Ετοιμάζεται να μιλήσει για το Άγιο Πνεύμα
Όλες τις μέρες τούτες, θέμα κύριο στις συζητήσεις των χριστιανών στην Πόλη ήταν αυτά που ανέπτυξε ο Γρηγόριος. Η επιτυχία ολοφάνερη. Λουφάξανε οι αρειανοί λογάδες, μασάγανε τα λόγια τους. Οι ορθόδοξοι πλέον κυκλοφορούσανε με το αίσθημα του νικητή. Ο αετός της θεολογίας τους είχε απαλλάξει από την καταφρόνια των αντιπάλων και από κάποιο δικό τους αίσθημα μειονεκτικότητας.
Ο Γρηγόριος —και το ξέρανε οι ακροατές του— δεν είχε τελειώσει τον κύκλο των ομιλιών τούτων, που μείνανε στην ιστορία με την ονομασία «Θεολογικοί Λόγοι», ένεκα της απόλυτης θεολογικής αξίας τους. Δε βιάστηκε. Άφησε να περάσουνε λίγες ημέρες, ν’ ανασάνει ο ίδιος. Να χωνέψουνε και οι χριστιανοί αυτά που άκουσαν τις ημέρες που πέρασαν. Προπαντός ήθελε να συναχτεί πάλι και πάλι στον εαυτό του. Εκεί ήλπιζε να ζήσει κάτι περισσότερο από την αλήθεια, για την οποία θα μίλαγε.
Ήτανε η ώρα του Αγίου Πνεύματος. Φόβος και τρόμος να μιλήσεις γι’ αυτό. Και περίμενε υπομονετικά. Συνέχεια στο κελί του, νύχτα και μέρα. Ικέτευε το Πνεύμα και μελετούσε. Οι μετάνοιές του δεν είχανε τελειωμό. Τις νύχτες περισσότερο, οι εκ βαθέων κραυγές του προς το Άγιο Πνεύμα ακούγονταν απ’ όσους περνούσαν έξω από το κελί. Στο κρεβάτι δεν ξάπλωσε ούτε στιγμή. Πολύ λίγο ξεκουραζότανε κατάχαμα. Η νηστεία πιο αυστηρή. Μέχρι που εν’ απομεσήμερο, είπε στους ανθρώπους του, στον Ευάγριο και τους άλλους:
— Αύριο, το δειλινό θα μιλήσω. Ειδοποιείστε τον κόσμο. Πέρασε ο καιρός και δεν ξέρουμε τι μας βρίσκει, θα κάνω ό,τι μπορώ. Πώς ακριβώς θα τα πω, δεν ξέρω. Ελπίζω να με φωτίσει το Άγιο Πνεύμα κι έπειτα κάποια λόγια θα βρω. Οι λέξεις έρχονται, αρκεί να φτάσει πρώτα το Πνεύμα. Κι αν φτάσει, τότε σίγουρα με τον φτωχό εμένα θα δοξαστεί ο Θεός. Αυτό είναι το μεγαλείο μας, αδελφοί, μ’ εμάς τους τιποτένιους, τους υλικούς και αμαρτωλούς, να δοξάζεται ο τέλειος και άναρχος. Μέγα τ’ όνομά σου Κύριε! Λοιπόν, καθώς είπαμε, αύριο το δειλινό.
Ήταν μέσα του Νοέμβρη. Από το πρωί ψύχρα. Οι άνθρωποι των επτά λόφων, της Πόλης, νιώθανε το χειμώνα στο κόκκαλό τους. Από το μεσημέρι, κάτι μαύρα σύννεφα πήρανε τον κατήφορο από τα θρακικά βουνά. Αργοκίνητα κατεβαίνανε προς το Βόσπορο. Δεν έβρεξε στην Πόλη. Περάσανε μόνο πάνω από τους επτά λόφους και κάπως υποχώρησε το κρύο. Πέρα μακριά, η θάλασσα χώρεσε όλο το φορτίο τους.
Οι πιστοί αρχίσανε να μπαίνουνε στην αυλή του Αβλαβίου. Προχωρούσανε λίγο και φτάνανε στην Αναστασία. Εκεί μέσα οι ορθόδοξοι νιώθανε τόση ζεστασιά, τόση θαλπωρή, που δε θα την αλλάζανε με τίποτα. Την αγαπήσανε πιο πολύ κι από τη μάνα τους. Γι’ αυτό, δε λέγανε ψέματα πριν λίγους μήνες, όταν ορκίζονταν, ότι είν’ έτοιμοι να πεθάνουνε για το Γρηγόριο και την Αναστασία τους.
Στην ορισμένη ώρα καρφίτσα δε χώραγε στο ναό. Ακόμα κι έξω από το ναό, στριμώχνονταν μήπως ακούσουνε από την πόρτα και τα παράθυρα τη φωνή του Γρηγορίου.
Εκείνος από νωρίς είχε μπει στο Ιερό και προσευχότανε. Ώρες πολέμαγε με το φοβερό και πολυπόθητο του Άγιο Πνεύμα. Η αίσθηση της ώρας δεν τον παρακολουθούσε. Οι εμπειρίες του δεν είχανε σχέση με τον κόσμο τούτο, αλλά με τον άκτιστο κόσμο της θείας αλήθειας.
Οι πιστοί περίμεναν υπομονετικά. Οι περισσότεροι φυσικά όρθιοι. Πολλοί συζητούσανε μεταξύ τους, έτσι για να βεβαιώσουνε τις απορίες και τις αμφιβολίες τους. Επειδή όμως η ώρα περνούσε, ο Ευάγριος κινήθηκε για κάποια πρωτοβουλία, μα κανείς δεν αποφάσιζε να ενοχλήσει το Γρηγόριο, στην κατάνυξη που βρισκότανε. Δε γινότανε όμως.
Πιέσανε τον πιο αγαπημένο του διάκο, το Θεόδουλο:
- Πήγαινε μέσα, Θεόδουλε, και με τρόπο θύμησέ του. Πέρασε η ώρα. Ο κόσμος ανυπομονεί, στέκονται όρθιοι.
Ο διάκος μπήκε μετά φόβου, πλησίασε τον ιερό άνδρα, που ήτανε γονατισμένος, του ψιθύρισε ό,τι έπρεπε. Ο Γρηγόριος άργησε να καταλάβει. Γύρισε σιγά - σιγά το κεφάλι του, κοίταξε με απορία. Σε λίγο έδειξε να προσγειώνεται. Στηρίχτηκε στην Αγία Τράπεζα, όρθωσε το κορμί του, έκανε το σημείο του Σταυρού και στράφηκε στην Ωραία πύλη. Ο Θεόδουλος έπιασε ανεπαίσθητο νεύμα, κινήθηκε, τράβηξε το βήλο. Με τρία αβέβαια βήματα στήθηκε στα πεινασμένα μάτια του εκκλησιάσματος. Είχε μιαν ηρεμία θεία. Το πρόσωπό του είχε γίνει απαύγασμα ιερού φωτός.
Μπήκε αμέσως στο θέμα του. Υπενθύμισε αυτά που τους είπε πριν λίγες ημέρες για τον Υιό. Υπογράμμισε τη δυσκολία που έχει ο λόγος για το Άγιο Πνεύμα. Κατηγόρησε αυτούς που απαράσκευοι θεολογούνε γι’ αυτό, υποσχέθηκε να δείξει τι λένε οι Γραφές για το Πνεύμα και μπροστά σε όλους επικαλέστηκε το φωτισμό του Πνεύματος.
Αμέσως άρχισε να τους εξηγεί, ότι αυτά που ισχύουν για τον Πατέρα και τον Υιό ισχύουν και για το Πνεύμα, όπως τα δυο πρόσωπα είναι Θεός και φως αληθινό και ομοούσια έτσι και το Άγιο Πνεύμα. Και τα τρία θεια πρόσωπα έχουνε μία κοινή φύση. Ιδιαίτερο μόνο έχουνε τον τρόπο που υπάρχουν: ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννητός και το Πνεύμα εκπορευτό. Κι ενώ μας αποκαλύφτηκε ο τρόπος που υπάρχουνε, δεν μπορούμε ν’ αναλύσουμε περισσότερο τον τρόπο αυτό. Μπορούμε όμως με διάφορα παραδείγματα να τον προσεγγίσουμε.
Αναγκάζεται να χρησιμοποιεί λέξεις κι εκφράσεις που δεν υπάρχουνε στη Γραφή
Ήξερε απ’ όσα του είχανε πει, το ‘βλεπε τώρα και στα μάτια πολλών ακροατών, πως το μεγάλο τους πρόβλημα είναι τα «άγραφα». Εκείνα που τους εξηγεί είναι «άγραφα». Η Γραφή δηλαδή δε λέει πουθενά ότι το Πνεύμα είναι ομοούσιο και αληθινός Θεός. Ούτε λίγο ούτε πολύ κατηγορούσανε το Γρηγόριο οι αρειανοί ότι:
— Εισάγεις στην πίστη ένα Θεό, που είναι «ξένος» στη Γραφή και «παρέγγραπτος», άγραφος.
Σε πολλές ευκαιρίες τους είχε αναφέρει ο Γρηγόριος τις «μαρτυρίες» της Γραφής, τα πολλά χωρία της που μιλάνε για το Άγιο Πνεύμα. Θα τις αναφέρει και τώρα πιο συστηματικά, γιατί όσα υποστήριζε συνάγονται όλα από τη Γραφή. Θα κάνει όμως και κάτι άλλο, που φοβότανε ως τώρα να κάνει. Φοβότανε ότι δε θα τον καταλαβαίνανε και θα τον παρεξηγούσανε. Αλλά έφτασε ο κόμπος στο χτένι. Δε γινότανε κι αλλιώς, από τη στιγμή που κάποιος από το ακροατήριο φώναξε τη λέξη «άγραφο» για το Άγιο Πνεύμα. Ο μεγάλος θεολόγος ξαφνικά ελευθερώθηκε από τους δισταγμούς και αφέθηκε να φανερώσει τα τρίσβαθα της θεολογίας.
Με φωτισμό προχωρεί πέρα από το γράμμα της Γραφής
- «Άγραφα» και «άγραφα» λες και ξαναλές. Λάθος μεγάλο, αγαπητέ μου. Η Γραφή αναφέρει -και πολύ μάλιστα— όσα λέω για το Πνεύμα. Μόνο που τα καταλαβαίνουν εκείνοι που τη μελετάνε πολύ και με προσευχή. Εκείνοι, που δε στέκονται μόνο στο γράμμα της.
Αυτοί, που χαριτωθήκανε να διασχίσουνε το γράμμα της Γραφής, να σκύψουνε στο βάθος το άπειρο της αλήθειας, που δηλώνει το γράμμα. Αυτοί, αδελφοί μου, που καταυγάζονται από το θείο φως αξιώνονται να δούνε κάτω από το γράμμα «το απόθετο κάλλος», την ωραιότητα της αλήθειας, τον ίδιο δηλαδή το Θεό. Να ποιοι μπορούνε να μιλήσουνε γνήσια και ορθά για το Πνεύμα. Να τι σημαίνει να μελετάς και να ερμηνεύεις τη Γραφή. Να προχωράς πέρα και κάτω από το γράμμα. Το γράμμα δηλώνει την αλήθεια. Αυτή όμως είναι άπειρη και δεν μπορεί να χωρέσει σε καμία λέξη, σε καμία γλώσσα, σε κανένα σχήμα. Και μακάρι να μην είχαμε κακοδοξίες κι αιρέσεις. Θα μας αρκούσαν όσα λέγονται κι εξηγούνται στη Γραφή. Μπορούσαμε να ζήσουμε και να σωθούμε μ’ αυτά. Δε μας αφήνουν όμως οι κακοδοξίες. Και πρέπει γι’ αυτό να εξηγήσουμε ευρύτερα την αλήθεια, περισσότερο απ’ όσο εξηγείται με το γράμμα της Γραφής. Και το κάνουμε αυτό διασχίζοντας το γράμμα και πηγαίνοντας βαθύτερα στην αλήθεια, αλλά στην ίδια πάντοτε αλήθεια. Πρόκειται πάντοτε για την ίδια αλήθεια, τη δηλωμένη στη Γραφή αλήθεια. Και η διάσχιση του γράμματος, η αναζήτηση του βάθους, γίνεται μόνο με την καθοδήγηση του ίδιου του Αγίου Πνεύματος.
Με τα λόγια τούτα περίμενε πως θα καθησυχάσει τους ακροατές του. Έγινε το αντίθετο. Δε μιλούσανε, μα ο Γρηγόριος είδε στα μάτια τους χίλια ερωτηματικά:
- Πώς δεν αρκεί για μας η Γραφή; Ποιος μας λέει ότι το Άγιο Πνεύμα φωτίζει τον άνθρωπο να προχωράει πέρα από το γράμμα; Ότι μπορεί να πει κάτι για την αλήθεια, που δε δηλώνεται ρητά με το γράμμα της Γραφής; Και, επιτέλους, γιατί δεν τα είπε όλα ο Κύριος όσο ήτανε στη γη;
Θέλοντας και μη έπρεπε να δώσει απάντηση που δεν ήταν εύκολη. Χρειαζότανε και πολλές εξηγήσεις. Πίεσε τον εαυτό του και προσπάθησε να βάλει σε τάξη τα πρέποντα και να τα δώσει με συντομία. Έπρεπε να πάρει το θέμα από την αρχή:
- Πολύ παραξενευτήκατε με όσα είπα. Όφειλα όμως να τα πω. Κρίσιμο το θέμα, κρίσιμη εποχή, βαθιά και η θεολογία. Τέτοιες ώρες σε τέτοια θέματα δεν αρκούν οι προτροπές και οι εύκολες εξηγήσεις. Προσέξτε με τώρα πάλι. Θα σας οδηγήσω πιο βαθιά. Θα βρούμε το θεμέλιο, πάνω στο όποιο στηρίζονται όσα είπα. Εκείνα δηλαδή για το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, με τον οποίο προχωράει ο χαρισματούχος θεολόγος πέρα και κάτω από το γράμμα της Γραφής. Που αποκτά εμπειρία της αλήθειας ευρύτερη από κείνη που έχουνε οι άλλοι.
Ο Θεός αποκαλύπτει σταδιακά
Το ενδιαφέρον, ιδιαίτερα των μορφωμένων, έγινε πιο έντονο. Μαθημένοι γενικά στην προσκόλληση στο γράμμα της Γραφής, είχανε καταντήσει σαν τους Ιουδαίους. Αυτοί λατρεύανε το γράμμα κι ούτε καν υποπτεύονταν το πνεύμα της Γραφής. Τώρα ο Γρηγόριος δοκιμάζει να τους ανοίξει τα μάτια, να δούνε καθαρά την πορεία της θείας οικονομίας και ιδιαίτερα τη δράση του Αγίου Πνεύματος:
— Δύο ριζικές αλλαγές γίνανε στον κόσμο. Έπειτα ήρθε και τρίτη. Όλες μοιάζουνε με σεισμούς που ταρακούνησαν και μεταμόρφωσαν τον κόσμο. Φυσικά, του Θεού και οι τρεις. Ποιες είναι; Οι δύο Διαθήκες και η δράση του Αγίου Πνεύματος από την Πεντηκοστή και μετά. Γιατί τις λέω αλλαγές, «μεταθέσεις» και «σεισμούς»; Διότι στην πρώτη, διδάχτηκε ο κόσμος για τον ένα Θεό κι έτσι άφησε τα είδωλα. Δηλαδή με την Παλαιά Διαθήκη αφαιρούνται τα είδωλα, οι ειδωλολάτρες γίνανε ιουδαίοι, λατρέψανε τον αληθινό Θεό. Κρατήσανε όμως τις θυσίες ζώων. Στη δεύτερη, ενανθρώπηση ο Κύριος, δίδαξε για τον εαυτό του και υποσχέθηκε να στείλει το Άγιο Πνεύμα. Αυτά γίνανε στην Καινή Διαθήκη, που με τη σειρά της αφαίρεσε κάτι· κατάργησε τις θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης. Τώρα πια το στάδιο της θείας οικονομίας είναι τέλειο. Ό,τι έδωσε ο Κύριος με την Καινή Διαθήκη είναι οριστικό και αμετάβλητο. Αυτό που θα ’ρθει μετά, με τη δράση του Αγίου Πνεύματος, δε θα ’χει αφαίρεση κάποιου στοιχείου από την Καινή Διαθήκη, ούτε, θα είναι αλήθεια νέα, άγνωστη και αντίθετη στην αποκάλυψη του Κυρίου. Στους δυο, λοιπόν, σεισμούς είχαμε και αφαιρέσεις, καταργήσεις. Η Παλαιά Διαθήκη δηλαδή κατάργησε τα είδωλα και η Καινή Διαθήκη κατάργησε τις θυσίες ζώων.
Οι πιο θερμόαιμοι δεν είχανε υπομονή και είπανε φωναχτά τις απορίες τους:
- Γιατί ο Θεός δεν έκανε την αλλαγή μια και καλή; Κι αφού με την Πεντηκοστή δεν έχουμε αφαιρέσεις και καταργήσεις, τι έχουμε;
Από το σημείο τούτο γινότανε ακόμη πιο δύσκολη η θεολογία. Ο Γρηγόριος, παρά τους δισταγμούς του, προχώρησε. Άλλοι θα καταλάβαιναν κι άλλοι όχι. Αυτός έπρεπε να δώσει λόγο, να κοινοποιήσει τη γνώση που έλαβε από το Άγιο Πνεύμα:
— Έχουμε από το Θεό την τακτική αυτή, δηλαδή τη σταδιακή αποκάλυψη και φανέρωση της αλήθειας, γιατί ο άνθρωπος είναι και αδύνατος και ελεύθερος. Με μιας δεν μπορούσε να τα καταλάβει και να τ’ αφομοιώσει όλα. Θα πάθαινε πνευματικό κορεσμό, θα βαρυστομάχιαζε. Δε θ’ αφομοίωνε, δηλαδή, δε θα συνειδητοποιούσε την αποκαλυμμένη αλήθεια. Και ως ελεύθερος πάλι, χρειαζότανε χρόνο, προετοιμασία για να δεχτεί ελεύθερα, με τη θέλησή του, όσα του αποκαλύπτονταν σταδιακά. Ο Θεός δεν εξαναγκάζει.
