδαχτούν, διότι υπάρχουν πολλά τα οποία αγνοούν. Τα τέκνα του Θεού δεν είναι παρά παιδιά και καταλαβαίνουν και μιλούν σαν παιδιά. Εάν δεν είχαμε ανάγκη να διδαχτούμε, δεν θα είχαμε ανάγκη να είμαστε μαθητές.
(4) «Από τα αμαρτήματα» (Χ). Η αμαρτία λαμβάνει κυριαρχία στην καρδιά του ανθρώπου με την γοητεία, την οποία με τα πλάνα θέλγητρά της ασκεί πάνω της. Όταν το ψεύδος αυτών των θελγήτρων πέσει με το φως της αλήθειας, τα δεσμά αυτής της δουλείας θραύονται (g). Η αποκάλυψη αυτή περιέχει και την βουλή του Θεού για σωτηρία μας από την αμαρτία και τον τρόπο αυτής της σωτηρίας (δ). Δεν φωτίζει μόνο το νου αλλά αγιάζει ταυτόχρονα και την καρδιά και ρυθμίζει τη θέληση· για αυτό και απαλλάσσει από την ενοχή και τον ζυγό της αμαρτίας (κ). Έτσι και εδώ και στο σ. 36 τονίζεται αποκλειστικά η ηθική όψη της ελευθερίας, και το ελευθερώνω ανταποκρίνεται στο απολυτρώνω (C). Η γνώση της αλήθειας και η προσοικείωσή της μας κάνει ελεύθερους από προκαταλήψεις, από πλάνες, από ψευδείς ιδέες, οι οποίες υποδουλώνουν την ψυχή· μας ελευθερώνει από την κυριαρχία των επιθυμιών και παθών και αποκαθιστά την ψυχή στην αυτοκυριαρχία με την υποταγή στο Δημιουργό της. Η διάνοιά μας, όταν δεχτεί την αλήθεια του Χριστού διευρύνεται από το φως της και εξυψώνεται πάνω από τα αισθητά και ουδέποτε κινείται τόσο ελεύθερα όσο κάτω από τα θεία προστάγματα. «Όπου λοιπόν είναι το πνεύμα Κυρίου εκεί υπάρχει και ελευθερία» (Β΄Κορ. Γ 17).
Ιω. 8,33 ἀπεκρίθησαν(1) αὐτῷ· σπέρμα Ἀβραάμ ἐσμεν(2) καὶ οὐδενὶ δεδουλεύκαμεν πώποτε(3)· πῶς σὺ λέγεις(4) ὅτι ἐλεύθεροι γενήσεσθε;
Ιω. 8,33 και με έξαψιν είπον• “ημείς είμεθα απόγονοι του Αβραάμ και ποτέ έως τώρα δεν εγίναμεν δούλοι εις κανένα. Πως, λοιπόν, συ λέγεις ότι θα γίνετε ελεύθεροι;”
(1) Ποιοι; Η αυστηρότητα με την οποία εκφράζεται ο Κύριος εναντίον τους στους στίχους 37-44, θεωρήθηκε ως ένδειξη από πάρα πολλούς από τους νεώτερους ερμηνευτές που τους πείθει, ότι αυτοί που απαντούν εδώ δεν είναι αυτοί που στο σ. 30 παρουσιάζονται ότι πίστεψαν στον Ιησού, αλλά κάποιοι από αυτούς που αντιτίθονταν στον Ιησού και επέμεναν στην απιστία, οι οποίοι συνέβη να είναι τώρα αναμιγμένοι και εγκατασπαρμένοι στον κύκλο των πιστών. Η όλη όμως σειρά του λόγου παρουσιάζει φυσικότερο να παραδεχτούμε, ότι αυτοί που απαντούν είναι οι πιστοί του στίχου 30, προς τους οποίους και απευθύνει ο Κύριος την προτροπή να εμμείνουν στο λόγο του, η γνώση του οποίου θα τους ελευθέρωνε. Όταν έχει κάποιος υπ’ όψιν τα λόγια του ευαγγελιστή στο β 23-24 («Πολλοί πίστεψαν… ο ίδιος ο Ιησούς όμως δεν εμπιστευόταν τον εαυτό του σε αυτούς»). Δεν εκπλήσσεται για αυτήν την αυστηρότητα του Κυρίου προς Ιουδαίους που χαρακτηρίστηκαν ως πιστοί.
(2) Καυχησιολογία. «Δυσφορούν σαν να τους εξύβρισε» (Κ). «Δούλους αποκάλεσες εμάς που καταγόμαστε από το γένος του Αβραάμ, τους ευγενείς;… Διότι τέτοιες ήταν οι καυχήσεις των Ιουδαίων» (Χ). «Επειδή δεν είχαν δικές τους αρετές να καυχηθούν, πρόβαλλαν την ευγένεια των προγόνων» (Ζ). Καυχιόντουσαν, ότι ως άμεσοι απόγονοι του Αβραάμ ήταν μαζί του κληρονόμοι της διαθήκης και των υποσχέσεων του Θεού. Είναι συνηθισμένο σε παρακμασμένες και ξεπεσμένες οικογένειες να καυχησιολογούν για τη δόξα και τα αξιώματα των προγόνων τους και να δανείζονται τιμή από το όνομα εκείνο, το οποίο αυτοί εξευτέλισαν. Αυτό πράττουν τώρα οι Ιουδαίοι. Εάν ο Αβραάμ υπήρξε αγαπητός του Θεού για την πίστη και την ευσέβειά του, σε τι αυτό θα ωφελούσε αυτούς, όταν ο μεν προπάτοράς τους και πατριάρχης θα βρισκόταν στον παράδεισο, ενώ αυτοί θα ήταν στον άδη για πάντα χωρισμένοι από αυτόν; Μήπως η αρετή του Αβραάμ θα μπορούσε να εξιλεώσει το Θεό για τη δική τους κακία;
(3) Και όμως «υποδουλώθηκαν στους Αιγύπτιους τετρακόσια τριάντα χρόνια… έκαναν δούλοι και στους Βαβυλώνιους και στους Ασσύριους, όταν αναστατώνοντας όλη τη χώρα των Ιουδαίων και την ίδια την Ιερουσαλήμ, μετέφεραν όλο τον Ισραηλιτικό λαό στη δική τους χώρα» (Κ).
Λόγω αυτού, από τους νεώτερους άλλοι μεν ερμήνευσαν ότι το «Ιουδαίοι» λέγεται από άποψη όχι των υλικών γεγονότων, αλλά της θεωρίας… Υφίσταντο την κυριαρχία των Ρωμαίων, αλλά διαμαρτυρόμενοι (Meyer, Reuss, Fillion κλπ.)=Διατηρήσαμε πάντοτε αδούλωτο το φρόνημα. Μπορεί με την κτηνώδη βία να μας υποδούλωσαν εθνικά, αλλά ουδέποτε δεχτήκαμε την κατάσταση του δούλου. Και εφόσον θεωρούσαν τους εαυτούς τους δούλους του Θεού θεωρούσαν τους εαυτούς τους και ελεύθερους, αφού όποιος είναι δούλος του Θεού δεν είναι δούλος ανθρώπων. Δες Λευϊτ. κε 39-42 (χ). Ως απόγονοι λοιπόν του Αβραάμ ήταν προορισμένοι ιδεατά να κυβερνήσουν όλους τους λαούς και ο καθένας από αυτούς ήταν υπήκοος και υποτελής μόνο στο Θεό (μ).
Άλλοι από τους νεώτερους δέχτηκαν το «δεδουλεύκαμεν» με την έννοια της ατομικής και προσωπικής δουλείας=Δεν πουληθήκαμε δούλοι σε κανέναν, δεν εξανδραποδιστήκαμε. Ο νόμος απαγόρευε αυτού του είδους την δουλεία (Λευϊτ. κε). Πιο σωστά: Παραφέρονται τόσο πολύ, ώστε γεγονότα όχι μόνο περασμένα, όπως οι δουλείες σε Αίγυπτο και Βαβυλώνα, αλλά και η παρούσα από τους Ρωμαίους υποτέλειά τους να λησμονούνται και να παρατρέχονται από αυτούς (ο,δ).
(4) Εκφράζουν έκπληξη με αγανάκτηση. Αξιοσημείωτο, ότι στην ερώτησή τους αυτή αποσιωπούν τη λέξη «αλήθεια», η οποία σύμφωνα με τον Κύριο θα τους ελευθέρωνε. Αυτό υποδηλώνει σκόπιμη και από πρόθεση παρανόηση (ο).
Ο Κύριος μίλησε σε αυτούς για ελευθερία, την οποία θα παρείχε σε αυτούς η γνώση και οικείωση της αλήθειας και η οποία συνεπώς είναι ελευθερία πνευματική. Και αυτοί του απαντούν έχοντας κυρίως υπ’ όψη την πολιτική ελευθερία. Οι σαρκικές καρδιές καμία άλλη θλίψη δεν αισθάνονται παρά μόνο εκείνη, η οποία πιέζει και ενοχλεί το σώμα και η οποία γίνεται εμπόδιο στις κοσμικές τους υποθέσεις. Μίλησέ τους για κάθε τι που αφορά την πολιτική τους ελευθερία και τις αστικές τους ιδιοκτησίες· πες τους για τις ζημιές, οι οποίες επαπειλούνται εναντίον των σπιτιών τους ή της σοδειάς των αγρών τους και θα δεις αμέσως, ότι θα σε αντιληφθούν άριστα και θα σου απαντήσουν με πολλή σκέψη και ενδιαφέρον. Αλλά όταν μιλήσεις σε αυτούς για τη δουλεία της αμαρτίας και την αιχμαλωσία του σατανά και τον κίνδυνο τον οποίο διατρέχουν οι αδύνατες ψυχές τους, θα σου απαντήσουν: «παράξενα πράγματα φέρνεις στα αυτιά μας» (Πράξ. Ιζ 20).
Ιω. 8,34 ἀπεκρίθη(1) αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν(2) λέγω ὑμῖν ὅτι(3) πᾶς ὁ ποιῶν(4) τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας(5).
Ιω. 8,34 Τους απήντησεν ο Ιησούς• “σας διαβεβαιώνω ότι καθένας, που πράττει την αμαρτίαν είναι δούλος της αμαρτίας.
(1) Ο Ιησούς απαντά με αντίστροφη σειρά στη διπλή αντίρρηση των Ιουδαίων και πρώτα προχωρά στο σημείο του λόγου που αφορά την ελευθερία, έτσι ώστε από τον σ. 37 να συζητήσει και το σημείο που αναφέρεται στο σπέρμα του Αβραάμ (b).
(2) Προκαλεί την προσοχή και παρέχει κατηγορηματική βεβαίωση για την αλήθεια που εκτίθεται ευθύς αμέσως (β).
(3) Την δουλεία, για την οποία από παρανόηση μιλούν οι Ιουδαίοι «την προσπέρασε διότι δεν βλάπτει σε τίποτα την ψυχική ευγένεια, μιλά όμως για την αμαρτία, η οποία βλάπτει αυτήν, της οποίας η δουλεία είναι πάρα πολύ κακή» (Ζ). Οι Ιουδαίοι είχαν παρανοήσει τα λόγια του. Διότι ο Κύριος «δεν επεδίωκε να δείξει αυτό, ότι δηλαδή έγιναν δούλοι ανθρώπων, αλλά της αμαρτίας» (Χ).
«Και ότι βέβαια λένε ψευδόμενοι το «Δεν γίναμε ποτέ δούλοι κανενός», το παρέρχεται με σοφία… αλλά προχωρώντας κατά κάποιο τρόπο σε αυτό που ήταν το αναγκαίο και το οποίο έπρεπε πραγματικά να μάθουν, λέει ότι είναι δούλος της αμαρτίας αυτός που πράττει αυτήν» (Κ).
«Διότι θα μπορούσε να αναφέρει τα τετρακόσια χρόνια δουλείας στην Αίγυπτο· θα μπορούσε να πει τα εβδομήντα στη Βαβυλώνα· θα μπορούσε να πει τα χρόνια δουλείας την εποχή των κριτών, τα άλλοτε είκοσι, άλλοτε δύο και άλλοτε επτά· θα μπορούσε να πει ότι δεν έπαυσαν ποτέ να είναι δούλοι. Αλλά δεν επεδίωκε να δείξει αυτό, ότι δηλαδή έγιναν δούλοι ανθρώπων, αλλά της αμαρτίας, η οποία είναι και η χειρότερη δουλεία, από την οποία μόνο ο Θεός μπορεί να απαλλάξει» (Χ).
(4) Ο ενεστώτας φανερώνει εδώ το να ενεργεί κάποιος την αμαρτία από συνήθεια (ο), όχι το γλίστρημα σε αυτήν από απροσεξία. Συνδυάζει την πράξη με την κατάσταση (g)=Καθένας που ζει στην αμαρτία. Εφόσον δεν υπάρχει άνθρωπος στη γη ο οποίος θα ζήσει και δεν θα αμαρτήσει, ο Θεός δεν θα είχε κανέναν δούλο του πάνω στη γη, εάν καθένας που αμαρτάνει ήταν και δούλος της αμαρτίας. Αλλά μόνο αυτός που κάνει (με επιμονή) την αμαρτία, είναι δούλος της αμαρτίας. Αυτός λοιπόν που κάνει την αμαρτία (έτσι) είναι αυτός που την προτιμά από την αρετή, αυτός που διαλέγει την οδό της κακίας και περιφρονεί την οδό της αγιότητας, αυτός που κάνει συμφωνία με την αμαρτία και την παντρεύεται. Σε αυτόν γίνεται συνήθεια η αμαρτία και σύνθημα που κυριαρχεί σε όλη τη ζωή του.
(5) Σχετική και η διδασκαλία στα Ρωμ. στ 16-18 και Β΄Πέτρ. β 19 (ο).
«Λέει κατά κάποιο τρόπο το εξής· ο άνθρωπος πάνω στη γη, ω τέτοιοι, είναι ένα σύνθετο ζώο, δηλαδή αποτελείται από ψυχή και σώμα, και η σαρκική μεν δουλεία έχει σχέση με τη σάρκα, ενώ αυτή που συμβαίνει στην ψυχή και έχει σχέση με την ψυχή, έχει βάρβαρη μητέρα την αμαρτία» (Κ). «Διότι κάθε αμαρτία κάνοντας κατά κάποιο τρόπο αιχμάλωτη την ψυχή, την κάνει δούλη του πάθους» (αμ). Είναι δεμένος στην κατοχή και διευθέτηση της ίδιας του της ζωής, και δεν μπορεί ελεύθερα να αναπτύξει αυτήν ούτε ελεύθερα να απολαύσει αυτήν λόγω της ταραχώδους δύναμης της αμαρτίας (C). Είναι φυλακισμένος στην ενοχή της αμαρτίας και υποτελής στη δύναμή της. Έχει πουλήσει τον εαυτό του στο να εργάζεται το κακό. Οι επιθυμίες του έγιναν νόσος σε αυτόν και βρίσκεται δεμένος κάτω από το ζυγό τους και έχει παύσει να είναι κύριος του εαυτού του.
Ιω. 8,35 ὁ δέ δοῦλος(1) οὐ μένει ἐν τῇ οἰκίᾳ εἰς τὸν αἰῶνα(2)· ὁ υἱὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα(3).
Ιω. 8,35 Ο δε δούλος δεν μένει εις την οικίαν του κυρίου του, κληρονόμος και ιδιοκτήτης. Ο Υιός όμως μένει πάντοτε εις την οικίαν.
(1) Τροποποιείται κάπως η έννοια της λέξης δούλος. Ο δούλος κατά τον προηγούμενο σ. είναι δούλος της αμαρτίας. Ενώ εδώ ο δούλος ανήκει στον οικοδεσπότη, του οποίου υιός είναι ο υιός. Πάντως όμως και εδώ ο δούλος είναι πρόσωπο αποξενωμένο από το Θεό, το οποίο όχι μόνο δεν μπορεί να διεκδικήσει κανένα δικαίωμα πάνω στο σπίτι, αλλά και σε οποιαδήποτε ώρα μπορεί να διωχτεί από αυτό ως πρόσωπο ανεπιθύμητο. Στην πραγματικότητα λοιπόν ηθικά είναι δούλος σε σχέση με το Θεό και δεν έχει μαζί του κανέναν δεσμό πιο εσωτερικό. Είναι χωρισμένος πνευματικά από τον Πατέρα της οικογένειας και δεν είναι πραγματικό μέλος της (g).
(2) «Δεν κληρονομεί το σπίτι του κυρίου του» (Ζ). «Δεν έχει εξουσία, επειδή δεν είναι οικοδεσπότης» (Χ). Και εάν παραμένει στο σπίτι, δεν έχει όμως δικαιώματα σε αυτό και μπορεί να διωχτεί σε οποιαδήποτε στιγμή. «Ο δεσπότης διώχνει από το σπίτι τον δούλο που έχει κακό χαρακτήρα όποτε θέλει» (Θμ). Ίσως υπαινίσσεται το επεισόδιο της αποβολής του Ισμαήλ στο Γεν. κα 10. Δεν είναι όμως βέβαιο ότι αναφέρεται στο γεγονός αυτό. Πάντως το επεισόδιο δείχνει, ότι δεν αρκούσε η από τον Αβραάμ καταγωγή για να καταστήσει τους Ιουδαίους και κληρονόμους. Εφόσον ήταν δούλοι, η θέση τους ήταν παρόμοια με αυτήν του Ισμαήλ και μπορούσαν να διωχτούν όπως εκείνος (β). Το χωρίο Γαλ. δ 21-31 λοιπόν παρουσιάζεται ανάπτυξη αυτού του σ. (g).
(3) Ο σιναϊτικός και δύο άλλοι μεγαλογράμματοι κώδικες αποσιωπούν τη φράση «ο υιός μένει εις τον αιώνα» αναμφίβολα από σύγχυση από τα δύο «αιώνα». «Ο υιός είναι οικοδεσπότης» (Χ). Παρόμοια αντίθεση αλλά όχι σε όλα η ίδια και στο Εβρ. γ 5-6, όπου ο Μωϋσής ως δούλος όχι της αμαρτίας, αλλά του Θεού αντιτίθεται προς τον Κύριο ως υιό του Θεού (β). Για αυτό και υπάρχει και η ερμηνεία: «Για να μην πουν, ότι ο Μωϋσής θα μας ελευθερώσει… δείχνει με σύγκριση, ότι δεν έχει εκείνος εξουσία μιας και είναι δούλος, αλλά αυτός ο Υιός» (Ζ).
Διαφορετική ερμηνεία: «Αυτός μεν που έχει υποδουλωθεί στην αμαρτία, επειδή αποβλήθηκε από όλα μαζί τα καλά του Θεού, έχει παραδοθεί στην παντοτινή τιμωρία· αυτός όμως που απόλαυσε την ελευθερία και τοποθετήθηκε στην τάξη του υιού, δέχεται παντοτινή την απόλαυση των αγαθών από το Θεό» (Θμ). Μόνο οι αληθινοί πιστοί, οι οποίοι είναι παιδιά της υπόσχεσης και της διαθήκης, είναι ελεύθεροι και θα μείνουν για πάντα στο σπίτι όπως ο Ισαάκ.
Ιω. 8,36 ἐὰν οὖν(1) ὁ υἱὸς(2) ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ(3), ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε(4).
Ιω. 8,36 Εάν λοιπόν ο σαρκωθείς Υιός του Θεού σας ελευθερώση από την αμαρτίαν, τότε πράγματι θα είσθε ελεύθεροι.
(1) Αυτό που στο σ. 35 ειπώθηκε γενικά, το εφαρμόζει τώρα σε συγκεκριμένο πρόσωπο δηλαδή στον εαυτό του ως τον μόνο Υιό του Θεού (ο).
(2) Ο μονογενής (b). «Μόνο στον από τη φύση του Υιό, τον πραγματικά ελεύθερο και απαλλαγμένο από κάθε δουλεία, υπάρχει το προσόν να μπορεί να ελευθερώνει» (Κ). Δείχνει «το ομοούσιο με τον Πατέρα» «και ότι αυτός έχει την ίδια εξουσία με εκείνον» (Χ). Με έννοια λοιπόν απόλυτη το «ο υιός», όπως δείχνει και το άρθρο πριν από αυτό. Αυτός είναι ο Υιός, ο πρωτότοκος ανάμεσα σε πολλά αδέλφια, ο κληρονόμος όλων. Και έχει αυτός το δικαίωμα να χειραφετεί και να υιοθετεί παίρνοντας και άλλους ως συγκληρονόμους του.
(3) Το Ρωμ. η 2 αποτελεί άριστο υπόμνημα και ανάπτυξη της έννοιας αυτού του σ. (g). Ο γιος του σπιτιού είναι ο μόνος εκτός από τον πατέρα που έχει δικαίωμα να χειραφετεί και να ελευθερώνει τους δούλους (μ). Ο Ιησούς Χριστός προσφέρει σε μας με το ευαγγέλιο την ελευθερία μας, διότι έχει εξουσία και δύναμη να ελευθερώνει. Απολύει τους φυλακισμένους και απαλλάσσει αυτούς από τα δεσμά τους, διότι δικαιώνει αυτούς με την εξιλαστήρια θυσία του και ως εγγυητής τους πληρώνει αυτός τα χρέη τους, για τα οποία κρατούνταν καταδικασμένοι σε θάνατο. Με τον αγιασμό και τις ισχυρές ενέργειες του Πνεύματός του συντρίβει στην ψυχή τη δύναμη της διαφθοράς, επανασυνδέει τις διασκορπισμένες δυνάμεις του λογικού και της αρετής και ενισχύει τη διάθεση και το ενδιαφέρον της ψυχής να παραμείνει υποταγμένη στο Χριστό και έτσι κάνει αυτήν ελεύθερη.
(4) «Την μεν σωματική ελευθερία τη δίνει και άνθρωπος· την ψυχική όμως, μόνος ο υιός ως κατά κυριολεξία κύριος· επειδή και αυτή στην κυριολεξία είναι ελευθερία» (Ζ). «Εάν εγώ σας ελευθερώσω, τότε θα τιμηθείτε με την αληθινή ελευθερία, διότι τώρα βεβαίως αποδίδετε στους εαυτούς σας ψεύτικη ελευθερία» (Θφ). Θα είστε πράγματι ελεύθεροι, διότι θα ελευθερωθείτε με την αληθινή, πνευματική ελευθερία παίρνοντας αυτήν από τον Υιό που έχει δικαίωμα να δώσει αυτήν.
«Δεν θα μπορούσε κάποιος να γίνει αληθινά ελεύθερος από αυτόν που δεν έχει από τη φύση του την ελευθερία· όταν όμως ο ίδιος ο Υιός θελήσει να ελευθερώσει κάποιους, βάζοντας μέσα τους το δικό του αγαθό, γίνονται πραγματικά ελεύθεροι, λαμβάνοντας το αξίωμα από αυτόν που έχει την εξουσία να ελευθερώνει» (Κ).
«Εδώ δείχνει ότι είναι και καθαρός από αμαρτία» (Χ). «Η ελπίδα μας είναι αυτή, ότι γινόμαστε ελεύθεροι μέσω του Ενός ελεύθερου και ότι κάνοντας εμάς ελεύθερους, μπορεί να μας κάνει δούλους του. Διότι ήμασταν οι δούλοι της επιθυμίας, αλλά αφού γίναμε ελεύθεροι, γίναμε οι δούλοι της αγάπης» (Αυ).
Ιω. 8,37 οἶδα ὅτι σπέρμα Ἀβραάμ(1) ἐστε· ἀλλὰ ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι(2), ὅτι ὁ λόγος ὁ ἐμὸς(3) οὐ χωρεῖ(4) ἐν ὑμῖν.
Ιω. 8,37 Γνωρίζω ότι είσθε απόγονοι του Αβραάμ. Αλλά ζητείτε να με φονεύσετε, διότι η διδασκαλία μου δεν εισχωρεί εις την ψυχήν σας.
(1) «Με ηρεμία και λίγο-λίγο τούς απομακρύνει από εκείνη τη συγγένεια, διδάσκοντας να μη μεγαλοφρονούν για αυτό» (Χ). Και «φανερά μεν δεν είπε, ότι δεν είστε, διότι ακόμη τους λυπάται, αλλά το δήλωσε αυτό εμμέσως» (Ζ). «Και εγώ θα συμφωνήσω με αυτό, ότι δηλαδή διασώζετε τη σαρκική συγγένεια με εκείνον τον άγιο· αλλά η κατά πνεύμα συγγένεια έχει φύγει από εσάς» (Θφ).
Όσον αφορά τις ιδιότητές τους οι Ιουδαίοι ήταν παιδιά άλλου πατέρα και όχι του Αβραάμ και για αυτό και έπρατταν σύμφωνα με την πνευματική καταγωγή τους (τ). «Ἁβραὰμ μέγας πατὴρ πλήθους ἐθνῶν, καὶ οὐχ εὑρέθη ὅμοιος ἐν τῇ δόξῃ· ὃς συνετήρησε νόμον Ὑψίστου καὶ ἐγένετο ἐν διαθήκῃ μετ᾿ αὐτοῦ· ἐν σαρκὶ αὐτοῦ ἔστησε διαθήκην καὶ ἐν πειρασμῷ εὑρέθη πιστός. (=Ο Αβραάμ ανεδείχθη μέγας πατριάρχης, γενάρχης πολλών εθνών, και κανείς άλλος όμοιος προς αυτόν κατά την δόξαν δεν παρουσιάσθη. Αυτός ετήρησε τον νόμον του Υψίστου και με αυτόν έγινεν η επίσημος Διαθήκη του Θεού• επεκυρώθη δε και επισημοποιήθη η Διαθήκη δια της περιτομής της σαρκός αυτού. Κατά δε τον μεγάλον πειρασμόν αυτός ανεδείχθη πιστός) (Σοφ. Σειρ, μδ 19,20).
Οι ενέργειες και πράξεις του πατριάρχη προέρχονταν από την πίστη του και από τη γνώση του θείου θελήματος. Οι φυσικοί του απόγονοι όμως ήταν τελείως ανόμοιοι με αυτόν. Διότι ο λόγος του Ιησού, ο οποίος ήταν λόγος του Θεού, δεν εύρισκε είσοδο σε αυτούς (χ). Καυχιόντουσαν για την καταγωγή τους από τον Αβραάμ νομίζοντας ότι αυτή λάμπρυνε τα ονόματά τους και τους τιμούσε πολύ. Στην πραγματικότητα όμως η καταγωγή αυτή επιβάρυνε τη θέση τους και τους έκανε υπερβολικά ένοχους και αμαρτωλούς, αφού δεν διδάσκονταν από το παράδειγμα του Αβραάμ και δεν τιμούσαν αυτόν αποδεικνυόμενοι με τη συμπεριφορά τους αντάξιοι απόγονοί του. Τα ίδια τα χείλη και τα στόματά τους θα γίνονταν κριτές των ματαιόδοξων αυτών υποκριτών. Είστε παιδιά του Αβραάμ; Γιατί λοιπόν δεν βαδίζετε στα ίχνη της πίστης του και υπακοής του;
(2) Λόγω της οργής, την οποία σύμφωνα με το σ. 33 εκδήλωσαν εξαιτίας του λόγου, τον οποίο είπε προς αυτούς, τούς παρουσιάζει ως αλληλέγγυους με τους άρχοντες που ζητούσαν το θάνατό του σύμφωνα με το ζ 1,25 (g). Ότι άλλωστε είχαν την πρόθεση να τον θανατώσουν, φάνηκε αμέσως (σ. 59), όταν «σήκωσαν πέτρες εναντίον του».
Ο Χριστός γνωρίζει ολόκληρη την κακία που εμφωλεύει στα βάθη των καρδιών των ανθρώπων· όχι μόνο εκείνη, η οποία εκδηλώνεται στις πράξεις τους, αλλά και αυτήν την οποία έχουν πρόθεση και σχεδιάζουν να πράξουν. Το να ζητά λοιπόν κάποιος να φονεύσει αθώο άνθρωπο, είναι έγκλημα τρομερό. Το να σχεδιάζουν όμως να φονεύσουν τον βασιλιά των βασιλιάδων, αυτό υπήρξε έγκλημα αποτρόπαιο και βέβηλο, για χαρακτηρισμό του οποίου δεν βρίσκονται λέξεις επαρκείς. Είστε σαρκικοί απόγονοι του Αβραάμ, αλλά «επειδή ζητάτε να με φονεύσετε» «δεν είστε του Αβραάμ, οι φονιάδες» (Ζ,Χ). «Πώς είστε όντως υιοί εκείνου αφού υστερείτε τόσο σε σχέση με τα χαρακτηριστικά του πατέρα σας;» (Θφ).
Ο Κύριος χρησιμοποιεί εδώ μέθοδο και συλλογισμό όμοιο με αυτόν του Προδρόμου (Ματθ. γ 9) και τους Παύλου (Ρωμ. θ 6,7)(g).
«Με μεγάλη σαφήνεια ο μακάριος Βαπτιστής λέει, Είναι δυνατός ο Θεός από τους λίθους αυτούς να αναδείξει τέκνα για τον Αβραάμ. Θα επιβεβαιώσει όμως αυτά και ο μακάριος Παύλος λέγοντας το εξής· «γιατί δεν είναι Ισραηλίτες όλοι οι απόγονοι του Ισραήλ, ούτε επειδή είναι απόγονοι του Αβραάμ, είναι όλοι παιδιά του», δείχνοντας λοιπόν από παντού αληθινό, ότι ο Θεός αναγνωρίζει τη συγγένεια ως προς τη συμπεριφορά και τους τρόπους» (Κ).
(3) «Και το χειρότερο βεβαίως και το πιο παράνομο, είναι ότι διώκομαι από εσάς όχι για δικαιολογημένες αιτίες… Διότι για αυτό και μόνο θελήσατε να με σκοτώσετε, επειδή ο λόγος μου δεν χωρά σε σας, παρόλο που σας καλώ σε σωτηρία και ζωή» (Κ).
(4) Το χωρώ έχει 2 έννοιες· ή με μεταβατική έννοια= χωράω, περιλαμβάνω (ο λόγος μου δεν σας χωρά) και η έννοια αυτή θα ευωδονόταν, εάν η σύνταξη ήταν: δεν χωρά εσάς· ή με έννοια αμετάβατη= αλλάζω θέση, προχωρώ, εισχωρώ, χωράω και περιλαμβάνομαι εγώ σε κάτι άλλο (g). Με την δεύτερη αυτή έννοια ερμήνευσαν (Ostervald, Rilliet): δεν έχει είσοδο σε σας, δεν έχει τόπο μέσα σας ή δεν χωράει μέσα σας.
«Επειδή είναι υψηλός δεν χωράει μέσα σε σας που έχετε νου στενό από κακία και ο οποίος σέρνεται κάτω» (Ζ).
«Δεν χωράει σε εσάς λόγω της αμαρτίας που κατοίκησε μέσα σας και η οποία δεν αφήνει κατά κάποιο τρόπο να έχει τόπο η συμβουλή και η παραίνεση για τα αγαθά» (Κ).
Πέφτει σαν δροσερή και ζωογόνος βροχή, αλλά οι καρδιές σας μοιάζουν με σκληρή πέτρα και βρέχονται μεν εξωτερικά και τελείως επιπόλαια από αυτόν, αλλά δεν εισχωρεί αυτός στα βάθη τους.
Ή, δεν κάνει προόδους μέσα σας, δεν προχωρεί. Τον δεχτήκατε μεν, αλλά προσέκρουσε, σταμάτησε και ανακόπηκε κάθε πρόοδός του (Godet, Meyer κλπ.). Όσοι δεν πιστεύουν, έχουν αντιπάθεια προς το Χριστό και τον λόγο του (b).
Οι λόγοι του Χριστού πρέπει να έχουν θέση μέσα σε αυτά τα βάθη των καρδιών μας· να έχουν θέση κατοικίας, όπως ένας άνθρωπος στο σπίτι του, και όχι σαν ένας ξένος ή διαβάτης· να έχουν θέση εργαστηρίου, για να ενεργούν σε αυτούς το διώξιμο της αμαρτίας και για να συντελούν το έργο της χάρης σε εμάς· να μένουν μέσα μας πλούσια, ώστε να κυβερνούν ολόκληρο το εσωτερικό μας και να κανονίζουν όλη τη συμπεριφορά μας. Από εκείνους, στους οποίους δεν κατοικεί ο λόγος του Θεού και των οποίων οι καρδιές μένουν εξ’ ολοκλήρου κλειστές για να μην τον δεχτούν, δεν μπορεί κάποιος να περιμένει τίποτα καλό, διότι έχουν κυριευτεί αυτές από την κακία. Εάν το ακάθαρτο πνεύμα βρει την καρδιά κενή από το λόγο του Χριστού, κυριεύει αυτήν και κατοικεί αυτό σε αυτήν μόνιμα.
Ιω. 8,38 ἐγὼ(1) ὃ ἑώρακα(2) παρὰ τῷ πατρί μου λαλῶ(3)· καὶ ὑμεῖς οὖν ὃ ἑωράκατε(4) παρὰ τῷ πατρὶ ὑμῶν(5) ποιεῖτε(6).
Ιω. 8,38 Εγώ εκείνο που έχω ιδεί πλησίον του ουρανίου Πατρός μου αυτό και διδάσκω. Και σεις αυτό που είδατε πλησίον του πατρός σας, αυτό κάνετε”.
(1) Εξηγεί την αιτία για την οποία ο λόγος του συναντά σε αυτούς αντίσταση και δεν χωρά σε αυτούς.
«Για να μην πουν σε αυτόν ότι, Και εύλογα σε μισούμε εξαιτίας του λόγου σου· διότι δεν μιλάς σε εμάς από το Θεό αλλά από τον εαυτό σου, και για αυτό δεν μπορούμε να χωρέσουμε τη διδασκαλία σου, για αυτό λέει ο Χριστός ότι δεν μιλώ από τον εαυτό μου» (Θφ). Μιλώντας ο Κύριος όπως μιλά, υπακούει προς τον Πατέρα του. Και εκείνοι πάλι ενεργώντας όπως ενεργούν, υπακούουν στον πατέρα τους, ο οποίος όμως είναι δύναμη ηθική που αντιτίθεται στον ουράνιο Πατέρα. Ο Ιησούς και εκείνοι εμπνέονται από δύο τελείως αντίθετες προσωπικές αρχές.
(2) Ο σιναϊτικός, ο βατικανός, ο του Βέζα και κάποιοι άλλοι κώδικες αντί για το ὃ γράφουν ἅ (=αυτά) (g). «Αυτό που γνώρισα από τον πατέρα μου, αυτό που έμαθα από αυτόν» (Ζ). «Είδα με έμφυτη, εννοείται, γνώση, ποιών έργων είναι εραστής» (Κ). Το ὁράω δηλώνει την σαφή και πλήρη γνώση. «Όταν ακούσεις να λέει ότι, Αυτό που έχω δει λέω, να μην εννοήσεις σωματική όραση, αλλά φυσική γνώση και αληθινή… Όπως δηλαδή τα μάτια όταν βλέπουν υγιώς αυτό που υπάρχει και είναι αληθινό, βλέπουν αληθινά και δεν διαψεύδονται, έτσι και εγώ αληθινά λέω εκείνα» (Θφ).
Μπορεί η φράση να αναφέρεται στην αιώνια προΰπαρξη του θεανθρώπου ως Λόγου του Θεού, σημαίνοντας την συνεχή και αδιάκοπη όραση, την οποία ο σαρκωμένος Υιός είχε στη θέληση του Πατέρα του. Δες και Ιω. ε 19.
Πιο σωστά όμως φαίνεται να αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου και στην επικοινωνία και πιο εσωτερική σχέση του ως ανθρώπου με την θεότητα που κατοικούσε μέσα του και την από εκεί προερχόμενη γνώση και πληροφορία του για τη θεία αλήθεια. Και αυτό, διότι συγκρίνει το γεγονός αυτό με αυτό που συμβαίνει στους Ιουδαίους, οπότε και τα δύο γεγονότα πρέπει να είναι της ίδιας φύσεως. Πληροφορούνταν ο Κύριος για αυτά που έπρεπε να πει. Πληροφορούνταν και εκείνοι για αυτά που έκαναν. Αυτοί πληροφορούνταν ως άνθρωποι. Και ο Κύριος ως άνθρωπος (g,β).
Οι αποκαλύψεις τις οποίες ο Χριστός έκανε σε μας για το Θεό και τον πνευματικό κόσμο, δεν στηρίζονται σε εικασίες και φήμες, αλλά σε αυτοψία έτσι ώστε ο Κύριος υπήρξε μάρτυρας πληροφορημένος με πλήρη βεβαιότητα για όλα όσα είπε. Αυτός, ο οποίος δόθηκε από τον Πατέρα μάρτυρας στο λαό, είναι αυτόπτης και για αυτό εξόχως αξιόπιστος. Ο Κύριος είπε ό,τι είδε από τον Πατέρα του. Η διδασκαλία του Χριστού δεν είναι κάποια λαμπρή υπόθεση, που υποστηρίζεται από πιθανά τεκμήρια, αλλά είναι ακτινοβολία της αιώνιας αλήθειας που κατοικεί μέσα στην άπειρη διάνοια του Θεού. Ο Χριστός είπε όχι μόνο ό,τι άκουσε από τον Πατέρα αλλά και ό,τι είδε στον Πατέρα. Ο Μωϋσής είπε ό,τι άκουσε από το Θεό, αλλά δεν μπόρεσε να δει το πρόσωπό του. Ο Παύλος αρπάχτηκε μέχρι τρίτου ουρανού αλλά ό,τι άκουσε και είδε εκεί, δεν μπορούσε, διότι δεν επιτρεπόταν σε άνθρωπο, να μιλήσει για αυτό. Διότι υπήρξε προνόμιο του Χριστού να δει ό,τι θα έλεγε και να πει ό,τι είδε.
(3) Το ρήμα λαλώ είναι καταλληλότερο εδώ για τον Κύριο, διότι κήρυττε την αλήθεια και από τον λόγο αυτόν εκείνοι αντέδρασαν. Όπως και το ποιείτε είναι κατάλληλο για εκείνους, διότι οι Ιουδαίοι ανταποκρίνονταν με σχέδια εχθρικά των οποίων μελετούσαν την εκτέλεση (ο).
(4) «Τον φόνο ανθρώπων» (Ζ). «Λέγοντας ότι και εκείνοι έχουν δει από τον πατέρα τους, δεν εννοεί ασφαλώς ότι έχουν δει με τα μάτια τους, αλλά ότι γίνονται συγγενείς με τα θελήματα του πονηρού λόγω της πονηρίας που κατοικεί μέσα τους» (Απ). Υπάρχει η γραφή «ἅ ηκούσατε». Είναι πιο σωστή αυτή, διότι δείχνει την αντίθεση ανάμεσα στην αποκάλυψη και διαυγή γνώση του Κυρίου («αυτό που έχω δει») και τις υπόκωφες υποβολές, τις οποίες στόμα δόλιο πανούργου απατεώνα ψιθυρίζει στο αυτί τους. Ο Κύριος βρισκόταν στο φως και έβλεπε. Αυτοί στο σκοτάδι και μόνο άκουγαν (g).
Όπως κάποιο παιδί το οποίο μεγαλώνει και διδάσκεται κοντά στον πατέρα του, μαθαίνει τα λόγια και τους τρόπους του πατέρα του, έτσι και οι Ιουδαίοι με την πονηρή τους αντίθεση με το Χριστό και το ευαγγέλιο, έκαναν τους εαυτούς τους τόσο όμοιους με το σατανά, σαν να τον είχαν ως πρότυπο μπροστά τους και αντέγραφαν στους εαυτούς τους την εικόνα του, διαμορφώνοντας το εσωτερικό τους σύμφωνα με το πρότυπο αυτό.
(5) «Δείχνει ότι πατέρας τους είναι ο διάβολος. Διότι όπως ακριβώς η ανομοιότητα των έργων, τούς αποκλείει από την πατρότητα του Αβραάμ, έτσι επομένως η ομοιότητα των έργων, τούς εισάγει στην πατρότητα του διαβόλου» (Ζ).
(6) Εννοείται το και λαλείτε (b). Αφού κάνετε, πολύ περισσότερο και λέτε. Ο ενεστώτας φανερώνει αυτό που γίνεται συνεχώς και κατά κάποιο τρόπο από συνήθεια.
Ιω. 8,39 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ὁ πατὴρ ἡμῶν Ἀβραάμ ἐστι(1). λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς(2)· εἰ τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ(3) ἦτε, τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραὰμ ἐποιεῖτε(4).
Ιω. 8,39 Απεκρίθησαν και του είπαν• “ο πατήρ μας είναι ο Αβραάμ και όχι εκείνος τον οποίον υπονοείς συ”. Είπαν εις αυτούς• “εάν πράγματι ήσασθε τέκνα του Αβραάμ, θα εκάνατε τα έργα του Αβραάμ.
(1) «Επειδή δεν κατάλαβαν ποιον έλεγε πατέρα τους, πάλι καταφεύγουν στη συγγένεια του Αβραάμ» (Ζ). Οι Ιουδαίοι αντιλήφθηκαν ότι ο Κύριος με τα λόγια του στο σ. 38, έκανε ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στον Πατέρα του και τον δικό τους πατέρα. Για αυτό επιστρέφουν πάλι με έμφαση στην καταγωγή τους από τον Αβραάμ (ο).
(2) «Τιθασεύοντας με κάθε τρόπο και λόγο το θράσος των Ιουδαίων, μιλούσε επισκιασμένα σε αυτούς ο Χριστός, χωρίς να κάνει φανερό τον έλεγχο… Επειδή όμως τους βλέπει να δείχνουν πάρα πολύ ανοησία και να μην καταλαβαίνουν τίποτα από αυτά που έχουν λεχθεί, τούς απευθύνει πλέον το λόγο απαλλαγμένο από το επικάλυμμα και γυμνό από κάθε επισκίασμα» (Κ).
(3) «Έπρεπε, λέει, εάν έχετε πιστέψει ότι αποτελεί την ανώτατη τιμή το ότι έχετε καταταγεί στα τέκνα του Αβραάμ, να επιδιώκετε να μιμείστε τους τρόπους εκείνου» (Κ). Υπάρχει και η γραφή εστε. «Εάν είστε τέκνα του Αβραάμ, αποδείξτε αυτό με τα έργα σας, όχι με λόγια» (Αυ).
«Συνεχώς ανακινεί εδώ τη φονική τους διάθεση και θυμάται τον Αβραάμ. Αυτό το κάνει επειδή θέλει να τους απομακρύνει από αυτήν τη συγγένεια, να τους αφαιρέσει την περιττή καυχησιολογία και να τους πείσει να μην ελπίζουν ότι θα τους σώσει εκείνος, ούτε να ελπίζουν στη φυσική συγγένεια, αλλά στη συγγένεια των προθέσεων» (Χ).
(4) «Σημείωσε, ότι ο Κύριος ο οποίος αλλού βασίζει το παν, όπως ο Παύλος, πάνω στην πίστη, εδώ τονίζει, όπως ο Ιάκωβος, τα έργα. Αναγνωρίζει και διακρίνει τα έργα του Αβραάμ» (Stier). Υπάρχει και η γραφή του Ωριγένη και του Βατικανού: ποιεῖτε. Εκείνοι οι οποίοι καυχώνται ότι είναι τέκνα του Αβραάμ, για να είναι πράγματι και αληθινά τέτοια, πρέπει να μιμούνται όχι μόνο την πίστη, αλλά και τα έργα του Αβραάμ. Πρέπει να ανταποκρίνονται στην κλήση του Θεού, όπως και εκείνος. Πρέπει να ακολουθούν το Θεό όπου οδηγεί αυτούς. Πρέπει να απαρνιούνται τις πιο αγαπητές τους υπάρξεις και ανέσεις χάριν αυτού. Πρέπει να είναι πάροικοι και παρεπίδημοι στον κόσμο αυτόν και να πορεύονται πάντοτε ενώπιον του Θεού με κάθε δικαιοσύνη. Τέτοια υπήρξαν και τα έργα του Αβραάμ.
Ιω. 8,40 νῦν δὲ(1) ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι, ἄνθρωπον(2) ὃς τὴν ἀλήθειαν(3) ὑμῖν λελάληκα(4), ἣν ἤκουσα(5) παρὰ τοῦ Θεοῦ(6)· τοῦτο Ἀβραὰμ οὐκ ἐποίησεν(7).
Ιω. 8,40 Τωρα δε ζητείτε να με φονεύσετε, άνθρωπον ο οποίος σας είπα την αλήθειαν, που έχω ακούσει από τον Θεόν. Αυτό το έργον ο Αβραάμ δεν το έκανε.
(1) Το «δε» είναι αντιθετικό. Αντιθέτει την διαγωγή τους με αυτήν του Αβραάμ και των αληθινών απογόνων του (ο).
(2) Ο Ιησούς τιτλοφορεί τον εαυτό του πάντοτε Υιό του ανθρώπου (b), αλλά εδώ μιλά για τον εαυτό του γενικά σαν για κάποιο πρόσωπο που λέει την αλήθεια, συζητώντας άλλωστε με ανθρώπους, οι οποίοι τον θεωρούσαν ως κοινό άνθρωπο και κρίνοντας την πρόθεσή τους για θανάτωσή του σύμφωνα με το φρόνημα το οποίο είχαν για αυτόν (β).
«Πολύ καλά λοιπόν μιλώντας τους για το ότι θέλουν να τον θανατώσουν, ονομάζει τον εαυτό του άνθρωπο, φυλάσσοντας σε κάθε περίπτωση το αδιάφθορο για τον εαυτό του ως Θεό» (Κ).
«Με σαφήνεια δίδαξε ο Σωτήρας ότι αυτό που ζητούσαν οι Ιουδαίοι να σκοτώσουν, δεν ήταν Θεός, αλλά άνθρωπος, ο οποίος και φονεύτηκε· διότι δεν επιτρέπεται να λέμε ότι πεθαίνει ο Θεός» (Ω).
«Άνθρωπο· δεν λέω τον Υιό του Θεού· δεν λέω το Θεό· δεν λέω τον Λόγο, διότι ο Λόγος δεν πεθαίνει. Λέω απλώς ό,τι βλέπετε· διότι μόνο ό,τι βλέπετε, μπορείτε να φονεύσετε. Και εκείνον, τον οποίο δεν βλέπετε δεν μπορείτε να προσβάλετε» (Αυ). «Άνθρωπος όμως δεν λέγεται μόνο το σώμα του ανθρώπου, αλλά αυτό που αποτελείται και από τα δύο» (Γν).
(3) Η οποία είναι πολύτιμη (b). Αυτό επιβαρύνει το αμάρτημά τους. «Ποια αλήθεια όμως έλεγε σε αυτούς; Ότι είμαι ίσος με τον Πατέρα· διότι για αυτό ζητούσαν οι Ιουδαίοι να τον φονεύσουν» (αμ).
(4) Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο Κύριος συνεχώς αναφέρεται στην ιδιότητά του ως αποκαλυπτή της αλήθειας, ως αυτού που μιλά μάλλον παρά ενεργεί. Όλα τα έργα του και τα θαύματά του υπάγονται στη μεγάλη του διακονία ως διδασκάλου, που επιβεβαιώνουν και μαρτυρούν για την αλήθεια αυτών που κηρύττει (ο).
(5) «Επειδή λέει για τον εαυτό του ότι είναι άνθρωπος, και αυτό το λέει όπως ταιριάζει σε άνθρωπο. Διότι όπως λέγεται ότι πεθαίνει ως άνθρωπος, έτσι ας λέγεται ότι και ακούει ως άνθρωπος» (Κ).
(6) Σκάλα: να φονεύσετε άνθρωπο-ο οποίος σας έχω πει την αλήθεια-την οποία άκουσα από το Θεό. Δεν είναι απλός φόνος, αλλά φόνος ανθρώπου που λέει την αλήθεια, και μάλιστα αλήθεια που του αποκαλύφθηκε από το Θεό (g).
(7) «Ποιο λοιπόν είναι «αυτό» αν όχι το ότι ζητάτε να φονεύσετε άνθρωπο, ο οποίος έχει πει την αλήθεια;» (Ω). Τρία πράγματα επιβάρυναν την ενοχή τους. Ζητούσαν να αφαιρέσουν τη ζωή ανθρώπου, ο οποίος ήταν όμοιος με αυτούς, οστό από τα οστά τους και σάρκα από τη σάρκα τους. Και ο άνθρωπος αυτός όχι μόνο δεν είχε διαπράξει κάποιο αδίκημα εις βάρος τους, αλλά και τους ευεργέτησε πολύ, διότι είπε σε αυτούς την αλήθεια. Κανένα ψέμα δεν είχε ξεφύγει ποτέ από τα χείλη του, ώστε να έχουν και το ελάχιστο παράπονο εναντίον του. Και το ακόμα βαρύτερο, η αλήθεια την οποία είπε προς αυτούς, ήταν η αλήθεια την οποία άκουσε από το Θεό, διότι ως απεσταλμένος του Θεού μίλησε σε αυτούς. Ο Αβραάμ τίποτα παρόμοιο δεν έκανε ποτέ. Διακρίθηκε για τον ανθρωπισμό του, για την φιλανθρωπία του, για την προς τους αιχμαλώτους ευσπλαχνία του, για την υπακοή του σε αυτά που του αποκαλύπτονταν. Ο Αβραάμ πίστεψε στο Θεό, σε αντίθεση με την απιστία αυτών. Ο Αβραάμ ακολουθούσε υπάκουα, όπου ο Θεός τον οδηγούσε, σε αντίθεση με αυτούς, οι οποίοι αντιτάσσονταν πεισματικά σε αυτόν που τους έστειλε ο Θεός.
Ιω. 8,41 ὑμεῖς ποιεῖτε τὰ ἔργα(1) τοῦ πατρὸς ὑμῶν(2). εἶπον οὖν αὐτῷ(3)· ἡμεῖς(4) ἐκ πορνείας οὐ γεγεννήμεθα(5)· ἕνα πατέρα ἔχομεν, τὸν Θεόν(6).
Ιω. 8,41 Σεις πράττετε τα έργα του πατρός σας, δηλαδή του διαβόλου”. Είπαν τότε εις αυτόν• “ημείς δεν έχομεν γεννηθή από παράνομον επιμιξίαν με τους ειδωλολάτρας. Ενα πατέρα έχομεν, τον Θεόν”.
(1) «Τον φόνο ανθρώπων και ό,τι άλλο πονηρό» (Ζ).
(2) «Ο Χριστός ορίζει και ονομάζει πατέρα για τους Ιουδαίους διαφορετικό από τον άγιο Αβραάμ. Ποιος όμως είναι αυτός, δεν το λέει ακόμα με σαφήνεια» (Κ). Οπωσδήποτε είναι ο διάβολος. «Διότι με όποιο τρόπο αυτοί που προτιμούν να ζουν άριστα… μπορούν χωρίς κίνδυνο να ονομάζουν πατέρα το Θεό… έτσι και για τους κακούς δίκαια θα μπορούσε να θεωρηθεί πατέρας ο πονηρός» (Κ). Και εμείς όμως «όσο κάνουμε αμαρτίες, δεν αποβάλαμε ακόμα τη γέννηση από το διάβολο, έστω και αν νομιζόμαστε ότι πιστεύουμε στον Ιησού» (Ω).
Από την απάντηση αυτή του Κυρίου που αποφεύγει εδώ να ονομάσει στους Ιουδαίους τον πατέρα τους, διδασκόμαστε να συμπεριφερόμαστε και προς αυτούς τους κακούς με ευγένεια και σεβασμό και να μην είμαστε έτοιμοι να πούμε σε αυτούς ή σχετικά με αυτούς ό,τι ηχεί σκληρά στα αυτιά, οσοδήποτε και αν είναι αυτό αλήθεια.
(3) Και πάλι παρανοούν οι Ιουδαίοι αυτό που είπε ο Κύριος. Και με την απάντησή τους υποστηρίζουν αφ’ ενός, ότι είναι νόμιμοι και γνήσιοι απόγονοι του Αβραάμ και της Σάρρας και αφ’ ετέρου, ότι εάν τίθεται ζήτημα για πνευματική και όχι φυσική καταγωγή, πατέρας τους είναι ο Θεός (β).
(4) Το «εμείς» μπαίνει μπροστά με έμφαση (τ).
(5) Υπάρχει και η γραφή «ουκ εγεννήθημεν (=δεν γεννηθήκαμε)». Ερμηνεύτηκε με διάφορους τρόπους· Ή, πλήττουν με αυτό συκοφαντικά τον Κύριο «αφρίζοντας από το κακό τους αχαλίνωτα και χλευάζοντας, λένε… Εσύ βέβαια έχεις δύο πατέρες… και ούτε γεννήθηκες από ευγενείς γάμους» (Κ). Και «το είπαν αυτό οι ακάθαρτοι για να υβρίσουν τον Ιησού, επειδή λεγόταν για αυτόν ότι δεν είναι φυσικός γιος του Ιωσήφ» (Ζ). Η ερμηνεία αυτή δεν φαίνεται πιθανή διότι η εκ Πνεύματος Αγίου υπερφυσική σύλληψη του Κυρίου ήταν μυστήριο ακόμα και αγνοούνταν από τους πολλούς, από τους οποίους ο Ιησούς Χριστός θεωρούνταν ως γιος του μαραγκού Ιωσήφ.
Ή, «το εμείς δεν έχουμε γεννηθεί από πορνεία, εννοείται για τα έθνη που κατάγονται από τον Ισμαήλ, ο οποίος γεννήθηκε στον Αβραάμ από δουλική σαρκική επαφή, από τη δούλη Άγαρ» (Ζ). Αλλά η σαρκική σχέση του Αβραάμ και της Άγαρ δεν ήταν πορνική, αλλά νόμιμη, αφού επιτρεπόταν πριν το Μωσαϊκό νόμο η πολυγαμία ή και η συμβίωση με γυναίκα δούλη. Επομένως και αυτή δεν φαίνεται πιθανή.
Ή: με τα λόγια αυτά οι Ιουδαίοι επιβεβαιώνουν την νομιμότητα του πνευματικού συνδέσμου του Ισραήλ με τον Ιεχωβά. Ο Ισραήλ ήταν η νύφη και η σύζυγος του Ιεχωβά και οι Ισραηλίτες παιδιά του Θεού αντίθετα με τους Σαμαρείτες και τους εθνικούς. Η ειδωλολατρία ήταν πορνεία, και αυτοί που εκτρέπονταν στη λατρεία των ειδώλων πόρνευαν από το Θεό και ήταν παιδιά πορνείας (Ωσηέ β 4). Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη με το πνεύμα της Γραφής, αλλά πολύ βαθειά ώστε να παρουσιάζεται δύσκολο ότι οι διάνοιες των συνομιλητών του Ιησού συνέλαβαν τόσο υψηλή αλήθεια. Είναι όμως αρκετά σοβαρή ερμηνεία.
Ίσως περισσότερο φυσική ερμηνεία η εξής: Από τα χρόνια της επιστροφής από την αιχμαλωσία ο γάμος με γυναίκα εθνική θεωρούνταν ακάθαρτος και το παιδί που προερχόταν από αυτήν την ένωση θεωρούνταν καρπός ανομίας και ανήκε στην οικογένεια του Σατανά, του θεού των εθνικών. Τονίζουν λοιπόν με την απάντηση αυτή τη γνησιότητα και το ανόθευτο της καταγωγής τους από τον Αβραάμ και τη Σάρρα (g).
