Ο ΟΡΚΟΣ. (Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Ομοτίμου Καθηγητή Θεολογικής Αριστοτελείου Παν. Θεσσαλονίκης).
Ορισμός.
Όρκος είναι η επίκληση του Θεού ή κάποιου ιερού προσώπου ή πράγματος για την επικύρωση της αλήθειας κάποιας διαβεβαιώσεως ή της ειλικρίνειας κάποιας υποσχέσεως. Ο ορκιζόμενος επικαλείται συχνά και κατάρες εναντίον του ή εναντίον προσφιλών προσώπων για την περίπτωση που η διαβεβαίωση του είναι ψευδής ή η υπόσχεσή του ανειλικρινής. Αλλά και όταν δεν γίνεται τέτοια επίκληση, εξυπακούεται ότι ο ορκιζόμενος παραδίδεται στην κρίση του Θεού και είναι έτοιμος να δεχθεί οποιαδήποτε τιμωρία σε περίπτωση αναλήθειας ή ανειλικρίνειας των λόγων του.
"Αληθείας" και "υποσχέσεως".
Ανάλογα με το περιεχόμενό του ο όρκος χαρακτηρίζεται είτε ως «όρκος αληθείας» είτε ως «όρκος υποσχέσεως». Ο όρκος αληθείας συνδέεται με το παρελθόν, ενώ ο όρκος υποσχέσεως με το μέλλον. Τέλος η παράβαση του όρκου αληθείας ονομάζεται ψευδορκία, ενώ η παράβαση του όρκου υποσχέσεως επιορκία.
Θρησκευτικός και πολιτικός
Ο όρκος αποτελεί παλαιότατο φαινόμενο του κοινωνικού βίου και προϋποθέτει την πίστη στη θεοκρισία, δηλαδή στο ότι ο Θεός ή κάποια ανώτερη δύναμη επεμβαίνει στα πράγματα του κόσμου και των ανθρώπων, για να υποκαταστήσει την αλήθεια ή τη δικαιοσύνη και να τιμωρήσει το ψεύδος ή την αδικία. Ο όρκος λοιπόν προϋποθέτει τη θρησκευτική πίστη, γι’ αυτό στον άθρησκο δεν έχει νόημα. Μέσα όμως στο πλαίσιο της ανεξιθρησκίας και της ελευθερίας της συνειδήσεως έχει εισαχθεί και ο λεγόμενος «πολιτικός όρκος» (1) . Αυτός γίνεται με επίκληση της τιμής και της συνειδήσεως του ορκιζόμενου και έχει σε περίπτωση ψευδορκίας ή επιορκίας τις ίδιες νομικές συνέπειες με τον θρησκευτικό όρκο.
Όρκος στην Π. Διαθήκη
Στην Παλαιά Διαθήκη, και ειδικότερα στον Μωσαϊκό Δεκάλογο, απαγορεύεται καταρχήν κάθε «επί ματαίω» χρήση του ονόματος του Θεού: «Ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω» (2). H θέση αύτη δεν αποκλείει τη χρήση του όρκου. Αντίθετα μάλιστα την προϋποθέτει, αλλά την περιορίζει σε σοβαρά πράγματα. Εκείνο που απαγορεύεται στον Ισραηλίτη είναι η ψευδορκία ή η ψευδομαρτυρία (3) . Επίσης απαγορεύεται να ορκιστεί στο όνομα εθνικών θεών. Ο όρκος του είδους αυτού, που υποδηλώνει και αναγνώριση των θεών αυτών από τον ορκιζόμενο, ταυτίζεται με την απιστία και την αποστασία.
Εξάλλου στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης εμφανί ζεται ο ίδιος ο Θεός να ορκίζεται μπροστά στους ανθρώπους. Έτσι έχουμε τον όρκο του Θεού στον Αβραάμ (4), στον Δαυίδ (5) και σε άλλους (6) . Όπως είναι γνωστό, στην Παλαία Διαθήκη ο Θεός παρουσιάζεται να μετανοεί για ενέργειες ή παραχωρήσεις προς τους ανθρώπους εξαιτίας της αχαριστίας τους (7). Ο όρκος λοιπόν του Θεού, που συνοδεύει τις υποσχέσεις και τις επαγγελίες του, υπογραμμίζει από τη μια πλευρά τον αμετάκλητο χαρακτήρα των αποφάσεων του και από την άλλη τη σπουδαιότητα του περιεχομένου τους (8). Βέβαια ο όρκος αυτός παρουσιάζει κάποια ιδιοτυπία.Οι άνθρωποι ορκίζονται σε κάποιον ανώτερο τους, ενώ ο Θεός μη έχοντας ανώτερο του, ορκίζεται στον εαυτό του (9) .
Γενικά λοιπόν στην Παλαιά Διαθήκη δεν υπάρχει απόλυτη απαγόρευση του όρκου, παρά μόνο αυτού που γίνεται στο όνομα ψεύτικων θεών. Ο όρκος χρησιμοποιείται από ανθρώπους ή και από τον ίδιο τον Θεό για τούς ανθρώπους, εξαιτίας του ψεύδους που επικρατεί στις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και της απιστίας ή της σκληροκαρδίας που τούς διακρίνει στις σχέσεις τους με τον Θεό. Είναι μάλιστα γνωστό ότι κατά τούς μεταγενέστερους χρόνους, και κυρίως κατά την εποχή του Χρίστου, ο όρκος είχε πάρει τέτοια έκταση και η διατύπωσή του είχε αποκτήσει τέτοια ποικιλομορφία στην ισραηλιτική κοινωνία, ώστε να υπάρχει γύρω από αυτόν ασύλληπτη περιπτωσιολογία (10).
Απαγόρευση όρκου στην Κ. Διαθήκη
Στην Καινή Διαθήκη όμως και την εκκλησιαστική παράδοση ο όρκος αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο. Ο Χριστός, σε αντιδιαστολή προς τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης και την πράξη των Ιουδαίων, απαγορεύει απόλυτα τη χρήση του όρκου: «Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως» (11) . Ακόμα διευκρινίζει ότι όρκος είναι όχι μόνο η επίκληση του ονόματος του Θεού, αλλά και η επίκληση οποιουδήποτε άλλου ιερού ονόματος ή πράγματος, επουράνιου ή επίγειου (12). Τα λόγια αυτά του Χριστού δεν έχουν μόνο αρνητικό άλλα και θετικό νόημα. Δεν απαγορεύουν μόνο τον όρκο, άλλα και απορρίπτουν το ψέμα. Ο όρκος είναι περιττός, όταν στα χείλη των ανθρώπων το ναι είναι ναι και το όχι όχι.
Η δυσκολία στην πράξη
Η καθημερινή όμως ζωή παρουσιάζεται προβληματική. Το ναι των ανθρώπων, ακόμα και των Χριστιανών, δεν δηλώνουν πάντοτε την αλήθεια για τα πράγματα. Γι’ αυτό θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν έπαυσε να έχει νόημα η χρήση του όρκου. Ο ισχυρισμός όμως αυτός προεξοφλεί ότι η ύπαρξη κάποιου κακού νομιμοποιεί τη θεσμοποίηση κάποιου άλλου. Έτσι παραγνωρίζεται η ελευθερία της συνειδήσεως του ανθρώπου και θεσμοποιείται η καταστρατήγηση μιας θρησκευτικής εντολής εν ονόματι της ψευτιάς και της απάτης που υπάρχει στην κοινωνική ζωή.
Και αν η καταστρατήγηση αυτή οδηγούσε πραγματικά στην καταπολέμηση του κοινωνικού κακού, θα μπορούσε ίσως να δικαιολογηθεί κοινωνικά, έστω και αν έπρεπε να καταδικαστεί θεολογικά. Αν όμως συμβαίνει και το κοινωνικό κακό να διατηρείται —ή και να μεγεθύνεται— και η θρησκευτική εντολή μαζί με την ελευθερία της συνειδήσεως του ανθρώπου να καταπατούνται εν ονόματι της δήθεν καταπολεμήσεως του κοινωνικού κακού, γίνεται φανερός ο παραλογισμός.
Περιπτώσεις όρκου στην Κ. Διαθήκη
Όσοι υποστηρίζουν τη χρήση του όρκου παρατηρούν διαθήκη ακόμα ότι και στην Καινή Διαθήκη η απαγόρευσή του δεν είναι απόλυτη. Σημειώνουν ότι υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις όποιες ορκίστηκε ο Απόστολος Παύλος ή και ο ίδιος ο Χριστός. Και πραγματικά, όταν ο Χριστός κλήθηκε από τον αρχιερέα να διαβεβαιώσει ενόρκως αν είναι ο Υιός του Θεού, απήντησε με τη φράση «συ είπας» (13), που μπορεί να ερμηνευθεί και ως κατάφαση στην πρόκληση για ένορκη διαβεβαίωση. Αλλά και ο Απόστολος Παύλος επικαλείται σε ορισμένα σημεία των επιστολών του τον Θεό ως μάρτυρα των λόγων του (14). Μήπως έχουμε λοιπόν εδώ αποκλίσεις από τον γενικό κανόνα τού Χριστού «μη ομόσαι όλως»;
Η βασική διαφορά
Οι όρκοι που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη διαφέρουν βασικά από τούς συνηθισμένους. Γι’ αυτό δεν είναι σωστή η επίκλησή τους για τη δικαιολόγηση του όρκου στην καθημερινή ζωή. Οι όρκοι της Καινής Διαθήκης δεν αφορούν ανθρώπινες υποθέσεις, άλλα αλήθειες που αναφέρονται στον ίδιο τον Θεό. Ο Χριστός ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του αρχιερέα να διαβεβαιώσει αν είναι ο Υιός τού Θεού, δεν διαβεβαιώνει μια οποιαδήποτε αλήθεια, αλλά την αλήθεια για τη θεότητά του.