Έπρεπε όμως να τους εξηγήσει και τη διαδικασία, που ακολουθείται από την Πεντηκοστή και μετά: Προσπάθησε όσο γίνεται ν’ απλουστεύσει:
- Είπαμε, ότι στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη έχουμε αφαιρέσεις, καταργήσεις. Εδώ, αντίθετα, έχουμε «προσθήκες». Από την Πεντηκοστή και μετά η σταδιακή πορεία της θείας οικονομίας προχωρεί με προσθήκες, όχι πλέον αφαιρέσεις. Διότι όσα έχουμε στην Καινή είναι γνήσια και οριστικά. Και για να καταλάβετε την τακτική των προσθηκών, σας επισημαίνω τούτο:
Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός Πατέρας αποκαλύφτηκε με σαφήνεια, «φανερώς», ενώ ο Υιός αμυδρά, ελάχιστα. Η Καινή φανέρωσε τον Υιό και μόνο «υπέδειξε» τη θεότητα του Πνεύματος. Τώρα όμως το Πνεύμα, που πλέον ενεργεί σε μας, δηλαδή στην Εκκλησία, φανερώνει σαφέστατα ό,τι για το ίδιο το Πνεύμα λέχθηκε στην Καινή, χωρίς ν’ αλλάζει κάτι από αυτά που λεχθήκανε κει. Βλέπετε πώς το φως της Αγίας Τριάδας καταυγάζει την ανθρωπότητα σταδιακά; Με τις προσθήκες έχουμε «προόδους» και «προκοπή» στη θεία δόξα. Αυτό ισχύει και για τους μαθητές του Κυρίου. Σταδιακά δεχτήκανε το φωτισμό και προοδευτικά καταλάβανε την αλήθεια.
Σε άλλους τα λόγια τούτα φανήκανε λογικά και σε άλλους περίεργα. Δεν είχε και ο Γρηγόριος αυταπάτες. Ανάγκη πάσα να στηρίξει όλ’ αυτά στη Γραφή. Και το έκανε με σαφήνεια μοναδική, που δεν είχε ξαναγίνει στην Εκκλησία:
— Μην αμφιβάλλετε, αγαπητοί μου. Τις προσθήκες, για τις οποίες μίλησα, τις υποσχέθηκε ο ίδιος ο Κύριος. Θυμηθείτε μόνο τι έλεγε στους Αποστόλους, όταν πια έφτανε η ώρα των Αγίων παθών του. Και τι ακριβώς τους υποσχέθηκε; Ότι, όταν φύγει από τη Γη, θα τους στείλει τον Παράκλητο, το Άγιο Πνεύμα. Γιατί; Για να τους ενισχύει, να τους παρηγορεί. Μα και για έναν ακόμη λόγο, πολύ σπουδαίο. Ο Κύριος τους είπε, ότι έχω κι άλλα πολλά να σας διδάξω, άλλα τώρα δεν μπορείτε να τα καταλάβετε. Το Άγιο Πνεύμα που θα στείλω, αυτό θα σας διδάξει και θα σας φωτίσει. Και θα σας εξηγήσει όλα όσα εγώ σας είπα. Αυτό θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια (βλέπε Ίωάν. 14, 25-26 και 16, 12-14). Προσέξτε καλά τους λόγους του Κυρίου. Άφησε τους Αποστόλους να καταλάβουνε ότι το Άγιο Πνεύμα θα συνεχίσει το έργο του Κυρίου. Δε θα παρουσιάσει όμως διδασκαλία αντίθετη από του Κυρίου. Θα συνεχίσει στην ίδια γραμμή. Θα διαφωτίσει εκείνα που λέγονται και αποκαλύπτονται στην Καινή Διαθήκη. Μια, λοιπόν, από τις διδασκαλίες - αλήθειες, που ο Κύριος δεν είπε - επεξήγησε στους Αποστόλους-, είναι η περί της θεότητας του Αγίου Πνεύματος. Αυτήν μας τη δίνει τώρα με το φωτισμό του το ίδιο το Άγιο Πνεύμα. Μπορεί πρόσφατα και άλλοι να φωτίστηκαν για τη θεότητα του Πνεύματος, μα εγώ θα την ομολογώ πάντα και είμ’ έτοιμος να θυσιαστώ γι’ αυτήν, διότι την έχω κυριολεκτικά με «έλλαμψιν» του Αγίου Πνεύματος. Αυτό με οδήγησε κει, αυτό μου φανέρωσε τη θεότητά του. Γι’ αυτό, αδελφοί μου, κρατώ τη διδασκαλία τούτη ως δώρο θείο. Μ’ αυτήν ζω και μ’ αυτήν θα πεθάνω, δοξάζοντας και προσκυνώντας τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, που έχουν μια κοινή θεότητα.
Τέλειωσε και την ομιλία του για το Άγιο Πνεύμα. Έκανε με το παραπάνω το καθήκον του ως διδάσκαλος. Ηρέμησε. Δυο - τρεις ημέρες περάσανε γαλήνιες. Κάτι συνέβη όμως, που δεν το γνωρίζουμε. Κάποιες συζητήσεις, κάτι αντιρρήσεις. Και την επόμενη Κυριακή έκρινε ότι πρέπει να επανέλθει στο θέμα της θεολογίας. Ποιος πρέπει να θεολογεί και πότε να θεολογεί (Λόγος Κ').
Έτσι, ξανατόνισε στο ναό της Αναστασίας:
— Αλίμονο σ’ όποιον θεολογεί χωρίς καθαρότητα και άσκηση. Προσπαθώ, κι επιθυμία μου είναι να γίνω μέσα μου πεντακάθαρος καθρέφτης, για να καθρεφτιστεί εκεί ο Θεός, η αλήθεια.
Κι επειδή έβλεπε στο ακροατήριο κάποιον ζηλωτή, που χωρίς φόβο μίλαγε για οποιοδήποτε σημείο της αλήθειας, σταμάτησε το λόγο και του είπε:
— Θες κάποτε και εσύ να γίνεις θεολόγος; φύλαγε τις θείες εντολές, πορέψου εφαρμόζοντας τα προστάγματα του Κυρίου. Και μην ξεχνάς ποτέ, για να ζήσεις τη θεωρία, θα περάσεις από την πράξη. Πρώτα η άσκηση κι έπειτα έρχεται η θεοπτία.
(Στυλιανού Παπαδόπουλου, Ο πληγωμένος αετός, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 214-222)
(Στυλιανού Παπαδόπουλου, Ο πληγωμένος αετός, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 272-278).
Η παραίτηση που τον έκανε πιο μεγάλο (στη Β Οικουμενική Σύνοδο το 381 μ.Χ.).
Γύρω του μαζεύτηκαν πολλοί επίσκοποι. Άλλοι χαρούμενοι, άλλοι κρυψίνοες κι άλλοι για να μάθουνε τα σχέδιά του. Κανείς όμως δεν ήξερε τι θ’ ακολουθήσει, ούτε κι ο ίδιος. Ο Γρηγόριος, πρώτη φορά, ήτανε στη συνεδρία, από την ημέρα που ήρθανε καθυστερημένα οι μακεδόνες και οι αιγύπτιοι επίσκοποι. Και με όσα τους είχε εξηγήσει, έμενε μάλλον με την εντύπωση, ότι δε θα επιμένανε να δημιουργούν εις βάρος του προβλήματα, να μιλάνε για δήθεν αντικανονικότητά του.
Στην κανονισμένη ώρα οι μεγάλες πόρτες του ναού κλείσανε. Οι συνοδικοί, όλοι παρόντες. Και λίγοι νοτάριοι, κληρικοί και αυτοί. Οι λοιποί κληρικοί και οι λαϊκοί, όπως για κάθε συνεδρία, μένανε στο προαύλιο. Ο πρόεδρος της Συνόδου, απλός αλλά κι επιβλητικός, σηκώθηκε, στράφηκε προς το ιερό Βήμα και άρχισε η προσευχή, σύντομη δέηση.
Κάθισε πάλι στην κεντρική θέση της έδρας. Πήρανε τις θέσεις τους και οι εκατόν πενήντα επίσκοποι. Οι νοτάριοι του φέρανε τις επίσημες περγαμηνές, που είχαν ετοιμάσει. Έριξε μια ματιά και σηκώθηκε. Καλωσόρισε τους νεοφερμένους επισκόπους ζήτησε συγγνώμη, που ένεκα της αρρώστιας έλειψε από μερικές συνεδρίες. Μετά, κήρυξε την έναρξη της συνεδρίας. Ένας επίσκοπος ανέλαβε από μέρους όλων να του ευχηθεί περαστικά.
Ημερησία διάταξη καθορισμένη δεν υπήρχε. Αρχίσανε, λοιπόν, οι συζητήσεις που μόνο με συζητήσεις δεν μοιάζανε. Ο πρώτος μόνο ζήτησε το λόγο κανονικά. Ακολουθήσανε άλλοι χωρίς τάξη και σειρά. Μιλάγανε για πολλά και οι θερμοκέφαλοι ερεθίσανε τα πνεύματα. Ο Γρηγόριος, ενώ άρχισε την ήμερα ευδιάθετος, μέσα στην αναταραχή και τη σύγχυση τούτη μελαγχολούσε. Προσπάθησε πάλι και πάλι —όχι όμως με αυστηρό τρόπο— να επιβάλει την τάξη. Κατάφερε λίγα πράγματα.
Προχωρώντας η ώρα, οι αυτοσχέδιοι και ασύνετοι ρήτορες εκτονώνονταν και κάθονταν. Τότε, ξεχώρισαν οι φωνασκούντες για το θέμα, που αφορούσε προσωπικά το Γρηγόριο. Αυτοί μιλάγανε και από την αρχή, αλλά πιο συγκρατημένα. Τώρα ξεσπαθώσανε και προσπαθούσανε να προσεταιριστούν πολλούς συνέδρους. Και ο Γρηγόριος, μόλις εκείνη τη στιγμή, κατά τις δέκα η ώρα, συνειδητοποίησε ότι η πιο μεγάλη φασαρία γινότανε για το αν ήτανε ή δεν ήτανε κανονικός επίσκοπος Κωνσταντινούπολης.
Φυσικά, οι φωνασκούντες λέγανε και ξαναλέγανε ότι δεν ήτανε κανονικός και ότι κάτι θα ’πρεπε να γίνει. Αλλά να γίνει τί; Να επανεκλεγεί ο Γρηγόριος; Να ζητήσουνε οι ανατολικοί επίσκοποι συγγνώμη, που δε ρωτήσανε τους αιγύπτιους και τους μακεδόνες (και σε τελευταία ανάλυση τους δυτικούς) για την ενθρόνιση του Γρηγορίου; Να παραιτηθεί ο Γρηγόριος; Λύση δεν προτείνανε. Μένανε μόνο στις προκλήσεις, τα υπονοούμενα και τη σύγχυση. Οι σταθεροί φίλοι του Γρηγορίου βρεθήκανε σε δεινή θέση. Ελπίζανε ότι με την παρουσία του, στην έδρα του προέδρου, οι θερμόαιμοι θα συγκρατούνταν. Μάταια. Περίμεναν από κείνον μια κίνηση, ένα νεύμα, για το πώς θα κινηθούν να τον βοηθήσουν, πώς να βοηθήσουνε την ίδια την Εκ¬κλησία.
Και ο Γρηγόριος τι έκανε, τι ένιωθε την ώρα τούτη; Για λίγο έμεινε άδειος. Ούτε σκεπτότανε ούτ’ αισθανότανε. Λες κι όλα τούτα δεν τον αφορούσαν. Οι φωνές, όμως, των αντιρρησιών και τα μάτια των φίλων, πού τον ρωτούσαν επίμονα, τον έβγαλαν από το αβυσσαλέο κενό.
Ανασήκωσε λίγο το κεφάλι, ζωήρεψαν τα μάτια κι έδειξαν ανησυχία. Ζητούσε διέξοδο, ποια στάση να τηρήσει. Καθισμένος, έδειξε να σαλεύει ελαφριά. Έμοιαζε αναποφάσιστος. Να σηκωθεί, να μη σηκωθεί. Τα δευτερόλεπτα για τον ίδιο και τους φίλους γίνανε χρόνια. Η αγωνία τσάκιζε τα πρόσωπα, περόνιαζε τις καρδιές. Εκείνος; Εκείνος δευτερόλεπτο με δευτερόλεπτο γαλήνευε. Γαλήνευε όλο και πιο πολύ. Απρόσμενα το έντονα κυρτό σώμα του ορθώθηκε. Οι φίλοι αναπνεύσανε. Στηρίχτηκε με τα δυο του χέρια στα καλλιτεχνημένα χερούλια του θρόνου του και αργά - αργά σηκώθηκε. Τα μάτια του ακόμη στραμμένα μέσα του.
Μόλις πήρε την κανονική θέση, ύψωσε την ιερή κεφαλή, τα μάτια έπεσαν ευθεία στους επισκόπους. Οι ασύνετοι το μόνο που κατάλαβαν ήτανε ότι έπρεπε να σιωπήσουν. Οι άλλοι ζήσανε τη φωτεινότητα του κάτισχνου προσώπου. Ήσανε πολλές αυγές μαζί δεν μπορούσε παρά ν’ ακτινοβολήσει αλήθεια. Κι όλοι τους αποσβολωμένοι ανοίξανε τις καρδιές. Δεν ξέρανε τι τους περίμενε, τι θα τους έλεγε. Μα ό,τι και να ’τανε θα ’τανε ιερό και μεγάλο.
Ο Γρηγόριος, πληγωμένος μα πάντα μεγάλος αετός του Πνεύματος, αναμέτρησε στα λίγα λεπτά τη σύγχυση, έβαλε τον εαυτό του εδώ, τον έβαλε κει, πουθενά δεν ηρεμούσε. Άδραξε, λοιπόν, την ευκαιρία. Τον αμφισβητούσανε κάποιοι; αυτός θα έφευγε. Την Ορθοδοξία έτσι κι αλλιώς την είχε στεριώσει, η θεολογία του γινότανε πίστη και ζωή όλο κι ευρύτερα στην οικουμένη. Για το λαό του δεν έπρεπε ν’ ανησυχεί πολύ. Τη νύχτα που πέρασε του είχε μιλήσει το Άγιο Πνεύμα και του ’χε πει, ότι ο λαός της Κωνσταντινούπολης θα προκόψει πολύ στην πίστη.
Τώρα, καιρός πια να ελευθερωθεί! Ένιωθε ότι έφτασε η ώρα να σπάσει τα δεσμά. Η καρδιά του άκουγε κιόλας το σπάσιμο.
Ήρεμα, έτσι όπως ατένιζε όλους, στη μέση της Αγίας Ειρήνης, άνοιξε το στόμα του χάριν της ειρήνης:
— Πατέρες ιεροί, συναχθήκατε δω για το θέλημα του Θεού. Υψωθείτε με την ψυχή στα υψηλά. Και μη στενοχωριέστε για τη δική μου θέση. Αν θα ’μαι πρώτος, αν θα ’μαι τελευταίος. Δεν έχει σημασία. Εδώ πρόκειται για την Εκκλησία και την ειρήνη της. Θάλασσα φουρτουνιασμένη καταντήσαμε, το βλέπετε καθαρά. Ομονοείστε σεις κι αφήστε μένα. Το αποφάσισα, για το κοινό καλό γίνομαι Ιωνάς. Πέφτω εγώ στη θάλασσα, όπως ο Προφήτης, αν και δεν έφερα εγώ τη φουρτούνα. Ειμ’ έτοιμος, μη διστάζετε, ρίξτε με στη θάλασσα, να πέφτω μόνος μου, αρκεί να ειρηνεύσετε, να σκεφτείτε μόνο την Εκκλησία!
Όσοι άκουγαν παγώσανε. Οι καρδιές τους, αγκυλωμένες και άδειες. Τα χάσανε και οι ασύνετοι, δεν καταλάβαιναν, δεν πίστευαν.
— Ναι αδελφοί μου, παραιτούμαι —συνέχισε ό Γρηγόριος— φεύγω. Παραδίδω και θρόνο και προεδρία. Τιμή μου, αφού έτσι βοηθώ την Εκκλησία, αφού έτσι θα πάψετε, πιστεύω, να φιλονικείτε. Ακόμα και το άρρωστό μου σώμα μου λέει να παραιτηθώ.
Οι σύνεδροι, όλοι χωρίς εξαίρεση, μοιάζανε κεραυνοβολημένοι. Δύο - τρεις, που δείξανε με τα μάτια να ρωτούν, κάνανε τον ιερόν άνδρα να συνεχίσει:
— Είμαι δω, στο θρόνο της πρωτεύουσας και στην προεδρία, μα όλοι ξέρετε ότι εδώ μ’ έφεραν άλλοι. Δεν αγάπησα το θρόνο και να ’στε σίγουροι ότι τον αποχαιρετώ με χαρά. Όσο μπόρεσα προσέφερα, στην αρχιεπισκοπή και στη Σύνοδο. Φεύγω τώρα, όμως η σκέψη και η γλώσσα μου θα ’ναι πάντα για την πανίερη Τριάδα μου. Με ζήλο θα υπερασπίζομαι την Αγία Τριάδα. Σας αποχαιρετώ, αδελφοί, σας εύχομαι υγεία και σας παρακαλώ για ένα: να θυμάστε τους κόπους μου κι όσα εδώ υπέφερα για την Ορθοδοξία.
Νόμιζε ότι τα είπε όλα, μα κάτι τον κέντησε μέσα του και πρόσθεσε με παράπονο:
— Ακόμα κάτι, αδελφοί μου. Αν βρείτε άλλον Γρηγόριο για το θρόνο, να τον λυπηθείτε περισσότερο απ’ όσο εμένα. Αυτά, λοιπόν, και να ειρηνεύετε.
Όλα τελειώσανε. Η μεγαλειώδης παραίτηση ανάλογη προς το μεγαλείο του πνευματέμφορου άνδρα. Τα τελευταία του λόγια ράψανε τα στόματα των συνέδρων. Άφωνοι όλοι, χωρίς εξαίρεση.
Δίλημμα ιερής καρδίας
Ο Γρηγόριος, ολύμπιος, ελευθερωμένος από εξουσία και τιμές, στράφηκε προς το ιερό Βήμα, έκανε το σταυρό του, πρόφερε εις επήκοο λίγα λόγια προσευχής και γύρισε να φύγει. Αργά, λες και είχε κάνει την πιο μεγάλη του πράξη, κατέβηκε από την έδρα. Και χωρίς άλλο, γαλήνιος, φωτεινός, προχώρησε για την έξοδο. Κανείς δεν τόλμησε να πει κάτι, κανείς δεν πρόλαβε να συνέλθει. Αυτοί που τον τιμούσαν ήτανε, βέβαια, πολλοί και θα μπορούσανε να τον κρατήσουν στις υψηλές του θέσεις. Έφτανε μια κουβέντα να πούνε στον αυτοκράτορα και κείνος θα έπειθε τους δύστροπους χάριν του Γρηγορίου. Ξέρανε όμως ότι για κάτι τέτοιο έπρεπε να πει ναι και ο ίδιος. Και νιώθανε βαθιά μέσα τους ότι ο Γρηγόριος δεν το ήθελε, ότι πια ήτανε αποφασισμένος. Και δεν αποτόλμησαν, άλλωστε δεν προλαβαίνανε, πρόλαβε ο ίδιος.