(6) Γεννήθηκαν κάτω από τις πιο νόμιμες και κανονικές θεοκρατικές συνθήκες· δεν έχουν ούτε σταγόνα ειδωλολατρικού αίματος στις φλέβες τους και όντας Εβραίοι από Εβραίους (Φιλιπ. γ 5)(g), είναι και κατά την πνευματική τους καταγωγή τέκνα του Θεού (Πράξ. Εξ. δ 22,Δευτ. λβ 6,Ησ. ξγ 16,ξδ 8)(β). Ανήκουν στην εκκλησία του Θεού, στην οποία κανείς νόθος δεν μπορεί να μπει (Δευτ. κγ 2 «δεν θα μπει κάποιος που γεννήθηκε από πόρνη στην εκκλησία Κυρίου»). Μόνος ο Θεός είναι ο αληθινός Πατέρας τους, η ύψιστη αιτία της υπόστασής τους, και είναι γιοι του (Εξοδ. δ 22,Δευτ. λβ 6). Η γλώσσα με την οποία η πεποίθηση αυτή εκφράζεται, «εμείς δεν έχουμε γεννηθεί από πορνεία», είναι σχεδόν η κατά γράμμα αναίρεση του χωρίου του Ωσηέ (α 9), όπου λέγεται για τους Ισραηλίτες: «Όχι λαός μου, διότι εσείς δεν είστε λαός μου και εγώ δεν είμαι δικός σας» (χ).
Η πνευματική μας καταγωγή, η ιδιαίτερή μας σχέση με το Θεό, η οποία τόσο στενά συνδέεται με την από τον Αβραάμ κληρονομιά, είναι αδιαμφισβήτητη (μ). Σε αυτά ο Κύριος «μπορούσε και αυτό να το ελέγξει ότι δεν είναι έτσι, διότι πολλές φορές πράγματι ήλθαν σε επιμιξία με τα έθνη και πολλοί από αυτούς γεννήθηκαν από πορνεία… Αλλά ούτε αυτό ανέχεται ο Κύριος να κάνει» (Θμ). «Διότι δεν ήταν αυτή η επιδίωξή του, να δείξει δηλαδή ότι δεν έχουν ευγενική σωματική καταγωγή, αλλά όλη του η επιδίωξη ήταν να δείξει ότι δεν έχουν την ευγένεια στο πνεύμα» (Θφ).
Ιω. 8,42 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς(1)· εἰ ὁ Θεὸς πατὴρ ὑμῶν ἦν, ἠγαπᾶτε ἂν ἐμέ(2)· ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον(3) καὶ ἥκω(4)· οὐδὲ γὰρ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα(5), ἀλλ᾿ ἐκεῖνός με ἀπέστειλε(6).
Ιω. 8,42 Απεκρίθη εις αυτούς ο Ιησούς• “εάν πράγματι ο Θεός ήτο πατήρ σας, θα αγαπούσατε εμέ• διότι εγώ έχω προέλθει από τον Θεόν και έχω έλθει εις σας . Διότι και στον κόσμον δεν ήλθα από τον ευατόν μου, αλλά με έστειλεν Εκείνος.
(1) Ποιοι είναι και ποιον πράγματι έχουν πατέρα, θα γίνει γνωστό από τους καρπούς τους (μ) και από την συμπεριφορά την οποία δείχνουν προς τον υιό του Θεού που στάλθηκε από το Θεό και έγινε άνθρωπος.
(2) Το ίδιο επιχείρημα με το Α΄ Ιω. ε 1,2 (β).
«Ένας και αληθινός Υιός από τη φύση μου εγώ βλάστησα, από τον Θεό δηλαδή και Πατέρα… Πώς λοιπόν γενικά μπορείτε, λέει, να αριθμείστε στα τέκνα του Θεού, τη στιγμή που αυτόν που προήλθε από το Θεό και μεταπλάθει προς τη δική του μορφή αυτούς που πιστεύουν σε αυτόν, όχι μόνο δεν θέλετε να τον αγαπάτε, αλλά ήδη και τον ατιμάζετε;» (Κ).
Όλοι όσοι έχουν το Θεό πατέρα τους και αναγεννήθηκαν από αυτόν, έχουν και ειλικρινή αγάπη στον Ιησού Χριστό· τιμούν λατρευτικά το πρόσωπό του, αισθάνονται ευγνωμοσύνη προς αυτόν για την αγάπη του, φλέγονται από ζήλο θερμό για την επικράτηση του ευαγγελίου του και της βασιλείας του και κατέχονται από σπουδαία και ακούραστη φροντίδα να τηρούν τα παραγγέλματά του και δείχνουν έτσι έμπρακτα την προς αυτόν αγάπη τους.
(3) Ή «φανερώνει την ανέκφραστη και άναρχη γέννησή του από τον Πατέρα» (Κ), αντί να πει «γεννήθηκα προαιωνίως» (Ζ). Ή, σημαίνει το γεγονός της ενανθρώπησης και σάρκωσης του Λόγου=βγήκα από το Θεό με το να σαρκωθώ και να γίνω άνθρωπος. «Λέει «βγήκα», υπαινισσόμενος την άφιξη σε εμάς» (Χ). «Επειδή όταν ο Υιός είναι μέσα στον Πατέρα έχοντας την μορφή του Θεού πριν αδειάσει τον εαυτό του, κατά κάποιο τρόπο είναι τόπος του ο Θεός… Όταν όμως κάποιος συγκρίνει εκείνη την κατάσταση του Υιού, με αυτήν κατά την οποία πήρε μορφή δούλου αφού άδειασε τον εαυτό του, τότε θα καταλάβει πώς ο υιός του Θεού βγήκε και ήλθε προς εμάς και κατά κάποιο τρόπο βγήκε έξω από αυτόν που τον έστειλε» (Ω).
Είναι ο υιός του Θεού που ενανθρώπησε και αυτό συνιστά αυτόν στην αγάπη όλων εκείνων, οι οποίοι γεννήθηκαν από το Θεό. Ο Χριστός ονομάζεται ο Αγαπημένος, διότι απολαμβάνοντας την απεριόριστη αγάπη του Πατέρα, είναι επίσης ο αγαπητός όλων των αγίων. Δες Εφεσ. α 6.
(4) «Εννοεί τον ερχομό του σε αυτόν τον κόσμο με σάρκα» (Κ).=Να εγώ είμαι ανάμεσά σας.
(5) Δες ζ 28. Δεν είμαι στον κόσμο χωρίς κάποια θεία αποστολή (β). Δεν ήλθε από τον εαυτό του όπως οι ψευδοπροφήτες, οι οποίοι ούτε την αποστολή ούτε το μήνυμά τους είχαν από το Θεό. Δες Ιερεμ. κγ 21. Είχε και την μαρτυρία για την αποστολή του και τις διδασκαλίες και οδηγίες τις οποίες δίδασκε στους Ιουδαίους από το Θεό. Ήλθε «για να μαζέψει σε ένα μέρος τα διασκορπισμένα τέκνα του Θεού» (Ιω. ια 52) και να οδηγήσει «πολλούς υιούς στη δόξα» (Εβρ. β 10). Δεν θα τον αγκάλιαζαν λοιπόν και με τα δύο χέρια τα παιδιά του Θεού; Οι Ιουδαίοι άρα, οι οποίοι τον απωθούσαν, δεν είχαν καμία συγγένεια με το Θεό.
(6) «Με την ευαρέστηση του Θεού και Πατέρα ήλθα σε αυτόν τον κόσμο για να αναγγείλω σε σας τα εκ μέρους του Θεού… Πώς λοιπόν θα είστε ακόμα τέκνα του Θεού, ή με ποιο τρόπο θα κερδίσετε τη χάρη της οικειότητας προς αυτόν, μη έχοντας τιμήσει αυτόν που προήλθε από αυτόν;» (Κ).
Ιω. 8,43 διατί τὴν λαλιὰν(1) τὴν ἐμὴν οὐ γινώσκετε(2); ὅτι οὐ δύνασθε(3) ἀκούειν(2) τὸν λόγον(1) τὸν ἐμόν.
Ιω. 8,43 Διατί δε δεν κατανοείτε και δεν δέχεσθε την διδασκαλίαν μου; Διότι, σας το λέγω εγώ, δεν ημπορείτε λόγω της αμαρτωλότητός σας να ακούετε με ηρεμίαν και με ευλάβειαν τα λόγια μου.
(1) Η διαφορά μεταξύ των λέξεων λαλιά και λόγος είναι ότι η μεν λαλιά αναφέρεται μάλλον στη μορφή, στον τρόπο ομιλίας, ενώ ο λόγος σημαίνει μάλλον το περιεχόμενο, την ίδια τη διδασκαλία (g). Εδώ η διαφορά είναι δυσδιάκριτη. Λαλιά= «τα λεγόμενα από εμένα» (Ζ), το οποίο πάλι σημαίνει «τη διδασκαλία μου» (Κ). Απόδειξη του ότι δεν ανήκαν στην οικογένεια του Θεού ήταν ότι δεν καταλάβαιναν τη γλώσσα και διάλεκτο αυτής της οικογένειας. Η λαλιά και ο λόγος του Χριστού ήταν θείος και ουράνιος και για αυτό ήταν επαρκώς κατανοητός σε εκείνους, οι οποίοι είχαν εξοικειωθεί με τη φωνή του Θεού στην Π.Δ.. Ο Χριστός έλεγε το λόγο του Θεού με τη γλώσσα της βασιλείας του Θεού. Οι Ιουδαίοι όμως, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι ανήκαν σε αυτήν τη βασιλεία, δεν κατανοούσαν τα ιδιώματα και τα νοήματα αυτής της γλώσσας, αλλά ως ξένοι και βάρβαροι χλεύαζαν αυτά. Όσοι δεν αρέσκονται στο λόγο του Θεού και δεν κινούνται με ενδιαφέρον για γνώση του, έχουν λόγους να φοβούνται ότι είναι ξένοι με τη φύση του Θεού.
(2) Η αντίθεση είναι ανάμεσα στο γνωρίζω και το ακούω μάλλον, παρά ανάμεσα στο λαλιά και λόγος (β). Γνωρίζω εδώ σημαίνει αναγνωρίζω, διακρίνω τη διαφορά, διακρίνω το λόγο του Ιησού από το λόγο των συνηθισμένων ανθρώπων (g).
«Γιατί δεν κατανοείτε αυτά που λέω; Έπειτα προσθέτει και την αιτία που δεν τα καταλαβαίνουν. Διότι δεν μπορείτε να ακούτε το λόγο μου» (Ζ). Το ακούω με την έννοια του κατανοώ=ακούω με ενδιαφέρον και κατανόηση. «Πρώτα λοιπόν πρέπει να αποκτήσουμε δύναμη ακουστική του θείου λόγου, έτσι ώστε μετά από αυτό να γίνουμε ικανοί και να καταλαβαίνουμε όλη την διδασκαλία του Ιησού» (Ω).
(3) «Το «δεν μπορείτε» το λέει, ελέγχοντάς τους για τη νωθρότητά τους προς το τελείως αγαθό, επειδή εξουσιάζονται από τα δικά τους πάθη. Διότι αποδυναμώνει η φιληδονία τον νου… Έχοντας λοιπόν εξασθενίσει από παλιά με τις ροπές σας στην κακία… δεν μπορείτε» (Κ).
«Το «δεν μπορείτε» εδώ σημαίνει το «δεν θέλετε»… δεν θέλετε… λόγω της κακότητας της ψυχής που σέρνεται κάτω και δεν φαντάζεται τίποτα υψηλό» (Ζ). Αυτό το δεν μπορείτε ισοδυναμεί με το δεν θέλετε πεισματικά. Δεν μπορούσαν να ακούνε τη διδασκαλία του Κυρίου, όπως αργότερα δεν μπορούσαν να ακούνε το Στέφανο, αλλά «αφού έκραξαν με φωνή μεγάλη έκλειναν τα αυτιά τους» (Πράξ. ζ 57) για να μην τον ακούνε. Όπως δεν μπορούσαν να ακούνε και τον Παύλο, κραυγάζοντας και ρίχνοντας τα ρούχα και πετώντας χώμα στον αέρα (Πράξ. κβ 23). Η βαθιά ριζωμένη στις διεφθαρμένες καρδιές αντιπάθεια προς τη διδασκαλία του Χριστού είναι η αληθινή αιτία της άγνοιας, την οποία οι άνθρωποι έχουν για αυτήν, και των πλανών και παρανοήσεων τις οποίες σχηματίζουν για αυτήν. Δεν αρέσκονται σε αυτήν λόγω της διαφθοράς τους και για αυτό δεν κατανοούν αυτήν και εμποδίζονται να την γνωρίσουν. «Δεν μπορείτε να ακούτε τον λόγο τον δικό μου», διότι είστε «κατὰ τὴν ὁμοίωσιν ἀσπίδος κωφῆς καὶ βυούσης τὰ ὦτα αὐτῆς (=μοιάζετε με φίδι κουφό το οποίο κλείνει τα αυτιά του)» (Ψαλμ. νζ 5)· ο Θεός με κάθε δικαιοσύνη «έδωσε σε αυτούς μάτια να μη βλέπουν και αυτιά να μην ακούνε» (Δευτερ. κθ 3).
Ιω. 8,44 ὑμεῖς(1) ἐκ(2) τοῦ πατρὸς τοῦ διαβόλου(3) ἐστέ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας(4) τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν(5). ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς(6) καὶ ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐχ ἕστηκεν(7), ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια ἐν αὐτῷ(8)· ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος, ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ(9), ὅτι ψεύστης ἐστὶ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ(10).
Ιω. 8,44 Σεις έχετε πατέρα τον διάβολον, από τον οποίον και κατάγεσθε και θέλετε να εκτελήτε τας πονηράς επιθυμίας του πατρός σας. Εκείνος από την αρχήν της δημιουργίας του ανθρώπου ήτο ανθρωποκτόνος και ποτέ δεν έχει σταθή ούτε και στέκεται εις την αλήθειαν, διότι δεν υπάρχει μέσα του, ούτε αλήθεια ούτε επιθυμία δια την αλήθειαν. Οταν λέγη το ψεύδος, το ανασύρει και το λέγει από τον ευατόν του, διότι είναι ψεύτης, και ο πατήρ και ο εφευρέτης του ψεύδους.
(1) Μπαίνει μπροστά με έμφαση. Εσείς, οι οποίοι καυχιέστε, ότι έχετε Πατέρα το Θεό (g). «Απέκλεισε αυτούς από τη συγγένεια του Αβραάμ, και επειδή τόλμησαν μεγαλύτερα, τότε τους καταφέρει το χτύπημα λέγοντας ότι όχι μόνο του Αβραάμ δεν είναι, αλλά ότι είναι και του διαβόλου, κάνοντας την χειρουργική τομή αντίστοιχη με την αναισχυντία τους» (Χ).
(2) Δεν σημαίνει μόνο την πηγή ή καταγωγή αλλά και την συμμετοχή στις ιδιότητες και τον χαρακτήρα εκείνου, από τον οποίο σαν από πηγή προήλθαν αυτοί (ο).
(3) Υπάρχει και η ερμηνεία την οποία «κάποιοι από τους παλαιότερους εξηγητές» εισηγήθηκαν, θεωρώντας ότι με την παραπάνω φράση σημαίνεται «ο αρχαίος εκείνος σατανάς, ο οποίος θεωρείται και πρωτοστάτης όλων των άλλων δαιμονίων» (Κ)= Εσείς κατάγεστε από τον πατέρα του διαβόλου ή (όπου ο ενικός διαβόλου μπαίνει με έννοια αθροιστική) των πονηρών πνευμάτων. Αυτήν την ερμηνεία αποδέχτηκε και ο Grotius. Για αυτό και αναζητήθηκαν στη φράση αυτή ίχνη της γνωστικής διδασκαλίας των Οφιτών, σύμφωνα με την οποία ο Ιαλδαβαώθ, ο δημιουργός του κόσμου και Θεός των Ιουδαίων, ήταν ο πατέρας του φιδιού (Ειρηναίου κατά αιρέσεων Ι 30,6,10). Τέτοια όμως έννοια κηρύχτηκε από όλους σχεδόν τους ερμηνευτές ως τελείως ξένη με το ευαγγέλιο του Ιωάννη και ασυμβίβαστη με τα συμφραζόμενα (g,β).
Η μόνη ερμηνεία είναι η εξής: «Εσείς είστε από τον πατέρα εκείνον, τον διάβολο· πατέρας δικός σας εκείνος είναι, ο διάβολος» (Ζ). Το άρθρο σύμφωνα με άλλους μεν έχει έννοια κτητική (=εσείς πατέρα σας έχετε τον διάβολο), ενώ σύμφωνα με άλλους ερμηνεύτηκε: εσείς είστε παιδιά του πατέρα, ο οποίος είναι ο διάβολος. «Αυτό το είπε όχι επειδή ο διάβολος είναι αίτιος της ύπαρξής τους, αλλά είναι αίτιος του ότι έχουν γίνει πονηροί, το οποίο γίνεται από τη συμπεριφορά» (αμ). «Ήταν οι Ιουδαίοι τα παιδιά του διαβόλου μέσω μίμησης και όχι μέσω γέννησης» (Αυ). Εφόσον δεν είναι παιδιά του Θεού, είναι παιδιά του διαβόλου. Διότι ο Θεός και ο διάβολος μοιράζονται τον κόσμο των ανθρώπων. Ο διάβολος για αυτό χαρακτηρίζεται ότι «ενεργεί στους γιους της ανυπακοής» (Εφεσ. β 2). Όλοι οι πονηροί είναι παιδιά του διαβόλου, σπέρμα του φιδιού (Γεν. γ 15), γιοι του πονηρού (Ματθ. ιγ 38). Έχουν την εικόνα του, υπακούουν στα προστάγματά του και ακολουθούν το παράδειγμά του.
(4) «Δεν αφήνει τη χειρουργική τομή χωρίς μαρτυρία, αλλά την αποδεικνύει με επιχειρήματα» (Χ). «Να πώς είστε παιδιά του· διότι τέτοιες είναι οι επιθυμίες σας, και όχι διότι δημιουργηθήκατε από αυτόν» (Αυ). «Και δεν είπε, Τα έργα, αλλά, Τις επιθυμίες, δείχνοντας ότι επιθυμούσαν πάρα πολύ και το ψεύδος και το φόνο, τα οποία είναι κατ’ εξοχήν ιδιαίτερα κακά του διαβόλου» (Θφ). Το «επιθυμία» στην Κ.Δ. βρίσκεται γενικά με κακή έννοια (ο). Οι άτακτες και παράνομες επιθυμίες του πατέρα τους αποκαλύπτονται στο δεύτερο τμήμα του σ. (g). Είναι λοιπόν αυτές «ο φόνος ανθρώπων και το ψεύδος» (Ζ). Και δείχνει έτσι «ότι και εκείνος και αυτοί έχουν μεγάλη επιθυμία για φόνους» (Χ).
Άξιες πολλής προσοχής και οι επόμενες παρατηρήσεις: Με τις σαρκικές και κοσμικές επιθυμίες ο διάβολος πειράζει τους ανθρώπους. Επειδή όμως αυτός είναι πνεύμα, που δεν έχει σάρκα, δεν μπορεί αυτός ο ίδιος να ικανοποιήσει αυτές από μόνος του. Οι χαρακτηριστικές του διαβόλου επιθυμίες είναι κακίες πνευματικές, υπερηφάνεια και φθόνος, μίσος, κακεντρέχεια και οργή, εχθρότητα προς κάθε τι καλό και πόθος να παρασύρει τους άλλους σε κάθε κακό. Αυτές είναι οι επιθυμίες, με την εκπλήρωση των οποίων ικανοποιείται ο διάβολος, και όλοι όσοι βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία αυτών των επιθυμιών, μοιάζουν με τον διάβολο σαν παιδιά στον πατέρα. Όσο κάποιος περισσότερο αρέσκεται και επιθυμεί και απολαμβάνει και μελετά με το νου την αμαρτία και ψάχνει να βρει μεθόδους για απόλαυσή της, τόσο περισσότερο μοιάζει με το διάβολο.
(5) Είστε αποφασισμένοι να πράττετε. Το «θέλετε» δηλώνει πρόθεση και διάθεση θέλησης σταθερή και αταλάντευτη. Σημαίνει μάλλον επιθυμείτε, ποθείτε (g,ο). Όταν η αμαρτία διαπράττεται ελεύθερα και εσκεμμένα και όχι από απροσεξία, με σκέψη ψυχρή και όχι κατόπιν αντίστασης στην οποία τελικά η θέληση λόγω ασθένειας κάμφθηκε, όταν κάποιος εμμένει σε αυτήν πεισματικά και με απόφαση άκαμπτη, τότε μπορεί να λεχθεί και για αυτόν «ότι θέλει να κάνει τις επιθυμίες του πατέρα του».
(6) «Αυτό εξηγεί το «θέλετε να κάνετε τις επιθυμίες του πατέρα σας»» (Αυ). «Ανθρωποκτόνος είναι αυτός που με οποιονδήποτε τρόπο σκότωσε άνθρωπο» (Ω). Στο Α΄ Ιω. γ 12 διαβάζουμε: «ο Κάϊν ήταν από τον πονηρό και έσφαξε τον αδελφό του». Για αυτό πολλοί θεώρησαν ότι και το παρόν χωρίο αναφέρεται στη μέσω του Κάϊν εισαγωγή του φόνου μεταξύ των ανθρώπων. («Τους πηγαίνει λοιπόν στον Κάϊν, ο οποίος πρώτος από όλους τους ανθρώπους δεν αγάπησε αυτόν που ήθελε να τον σωφρονίσει με ελέγχους, αλλά αναδείχτηκε η αρχή του φθόνου και του φόνου και του δόλου και του ψεύδους και της απάτης μετά από εκείνον, τον σατανά, του οποίου δίκαια θα μπορούσε να ονομαστεί γιος» (Κ)).
Πιο σωστή η εκδοχή, σύμφωνα με την οποία ο Σατανάς ονομάζεται ανθρωποκτόνος επειδή «φόνευσε τον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ» (Ζ). «Διότι ενώ δεν μπορούσε να κατηγορήσει για κάτι τον Αδάμ, αλλά μόνο επειδή τον φθόνησε, τον φόνευσε» (Χ).
«Διότι η παράβαση του Αδάμ και ο θάνατος που μέσω αυτής όρμησε πάνω μας, ήταν έργο διαβολικής απάτης και φθόνου», όπως κάνει σαφές «το ρητό του πάνσοφου Σολομώντα (Σοφ. Σολ, β 24)… από το φθόνο του διαβόλου ο θάνατος μπήκε στον κόσμο» (Κ).
«Ο διάβολος ονομάζεται φονιάς όχι διότι είναι οπλισμένος με μαχαίρι ή ζωσμένος με ξίφος. Ήλθε στον άνθρωπο, έσπειρε τις πονηρές του επιβουλές και τον φόνευσε. Μη φαντάζεσαι λοιπόν ότι δεν είσαι φονιάς, όταν πείθεις τον αδελφό σου στο πονηρό. Εάν πείθεις τον αδελφό σου να πράξει το πονηρό, φονεύεις αυτόν» (Αυ). Υπέρ αυτής της ερμηνείας συνηγορεί και το «απ’ αρχής» που ακολουθεί, δηλαδή από την αρχή της ανθρωπότητας. «Διότι φόνευσε τον πρώτο άνθρωπο» (Αυ). Πάντοτε αφότου έλαβε κάποια γνώση για τη φύση του ανθρώπου (b). «Αυτήν την ανθρωποκτονία έπραξε αρχίζοντας από την αρχή» (Ω). «Από αυτήν τη στιγμή, κατά την οποία ο φόνος ήταν δυνατόν να διαπραχθεί, έγινε εκείνος φονιάς» (Αυ).
Φθόνησε την θεία εικόνα που ήταν στον άνθρωπο, ζήλεψε την ευτυχία του ανθρώπου και πόθησε διακαώς την καταστροφή του, και έτσι έκανε τον εαυτό του αδιάλλακτο εχθρό του όλου ανθρωπίνου γένους. Και αφού εξαπάτησε τον πρώτο άνθρωπο, για να αμαρτήσει, έγινε φονιάς ψυχών δηλητηριάζοντας με τον απαγορευμένο καρπό όλους τους ανθρώπους. Πόσο πρέπει να προσέχουμε και να προφυλάσσουμε τους εαυτούς μας απέναντι στα τεχνάσματα του διαβόλου και πόσο οφείλουμε να μην ακούμε ουδέποτε αυτόν και όταν ακόμα μας μιλά ευχάριστα και θελκτικά. Είναι φονιάς και ζητά να μας εξαπατήσει και να μας θανατώσει. Αλήθεια· είναι να απορεί κάποιος, πώς οι άνθρωποι συμφωνούν να κάνουν κύριό τους αυτόν, ο οποίος από την αρχή εργάστηκε και εργάζεται για τον όλεθρο του γένους τους.
(7) Ή, «δεν παραμένει στον ορθό τρόπο ζωής· δεν αναπαύεται, αλλά μισεί αυτόν τον τρόπο ζωής» (Ζ). Ή, πιο σωστά, δεν στέκεται στην αλήθεια, δεν έχει μέρος με την αλήθεια, το έδαφος της αλήθειας είναι ξένο με αυτόν, δεν πατά ποτέ σε έδαφος αλήθειας. Και αποφάσισε να φονεύσει τον άνθρωπο για αυτόν ακριβώς το λόγο, διότι ο άνθρωπος ήταν τότε στην αλήθεια (b). Επιβουλεύτηκε και θανάτωσε τον άνθρωπο, διότι διέκρινε σε αυτόν το μελλοντικό όργανο της θείας αλήθειας. Επειδή λοιπόν ο Ιησούς υπήρξε ο τέλειος άνθρωπος και ως τέτοιος τέλειο όργανο της θείας αλήθειας, για αυτό ο διάβολος συγκέντρωσε ολόκληρο το μίσος εναντίον του (g).
Υπάρχει και η ερμηνεία που αναφέρει το χωρίο στην πρώτη πτώση του Σατανά που ανατράπηκε από το έδαφος της θείας αλήθειας με το ψεύδος της υπερηφάνειας. Οπότε το οὐχ ἕστηκεν= «Ήταν λοιπόν στην αλήθεια και έπεσε αφού δεν στάθηκε σε αυτήν» (Αυ). Δεν εξακολούθησε να παραμένει στην καθαρότητα και ευθύτητα της φύσης του, με την οποία τον δημιούργησε ο Θεός. Αλλά άφησε την πρώτη του κατάσταση και όταν εξέπεσε από την αγαθότητα, απομακρύνθηκε οριστικά από την αλήθεια, διότι η αποστασία του στηριζόταν σε ψεύδος. Και οι ιδέες τις οποίες διαδίδει, είναι ψευδείς και πλανημένες. Γνώρισε την αλήθεια, αλλά επειδή δεν την αγάπησε, έγινε εχθρός της, για αυτό και λέγεται για αυτόν ότι «δεν υπάρχει αλήθεια σε αυτόν».
(8) Δεν στέκεται σε αλήθεια, διότι μέσα του δεν υπάρχει ούτε κάποιος μακρινός πόθος της αλήθειας. Του λείπει η εσωτερική αλήθεια, η ευθύτητα της θέλησης (g). «Η αιτία λοιπόν που αυτός δεν στάθηκε στην αλήθεια, ειπώθηκε με αυτόν τον τρόπο· ότι δηλαδή δεν υπάρχει αλήθεια σε αυτόν. Και για αυτό δεν υπάρχει αλήθεια σε αυτόν, επειδή ακριβώς… εξαπατήθηκε αυτός από τον εαυτό του, και θεωρήθηκε ότι είναι χειρότερος από αυτούς τους υπόλοιπους εξαπατημένους, διότι εκείνοι μεν εξαπατώνται από αυτόν, ενώ αυτός είναι ο ίδιος δημιουργός της απάτης στον εαυτό του» (Ω).
(9) Όταν λέει το ψεύδος «από το περίσσευμα της καρδιάς το στόμα μιλά». Ολόκληρο το εσωτερικό του κατέχεται από το ψεύδος και το ψεύδος αποτελεί την προσωπική του δημιουργία (β,g). «Είναι δικό του το ψεύδος» (Ζ).
«Διότι εκείνος γέννησε το ψεύδος πρώτος, λέγοντας, Την ημέρα που θα φάτε από αυτό, θα ανοίξουν τα μάτια σας (Γεν. γ 5). Και αυτός χρησιμοποίησε πρώτος αυτό· διότι οι μεν άνθρωποι δεν χρησιμοποιούν αυτό ως δικό τους αλλά ως ξένο, ενώ αυτός ως δικό του» (Χ). «Μιλά από τα δικά του και καθόλου από τα του Θεού» (Ω).
Το ψεύδος είναι το κύριο ιδίωμα της γλώσσας του. Ο Θεός όταν τον δημιούργησε, έβαλε μέσα σε αυτόν την αλήθεια. Το ψεύδος λοιπόν είναι εξ’ ολοκλήρου δικό του, διότι αυτός το επινόησε. Όταν οι άνθρωποι ψεύδονται, δανείζονται το ψεύδος από το σατανά και αυτός γεμίζει τις καρδιές τους στο να ψεύδονται (Πράξ. ε 3). Όταν όμως ο σατανάς λέει το ψεύδος, έχει μέσα στον εαυτό του τον κανόνα και το πρότυπο, σύμφωνα με το οποίο σχηματίζει και δημιουργεί αυτό· τα ελατήρια και τα κίνητρα που τον ωθούν να ψεύδεται, δεν βρίσκονται έξω από αυτόν, αλλά στο ίδιο το εσωτερικό του. Και επειδή στην αρχική του πτώση δεν είχε άλλον, ο οποίος να τον παρακινήσει σε αυτήν, αλλά αυτός μόνος και από τον εαυτό του κινήθηκε προς αυτήν, η αμαρτία του υπήρξε ανεπανόρθωτη και η διαφθορά του πλήρης. Αντιθέτως ο Κύριος για τον εαυτό του κηρύττει, ότι «εγώ δεν μίλησα από τον εαυτό μου» (Ιω. ιβ 49, δες και ζ 17). Οι λόγοι του εκφράζουν το θέλημα και τη σκέψη του Πατέρα, ενώ του διαβόλου οι λόγοι εκφράζουν την αποξενωμένη από την αλήθεια φύση του. Ομοίως και για το Πνεύμα κηρύττεται ότι «δεν θα μιλήσει από τον εαυτό του» (Ιω. ιστ 13)(β).
(10) Ό,τι προηγουμένως είπε αρνητικά («δεν υπάρχει αλήθεια σε αυτόν»), τώρα το επαναλαμβάνει θετικά. Είναι ψεύτης και ο πατέρας του, δηλαδή «είναι ο πατέρας του ψεύδους» (Ω). «Επειδή είναι ο πρώτος που το εφηύρε» (Ζ). «Αυτός πρώτος γέννησε το ψεύδος λέγοντας άλλα αντί άλλων στην Εύα» (αμ). «Με το ψέμα κατέχει τα πάντα, άλλοτε μεν συκοφαντώντας το Θεό στους ανθρώπους, άλλοτε δε τους ανθρώπους στο Θεό… λέγοντας για τον Ιώβ, Μήπως δωρεάν και χωρίς αμοιβές σέβεται ο Ιώβ το Θεό;» (Θη).
Οι χρησμοί του ήταν ψέματα, οι προφήτες του ψευδοπροφήτες και οι εικόνες και τα είδωλα της λατρείας του ήταν διδάσκαλοι ψεύδους. Έβαλε σε πειρασμό τους πρώτους ανθρώπους με ολοφάνερο ψεύδος. Και όλοι οι πειρασμοί του διεξάγονται με ψεύδη, με τα οποία παρουσιάζει το αγαθό ως κακό και το κακό ως αγαθό, υποσχόμενος ατιμωρησία για κάθε αμαρτία. Γνωρίζει ότι όλα αυτά είναι ψεύδη, τα υποβάλλει όμως με την πρόθεση να εξαπατά και έτσι να οδηγεί στον όλεθρο.
Ή, ο διάβολος είναι συγχρόνως ψεύτης ο ίδιος και πατέρας κάθε ψεύδους… Κάθε άνθρωπος ψεύτης είναι υιός του διαβόλου (b). «Εσύ είναι δυνατόν αν είσαι ψεύτης, διότι λες κάποιο ψεύδος, αλλά δεν είσαι και ο πατέρας του. Διότι, εάν κατέχεις ό,τι λες από τον διάβολο και πίστεψες στον διάβολο, είσαι ψεύτης, αλλά όχι και πατέρας του ψεύδους» (Αυ). Και η δεύτερη αυτή ερμηνεία είναι αξιόλογη, εφόσον στα συμφραζόμενα πρόκειται όχι για την αρχή του ψεύδους γενικά, αλλά ειδικά για την συγγένεια με τον διάβολο και την υιοθέτηση από τον διάβολο των προσώπων με τα οποία συζητούσε ο Κύριος (g). Αυτός ο ψεύτης είναι ο πατέρας σας και εσείς είστε ψεύτες (μ).
Ιω. 8,45 ἐγὼ(1) δὲ ὅτι τὴν ἀλήθειαν λέγω, οὐ πιστεύετέ μοι(2).
Ιω. 8,45 Εγώ όμως λέγω πάντοτε την αλήθειαν, και εν τούτοις σεις δεν με πιστεύετε.
(1) Μπαίνει μπροστά με έμφαση και σε αντίθεση με τον πατέρα του ψεύδους (g). (2) Συμβαίνει σε αυτούς το τελείως αντίθετο από το συνηθισμένο. Συνήθως ο άνθρωπος που λέει την αλήθεια γίνεται πιστευτός. Αλλά εδώ οι Ιουδαίοι, ως παιδιά του ψεύτη διαβόλου δεν πίστευαν στον Ιησού που έλεγε την αλήθεια (g). «Αν μεν έλεγα ψέματα, θα με πιστεύατε, διότι θα έλεγα το χαρακτηριστικό του πατέρα σας· επειδή όμως διδάσκω την αλήθεια, δεν με πιστεύετε, διότι διδάσκω αυτό που είναι ξένο με αυτόν» (Ζ). «Επειδή έχετε οικειότητα με το ψεύδος, εύλογα δεν παραδέχεστε την αλήθεια που λέω» (Θμ). Από αυτό αποδεικνύεται ότι η από αυτούς απόρριψη της αλήθειας ήταν θεληματική και δεν οφειλόταν σε ανεπάρκεια της αποκάλυψής της, ή στο ακατανόητό της. «Είπε την αιτία για την οποία δεν μπορούν, ώστε να φανεί ότι η αδυναμία βρισκόταν στη δική τους προαίρεση και όχι στη φύση του πράγματος» (Θμ).
Άθλια είναι η κατάσταση εκείνων, στους οποίους το φως της αλήθειας έγινε τυραννικό βάσανο. Δεν ήθελαν οι Ιουδαίοι να ακούσουν τη διδασκαλία του Κυρίου, διότι αυτή εξέθετε σε αυτούς αλήθειες δυσάρεστες. Όταν τους έλεγε την αλήθεια για τους εαυτούς τους και για την κατάστασή τους, έδειχνε σε αυτούς σαν σε κάποιο καθρέπτη την εικόνα τους, η οποία δεν ήταν κολακευτική για αυτούς, επειδή τους φαινόταν άσχημη και δύσμορφη. Για αυτό και δεν πίστευαν σε ό,τι τους έλεγε.
Ιω. 8,46 τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με(1) περὶ ἁμαρτίας(2); εἰ δὲ ἀλήθειαν λέγω(3), διατί ὑμεῖς οὐ πιστεύετέ μοι(4);
Ιω. 8,46 Ποίος από σας είναι δυνατόν να με ελέγξη έστω και δια την παραμικροτέραν αμαρτίαν; Εάν δε εγώ λέγω πάντοτε την αλήθειαν, διατί σεις δεν με πιστεύετε;
(1) «Η ερώτηση δεν δείχνει κάποιον που περιμένει να ελεγχθεί, αλλά που μάλλον αναιρεί και αποκλείει τελείως το ότι έπεσε σε αμαρτία» (Κ). Προκαλεί αυτούς να τον αποδείξουν ως αμαρτωλό, βέβαιος, ότι ήταν αδύνατον να τον αποδείξουν τέτοιο.
(2) Όχι «αμαρτία εδώ ονομάζει το ψεύδος» (Κ). Αλλά η λέξη με τη συνηθισμένη της έννοια. Αγιότητα και αλήθεια είναι αδελφές και η απόλυτα άμεμπτη διαγωγή του Ιησού αποτελούσε την καλύτερη εγγύηση, ότι έλεγε την αλήθεια και απέκλειε κάθε υποψία για το ότι η διδασκαλία του δεν ήταν αληθινή (g).
Οι διάκονοι του Κυρίου όπως και όλοι οι μαθητές του ας μάθουν από εδώ να περπατούν και να συμπεριφέρονται με προσοχή, ώστε αυτοί που τους παρακολουθούν να μην μπορούν να τους ελέγξουν για αμαρτία, και έτσι να μη σπιλωθεί ποτέ εξαιτίας τους η διακονία του ευαγγελίου. Ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος του να πειστούν οι διδασκόμενοι από εμάς ότι αυτό ή εκείνο είναι αμαρτία και ότι η αμαρτία είναι κάτι ολέθριο, είναι να μην αμαρτάνουμε εμείς που τους διδάσκουμε. Επίσης ας μάθουμε από το παράδειγμα αυτό του Κυρίου να δεχόμαστε τον έλεγχο. Παρόλο που ενδέχεται σε πολλές περιστάσεις να έχουμε πεποίθηση για το ότι βρισκόμαστε στο δίκαιο, όμως πρέπει πρόθυμα να δεχόμαστε να τίθεται υπό έλεγχο και δοκιμασία η συμπεριφορά μας, ώστε να διαπιστώνεται ακριβέστερα, ότι σε τίποτα δεν παρεκτραπήκαμε. Μετά την ερώτηση αυτή πιθανότατα παρεμβλήθηκαν κάποιες στιγμές σιγής, κατά τις οποίες ο Κύριος ανέμεινε τους προκαλουμένους να απαντήσουν. Αφού κανείς δεν απάντησε ο Κύριος προσθέτει τα επόμενα λόγια. Η απόλυτη αναμαρτησία και τέλεια αγιότητα του Κυρίου αποδεικνύεται στο χωρίο αυτό όχι κυρίως από τη σιγή αυτή των Ιουδαίων, αλλά από την πεποίθηση με την οποία ο Κύριος θέτει αυτό το ερώτημα (g).
«Κανένας μεν άνθρωπος δεν μπόρεσε να πει με πεποίθηση για το ότι δεν έχει αμαρτήσει, το «Ποιος από εσάς με ελέγχει για αμαρτία;», αλλά μόνο ο Κύριός μας… μπόρεσε… αυτά» (Ω). Εάν ο Ιησούς δεν είχε άμεση συνείδηση και βέβαιη πληροφορία, ότι είναι αναμάρτητος, ουδέποτε θα έθετε τέτοιο ερώτημα.
(3) Αφού κανείς από εσάς δεν με ελέγχει για αμαρτία, αφού κανείς από εσάς δεν μπορεί να πει ότι είπα ποτέ ψέματα, «άρα λέω αλήθεια» (Ζ).
(4) Και εφόσον λέω αλήθεια, «γιατί εσείς δεν με πιστεύετε;» «Έτσι τους ελέγχει ότι είναι με τη θέλησή τους κακοί» (Ζ). «Τα παιδιά της αλήθειας δέχονται πρόθυμα αυτό με το οποίο συγγενεύουν, δηλαδή την αλήθεια. Εσείς λοιπόν για αυτό δεν πιστεύετε όταν λέω την αλήθεια, επειδή δεν είστε γιοι της αλήθειας» (Κ).
Εάν οι άνθρωποι ήθελαν να εξετάσουν ψυχρά και απροκατάληπτα τους λόγους της απιστίας τους, θα εύρισκαν αυτούς να καταλήγουν σε τέτοιους παραλογισμούς, ώστε θα ντρέπονταν για αυτούς. Διότι θα διαπιστώναμε ότι ο λόγος για τον οποίο δεν πιστεύουμε στο Χριστό, είναι κυρίως το ότι δεν θέλουμε να χωριστούμε από τις αμαρτίες μας και η αυταπάρνηση μάς παρουσιάζεται ως ζυγός βαρύς. Ο κώδικας του Βέζα παραλείπει τον στίχο ολόκληρο από μπέρδεμα της όρασης των δύο «οὐ πιστεύετέ μοι», του προηγούμενου και του παρόντος στίχου.
Ιω. 8,47 ὁ ὢν ἐκ τοῦ Θεοῦ(1) τὰ ῥήματα τοῦ Θεοῦ ἀκούει(2)· διὰ τοῦτο ὑμεῖς οὐκ ἀκούετε(3), ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστέ.
Ιω. 8,47 Εκείνος που κατάγεται από τον Θεόν, ακούει τα λόγια του Θεού• δια τούτο σεις δεν δίδετε σημασίαν στους λόγους του Θεού, διότι δεν είσθε από τον Θεόν”.
(1) Σαν από πατέρα (b). Κατάγεται από το Θεό όχι «ως προς την έννοια της δημιουργίας» διότι έτσι «όλοι κατάγονται από το Θεό» (Ζ), «και πονηροί και αγαθοί, διότι είναι δημιουργός όλων» (Κ). Ονομάζει εδώ ότι κατάγεται από το Θεό «αυτόν που με την αρετή και τον σύμφωνο με το νόμο του Θεού τρόπο ζωής έκανε δικό του το Θεό και αξιώθηκε κατά κάποιο τρόπο τη συγγένεια με αυτόν, αφού και ο Θεός αξιώνει να κατατάσσει στα παιδιά του αυτού του είδους τους ανθρώπους» (Κ).
Σύμφωνα με αυτά οι Ιουδαίοι «είναι συγχρόνως και δεν είναι από το Θεό. Εκ φύσεως είναι από το Θεό· λόγω διαφθοράς όμως δεν είναι από το Θεό… Με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο και ήταν τέκνα του Αβραάμ και δεν ήταν τέτοια… Ήταν από το Θεό, διότι αυτός δημιούργησε τον άνθρωπο. Δεν ήταν από αυτόν διότι είχαν διαφθείρει τους εαυτούς τους. Δεν ήταν πλέον από αυτόν, διότι μιμούμενοι τον διάβολο έγιναν τέκνα του διαβόλου» (Αυ). Αντιτίθεται αυτό στο «εσείς είστε από τον πατέρα τον διάβολο» (σ. 44). Δεν εννοείται εδώ η πνευματική και ηθική συγγένεια, η υιότητα μέσω της πίστης στο Χριστό και της πνευματικής αναγέννησης με αυτόν, με τον ουράνιο Πατέρα, αλλά η ηθική συγγένεια με το Θεό (κ).
(2) «Δέχεται τα λόγια του Θεού και υπακούει» (Ζ)· «με πολλή ευκολία και ευχαρίστηση θα δεχτεί μέσα του τα θεία λόγια· διότι πάντοτε είναι αγαπητό κατά κάποιο τρόπο αυτό με το οποίο έχουμε συγγένεια και οικειότητα» (Κ). Ακούει, δηλαδή δέχεται με πίστη αυτά και συμμορφώνεται με αυτά κανονίζοντας τον βίο του σύμφωνα με αυτά (ο). «Κανένας να μη νομίζει, ότι διατάζει να βάζουμε μέσα μας τα θεία λόγια μόνο με τη σωματική ακοή… Το ρήμα «ακούει» το λέει αντί για το συμφωνεί, πείθεται και κρύβει μέσα στο νου του» (Κ). «Το «ακούει» το λέει όχι όσον αφορά τα αισθητά αυτιά, αλλά όσον αφορά την συγκατάθεση της ψυχής» (αμ).
(3) Το συμπέρασμα «δεν είστε από το Θεό», αποδεικνύεται από το αποτέλεσμα «εσείς δεν ακούτε» (b). «Εσείς δεν δέχεστε· άρα δεν είστε από το Θεό. Και επομένως ψεύδεστε λέγοντας ότι έχετε πατέρα το Θεό και ότι κατάγεστε από το Θεό» (Ζ).
Ιω. 8,48 ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶπον αὐτῷ· οὐ καλῶς λέγομεν(1) ἡμεῖς(2) ὅτι Σαμαρείτης(3) εἶ σὺ καὶ δαιμόνιον ἔχεις(4);
Ιω. 8,48 οι Ιουδαίοι, απήντησαν και του είπαν• “καλά δεν λέγομεν ημείς, ότι είσαι Σαμαρείτης και ότι έχεις δαιμόνιον;”
(1) Υπάρχει και η γραφή: ελέγομεν= «Είναι φανερό λοιπόν ότι πολλές φορές του το είπαν αυτό» (Σχ).
(2) Η έμφαση είναι στο ἡμεῖς (=εμείς). Για τη φράση «καλώς λέγω» δες δ 17,ιγ 13 (β).
(3) Ή, «λένε ότι είναι Σαμαρείτης διότι αδιαφορεί για τις νομικές εντολές και δεν υπολογίζει καθόλου την παράβαση του σαββάτου· διότι οι Σαμαρείτες δεν τηρούν με ακρίβεια τον Ιουδαϊσμό» (Κ). «Τον ονομάζουν Σαμαρείτη διότι διέστρεφε τα Ιουδαϊκά (παραγγέλματα) παρόμοια με τους Σαμαρείτες» (Ω).
Ή, «επειδή ακριβώς ήταν συνήθεια στους Σαμαρείτες στους εαυτούς τους από τη μία να μαρτυρούν και να αποδίδουν την καθαρότητα, τους άλλους από την άλλη να τους κατακρίνουν ως μολυσμένους» (Κ). Το ερώτημα αυτό προφανώς στηρίζεται στην κατηγορία που εξέφρασε ο Κύριος, ότι οι Ιουδαίοι δεν ήταν από το Θεό. Συνεπώς ονομάζουν τον Κύριο Σαμαρείτη, διότι και οι Σαμαρείτες αρνούνταν κάθε προνόμιο στους Ισραηλίτες μη θεωρώντας αυτούς απόγονους του Αβραάμ (ο,β).
Η επιμονή του Κυρίου να αρνείται σε αυτούς την καταγωγή από τον Αβραάμ και από το Θεό, έδωσε την αφορμή στους Ιουδαίους να τον κατηγορήσουν ως μη γνήσιο Ισραηλίτη και ότι έχει στο αίμα του τον διάβολο (μ). «Πότε όμως τον είπαν Σαμαρείτη; Πουθενά δεν το είπε αυτό ο ευαγγελιστής. Από αυτό λοιπόν είναι φανερό, ότι πολλά τα παρέλειψαν οι ευαγγελιστές και δεν τα έγραψαν όλα» (Θφ). Κατηγορώντας τον Κύριο ως Σαμαρείτη τον εξέθεταν στη δυσμένεια του πλήθους, διότι δεν υπήρχε άλλο χειρότερο από το να αποκαλέσεις κάποιον στη μέση της Ιερουσαλήμ Σαμαρείτη. Εάν ήταν Σαμαρείτης, θα έπρεπε να λιθοβοληθεί, διότι ερχόταν στο ιερό.
(4) Λένε αυτό διότι υποθέτουν ότι τα λόγια του Ιησού προέρχονταν από παρανοϊκή αλαζονεία και σφετερισμό (b). «Λένε πάλι ότι έχει δαιμόνιο, επειδή των δαιμόνων είναι συνήθεια να μεταθέτουν στους εαυτούς τους την τιμή που οφείλεται στο Θεό και να αρπάζουν πρόθυμα την δόξα του Θεού» (Κ).
«Και έλεγαν ότι αυτός έχει δαιμόνιο εξαιτίας των λόγων του που ξεπερνούσαν τα ανθρώπινα μέτρα, λόγια με τα οποία έλεγε δικό του πατέρα το Θεό και ότι έχει κατέβει από τον ουρανό και ότι αυτός είναι ο άρτος της ζωής πολύ ανώτερος από το μάννα… και άλλα αμέτρητα, από τα οποία είναι γεμάτα τα ευαγγέλια» (Ω).
Η έννοια της φράσης αποδίδεται πλήρως με το: «είσαι το ίδιο κακός, όσο και τρελός» (g). Έτσι η θεία αποκάλυψη αληθειών, οι οποίες ξεπερνούν την κατανόηση του λογικού μας, όχι σπάνια θεωρήθηκε από τους ανθρώπους τους ξένους με το Θεό ως λόγος παραφροσύνης και ο προφήτης του Θεού χαρακτηρίστηκε ότι έχει δαιμόνιο. «Γνωρίζουμε τον άνδρα και την φλυαρία του» (Δ Βασ. θ 11) λέχθηκε για τον προφήτη που έχρισε τον Ιού βασιλιά. Η έμπνευση των εθνικών χρησμών και οι προφήτες των μαντείων ήταν βεβαίως παραφροσύνη, και εκείνοι που υπηρετούσαν σε αυτά γίνονταν για λίγο διάστημα εκτός εαυτών. Αλλά ό,τι λέει ο Ιησούς, είναι όντως θείο. Και η σοφία δικαιώθηκε από τα παιδιά της, διότι πράγματι ήταν και είναι σοφία.
Ιω. 8,49 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· ἐγὼ(1) δαιμόνιον οὐκ ἔχω(2), ἀλλὰ τιμῶ τὸν πατέρα μου(3), καὶ ὑμεῖς ἀτιμάζετέ με(4).
Ιω. 8,49 “Εγώ δεν έχω δαιμόνιον, αλλά με όσα λέγω και πράττω, τιμώ τον Πατέρα μου και σεις με εξευτελίζετε και με υβρίζετε,
(1) «Εκεί μεν που χρειαζόταν να τους διδάξει και να καταρρίψει την μεγάλη αλαζονεία τους και να τους διδάξει να μην υπερηφανεύονται εξαιτίας του Αβραάμ, ήταν αυστηρός· όπου όμως έπρεπε, υβριζόμενος ο ίδιος, να υπομείνει αυτό, δείχνει πολλή πραότητα. Όταν δηλαδή έλεγαν μεν ότι έχουμε Πατέρα το Θεό και τον Αβραάμ, τους επέπληξε πάρα πολύ αυστηρά· όταν όμως τον ονόμαζαν δαιμονισμένο, χρησιμοποιεί στα λόγια του πολλή επιείκεια, διδάσκοντάς μας να υπερασπίζουμε μεν αυτά που αφορούν το Θεό, να παραβλέπουμε όμως αυτά που αφορούν εμάς» (Χ).
Εδώ η πραότητα και ευσπλαχνία του ουρανού λάμπει στην απάντηση του Χριστού στην πρόστυχη συκοφαντία εναντίον του. Το «εγώ» όμως μπαίνει μπροστά με έμφαση.
«Έγινε ο λόγος με πραότητα μεν, αλλά και με πολλή λοιπόν εκφραστικότητα. Διότι με πολλή έμφαση λέει το «Εγώ δεν έχω δαιμόνιο», και αντιδιαστέλλοντας κατά κάποιο τρόπο τον εαυτό του με εκείνους, ισχυρίζεται ότι αυτός μεν είναι ελεύθερος από τον χλευασμό σχετικά με αυτό, αλλά δείχνει ότι αυτό που ειπώθηκε είναι αληθινό μάλλον για αυτούς» (Κ).
(2) Είναι αξιοσημείωτο, ότι δεν προσέχει στην κατηγορία, η οποία εκφράζεται με το «εσύ είσαι Σαμαρείτης», διότι απέβλεπε στο ότι μία ημέρα ο μεταξύ Ιουδαίων και Σαμαρειτών ανταγωνισμός θα έπαυε (Ιω. δ 21), και οι Σαμαρείτες και οι εθνικοί μαζί με τους Ιουδαίους θα απολάμβαναν εξίσου την αγάπη και τις δωρεές του Θεού. Απαντά όμως στην κατηγορία «έχεις δαιμόνιο» με την οποία τον ανακηρύσσουν οι Ιουδαίοι αποξενωμένο από το Θεό και σε αποστασία προς αυτόν. Η έννοια της απάντησης: Δεν είμαι αποστάτης εναντίον του Θεού και δεν είμαι τρελός κάτω από σατανική επήρεια, και αν σας μιλώ έτσι, δεν ωθούμαι από μίσος ή διαταραγμένο μυαλό που προέρχεται από διαβολική επίδραση (ο).
(3) =Αυτά που λέω εναντίον σας, τα λέω σεβόμενος και τιμώντας και δοξάζοντας τον Πατέρα μου. «Τιμώ τον Πατέρα αποκλείοντας από τη συγγένεια με αυτόν, αυτούς που είναι καταδικασμένοι για ασυγκράτητη πονηρία» (Κ). «Τιμώντας τον Πατέρα διακηρύττω για εσάς ότι δεν έχετε πατέρα το Θεό… Διότι είναι ατιμία του φιλανθρώπου, να είναι πατέρας αυτών που φονεύουν ανθρώπους» (Ζ). Και από αυτό αποδεικνυόταν, ότι δεν είχε δαιμόνιο, διότι εάν είχε, δεν θα τιμούσε το Θεό. Όσοι μπορούν να βεβαιώσουν αληθινά για τον εαυτό τους, ότι έχουν σταθερή και μόνιμη φροντίδα στη ζωή τους να τιμούν το Θεό, αυτοί είναι επαρκώς οπλισμένοι εναντίον των επικρίσεων και των κατηγοριών των ανθρώπων.
(4) Και εσείς αντί να δεχτείτε την μαρτυρία μου προς τιμήν του Πατέρα, με ατιμάζετε. Η εναντίον του Ιησού υβριστική συμπεριφορά τους αντιτίθεται στην τιμή, την οποία ο Ιησούς απέδιδε στον Πατέρα και αποδεικνύονται έτσι ότι ατιμάζουν και τον ίδιο τον Πατέρα, αφού ατίμαζαν τον απεσταλμένο του μόνο και μόνο, διότι τιμούσε αυτός τον Πατέρα (ο).
«Με το να κατηγορείτε τους επαίνους μου για τον Πατέρα… συλλαμβάνεστε να ασεβείτε και σε αυτόν» (Κ). «Εξαιτίας εκείνου ακούω αυτά και εξαιτίας αυτού με ατιμάζετε… Σε εκείνον… οφείλετε να δώσετε λόγο για τα λόγια σας, εξαιτίας του οποίου ακούω τώρα αυτά» (Χ). Ο Κύριος τίμησε τον Πατέρα του όσο κανείς ποτέ από τους ανθρώπους. Και όμως ατιμάστηκε, όσο κανείς ποτέ άνθρωπος. Διότι αν και ο Θεός βεβαίωσε, ότι αυτούς που τον δοξάζουν θα τους δοξάσει και αυτός με τη σειρά του, ουδέποτε όμως υποσχέθηκε, ότι και όλοι οι άνθρωποι θα τους δόξαζαν.
Ιω. 8,50 ἐγὼ δὲ οὐ ζητῶ τὴν δόξαν μου(1)· ἔστιν ὁ ζητῶν(2) καὶ κρίνων(3).
Ιω. 8,50 εγώ δεν ζητώ να δοξασθώ εκ μέρους των ανθρώπων. Υπάρχει ο Πατήρ, ο οποίος θα κρίνη ανάμεσα εις εμέ και εις σας.
(1) Κοσμική δόξα ή ύβρεις και ατιμώσεις από τους ανθρώπους του κόσμου δεν με ενδιαφέρουν, διότι εγώ δεν ζητώ να δοξάσω τον εαυτό μου (ο). Το μόνο ενδιαφέρον μου είναι να δοξάσω τον Πατέρα μου (τ). Πάρα πολλοί από τους νεώτερους υπονοούν ως αντικείμενο του «ζητώ» το «δόξα μου». Προφανώς αυτό σημαίνεται με το ρήμα ζητώ (χ). «Καθόλου δεν με νοιάζει αυτή η ύβρη» (Χ).