Το όνομα του αιώνιου Θεού δεν χρησιμοποιείται για να επικυρωθεί κάποια συμβατική αλήθεια, αλλά η αλήθεια τού Θεού. Το ίδιο σχεδόν παρατηρείται και στις περιπτώσεις των όρκων του Αποστόλου Παύλου. Ο Απόστολος του Θεού επικαλείται ως μάρτυρα τον Θεό, για να επικυρώσει την αλήθεια ή την αυθεντικότητα του κηρύγματος και γενικότερα της αποστολής του στον κόσμο. Και είναι χαρακτηριστικό ότι οι περιπτώσεις κατά τις όποιες ο Απόστολος Παύλος επικαλείται τη μαρτυρία του Θεού συνδέονται με τη μαρτυρία του θείου θελήματος στους ανθρώπους. Γι’ αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο όρκος του Αποστόλου παρέχεται μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της θεοπνευστίας του (15).
Μέ όσα σημειώθηκαν γίνεται, νομίζουμε, φανερό ότι οι περιπτώσεις όρκων πού αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη έχουν εντελώς ιδιαίτερο χαρακτήρα και δεν περιορίζουν την απόλυτη απαγόρευση του όρκου ούτε δικαιολογούν τη χρήση του στην καθημερινή ζωή. H επίκληση του ονόματος του Θεού για την επικύρωση των λόγων του ανθρώπου είναι θεμιτή, όταν γίνεται για θείες αλήθειες. Αυτό σημαίνει ότι ο ορκιζόμενος πρέπει ή να είναι θεόπνευστος ή να βεβαιώνει αλήθειες που φανέρωσε ο Θεός στον κόσμο. Σε κάθε άλλη περίπτωση η χρήση του όρκου αποτελεί παράβάση της θείας εντολής.
Η θέση των Πατέρων
Την απόλυτη απαγόρευση του όρκου διδάσκουν ομόφωνα οι Πατέρες της Εκκλησίας (16). Ο Μ. Βασίλειος επισημαίνει ότι ο όρκος απαγορεύθηκε μια για πάντα (17). Στο ερώτημα, πώς μπορεί κάποιος να πείθει τούς άλλους, όταν αποφεύγει τον όρκο, ο άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος απαντά: με τον λόγο και τη συμπεριφορά που θα πιστοποιεί τον λόγο του (18). Η επιορκία, όπως και η ψευδορκία, είναι άρνηση του Θεού. Αυτή όμως προϋποθέτει τον όρκο, γιατί δεν μπορεί κάποιος να αθετήσει όρκο που δεν έδωσε(19).
Παράλληλα βέβαια αυτός που δεν ορκίζεται δεν πρέπει να απαιτεί όρκο από τους άλλους (20). Εξάλλου ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί ότι ο όρκος στο Ευαγγέλιο που απαγορεύει τον όρκο αποτελεί ύβρη και καθαρή παραφροσύνη (21). Ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς απορρίπτει επίσης τελείως τη χρήση του όρκου. Σε όσους όμως δεσμεύτηκαν με όρκο προτείνει να τηρήσουν πιστά τις υποσχέσεις τους, αν αυτές είναι σύμφωνες με το θέλημα του Θεού, άλλα και να ζητήσουν ταυτόχρονα το έλεος του Θεού, γιατί ακόμα και σε περίπτωση ευορκίας δεν παύουν να είναι παραβάτες της εντολής του(22).
Οι νεώτερες εξελίξεις
Η χρήση λοιπόν του όρκου στην καθημερινή ζωή αποτελεί καταστρατήγηση της ρητής εντολής του Χριστού «μη ομόσαι όλως». Το παράδοξο μάλιστα είναι ότι ο όρκος χρησιμοποιείται σήμερα επίσημα και στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη. Η απαράδεκτη αυτή κατάσταση εμφανίστηκε με την ανασύσταση του ελληνικού κράτους(23). Εξαιτίας της δημιουργήθηκε η έντονη διαμάχη ανάμεσα στον Οικονόμο τον εξ’ Οικονόμων και τον Θεόκλητο Φαρμακίδη. Ο πρώτος ακολουθώντας την ομόφωνη διδασκαλία, αλλά και την πράξη τής Εκκλησίας, υποστήριξε ότι οι Χριστιανοί δεν πρέπει να ορκίζονται. Αντίθετα ο Φαρμακίδης θεώρησε τον όρκο επιτρεπτό, ιδίως όταν επιβάλλεται από την πολιτεία(24).
Αντιμετωπίζοντας το θέμα αυτό το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εξέδωσε το 1849 εγκύκλιο επιστολή «Προς τους απανταχού Ορθοδόξους», που υπογράφεται και από τους Προκαθημένους των τριών άλλων πρεσβυγενών Πατριαρχείων. Στην επιστολή καυτηριάζεται με δριμύτητα η άποψη ότι η χριστιανική πίστη δεν απαγορεύει τον όρκο και ότι οι πιστοί μπορούν να ορκίζονται στα δικαστήρια «απροκριματίστως και οσίως»(25).
Αμφισβητήσιμη χρησιμότητα
Ενώ όμως από θεολογική άποψη ο όρκος είναι απαράδεκτος, στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής υποστηρίζονται αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις. Άλλοι δέχονται τη χρησιμότητα και αναγκαιότητά του για την εξεύρεση της αλήθειας ή για την ηθική δέσμευση του ανθρώπου σε κάποιον σκοπό, ενώ άλλοι αποδοκιμάζουν τη χρήση του είτε για λόγους ελευθερίας της συνειδήσεως είτε για λόγους ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Όταν ο άνθρωπος για θρησκευτικούς ή άλλους λόγους δεν θέλει να ορκιστεί, η επιβολή του όρκου δεν αποτελεί μόνο απαράδεκτη παραβίαση της ελευθερίας της συνειδήσεώς του αλλά και θεσμοποιημένη προσβολή (26) .
Άλλωστε η χρησιμότητα του όρκου για την εξεύρεση της αλήθειας είναι πολύ αμφισβητήσιμη. Σχετικά ο ιερός Χρυσόστομος λέει: «Αν πιστεύεις ότι ο άνθρωπος είναι φιλαλήθης, μην τον εξαναγκάσεις να ορκιστεί˙ αν πάλι γνωρίζεις ότι ψεύδεται, μην τον αναγκάσεις να επιορκίσει» (27) . Ο φιλαλήθης λέει την αλήθεια και όταν ακόμα δεν πιεστεί με τον όρκο, ενώ ο ψευδολόγος δεν διστάζει να καταφύγει στο ψεύδος και ενόρκως, οπότε προσθέτει στην ψευδολογία του και την ψευδορκία ή την επιορκία.
Πρακτικές προτάσεις
Ο Χρήστος Ανδρούτσος, αν και δεν θεωρούσε ως απόλυτη την απαγόρευση του όρκου στον Χριστιανισμό, δεχόταν ότι ο όρκος είναι επαχθής τύπος, που πρέπει να καταργηθεί. Ως μέτρα για τη σταδιακή κατάργησή του είχε προτείνει τα έξης:
α)Να καταργηθεί πριν από όλα ο όρκος της επαγγελίας και να αντικατασταθεί με απλές εκφράσεις, που να βεβαιώνουν ότι ο υπάλληλος θα εκτελεί τα καθήκοντά του τίμια και ευσυνείδητα.
β) Να περιορισθεί ο όρκος σε σοβαρότατα πράγματα, να μην επιβάλλεται για χρηματικά ζητήματα και να παρέχεται με όλη την απαιτούμενη σοβαρότητα.
γ) Να είναι οι άνθρωποι ελεύθεροι να ορκίζονται ή όχι (28).
Το τρίτο από τα μέτρα αυτά, που σε τελική ανάλυση κάνει περιττά και τα δύο προηγούμενα, είχε ήδη κατοχυρωθεί στην Ελλάδα με το Σύνταγμα του 1975. Σύμφωνα με αυτό κανένας 'Έλληνας πολίτης δεν πρέπει να υποχρεώνεται να ορκίζεται, όταν οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις απαγορεύουν τον όρκο (29). Και οι διατάξεις των άρθρων 220§ 2 του ΚΠοινΔ και 408 § 3 του ΚΠολΔ δίνουν το δικαίωμα σε όσους πρεσβεύουν θρησκεία που δεν επιτρέπει τον όρκο να μην ορκίζονται, αλλά να δίνουν τη διαβεβαίωσή τους επικαλούμενοι την τιμή και τη συνείδησή τους. Το ίδιο ισχύει και για όσους δεν πρεσβεύουν καμία θρησκεία. Κατά περίεργο όμως και αντισυνταγματικό τρόπο το δικαίωμα αυτό δεν αναγνωριζόταν στους Ορθοδόξους Χριστιανούς, όταν και αυτοί δήλωναν ότι πρεσβεύουν θρησκεία που απαγορεύει τον όρκο. Γι’ αυτό είχε τονισθεί από πολλούς η ανάγκη για προσαρμογή της σχετικής νομοθεσίας προς το Σύνταγμα (30), ενώ από το 1998 δημιουργήθηκε και σχετική νομολογία με απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας (Αριθμ. 2601/1998). Εδώ δεν μπορεί να μην επισημανθεί και η παράλειψη της αρμόδιας εκκλησιαστικής αρχής να τακτοποιήσει το θέμα. Η απλή δήλωσή της ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία απαγορεύει τον όρκο θα ήταν αρκετή για την κατάργηση της επιβολής του.
