(από το βιβλίο: Η Αρχή των Πάντων, του Hans Kung,Ομοτίμου Καθηγητού Οικουμενικής Θεολογίας Πανεπιστημίου Τυβίγγης).
Κανένας δεν έκανε τόσο φανερά τα κοσμοθεωρητικά βάθη όσο εκείνος ο φυσικός, που προσπάθησε στους πολύ πρόσφατους χρόνους να διατυπώσει μια Μεγάλη Ενοποιημένη Θεωρία (GUT = Grand Unified Theory), η οποία θα έκανε περιττό τον Δημιουργό Θεό (GOD).
γ) GUT αντί GOD; Χόκινγκ
Ο από πολλούς ανθρώπους δικαίως θαυμαζόμενος Άγγλος φυσικός Στέφεν Χόκινγκ (γεν. 1942) στο Κέιμπριτζ ως γνωστόν, ένεκα μιας αθεράπευτης βλάβης νεύρων του νωτιαίου μυελού, μπορεί να συνεννοείται με το περιβάλλον του μόνο με το κομπιούτερ.
Ο επιστήμονας αυτός είχε την ελπίδα ότι, με τις έρευνές του για την κατάσταση του σύμπαντος αμέσως μετά την έκρηξη, με συγχώνευση όλων των γνωστών αλληλεπιδράσεων, θα αναπτύξει μία «Μεγάλη Ενοποιημένη Θεωρία» (GUT). Αυτή θα έπρεπε να εξηγήσει τι «συγκρατεί τον κόσμο εσώτατα». Αλλ’ ενώ ο Χάιζενμπεργκ με τη Μηχανική των Κβάντα είχε παρουσιάσει μια εμπειρικά βεβαιωμένη μεγάλη θεωρία και κατά τα άλλα έδειχνε βαθύ σεβασμό στη θρησκευτική σφαίρα, ο Χόκινγκ στο μπεστ σέλερ του Μια σύντομη ιστορία του χρόνου, (που αν και δύσκολα κατανοητό και σ’ αυτούς τους θεράποντες των Φυσικών Επιστημών, εκδόθηκε σε 25 εκατομμύρια αντίτυπα), με τη μεγάλη αισιοδοξία του Διαφωτισμού υποσχέθηκε μια ενιαία μεγάλη θεωρία, η οποία δεν θα εξηγούσε μόνον ορισμένα εμπειρικά δεδομένα, αλλά θα μας έκανε «να γνωρίζουμε το νου [τη σκέψη] του Θεού» (the mind of God, γερμ. den Geist Gottes).
Αυτό διατυπώθηκε συνειδητά με ειρωνική διάθεση. Διότι η γνώμη του Χόκινγκ ήταν:
Με μια τέτοια ενοποιημένη θεωρία για τα πάντα (Theory of Everything= TOE) ο ίδιος ο κόσμος θα εξηγούσε τον εαυτό του και ο Θεός ως Δημιουργός δεν θα ήταν αναγκαίος. Εάν το σύμπαν ήταν πλήρως κλεισμένο στον εαυτό του, χωρίς ξεχωρισμένες μοναδικότητες και όρια, εάν θα ήταν δυνατό να περιγραφεί εξ ολοκλήρου με μια ενοποιημένη θεωρία, τότε η Φυσική θα έκανε τον Θεό περιττό.
Ήταν βέβαια ευκολότερο να βρεθεί μία εντυπωσιακή βραχυγραφία GUT ή ΤΟΕ παρά η ίδια η θεωρία, που θα συνένωνε όλες τις δυνάμεις του φυσικού κόσμου.
Στην περί κόσμου παράσταση του Χόκινγκ -για ένα κλεισμένο στον εαυτό του σύμπαν χωρίς όρια και χωρίς προϋποθέσεις αρχής- διαφορετικά από την παλαιότερη θεωρία της αρχικής έκρηξης δεν θα υπήρχε καμιά ξεχωριστή «μοναδικότητα», κατά την οποία ο Θεός θα είχε την πλήρη ελευθερία να καθορίσει προϋποθέσεις αρχής και νόμους του σύμπαντος.
«Φυσικά θα ήταν πάντοτε στην κρίση του Θεού να εκλέξει τους νόμους, που προσδιορίζουν το σύμπαν. Υπάρχουν μόνο πολύ λίγες πλήρεις ενιαίες θεωρίες —ίσως μάλιστα μόνο μία, π.χ. η θεωρία των χορδών—, που είναι χωρίς εσωτερικές αντιφάσεις και επιτρέπουν την ύπαρξη τόσο πολύπλοκων δημιουργημάτων όπως των ανθρώπων, οι οποίοι ερευνούν τους νόμους τον σύμπαντος και μπορούν να ερωτούν για την ουσία του Θεού».
Μία «πλήρης ενιαία θεωρία»; Όμως ο Χόκινγκ ήταν αρκετά νηφάλιος ώστε να διαπιστώσει ότι, ακόμη και με τόσον επινοητικές εξισώσεις για όλα, με κανέναν τρόπο δεν είναι δεδομένη η πραγματικότητα του παντός και εν πάση περιπτώσει παραμένει ανοικτό το ερώτημα γιατί γενικώς υπάρχει ένα σύμπαν:
«Επίσης εάν είναι δυνατή μόνο μία ενιαία θεωρία, αυτή θα ήταν ένα σύστημα κανόνων και εξισώσεων. Ποιος όμως εμπνέει ψιθυρίζοντας αποκαλυπτικά στις εξισώσεις την ωδή και δημιουργεί σ’ αυτές ένα σύμπαν, το οποίο αυτές μπορούν να περιγράφουν; Η συνηθισμένη μέθοδος, κατά την οποία η επιστήμη κατασκευάζει ένα μαθηματικό μοντέλο, δεν μπορεί να δώσει απάντηση στο ερώτημα γιατί πρέπει να υπάρχει ένα σύμπαν που περιγράφεται από το μοντέλο».
Παρά ταύτα ο Χόκινγκ εξέφρασε σαφώς την ελπίδα ότι μια μέρα μία «μεγάλη ενοποιημένη θεωρία» μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα γιατί γενικώς υπάρχει ένα σύμπαν.
«Όταν εμείς ανακαλύψουμε μια τέλεια θεωρία, θα έπρεπε αυτή μετά παρέλευση ορισμένου χρόνου να είναι κατανοητή για τον καθένα, όχι μόνο για μια φούχτα ειδικών. Τότε όλοι μας φιλόσοφοι, εκπρόσωποι των Φυσικών Επιστημών και μη ειδικοί θα μπορέσουμε ν' αντιμετωπίσουμε το ερώτημα, γιατί υπάρχουμε εμείς και το σύμπαν... Όταν θα βρίσκαμε την απάντηση σ αυτό το ερώτημα, τούτο θα σήμαινε τον τελικό θρίαμβο του ανθρώπινου λόγου, διότι τότε θα γνωρίζαμε το πνεύμα (Geist) του Θεού». Εντούτοις έπρεπε να έλθουν τελείως διαφορετικά τα πράγματα.