«Υπομένει το λυπηρό ήσυχα και έδειχνε τόση υπομονή, ώστε να μην θέλει ούτε με απλό λόγο να λυπήσει και αυτός με τη σειρά του τους αλαζόνες» (Κ). Δεν ζητώ «την εκδίκηση για το ότι με ατιμάζετε» (Ζ). Και πάλι το εγώ μπαίνει μπροστά με έμφαση και υποκρύπτει αντίθεση ανάμεσα στη δική του ταπείνωση και στη δική τους συνήθεια να περιαυτολογούν και να δοξάζουν τον εαυτό τους (ο). Ο Κύριος με όσα έλεγε δεν απέβλεπε στο να δοξάσει τον εαυτό του. Δεν επιζητούσε τις επιδοκιμασίες και επευφημίες των ανθρώπων ούτε επεδίωκε τις προτιμήσεις μεταξύ του κόσμου. Για αυτό και δεν ταραζόταν ούτε ανησυχούσε από τις κατηγορίες και συκοφαντίες τους. Εκείνοι, οι οποίοι είναι νεκροί απέναντι στους επαίνους των ανθρώπων, μπορούν με απάθεια να υπομείνουν και τις περιφρονήσεις τους. Ζήτα πάντοτε με όσα λες και πράττεις να δοξάζεται ο Κύριος και να είσαι βέβαιος ότι δεν θα μπορέσουν οι άνθρωποι να αφαιρέσουν την ειρήνη σου με οτιδήποτε και αν πουν εναντίον σου.
(2) «Και εάν εγώ δεν παίρνω εκδίκηση για τον εαυτό μου, αλλά ανέχομαι να υβρίζομαι, μη νομίζετε ότι αυτή η ύβρις θα αφεθεί χωρίς εκδίκηση. Διότι υπάρχει ο Πατέρας, ο οποίος θα πάρει εκδίκηση για εμένα» (Θφ). «Ο Πατέρας εξαιτίας του οποίου με ατιμάσατε και προς τον οποίο μεταφέρεται η ατιμία του υιού» (Ζ). Μόνο η δόξα από το Θεό είναι άξια απόκτησης (ε 44,η 54). Ο Θεός ζητά την τιμή και τη δόξα εκείνων, οι οποίοι δεν ζητούν να δοξάσουν τον εαυτό τους. Και αυτό διότι οι άνθρωποι αυτοί είναι ταπεινόφρονες και προηγείται πάντοτε από τη δόξα και την τιμή η ταπείνωση.
(3) «Και όχι μόνο ζητά, αλλά και μπορεί να κρίνει και να καταδικάσει αυτούς που παράλογα με υβρίζουν» (Θφ). Ο Πατέρας ζητώντας τη δόξα του υιού κρίνει και εκδίδει απόφαση για τη διαφορά μεταξύ αυτού και των υβριστών του. Οι δύο αυτές μετοχές ζητῶν καi κρίνων αναφέρονται στις πράξεις, με τις οποίες πρόκειται ο Πατέρας να δοξάσει τον Υιό και να τιμωρήσει τους συκοφάντες του. Η αποστολή του Αγίου Πνεύματος και η εγκαθίδρυση του νέου Ισραήλ της χάριτος αποτελεί την δόξα, την οποία ο Πατέρας ζητά για τον Υιό. Η καταστροφή των Ιεροσολύμων και η τελική κρίση αποτελεί την τιμωρία, την οποία ο Πατέρας φέρνει εναντίον αυτών που ατίμασαν τον Υιό του (g). Εάν επιχειρήσουμε να πάρουμε εκδίκηση για τους εαυτούς μας, μόνο με τα αδύναμα χέρια μας θα επιχειρήσουμε αυτό. Τι μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος, όταν μαζί του δεν έχει και τη βοήθεια του Θεού; Εάν όμως παραμείνουμε ταπεινοί ικέτες ελπίζοντας με μακροθυμία στο Θεό, θα βρούμε Εκείνον να κρίνει και να διεκδικεί το δίκαιό μας.
Ιω. 8,51 ἀμὴν ἀμὴν(1) λέγω ὑμῖν, ἐάν τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήσῃ(2), θάνατον οὐ μὴ(3) θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα(4).
Ιω. 8,51 Σας διαβεβαιώνω, ότι όποιος εφαρμόσει τα λόγια μου εις την ζωήν του, δεν θα αντικρύση ποτέ τον αιώνιον πνευματικόν θάνατον-δηλαδή τον χωρισμόν του από τον Θεόν-την αιωνίαν κόλασιν”.
(1) Κατηγορηματική βεβαίωση για ύψιστη αλήθεια, την οποία ευθύς αμέσως πρόκειται να διακηρύξει (ο). Η σχέση με τα παραπάνω καθορίστηκε από διάφορους με διάφορους τρόπους. Ή, «δείχνοντας για τον εαυτό του ότι είναι από τη φύση του Θεός, και με αυτό διδάσκει ότι δεν έχει απομείνει στους Ιουδαίους καμία υπερβολή ασέβειας, από τη στιγμή που είπαν ότι και δαιμόνιο έχει αυτός που δίνει τη ζωή σε αυτούς που θέλουν να τηρούν το λόγο του» (Κ). Σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή με αυτά τα λόγια ο Κύριος αποδεικνύει από το μελλοντικό αποτέλεσμα… ότι αυτός και ο λόγος του δεν έχουν τίποτα κοινό με τον υπερήφανο και ανθρωποκτόνο διάβολο (b). Ή, απλούστερα, ο Κύριος στρέφεται τώρα προς αυτούς από το ακροατήριό του που έχουν περισσότερη διάθεση να μείνουν στο λόγο του και προς αυτούς απευθύνει τον λόγο, αφού έλεγξε αυτούς που σκανδαλίστηκαν (g).
(2) «Δεν ανεχόταν να πει, Εάν κάποιος ακούσει το λόγο μου, αλλά, Εάν κάποιος τηρήσει το λόγο μου… Επομένως ο λόγος της σωτηρίας δεν συνίσταται στην απλή ακρόαση… αλλά στο να τηρήσει κάποιος αυτό που ακούστηκε και να έχει τον θείο λόγο σαν κανόνα κατά κάποιο τρόπο και οριστή της ζωής» (Κ).
«Εάν μαζί με την πίστη έχει και βίο καθαρό. Διότι τότε τηρεί κάποιος αληθινά την διδασκαλία του Κυρίου, όταν έχει και καθαρή ζωή» (Θφ). Τηρώ το λόγο, είναι φράση αποκλειστική του Ιωάννη (δες σ. 52,55,ιδ 23,24,ιε 20,ιζ 6,Α΄ Ιω. β 5), ουσιαστικά είναι η ίδια με τη φράση «τηρώ τις εντολές» (ιδ 21)(β). Δεν αρκεί μόνο να δεχτούμε το λόγο του Κυρίου, αλλά πρέπει και να τον φυλάμε· δεν αρκεί να έχουμε αυτόν το λόγο, αλλά πρέπει και να τον κρατάμε σφιχτά. Πρέπει να φυλάμε αυτόν στη διάνοιά μας και στη μνήμη μας, να φυλάσσουμε αυτόν με αγάπη και κάθε στοργή, ώστε να μην παρασυρόμαστε ούτε στην παραμικρή παράβασή του· να τηρούμε αυτόν ως ιερά παρακαταθήκη που μας εμπιστεύθηκαν, σαν κανόνα και υπόδειγμα της ζωής μας.
(3) Κατηγορηματική άρνηση.
(4) Εβραϊσμός (=εβραϊκός τρόπος γραφής και ομιλίας) αντί να πει: οὐ μὴ αποθάνη εἰς τὸν αἰῶνα. Δες γ 3 όπου το ἰδεῖν (απαρέμφατο του ὁρῶ) χρησιμοποιείται όπως το ρήμα θεωρῶ, εδώ με την έννοια του μετέχω, λαμβάνω πείρα (β). «Δεν θα δει θάνατο, δηλαδή δεν θα γευτεί θάνατο… Και τα δύο χρησιμοποιούνται εδώ με την έννοια του γνωρίζω εκ πείρας» (Αυ). Για τη φράση βλέπω θάνατο με την έννοια του πεθαίνω δες ψαλμ. πη 49, Λουκ. β 26,Εβρ. ια 5. Η εδώ υπόσχεση δεν αφορά το σωματικό θάνατο, για τον οποίο δεν γίνεται λόγος (β).
«Οπωσδήποτε με αυτό δεν δηλώνει τον σωματικό θάνατο, αλλά την κόλαση που έχει ετοιμαστεί για τους αμαρτωλούς» (Κ).
Αναφέρεται «στο δεύτερο θάνατο, τον αιώνιο θάνατο, τον θάνατο του Άδη, τον θάνατο της καταδίκης μαζί με το διάβολο και τους αγγέλους του. Αυτός είναι ο πραγματικός θάνατος, ενώ ο άλλος είναι μόνο μία μετάθεση» (Αυ).
Εύστοχη και η παρατήρηση: Το θεωρώ σημαίνει βλέπω σε κάτι με ενδιαφέρον. Έτσι ο Κύριος εδώ δεν υπόσχεται ότι καθένας που τηρεί το λόγο του θα αποφύγει τον φυσικό θάνατο, αλλά ότι εάν η διάνοιά του στραφεί κάποτε σε αυτήν τη λέξη, δεν θα δώσει καμία προσοχή στο θάνατο. Μπορεί να ειπωθεί αληθινά για αυτόν, ότι δεν θα λάβει πείρα θανάτου, διότι παρόλο που θα συμβεί αυτός σε αυτόν, δεν θα ενδιαφερθεί αυτός για το συμβάν αυτό περισσότερο από ότι εάν πέσει φύλλο από δέντρο, κάτω από το οποίο κάθεται και διαβάζει κάποιο βιβλίο (τ).
Ιω. 8,52 εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· νῦν ἐγνώκαμεν(1) ὅτι δαιμόνιον ἔχεις(2). Ἀβραὰμ(3) ἀπέθανε καὶ οἱ προφῆται(4), καὶ σὺ λέγεις(5), ἐάν τις τὸν λόγον μου τηρήσῃ, οὐ μὴ γεύσηται θανάτου(6) εἰς τὸν αἰῶνα(7);
Ιω. 8,52 Είπαν τότε εις αυτόν οι Ιουδαίοι• “τώρα πλέον εκαταλάβαμε καλά, ότι έχεις δαιμόνιον. Ο Αβραάμ επέθανε και οι προφήται επέθαναν και συ λέγεις• Οποιος τηρήσει τον λόγον μου δεν θα παθάνη ποτέ;
(1) Πριν μίλησαν με κάποια αμφιβολία (b). Τώρα δεν μιλούν με εικασία αλλά με βεβαιότητα. Παρεξηγούν και πάλι τον Κύριο παίρνοντας τα όσα είπε για το θάνατο κατά γράμμα και ότι αναφέρονταν στο σωματικό θάνατο, τον οποίο όλοι, και αυτοί οι δίκαιοι θα δοκιμάσουν (μ).
(2) Αφού παρανόησαν λοιπόν τα λόγια του Κυρίου για το θάνατο, βρίσκουν ανόητη και παράφρονα την αξίωση, ότι αυτοί που τηρούν το λόγο του Ιησού δεν θα πεθάνουν ποτέ, απολαμβάνοντας έτσι προνόμιο το οποίο ούτε ο Αβραάμ ούτε οι προφήτες είχαν. Για αυτό αποδίδουν αυτές τις αξιώσεις του σε παραφροσύνη και μεγαλομανία που προέρχεται από το διάβολο (ο,g). «Οι Ιουδαίοι θεωρούσαν ότι με ενέργεια δαιμονίου είπε ο Ιησούς το, Αμήν αμήν…» (Ω).
Εάν δεν είχε αποδείξει σε αυτούς και με το παραπάνω, ότι ήταν Διδάσκαλος που ήλθε από το Θεό, οι υποσχέσεις του για αθανασία δίκαια θα γελοιοποιούνταν. Αλλά η διδασκαλία του υπήρξε ολοφάνερα θεία και επιβεβαιωνόταν από τα θαύματά του, ενώ από την άλλη ο Μωϋσής είχε προαναγγείλει την έλευση τέτοιου προφήτη, στον οποίο όφειλαν να πιστεύουν. Το ότι λοιπόν αυτοί απέρριπταν με τέτοιο τρόπο αυτόν, ισοδυναμούσε με το να εγκαταλείπουν την υπόσχεση εκείνη, που έγινε από το Θεό στους πατέρες, «στην οποία οι 12 φυλές ήλπιζαν να φτάσουν» (Πράξ. κστ 7).
(3) Συνεχώς αναφέρουν τον Αβραάμ εκδηλώνοντας έτσι την απόφαση να στηρίξουν την διακήρυξή τους, ότι ο Αβραάμ ήταν πατέρας τους (ο).
(4) «Οι οποίοι τήρησαν το λόγο του Θεού» (Ζ). «Έπειτα εσύ λες ότι αυτός που θα φυλάξει τα λόγια σου δεν θα γευτεί καθόλου το θάνατο. Πώς λοιπόν δεν θα πει κάποιος ότι τα δικά σου είναι ανώτερα από τα του Θεού; Αυτός όμως που θεώρησε ότι υπερτερεί του Θεού, πώς δεν είναι σαφέστατα τρελός;» (Κ).
Είναι αλήθεια ότι ο Αβραάμ και οι προφήτες υπήρξαν μεγάλοι άνδρες, μεγάλοι ενώπιον του Θεού, μεγάλοι στην εκτίμηση από όλους τους αγαθούς ανθρώπους. Είναι επίσης αλήθεια, ότι τήρησαν τους λόγους του Θεού και υπάκουσαν σε αυτούς. Και όμως πέθαναν και ουδέποτε αξίωσαν, ότι κατείχαν την αθανασία, πολύ δε περισσότερο, ότι μπορούσαν να μεταδώσουν αυτήν και στους άλλους, αλλά όλοι πέθαναν. Αυτό βέβαια ενθαρρύνει και τον καθένα από εμάς απέναντι στο θάνατο. Γιατί ένας ενάρετος άνθρωπος θα φοβόταν το θάνατο, όταν και ο Αβραάμ πέθανε και οι προφήτες πέθαναν; Διάνυσαν το δρόμο τους δια μέσου της σκοτεινής αυτής κοιλάδας της παρούσας ζωής και οι δοκιμασίες τις οποίες σε αυτήν υπέστησαν τους εξοικείωσαν με το θάνατο, ώστε να μην τον τρέμουν. Τα λόγια του Χριστού όμως για αθανασία φαίνονται στους Ιουδαίους σαν λόγια παραφροσύνης.
(5) «Επειδή νόμισαν ότι το λεγόμενο αναφερόταν στον κοινό σε όλους θάνατο, θεώρησαν ότι παραλογίζεται αυτός που λέει ότι καθένας που τήρησε το λόγο του δεν θα πεθάνει ποτέ, τη στιγμή που ο Αβραάμ και οι προφήτες πέθαναν» (Ω). «Αλλά στο θάνατο τον οποίο εννοεί ο Κύριος, ούτε ο Αβραάμ ούτε οι προφήτες υπήρχαν. Διότι αυτοί πέθαναν και όμως ζουν» (Αυ).
(6) Η φράση γεύομαι θανάτου είναι Εβραϊκή. Παρόλο που δεν συναντιέται στην Π.Δ. βρίσκεται στο Ταλμούδ. Δες Ματθ. ιστ 28,Μάρκ. θ 1,Λουκ. θ 27,Εβρ. β 9 (β). Η μεταφορά είναι μάλλον από τη σύγκριση του θανάτου με ποτήρι πικρό, το οποίο καλούνται όλοι να πιουν (g). Ο βατικανός γράφει: θάνατον ου μη θεωρήση.
(7) Όχι δεν θα πεθάνει για πάντα, δηλαδή θα πεθάνει μεν αλλά δεν θα μείνει αιωνίως νεκρός· αλλά με την έννοια του: δεν θα πεθάνει ποτέ· δεν θα δοκιμάσει θάνατο (g).
Ιω. 8,53 μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἀβραάμ(1), ὅστις(2) ἀπέθανε; καὶ οἱ προφῆται ἀπέθανον· τίνα σεαυτὸν σὺ(3) ποιεῖς;
Ιω. 8,53 Μηπως είσαι συ ανώτερος από τον πατέρα μας τον Αβραάμ, ο οποίος επέθανε; Και οι προφήται και εκείνοι επέθαναν. Σαν ποιόν εσύ θεωρείς τον εαυτόν σου;”
(1) Αποσιωπάται το «σύ» από 10 μεγαλογράμματα χειρόγραφα και 50 μικρογράμματα. «Η φυσική ακολουθία του λόγου θα ήταν να πουν, Μήπως εσύ είσαι ανώτερος από το Θεό; Αλλά δεν λένε αυτό, για να μην, συγκρίνοντάς τον με το Θεό, δώσουν την εντύπωση ότι τον τιμούν περισσότερο… Και δεν είπαν του Αβραάμ, αλλά του πατέρα μας, κομπάζοντας πάλι και καυχώμενοι για τη συγγένεια με τον Αβραάμ» (Ζ).
«Εσύ ο ίδιος είσαι ανώτερος από τον Αβραάμ και τους προφήτες, ο οποίος υπόσχεσαι ότι θα καταστήσεις και άλλους ανώτερους από εκείνους; Επομένως δεν θα πεθάνεις, τη στιγμή που εκείνοι πέθαναν, αλλά θα παραμείνεις αθάνατος, ενώ είσαι άνθρωπος και έχεις το σώμα από τη γη; Πώς λοιπόν θα μπορούσες να δώσεις σε άλλους αυτό που δεν έχεις εσύ ο ίδιος;» (Κ). Πράγματι ο Κύριος αξιώνοντας, ότι τα λόγια του είχαν τη δύναμη τηρούμενα να κατανικήσουν το θάνατο, τον οποίο δεν απέφυγαν στο παρελθόν ούτε εκείνοι, οι οποίοι υπήρξαν όργανα του λόγου του Θεού, θεωρούσε τον εαυτό του μεγαλύτερο από εκείνους (μ).
(2) Η λέξη αυτή μόνο εδώ συναντιέται στον Ιωάννη και το ἥτις (=η οποία) στο Α΄ Ιω. α 2 (β). Μπαίνοντας αντί για το απλό ὅς σημαίνει, ο οποίος μολονότι υπήρξε Αβραάμ (g). Παρακινούνταν από τη σκέψη ότι κανένας δεν ήταν δυνατόν να είναι μεγαλύτερος από τον Αβραάμ και τους προφήτες. Δεν σκέφτονταν όμως, ότι ο Μεσσίας θα ήταν μεγαλύτερος από τον Αβραάμ και τους προφήτες, οι οποίοι απέκτησαν τη φήμη τους χάρις σε αυτόν. Διότι υπήρξε τιμή για τον Αβραάμ, το ότι ο Μεσσίας θα ήταν απόγονός του και θα καταγόταν από αυτόν. Και το ότι οι προφήτες προανήγγειλαν τα σχετικά με τον Μεσσία, αυτό τους τίμησε πολύ. Συνεπώς ο Μεσσίας χάρις στον οποίο όλοι αυτοί τιμήθηκαν, ήταν πολύ ανώτερος από αυτούς. Αντί λοιπόν να συμπεράνουν, από το ότι ο Χριστός έκανε τον εαυτό του μεγαλύτερο από τον Αβραάμ, ότι είχε δαιμόνιο, έπρεπε να προσέξουν στο ότι με τα έργα, τα οποία ούτε ο Αβραάμ, ούτε οι προφήτες είχαν επιτελέσει, αποδείκνυε, ότι ήταν πράγματι ο Μεσσίας και ως τέτοιον όφειλαν να τον δεχτούν. Τα μάτια τους όμως είναι τυφλά.
(3) «Και αυτό το λένε με υβριστική διάθεση. Εσύ, λέει, υψώνεις τον εαυτό σου» (Χ). «Πόσο μεγάλο κάνεις τον εαυτό σου από τρέλα χωρίς μέτρο;… Τον συμβουλεύουν να φρονεί κάτι μετριότερο» (Κ). Εσύ «που δεν είσαι άξιος κανενός λόγου, ο γιος του μαραγκού, που είσαι από τη Γαλιλαία» (Θφ). Οι Ιουδαίοι θέτουν το ερώτημα αυτό με υβριστική πρόθεση· η Σαμαρείτιδα έθεσε παρόμοιο ερώτημα αμφιβάλλοντας μεν, με αγαθή όμως πρόθεση (χ).
Ιω. 8,54 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς(1)· ἐὰν ἐγὼ δοξάζω ἐμαυτόν(2), ἡ δόξα μου οὐδέν ἐστιν(3)· ἔστιν(4) ὁ πατήρ μου ὁ δοξάζων με(5), ὃν ὑμεῖς λέγετε(6) ὅτι Θεὸς ὑμῶν ἐστι,
Ιω. 8,54 Απήντησεν ο Ιησούς• “εάν εγώ μόνος μου τιμώ και δοξάζω τον ευατόν μου, η δόξα μου, δεν είναι τίποτε. Υπάρχει όμως ο Πατήρ μου, ο οποίος με δοξάζει με τα θαύματα και τα σημεία τα οποία κάνω, και τον οποίον σεις, που με περιφρονείτε, λέγετε ότι είναι Θεός σας.
(1) «Άκουσε (ο Χριστός)· μήπως εσύ είσαι ανώτερος από τον πατέρα μας Αβραάμ; Και δεν βρήκε το θάρρος να πει σε αυτούς ότι, ναι, αλλά το κάνει αυτό με τρόπο καλυμμένο» (Χ). Διότι «δεν θα υπέφερε τον λόγο ο υπερήφανος Ιουδαίος· διότι αμέσως θα αγανακτούσε κάποιος με αυτόν και προσποιούμενος ότι αγαπά τον Πατέρα και υποκρινόμενος ότι υπερασπίζεται την δόξα των αγίων, θα έκανε θερμότερη επίθεση εναντίον του Χριστού» (Κ). Όμως με αυτά «προετοιμάζει αυτό που πρόκειται να πει… Διότι θέλει να αποδείξει, ότι είναι ανώτερος από τον Αβραάμ» (Ζ). Στην απάντησή του ο Κύριος δεν επιμένει στη μαρτυρία την οποία δίνει αυτός για τον εαυτό του, αλλά στη συμμαρτυρία την οποία έδινε για αυτόν και ο Πατέρας του.
(2) Δες σ. 50 και ε 41,ζ 18. Σε όλα αυτά τα χωρία το δόξα σημαίνει τιμή και αντιτίθεται η δόξα, την οποία οι άνθρωποι μπορούν να δώσουν, με την δόξα η οποία προέρχεται από το Θεό (β). Ο Κύριος με αυτά που λέει απαντά στο ερώτημα: Πόσο μεγάλο κάνεις τον εαυτό σου; Η απάντηση ουσιαστικά είναι η εξής: Δεν είμαι τίποτα άλλο παρά ό,τι ο Πατέρας μου θέλησε να είμαι και μαρτυρεί ότι είμαι (g). Ο σιναϊτικός, ο βατικανός, ο κώδικας του Βέζα, ο Ωριγένης έχουν τη γραφή: δοξάσω.
(3) Το να δοξάζει κάποιος τον εαυτό του με καυχησιολογία και αυτοέπαινο δεν αποτελεί πραγματική δόξα, αλλά τελείως αντίθετα ο αυτοεπαινούμενος πέφτει στην εκτίμηση των σοβαρών ανθρώπων (ο).
Και ακριβώς για αυτό οι αυτοεπαινούμενοι προσπαθούν να κρύβουν κάτω από ευλογοφανή προσχήματα το πάθος τους αυτό, κυνηγώντας με κατάλληλα και φαινομενικά ευπρεπή ερωτήματα τους επαίνους των άλλων. Και εκείνοι ακόμα, οι οποίοι είναι κατεξοχήν αιχμαλωτισμένοι από αυτό, δεν θα ήθελαν ποτέ οι άλλοι να σχηματίσουν για αυτούς την υποψία, ότι αυτοεπαινούνται. Το να τιμούμε τους εαυτούς μας με καυχησιολογίες και αυτοεπαίνους είναι χίμαιρα, είναι κάτι κενό και χωρίς πραγματικό περιεχόμενο και για αυτό και ονομάζεται κενοδοξία και ματαιοδοξία. Οι αυτοθαυμαζόμενοι είναι και αυτοαπατώμενοι. Ο Κύριός μας λοιπόν δεν υπήρξε από εκείνους, οι οποίοι με αυτοεπαίνους τιμούν τους εαυτούς τους, όπως τον παρίσταναν οι Ιουδαίοι. Δοξάστηκε από Εκείνον, ο οποίος είναι η πηγή της δόξας και «δεν δόξασε τον εαυτό του με το να γεννηθεί αρχιερέας» (Εβρ. ε 4,5).
(4) «Το «υπάρχει» σε αυτήν την πρόταση θέλει να το καταλάβουμε όχι απλά ούτε αβασάνιστα, αλλά μάλλον το τοποθέτησε αυτό στην πρόταση για να φανερώσει ότι ο Πατέρας «υπάρχει»» (Κ)= Πράγματι υπάρχει και υπάρχει αιωνίως και από μόνος του. Μπαίνει μπροστά με έμφαση (β).
(5) Μπορεί να αναφέρεται στην προαιώνια γέννηση του Λόγου («Δοξάζεται βεβαίως από τη μία ο μονογενής από αυτόν που τον γέννησε διότι έχει, μαζί με όλα τα άλλα αγαθά, και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ουσίας του») (Κ).
Πιο σωστό είναι να αναφερθεί στο μεσσιακό έργο του Χριστού και στη δόξα του ως ανθρώπου. Αυτός που με δοξάζει με τα θαύματα, τα οποία είναι μία μορφή της μαρτυρίας του Πατέρα (ε 31,36) και με την ζωοποιό δύναμη την οποία μου έδωσε (β). «Διότι τον δόξαζε με κάθε τρόπο, άλλοτε μεν με τις προφητείες σχετικά με αυτόν, άλλοτε πάλι και με τη μαρτυρία από τους ουρανούς και άλλοτε με τα μύρια και άπειρα θαύματα» (Θφ).
Τα βλέμματα του Κυρίου ήταν εξ’ ολοκλήρου προσηλωμένα στη δόξα αυτή, με την οποία ο Πατέρας του τον στεφάνωσε. Δεν κυνηγούσε λοιπόν τις επιδοκιμασίες και τους επαίνους των ανθρώπων της εποχής του, αλλά περιφρονούσε αυτά. Διότι η καρδιά του και τα μάτια της ψυχής του ήταν διαρκώς στραμμένα προς την δόξα, την οποία του είχε υποσχεθεί ο Πατέρας του και την οποία είχε ο Κύριος ως Υιός του Θεού κοντά στον Πατέρα «πριν υπάρξει ο κόσμος». Ζητούσε με την τέλεια υπακοή προς τον Πατέρα του και την βαθύτατη ταπείνωσή του να υψώσει αυτόν ο Πατέρας και να χαρίσει σε αυτόν το όνομα το πάνω από κάθε όνομα (Φιλιπ. β 8,9). Σημείωσε ότι ο Χριστός, αλλά και όλοι όσοι ακολουθούν τα ίχνη του και είναι δικοί του εξαρτούν τους εαυτούς τους και τη δόξα τους από το Θεό. Και επειδή έχουν εκτιμήσει πρεπόντως την από το Θεό δόξα, περιφρονούν τελείως την ψεύτικη και μάταιη δόξα αυτού του κόσμου.
(6) «Τους ελέγχει πάλι… ότι εξασκούν την αγάπη στο Θεό μόνο στα λόγια και μάλιστα σκέτα λόγια, αλλά απέχουν πάρα πολύ από το να γνωρίζουν αληθινά το Θεό» (Κ). Με το «λέγετε» φανερώνει «την καύχηση με τα λόγια», την οποία «παρουσιάζοντάς την, έκανε μεγαλύτερη την κατηγορία» (Χ). Το «λέγετε» αναφέρεται στο πνεύμα της καύχησης από το οποίο κατέχονταν (ο). Λέτε ότι ο Θεός είναι δικός σας, ότι εμείς διαλεχτήκαμε από το Θεό και βρισκόμαστε σε διαθήκη (συμφωνία) με αυτόν. Λέτε ότι εμείς είμαστε ο Ισραήλ και οι απόγονοι του Ισραήλ. Αλλά «δεν είναι Ισραήλ όλοι όσοι προέρχονται από τον Ισραήλ» (Ρωμ. θ 6). Πολλοί ισχυρίζονται, ότι έχουν ζήλο και ενδιαφέρον για το Θεό και λένε ότι ο Θεός είναι δικός τους, χωρίς να έχουν κανένα δικαίωμα να λένε τέτοια. Τι θα μας ωφελήσει να λέμε ότι ο Θεός είναι δικός μας, όταν εμείς δεν είμαστε δικοί του και δεν αναγνωριζόμαστε ως λαός του από αυτόν;
Ιω. 8,55 καὶ οὐκ ἐγνώκατε αὐτόν(1)· ἐγὼ δὲ οἶδα αὐτόν(2). καὶ ἐὰν εἴπω ὅτι οὐκ οἶδα αὐτόν, ἔσομαι ὅμοιος ὑμῶν ψεύστης(3)· ἀλλ᾿ οἶδα αὐτὸν(4) καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ τηρῶ(5).
Ιω. 8,55 Εις την πραγματικότητα όμως δεν τον έχετε γνωρίσει. Εγώ όμως τον γνωρίζω. Και εάν είπω ότι δεν τον γνωρίζω, θα είμαι όμοιος με σας, ψεύτης. Αλλά τον γνωρίζω πολύ καλά και το θέλημα αυτού φυλάττω πάντοτε.
(1) Παρόλο που προβάλλετε την αξίωση, ότι είστε παιδιά του (σ. 41) και καυχιέστε ότι είναι Θεός σας, δεν τον ξέρετε (ο). Η αντίθεση είναι ανάμεσα στο «λέγετε» και «οὐκ ἐγνώκατε». Ο παρακείμενος δηλώνει γνώση… της οποίας τα αποτελέσματα επρόκειτο να διαρκούν (δ).
«Διότι το να γνωρίζει ίσως κάποιος ότι υπάρχει Θεός, δεν σημαίνει αυτό οπωσδήποτε ότι έχει και γνώση Θεού. Διότι το ότι υφίσταται και υπάρχει ο Θεός, και τα δαιμόνια το πιστεύουν» (Κ). Δεν «τον γνωρίζετε ως Θεό· διότι αν ήταν έτσι θα τρέματε το λόγια του ως Θεού. Τώρα όμως τόσο πολύ τον περιφρονείτε, ώστε, ενώ εκείνος νομοθέτησε «Μη φονεύσεις», εσείς έχετε φονικές διαθέσεις εναντίον μου» (Θφ).
Η περί του Θεού άγνοιά τους αποδεικνύεται και από το ότι απέρριπταν αυτόν που τους έστειλε ο Θεός (μ). Ο λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι δεν δέχονται το ευαγγέλιο του Χριστού είναι ότι αγνοούν το Θεό. Δεν υποτάσσονται στη δικαιοσύνη του Χριστού, διότι «αγνοούν τη δικαιοσύνη του Θεού» (Ρωμ. ι 3). Εκείνη είναι πραγματική γνώση του Θεού, η οποία συντελεί στο να ταπεινώσει τον άνθρωπο και να διεγείρει σε αυτόν τον πόθο για ανόρθωση και εξομοίωσή του με το Θεό. Η άγνοια αυτή, την οποία αποδίδει σε αυτούς είναι αξιόμεμπτη, διότι αν διάβαζαν με ειλικρίνεια και ταπείνωση την Π.Δ. δεν θα κατέχονταν από αυτήν την άγνοια (ο). Δεν γνωρίζετε τη φύση του Θεού Πατέρα, το άγιο θέλημά του και την αγάπη του, με τα οποία θέλει οι άνθρωποι να γίνουν άγιοι και να σωθούν μέσω του Χριστού (δες ιστ 3, Α΄ Ιω. β 3).
Γενικότερα στην Ιωάννεια χρήση, το «γνωρίζω» το Χριστό σημαίνει γνωρίζω το Μεσσιακό αξίωμά του (ιζ 3, στ 69), την θεότητά του, την ύψιστη σε εμάς αγάπη του και τις ευεργεσίες προς εμάς από τη σχέση μαζί του· την αγάπη του Χριστού προς το Θεό (ιδ 31), την αγιότητά του (G). Οι άνθρωποι είναι δυνατόν να μιλούν με φαινομενικά βαθείς και λεπτούς συλλογισμούς για το Θεό και όμως να τον αγνοούν. Και υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους συγγενείς με το Θεό και όμως είναι ξένοι με αυτόν και δεν έχουν γνώση αυτού. Μόνο το όνομα του Θεού έμαθαν και αυτό ψελλίζουν με τα χείλη, αλλά για τη φύση του Θεού, για τις άπειρες τελειότητες και για τις σχέσεις του με τα δημιουργήματά του δεν γνωρίζουν τίποτα.
(2) Δες ζ 29. Το οἶδα σημαίνει την άμεση γνώση, σε αντίθεση με το ἐγνώκατε, το οποίο συνήθως σημαίνει την επίκτητη γνώση (g). Γνωρίζω αυτόν «διότι προέρχομαι από αυτόν και έχω την ίδια ουσία και φύση και γνώση» (Ζ). Η άγνοια του Θεού, την οποία ο Ιησούς συναντά στους Ιουδαίους αφυπνίζει σε αυτόν σύμφωνα με το νόμο της αντίθεσης, το συναίσθημα της πραγματικής γνώσης την οποία έχει για τον Πατέρα, στο όνομα και για δόξα του οποίου μιλά. Και διακηρύσσει το προνόμιο αυτής της γνώσης του έντονα (g).
(3) Εάν αρνούνταν ότι είχε τη μοναδική αυτή γνώση για τον Πατέρα, θα αρνούνταν συγχρόνως και το ίδιο το κύρος και την ισχύ της αποστολής του. Δεν τους ονόμασε πιο πάνω απερίφραστα ψεύτες, τους αποκάλεσε όμως τέκνα του διαβόλου, ο οποίος είναι ψεύτης και ο πατέρας του (σ. 44)(β). «Το να πει «Γνωρίζω αυτόν», δεν είναι κομπασμός· αλλά το να πει ότι δεν τον γνωρίζει θα ήταν ψεύδος» (αμ). Οι Ιουδαίοι ήταν ψεύτες, διότι ισχυρίζονταν ότι γνώριζαν το Θεό τη στιγμή που δεν τον γνώριζαν. Ο Κύριος θα γινόταν ψεύτης, εάν έλεγε, ότι αγνοεί το Θεό, την ώρα που τον γνώριζε, όπως κανείς άλλος από τους ανθρώπους (μ). «Διότι εσείς μεν λέγοντας αλαζονικά ότι τον γνωρίζετε, ψεύδεστε. Εγώ όμως επειδή τον γνωρίζω, εάν πω ότι δεν τον γνωρίζω, αρνούμαι την αλήθεια» (Θφ).
(4) Επανάληψη με έμφαση που αποσκοπεί στο να παρουσιάσει συνδεδεμένη στενά την γνώση για το Θεό με την τήρηση των εντολών του Θεού (ο).
(5) «Τι τεκμήριο λοιπόν δίνεις για το ότι τον γνωρίζεις; Ότι, λέει, τηρώ τον λόγο του» (Θφ). Προφανώς αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου. Και οι πιστοί κάτω από τη διεύθυνσή του τηρούν το λόγο και έτσι αποκτούν γνώση (b). Από την τελευταία αυτή φράση έπεται, ότι η δόξα την οποία ο Θεός αποδίδει στο Χριστό ως άνθρωπο, δεν στηρίζεται σε αυθαίρετη και μεροληπτική ενέργεια του Θεού. Προέρχεται από την αναγνώριση από τον Πατέρα της ανεπιφύλακτης υπακοής του υιού του που ενανθρώπησε. Ο Ιησούς στη ζωή του μετέβαλε με πλήρη συνέπεια την για το Θεό άμεση και τέλεια γνώση του σε ενέργεια υπακοής προς τον Πατέρα του: Γνωρίζω αυτόν και τηρώ το λόγο του (χ).
Η καλύτερη απόδειξη του ότι γνωρίζουμε το Θεό είναι η υπακοή μας σε αυτόν. Εκείνοι μόνο γνωρίζουν το Θεό πραγματικά, οι οποίοι τηρούν το λόγο του. Αποτελεί κανόνα απαράβατο το: «από αυτό ξέρουμε ότι τον γνωρίζουμε, από το εάν τηρούμε τις εντολές του» (Α΄ Ιω. β 3). Ο Κύριος ζητά από εμάς στο σ. 51 να τηρούμε το λόγο του. Συγχρόνως όμως έθεσε μπροστά μας τον εαυτό του πρότυπο υπακοής, πρότυπο χωρίς κάποια σκιά ή κηλίδα. «Τήρησε το λόγο» του Πατέρα του. Και αυτός ο οποίος «έμαθε από αυτά που έπαθε την υπακοή» (Εβρ. ε 8,9) είναι ο μοναδικός και άριστος διδάσκαλος, ο ικανός να διδάξει και εμάς να υπακούουμε.
Ιω. 8,56 Ἀβραὰμ(1) ὁ πατὴρ ὑμῶν(2) ἠγαλλιάσατο(3) ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν(4), καὶ εἶδε(5) καὶ ἐχάρη.
Ιω. 8,56 Ο Αβραάμ, ο πατέρας σας, γεμάτος αγαλλίασιν και χαράν επόθησε να ίδη την ημέραν της ενανθρωπήσεώς μου και την είδε και εχάρη”.
(1) Αφού απάντησε στην κατηγορία «πόσο μεγάλο κάνεις τον εαυτό σου;… Εγώ δεν δοξάζω τον εαυτό μου» τώρα προχωρά να δώσει απάντηση και στην ερώτηση «Μήπως εσύ είσαι ανώτερος από τον πατέρα μας Αβραάμ, ο οποίος πέθανε;» (g). Με αυτά που λέει αποδεικνύει από τη μία ότι είναι ανώτερος από τον Αβραάμ, διότι «εάν (ο Αβραάμ) επιθύμησε να δει την ημέρα του, ως ανώτερου οπωσδήποτε» (Ζ) επιθύμησε· από την άλλη «δείχνει ότι αυτοί είναι ξένοι με τον Αβραάμ, εφόσον βεβαίως, με αυτά που εκείνος χαιρόταν, αυτοί λυπούνται» (Χ).
(2) «Τους αποδίδει μόνη και γυμνή τη συγγένεια της σάρκας» (Κ). Να τι έκανε ο πατέρας σας. Γιατί δεν του μοιάζετε; Υποκρύπτεται δριμύς έλεγχος.
(3) «Δηλαδή επιθύμησε» (Ζ)· τη χαρά από την ελπίδα. «Είχε αυτήν αξιοζήλευτη και ευκταία και πρόξενο χαράς» (Θφ). Εκδήλωσε το σφοδρό πόθο του με ζωηρή επιθυμία… Η αγαλλίαση αυτή προηγήθηκε από το ότι είδε· και η χαρά πάλι συνόδευσε το ότι είδε (g).
(4) Ή, «ημέρα εδώ νομίζω ότι εννοεί αυτήν του σταυρού, την οποία προεικόνισε ο Αβραάμ με τη θυσία του κριού και του Ισαάκ» (Χ). Ή, πιο σωστά, γενικά «ημέρα λέει τον καιρό του ερχομού του με σάρκα» (Κ). Την ημέρα της ενσάρκωσης και σύλληψης. Διότι σε αυτήν απέβλεπαν όλες οι υποσχέσεις που δόθηκαν σε αυτόν για το σπέρμα του (δ). Πότε ένιωσε αγαλλίαση; Κάποιοι είπαν όταν άκουσε την υπόσχεση για προσεχή εγκυμοσύνη της Σάρρας, όταν αυτή γέλασε (Γεν. ιζ 17). Αλλά το γέλιο αυτό ήταν γέλιο ολιγοπιστίας. Μάλλον λοιπόν σημαίνει όταν ο Αβραάμ ελάμβανε γενικά τις υποσχέσεις του Θεού και μάλιστα την υπόσχεση, κατά την οποία με το σπέρμα του θα ευλογούνταν όλες οι φυλές της γης.
Ο Westcott παραθέτει Ιουδαϊκή παράδοση (Bereshith, R 44), σύμφωνα με την οποία ο Αβραάμ είδε ολόκληρη την ιστορία των απογόνων του στην οπτασία στο Γεν. ιε 6 (β). Ο Θεός υποσχέθηκε στον Αβραάμ τη γη της επαγγελίας, την οποία θα έδινε σε αυτόν και τους απογόνους του. Όμως ο Αβραάμ ουδέποτε επιθύμησε να δει την ημέρα της κατάκτησης της γης της επαγγελίας, όσο επιθύμησε να δει την ημέρα του Χριστού. Δεν μπορούσε να δει με τόση αδιαφορία το σπέρμα της επαγγελίας, με όση έβλεπε τη γη της επαγγελίας στην οποία κατοικούσε σαν κάποιος ξένος και μετανάστης. Εκείνοι οι οποίοι με αγαθή διάθεση άκουσαν και έμαθαν κάποια πράγματα για το Χριστό, αισθάνονται σφοδρό πόθο να γνωρίσουν για αυτόν περισσότερα. Εκείνοι οι οποίοι διέκριναν την αυγή του ηλίου της δικαιοσύνης, ποθούν να δουν και την ανατολή του. Στο μυστήριο της απολύτρωσης επιθυμούν και οι άγγελοι να σκύψουν. Πολύ περισσότερο πρέπει να επιθυμούμε αυτό εμείς, στους οποίους αφορά αυτή η λύτρωση.
(5) Πότε είδε; Ή, είδε προφητικά, όταν ζούσε· δηλαδή «όταν τον πρόσταζε ο Θεός να ανεβάσει τον Ισαάκ στο βουνό για θυσία· διότι είναι λογικό όταν αυτός ιερουργούσε τότε αυτήν την πράξη σαν ακριβώς σε σύμβολο να του έγινε σαφής η ακρίβεια του μυστηρίου. Θα μπορούσε όμως κάποιος να δώσει σχετικά με αυτό και άλλες αφορμές στους φιλομαθέστερους. Διότι πράγματι είδε και τρεις άνδρες στη δρυ της Μαμβρή, αλλά και δέχτηκε υπόσχεση από το Θεό ότι θα γίνει πατέρας πολλών εθνών» (Κ). Το «είδε» λοιπόν πρέπει να το πάρουμε με γενικότερη έννοια για δήλωση προφητικής ή προληπτικής θέας σύμφωνα με το Εβρ. ια 13 (πόῤῥωθεν αὐτὰς ἰδόντες καὶ ἀσπασάμενοι =είδαν τις υποσχέσεις από μακριά και τις δέχτηκαν με όλη τους την ψυχή). Το ἐν παραβολῇ ἐκομίσατο (=τον πήρε πάλιν πίσω τον Ισαάκ, και μάλιστα κατά τρόπον, που ο Ισαάκ έγινε προεικόνιση του Χριστού) του Εβρ. ια 19 ίσως διαφωτίζει το παρόν χωρίο (C). Προείδε την έλευση του Χριστού, όπως και ο προφήτης Ησαΐας μίλησε για αυτόν «ότι είδε την δόξα του» (χ).
Πιο σωστή η ερμηνεία των νεωτέρων, σύμφωνα με την οποία το όρος της Μεταμόρφωσης δείχνει ότι οι πεθαμένοι (όπως ο Μωϋσής) μπορούσαν όχι μόνο να δουν, αλλά και να συνομιλήσουν μαζί με τον Ιησού Χριστό. Είδε από τον τόπο των μακαρίων στον παράδεισο την ημέρα τη δική μου. Και ο Αβραάμ λοιπόν είδε το Χριστό με σάρκα, όταν ήλθε σε εμάς.
«Έστω και αν πέθανε ο Αβραάμ, αλλά έζησε και δεν έβλεπε πλέον το θάνατο, από τη στιγμή που βλέποντας την ημέρα του Ιησού αγαλλίασε και χάρηκε… Διότι αν ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών αλλά ζωντανών… ούτε ο Αβραάμ και οι προφήτες ήταν πλέον σε θάνατο» (Ω). Ο Αβραάμ δεν είναι νεκρός. Εξακολουθεί και τώρα ενσυνείδητα να παρακολουθεί τις τύχες του λαού του. Δες Μάρκ. ιβ 26. Και χάρηκε κατά την έλευση του Χριστού, την ίδια ώρα που οι Ιουδαίοι την χλεύαζαν (μ). Ο Κύριος αποκαλύπτει εδώ γεγονός του αόρατου κόσμου, το οποίο μόνος αυτός μπορούσε να γνωρίζει. Βεβαίως εμείς αγνοούμε με ποια μορφή και πώς τα γεγονότα του παρόντος βίου μπορούν να γίνονται αισθητά σε αυτούς που ζουν στον κόλπο του Θεού. Ο Κύριος όμως βεβαιώνει εδώ το γεγονός αυτό. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από το ακόλουθο «χάρηκε», το οποίο αντιτίθεται στο «ηγαλλιάσατο, το οποίο δηλώνει την χαρά από την προσδοκία (g,ο).
«Δείχνει ότι δεν έρχεται χωρίς τη θέλησή του στο πάθος, από τη στιγμή βεβαίως που επαινεί αυτόν (=τον Αβραάμ) που χάρηκε για το σταυρό· διότι αυτό ήταν η σωτηρία της οικουμένης» (Χ).
Ιω. 8,57 εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς αὐτόν· πεντήκοντα ἔτη(1) οὔπω ἔχεις καὶ Ἀβραὰμ ἑώρακας(2);
Ιω. 8,57 Του είπαν τότε οι Ιουδαίοι• “δεν έχεις ακόμη ούτε πενήντα ετών ηλικίαν και είδες τον Αβραάμ, που έζησε εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια;”
(1) Υπάρχει και η γραφή Τεσσαράκοντα, που δεν μαρτυρείται επαρκώς. Στρογγυλός αριθμός που σημαίνει ταυτόχρονα τη συμπλήρωση και το τέλος της ανδρικής ηλικίας, μετά από την οποία ακολουθεί η γεροντική. Η ηλικία, κατά την οποία οι Λευΐτες αποχωρούσαν από την υπηρεσία (Αριθμ. δ 3)(ο). Η έννοια του λόγου: Ακόμα δεν γέρασες· δεν έφθασες ακόμα τον μισό αιώνα (b). Δεν μπορεί λοιπόν από αυτό να βγει εικασία για την αληθινή ηλικία του Κυρίου, όπως έπραξε ο Ειρηναίος (Κατά αιρέσ. ΙΙ 22,6) ο οποίος συμπέρανε, ότι ο Ιησούς γύρω στο τέλος της δημόσιας δράσης του ήταν λίγο μικρότερος από 50 ετών. Ούτε υπάρχει ανάγκη διόρθωσης του πεντήκοντα με τη γραφή τεσσαράκοντα, η οποία προήλθε από απόπειρα συμβιβασμού του παρόντος χωρίου με το Λουκ. γ 23 (β).
(2) Ο Αβραάμ πέθανε 1850 χρόνια πριν από αυτήν την συνομιλία (b). Οι Ιουδαίοι επειδή δεν κατανόησαν την έννοια των λόγων του Κυρίου νομίζουν, ότι το «είδε και χάρηκε» αναφερόταν στο χρόνο, κατά τον οποίο ο Αβραάμ ζούσε ακόμη στη γη. Ο σιναϊτικός γράφει: εώρακέ σε (=σε έχει δει [ο Αβραάμ]).
Ιω. 8,58 εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν(1) λέγω ὑμῖν, πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι(2).
Ιω. 8,58 Τους είπε τότε ο Ιησούς• “σας διαβεβαιώνω, ότι πριν λάβη ύπαρξιν ο Αβραάμ εγώ υπάρχω. (Δηλαδή προαιωνίως υπάρχω)”.
(1) Η μορφή αυτή της βεβαίωσης αναγγέλλει την σοβαρότητα και το μεγαλείο αυτής της αποκάλυψης, την οποία ο Κύριος κάνει για το πρόσωπό του (g). Σε αυτόν τον διάλογο ακόμη 2 φορές (στους σ. 34,51) συναντιέται ο τύπος αυτός και στις δύο περιπτώσεις ακολουθεί το συμπέρασμα ή η συγκεφαλαίωση των προηγουμένων (β). Εδώ πρόκειται ο Κύριος να εξαγγείλει μία από τις μοναδικές διακηρύξεις για τον εαυτό του (ο).
(2) Είναι άξια ιδιαίτερης προσοχής η χρήση του «γενέσθαι» για τον Αβραάμ και του «ειμί» για τον Κύριο. Αντιθέτει ο Κύριος την σε συγκεκριμένο χρόνο ύπαρξη του Αβραάμ με την αδιάλειπτη και αιώνια ύπαρξή του (g).
«Με τρόπο που αρμόζει πάρα πολύ και σωστά, για μεν τον Αβραάμ βάζει το ρήμα γενέσθαι, ενώ για τον εαυτό του το είμαι» (Κ).
«Το μεν «γενέσθαι» λοιπόν δείχνει ον κτιστό· ενώ το «είμαι» αυτόν που είναι άκτιστος και κτίστης ο ίδιος» (Ζ).
Στον μεν Αβραάμ χρησιμοποιεί το «γενέσθαι» διότι «δημιουργήθηκε από την ανυπαρξία», στον εαυτό του όμως λέει το «είμαι», επειδή «υπάρχει αιώνια» (Κ). «Όπως ακριβώς ο Πατέρας του χρησιμοποιεί αυτήν τη λέξη, δηλαδή το «είμαι», έτσι και αυτός· διότι αυτή δηλώνει την παντοτινή ύπαρξη, η οποία είναι απαλλαγμένη από κάθε χρόνο» (Χ).
Η ίδια αντίθεση ανάμεσα στο γενέσθαι και στο ειμί υπάρχει και στο Ψαλμ. πθ 2 («Πριν να γίνουν τα όρη και να πλαστεί η γη και η οικουμένη και από τον αιώνα και μέχρι τον αιώνα εσύ είσαι»). Το «πριν» στην παρούσα φράση δεν εκφράζει ότι η αιωνιότητα προηγείται του χρόνου, αλλά απλώς την διαδοχή και την εξάρτηση του χρόνου από την αιωνιότητα (g). Παρόμοια φράση και στο ιγ 19. Ολοφάνερα με τη φράση αυτή ο Ιωάννης παρουσιάζει τον Κύριο να διαβεβαιώνει για τον εαυτό του, ότι έχει την άχρονη ύπαρξη της θεότητας σε αντίθεση με την χρονική ύπαρξη του ανθρώπου. Η ίδια διδασκαλία υπάρχει και στον πρόλογο του ευαγγελίου (α 1,18) και στην προς Κολοσσαείς (α 17)(β).
Η ιστορία λοιπόν της ζωής, του θανάτου και της ανάστασης του Ιησού δεν είναι ιστορία της θέσης του δημιουργήματος και της ανόδου του στο θρόνο του Θεού, αλλά ιστορία της κατάβασης και καθόδου στον κόσμο του αιωνίου Λόγου του Θεού· και η ανάστασή του είναι όχι απλή άνοδος αλλά επιστροφή στον Πατέρα (χ). Ακόμη μία φορά ο Κύριος εδώ τονίζει την ενότητά του με το Θεό (μ).
Είμαι ως Θεός. «ἐγώ εἰμι ὁ ὤν (εγώ είμαι ο Υπάρχων) (Εξ. γ 14). Αυτό είναι το όνομα του Θεού, το οποίο εκφράζει την αυθυπαρξία του. Δεν λέει Εγώ υπήρξα, αλλά Εγώ είμαι. Διότι αυτός είναι ο πρώτος και ο τελευταίος, αναλλοίωτα ο ίδιος (Αποκ. α 8). Έτσι ο Κύριος υπήρξε όχι μόνο πριν τον Αβραάμ, αλλά και πριν από όλη την κτίση. Είμαι (Υπάρχω) ως Μεσίτης. Είχε αναδειχτεί και οριστεί Μεσσίας από τον Πατέρα του πολύ πριν τον Αβραάμ, διότι ήταν «το αρνί το σφαγμένο από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος» (Αποκ. ιγ 8). Έγινε από το Θεό «σοφία, δικαιοσύνη, αγιασμός και απολύτρωση» στον Αδάμ και στον Άβελ και στον Ενώχ και στο Νώε και στον Σηθ και σε όλους τους πατριάρχες, οι οποίοι έζησαν και πέθαναν με πίστη πριν ακόμα ο Αβραάμ γεννηθεί.
Ιω. 8,59 ἦραν οὖν(1) λίθους(2) ἵνα βάλωσιν ἐπ᾿ αὐτόν. Ἰησοῦς δὲ ἐκρύβη(3), καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ διελθὼν διὰ μέσου αὐτῶν(4), καὶ παρῆγεν οὕτως(5).
Ιω. 8,59 Αγανακτησμένοι τότε οι Ιουδαίοι επήραν λιθάρια, δια να ρίψουν εναντίον του. Ο δε Ιησούς εχάθη από τα μάτια των και εβγήκεν από τας αυλάς του ναού, περιπατώντας δια μέσου αυτών απαρατήρητος. Και εβάδιζεν έτσι, χωρίς να τον βλέπουν.
(1) Την έννοια των λόγων του Κυρίου αντιλήφθηκαν καλά οι Ιουδαίοι. «Και αφού κατάλαβαν ότι αποδίδει στον εαυτό του την αιωνιότητα του Θεού» (Ζ), παίρνουν πέτρες, διότι «τους φαίνεται ότι είναι βλάσφημος ο λόγος» (Χ). Αντί να προσκυνήσουν αυτόν ζητούν να τον λιθοβολήσουν (Stier). Το ίδιο και στο ι 31-33, όπου διακηρύττει, ότι «εγώ και ο πατέρας είμαστε ένα».
(2) Τα όπλα του πλήθους (b). Η ολοκλήρωση του ναού δεν είχε συντελεστεί ακόμα και στις αυλές του βρίσκονταν πέτρες (δες Μάρκ. ιγ 1 και Ιωσήπ. Αρχαιολ. 17,9,3)(β).
(3) «Φεύγει πάλι με ανθρώπινο τρόπο… και.. δεν διέλυσε τη δύναμή τους» (Χ). «Ως άνθρωπος έφυγε από τις πέτρες. Αλλά αλίμονο σε εκείνους από τις πέτρινες καρδιές των οποίων έφυγε ο Θεός» (Αυ).
Ή, κρύφτηκε «καθιστώντας τον εαυτό του με τη δύναμη της θεότητας αόρατο σε αυτούς που τον ζητούσαν» (Κ). Ή, όχι με θαύμα, παρόλο που ειδική επέμβαση της θείας Πρόνοιας διαφύλαξε αυτόν σώο στην επικίνδυνη εκείνη περίπτωση. Πάντως ο Κύριος περιβαλλόταν όχι μόνο από τους μαθητές του αλλά και από κάποιο κύκλο θετικών ακροατών (g). Αφού αναμίχθηκε ανάμεσα σε αυτόν τον κύκλο διέφυγε. Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
(4) Η φράση και μέχρι το τέλος του σ. δεν μαρτυρείται από όλους τους κώδικες και θεωρείται κείμενο που παρεμβλήθηκε, το οποίο προστέθηκε για τονισμό της θαυμαστής διαφυγής (β). Παρ’ όλα αυτά η διαφυγή μπορεί να εξηγηθεί φυσικά. Ο Ιησούς δηλαδή αφού αναμίχθηκε μαζί με τον κύκλο αυτών που είχαν φιλικές διαθέσεις προς αυτόν, διέφυγε τον λιθοβολισμό. Τότε αυτοί που επιχείρησαν να τον λιθοβολήσουν ήταν φυσικό να εξακολουθούν να συζητούν μεταξύ τους ζωηρά, οπότε ο Κύριος βρήκε ευκαιρία να διασχίσει τον όμιλό τους και να φύγει (ο).