Αλλά από τις 16.9.2001 το άρθρο 408 του ΚΠολΔ. αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του Ν. 2915.2001, το όποιο στην § 7 ορίζει ότι ο μάρτυρας που οφείλει να ορκισθεί ερωτάται, αν προτιμά να δώσει θρησκευτικό ή πολιτικό όρκο, χωρίς να δηλώσει το θρήσκευμά του. Έτσι και ο Ορθόδοξος Χριστιανός μπορεί να δηλώσει «στην τιμή και στη συνείδησή» του την αλήθεια της καταθέσεώς του.
Παραπομπές
1. Βλ. Β. Αντωνιάδου, Εγχειρίδιον κατά Χριστόν Ηθικής, τόμ. Β’, Κωνσταντινούπολις 1927, σ. 205.
2. Eξοδ.. 20,7. Πρβλ. Δευτ. 5,11.
3. «Ου ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή». Εξοδ. 20,16. Δευτ. 5,11. «Ουκ ομείσθε τω ονόματί μου επ’ αδίκω και ου βεβηλώσετε το όνομα το άγιον του Θεού υμών». Λευιτ. 19,12. Πρβλ. καί Μαλ. 3,5.
4. «Κατ’ εμαυτού ώμοσα, λέγει Κύριος, ου είνεκεν εποίησας το ρήμα τούτο, και ουκ εφείσω του υιού σου του αγαπητού δι’ εμέ, ή μην ευλογών ευλογήσω σε, και πληθύνων πληθυνώ το σπέρμα σου...». Γεν. 22,16 κ.έ.
5. «Ώμοσε Κύριος τω Δαυίδ αλήθειαν και ου μη αθετήσει αυτήν», Ψαλμ. 131,11.
6. Βλ. π.χ. Δευτ. 6,18. Αμ. 4,2.6,8. Ησ. 45,23 κ.ά.
7. Βλ. π.χ. Α' Βασ. 15,35. Α' Παρ. 21,15. Ψαλμ. 105,45.
8. Βλ. Ψαλμ. 109,4. Εβρ. 7,20-22 .
9. Βλ. Εβρ. 6,13-6.
10. Βλ. Ματθ. 5,33 κ.έ. 23,16 χ.έ.
11. Ματθ. 5,34.
12. Βλ. Ματθ. 5,34-7.
13. Ματθ. 26.64.
14. Βλ. Ρωμ. 1.9. Β' Κορ. 1.23. Γαλ. 1,20. Φίλοι. 1,8. Α Θεσ. 2,5.
15. Βλ. Β’ Κορ. 1,15 κ.έ. Γρηγορίου Θεολόγου, Έπη ηθικά, PG 37,806.
16. Βλ. π.χ, ’Ιουστίνου, Απολογία 1,16,5. Μ. Βασιλείου, Επιστολή 199 (Κανονική) 29, έκδ. Υ. Courtonne, τόμ. 2, σ. 160,PG32,725AB. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος είς τό άγιον Πάσχα 45,17, PG 36,648Β. Έπη ηθικά 24, PG 37,790. Ισιδώρου Πηλουσιώτου, Επιστολή 1,155, PG 78,288Α.
17. Βλ. Μ. Βασιλείου, Κανών 29.
18. Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Έπη ηθικά, PG 37,940.
19. Βλ. Γρηγορίου Νυσσης, Είς Άσμα ασμάτων 13, έκδ. W. Jaeger, Gregorii Nysseni Opera, τόμ.. 8, σ, 371, PG44,1040A.
20. Βλ. ’Ισιδώρου Πηλουσιώτου, Επιστολή 155, PG 78,288A.
21. «Σύ δέ, εί μηδέν έτερον, αυτό γουν το βιβλίον αίδέσθητι ο προτείνεις είς όρκον, και το Ευαγγέλιον, ό μετά χείρας λαμβάνων κελεύεις ομνύναι, ανάπτυξον, και ακούσας τί περί όρκων ό Χριστός εκεί διαλέγεται, φρίξον και απόστηθι. Τί ούν εκεί περί όρκων φησίν; Έγώ δέ λέγω υμίν, μή ομόσαι όλως· σύ δέ τον νόμον τον κωλύοντα ομνύναι, τούτον όρκον ποιείς; Ω της ύβρεως! Ω της παροινίας! Ταυτόν γάρ ποιείς, ώσπερ αν ει τις τον νομοθέτην τον κωλύοντα φονεύειν, αυτόν σύμμαχον κελεύοι γενέσθαι προς την σφαγήν». Ιω. Χρυσοστόμου, Εις ανδριάντας 15,5, PG 49,160.
22. Γρηγορίου Παλαμά, Δεκάλογος της κατά Χριστόν νομοθεσιας 3, έκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. 5, σ, 254-5. Για απόψεις συγγραφέων τής περιόδου τής Τουρκοκρατίας σχετικά με τον όρκο βλ. Β. Καλλιακμάνη, Η χρήση του Δεκαλόγου στην Τουρκοκρατία, Θεσσαλο¬νίκη 1988, σ. 108-17.
23. Βλ. Τ. Γριτσοπούλου, «Περί όρκου», Αρχείον Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου 7(1952), Άθήναι 1952, σ. 115 κ.έ.
24. Βλ. (Θ. Φαρμακίδου), Περί όρκου, Άθηναι 1849. Νεκταρίου Κεφαλά, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, «Περί όρκου», Θεολογικαί μελέται (εκδ. Τίτου Ματθαιάκη, Μητροπολίτου πρ. Παραμυθίας), Άθηναι 1990, σ. 61 κ.ε.
25. Γ. Ράλλη - Μ. ΓΙοτλη, Σύνταγμα Θείων και Ιερών κανόνων, τόμ. 5, Αθηναι 1855, σ. 617 κ.ε.
26. Βλ. Χρ. Ανδρούτσου, Σύστημα Ηθικής, σ. 340, βλ. και σημ. σ. 341-3.
27. Ιω. Χρυσοστόμου, Εις ανδριάντας 15,5, PG 49,161
28. Βλ. Χρ, Ανδρούτσου, σ. 341.
29. Βλ, Άρθρο 13 §1.
30. Για περισσότερα βλ. Γ. Αρβανίτη, Ποινικά Χρονικά 29(1979), σ. 179- 182. Γ. Μαντζαρίδη, «Το πρόβλημα της επιβολής του όρκου», Μελέτες, τεύχ. 5, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 116-22. Ευ, Μαντζουνέα, Το πρόβλημα του όρκου, Αθήναι 1979. Ευ, Κρουσταλάκη, «Η υποχρέωση ορκοδοσίας εκείνων που πρεσβεύουν τη χριστιανική θρησκεία ιδίως μετά το Σύνταγμα του 1975», Δίκη 11(1980), σ. 3-33, Γ. Πρίντζιπα, «Ο δικονομικός όρκος και η αντίθεσή του προς το Σύνταγμα», Δίκη 11(1980), σ. 33-43. Σ. Παπαθεμελή, Το ζήτημα του όρκου, Θεσσαλονίκη 1981. Δ. Αθανασοπούλου, Το απαράδεκτον του όρκου, Αθήνα 1994.
(Χριστιανική Ηθική, τόμος Β, εκδ. Πουρναρά, 2004, σελ. 483-492)
Αδελφική αγάπη!
Όποιος φροντίζει για τον αδελφό του, προνοεί για τον εαυτό του (Ξενοφων).
Η αγάπη μας κάνει πιο δυνατούς. Η αγάπη μας κάνει
περισσότερο ειρηνικούς. Η αγάπη μας προστατεύει από τη
λαίλαπα της βίας, της αχαριστίας και της απαξίωσης που
κουβαλάει μέσα της η σκληρή, απειλητική πραγματικότητα που
θέλει να λέγεται «παγκοσμιοποίηση».
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα νοσοκομείο ήταν ασθενής μια κοπελίτσα που την έλεγαν Μαρία και υπέφερε από μια σπάνια και σοβαρή ασθένεια.
Η μοναδική της ελπίδα να επανακάμψει φάνηκε να είναι η μετάγγιση αίματος από τον πεντάχρονο αδερφό της, ο οποίος ως εκ θαύματος είχε επιζήσει από την ίδια ασθένεια και είχε αναπτύξει τα απαραίτητα αντισώματα ενάντια στην αρρώστια.
Ο γιατρός εξήγησε την κατάσταση στον μικρό αδερφό της και ρώτησε το αγοράκι αν ήταν πρόθυμο να δώσει το αίμα του για την αδερφή του. Το παιδί δίστασε μόνο για μια στιγμή, προτού πάρει μια βαθιά ανάσα και πει:
«Ναι, θα το κάνω, αν είναι να σωθεί».
Καθώς προχωρούσε η μετάγγιση, ήταν ξαπλωμένος στο διπλανό απ' την αδερφή του κρεβάτι και χαμογελούσε, βλέποντας το χρώμα να επιστρέφει στο προσωπάκι της. Τότε το πρόσωπό του χλόμιασε και το χαμόγελό του έσβησε.
Κοίταξε τον γιατρό που ήταν από πάνω τον και τον ρώτησε με φωνή που έτρεμε:
"Θα αρχίσω να πεθαίνω αμέσως;"
Έτσι μικρό που ήταν, το αγοράκι είχε παρεξηγήσει τον γιατρό. Νόμιζε ότι επρόκειτο να δώσει όλο τον το αίμα στην αδερφή τον για να την σώσει. Και ήταν πρόθυμος να το κάνει γι ’ αυτήν.
I would lie for you, cry for you,
I would even die for you.