δ) Ο παγκόσμιος τύπος - μια μεγάλη απογοήτευση
Έτσι είχε σκεφθεί ο Χόκινγκ: Να βρεθεί ένας πλήρης τύπος των φυσικών νόμων, δηλαδή μία σειρά από κανόνες, που θα έπρεπε τουλάχιστον καταρχήν να μας καθιστούν ικανούς να προβλέπουμε το μέλλον με οποιαδήποτε ακρίβεια και έτσι να προσδιορίζουμε ακριβώς την κατάσταση του σύμπαντος σε κάποια ορισμένη χρονική περίοδο. Η κλασική Φυσική είχε ακόμα δεχθεί ότι, όταν σε μια ορισμένη χρονική περίοδο γνωρίζουμε τις θέσεις και τις ταχύτητες όλων των σωματιδίων, τότε θα μπορούσαμε επίσης να υπολογίσουμε τις θέσεις όπως και τις ταχύτητες για κάθε άλλη χρονική περίοδο. Αλλά η Φυσική των Κβάντα είχε δείξει, ότι καταρχήν υπάρχουν συμβάντα που δεν είναι δυνατό να υπολογισθούν. Όμως ο σκοπός του Χόκινγκ και των ομοφρόνων του είναι να βρουν -λαμβάνοντας υπόψη και τη Θεωρία των Κβάντα- μια περιεκτική θεωρία της πραγματικότητας με ή ακόμη και χωρίς τον Θεό.
Και τώρα η μεγάλη έκπληξη: το έτος 2004 ο Χόκινγκ σε μια από τις παραδόσεις του στο Κέιμπριτζ άφησε να νοηθεί, ότι καταρχήν εγκατέλειψε για πάντα την αναζήτησή του για μια μεγάλη ενοποιημένη θεωρία. Απέκτησε την πεποίθηση ότι διαψεύσθηκε η ελπίδα του να βρει μια πλήρη περιεκτική θεωρία, για να γνωρίσει εσώτατα τον κόσμο και να μπορεί έτσι επίσης να τον ελέγχει. Δεν φαίνεται σ' αυτόν δυνατό να διατυπώσει μια θεωρία του σύμπαντος με έναν περιορισμένο αριθμό εκφράσεων.
Ο Χόκινγκ επί του προκειμένου δημιούργησε έκπληξη επικαλούμενος την «αρχή [το θεώρημα] της Μη πληρότητας» του Τσεχοαυστριακού μαθηματικού Κουρτ Γκέντελ (1906-1978), ίσως του πλέον σημαντικού διδασκάλου της Λογικής κατά τον 20ό αιώνα. Η πρόταση αυτή στο έτος 1930 τονίζει ότι ένα περιορισμένο σύστημα αξιωμάτων περιέχει πάντοτε τύπους, οι οποίοι μέσα στο σύστημα αυτό ούτε να αποδειχθούν ούτε να αντικρουσθούν είναι δυνατόν. Αυτή η κατάσταση μοιάζει με το γνωστό παράδειγμα της αρχαιότητας όπου κάποιος κάνει τη δήλωση «Αυτή η έκφραση είναι εσφαλμένη». Όταν προϋποθέτουμε ότι όλες οι εκφράσεις είναι καταρχήν αληθείς ή εσφαλμένες (αυτό θα ήταν η πληρότητα [Vollstandigkeit] του συστήματος), τότε αυτή η μνημονευθείσα έκφραση θα ήταν ακριβώς αληθής, εάν ήταν εσφαλμένη. Επομένως υπάρχει μια αντίφαση.
Εάν τώρα ο Χόκινγκ χρησιμοποιεί και κατανοεί τον Γκέντελ ορθά ή εσφαλμένα: πρέπει να πούμε ότι αυτός με όλα αυτά συνεχίζει να αντιλαμβάνεται την εμπειρία, την οποία δεκαετίες πριν απ’ αυτόν είχαν παρουσιάσει διαπρεπείς μαθηματικοί και θεωρητικοί επιστήμονες. Διότι η ανάπτυξη των Μαθηματικών ήδη περί το 1910 είχε οδηγήσει σε μια φιλονικία για τα θεμέλια. Πρόκειται έως σήμερα για μια επίκαιρη αντιπαράθεση περί των θεμελίων των Μαθηματικών. Ιδίως για την κατάσταση της διδασκαλίας περί των ποσοτήτων και του αποκλεισμένου τρίτου.'Οταν κάποιος, όπως εγώ ήδη στα έτη της δεκαετίας του 1970, έχει ασχοληθεί με τα δεδομένα της Θεωρίας της Επιστήμης, δεν θα εκπλαγεί για τη στροφή του Χόκινγκ. Επομένως GOD αντί GUT;
(η συνέχεια στην επόμενη ανάρτηση)
(Η αρχή των Πάντων, εκδ. Ουρανός, σελ. 57-62 όπου οι παραπομπές, οι υπογραμμίσεις δικές μας)
Για αυτό βέβαια και γίνεται στα ευαγγέλια πολύς λόγος για τιμωρία και πολύ περισσότερος από ό,τι για βασιλεία.
Επειδή δηλαδή τους αναισθητότερους δεν τους προσελκύει προς την αρετή και δεν τους απομακρύνει από την κακία, τόσο πολύ η υπόσχεση των αγαθών, όσο ο φόβος των λυπηρών, για αυτό λοιπόν ασχολείται περισσότερο με τα λυπηρά και αυτά αναφέρει συνεχώς. Ας μη λυπούμαστε λοιπόν ακούγοντας λόγια δυσάρεστα διότι περιέχουν πολύ κέρδος……….
Άλλοι πάλι τον μεν Κύριο ομολογούν αρνούνται όμως την περί κρίσεως και κολάσεως διδασκαλία, εξαγοράζοντας με σύντομη ευχαρίστηση μεγάλη κόλαση και θέλοντας να παρηγορούν τους εαυτούς τους με το να μη θυμούνται τη γέεννα, ρίχνουν τους εαυτούς τους, χωρίς να το καταλαβαίνουν, στο βάραθρο της απώλειας.
Για αυτό παρακαλώ και να θυμάστε τη γέεννα και να συζητάτε για αυτήν· έτσι στόλιζε με ομορφιά την ψυχή σου.
Διότι είναι μεγάλη η χρησιμότητα που προέρχεται από αυτά τα λόγια. Διότι δεν έδωσε ο Θεός αυτήν την απειλή έτσι τυχαία και την έκανε φανερή από την εδώ ήδη ζωή, αλλά για να μας κάνει με το φόβο καλύτερους. Για αυτό και ο Διάβολος κάνει τα πάντα και μηχανεύεται, θέλοντας να βγάλει αυτήν από τη σκέψη μας.