(5) «Βάδιζε έτσι χωρίς να φαίνεται σε αυτούς» (Ζ) και κρυβόμενος από αυτούς. Ήταν αυτό ένα δείγμα της δύναμής του εναντίον των εχθρών του. Δεν μπορούσαν αυτοί να πράξουν κάτι εναντίον του παρά μόνο όσο και όταν αυτός τους το επέτρεπε. Αποδεικνύεται από εδώ, ότι όταν κατόπιν συλλήφθηκε από την κακία τους, έγινε αυτό, διότι αυτός από μόνος του θυσίασε τη ζωή του (Ιω. ι 18). Στην προκειμένη περίπτωση θα φαντάστηκαν οι Ιουδαίοι, ότι θα τον συλλάμβαναν ασφαλώς. Και όμως έγινε άφαντός από αυτούς. Ήταν επίσης αυτό δείγμα της συνετής πρόνοιας και φροντίδας για ασφάλεια του εαυτού του και της ζωής του κατά το χρόνο, κατά τον οποίο γνώριζε, ότι το έργο του δεν είχε ακόμα συντελεστεί. Και μας άφησε και έμπρακτα την επιβεβαίωση της διαταγής του, όταν σας διώκουν σε μία πόλη, να φεύγετε στην άλλη.
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 290-334 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
Ειδικά η γυναίκα δε γνωρίζει άλλη τροφή παρά μόνο την αγάπη. Άμα της λείπει η αγάπη, δεν μπορεί η γυναίκα να σταθεί, δε ζει, δεν τρέφεται, άρα είναι ισχνή και αδύναμη και στο πιο παραμικρό αεράκι.
Αυτό πρέπει να το έχουν στο μυαλό τους όλοι οι άνδρες σύζυγοι και πάντα να θυμούνται τα λόγια που είπε ο Γέρων Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός:
«Η γυναίκα, στη φύση της, είναι γέννημα και προιόν αγάπης. Άρα, λοιπόν, δεν μπορεί η γυναίκα να ορθοποδήσει και να ισορροπήσει, όταν της λείπει η αγάπη. Δεν είναι πλέον θέμα προαιρέσεως ή εκλογής, είναι θέμα φυσικού στοιχείου. Δεν μπορεί ποτέ να ορθοποδήσει αν δεν αισθάνεται αγάπη αληθινή»...[1]
Όχι χλιαρότητες, λοιπόν. Και όχι πράγματα νερόβραστα. Όσοι είναι κοντά στον Θεό δεν ξέρουν αυτές τις χλιαρότητες, τις πεζότητες, αυτά τα νερουλά του κόσμου...
Να αγαπάμε πολύ και να φλέγουμε, να παίρνουν τα ξύλα μας φωτιά, να υψωνόμαστε ολόκληρο βουνό, οροσειρά οξυγόνου ακλόνητη γι’ αυτήν τη μικρή ομορφούλα μας, τη γυναικούλα μας, τη γλυκούλα μας, την κουκουναρίτσα μας, που είπαμε για χάρη αυτηνής να ξεχάσουμε για πάντα το ΕΓΩ μας.
Τρελοί να γίνονται οι σύζυγοι όταν είναι για τη σύζυγο τους, θυσιαστικοί, δότες, φανατικοί ακροατές της αγάπης λόγω αγάπης που ζέει και δεν ακουμπιέται απο τίποτα...
Παρατηρεί κανείς ένα ευλογημένο ανδρόγυνο που έχει γνήσια αγάπη εν Θεώ.
Πω πω τι μανία οι δυο τους (!) να σκέφτονται ο ένας τον άλλον, το πως ψάχνονται, το πως κοιτιούνται, το πως αναζητιούνται στα τηλέφωνα όλη τη διάρκεια της μέρας, το πως φροντίζει ο ένας τον άλλον, «να βάλεις το παλτό σου» του λέει, «να βάλεις τη ζακέτα σου» της λέει...
Αυτοί που έχουν συζυγία εν Θεώ έχουν καλή κι ευλογημένη μανία. Όλο θέλουν να σκέφτονται το ίδιο πράγμα: την αγάπη τους, τη λατρεία τους. Όπου και να βρίσκεται το βλέμμα τους, πάντοτε κοιτάζουν κοφτά για να εισπράττουν τη θέα του συντρόφου τους, εκ του οποίου τρέφονται εν Θεώ.
Και δεν τσιγκουνεύεται ο Θεός: δίνει, δίνει, δίνει. Άγιον έρωτα, δίνει. Κι έχουν να τρέφονται οι σύζυγοι στη δύσκολη ανάβαση τους...
[1] Συνέντευξη του Γέροντος Ιωσήφ του Βατοπαιδινού στον Αρχιμ. π. Θεόφιλο Ζησόπουλο στο τηλεοπτικό κανάλι «4Ε» με θέμα «Περί της αγάπης μεταξύ των συζύγων». Προσβάσιμη απο όλους στο διαδίκτυο.
(μία εκ βαθέων εξομολόγηση μιας κοπέλας).
Εργάζομαι σε μία πολυεθνική εταιρεία που έχει πολύ μεγάλη ένταση, άγχος, γιατί έχει να κάνει με κόσμο και στόχους.
Κάθε δύο ώρες μου στέλνουν αναφορά με τα αποτελέσματά μου στην επίτευξη του στόχου, τι έχω κάνει, πόσο θα έπρεπε να είχα φτάσει, πόσο υπολείπομαι από τα άλλα άτομα στην ομάδα μου και με τι ποσοστό επιτυχίας θα πρέπει να κλείσω την ημέρα μου.
Αρχικά έδινα σημασία σε όλα αυτά τα email και τα σχόλια που συνόδευαν αυτά, σε σημείο που δεν έκανα ούτε το διάλειμμα που δικαιούμουν. Στεναχωριόμουν και όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα να αρρωστήσει το σώμα μου.
Τότε αποφάσισα ότι δεν με ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλοι. Έπαψα να τα κοιτάω και να συγκρίνομαι με τους συναδέλφους μου. Δε θέλω να συμμετάσχω σε αυτό το παιχνίδι τους.
Όσο μπορώ δεν μεταφέρω τη δουλειά μου στο σπίτι, δε θέλω να σκέφτομαι τι έγινε, τι μου είπαν, προσπαθώ να βάλω φραγή στους λογισμούς μου. Πιστεύω ότι όλο το παιχνίδι παίζεται στο μυαλό μου και στις σκέψεις μου.
Προσωπικά έχω ήσυχη τη συνείδησή μου ότι προσπαθώ για το καλύτερο, αλλά δεν μπορώ να αγχωθώ περισσότερο, δε θέλω να αρρωστήσω. Ο προϊστάμενός μου έχει προβλήματα υγείας, δε θα ήθελα να πάθω και εγώ. Πόσοι αρρώστησαν από το άγχος…
Αυτό που με βοηθάει να αντιμετωπίσω την πίεση και να χαλαρώσω είναι το διάβασμα. Είτε επιστρέφοντας είτε προτού φύγω για τη δουλειά, αφιερώνω λίγο χρόνο στο να διαβάσω κάτι πνευματικό. Η κατάντια της σημερινής μας κοινωνίας είναι να είμαστε οι εργαζόμενοι ένα ''ΝΟΥΜΕΡΟ''. Όμως είναι πιο ωραίο να κοιτάς ψηλά και όχι σε όλα αυτά τα πρόσκαιρα.
Το άγχος μου για την δουλειά θεωρώ ότι μου το έχει μεταδώσει η οικογένειά μου και οι αντιλήψεις που έχουν... την καταξίωση που νομίζουν ότι φέρνει η καλή εργασία… έχω τελειώσει πανεπιστήμιο, έχω δύο πτυχία, έχω πάρει υποτροφίες… αλλά όλα αυτά δεν έχουν καμία σημασία μπροστά στην ηρεμία … Εάν δω στο μέλλον ότι δεν θα τα καταφέρνω και θα αγχώνομαι υπερβολικά, θα ψάξω για μία άλλη εργασία που δεν θα μου δίνει την ''κοσμική αίγλη'' που μου δίνει η τωρινή μου εργασία. Ανούσιες ετικέτες που βάζουμε και δυσκολεύουμε τη ζωή μας.
Η φράση που πάντα σκέφτομαι είναι τα λόγια του Χριστού ''Μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία’’. Αυτή την ηρεμία του Κυρίου ζητάω κάθε πρωί. Είναι η μόνη προσευχή που κάνω στα γρήγορα προτού φύγω.
Ένα άλλο στοιχείο που με βοηθάει στο άγχος μου είναι προτού πάρω μία απόφαση να σκέφτομαι τι επιπτώσεις θα έχει μετά στη ζωή μου. Δυστυχώς δεν μπορώ να αγοράσω αυτοκίνητο, δεν θα μπορώ να το συντηρήσω... άρα γιατί να προβώ σε αυτή την αγορά και να αγχωθώ; Σκέφτομαι ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να αλλάξουν τα σημερινά μου δεδομένα και προσπαθώ να μην είμαι δέσμια υποχρεώσεων στις οποίες δε θα μπορώ να ανταπεξέλθω στο μέλλον. Τελικά όσα λιγότερα πράγματα έχεις, τόσες λιγότερες φουρτούνες θα αντιμετωπίσεις στο μέλλον.
Αυτό που με έχει βοηθήσει στην επαφή μου με την εκκλησία είναι να προσπαθώ να μην αναζητώ τα πρωτεία και να μην είμαι τελειομανής... κατάλοιπα της οικογένειάς μου που πρέπει να αποβάλω σιγά σιγά και που τώρα που τα γνωρίζω, έχω και εγώ την ευθύνη. Παρόλα αυτά εάν έδινα περισσότερο χρόνο στην προσευχή ή καλύτερα γινόμουν εγώ μία προσευχή , και δεν την έκανα μηχανικά μόνο τη στιγμή που πιέζομαι σαν ζητιανάκι που θέλει το θαύμα και μόνο από ιδιοτέλεια, θα ένιωθα περισσότερη γαλήνη στη ψυχή μου.
Άλλωστε και αυτά που έχω καταφέρει μέχρι σήμερα, δικό μου κατόρθωμα είναι; Δυστυχώς αυτό το θυμάμαι μόνο στις αποτυχίες…
αναδημοσίευση από τον ιστότοπο: www.romfea.gr.
Τοὺς τελευταίους μῆνες γινόμαστε μάρτυρες μιᾶς πολὺ ἐπικίνδυνης καὶ κατὰ τὰ φαινόμενα ἀδικαιολόγητης κρίσης ποὺ ξέσπασε στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀφορμὴ ἡ ἐπικείμενη ἐκχώρηση αὐτοκεφαλίας στὴν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ἢ μᾶλλον ἡ δημιουργία αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας στὴν Οὐκρανία.
Φαίνεται πὼς οἱ διορθόδοξες σχέσεις ἀποτελοῦν μείζων πρόβλημα στὶς μέρες μας καὶ ἐνῶ ἐπιδιώκεται ἡ ἑνότητα μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, οἱ Ὀρθοδόξοι ὁμολογοῦν μὲν τὴν μεταξύ τους ἀγάπη, ἀλλὰ τὴν ἀποδομοῦν στὴ ζωή τους• διακηρύσσουν τὸν σύνδεσμο τῆς μεταξύ τους κοινωνίας, ἀλλὰ ἐπιβεβαιώνουν τὸ ἀντίθετο.
Καὶ ὁ πιστὸς λαὸς ἀντικρύζει τὶς κορυφές του νὰ διαπληκτίζονται μὲ νομικίστικες ἐπιχειρηματολογίες καὶ ἀντὶ νὰ ἑνώνουν τοὺς πιστοὺς νὰ δημιουργοῦν στρατόπεδα ὀπαδῶν καὶ ὁμάδες ἀντιμαχoμένων ὑποστηρικτῶν. Τί κρῖμα! Σὲ ὅλη αὐτὴ τὴ διαμάχη ὑπάρχει μία πρόφαση καὶ μία αἰτία.
Πρόφαση εἶναι ἡ ἀνάγκη γιὰ αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας. Καὶ αἰτία τὸ δικαίωμα τῆς ἐκχώρησής της. Σὲ ποιὸν ἀνήκει, ποιὸς τὸ ἔχει.
Οἱ λέξεις ποὺ ἀκοῦμε νὰ ἐπικαλοῦνται οἱ ἐμπλεκόμενες Ἐκκλησίες εἶναι ἱστορικὰ προνόμια, δικαιώματα καὶ κανόνες. Δυστυχῶς, αὐτὸ ποὺ δὲν ἀκοῦμε εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ πρῶτο ἐρώτημα εἶναι• εἶναι ἆραγε τόσο ἀναγκαία πνευματικὰ ἡ αὐτοκεφαλία; Καὶ ἂν ναί, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ περιμένει λίγο ἀκόμη;
Ὑπάρχει καὶ ἕνα δεύτερο• εἶναι τόσο σημαντικὰ τὰ δικαιώματά μας ποὺ πρέπει νὰ τὰ ὑπερασπιζόμαστε ἀγνοῶντας ἢ καὶ πολεμῶντας τοὺς ἀδελφούς μας ἢ καὶ διακόπτοντας τὴν χιλιόχρονη κοινωνία μας μαζί τους;
Καὶ τρίτον• ἡ ἐπίκληση τῶν ἱστορικῶν δικαιωμάτων καὶ τῶν κανόνων εἶναι πιὸ σημαντικὴ ἀπὸ αὐτὴν τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου;
Ἡ Κωνσταντινούπολη πλέον ἀποκαλεῖ τοὺς ὡς τώρα ἀδελφοὺς τῆς Ρωσίας «φίλους», αὐτοὶ δὲ ἀρνοῦνται νὰ ὁμολογήσουν τὴν οἰκουμενικότητα τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Ἔτσι γκρεμίζονται τὰ πιὸ βασικὰ θεμέλια τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας• ἡ ἀδελφοσύνη, ἐκφραστὴς τῆς ὁποίας εἶναι ἡ πανορθόδοξη κοινωνία, καὶ ἡ οἰκουμενικότητα, ἐγγυητὴς τῆς ὁποίας εἶναι, κατὰ τοὺς κανόνες καὶ τὴν ἱστορικὴ παράδοση, ἡ Κωνσταντινούπολη.
Α. Στὴν πραγματικότητα, ἡ αὐτοκεφαλία τῆς Οὐκρανίας δὲν ἀποτελεῖ τόσο ἐπείγουσα ἀνάγκη ὅσο δικαίωμα καὶ πείσμονα πολιτικὴ ἀπαίτηση. Ἀντίθετα, ἡ ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν ἀποτελεῖ ἀδήριτη ἀνάγκη καὶ ἀδιαπραγμάτευτη εὐαγγελικὴ ἐπιταγή. Τί ἔχει ἆραγε μεγαλύτερη σημασία, τὸ αὐτοκέφαλο μιᾶς τοπικῆς ἐκκλησίας ἢ ἡ ἑνότητα ὅλων «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν»;
Αὐτοὶ δὲ ποὺ ζητοῦν τὴν αὐτοκεφαλία ποιοί εἶναι; Εἶναι δυνατὸν ἕνας ἀμφιβόλου πνευματικοῦ ὑποβάθρου κοσμικὸς Πρόεδρος καὶ ἕνας προβληματικῆς ἐκκλησιολογικῆς εὐαισθησίας, μέχρι τώρα ἀπορριπτέος ὡς σχισματικός, αὐτοανακηρυχθεὶς «Πατριάρχης», νὰ εἶναι τὰ κατάλληλα πρόσωπα προκειμένου νὰ ἐκφράσουν τὴν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἀνάγκη, τὴ βούληση τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἀναστεναγμὸ τῆς Ἐκκλησίας στὴν Οὐκρανία;
Καὶ ἂν δὲν θέλουμε νὰ ἀκούσουμε τὴ φωνὴ αὐτῶν ποὺ ἀντιστέκονται στὴν αὐτοκεφαλία, πῶς μποροῦμε νὰ στηρίζουμε τὶς ἐλπίδες μας γιὰ ἑνότητα σὲ αὐτοὺς ποὺ ἤδη ἔχουν προκαλέσει μακροχρόνιο σχίσμα καὶ γιὰ χρόνια φιλοξενοῦν ὅλους τοὺς ἀδέσποτους καθηρημένους παλαιοημερολογίτες τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου καὶ ὄχι μόνον;
Ἂν ὁ Φιλάρετος εἶχε ἐκλεγεῖ Πατριάρχης Μόσχας τὸ 1990, ποὺ τόσο τὸ ἐπιδίωξε, ἀλλὰ δὲν τοῦ βγῆκε, θὰ ζητοῦσε σήμερα νὰ γίνει Μητροπολίτης τῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας; Καὶ ἂν ναί, ἀπὸ ποιόν; Ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Μόσχας, τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος θὰ προήδρευε ἢ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ποὺ σήμερα ψευτοσέβεται καὶ στὴν ὁποία δῆθεν ὑποκλίνεται;
Β. Στὴ χριστιανικὴ λογικὴ δὲν ἔχει δίκιο αὐτὸς ποὺ βλέπει μόνο τὰ δικά του δικαιώματα. Δίκιο ἔχει αὐτὸς ποὺ τὰ προστατεύει μὲν διατηρῶντας ὅμως καὶ τὴν ἰσορροπία τῆς ἀγάπης, τῆς εἰρήνης, τῆς ὑπομονῆς, τῆς συγχώρησης, τῆς συμφιλίωσης, διότι μόνον ἔτσι προστατεύονται τὰ «δικαιώματα» τοῦ Θεοῦ. Ἐξ ἄλλου ἡ σωτηρία μας βασίζεται στὴ μεγαλύτερη ἀδικία: «κατάρα λέλυται καταδίκης δικαίας ἀδίκῳ δίκῃ τοῦ δικαίου κατακριθέντος». Εὐτυχῶς ποὺ ὁ Κύριος δὲν ἐπικαλέσθηκε τὸ δίκαιο καὶ τὰ δικαιώματά Του!
Στὴν παροῦσα φάση, ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Οὐκρανίας γίνεται στὴ βάση τῶν δικαιωμάτων αὐτῶν ποὺ τὴν ἐκχωροῦν, δηλαδή τοῦ Φαναρίου καὶ τῆς Μόσχας, τῆς ἱστορικῆς ἢ πολιτικοοικονομικῆς δυνάμεως καὶ ὄχι τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου ἢ ἔστω τῆς ὑφισταμένης ἐκκλησιαστικῆς ἀνάγκης στὴν Οὐκρανία. Ἐκτὸς τούτου, στὸν ὁρίζοντα διακρίνεται τὸ περίγραμμα ἰσχυρῶν πολιτικῶν σκοπιμοτήτων, ὁδηγιῶν καὶ πιέσεων. Καὶ ἀπὸ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο ἔχει μείνει μόνο τὸ… ἐξώφυλλο.
Γ. Ἀλήθεια, τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχουν ὅλα αὐτὰ μὲ τὴ λογική τοῦ Ἐσταυρωμένου Θεοῦ, μὲ τὸ ἦθος τῶν Μακαρισμῶν καὶ τῆς ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλίας, μὲ τὸ λέντιο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, μὲ τὶς ὑποθῆκες τοῦ Κυρίου περὶ τῆς διακονίας καὶ τῆς τιμημένης θέσης τοῦ ἐσχάτου, μὲ τὴν Ἀρχιερατικὴ Προσευχὴ τοῦ Κυρίου «ἵνα πάντες ἓν ὦσι», μὲ τὴ διδαχὴ καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ θείου Παύλου, μὲ τὰ κηρύγματα ποὺ ἀκοῦμε κάθε Κυριακὴ καὶ τὶς ἐγκυκλίους ποὺ ἐξαπολύονται στὶς μεγάλες γιορτές; Εἶναι δυνατὸν ἡ ἐφαρμογὴ τῶν κανόνων νὰ καταργεῖ τὸ Εὐαγγέλιο;
Ποιός μπορεῖ νὰ καταλάβει πῶς εἶναι δυνατόν χιλιόχρονες ἀδελφὲς ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ νὰ ἐπιχαίρονται ἀνακαλύπτοντας ἡ μία τὶς ἐκτροπὲς καὶ τὰ λάθη τῆς ἄλλης; Μήπως ἡ ἔνταση ποὺ ζοῦμε τώρα σημαίνει πὼς δὲν ἀγαπηθήκαμε σωστὰ στὸ παρελθόν; Πῶς δικαιολογεῖται τὰ στόματα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν μας στεντορίᾳ τῇ φωνῇ νὰ ὑποστηρίζουν τὸν διαχριστιανικὸ καὶ διαθρησκειακὸ διάλογο καὶ νὰ ἀρνοῦνται τὴν μεταξύ τους ἐπικοινωνία; Γιατί ἀδυνατοῦν νὰ παραδεχθοῦν οἱ μὲν ὅτι μπορεῖ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ φωτίζει λίγο διαφορετικὰ καὶ τὴν ἄλλη πλευρά; Εἶναι δυνατὸν ὅλος ὁ φωτισμὸς νὰ εἶναι μαζί μας καὶ καμία ἀκτῖνα νὰ μὴν φωτίζει καὶ τοὺς ἄλλους μέχρι τώρα ἀδελφούς μας; Ποιά σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἡ σημασία τῆς λέξης κοινωνία, ἂν δὲν συμπεριλαμβάνει καὶ τὴν ἀμοιβαία κατανόηση;
Ἢ πῶς συμβαίνει νὰ μὴν ὑπολογίζουν τὶς ὀλέθριες συνέπειες ἑνὸς ἐπαπειλούμενου σχίσματος; Τί φταῖνε ἆραγε οἱ ἁπλοὶ πιστοὶ καὶ ἀποκλείονται ἀπὸ τὴ χάρι τῶν προσκυνημάτων τῶν ἄλλων; Γιατί οἱ Ρῶσοι πιστοὶ νὰ στερηθοῦν τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὴν Πάτμο καὶ οἱ Ἑλληνόφωνες τὸν Ἅγιο Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, τὰ Σπήλαια τοῦ Κιέβου, τὸ Βάλαμο καὶ τὴ χάρι τῶν Ρώσων νεομαρτύρων; Δὲν εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ παγκόσμια γιὰ νὰ τὴν μοιράζονται ὅλοι; Ὅταν μᾶς ἑνώνει ἡ κοινὴ πίστη καὶ τὸ δόγμα, πῶς νὰ δικαιολογηθεῖ ἡ διαίρεση στὴ βάση μιᾶς διοικητικῆς ἀσυμφωνίας;
Τελικά, τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης, τῆς συγχώρησης, τῆς ἑνότητος γιὰ ποιούς γράφηκε καὶ γιατί; Ἐμᾶς ἆραγε καὶ τὶς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς μας δὲν μᾶς ἀφορᾶ;
Δ. Ἐπιπλέον, ἡ Ὀρθόδοξη ὁμολογία μας στὴ Διασπορὰ ἢ στὶς χῶρες τῆς ἱεραποστολῆς ποιά θὰ εἶναι; Ποιόν Χριστὸ θὰ κηρύξουμε καὶ θὰ ὁμολογήσουμε; Αὐτὸν ποὺ «εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε», ἀλλὰ καταργοῦμε τὸν λόγο Του μὲ τὴ ζωή μας, ἢ Αὐτὸν ποὺ δὲν κατάφερε νὰ ἑνώσει δυὸ χιλιάδες τώρα χρόνια οὔτε τοὺς πιστούς Του; Ἡ ἱκανοποίηση τοῦ κατορθώματος τῆς αὐτοκεφαλίας εἶναι σύντομη καὶ τῶν ὀλίγων. Ὁ σκανδαλισμὸς τῶν πιστῶν καὶ τοῦ κόσμου εἶναι ἀπροσμέτρητος καὶ γενικευμένος. Ἡ ἁμαρτία τοῦ σχίσματος ἀθεράπευτη καὶ ἀσυγχώρητη.
Ε. Ἀλλὰ καὶ ἡ Μόσχα εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτιμᾶ τοὺς κληρικοὺς καὶ πιστούς της ποὺ κοινωνοῦν στὸ Ἅγιον Ὄρος ἢ στὴν Πάτμο ἢ ἐνδεχομένως ἀργότερα στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ στὴν Ἑλλάδα; Εἶναι δυνατὸν ἡ θεία κοινωνία νὰ γίνεται μοχλὸς πολιτικῆς πίεσης καὶ ἐκβιασμοῦ; Δηλαδὴ χίλια χρόνια μυστηρίου αὐτὸ καταλάβαμε; Θὰ μπορούσαμε νὰ κατανοήσουμε τὴν προσωρινὴ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου στὸ ἐπίπεδο τῶν Πατριαρχῶν, ἐνδεχομένως ὡς ἔνδειξη ἔντονης διαμαρτυρίας, ἀλλὰ ὄχι καὶ τὴ διακοπὴ τῆς κοινωνίας τῶν πιστῶν. Δὲν μπορεῖ ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία, ἀντὶ νὰ ὁδηγεῖ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ στὰ ἁγιάσματα, νὰ τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὴ χάρι. Ἀντὶ νὰ ἀποδυναμωθεῖ ἡ πίστη τοῦ λαοῦ, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἐνισχυθεῖ μήπως καὶ συνετίσει τοὺς ἡγέτες του;
Ἐλπίζουμε ὁ Πατριάρχης μας νὰ ἀνοίξει τόσο τὴν οἰκουμενική του ἀγκαλιά, ὥστε νὰ χωρέσει καὶ τοὺς Ρώσους. Ἀλλὰ καὶ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ ἑνωθοῦν ἐκκλησιαστικὰ μεταξύ τους οἱ Οὐκρανοί, ἂν δὲν μάθουν μέσα στὴν Ἐκκλησία νὰ συγχωρήσουνε τοὺς Ρώσους καὶ νὰ ἑνωθοῦν μαζί τους. Ἡ Ἐκκλησία τότε εἶναι Ἐκκλησία ὅταν καταργεῖ τοὺς ἐχθρούς. Ὁ λόγος τοῦ προσφάτως ἀνακηρυχθέντος ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἁγίου, τοῦ Ὁσίου Ἀμφιλοχίου τοῦ νέου τοῦ ἐν Πάτμῳ, εἶναι τόσο ἐπίκαιρος ὅσο ποτέ: «Θέλετε νὰ ἐκδικηθεῖτε αὐτοὺς ποὺ σᾶς πειράζουν; ἡ καλύτερη ἐκδίκηση εἶναι ἡ ἀγάπη. Μεταποιεῖ καὶ τὰ θηρία ἀκόμη ἡ ἀγάπη».
Περιμένουμε ὅμως νὰ καταλαβαίνουν καὶ οἱ ἅγιοι πατέρες μας στὴ Ρωσία, ποὺ ἐπικαλεῖται ὁ λαὸς τὶς εὐχές τους στὸ τέλος κάθε ἀκολουθίας, ὅτι ἂν ἐνεργήσουν ταπεινὰ καὶ ὄχι κατακτητικὰ θὰ ἑνώσουν τὴν Ἐκκλησία καὶ μαζὶ μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ θὰ κερδίσουν καὶ τὶς καρδιὲς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων. Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ γίνουν κοσμικὰ ἡ «Τρίτη Ρώμη», ἀλλὰ πνευματικὰ ἡ «Πρώτη καὶ Ἁγία Μόσχα». Νὰ γίνουν πρῶτοι στὶς καρδιές μας.
Μαζί μὲ τὸ ἄρωμα τῆς ἐμπειρίας τοῦ πρόσφατου σκληροῦ διωγμοῦ τους καὶ τὴ χάρι τοῦ νέφους τῶν νεομαρτύρων τους, περιμένουμε νὰ προσφέρουν στὴν Ἐκκλησία μας καὶ τὴν εὐώδη μαρτυρία τῆς ἑνότητος. Ὅσο κακὸ εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ μικροῦ καὶ τοῦ ἀδύνατου, τόσο μεγάλο εἶναι ἡ ταπεινὴ σοφία τοῦ ἰσχυροῦ καὶ τοῦ μεγάλου. Αὐτὸ ἔχουμε ἀνάγκη ὅλοι μας, διότι σὲ τελικὴ ἀνάλυση, δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ποιὸς ἔχει τὴ δύναμη ἢ τὸ δίκιο μὲ τὸ μέρος του, ἀλλὰ ποιὸς ἐνεργεῖ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ μεταφέρει τὴ χάρι Του.
Ἡ θεόπνευστη προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «Εἰ δὲ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε, βλέπετε μὴ ὑπ᾿ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε» (Γαλ. ε΄ 15) ἴσως δείχνει τὸν δρόμο ὅλων μας. Στὶς ἐκκλησιαστικὲς συγκρούσεις μεταξὺ ἀδελφῶν δὲν ὑπάρχουν κερδισμένοι. Ὅλοι εἶναι ἡττημένοι. Ἀντίθετα, ὅταν συμφιλιωνόμαστε, δὲν ὑπάρχουνε χαμένοι. Ὅλοι εἶναι εὐλογημένοι.
Ἐδῶ τὰ βρῆκε ἡ Βόρεια Κορέα μὲ τὴ Νότια καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ βροῦμε ἐμεῖς ποὺ καθημερινὰ προσευχόμαστε μὲ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» στὴν καρδιὰ καὶ τὰ χείλη μας;
Διάπυρη προσευχή μας εἶναι νὰ δώσει ὁ Κύριος «σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν» καὶ νὰ μᾶς «ἐξαγάγῃ» σύντομα εἰς μετάνοιαν καὶ «εἰς ἀναψυχήν». Ἀμήν.
(βιβλίο: Η ζωή ενός Μεγάλου, Παπαδόπουλου Στυλιανού, εκδ. Αποστολική Διακονία σελ. 355-358).
Δοκιμάζεται η φιλία. Απάντηση στη διαίρεση.
Δεν είχε τη δύναμη ο Βασίλειος να ματαιώσει τη διαίρεση. Είχε όμως τη σύνεση του ποιμένα και αντέδρασε στο αντικανονικό αυτό μέτρο έτσι που να προκύψει ωφέλεια στους πιστούς. Χειροτόνησε δηλαδή επισκόπους σε μερικές κωμοπόλεις που δεν ήταν επισκοπές και που τις διεκδικούσε ο μητροπολίτης της Β' Καππαδοκίας.
Η ωφέλεια ήταν άμεση. Οι πιστοί των πόλεων τούτων γνώρισαν εντονότερη την ποιμαντική φροντίδα, πρόκοψαν περισσότερο στην πνευματική ζωή και δεν παρασύρθηκαν από τους κακόδοξους. Αντί λοιπόν να διαιρεθεί η Εκκλησία, αυξήθηκε πνευματικά.
Στις καινούργιες επισκοπές τοποθέτησε φυσικά φίλους του, αυστηρά ορθόδοξους. Το περίεργο μόνο είναι ότι για το σχέδιό του αυτό χρησιμοποίησε και δυο μεγάλους θεολόγους που και οι δυο απέτυχαν στο έργο τούτο. Πρόκειται για το φίλο του Γρηγόριο Θεολόγο και τον αδελφό του Γρηγόριο. Τον πρώτο χειροτόνησε για την επισκοπή Σασίμων, μεταξύ Καισάρειας και Τυάνων. Τον δεύτερο για την επισκοπή της Νύσσας, κοντά στον Άλυ ποταμό.
Ο φίλος του δεν πήγε καθόλου στην επισκοπή του. Ο αδελφός του πήγε, άλλα δημιούργησε περισσότερα προβλήματα απ’ όσα έλυσε.
Η απόφαση του Βασιλείου να χρησιμοποιήσει το φίλο του Γρηγόριο στο παραπάνω σχέδιο έγινε αιτία να δοκιμασθεί για λίγο η φιλία των δυο ανδρών. Και θα είχε διαλυθεί οριστικά εάν δεν ήταν και οι δυο μεγάλοι.
Ο Βασίλειος χρησιμοποίησε βαριές κουβέντες για το φίλο του Γρηγόριο που δεν έμεινε στα Σάσιμα να επισκοπεύσει. Τον κατηγόρησε ότι αγνοεί την εκκλησιαστική κατάσταση, ότι είναι άφιλος, απαίδευτος. Ο Γρηγόριος επαναστάτησε, αντέδρασε βίαια. Πάντα το ίδιο έκανε στη ζωή του, όταν του ζητούσαν να εγκαταλείψει την ησυχία και να αναλάβει δράση, οποιαδήποτε δράση. Ήξερε καλά πως δεν ήταν άνθρωπος δράσεως. Την αποστρεφόταν όσο τις αμαρτίες του. Και τώρα έλεγε στο Βασίλειο:
- Να βρεις άλλους να προσέχουν τα φορτωμένα μουλάρια για να μη στα παίρνει ο Άνθιμος Τυάνων.
Το έλεγε αυτό γιατί τα Σάσιμα ήταν σταυροδρόμι, πέρασμα και στο σημείο αυτό έβρισκε την ευκαιρία ο Άνθιμος να παίρνει τα μουλάρια, ισχυριζόμενος ότι τα Σάσιμα είναι της Μητροπόλεώς του και ότι στους αιρετικούς δεν πρέπει να πληρώνει κανείς φόρους, καθώς είπαμε πιο πάνω. Αν όμως επισκόπευε στο χωριό τούτο άνθρωπος του Βασιλείου τα εκκλησιαστικά έσοδα της περιοχής θα έφθαναν ασφαλή στην Καισάρεια και τα φιλανθρωπικά έργα θα τέλειωναν μια ώρα γρηγορότερα.
Όλα τα έβλεπε και όλα τα εκτιμούσε ο Γρηγόριος. Αυτός παραπάνω μας είπε ότι με το σχέδιο του Βασιλείου πρόκοψε πνευματικά η περιοχή. Αυτός ήξερε απ’ όλους καλύτερα σε τι χρησίμευαν τα φορτωμένα μουλάρια. Όλα λοιπόν καλά, μα όχι ο ίδιος μέσα στην προσπάθεια, δεν ήταν στα μέτρα του, στο χαρακτήρα του.
- Κάνε ό,τι ωραίο μπορείς, Βασίλειε. Εμένα όμως άφησέ με στην ησυχία μου.
Στη δράση γινόταν μικρός. Στη σκέψη μεγάλος.
-Για μένα, Βασίλειε, η πιο μεγάλη πράξη (=δράση) είναι η απραξία.
Τον κεραυνοβολούσε ο Βασίλειος με αυστηρά γράμματα, τον προέτρεπε να βοηθήσει στο γενικότερο έργο της διασώσεως της ενότητας. Κι εκείνος έστελνε τους αλλόκοτους κεραυνούς, όπως ο παραπάνω: «πράξη είναι η απραξία».
Πώς να συμφωνήσουν με τέτοιες προϋποθέσεις οι δυο ιεροί άνδρες; Και όμως κατάλαβαν ο ένας τον άλλο, γιατί και τη δύναμη και τη διάθεση είχαν να σκύψει ο ένας στην καρδιά του άλλου. Ο Βασίλειος σεβάσθηκε την απραξία του Γρηγορίου. Ο Γρηγόριος αναγνώρισε ότι οι ενέργειες του Βασιλείου υπαγορεύονταν από το συμφέρον της Εκκλησίας, ήταν θέλημα Θεού.
Έρχονται στιγμές πικρές για το Γρηγόριο. Διαμαρτύρεται: «Μα δε σκέφθηκες τη φιλία μας, πώς μ’ έστειλες επίσκοπο στο άθλιο χωριό; Με κάνεις να μην πιστεύω πια στη φιλία». Κουβέντες φοβερές.
Ακόμα και οι φίλοι τους παραξενεύτηκαν. Το νέο έφθασε παντού και ο Βασίλειος απολογείται στον κοινό φίλο Ευσέβιο Σαμοσάτων, που φαίνεται του έκανε κάποια παρατήρηση:
- Όπως εσύ, έτσι και εγώ θα ήθελα να ποιμαίνει ο Γρηγόριος μιαν Εκκλησία ανάλογη προς τις ικανότητές του. Και τέτοια Εκκλησία είναι η γη ολόκληρη. Αυτό δε γίνεται όμως. Ας ποιμαίνει λοιπόν το μικρό τόπο των Σασίμων για να γίνει ο τόπος ένδοξος από το Γρηγόριο κι όχι ο Γρηγόριος από τον τόπο. Χαρακτηριστικό του μεγάλου άνδρα είναι να ικανοποιείται από τα μικρά και να κάνει τα μικρά μεγάλα.
Αυτά έγιναν μεταξύ Φεβρουάριου και Πάσχα του 372.
Τα χρόνια πέρασαν, ο Γρηγόριος ταλαιπωρήθηκε πολύ. Προπαντός αφότου πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου στήριξε την ορθόδοξη πίστη στα μαύρα χρόνια της αρειανοκρατίας και όπου το 381 έγινε αρχιεπίσκοπος.
Κάτι όμως έμεινε από την πικρία που του έδωσε ο Βασίλειος. Τη θυμήθηκε ακόμα και πάνω στον τάφο του Βασιλείου, την ώρα που του έλεγε τον καταπληκτικό επιτάφιο λόγο του. Και πάλι όμως θα δικαιολογήσει το Βασίλειο, λέγοντας πως η πράξη του υπαγορεύθηκε από το ίδιο το Άγιο Πνεύμα, κάτι που δεν αρνήθηκε ποτέ στο Βασίλειο.
Μία φορά βρέθηκα σε ένα σπίτι που ήταν όλο πολυτέλεια καί, καθώς συζητούσαμε, μου είπαν:
«Ζούμε στον Παράδεισο, ενώ άλλοι άνθρωποι στερούνται».
«Ζήτε στην κόλαση, τους λέω. «Άφρον, ταύτη τη νυκτί» , είπε ο Θεός στον πλούσιο. Αν ο Χριστός με ρωτούσε: «Που θέλεις να σε βάλουμε, σε μία φυλακή η σε ένα σπίτι σαν αυτό;», θα έλεγα: «Σε μία σκοτεινή φυλακή». Γιατί η φυλακή θα με βοηθούσε. Θα μου θύμιζε τον Χριστό, θα μου θύμιζε τους αγίους Μάρτυρες, θα μου θύμιζε τους ασκητές που ήταν στις οπές της γής, θα μου θύμιζε καλογερική. Η φυλακή θα εμοίαζε και λίγο με το κελλί μου και θα χαιρόμουν. Αυτό το δικό σας τί θα μου θύμιζε και σε τί θα με βοηθούσε; Γι αυτό οι φυλακές με αναπαύουν καλύτερα όχι μόνον από ένα σαλόνι κοσμικό αλλά και απ'ένα ωραίο κελλί μοναχού. Χίλιες φορές στην φυλακή παρά σε ένα τέτοιο σπίτι».
Κάποτε που είχα φιλοξενηθή στην Αθήνα σ' έναν φίλο μου, με παρακάλεσε να δεχθώ έναν οικογενειάρχη πριν φωτίση, γιατί άλλη ώρα δεν ευκαιρούσε. Ήρθε λοιπόν χαρούμενος και συνέχεια δοξολογούσε τον Θεό. Είχε και πολλή ταπείνωση και απλότητα και με παρακαλούσε να εύχωμαι για την οικογένειά του. Ο αδελφός αυτός ήταν περίπου τριάντα οκτώ ετών και είχε επτά παιδιά. Δυο το ανδρόγυνο και άλλοι δυο οι γονείς του, εν όλω έντεκα ψυχές, και έμεναν όλοι σε ένα δωμάτιο. Μου έλεγε με την απλότητα που είχε:
«Όρθιούς μας χωράει το δωμάτιο, αλλά, όταν ξαπλώνουμε, δεν μας παίρνει, είναι λίγο στενόχωρα. Δόξα τω Θεώ, τώρα κάναμε ένα υπόστεγο για κουζίνα και βολευτήκαμε. Εμείς έχουμε και στέγη. Πάτερ μου, ενώ είναι άλλοι που μένουν στην υπαιθρο».
Η εργασία του ήταν σιδερωτής. Έμενε στην Αθήνα και έφευγε πριν φωτίση, για να βρεθή εγκαίρως στον Πειραιά όπου εργαζόταν. Από την ορθοστασία και τις πολλές υπερωρίες τα πόδια του είχαν κιρσούς και τον ενοχλούσαν, αλλά η πολλή αγάπη του προς την οικογένειά του τον έκανε να ξεχνάη τους πόνους και τις ενοχλήσεις. Ελεεινολογούσε μάλιστα τον εαυτό του συνέχεια και έλεγε ότι δεν έχει αγάπη, γιατί δεν κάνει καλωσύνες σαν Χριστιανός, και επαινούσε την γυναίκα του ότι εκείνη κάνει καλωσύνες, γιατί εκτός από τα παιδιά και τα πεθερικά της που φρόντιζε, πήγαινε και έπαιρνε τα ρούχα από τους γέρους της γειτονιάς, τα επλένε, τους συγύριζε και τα σπίτια, τους εφτίαχνε και καμμιά σούπα.
Έβλεπε κανείς στο πρόσωπο του καλού αυτού οικογενειάρχη ζωγραφισμένη την θεία Χάρη. Είχε μέσα του τον Χριστό και ήταν γεμάτος χαρά και το δωμάτιό του γεμάτο από παραδεισένια χαρά. Ενώ αυτοί που δεν έχουν μέσα τους τον Χριστό, είναι γεμάτοι από άγχος, και δυο άνθρωποι να είναι, δεν χωράνε μέσα σε έντεκα δωμάτια. Ενώ οι έντεκα αυτοί άνθρωποι με τον Χριστό, χωρούσαν μέσα σ' ένα δωμάτιο.
(Γέροντος Παϊσίου Λόγοι Α, σελ. 172-173)
Από το πρωινό τούτο της 27ης του Νοέμβρη, ο Γρηγόριος είχε την επισκοπική ευθύνη για την Κωνσταντινούπολη. Στη διάθεσή του όλοι οι ναοί. Δεν είχε τυπικά ενθρονιστεί μα ήτανε κι αναγνωριζότανε απ’ όλους επίσκοπος κανονικός. Οι περισσότεροι αρειανοί και μάλιστα οι λαϊκοί ενώθηκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Μείνανε όμως αρκετοί φανατικοί και ιδιαίτερα κληρικοί, που κάνανε ό,τι περνούσε από το χέρι τους, για να βλάψουνε το Γρηγόριο. Συγκεντρώνονταν, οργάνωναν τη δράση τους και τις επιθέσεις τους. Φτάσανε στο σημείο να οργανώσουνε ακόμα και τη δολοφονία του Γρηγορίου. Εκεί έφτασε το μίσος.
Τα μελετήσανε όλα σε όλες τις λεπτομέρειες. Πλησίασαν ένα δικό τους, ένα νεαρό και φανατικό. Του υποσχεθήκανε πολλά. Εκείνος δέχτηκε μ’ ευκολία. Και μ’ ένα θράσος φοβερό. Τη νύχτα, κλείνανε καλά τις πόρτες οι άνθρωποι του Γρηγορίου, γιατί πάντα φοβόντουσαν το κακό. Αποφασίστηκε, λοιπόν, να επιτεθεί ο δολοφόνος μια ώρα, που να μην έχει κόσμο στην αυλή του Αβλάβιου. Να μην υπάρχει άνθρωπος εκεί στην άκρη, στο χαμηλό σπιτάκι με το κελί του Γρηγορίου.
Ήταν χειμωνιάτικο απόγευμα, προς το τέλος του Δεκέμβρη. Πήρε να σκοτεινιάζει γρήγορα. Ο κόσμος μαζεύτηκε νωρίς. Το χιονόνερο έστελνε βιαστικά τους ανθρώπους στα σπίτια τους. Οι αρειανοί όπλισαν μ’ ένα μαχαίρι το νεαρό δολοφόνο και τον έστειλαν εκεί που ήξερε. Με προφυλάξεις, έφτασε στο αρχοντικό του Αβλάβιου. Η μεγάλη πόρτα του κήπου ήτανε ανοιχτή. Την περίμενε κλειστή και παραξενεύτηκε. Μπαίνανε από κει όσοι πήγαιναν για το ναό της Αναστασίας. Τέτοια ώρα όμως κανείς δεν ερχόταν· ακολουθίες τέτοια ώρα, τέτοια μέρα, δε γίνονταν. Ο νεαρός δεν πολυσκέφτηκε. Δρασκέλισε αθόρυβα. Προχώρησε για το σπιτάκι με την πλάτη στο φράχτη, να παρακολουθεί, μήπως φανεί κίνηση. Το μυαλό και τα μάτια καρφωμένα στο σπιτάκι. Κίνηση εκεί καμία. Επομένως, δεν είχε ’ρθει ακόμα ο Θεόφιλος· αυτός που έκανε τις πρόχειρες δουλειές του σπιτιού. Προχώρησε ακόμα λίγο. Κοντοστάθηκε. Τα μάτια στο σπιτάκι. Έβλεπε μόνο το φωτάκι στο κελί του επισκόπου. Θα προσευχότανε ή θα διάβαζε. Αυτές τις μέρες ήτανε πάλι άρρωστος. Αποκλειόταν να κυκλοφορεί όρθιος.
Περίμενε ακόμα λίγο και μ’ ένα σάλτο αθόρυβο βρέθηκε στην πόρτα. Την έσπρωξε μαλακά και μπήκε στο διάδρομο. Κόλλησε με την πλάτη στον τοίχο κι έβλεπε απέναντί του τη μικρή πόρτα, στο κελί του Γρηγορίου. Το μυαλό και οι αισθήσεις του στο κελί. Μηχανικά παραμέρισε το ρούχο του, έβαλε το χέρι στη ζώνη κι έπιασε τη λαβή του μαχαιριού. Μια κρυάδα του ήρθε, αλλά έσφιξε καλά τη λαβή και τράβηξε το μαχαίρι έξω. Ασυναίσθητα το ‘φερε κοντά στα μάτια να το δει καλά, γιατί το σκοτάδι τον εμπόδιζε. Τότε ξαφνικά, ένας ελαφρύς θόρυβος τον έβγαλε από την προσήλωση. Ένας νέος άντρας έμπαινε από την πόρτα μ’ ένα λυχνάρι στο χέρι. Ο δολοφόνος δεν είχε να φύγει από πουθενά. Χαμένος, έμεινε ακίνητος. Τα μέλη του παράλυτα, το στόμα του σφαλισμένο. Ο Θεόφιλος σήκωσε ψηλά το λυχνάρι να δει καλά και κατάλαβε. Μέσα του ένιωσε τρόμο. Άρχισε να τρέμει και να τραυλίζει. Όμως δεν ήτανε καιρός. Φτάσανε οι εκπρόσωποι ενός ναού, που θέλανε να δουν τον επίσκοπο —γι’ αυτό έμεινε η έξω πόρτα ανοιχτή. Οι εκπρόσωποι πατούσαν κιόλας το σκαλοπάτι του σπιτιού. Ο Θεόφιλος, χωρίς να σκεφτεί, οδηγημένος από κάποια δύναμη, σηκώνει το αριστερό του χέρι και παίρνει απλά το μαχαίρι από το νεαρό, που έστελε σαν κεραυνωμένος.
Μπήκανε οι επισκέπτες. Ο Θεόφιλος τους άνοιξε την πόρτα του κελιού, γύρισε, πολύ φυσικά τώρα, έπιασε από το χέρι το νεαρό και τον έβαλε κι αυτόν στο κελί.
Ο άρρωστος επίσκοπος ανασηκώθηκε λίγο στο μαξιλάρι, να τους βλέπει και να τον βλέπουνε. Οι εκπρόσωποι του λέγανε, αυτά που είχανε να πουν. Μα το διαπεραστικό μάτι του Γρηγορίου στάθηκε σ’ ένα πρόσωπο σκοτεινό και ωχρό σαν πανί. Ο νεαρός με το μαχαίρι στεκότανε θλιμμένος, με κατεβασμένα τα μάτια, το χρώμα είχε χαθεί από τα μάγουλά του.
Καμιά φορά φύγανε οι εκπρόσωποι. Τότε ο νεαρός έπεσε στα πόδια του Γρηγορίου. Γονατιστός τον αγκάλιασε πάνω στο ξύλινο κρεβάτι κι έκλαιγε με λυγμούς. Τον ρωτούσε απορημένος ο Γρηγόριος κι αυτός μόνο έκλαιγε και βογκούσε. Ρώτησε πάλι και πάλι, απάντηση καμία. Στενοχωρήθηκε ο επίσκοπος και, βλέποντας το νεαρό να κλαίει συνέχεια, δάκρυσε κι ο ίδιος από συμπόνια. Ο Θεόφιλος, που βγήκε να ξεπροβοδίσει τους επισκέπτες, γύρισε στο κελί. Ακούοντας πάλι το δακρυσμένο επίσκοπο να ρωτάει το νεαρό, ποιος είναι και τι έπαθε, έδωσε κείνος την απάντηση:
— Ο φονιάς σου είναι, γέροντα. Τώρα δα ήταν έτοιμος. Κι αν δεν προλάβαινα, τώρα δε θα ρωτούσες, ούτε και θα μας έβλεπες, σ’ έσωσε ο Θεός.
— Μα τούτος κλαίει, παιδί μου, πώς είναι δυνατό; έκανε ο Γρηγόριος.
— Κλαίει γιατί τον χτύπησε η συνείδηση. Του ‘γινε θηλιά και πάει να τον πνίξει, έγινε ο δήμιός του, πρόσθεσε ο Θεόφιλος.
Περάσανε ακόμα λίγα λεπτά κι ο νεαρός συνήλθε. Του ‘γνεψε και πλησίασε στην κορυφή του κρεβατιού. Εκείνος γονάτισε κι ο Γρηγόριος έβαλε το ιερό του χέρι στο κεφάλι του μετανοημένου. Τον συγχώρεσε και του ‘πε λίγα λόγια:
— Ο Θεός να σ' ελεήσει και να σε σώσει, παιδί μου. Για μένα, που τόσα χρόνια είμαι δικός του και σωσμένος, δεν είναι δύσκολο να φανώ και στο σφαγέα μου καλός. Μόνο πια τώρα, κοίτα να γίνεις καλός, καθώς πρέπει σε μένα και στο Θεό.
Η απόπειρα δολοφονίας μαθεύτηκε σ’ όλη την Πόλη, που μέρα με τη μέρα μαλάκωνε και αγαπούσε περισσότερο το Γρηγόριο. Μαλάκωνε η καρδιά και πολλών πρώην φανατικών αρειανών. Πολλοί, μάλιστα, τρυπώνανε αθέατοι στο κελί του, να ζητήσουνε συγχώρηση για όσα του είχανε κάνει. Και δεν του είχανε κάνει λίγα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Τους πολλούς λιθοβολισμούς, ότι παραλίγο να τον σκοτώσουνε τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, τις βρισιές, τα ομαδικά γιουχαΐσματα, τις κατάρες, την απόπειρα δολοφονίας.
Εκείνος πάραυτα δεν έστελνε τους κρατικούς υπαλλήλους να συλλάβουνε τους καταχραστές αρειανούς. Δεν ήθελε να δείξει ότι για χρήματα κινεί τέτοιες διαδικασίες. Ούτε κι ο ίδιος αναμίχτηκε στα οικονομικά, μέχρι το καλοκαίρι του 381, που έμεινε στην Πόλη ως επίσκοπος. Υπερβολή κι αυτό. Μα δεν άντεχε το πιο εκμαυλιστικό από τα κοσμικά πράγματα· τα χρήματα. Έφτασε στο σημείο να μην παρακολουθεί τι γίνεται με την κληρονομιά του πατέρα του και της μητέρας του. Κτήματα μεγάλα και υποστατικά. Πολλά τα ’χε δώσει με λόγο σ’ αυτούς που τα καλλιεργούσαν. Άλλα μπαίνανε και του τα παίρνανε γείτονες και συγγενείς. Τα υπόλοιπα τα επιβλέπανε άνθρωποί του. Εκείνος ούτε να ξέρει δεν ήθελε. Αγαπούσε τη φτώχεια και ζούσε σαν ασκητής. Άλλωστε σε λίγους μήνες, στις 31 Μαΐου του 381, θα κάνει διαθήκη, για να δώσει από δω κι από κει όλα τα υπάρχοντά του, να μην τον βαραίνει τίποτα στη γη. Ήτανε τότε πενήντα ενός χρόνων. Πολλά τ’ άφηνε στην Εκκλησία της Ναζιανζού· άλλα για πτωχοτροφείο κι άλλα πάλι αλλού.
(Στυλιανού Παπαδόπουλου, "Ο πληγωμένος αετός", εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 232-236)
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
Ιω. 6,64 ἀλλ᾿(1) εἰσὶν ἐξ ὑμῶν τινες(2) οἳ οὐ πιστεύουσιν(3). ᾔδει γὰρ(4) ἐξ ἀρχῆς(5) ὁ Ἰησοῦς τίνες εἰσὶν οἱ μὴ πιστεύοντες καὶ(6) τίς ἐστιν ὁ παραδώσων(7) αὐτόν.
Ιω. 6,64 Αλλά υπάρχουν μερικοί από σας, οι οποίοι δεν πιστεύουν”. Είπε δε αυτά ο Ιησούς, διότι εγνώριζε ευθύς εξ αρχής, ποίοι είναι αυτοί που δεν πιστεύουν και ποίος είναι εκείνος, ο οποίος έμελλε να τον παραδώση.
(1) Αντιθετικό.=Παρόλο που οι λόγοι μου είναι Πνεύμα και ζωή, όμως σκανδαλίζονται και δεν πιστεύουν κάποιοι σε αυτούς (β).
(2) Το «κάποιοι» εδώ σημαίνει ένα μέρος οποιοδήποτε, μικρό ή μεγάλο, όπως και στα Ρωμ. γ 3,ια 17,Εβρ. γ 16, όπου δηλώνει ολόκληρο το πλήθος του Ιουδαϊκού λαού που παρέμεινε στην απιστία (g). Μεταξύ των ονομαζομένων Χριστιανών υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι είναι πραγματικοί άπιστοι.
(3) «Δεν είπε, Υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν, αλλά υπάρχουν κάποιοι που δεν πιστεύουν. Δεν καταλαβαίνουν λοιπόν, διότι δεν πιστεύουν» (Αυ). Η απιστία και όχι η σκληρότητα ή το ακατανόητο της χριστιανικής ορολογίας και διδασκαλίας είναι η αληθινή αιτία της αποστασίας που διαδίδεται (χ).
(4) Παρενθετική πρόταση, με την οποία ο ευαγγελιστής αιτιολογεί με ένα γεγονός την διακήρυξη του Κυρίου στο πρώτο τμήμα του σ., και προετοιμάζει και για την ακόλουθη πληροφορία για την αποχώρηση αυτών από τον κύκλο των μαθητών (ο).
(5) Από την αρχή της δημόσιας δράσης του ή πιο σωστά από τη στιγμή κατά την οποία ο καθένας είχε έλθει σε επαφή με τον Ιησού και από τη στιγμή που προσχώρησε στον κύκλο των μαθητών του. Δες β 24,25 (g). «Το «από την αρχή» δεν τοποθετήθηκε εδώ τυχαία, αλλά για να μάθεις την ουράνια πρόγνωσή του… το οποίο ήταν σημάδι θεότητας» (Χ). Ο σιναϊτικός κώδικας έχει την γραφή: απ’ αρχής ο Σωτήρ.