Θα πω ψέματα για χάρη σου, θα κλάψω για χάρη σου,
Ακόμα μπορώ να πεθάνω για χάρη σου.
(Natasha's song)
(Άκης Αγγελάκης, Ιστορίες που αξίζει να τις λες!, εκδ. Πύρινος κόσμος, σελ. 55-56)
«Κάθε καλό χορήγημα και κάθε τέλειο δώρο προέρχεται και κατεβαίνει από πάνω, από τον Πατέρα των φώτων» (Ιακ. 1:17).
Σε μια συζήτηση με τον Σ.Φ. Μορς, τον εφευρέτη του τηλέγραφου, ο αιδ. Τζορτζ Χάρβεϋ τον ρώτησε:
- Κύριε καθηγητά, όταν κάνατε τα πειράματά σας στο εργαστήριο, φτάσατε ποτέ στο σημείο να μην ξέρετε τι να κάνετε;
- Και βέβαια! Πολλές φορές!
- Και σε τέτοιες στιγμές τι κάνατε;
- Προσευχόμουν στο Θεό για περισσότερο φως!
- Και το παίρνατε αυτό το φως;
- Ναι. Και μπορώ να πω ότι, όταν άρχισα να παίρνω τιμητικές διακρίσεις από την Αμερική και την Ευρώπη για την εφεύρεσή μου, ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι αξίζω αυτές τις τιμές. Έκανα μια πολύτιμη εφαρμογή του ηλεκτρισμού όχι γιατί ήμουν ανώτερος από άλλους ανθρώπους, αλλά αποκλειστικά και μόνο γιατί ο Θεός, που το προόριζε για τους ανθρώπους, έπρεπε να το αποκαλύψει σε κάποιον, και το αποκάλυψε σ’ εμένα.
Κάτω από το φως αυτού του περιστατικού, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το πρώτο μήνυμα που έστειλε ο Μορς με την εφεύρεσή του ήταν:
«Πόσο θαυμαστά τα έργα του Θεού!».
(Ημερολόγιο εκδόσεων "ο Λόγος" 16-3-2003)
Στην άτεκνη γυναίκα για τα παιδιά (αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς)
Πικρά παραπονιέσαι πως δεν έχεις παιδιά. Παραπονιέσαι για τον άνδρα σου, που τον θεωρείς υπαίτιο. Και ακόμα τολμάς να παραπονεθείς και για τον Δημιουργό σου. Μην αμαρτάνεις φορτώνοντας την ψυχή σου, αλλά υποτάξου στο θέλημα του Θεού. Διότι ο Θεός είναι η αιτία των παιδιών, ενώ οι γαμήλιοι σύντροφοι είναι μόνο τα κανάλια μέσω των οποίων εμφανίζονται τα παιδιά στον κόσμο, κατά την πρόνοια του Θεού και κατά το στοργικό θέλημά Του.
Στη Βίβλο της ζωής είναι γραμμένη η εξής περίπτωση: η Ραχήλ, η γυναίκα του Ιακώβ, δεν είχε παιδιά. Και στην πίκρα της η Ραχήλ μάλωσε τον άνδρα της τον Ιακώβ και του είπε:
«Δός μοι τέκνα, ει δε μη, τελευτήσω εγώ» (Γέν. 30, 1). Παραξενεύθηκε ο Ιακώβ με την αφροσύνη της γυναίκας του: «Θυματωθείς δε Ιακώβ τη Ραχήλ είπεν αυτή: μη αντί Θεού εγώ ειμί, ός εστέρησέ σε καρπόν κοιλίας;» (Γεν. 30, 2).
Συμβαίνει, να μην δίνει ο Δημιουργός καμιά φορά παιδιά ούτε στους δικαιότατους συζύγους, όπως ήταν η περίπτωση με τον Αβραάμ και τη Σάρα, ή με τον δίκαιο Ιωακείμ και την Άννα. Αλλά συμβαίνει, Αυτός να μην δίνει παιδιά λόγω αμαρτίας της μιας ή της άλλης γαμήλιας πλευράς.
Για παράδειγμα η περίπτωση με τη Μελχόλ, τη γυναίκα του Δαβίδ. Η νεαρή γυναίκα του Δαβίδ Μελχόλ, κόρη του βασιλιά Σαούλ, κοιτούσε μια φορά από το παράθυρο και είδε τον άνδρα της πάνω στον θρησκευτικό ενθουσιασμό του να πηδά και να χορεύει γύρω από την κιβωτό της διαθήκης, «και εξουδένωσεν αυτόν εν τη καρδία αυτής» (Β’ Βασ. 6, 16). Τούτο τον χλευασμό στην καρδιά της κανένας στον κόσμο δεν γνώριζε εκτός από τον Θεό που βλέπει τα πάντα. Γι’ αυτό ο Ύψιστος τιμώρησε την Μελχόλ την γυναίκα του Δαβίδ «και τη Μελχόλ θυγατρί Σαούλ ούκ εγένετο παιδίον, έως της ημέρας του αποθανείν αυτήν» (Β’ Βασ. 6, 23).
Εξερεύνησε λοιπόν κι εσύ την καρδιά σου και την καρδιά του άνδρα σου, και κοιτάξτε και οι δύο, εάν σε κάτι αμαρτήσατε μπροστά στον Κύριο. Εάν δεν βρείτε κανένα φταίξιμο σ’ εσάς, τότε αναμφίβολα είναι το θέλημα του Θεού, να μην έχετε παιδιά δικά σας, ώστε να αγκαλιάσετε ξένα ορφανά σαν να ήταν δικά σας παιδιά, πράγμα που είναι μεγάλο έργο μπροστά στον Κύριο.
Ακόμα ζει ανάμεσά μας μία σημαντική κυρία, η οποία δεν έχει δικά της παιδιά, αλλά η οποία από την αρχή του πολέμου μάζευε εκατοντάδες ορφανά χωρίς πατέρα και μητέρα και τα φρόντιζε και τα σπούδαζε σαν να ήταν δικά της παιδιά. Κάποια φορά μου ομολόγησε:
«Στη ζωή μου ποτέ δεν αγαπούσα τίποτα τόσο πολύ όσο τα παιδιά. Όταν ήμουν μικρό κορίτσι επιθυμούσα να παντρευτώ γρήγορα, μόνο και μόνο για να αποκτήσω παιδιά, και μάλιστα όσα περισσότερα μπορούσα. Όμως αυτό δεν μου δόθηκε. Δύο φορές παντρεύτηκα, όμως δικά μου παιδιά δεν απέκτησα. Αλλά ο Θεός εκατό φορές παραπάνω εκπλήρωσε την επιθυμία μου για παιδιά. Μου δώρισε έως τώρα περίπου χίλια παιδιά. Και τώρα στα γεράματά μου αμέριστα χαίρομαι, επειδή ο Δημιουργός δεν μου έδωσε παιδιά εκ της κοιλίας μου. Αφού, εάν είχα δύο, τρία ακόμα και δέκα δικά μου παιδιά, θα ασχολιόμουν μ’ αυτά μια ζωή ολόκληρη, οπότε θα έχανα την ικανοποίηση και την ευτυχία, να ονομάσω χίλια παιδιά άλλων δικά μου. Δόξα στον αγαπημένο Θεό γι’ αυτό!».
Να προσεύχεσαι κι εσύ στον Θεό καθαρά και από καρδιάς, όπως προσεύχονταν ο Ιωακείμ και η Άννα. Είναι ανείπωτα ελεήμων και μπορεί να σου δώσει παιδιά. Αλλά και εάν δεν σου δώσει, μην θυμώνεις. Δώρισε τότε την αγάπη σου στα παιδιά των νεκρών μητέρων, και θα ονομαστείς μητέρα και όχι άτεκνη στο Βασίλειο της αιώνιας δικαιοσύνης και ομορφιάς.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, "Δεν φτάνει μόνον η πίστη…", Ιεραποστολικές επιστολές Β’, εκδ. «Εν πλω», σ. 286-288)
Προγεννητικός Έλεγχος.
Ο ασθενής είχε υποβληθεί σε καρδιοχειρουργική επέμβαση, που είχε όμως παρουσιάσει σοβαρές επιπλοκές μετεγχειρητικά. Για τον λόγο αυτό, η νοσηλεία του στη ΜΕΘ συνεχίστηκε για περισσότερες ημέρες και μάλιστα μετά από 15 ημέρες παρέμενε διασωληνωμένος και με ισχυρή φαρμακευτική υποστήριξη. Κάθε ημέρα στο επισκεπτήριο ερχόταν η σύζυγός του, μια πολύ σοβαρή και μετρημένη στα λόγια της κυρία, η οποία με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ρωτούσε και ενημερωνόταν για την πορεία της υγείας του συζύγου της.
Ένα απόγευμα, την ώρα του επισκεπτηρίου ο ιατρός της ΜΕΘ παρατήρησε ένα περίεργο θέαμα. Κάποιος μπήκε μαζί με τη σύζυγο, έτρεξε στο κρεβάτι που ήταν ο ασθενής, έπεσε πάνω του και άρχισε να τον καταφιλά και να τον αγκαλιάζει Αυτό βέβαια ήταν αντίθετο με τους κανονισμούς της ΜΕΘ, που απαιτούν να μην έρχονται σε σωματική επαφή οι επισκέπτες με τους ασθενείς για την αποφυγή ατυχημάτων, αφού οι δεύτεροι είναι συνδεδεμένοι με πολλές γραμμές, αλλά και την πρόληψη μεταφοράς μικροβίων εκατέρωθεν.