Μην την απομακρύνεις λοιπόν από τη σκέψη σου, ούτε να λες, «γιατί να στενοχωρώ τον εαυτό μου παράκαιρα»; Στενοχωριέσαι παράκαιρα; Εκείνη είναι η παράκαιρη στενοχώρια, όταν θα υποφέρεις μέσα στη γέεννα……..
Και γνωρίζω βέβαια ότι με τα λόγια αυτά γίνομαι φορτικός και ότι σας στενοχωρώ. Τι να γίνει όμως; Βέβαια δεν θα ήθελα να τα λέω όλα αυτά, αλλά θα ήθελα να έβλεπα ενάρετο τόσο τον εαυτό μου όσο όλους εσάς……..
Και ακριβώς για αυτό σας παρακαλώ να νιώθουμε κατάνυξη ακούγοντας τους περί κολάσεως λόγους.
Άλλωστε δεν υπάρχει τίποτα άλλο πιο γλυκό από την ομιλία αυτή, επειδή κανένα άλλο πράγμα δεν είναι πικρότερο από αυτήν.
Και πώς είναι ευχάριστο, θα πει κάποιος, το να ακούει κανείς ομιλία για κόλαση; Επειδή είναι πολύ τρομερό να πέσουμε στη γέεννα, πράγμα που αποφεύγεται με τους λόγους που μας φαίνονται φορτικοί, και οι οποίοι πριν από αυτό μας παρέχουν και άλλη ευχαρίστηση· συγκρατούν δηλαδή τις ψυχές μας και τις κάνουν ευλαβέστερες, εξυψώνουν τη διάνοιά μας και αναπτερώνουν το λογισμό μας, μας ελευθερώνουν από την πονηρή πολιορκία των επιθυμιών και γενικώς συντελούν στη θεραπεία της ψυχής……
Και ξέρω βέβαια, ότι τίποτε δεν είναι για σας περισσότερο αηδιαστικό από τα λόγια αυτά, αλλά σε μένα τίποτε δεν είναι πιο ευχάριστο από αυτά. Και μακάρι να μπορούσαμε και όταν προγευματίζουμε και όταν δειπνούμε και όταν λουζόμαστε και παντού να μιλούμε για τη γέεννα….
Συνέχεια λοιπόν ας σκεφτόμαστε τους λόγους για αυτά, γιατί δεν μας αφήνει να πέσουμε στη γέεννα το να θυμόμαστε τη γέεννα… και να συζητούμε συνεχώς για αυτήν και έτσι δεν θα αμαρτάνουμε εύκολα. Διότι η μνημόνευση των λόγων αυτών θα μπορέσει, σαν κάποιο πικρό φάρμακο, να καθαρίσει κάθε κακία και να παραμείνει για πάντα μέσα στην ψυχή μας…
Εάν ο φόβος της μελλοντικής κολάσεως έμενε στην ψυχή, θα εξαφάνιζε κάθε ανθρώπινο φόβο. Επομένως εάν κανείς φροντίζει να θυμάται διαρκώς τη γέεννα, θα περιφρονήσει κάθε είδος θανάτου· και αυτό δεν θα τον απαλλάξει μόνο από την παρούσα αγωνία, αλλά και από τη φλόγα της γέενας θα τον απαλλάξει.
Διότι εκείνος που φοβάται συνεχώς την γέενναν του πυρός, ουδέποτε θα πέσει μέσα στη φωτιά της γέεννας εκείνης, διότι θα σωφρονίζεται με τον συνεχή αυτόν φόβο…..
Και αν ακόμη δυσανασχετείτε αναρίθμητες φορές για αυτά τα λόγια, εγώ δεν θα σταματήσω να τα λέω….
Και γνωρίζω μεν, ότι πολλοί ακούνε τα λόγια αυτά με πολλή δυσαρέσκεια, αλλά ποιο το κέρδος εάν σιωπήσω; Διότι εάν σιωπήσω και δεν σας ενοχλήσω καθόλου με τα λόγια μου, είναι αδύνατον να σας απαλλάξω από την κόλαση με τη σιωπή μου αυτήν, αλλά το αποτέλεσμα που θα προκύψει από αυτό θα είναι εντελώς το αντίθετο, διότι έτσι γίνεται μεγαλύτερη η τιμωρία, όχι μόνο για σας, αλλά και σε μένα η σιωπή μου αυτή θα γίνει πρόξενος τιμωρίας.
Ποιο το όφελος από τα ευχάριστα λόγια, όταν δεν βοηθούν στα έργα, αλλά αντιθέτως και βλάπτουν; Ποιο το κέρδος, να σας ευχαριστήσω με τα λόγια και να σας λυπήσω στην πραγματικότητα; Να ευχαριστήσω την ακοή σας και να βλάψω την ψυχή σας; Ακριβώς για αυτό είναι ανάγκη να σας στενοχωρώ εδώ, για να μην τιμωρηθούμε εκεί.
Είναι συγκινητική η διακριτικότητα της αγάπης του Θεού, όπως μας την απεκάλυψε ο Γέροντας. Ήμασταν μια φιλική συντροφιά, στα Καλλίσια, δίπλα στους βράχους του Μοναστηριού, έχοντας ανάμεσά μας το Γέροντα. Ήταν νύχτα, παραμονή του Αγίου Πνεύματος.
Ο Γέροντας μας έκανε μια κατανυκτική, εξωτερική και εσωτερική, περιγραφή των Αγιορείτικων αγρυπνιών στα Καυσοκαλύβια, τότε πού, όπως έλεγε, «το Άγιο Πνεύμα ερχόταν και πλημμύριζε με ουράνια χαρά τις ψυχές των μοναχών». Και λέγοντας αυτά, μας άφησε ένα αφυπνιστικό μήνυμα:
«Και τώρα το Άγιο Πνεύμα θέλει να μπει στις ψυχές μας, όπως και τότε, αλλά σέβεται την ελευθερία μας, δε θέλει να την παραβιάσει.
Περιμένει να του ανοίξουμε μόνοι μας την πόρτα και τότε θα μπει στην ψυχή μας και θα τη μεταμορφώσει».
Τα λόγια του μου θύμιζαν την Αποκάλυψη: «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω, εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού».
Ο Παντοδύναμος Θεός χτυπά διακριτικά την πόρτα της ψυχής του αδύναμου ανθρώπου και περιμένει υπομονητικά να του ανοίξει, για να τον κάνει αληθινά ευτυχή, κι αυτός τις πιο πολλές φορές, κάνοντας κακή χρήση της ελευθερίας του, που Εκείνος του χάρισε, δεν του ανοίγει, μένοντας κλεισμένος στη δυστυχία του.