(6) Το «και» εδώ=και μάλιστα, και ιδιαιτέρως, ακόμη και (g).
(7) Από αυτό έπεται, ότι ο Ιησούς όταν διάλεγε τον Ιούδα ως απόστολό του, γνώριζε, ότι θα τον παρέδιδε. Όμως δεν διάλεξε αυτόν για αυτό, δηλαδή για να γίνει μία ημέρα προδότης. Τον έβαζε σε ένα αξίωμα προνομιακό, το οποίο μπορούσε να χρησιμεύσει στον Ιούδα ως μέσο σωτηρίας και συγκράτησής του από το βάραθρο, στο οποίο αυτός από μόνος του κατέβαινε. Η όλη επίσης συμπεριφορά του Κυρίου, έτεινε, όπως φαίνεται κυρίως από το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που επέδειξε στον Ιούδα κατά την τελευταία νύχτα, στο να αποτρέψει τον μαθητή από τον όλεθρο. Μπαίνοντας λοιπόν ο Ιούδας κάτω από όρους εκτάκτως ευνοϊκούς, που μπορούσαν να συντελέσουν στη σωτηρία του, και απωθώντας αυτούς αυτοπροαίρετα, αντί να ωφεληθεί από αυτούς, ωρίμασε ακόμη περισσότερο στο κακό, οπότε ο Θεός βρίσκοντας αυτόν να έχει διαφθείρει ο ίδιος τον εαυτό του, χρησιμοποίησε αυτόν ως όργανο αριστερό για εκπλήρωση της βουλής του και του σχεδίου του (g).
Είναι προνόμιο του Χριστού να γνωρίζει τις καρδιές. Γνωρίζει ποιοι δεν πιστεύουν, αλλά υποκρίνονται. Και όμως εξακολουθούν αυτοί να έχουν θέση στην εκκλησία του και να κάνουν χρήση των μυστηρίων του και του ονόματός του. Και δεν αποκαλύπτει αυτούς στον κόσμο αυτόν, εκτός εάν η κακία τους αποκαλύψει αυτούς. Διότι τέτοια είναι η σημερινή σύνθεση της ορατής εκκλησίας του και η ημέρα της αποκάλυψης πρόκειται να έλθει στο μέλλον. Στο μεταξύ εάν εμείς έχουμε την αξίωση να κρίνουμε τις ανθρώπινες καρδιές, ανεβαίνουμε στο θρόνο του Χριστού και σφετεριζόμαστε την κρίση του.
Ιω. 6,65 καὶ ἔλεγε(1)· διὰ τοῦτο(2) εἴρηκα(3) ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν(4) πρός με, ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον(5) αὐτῷ ἐκ τοῦ πατρός μου.
Ιω. 6,65 Και έλεγεν ο Χριστός• “δια τούτο σας είπα ότι κανείς δεν ημπορεί να έλθη εις εμέ και να με ακολουθήση με πίστιν, εάν δεν του έχη δοθή αυτό το χάρισμα από τον Πατέρα μου”.
(1) Επανέρχεται ήδη στη σειρά των λόγων του Κυρίου, οι οποίοι διακόπηκαν από την παρενθετική πρόταση του ευαγγελιστή (ο).
(2) Επειδή υπάρχουν κάποιοι από εσάς που δεν πιστεύουν (g).
(3) Αναφέρεται στα λόγια του στους σ. 37 και 44.
(4) Δεν μιλά για γεγονός εξωτερικό, αλλά για εσωτερική αποδοχή, προσέλευση και προσκόλληση προς τον Κύριο (ο).
(5) Μέσω της χάρης που τον ελκύει (b). Με το «να έλθει» δήλωσε τον ανθρώπινο παράγοντα και την ανθρώπινη συνεργασία, ενώ με το «είναι δοσμένο» δήλωσε τον θείο παράγοντα (g). «Και το να πιστεύουμε λοιπόν δίνεται σε εμάς» (Αυ).
«Δεν μπορεί, λέει, να προσέλθει προς αυτόν εκείνος που δεν έχει ακόμα λάβει, σύνεση, εννοείται, εκ μέρους του Θεού και Πατέρα, και πολύ λογικά. Διότι, εάν κάθε αγαθή δόση και κάθε τέλειο δώρημα κατεβαίνει από ψηλά… πώς θα μπορούσε πολύ περισσότερο και το να γνωρίσουμε το Χριστό να μην είναι δώρο της δεξιάς του Πατέρα;» (Κ).
«Όταν όμως ακούσεις το «έδωσε», να μην νομίζεις ότι πρόκειται απλώς για κάποια κληρονομιά, αλλά εκείνο να πιστεύεις, ότι αυτός που κατέστησε τον εαυτό του άξιο να πάρει, αυτός πήρε» (Χ).
«Δεν δίνει βεβαίως ο Πατέρας την επίγνωση του Χριστού στους ακάθαρτους» (Κ), αλλά «σε εκείνους δίνει την δωρεά της πίστης, σε όσους η προαίρεση συνεργάζεται» (Θφ). Παράλληλο χωρίου αυτού είναι το Ματθ. ιστ 17: «δεν σου το αποκάλυψε αυτό σάρκα και αίμα (=κάποιος άνθρωπος) αλλά ο Πατέρας μου ο ουράνιος» (μ).
Ιω. 6,66 Ἐκ τούτου(1) πολλοὶ ἀπῆλθον ἐκ τῶν μαθητῶν(2) αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω(3) καὶ οὐκέτι μετ᾿ αὐτοῦ περιεπάτουν(4).
Ιω. 6,66 Από την ημέραν αυτήν πολλοί εκ των μαθητών του εγύρισαν εις τα σπίτια των και τας εργασίας των και δεν επήγαιναν πλέον μαζή του.
(1) Ή «αντί να πει: από τότε» (Ζ), ή, με έννοια αιτιολογική=λόγω αυτού, όπως συχνά συναντιέται στους παπύρους (β).
(2) Με αυτό εννοεί, ότι ο αριθμός τους καθαρίστηκε από τους ανάξιους και έγινε η καλύτερη επιλογή. Πλήθος χωρίς εκλογή δεν έχει τόσες συνέπειες, όσες η ειλικρίνεια (b). Και σύμφωνα με τους συνοπτικούς παρουσιάζεται ο Κύριος να απασχολείται από την φροντίδα της εκκαθάρισης των ακολούθων του (Λουκ. η 9 και εξής, θ 23 και εξής, ιδ 25 και εξής).
Ο Κύριος προτιμούσε αριθμό μικρότερο μαθητών αφοσιωμένων και έτοιμων για κάθε θυσία από πλήθος πολύ που δεν συνδεόταν εσωτερικά μαζί του. Όλοι οι μαθητές, που τον ακολουθούσαν από ελατήρια ιδιοτελή και υλικά και οι οποίοι ήταν ξένοι με την ζωντανή πίστη, όπως απέδειξε ο σκανδαλισμός τους με τη διδασκαλία για τον άρτο που κατέβηκε από τον ουρανό, αποτελούσαν κίνδυνο για το έργο του και έπρεπε να απομακρυνθούν. Εξηγείται λοιπόν πληρέστατα, γιατί ο Ιησούς ακολουθεί την μέθοδο αυτή στο επεισόδιο αυτό και δεν δείχνει καμία συγκατάβαση προς τους ακροατές του, αλλά και σε αυτόν τον κύκλο των 12 θέτει άκαμπτα το ερώτημα στον αμέσως επόμενο σ. (g).
«Διότι δεν θα είναι οπωσδήποτε τίμιο στα μάτια του Θεού το μεγάλο σε αριθμό πλήθος των προσκυνητών, αλλά το πλήθος που διαπρέπει με την ορθή πίστη, έστω και αν φαίνεται μικρό» (Κ).
(3) Η ίδια φράση και στο ιη 6. «Αποσχίστηκαν… Με το «στα οπίσω» να εννοήσεις, σε παρακαλώ, και την προηγούμενη ζωή τους, στην οποία πάλι επέστρεψαν» (Ζ). Εκφράζεται συγχρόνως η διακοπή κάθε σχέσης με τον Ιησού. Οι άνθρωποι αυτοί επιστρέφοντας στα συνηθισμένα τους επαγγέλματα λησμόνησαν ολοτελώς τον Ιησού (g). «Με το να αποσχιστούν, έχασαν την πίστη που είχαν προηγουμένως» (Χ). Το «στα οπίσω» εννοείται σε σχέση με τον Σωτήρα που ήταν μπροστά και τίποτα άλλο δε δείχνει παρά την επιθυμία τους να χωριστούν από τον Σωτήρα (δ). Δεν έφυγαν συγκρατώντας και κρατώντας τουλάχιστον ό,τι είχαν μάθει κοντά στο Χριστό, όσο χρόνο μαθήτευαν κοντά του, αλλά οπισθοδρόμησαν. Διότι όταν αναχωρούμε από το Χριστό, έστω και πρόσκαιρα, δεν παραμένουμε στο επίπεδο της πνευματικής ζωής, όπου είχαμε ανυψωθεί από αυτόν, αλλά αρχίζουμε να γλιστράμε προς τα κάτω (τ).
Σε σχέση με το επεισόδιο αυτό πολλά πρακτικά διδάγματα θα μπορούσε κάποιος να σημειώσει. Να μερικά: Διδασκόμαστε από αυτό το ευμετάβολο του ανθρώπινου χαρακτήρα. Διδασκόμαστε ακόμα, ότι ρίζα της αποστασίας από το Χριστό είναι η προσκόλληση της καρδιάς σε γήινα συμφέροντα. Ο Ιούδας έβαλε τα υλικά κέρδη πάνω από τις πνευματικές ωφέλειες, τις οποίες θα αποκόμιζε από την συναναστροφή του με τον Ιησού. Όλοι οι αποστάτες είναι δεμένοι στον κόσμο τον υλικό και συνυφασμένοι με την ματαιότητά του. Εκείνα λοιπόν τα οποία μας κάνουν σταθερούς στις σχέσεις μας με το Χριστό είναι το να βάζουμε τα πνευματικά υπεράνω των υλικών και επιπλέον με ζωντανή σχέση με το Χριστό να παίρνουμε πειραματική γνώση της σωτηρίας που χαρίζει, ώστε να μπορούμε μαζί με τον Πέτρο να λέμε: Κύριε, έχεις λόγια αιώνιας ζωής.
(4) Η φράση εκφραστικότατα υποδηλώνει τον περιπατητικό χαρακτήρα, τον οποίο είχε προσδώσει ο Κύριος στη δράση του με τις οδοιπορίες και τις επισκέψεις σε πόλεις και χωριά για διδασκαλία (β).
Ιω. 6,67 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τοῖς δώδεκα(1)· μὴ καὶ(2) ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν(3);
Ιω. 6,67 Λαβών αφορμήν ο Ιησούς από την αποχώρησιν εκείνων είπεν στους δώδεκα• “μήπως και σεις θέλετε να φύγετε;”
(1) Εδώ για πρώτη φορά αναφέρει ο ευαγγελιστής τους 12. Ο Ιωάννης παίρνει ως δεδομένα τα ονόματά τους και την κλήση τους ως αποστόλων, ως γνωστά από τους άλλους ευαγγελιστές (b). Επιβεβαιώνει λοιπόν έτσι την αφήγηση των συνοπτικών (Μάρκ. γ 13,Λουκ. στ 12). Με τον ίδιο τρόπο εισάγει ο Ιωάννης στην αφήγησή του και τα ονόματα του Πιλάτου (ιη 29) και Μαρίας της Μαγδαληνής (ιθ 25), χωρίς να εξηγεί ποιοι ήταν αυτοί (β).
(2) Η μορφή της ερώτησης είναι τέτοια, ώστε να υπονοείται αρνητική η απάντηση (β). Δεν εκφράζει ούτε το φόβο μήπως ο Ιησούς εγκαταλειφθεί από τους 12, ούτε παράπονο και μελαγχολία του Ιησού για την εγκατάλειψη των άλλων, αλλά εκδηλώνει σταθερή απόφαση εκ μέρους του Ιησού εκκαθάρισης του κύκλου των μαθητών του (g).
(3) «Και δες με πόση σύνεση είπε αυτό. Διότι δεν είπε· Φύγετε. Διότι αυτό θα σήμαινε ότι τους απωθεί. Αλλά ρωτά» (Χ), «δείχνοντας με ήρεμο τρόπο, ότι δεν χρειάζεται την υπηρεσία τους» (Ζ), και έτσι «διαφυλάσσει το αξίωμα που πρέπει στον διδάσκαλο» (Θφ).
«Δεν προτρέπει σε αποστασία τους αγίους αποστόλους… ούτε δείχνει σε αυτούς ελεύθερη και ακατηγόρητη την άδεια του πράγματος… αλλά μάλλον τους απειλεί με τρόπο ευφυή, ότι, εάν δεν φανούν ανώτεροι της απαιδευσίας των Ιουδαίων, θα σταλούν και αυτοί πίσω» (Κ).
Αλλά ούτε «τους επαίνεσε ούτε θαύμασε… τηρώντας ταυτόχρονα από τη μία το αξίωμα που πρέπει στο διδάσκαλο, και από την άλλη δείχνοντας, ότι με αυτόν τον τρόπο περισσότερο είναι δυνατόν κάποιος να ελκύσει. Διότι αν μεν τους επαινούσε, ίσως να πάθαιναν κάτι ανθρώπινο, ότι δηλαδή τους χαριζόταν» (Σχ). Πάντως η ερώτηση αποβλέπει στο να αφαιρέσει «κάθε βία και ανάγκη» (Χ). Και με αυτήν ο Κύριος κάνει τους μαθητές «κύριους τού να ακολουθήσουν ή όχι, δείχνοντας ότι δεν θέλει να τον ακολουθούν από σεβασμό προς αυτόν» (Θφ).
Ο Ιησούς δεν παίρνει μαζί του κανέναν αναγκαστικά και παρά τη θέλησή του. Οι στρατιώτες του είναι εθελοντές. Οι 12 είχαν ήδη μείνει κοντά στο Χριστό αρκετό καιρό για να λάβουν πείρα και να δοκιμάσουν αυτόν και τη διδασκαλία του, έτσι ώστε να μην μπορεί κανείς από αυτούς να παραπονεθεί ότι παρασύρθηκε και παραπλανήθηκε στο να γίνει μαθητής του Χριστού. Και ύστερα από την για τόσο χρόνο διαμονή τους κοντά του, τούς αφήνει ελεύθερους να εκλέξουν και να αποχωρήσουν εάν θα ήθελαν.
Ιω. 6,68 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ Σίμων Πέτρος(1)· Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα(2); ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις(3)·
Ιω. 6,68 Απήντησε τότε εις αυτόν ο Σιμων Πετρος• “Κυριε, προς ποίον άλλον να πάμε; Μενομεν πάντοτε μαζή σου, διότι συ έχεις λόγια που δίδουν ζωήν αιωνίαν.
(1) Παρουσιάζεται και εδώ ο Πέτρος, όπως στις Πράξεις και στους συνοπτικούς, ορμητικός και τολμηρός ομολογητής (g). Μιλά και εδώ με την ετοιμότητα και το θάρρος που τον διέκριναν (ο). «Επειδή ήταν φιλόστοργος και φιλάδελφος απολογείται για όλη την ομάδα. Διότι δεν είπε: Κύριε, σε ποιον να πάω;… αλλά σε ποιον να πάμε» (Θφ).
(2) «Αντί να πει: Ποιος θα μας διδάξει τα παραπλήσια; Ή και, Σε ποιον θα πλησιάσουμε και θα βρούμε το καλύτερο;» (Κ).
«Ο λόγος αυτός φανερώνει μεγάλη φιλοστοργία. Διότι δείχνει ότι ο Διδάσκαλος είναι για αυτούς πολυτιμότερος από κάθε τι… και αν φύγουν από αυτόν, δεν έχουν λοιπόν που να καταφύγουν» (Χ).
Όταν ο εχθρός της σωτηρίας μας βάλει σε εμάς τον λογισμό του να αφήσουμε τον Ιησού, ας σκεφτόμαστε σοβαρά σε ποιον θα πάμε και που μπορούμε να ελπίζουμε, ότι θα βρούμε ανάπαυση και ειρήνη. Κύριε, σε ποιον να πάμε; Θα στραφούμε προς τον κόσμο; Σίγουρα θα βρεθούμε απατημένοι σε αυτόν. Θα επιστρέψουμε στην αμαρτία; Θα βρούμε σε αυτήν όλεθρο και καταστροφή. Θα πάμε στους εθνικούς φιλοσόφους για να γίνουμε μαθητές τους; Αλλά αυτοί ενώ λένε ότι είναι σοφοί έγιναν ανόητοι στα της θρησκείας και αποδείχτηκαν μάταιοι στους διαλογισμούς τους. Θα πάμε στους γραμματείς και Φαρισαίους, για να παρακαθίσουμε σαν μαθητές στα πόδια τους; Αλλά τι καλό μπορούμε να περιμένουμε από αυτούς, οι οποίοι με τις παραδόσεις τους νόθευσαν και στέρησαν από το ζωοποιό περιεχόμενό τους τις εντολές του Θεού; Θα πάμε στο Μωϋσή; Θα μας στείλει αυτός πάλι στον Ιησού. Αληθινά· η θρησκεία του Ιησού παρουσιάζεται εξόχως υπέροχη και ανώτερη, όταν συγκρίνεται με άλλους θεσμούς και με άλλες θρησκείες. Διότι τότε παρέχεται σε μας η ευκαιρία να διαπιστώσουμε, πόσο ασύγκριτη είναι η έναντι αυτών υπεροχή της.
(3) «Λόγια που προξενούν αιώνια ζωή» (Ζ). Το σημείο αυτό της ομολογίας του Πέτρου αποτελεί απήχηση των λόγων του Κυρίου στο σ. 63 και δείχνει, ότι ο Πέτρος είχε επηρεαστεί βαθιά από την παραπάνω διδασκαλία του Ιησού. Ο Πέτρος δεν επαναλαμβάνει μηχανικά αυτά που ειπώθηκαν από τον Κύριο, αλλά εκφράζει την προσωπική του πείρα (g).
Ίσως ο Πέτρος δεν είχε κατανοήσει ακόμη πλήρως την έννοια της διδασκαλίας αυτής του Κυρίου, το γενικό όμως πνεύμα της είχε γίνει αντιληπτό σε αυτόν και ήταν πεπεισμένος, ότι η διδασκαλία αυτή οδηγούσε σε σωτηρία (ο). Ο Πέτρος είχε μάθει αρκετά ώστε τουλάχιστον να γνωρίζει ότι η πείνα της ψυχής του μόνο κοντά στον Ιησού και πουθενά αλλού δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί (τ). Με τις λέξεις «ρήματα ζωής αιωνίου έχεις» ομολογεί ο Πέτρος τον Κύριο ως προφήτη, στη συνέχεια με τα λόγια του στον επόμενο στίχο, παραδέχεται αυτόν και ως αρχιερέα και βασιλιά, ως τον Χριστό του Θεού (β). Μολονότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε όλα τα μυστήρια της διδασκαλίας του Χριστού, όμως γνωρίζουμε γενικά, ότι αυτή είναι ο λόγος της αιώνιας ζωής και συνεπώς με αυτόν ζούμε ή πεθαίνουμε. Διότι εάν εγκαταλείψουμε το Χριστό, εγκαταλείπουμε το έλεός μας και τη σωτηρία μας.
Ιω. 6,69 καὶ ἡμεῖς(1) πεπιστεύκαμεν καὶ ἐγνώκαμεν(2) ὅτι σὺ εἶ ὁ(3) Χριστὸς ὁ(3) υἱὸς τοῦ Θεοῦ(4) τοῦ ζῶντος(5).
Ιω. 6,69 Και ημείς έχομεν πιστεύσει εις σε και έχομεν από την προσωπικήν μας πείραν γνωρίσει, ότι συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος”.
(1) «Απολογείται για όλη την ομάδα» (Χ). Μπαίνει μπροστά αυτό με έμφαση και αντιτίθεται σε αυτούς που εγκαταλείψαν τον Ιησού (g).
(2) Ο παρακείμενος δηλώνει γεγονότα συντελεσμένα ήδη και κατάσταση οριστική, πάνω στα οποία καμία αναθεώρηση και επάνοδος δεν χωράει. Στο Α΄ Ιω. δ 16 προηγείται το γνωρίσαμε και έπειτα το πιστέψαμε. Πάντοτε προηγείται από την πίστη και ένας βαθμός γνώσης, όπως δείχνει και το παράδειγμα του Ναθαναήλ, ο οποίος αφού υπάκουσε στην πρόσκληση «έλα και δες» γνώρισε τον Ιησού πρώτα και πίστεψε έπειτα. Αλλά και άλλος βαθμός γνώσης, περισσότερο βαθειάς και εσωτερικής ακολουθεί την πίστη, και για αυτήν μιλά εδώ ο Πέτρος (g). «Διότι έπρεπε και να πιστεύουν και να καταλαβαίνουν, και όχι, επειδή τα θεϊκότερα είναι παραδεκτά με την πίστη, να πρέπει οπωσδήποτε για αυτό να αποφεύγουν εξ’ ολοκλήρου την έρευνα για αυτά, αλλά μάλλον να επιχειρούν και να ανεβούν σε μέτρια γνώση, την αποκτώμενη, όπως λέει ο Παύλος, σαν μέσα από καθρέπτη και αινιγματικά» (Κ).
(3) «Πρόσεχε όμως πώς παντού για αυτόν μόνο και προτάσσοντας το άρθρο λέει («ο Χριστός»)… διότι κανένας από τους χριστούς (χρισμένους) δεν είναι όπως αυτός, πλην όμως κατά την ομοιότητα ως προς εμάς ονομάζεται Χριστός. Γιατί κύριο όνομα και πράγμα αυτού και ξεχωρισμένο ειδικά για αυτόν και αληθινά, είναι το «Υιός», ενώ κοινό ως προς εμάς είναι το όνομα «Χριστός». Επειδή δηλαδή χρίστηκε, για τον λόγο ότι έγινε άνθρωπος, για αυτό λέγεται Χριστός» (Κ).
(4) Υπάρχει και η γραφή: ο άγιος του Θεού. Η έννοια είναι σχετική με την στον σ. 27 φράση «ο πατέρας σφράγισε»· θα ερμηνεύσουμε: αυτός που χρίστηκε από το Θεό με την καθιέρωσή του (g)· τον οποίο ο Θεός καθιέρωσε ως Χριστό (β).
(5) Η ομολογία αυτή του Πέτρου ταυτίστηκε από πολλούς από τους νεώτερους (β,g) με αυτήν στα Ματθ. ιστ 13,Μάρκ. η 27 και Λουκ. θ 18. Και υπέρ αυτής της ταύτισης συνηγορεί, ότι και σύμφωνα με τους συνοπτικούς η ομολογία του Πέτρου έλαβε χώρα μετά το θαύμα της διατροφής των 5000. Υπάρχουν όμως τόσες διαφορές στις λεπτομέρειες, ώστε άλλοι (Westcott) διέκριναν τις δύο αυτές ομολογίες του Πέτρου και πολύ περισσότερο από τη στιγμή που σύμφωνα με τον Ματθαίο και το Μάρκο η ομολογία του Πέτρου έγινε στην Καισάρεια του Φιλίππου.
Ιω. 6,70 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς(1)· οὐκ ἐγὼ ὑμᾶς τοὺς δώδεκα ἐξελεξάμην; καὶ ἐξ ὑμῶν(2) εἷς(3) διάβολός(4) ἐστιν.
Ιω. 6,70 Απεκρίθη εις αυτούς ο Ιησούς• “εγώ δεν εξέλεξα και εκάλεσα εσάς τους δώδεκα; Προσέξατε μήπως και σεις σκανδαλισθήτε. Διότι ένας από σας είναι διάβολος δια το φοβερόν έργον, το οποίον πρόκειται να κάμη”.
(1) «Επειδή δηλαδή είπε (ο Πέτρος) ότι και εμείς έχουμε πιστέψει, εξαιρεί από την ομάδα τον Ιούδα» (Χ). Ο Πέτρος είχε μιλήσει εκ μέρους όλων. Και ο Κύριος ανασύρει το πέπλο της φαινομενικής ομόφωνης ομολογίας και αποκαλύπτει, ότι κρυβόταν κάποιος άπιστος ανάμεσά τους (g).
Σε τι απέβλεπε πράττοντας αυτό ο Κύριος; Ειδοποιεί από τη μία τον Ιούδα «ώστε να μην διαπράξει άφοβα το τόλμημα νομίζοντας ότι διαφεύγει της προσοχής», από την άλλη πάλι «κάνει κοινό σε όλους τον φόβο θέλοντας να αποκρύψει εκείνον» (Χ). Και ως προς μεν τον Ιούδα η παρατήρηση αυτή του Κυρίου αποτελούσε σωτήρια παρόρμηση είτε για μετάνοια και εγρήγορση, ώστε έτσι να παραμείνει στον κύκλο των 12 ως αντάξιος μαθητής του διδασκάλου, είτε εάν δεν συμφωνούσε σε αυτό, για έγκαιρη αποχώρηση, όπως και οι υπόλοιποι από τους μαθητές αποχώρησαν, η οποία αποχώρηση θα προλάβαινε το γλίστρημά του στα χειρότερα.
Ως προς τους υπόλοιπους αποστόλους «σχεδόν κάτι τέτοιο φαίνεται να λέει· είναι καιρός εγρήγορσης, ω μαθητές, και περίσκεψης… διότι είναι πάρα πολύ ολισθηρή η οδός της απωλείας, η οποία παρασύρει κρυφά όχι μόνο τον αδύναμο νου, αλλά και αυτόν που νομίζει ήδη ότι στέκεται σταθερά» (Κ). Να είσαι προσεχτικός Πέτρο. Γρήγορα πρόκειται να κάνεις μεγαλύτερη ομολογία για το Χριστό. Λίγο όμως μετά από αυτήν θα ονομαστείς από τον Κύριο σατανάς. Πόσο κοντά στον αμαρτωλό είναι και αυτός ο άγιος! (τ).
(2) «Και όμως ένας από εσάς» (Ζ). Παρά την εκλογή μου αυτός είναι διάβολος. Παρόλο που υπήρξατε όλοι διαλεγμένοι και εκλεγμένοι από εμένα, όμως…
«Ο Ιησούς ως Θεός κάνει το αγαθό και δωρίζει τα αξιοθαύμαστα. Αλλά δεν ανατρέπει το αυτεξούσιό μας· διότι αυτός κάνει αυτό που εξαρτάται από αυτόν, αλλά σε εμάς απόκειται το να το φυλάξουμε» (αμ).
«Η μεν εκλογή γίνεται από το Θεό, ο οποίος μας προτρέπει στο καλό και απλώνει πάνω μας την αγαθότητά του· αλλά το να σωθούμε εξαρτάται από τη γνώμη μας και την προαίρεση» (Θφ).
Πάντως όμως «όπως οι κακοί κάνουν κακή χρήση των αγαθών έργων του Θεού, έτσι αντίθετα ο Θεός κάνει καλή χρήση των κακών έργων των κακών ανθρώπων… Τι χειρότερο υπάρχει από τον Ιούδα; Μεταξύ… των δώδεκα σε αυτόν εμπιστεύτηκε το κοινό ταμείο. Σε αυτόν κληρώθηκαν οι δαπάνες υπέρ των φτωχών. Αχάριστος για την μεγάλη αυτή εύνοια και τιμή, πήρε το χρήμα και έχασε τη δικαιοσύνη· όντας νεκρός, πρόδωσε τη ζωή. Εκείνον τον οποίο ακολούθησε ως μαθητής, τον καταδίωξε ως εχθρός. Όλο αυτό το πονηρό ήταν του Ιούδα. Αλλά ο Κύριος χρησιμοποίησε το πονηρό αυτού για το αγαθό. Υπέμεινε το να προδοθεί για να μας λυτρώσει. Να που το πονηρό του Ιούδα στράφηκε σε αγαθό» (Αυ).
(3) «Δεν λέει ακόμα με σαφήνεια ποιος θα τον παραδώσει» (Κ). Έτσι εξυπηρετείται διπλός σκοπός. Δεν «τον έκανε φανερό… για να μην γίνει αναιδέστερος και πιο εριστικός» ο Ιούδας (Χ). Από την άλλη όμως «βάζει όλους σε αγώνα και τους καλεί σε ακριβέστερη επαγρύπνηση, προξενώντας τρόμο στον καθένα για τη ζημία της ψυχής του» (Κ).
(4) «Διάβολο ονόμασε τον βοηθό των διαβολικών θελημάτων» (Κ). «Αυτόν που προσκολλάται στο διάβολο και εξομοιώνεται με αυτόν και κάνει τα αρεστά σε αυτόν» (αμ). Στον Ιωάννη η λέξη σημαίνει πάντοτε ή τον Σατανά ή τον εμπνεόμενο από τον Σατανά (η 44,ιγ 2,Α΄ Ιω. γ 8,10). Όπως λέγεται στο ιγ 2, ο Σατανάς ενέπνευσε στην καρδιά του Ιούδα την ιδέα της προδοσίας και ο Σατανάς μετά από λίγο (ιγ 27) μπήκε στην καρδιά του, και έτσι έγινε ο Ιούδας προσωποποίηση του σατανά (β).
Διότι αυτός που εμπνέεται έτσι από το Σατανά, μοιάζει εξ’ ολοκλήρου με αυτόν. Και έγινε αυτός ο Ιούδας «όχι απλώς πονηρός για τον εαυτό του αλλά και επικίνδυνος στους άλλους» (b).
Υποκριτές και προδότες του Χριστού δεν είναι καλύτεροι από το διάβολο. Ο Ιούδας δεν είχε απλώς το διάβολο μέσα του αλλά ήταν και αυτός διάβολος. Ήταν εκπεσών απόστολος, όπως και ο διάβολος ήταν και είναι εκπεσών άγγελος. Εκείνοι, των οποίων τα σώματα είχαν κυριευτεί από το διάβολο, ουδέποτε ονομάστηκαν διάβολοι. Ονομάζονται στη Γραφή δαιμονιζόμενοι, αλλά όχι διάβολοι. Αλλά ο Ιούδας, στην καρδιά του οποίου είχε μπει ο Σατανάς, ονομάζεται διάβολος. Πολλοί φαίνονται άγιοι, ενώ πράγματι είναι διάβολοι. Ο Ιούδας φαινόταν εξωτερικά ως ένας από τους 12 αποστόλους. Έδιωχνε δαιμόνια και φαινόταν εχθρός του κράτους του σατανά. Και όμως αυτός ήταν ολόκληρος διάβολος. Το δηλητήριό του ήταν καλυμμένο με λεπτό δέρμα. Αλλά ο Χριστός τον γνωρίζει. Οι υποκριτές οσοδήποτε και αν εξαπατούν τους ανθρώπους, δεν μπορούν να εξαπατήσουν και το Χριστό. Το διαπεραστικό του μάτι εισδύει στις καρδιές όλων. Μπορεί αλάνθαστα να ονομάζει διαβόλους εκείνους, οι οποίοι ονομάζουν τους εαυτούς τους χριστιανούς.
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 245-252 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους).
Αμφιβολίες για τον Ιησού
Ιω. 7,1 Καὶ περιεπάτει(1) ὁ Ἰησοῦς μετὰ ταῦτα(2) ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· οὐ γὰρ ἤθελεν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ περιπατεῖν, ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι(3).
Ιω. 7,1 Και ύστερα από τα γεγονότα αυτά περιώδευεν ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν. Διότι δεν ήθελε να περιέρχεται την Ιουδαίαν, επειδή εζητούσαν οι Ιουδαίοι να τον θανατώσουν.
(1) Με τη λέξη αυτή χαρακτηρίζει τη δράση του Κυρίου στις πόλεις και τα χωριά με περιοδείες και πεζοπορίες, όπως περιγράφουν αυτήν σε εμάς οι συνοπτικοί. Δες για την έννοια του περιπατώ και τα Ιω. στ 66,ια 54. Στο η 12 όμως βρίσκεται με γενικότερη έννοια (β).
(2) «Τίποτα άλλο δεν φανερώνει, παρά ότι προσπέρασε συντομεύοντας τη διήγηση πολύ ενδιάμεσο χρόνο. Και αυτό φαίνεται από το εξής· διότι όταν καθόταν στο βουνό, λέει [Ιω. στ 3-4], ήταν η γιορτή του Πάσχα, εδώ όμως αναφέρει τη σκηνοπηγία, και στους πέντε μήνες τίποτα άλλο δεν μας διηγήθηκε… παρά μόνο το θαύμα με τους άρτους και την ομιλία που έγινε προς αυτούς που έφαγαν, παρόλο που αυτός δεν έπαυε να κάνει θαύματα και να μιλά» (Χ).
Κατά το διάστημα το εξάμηνο περίπου, το οποίο διέρρευσε από το σύμφωνα με το Ιω. στ 4 πάσχα, μέχρι τη σκηνοπηγία που αναφέρεται στον επόμενο σ., έλαβαν χώρα τα σύμφωνα με τους συνοπτικούς εξιστορούμενα γεγονότα από την διατροφή των 5 χιλιάδων και έπειτα, δηλαδή τα από το Ματθ. ιδ 13 και Μάρκ. στ 30 και εξής. Αυτά είναι η συζήτηση του Ιησού με τους Φαρισαίους για το πλύσιμο των χεριών πριν το φαγητό (Ματθ. ιε 1-20), το ταξίδι του Ιησού μέχρι τα όρια της Φοινίκης και το θαύμα της Χαναναίας (Ματθ. ιε 21-28), η διατροφή των 4000 στη Δεκάπολη (Ματθ. ιε 29-38), η επιστροφή στη δυτική όχθη της λίμνης και νέα έπειτα εκδρομή προς την απέναντι όχθη, όταν και έφτασε στη Βηθσαϊδά όπου θεράπευσε και τον τυφλό (Μάρκ. η 22-26)· η αναχώρηση προς τα μέρη της Καισαρείας του Φιλίππου και ο περίφημος διάλογος του Ιησού με τους μαθητές (Ματθ. ιστ 13), η μεταμόρφωση (Ματθ. ιζ 1-13), θεραπεύει τον δαιμονιζόμενο (ο.π. 14-21), προλέγει το πάθος του (ο.π. 22,23), προτρέπει τους μαθητές του σε αδελφική αγάπη (Ματθ. ιη 1-35). Μετά από αυτά οι Ματθαίος (κα 1) και Μάρκος (ι 1) μιλούν για την οριστική αναχώρηση του Ιησού από τη Γαλιλαία και την τελευταία ανάβασή του στα Ιεροσόλυμα, μετά από την οποία ακολούθησε το πάθος. Το ταξίδι αυτό έγινε αργότερα από το ταξίδι κατά την σκηνοπηγία· για το οποίο μιλά στο παρόν κεφάλαιο ο Ιωάννης (ζ 10), και το οποίο αποσιωπούν οι συνοπτικοί (g).
(3) «Δεν πρέπει να θεωρήσουμε την αναχώρηση του Χριστού ως κατηγορία για δειλία, αλλά ούτε θα κατηγορήσουμε εξαιτίας αυτού για αδυναμία αυτόν που μπορεί να κάνει τα πάντα, αλλά θα αποδεχτούμε τον τρόπο της θείας οικονομίας. Γιατί έπρεπε να υπομείνει το σταυρό για χάρη όλων όχι πρόωρα, αλλά στον κατάλληλο καιρό» (Κ).
«Αναχωρεί λόγω των φονευτών Ιουδαίων, όχι επειδή δειλιάζει μπροστά στο θάνατο… αλλά… για να βεβαιώσει την ανθρώπινη φύση του» (Θφ).
«Διότι δεν ήθελε να δείχνει τα γνωρίσματα της θεότητας μόνο, αλλά και της ανθρώπινης φύσης, για αυτό άλλοτε μεν έφευγε ως άνθρωπος, άλλοτε όμως εμφανιζόταν ως Θεός» (Σχ). Σε καιρό κινδύνου που επικρέμεται, δεν είναι μόνο επιτρεπόμενο, αλλά και ενδεδειγμένο να αποσυρόμαστε σε τόπους λιγότερο επικίνδυνους. Τότε λοιπόν και μόνο καλούμαστε να θυσιάσουμε τη ζωή μας, όταν δεν είναι δυνατόν να διασώσουμε αυτήν χωρίς να αμαρτήσουμε.
Ιω. 7,2 ἦν δὲ ἐγγὺς ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία(1).
Ιω. 7,2 Επλησίαζε δε τότε η εορτή των Ιουδαίων, η Σκηνοπηγία.
(1) Η τελευταία από τις 3 μεγάλες ετήσιες εορτές των Ιουδαίων (Πάσχα, Πεντηκοστή, Σκηνοπηγία)(ο), η σύμφωνα με το Δευτερονόμιο (ιστ 13) γιορτή των σκηνών, η οποία έπρεπε να διαρκεί «επτά ημέρες» (ο.π. στ 15). Σε αυτήν κατοικούσαν «επτά ημέρες όλοι οι εγχώριοι Ισραηλίτες σε σκηνές, για να δουν οι γενιές σας, ότι σε σκηνές διέταξα να κατοικήσουν οι Ισραηλίτες όταν τους έβγαλα από τη γη της Αιγύπτου» (Λευϊτ. κγ 42-43). Εορταζόταν λοιπόν κατά τον έβδομο μήνα (Τισρί) «στις δεκαπέντε αυτού του μήνα» (στο ίδιο στιχ. 39). Δηλαδή γύρω στο τέλος Σεπτεμβρίου και τις αρχές Οκτωβρίου. Κατά την όγδοη ημέρα γινόταν νέα πανηγυρική συνάθροιση (Αρ. κθ 35), και στα χρόνια μετά τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία βλέπουμε να εξακολουθεί ο πανηγυρισμός και της ογδόης ημέρας (Νεεμ. η 18, Β Μακ. ι 6).
Κατά τις 7 ημέρες ενθυμούμενοι οι Ισραηλίτες την διαβίωσή τους σε σκηνές, είχαν την ογδόη για εορτασμό της εισόδου στη γη της επαγγελίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της γιορτής οι Ιουδαίοι κατασκήνωναν σε σκηνές που κατασκευάζονταν με πράσινα κλωνάρια και στήνονταν πάνω στα δώματα των σπιτιών, στους δρόμους και στις πλατείες, οπότε η πόλη των Ιεροσολύμων παρουσίαζε τις ημέρες αυτές την εικόνα στρατοπέδου οδοιπόρων. Ο Ιώσηπος ονομάζει αυτήν «γιορτή πάρα πολύ αγιότατη και μέγιστη για τους Ιουδαίους» (Ιουδ. Αρχ. VΙΙΙ, 4,1).
Επειδή όμως σε αυτή γιόρταζαν και το τέλος της συγκομιδής των καρπών της γης (φθινόπωρο), παραδίδονταν, φαίνεται, και σε διασκεδάσεις, οι οποίες εύκολα παρεκτρέπονταν σε τρυφή, για αυτό και ο Πλούταρχος συγκρίνει αυτήν με τα Βάκχεια. Οι κυριότερες τελετές αυτής της γιορτής υπαινίσσονταν τα θαύματα στην έρημο. Έτσι μία σπονδή, η οποία κάθε πρωί των ημερών της εβδομάδας αυτής γινόταν στο ναό (Λευϊτ. κγ 37), υπενθύμιζε τη θαυμαστή ανάβλυση του νερού από την πέτρα όταν ο Μωϋσής την χτύπησε με το ραβδί. Δύο πολύφωτες λυχνίες, που ανάβονταν το απόγευμα στον πρόναο, συμβόλιζαν τη φωτεινή νεφέλη, η οποία φώτιζε τους Ισραηλίτες κατά τις νύχτες της πορείας και παραμονής τους στην έρημο (β,g).
Ιω. 7,3 εἶπον οὖν πρὸς αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ(1)· μετάβηθι(2) ἐντεῦθεν καὶ ὕπαγε εἰς τὴν Ἰουδαίαν(3), ἵνα καὶ οἱ μαθηταί(4) σου θεωρήσωσι τὰ ἔργα σου ἃ ποιεῖς(5)·
Ιω. 7,3 Είπαν, λοιπόν, προς αυτόν οι θεωρούμενοι από τους άλλους ανθρώπους αδελφοί του• “φύγε απ' εδώ και πήγαινε εις την Ιουδαίαν, ώστε να ίδουν τα θαύματα, τα οποία κάμνεις και οι εκεί μαθηταί σου.
(1) Δεν ήταν φυσικά παιδιά της Μαρίας.
«Διότι όπως στον τάφο, όπου το σώμα του Κυρίου μπήκε, ούτε πριν ούτε έπειτα τοποθετήθηκε κάποιος νεκρός· έτσι και στην κοιλιά της Μαρίας ούτε πριν ούτε έπειτα συλλήφθηκε κάτι θνητό» (Αυ).
Δες Ιω. β 12. Εφόσον ήταν παιδιά του Ιωσήφ από γυναίκα, την οποία αυτός είχε παντρευτεί πριν ακόμη αρραβωνιαστεί τη Μαρία, ήταν μεγαλύτεροι από τον Ιησού και εξηγείται έτσι το θάρρος τους του να συμβουλέψουν τον Ιησού για το τι έπρεπε να πράξει (β). Επιχειρούν να ασκήσουν την εξουσία, την οποία συνήθως αξιώνουν οι μεγαλύτεροι αδελφοί απέναντι στους νεώτερους (τ).
«Διότι θεωρούσαν ότι λόγω συγγένειας επιτρεπόταν σε αυτούς να του μιλούν με θάρρος» (Χ).
Η προτροπή, την οποία απευθύνουν αυτοί στον Ιησού, δεν υπαγορεύεται, από «σκοπό πονηρό που γεννήθηκε από φόβο» (Ζ). Οφείλεται στην εντύπωση μεν, την οποία από τη μία προκαλούσαν και σε αυτούς τα θαύματα του Ιησού, και στην απορία από την άλλη από την οποία κυριεύονταν λόγω του ότι απιστούσαν, ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας, την ώρα που άκουγαν αυτόν να διεκδικεί αυτό το αξίωμα, και στην από αυτά προερχόμενη ανυπομονησία τους, ώστε επί τέλους να δοθεί κάποια λύση στην εκκρεμότητα που παρατεινόταν. Ζητούν από τον Ιησού να βάλει τέρμα στην αμφίβολη αυτή κατάσταση, στην οποία επέμενε, και αναβαίνοντας στα Ιεροσόλυμα να θέσει το έργο του υπό την οριστική κρίση, ώστε, εάν πράγματι είναι ο Μεσσίας, όπως ισχυριζόταν, να επιβληθεί και να επικρατήσει (g).
Οι συγγενείς του Ιησού έχουν τις ίδιες παχυλές σχετικά με το Μεσσία αντιλήψεις του πολλού όχλου και πολύ φυσικά βρίσκουν, ότι το πεδίο, στο οποίο θα διεκδικούσε ο Ιησούς το μεσσιακό αξίωμα, ήταν όχι η Γαλιλαία, αλλά τα Ιεροσόλυμα.
«Μη γνωρίζοντας ακόμα το Θεό Λόγο που κατοίκησε μέσα στην αγία σάρκα εκείνοι που θεωρήθηκαν αδελφοί του Σωτήρα… έχουν ακόμα ταπεινές τις αντιλήψεις για αυτόν, και φαντάζονται πράγματα πολύ κατώτερα της χάριτος και της υπεροχής αυτού, μη βλέποντας σε αυτόν τίποτα περισσότερο από τους άλλους, αλλά ταλαντευόμενοι από κοινές σκέψεις για αυτόν» (Κ).
(2) Ο λόγος έχει μέσα του έναν απότομο τρόπο έκφρασης, που συμφωνεί με την ανυπομονησία, από την οποία κυριεύονται οι αδελφοί του Ιησού (ο).
(3) Όπου οι πρόκριτοι και άρχοντες του έθνους διαμένουν και όπου πρόκειται και ο Μεσσίας να εμφανιστεί, αναγνωριστεί και εγκαθιδρυθεί (ο).
(4) «Τους μαθητές που ήταν εκεί» (Ζ). Η ονομασία περιλαμβάνει τον ευρύτερο εκείνο κύκλο, τον οποίο υπονοούν τα Ιω. β 23 και δ 1. Ακριβώς όμως λόγω του πλήθους των μαθητών αυτών, επειδή προκλήθηκε ο φθόνος των Φαρισαίων, είχε εγκαταλείψει ο Κύριος την Ιουδαία (Ιω. δ 3)(β).
(5) Η φράση υπαινίσσεται όχι μόνο τα αναφερόμενα θαύματα στο Ιω. β 1 και εξής, δ 46, στ 2, αλλά και σειρά ολόκληρη θαυμάτων που πρόσφατα διενεργήθηκε, την οποία βρίσκουμε στην αφήγηση των συνοπτικών. Τα από τον Ιωάννη αναφερθέντα θαύματα είχαν συντελεστεί σε αρκετά μακρινή εποχή και δεν ήταν δυνατόν για αυτά μόνο να μιλούν τώρα με τέτοιο τόνο («τα οποία κάνεις») οι αδελφοί του Κυρίου (β). «Συμβουλεύουν αυτόν να ανεβεί στην Ιουδαία, και να τελεί τα θαυμαστά έργα του σε αυτήν μάλλον» (Κ). Η προτροπή αυτή έχει την εξής έννοια: Τα μεσσιακά αυτά έργα, τα οποία τόσο πλούσια σκορπίζεις στα πλήθη αυτά της Γαλιλαίας χωρίς κάποιο αποτέλεσμα, πήγαινε να τα ενεργήσεις σε τόπους, όπου, όπως ακούμε, έχεις πολλούς μαθητές, οι οποίοι και θα κατορθώσουν να επιφέρουν κάποια σπουδαιότερη λύση για το μέλλον σου (g).
Ιω. 7,4 οὐδεὶς γὰρ(1) ἐν κρυπτῷ τι ποιεῖ(2) καὶ(3) ζητεῖ αὐτὸς(4) ἐν παῤῥησίᾳ(5) εἶναι. εἰ ταῦτα ποιεῖς(6), φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ(7).
Ιω. 7,4 Διότι κανείς δεν κάνει τίποτε εις τα κρυφά και μάλιστα όταν ζητή να γίνη φανερά γνωστός και να αναγνωρισθή η αξία του από όλους. Αφού τέτοια έργα κάνεις, φανέρωσε τον ευατόν σου στον πολυπληθή κόσμον, που θα μαζευθή εις την Ιερουσαλήμ κατά την εορτήν”.
(1) Αιτιολογούν τη συμβουλή, την οποία δίνουν σε αυτόν, με αρχή που είναι κοινά αναγνωρισμένη και πράγματι ορθή (ο). Η έννοια αυτού του σ. :
«Διότι αν θέλεις, λένε, να γίνεις γνωστός (γιατί αυτό σημαίνει να ενεργεί φανερά), μη πράττεις τα μεγαλουργήματά σου κρυφά, ούτε, ενώ μπορείς όλα να τα κάνεις με λαμπρό τρόπο, να αποφεύγεις την διάπραξη αυτών δημόσια· διότι έτσι θα γίνεις γνωστός στον κόσμο και πολύ διάσημος σε αυτούς που σε βλέπουν» (Κ).
(2) «Τον κατηγορούν για δειλία, ενώ συγχρόνως φανερώνουν ότι είχαν υποψία για τα έργα του, και εκείνο που πρόσθεσαν «ότι ζητά να είναι γνωστός», φανερώνει την φιλοδοξία τους» (Χ). Η ερμηνεία αυτή είναι ορθή υπό την προϋπόθεση, ότι οι αδελφοί του Ιησού δεν κινούνταν από φθόνο εναντίον του Ιησού, αλλά εκφράζουν απλώς τον σκεπτικισμό τους, φιλοδοξώντας συγχρόνως και αυτοί, εάν όντως ο Ιησούς ήταν Μεσσίας, να αναγνωριστεί επίσημα και να επιβληθεί το ταχύτερο.
(3) Πρέπει να ερμηνεύσουμε το «και» με κάποια έννοια συγγενική με το «παρόλο που» ή με το «την ώρα που». Οι δύο προτάσεις τοποθετούνται κατά παράταξη (ο).
(4) Σε αντίθεση με ό,τι πράττει (b). Αντιθέτει την προσωπικότητα αυτού που ζητά να γίνει δημόσια γνωστός με τα μυστικά τελούμενα έργα του (ο).
(5) Από το «παν» και «ρήσις», σημαίνει: λέω τα πάντα χωρίς συστολή και ελευθερία. Αυτή είναι η πρώτη σημασία (δ). Έπειτα κατάντησε στην έννοια του μιλώ με θάρρος, τολμηρά και δημόσια, δεν κρύβομαι αλλά εμφανίζομαι δημόσια, «το να είναι κάποιος φανερός» (Κ), όπως εδώ και στο ια 54 (β).
(6) Δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τα θαύματα του Ιησού, αλλά εκφράζουν απλώς κάποια αμφιβολία, και το «εάν» είναι μάλλον λογικό (g). «Είναι φανερό λοιπόν από εδώ, ότι και εκεί έκανε θαύματα, τα οποία όλα τα προσπέρασε ο Ιωάννης, όπως και άλλα πολλά, σπεύδοντας σε αυτά που θα έφερναν κάποια καινούργια διήγηση, και τα οποία οι άλλοι δεν τα ανέφεραν» (Ζ).
(7) Ζήτησε ευρύτερο θέατρο δράσης ειδικά κατά το χρόνο της γιορτής (b). Κόσμος δεν μπορεί να εννοείται εδώ τώρα από τους αδελφούς του Κυρίου, ό,τι εννοείται με ευρύτερη έννοια στο ευαγγέλιο του Ιωάννη (δες α 9), αλλά απλώς και μόνο τα πλήθη, τα οποία θα συναθροίζονταν κατά τη γιορτή της σκηνοπηγίας (β).
Ιω. 7,5 (1)οὐδὲ(2) γὰρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν(3).
Ιω. 7,5 Του εφέροντο δε έτσι οι αδελφοί του, διότι ούτε αυτοί δεν τον επίστευαν ως Μεσσίαν.
(1) Ο σ. αποκαλύπτει τα ελατήρια, τα οποία κίνησαν τους αδελφούς του Ιησού να μιλήσουν έτσι (ο). «Δεν είχαν ακόμη πιστέψει σε αυτόν οι αδελφοί του. Και ήταν πραγματικά από τα πλέον παράλογα, να κατηγορούνται για τα τόσο ψυχρά λόγια τους, εκείνοι που ήδη είχαν λάβει με την πίστη την θεοπρεπή γνώση για αυτόν» (Κ).
(2) Ακόμα και αυτοί οι αδελφοί του. Τόσο λίγοι υπήρξαν αυτοί που πίστεψαν!... Και αυτά τα μέλη της οικογένειάς του αντιτάχθηκαν σε αυτόν (b). Η πλήρης ειλικρίνεια της αφήγησης του Ιωάννη υποδηλώνεται και από τη λεπτομέρεια αυτή, την οποία αν και ταπεινωτική για τον Ιησού, ο ευαγγελιστής αφηγείται αδίστακτα και με σαφήνεια (Tholuck).
Ήταν εξόχως τιμητικό, το ότι συνδέονταν με σαρκική συγγένεια με το Χριστό, αλλά η τιμή αυτή μόνη δεν μπορούσε να σώσει αυτούς.
«Πρόσεξε όμως, ότι αν και είχαν τόσο μεγάλη απιστία σε αυτόν πριν το σταυρό, όταν δηλαδή τον έβλεπαν να είναι και ένδοξος και θαύματα να κάνει, μετά το σταυρό και την φαινομενική ατιμία του, μαρτύρησαν για χάρη του και έγιναν απόστολοι και κήρυκες και αρχιερείς. Από όπου συμπεραίνουμε ότι αναντίρρητα τον είδαν αναστημένο. Διότι δεν θα παρέδιδαν την ζωή τους για χάρη του, αν δεν δέχονταν βέβαιη την απόδειξη για την ανάστασή του» (Θφ).
(3) «Σαν σε Θεό» (Ζ). Η απιστία τους δεν είναι παρόμοια με αυτήν των γραμματέων και φαρισαίων. Δεν θεωρούν αυτόν αγύρτη και πλάνο και βλάσφημο, όπως εκείνοι. Αλλά ενώ παραδέχονται τα έργα του, δεν καταλαβαίνουν την πνευματική φύση της αποστολής του και συνεπώς επειδή βλέπουν, ότι η γενικότερη δράση και οι κατευθύνσεις του, δεν συμβιβάζονται με τις σχετικά με τον Μεσσία εθνικές και παχυλές βλέψεις και αντιλήψεις τους, δεν πιστεύουν σε αυτόν ως Μεσσία. Επειδή όμως η απιστία τους αυτή δεν είναι τόσο βαθειά, για αυτό μετά από 6 μόλις μήνες, όταν έλαβε χώρα το πάθος και η ανάσταση του Κυρίου, πίστεψαν (ο). Η από τον Ιωάννη αναφερόμενη εδώ απιστία των αδελφών του Ιησού βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία και με τα ιστορούμενα από τους συνοπτικούς (δες Μάρκ. γ 21,Ματθ. ιβ 46,ιγ 57)(β).
Ιω. 7,6 λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ὁ καιρὸς(1) ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστιν, ὁ δὲ καιρὸς ὁ ὑμέτερος(2) πάντοτέ ἐστιν ἕτοιμος.
Ιω. 7,6 Λεγει, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς• “ο ιδικός μου καιρός, δια να φανερωθώ στους Ιουδαίους ως Μεσσίας, δεν ήλθεν ακόμη, ο ιδικός σας όμως καιρός, που πρέπει να ανεβήτε εις τα Ιεροσόλυμα, είναι πάντοτε έτοιμος.
(1) Μόνο εδώ χρησιμοποιεί αυτήν τη λέξη ο Ιωάννης. Η έννοια της λέξης είναι: χρόνος κατάλληλος (β). Ή, με άλλη όμως έννοια πρέπει να νοηθεί για τον Ιησού το κατάλληλο του χρόνου και με άλλη έννοια για τους αδελφούς του του (g).
«Ο καιρός ο δικός μου του να πάω στην Ιουδαία για να φονευτώ, όπως επιδιώκετε, δεν έχει έρθει ακόμη» (Ζ). «Ο καιρός ο δικός μου… δηλαδή ο καιρός του σταυρού και του θανάτου» (Θφ). Ο Ιησούς απαντά με αυτό σε αυτό που είπαν οι νομιζόμενοι αδελφοί του, «φανέρωσε τον εαυτό σου στον κόσμο». Είναι σαν να τους λέει: Αυτό που ζητάτε, θα σημάνει το θάνατό μου. Δεν είναι όμως ακόμα καιρός να σταυρωθώ (g).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία· δεν είναι αυτή η στιγμή και η ημέρα ο κατάλληλος καιρός για να εμφανιστώ στα Ιεροσόλυμα. Αμέσως μετά από λίγο θα είναι και θα έλθω, οπότε θα μιλήσω δημόσια και κατά τη γιορτή της σκηνοπηγίας (β).
(2) «Ο καιρός να πάτε εσείς στην Ιουδαία πάντοτε είναι εύκολος» (Ζ). Εσείς θα πάτε ως απλοί Ιουδαίοι προσκυνητές. Συνεπώς δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο για εσάς, καμία αντίδραση και κανένας κίνδυνος δεν προβάλλεται σε εσάς (β). «Εσείς μεν μπορείτε πάντα να τους συναναστρέφεστε (τους Ιουδαίους) ακίνδυνα, για εμένα όμως τότε θα είναι καιρός, όταν φτάσει ο καιρός του σταυρού» (Χ).