Ο ιατρός ζήτησε από τον νοσηλευτή με ένα νεύμα, να πει στη σύζυγο να πλησιάσει και αυτή ήρθε με ύφος απολογητικό: «Σας ζητώ συγγνώμη, γιατρέ μου, αλλά είναι ο γιος μας. Πάσχει από σύνδρομο Down και έχει ιδιαίτερη αδυναμία στον πατέρα του. Από την ημέρα που έφυγε για την επέμβαση, δεν μπορεί να ησυχάσει. Πηγαίνει στο κρεβάτι μας και το αγκαλιάζει και κλαίει. Δεν του είχαμε πει για το νοσοκομείο, αλλά αναγκάστηκα να το κάνω χθες, γιατί δε μπορούσα να τον ηρεμήσω. Κι έτσι σήμερα αναγκάστηκα να τον φέρω εδώ και, όπως βλέπετε, είναι ασυγκράτητος. Είναι καλό παιδί, ευαίσθητο, πηγαίνει σε ειδικό σχολείο και προχωρά καλά. Του αρέσει πολύ η μουσική και μας αγαπάει, κι εμείς τον αγαπάμε υπερβολικά».
Η τυπική περιγραφή ενός παιδιού με σύνδρομο Down. Μιας γενετικής ανωμαλίας που οφείλεται σε ένα πρόσθετο χρωμόσωμα που κάνει ένα ζευγάρι χρωμοσωμάτων να αποτελείται τελικά από τρία. Κάποιοι αποδίδουν την ανωμαλία στην ηλικία των ωαρίων της μητέρας αλλά αυτό δεν είναι απόλυτο γιατί εμφανίζεται και σε νέα ζευγάρια. Τα παιδιά αυτά έχουν χαρακτηριστική όψη (λέγεται και μογγολοειδής ιδιωτεία η νόσος λόγω του χαρακτηριστικού προσωπείου), διανοητική καθυστέρηση που ποικίλει από τα κατώτερα όρια του φυσιολογικού έως βαρύτερη, αλλά είναι παιδιά κοινωνικά, ευχάριστα, εκπαιδεύσιμα, με ιδιαίτερη αγάπη στη μουσική. Τα παιδιά αυτά είναι ανεπιθύμητα στις σύγχρονες κοινωνίες και έτσι οι γονείς προσπαθούν να τα αποφύγουν, προχωρώντας στον λεγόμενο προγεννητικό έλεγχο.
Τι είναι ο προγεννητικός έλεγχος; Όπως λέει και το όνομά του, είναι ο έλεγχος που γίνεται στο έμβρυο, μέχρι τον τρίτο μήνα της εγκυμοσύνης μέσω ειδικών υπερήχων αλλά κυρίως μέσω ελέγχου των χρωμοσωμάτων (του καρυότυπου όπως λέγεται) για τυχόν ανωμαλίες, σε κύτταρα που λαμβάνονται με παρακέντηση και αναρρόφηση του υγρού που πλέει το έμβρυο μέσα στη μήτρα και λέγεται αμνιακό υγρό (αμνιοπαρακέντηση). Οι εξετάσεις γίνονται εγκαίρως, ώστε σε περίπτωση που υπάρχει γενετική ανωμαλία, να υπάρχει δυνατότητα με έκτρωση να θανατωθεί το ανεπιθύμητο έμβρυο.
Θυμόμαστε όλοι από τα μαθητικά μας χρόνια τον περιβόητο Καιάδα, τον γκρεμό όπου στην αρχαία Σπάρτη πετούσαν τα ανάπηρα και ανεπιθύμητα στην κουλτούρα ενός πολεμικού λαού, παιδιά. Σε έναν σύγχρονο Καιάδα οδηγεί συνήθως και ο προγεννητικός έλεγχος, μόνο που στην περίπτωσή μας, η σύγχρονη τεχνολογία και η επιστήμη επιτρέπουν το έγκλημα να συντελεστεί πριν τη γέννηση. Και η δική μας νοοτροπία, αποφυγής κάθε κόπου και θυσίας, η φρίκη που μας καταλαμβάνει στη σκέψη του σταυρού που συνεπάγεται η αναπηρία του παιδιού μας, οδηγεί στην απόφαση να «ξεμπερδεύουμε» πριν δει το φως του ήλιου.
Χιλιάδες αγέννητα παιδιά οδηγούνται στον θάνατο με τη δικαιολογία μιας γενετικής νόσου. Όσο μάλιστα διεισδύουμε στο βάθος του κυτταρικού πυρήνα και αναλύουμε το γονιδίωμα (τους συνδυασμούς του DNA που είναι υπεύθυνοι για τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου) τόσο ανακαλύπτουμε νέες προδιαθέσεις νόσων που θα μπορούσαν να εξαλειφθούν με τη θανάτωση των οργανισμών. Παραπέμποντας στις καθάρσεις από Εβραίους, ομοφυλόφιλους, αρρώστους, εγκληματίες, αθίγγανους, που έγιναν στον 20ο αιώνα από τους διαφόρους «ισμούς», με αποκορύφωμα τον ναζισμό του Χίτλερ, θα διαπιστώναμε ότι μόνο οι μέθοδοι αλλάζουν, το σκεπτικό παραμένει το ίδιο. Επιχειρήματα πολλά: Οι οικονομίες δεν μπορούν να αντέξουν τις δαπάνες περίθαλψης και στήριξης των ανάπηρων παιδιών και των οικογενειών τους, οι ίδιες οι οικογένειες αποδιοργανώνονται από την παρουσία ενός προβληματικού παιδιού.
Αλλά το σκεπτικό επεκτείνεται και σε διάφορες προδιαθέσεις νόσων. Ένα άτομο που στην ενήλικη ζωή του θα παρουσιάσει εκδηλώσεις μιας γενετικά εξαρτημένης νόσου, που μπορεί να επηρεάσει έντονα τη σωματική ή ψυχική του κατάσταση μήπως θα ήταν σωστότερο να μη γεννηθεί καθόλου; Ήδη παρά την αντίθετη νομοθεσία, οι ασφαλιστικές εταιρείες προσπαθούν να ανιχνεύσουν τέτοια νοσήματα, ώστε να αποφύγουν την ασφάλιση των ανθρώπων που μπορεί μελλοντικά με αυξημένη πιθανότητα να νοσήσουν.
«Όλες αυτές οι πρακτικές (27), αν δεν είναι πάντοτε σαφώς ευγονικές στην έκφρασή τους, είναι ευγονικές στην αντίληψή τους. Δεν καταφέρνουν να αποτρέψουν την εμφάνιση αναπηρίας, αλλά συνήθως εξαφανίζουν τον ανάπηρο. Όσο δεν ξεχωρίζει η πάθηση από τον πάσχοντα, ο μόνος τρόπος αντιμετώπισής της φαίνεται να είναι ο θάνατος του πάσχοντος στην πιο αδύναμη, ιερή και ευαίσθητη φάση και έκφραση της ζωής του. Η καταστροφή του παθολογικού εμβρύου εμφανίζεται ως η προτεινόμενη "θεραπεία"» (28).
Πάντως το παιδί του περιστατικού που προαναφέραμε, θα ήταν ένα βέβαιο θύμα του προγεννητικού ελέγχου και μάλιστα με το ατράνταχτο και κατευναστικό για τη συνείδηση επιχείρημα ότι ο κύριος λόγος θανάτωσης του εμβρύου είναι η φιλάνθρωπη διάθεση προς αυτό. «Γιατί να έρθει στον κόσμο και να ταλαιπωρείται ένα τέτοιο παιδί;», ακούμε συχνά να λέγεται. Μια ενεργητική ευθανασία λοιπόν σε ένα παιδί που δεν μπορεί να εκφράσει τη γνώμη του. Αν όμως μπορούσε;
27 Σ.τ.Σ: π.χ. προγεννητικός έλεγχος.
28 Επίσημα Κείμενα Βιοηθικής σελ 71.
(Νικόλαος Κ. Παναγιωτόπουλος, 20 χρόνια στην Εντατική, Νέα Σμύρνη 2017, σελ. 89-92)
Ο περίπατος στο κοιμητήριο.
Η ζωή μας μοιάζει με πορεία. Τίποτε το μόνιμο δεν έχει. Όλα περνούν, όλα φεύγουν!
Το ίδιο προσπερνούμε και τα δυσάρεστα και τα ευχάριστα. Πουθενά δεν σταματούμε.
Να γιατί μου αρέσει αυτό εδώ το μέρος, το κοιμητήριο!
Από όλα τα μέρη μας αυτό εδώ το αγαπώ πιο πολύ.
Γι’ αυτό και το επισκέπτομαι συχνά. Όχι μόνο σαν έχουμε Θεία Λειτουργία. Όχι! Και άλλες ημέρες, μόνος, συχνάζω εδώ.
Πολλές φορές έρχομαι από την πόλη και σταματώ εδώ στο κοιμητήριο. Χωρίς κανέναν συντροφιά. Μέσα στην ερημιά, καταμεσής στους τάφους!
Κάθομαι μέσα στην ερημιά, έχω μπροστά μου τους τάφους και σκέπτομαι...
Πόσες φορές εδώ μέσα δέν θυμάμαι αυτά τα λόγια, που σας είπα στην αρχή! Η ζωή είναι πορεία... Όλα περνούν, και οι χαρές και οι λύπες...
Αφήνω τα μάτια μου ήσυχα να περιεργάζωνται τους τάφους. Από τον ένα τάφο να τρέχουν στον άλλο.
Να θωρούν με προσοχή όλους τους τάφους, των πλουσίων, των φτωχών, μικρών, μεγάλων...
Τα μάτια μου βλέπουν και ο νους μου θυμάται, σκέπτεται, συλλογίζεται.