Στην έξοδο της Αγίας Ειρήνης ο μεγάλος παραιτημένος κοντοστάθηκε. Τρέξανε κοντά του ο Θεόφιλος και ο Εύπράξιος. Τους έδειξε το ισόγειο μικρό δωμάτιο δίπλα στο επισκοπείο. Εκεί τον πήγαν κι έμεινε μέσα μόνος του. Ο Εύπράξιος ετοίμασε τη μικρή άμαξα και περίμενε έξω από την πόρτα.
Στο μεταξύ διαλύθηκε η συνεδρία, οι επίσκοποι βγήκανε οι περισσότεροι έξω, αναζητήσανε με τα μάτια που πάει ο Γρηγόριος. Το μούδιασμα της πρώτης ώρας τους έφυγε, συζητούσανε χαμηλόφωνα — λες να μην ταράξουνε τη μεγαλειώδη κατάνυξη, που δημιούργησαν οι λόγοι και η απόφαση του Γρηγορίου. Πολλοί δείχνανε κιόλας μετανοιωμένοι για την αντίδρασή τους προς το Γρηγόριο —δεν περιμένανε να φτάσει ως την παραίτηση. Άλλοι κακίζανε τους εαυτούς τους, που δε σηκωθήκανε αμέσως, μέσα στο ναό, να ζητήσουνε να πάρει πίσω την παραίτησή του.
Αλλά και ο κόσμος, χριστιανοί κι εθνικοί, φτάνανε Αμέτρητοι γύρω από την Αγία Ειρήνη. Η Αναστάτωση, η απογοήτευση από τη συνειδητοποίηση του κενού, προκαλούσανε σύγχυση.
Ο ιερός άνδρας καθότανε σκεφτικός, σ’ ένα μικρό σκαμνί. Κρατούσε το κεφάλι του στα δυο του χέρια και χωρίς ειρμό αναλογιζότανε την πράξη του. Δυο αισθήματα παλεύανε μέσα του, ποιο ν’ απλωθεί περισσότερο στην καρδιά του. Η χαρά κύλαγε δυνατή μέσα του, γιατί έστω και προσωρινά σταμάταγαν τα βάσανά του. Έτρεχε όμως ξωπίσω και η λύπη, γιατί νους και καρδιά πήγανε στο ποίμνιό του. Πήγε σε κείνους που συγκρότησε στην Ορθοδοξία, σ’ εκείνους τους όποιους έκανε ορθόδοξους και σ’ όλους που έθρεψε με τη θεολογία του. Τους είχε αγαπήσει, γίνανε σώμα του και τώρα έπρεπε να τους αποκόψει, να τους εγκαταλείψει. Αυτό του έφερνε πόνο δυνατό. Σκέφτηκε όμως και τον πόνο που του δημιουργούσανε οι μηχανορραφίες και ζήτησε ασυναίσθητα να ισορροπήσει. Έπειτα, πλημμύρισε η καρδιά του από ’να πικρό παράπονο:
— Πώς έγινε, αναλογίστηκε, πώς έγινε με τους επισκόπους; Εύκολα μ’ ενθρονίσανε κι εύκολα μ’ εκθρονίσανε, αφού εύκολα δεχτήκανε την παραίτησή μου. Ούτ’ ένας δε σηκώθηκε να με κρατήσει, να μην παραιτηθώ. Δεν είμαι, λοιπόν, τίποτα; για όλους τίποτα; Τι να γίνει, έτσι μ’ ανταμείψανε για όσα έκανα, για όσα έπαθα.
Συνέχισε βουβός να συλλογίζεται. Και η καρδιά του πότε βάραινε και πότε ελάφρωνε. Ο νους του έτρεχε στα σχεδόν τρία χρόνια, που εργάστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Έψαχνε να θυμηθεί κάποιο σημαντικό του λάθος. Έφτασε στην εποχή που ήρθε στην πρωτεύουσα ο αυτοκράτορας. Προσπάθησε να θυμηθεί, μήπως φέρθηκε σ’ αυ¬τόν δουλικά. Μήπως για εύνοια βασιλική του φίλησε το χέρι, όπως κάνανε οι επίσημοι όλοι. Μήπως έστειλε φίλους του άρχοντες να ζητήσουνε χάρες για το Γρηγόριο, μήπως χάρισε χρυσό στον αυτοκράτορα, μήπως πηγαινοερχότανε στ’ ανάκτορα για να εξασφαλίσει το θρόνο του.
Τίποτα άπ’ όλα αυτά δεν έκανε. Στάθηκε στο ύψος του πιο ιερού και τίμιου επισκόπου. Γι’ αυτό και τον εκτιμούσανε απεριόριστα στο παλάτι, από τον αυτοκράτορα, τον έπαρχο, τους δικαστές, τους συγκλητικούς και τους άλλους αξιωματούχους. Όλοι χωρίς εξαίρεση, χριστιανοί κι εθνικοί ειδωλολάτρες.
Κάποια στιγμή, με όλη τούτη την αυτοεξέταση, ένιωσε ανακούφιση. Όρθωσε το κεφάλι του, κοίταξε γύρω του. Θυμήθηκε που βρισκόταν και χωρίς βιασύνη σηκώθηκε...
(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Δ, σελ. 706-711)
VII. Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ: 1202−4.
Η Τρίτη Σταυροφορία ηλευθέρωσε την ‘Ακρην, άφησε όμως την Ιερουσαλήμ εις χείρας των απίστων. Το αποτέλεσμα ήτο αποθαρρυντικόν δια την εκστρατείαν εκείνην, εις την οποίαν έλαβαν μέρος οι μεγαλύτεροι βασιλείς της Ευρώπης. Ο πνιγμός του Βαρβαρόσσα, η φυγή του Φιλίππου - Αυγούστου, η αποτυχία του Ριχάρδου, αι ραδιουργίαι των χριστιανών Ιπποτών εις την Ιεράν Γήν, αι έριδες μεταξύ Ναϊτών και Ιωαννιτών και η ανανέωσις του πολέμου μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, συνέτριψαν την υπερηφάνειαν της Ευρώπης και εξησθένησαν την εμπιστοσύνην του χριστιανικού κόσμου εις την Θεολογίαν του. Ο πρόωρος όμως θάνατος του Σαλαδίνου και ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας του ανεπτέρωσαν τας ελπίδας των Χριστιανών.
Ο Ιννοκέντιος ο Γ' (1198-1216) εζήτησε, μόλις ανήλθεν εις τον παπικόν θρόνον, να καταβάλουν νέαν προσπάθειαν, ο δε Φούλκων του Νεϊγύ, απλούς Ιερεύς, εκήρυξε την Τετάρτην Σταυροφορίαν εις τα πλήθη και εις τους βασιλείς. Τα αποτελέσματα όμως ήσαν αποθαρρυντικά. Ο αυτοκράτωρ Φρειδερίκος ο Β' ήτο παιδί τεσσάρων μόλις ετών, ο Φίλιππος—Αύγουστος εσκέπτετο ότι μια Σταυροφορία αρκούσε δια μιαν ανθρώπινον ζωήν και ο Ριχάρδος ο Α' ελησμόνησε τας τελευταίας λέξεις που απηύθυνε προς τον Σαλαδίνον και ήρχισε να γέλα όταν ήκουσε τας εκκλήσεις που του απέστειλε ο Φούλκων. «Με συμβουλεύεις—του είπε—να απαρνηθώ τας τρεις θυγατέρας μου, την υπερηφάνειαν, την φιλαργυρίαν και την ακολασίαν. Τας κληροδοτώ εις εκείνους που τας αξίζουν: την υπερηφάνειάν μου εις τους Νοίτας, την φιλαργυρίαν μου εις τους μοναχούς του Σιτώ και την ακολασίαν μου εις τους ιεράρχας». Ο Ιννοκέντιος όμως επέμεινε. Υπεστήριζε ότι ενδεχομένη εκστρατεία εναντίον της Αιγύπτου θα επετύγχανε χάρις εις την Ιταλικήν κυριαρχίαν της Μεσογείου και ότι θα ήτο ευχερές να φθάσουν εις την Ιερουσαλήμ, έχοντες ως βάσιν την πλουσίαν και εύφορον Αίγυπτον. ΄
Υστερα από πολλάς διαπραγματεύσεις, η Βενετία εδέχθη έναντι 85.000 αργυρών μάρκων (περίπου 8.500.000 δολλάρια), να εξασφαλίση την μεταφοράν 4.500 Ιπποτών με τους ίππους των, 9.000 ακολούθων, 20.000 πεζών και τροφίμων δι’ εννέα μήνας. Θα παραχωρούσε επίσης 40 γαλέρας, αλλά υπο τον όρον ότι το ήμισυ της λείας θα περιήρχετο εις την Δημοκρατίαν της Βενετίας. Οι Βενετοί άλλωστε δεν είχαν πρόθεσιν να επιτεθούν κατα της Αιγύπτου, διότι εκέρδιζαν πολλά χρήματα εξάγοντες εις την Αίγυπτον ξυλείαν, σίδηρον και όπλα και εισάγοντες από εκεί δούλους, δεν επροτίθεντο δε να θέσουν τέρμα εις το εμπόριον των με την διεξαγωγήν πολέμων, ούτε να μοιρασθούν τα κέρδη των με την Πίζαν ή την Γένουαν. Ενώ διεπραγματεύοντο με τους Σταυροφόρους, έκλεισαν μυστικήν συνθήκην με τον Σουλτάνον της Αιγύπτου, εγγυώμενοι ότι η χώρα του δεν θα υφίστατο καμμίαν εισβολήν (1201). Ο σύγχρονος χρονογράφος Ερνούλος ισχυρίζεται ότι οι Βενετοί έλαβαν γενναίον φιλοδώρημα διά να αποτρέψουν την Σταυροφορίαν εναντίον της Παλαιστίνης.
Κατα το θέρος του 1202, οι νέοι σταυροφόροι συνεκεντρώθησαν εις την Βενετίαν. Μεταξύ αυτών ήσαν ο μαρκήσιος Βονιφάτιος του Μομφεράτου, ο κόμης Λουδοβίκος του Μπλουά, ο κόμης Βαλδουίνος της Φλάνδρας, ο Σίμων του Μονφόρ, διάσημος από τον αγώνα του εναντίον των Αλβιγίων και πολλοί άλλοι ευγενείς, όπως ο Γοδεφρείδος ο Βιλλαρδουίνος (1160 - 1213), αρχιστράτηγος της εκστρατείας, ο οποίος όχι μόνον θα έπαιζε σημαντικόν ρόλον εις την διπλωματίαν και τας εκστρατείας της Τετάρτης Σταυροφορίας, αλλά και θα προσπαθούσε να περικλείση την σκανδαλώδη ιστορίαν του εις τα απομνημονεύματά του που σημειώνουν την απαρχήν της γαλλικής φιλολογικής πεζογραφίας. Η Γαλλία, όπως συνήθως προσέφερε τα περισσότερα εις την Σταυροφορίαν. Όλοι έπρεπε να συνεισφέρουν, αναλόγως προς την περιουσίαν των δια την συγκέντρωση των 85.000 μάρκων που έπρεπε να πληρωθούν εις την Βενετίαν δια την συνδρομήν της. 'Ελειπαν όμως από το συνολικόν ποσόν 34.000 μάρκα.
Τότε ο Ερρίκος Δάνδολος, ο σχεδόν τυφλός δόγης «με την μεγάλην καρδιά», με το κύρος των ενενήντα τεσσάρων έτων του, επρότεινε να απαλλάξουν τους Σταυροφόρους από την οφελήν των εαν εκείνοι, βοηθούσαν την Βενετίαν να καταλάβη την Ζάραν. Ο λιμήν αυτός, της Αδριατικής μετα την Βενετίαν, είχε κατακτηθή από αυτήν εις τα 998, επανεστάτησε συχνά και υπετάγη εκ νέου, ανήκε δε τότε εις την Ουγγαρίαν και αποτελούσε την μόνην διέξοδον της χώρας προς την θάλασσαν. Ο πλούτος και η ευημερία της ανησυχούσαν τους Βένετους, οι οποίοι έφο- βούντο τον ανταγωνισμόν της εις τας αγοράς της Αδριατικής. Ο Ιννοκέντιος ο Γ' κατήγγειλε την πρότασιν ως κακοήθη και ηπείλησε να αφορίση εκείνους που θα συμμετείχαν.
Αλλά η φωνή και του ισχυροτέρου εκ των παπών δεν μπορούσε να ακουσθή όταν την έπνιγε ο θόρυβος του χρυσού. Οι συνησπισμένοι στόλοι προσέβαλαν την Ζάραν, την κατέλαβαν∙ εντος πέντε ημερών και την ελεηλάτησαν. Οι Σταυροφόροι απέστειλαν τότε πρεσβείαν εις τον πάπαν διά να τους δώση άφεσιν αμαρτιών, αυτός όμως απήτησε την επιστροφήν της λείας. Εκείνοι τον ηυχαρίστησαν δια την άφεσιν των αμαρτιών που τους έδωσε και εφύλαξαν δια τον εαυτόν των τα λάφυρα. Οι Βενετοί που αγνοούσαν τους αφορισμούς ήρχισαν την εφαρμογήν του δευτέρου μέρους του σχεδίου των που απέβλεπε εις την κατάκτησιν της Κωνσταντινουπόλεως.
Οι βυζαντινοί μανάρχαι δεν είχαν τίποτε διδαχθή από τας Σταυροφορίας. Προσέφεραν ελαχίστην βοήθειαν εις τας εκστρατείας εκείνας και απέσπασαν πολλά κέρδη. Επανέκτησαν το μεγαλύτερον μέρος της Μ. Ασίας και έβλεπαν με ευχαρίστησιν την αμοιβαίαν εξασθένισιν του Ισλάμ και της Δύσεως εις την μάχην των διά την Παλαιστίνην. Ο αυτοκράτωρ Μανουήλ συνέλαβε χιλιάδας Βενετούς εις την Κωνσταντινούπολιν, και επί ένα διάστημα, κατήργησε τα εμπορικά προνόμια της Βενετίας εις την πρωτευουσάν του (1171).
Ο Ισαάκιος ο Β' ο Άγγελος (1185-95) δεν ενόμιζε ότι έπρεπε να αισθάνεται τύψεις εαν συμμαχούσε με τους Σαρακηνούς. Εις τα 1195, ο Ισαάκιος καθηρέθη, εφυλακίσθη και ετυφλώθη από τον αδελφόν του Αλέξιον τον Γ’. Ο υιός του Ισαακίου, ένας άλλος Αλέξιος, εδραπέτευσε εις την Γερμανίαν. Εις τα 1202, έφθασε εις την Βενετίαν, εζήτησε από την Γερουσίαν της Βενετίας και από τους Σταυροφόρους να σπεύσουν εις βοήθειαν του πατρός του και να τον αποκαταστήσουν εις τον θρόνον, υποσχόμενος εις αντάλλαγμα να τους εφοδιάση με προμήθειας δια την εκτρατείαν των εναντίον του Ισλάμ. Ο Δάνδολος και οι Γάλλοι ευγενείς υπέβαλαν εις τον νεαρόν αυστηρούς όρους. Τον έπεισαν να υποσχεθή εις τους Σταυροφόρους 200.000 αργυρά μάρκα, να εξοπλίση στρατιάν 10.000 ανδρών, δια να υπηρετήσουν εις την Παλαιστίνην και να υποτάξη την ελληνικήν ορθόδοξον Εκκλησίαν εις τον πάπαν της Ρώμης.
Παρά ταύτα όμως , ο Ιννοκέντιος ο Γ΄ απηγόρευσε εις τους Σταυροφόρους ,επί ποινή αφορισμού, να επιτεθούν κατά του βυζαντίου. Μερικοί ευγενείς ηρνήθησαν να λάβουν μέρος εις την εκστρατείαν, πολλοί δε στρατιώται εθεώρησαν εαυτούς αποδεσμευμένους από την υποχρέωσιν των συμμετοχής εις την σταυροφορίαν και επέστρεψαν εις τα σπίτια των. Αλλά η προοπτική να καταλάβουν την πλουσιωτέραν πόλιν της Ευρώπης απεδείχθη ακαταμάχητος. Την 1ην Οκτωβρίου 1202,ο μέγας στόλος των 480 πλοίων εσήκωσε την άγκυραν εν μέσω της γενικής χαράς ενώ οι ιερείς, από τους πύργους των πλοίων έψαλλαν το Veni, Creator Spiritus.
΄Υστερα από μερικάς καθυστερήσεις, η αρμάδα έφθασε προ της Κωνσταντινουπόλεως εις τας 24 Ιουνίου 1203:
«Οι άνθρωποι εκείνοι—έλεγεν ο Βιλλαρδουίνος—που δεν είχαν ιδή άλλοτε την Κωνσταντινούπολιν, άνοιγαν διάπλατα τα μάτια των. Διότι δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι υπάρχει άλλη εξίσου με αυτήν πλουσία πόλις, όταν είδαν τα υψηλά εκείνα τείχη και τους πλουσίους πύργους, τα ανάκτορα και τας μεγάλας εκκλησίας, τόσον πολλάς εις αριθμόν, ώστε κανείς δεν μπορεί να πιστέψη ότι τας είδε όλας. Κανείς από ημάς δεν ήτο τόσον σκληρός, ώστε να μη αισθανθή το δέρμα του να ανατριχιάζη. Διότι, πράγματι, κανείς άλλος από της απαρχής του κόσμου δεν άνέλαβε ποτέ τόσον μεγάλην επιχείρησιν, όσον ή ιδική μας επίθεσις».
Με το τελεσίγραφον που απηύθυναν εις τον Αλέξιον τον Γ', απαι τούσαν την αποκατάστασιν εις τον θρόνον του τυφλού αδελφού του, ή του νεαρού Αλεξίου, που συνώδευε τον στόλον. Μετά την άρνησιν του, οι Σταυροφόροι απεβιβάσθησαν και ύστερα από μικράν αντίστασιν έφθαναν κάτω από τα τείχη της πόλεως. Ο γέρων Δάνδολος ήτο ο πρώτος που προσήγγισε εις την ακτήν. Ο Αλέξιος ο Γ' εδραπέτευσε εις την Θράκην, οι Έλληνες ευγενείς συνώδευσαν τον Ισαάκιον - ΄Αγγελον από την φυλακήν του εις τον θρόνον και, επ’ ονόματί του, απέστειλαν άγγελμα εις τους λατίνους αρχηγούς, λέγοντες ότι ανέμεναν με χαράν τον υιόν του .Αφού απέσπασαν από τον Ισαάκιον την υπόσχεσιν τηρήσεως της συμφωνίας που έκλεισαν με τον υιόν του, ο Δάνδολος και οι ευγενείς εισήλ- θαν εις την πόλιν, ο δε νεαρός Αλέξιος ο Δ' εστέφθη συναυτοκράτωρ.