Ιω. 7,7 οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς(1)· ἐμὲ δὲ μισεῖ, ὅτι ἐγὼ μαρτυρῶ(2) περὶ αὐτοῦ ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν(3).
Ιω. 7,7 Σας δεν ημπορεί και δεν έχει κανένα λόγον να σας μισή ο κόσμος, εμέ όμως με μισεί, διότι εγώ μαρτυρώ και φανερώνω, ότι τα έργα του είναι πονηρά.
(1) Ο λόγος, για τον οποίο ήταν πάντοτε για αυτούς ο καιρός έτοιμος, για να ανέβουν στα Ιεροσόλυμα. «Με πολύ χαριτωμένο τρόπο και τώρα ο Σωτήρας ελέγχει τους αδελφούς που σκέφτονται και συμπεριφέρονται ακόμα κοσμικότερα… Πάντοτε λοιπόν, λέει, είναι αγαπητό στον καθένα το συγγενικό, και η ταυτότητα του τρόπου συνενώνει κατά τρόπο παράδοξο τη διάθεση. Ο κόσμος δεν μισεί εσάς. Διότι φρονείτε ακόμη τα δικά του» (Κ). Ο κόσμος για τον οποίο στο σ. 4 είπαν: φανέρωσε τον εαυτό σου στον κόσμο (b).
(2) «Δηλαδή κατηγορώ και ελέγχω, για αυτό μισούμαι» (Χ). «Εμένα όμως με μισεί διότι δεν ευχαριστιέται κατηγορούμενος από εμένα για αυτά που ασχημονεί. Άρα λοιπόν χωρίς κίνδυνο θα μεταβείτε εσείς σε αυτήν τη γιορτή, ενώ εγώ όχι» (Κ).
Είχε ελέγξει ήδη αυτούς για τα πονηρά τους έργα. Δες Ιω. ε 42-47. Αυτός ο έλεγχος ήταν μορφή της μαρτυρίας του, την οποία έκανε για την αλήθεια (ιη 37)(β). Αποτελεί πρόκληση στον κόσμο η προσπάθεια τού να πειστεί με τον έλεγχο, ότι τα έργα του είναι πονηρά. Οι ασεβείς και άτακτοι δεν ανέχονται να βλέπουν την ευσέβεια και την αρετή να τιμώνται, ούτε ενδιαφέρονται να διδαχτούν ή να ακούσου για αυτό, διότι οι συνειδήσεις τους προκαλούν σε αυτούς ντροπή για το αίσχος των αμαρτιών τους και συγχρόνως φόβο και ταραχή για τις απειλούμενες εναντίον τους τιμωρίες. Οτιδήποτε και αν προφασίζονται, η αληθινή αιτία της εχθρότητας του κόσμου εναντίον του ευαγγελίου είναι η μαρτυρία, την οποία αυτό παρέχει εναντίον της αμαρτίας και των αμαρτωλών. Αλλά είναι ασυγκρίτως προτιμότερο να υφιστάμεθα την έχθρα του κόσμου και τις συνέπειες αυτής εμμένοντας στη μαρτυρία του ευαγγελίου, παρά να κατακτήσουμε τις επιδοκιμασίες του παρασυρόμενοι από το ρεύμα του.
(3) Η ίδια φράση στο γ 19.
Ιω. 7,8 ὑμεῖς(1) ἀνάβητε(2) εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην· ἐγὼ οὔπω ἀναβαίνω(3) εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην, ὅτι ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πεπλήρωται(4).
Ιω. 7,8 Σεις να ανεβήτε εις τα Ιεροσόλυμα δια την εορτήν αυτήν• εγώ δεν ανεβαίνω ακόμη φανερά και επίσημα εις αυτήν την εορτήν, διότι δεν έχει συμπληρωθή ακόμη ο κατάλληλος καιρός. Δεν έφθασε ακόμη η ώρα της μεγάλης θυσίας”.
(1) Μπαίνει μπροστά με έμφαση (β). Εσείς, τους οποίους δεν μισεί ο κόσμος.
(2) Το ρήμα που συνήθως χρησιμοποιείται για δήλωση της μετάβασης στα Ιεροσόλυμα (δες β 13)(β).
(3) Υπάρχει και η γραφή: ουκ αναβαίνω. Εάν δεχτούμε τη γραφή οὔπω, ο Ιησούς λέγοντας αυτά εννοούσε, ότι δεν θα ανέβαινε αμέσως κατά τη στιγμή εκείνη, ώστε να βρίσκεται από την πρώτη ημέρα στη γιορτή, χωρίς να αποκλείει ότι θα μετέβαινε έπειτα ανεπισήμως, όπως και έκανε σύμφωνα με τον σ. 10. Το «ανεβαίνω» πρέπει να το ερμηνεύσουμε ότι αναφέρεται ακριβώς στο παρόν (b). «Δεν είπε: μια για πάντα δεν ανεβαίνω, αλλά τώρα, είπε, δηλαδή μαζί σας» (Χ). Αυτοί που δέχονται τη γραφή «ουκ αναβαίνω» προκειμένου να συμβιβάσουν τη δήλωση αυτή του Κυρίου, με την ακόλουθη ανάβασή του ή δέχονται το οὐ (όχι) αντί για το οὔπω (όχι ακόμα) (b), ή παραδέχονται ότι ο Κύριος σε εκείνη μεν τη στιγμή είχε απόφαση να μην ανέβει, μετέπειτα όμως αφού μίλησε ο Πατέρας στο εσωτερικό του, πήρε νέα απόφαση και ανέβηκε (Meyer Gess)·
ή ερμηνεύουν όπως ο Κ. «διότι δεν ανεβαίνει για να συνεορτάσει, αλλά μάλλον για να συμβουλέψει», και πράγματι, αυτοί που ανέβαιναν για τη γιορτή έπρεπε να υποβληθούν στα Ιεροσόλυμα σε κάποιους καθαρισμούς και άλλες τελετές, πριν ακόμα γίνει η έναρξη της γιορτής (Ιω. ια 55) και όφειλαν συνεπώς να ανέβουν κάποιες ημέρες πριν τη γιορτή.
Τέλος υπάρχει και η ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία ο Κύριος δίνει την απάντηση έχοντας κυρίως υπ’ όψη τη συμβουλή των νομιζόμενων αδελφών του «φανέρωσε τον εαυτό σου στον κόσμο» και εννοεί, ότι δεν ανεβαίνω με το σκοπό να κάνω την επίσημη μεσσιακή μου εμφάνιση στη γιορτή αυτή. Η επίσημη αυτή εμφάνισή μου θα γίνει στην επόμενη γιορτή, δηλαδή αυτήν του Πάσχα.
«Δεν ανεβαίνει μαζί με τους αδελφούς, διότι δεν ήθελε να κάνει φανερό τον εαυτό του όπως ήθελαν εκείνοι, αλλά μάλλον κρυφά για να ξεφύγει από τις επιβουλές των Ιουδαίων» (Σχ). Οι δύο τελευταίες ερμηνείες είναι πιο σοβαρές.
(4) «Καθιστά φανερό ότι έπρεπε και θαύματα να γίνουν και ομιλίες να εκφωνηθούν, ώστε και περισσότεροι όχλοι να πιστέψουν και οι μαθητές να γίνουν σταθερότεροι βλέποντας το θάρρος του διδασκάλου και αυτά που έπαθε» (Χ). «Δεν έφτασε λοιπόν ακόμα, λέει, ο καιρός του θανάτου, για να ρίξω τον εαυτό μου σε αυτούς που λυσσούν εναντίον μου» (Θφ).
Ιω. 7,9 ταῦτα δὲ εἰπὼν αὐτοῖς ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ(1).
Ιω. 7,9 Αυτά δε αφού τους είπε, έμεινε εις την Γαλιλαίαν.
(1) Χωρίς να εκδηλώσει κάποια πρόθεση για το ότι και αυτός θα ανέβαινε έπειτα, έμεινε και άφησε τους αδελφούς του να ανέβουν μόνοι (ο).
Ιω. 7,10 Ὡς δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ(1), τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβη εἰς τὴν ἑορτήν, οὐ φανερῶς, ἀλλ᾿ ὡς(2) ἐν κρυπτῷ(3).
Ιω. 7,10 Οταν δε ανέβησαν οι αδελφοί του εις τα Ιεροσόλυμα, τότε και αυτός ανέβηκε εις την εορτήν, όχι φανερά και επίσημα, αλλά σαν εις τα κρυφά.
(1) «Αφού λοιπόν είπε ότι δεν θα ανέβει σε αυτήν τη γιορτή, και επέτρεψε στους αδελφούς… να πάνε, μόνος… ανεβαίνει μετά από αυτούς, όχι βέβαια άλλα λέγοντας, και πράττοντας τα αντίθετα από αυτά που λέει· διότι αυτό θα σήμαινε ότι και ψεύδεται τώρα» (Κ).
Είπαμε παραπάνω, ότι στο σ. 8 υπάρχει και η γραφή «ουκ αναβαίνω» αντί για την «οὔπω ἀναβαίνω», η οποία μαρτυρείται από τον βατικανό κώδικα και κάποιους άλλους και την πλειοψηφία των μικρογράμματων χειρογράφων. Εφόσον όμως και η γραφή «ουκ αναβαίνω» υποστηρίζεται από τον σιναϊτικό και τον κώδικα του Βέζα, και από τα δύο χειρόγραφα της παλαιάς συριακής μετάφρασης κλπ., παρουσιάζεται εκ πρώτης όψης κάποια αντίφαση ανάμεσα στο «ουκ αναβαίνω» του σ. 8 και στο «ανέβη» αυτού του στίχου. Πώς λύνεται αυτή, είπαμε ήδη προηγουμένως. Αλλά δόθηκε από εδώ αφορμή στον Πορφύριο να κατηγορήσει για αστάθεια τον Ιησού, ενώ στον Σοπενχάουερ να αποδώσει στον Κύριο σκόπιμο ψεύδος. Αλλά η ακόλουθη στο σ. αυτόν φράση «όχι φανερά, αλλά στα κρυφά» εξηγεί με επάρκεια τη διάκριση του «δεν ανεβαίνω» και του «ανέβηκε» (χ).
(2) Το ὡς μετριάζει την έννοια του «στα κρυφά».
(3) Τίποτα το κρυφό δεν υπήρχε στις κινήσεις του ή τη διδασκαλία του όταν ερχόταν στα Ιεροσόλυμα (ζ 26,28, δες και ιη 20), αλλά η είσοδός του στα Ιεροσόλυμα δεν έγινε δημόσια και φανερά (β). Πήγε, όπως θα λέγαμε σήμερα incognito και όχι με κάποιο από τα καραβάνια των προσκυνητών (μ). Πιθανώς ακολουθούσαν αυτόν και οι 12 μαθητές, από τους οποίους δεν φαίνεται ποτέ να χωρίστηκε παρά μόνο, όταν έστειλε αυτούς σε περιοδεία (Ματθ. ι 5)(ο).
Ιω. 7,11 οἱ οὖν(1) Ἰουδαῖοι(2) ἐζήτουν αὐτὸν ἐν τῇ ἑορτῇ καὶ ἔλεγον· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος(3);
Ιω. 7,11 Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, τον αναζητούσαν κατά τας ημέρας της εορτής και έλεγαν• “που είναι εκείνος;”
(1) Αφού δεν ανέβηκε δημόσια και φανερά, ούτε από τις πριν τη γιορτή ημέρες, λοιπόν… η προϋπόθεση που και σε αυτόν τον στίχο υπονοείται είναι, όχι ότι ο Ιησούς κατά την άφιξή του στα Ιεροσόλυμα παρέμεινε τελείως αθέατος και άγνωστος, αλλά ότι δεν ήλθε μαζί με τις ομάδες των πρώτων προσκυνητών (μ).
(2) Δηλαδή οι άρχοντες των Ιουδαίων που είχαν εχθρική διάθεση εναντίον του (δες α 19)(β). Παρατηρείται κάποια αντίθεση ανάμεσα στους Ιουδαίους του παρόντος σ. και τους όχλους του επομένου σ. Και οι όχλοι βεβαίως ήταν Ιουδαίοι. Αλλά η ονομασία Ιουδαίοι χρησιμοποιείται από τον Ιωάννη κυρίως για δήλωση των περισσότερο ή λιγότερο επίσημων αντιπροσώπων του Ιουδαϊσμού (τ).
(3) «Από το πολύ μίσος και την απέχθεια ούτε με το όνομά του δεν ήθελαν να τον αποκαλέσουν» (Χ). «Δεν δίσταζαν ούτε από τον καιρό της γιορτής, αλλά ήθελαν να τον πιάσουν σε αυτήν» (Θφ). Ενώ θα έπρεπε να χαίρονται, διότι η γιορτή παρείχε σε αυτούς ευκαιρία να υμνήσουν και να λατρεύσουν το Θεό, χαίρονταν διότι παρεχόταν σε αυτούς ευκαιρία να καταδιώξουν το Χριστό. Αλλά εκείνοι οι οποίοι στις θρησκευτικές πανηγύρεις επιζητούν ευκαιρίες για αμαρτία, βεβηλώνουν τις θείες διατάξεις στον έσχατο και ύψιστο βαθμό και βλασφημούν το Θεό στον ίδιο τον οίκο του.
Ιω. 7,12 καὶ γογγυσμὸς(1) πολὺς περὶ αὐτοῦ ἦν ἐν τοῖς ὄχλοις(2). οἱ μὲν(3) ἔλεγον ὅτι ἀγαθός(4) ἐστιν· ἄλλοι ἔλεγον, οὔ, ἀλλὰ πλανᾷ τὸν ὄχλον(5).
Ιω. 7,12 Και πολλοί ψυθιρισμοί και σχόλια εγίνοντο δι' αυτόν μεταξύ του λαού. Αλλοι μεν έλεγαν, ότι είναι αγαθός, άλλοι δε έλεγαν “όχι, αλλά ξεγελά τον λαόν”.
(1) «Ταραχή, αντιλογία» (Ζ). Ψίθυρος και κρυφομίλημα, στο οποίο ακούγονταν και παράπονα εναντίον του. Εάν όλοι συμφωνούσαν να υποδεχτούν το Χριστό όπως οφειλόταν σε αυτόν, θα επικρατούσε τέλεια ειρήνη. Αλλά όταν μερικοί δέχονται το φως και άλλοι απωθούν αυτό, θα υπάρχει γογγυσμός. Τα κόκκαλα στην πεδιάδα, τα οποία είδε ο Ιεζεκιήλ (λζ 1-10), για όσο ήταν νεκρά και ξερά, παρέμεναν ήσυχα. Αλλά όταν ειπώθηκε σε αυτά «ας ζήσουν», τότε ακούστηκε φωνή συναγωγής πολύ μεγάλης. Αναμφίβολα ο θόρυβος και η ταραχή της ελευθερίας είναι προτιμότερα από τη σιγή του δεσμωτηρίου και της φυλακής. Παρά τη νεκρότητα, η οποία επικρατούσε πριν ακόμα έλθει ο Χριστός, είναι ασυγκρίτως προτιμότερος ο θόρυβος και η ταραχή, που προκαλείται από τη διαφωνία αυτών που δεν πιστεύουν σε αυτόν, διότι αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη πιστών και την ανάπτυξη της νέας ζωής.
(2) Ο πληθυντικός συμφωνεί με το γεγονός, ότι ήταν πολλοί οι γογγυστές. Από το ένα και από το άλλο μέρος υπήρχε κάποιος αριθμός προσώπων που μιλούσαν για τον Ιησού (b). Ο πληθυντικός σημαίνει τις διάφορες ομάδες του λαού, οι οποίες εδώ και εκεί συζητούσαν (β).
(3) Και οι 2 προτάσεις αποτελούν επεξήγηση των λέξεων «γογγυσμός πολύς», και εκφράζουν τον τρόπο, με τον οποίο εκφράζονταν τα διάφορα και αντίθετα σχετικά με τον Ιησού φρονήματα που επικρατούσαν στον όχλο (ο).
(4) Εδώ σημαίνει το αντίθετο του ακόλουθου «πλανά τον όχλο». Δηλαδή ευθύς, ειλικρινής και καλός (g). Πολλοί δεν τρέφουν κακές αλλά ταπεινές ιδέες για το Χριστό, και σπάνια τιμούν αυτόν και όταν ακόμα λένε καλά για αυτόν, διότι δεν λένε τα όσα αρμόζουν στο Χριστό.
(5) Σε ενικό η λέξη και σημαίνει τον εύπιστο και εύκολα παρασυρόμενο λαό (g). «Αυτό είναι απόδειξη ότι αυτοί που τον συκοφαντούσαν ήταν από τους άρχοντες. Διότι αν ήταν από τον όχλο θα έλεγαν ότι, μας εξαπατά» (Θφ).
Ιω. 7,13 οὐδεὶς(1) μέντοι παῤῥησίᾳ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων(2).
Ιω. 7,13 Κανένας όμως δεν ωμιλούσε δι' αυτόν φανερά και με θάρρος, διότι εφοβούντο τους άρχοντας των Ιουδαίων, που είχαν πλέον κηρυχθή εχθροί του Χριστού.
(1) Ούτε οι θετικά, ούτε οι αρνητικά διακείμενοι προς αυτόν. Περισσότερο όμως οι θετικά διακείμενοι δεν τολμούσαν να εκφράσουν την προς αυτόν συμπάθειά τους. Αλλά και οι αρνητικά διακείμενοι δεν εκφράζονταν ελεύθερα μάλλον διότι αναγκάζονταν, για να αρέσουν στους άρχοντες, να εκφράζονται εναντίον του Ιησού πολύ αρνητικότερα από όσο αισθάνονταν. Πάντως ένα είδος ηθικής πίεσης βάρυνε και στις δύο μερίδες (g).
(2) Η ίδια φράση και στα ιθ 38,κ 19 με την ίδια έννοια (β), δηλαδή «όλως ιδιαιτέρως Ιουδαίους ονομάζει τους άρχοντες των Ιουδαίων, μη θεωρώντας άξιο ο θεσπέσιος ευαγγελιστής, όπως βέβαια μου φαίνεται, να ονομάσει αυτούς πρεσβύτερους ή ιερείς ή κάτι άλλο από αυτά» (Κ). «Βλέπεις που παντού οι μεν άρχοντες είναι διεφθαρμένοι, ενώ οι αρχόμενοι έχουν υγιή κρίση, αλλά δεν έχουν την αρμόζουσα ανδρεία» (Χ).
Ο Κύριος διδάσκει με θεία εξουσία
Ιω. 7,14 Ἤδη δὲ τῆς ἑορτῆς μεσούσης(1) ἀνέβη(2) ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν(3) καὶ ἐδίδασκε(4).
Ιω. 7,14 Οταν δε η εορτή ευρίσκετο στο μέσον, δηλαδή κατά την τετάρτην ημέραν, ανέβηκε ο Ιησούς εις την αυλήν του ναού και εδίδασκε τα πλήθη.
Το τμήμα αυτό περιλαμβάνει 3 διδασκαλίες για 3 θέματα. Στην πρώτη μιλά ο Κύριος για την προέλευση της διδασκαλίας του και απολογείται για το θαύμα του στο κεφ. Ε (στίχοι 15-24)· στη δεύτερη διακηρύττει τη θεία του καταγωγή αναιρώντας ένσταση που προβλήθηκε (σ. 25-30)· και στην τρίτη προαναγγέλλει το επικείμενο τέλος του εφιστώντας ταυτόχρονα την προσοχή των Ιουδαίων στις ολέθριες για αυτούς συνέπειες (σ. 31-36)(g).
(1) «Δηλαδή την τέταρτη ημέρα» (Ζ). «Αφού λοιπόν κατέπαυσε το θυμό τους, επενέβη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να ακούσουν τα λόγια του με προσοχή, αφού πλέον η οργή δεν θα έφραζε τα αυτιά τους» (Χ). «Διότι στην αρχή της γιορτής ήταν φυσικό να αποσπάται ο νους τους με τα της γιορτής» (Θφ). Το ρήμα μεσόω είναι από αυτά που λέγονται μία και μοναδική φορά στην Κ.Δ.. Συναντιέται όμως στους Ο΄ (Εξοδ. ιβ 29,Ιουδίθ ιβ 5) (β).
(2) Το ιερό ήταν σε λόφο για αυτό και το ανέβηκε λέγεται κυριολεκτικά (β).
(3) Είτε στο ύπαιθρο στον περίβολο του ναού, μπροστά από την αυλή, είτε στη συναγωγή την χτισμένη στην αυλή των γυναικών, όπως εικάζει ο Olshausen.
(4) Ο παρατατικός δείχνει αυτό που γινόταν με συνέχεια. «Δίδασκε δείχνοντας την αφοβία του» (Ζ). Εκφράστηκε από τους νεώτερους ερμηνευτές η γνώμη, που ευοδώνεται και από το ότι το ρήμα διδάσκω μπαίνει σε παρατατικό, ότι η διδασκαλία του Κυρίου που σε περίληψη εκτίθεται εδώ έγινε όχι σε μία ημέρα, αλλά σε συνέχεια από τη μεσαία μέχρι την τελευταία ημέρα της γιορτής (ο).
Ιω. 7,15 καὶ ἐθαύμαζον(1) οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· πῶς οὗτος γράμματα(2) οἶδε μὴ μεμαθηκώς(3);
Ιω. 7,15 Και εθαύμαζαν οι Ιουδαίοι και έλεγαν• “πως αυτός γνωρίζει γράμματα, χωρίς να έχη μαθητεύσει εις καμμίαν ραββινικήν σχολήν;”
(1) «Δηλαδή έπεφταν σε έκπληξη και απορούσαν» (Χ). «Αλλά παρόλο που θαύμαζαν, αλλά ούτε έτσι δεν απαλλάχτηκε η γνώμη τους από πονηρία. Διότι δεν θαύμαζαν τη διδασκαλία, ούτε δέχονταν τα λεγόμενα, αλλά θαύμαζαν το πώς ξέρει γράμματα» (Θφ).
(2) Όχι μόνο τα ιερά γράμματα, οι γραφές, αλλά γενικότερα οι σπουδές, όπως στο Ησαΐου κθ 12 («δεν ξέρω γράμματα») και Πράξ. δ 13 («άνθρωποι αγράμματοι είναι»), και κστ 24 («τα πολλά γράμματα σε σπρώχνουν σε τρέλα»)(β). Εννοείται ότι στους Ιουδαίους οι σπουδές περιορίζονταν στα ιερά γράμματα, στις άγιες Γραφές και συνεπώς και εδώ ο όρος γράμματα αναφέρεται όχι αποκλειστικά αλλά πρωτίστως στη σπουδή της Π.Δ. (g). Ο Ιησούς κατέπληττε τα πλήθη με τη γνώση της Αγίας Γραφής, την οποία παρουσίαζε (ο).
(3) Ή, χωρίς να έχει μάθει γράμματα (Winer). Ή, απόλυτα, με την έννοια του να έχει διατελέσει κάποιος μαθητής (g). Δεν του δόθηκε καμία ευκαιρία για κάποιο σχολείο (b). Ήταν δηλαδή γενικώς γνωστό ότι ο Ιησούς δεν έτυχε ραββινικής εκπαίδευσης.
«Όλοι γνώριζαν πού γεννήθηκε, πού ανατράφηκε· δεν είχαν όμως δει ποτέ αυτόν να μαθαίνει γράμματα, αλλά άκουσαν αυτόν να συζητά για το νόμο, προβάλλοντας μαρτυρίες του νόμου, τις οποίες κανείς δεν θα μπορούσε να προβάλλει, εάν δεν είχε μάθει γράμματα» (Αυ). Για τους επίσημους του ιουδαϊκού λαού ο Ιησούς ανήκε στον αμαθή όχλο «ο οποίος δεν γνώριζε το νόμο», για τον οποίο φρονούσαν αυτοί, ότι «είναι καταραμένοι» (Ιω. ζ 49). Συνεπώς η αξίωση του Ιησού να ερμηνεύει δημόσια το νόμο αποτελούσε βλάσφημη αυθάδεια. Η ερμηνεία του νόμου ήταν εμπιστευμένη αποκλειστικά στους μαθητές των αναγνωρισμένων ραββίνων (χ).
Ιω. 7,16 ἀπεκρίθη οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν(1)· ἡ ἐμὴ διδαχὴ(2) οὐκ ἔστιν ἐμή(3), ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με(4)·
Ιω. 7,16 Απήντησεν εις αυτούς ο Ιησούς και είπε• “η διδασκαλία μου δεν είναι ανθρωπίνη, ωσάν αυτήν που διδάσκουν οι ραββίνοι εις τας σχολάς των, αλλά ούτε και ιδική μου• είναι διδασκαλία εκείνου, ο οποίος με έστειλε στον κόσμον.
(1) «Όφειλαν από την απορία τους αυτή να καταλάβουν, ότι δεν υπήρχε σε αυτόν τίποτα το καθαρά ανθρώπινο. Αλλά επειδή αυτοί δεν ήθελαν να το ομολογήσουν αυτό, αλλά έμεναν μόνο μέχρι το θαυμασμό, άκουσε τι λέει» (Χ).
(2) Μόνο εδώ ο Κύριος αποκαλεί τη διδασκαλία του διδαχή (β). Η ίδια λέξη και στα Ιω. ιη 19 και Β΄ Ιω. 9,10. Θα ερμηνεύσουμε: Το σύστημα των θρησκευτικών αληθειών, το οποίο διδάσκω (ο).
(3) Δεν είναι επινόηση δική μου ως καρπός ανθρώπινης σοφίας ή ως απόκτημα σπουδών και ακρόασης ανθρώπων διδασκάλων (ο). Ο Κύριος απαντά τώρα στην ένσταση των Ιουδαίων, ότι δεν είχε διδαχτεί από κάποιον αναγνωρισμένο ραββίνο. Στην απάντησή του ακολουθεί όπως στο ε 31 τη σειρά των σκέψεών τους, και χωρίς να διακηρύσσει ότι είναι αυτοδίδακτος, το οποίο θα ερέθιζε τους Ιουδαίους, ισχυρίζεται, ότι διδάσκαλός του υπήρξε ο Πατέρας, όπως και προηγουμένως είχε διακηρύξει αυτό (δες ιδίως ε 30,36-38), και μετέπειτα επαναλαμβάνει αυτό (η 28,ιβ 49,ιδ 10,24)(β).
(4) «Είναι του πατέρα, διότι εγώ διδάσκω τα ίδια με εκείνον επειδή έχουμε την ίδια φύση και θέληση» (Ζ). «Επειδή η διδαχή του είναι στο έπακρο όμοια με τη διδασκαλία του Πατέρα, λέει ότι αυτή (η δική του) είναι εκείνου» (Κ).
Ενώ οι Ιουδαίοι θεωρούσαν αυτόν αυτοδίδακτο, ο Κύριος δείχνει, ότι είναι θεοδίδακτος (χ). Ως Θεός ο Ιησούς Χριστός ήταν ίσος με τον Πατέρα και θα μπορούσε αληθινά να πει: Η διδαχή είναι δική μου και αυτού που με έστειλε. Αλλά είναι τώρα στην κατάσταση της ταπείνωσης και ως Μεσίτης λέει δεν είναι δική μου η διδαχή, αλλά αυτού που με έστειλε. Είναι ενίσχυση και στήριγμα και παρηγοριά για εκείνους, οι οποίοι εγκολπώνονται τη διδασκαλία του Χριστού, όπως και καταδίκη εκείνων, οι οποίοι την απορρίπτουν, το ότι η διδασκαλία αυτή είναι διδασκαλία όχι ανθρώπου αλλά του Θεού.
Ιω. 7,17 ἐάν τις θέλῃ(1) τὸ θέλημα(2) αὐτοῦ ποιεῖν(3), γνώσεται(4) περὶ τῆς(5) διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ λαλῶ(6).
Ιω. 7,17 Οποιος θέλει ειλικρινώς να πράττη το θέλημα του Θεού, θα γνωρίση από την προσωπικήν του πείραν, ποίον από τα δύο είναι αληθινό• Από τον Θεόν προέρχεται η διδασκαλία μου η εγώ από τον ευατόν μου την έχω επινοήσει.
(1) Ή, «εκείνος που θέλει να υπακούσει στο Θεό πιστεύοντας σε εμένα…» (Αυγουστ. Λούθηρ.). Ή, πιο σωστά, «εάν κάποιος είναι εραστής της ενάρετης ζωής, θα καταλάβει τη δύναμη των λεγομένων» (Χ). Σύμφωνα με την πρώτη ερμηνεία η έννοια είναι: «Εάν δεν κατάλαβες, πίστεψε. Διότι η γνώση είναι η αμοιβή της πίστης. Μη ζητάς λοιπόν να καταλάβεις, για να πιστέψεις, αλλά πίστεψε για να καταλάβεις… Και το «θα γνωρίσει» εδώ έχει την ίδια σημασία με το «θα καταλάβει»» (Αυ). Σύμφωνα με τη δεύτερη ερμηνεία η έννοια είναι: Αρκεί να έχει κάποιος αγαθή πρόθεση και να επιθυμεί ειλικρινά να συμμορφωθεί με το θέλημα του Θεού, και τότε ασφαλώς θα οδηγηθεί στο Χριστό. Οπωσδήποτε με τα λόγια αυτά διακηρύττεται, ότι η πίστη και η απιστία στο Χριστό έχει ηθική αιτία (g). Εκείνος ο οποίος δέχεται να υποταχτεί στις εντολές του θείου νόμου, είναι και διατεθειμένος να δεχτεί τις ακτίνες του θείου φωτός. Αυτοί που οπωσδήποτε μοιάζουν με το Θεό είναι και προετοιμασμένοι να κατανοήσουν αυτόν, όταν μιλά προς αυτούς.
«Βγάλτε από τους εαυτούς σας την πονηρία και την οργή και το φθόνο και το μίσος… και τίποτα δεν σας εμποδίζει να γνωρίσετε, ότι όντως είναι του Θεού τα λόγια τα δικά μου. Διότι τώρα μεν αυτά σας φέρνουν σκοτάδι και καταστρέφουν την ορθή κρίση» (Χ).
(2) «Θέλει το θέλημα». Γλυκιά αρμονία. Το θείο θέλημα αφυπνίζει το ανθρώπινο θέλημα, και έπειτα το τελευταίο αυτό συναντά το πρώτο (b). Θέλημα για αυτούς με τους οποίους συζητούσε ο Κύριος, ήταν το γνωστό από τις προφητικές γραφές (b). «Εάν κάποιος θέλει να προσέχει τις προφητείες» (Χ).
(3) Ασφαλέστατη μέθοδος για επίτευξη της γνώσης της αλήθειας (b).
(4) Το να γνωρίζουν τους δρόμους του Κυρίου είναι προνόμιο εκείνων μόνο, οι οποίοι ασκούν δικαιοσύνη (b).
(5) Το άρθρο τονίζει τη σχέση με το σ. 16 (b).
(6) «Αν λέω κάτι ξένο και αντίθετο. Διότι η φράση «από τον εαυτό μου (δεν μιλώ)» πάντοτε σημαίνει το εξής, ότι δηλαδή δεν λέω τίποτα που να μην είναι αρεστό σε αυτόν (τον Πατέρα), αλλά όλα όσα θέλει ο Πατέρας, αυτά θέλω και εγώ» (Χ).
Ότι ο Ιησούς δεν μιλούσε από τον εαυτό του τονίζεται και στο Ιω. ιβ 49,ιδ 10. Η γενική αρχή που βεβαιώνεται από τα λόγια αυτά, είναι, ότι υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στις αντιλήψεις της διάνοιας και στην ηθική κατάσταση της καρδιάς. Ζωή ειλικρινούς υποταγής στα θεία παραγγέλματα είναι πολύ ευνοϊκή στο να ενεργούν οι δυνάμεις της σκέψης και του συναισθήματος ομαλά ώστε μέσω αυτών να οδηγείται κάποιος στο Θεό. Η θρησκεία απευθύνεται στην όλη φύση του ανθρώπου, δηλαδή σε όλες τις διανοητικές, ηθικές και πνευματικές δυνάμεις του. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει την αλήθεια, του οποίου η όλη ζωή αντιτίθεται συστηματικά στο θέλημα του Θεού, διότι αυτός είναι ήδη αποφασισμένος να μη γνωρίσει αυτήν. Αντίθετα ο ορθός βίος προδιαθέτει τον άνθρωπο στο να εισδύσει ακόμα περισσότερο στην αλήθεια. Αυτός προχωρεί από το φως σε φως και από δόξα σε δόξα.
Ιω. 7,18 (1)ὁ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ λαλῶν τὴν δόξαν τὴν ἰδίαν ζητεῖ(2), ὁ δὲ ζητῶν τὴν δόξαν τοῦ πέμψαντος αὐτόν, οὗτος ἀληθής ἐστι(3), καὶ ἀδικία(4) ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν.
Ιω. 7,18 Εκείνος που διδάσκει από τον ευατόν του, ζητεί να δοξασθή ο ίδιος ως διδάσκαλος. Αυτός όμως που ζητεί την δόξαν εκείνου που τον έχει στείλει, αυτός είναι αληθινός εις όλα όσα λέγει, διότι κινείται από ανιδιοτελή ελατήρια και δεν υπάρχει εις αυτόν καμμία αμαρτία.
(1) «Έπειτα προσθέτει και άλλο συλλογισμό αναντίρρητο, φέροντας στη μέση κάτι ανθρώπινο και διδάσκοντας από αυτά που συνηθίζονται σε εμάς» (Χ). Φέρνεται μία απόδειξη εξωτερική και επανέρχεται ο Κύριος στα λεχθέντα στο ε 41, τα οποία και επαναλαμβάνει και πιο κάτω στα η 50,54. Η αντίθεση είναι εδώ ανάμεσα στον διδάσκαλο που εκπροσωπεί τον εαυτό του ως πηγή γνώσης και τον διδάσκαλο που μιλά με εντολή, ως κήρυκας και απεσταλμένος κάποιου ανώτερου, από τον οποίο αυτός έχει όλα όσα έχει. Ο πρώτος επιζητά να δοξάσει το άτομό του· ο δεύτερος επιδιώκει να δοξάσει τον εντολέα του (ο,β).
(2) «Δηλαδή αυτός που θέλει να στηρίξει κάποια δική του διδασκαλία, για κανέναν άλλο λόγο δεν το θέλει, παρά για να καρπωθεί δόξα από αυτό» (Χ).
(3) Δεν υπάρχει σε αυτόν κάποια ιδιοτέλεια και συνεπώς η ανιδιοτέλειά του αυτή αποκλείει κάθε υπόνοια για το ότι η διδασκαλία του είναι ψευδής. Με αυτό απαντά ο Κύριος και στην στο στίχο 12 κατηγορία εναντίον του, ότι «πλανά τον όχλο». «Εάν εγώ ζητώ τη δόξα αυτού που με έστειλε, για ποιο λόγο θα προτιμούσα να διδάσκω άλλα;» (Χ).
(4) Ή, «κάποιοι εδώ με τη λέξη αδικία εννόησαν το ψεύδος» (Ζ), όπως και στον Παύλο πολλές φορές αντιτίθεται η αδικία με την αλήθεια (Α΄ Κορ. ιγ 6,Β΄Θεσ. β 12).
Ή, το αδικία αναφέρεται γενικότερα στην παράβαση του νόμου του Θεού, αφού ο Κύριος κατηγορούνταν και ως παραβάτης του νόμου για το Σάββατο, και απαντώντας και στην κατηγορία αυτή μιλά αμέσως στους σ. 19-23 για τη συμπεριφορά του και τις πράξεις του. Έτσι η φράση αυτή αποτελεί την μετάβαση από την απολογία για τη διδασκαλία του σε αυτήν για τα έργα του (g).
«Επειδή αυτοί οι Ιουδαίοι τον κατηγορούσαν για δύο πράγματα, για παρανομία και αντιθεΐα, ότι δηλαδή και παρέβαινε το Σάββατο και ότι έλεγε δικό του πατέρα το Θεό… για το άλλο απολογείται τώρα και δείχνει, ότι αυτοί μάλλον είναι παράνομοι» (Ζ). Οι ψευδοδιδάσκαλοι που διδάσκουν την πλάνη είναι κατ’ εξοχήν άδικοι. Άδικοι απέναντι στο Θεό, του οποίου το όνομα καταχρώνται, και άδικοι προς τις ψυχές των ανθρώπων, τις οποίες παρασύρουν στην πλάνη.
Ιω. 7,19 (1)οὐ Μωϋσῆς(2) δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον; καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον(3). τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι(4);
Ιω. 7,19 Ο Μωϋσής δεν έδωκε εις σας τον νόμον; Και όμως κανείς από σας δεν φυλάσσει τον νόμον. Διότι εάν τηρήτε τον νόμον, τότε διατί ζητείτε να με φονεύσετε, αφού ο νόμος ρητός απαγορεύει τον φόνον;”
(1) Με τις ερωτήσεις αυτού του στίχου ο Κύριος «επιτίθεται βέβαια με αυτά πάρα πολύ πληκτικά στις ανόητες ενέργειες των Ιουδαίων, και επειδή ολίσθαιναν σαν με αχαλίνωτες ορμές στο να καταδικάζουν αυτόν για την παράβαση του σαββάτου, δείχνει ότι παρανομούν και προτιμούν να διαπράττουν μιαρές δολοφονίες, και για αυτό και μόνο πέφτουν στη χειρότερη από όλες αμαρτία» (Κ). Το γενικότερο νόημα του σ.:
«Είπε ο νόμος: δεν θα φονεύσεις, αλλά εσείς φονεύετε. Και κατηγορείτε εμένα ότι παραβαίνω το νόμο; Εγώ μεν λοιπόν ακόμα και αν παραβίασα το νόμο, αλλά έσωσα άνθρωπο, ενώ εσείς παραβαίνετε για κακό» (Χ).
(2) «Αυτός ο νόμος που εσείς τιμάτε και υπερασπίζεστε, στον οποίο μίλησε ο Θεός» (Ζ). «Ενώ είναι ο κύριος του Μωϋσή και του νόμου, λόγω της ασθένειας των Ιουδαίων, κατά κάποιο τρόπο αποξενώνει τον εαυτό του από το νόμο, ονομάζοντάς τον νόμο του Μωϋσή· διότι δεν μπορούσαν να ακούσουν ότι ήταν από τη φύση του Θεός» (αμ).
(3) Επιτίθεστε εναντίον μου ως ένοχο παραβιάσεως του νόμου. Και όμως εσείς παραβαίνετε το νόμο (b). «Κανείς από εσάς δεν είπε, διότι όλοι με τους οποίους μιλούσε ζητούσαν να τον φονεύσουν» (Σχ). «»Ποιεῖ», δηλαδή τηρεί. Έπειτα προσθέτει και πώς δεν τηρούν το νόμο» (Ζ).
(4) «Ενώ ο νόμος λέει δεν θα φονεύσεις, γιατί προσπαθείτε να με φονεύσετε, οπότε ούτε αυτόν τηρείτε ούτε τον Μωϋσή ντρέπεστε, που σας τον έχει δώσει;» (Ζ). Με την απόρριψη, το μίσος και την στο τέλος σταύρωση του Ιησού ο Ισραήλ παραβίαζε πράγματι και τις δύο πλάκες του νόμου (Stier). Έχοντας τέτοιες φονικές διαθέσεις, αποδεικνύετε, ότι δεν κάνετε το θέλημα του Θεού. Για αυτό λοιπόν δεν μπορείτε να γνωρίσετε τη διδαχή μου (b).
Ιω. 7,20 ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος(1) καὶ εἶπε· δαιμόνιον ἔχεις(2)· τίς σε ζητεῖ ἀποκτεῖναι;
Ιω. 7,20 Απήντησεν ο όχλος και είπε• “έχεις δαιμόνιον που σου σκοτίζει τον νουν. Ποιός ζητεί να σε φονεύση;”
(1) Ή, «για να χαριστεί στους άρχοντες» (Ζ). Ή, πιο σωστά, ο όχλος που αγνοούσε τα σχέδια και τις φονικές διαθέσεις των Φαρισαίων και των υπόλοιπων αρχόντων (ο). Σύμφωνα με τη δεύτερη αυτή ερμηνεία ο όχλος ειλικρινά εκφράζει την απορία του και δεν κρύβει τον φονικό σκοπό «θέλοντας να καταστήσει αφύλαχτο το θύμα του» (Χ). «Ο όχλος απάντησε ως θορυβώδες πλήθος, συγχέοντας τα πράγματα» (Αυ).
(2) Η ίδια φράση ειπώθηκε και για τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, εξαιτίας του ασκητισμού του (Ματθ. ια 18). Ομοίως και εναντίον του Ιησού από τους Φαρισαίους (Ιω. η 48,49,ι 20,Μάρκ. γ 22). Εδώ λέγεται από τον όχλο (β). Με ποιά έννοια; Ή, «τα λόγια αυτά φανερώνουν οργή και ψυχή που δείχνει αναισχυντία επειδή ελέγχθηκε παράδοξα» (Χ) και «είναι η άρνηση καρπός της κακοτροπίας τους και άλλος τρόπος της ασέβειάς τους προς το Χριστό» (Κ).
Ή, με την έννοια της νευρασθένειας ή μελαγχολικής κατάστασης, χωρίς να αποδίδεται στον Ιησού ηθική μομφή, αλλά μόνο διανοητική παράκρουση ή ασθένεια.= Δεν είσαι στα καλά σου· έχεις δαιμόνιο και αυτό σου διατάραξε τα μυαλά και νομίζεις ότι σε καταδιώκουν να σε φονεύσουν, ενώ κανείς δεν ζητά να σε φονεύσει (g,ο,β).
Ιω. 7,21 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς(1)· ἓν ἔργον(2) ἐποίησα, καὶ πάντες θαυμάζετε(3).
Ιω. 7,21 Απήντησεν ο Ιησούς και τους είπε• “έκαμα ένα έργον (εθεράπευσα τον παράλυτον) και όλοι απορήσατε, διότι ενομίσατε ότι κατέλυσα την αργίαν του Σαββάτου.
(1) «Ο Κύριος ολοφάνερα χωρίς να ταραχτεί, αλλά ήρεμος μέσα στην αλήθειά του, δεν ανταπέδωσε κακό αντί κακού ή κοροϊδία αντί κοροϊδίας, αν και εάν έλεγε στους ανθρώπους αυτούς, έχετε δαιμόνιο, θα έλεγε αλήθεια. Διότι δεν θα έλεγαν τέτοια προς την αλήθεια, εάν το ψεύδος του διαβόλου δεν τους υποκινούσε» (Αυ).
(2) «Εννοεί την θεραπεία που έγινε το Σάββατο σε αυτόν που είχε τριάντα οχτώ έτη στην ασθένεια» (Ζ). Δεν λέγεται εδώ με την έννοια του θαύματος, αλλά της πράξης, με την οποία φαινομενικά καταργούνταν το Σάββατο (g).
(3) Πρέπει να το πάρουμε με την έννοια του «θορυβείστε, ταράζεστε» (Χ). «Για το ένα αυτό πλημμέλημα, σύμφωνα με εσάς, θαυμάζετε τη γνώμη μου, ότι τόλμησα να συγκρουστώ με τον νομοθέτη» (Κ). Δυσαρεστηθήκατε και σκανδαλιστήκατε, σαν να έγινα ένοχος για κάποιο απεχθές και αποτρόπαιο έγκλημα.
Ιω. 7,22 διὰ τοῦτο(1) Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὴν περιτομήν, οὐχ ὅτι ἐκ τοῦ Μωϋσέως ἐστίν, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν πατέρων(2), καὶ ἐν σαββάτῳ περιτέμνετε ἄνθρωπον(3).
Ιω. 7,22 για αυτό Ο Μωϋσής σας έδωσε την περιτομήν. Δια την ακρίβειαν, δεν έχει καθιερωθή από τον Μωϋσέα η περιτομή, αλλά από την παράδοσιν των παλαιοτέρων προγόνων σας. Και εάν τύχη η ογδόη ημέρα από την γέννησιν του βρέφους να είναι Σαββατον, και τότε κάνετε περιτομήν στον άνθρωπον.
(1) Και ο Χ. συνδέει με τον παρόντα στίχο. Η έννοια όμως από αυτή τη σύνδεση παρουσιάζεται βεβιασμένη= Για αυτό σας έδωσε ο Μωϋσής την περιτομή, για να δείξει ότι ο νόμος του σαββάτου δεν έχει τη βεβαιότητα, αλλά μπορεί να παραβιαστεί, αφού το Σάββατο πολλές φορές γίνεται περιτομή (β).
Ή, πολύ καλά· αλλά επειδή ταράζεστε, αφήστε με να σας πω. Ο Μωϋσής… (μ). Πιο φυσικό είναι το «διὰ τοῦτο» να συνδεθεί με το θαυμάζετε του προηγούμενου σ.=Για το έργο μου αυτό νιώσατε όλοι κατάπληξη (β). Η έννοια του όλου σ.: «Προσπαθεί να δείξει ήδη με σαφήνεια ότι ο ίδιος ο ιεροφάντης Μωϋσής, ο υπηρέτης του νόμου, παραβίασε το νόμο του Σαββάτου εξαιτίας της περιτομής, η οποία από τη συνήθεια των πατέρων έφτανε μέχρι και τους δικούς του χρόνους» (Κ). Και «θέλει να δείξει, ότι… είναι πολλά πιο κύρια από το νόμο» (Χ). Έτσι λοιπόν κατασκευάζει επιχείρημα από το ισχυρότερο.=Εάν επιτρέπεται το Σάββατο να περιτέμνει κάποιος, πολύ περισσότερο επιτρέπεται να αποδίδει την υγεία σε άνθρωπο που πάσχει πολύ καιρό (ο).
«Ανέχτηκε ο Μωϋσής να λάβει εντολή εναντίον του νόμου και μεγαλύτερης αξίας από το νόμο… εγώ όμως έκανα σπουδαιότερο και ανώτερο έργο από την περιτομή» (Χ).
(2) Λέει αυτά τονίζοντας κυρίως όχι την παλαιότητα της περιτομής –διότι τότε το επιχείρημα θα εξασθενούσε- αλλά το ότι η περιτομή δεν ορίστηκε από το νόμο (g) = «παρόλο που η περιτομή δεν είναι του νόμου, αλλά των πατέρων» (Χ). «Σας την παρέδωσε, όχι επειδή έχει την αρχή της στη νομοθεσία του, αλλά… ενώ είναι κάτι παρείσακτο, γίνεται σπουδαιότερο από την εντολή του σαββάτου» (Ζ). Από τους πατέρες «τους γύρω από τον Αβραάμ» (Ζ). Δες για αυτό Γεν. ιζ 10,κα 4,Πράξ. ζ 8 (β). Ο θεσμός της περιτομής δεν αποτελούσε μέρος του Δεκαλόγου. Προερχόταν από παλαιά παράδοση και μπήκε από τον Μωϋσή στον κώδικά του παρεμπιπτόντως. Ποιος λοιπόν θα περίμενε ότι ένας τέτοιος θεσμός θα καταλάμβανε πρωταρχική θέση απέναντι σε μία εντολή του Δεκαλόγου, δηλαδή το νόμο για το Σάββατο; (g).
(3) Στο μόνο χωρίο του Λευϊτ. ιβ 3, όπου ο Μωϋσής μιλά για την περιτομή επικυρώνοντας τον θεσμό της, κανένας λόγος δεν γίνεται για τον συμβιβασμό της εντολής αυτής με την εντολή του Σαββάτου. Το ότι επιτρέπεται η τέλεση της περιτομής και το Σάββατο, καθορίστηκε από την ιουδαϊκή συνείδηση. «Διότι συνέβαινε πολλές φορές, η όγδοη ημέρα, κατά την οποία ήταν ανάγκη να γίνει η περιτομή, να είναι Σάββατο» (Θφ). Η παράδοση, ότι η περιτομή μπορούσε να γίνει κατά το Σάββατο, εκτίθεται σαφώς στη Μίσχνα: «Για κάθε έργο, το οποίο μπορεί να γίνει κατά την παραμονή του Σαββάτου, δεν πρέπει να παραμερίζεται το Σάββατο. Αλλά για την περιτομή η οποία δεν μπορεί να γίνει κατά την παραμονή του Σαββάτου (όταν δηλαδή η παραμονή είναι η έβδομη ημέρα από τη γέννηση αυτού που περιτέμνεται) παραμερίζεται το Σάββατο» (μ).
Ιω. 7,23 εἰ περιτομὴν λαμβάνει(1) ἄνθρωπος ἐν σαββάτῳ ἵνα μὴ λυθῇ ὁ νόμος Μωϋσέως(2), ἐμοὶ χολᾶτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα(3) ἐν σαββάτῳ!
Ιω. 7,23 Εάν, λοιπόν, υποχρεωτικώς παίρνη ο άνθρωπος περιτομήν κατά το Σαββατον, δια να μη καταλυθή ο νόμος του Μωϋσέως, που ορίζει πως οπωσδήποτε κατά την ογδόην ημέραν πρέπει να γίνη η περιτομή, σεις εκδηλώνετε όλην την πικρίαν σας εναντίον μου, διότι ολόκληρον άνθρωπον τον έκαμα υγιή κατά την ημέραν του Σαββάτου!
(1) «Διότι ποιος δεν ξέρει ότι εκείνοι μεν ενεργώντας με το χέρι και με μαχαίρι, περιτέμνοντας και ακρωτηριάζοντας σάρκα, πραγματικά βεβήλωναν το Σάββατο; Αυτός όμως, θεραπεύοντας με απλό λόγο και εξουσία, έδειξε με το να εκτελέσει αυτό το παράδοξο, ότι υπήρχε κύριος και του σαββάτου» (Θη).
(2) «Για να μην παραβιαστεί ο νόμος του Μωϋσή ο σχετικός με την περιτομή» (Ζ). «Βλέπεις, που η κατάργηση του σαββάτου είναι τήρηση του νόμου; Επομένως, αν δεν παραβιαζόταν το Σάββατο, ήταν αναγκαστικό να παραβιαστεί ο νόμος» (Χ). Ο Κύριλλος χρησιμοποιώντας διαφορετική στίξη, ερμηνεύει αλλιώς: «εάν ένας άνθρωπος περιτέμνεται το Σάββατο, οργίζεστε εναντίον μου, για να μην καταργηθεί ο νόμος του Μωϋσή, επειδή έκανα υγιή ολόκληρο άνθρωπο το Σάββατο;» (Κ).
(3) Ή «η περιτομή λοιπόν είναι τρόπος φροντίδας για τον άνθρωπο, η οποία νικά και αυτήν ακόμα τη διάταξη για το Σάββατο… Τι είναι λοιπόν αυτό που εμποδίζει, ή πώς θα μπορούσε εύλογα να εμποδίσει τη θεραπεία ολόκληρου του σώματος το νομοθέτημα σχετικά με το Σάββατο, έχοντας επιτρέψει ακατηγόρητα ήδη την κατάργηση αυτού για τη θεραπεία ενός μέρους και μικρού;» (Κ).
Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή ο λόγος αυτός του Κυρίου αναφέρεται μόνο στην φροντίδα για το σώμα. Για την φροντίδα για ένα μόνο μέλος επιτρέπεται η αθέτηση του Σαββάτου. Για τη φροντίδα για ολόκληρο το σώμα δεν επιτρέπεται; Αλλά η περιτομή κατά την ιουδαϊκή αντίληψη δεν ήταν απλώς ιατρική υπόθεση, αλλά είχε και ηθική έννοια.
Πιο σωστή η ερμηνεία: «Με το να πει «όλο τον άνθρωπο» δείχνει ότι η περιτομή ήταν για μερική υγεία. Και ποιά ήταν η υγεία της περιτομής; Κάθε ψυχή, λέει, που δεν θα περιτμηθεί, θα εξολοθρευτεί» (Χ), με τη φράση όμως «όλον τον άνθρωπο, φανέρωσε, ότι δεν θεράπευσε μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή του» (Ζ). Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή ο λόγος του Κυρίου αναφέρεται στη φροντίδα όχι μόνο για το σώμα αλλά και για την ψυχή. Με την περιτομή συντελούνταν όχι μόνο ένας τοπικός καθαρισμός ενός μόνο μέλους (σωματική όψη της περιτομής), αλλά και η ενσωμάτωση αυτού που περιτεμνόταν στην Π.Δ. (ηθική όψη της περιτομής)(g). Με το θαύμα του παραλύτου συντελέστηκε όχι μόνο η θεραπεία του σώματος ολόκληρου, αλλά και η σωτηρία του μέσω της πίστης. Αξιολογότατη και η επόμενη: «Παραβιάζεται, λέει, ο νόμος, για να πάρει ο άνθρωπος απόδειξη, η οποία δεν συμβάλλει καθόλου στην υγεία του· για να απαλλαχτεί όμως από τέτοια ασθένεια, δυσανασχετείτε και αγανακτείτε;» (Χ).
Ιω. 7,24 (1)μὴ κρίνετε(2) κατ᾿ ὄψιν(3), ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε(4).
Ιω. 7,24 Μη σχηματίζετε κρίσεις από τα εξωτερικά φαινόμενα, αλλά να κρίνετε δικαίως, όπως επιβάλλουν τα πράγματα, η λογική και ο Θεός”.
(1) Αφού έλεγξε το άδικο της κρίσης τους σε σχέση με την υπερφυσική θεραπεία του παραλύτου, προχωρώντας εκφέρει γενικό κανόνα, στον οποίο πρέπει σε κάθε περίσταση να συμμορφώνουν την κρίση τους (ο).
(2) Ο ενεστώτας έχει την έννοια αυτού που γίνεται συνήθως και συνεχώς. Μη συνηθίζετε να κρίνετε κατ’ όψιν, όπως κάνατε τώρα (ο).
(3) Μόνο εδώ και στο ια 44 και Αποκ. α 16 (β). Εδώ σημαίνει μάλλον την εξωτερική όψη, αυτό που φαίνεται, την εξωτερική πλευρά των πραγμάτων (g). = Μην κρίνετε κατά τα εξωτερικά φαινόμενα, με τις πρώτες εντυπώσεις επιπόλαια (ο). Στην προκειμένη περίπτωση το «μη κρίνετε κατ’ όψιν» υπονοεί, ότι η θεραπεία του παραλύτου αποτελούσε μόνο φαινομενικά παράβαση του νόμου. Στην πραγματικότητα όμως ήταν έκφραση του αληθινού πνεύματος του νόμου (μ). Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία: «Μη κρίνετε αποβλέποντας μόνο στα πρόσωπα, και εκείνον μεν (τον Μωϋσή) επειδή για εσάς είναι σπουδαίος και ένδοξος τον απαλλάσσετε από κατηγορία, ενώ εμένα με κατηγορείτε επειδή κατά τη γνώμη σας είμαι ασήμαντος και χωρίς δόξα» (Ζ).
(4) «Βγάλτε την απόφαση από την φύση των πραγμάτων· διότι αυτό σημαίνει το να κρίνετε δίκαια» (Χ). Η δίκαιη κρίση είναι αυτή που εκτιμά τις πράξεις σύμφωνα με το πνεύμα του νόμου. Το άρθρο δηλώνει την συγκεκριμένη κρίση είτε στην παρούσα περίσταση είτε στην περίσταση που κάθε φορά παρουσιάζεται (g). Αξιόλογη και η ερμηνεία: Η αληθινή κρίση είναι μία [ενώ οι ψεύτικες πολλές]. Αυτό δηλώνει το άρθρο (b).