Πόσοι από εμάς άραγε έχουμε τη φρόνηση να κάνουμε πράξη την ικεσία:
«Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας, ελθέ και σκήνωσον εν ημίν»;
Πόσοι από μας, λέγοντας αυτή την προσευχή δεν αμπαρωνόμαστε στη μοναξιά της ανασφάλειάς μας;
Και ο Θεός σέβεται την αφροσύνη μας, γιατί κι αυτή αποτελεί έκφραση της ελευθερίας μας.
Μια μέρα ο Γέροντας μου είπε: «Ο Θεός σέβεται το θέλημά μας».
Και μια άλλη: «Ό,τι κάνεις να το κάνεις επειδή το θέλεις, ελεύθερα, υπεύθυνα και με ευχαρίστηση».
Προσπαθούσα να εμβαθύνω στις επιγραμματικές, αλλά πολυσήμαντες αυτές συμβουλές του.
*από το βιβλίο: «ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗ» (ΚΟΖΑΝΗ ΜΑΡΤΙΟΣ 2006)
www.oode
Οι επιστημονικές παρατηρήσεις δείχνουν ότι το Σύμπαν είναι συντονισμένο με μεγάλη ακρίβεια, στο να φιλοξενήσει τη ζωή, ακόμα και να υπάρξει. Και αυτό δυσκολεύει τους άθεους να το εξηγήσουν χωρίς κάποιον Νομοθέτη αυτών τών δυνάμεων, που να προσδιόρισε τις σωστές αναλογίες τους για να μπορέσει να υπάρξει ο κόσμος. Στη συνέχεια θα δοθούν μερικά παραδείγματα:
1. Ισχυρή Σταθερά Πυρηνικής Δύναμης
Αν ήταν μεγαλύτερη: Δεν θα σχηματιζόταν υδρογόνο, και χωρίς υδρογόνο δεν θα υπήρχε ζωή. Επίσης οι ατομικοί πυρήνες για τα περισσότερα στοιχεία δεν θα υπήρχαν ή θα ήταν εξαιρετικά ασταθείς.
Αν ήταν ήταν μικρότερη: Δεν θα υπήρχαν στοιχεία βαρύτερα από το υδρογόνο δηλαδή πάλι δεν θα υπήρχε ζωή.
2. Ασθενής σταθερά πυρηνικής δύναμης
Αν ήταν μεγαλύτερη: Πάρα πολύ υδρογόνο θα μετατρεπόταν σε ήλιο στην Μεγάλη Έκρηξη. Ως εκ τούτου, τα αστέρια θα μετέτρεπαν πάρα πολλή ύλη σε βαρύτερα στοιχεία κάνοντας την ζωή αδύνατη.
Αν ήταν μικρότερη: Πολύ λίγο ήλιο θα παραγόταν από την μεγάλη έκρηξη. Ως εκ τούτου, τα αστέρια θα μετέτρεπαν πολύ λίγη ύλη σε βαριά στοιχεία κάνοντας επίσης την ζωή αδύνατη.
3. Σταθερά Βαρυτικής Δύναμης
Αν ήταν μεγαλύτερη: Τα αστέρια θα εξαντλούσαν την ενέργειά τους πάρα πολύ γρήγορα και πολύ άνισα για τη χημεία της ζωής.
Αν ήταν μικρότερη: Τα αστέρια θα ήταν πολύ "δροσερά" για να ξεκινήσουν την πυρηνική σύντηξη. Έτσι, πολλά από τα στοιχεία που απαιτούνται για τη χημεία της ζωής δεν θα είχαν σχηματισθεί.
4. Σταθερά Ηλεκτρομαγνητικής Δύναμης
Αν ήταν μεγαλύτερη: Οι χημικοί δεσμοί θα διαταράσσονταν, και στοιχεία με μεγαλύτερη μάζα από το βόριο θα ήταν ασταθή σε σύντηξη.
Αν ήταν μικρότερη: Οι χημικοί δεσμοί θα ήταν ανεπαρκείς για τη χημεία της ζωής.
5. Συσχέτιση της Ηλεκτρομαγνητικής Δύναμης με την Σταθερά Βαρυτικής Δύναμης
Αν ήταν μεγαλύτερη: Όλα τα αστέρια θα είχαν τουλάχιστον 40% μεγαλύτερη μάζα από τον Ήλιο μας, και ως εκ τούτου η αστρική καύση θα ήταν πολύ πιο σύντομη και πολύ πιο άνιση και γι' αυτό αδύνατη να στηρίξει ζωή.
Αν ήταν μικρότερη: Όλα τα αστέρια θα είχαν τουλάχιστον 20% λιγότερη μάζα από τον Ήλιο, κι έτσι θα ήταν ανίκανα να παράξουν βαρέα στοιχεία.
6. Αναλογία των ηλεκτρονίων με τη μάζα του πρωτονίου
Αν ήταν μεγαλύτερη: Ο χημικός δεσμός θα ήταν ανεπαρκής για τη χημεία της ζωής.
Αν ήταν μικρότερη: Το ίδιο όπως παραπάνω.
7. Αναλογία του αριθμού των πρωτονίων με τον αριθμό των ηλεκτρονίων
Αν ήταν μεγαλύτερη: Ο ηλεκτρομαγνητισμός θα υπερίσχυε τής βαρύτητας και δεν θα σχηματίζονταν αστέρια, πλανήτες και γαλαξίες.
Αν ήταν μικρότερη: Το ίδιο όπως παραπάνω.
8. Ρυθμός διαστολής του σύμπαντος
Αν ήταν μεγαλύτερος: Δεν θα σχηματιζόντουσαν γαλαξίες.
Αν ήταν μικρότερος: Το σύμπαν θα κατέρρεε, ακόμη και πριν σχηματιστούν αστέρια.
9. Επίπεδο της εντροπίας του σύμπαντος
Αν ήταν μεγαλύτερο: Τα αστέρια δεν θα μπορούσαν να σχηματιστούν μέσα στους πρωτο-γαλαξίες
Αν ήταν μικρότερο: Δεν θα σχηματιζόντουσαν πρωτο-γαλαξίες.
10. Πυκνότητα μάζας του σύμπαντος
Αν ήταν μεγαλύτερη: η υπεραφθονία του δευτερίου από την μεγάλη έκρηξη θα έκανε τα αστέρια να καίγονται πιο γρήγορα. Πάρα πολύ γρήγορα για να σχηματισθεί ζωή.
Αν ήταν μικρότερη: Ανεπαρκές ήλιο από την μεγάλη έκρηξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε έλλειψη βαρέων στοιχείων.
11. Ταχύτητα του φωτός
Αν ήταν γρηγορότερη: Τα αστέρια θα ήταν πάρα πολύ φωτεινά για τη στήριξη της ζωής.
Αν ήταν βραδύτερη: Τα αστέρια δεν θα ήταν επαρκώς φωτεινά για τη στήριξη της ζωής.