Οι Έλληνες όμως όταν έμοθαν με ποια ανταλλάγματα είχεν εξαγοράσει την νίκην, εστράφησαν εναντίον του με μανίαν και περιφρόνησιν. Ο λαός ηρνήθη την καταβολήν των φόρων που εχρειάζοντο δια την συγκέντρωσιν του ποσού που έπρεπε να καταβληθή εις τους συμμάχους. Οι ευγενείς δεν έβλεπαν, με ευχαρίστησιν την παρουσίαν της ξένης αριστοκρατίας και του ξένου στρατού. Ο κλήρος απέκρουε την πρότασιν να υποταχθή εις την Ρώμην. Εν τω μεταξύ, μερικοί λατίνοι στρατιώται εταράχθησαν όταν ανεκάλυψαν ότι οι μουσουλμάνοι ασκούσαν την λατρείαν των εις το τζαμί, εις την καρδιάν μιας χριστιανικής πόλεως, έθεσαν πύρ εις το τζαμί και έσφαξαν τους πιστούς. Η φωτιά εμαίνετο επί τρεις ημέρας, εξηπλώθη εις έκτασιν τριών μιλίων και μετέτρεψε εις στάκτην σημαντικόν τμήμα της Κωνστα-ντινουπόλεως .
Ένας πρίγκιψ με βασιλικόν αίμα, ετέθη επί κεφαλής εξεγέρσεως, εφόνευσε τον Αλέξιον τον Γ', εφυλάκισε και πάλιν τον Ισαάκιον . ΄Αγγελον και κατέλαβε τον θρόνον με το όνομα Αλέξιος ο Ε' Δούκας. Έπειτα ανέλαβε να οργανώση στρατόν δια να απωθήση τους λατίνους από το στρατόπεδον των εις τον Γαλατάν. Οι Έλληνες όμως, που είχαν ζήσει επί πολύ ασφαλείς μέσα εις τα τείχη των, δεν διατηρούσαν τας αρετάς των Ρωμαίων. Ύστερα από ένα μήνα πολιορκίας παρεδόθησαν, ο Αλέξιος ο Ε' εδραπέτευσε και οι νικηταί λατίνοι εξεχύθησαν εις την πρωτεύουσαν ως πειναλέαι ακρίδες (1204).
Οι άνθρωποι εκείνοι που υπεχρεώθησαν επί πολύ να βλέπουν από μακράν την λείαν των, υπέβαλαν τότε, κατά την εβδομάδα του Πάσχα, την πλουσίαν πόλιν εις αγρίαν λεηλασίαν, ομοίαν της οποίας δεν υπέστη ούτε η Ρώμη από τους Βανδάλους ή τους Γότθους. Δεν εσημειώθη μεγάλη σφαγή, εφόνευσαν ίσως 2000 'Ελληνας, επεδόθησαν όμως ακράτητοι εις την λεηλασίαν. Οι ευγενείς διένειμαν μεταξύ των τα ανάκτορα και εσφετερίζοντο τους Θησαυρούς που εύρισκαν. Οι στρατιώται εισέδυαν εις τα σπίτια, τας εκκλησίας, τα καταστήματα και ελάμβαναν όσα επιθυμούσαν. Αι εκκλησίαι απεγυμνώθησαν, όχι μόνον από τον χρυσόν, τον άργυρον και τα κειμήλια που είχαν συσσωρευθή εκεί από μιας χιλιετηρίδος, αλλά και από τα ιερά λείψανα, τα οποία μπορούσαν να πωληθούν εις καλήν τιμήν εις την δυτικήν Ευρώπην.
Η Αγία Σοφία υπέστη ζημίας μεγαλυτέρας από εκείνας που της επροξένησαν οι Τούρκοι εις τα 1453. Η αγία Τράπεζα διεμελίσθη και ο χρυσός και ο άργυρος που περιείχε διενεμήθησαν. Οι Βενετοί, εξοικειωμένοι με την πόλιν, την οποίαν επεσκέπτοντο άλλοτε ως έμποροι, εγνώριζαν που ευρίσκοντο οι μεγαλύτεροι θησαυροί. Αγάλματα και υφάσματα, δούλοι και πολύτιμοι λίθοι περιήλθαν εις χείρας των. Τα τέσσαρα ορειχάλκινα άλογα, που εστόλιζαν την ελληνικήν πολιτείαν, μετεφέρθησαν εις την πλατείαν του Αγίου Μάρκου. Τα 9/10 των αντικειμένων τέχνης και κοσμημάτων, που αποτελούσαν αργότερα την δόξαν της συλλογής του Αγίου Μάρκου, προήρχοντο από την καλώς ωργα- νωμένην εκείνην κλοπήν.
Κατεβλήθησαν μερικαί προσπάθειαι διά να περιορισθούν οι βιασμοί και πολλοί από τους στρατιώτας ηρκούντο εις τας πόρνας, αλλά ο Ιννοκέντιος ο Γ' παρεπονείτο ότι ο επί μακράν χρόνον ανικανοποίητος σαρκικός πόθος των Λατίνων δεν εφείσθη ούτε ηλικίας, ούτε φύλου, ούτε θρησκευτικού επαγγέλματος και ότι αι ελληνίδες μοναχαί υπέστησαν τους εναγκαλισμούς των γάλλων ή βενετών χωρικών ή υποκόμων. Αι βιβλιοθήκαι ελεηλατήθησαν και ανεκτίμητα χειρόγραφα κατεστράφησαν ή εχάθησαν. Δυο διαδοχικαί πυρκαϊαί απετέφρωσαν βιβλιοθήκας και μουσεία, εκκλησίας και ιδιωτικάς κατοικίας. Από τα έργα του Σοφοκλέους και του Ευριπίδου, που μέχρι τότε διετηρούντο όλα, διεσώθησαν ελάχιστα και χιλιάδες έργων τέχνης εκλάπησαν ή κατεστράφησαν.
Όταν ο θόρυβος της διαρπαγής υπεχώρησε, οι λατίνοι ευγενείς εξέλεξαν τον Βαλδουίνον της Φλάνδρας ως αρχηγόν του λατινικού βασιλείου της Κωνσταντινουπόλεως (1204) και ώρισαν την γαλλικήν ως επίσημον γλώσσαν του. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διηρέθη εις φεουδαλικάς ηγεμονίας υπο την διοίκησιν λατίνων. Η Βενετία, που εφρόντιζε πρό παντός να κυριαρχή επί των εμπορικών οδών, εξησφάλισε την Αδριανούπολιν, την 'Ηπειρον, την Ακαρνανίαν, τας νήσους του Ιονίου, μέρος της Πελοποννήσου, την Εύβοιαν, τας νήσους του Αιγαίου, την Καλλίπολιν και τα τρία όγδοα της Κωνσταντινουπόλεως.
Οι Γενουάται έχασαν τα «εργαστήριά των» και τα βυζαντινά προκεχωρημένα φυλάκια των, ενώ ο Δάνδολος έλαβε τον τίτλον του «Δόγη της Βενετίας, Άρχοντος του ενός τετάρτου και του ενός ογδόου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας», δια να αποθάνη μετ ΄ ολίγον εις την λάμψιν και την δόξαν, δια την κατάκτησιν των οποίων δεν ησθάνθη ποτέ ηθικούς ενδοιασμούς. Ο ελληνικός κλήρος αντικατεστάθη κατά μέγα μέρος από λατίνους Ιερείς ή και από λαϊκούς, τους οποίους εχειροτόνησαν βιαστικά δια να αντιμετωπίσουν τας ανάγκας. Ο Ιννοκέντιος ο Γ', αν και διεμαρτύρετο εναντίον της επιθέσεως, εδέχθη ευχα- ρίστως την υποταγήν της Ελληνικής Εκκλησίας εις την Λατινικήν.
Οι περισσότεροι Σταυροφόροι επέστρεψαν εις τα σπίτια των φορτωμένοι με την λείαν των, άλλοι εγκατεστάθησαν εις τας νέας ηγεμονίας και ελάχιστοι παρέμεναν δια να φθάσουν εις την Παλαιστίνην. ΟΙ Σταυροφόροι εσκέπτοντο ίσως ότι η Κωνσταντινούπολη που περιήλθεν εις χείρας των θα ήτο ασφαλεστέρα βάσις εκκινήσεως εις την εναντίον των Τούρκων εκστρα- τείαν των. Αι έριδες μεταξύ Λατίνων και Ελλήνων που ήρχισαν από τότε και εξηκολούθησαν επί γενεάς, απερρόφησαν την ζωτικότητα του ελληνικού κόσμου, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν συνήλθε ποτέ από το κτύπημα και η κατάληψις της Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους προητοίμασε την μετά δυο αιώνας κατάκτησιν της από τους Τούρκους.
(βιβλίο: Η ζωή ενός Μεγάλου, Παπαδόπουλου Στυλιανού, εκδ. Αποστολική Διακονία σελ. 396-404).
Σ’ ένα συμπόσιο στη Ναζιανζό. Θεολογία και οικονομία.
Το πανηγύρι του Αγίου Ευψυχίου έγινε.
Ο Βασίλειος είχε συνέλθει από τις ταλαιπωρίες της αποστολής του στην Αρμενία. Έτσι μπορούσε να δει και τα προβλήματα της περιφέρειάς του. Το πανηγύρι αποδείχθηκε καλή ευκαιρία γι’ αυτό.
Συνήθως έπαιρναν σ’ αυτό μέρος πολλοί χωρεπίσκοποι της Καππαδοκίας. Τώρα ο Βασίλειος φρόντισε να έλθουν όσο το δυνατόν περισσότεροι. Τους μίλησε, τους κατατόπισε στα γενικότερα θέματα της Εκκλησίας. Τους εξόρκισε να μένουν σταθεροί στην ορθή πίστη, να προκόπτουν σ’ αυτή και να ποιμαίνουν το λαό ακολουθώντας την παράδοση.
Δεν έχασε την ευκαιρία να τους προτρέψει στην άσκηση φιλανθρωπίας. Τους είπε πως πρέπει να είναι γενναιόψυχοι προς τους ανθρώπους, που όλοι μεταξύ τους είναι ίσοι. Τη φροντίδα που ο ίδιος έδειχνε για τους πεινασμένους, τους γέροντες, τα ορφανά, τους λεπρούς όφειλαν να δείξουν και οι κληρικοί κάθε μικρού ή μεγάλου τόπου.
Στις εορτές του μάρτυρα Ευψυχίου έτυχε να βρεθεί κι ένας νέος μοναχός με κάποια μόρφωση. Αυτός ήταν ίσως από τη Ναζιανζό ή τα γειτονικά μέρη και πρόσεχε τι έκανε και τι έλεγε ο Βασίλειος. Μέσα στο φθινόπωρο του 372, μετά τις 7 Σεπτεμβρίου που ήταν το πανηγύρι, ο μοναχός αυτός ταξίδεψε στη Ναζιανζό.
Έτυχε τον καιρό εκείνο να οργανωθεί στη Ναζιανζό συμπόσιο, στο όποιο μετείχαν οι πιο ακουστοί κληρικοί και θεολόγοι, φίλοι οι περισσότεροι του Γρηγορίου Ναζιανζηνού και του Βασιλείου. Και φυσικά μετείχε και ο Γρηγόριος, που στην επιστολή του 58 μας διηγείται τι συνέβη σ’ αυτό.
Αφού συνάχθηκαν και στρώθηκαν γύρω από το τραπέζι, πριν ακόμα πιουν κάτι τι, όπως συνηθίζεται στην αρχή των γευμάτων, μίλησαν για τους δυο ιερούς άνδρες, το Γρηγόριο και το Βασίλειο. Θαύμαζαν τη σύμπνοιά τους, τη φιλία τους, τη μόρφωσή τους, την ορθή τους πίστη, τη διαμονή στην Αθήνα.
Ο Γρηγόριος δε διστάζει να σημειώσει πως το θέμα τούτο αποτελούσε μόνιμη συζήτηση στις τέτοιες συναντήσεις. Και δε δυσκολευόταν να είναι παρών σ’ αυτές γιατί ο θαυμασμός και oι έπαινοι αποδίδονται περισσότερο στο Βασίλειο, τον οποίο φυσικά αυτός θαύμαζε περισσότερο απ’ όσο οι άλλοι. Απ’ όλες τις μεριές του τραπεζιού άκουγε κανείς κάτι για το Βασίλειο και τις αρετές του. Το ίδιο λίγο - πολύ και για το Γρηγόριο. Μόνο που εδώ πρόσεχαν να μην προσκρούσουν στην ταπεινοφροσύνη του.
Έξαφνα, μέσα στην αρμονία της αναγνωρίσεως των δυο ανδρών, κάποιος φώναξε δυνατά με αγανάκτηση, διακόπτοντας την αρμονία.
- Σταματάτε, είσθε όλοι ψεύτες και κόλακες!
Μιλούσε ο μοναχός που ήρθε από την Καισάρεια, από
το πανηγύρι του Αγίου Εύψυχίου. Τα λόγια του απρόσμενα και σκληρά πάγωναν τις καρδιές, έκαψαν το κλίμα που είχε δημιουργηθεί από τη συζήτηση.
- Εγκωμιάστε -συνέχισε ο μοναχός- όσο θέλετε το Βασίλειο και το Γρηγόριο για τις αρετές τους. Συμφωνώ κι εγώ. Άδικα όμως τους επαινείτε για την Ορθοδοξία τους. Αυτό δεν το ανέχομαι.
Οι συνδαιτυμόνες, θυμωμένοι μα και περίεργοι έγιναν όλοι αυτιά και πρόσεχαν το μοναχό.
- Ο Βασίλειος την προδίδει την Ορθοδοξία με όσα λέει. Και ο Γρηγόριος που τον ακολουθεί, επίσης.
Η κατηγορία ήταν φοβερή. Έσκισε την ατμόσφαιρα και σύντριψε το Γρηγόριο που χαμένα μπόρεσε να πει.
- Πώς το ξέρεις εσύ αυτό; Ποιος είσαι; Πώς δογματίζεις έτσι και ποιος σ’ έκανε κριτή;
- Έρχομαι από το πανηγύρι του Αγίου Εύψυχίου είπε ό μοναχός. Εκεί άκουσα το «Μέγα Βασίλειο» να θεολογεί για τον Πατέρα και τον Υιό με τρόπο άριστο, που κανείς άλλος δε φθάνει.
Τότε λοιπόν; Ρώτησαν οι συνδαιτυμόνες με περισσή απορία το μοναχό.
- «Δεν έκανε το ίδιο και για το Άγιο Πνεύμα», πρόλαβε αυτός. «Μίλησε γι’ αυτό λίγο κι όχι σωστά».
Περισσότερα δεν μπορούσε να εξηγήσει ό μοναχός, που για να βρει στήριγμα στράφηκε αμέσως στο Γρηγόριο, υπενθυμίζοντάς του:
- Πώς εσύ -θαυμάσιέ μου- θεολογείς φανερά για το Άγιο Πνεύμα και κείνος όχι; Θυμάσαι τη φορά εκείνη, μέσα σε πόσο κόσμο μίλησες καθαρά κι ορθόδοξα για το Άγιο Πνεύμα;
Ο Γρηγόριος σπιρούνισε τη μνήμη του κι ο μοναχός του θύμισε μια λεπτομέρεια:
- Είχες κιόλας αγανακτήσει με τούς δισταγμούς μας να ονομάζουμε το Πνεύμα Θεό και είπες για να σ’ ακούσουν όλοι: «Μέχρι πότε θα κρύβουμε το λύχνο κάτω από το λυχνοστάτη»;
Η θέση του Γρηγορίου έγινε πολύ δύσκολη. Ο ίδιος αθωώθηκε κι εγκωμιάσθηκε, αλλά κατηγορήθηκε ανοιχτά ο αδελφικός του φίλος Βασίλειος. Και στην περίπτωση τούτη ο μοναχός δεν ήταν μυθοπλάστης, όπως έγινε με το πρόσωπο της επιστολής 71, για το όποιο μιλήσαμε.
Ο μοναχός μας εδώ ήταν θερμόαιμος ορθόδοξος που δεν τον στόλιζε η αρετή της διακρίσεως κι ας είναι ίσως ο πρώτος άνθρωπος που χαρακτήρισε, ειρωνικά έστω, το Βασίλειο «Μέγα», καθώς παραδίδει ο Γρηγόριος Θεολόγος.
Δεν είχε καταλάβει σε βάθος και πλάτος το Βασίλειο. Μα δεν ψευδόταν όταν έλεγε ότι ό Βασίλειος δεν ονόμαζε το Άγιο Πνεύμα Θεό και ομοούσιο προς τον Πατέρα.
Ο Γρηγόριος βρισκόταν σε πυρετό. Έπρεπε να δώσει απάντηση αποστομωτική χάριν του Μεγάλου φίλου του. Μα να ειπεί τί; Δοκίμασε να εξηγήσει τη δική του στάση και τη στάση του Βασιλείου:
- Εγώ, φίλοι μου, είμαι μικρός και ζω στην αφάνεια. Γι’ αυτό και μιλάω τόσο καθαρά κι απερίφραστα. Δεν είναι το ίδιο με τον Βασίλειο.
Εκείνος βρίσκεται στην κορυφή της Εκκλησίας κι όλοι προσέχουν τι κάνει και τι λέει. Οι εχθροί του είναι πολλοί και σκληροί. Αυτό σας λέγω και προσέξτε το: oι εχθροί παραμονεύουν ν’ ακούσουν κάτι από το στόμα του που να μπορούν βάσει αυτού να τον εξορίσουν. Αυτό τους ενδιαφέρει, να τον εξορίσουν, να διώξουν τον μόνο δυνατό σπινθήρα της αληθείας που έμεινε, τον πιο ζωντανό υπέρμαχο της Ορθοδοξίας. Και τότε να ριζωθούν εκείνοι στην Καισάρεια κι από εκεί να εξαφανίσουν κάθε ίχνος ορθοδοξίας στην Ανατολή. Με άλλα λόγια ο Βασίλειος ακολουθεί τακτική, απλώς παρασιωπά μέρος της αληθείας, εφαρμόζει την «οικονομία» στο σημείο τούτο. Αυτό μου φαίνεται πως είναι προτιμότερο από το να καταστραφεί ολοσχερώς η αλήθεια με το να την εκφράζει απερίφραστα.
Οι παριστάμενοι πρόσεχαν πολύ. Δε φάνηκαν όμως ικανοποιημένοι από την απάντηση. Ένα ερωτηματικό πλανιόταν στα πρόσωπά τους. Το διαισθάνθηκε ο Γρηγόριος κι έκανε μια τελευταία προσπάθεια. Είχε να κάνει με σκληρούς ναζιανζηνούς που έδειχναν επιμονή στο γράμμα.
- Αγαπητοί μου, δεν πρέπει να σκανδαλιζόμαστε. Η αλήθεια δεν παθαίνει τίποτα, όταν χρησιμοποιούμε άλλες λέξεις για να την εκφράσουμε.