Η ψυχή μου τρέχει και αυτή στους νεκρούς που είναι θαμμένοι μέσα στους τάφους...
Που να ’ναι άραγε; Που να βρίσκονται; Σε ποιά κατάσταση να ’ναι!
(Από το εγκώμιό του εις την αγίαν Δροσίδα, 689,Ε, Α.Α.Π. 26)
(Αρχιμ. Χρυσοστόμου Αβαγιανού, Αυτοβιογραφικές σελίδες, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 47)
Απογοήτευση!
Τα πράγματα της Εκκλησίας είναι πολύ άσχημα˙ κι ας νομίζετε σεις ότι πάνε καλά.
Εδώ είναι το φοβερό: ότι, ενώ βρισκόμαστε ανάμεσα σε πολλά κακά, τα αγνοούμε.
Τι είναι αυτά που λες; Κατέχουμε τις εκκλησίες, τα κτήματα, όλα τα άλλα, οι συνάξεις γίνονται ανεμπόδιστα, κάθε μέρα συγκεντρώνεται ο λαός, και λες ότι είμαστε «καταφρονηταί»;
Και όμως! Δεν θα κρίνης την Εκκλησία από αυτά. Αλλά από που; θα μου πής.
Εάν υπάρχη ευλάβεια, εάν κάθε μέρα φεύγουμε από το ναό για τα σπίτια μας κερδισμένοι, εάν καρπωνόμαστε ωφέλεια πνευματική πολλή ή λίγη και δεν εκτελούμε απλώς κάποια συνήθεια.
Σας ερωτώ: Ποιος έγινε καλύτερος που ένα μήνα σχεδόν έρχεται εδώ; Αυτό είναι το ζητούμενο!
Ο στρατιώτης που γυμνάζεται τελειοποιείται στην τακτική του πολέμου˙
ο αθλητής που πηγαίνει στην παλαίστρα γίνεται πιο έμπειρος στην πάλη˙
ο γιατρός που έρχεται στον δάσκαλο προοδεύει στην επιστήμη του και πιο πολλά γνωρίζει και πιο πολλά μαθαίνει˙
συ τί κέρδισες;
Νομίζετε ότι το να έρχεσθε τακτικά στη σύναξη, αυτό είναι ευλάβεια; Αυτό τίποτε δεν είναι!
Αν κάτι δεν κερδίζουμε, αν κάτι δεν αποκομίζουμε, τότε καλύτερα να μένουμε σπίτι!
Πρέπει να ’χουμε υπ’ όψη μας, ότι οι πρόγονοί μας έκτισαν τις εκκλησίες, όχι για να μας συγκεντρώνουν από τα σπίτια μας εδώ και να μας δείχνουν τον ένα στον άλλο!
Αυτό μπορούσε να γίνη και στην αγορά, και στα λουτρά, και σε μία πομπή!
Όχι. Ήθελαν συγκεντρώνοντας μαζί μαθητές και δασκάλους να μας κάνουν καλύτερους!
Να, ήλθε το Πάσχα! Τι θόρυβος! τι ταραχή! Δεν μπορώ να πω τι πολλοί άνθρωποι! Διότι αυτά δεν είναι των ανθρώπων.
Τελείωσε η γιορτή, ο θόρυβος εκόπασε, και ξαναγύρισε η ησυχία η άκαρπη. Πόσες παννυχίδες, πόσες ιερές υμνωδίες!
Και τι έγινε; Χειρότερα.
Πολλοί έρχονται και από κενοδοξία.
Πώς, λοιπόν, να μη σπαράζω μέσα μου, όταν βλέπω ότι όλα πηγαίνουν σαν σε τρύπιο πιθάρι;
Πολλές φορές σκέφθηκα να μη ξαναμιλήσω, βλέποντας πως κανένα καλό δεν βγαίνει από τα λόγια μας…
Ή μήπως βγαίνει, εγώ όμως, κυριευμένος από ιερή απληστία και την πολλή επιθυμία, παθαίνω το ίδιο με εκείνους που κάνουν σαν τρελλοί για χρήματα;
Δηλαδή, όπως εκείνη, οι πλεονέκτες φιλάργυροι, όσα κι αν αποκτήσουν νομίζουν πως τίποτε δεν έχουν, έτσι και εγώ, επειδή επιθυμώ πάρα πολύ την σωτηρία σας, νομίζω πως τίποτε δεν έχω κάνει, λαχταρώντας να σας δω στην κορυφή της τελειότητος;
Πολύ θα ‘θελα να ‘ναι έτσι…, φοβούμαι όμως μήπως πέφτω έξω!
(Από την ΚΘ Ομιλία του στις Πράξεις των Αποστόλων, Α.Α.Π. 78, 231)
(αρχιμ. Χρυσοστόμου Αβαγιανού, Αυτοβιογραφικές σελίδες, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 62-63)
Σας αγαπώ!
Τίποτε δεν μου είναι πιο ποθητό από σας, ούτε τούτο το φως!
Γιατί μυριάκις θα ευχόμουν ο ίδιος να τυφλωθώ, αν ήταν δυνατό με αυτό να σώσω τις ψυχές σας˙
ναι! έτσι, ειλικρινά, από το ίδιο το φως πιο γλυκειά μου είναι η σωτηρία σας!
Διότι, τι θα με ωφελήσουν οι ακτίνες του ήλιου, όταν ο πόνος μου για σας απλώνη πάνω στα μάτια μου το σκοτάδι;
Πράγματι! Το φως τότε είναι ωραίο, όταν γίνεται μέσα στη χαρά, αφού στην θλιμμένη ψυχή αντίθετα φαίνεται ενοχλητικό.
Ότι δε δεν σας λέγω ψέματα, ο Θεός να μη δώση να το επιβεβαιώσετε.
Αλλά, αν κάποτε συμβή κάποιος από σας να αμαρτήση, ελάτε να με δήτε εκεί που κοιμάμαι˙ να χαθώ, αν δεν μοιάζω με τους παράλυτους, αν δε κάνω σαν τρελλός, αν, σύμφωνα με τον Προφήτη, «και το φως των οφθαλμών μου και αυτό ούκ έστι μετ’ εμού» (Ψαλμ. 37,11).
Τι να ελπίζουμε, αν σεις δεν προοδεύετε; Ποιά άλλη η δική μας στενοχώρια, αν σεις δεν ευδοκιμείτε;
Μου φαίνεται σαν να πετώ όταν ακούσω κάτι καλό για σας!
«Πληρώσατέ μου την χαράν» (Φιλιπ. 2,2)!
Τόσο μόνο παρακαλώ, όσο και η επιθυμία μου για την προκοπή σας. Εκείνο δε που συναγωνίζομαι με όλους είναι τούτο, ότι σας αγαπώ, ότι σας έχω σφιχταγκαλιάσει, ότι εσείς μου είστε το πάν, και πατέρας και μητέρα και αδέλφια και παιδιά!
Μη, σας παρακαλώ, μη νομίσετε ότι κάτι που λέγω, το λέγω από κακία, από αποστροφή. Όχι! το λέγω για διόρθωση.
Γιατί λέγει η Γραφή «αδελφός υπό αδελφού βοηθούμενος, ως πόλις οχυρά» (Παροιμ. 18,19).
Μη περιφρονήσετε τον λόγο μου! Ούτε εγώ περιφρονώ τον δικό σας!
Αντίθετα θα ήθελα να διορθώνομαι από σας, θα ήθελα να μαθαίνω! Όλοι εμείς είμαστε αδέλφια, ένας είναι ο Καθηγητής μας!
Πλην όμως είναι δυνατόν ανάμεσα στ’ αδέλφια ένας να διατάζη και οι άλλοι να υπακούουν!
Μη, λοιπόν, μη περιφρονείτε, αλλά όλα ας τα κάνουμε προς δόξαν Θεού, ότι αυτώ η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(Από τη Γ Ομιλία στις Πράξεις των Αποστόλων, Α.Α.Π. 76,268, στο Αρχιμ. Χρυσοστόμου Αβαγιανού, Αυτοβιογραφικές σελίδες..., εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 60-61)
Ομιλία π. Δημητρίου Τσουρούς (εφημερίου Ι.Ν. Αγίων Αναργύρων Ν. Σμύρνης).
Παραμονή Πρωτοχρονιάς 31 / 12 / 2018, Ι.Ν. Αγίας Φωτεινής Ν. Σμύρνης.
Περί αξιοποιήσεως χρόνου.
«Ο χρόνος τρέχει και δεν περιμένει αυτόν που αργοπορεί […] Και όπως δεν μπορείς να ανακόψεις το ρέμα του ποταμού, […] έτσι ούτε και τον χρόνο που τρέχει μπορείς να συγκρατήσεις […], εκτός αν τον προλάβεις από νωρίς. Γι’ αυτό τώρα που μπορείς, προτού περάσει ο καιρός, άρπαξε γερά τις εντολές του Θεού και εφάρμοσέ τες» (παράφραση ΕΠΕ 7.154).
Με αυτά τα προειδοποιητικά λόγια, Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες και αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, ο Μέγας Βασίλειος, ο άγιος του οποίου τη μνήμη από σήμερα το απόγευμα ξεκινά η Εκκλησία μας να εορτάζει, υπενθυμίζει σε όλους μας μια πολύ μεγάλη αλήθεια. Ποιά είναι αυτή; Ότι ο χρόνος είναι πολύ ολισθηρός και αλίμονο σ’ εκείνον που δεν θα τον συγκρατήσει και δεν θα τον αξιοποιήσει συνετά. Στα λίγα λεπτά λοιπόν που έχουμε στη διάθεση μας, ας δούμε, αδελφοί μου, πως η Εκκλησία αντιλαμβάνεται και βιώνει τον χρόνο κι ας αναλογιστούμε, πως θα μπορούσε ο καθένας από εμάς το νέο χρόνο, που σε λίγο ανατέλλει, να τον επενδύσει αποδοτικά για τη σωτηρία του.