Ιω. 7,25 Ἔλεγον οὖν τινες ἐκ τῶν Ἱεροσολυμιτῶν(1)· οὐχ οὗτός(2) ἐστιν ὃν ζητοῦσιν ἀποκτεῖναι;
Ιω. 7,25 Ελεγαν, λοιπόν, μερικοί από τους Ιεροσολυμίτας• “δεν είναι αυτός, που οι άρχοντες ζητούν να τον φονεύσουν;
Ιω. 7,26 καὶ ἴδε(3) παῤῥησίᾳ(4) λαλεῖ, καὶ οὐδὲν αὐτῷ λέγουσι(5). Μήποτε(6) ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες(7) ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Χριστός;
Ιω. 7,26 Και ιδού, ότι ομιλεί άφοβα και φανερά και τίποτε δεν αντιλέγουν εις αυτόν. Μηπως πραγματικά εκατάλαβαν οι άρχοντες, ότι αυτός αληθώς είναι ο Χριστός;
(1) Στο σ. 20 πρόκειται για τον όχλο που από πολλά μέρη έφτασε στα Ιεροσόλυμα και αγνοούσε τα φονικά σχέδια των Φαρισαίων.
«Το μεν άλλο πλήθος των Ιουδαίων αγνοούσε το σκοπό των αρχόντων», και από αυτό εξηγείται η ερώτηση που προβλήθηκε εκεί. «Ενώ οι Ιεροσολυμίτες που κατά το πλείστον συναναστρέφονταν αυτούς και κατοικούσαν μαζί σε μία πόλη και τους συναντούσαν πάντοτε, γνώριζαν κατά κάποιο τρόπο τον κρυμμένο μέσα σε αυτούς ανόσιο σκοπό τους για τον Σωτήρα Χριστό» (Κ).
«Αυτοί που κατεξοχήν είχαν απολαύσει τα μεγάλα θαύματα, αυτοί ήταν πιο ελεεινοί από όλους» (Χ). Θα περίμενε κάποιος, ότι αυτοί, που ζούσαν στα Ιεροσόλυμα, τα οποία θεωρούνταν η πηγή της γνώσης και της θρησκείας, θα ήταν προετοιμασμένοι να δεχτούν το Μεσσία. Συνέβη όμως το τελείως αντίθετο. Εκείνοι οι οποίοι έχουν αφθονία μέσων γνώσης και χάρης, εάν δεν χρησιμοποιήσουν αυτά για πρόοδο και καλλιτέρευσή τους, γίνονται χειρότεροι. Και ο Κύριός μας συχνά αντιμετώπισε κακή υποδοχή από εκείνους, από τους οποίους καθένας θα περίμενε, ότι θα τον υποδέχονταν θερμά.
(2) Ο τρόπος αυτός της άρνησης προϋποθέτει απάντηση καταφατική (ο).
(3) Προκαλεί την προσοχή στο παράδοξο του γεγονότος, ότι δηλαδή οι άρχοντες ανέχονταν αυτόν να μιλά ελεύθερα (ο). Δες για το «ἴδε» στο α 29 (β).
(4) «Δεν μιλά απλώς, αλλά με θάρρος» (Κ). «Με κάθε ελευθερία» (Χ). Δημόσια με ελευθερία και θάρρος, ενώπιον πλήθους πολλού, χωρίς να κρύβει τον εαυτό του ή τη διδασκαλία του (ο).
(5) Ούτε τον διακόπτουν, ούτε του απαγορεύουν να μιλά (ο).
(6) Πουθενά αλλού στον Ιωάννη δεν συναντιέται η λέξη (β). Η απάντηση που αναμένεται στον τρόπο αυτό της ερώτησης είναι μάλλον αρνητική (ο).
(7) Τα μέλη του συνεδρίου (β). Υπάρχει και οι γραφή: αρχιερείς.
Ιω. 7,27 ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν(1)· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται(2), οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν(3).
Ιω. 7,27 Αλλά τούτον εδώ γνωρίζομεν καλά από που και από ποιούς κατάγεται. Ο Χριστός όμως όταν έλθη, κανείς δεν γνωρίζει από που και πότε έρχεται”.
(1) «Δηλαδή από ποια μεν πόλη κατάγεται και από ποιους γονείς γεννήθηκε» (Κ). Δες στ 42, όπου οι Ιουδαίοι παρουσιάζονται ότι γνωρίζουν την οικογένεια του Ιησού (β). Τον περιφρονούσαν, διότι γνώριζαν από πού είναι. Η οικειότητα εκτρέφει την περιφρόνηση. Και είμαστε έτοιμοι να περιφρονούμε την χρησιμότητα εκείνων, των οποίων γνωρίζουμε την ταπεινή καταγωγή. Ο Χριστός ήλθε στα δικά του και οι δικοί του δεν τον δέχτηκαν, ακριβώς διότι ήταν δικός τους. Αλλά για αυτό μάλλον θα έπρεπε να αγαπούν αυτόν και να είναι ευγνώμονες, ότι το έθνος τους και η γενιά τους είχαν τιμηθεί από την εμφάνισή του.
(2) Όταν πρόκειται να κάνει τη δημόσια εμφάνισή του (ο).
(3) Ήταν μεν γνωστή η Βηθλεέμ ως τόπος της γέννησής του, αλλά ο χρόνος και ο τρόπος της έλευσης, καθώς και οι γονείς του νομίζονταν ως κρυφά και άγνωστα. Ο Westcott παραθέτει ραββινικό λόγιο, κατά το οποίο «τρία πράγματα έρχονται τελείως απροσδόκητα, ο Μεσσίας, ο απεσταλμένος από το Θεό και ο σκορπιός» (Sanhedr. 97α). Ο Ιουστίνος επίσης βάζει στο στόμα του Ιουδαίου Τρύφωνα λόγια, σύμφωνα με τα οποία ο Χριστός «δεν θα είναι γνωστός ποιος είναι», έως ότου έλθει ο Ηλίας και τον χρίσει (Ιουστ. Διάλογος προς Τρύφ. 110), και «είναι άγνωστος και ούτε ο ίδιος δεν γνωρίζει ακόμα τον εαυτό του» (στο ίδιο 8)(β). Αυτού του είδους οι ιδέες για το άγνωστο της καταγωγής και του χρόνου της έλευσης του Μεσσία, προέρχονταν από παρερμηνεία των προφητειών για αυτόν. «Πράγματι αναφέρεται κάποιος λόγος στον Ησαΐα για το Χριστό· «τη γενιά του ποιος θα την διηγηθεί; διότι αφαιρείται από τη γη η ζωή του»» (Κ).
Τέτοιες προφητείες που παρερμηνεύονταν ή δεν κατανοούνταν επαρκώς από τους ραββίνους θα μπορούσαν να σημειωθούν οι Γεν. μθ 10, Ησ. νγ 8, Ιερεμ. κγ 5, Ιεζ. λζ 24,25,Δαν. ζ 13,Μιχ. ε 2,Μαλ. γ1 (ο).
Εάν επρόκειτο για τη θεία φύση του Μεσσία, είναι αλήθεια, ότι όταν ο Χριστός έρχεται κανείς δεν θα γνώριζε πλήρως από πού είναι, διότι είναι ιερέας κατά την τάξη Μελχισεδέκ, και για αυτό είναι χωρίς μητέρα και αγενεαλόγητος «αἱ ἔξοδοι αὐτοῦ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος (=Η αρχή και η ενέργεια αυτού ξεπερνά την αρχήν των ημερών της δημιουργίας)(Μιχ. ε 2). Εάν όμως επρόκειτο για την ανθρώπινη φύση του, είναι αλήθεια, ότι σύμφωνα με τις προφητείες ήταν γνωστό από πού ήταν, και από πού θα καταγόταν η μητέρα του και πού ανατράφηκε. Και ήταν πλάνη, ότι για τον Μεσσία είχε λεχθεί, ότι κανείς δεν θα γνώριζε από πού είναι, διότι ο τόπος της γέννησής του είχε προφητευτεί πολύ πριν ακόμα ο Μεσσίας γεννηθεί (Ματθ. β 4,5).
Ιω. 7,28 ἔκραξεν(1) οὖν ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων ὁ Ἰησοῦς καὶ λέγων· κἀμὲ οἴδατε(2), καὶ οἴδατε πόθεν εἰμί(3)· καὶ(4) ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλήλυθα ἀλλ᾿ ἔστιν ἀληθινὸς(5) ὁ πέμψας με, ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε(6)·
Ιω. 7,28 Εφώναξε με μεγάλην φωνήν ο Ιησούς τότε εις τας αυλάς του ναού διδάσκων και λέγων• “και εμέ γνωρίζετε και από που είμαι γνωρίζετε. Η γνώσις σας όμως είναι ατελής. Διότι δεν γνωρίζετε, ότι εγώ δεν έχω έλθει από τον εαυτόν μου, αλλά έχω έλθει από τον Θεόν, που με έστειλε και ο οποίος είναι ο απολύτως αληθινός. Αυτόν όμως εσείς δεν τον γνωρίζετε.
(1) Δες και Ιω. α 15,ζ 37,ιβ 44. «Έκραξε για να τους κάνει να ντραπούν μιας και ήταν κακοί με τη θέλησή τους» (Ζ). Κυρίως με αυτό σημαίνεται η επισημότητα και η μεγάλη σημασία του περιεχομένου της διδασκαλίας του Ιησού. Ύψωσε τη φωνή του λόγω της σοβαρότητας της ακόλουθης διακήρυξης (ο,g). Τα όσα εκείνοι είπαν για αυτόν λέχθηκαν κρυφά. «Ενώ οι Ιεροσολυμίτες ψιθύριζαν μεταξύ τους αθόρυβα εκείνα… δέχεται πάλι ο Χριστός με τρόπο θεοπρεπή τη γνώση αυτών» (Κ) και «αυτά που κατ’ ιδίαν έλεγαν, αυτά τα έφερε στη μέση φωνάζοντας» (Χ).
(2) Η έννοια των λόγων αυτών θα μπορούσε να περιληφθεί στην επόμενη πρόταση: «Και με γνωρίζετε, αλλά και δεν με γνωρίζετε». Με άλλα λόγια ο Κύριος «τους συλλαμβάνει από τα ίδια τους τα λόγια και επειδή έλεγαν ότι ο Χριστός όταν έρχεται, κανείς δεν ξέρει από πού είναι, δείχνει και από αυτό ότι αυτός ο ίδιος είναι ο Χριστός» (Χ).
(3) Κάποιοι υπέθεσαν, ότι ο Κύριος χρησιμοποίησε εδώ ειρωνεία (b). Δηλαδή: Ε, βέβαια με ξέρετε! Αλλά εγώ έχω ουράνια την προέλευση και καταγωγή, για την οποία δεν ξέρετε τίποτα (μ). Ούτε ειρωνικός, ούτε ερωτηματικός είναι ο λόγος, αλλά βεβαιωτικός. Ο Κύριος επιβεβαιώνει αυτό που ειπώθηκε από αυτούς, ότι ξέρουμε από πού κατάγεται.
«Και αυτοί μεν λοιπόν λέγοντας αυτό, τίποτα άλλον δεν φανέρωναν, παρά το ότι είναι από τη γη και ότι είναι γιος του μαραγκού, αυτός όμως τους ανέβασε στον ουρανό… Δεν είμαι από εδώ, από όπου με υποπτεύεστε ότι είμαι, αλλά είμαι από όπου με έστειλε αυτός που με έστειλε» (Χ).
«Ξέρετε από πού είμαι· ο Ιησούς ο από Ναζαρέτ… Με εξαίρεση την από την Παρθένο γέννησή του, γνώριζαν όλα όσα αφορούσαν στον Ιησού ως άνθρωπο. Η όψη του ήταν γνωστή, η πατρίδα του γνωστή, η οικογένειά του γνωστή… Γνώριζαν αυτόν στη σάρκα και τη μορφή του ανθρώπου, την οποία έφερε. Αλλά όσον αφορά τη θεότητά του, δεν γνώριζαν αυτόν που τον έστειλε» (Αυ).
(4) Αντί να πει: παρόλο, ή, και όμως.= και όμως δεν ήλθα από τον εαυτό μου, όπως υποθέτετε εσείς (b).
(5) Ή «είναι αληθινός αυτός που με έστειλε» και «με σκοπό την αλήθεια έστειλε, οπότε και ο απεσταλμένος είναι λογικό να είναι αληθινός» (Χ). Είναι αληθινός και δεν ψεύδεται και συνεπώς και τα πιστοποιητικά, τα οποία πήραν από αυτόν είναι αληθινά και μπορεί ο καθένας να στηριχτεί πάνω τους (ο).
Ή, σύμφωνα με τη διάκριση που υπάρχει ανάμεσα στα αληθινός και αληθής (για την οποία δες α 9), ο γνήσιος και πραγματικός αποστολέας είναι ο δικός μου αποστολέας (β). Έχει αυτός πλήρες δικαίωμα και εξουσία να στέλνει. Και ο Ιησούς λοιπόν δεν εκπροσωπεί κάποια ψεύτικη εξουσία, αλλά είναι απεσταλμένος του πραγματικού βασιλιά (τ). Πιο πιθανή η δεύτερη ερμηνεία.
(6) Παρά το γεγονός, ότι οι Ιουδαίοι γνώριζαν τι προσκυνούσαν (δ 22) δεν γνώριζαν του Θεού τα ιδιώματα και τις βουλές, οπότε από αυτό αγνοούσαν και τον από το Θεό σταλμένο (β).
«Είμαι λοιπόν από Πατέρα, τον οποίο εσείς δεν γνωρίζετε, αφού δεν γνωρίζετε αυτόν που προέρχεται από αυτόν, μέσω του οποίου και μόνου είναι ορατός ο Πατέρας» (Κ).
«Δεν γνωρίζετε τον Πατέρα μου λόγω των έργων σας των πονηρών και της κακίστης γνώμης σας» (Θφ).
«Άγνοια εδώ εννοεί αυτην με τα έργα, όπως λέει ο Παύλος «ενώ ομολογούν ότι γνωρίζουν το Θεό, με τα έργα τον αρνούνται». Αλλά το αμάρτημα δεν προερχόταν από άγνοια, αλλά από κακία και πονηρή γνώμη» (Χ).
Ιω. 7,29 ἐγὼ οἶδα αὐτόν, ὅτι παρ᾿ αὐτοῦ εἰμι(1) κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν(2).
Ιω. 7,29 Εγώ όμως τον γνωρίζω, διότι έχω γεννηθή προαιωνίως από αυτόν και έχω, ως Θεός, την αυτήν με εκείνον ουσίαν και φύσιν, και εκείνος με έστειλεν στον κόσμον”.
(1) Τον γνωρίζω, «διότι είμαι από αυτόν, από αυτόν έχω γεννηθεί» (Ζ). Παρόμοια φράση και έννοια και στο Ιω. στ 46.
«Δεν αγνοεί μαζί με εκείνους αυτόν που τον γέννησε, αλλά ισχυρίστηκε ότι τον γνωρίζει με κάθε ακρίβεια. Διότι είναι Θεός από Θεό Πατέρα… και βλέπει μέσα στον εαυτό του όλον εκείνον που τον γέννησε και απεικονίζοντας στη δική του φύση την ουσία εκείνου που τον γέννησε, έτσι γνωρίζει αυτόν» (Κ).
«Μόνο σε εμένα είναι ορατός, επειδή ακριβώς είμαι Θεός από τη φύση μου» (Αμ). Το «παρ᾿ αὐτοῦ εἰμι» λοιπόν αναφέρεται στην ιδιαίτερη σχέση του Υιού με τον Πατέρα και όχι στην αποστολή του Χριστού, για την οποία γίνεται λόγος στην ακόλουθη πρόταση.
(2) Πρέπει να συνδεθεί μάλλον με το «οἶδα αὐτόν» και όχι με το ὅτι. Τον γνωρίζω και εκείνος με έστειλε.
«Με το «από αυτόν είμαι» δηλώνει την ουσία της θεότητας· ενώ με το «και εκείνος με έστειλε» την ανθρώπινη φύση· διότι λέγεται απόστολος όσον αφορά την ανθρώπινη φύση» (Θφ).
«Από αυτόν είμαι, είπε. Διότι ο Υιός είναι από τον Πατέρα και ό,τι είναι ο Υιός είναι από αυτόν, του οποίου είναι Υιός. Για αυτό λέμε ότι ο Κύριος Ιησούς είναι Θεός εκ Θεού… Αλλά όσον αφορά στο ότι έγινε ορατός από εμάς με τη σάρκα του, εκεί ισχύει το «με έστειλε»» (Αυ).
Ιω. 7,30 Ἐζήτουν οὖν(1) αὐτὸν πιάσαι(2), καὶ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὴν χεῖρα(3), ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ(4).
Ιω. 7,30 Εξ αιτίας αυτών που είπε, εζητούσαν πάλιν να τον πιάσουν οι Ιουδαίοι. Κανείς όμως δεν άπλωσε εις αυτόν το χέρι, διότι ακόμη δεν είχεν έλθει η ώρα, η ωρισμένη από τον Θεόν.
(1) Το οὖν αναφέρεται στις αξιώσεις του Ιησού που διατυπώθηκαν στους σ. 28,29 (β). Εξαιτίας των λόγων του αυτών «αφού καταπληγώθηκαν οι Φαρισαίοι» (Κ), ζητούσαν να τον συλλάβουν. Ο παρατατικός σημαίνει προσπάθεια συνεχή και απόφαση σταθερή που αποτυγχάνει όμως και δεν πραγματοποιείται. Δες και ζ 44 (ήθελαν) και ι 39 (ζητούσαν)(β).
(2) Από το ρήμα πιάζω. Δεν συναντιέται στους συνοπτικούς. Στον Ιωάννη λέγεται εδώ και στους σ. 32,44,η 20,ι 39,ια 57 με την έννοια του συλλαμβάνω άνθρωπο (όπως και στα Πράξ. ιβ 4 και Β΄Κορ. ια 32), ενώ στα κα 3,10 έχει την έννοια του συλλαμβάνω ψάρι (β).
(3) Η ίδια φράση και στο σ. 44 (β). «Εμποδίζονταν αόρατα από τη θεία δύναμη που ήταν μέσα του» (Ζ). Βεβαίως και η εύνοια του πλήθους τους φόβιζε, και η ίδια τους η συνείδηση, που δεν είχε φθάσει ακόμα στο ακρότατο σημείο σκλήρυνσης, τους έκανε διστακτικούς, περισσότερο όμως εμποδίζονταν από τη θεία Πρόνοια, όπως φαίνεται από την αιτιολογία που αμέσως επακολουθεί («ὅτι οὔπω…»)(g).
(4) «Η ώρα να συλληφθεί και να πάθει» (Ζ). «Όχι επειδή υποτασσόταν σε καιρούς, αλλά επειδή όλα τα κάνει στην ώρα τους και στον κατάλληλο και αρμόζοντα καιρό» (Θφ). Ο Ιωάννης τονίζει εδώ το γεγονός, ότι η σύλληψη και ο θάνατος του Ιησού ακολουθούσε προδιαγεγραμμένο από το Θεό σχέδιο, χωρίς να αποκλείει και τις δευτερεύουσες αιτίες. Τα σχετικά με το θάνατο του Χριστού ήταν προορισμένα, χωρίς αυτοί που συνέργησαν σε αυτά να μεταβληθούν σε τυφλά και ανελεύθερα όργανα (g).
«Από αυτό μαθαίνουμε ότι με τη θέλησή του έπαθε και δεν συλλήφθηκε από την πλεονεξία των Ιουδαίων» (αμ).
«Όταν δηλαδή θεώρησε εύκαιρο το να πάθει, δηλαδή σύμφωνα με τον σωστό και κατάλληλο χρόνο, τότε λοιπόν και επέτρεψε στους σταυρωτές» (Θφ).
Οι γνήσιοι κήρυκες της αλήθειας του ευαγγελίου, αν και συμπεριφέρονται πάντοτε με πραότητα και σύνεση, πρέπει να περιμένουν, ότι θα μισηθούν και θα καταδιωχτούν από εκείνους, οι οποίοι νομίζουν ότι θίγονται από τη μαρτυρία τους. Αλλά ο Θεός κρατά τους κακούς με αλυσίδα και οτιδήποτε κακό και αν θέλουν αυτοί να κάνουν, όμως δεν μπορούν να κάνουν κάτι άλλο παρά μόνο ό,τι και όσο ο Θεός επιτρέπει και παραχωρεί να πράξουν. Η κακεντρέχεια των διωκτών είναι ανίσχυρη ακόμα και στις περιστάσεις που παρουσιάζεται ασυγκράτητη και λυσσασμένη, διότι ναι μεν ο σατανάς γεμίζει τις καρδιές τους με κακία, αλλά και ο Θεός από το άλλο μέρος δένει τα χέρια τους. Όπως όμως ο Χριστός είχε την προκαθορισμένη ώρα του, έτσι και οι διάκονοί του και όλος ο λαός του έχουν την ώρα τους, και έως ότου συμπληρωθεί ο από τη θεία Πρόνοια προκαθορισμένος αυτός χρόνος, οι εναντίον τους προσπάθειες των εχθρών τους, μένουν άκαρπες και η ζωή τους θα επιμηκυνθεί τόσο, όσο ο Κύριός τους έχει για αυτούς έργο για εκτέλεση.
Υπόσχεται ότι θα στείλει το Άγιο Πνεύμα
Ιω. 7,31 πολλοὶ δὲ ἐκ τοῦ ὄχλου(1) ἐπίστευσαν(2) εἰς αὐτὸν καὶ ἔλεγον ὅτι ὁ Χριστὸς ὅταν ἔλθῃ, μήτι πλείονα σημεῖα(3) τούτων ποιήσει(4) ὧν οὗτος ἐποίησεν;
Ιω. 7,31 Πολλοί δε από τον λαόν επίστευσαν εις αυτόν και έλεγαν, ότι “ο Χριστός, όταν έλθη, μήπως θα κάμη περισσότερα θαύματα από όσα έκαμε αυτός;”
(1) Από τις κατώτερες τάξεις (ο), οι οποίες ήταν και οι πολυπληθέστερες. Ο Χριστός όπως είναι αιτία πτώσης πολλών, έτσι είναι και αιτία για ανάσταση άλλων. Και εκεί ακόμα, όπου το ευαγγέλιο συναντά αντίσταση και πόλεμο, δεν στερείται και επιτυχιών ούτε ανακόπτονται οι κατακτήσεις του. Δες Α΄ Θεσ. β 2. Σημείωσε εδώ πόσοι και ποιοι πιστεύουν. Πιστεύουν πολλοί, περισσότεροι από όσους θα περίμενε κάποιος, όταν το ρεύμα προς την απιστία ήταν τόσο σφοδρό και αντίθετο. Αλλά οι πολλοί αυτοί προέρχονται από τον όχλο. Δεν πρέπει λοιπόν να μετρούμε την επιτυχία και επέκταση του ευαγγελίου μόνο και μόνο με τη βάση των επιτυχιών του μεταξύ των μεγάλων και επισήμων, ούτε οι διάκονοι του ευαγγελίου να λένε, ότι ο κόπος τους αποβαίνει μάταιος, επειδή μόνο φτωχοί και άσημοι εγκολπώνονται το κήρυγμά τους.
(2) Τα ακόλουθα μπορούν να σημαίνουν, ότι η πίστη τους δεν ήταν πλήρης, διότι δεν δέχονταν τον Ιησού ως τον Χριστό, αλλά ως κάποιο προφήτη.
«Ούτε αυτή η πίστη ήταν υγιής, αλλά όπως είναι συνήθως η πίστη ενός ακαλλιέργητου πλήθους· διότι το να λένε «όταν έλθει», δείχνει ότι δεν ήταν πολύ πεπεισμένοι ότι αυτός είναι ο Χριστός» (Χ).
Μπορούν όμως τα ακόλουθα να θεωρηθούν ότι λέχθηκαν από αυτούς «υποθετικά» δηλαδή «ας υποθέσουμε ότι είναι άλλος ο Χριστός όπως οι άρχοντες λένε· ο Χριστός, τον οποίο αυτοί λένε, όταν έλθει, μήπως θα είναι σε κάτι δυνατότερος από αυτόν; Όχι» (Ζ). Οι έτσι εκφραζόμενοι απευθύνονται σε ανθρώπους που ακόμα προσδοκούν την εμφάνιση του Μεσσία (κ).
(3) «Πόσα θαύματα; Παρόλο που τρία ήταν τα θαύματα, το του κρασιού, το του παραλύτου και το του γιου του βασιλικού· και τίποτα επιπλέον δεν διηγήθηκε ο ευαγγελιστής. Από όπου είναι φανερό… ότι τα περισσότερα τα προσπερνούν οι ευαγγελιστές» (Χ). Σαφής υπαινιγμός, ότι και πολλά άλλα θαύματα έκανε ο Ιησούς, τα οποία ο Ιωάννης δεν αναφέρει, αλλά για τα οποία μαρτυρεί γενικά και εδώ (β).
(4) Αναμενόταν ότι ο Μεσσίας θα έκανε θαύματα σύμφωνα με το Ησ. λε 5,6. Για αυτό και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής όταν άκουσε για τα θαύματα, τα οποία ενεργούσε ο Ιησούς, στέλνει σε αυτόν τους μαθητές του και του απευθύνουν τη γνωστή ερώτηση (Ματθ. ια 2,Λουκ. ζ 18). Χάρις επίσης στα θαύματα αυτά και ο τυφλός Βαρτίμαιος αναγνωρίζει τον Ιησού ως τον υιό του Δαβίδ (Μάρκ. ι 48)(β).
Ιω. 7,32 ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι τοῦ ὄχλου(1) γογγύζοντος(2) περὶ αὐτοῦ ταῦτα, καὶ ἀπέστειλαν ὑπηρέτας(3) οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς(4) ἵνα πιάσωσιν αὐτόν(5).
Ιω. 7,32 Ηκουσαν οι Φαρισαίοι τον όχλον να κρυφομιλούν ευνοϊκά δια τον Χριστόν και να γογγύζουν κατά των αρχόντων και έστειλαν υπηρέτας οι Φαρισαίοι και οι αρχιερείς, δια να τον συλλάβουν.
(1) Ο τόπος, όπου συνεδρίαζε του συνέδριο των Ιουδαίων, δεν φαίνεται να ήταν μακριά από το μέρος, όπου ο Ιησούς απηύθυνε τα παραπάνω λόγια. Οι Φαρισαίοι λοιπόν είτε με κατασκόπους, είτε και από άμεση αντίληψη έλαβαν γνώση των ευνοϊκών σχολίων, τα οποία ψιθυρίζονταν μεταξύ του πλήθους και ερεθίστηκαν. Το ζήτημα λοιπόν εισήχθη πιθανότατα σε ολόκληρο το συνέδριο και ελήφθη απόφαση για σύλληψη του Ιησού. Η απόφαση αυτή αποτελεί την πρώτη εκδήλωση από τη σειρά των μέτρων που επακολούθησαν, τα οποία λήφθηκαν από το συνέδριο και κατέληξαν στη σύλληψη και σταύρωση του Ιησού (g).
(2) Ή, «εννοεί ότι γόγγυζαν εναντίον των αρχόντων» (Ζ). «Από τα λόγια με τα οποία γόγγυζαν, φαίνεται ότι αποδέχονταν το Χριστό» (Αμ) ή με την έννοια του ψιθύριζαν και μιλούσαν μυστικά.
(3) «Οι ίδιοι μεν δεν τολμούσαν, επειδή υποψιάζονταν τον κίνδυνο, έστειλαν όμως τους υπηρέτες παραδίδοντάς τους στον όχλο» (Χ), «βγάζοντας μεν τους εαυτούς τους από τον κίνδυνο που ίσως θα συνέβαινε, παραδίδοντας όμως εκείνους στο θυμό του όχλου» (Θφ).
(4) Οι Φαρισαίοι μπαίνουν πρώτοι, διότι αυτοί υπήρξαν πικρότεροι και από αυτούς οι αρχιερείς παρακινήθηκαν (b). Με τη φράση αυτή δηλώνεται ολόκληρο το συνέδριο, το οποίο κατά την εποχή εκείνη τελούσε χρέη και ανώτατου δικαστηρίου στο Ισραήλ. Και δεν είχε μεν δικαίωμα να εκτελέσει κάποια θανατική απόφαση, επέβλεπε όμως τη τήρηση του νόμου και είχε περιβληθεί από τη ρωμαϊκή εξουσία με μεγάλο κύρος. Μεταξύ των μελών που το αποτελούσαν διακρίνουμε 1) τους αρχιερείς, δηλαδή τον εν ενεργεία και αυτούς που είχαν διατελέσει πριν, πιθανώς επίσης και κάποιους από τους γιους τους, οι οποίοι ήταν υποψήφιοι για το αξίωμα αυτό. Αυτοί ανήκαν στην τάξη των Σαδδουκαίων. 2) τους πρεσβυτέρους, οι οποίοι χωρίς να έχουν κάποιο ιερατικό αξίωμα ήταν αρχηγοί στο Ισραήλ. Και αυτοί ακολουθώντας κατά το πλείστον την πολιτική των αρχιερέων συνεργάζονταν μαζί τους και ανήκαν στους Σαδδουκαίους και 3) οι Φαρισαίοι που ήταν γραμματείς ή νομικοί, οι οποίοι εκπροσωπούσαν την συντηρητικότερη μερίδα στο Ισραήλ και οι οποίοι παρουσιάζονταν ειδικοί και έμπειροι γύρω από το νόμο (β). Υπάρχει και η γραφή, που βάζει πρώτα τη λέξη αρχιερείς. Πράγματι η σύλληψη του Ιησού δεν μπορούσε να γίνει χωρίς τη συγκατάθεση των αρχιερέων (g).
(5) Οι απεσταλμένοι αυτοί είχαν εντολή να αναμείνουν την κατάλληλη ευκαιρία, όταν η εκδηλωμένη εύνοια του λαού υπέρ του Ιησού θα παρουσιαζόταν να κάμπτεται, και να προβούν στη σύλληψη.
Ιω. 7,33 εἶπεν οὖν(1) ὁ Ἰησοῦς· ἔτι μικρὸν χρόνον(2) μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι(3) καὶ ὑπάγω πρὸς τὸν πέμψαντά με(4).
Ιω. 7,33 Είπε, λοιπόν, τότε ο Ιησούς• “ακόμη ολίγον χρόνον είμαι μαζή σας και πηγαίνω προς τον Πατέρα, ο οποίος με έστειλεν στον κόσμον.
(1) Το οὖν δηλώνει ότι τα λόγια αυτά του Κυρίου λέχθηκαν με αφορμή την πρόθεση του συνεδρίου που εκδηλώθηκε για σύλληψή του (ο). «Δεν αγνόησε πάλι, μιας και ήταν βεβαίως Θεός από τη φύση του ο Κύριος, τα φονικά τολμήματα των Φαρισαίων και την ανόσια σκέψη των αρχιερέων για το πρόσωπό του» (Κ). Και «μιλούσε μεν προς το πλήθος, απευθυνόταν όμως προς αυτούς που έστειλαν τους υπηρέτες» (Ζ).
(2) «Εννοούσε το χρόνο μέχρι το Πάσχα» (Ζ). Γύρω στους 6 μήνες χώριζαν αυτόν από το τελευταίο Πάσχα, κατά το οποίο θα σταυρωνόταν (β).
«Γιατί, λέει, επιδιώκετε να φύγω; Γιατί με καταδιώκετε; Περιμένετε λίγο χρόνο, και ακόμα και αν δεν θέλετε εσείς να με πιάσετε, θα το ανεχτώ» (Θφ). Βλέπει ο Κύριος ότι δεν πρόκειται να μείνει ήσυχος από αυτούς, όσο καιρό θα μείνει μεταξύ τους. Αλλά ο χρόνος κατά τον οποίο θα μείνει στον κόσμο αυτόν σωματικά, παραγνωριζόμενος και διωκόμενος από τους ομοεθνείς του, θα είναι σύντομος. Αυτό ισχύει εξ’ ολοκλήρου και για τους ακολούθους του, σε οποιαδήποτε γενιά και αν ανήκουν. Είναι υπόθεση και λόγος παρηγοριάς για αυτούς, οι οποίοι βρίσκονται στον κόσμο, αλλά δεν είναι από τον κόσμο, και οι οποίοι για αυτό μισούνται από αυτόν, το ότι δεν θα είναι πάντοτε μέσα στον κόσμο, αλλά ούτε και η παραμονή τους σε αυτόν θα είναι μακρά. Πονηρές είναι οι ημέρες μας στον κόσμο, αλλά δόξα τω Θεώ αυτές είναι λίγες.
(3) «Και δεν είπε απλώς, Εδώ είμαι, αλλά, Μαζί σας είμαι· δηλαδή ακόμα και αν διώκετε, ακόμα και αν με διώχνετε, για λίγο ακόμα χρόνο δεν θα σταματήσω να φροντίζω για εσάς και να λέω και να σας συμβουλεύω τα σχετικά με τη σωτηρία σας» (Χ).
«Όταν έλθει ο πρέπων καιρός για να πάθω, ούτε εγώ ο ίδιος θα ανεχτώ να συναναστρέφομαι με κακούς… Θα τρέξω μακριά από τους δυσσεβείς ως Θεός, και θα είμαι μαζί με τους δικούς μου όλες τις ημέρες του αιώνα, έστω και αν φαίνεται ότι απουσιάζω σωματικά» (Κ). Το συμπέρασμα των λόγων αυτών αποτελεί υπονοούμενη προτροπή: Αφού λίγο χρόνο θα είμαι μαζί σας, σπεύστε λοιπόν να πιστέψετε.
(4) Η φράση επαναλαμβάνεται και στο ιστ 5. Το υπάγω συχνά συναντιέται στον Ιωάννη και δηλώνοντας κυρίως της αναχώρηση χρησιμοποιείται πολλές φορές με έννοια ειδική για δήλωση της αποχώρησης της σωματικής παρουσίας του Κυρίου από τους ανθρώπους και την επάνοδό του στον Πατέρα (η 14,21,ιγ 3,33,36,ιδ 4,5,28,ιστ 5,10,17)(β).
«Εδώ τους φοβίζει κιόλας, ότι δηλαδή πρόκειται να συγκρουστούν με εκείνον που τον έστειλε. Διότι αυτοί που ατιμάζουν τον απεσταλμένο, είναι προφανές ότι προσκρούουν σε αυτόν που τον έστειλε» (Θφ).
«Υποδηλώνει πάλι κάτι τέτοιο· Μάταια, λέει, ακονίσατε εναντίον μου το ξίφος της ασέβειάς σας… Σταματήστε το βέλος του φθόνου· διότι ρίχνει στο τίποτα… δεν θα παραμείνω μαζί σας νεκρός μέσα στα μνημεία· θα αναστηθώ προς εκείνον από τον οποίο προέρχομαι, θα ανέβω πάλι στους ουρανούς» (Κ).
Δεν φεύγω βίαια, αλλά εκούσια πορεύομαι. Αφού τελειώσω τη αποστολή μου, επιστρέφω σε εκείνον, ο οποίος με έστειλε. Η μανία και η λύσσα την οποία εκδηλώνουν τώρα εναντίον του όχι μόνο δεν εμπόδιζε την επιστροφή του αυτή, αλλά και θα επέσπευδε αυτήν, συντελώντας στη δόξα και τη χαρά του. Ας παρηγορούνται λοιπόν εκείνοι, οι οποίοι είναι μαζί με το Χριστό και πάσχουν για αυτόν. Εκεί όπου πήγε εκείνος θα πάνε και αυτοί. Θα πάνε γρήγορα. Οι διωγμοί και οι παραγνωρίσεις συντομεύουν το δρόμο και κάνουν την πορεία σε αυτόν ασφαλή. Και θα είναι πλέον για πάντα με εκείνον, χάριν του οποίου διώχτηκαν και παραγνωρίστηκαν.
Ιω. 7,34 ζητήσετέ με καὶ οὐχ εὑρήσετε(1)· καὶ ὅπου εἰμὶ(2) ἐγώ, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν(3).
Ιω. 7,34 Θα με ζητήσετε κάποτε (όταν βαρειές πέσουν επάνω σας οι συμφορές), και δεν θα με εύρετε. Και εκεί, πλησίον του Πατρός στους ουρανούς, που είμαι ως Θεός, πηγαίνω δε και ως άνθρωπος, δεν ημπορείτε σεις να έλθετε”.
(1) Οι κυριότερες ερμηνείες: Ή, θα έλθει καιρός, που θα με ζητήσετε ως Μεσσία σας και δεν θα με βρείτε, διότι πλέον σωματικά δεν θα είμαι μαζί σας («Και πού τον ζήτησαν οι Ιουδαίοι; Λέει ο Λουκάς ότι θρηνούσαν γυναίκες για αυτόν (Λουκ. κγ 27). Είναι λοιπόν λογικό και πολλοί άλλοι αμέσως μόλις κυριεύτηκε η πόλη να θυμήθηκαν το Χριστό και τα θαύματά του και να ζητούσαν την παρουσία του» (Χ)). Αναφέρεται δηλαδή ο λόγος στις μέλλουσες να επακολουθήσουν δύσκολες στιγμές του εθνικού βίου των Ιουδαίων και μάλιστα στα δεινά χρόνια της άλωσης των Ιεροσολύμων (β).
Ή, αναφέρεται γενικά στο ανεπανόρθωτο αποτέλεσμα της θείας εγκατάλειψης εκείνων, οι οποίοι στην δεδομένη από την Πρόνοια περίπτωση δείχνονται ανάλγητοι και απωθούν τη θεία κλήση. Αυτοί και αν υποτίθετο, ότι ζητούν έπειτα τον Σωτήρα, δεν θα τον βρουν. Το «θα ζητήσετε» λοιπόν σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία δεν δηλώνει ότι οπωσδήποτε θα ζητήσουν, αλλά λέγεται μάλλον υποθετικά.
(«Και εάν θέλετε ακόμα να βρείτε τον χορηγό της ζωής, δεν θα σας είναι τότε δυνατόν να απολαύσετε τον ποθούμενο. Διότι, αφού απομακρυνθώ μια για πάντα και αρνηθώ την αγάπη μου προς εσάς, θα αποκλείσω οπωσδήποτε σε σας και το χρήσιμο από την αναζήτηση… Διότι όταν έχει φύγει πια ο καιρός… είναι περιττή πλέον και τελείως άσκοπη η αναζήτηση των χρησίμων που υπάρχουν σε αυτόν» (Κ). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
Είναι δίκαιο ο Θεός να λησμονεί εκείνους, οι οποίοι θεώρησαν ως φορτίο την παρουσία του. Εκείνοι οι οποίοι νιώθουν σαν βάρος το Χριστό, δεν χρειάζονται άλλη τιμωρία παρά να επιθυμούν αυτόν να τους λυτρώσει από την αθλιότητά τους και να μην τον βρίσκουν.
(2) «Δεν είπε Όπου θα είμαι, αλλά όπου είμαι. Διότι ο Χριστός ήταν πάντοτε εκεί όπου επρόκειτο να επανέλθει… Διότι ο άνθρωπος όσο κατά το σώμα του είναι σε κάποιο τόπο και αναχωρεί από αυτόν, και όταν έρχεται σε άλλη θέση, δεν θα είναι και στον τόπο από τον οποίο ήλθε. Αλλά ο Θεός γεμίζει τα πάντα και είναι παντού όλος. Το ίδιο και ο Κύριος όσον αφορά την ορατή του σάρκα ήταν πάνω στη γη. Όσον αφορά όμως την αόρατή του μεγαλειότητα ήταν στον ουρανό και στη γη» (Αυ). Όταν κατέβηκε από τον ουρανό, δεν άφησε τον ουρανό, αλλά συγχρόνως ήταν και στον ουρανό (Ιω. γ 13)(τ).
(3) Εφόσον μεν πρόκειται για αμετανόητους και που βρίσκονται στην απιστία, είναι αδύνατον να επικοινωνήσουν και να έχουν αυτοί οποιοδήποτε μέρος με τον πνευματικό και ουράνιο εκείνο κόσμο· εφόσον όμως πρόκειται για πιστούς και για τους μαθητές, όπως στα Ιω. ιγ 33,36, είναι αδύνατον και αυτοί πριν φύγουν από αυτόν τον κόσμο και εφόσον έχουν τη σάρκα να ακολουθήσουν αυτόν στους ουράνιους κόσμους (β).
Επειδή όμως εδώ πρόκειται για τους άπιστους Ιουδαίους, θα ερμηνεύσουμε μάλλον: «Θα βρεθείτε έξω από την κληρονομιά των θείων αγαθών, θα καταστείτε αμέτοχοι της δικής μου δόξας και ξένοι του να βασιλεύετε μαζί με τους αγίους, θα παραμείνετε άγευστοι της δωρεάς που ελπίζετε, δεν θα απολαύσετε τα γεύματα των θείων γάμων, δεν θα δείτε τη δική μου πανήγυρη, δεν θα ανεβείτε προς τους ουράνιους τόπους διαμονής» (Κ).
Μόνος ο Χριστός μπορούσε να οδηγήσει αυτούς στην παραμονή τους με τον Πατέρα (μ). Η ευκαιρία του να βρουν το Μεσσία θα διαρκέσει για λίγο. Όταν αυτή περάσει, η επιθυμία των Ιουδαίων, να βρουν το Μεσσία, θα παραμείνει ανικανοποίητη, διότι ο Μεσσίας θα έχει μεταβεί στους ουρανούς, όπου εκείνοι δεν θα μπορούν να μεταβούν. Για αυτό οι Ιουδαίοι που απίστησαν θα πεθάνουν μέσα στην αμαρτία τους (η 21), διότι ζήτησαν το Μεσσία για να τον θανατώσουν (χ). Αυτοί που απορρίπτουν το Χριστό στη γη, είναι τελείως ανάξιοι και ακατάλληλοι να είναι μαζί του στον ουρανό που είναι δοξασμένος.
«Όλα αυτά τα έλεγε θέλοντας να τους ελκύσει και να τους κάμψει» (Θφ).
Ιω. 7,35 εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς ἑαυτούς· ποῦ οὗτος(1) μέλλει πορεύεσθαι, ὅτι ἡμεῖς οὐχ εὑρήσομεν αὐτόν; μὴ εἰς τὴν διασπορὰν τῶν Ἑλλήνων(2) μέλλει πορεύεσθαι καὶ διδάσκειν τοὺς Ἕλληνας(3);
Ιω. 7,35 Είπαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι μεταξύ των• “που αυτός πρόκειται να υπάγη και ημείς δεν θα τον εύρωμεν; Μηπως πρόκειται να πορευθή στους διασκορπισμένους μεταξύ των Ελλήνων Ιουδαίους και να διδάκη τους Ελληνας;
(1) Οι λόγοι αυτοί λέγονται ειρωνικά. Ο Ιωάννης επαναλαμβάνει αυτούς κάπως εκτενώς, όχι άσκοπα (g). Όπως έπειτα ο Καϊάφας, έτσι και τώρα «προφητεύει με αυτά, παρόλο που δεν ξέρει αυτό που λέει, ο λαός των Ιουδαίων. Διότι, κινούμενοι από κάποια θεία ενέργεια, χαρίζουν το Χριστό στη χώρα των εθνών» (Κ). Ό,τι οι Ιουδαίοι έλεγαν τότε ειρωνικά, αυτό είχε λαμπρά πραγματοποιηθεί το χρόνο που ο Ιωάννης έγραφε το ευαγγέλιό του (g).
(2) Ή «διασπορά των Ελλήνων έλεγαν τα έθνη επειδή ήταν διασπαρμένα παντού και έκαναν επιμιξίες μεταξύ τους ανεμπόδιστα» (Ζ). Ή, πιο σωστά, εννοεί την διασπορά των Ιουδαίων μεταξύ των Ελλήνων (δ). Γενικώς διασπορά του Ισραήλ ονομάζονταν οι Ιουδαίοι που κατοικούσαν έξω από την Παλαιστίνη (ψαλμ. ρμστ 2,Ησ. μθ 6)(β).
(3) Αφού απορρίφθηκε από τους γνήσιους Ιουδαίους της Παλαιστίνης, θα στραφεί προς τους ανά τον εθνικό κόσμο διεσπαρμένους Ιουδαίους (μ). Θα αφήσει τον ιερό τόπο του Ισραήλ, όπου είναι εγκατεστημένοι οι ειδήμονες και αναγνωρισμένοι άρχοντες του Ισραήλ, μπροστά στους οποίους θα μπορούσε να προβάλλει τις αξιώσεις του, και θα πάει σε εκείνους που είναι διασκορπισμένοι μεταξύ των Ελλήνων (τ).
Και μόνο το να εγκαταλείψει την Παλαιστίνη και να μεταβεί στους Ιουδαίους τους έξω από αυτήν που δεν μιλούσαν την πάτρια γλώσσα, θεωρούνταν εξευτελιστικό από τους Ιουδαίους της Παλαιστίνης. Πολύ περισσότερο το να διδάσκει τους Έλληνες (β). «Με πικρία λοιπόν λένε ότι πρόκειται να διδάξει τους Έλληνες, διασύροντάς τον ότι είναι πρόθυμος να παραβεί το νόμο» (Κ). Ο Κύριος είπε σαφώς, πού θα πήγαινε. Θα πήγαινε σε εκείνον ο οποίος τον έστειλε, προς τον ουράνιο Πατέρα του. Και όμως αυτοί ρωτούν: Πού πρόκειται να πορευτεί; Κανείς άλλος δεν είναι τυφλότερος από εκείνον ο οποίος δεν θέλει να δει. Του Χριστού οι λόγοι είναι σαφείς και φωτεινοί για καθέναν, ο οποίος θέλει να κατανοήσει αυτούς, και κρυμμένοι και καλυμμένοι σε όλους όσους δεν έχουν διάθεση αγαθή.
Ιω. 7,36 τις(1) ἐστιν οὗτος ὁ λόγος ὃν εἶπε, ζητήσετέ με καὶ οὐχ εὑρήσετε, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν;
Ιω. 7,36 Ποίον είναι το νόημα αυτού του λόγου που είπε, ότι δηλαδή θα με αναζητήσετε και δεν θα με εύρετε και όπου είμαι εγώ, σεις δεν ημπορείτε να έλθετε;”
(1) Εξεπλάγησαν και ενοχλήθηκαν τόσο από τα λόγια αυτά, ώστε επαναλαμβάνουν αυτά ως παράδοξα και ανεξήγητα (β)
Ιω. 7,37 Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ(1) τῆς ἑορτῆς εἱστήκει(2) ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε(2) λέγων· ἐάν τις(3) διψᾷ(4), ἐρχέσθω πρός με(5) καὶ πινέτω.
Ιω. 7,37 Κατά την τελευταίαν δε μεγάλην ημέραν της εορτής εστάθη ο Ιησούς και με ισχυράν φωνήν είπεν• “εάν κανείς διψά πνευματικά και αιώνια αγαθά, λύτρωσιν, ειρήνην και χαράν, ας έλθη κοντά μου και ας πίνη.
(1) Πιθανότατα κατά την όγδοη (Αρ. κθ 35.Λευϊτ. κγ 36), κατά την οποία ο λαός αφήνοντας τις σκηνές μετέβαινε λιτανευτικά στο ναό, έτσι ώστε από εκεί να επιστρέψει ο καθένας στο σπίτι του (g).
«Η πρώτη και η τελευταία ημέρα ήταν μεγάλη. Διότι τις ενδιάμεσες τις περνούσαν περισσότερο σε διασκέδαση… Σε αυτήν ήταν όλοι συγκεντρωμένοι… Όταν αναχωρούσαν για τα σπίτια τους, τούς δίνει εφόδια για σωτηρία» (Χ). Παίρνει ο Κύριος αφορμή να πει τα λόγια αυτά από την τελετή που διεξαγόταν κατά την ημέρα αυτή. Κατά την τελευταία εκείνη ημέρα της γιορτής μετέβαιναν να αντλήσουν νερό από την κολυμβήθρα του Σιλωάμ, το οποίο έχυναν ως σπονδή πάνω στο θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων (b).
Η χαρά του πλήθους ήταν τέτοια, ώστε οι ραββίνοι συνήθιζαν να λένε, ότι όποιος δεν παρέστη σε αυτήν την τελετή και στις άλλες παρόμοιες, οι οποίες γίνονταν κατά την ίδια ημέρα, δεν ήξερε τι είναι χαρά. Κατά την τελετή αυτή ο ιερέας κρατώντας το χρυσό δοχείο, το γεμάτο νερό, ανέβαινε στο θυσιαστήριο και συντελούσε τη σπονδή χύνοντας το νερό προς δυτικά, και στρεφόμενος έπειτα ανατολικά συμπλήρωνε τη σπονδή αδειάζοντας δύο αργυρά δοχεία γεμάτα κρασί. Κατά τη διάρκεια της σπονδής ο λαός έψαλλε κάτω από τους ήχους κυμβάλων και σαλπίγγων. Η τελετή αυτή ήταν σύμβολο που υπενθύμιζε τις μεγάλες ευεργεσίες του Θεού προς τον Ισραήλ κατά την παραμονή του στην έρημο και ειδικότερα την θαυμαστή ανάβλυση του νερού από το βράχο.
Έτσι ο Κύριος στο β κεφάλαιο παρουσίασε τον εαυτό του ως τον αληθινό ναό, στο γ κεφ. ως το αληθινό χάλκινο φίδι, στο στ κεφ. ως το αληθινό μάννα, ως τον πραγματικό ουράνιο άρτο, στο ζ κεφ. ως την αληθινή πέτρα που πηγάζει νερό ζωής, στο η κεφ. θα παρουσιάσει τον εαυτό του ως την αληθινή νεφέλη και στο ιθ ο Ιωάννης θα προβάλει αυτόν ως τον αληθινό πασχάλιο αμνό. Ο Ιησούς επωφελείται τις διάφορες περιστάσεις κάθε γιορτής, για να δείξει τους τύπους της Παλαιάς Διαθήκης να πραγματοποιούνται στο πρόσωπό του (g).
(2) Υπερσυντέλικος με έννοια παρατατικού. Ο Ιησούς, όπως και οι άλλοι διδάσκαλοι, συνήθιζε καθιστός να διδάσκει (δες στ 3). Αλλά τώρα προκειμένου να τονίσει τη σοβαρότητα των λόγων του, όχι μόνο απήγγειλε αυτούς στεκόμενος όρθιος, αλλά και έκραξε (β).
«Κράζει αφ’ ενός μεν δείχνοντας το θάρρος του, αφ’ ετέρου δε εξαιτίας του πολλού όχλου» (Χ). Φώναξε με τόνο φωνής μεγαλύτερο από τον συνηθισμένο. Η καρδιά του ποθούσε να ελκύσει φτωχές ψυχές προς τον εαυτό του. Η όρθια στάση του σώματός του και η ανύψωση του τόνου της φωνής του έδειχναν την ένταση της διάνοιάς του. Αγάπη προς τις ψυχές κάνει τους κήρυκες γεμάτους με ζωή και ζήλο. Στεκόταν και έκραξε «για να είναι παντού ακουστός» (Θφ) και ώστε καθένας που έχει αυτιά να μπορεί να ακούει. Οι αλήθειες του ευαγγελίου δεν παραμένουν κρυφές ούτε αποφεύγουν τη δοκιμασία και εξέταση. Οι χρησμοί των ειδωλολατρικών μαντείων απαγγέλλονταν μυστικά και κρυφά. Τα λόγια του ευαγγελίου όμως διακηρύχτηκαν από τον Ιησού στα όρθια και με κραυγή.
(3) Υπαινίσσεται ότι οι περιπτώσεις αυτών που αισθάνονται την πνευματική δίψα και επιζητούν να την χορτάσουν είναι σποραδικές και ότι εύκολα συμπνίγεται η πνευματική δίψα, ώστε να μην αισθάνεται κάποιος αυτήν (g). Η πρόσκληση όμως είναι γενική. Οποιοσδήποτε και αν διψά, καλείται από το Χριστό. Είτε ανήκει σε υψηλά, είτε σε χαμηλά στρώματα, είτε είναι πλούσιος είτε είναι φτωχός, είτε είναι νέος είτε είναι γέρος, είτε είναι δούλος είτε ελεύθερος, είτε Ιουδαίος είτε Έλληνας.
(4) «Δεν ελκύω κανέναν αναγκαστικά και με τη βία, αλλά όποιος έχει προθυμία πολλή, εάν κάποιος καίγεται από πόθο, αυτόν εγώ καλώ» (Χ). Δίψα εννοεί όχι μόνο αυτήν της «διδασκαλίας» (Ζ), αλλά και αυτήν που σημαίνεται με το «μακάριοι αυτοί που πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη (g). Εννοεί τη σφοδρή επιθυμία, που διεγείρεται στην ψυχή, η οποία δεν βρίσκει ανάπαυση στα υλικά αγαθά, αλλά κυριευμένη από ταραχή της συνείδησης, ποθεί κάτι ανώτερο (ο).
Εάν κάποιος ποθεί να καταστεί αληθινά και αιώνια ευτυχής, ας έλθει σε μένα συμμορφούμενος με όσα εγώ λέω και εγκολπούμενος πλήρως τη διδασκαλία μου. Εάν κάποιος στερείται από τις ανέσεις της παρούσας ζωής ή είναι κουρασμένος από τις δοκιμασίες της, ας ελκυστεί από τη φτώχεια και τις θλίψεις του κοντά στο Χριστό, για να απολαύσει από αυτόν την ειρήνη, την οποία ο κόσμος ούτε να δώσει μπορεί, ούτε να την αφαιρέσει είναι ικανός. Ποθείς ζωή διαρκή και αιώνια; Όπως με τον Αδάμ όλοι πεθαίνουν, έτσι με το Χριστό όλοι θα ζήσουν. Αντί για την ασθένεια την οποία μας κληροδότησε ο Αδάμ, με το Χριστό θα πάρουμε δύναμη, αντί για τη ντροπή δόξα, αντί για τη διαφθορά ανακαινισμό, αντί για το θάνατο ζωή αιώνια. Ποθείς χαρά; Ο Χριστός θα σου τη δώσει. Δίνει χαρά με τις ποικίλες δωρεές του, χαρά με την ανάπαυση και ειρήνη, την οποία μεταδίδει σε κάθε ψυχή που έρχεται σε αυτόν. Ο Χριστός είναι η ειρήνη μας. Αυτός κάνει τους μαθητές του αλάτι της γης και φως του κόσμου, βασιλείς και ιερείς για το Θεό. Έλα, ψυχή μου, στο Χριστό και από την πείρα διδάξου, πόσο αγαθός είναι ο Κύριος, πόσο ελαφρύ είναι το φορτίο του και ποια ανάπαυση θα βρεις σε αυτόν!
(5) Πιστεύοντας σε μένα σαν στον αληθινό Μεσσία και Σωτήρα των ανθρώπων (ο). Οι δύο προστακτικές ερχέσθω… και πινέτω, σημαίνουν, ότι αρκεί να έλθει κάποιος στο Χριστό και θα βρει αμέσως την ικανοποίηση της δίψας του· δεν χρειάζεται τίποτα άλλο παρά μόνο να έλθει προς εμένα και θα βρει αμέσως την πηγή του πνευματικού νερού (Reuss,g). Η στίξη στα λόγια αυτά του Κυρίου έγινε με διάφορους τρόπους. Ο Κυπριανός και κάποιοι άλλοι Λατίνοι πατέρες βάζουν στίξη ως εξής: ο διψών ερχέσθω προς με, και πινέτω ο πιστεύων εις εμέ. Οι Έλληνες όμως πατέρες Κύριλλος Ιεροσολύμων, Β, και Α, μαζί τους επίσης και ο Ω, στίζουν με τελεία μετά τη λέξη πινέτω, συνδέοντας τη φράση «ο πιστεύων εις εμέ» με τα επόμενα (χ).
Ιω. 7,38 (1)ὁ πιστεύων(2) εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή(3), ποταμοὶ(4) ἐκ τῆς κοιλίας(5) αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος(6).