Αυτό ακριβώς έκανε και ο Βασίλειος. Από άλλες του φράσεις και λέξεις συνάγεται η ορθή του πίστη. Μη ξεχνάμε πως η πίστη μας δεν βρίσκεται στις λέξεις που χρησιμοποιούμε, αλλά στο νου, στο περιεχόμενο που τους δίνουμε. ,
Αν κάποτε π.χ. θελήσουν οι Ιουδαίοι να προσέλθουν στην Εκκλησία και αντί του όρου Χριστός χρησιμοποιήσουν για λίγο τον όρο «κεχρισμένος» θα τους αρνηθούμε, θα τους διώξουμε; Η σωτηρία μας δεν έρχεται από τις λέξεις, αλλά από την πίστη και γι' αυτό δεν πειράζει αν αυτή δίνεται με άλλες λέξεις.
Γνωρίζουμε πως οι αρειανόφρονες θεωρούσαν αίρεση το να πιστεύει κανείς ότι το Άγιο Πνεύμα είναι ομοούσιο του Πατρός. Όποιος θα έκανε μια τέτοια ομολογία φανερά θα αντιμετώπιζε την οργή τους και την αυτοκρατορική δυσμένεια, που σε πολλά μπορούσε να οδηγήσει. Το πρόβλημα όμως είναι ότι και οι ορθόδοξοι γενικά δίσταζαν κι έφθασαν με πολύ θεολογικό αγώνα στην αλήθεια ότι το 'Αγιο Πνεύμα είναι Θεός όπως ο Υιός.
Ο Βασίλειος μάλιστα ούτε μέχρι το θάνατό του δεν χρησιμοποίησε στα έργα του τον όρο «Ομοούσιος» για το Άγιο Πνεύμα. Την ίδια τούτη εποχή ο Βασίλειος ως υπεύθυνος κεφαλή της Εκκλησίας εργαζόταν για τη γεφύρωση του χάσματος που χώριζε τους Ομοιουσιανούς από τους Ορθοδόξους. Το είδαμε σε προηγούμενη παρά-γραφο.
Κι επειδή τους Ομοιουσιανούς ενοχλούσε γενικά ο όρος ομοούσιος, ο Βασίλειος ζητούσε τουλάχιστο να δέχονται ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι κτίσμα. Η λύση δεν ικανοποιούσε τους ναζιανζηνούς. Δε δέχθηκαν την εξήγηση του Γρηγορίου. Ένας - δύο ήσαν κατηγορηματικοί.
- Από δειλία ο Βασίλειος φέρεται με τέτοιο τρόπο και όχι χάριν «οικονομίας» των πραγμάτων. Είναι καλύτερα να προστατεύουμε τους ορθοδόξους εκφράζοντας καθαρά την αλήθεια, παρά να προσελκύουμε τους Ομοιουσιανούς με την δήθεν τακτική μας.
Ο Γρηγόριος αγανάκτησε γιατί εν χορώ οι παριστάμενοι υποψιάζονταν το Βασίλειο για δειλία και κακοδοξία. Τους μίλησε πάλι και σε τόνο οξύτερο. Αυτοί επέμεναν και αναγκάσθηκε να τους αφήσει. Γύρισε σπίτι του πολύ θλιμμένος και μαζί αναστατωμένος. Είχε υπερασπισθεί βέβαια το φίλο του, μα κάποιες αμφιβολίες τριβέλιζαν και τον ίδιο. Ήταν η στάση του Βασιλείου απόλυτα ορθή;
Πήρε το φτερό και το βούτηξε στο μελάνι. Θα έγραφε στο Βασίλειο. Τώρα αμέσως. Δεν θα τον προσέβαλλε φυσικά. Θα του διηγιόταν τη συζήτηση στο συμπόσιο και θα τον ρωτούσε με τρόπο ευθύ να δώσει ό ίδιος απάντηση. Θα του άφηνε, όπως πάντα, την πρωτοβουλία στον καθορισμό της στάσεως και στο πρόβλημα τούτο.
Άλλωστε πάντα θεωρούσε το Βασίλειο καθηγητή του στα πρακτικά θέματα και δάσκαλο στα δογματικά. Ήθελε τουλάχιστο να τον ακούσει κι ας είχε προχωρήσει ο Γρηγόριος περισσότερο στη θεολογία περί Αγίου Πνεύματος, όπως είναι ήδη γνωστό. Γράφε μου, Βασίλειε, και δίδαξέ με. Μέχρι που πρέπει να φθάνουμε τη θεολογία περί Αγ. Πνεύματος; Ποιούς όρους πρέπει να χρησιμοποιούμε γι’ αυτό και μέχρι πότε να εφαρμόζουμε την «οικονομία»; Απάντησέ μου να ξέρω τι θα λέω στους κατηγόρους μας.
Όταν ο Βασίλειος πήρε το γράμμα του Γρηγορίου λυ-πήθηκε μα δεν εκδηλώθηκε. Κράτησε για τον εαυτό του τη λύπη του. Φαίνεται μάλιστα ότι δεν απάντησε με γράμμα στο Γρηγόριο. Μάλλον του έδωσε μερικές εξηγήσεις με πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης, που ταξίδευε για τη Ναζιανζό.
Έτσι ο Γρηγόριος ησύχασε. Ίσως όχι απόλυτα. Μα τουλάχιστον θα βεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά για την πίστη του Βασιλείου, διότι αμέσως έστειλε νέα επιστολή στο Βασίλειο, στην οποία εμφανίζεται ήρεμος, γεμάτος εμπιστοσύνη στο μεγάλο του φίλο. Του υπόσχεται μάλιστα ότι θα πάει στην Καισάρεια, θα αγωνισθεί μαζί του και θα προσφέρει ό,τι μπορεί στον κοινό αγώνα για την πίστη.
Την επίσκεψη αύτη δεν την καθυστέρησε ο Γρηγόριος. Μάλλον πριν τελειώσει το 372 βρισκόταν στην Καισάρεια. Τώρα είχαν τη δυνατότητα να συζητήσουν πρόσωπο
με πρόσωπο. Τίποτα δεν έκρυβε ο ένας από τον άλλο. Μυστικά δεν υπήρχαν μεταξύ τους.
Σε μια στιγμή που συζητούσαν το επίμαχο θέμα, ό Γρηγόριος άθελά του έδειξε ν’ αμφιβάλλει κάπως. Τότε ο Βασίλειος εξερράγη κι έκανε ό,τι ποτέ δεν είχε ξανακάνει. Ορκίσθηκε με τρόπο φρικτό:
- Να στερηθώ, αδελφέ μου, τη σωτήρια χάρη του Αγίου Πνεύματος, αν δε λατρεύω το Αγ. Πνεύμα μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό, ως ομοούσιο και ομότιμο με αυτούς.
Ο Γρηγόριος τρόμαξε από το φρικτό αυτό όρκο κι έπεσε στα γόνατα του Βασιλείου. Ζήτησε συγγνώμη που άθελά του τον ώθησε ως εκεί. Μα όταν μπαίνουν στη μέση θέματα πίστεως πρέπει κανείς να είναι απόλυτα ειλικρινής.
Μπορούμε να πούμε ότι ο Γρηγόριος μόνο τώρα ησύχασε απόλυτα. Κι ο Βασίλειος ίσως για πρώτη φορά ονόμασε το Άγ. Πνεύμα «ομοούσιο». Έπειτα την ομολογία τούτη θα την κάνει πολλές φορές, αλλά προφορικά μόνο, μπροστά σε ανθρώπους.
Η συζήτηση συνεχίσθηκε ήρεμα, σε κλίμα βαθειάς εμπιστοσύνης. Όταν έφθασαν στα πρακτικά θέματα, στο πώς θα μιλούν για το Άγιο Πνεύμα στον κόσμο, στις διάφορες περιπτώσεις, έκαναν μία σιωπηρή συμφωνία:
Ο Βασίλειος ένεκα των κρίσιμων στιγμών που περνούσε η Εκκλησία δεν θα χρησιμοποιούσε τον όρο «ομοούσιος» για το Άγ. Πνεύμα. Έτσι δε θα έβρισκαν αφορμή να τον εξορίσουν για αιρετικό oι κακόδοξοι. Αλλά και όσοι ομοιουσιανοί πνευματομάχοι υποψιάζονταν τον όρο τούτο, δεν θα δίσταζαν να ενωθούν με τους ορθοδόξους.
Ο Γρηγόριος που, επειδή δεν ήταν αρχιεπίσκοπος, δεν κινδύνευε να εξορισθεί και δε σκανδάλιζε τους στενόκαρδους ομοιουσιανούς, θα θεολογούσε με σαφήνεια και παρρησία, θα χρησιμοποιούσε δηλαδή για το Αγ. Πνεύμα τον όρο «ομοούσιος».
Με τη συμφωνία τούτη στηρίζονταν οι πιστοί και των δυο μερίδων. Έτσι πορεύθηκε η Εκκλησία τα δύσκολα εκείνα χρόνια, ως ότου oι πιστοί αποδεχθούν σιγά - σιγά την αλήθεια ότι το Άγ. Πνεύμα είναι Θεός και ομοούσιο προς τον Πατέρα και τον Υιό.
Στο τέλος της ίδιας δεκαετίας, το 379-80 ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός θα το κηρύξει σε ορθόδοξους και κακόδοξους στην Κωνσταντινούπολη. Και το 381/2, στη Β' Οικουμενική σύνοδο, θα κατακυρωθεί η αλήθεια, που μέχρι πριν λίγο δεν ομολογούσε απευθείας ο Βασίλειος.
Ίσως όμως η συνετή τακτική του ιερού άνδρα να συνετέλεσε στην πιο γρήγορη έλευση του πληρώματος. Αν με τη στάση του δημιουργούσε οξύτητες, ίσως αργούσε περισσότερο η ώρα που η Εκκλησία θα ήταν έτοιμη να κατακυρώσει και να ομολογήσει με τρόπο συνοδικό, απόλυτο, την αλήθεια τούτη.
Με τα γεγονότα που ξεκίνησαν από το συμπόσιο στη Ναζιανζό, με τις πνευματικές ποιμαντικές φροντίδες, με το ανύστακτο ενδιαφέρον του Βασιλείου ακόμη και για προσωπικά οικογενειακά προβλήματα των πιστών της αρχιεπισκοπής του, με αλληλογραφία που στήριζε στην πίστη, εξηγούσε την αλήθεια κι εμπέδωνε στην Παράδοση, τέλειωσε και η δύσκολη χρονιά του 372.
Επιστολή 48 (ΜΗ) στο τέκνο του Αθανάσιο.
... Πρόσεχε λοιπόν, αδελφέ, τι λέγει ο μέγας Βασίλειος σ΄εκείνους που κρίνουν την αλήθεια από το πλήθος.
«Αυτός που δεν τολμά», λέγει, «να δικαιολογήσει τη συζήτηση που γίνεται, ούτε έχει να παρουσιάσει αποδείξεις, και εξαιτίας αυτού καταφεύγει στο πλήθος, ομολογεί την ήττα του, επειδή δεν έχει κανένα εφόδιο θάρρους».
Και μετά από άλλα: «Ας μου δείξει την ομορφιά της αλήθειας, έστω και ένας, και πολύ σύντομα θα πεισθώ. Όμως πλήθος πολύ χωρίς αποδείξεις, είναι βέβαια ικανό να απειλήσει, αλλά να πείσει καθόλου. Ή πόσες μυριάδες θα με πείσουν να πιστέψω ότι η ημέρα είναι νύχτα, ή το χάλκινο νόμισμα να το θεωρήσω χρυσό και έτσι να δεχθώ, ή να πιστέψω ολοφάνερο δηλητήριο, αντί για κατάλληλη τροφή;».
Έπειτα, εξαιτίας γήινων πραγμάτων δεν θα φοβηθούμε τους πολλούς που ψεύδονται, και για χάρη των δογμάτων θα ακολουθήσω με νεύματα αναπόδεικτα, εγκαταλείποντας εκείνα που παραδόθηκαν από παλιά και από μακρό χρόνο με πολλή συμφωνία και τις μαρτυρίες των αγίων Γραφών;
Δεν ακούσαμε τον Κύριο που λέγει, «Πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί», και αλλού πάλι, «Στενός και γεμάτος θλίψεις είναι ο δρόμος που οδηγεί στη ζωή, και είναι λίγοι εκείνοι που τον βρίσκουν»; Ποιος λοιπόν λογικός δεν εύχεται να είναι μεταξύ των λίγων, που μέσα από τη στενή πύλη μπαίνουν στη σωτηρία, παρά μεταξύ των πολλών, οι οποίοι μέσω της πλατειάς οδού σπρώχνονται προς την απώλεια; Και ποιος δεν θα επιθυμούσε, αν ζούσε κα τα την εποχή του μαρτυρίου του Αγίου Στεφάνου, να βρίσκεται με το μέρος εκείνου, που ήταν ο μόνος που δεχόταν τους λίθους και ήταν ο περίγελος όλων, παρά με τους πολλούς που νόμιζαν πώς έχουν την αληθινή πίστη από την κακή εξουσία;
Ένας άνθρωπος που προκόβει κατά Θεόν, είναι προτιμότερος από μυριάδες που καμαρώνουν με αυθάδεια. Όπως βλέπουμε και την Παλαιά Διαθήκη, όπου χιλιάδες από τον λαό έπεφταν χτυπημένοι από θεϊκή οργή, και «Μόνος ο Φινεές στάθηκε και εξευμένισε τον Θεό, και κόπασε η καταστροφή». Αν όμως εκείνος έλεγε, Πώς να τολμήσω να ζητήσω εξιλέωση ύστερα από τα τόσα που έγιναν; Πώς να καταψηφίσω αυτούς που αποφάσισαν να ζουν με τον τρόπο αυτόν; Ούτε αυτός θα αρίστευε, ούτε το κακό θα σταματούσε, ούτε οι υπόλοιποι θα σώζονταν, ούτε ο Θεός θα τους χάριζε την εύνοιά Του.
Είναι λοιπόν καλό, είναι καλό και ο ένας να μιλάει με παρρησία και να ακυρώνει την άδικη απόφαση των πολλών. Συ όμως, αν σου αρέσει, προτίμησε αντί του Νώε που σώζεται, το πλήθος που πνίγηκε, και εμένα επίτρεψέ μου να τρέξω στους λίγους που είναι μέσα στην κιβωτό. Αν πάλι θέλεις κατάταξε τον εαυτό σου μαζί με τους πολλούς στα Σόδομα, εγώ όμως θα συνοδέψω τον Λώτ, έστω και αν μόνος του αποχωρίζεται από τα πλήθη επιδιώκοντας το συμφέρον του.
Ωστόσο για μένα και το πλήθος είναι σεβαστό,
όχι όμως εκείνο που αποφεύγει την εξέταση, αλλά εκείνο που παρέχει απόδειξη•
όχι εκείνο που αμύνεται με κακία, αλλά εκείνο που διορθώνεται με τρόπο πατρικό•
όχι εκείνο που χαίρεται με την καινοτομία, αλλά αυτό που φυλάγει την πατρική κληρονομία.
Και για ποιο πλήθος μου μιλάς; Αυτό που πληρώθηκε με κολακεία και δώρα; Αυτό που εξαπατήθηκε από αμάθεια και άγνοια; Αυτό που έπεσε από δειλία και φόβο; Αυτό που προτίμησε την πρόσκαιρη απόλαυση της αμαρτίας, από την αιώνια ζωή; Αυτά που πολλοί ομολόγησαν φανερά.
Με το πλήθος ενισχύεις το ψέμα; Έδειξες το μέγεθος του κακού. Γιατί, όσο περισσότεροι βρίσκονται στο κακό, τόσο μεγαλύτερη είναι η συμφορά.
(ΕΠΕ, Φιλοκαλία τόμος 18Β , σελ. 243-247)
Επιστολή 8 στον ηγούμενο Συμεών.
"... Γιατί σήμερα, όπως τονίζουν τα άλλα λεγόμενα της οσιότητάς σου, υπάρχει τελείως εσφαλμένη επιλογή και ανυποταξία.
Σχεδόν όλοι, θα μπορούσαμε να πούμε, στηρίζονται σας ανθρώπινες συνήθειες και στις εξουσίες των καθοδηγητών τους οι οποίες είναι αντίθετες προς τις εντολές του Θεού. Και προτιμούν μάλλον να ακολουθούν τη ζωή του τάδε και του τάδε ηγουμένου, παρά των θεοπνεύστων πατέρων.
Γι’ αυτό οι ποιμένες, μεταξύ των οποίων πρώτος εγώ, έχουμε κυριευθεί από αφροσύνη και δεν επιζητούμε τον Κύριο, ούτε ακολουθούμε τα ίχνη της άμεμπτης και σταθερής ζωής, αλλ’ ενεργούμε σαν να πάλιωσε ο νόμος του Θεού και έγινε ανενεργό το Ευαγγέλιο και ατόνησαν οι πνευματικοί θεσμοί και, για να πω και το πιο βλάσφημο, σαν να έχει αλλοιωθεί ο αναλλοίωτος Θεός.
Γιατί αυτό σημαίνει το ότι λένε και κατηγορούν τους χρόνους και τις ημέρες και τις γενεές, λέγοντας ότι ήταν διαφορετικές εκείνες και διαφορετικές αυτές.
Εγώ όμως ανταπαντώ, πώς αυτό δεν συνέβη από τη διαφορά του χρόνου.
Γιατί ο ουρανός ούτε διαφορετικός έγινε, ούτε ετεροκίνητος, δημιουργός της ημέρας φωστήρας είναι ετερόφωτος, ούτε το σύμπαν φέρεται και κυβερνάται διαφορετικά από την προηγούμενη τάξη. Γιατί, σύμφωνα με τη Γραφή, «Τα στερέωσε, ώστε να είναι απαρασάλευτα για όλους τους αιώνες, και έδωσε πρόσταγμα, το οποίο δεν θα παρέλθει».
Αυτό όμως έχει συμβεί, αγιώτατε, εξαιτίας της εναλλαγής της ελεύθερης προαίρεσης, η οποία παραμέλησε τον έρωτα του Θεού και παρέδωσε την επιθυμία της στα υλικά, και δεν θέλει, ούτε προτιμά να μιμηθεί τα παραδείγματα της παλιάς δόξας, ούτε να αντιγράψει από την πρότυπη και πατερική θεόμορφη εικόνα, αλλά από τις δύσμορφες και αλλόκοτες και τερατώδεις.
Γι’ αυτό παρουσιάζουμε τα ψυχικά ινδάλματα, από τα οποία άλλο έχει ένα μέρος ανθρώπινης μορφής και άλλο σκύλου, άλλο ενδεχομένως λεοπάρδαλης, και άλλο ψαριού ή κάποιου άλλου από τα ερπετά, τα οποία η αγιότητά σου τα ερμηνεύει αλληγορικά.
Αυτοί λοιπόν που από άπατη τα ψελλίζουν αυτά, ή ας σχίσουν φανερά τα Ευαγγέλια και τα μαρτυρολόγια και τους νόμους του Κυρίου και κάθε γραπτό μνημείο που μας παρέδωσαν οι άγιοι,
ή, εφόσον δεν το κάμνουν αυτό, αποβάλλοντας το νηπιακό και παράλογο φρόνημα, να γίνουν πραγματικά άνδρες του τελείου αναστήματος του Χριστού, και να βαδίζουν σύμφωνα με τα από τον Θεό παραδιδόμενα λόγια, και να διδάσκουν και τους άλλους.