Αν το καλοσκεφτούμε, αδελφοί μου, θα διαπιστώσουμε ότι η σχέση μας με τον χρόνο είναι συχνά προβληματική. Ακούμε ανθρώπους βαριεστημένα να λένε: «Δεν ξέρω πώς να σκοτώσω τον χρόνο μου, δεν περνάει με τίποτα». Άλλες φορές βλέπουμε ανθρώπους μετανιωμένους να ομολογούν: «Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω πίσω τον χρόνο. Έχασα τον καιρό μου σε ανούσια πράματα». Άλλοτε συναντούμε ανθρώπους κατααγχωμένους από τις δουλειές, που ποτέ δεν τελειώνουν, να μονολογούν: «Τρέχω και δεν φτάνω». Άλλοτε ακούμε ανθρώπους αμέριμνα να τραγουδούν: «Μια ζωή την έχουμε κι αν δεν την γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε». Και άλλες φορές συλλαμβάνουμε τους εαυτούς μας να κακοποιούμε ευκαιρίες που μας δίνονται και να χρησιμοποιούμε κατά τ’ άλλα ευλογημένες καταστάσεις για εφάμαρτους σκοπούς. Φαίνεται, αδελφοί μου, ότι πολλοί από εμάς δεν τολμούμε να δούμε κατάματα τον χρόνο και μάλλον σαν αντίπαλο τον λογαριάζουμε, που μας σέρνει σιγά-σιγά προς τον θάνατο.
Αυτήν, όμως, τη ρηχή, αλλά και φοβισμένη κοσμική στάση απέναντι στον χρόνο έρχεται με τη δική της σοφή λογική η Εκκλησία να την ανατρέψει. Και κάθε φορά που ερχόμαστε στην Εκκλησία μάς υπενθυμίζει, ότι ο χρόνος δεν είναι εχθρός, αλλά σύμμαχος. Είναι ένα μέσο, που αν το αξιοποιήσουμε σωστά, δίνουμε το δικαίωμα στον Θεό να παρέμβει στον φθαρτό μας χρόνο και να τον κάνει αιώνιο.
Ακούσαμε αυτές τις μέρες: «:Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει». Θα ψάλλουμε την ημέρα των Θεοφανίων: «Σήμερον ὁ Δεσπότης τὸ βάπτισμα λαμβάνει». Θα ακούσουμε τη Μεγάλη Παρασκευή: «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας». Και την Κυριακή του Πάσχα θα ψάλλουμε πανηγυρικά: «Σήμερον πᾶσα κτίσις ἀγάλλεται καὶ χαίρει ὅτι Χριστὸς ἀνέστη καὶ ἅδης ἐκσυλεύθη». Κι όλα αυτά όχι πριν δύο χιλιάδες χρόνια, αλλά σήμερα.
Μέσα στην Εκκλησία, αδελφοί μου, όλα εκείνα που έπραξε ο Χριστός για τη δική μας σωτηρία συμβαίνουν τώρα, εδώ, σήμερα. Ζούμε με τέτοιον τρόπο, αδελφοί μου, τη συμμετοχή μας στις ιερές ακολουθίες; Αν όχι, ας το προσπαθήσουμε το νέο έτος. Και απαραιτήτως να πάρουμε πιο ζεστά το θέμα της συμμετοχής μας στη Θεία Ευχαριστία. Σε κάθε Θεία Λειτουργία, ανεξαιρέτως, βρισκόμαστε κι εμείς μαζί με τους μαθητές εκεί, στο Μυστικό Δείπνο, και μ’ ένα παράδοξο, αλλά απόλυτα αληθινό τρόπο, συμμετέχουμε και στην Σταύρωση και στην Ανάσταση του Κυρίου.
Κι όταν μεταλαμβάνουμε κατάλληλα προετοιμασμένοι των αχράντων μυστηρίων γευόμαστε τους θησαυρούς της Βασιλείας του. Ισχύει και για μας ο λόγος του Χριστού: «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον»(Ιω. 6.54). Πόσο πιο ουράνια θα ήταν η καθημερινότητά μας αδελφοί μου, αν είχαμε αφήσει τον χρόνο μας να διαποτισθεί από το πνεύμα της Θείας Λειτουργίας;
Ο χριστιανός όμως αδελφοί μου δεν αξιοποιεί πνευματικά τον χρόνο του μόνον όταν βρίσκεται στο ναό, αλλά διαρκώς. Αυτό άλλωστε ζητάμε σε κάθε Θεία Λειτουργία: «τὴν ἡμέραν πᾶσαν, τελείαν, ἁγίαν, εἰρηνικὴν καὶ ἀναμάρτητον, παρά τοῦ Κυρίου, αἰτησώμεθα». Και γι’ αυτήν την καθημερινή αξιοποίηση του χρόνου μας χρειάζεται ιεράρχηση. Μας το έχει πει ο Χριστός: «ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, (αφιερώστε πρώτα απ’ όλα χρόνο για τη σωτηρία σας), καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν (και όλα τα υπόλοιπα που σας χρειάζονται για να ζήσετε, θα σας δοθούν)» (Ματθ. 6.33).
Κερδίζω λοιπόν πνευματικά τη μέρα μου, όταν, προτού κάνω τις άλλες δουλείες μου, αφιερώσω χρόνο στον Θεό. Πώς γίνεται αυτό; Με το να βρω μια ήσυχη γωνιά στο σπίτι μου και να προσευχηθώ. Όχι να κάνω βιαστικά ένα σταυρό και να πω μηχανικά το «Πάτερ ημών». Η προσευχή, για να εισακουσθεί στον Θεό, θέλει δόσιμο καρδιάς, θέρμη, επιμονή, κι όλα αυτά δεν γίνονται μαγικά, χρειάζεται χρόνος. Πώς αλλιώς μπορώ να κερδίσω τη μέρα μου; Με το να αποκτήσω την πολύ ευλογημένη συνήθεια να μελετάω καθημερινά την Αγία Γραφή. «Δεν μπορεί κάποιος να σωθεί, αν δεν μελετά συνεχώς τις Γραφές», προειδοποιεί ο ιερός Χρυσόστομος. Κερδίζω πνευματικά τη μέρα μου κι όταν σκορπώ αγάπη στους συνανθρώπου μου. «Τον καιρό που δεν κάνουμε ελεημοσύνες, να τον θεωρούμε σαν να μην υπάρχουμε στην ζωή» μας συμβουλεύει και πάλι ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (ΕΠΕ 11.134). Ας δώσουμε λοιπόν, αδελφοί μου, την καινούργια χρονιά περισσότερο χρόνο στο Θεό με την προσευχή και τη μελέτη του Λόγου του, κι ας αφιερώσουμε περισσότερο χρόνο στις εικόνες του, στους συνανθρώπους μας, δηλαδή, με την αγάπη μας προς αυτούς.
Δεν είναι όμως μόνο κάθε μέρα, αλλά είναι και κάθε ανεξαιρέτως στιγμή που έχει ανυπολόγιστη αξία. Ο Απόστολος Παύλος μας προτρέπει να ζούμε με σύνεση «ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν» (Εφ. 5.16). Δηλαδή, μέσα σ’ έναν κόσμο που είναι γεμάτος σκάνδαλα και πειρασμούς, εμείς να φροντίζουμε να αξιοποιούμε πνευματικά κάθε στιγμή. Χρειάζεται ετοιμότητα, διότι αρκεί μονάχα μια στιγμή πειρασμού για να χάσουμε τα πάντα, και μπορεί εκμεταλλευόμενοι μια στιγμή χάριτος να κερδίσουμε τα πάντα. Μας λέει ο Χριστός: «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. 11.12).
Δεν είναι μόνο, ότι κανείς πρέπει να μοχθήσει, για να κερδίσει την βασιλεία των ουρανών. Όπως επισημαίνουν κάποιοι ερμηνευτές, χρειάζεται κανείς να είναι και σε εγρήγορση, διότι η βασιλεία των ουρανών περνά με βιασύνη από μπροστά μας, κι εμείς πρέπει να βιαστούμε να την προλάβουμε. Μία στιγμή διήρκησε η κλήση του Χριστού στον πλούσιο νεανίσκο. Και εκείνος αυτήν την τεράστια ευκαιρία, την σπατάλησε. Και έχασε το παν. Να περάσει δηλαδή στην αιωνιότητα ως μαθητής του Χριστού και ως άγιος. Σε μία στιγμή ο τεσσαρακοστός μάρτυρας ολιγοψύχησε και βγήκε από την παγωμένη λίμνη της Σεβαστείας και έχασε τον παράδεισο. Και σε μια στιγμή ο ειδωλολάτρης στρατιώτης, που τον παρακολουθούσε, πήρε την θέση του στην παγωμένη λίμνη και κέρδισε την αιωνιότητα. Θα υπάρξουν, αδελφοί μου, κρίσιμες στιγμές στη ζωή μας είτε πειρασμών είτε μεγάλων ευκαιριών του Θεού, για τις οποίες πρέπει να είμαστε πανέτοιμοι. Να, λοιπόν, άλλος ένας λόγος να φιλοτιμηθούμε και να αξιοποιήσουμε πνευματικά τον χρόνο μας.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Κάποτε αδελφοί μου ένας ετοιμοθάνατος φώναξε: «Ξαναφέρτε τον, ξαναφέρτε τον πίσω». «Μα ποιόν»; ρώτησαν οι παρευρισκόμενοι. Κι ο ετοιμοθάνατος απάντησε. «Τον καιρό, τον καιρό». Ήταν όμως πολύ αργά. Ο βιολογικός μας χρόνος, αδελφοί μου, είναι συνεσταλμένος. Είμαστε «πάροικοι καὶ παρεπίδημοι» (Α΄ Πέτρ. β΄ 11). Ο θάνατος, αδελφοί μου, έρχεται χωρίς να προειδοποιεί. Γι’ αυτό, αδελφοί μου, είναι καιρός να ανασκουμπωθούμε, να καθαρίσουμε το χωράφι της ψυχής μας από τα πάθη και να καλλιεργήσουμε σε αυτό τις αρετές, προτού έλθει ο χειμώνας, προτού σταθούμε μπροστά στο φοβερό κριτήριο του Χριστού. Ας καλλιεργήσουμε λοιπόν την πολλή ευλογημένη αρετή της μνήμης του θανάτου, κι ας νοσταλγήσουμε την αληθινή μας πατρίδα, τον παράδεισο. Το νέο έτος ας ποθήσουμε λίγο παραπάνω τον Χριστό που έρχεται.