Ιω. 7,38 Εκείνος που πιστεύει εις εμέ, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνη αστείρευτος πνευματική πηγή• και από την καρδίαν του θα αναβλύζουν και θα τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό”.
(1) H έννοια που εκφράζεται σε αυτόν το σ. είναι κάπως διαφορετική από αυτήν του προηγούμενου σ. Στον προηγούμενο διακηρύχτηκε, ότι καθένας που διψά βρίσκει την ικανοποίησή του στο Χριστό (σ. 37). Εδώ προστίθεται, ότι ο πιστός, αφού πιει και ικανοποιήσει τη δίψα του με το Χριστό (σ. 37), γίνεται και αυτός πηγή ικανοποιώντας τις διψασμένες ψυχές των άλλων (σ. 38), «ώστε όχι μόνο να πλημμυρίζει τον δικό του νου, αλλά να μπορεί ήδη να κατακλύζει και τις καρδιές των άλλων, αναβλύζοντας σαν το τρεχούμενο νερό ποταμού το θεόσδοτο αγαθό και στον πλησίον» (Κ). Έτσι αυτός που πιστεύει σε αυτόν τον σ., είναι αυτός που κατά τον προηγούμενο σ. ήλθε στο Χριστό και ήπιε.
(2) Το κύριο ρήμα από το οποίο εξαρτάται η μετοχή πιστεύων είναι το ρεύσουσι. Η σύνταξη αυτή είναι συνηθισμένη και στους κλασσικούς.
(3) Σύμφωνα με τον g, ο Κύριος αναφέρεται εδώ στη φράση ποταμοί ύδατος, η οποία συναντιέται σε χωρία της Π.Δ. τα οποία πιθανότατα διαβάζονταν σε αυτήν τη γιορτή και αναφέρονταν στην με θαύμα αναπήδηση άφθονου νερού στην έρημο (Δευτ. η 15,Αρ. κ 11,Ψαλμ. ριγ 8), ενώ το «κοιλία» λήφθηκε από την αντίστοιχη εβραϊκή λέξη στη διήγηση της Γραφής η οποία λέξη σημαίνει το εσωτερικό του βράχου. Με αυτήν την εκδοχή ζητά ο g να συμβιβάσει τη φράση αυτή με το ότι πουθενά στην Γραφή δεν συναντιέται ξεκάθαρα η φράση «ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας …».
Ο Χ από την άλλη για τον ίδιο λόγο συνδέει το «καθὼς εἶπεν ἡ γραφή» με το «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ», μη βάζοντας κόμμα μετά το «εμέ», αλλά μόνο μετά το «η γραφή. («Και πού είπε η Γραφή, ότι ποταμοί… ύδατος ζώντος; Πουθενά. Τι συμβαίνει λοιπόν…;» (Χ). «Πρέπει να βάλουμε κόμμα μετά τη φράση «καθώς είπεν η Γραφή»» (Ζ). «Δείχνει δηλαδή ότι πρέπει να έχουν ορθή γνώση ώστε να πιστεύουν όχι τόσο από τα θαύματα, όσο από τις Γραφές» (Χ). «Αυτός που πιστεύει σε εμένα… όπως μαρτυρεί η Γραφή για εμένα, ότι είμαι δηλαδή Υιός Θεού» (Θφ).
Η πιθανότερη ερμηνεία είναι, ότι ο Κύριος αναφέρει εδώ γενικά και ελεύθερα αλήθεια που προκηρύττονταν με άλλες λέξεις από τους προφήτες, έχοντας υπ’ όψη προφητείες όπως οι Ησαΐου μδ 3,νη 11,Ιωήλ γ 18,Ζαχ. ιδ 8,Ιεζεκ. μζ 1 και εξής. Άλλωστε η μέσα στην κοιλιά εγκαθίδρυση του νόμου είναι ιδέα της Γραφής (Ψαλμ. λθ 9), και κηρύττεται στις Παροιμίες ότι «ὕδωρ βαθὺ λόγος ἐν καρδίᾳ ἀνδρός, ποταμὸς δὲ ἀναπηδύει καὶ πηγὴ ζωῆς.(=Ο λόγος, που αναβλύζει από την καρδιά του συνετού ανθρώπου, είναι τόσον βαθύς και ωφέλιμος, όπως το ανεξάντλητο ύδωρ ενός βαθέος φρέατος. Ποταμός δε αναβλύζει από την ψυχή του και πηγή ύδατος ζωής από το στόμα του). Σύμφωνα λοιπόν με την τελευταία αυτή αλήθεια, τα λόγια στις παραπάνω προφητείες για νερό που ρέει σε άγιο τόπο, δηλαδή στην Ιερουσαλήμ (Ζαχ. ιδ 8,Ιεζεκ. μζ 1), εφαρμόζονται στο εσωτερικό καθενός από τους πιστούς, και καθορίζεται ως τόπος της ρεύσης των ποταμών η κοιλιά του (ο,β).
(4) Δες δ 10-14. Ή «ποτάμια… δηλαδή πνευματική διδασκαλία, με την οποία ποτίζουν τους ακροατές» (Α). «Διότι νερό αποκάλεσε τη διδασκαλία του» (Α).
Ή, πιο σωστά, «το Πνεύμα το Άγιο το οποίο από την πίστη αυτών που έχουν πιστέψει στο Χριστό γεννιέται μέσα στους άξιους» (Β).
«Επίσης είπε ότι ποτάμια θα ρεύσουν, και όχι ποτάμι τρεχούμενου νερού» (Θφ). «Φανερώνοντας την πλούσια παροχή του πνεύματος, την πλημμύρα της θείας χάριτος· και λέει «ζωντανού», το οποίο δηλαδή πάντοτε ενεργεί, συνεχώς κινείται» (Ζ).
«Διότι η χάρη του Πνεύματος, όταν εισέλθει και εγκατασταθεί στην διάνοια, αναβλύζει περισσότερο από κάθε πηγή και δεν σταματά, ούτε αδειάζει, ούτε στερεύει» (Χ). Οι δωρεές και ενισχύσεις του Πνεύματος παρομοιάζονται με νερό τρεχούμενο και που διαρκώς ρέει, διότι είναι οι ενεργείς και ζωηρές αρχές της πνευματικής ζωής. Ποτάμια νερού τρεχούμενου, δηλαδή αφθονία από τη μία και σταθερότητα από την άλλη. Οι δωρεές και χάριτες ρέουν άφθονα και σταθερά ως ποταμός ανεξάντλητος, ως ρεύμα ισχυρό που καταρρίπτει κάθε αντίσταση και αμφιβολία και κάθε φόβο.
(5) Κάποιοι ανάμεσα στους οποίους και ο Κυπριανός και ο b, θεώρησαν ότι πρόκειται για την κοιλιά του Μεσσία (αὐτοῦ=του Χριστού), και για να ευοδωθεί αυτή η εκδοχή συνδέουν, όπως είπαμε το ο πιστεύων εις εμέ με το πινέτω βάζοντας την στίξη ως εξής: ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ. Καθὼς εἶπεν… Αυτή η στίξη και ερμηνεία είναι εξεζητημένη. Δες και την εκδοχή των χ και μ, σύμφωνα με τους οποίους οι λόγοι αυτοί λέγονται προληπτικά και αναφορικά με την σκηνή στο Ιω. ιθ 34, κατά την οποία από την πλευρά του Κυρίου έρρευσε αίμα και νερό. Πιο σωστό είναι το αὐτοῦ να αναφέρεται σε αυτόν που πιστεύει.
«Αν δηλαδή έχει ειπωθεί για το Πνεύμα το οποίο σαν νερό τρεχούμενο, όπως τα ποτάμια, εκπορεύεται από αυτόν που πιστεύει» (Ω). Κοιλιά λοιπόν εννοεί ή γενικά το εσωτερικό, προτιμώντας τη χρήση αυτής της λέξης, επειδή η κοιλιά δέχεται όταν πίνεται το αισθητό νερό·
ή, πιο σωστά, «κοιλιά εδώ εννοεί την καρδιά, όπως ακριβώς και αλλού λέει: «Και τον νόμο σου στο μέσο της κοιλιάς μου (Ψαλμ. λθ 9»» (Χ).
«Με την ονομασία της κοιλιάς οδηγούμαστε να εννοήσουμε την καθαρή καρδιά» (Γν). Δες και το χωρίο Παροιμ. ιη 4 που παρατέθηκε παραπάνω. Από την κοιλιά του θα ρεύσουν προς τα έξω. Οι αγαθές διαθέσεις και τα αγαθά συναισθήματα θα παράγουν αγαθές ενέργειες και πράξεις και η άγια καρδιά θα εκδηλωθεί και σε άγια ζωή. Το δέντρο γνωρίζεται από τους καρπούς του και η πηγή από τα νερά της. Και θα κάνει συμμέτοχο των χαρισμάτων του και της όλης χρησιμότητάς του και τους άλλους. Ο αγαθός άνθρωπος είναι κοινό αγαθό. Τα χείλη του «αποστάζουν χάριτες» (Παροιμ. ι 32). Δεν είναι αρκετό να πίνουμε από τα αγγεία μας και από τα πηγάδια μας. Πρέπει να ξεχειλίζουν τα νερά μας, ώστε από αυτά να ευφραίνονται και οι άλλοι (Παροιμ. ε 15).
(6) Όποιος πιστεύει στο Χριστό, δεν παίρνει μόνον αυτός το νερό της ζωής, που ξεπηδά για αιώνια ζωή, αλλά καθίσταται και αυτός πηγή της δωρεάς αυτής και για τους άλλους. Διότι κανείς δεν μπορεί να δεσμεύσει στον εαυτό του το Πνεύμα. Όπου υπάρχει το Πνεύμα, ρέει άφθονα προς τα μπρος. Εάν δεν υπάρχει άφθονη υπερχείλιση και ροή, ασφαλώς ούτε Πνεύμα υπάρχει (τ).
Ιω. 7,39 τοῦτο(1) δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος(2) οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν(3)· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον(4), ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη(5).
Ιω. 7,39 Αυτό δε είπε ο Κυριος δια το Αγιον Πνεύμα, το οποίον έμελλον να λάβουν όσοι θα επίστευον εις αυτόν, διότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, που αναγεννά και σώζει, δεν είχε ακόμη δοθή εις κανένα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθή με την μεγάλην θυσίαν και με την ένδοξον ανάληψίν του.
(1) «Ποιό; Το «ποτάμια θα ρεύσουν από την κοιλιά του τρεχούμενου νερού»» (Ζ). Έχουμε εδώ ερμηνεία των λόγων του Κυρίου στους σ. 37-38, που δίνεται από τον ευαγγελιστή (β).
(2) Το τρεχούμενο νερό ως εικόνα του Πνεύματος συναντιέται και στον Παύλο (Α΄ Κορ. ιβ 13) (β). Ονομάζει το Πνεύμα ύδωρ τρεχούμενο ως αιτία της πνευματικής ζωής, η οποία ως αποτέλεσμα αυτού συνυπονοείται με την εικόνα του τρεχούμενου νερού (g).
Ο Lightfoot (Hor. Hebr. ΙΙΙ 332) παραθέτει χωρίο από το Ταλμούδ, κατά το οποίο και η σπονδή του νερού κατά τη γιορτή της σκηνοπηγίας συμβόλιζε και στους Ιουδαίους το ξεχείλισμα του Πνεύματος. Διότι οι Ιουδαίοι θεωρούσαν, ότι μετά το θάνατο των δύο τελευταίων προφητών, του Ζαχαρίου και του Μαλαχίου, το Πνεύμα αποσύρθηκε και ανέμεναν κάποια νέο ξεχείλισμά του (Ιωήλ γ 1, δες Πράξ. β 17)(β).
Η παραμονή και ενέργεια του Πνεύματος στους πιστούς γίνεται πηγή που αναβλύζει, ρέει, από την οποία αναπηδούν πλούσια ρεύματα, που δροσίζουν και καθαρίζουν ως νερό διαυγές και άφθονο, μαλάσσουν τις ψυχές και ποτίζουν αυτές σαν νερό, κάνοντας αυτές καρποφόρες σε έργα αρετής. Όταν οι απόστολοι και οι πρώτοι Χριστιανοί μιλούσαν με άλλες γλώσσες τα μεγαλεία του Θεού, όπως το Πνεύμα τους έδινε να μιλούν (Πράξ. β 4) και μετέπειτα κήρυξαν και συνέγραψαν το ευαγγέλιο του Χριστού με θεία ευγλωττία, τότε Ποτάμια έρρευσαν από την κοιλιά τους νερού τρεχούμενου.
(3) Υπάρχει και η γραφή: ὃ (=το οποίο) έμελλον. Όχι μόνο οι πρώτοι μαθητές, αλλά και όλοι οι πιστοί, οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικές εποχές. Για αυτό χρησιμοποιεί και για το λαμβάνειν και για το πιστεύοντες ενεστώτα. Υπάρχει όμως και η γραφή πιστεύσαντες (αόριστος), η οποία αναφέρεται στον πρώτο όμιλο των μαθητών, ο οποίος για πρώτη φορά έλαβε το Πνεύμα. Είχε δοθεί υπόσχεση σε όλους όσους πιστεύουν στο Χριστό, ότι θα έπαιρναν Πνεύμα Άγιο. Μερικοί πήραν και τις θαυματουργικές δωρεές του Αγίου Πνεύματος (Μάρκ. ιστ 17,18). Όλοι όμως έλαβαν τις χάριτές του που εξαγιάζουν. Η δωρεά του αγίου Πνεύματος είναι μια από τις μεγαλύτερες υποσχέσεις της Καινής Διαθήκης (Πράξ. β 39). Και εφόσον η υπόσχεση αυτή δόθηκε, δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι πραγματοποιήθηκε για όλους εκείνους, οι οποίοι ενδιαφέρονται για αυτήν την διαθήκη.
(4) Ή, «Δηλαδή δεν είχε δοθεί» (Χ). Δεν είχε ληφθεί ακόμη, δεν είχε ξεχυθεί (G). Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία έχουμε και την γραφή του βατικανού κώδικα «δεδομένον» που προήλθε από κείμενο που μπήκε από το περιθώριο του χειρογράφου.
Ή «δεν ήταν ακόμη (το Πνεύμα) σε αυτούς που πίστευαν σε αυτόν» (Ζ), όπου το ἦν μπαίνει για να σημάνει «την πλήρη και ολόκληρη κατοίκηση μέσα στους ανθρώπους του αγίου Πνεύματος» (Κ). Και από την ερμηνεία αυτή προήλθε η γραφή του Κανταβρυγινού κώδικα «επ’ αυτοίς (=σε αυτούς)» (g).
Το ἦν λοιπόν «δεν αναφέρεται στην υπόσταση, αλλά στην ενέργεια του Πνεύματος, η οποία έγινε μετά την ανάσταση του Χριστού» (αμ). Αλλά και για την παρουσία του Πνεύματος ανάμεσα στους ανθρώπους υπάρχουν δύο εκδοχές.
Η πρώτη: «Ως προς τους προφήτες, κατά γενική ομολογία είχε δοθεί άγιο Πνεύμα, αλλά αυτή η χάρη είχε ατονήσει και είχε φύγει από τη γη… Διότι δεν υπήρχε πλέον προφήτης σε αυτούς, ούτε επέβλεπε η θεία χάρις τα άγιά τους… αλλά επρόκειτο να ξεχυθεί άφθονα… μετά τον σταυρό… για αυτό λέει, Διότι δεν υπήρχε ακόμα Πνεύμα άγιο» (Χ).
Η δεύτερη εκδοχή, η οποία είναι και πιο σωστή, είναι η εξής· Λόγω της αμαρτίας του Αδάμ «απομακρύνθηκε από την ανθρωπότητα το Πνεύμα που μπορεί να μας συγκρατεί και να μας διαπλάθει προς ομοίωση με το θείο χαρακτήρα». Και δόθηκε μεν στους προφήτες, αλλά «στους άγιους προφήτες δόθηκε κάποια πλούσια έλλαμψη και φωτισμός του Πνεύματος, που μπορούσε να τους παιδαγωγεί στην κατανόηση εκείνων που επρόκειτο να συμβούν και τη γνώση αυτών που ήταν κρυμμένα, ενώ σε αυτούς που πιστεύουν στο Χριστό δεν δίνεται απλώς ο φωτισμός του Πνεύματος, αλλά κατοικεί το ίδιο το Πνεύμα και πιστεύουμε με βεβαιότητα ότι διαμένει μέσα τους. Για αυτό εύλογα διατελούμε και ναοί του Θεού, ενώ κανένας από τους αγίους προφήτες δεν διετέλεσε ποτέ ναός του Θεού» (Κ). Πρόκειται όχι απλώς για κάποιο χάρισμα του Πνεύματος, όπως το προφητικό, αλλά για την έκχυση του Πνεύματος που μεταμορφώνει τον άνθρωπο και τον αναγεννά σε υιοθεσία και γεμίζει το εσωτερικό του με κάθε χάρη και με όλους τους καρπούς της αγιότητας.
Αξιοσημείωτα και τα επόμενα: Στην Π.Δ. υπήρξαν προφήτες και άγιοι, ο Ζαχαρίας μάλιστα και η Ελισάβετ «γέμισαν από Πνεύμα Άγιο». Το «δεν υπήρχε ακόμη Πνεύμα άγιο» λοιπόν, πρέπει να εννοηθεί ότι αναφέρεται στην υπέροχη εκείνη και άφθονη και καθολική έκχυση του Πνεύματος, για την οποία είχε δοθεί υπόσχεση στο Ιωήλ β 28 και η οποία πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το Πράξ. β 1. Εάν συγκρίνουμε την μετά την Πεντηκοστή σοφία και άφθονη χάρη των μαθητών του Χριστού με το ηθικό σκοτάδι που επικρατούσε πριν από αυτούς, θα κατανοήσουμε υπό ποία έννοια το Άγιο Πνεύμα δεν είχε δοθεί. Εκείνο, το οποίο λέγεται κατεξοχήν έκχυση του Πνεύματος, δεν είχε αρχίσει. Το άγιο Πνεύμα δεν είχε ακόμη δοθεί σε τέτοιους ποταμούς τρεχούμενου νερού, όπως ξεχύθηκε μετά την Πεντηκοστή σε όλη τη γη, ακόμη και σε αυτόν τον εθνικό κόσμο.
(5) Υπάρχει και η γραφή του σιναϊτικού κώδικα δεδόξαστο.
Ή «δόξα ονομάζει το σταυρό» (Χ), «διότι μέσω του σταυρού νίκησε τον τύραννο και βασίλευσε» (Θφ). Δες και ιβ 23,ιγ 31. Ο θάνατος του Χριστού ονομάζεται σε κάποια σημεία δόξα του. Δες Ιω. ιγ 31 και αυτό διότι πάνω στο σταυρό του θριάμβευσε και αιχμαλώτισε. Η δωρεά λοιπόν του αγίου Πνεύματος αγοράστηκε με το αίμα του Χριστού, το οποίο υπήρξε το πολυτιμότατο τίμημα, το οποίο έπρεπε να πληρωθεί, για να μας δοθεί το Πνεύμα.
Ή, να δοξαστεί «με την ανάσταση, όταν, αφού συνέτριψε τα δεσμά του θανάτου και αναδείχτηκε ανώτερος κάθε φθοράς, ξανάζησε πάλι έχοντας στον εαυτό του όλη τη ανθρώπινη φύση» (Κ).
Ή, πιο σωστά, η δόξα σημαίνει το θάνατο, την ανάσταση και την επάνοδο του Ιησού στον Πατέρα (χ). Πράγματι «επειδή ήμασταν εχθροί και είχαμε αμαρτήσει και στερούμασταν τη δωρεά του Θεού… έπρεπε πρώτα να προσφερθεί η θυσία για χάρη μας… και τότε να πάρουμε τη δωρεά» (Χ). Ξεχύθηκε λοιπόν η δωρεά αυτή μετά την ανάληψη, μετά την ανύψωση και της ανθρώπινης φύσης στο πρόσωπο του Χριστού, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής.
Διαφορετικά αποτελέσματα από τη διδασκαλία του
Ιω. 7,40 πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον(1) ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς(2) ὁ προφήτης(3)·
Ιω. 7,40 Πολλοί, λοιπόν, από τον λαόν, όταν ήκουσαν την διδασκαλίαν αυτήν, έλεγαν• “αυτός είναι πράγματι ο προφήτης, που έχει προαναγγείλει ο Μωϋσής.
(1) Όχι τον τελευταίο μόνο στους σ. 37-38 αλλά ολόκληρη τη διδασκαλία στους σ. 25-38 (β). Υπέρ αυτής της εκδοχής συνηγορεί και η αυθεντική γραφή «των λόγων» (g), όπου η γενική πτώση σημαίνει σε αυτήν την περίπτωση όχι μόνο την άμεση ακρόαση, αλλά και την εσωτερική επίδραση που προκλήθηκε από αυτήν· ακρόαση με ενδιαφέρον και αγαθή διάθεση (β). «Αφού ντράπηκαν από το θάρρος των λόγων κάποιοι από τον όχλο, όχι από τους άρχοντες (διότι οι άρχοντες πάντοτε λόγω ζήλειας αντιμάχονταν) ομολογούν, ότι αυτός είναι ο προφήτης» (Θφ).
(2) «Το «αληθινά» περιέχει κάποια έμφαση σταθερής ήδη σκέψης, και δείχνει υποψία αποδεκτής πίστης» (Κ).
(3) Όχι απλώς κάποιος προφήτης, αλλά ο προφήτης, «ο προσδοκώμενος» (Θφ), «για τον οποίο έγραψε ο Μωϋσής» (Ζ). Πάντως είναι αξιοσημείωτο, ότι όχι μόνο δεν είχαν αντιληφθεί, ότι ο Ιησούς ήταν και ο Υιός του Θεού, αλλά και για τον προφήτη αυτόν εσφαλμένα φρονούσαν, ότι ήταν πρόσωπο διαφορετικό από τον Μεσσία ή Χριστό (ο).
«Μη γνωρίζοντας την υπεροχή του Εμμανουήλ έναντι όλων, αλλά υπολογίζοντάς τον σαν έναν από τους άλλους, βάλουν εναντίον του πάρα πολύ απερίσκεπτα και με τα νομικά παραγγέλματα… και νομίζουν ότι είναι άλλος ο Χριστός από τον κηρυττόμενο από το νόμο προφήτη» (Κ).
Ιω. 7,41 ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον(1)· μὴ γὰρ(2) ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται;
Ιω. 7,4 Αλλοι έλεγαν• “αυτός είναι πράγματι ο Χριστός”. Αλλοι έλεγαν• “δεν είναι ο Χριστός, διότι μήπως από την Γαλιλαίαν θα έλθη ο Χριστός;
Ιω. 7,42 οὐχὶ ἡ γραφὴ(3) εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυΐδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης(4), ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται;
Ιω. 7,42 Δεν είπε η Γραφή, ότι ο Χριστός κατάγεται από το γένος του Δαυΐδ και έρχεται από το χωρίον Βηθλεέμ, όπου εγεννήθη και έζησεν ο Δαυΐδ;”
(1) Αυτοί κινούνται μάλλον από εχθρικό πνεύμα. «Δεν τα έλεγαν διότι ζητούσαν να μάθουν, αλλά απλώς για να ανατρέψουν την σχετικά με το Χριστό γνώμη» (Χ).
(2) Ο τρόπος με τον οποίο εισάγεται η ερώτηση υπονοεί απάντηση αρνητική (β). Ο λόγος μπορεί να είναι ελλειπτικός, οπότε το γαρ αιτιολογεί την άρνηση που υπονοείται: Όχι, δεν είναι ο Χριστός. Διότι μήπως… (ο).
(3) Στα Β΄ Βασ. ζ 12,13,Ψαλμ. ρλα 11,Ησαΐου ια 1,Ιερεμ. κγ 5 προλέγει η Γραφή την προέλευση του Μεσσία από το σπέρμα του Δαβίδ και στο Μιχ. ε 2 προλέγει τη γέννησή του στη Βηθλεέμ (β). Ίσως το πλήθος αυτό, το οποίο τόσο πρόχειρα χρησιμοποιούσε τις μαρτυρίες της Γραφής για απόδειξη, ότι ο Ιησούς δεν ήταν ο Χριστός, δεν γνώριζε και τα άλλα μέρη της Γραφής, ούτε είχε ενδιατρίψει σε αυτήν, αλλά όσα έλεγε, είχαν μπει στο στόμα του από τους άρχοντές του, οι οποίοι προσπαθούσαν να στηρίξουν και να ενισχύσουν τις εναντίον του Ιησού προκαταλήψεις. Πολλοί από αυτούς που υιοθετούν πλανημένες αντιλήψεις και ιδέες τις οποίες με επιμονή υποστηρίζουν, φαίνονται πρόθυμοι και με ζήλο να αντλούν επιχειρήματα από τις Γραφές, την ώρα που από τις Γραφές αυτές δεν γνωρίζουν τίποτα άλλο παρά μόνο τα τεμάχια εκείνα, τα οποία για υποστήριξη των πλανών τους διαστρέφουν.
(4) «Μη γνωρίζοντας ότι είχε βέβαια γεννηθεί στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας από την αγία Παρθένο που καταγόταν από το σπέρμα του Δαβίδ (διότι ως προς το γένος καταγόταν από τη φυλή του Ιούδα), από μόνο το ότι είχε ανατραφεί ο Κύριος στη Ναζαρέτ, ξεπέφτουν από την αλήθεια» (Κ).
Από τα λόγια αυτά μπορεί κάποιος να συμπεράνει, πόσο μεγάλη σοβαρότητα είχαν για την εποχή κατά την οποία γράφτηκαν, οι γενεαλογίες στο Ματθαίο και το Λουκά, με τις οποίες αποδεικνύεται η από το γένος του Δαβίδ καταγωγή του Χριστού (ο). Ο Ιωάννης παραθέτει με κάποια ειρωνεία αυτές τις ενστάσεις, χωρίς να αναιρεί αυτές, γνωρίζοντας, ότι οι αναγνώστες του ήταν πληροφορημένοι για τη γέννηση του Κυρίου στη Βηθλεέμ (β).
Ιω. 7,43 σχίσμα(1) οὖν(2) ἐν τῷ ὄχλῳ(3) ἐγένετο(1) δι᾿ αὐτόν.
Ιω. 7,43 Εγινε, λοιπόν, αντιγνωμία και διαίρεσις μεταξύ του λαού εξ αιτίας αυτού.
(1) «Φιλονικούν μάταια και διαχωρίζονται σε διάφορες γνώμες» (Κ), «όπου το κάθε μέρος φιλονικούσε» (Ζ). Εκδηλώθηκαν διαφορές γνωμών, οι οποίες διατυπώνονταν με θέρμη και πείσμα. Θα σκεφτόταν κάποιος, ότι ο Χριστός ήλθε να φέρει την ειρήνη και ότι όλοι θα εγκολπώνονταν το ευαγγέλιό του. Παρά ταύτα το αποτέλεσμα του ευαγγελικού κηρύγματος υπήρξε διαίρεση, διότι ενώ μερικοί συγκεντρώθηκαν γύρω από αυτό αφού ελκύστηκαν από αυτό, άλλοι συνασπίστηκαν εναντίον του. Και επακολούθησαν από εδώ ζυμώσεις. Αυτό όμως δεν αποτελεί σφάλμα ή έλλειψη του ευαγγελίου, όπως ακριβώς και για φάρμακο θεραπευτικό δεν αποτελεί έλλειψή του το ότι αποστραγγίζει τους κακούς χυμούς άρρωστου σώματος με σκοπό να απαλλάξει αυτό από αυτούς.
(2) Σύμφωνα με αυτά που ειπώθηκαν στους στίχους 40-42.
(3) «Σχίσμα όμως έγινε στον όχλο, όχι στους άρχοντες. Διότι οι άρχοντες είχαν μία γνώμη, το να μη δεχτούν αυτόν ως τον Χριστό» (Θφ).
Ιω. 7,44 τινὲς(1) δὲ ἤθελον(2) ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ᾿ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας(3).
Ιω. 7,44 Μερικοί δε από αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν άπλωσε επάνω του το χέρι.
(1) Ο σ. αυτός επαναλαμβάνει με ελάχιστες διαφορές τον σ. 30 (β). Αυτοί, για τους οποίους μιλά ο σ. αυτός, δεν είναι από τους άρχοντες, αλλά από τον όχλο, οι οποίοι αντιτιθέμενοι προς τον Ιησού ήθελαν να τον συλλάβουν και παρακίνησαν ίσως τους υπηρέτες που αναφέρονται στον επόμενο σ., να προβούν στη σύλληψη (ο).
(2) Λιγότερο έντονο από το «ζητούσαν» στο σ. 30 (β). Παρόλο που καθετί που έλεγε ήταν γεμάτο από χάρη και γλυκύτητα, όμως εκείνοι ερεθίζονταν από τα λόγια του. Έτσι ο Κύριος έπασχε, διότι έλεγε και έκανε πάντοτε τα αγαθά.
(3) Ούτε αυτοί, ούτε οι υπηρέτες των αρχιερέων· «όχι από σεβασμό προς αυτόν, ούτε επειδή έβαλαν στους θυμούς τους το από την ευλάβεια χαλινάρι, αλλά αναγκαζόμενοι να ησυχάσουν από μόνη τη δύναμή του» (Κ). «Διότι αόρατα δένονταν τα χέρια τους, αφού τους συγκρατούσε η θεία δύναμη» (Θφ). Όπως η κακία των εχθρών του Ιησού είναι πάντοτε παράλογη, έτσι σε ορισμένες περιστάσεις και η εξουδετέρωση και εκμηδένισή της είναι ανυπολόγιστη.
Ιω. 7,45 Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους(1), καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι(2)· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν(3);
Ιω. 7,45 Επέστρεψαν, λοιπόν, οι υπηρέται στους αρχιερείς και Φαρισαίους, χωρίς να έχουν συλλάβει τον Χριστόν και τους είπαν εκείνοι• “διατί δεν τον εφέρατε εδώ;”
(1) Η ένωση των δύο αυτών ουσιαστικών κάτω από το ίδιο άρθρο υποδηλώνει το ενιαίο της ενέργειας και των δύο (g). Αρχιερείς και Φαρισαίοι, δηλαδή το συνέδριο (β). Παρόλο που ήταν ημέρα γιορτής, το συνέδριο βρισκόταν μαζεμένο αναμένοντας το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας (g). Δεν παρακολουθούσε τις θρησκευτικές τελετές της ημέρας, αλλά άφησε μόνο το λαό σε αυτές, προτιμώντας από τη λατρεία προς το Θεό την φονική συνδιάσκεψη εναντίον του Ιησού.
(2) Λέγεται το «εκείνοι» παρόλο που πρόκειται για πρόσωπα που σύμφωνα με τη σειρά του λόγου βρίσκονται πιο κοντά στο ρήμα εἶπον. Ίσως για να σημάνει, ότι ήταν πάντοτε τα ίδια πρόσωπα, οι αιώνιοι εχθροί του Ιησού (g)· ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, για να δηλωθεί, ότι οι υπηρέτες ήταν ηθικά πιο κοντά στον Ιωάννη τον ευαγγείστή από τους αρχιερείς και φαρισαίους (Weiss, Westcott).
(3) «Θορυβούνται πολύ με την επιστροφή των υπηρετών, βλέποντας να μην έχουν τον αναζητούμενο… Τι είναι αυτό που σας εμπόδισε, λένε, ώστε να μην πραγματοποιήσετε αυτό που θεωρούν σωστό οι άρχοντες;» (Κ). Εμφανίστηκε δημόσια και πολλοί από το λαό ήταν δυσαρεστημένοι μαζί του και θα τους βοηθούσαν για επιτυχία της σύλληψης. Από την άλλη πάλι ήταν η τελευταία ημέρα της γιορτής και αν αυτή περνούσε δύσκολα θα παρουσιαζόταν νέα ευκαιρία για πραγματοποίηση της σύλληψης. «Γιατί λοιπόν δεν επιτελέσατε το καθήκον σας;».
Ιω. 7,46 ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος(1).
Ιω. 7,46 Απεκρίθησαν οι υπηρέται• “ποτέ μέχρι σήμερα άλλος άνθρωπος δεν εδίδαξε έτσι, όπως διδάσκει αυτός ο άνθρωπος”.
(1) «Πήγαν μεν για να τον δέσουν, γύρισαν όμως δεμένοι οι ίδιοι από τον θαυμασμό για τα λόγια του» (Ζ).
«Δεν χρειάστηκαν θαύματα, αλλά κυριεύτηκαν από μόνη τη διδασκαλία. Διότι δεν είπαν, ότι ουδέποτε θαυματούργησε έτσι άνθρωπος… Γίνονται κήρυκες της σοφίας του Χριστού και δείχνουν μεγαλύτερο θάρρος, και δεν λένε· Δεν μπορέσαμε λόγω του όχλου… αλλά τι; Ουδέποτε μίλησε έτσι άνθρωπος» (Χ).
Η διδασκαλία του Κυρίου προκαλεί και σε αυτούς την ίδια εντύπωση όπως και στους Γαλιλαίους (Ματθ. ζ 28,29)(β). Αισθάνονται κάποια παράδοξη και πρωτοφανή δύναμη στα λόγια του (τ).
Ουδέποτε άνθρωπος μίλησε με τόση σοφία και δύναμη και χάρη, με τόση πειστική σαφήνεια και με τόση θελκτική γοητεία. Ούτε κάποιος από τους προφήτες, ούτε ο ίδιος ο Μωϋσής, πατά μόνο ο Χριστός. Αναμφίβολα η απάντηση αυτή που δινόταν σε διδασκάλους, τους οποίους οι υπηρέτες άκουγαν κάθε ημέρα, έπληττε πολύ αυτούς (g), παρόλο που δεν ήταν ακτινοβολία πραγματικής πίστης (μ). Όμως είναι αξιόλογο το θάρρος τους. «Διότι δεν μαζεύτηκαν κάπως μπροστά στο θυμό των Φαρισαίων, ούτε ως υπηρέτες δείλιασαν και είπαν τα αρεστά στους άρχοντες, αλλά μαρτυρούν την αλήθεια» (Θφ).
Ιω. 7,47 ἀπεκρίθησαν οὖν(1) αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ(2) καὶ ὑμεῖς(3) πεπλάνησθε;
Ιω. 7,47 Απεκρίθησαν τότε οι Φαρισαίοι εις αυτούς• “μήπως και σεις έχετε παρασυρθή από αυτόν εις την πλάνην;
(1) Μετά από αυτήν την απάντηση που έδωσαν οι υπηρέτες, αποκρίνονται λοιπόν οι φαρισαίοι.
(2) Ο τρόπος της ερώτησης υποδηλώνει, ότι αναμένεται αρνητική απάντηση (β). «Δεν χρησιμοποιούν αυστηρότητα» (Ζ), «επειδή φοβούνται μην αποσχιστούν τελείως, αλλά δείχνουν το θυμό τους και μιλούν με επιφύλαξη» (Χ).
(3) «Το μεν άλλο πλήθος του απλού λαού, επειδή δεν ασχολείται με τις ιερές γραφές, αλλά ούτε και είναι οχυρωμένο με την προσκόλλησή του σε εμάς, ας υποθέσουμε ότι ενδεχομένως θα πάει με το μέρος του (του Ιησού) με ροπή χωρίς εξέταση… Με ποιο τρόπο όμως εξαπατηθήκατε και εσείς οι ίδιοι;» (Κ). «Οι δήθεν πιο σοφοί από τους άλλους και που παραμένετε κοντά σε εμάς τους νομομαθείς;» (Θφ).
Ιω. 7,48 μή τις(1) ἐκ τῶν ἀρχόντων(2) ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν(3) ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων(2);
Ιω. 7,48 Μηπως επίστευσεν εις αυτόν κανείς από τους άρχοντας η από τους Φαρισαίους; Κανείς δεν επίστευσε, διότι αυτοί μόνοι γνωρίζουν την αλήθειαν και έχουν ορθή κρίσιν.
(1) Και η μορφή αυτή της ερώτησης υποδηλώνει απάντηση αρνητική (β).
(2) Δεν ήταν όλοι οι Φαρισαίοι άρχοντες, αλλά μόνο οι εκλεκτότεροι μεταξύ αυτών. Για αυτό και διακρίνει αυτούς ως ιδιώτες από τους επίσημους άρχοντες. Όλοι όμως θεωρούνταν ως ζηλωτές και αυστηρά ορθόδοξοι. Για αυτό και αναφέρει αυτούς όλους παράλληλα με τους άρχοντες (β,ο). Μήπως κάποιος από τους άρχοντες τους μόνους αρμόδιους να κρίνουν για θρησκευτικά ζητήματα, ή από τους Φαρισαίους τους φρουρούς αυτούς της ορθοδοξίας; (μ).
Οι Φαρισαίοι βλέποντας ότι οι απεσταλμένοι να συλλάβουν τον Ιησού μολύνθηκαν από τη διδασκαλία του, υπενθυμίζουν σε αυτούς, ότι οι γνώμες τους και τα φρονήματά τους πρέπει να κανονίζονται σύμφωνα με τις γνώμες και τα φρονήματα των προϊσταμένων τους. Καυχώμενοι ότι ήταν ειδήμονες του νόμου, βεβαιώνουν, ότι κανένα μέλος από το συνέδριο δεν σκοτίστηκε με τη διδασκαλία αυτού του Γαλιλαίου. Η ταλαντευόμενη λοιπόν πίστη του όχλου οφείλεται στην άγνοια του νόμου (χ). Η υπόθεση του Χριστού σπάνια είχε στο πλευρό της άρχοντες και Φαρισαίους. Δεν χρειάζεται κοσμική υποστήριξη, ούτε υπόσχεται κοσμικά πλεονεκτήματα και απολαβές. Για αυτό ούτε κολακεύει, ούτε κολακεύεται από τους μεγάλους αυτού του κόσμου. Η αυταπάρνηση και ο σταυρός, τα οποία ζητά ο Χριστός από τους οπαδούς του, είναι πολύ βαριά και σκληρά μαθήματα για τους άρχοντες και τους Φαρισαίους.
(3) Κάποια μεμονωμένα παραδείγματα αρχόντων που πίστεψαν, όπως ο Νικόδημος και ο Ιωσήφ, ή αποτελούσαν μειονότητα ασήμαντη και για αυτό δεν ακριβολογούν τώρα για αυτούς, ή πιθανότερο ήταν τελείως άγνωστα στους αρχιερείς και τα μέλη του συνεδρίου (ο). Παρ’ όλα αυτά μετά από λίγο αναφέρεται από τον Ιωάννη ότι «από τους άρχοντες πολλοί πίστεψαν σε αυτόν» (ιβ 42). Αλλά αυτοί φαίνεται, ότι κατά τη στιγμή αυτή δεν είχαν ακόμα πιστέψει (β). Όπως στο στ 41-42, έτσι και εδώ αρέσκεται ο Ιωάννης να παραθέτει λόγια που λέχθηκαν εναντίον του Ιησού, που διαψεύστηκαν όμως από τα πράγματα και για αυτό έγιναν γελοία (g).
Ιω. 7,49 ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος(1) ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον(2) ἐπικατάρατοί(3) εἰσι!
Ιω. 7,49 Αλλά επίστευσεν αυτός ο αγράμματος όχλος, που δεν γνωρίζει τον νόμον και δι' αυτό είναι καταράμενοι!”
(1) Με πολλή περιφρόνηση λέγεται αυτό. Από τα λίγα χωρία, τα οποία με ζωηρότατα χρώματα παρουσιάζουν την αλαζονεία και υπερηφάνεια των αρχιερέων και Φαρισαίων (ο).
Ο όχλος αυτός, τον οποίο αυτοί μεν απαξίωναν να κατατάξουν και με τα σκυλιά ακόμα του ποιμνίου τους, ο Θεός όμως αριθμούσε στα πρόβατά του. Εάν με τη φράση «ο όχλος αυτός» εννοούσαν την κοινότητα του ιουδαϊκού έθνους, ήταν όλοι το σπέρμα του Αβραάμ και κληρονόμοι των υποσχέσεων του Θεού. Δεν επιτρεπόταν λοιπόν με τόση περιφρόνηση να εκφράζονται οι Φαρισαίοι για αυτούς. Εάν πάλι εννοούσαν τους ακολούθους του Χριστού, παρόλο που αυτοί ήταν γενικώς λίγοι στον αριθμό και άσημοι κατά την περιουσία και την κοινωνική θέση, επειδή όμως προσκολλήθηκαν στο Χριστό, είχαν αποβεί μπροστά στο Θεό μεγάλοι και τίμιοι. Πώς λοιπόν οι Φαρισαίοι τους περιφρονούσαν; Σημείωσε, ότι ο Θεός στη σοφία του εκλέγει όχι σπάνια τα ταπεινά και τα περιφρονημένα, και η ανόητη σοφία των ανθρώπων του κόσμου κρίνοντας με βάση φαινόμενα εξωτερικά περιφρονεί τους εκλεκτούς του Θεού.
(2) «Νόμο εδώ λένε την όλη γραφή γενικώς» (Ζ), και ιδιαιτέρως τους προφήτες, όπως φαίνεται από την στο σ. 52 απάντηση προς τον Νικόδημο. Πολλοί από εκείνους, οι οποίοι δεν έκαναν ειδικές σπουδές γύρω από την Γραφή, αλλά οι οποίοι είναι ειλικρινείς, ζηλωτές, και με την τήρηση του θείου νόμου και την πείρα που αποκομίζουν από αυτήν και με την επικοινωνία τους με το Θεό μέσω των προσευχών, ζουν στη ζωή τους αυτά που μελετιούνται στη Γραφή, εμβαθύνουν στο πνεύμα της πολύ περισσότερο από όσο μεγάλοι θεολόγοι που σπούδασαν σε πανεπιστημιακές σχολές, αλλά υπολείπονται σε προσωπική πείρα της χριστιανικής ζωής.
(3) Υπήρχαν ραββινικά λόγια, σύμφωνα με τα οποία «αυτός που αγνοεί (το νόμο) δεν είναι ευσεβής· μόνο αυτού που ξέρουν το νόμο θα αναστηθούν» (στον g, και δ). Λόγω της άγνοιάς τους πιστεύουν στον Ιησού και για αυτό μένουν καταραμένοι (b). «Καταραμένοι» επειδή «παραβαίνουν το νόμο» (Ζ). Υπάρχει και η γραφή επάρατος, το οποίο δεν συναντιέται και πάλι στην Κ.Δ.
Αποτελεί σφετερισμό του προνομίου του Θεού, όπως και εκδήλωση ασπλαχνίας, το να αποκηρύττει κάποιος ορισμένα πρόσωπα, πολύ δε περισσότερο πλήθος ολόκληρο ως καταραμένους. Είμαστε ανίκανοι να κρίνουμε παίρνοντας το βήμα αυτού που είναι ο μόνος που εξετάζει καρδιές και νεφρούς και για αυτό του μόνου ικανού να κρίνει κάθε σάρκα. Για αυτό δεν επιτρέπεται σε εμάς να καταδικάζουμε και να κατακρίνουμε κανένα, αλλά το μόνο παράγγελμα, το οποίο υποχρεωνόμαστε πάντοτε να τηρούμε, είναι το «Ευλογείτε και μην καταριέστε».
Ιω. 7,50 λέγει Νικόδημος(1) πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς(2) πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν(3)·
Ιω. 7,50 Λεγει τότε προς αυτούς ο Νικόδημος, που ήτο ένας από αυτούς και ο οποίος είχεν επισκεφθή νύκτα τον Χριστόν•
(1) Συχνά εκείνοι, οι οποίοι υπήρξαν δειλοί εκεί όπου κανείς κίνδυνος δεν υπήρξε, στην κρίση του κινδύνου αποδεικνύονται υπερασπιστές της αλήθειας (b). Ο Νικόδημος ακούγοντάς τους να ισχυρίζονται ότι κανείς δεν πίστεψε από τους άρχοντες θεώρησε καθήκον του προς την αλήθεια να διαφωνήσει με αυτό (δ).
(2) Υποδηλώνεται με αυτό πρόοδος που συντελέστηκε στον Νικόδημο. Αυτός που από δειλία επισκέφτηκε σε καιρό νύχτας τον Ιησού τώρα παίρνει θάρρος να αντιμιλήσει στους άρχοντες (g). Πολλοί από τους πιστούς, οι οποίοι κατά τα πρώτα τους βήματα παρουσιάζονται δειλοί και ανίκανοι να αντισταθούν στην ελαφρότερη πνοή του ανέμου, με τη θεία χάρη γίνονται τελικά ισχυροί και αδιάσειστοι.
(3) «Είναι ένας από τους άρχοντες και συγκαταλεγόταν σε εκείνους που έλαχαν να έχουν την εξουσία» (Κ). Η προσθήκη αυτής της επεξήγησης γίνεται με κάποια ειρωνεία. «Επειδή είπαν, Και κανείς από τους άρχοντες δεν πίστεψε σε αυτόν, για αυτό επισημαίνει ο ευαγγελιστής ότι ήταν ένας από αυτούς, δείχνοντας ότι και άρχοντες πίστεψαν σε αυτόν» (Χ).
Το ότι ο Νικόδημος ήλθε στον Ιησού νύχτα και παρέμεινε στα κρυφά μαθητής του, διατηρώντας τη θέση του στο ιουδαϊκό συνέδριο, αποδίδεται συνήθως στη δειλία του και θεωρείται σύμπτωμα ασθένειας στην πίστη. Αλλά ο Χριστός δεν είπε και στο Νικόδημο το «ακολούθησέ με», όπως το είπε στους 4 ψαράδες μαθητές και στο Ματθαίο. Εάν έλεγε και στο Νικόδημο αυτό, αυτός θα ακολουθούσε το διδάσκαλο. Πρέπει μάλλον στη σύνεση του Νικοδήμου να αποδώσουμε το ότι προς το παρόν δεν απέρριψε το αξίωμά του στο συνέδριο, αλλά διατήρησε αυτό, για να έχει την ευκαιρία, να υπηρετεί και με αυτό το Χριστό και να συγκρατεί κατά το δυνατόν την μανία των Ιουδαίων εναντίον του Διδασκάλου.
Παρόλο που σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να αρνηθούμε τον Διδάσκαλό μας, όμως πρέπει να αναμένουμε με σύνεση, για να κάνουμε τη δημόσια για αυτόν ομολογία μας στον πρέποντα καιρό, οπότε θα γίνεται αυτή με μεγαλύτερη καρποφορία και περισσότερα πλεονεκτήματα. Δες ακόμα ότι ο Θεός έχει παντού το υπόλειμμά του. Στις χειρότερες θέσεις και τα ελεεινότερα περιβάλλοντα βρίσκει κάποιος πρόσωπα εξαίρετα και πραγματικά αξιότιμα. Στο ιουδαϊκό συνέδριο βρίσκουμε το Νικόδημο και τον Ιωσήφ, όπως και στην αυλή του Ναβουχοδονόσορα τον Δανιήλ και στο ανάκτορο του Αρταξέρξη τον Νεεμία.
Ιω. 7,51 μὴ(1) ὁ νόμος(2) ἡμῶν κρίνει(3) τὸν ἄνθρωπον(4), ἐὰν μὴ ἀκούσῃ(5) παρ᾿ αὐτοῦ(6) πρότερον καὶ γνῷ(5) τί ποιεῖ(7);
Ιω. 7,51 “μήπως ο νόμος μας καταδικάζει τον άνθρωπον, εάν ο δικαστής δεν ακούση πρώτον από αυτόν την απολογίαν του και μάθη τι έχει κάμει;”
(1) «Τους ελέγχει ο Νικόδημος… αλλά με τρόπο έμμεσο και μαλακό· διότι δεν είχε ακόμη το θάρρος που ταίριαζε» (Ζ). Δεν παρουσιάζεται αμέσως υπερασπιστής του Ιησού, αλλά μάλλον τηρητής του νόμου (β). Την ώρα που εκείνοι κατηγορούσαν το λαό ότι αγνοεί το νόμο, ο Νικόδημος ήδη σιωπηλά και έμμεσα στρέφει την κατηγορία αυτή εναντίον τους και δείχνει σε αυτούς, ότι αγνοούσαν στοιχειώδεις και θεμελιώδεις αρχές του νόμου.
(2) Μπαίνει μπροστά με έμφαση=Ο νόμος, τον οποίο υποθέτετε, ότι εσείς μόνοι γνωρίζετε (b).
«Επειδή λοιπόν είπαν… οι οποίοι δεν γνωρίζουν το νόμο… στη συνέχεια τους ελέγχει ο Νικόδημος… Διότι δείχνει ότι αυτοί ούτε ήξεραν το νόμο ούτε έπρατταν το νόμο» (Χ).
(3) «Κατακρίνει» (Ζ). Προσωποποιείται ο νόμος ως δικαστής· «κρίνει… ακούσει… γνωρίσει» (g). Όταν οι δικαστές εμπνέονται από το νόμο και διέπονται από αυτόν, κρίνει τότε και ακούει και γνωρίζει ο νόμος, διότι οι δικαστές αυτοί είναι το στόμα του νόμου και όσες φορές ελευθερώνουν ή καταδικάζουν σύμφωνα με το νόμο, ορθά λέγεται ότι ο νόμος ελευθέρωσε ή καταδίκασε.
(4) Ή, έναν άνθρωπο (β)· ή τον άνθρωπο τον κατηγορούμενο και που οδηγήθηκε στο δικαστήριο (ο).
(5) «Επομένως δεν χρειάζεται απλή ακρόαση, αλλά και ακριβής· διότι αυτό σημαίνει το «και να γνωρίσει τι κάνει»· τι θέλει και γιατί και για ποιο σκοπό, και αν απέβλεπε μήπως σε ανατροπή της πολιτείας και ως εχθρός» (Χ). Ότι μία κατηγορία δεν έπρεπε να γίνεται δεκτή χωρίς προηγούμενη έρευνα (Εξόδ. κγ 1) και ότι και τα δύο μέρη, και ο κατήγορος και ο κατηγορούμενος έπρεπε να ακουστούν (Δευτ. α 16) αποτελούσαν αρχές θεμελιώδεις του ιουδαϊκού νόμου (β). Οι δικαστές όταν ακούνε τα παράπονα και τις κατηγορίες των κατηγόρων, πρέπει πάντοτε να αφήνουν χώρο και τόπο στις διάνοιές τους και για την υπεράσπιση των κατηγορουμένων, διότι έχουν δύο αυτιά, τα οποία υπενθυμίζουν σε αυτούς ότι οφείλουν να ακούνε προσεχτικά και τα δύο μέρη.
(6) Υπάρχουν και στους κλασσικούς παραδείγματα τέτοιας σύνταξης του «ακούω» κυρίως για ακρόαση της απολογίας και υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Ο Ιωάννης όμως κάνει χρήση αυτής της σύνταξης και αλλού, όπου δεν πρόκειται για τέτοια υπεράσπιση (δες α 41)(β).
(7) Οι άνθρωποι πρέπει να κρίνονται όχι με βάση εκείνα τα οποία λένε εναντίον τους, αλλά με βάση τα όσα αυτοί οι ίδιοι έπραξαν.
Ιω. 7,52 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ(1); ἐρεύνησον καὶ ἴδε(2) ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται(3).
Ιω. 7,52 Απήντησαν και του είπαν• “μήπως και συ είσαι από την Γαλιλαίαν; Ερεύνησε και μάθε, ότι προφήτης δεν έχει έως τώρα βγη από την Γαλιλαίαν”.
(1) «Δες πώς απαντούν χωρίς λεπτούς τρόπους και με θυμό» (Ζ). Λες και όλοι οι μαθητές του Ιησού ήταν Γαλιλαίοι και λες και ο ίδιος ο Ιησούς να μην ήταν από άλλο μέρος παρά από τη Γαλιλαία (b). Αυτοί ως αριστοκράτες των Ιεροσολύμων εκδήλωναν περιφρόνηση προς τους επαρχιώτες Γαλιλαίους (β). Υπονοεί επίσης η ερώτηση αυτή, ότι οι Γαλιλαίοι κυρίως συμμερίζονταν τις Μεσσιακές αξιώσεις του Ιησού (ο).
(2) Δες, δηλαδή θα δεις εύκολα (b). Τα πράγματα είναι τόσο σαφή, ώστε θα πέσουν αμέσως στα μάτια σου και θα πειστείς. «Σαν να έλεγε κάποιος: Πήγαινε, μάθε» (Χ).
(3) Παρ’ όλα αυτά τουλάχιστον ο Ιωνάς ήταν Γαλιλαίος από τη Γεθχοφέρ (Δ Βασ. ιδ 25). Πιθανώς επίσης και ο Ωσηέ, του οποίου οι προφητείες αφορούν στο βόρειο βασίλειο (β). Αλλά και του Ναούμ η πατρίδα παραμένει αβέβαιη (g). Για αυτό ζητήθηκε να θεραπευτεί η ιστορική αυτή ανακρίβεια με τη διαφορετική γραφή ουκ εγείρεται=Όχι στο παρελθόν, αλλά τώρα στα παρόντα χρόνια δεν πρόκειται από τη Γαλιλαία να βγει προφήτης (β).
Πιο σωστή η ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία, στην έξαψή τους οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι παρατρέχουν λεπτομέρεια, η οποία πράγματι αποτελεί εξαίρεση του κανόνα, κατά τον οποίο συνήθως οι προφήτες προέρχονταν από την Ιουδαία (ο). Όταν κάποιος έχει αρετή και πραγματική αξία, σε τι η φτώχεια ή η αφάνεια της πατρίδας του μπορεί να υποτιμήσει αυτόν; Δεν ήταν και οι Γαλιλαίοι απόγονοι του Αβραάμ; Αλλά και οι βάρβαροι και Σκύθες δεν είναι σπέρμα του Αδάμ; Και δεν έχουμε όλοι μαζί έναν Πατέρα; Αλλά και αν υποτεθεί, ότι από τη Γαλιλαία κανείς προφήτης δεν βγήκε, τι θα εμπόδιζε το Θεό να αναδείξει τώρα και Γαλιλαίο προφήτη;
Ιω. 7,53 Καὶ ἀπῆλθεν(1) ἕκαστος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ(2).
Ιω. 7,53 Διέλυσαν τότε την συνεδρίασίν των με ταραχήν και επήγε ο καθένας στο σπίτι του.
(1) Η συνεδρίαση του Ιουδαϊκού συνεδρίου διαλύθηκε, και όπως υποδηλώνεται από την απότομη διάλυση, αυτή δεν έγινε αθόρυβα (ο). Οι σύνεδροι αναχώρησαν «οργισμένοι από το λόγο του Νικοδήμου» (Ζ). Διέλυσαν με βιασύνη και σύγχυση την συνεδρία. Συγκεντρώθηκαν στο ίδιο σημείο εναντίον του Κυρίου και εναντίον του Χριστού αυτού. Αλλά όχι μόνο αυτός που κατοικεί στους ουρανούς γέλασε εις βάρος τους, αλλά και εμείς στη γη ελεεινολογούμε αυτούς βλέποντας να διαλύονται σε αφρό όλες οι ραδιουργίες της περίτεχνης πολιτικής τους με ένα μόνο συνετό λόγο, που βγήκε από το στόμα ενός από τους συναδέλφους τους.
(2) Είναι όμως πιθανό, ότι ο σ. αυτός συνδέεται με τους αμέσως επόμενους (η 1-11) αναπόσπαστα και συνεπώς δεν ανήκει στην αφήγηση του Ιωάννη, αλλά αποτελεί μέρος του κειμένου, από το οποίο αποσπάστηκε η περικοπή για τη μοιχαλίδα (g,b)
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 252-284 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940