Ή, εφόσον δεν κάνουν τίποτε από αυτά που ειπώθηκαν, ας κατηγορούν τη δική τους έλλειψη θέλησης και ασωτεία.
Ίσως βέβαια υπάρξει γι’ αυτούς καιρός ανανήψεως.
(ΕΠΕ, Φιλοκαλία τόμος 18Β, σελ. 53-55)
"Πατέρες μου και αδελφοί και τέκνα μου, άρχισα και πάλι την κατήχηση μου σε σας, άνοιξα πάλι το ταπεινό στόμα μου προς εσάς, και αυτό δεν το λέγω από ταπεινοφροσύνη (γιατί δεν υπάρχει σε μένα), αλλά από συναίσθηση και των αναρίθμητων αμαρτιών μου, και της απαιτούμενης από τους ποιμένες διδασκαλίας.
Γιατί αναλογίζομαι πόσα και πόσο μεγάλα οφείλω να κάνω και να λέγω για την ωφέλεια των τίμιων ψυχών σας, κάθε, όπως θα λέγαμε, μέρα και ώρα!
Γιατί, αν ο μεγάλος αρχιερέας του Θεού, ο κήρυκας της μετάνοιας, αυτός που υπεραγωνίστηκε για την αλήθεια, εννοώ τον Χρυσόστομο, ο οποίος με την άπειρη, όπως θα λέγαμε, και ασύλληπτη διδασκαλία του, που με τη θεία χάρη έτρεχε από τα χείλη του σαν ποταμός σ’ όλη την οικουμένη, όπως συμβαίνει και με τους άλλους αγίους πατέρες, αν λοιπόν αυτός φοβόταν το έργο της προστασίας και έτρεμε και φώναζε κάπου στους λόγους του,
«Ως προς εμένα, όπως είμαι και στην κατάσταση που βρίσκομαι, είναι δύσκολο να σωθεί αυτός που προΐσταται»,
τί να πω εγώ ο ταλαίπωρος και ακάθαρτος, η κοπριά και το σκουλήκι, ο άμυαλος, ο άφρονας, ο άφωνος και απερίσκεπτος;
Και δεν ξέρω τί να πω άξιο της αναξιότητας μου.
Ω, πώς ανέλαβα το αξίωμα αυτό! Ω, πώς, ενώ ήμουν ρυπαρός, έχω τοποθετηθεί να φωτίζω άλλους!
Ω, πώς, ενώ είμαι μακριά από τον Θεό, ορίστηκα να οδηγώ αυτούς που είναι μακριά του!
Μου έπρεπε να είμαι πρόβατο, και έγινα ποιμένας.
Μου έπρεπε να είμαι αρχόμενος, και έγινα άρχοντας.
Ενώ έπρεπε να τεντώνω το αυτί μου για να ακούω διδασκαλίες, εγώ ανοίγω τα ακάθαρτα χείλη μου για να διδάξω άλλους.
Αλλ’ εύχομαι ο Θεός και να δει και να προσέξει και να λάβει την απόφασή του (δεν ξέρω ποιαν να πω), για την καταδίκη μου, για τους τρόπους με τους οποίους έφτασα να είμαι τέτοιος σε σάς.
Τι πρέπει λοιπόν να κάνω μπροστά σ’ αυτά; Άραγε να απογοητευθώ; Καθόλου. Άραγε να σιωπήσω τελείως, αν και είμαι άγλωσσος και άσοφος;
Όχι έτσι, αλλά με τη βοήθεια Του Θεού, και τις προσευχές του πατέρα μου και πατέρα σας, να αρχίσω και πάλι να αναλαμβάνω και να ξαναβρίσκω τον εαυτό μου, και ίσως ο δημιουργός των μεγάλων και θαυμαστών πραγμάτων Θεός, για τη δική σας ωφέλεια να θαυματουργήσει και στην περίπτωση αυτή και να κάνει εμένα τον τυφλό να βλέπω,
και τον κωφό να ακούω και τον λεπρό υγιή και τον χωλό σταθερό και τον βουβό ομιλητικό (γιατί μπορεί να κάνει όλα όσα θέλει), για να σας καθοδηγήσω και να σας διδάξω και να σας εκπαιδεύσω και να σας καθαρίσω και να σας αναδείξω σε «λαό εκλεκτό», αν και αυτό που ζητώ είναι μεγάλο και πάνω από αυτό που αξίζω." (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ 18Α σελ. 83-85)
"Αδελφοί μου και πατέρες, επειδή ο καθένας από σάς έχει διακόνημα σ' αυτήν την αγία αδελφότητα, και εμένα του ταλαίπωρου μου έλαχε, χωρίς να το αξίζω, να είμαι αρχηγός και να μιλώ, οφείλω να μη παραμελώ τη διακονία μου, αλλά πάντοτε, μαζί με τα άλλα, να κάνω και την εβδομαδιαία κατήχηση, όσο μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου.
Και ίσως κάποιοι να πουν: “Τί κερδίζουμε από αυτήν, αφού αυτά που λέγονται δεν τα εκτελούμε; Γιατί, ενώ ακούμε, ότι δεν πρέπει να γελάμε, δεν το κατορθώσαμε ακόμα αυτό, και ενώ πολλές φορές διδασκόμαστε, ότι δεν πρέπει να φλυαρούμε, εξακολουθούμε ακόμα να φλυαρούμε, και ενώ πολλές φορές νουθετούμαστε να μη φθονούμε ή να κακολογούμε τον πλησίον μας, εξακολουθούμε ακόμα να ενοχλούμαστε από το πάθος αυτό, και γενικά, ενώ μας υπενθυμίζουν να μην αδιαφορούμε και στις νυχτερινές και στις ημερήσιες ψαλμωδίες και προσευχές, εξακολουθούμε να αεροβατούμε και να νυστάζουμε, και αισθητά και νοητά, και να λέμε άλλα παρόμοια μ' αυτά”.
Αλλ' όμως αυτοί που τα λένε αυτά δεν τα λένε διακιολογημένα. Πρώτον, γιατί δεν είναι εύκολο το να υπερνικήσει κανείς τα πάθη, αλλ' είναι το πιο κοπιαστικό και το πιο κουραστικό από όλους τους κόπους και τις φιλοπονίες, και δεύτερον, όπως, σε κάποια σκάλα δεν είναι δυνατόν να ανέβει κανείς πηδώντας από την πρώτη βαθμίδα στην τελευταία, αλλ' ανεβαίνει στην κορυφή με συνεχή άνοδο, έτσι και στην αρετή φθάνουμε με τις διαδοχικές μικρές προόδους, αν θέλουμε να καταλάβουμε την κορυφή της.
Ώστε είναι συμφέρουσα και η κατηχητική υπόμνηση και σε μένα και σε σάς, επειδή μετακινεί και μεταφέρει λίγο-λίγο προς τα επάνω, ή καλύτερα από τα χαμηλά στον ουρανό του ουρανού, τις τίμιες ψυχές σας. Αλλά πρέπει να το σκεφθούμε και με άλλον τρόπο. Ότι δηλαδή, εάν, ενώ λέγονται με τον τρόπο αυτόν και ακούονται όσα οφείλονται να γίνονται και να κατορθώνονται για τη δόξα του Θεού, δεν επιτυγχάνεται η συγκρότητση των παθών, τί θα συνέβαινε και σε ποιό σημείο θα φθάναμε, αν σιωπούσαμε και δεν διασαφηνίζαμε και δεν φανερώναμε αυτά που πρέπει να γίνονται;
Έγω διδάχθηκα από τους αγίους πατέρες, ότι ο λόγος είναι δρόμος που οδηγεί στην πράξη, είτε είμαστε αγαθοί, είτε όχι, και γνωρίζω καλά, ότι το να μιλάμε για τα ανώτερα μας οδηγεί αυτό κάθε φορά στη εφαρμογή τους. Και ομολογώ, τέκνα μου, ότι από τα θεόπνευστα αναγνώσματα, και λίγο και από την ταπεινή μου κατήχηση, πάντοτε επιστρέφετε και πάντοτε καλυτερεύετε, και ως προς το πρώτο οι εμπαθείς οδηγούνται σε νήψη και βελτιώνονται, ενώ ως προς το δεύτερο οι ενάρετοι ενισχύονται προς τελείωση και ομολογούμε τη χάρη του Θεού και την ευεργεσία και δεν κρύβουμε την ευσπαλαχνία του." (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ 18 σελ. 425-427)
145. Στην πυργοδέσποινα της Ελλάδος.
Από αδυναμία να διατυπώσω τα λόγια μου συνοπτικά, δεν επρόκειτο να γράψω στην εντιμότητά σου, όντας άγνωστοι μεταξύ μας και ασυνήθιστοι, επειδή όμως η προτροπή έγινε από πρόσωπο θεοφιλές και γνωστό σε μένα, και εννοώ την φημισμένη συγγενή σου Πατρικία, και από την ευλογημένη κυρία θυγατέρα της, και έπειτα και από τον ίδιο τον γραμματοκομιστή Ιγνάτιο τον πνευματικό υιό μου, με τον οποίο μεταφέρθηκε ο χαιρετισμός σου σε μένα τον ταπεινό, κατ’ ανάγκη αποφάσισα να γράψω λόγια παρηγοριάς στην καταπονεμένη ψυχή σου από τον θάνατο εκείνου που έπεσε στον πόλεμο. Αλλά ποιό φάρμακο παρηγοριάς θα μπορούσε να βρεθεί, που να θεραπεύσει την δυσκολοθεράπευτη πληγή σου;
Πόσο μεγάλη συμφορά και μόνο που ακούεται στο αυτί! Έφυγε το έντιμο σπέρμα, το μητρικό μάτι, το σπλάγχνο της καρδιάς, το ευφυές κλωνάρι, το φως γενικά αυτής που τον γέννησε, που έφερε στον εαυτό του τα γνωρίσματα του πατέρα του, και έσπαγε, όσο ήταν δυνατό, τη μοναξιά της χηρείας, και ήταν παρηγοριά όλης της ζωής, και της δικής του οικογένειας και των συγγενών του εξ αίματος. Και τί έγινε; Πέταξε από τα μάτια της μητέρας, κόπηκε από την καλή ρίζα, και ο θάνατος δεν έγινε μπροστά στα μάτια, πράγμα από το οποίο παίρνουν παρηγοριά με τα επικήδεια λόγια και την όσια ταφή αυτοί που προπέμπουν τους οικείους τους.
Τώρα όμως, μαζί με τα άλλα, στερηθήκαμε και αυτήν την παρηγοριά, αφού το καλό βλαστάρι κόπηκε με πολεμικό σπαθί. Τι αξιολύπητη πραγματικά τραγωδία! Τι απαρηγόρητη σύμπτωση! Σαλεύει αυτή τη στιγμή ο νους φέρνοντας στη μνήμη ταυ το πάθημα, που και πως συνέβη, σε ποιό μέλος απλώθηκε το φονικό χέρι, και με ποιόν τρόπο ξεψύχησε πέφτοντας. Άραγε ξεψύχησε γρήγορος άραγε με ένα χτύπημα, άραγε τί να είπε πέφτοντας; Αλλοίμονο μας για το θλιβερό της ιστορίας! Αλλοίμονο μας για την ώρα εκείνη! Στείλαμε με καλές ελπίδες τον θησαυρό, και τρυγήσαμε απαρηγόρητο πόνο.
Και τί θα μπορούσε να πει κανείς άξιο θρηνολογώντας το πάθημα; Για σένα και ο ήλιος ακόμα είναι μισητός, και ο αέρας κατηφής, και η θάλασσα όχι ευχάριστη, και η γή όχι επιθυμητή, και ο ουρανός καταθλιπτικός, αφού δεν έχει το νοητό σου αστέρι. Τόσα και ακόμα περισσότερα από αυτά ταράζουν την ψυχή σου, και σφίγγουν την καρδιά σου, και χύνουν τα καυτά δάκρυα, και εκπέμπουν τα μεγαλόφωνα κλάματα, και οδηγούν ακόμα και στη στέρηση της ζωής. Αλλά έλα, κυρία, έλα, πάρε θάρρος, γιατί είναι καιρός αναθάρρησης. Άνοιξε τα αυτιά σου ακούοντας τα θεία λόγια• «Του ανθρώπου οι μέρες μοιάζουν με χορτάρι. Ανθίζει σαν το άνθος του χωραφιού». «Δεν υπάρχει άνθρωπος, που θα ζήσει πάνω στη γη και δεν θα πεθάνει». «Εάν πιστεύουμε ότι ο Ιησούς πέθανε και αναστήθηκε, έτσι και ο Θεός με τον Ιησού θα φέρει μαζί του εκείνους που κοιμήθηκαν».
Λοιπόν δεν χάσαμε τον υιό, αλλά ύστερα από λίγο, όταν σαλπίσει η τελευταία σάλπιγγα, θα αναστηθεί, για να προϋπαντήσει τον Κύριο στον αέρα, και εκεί θα τον δούμε. Δέχθηκε εδώ θανατηφόρο πλήγμα, αλλά εκεί δεν θα δοκιμαστεί από πόνο αιώνιο, αφού είναι ντυμένος τον Χριστό με το βάπιισμα, και δέχθηκε την ορθόδοξη πίστη, και δεν απόλαυσε τα ευχάριστα της εδώ ζωής, παρά μόνο όσο για να τα γευθεί με την άκρη του δακτύλου του εξαιτίας της νεότητάς του. Γι’ αυτό πιστεύουμε, ακόμα και από αυτά που παρέβλεψε και έσφαλε σαν άνθρωπος θα συγχωρηθεί εξαιτίας αυτού του παράκαιρου και άδικου θανάτου. Γιατί με πόσα κακά, κυρία, παραμένοντας στη σάρκα δεν επρόκειτο να γεμίσει; Ή δεν νομίζεις, ότι αυτή η ζωή κατάντησε δοκιμαστήριο για τον άνθρωπο; Παντρειά, απόκτηση παιδιών, αφθονία δούλων και άλλων που χρησιμεύουν στη ζωή, θα μπορούσα ακόμα να προσθέσω και πρόοδος της επίγειας δόξας. Αντί όλων αυτών, κάνοντας φίλο του τον Θεό και δοκιμάζοντας λίγα από την αλμυρή τρικυμία της ζωής στην ψυχή του, θα έχει μεγάλη ελευθερία της ψυχής του.
Ύστερα από αυτά λοιπόν, χαλάρωσε, άφησε, δέσποινα, την απαρηγόρητη λύπη, βάλε τέρμα διαρκές στο πάθος, «Πρόσφερε στον θεό θυσία δοξολογίας», ευχαριστίας, πες μαζί με τον μακάριο Ιώβ• «Ο Κύριος μού τον έδωσε, ο Κύριος τον πήρε. Έγινε όπως φάνηκε καλό στον θεό». Πες τα λόγια του Δαβίδ• «Γύρισε, ψυχή μου στην ανάπαυσή σου», καθόσον ψυχή σου είναι ο θάνατος του υιού σου, και αποβλέποντας προς τη χηρεία σου αναφώνησε. «Ο Κύριος είναι βοηθός μου• δεν θα φοβηθώ ό,τι κι αν μου κάνει ο άνθρωπος».
Γιατί, αν φερθείς έτσι, πρώτον θα ευχαριστήσεις τον Θεό, επειδή προσφέρεις εκούσια θυσία τον υιό σου, σαν τον Αβραάμ. Έπειτα και στο πολυαγαπημένο σου παιδί θα χαρίσεις τα καλύτερα, βλέποντάς σε να υποφέρεις το πράγμα με ευχαρίστηση, και σε όλους τους άλλους θα δώσεις παράδειγμα καλής υπομονής, με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, τον οποίο παρακαλούμε, αγγίζοντας την καρδιά σου «με ευσπλαγχνία και συμπάθεια», να βάλει μέσα σου φως ευκολοπαρηγόρητο, και τη ζωή σου να την τελειώσεις ειρηνικά, και φεύγοντας από εδώ να σε καταστήσει άξια της ζωής κοντά στον Θεό, και να συναντήσεις τον υιό σου και να χαίρεσαι μαζί του αιώνια. (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ τόμος 18Β 247-251)
186. Στον σπαθάριο Νικήτα.
Στα δυσάρεστα βέβαια πάθη μπορεί εύκολα να βρει παρηγορητικά λόγια αυτός που θέλει να παρηγορήσει εκείνους που υποφέρουν, για το τόσο μεγάλο πάθος όμως, από το οποίο περικυκλώθηκε η θεοφίλειά σου, ποιος παρηγορητικός λόγος θα μπορούσε να βρεθεί; Και ποιος θα μπορούσε επιχειρώντας να θεραπεύσει τέτοιον πόνο επιστημονικά; Τί είδηση πραγματικά, την οποία ο καθένας θα ήθελε να αποφύγει! Αποκόπηκε από σένα η κυρία σύζυγος, όπως άκουσα προσφάτως, αφαιρέθηκε η μόνη παρηγοριά στα περιστατικά που συμβαίνουν, έχασε το στολίδι του το ευλογημένο σπίτι, οι κλάδοι είναι σκυθρωποί, αφού κόπηκε η καλή ρίζα, οι υπηρέτες και οι υπηρέτριες τριγυρίζουν εδώ κι εκεί, επειδή δεν έχουν το πρόσωπο της κυρίας να λάμπει στο σπίτι. Όλα είναι γεμάτα κατήφεια. Ακόμα και ο αέρας είναι αλλοιωμένος για σένα με την αλλοίωση του μυαλού.
Που είναι εκείνη που σε υποδεχόταν με χαρά όταν γύριζες στο σπίτι από την ασχολία σου στα ανάκτορα; Που είναι εκείνη που περιποιόταν τους συγγενείς καλόκαρδα, εκείνη που αυτό κι εκείνο και όσα άλλα, για να τα πω με συντομία, τα διευθετούσε και τα συμφιλίωνε, και ρύθμιζε και φρόντιζε για όλα στο σπίτι, και για τα σχετικά με τους άλλους οικείους και φιλοξενούμενους; Όλα έφυγαν και χάθηκαν, και γίναμε σαν να βρισκόμαστε σε ερημιά, αφού στερηθήκαμε όλα τα αγαθά που είχαμε. Τέτοιο και τόσο μεγάλο είναι αυτό που έπαθε η τίμια ψυχή σου, δέσποτα, και καμμιά παρηγοριά από τους ανθρώπους δεν είναι ικανή να απαλύνει την καρδιά σου που φλογίζεται, παρά μόνο από τον Θεό, ο οποίος παρηγορεί τους ταπεινούς στην καρδιά, με την ανάκτηση των αγαθών λογισμών.