Υπάρχει και κάτι τελευταίο. Αφορμή μας δίνει μια πολλή δυνατή αίτηση, που αναπέμπουμε σε κάθε Θεία Λειτουργία: «Τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοίᾳ ἐκτελέσαι […]». Μέσα στην εκκλησία, και πουθενά αλλού, μας προσφέρεται η μοναδική δυνατότητα να γυρίσουμε πίσω στον χρόνο. Όχι μόνο να γυρίσουμε πίσω, αλλά και να διορθώσουμε το παρελθόν μας. Αρκεί να ομολογήσουμε τις αμαρτίες μας στην εξομολόγηση και να μετανοήσουμε. Να πάρουμε την απόφαση ποτέ πια να μην τις διαπράξουμε. Ευκαιρία, λοιπόν, αδελφοί μου, το νέο έτος, αν δεν το έχουμε ήδη πράξει, να συνδεθούμε μ’ έναν πνευματικό πατέρα, για να σβήσουμε από το παρελθόν της ψυχής μας όλα αυτά που δεν αρέσουν στον Θεό.
Αδελφοί, σε λίγες ώρες το νέο έτος μας επισκέπτεται. Είναι άγνωστο τι το 2018 θα ξημερώσει για τον καθένα μας, την οικογένειά μας, την κοινωνία μας, το έθνος μας.
Εμείς, ευχηθείτε Σεβασμιώτατε, να φερθούμε ως συνετοί έμποροι «ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρό», πουλώντας φθαρτό χρόνο κι αγοράζοντας αιώνιο, να αξιοποιήσουμε πνευματικά όλες τις ευκαιρίες που θα μας δοθούν, κι έτσι το νέο έτος να μπορέσουμε να βρεθούμε ένα βήμα πιο κοντά στη χάρη του Χριστού μας. Αμήν.
Μια Ανεξήγητη Επιμονή
Η ασθενής που μεταφέρθηκε επειγόντως στη ΜΕΘ αρχικά θεωρήθηκε απλά μια πολύ βαριά περίπτωση. Κοπρανώδης περιτονίτιδα, που σημαίνει ότι το παχύ έντερο έσπασε και το μολυσμένο περιεχόμενό του βρέθηκε στο εσωτερικό της κοιλιάς προκαλώντας σοβαρή μόλυνση. Οι χειρουργοί παρενέβησαν αμέσως και αφού καθάρισαν την κοιλιά πλένοντας το περιτόναιο, αφαίρεσαν το έντερο και μετέφεραν την ασθενή στην Εντατική, όπου και συνεχίστηκε η θεραπεία της με ισχυρά αντιβιοτικά και φάρμακα για την κυκλοφορία. Ένα από τα συνηθισμένα περιστατικά για τη ΜΕΘ, σηπτική καταπληξία.
Το εντυπωσιακό προέκυψε όταν προχωρήσαμε σε βάθος το ιστορικό. Από πού προέκυψε η ρήξη του εντέρου; Η γυναίκα, 49 ετών, ιατρός η ίδια, είχε χειρουργηθεί προ διημέρου λόγω εξωμήτριας κύησης (εμφύτευση του εμβρύου στη σάλπιγγα αντί για τη μήτρα). Το εκπληκτικό της υπόθεσης είναι ότι αποτελούσε η εξωμήτριος αποτέλεσμα της εικοστής τέταρτης προσπάθειας της γυναίκας για απόκτηση παιδιού μέσω υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (εξωσωματική γονιμοποίηση).
Είκοσι τέσσερις εμφυτεύσεις! Απίστευτες προσπάθειες χρόνια ολόκληρα. Ψυχική καταπόνηση ασύλληπτη, τεράστιες ποσότητες ορμονών που χορηγήθηκαν, χρήμα και χρόνος που ξοδεύτηκαν. Με σκοπό την απόκτηση ενός παιδιού. Ενός παιδιού δικού της. Όχι υιοθεσία, όχι αποδοχή της αποτυχίας του εγχειρήματος, αλλά ατελείωτες απόπειρες εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Μια άλλη αποκαλυπτική πτυχή της προσπάθειας της ασθενούς ήταν το τηλεφώνημα από μια συνάδελφό της στο νοσοκομείο που εργαζόταν. Αφού ρώτησε με θερμό ενδιαφέρον τα σχετικά με την κατάσταση της υγείας της, αποκάλυψε στους ιατρούς της ΜΕΘ: «Είναι πολύ καλή γυναίκα, εξαίρετος άνθρωπος. Ήμασταν πολύ φίλες και στις πρώτες απόπειρες εξωσωματικής ήμουν δίπλα της συνέχεια. Όμως μετά την τέταρτη προσπάθεια, αποπειράθηκα να την αποτρέψω να συνεχίσει. Της είπα ότι ήταν επικίνδυνος για την υγεία της ο συνεχής βομβαρδισμός με ορμόνες, οι συνεχείς χειρουργικές παρεμβάσεις, το έντονο ψυχολογικό στρες. Της έφερα παραδείγματα επιπλοκών. Όμως αυτή θύμωσε και από τότε με έβλεπε και δε με χαιρετούσε, άλλαζε δρόμο στο νοσοκομείο. Μάλιστα από ένα σημείο και ύστερα, επειδή είχε προβλήματα, άρχισε και διορθωτικές χειρουργικές επεμβάσεις, όπως η απολίνωση των σαλπίγγων για να αποφύγει πιθανώς το ενδεχόμενο εξωμητρίου κυήσεως, που τελικά δεν το απέφυγε. Σας παρακαλώ, κάντε ότι μπορείτε, γιατί δεν είχε αίσθηση του κινδύνου, ζούσε σε μια τρέλα».
Ζούμε σε μια περίεργη εγωκεντρική εποχή. Από τη μία πλευρά, προσπάθεια απόκτησης παιδιών με κάθε μέσο και θυσία. Ατελείωτη η στρατιά των γυναικών που επιχειρούν εξωσωματικές σε όλη τη χώρα. Έμβρυα εμφυτεύονται, καταψύχονται, απορρίπτονται και κάποια αναπτύσσονται και γεννιούνται. Οι γονείς, ευτυχισμένοι που πέτυχαν το σκοπό της ζωής τους. Στον αντίποδα, από τη μια πλευρά αμέτρητες μέθοδοι αντισύλληψης που με επιμονή και προσοχή εφαρμόζουν τα ζευγάρια, τραυματίζοντας πολλές φορές τον οργανισμό ανεπανόρθωτα και από την άλλη ατελείωτες στρατιές γυναικών που κάνουν έκτρωση. Δε θέλουν να αποκτήσουν παιδί και για τον λόγο αυτό διακόπτουν βίαια μια ζωή που αναπτύσσεται μέσα τους.
Και το πιο ανεξήγητο, η ίδια γυναίκα που σε κάποια φάση της ζωής της κάνει έκτρωση, σε κάποια άλλη περίοδο προσπαθεί με πάθος να αποκτήσει παιδί με εξωσωματική, εξαιτίας της υπογονιμότητας που προκάλεσε η έκτρωση εκείνη. «Μα τότε δεν ήταν η κατάλληλη περίοδος, ούτε ο κατάλληλος άντρας για πατέρας του παιδιού», λέει. Τώρα μπορεί η ίδια γυναίκα να αναζητά δότη σε μια τράπεζα σπέρματος, έναν άγνωστο για να είναι ο βιολογικός πατέρας του παιδιού που θα φέρει στον κόσμο. Δεν ήθελε για πατέρα κάποιον γνωστό που ήρθε σε επαφή. Προτιμά να κυοφορήσει ένα παιδί κάποιου άγνωστου, που προέκυψε σε ένα εργαστήριο.
Δεν είναι τεχνολογική η σύγχυση. Είναι πνευματική με αιτία την απομάκρυνση του ανθρώπου από την Πηγή της Ζωής, τον Δημιουργό, Αυτόν που χάρισε στον άνθρωπο αυτό το πολύτιμο δώρο, τη ζωή. Ο άνθρωπος δεν επιθυμεί να γίνει συνδημιουργός, προτιμά να γίνει ο ίδιος δημιουργός εξορίζοντας από τη ζωή του τον Δημιουργό. Είναι παιδί του Αδάμ και της Εύας, απόγονος των οικοδόμων του πύργου της Βαβέλ.
(Νικόλαος Κ. Παναγιωτόπουλος, 20 χρόνια στην εντατική, Νέα Σμύρνη 2017, σελ. 105-107)