12. Ηλικία του σύμπαντος
Αν ήταν παλαιότερη: Τα αστέρια ηλιακού τύπου δεν θα είχαν σταθερή φάση καύσης.
Αν ήταν νεότερη: Τα αστέρια ηλιακού τύπου σε φάση καύσης δεν θα είχαν ακόμη σχηματιστεί.
13. Αρχική ομοιομορφία της ακτινοβολίας
Αν ήταν πιο ομοιόμορφη: Τα αστέρια, τα αστρικά σμήνη και οι γαλαξίες δεν θα είχαν σχηματισθεί.
Αν ήταν λιγότερο ομοιόμορφη: Το σύμπαν θα ήταν γεμάτο μαύρες τρύπες και κενό.
14. Μέση απόσταση μεταξύ των γαλαξιών
Αν ήταν μεγαλύτερη: Ο σχηματισμός των τελευταίων αστέρων στην ιστορία του Σύμπαντος (δηλαδή σαν του Ηλίου μας) θα εμποδιζόταν από την έλλειψη των υλικών.
Εάν ήταν μικρότερη: Βαρυτική διελκυστίνδα συγκρούσεων θα αποσταθεροποιούσε την τροχιά του Ηλίου.
15. Πυκνότητα του σμήνους των γαλαξιών
Αν ήταν πυκνότερο: Οι συγκρούσεις και οι συγχωνεύσεις γαλαξιών θα είχαν διαταράξει την τροχιά του Ηλίου.
Αν ήταν λιγότερο πυκνό: Ο αρκετά αργός σχηματισμός αστέρων στην ιστορία του σύμπαντος θα μπορούσε να εμποδίζεται από την έλλειψη του υλικού.
16. Μέση απόσταση ανάμεσα στα άστρα
Εάν ήταν μεγαλύτερη: Τα βαριά και πυκνά στοιχεία θα ήταν πάρα πολύ αραιά για βραχώδεις πλανήτες, και πλανήτες σαν τη γη δεν θα σχηματίζονταν.
Εάν ήταν μικρότερη: Οι πλανητικές τροχιές θα ήταν πολύ ασταθείς για τη ζωή.
17. Μοριακή πολικότητα του νερού
Εάν ήταν μεγαλύτερη: Η θερμότητα σύντηξης και η εξάτμιση θα ήταν υπερβολικά υψηλή.
Εάν ήταν μικρότερη: Η θερμότητα σύντηξης και η εξάτμιση θα ήταν πολύ χαμηλή για τη ζωή. Το νερό δεν θα λειτουργούσε ως διαλύτης. Ο πάγος δεν θα επέπλεε και οι ωκεανοί θα πάγωναν.
18. Αναλογία μάζας εξωτικής ύλης προς μάζα συνήθους ύλης
Εάν ήταν μεγαλύτερη: Το σύμπαν θα κατέρρεε πριν σχηματιστούν άστρα σαν τον Ήλιο.
Εάν ήταν μικρότερη: Δεν θα σχηματίζονταν γαλαξίες.
Η ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, καθηγητού επιτίμου Θεολογικής Θεσσαλονίκης.
ΚΑΥΣΗ ΚΑΙ ΤΑΦΗ.
Η καύση, όπως και η ταφή των νεκρών, δεν έχει μόνο πρακτικό, αλλά και βαθύ συμβολικό χαρακτήρα. Αντίστοιχα η προτίμηση της καύσεως ή της ταφής των νεκρών δεν εξαντλείται στο επίπεδο της λογικής, αλλά ανάγεται στο βαθύτερο είναι της υπάρξεως του ανθρώπου˙ ανάγεται στη στάση του απέναντι στο οξύτερο οριακό φαινόμενο της υπάρξεώς του, στον θάνατο. Και το νόημα που προσδίδει ο άνθρωπος στον θάνατο αποτυπώνεται στη μια ή την άλλη προτίμησή του.
Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ.
Γίνεται λοιπόν φανερό ότι και η ταφή των νεκρών, μολονότι δεν αποτελεί δογματικό θέμα, δεν παύει να συνδέεται άμεσα με τη χριστιανική δογματική διδασκαλία. Η ανάσταση των νεκρών, στην οποία πιστεύει η Εκκλησία, δεν θα εξαρτηθεί από την ταφή ή την καύση τους. Αλλά και από την άλλη πλευρά, η ταφή των νεκρών δεν είναι άσχετη με την πίστη στην ανάσταση. H προτίμηση της ταφής και η απόρριψη της καύσεως των νεκρών συνυφαίνονται με την όλη διδασκαλία της Εκκλησίας για τον άνθρωπο και τον σκοπό της υπάρξεώς του.
Η ΠΡΟΤΑΞΗ ΤΟΥ ΣΚΟΠΟΥ.
Η Εκκλησία δεν αποστρέφεται το σώμα, αλλά το τιμά. Ο άνθρωπος εικονίζει τον Θεό όχι μόνο ως ψυχή αλλά και ως σώμα. Και ο σκοπός της υπάρξεως του ανθρώπου είναι να δεχθεί μέσα του αυτόν που εικονίζει, δηλαδή τον Θεό. Όλα τα άλλα υποτάσσονται και εντάσσονται στον σκοπό αυτόν. Αν και η καύση του σώματος του ανθρώπου συμβαίνει να υπηρετεί αυτόν τον σκοπό, γίνεται όχι μόνο αποδεκτή αλλά και επιθυμητή. Έτσι οι Χριστιανοί που καταδικάζονταν στον διά πυράς θάνατο δεν τον απέφευγαν, αλλά τον υπέμεναν προσβλέποντας στην ένωσή τους με τον Χριστό(1).
ΤΙΜΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΩΜΑ.
Αποστροφή προς το σώμα παρατηρείται στις ανατολικές θρησκείες και την ειδωλολατρία. Για την Εκκλησία το ανθρώπινο σώμα είναι ναός του Αγίου Πνεύματος(2)˙ είναι η ζωντανή Εκκλησία, μέσα στην οποία καλείται να λατρεύσει ο άνθρωπος τον Θεό. Και οι άγιοι που λάτρευσαν αληθινά τον Θεό, θεμελιώνουν με τα λείψανά τους τις κτιστές Εκκλησίες, όπου λειτουργούνται οι πιστοί. Γι’ αυτό η Εκκλησία τιμά τα λείψανα των άγιων και τα διατηρεί ως πολύτιμους θησαυρούς.
Όπου το νεκρό σώμα θεωρείται ως λείψανο, ως σεβαστό δηλαδή κατάλοιπο της ανθρώπινης υπάρξεως, είναι φυσικό να τιμάται. Εκεί και η ταφή ή στη συνέχεια η διατήρηση των οστών είναι ιερή. Άλλωστε γνωρίζουμε σήμερα ότι και τα ξερά οστά διατηρούν ζωντανή τη βιολογική ταυτότητα του νεκρού, όχι όμως η στάχτη. Όπου όμως το νεκρό ανθρώπινο σώμα αντιμετωπίζεται ως μακάβριο πτώμα, είναι φυσικό να επιδιώκεται η εξαφάνισή του. Δεν διακρίνονται σύμβολα, αλλά φυσικά αντικείμενα με χρηστική ή και χρηματιστική αξία. Με τα προβλήματα μάλιστα των μεγάλων αστικών κέντρων θεωρείται λογικότερη και πρακτικότερη η καύση των νεκρών.
ΑΠΟΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΑΥΣΗ.
Σε ολόκληρη την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης και της αδιαίρετης Χριστιανοσύνης η καύση των νεκρών αντιμετωπίζεται ως ειδωλολατρική συνήθεια και θεωρείται ως αποκρουστική πράξη. Ειδικότερα ο δια πυράς θάνατος συνδέεται στην Παλαιά Διαθήκη με ειδεχθή εγκλήματα(3) . Η Καινή Διαθήκη θεωρεί αυτονόητη την ταφή των νεκρών(4) , ενώ στην ιστορία της Εκκλησίας μόνο διώκτες της κατέφευγαν στην αποτέφρωση των σωμάτων των Χριστιανών, για να εξαφανίσουν τη μνήμη τους και να πλήξουν την ελπίδα της αναστάσεώς τους(5). Κατά τους νεώτερους μάλιστα χρόνους η καύση των νεκρών εφαρμόσθηκε και ως κάποια μορφή εξαγνισμού του κόσμου από την παρουσία τους(6).
ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ.
Η θέληση για την εξαφάνιση ή τη διατήρηση του νεκρού σώματος στον τάφο συνδέεται άμεσα και με την όλη τοποθέτηση του ανθρώπου απέναντι στον θάνατο. Όταν κάποιος επιθυμεί να λησμονήσει τον θάνατο, είναι φυσικό να θέλει να εξαφανίσει καθετί που συνδέεται με αυτόν ή τον υπενθυμίζει. Και σε αυτό θωρακίζεται από τα σχετικά συστήματα της σύγχρονης κοινωνίας. Όλα βοηθούν στην αποσιώπηση του θανάτου. Μέσα στο κλίμα αυτό είναι φυσικό να επιδιώκεται και η εξαφάνιση του νεκρού ανθρώπινου σώματος. Η ταφή στο μνήμα διατηρεί τη μνήμη όχι μόνο του νεκρού, αλλά και του θανάτου. Και για να διατηρεί κάποιος τη μνήμη αυτή, χωρίς να ταλαιπωρείται, χρειάζεται να πιστεύει στη νίκη εναντίον του θανάτου. Ο Χριστιανός πιστεύει στη νίκη αυτήν και περιμένει την ανάσταση, που άφορα ολόκληρη τη σωματοψυχική του υπόσταση (7). Όταν υπάρχει η πίστη ή η προσδοκία αυτή, τότε και η στάση απέναντι στον θάνατο και το νεκρό σώμα γίνεται ανάλογη. Και η στάση αυτή εμπνέει το ήθος που καλλιεργήθηκε επί αιώνες στον τόπο αυτόν, ενώ η καύση εισάγει νέο ήθος.
ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΗΘΟΥΣ.
Η καύση των νεκρών δεν προσβάλλει άμεσα το δόγμα αισθήματος της αναστάσεως. Προσβάλλει όμως το αίσθημα και το ήθος που καλλιεργεί το δόγμα αυτό. Παραμορφώνει την προοπτική και την προσδοκία της Εκκλησίας για τον άνθρωπο. ’Έτσι θίγεται και το δόγμα, γιατί αυτό είναι οργανικά ενωμένο με το ήθος και τη ζωή της Εκκλησίας. Στον ελληνικό μάλιστα χώρο, όπου η καύση των νεκρών ήταν γνωστή κατά την προχριστιανική περίοδο, καθιερώθηκε από την Εκκλησία και διατηρήθηκε στη συνέχεια ως αυτονόητη η ταφή, που ήδη από τον Απόστολο Παύλο παραλληλίζεται με τη σπορά του κόκκου του σιταριού και συνδέεται με την προσδοκία της καινούργιας ζωής (8) . Όταν σβήνει η προσδοκία αυτή, χάνει και η ταφή τη συμβολική διάστασή της.
Η ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ.
Το αίσθημα και το ήθος κάθε λαού απέναντι στους νεκρούς αποτυπώνεται και στη γλώσσα του. Και η αποτύπωση αυτή έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα, γιατί διατηρείται ζωντανή στην καθημερινή ζωή. Στην ελληνική γλώσσα ο νεκρός χαρακτηρίζεται ως κεκοιμημένος και το νεκροταφείο ως κοιμητήριο. Ποτέ δεν σκέφτεται κάποιος να κάψει αυτόν, για τον όποιο έχει το αίσθημα ότι κοιμάται, εκτός αν τον μισεί θανάσιμα. Επιπλέον ο νεκρός ονομάζεται συγχωρημένος. Και το ρήμα «πεθαίνω» έχει ως συνώνυμό του το «συγχωρούμαι». Η συγχώρηση αποτελεί μεγαλειώδη σύνθεση αισθήματος και ήθους. Ήθους, γιατί συμφιλιώνει αυτόν που συγχωρεί με αυτόν που συγχωρείται. Και αισθήματος, γιατί αυτός που συγχωρείται φιλοξενείται στον χώρο της προσωπικής ζωής αυτού που συγχωρεί. Παραμένει στη μνήμη του. Γίνονται γι’ αυτόν μνημόσυνα, και μάλιστα σε τακτά χρονικά διαστήματα, που συνδέονται παραδοσιακά με τις διάφορες φάσεις αλλοιώσεως του σώματος. Ο τάφος είναι μνήμα, δηλαδή τόπος μνήμης και επισκέψεως για όσους αγάπησαν και συγχώρησαν τον νεκρό. Έτσι εξακολουθεί να υπάρχει ως «συγχωρημένος».
ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ.
Όταν υπάρχει το αίσθημα και το ήθος αυτό, δεν προβάλλεται θέμα χωροταξικού αδιεξόδου για την ταφή των νεκρών, όπως δεν προβάλλεται τέτοιο θέμα, όταν χρειάζεται να καλυφθούν άλλες ζωτικές ανάγκες της κοινωνίας. Η αίσθηση της ανάγκης να διατηρηθεί ζωντανή η μνήμη των νεκρών βρίσκει τους τόπους και τους τρόπους για την ικανοποίησή της. Η μνήμη των νεκρών θυμίζει τις ρίζες, την παράδοση, αλλά και το χρέος των ζωντανών απέναντί τους. Η λήθη των νεκρών αφήνει μετέωρη την κοινωνία των ζωντανών. Οποιαδήποτε κοινωνία, αλλά και ολόκληρη η ζωή είναι αδιανόητη χωρίς τους νεκρούς. Η γλώσσα, η θρησκεία, τα ήθη, τα έθιμα, ο πολιτισμός κληροδοτούνται από αυτούς δεν απορεί να μην αντανακλάται και σε όσα αυτοί κληροδότησαν.
ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ.
Ειδικότερα στο αίτημα της καύσεως Ορθοδόξων υπάρχει ένα λεπτό σημείο. Μπορεί κάποιος να ζητήσει να καεί μετά τον θάνατό του. Η καύση του όμως θα πραγματοποιηθεί από ανθρώπους που θα βρίσκονται στη ζωή. Και αυτοί είναι πολύ πιθανό -και στον ορθόδοξο κόσμο ίσως βέβαιο- να έχουν αντιλήψεις που έρχονται σε αντίθεση με την επιθυμία του. Πώς λοιπόν θα υποχρεωθούν να εκπληρώσουν την επιθυμία του εκλιπόντος; Και κατά πόσο η ατομική επιθυμία εκείνου, που εδώ εκφράζει μια τοποθέτηση απέναντι στο ανθρώπινο σώμα, δεν παραβιάζει την ελευθερία της συνειδήσεως εκείνων που είναι τοποθετημένοι διαφορετικά;
Στην Ιουστινιάνεια κωδικοποίηση υπάρχει το ακόλουθο παράδειγμα. Ένας Ρωμαίος πολίτης κατέστησε κάποιον κληρονόμο του με την προϋπόθεση να ρίξει το λείψανό του στη θάλασσα. Ο κληρονόμος αρνήθηκε να το ρίξει στη θάλασσα και το ενταφίασε. Τότε εγέρθηκε θέμα διεκδικήσεως της κληρονομιάς με το αιτιολογικό ότι ο αποδέκτης δεν τήρησε τη διαθήκη, όσον αφόρα το λείψανο του διαθέτου. Το δικαστήριο θεώρησε την πράξη της απόρριψης στη θάλασσα ως ανήθικη και τη μη συμμόρφωση του κληρονόμου ως επαινετή ενέργεια, που συνάδει με τα χρηστά ήθη(9).
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ.
Η Εκκλησία δεν επιβάλλει την πίστη και τις τελετές τοποθέτηση της σε όσους είναι ξένοι προς αυτήν. Αλλά και όσοι είναι ξένοι προς την Εκκλησία δεν πρέπει να απαιτούν από αυτήν να ευλογεί τις αυθαίρετες επιλογές τους. Η καύση του νεκρού σώματος μπορεί να επιλέγει ελεύθερα, όχι όμως και να πραγματοποιηθεί ως εκκλησιαστική πράξη. Θα μπορούσε ίσως να συνδεθεί με την πολιτική κηδεία. Η στάση όμως της Εκκλησίας απέναντί τους δεν μπορεί να μην είναι αρνητική.
1. Ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας γράφει: «Πυρ και σταυρός θηρίων τε συστάσεις... επ’ εμέ ερχέσθωσαν, μόνον ίνα Ιησού Χριστού επιτύχω». Προς Ρωμαίους 5,3.
2. Βλ. Α' Κορ. 6,19.
3. Βλ. π.χ. Γεν. 38,24. Λευιτ. 20,14. 21,9.
4. Βλ. Ιω. 5,28.
5. Βλ. Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική ιστορία 5,1, 62-63.
6. Περισσότερα για την καύση των νεκρών και τη θέση της Εκκλησίας απέναντι της βλ. Ταφή ή καύση των νεκρών. Πρακτικά ημερίδος «Η καύση των νεκρών», έκδ. Κλάδου Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 2000. Ε. Δουνδουλάκη, Η καύση των νεκρών στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 2003.
7. «Δει γάρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν». Α ’ Κορ. 15,53.
8. Βλ. Α' Κορ. 15,36-37.
9. Βλ. Ν. Εμμανουηλίδη, Το δίκαιο της ταφής στο Βυζάντιο, Αθήνα 1989, σ.81-2.
(Χριστιανική Ηθική τόμος Β, εκδ. Πουρναρά, δελ. 661-666)
Η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο και όχι δικαστήριο των ψυχών.
Δεν καταδικάζει για τα αμαρτήματα, αλλά παρέχει συγχώρηση των αμαρτημάτων.
Τίποτα δεν κάνει τόσο χαρούμενη τη ζωή μας, όσο η ευχαρίστηση που νοιώθουμε στην Εκκλησία.
Στην Εκκλησία συντηρούν τη χαρά τους οι χαρούμενοι,
στην Εκκλησία αποκτούν την ευθυμία οι στεναχωρεμένοι και την ευφροσύνη οι λυπημένοι,
στην Εκκλησία βρίσκουν την ανακούφιση οι ταλαιπωρημένοι και την ανάπαυση οι κουρασμένοι.
" Ελάτε " λέει ο Κύριος, " κοντά μου όλοι, όσοι είστε κουρασμένοι και φορτωμένοι (με θλίψεις και αμαρτίες), κι εγώ θα σας ξεκουράσω" (Ματθ.11:28).
Τι πιο ποθητό θα μπορούσε να υπάρξει απ'αυτή τη φωνή; Τι πιο γλυκό απ'αυτή τη πρόσκληση;
Ο Κύριος σε προσκαλεί στην Εκκλησία για πλούσιο γεύμα.
Σε μεταφέρει από τους κόπους στην ανάπαυση κι από τα βάσανα στην ανακούφιση.
Σε απαλλάσσει από το βάρος των αμαρτημάτων σου.
Γιατρεύει τη στεναχώρια με την ευχαρίστηση και τη λύπη με τη χαρά.
Κανένας δεν είναι πραγματικά ελεύθερος και χαρούμενος, παρά μόνο εκείνος που ζει για τον Χριστό.
Αυτός ξεπέρασε όλα τα κακά και δεν φοβάται τίποτα!
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
C.S. LEWIS.
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΑΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ,
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ CAMBRIDGE.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΤΩΝ ΧΡΟΝΙΚΩΝ ΤΗΣ ΝΑΡΝΙΑ.
Ο C. S. Lewis είναι σίγουρα ένας λόγιος της φιλολογίας που θα συμφωνούσε ότι οι βιβλικές αφηγήσεις δεν είναι μυθολογικές.
Σχολιάζοντας το ευαγγέλιο του Ιωάννη, επικρίνει τους μελετητές εκείνους που θεωρούν ότι το ευαγγέλιο δεν έχει ιστορική βάση:
"Αν μου πει [ο βιβλικός κριτικός] ότι κάτι σ’ ένα Ευαγγέλιο είναι μυθολογικό ή ρομαντικό, θέλω να ξέρω πόσους μύθους και ρομάντζα έχει διαβάσει,
πόσο καλά εκπαιδευμένο είναι το αισθητήριό του ώστε να «οσμίζεται» αυτά τα στοιχεία,
κι όχι πόσα χρόνια έχει ξοδέψει μελετώντας αυτό το Ευαγγέλιο…
Διαβάστε τους διαλόγους [στον Ιωάννη]: αυτόν με τη Σαμαρείτισσα στο πηγάδι
ή αυτόν που ακολουθεί μετά τη θεραπεία του εκ γενετής τυφλού.