Γιατί εκείνη η μακάρια είναι μακάρια, αφοί είχε σταθερή την πίστη στον Θεό, και ήταν σεμνή στη ζωή, της οποίας τα γνωρίσματα είναι πολλά, τα οποία και εμείς είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε. Και το τελευταίο, ότι έφυγε από εδώ αφού δοκιμάστηκε σαν χρυσάφι στη φωτιά της μακράς και ανυπόφορης νόσου. Είναι αρκετό λοιπόν αυτό για την παρηγοριά μας, το ότι παρέπεμψες τόσο σπουδαία σύζυγο στον Θεό, η οποία άφησε σε μας τη ζωή της υπόδειγμα άριστης πολιτείας.
Και επίσης, επειδή και ο ίδιος είσαι γνώστης των θείων πραγμάτων, πρέπει να μη συνταράσσεσαι τόσο πολύ από το γεγονός. Γιατί γνωρίζεις ότι, αφού ήρθαμε σε γέννηση με τη θέληση του Θεού, οπωσδήποτε με τη γέννηση είναι συνδεδεμένη και η έξοδός μας, και κανένας άνθρωπος δεν είναι αθάνατος, και κανένας γάμος δεν είναι αδιάζευκτος. Ας εξετάσουμε, αν σου φαίνεται καλό, αυτούς που έζησαν από τον Αδάμ μέχρι σήμερα, και θα βρούμε την συνεχή αλληλοδιαδοχή συμβαίνει όσο θα υπάρχει αυτός ο κόσμος. Που είναι οι γονείς σου, δέσποτα, και εκείνοι που γέννησαν αυτούς, και πηγαίνοντας προς τα πίσω δεν θα βρεις τίποτε άλλο, παρά ροή και απορροή στα ανθρώπινα.
Ποιο λοιπόν είναι τώρα το ζητούμενο; Το να συνέλθουμε και να επιτελέσουμε τα προβλεπόμενα επιτάφια στην αείμνηστη, για την οποία και εγώ ο ταπεινός κάνω όχι λίγες προσευχές αν και δεν ακούστηκα, ως αμαρτωλός, για να μείνει αυτή εδώ. Να τακτοποιήσουμε τα παιδιά καλά, και να προετοιμάσουμε και τα δικά μας εξόδια, διανύοντας τη ζωή όπως θέλει ο Θεός, ώστε μεταναστεύοντας από εδώ, όταν μας επιτρέψει η πρόνοια του Θεού, να βρούμε εκεί την καλή σύζυγο να είναι χαρούμενη στους άπειρους αιώνες απολαμβάνοντας μαζί με μας τα απερίγραπτα αγαθά. Αυτά, αν και είναι ελάχιστα για παρηγοριά, όμως είναι ενδεικτικά της αγάπης σου, η οποία είθε να μας χαριστεί γεμάτη από ευθυμία και καλή παρηγοριά με την αφιέρωσή σας για όλα στον Θεό. (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΌΜΟΣ 18Γ 393-395)
110. Στην γυναίκα του Δημόχαρι.
Από την ημέρα που μας αναγγέλθηκε ο θάνατος του μακάριου στρατηγού, μέχρι τώρα, αν και δοκίμασα πολλές φορές, δεν κατόρθωσα να γράφω στην τιμιότητά σου, αλλά και τώρα που σου γράφω δεν μπορώ καθόλου να σε ωφελήσω, ούτε να ελαφρώσω το βάρος της πονεμένης καρδιάς σου. Πράγματι ποιος λόγος θα μπορούσε να βρεθεί που να θεραπεύσει τόσο μεγάλον πόνο; Αλλά για να δείξω ότι και εγώ συμμετείχα στη λύπη, όχι μόνο γι’ αυτόν που εξεδήμησε προς τον Κύριο, γιατί μας εγκατέλειψε άνθρωπος αγαθός και ευσεβής, υπέρμαχος της ορθοδοξίας και αγωνιστής της ειρήνης (πόσο μεγάλη συμφορά!), αλλά και σε σένα, η οποία εγκαταλείφθηκες έρημη από τη συζυγική βοήθεια, που βέβαια τον αγαπούσες και πολύ. Έτσι λοιπόν ο λόγος έδειξε πόσο απαρηγόρητος είναι ο θάνατος.
Αλλ’ επειδή δεν αγνοείς τη θεϊκή εντολή, «Χώμα είσαι, και στο χώμα θα επιστρέψεις», καθώς και, «Για να μη λυπάστε για τους πεθαμένους, όπως κάνουν οι άλλοι που δεν έχουν ελπίδα», γιατί θα οδηγηθούν μαζί με τον Ιησού από τον Θεό στην ανάσταση, γι’ αυτό σε παρακαλώ και σε ικετεύω να αποβάλεις τη μεγάλη λύπη, να παρηγορηθείς λίγο, να συνέλθεις, να κάνεις χαρούμενη την ψυχή σου, γιατί και παιδιά έχεις και σπίτι περίλαμπρο, και αν ο νους σου δεν καταφέρει να συγκρατήσει το πάθος, δεν θα μπορέσει ποτέ να τα διαχειριστεί και να τα φροντίσει σωστά. Και πάνω από όλα και τον ίδιο τον μακαρίτη θα ωφελήσει αυτό που λέγω, από το οποίο τί θα μπορούσε να υπάρξει σπουδαιότερο;
Τι λοιπόν, κυρία; Δόξασε τον αγαθό Θεό, πες τα λόγια του Ιώβ, «Ο Κύριος μου τον έδωσε, ο Κύριος μου τον αφαίρεσε. Όπως φάνηκε καλό στον Κύριο, έτσι και έγινε». Είθε από αυτό να σου προκύψει πραγματικά μεγάλη δόξα, και να δείξεις τίνος μορφωμένου άνδρα γυναίκα ήσουν. Γιατί πραγματικά εκείνος και γνωστικός ήταν, και σοφός, και παιδαγωγός των αμυήτων. Όπως λοιπόν εκείνος ήταν μεταξύ των ανδρών υπόδειγμα καλό, γίνε και συ μεταξύ των γυναικών, παραμερίζοντας την αγάπη σου για το πένθος και δείχνοντας ότι προστάτης σου είναι ο Θεός, ο οποίος και από το μηδέν σε έφερε στην ύπαρξη, και σε οδήγησε στην ακμή της ηλικίας σου, και σε σύναψε με τόσο σπουδαίο άνδρα, και πάλι, αφού σε χώρισε, θα σε ενώσει με την ανάσταση. Θεώρησε λοιπόν ότι πρόκειται για αποδημία μόνο.
Άραγε δεν θα υπέμενες τη στέρησή του, εάν το επέβαλλε επίγειος βασιλιάς; Υπόμεινε, δέσποινά μου, και τη στέρηση αυτή, την οποία διέταξε ο μόνος αληθινός βασιλιάς των όλων. Ναι, σε παρακαλώ, και πιστεύω ότι θα τον απολαύσεις την ημέρα εκείνη, διατηρώντας τη χηρεία με τη χάρη του Κυρίου, και ανατρέφοντας άριστα τα καλά βλαστάρια, τα οποία και χαιρετίζω, και τα συμβουλεύω με τον ίδιο τρόπο να υπομείνουν τη στέρηση του πατέρα τους, και να διαπλάθονται με την καθοδήγηση της μητέρας τους προς κάθε καλό. (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΌΜΟΣ 18Β 141-143)
(βιβλίο: Η ζωή ενός Μεγάλου, Παπαδόπουλου Στυλιανού, εκδ. Αποστολική Διακονία σελ. 340-345)
Ο Δεκέμβριος του 371 προχώρησε και τελείωσε παγωμένος. Η περίοδος της νηστείας έφθανε στο τέλος. Οι Εκκλησίες θα γιόρταζαν τα μεγάλα γεγονότα: Τη Γέννηση του Κυρίου και τη Βάπτισή του, τα Θεοφάνεια.
Μέχρι τότε οι δυο γιορτές γίνονταν την ίδια μέρα, στις 6 Ιανουαρίου. Με κατάλληλη προετοιμασία των πιστών. Με την πρέπουσα κατανόηση των μεγάλων αυτών γεγονότων. Με πολλή επισημότητα.
Στην Εκκλησία της Ανατολής επικρατούσε περίεργη ατμόσφαιρα. Όλοι περίμεναν τα γεγονότα της Καισάρειας και τώρα δεν ήξεραν τι να υποθέσουν.
Τελείωσε το θέμα με νίκη του Βασιλείου; Υποχώρησε λοιπόν ο Ουάλης; Δύσκολα να δεχθεί κανείς κάτι τέτοιο για τον αυταρχικό τούτο βασιλιά. Το θέμα επομένως μάλλον δεν είχε τελειώσει.
Αδιόρατη ένταση κυριαρχούσε και στην ίδια την Καισάρεια. Ανήσυχη γαλήνη σκέπαζε τις καρδιές των ορθοδόξων. Θαρρούσαν στην θεία δύναμη του Βασιλείου, μα γνώριζαν και τον ετσιθελισμό του αυτοκράτορα.
Έφθασε η μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης. Από νωρίς ο μητροπολιτικός ναός της Καισάρειας γέμισε. Οι ανάσες των ανθρώπων ζέσταναν την ατμόσφαιρα, οι προσευχές των πιστών την έκαναν γλυκιά, πνευματική, πανέμορφη.
Ο ναός ήταν μεγάλος και λαμπρός. Τάξη όμως επικρατούσε παντού. Μπροστά, στο ιερό βήμα, στην άγια Τράπεζα, στεκόταν η άλικη μορφή του άγιου. Ευθυτενής, σοβαρός, γλυκύς.
Το φοβερά νηστεμένο πρόσωπό του φωτιζόταν από το θείο Πνεύμα που είχε μέσα του κι έλαμπε, ακτινοβολούσε, έτσι που έδειχνε ωραίο, αγαπητό, σεβαστό. Ήταν το δείγμα του Θεού στον κόσμο.
Oι καισαρείς το έβλεπαν, το ένοιωθαν. Κοινωνώντας με τον επίσκοπό τους κοινωνούσαν με το Θεό, γιατί ο επίσκοπός τους ήταν φανερά θεωμένος, ήταν το εκλεκτό σκεύος του Θεού. Άλλωστε το άγιο Πνεύμα ενεργεί στον κόσμο με πρόσωπα εκλεκτά, φανερώνει το θείο θέλημα με πρόσωπα, έξω από αυτά δεν υπάρχει τίποτα, ούτε η Εκκλησία, διότι και ο Χριστός πρόσωπο είναι, η ένωση του ανθρώπου με το Θεό γίνεται με τη μετοχή του πιστού στο πρόσωπο του Χριστού.
Ο αυτοκράτορας περνούσε τις ήμερες του στην Καισάρεια. Μελετούσε κι επόπτευε τη λύση των κρατικών προβλημάτων. Περισσότερο τον απασχολούσε ο Βασίλειος· του έφραζε το δρόμο. Δεν τον άφηνε να δημιουργήσει κράτος με πίστη ενιαία, δηλ. τον αρειανισμό.
Παράλληλα ο θαυμασμός του για το Βασίλειο του δημιουργούσε συχνά κάποιες αμφιβολίες: «Μήπως ο άνθρωπος τούτος έχει δίκιο; Μήπως η πίστη μου δεν είναι σωστή»; Δεν προχωρούσε πάντως γιατί πριν απ’ όλα ήταν βασιλιάς και το συμφέρον του κράτους ήταν η ενότητα, που εξασφαλιζόταν τώρα με τον αρειανισμό -έτσι νόμιζε.
Την ημέρα των Θεοφανείων όμως πήρε μιαν απόφαση. Λίγο από την ελπίδα να συγκινήσει με τη χειρονομία του το Βασίλειο, λίγο γιατί μέσα του τον θαύμαζε.
Η επίσημη αυτοκρατορική άμαξα, οι καβαλάρηδες φρουροί και οι ασπιδοφόροι, περίμεναν έξω από τη βασιλική κατοικία. Σχηματίσθηκε λαμπρή πομπή που τράβηξε για το μητροπολιτικό ναό. Όλοι παραξενεύτηκαν, μα κανείς δεν έλεγε τίποτα. Τα πλήθη στους δρόμους σταυροκοπιόνταν. Για καλό ή για κακό πήγαινε στη μητρόπολη ο Βασιλιάς;
Ξεπέζεψε ήρεμα, με αργές μετρημένες κινήσεις, κρατώντας κάτι πολύτιμο στο αριστερό του χέρι. Περήφανος προχώρησε στο ναό. Το εκκλησίασμα σάστισε, παραμέρισε.
Δεν πίστευε στα μάτια του. Και είναι αλήθεια πως οι πιστοί δεν διάβαζαν αγριάδα στα μάτια του βασιλιά.
Και ο Ουάλης δε σάστισε λιγότερο. Αντίθετα μάλιστα. Εντυπωσιάσθηκε τόσο από το προσευχόμενο πλήθος, από την τάξη και την ατμόσφαιρα του ναού που ζαλίστηκε. Πρόσεξε κατά το ιερό Βήμα, είδε την απτόητη μορφή να ιερουργεί πλημμυρισμένη στο φως. Ελαφριά σκοτοδίνη τον έκανε αδύνατο. Το αντρίκιο του πρόσωπο χλώμιασε. Κανείς όμως δεν κατάλαβε τίποτα. Προχώρησε λίγο περισσότερο. Στάθηκε δίπλα στην Ωραία Πύλη να προσφέρει σαν χριστιανός τα δώρα που είχε φέρει μαζί του πρόσφορο και νάμα.
Μέσα του γινόταν χαλασμός δυνάμεων. Κανείς από τους σαστισμένους αυλικούς δεν υποψιαζόταν το δράμα του. Κινήθηκε να δώσει τα δώρα που κρατούσε. Υποδιάκονοι και ιερείς έβλεπαν μα κανείς δεν κουνιόταν, δεν τα έπαιρνε. Όλοι δίσταζαν. Τάχα θα τα δεχόταν ό Βασίλειος;
Η ένταση κορυφώθηκε, τα νεύρα του σκληρού αυτο- κρατήρα τσάκισαν. Τα γόνατά του λύθηκαν και λύγιζε ολόκληρος. Το χέρι ενός ιερέα τον κράτησε γερά από το μπράτσο, τον στήριξε και δε σωριάσθηκε στο δάπεδο. Απέφυγε τον εξευτελισμό.
Σιγά-σιγά συνήλθε. Το επεισόδιο ίσως να ήταν κρούσιμο της θύρας από το άγιο Πνεύμα. Πάντως ο Ουάλης δεν την άνοιξε. Τα δώρα πήγαν στο Ιερό Βήμα. Ο φωτο- λουσμένος ιερέας όλα τα έβλεπε κι ας κοίταζε αλλού. Έκανε νεύμα κι ο διάκος πήρε τα δώρα του κακόδοξου αυτοκράτορα. Πόσο φως, πόσο άγιος πρέπει να ήταν ο Βασίλειος για να δεχθεί πρόσφορο και νάμα ενός αιρετικού, διώκτη φοβερού της Ορθοδοξίας, φονιά πολλών κληρικών.
Τι σκέφθηκε, τι διέκρινε στην πράξη αυτή του βασιλιά ο άγιος επίσκοπος την ώρα που λειτουργούσε δεν ξέρουμε. Δέχθηκε όμως τα δώρα.
Χειρονομίες που ξεπερνούν τους κανόνες, όταν γίνονται από άγιους δεν κρίνονται από κοινούς ανθρώπους.
Η θεία Λειτουργία τελείωσε. Ο Βασιλιάς ακίνητος περίμενε. Ο Βασίλειος με προσεκτικές κινήσεις έβγαλε τη λαμπρή του Ιερατική στολή κι έμεινε με το μοναδικό τριμμένο ράσο του, που τύλιγε το άσημο μικρό του σώμα. Κινήθηκε προς την αριστερή πύλη του ιερού Βήματος και κει δέχθηκε ο ίδιος τον αυτοκράτορα Ουάλη.
Ξέρουμε καλά πως δεν ήταν στο χαρακτήρα του Βασιλείου τα πολλά χαμόγελα και οι ανατολίτικοι τεμενάδες. Όσοι όμως τον αγαπούσαν και δεν τον φθονούσαν διέκριναν στο πρόσωπό του, στο φέρσιμό του, βαθειά ευγένεια, πηγαία καλοσύνη. Αυτά τα είχε την ώρα τούτη περίσσια, γιατί μόλις τέλειωσε τη θεία Λειτουργία κι είχε μέσα της λουσθεί την αγάπη, την καλοσύνη, την αλήθεια.
Σοβαρός λοιπόν, άλλα και πολύ αβρός κουβέντιασε με τον Ουάλη. Αυτό αποτελούσε μεγάλη επιθυμία του αυτοκράτορα που μόλις τώρα πραγματοποιήθηκε.
Πίστευε άραγε ο Ουάλης ότι θα κέρδιζε το Βασίλειο σε μια ιδιαίτερη συζήτηση; Δεν ξέρουμε. Βέβαιο μόνο είναι ότι από τη στιγμή αυτή ο Ουάλης άλλαξε στάση απέναντι στο Βασίλειο και τους ορθοδόξους γενικά. Ο πάγος έλιωσε. Οι διωγμοί λιγόστεψαν.
Τι συζήτησαν οι δύο άνδρες, ο ισχυρός και ο θειος, δεν το ξέρουμε. Μιλούσαν χαμηλόφωνα, έτσι που δεν άκουγαν ούτε κι αυτοί που βρίσκονταν δίπλα τους. Αυτό βεβαιώνει ό Γρηγόριος Θεολόγος που κι αυτός ήταν στο ιερό Βήμα.
Ο Ουάλης δεν ήταν πια ο τραχύς πολέμιος του Βασιλείου τον όποιο πράγματι θαύμαζε και σεβόταν. Μα κανείς δεν μπορεί να μιλήσει και για μεταστροφή του στο φρόνημα, στην πίστη. Βέβαια, ίσως κι αυτό να είχε γίνει αν δεν τον τριγύριζαν οι αρειανόφρονες. Πάντως δεν έγινε. Η αυλή του βασιλιά ήταν γεμάτη από αιρετικούς, που τον κολάκευαν για να μπορούν να τον στρέφουν κατά των ορθοδόξων.
Δεν είναι τυχαίο, oι αιρετικοί δούλεψαν συχνά σαν αυλοκόλακες και το επιδίωκαν συχνότερα. Κι αυτό γιατί το ήθος δεν είναι ξένο προς την ορθή πίστη, προς την αλήθεια. Έτσι λοιπόν, δουλεύοντας φιλότιμα στα παρασκήνια οι κακόδοξοι, έπεισαν σε λίγο καιρό τον Ουάλη να εξορίσει το Βασίλειο κι ας τον αναγνώριζε μέσα του. Οι λασπεροί πάντα καταδιώκουν τους καθαρούς. Κι αν τύχει ο καθαρός να είναι πεντακάθαρο διαμάντι, τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν.
(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Δ, σελ. 703-706).
VI. Η ΤΡΙΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ: 1189-92
Οι Χριστιανοι κατείχαν ακόμη την Τύρον, την Αντιόχειαν και την Τρίπολιν και διατηρούσαν δια τουτο τας ελπίδας των. Οι Ιταλικοί στόλοι κυριαρχούσαν ακόμη εις την Μεσόγειον και ήσαν πάντοτε έτοιμοι να μετα¬φέρουν νέους Σταυροφόρους, έναντι, βεβαίως, αμοιβής. Ο Γουλλιέλμος, Αρχιεπίσκοπος Τύρου, επανήλθε εις την Ευρώπην και διηγήθη εις συνε¬λεύσεις εις την Ιταλίαν, την Γαλλίαν και την Γερμανίαν, την πτώσιν της Ιερουσαλήμ. Εις την Μαγεντίαν, η έκκλησίς του συνεκίνησε τον Φρειδερί¬κον τον Βαρβαρόσσαν και ο μέγας αυτοκράτωρ, ηλικίας τότε εξήντα επτά ετών, εξεκίνησε αμέσως με τον στρατόν του (1189), ενώ ολόκληρος ο χρι¬στιανικός κόσμος τον χειροκροτούσε ως τον δεύτερον Μωϋσήν που θα ήνοιγε την θύραν προς την υπεσχημένην γην. Αφού διέσχισε τον Ελλήσποντον εις την Καλλίπολιν, το νέον εκστρατευτικόν σώμα ηκολούθησε εντελώς νέον δρομολόγιον, αλλά επανέλαβε τα σφάλματα της Πρώτης Σταυροφορίας. Τουρκικά άτακτα σώματα παρενοχλούσαν την πορείαν των και επετίθεντο εναντίον των οπισθοφυλακών, ενώ εκατοντάδες άνθρωποι επέθαιναν από την πείναν. Ο Φρειδερίκος επνίγη εις τον μικρόν ποταμόν Σάλεφ της Κιλικίας (1190) και μικρόν μόνον τμήμα του στρατού του επέζησε δια να λάβη μέρος εις την πολιορκίαν της Άκρης.
Ο Ριχάρδος ο Α' ο Λεοντόκαρδος, που είχε προσφάτως στεφθή βα¬σιλεύς της Αγγλίας εις ηλικίαν 31 ετών, απεφάσισε να δοκιμάση και αυτός τους Μουσουλμάνους. Φοβούμενος ότι κατα την απουσίαν του οι Γάλλοι θα σφετερίζοντο τας Αγγλικάς κτήσεις εις την Γαλλίαν, επίεσε τον Φίλιπ¬πον - Αύγουστον να τον συνοδεύση. Ο βασιλεύς της Αγγλίας, ηλικίας 23 μόλις ετών, εδέχθη και έτσι οι δύο νεαροί μονάρχαι έλαβαν τον σταυ¬ρόν από τας χείρας του Γουλλιέλμου της Τύρου εις συγκινητικήν Ιεροτε¬λεστίαν εις το Βεζελέ. Οι Νορμανδοί του Ριχάρδου, διότι ελάχιστοι Άγγλοι υπήρχαν δια να λάβουν μέρος εις την Σταυροφορίαν, επεβιβάσθησαν εις την Μασσαλίαν και οι άνδρες του Φιλίππου - Αυγούστου εις την Γένουαν. Οι δύο στρατοί συνηντήθησαν εις την Σικελίαν (1190). Εκεί οι δύο βασι¬λείς διεπληκτίζοντο -και διεσκέδαζαν εξ άλλου- επι έξ μήνας.
Ο Ριχάρδος επειδή υπέστη προσβολήν από τον Ταγκρέδον, βασιλέα της Σικελίας, κατέλαβε την Μεσσήνην «εις όσην ώραν χρειάζεται ο ιερεύς να ψάλλη τον εωθινόν» και επέστρεψε την πόλιν μόνον αφού έλαβε 40.000 ουγγίας χρυ¬σού. Αφού, με τον τρόπον αυτόν, απέκτησε την εμπιστοσύνην των στρα¬τευμάτων του, απεβιβάσθη εις τα πλοία κατευθυνόμενος εις την Παλαιστί¬νην. Μερικά από τα πλοία του εξώκειλαν εις τας ακτάς της Κύπρου. Ο Έλλην διοικητής εφυλάκισε το πλήρωμά των, ο Ριχάρδος εσταμάτησε προς στιγμήν, κατέλαβε την νήσον και την έδωσε εις τον Γκύ ντέ Λουζινιάν, τον Ανέστιου βασιλέα της Ιερουσαλήμ. Εις την Άκρην έφθασε τον Ιούλιον του 1191, ένα έτος δηλαδή αφ’ ότου έφυγε από το Βεζελέ. Ο Φίλιπ¬πος - Αύγουστος τον είχε προλάβει. Η πολιορκία της Άκρης από τους Χριστιανούς είχε διαρκέσει μέχρι τότε 19 μήνας και είχε κοστίσει χιλιάδας Σταυροφόρων. Μερικές εβδομάδας μετά την άφιξιν του Ριχάρδου, οι Σαρακηνοί παρεδόθησαν. Οι νικηταί απήτησαν -και αι προτάσεις των έγιναν δεκταί - 200.000 χρυσά νομίσματα (950.000 δολλάρια), 1600 εκλεκτούς αιχμαλώτους και την επιστροφήν του αληθινού Σταυρού.
Ο Σαλαδίνος επεκύρωσε την συμφωνίαν και ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Άκρης, εκτός από 1.600 αιχμαλώτους, έλαβε την άδειαν να αναχωρήση από εκεί με τα υπάρχοντα του, όσα μπορούσε να μεταφέρη. Ο Φίλιππος - Αύγουστος ησθένησε από πυρετόν και επέστρεψε εις την Γαλλίαν, αφού άφησε πίσω του γαλλικήν δύναμιν 10.500 ανδρών. Ο Ριχάρδος έγινε έτσι ο μόνος αρχηγός της Τρίτης Σταυροφορίας.
Ήρχισε τότε συγκεχυμένη και περίεργος περίοδος συμπλοκών, κατά τας οποίας επιθέσεις και μάχαι ενηλλάσσοντο με φιλοφροσύνας και κατά τας οποίας ο άγγλος βασιλεύς και ο κούρδος σουλτάνος έδωσαν δείγματα των ευγενεστέρων χαρακτηριστικών των πολιτισμών και των δοξασιών των. Κανείς από τους δύο δεν ήτο άγιος. Ο Σαλαδίνος επέβαλε με σκληρότητα τον θάνατον όταν οι στρατιωτικοί σκοποί απαιτούσαν τούτο και ο ρομαντικός Ριχάρδος επέτρεψε μερικάς διακοπάς εις την σταδιοδρομίαν του ως ευγενούς. Όταν οι άραβες αρχηγοί, πολιορκούμενοι εις την Άκρην, καθυστέρησαν κάπως εις την εκτέλεσιν των όρων της παραδόσεως, ο Ριχάρδος έκοψε τα κεφάλια 2.500 μουσουλμάνων αιχμαλώτων κάτω από τα τείχη της πόλεως, δια να πείση τους άλλους να βιασθούν. Ο Σαλαδίνος, όταν το επληροφορήθη, διέταξε να θανατωθή κάθε αιχμάλωτος που θα έπιπτε εις χείρας του κατά την διάρκειαν του πολέμου εναντίον του άγγλου βασιλέως. Ο Ριχάρδος ήλλαξε τότε τον τόνον του και επρότεινε να τεθή τέρμα εις τας Σταυροφορίας, δια του γάμου της αδελφής του Ιωάννας, με τον αδελφόν του Σαλαδίνου, τον Άλ - Αντίλ. Η Εκκλησία όμως αντετάχθη και ο Ριχάρδος παρητήθη από το σχέδιόν του.
Γνωρίζων ότι ο Σαλαδίνος δεν θα ηνείχετο την ήτταν του χωρίς να αντιδράση, ο Ριχάρδος αναδιωργάνωσε τας δυνάμεις του και προητοιμάζετο να βαδίση προς νότον κατα μήκος της ακτής, δια να απαλλάξη την Γιάφαν, που ευρίσκετο πάλιν εις χριστιανικάς χείρας, από τους πολιορκητάς της μουσουλμάνους. Πολλοί ευγενείς ηρνήθησαν να τον συνοδεύσουν, διότι προτιμούσαν να μείνουν πίσω, εις την άκρην, και να ραδιουργούν εκεί δια το βασίλειον της Ιερουσαλήμ, το οποίον κατά τας υποψίας των, ο Ριχάρδος ήθελε να κρατήση δια τον εαυτόν του. Τα γερμανικά στρατεύματα επέστρεψαν εις την Γερμανίαν και ο γαλλικός στρατός, δι’ άλλην μίαν φοράν, δεν επειθάρχησε εις τας διαταγάς και συνέβαλε εις την αποτυχίαν της στρατηγικής του άγγλου βασιλέως. Ύστερα από την μακράν πολιορκίαν της Άκρης, διηγείται ο χριστιανός χρονογράφος της Σταυροφορίας του Ριχάρδου, οι νικηταί Χριστιανοί, «παραδοθέντες εις την πολυτέλειαν και την οκνηρίαν, δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν την πόλιν που τους παρείχε τόσας ανέσεις, τα καλύτερα κρασιά και τας ωραιοτέρας γυναίκας. Μερικοί, δια να αποκτήσουν μεγαλυτέραν γνώσιν των απολαύσεων αυτών έγιναν έκλυτοι εις τοιούτον σημείον, ώστε η πόλις να ρυπαίνεται από την άσωτον ζωήν των, η δε λαιμαργία και πολυτέλειά των να προκαλούν την αγανάκτησιν των τιμίων ανθρώπων».
Ο Ριχάρδος κατέστησε τα πράγματα περισσότερον δύσκολα απαγορεύσας εις γυναίκας να συνοδεύουν τον στρατόν του — εκτός από τας ύπηρετρίας που δεν προσέφεραν μεγάλον πειρασμόν εις το αμάρτημα. Εξηλεώθη δια τα μειονεκτήματα των στρατευμάτων του με τας εξαιρέτους διοικητικάς ικανότητάς του, με την καλήν χρησιμοποίησιν των πολεμικών μηχανών και με την γενναιότητά του επί του πεδίου της μάχης. Εις τα σημεία αυτά υπερέβη τον Σαλαδίνον καθώς και όλους τους άλλους χριστιανούς αρχηγούς των Σταυροφοριών.
Οι άνδρες του συνήντησαν τον στρατόν του Σαλαδίνου εις το Αρσούφ και εκέρδισαν αμφίβολον νίκην (1191). Ο Σαλαδίνος ήθελε να συνεχίση την μάχην, αλλά ο Ριχάρδος απέσυρε τους άνδρας του εντός των τειχών της Γιάφας. Ο Σαλαδίνος του προσέφερε τότε ειρήνην. Κατά την διάρκειαν των διαπραγματεύσεων, ο Κονράδος, μαρκήσιος του Μομφεράτου, που κρατούσε την Τύρον, ήλθεν εις χωριστάς διαπραγματεύσεις με τον Σαλαδίνον προτείνων εις αυτόν να γίνη σύμμαχός του και να καταλάβη την άκρην δια λογαριασμόν των μουσουλμάνων, εφ’ όσον ο Σαλαδίνος θα συγκατετίθετο να του παραδώση την Σιδώνα και την Βηρυττόν. Παρά την προσφοράν αυτήν, ο Σαλαδίνος επέτρεψε εις τον αδελφόν του να υπογράψη με τον Ριχάρδον ειρήνην, δια της οποίας παραχωρούσε εις τους χριστιανούς όλας τας παρακτίους πόλεις που κατείχαν τότε και το ήμισυ της Ιερουσαλήμ.
Ο Ριχάρδος έμεινε ενθουσιασμένος από την υπογραφήν της Ειρήνης και εξεδήλωσε την χαράν του δια της επισήμου αναγορεύσεως ως Ιππότου του υιού του μουσουλμάνου απεσταλμένου (1192). Αργότερα όμως, όταν έμαθε ότι ο Σαλαδίνος υπεχρεώθη να αντιμετωπίση εξέγερσιν εις ανατολάς, παρεβίασε τους όρους της ειρήνης, επολιόρκησε και κατέλαβε το Δάρουμ και προήλασε μέχρις απόστασεως 20 χιλιομέτρων από της Ιερουσαλήμ. Ο Σαλαδίνος, που είχε απολύσει τα στρατεύματα του δια να αναπαυθούν κατα την περίοδον του χειμώνος, τα εκάλεσε και πάλιν υπό τα όπλα. Ενώ εις το χριστιανικόν στρατόπεδον είχαν αρχίσει να εκσπούν διχόνοιαι, οι ανιχνευταί ανήγγειλαν ότι τα πηγάδια που ευρίσκοντο εις τον δρόμον πρός την Ιερουσαλήμ, είχαν δηλητηριασθή και ότι ο στρατός δεν θα εύρισκε πουθενά νερό. Το συμβούλιον που συνεκλήθη δια να αποφασίση περί της ακολουθητέας πορείας, απεφάσισε να εγκαταλείψη την Ιερουσαλήμ και να βαδίση πρός το Κάιρον, ευρισκόμενον εις απόστασιν 300 χιλιομέτρων από εκεί. Ο Ριχάρδος, ασθενής και απογοητεύμενος απεσύρθη εις την άκρην και εσκέπτετο να επιστρέψη εις την Αγγλίαν.
Την επομένην ημέρα, η τύχη μετεστράφη. Ο Σαλαδίνος έλαβε ενισχύσεις, ενώ ο Ριχάρδος ασθενής και μη δυνάμενος να υπολογίζη εις την υποστήριξιν των Ιπποτών της Άκρης και της Τύρου, εκλιπαρούσε δι΄ άλλην μίαν φοράν την υπογραφήν ειρήνης. Εις τον πυρετόν του, ζητούσε κραυγάζων «φρούτα και δροσερόν ποτόν». Ο Σαλαδίνος του έστειλε αχλάδια, ροδάκινα, πάγον και τον προσωπικόν του Ιατρόν. Εις τας 2 Σεπτεμβρίου του 1192, οι δύο ήρωες υπέγραψαν διετή ειρήνην και διένειμαν την Παλαιστίνην : Ο Ριχάρδος θα διατηρούσε όλας τας πόλεις που κατείχαν εις την παραλίαν, από της Άκρης μέχρι της Γιάφας. Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί θα μπορούσαν να κυκλοφορούν ελευθέρως από το ένα έδαφος εις το άλλο και οι προοκυνηταί θα επροστατεύοντο εις την Ιερουσαλήμ. Η πόλις όμως θα παρέμενε εις χείρας των Μουσουλμάνων. (Πιθανώς οι Ιταλοί έμποροι που ενδιεφέροντο κυρίως δια τον έλεγχον των λιμένων, έπεισαν τον Ριχάρδον να παραχωρήση την Αγίαν Πόλιν εις αντάλλαγμα της παραλιακής λωρίδος).
Η υπογραφή της ειρήνης εωρτάσθη με τελετάς καί αγώνας. «Ο Θεός μόνον γνωρίζει έλεγεν ο χρονογράφος του Ριχάρδου - έως πότε θα κρατήση η χαρά των δύο λαών». Πρός στιγμήν οι άνθρωποι έπαυσαν να μισούνται αμοιβαίως. Κατα την επιβίβασίν του δια την Αγγλίαν ο Ριχάρδος απέστειλεν μίαν τελευταίαν περιφρονητικήν διακοίνωσιν πρός τον Σαλαδίνον, υποσχόμενος να επανέλθη μετα τρία έτη και να ανακαταλάβη την Ιερουσαλήμ. Ο Σαλαδίνος απήντησε ότι εάν θα έπρεπε να χάση από τα χέρια του την πόλιν θα προτιμούσε να την κατελάμβανε ο Ριχάρδος, παρά οποιοσδήποτε άλλος.
Η μετριοπάθεια, η σύνεσις και η δικαιοσύνη του Σαλαδίνου ενίκησαν την γενναιότητα, την λάμψιν και την στρατιωτικήν τέχνην του Ριχάρδου. Οι μουσουλμάνοι αρχηγοί ήσαν σχετικώς ηνωμένοι και νομιμόφρονες προς τον μονάρχην των, ενώ, αντιθέτως, αι διαιρέσεις και αι απειθαρχίαι των μεγάλων φεουδαρχών ήσαν συχναί. Αι γραμμαί, τέλος, επικοινωνίας, βραχύτεραι όπισθεν του μετώπου των Σαρακηνών, ήσαν περισσότερον εξυπηρετικαί από τας θαλάσσας εις τας οποίας κυριαρχούσαν οι Χριστιανοί. Αι χριστιανικαί αρεταί και αδυναμίαι αντεπροσωπεύοντο καλύτερα από τον μουσουλμάνον Σουλτάνον παρά από τον οποιονδήποτε χριστιανόν βασιλέα.
Ο Σαλαδίνος απέδειξε αδικαιολόγητον αυστηρότητα εναντίον των Ναϊτών και των Ιωαννιτών, συνήθως όμως ήτο ήπιος προς τους αδυνάτους, φιλεύσπλαγχνος προς τους ηττημένους και εις τους εχθρούς του που τιμούσαν την δοθείσαν υπόσχεσίν των ήτο γενναιόφρων, ώστε οι χριστιανοί χρονογράφοι να απορούν πως μία θεολογία πλήρης σφαλμάτων διέπλασσε μίαν τόσον ευγενή ψυχήν. Μετεχειρίζετο τους υπηρέτας του με καλωσύνην και ήκουε ο ίδιος όλα τα παράπονα. Ετιμούσεν «ελάχιστα το χρήμα, όσον και την σκόνην» και αποθνήσκων δεν άφησε ούτε ένα δηνάριον εις το προσωπικόν του θησαυροφυλάκιον. Ολίγον προ του θανάτου του έδωσε εις τον υιόν του Έζ • Ζαχίρ τας οδηγίας αυτάς, τας οποίας κανείς χριστιανός φιλόσοφος δεν θα κατέκρινε :
«Παιδί μου, σε εμπιστεύομαι εις τον Ύψιστον… Να εκπληρώνης την θέλησίν του, διότι μόνον έτσι θα γνωρίσης την γαλήνην. Να αποφύγης να χύσης αίμα… διότι το χυμένον αίμα δεν κοιμάται ποτέ. Προσπάθησε να κερδίσης την καρδιά του λαού σου και να επαγρυπνής δια την ευημερίαν του. Διότι ακριβώς δια να εξασφάλισης την ευτυχίαν του σε εξέλεξε ο Θεός και όχι εγώ. Να κερδίσης την καρδιά των υπουργών σου, των ευγενών και των εμιρών. Εγώ έγινα μεγάλος ακριβώς διότι εκέρδισα την καρδιά των ανθρώπων με την πραότητα και την καλοσύνην μου».
Απέθανεν εις τα 1193, εις ηλικίαν μόνον πενήντα πέντε ετών.