Κοιτάξτε τις εικόνες: Ο Ιησούς έσκυψε και χάραξε γραμμές στο χώμα. Το αξέχαστο ήν δε νυξ (Ιωάννου 13, 30).
Όλη μου τη ζωή διαβάζω ποιήματα, μυθιστορήματα, θρύλους και μύθους. Ξέρω πώς είναι.
Ξέρω πως κανένα τους δεν είναι σαν το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο"
(Lewis, CR, 154, 155).
(Ζητώ Αποδείξεις, Josh McDowell, εκδ. ο Λόγος, σελ. 41)
Totaliter aliter.
«Δυο καλόγηροι τον μεσαίωνα —υποστηρίζει ένας μύθος— διερωτώντο σαν τι πράγμα να 'ταν ο ουρανός.
Ο πρώτος υποστήριζε ότι ήταν taliter, δηλ. όμοιος με αυτό τον κόσμο.
Ο δεύτερος επέμενε ότι είναι aliter, δηλ. διαφορετικός απ' αυτό τον κόσμο.
Στο τέλος, μη βρίσκοντας κάποια λύσι, αποφάσισαν να περιμένουν, ώσπου κάποιος από τούς δύο να πεθάνη, οπότε και θα έλεγε στον άλλο τι θα έβλεπε.
Μετά καιρό πέθανε ο ένας και τάφηκε.
Συνεπής στην υπόσχεσί του επισκέφθηκε τον άλλο στον ύπνο του και του είπε τα έξης, για το θέμα που τους απασχολούσε:
Nec taliter,
nec aliter,
sed
totaliter aliter.
Δηλαδή, ούτε όπως το σκεφτόσουν, ούτε όπως το σκεφτόμουν, αλλά τελείως διαφορετικά.
Πράγματι ο Ουρανός, η σφαίρα, δηλαδή, στην οποία η παρουσία του Θεού σ' όλη της τη μεγαλοπρέπεια αποκαλύπτεται, δεν είναι κάτι που μοιάζει ή που δεν μοιάζει με τον κόσμο τον όποιο βλέπουμε.
Η ακτινοβολία της αγιότητος του Θεού κυριαρχεί εκεί και πράγματα "που ανθρώπινο μάτι δεν είδε κι αυτί δεν άκουσε και σε καρδιά δεν ανέβηκαν" για να τα επιθυμήση, έχει εκεί ετοιμασμένα ο Θεός για εκείνους ττου σ' αυτή τη ζωή Τον αγάπησαν και τον υπηρέτησαν (Α' Κορ 2, 9).
Εκεί είναι “η σκηνή του Θεού, μετά των ανθρώπων", των λυτρωμένων του Χριστού (Απκ 22, 3)»(Β2, 200).
(Στο: αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Η Δευτέρα παρουσία, σελ.230-231)
Νεκροθάπτης έλεγε κάποτε σε ιεροκήρυκα:
- Κανένας δεν μπορεί να κηρύξει καλύτερα από εμένα.
- Τι θέμα μπορείς συ, αγράμματος, να αναπτύξεις; Τι λες; ρωτά με απορία ο ιεροκήρυξ.
- Όταν δω πολύ κόσμο στο κοιμητήριο λέω:
«Βλέπετε, χριστιανοί, εκείνα τα μνήματα; Τα άνοιξα για σας.
Δεν θα περάσουν πολλά χρόνια και θα σας φέρουν και εσάς εδώ.
Παρ’ όλα τα πλούτη σας, παρ’ όλη την ομορφιά σας, παρ’ όλη τη δύναμή σας εδώ θα καταλήξετε.
Θα έρθετε εδώ για να σας σκεπάσω εγώ με το χώμα και να κοιμηθείτε εν ειρήνη».
Κανείς δεν φεύγει ασυγκίνητος από τα λόγια μου, ενώ εσείς με την ευγλωττία σας και τα επιχειρήματά σας, πόσους πείθετε;
(Θησαυρός γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 678)
Ο π. Βασίλειος Γοντικάκης έπισημαίνει: «Ο πατέρας μειλίχια προσκαλεί τον πρεσβύτερο υιό, της Παραβολής του Άσωτου, στη χαρά, στο ευχαριστιακό τραπέζι.
Και είναι σαν να του ζητά να μπή στην κόλασι. Φουντώνει μέσα του το μίσος˙ και ακούει τη στοργική πρόσκλησι του πατέρα σαν οργισμένη αποπομπή.
Μήπως όλα αυτά λένε κάτι για το πώς θα γίνη η τελική κρίσι στη Β' Παρουσία;
Μήπως η οργή ("ώργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν") κάνει τη μοχθηρή καρδιά να βλέπη οργισμένο και βλοσυρό το ιλαρό πρόσωπο του ελεήμονος Θεού;
Και το μίσος, που δεν αφήνει τον άνθρωπο που το έχει, να μπή στο κοινό πανηγύρι της χαράς, παραποιεί γι’ αυτό τον ίδιο την πρόσκλησι για τον παράδεισο σε αποπομπή προς το πυρ το εξώτερο;
Μήπως το μίσος είναι κόλασι που κατατρώει τα σωθικά μας; Και η θεία αγάπη παράδεισος που μας αναζωογονεί;
Μήπως η ίδια η αγάπη του Θεού είναι παράδεισος για τους σωσμένους υγιείς, που αγαπούν, που μετανοούν κι έχουν νου Χριστού;
Και η ίδια η αγάπη είναι κόλασι για τους αρρώστους, δηλ. για κείνους που δεν αγαπούν, δεν μετανοούν, δεν έχουν νου Χριστού;
Μήπως η μία κλήσι της αγάπης του Θεού, ο οποίος “θέλει πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν", θ’ ακουσθή απ όσους δεν αγαπούν, λόγω της διαστροφής και της αμετανοησίας τους. “Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον"˙ και απ’ αυτούς που αγαπούν: “Δεύτε οι ευλογημένοι τού Πατρός μου...”;
Μήπως από σήμερα δεν κρινόμασθε; Μήπως από σήμερα δεν ετοιμαζόμασθε για το ποιά θέσι θα πάρουμε τότε μόνοι μας;
Δεν ετοιμαζόμασθε για την κρίσι της αγάπης; Δήλ. για το αν δεχώμασθε, αν ζούμε την αγάπη ως παράδεισο η ως κόλασι;»(ΑΒ, 27).
(στο: αρχιμ Ιωάννου Κωστώφ,Η Δευτέρα Παρουσία, Σταμάτα 2016, σελ. 84-85)