«Προσέφερε πάντοτε την αναίμακτη θυσία στον Θεό, θεωρώντας το Πνεύμα και λαμβάνοντας αγγελοειδή μορφή στο πρόσωπο. Πραγματικά, όσο σταθερός κι αν ήταν στην ψυχή όποιος τον ατένιζε στην ώρα της λειτουργίας του δεν μπορούσε να βλέπει ατενώς την λαμπρότητα του προσώπου του, όταν έδινε στον λαό την ειρήνη, σκοτιζόμενος στα μάτια από τις εκπεμπόμενες απ’ εκεί ακτίνες· όπως δηλαδή όποιος κυττάζει ξαφνικά προς τον δίσκο του ήλιου παθαίνει αμαύρωση του φωτός που έχει, έτσι συστελλόταν προς τον εαυτό του οποίος εκύτταζε το πρόσωπό του. Διότι η χάρις του Πνεύματος, διαδομένη όλη σ’ όλο το σώμα του τον κατέστησε ολόκληρο πυρ κι ήταν σχεδόν απρόσιτος στους ανθρώπινους οφθαλμούς κατά την ώρα της λειτουργίας του. Έλεγε δε και Συμεών ο Εφέσιος, που ήταν και αυτός μαθητής του ανδρός, διηγούμενος σ’ άλλους τις εντυπώσεις του, ότι «συλλειτουργώντας με τον άγιο, ανοίχθηκαν οι νοεροί οφθαλμοί μου και τον είδα εκείνη την ώρα της λειτουργίας του μέσα στο θυσιαστήριο ενδυμένο πατριαρχική στολή με ωμοφόριο και ασχολούμενο με το θεία μυστήρια». Ο δε Μελέτιος, που είχε καρεί μοναχός με τα χέρια του, μ’ εβεβαίωσε ότι ‘πολλές φορές βλέπαμε φωτεινή νεφέλη να τον καλύπτη ολόκληρο, καθώς στεκόταν στο βήμα την ώρα της αγίας αναφοράς’. Και ευλόγως διότι όσοι διαπρέπουν με το ύψος των αρετών καταξιώνονται και της ενθέου δόξης» (τ. 19Α, σελ. 87-9).
«Η δε φύση του σώματος αλλοιωνόταν προς την αφθαρσία εξερχόμενη από την ταπείνωσή της με την επενέργεια μιας ανώτερης δύναμης, αρπαζόταν πάλι σε οπτασίες και αποκαλύψεις Κυρίου… Κάποτε λοιπόν, καθώς στεκόταν σε καθαρή προσευχή και συνομιλούσε με τον Θεό, είδε τούτο. Ο αέρας άρχισε να καταυγάζη τον νου του κι ενώ ήταν μέσα στο κελλί, νόμιζε ότι είναι στο ύπαιθρο· ήταν δε νύκτα στην πρώτη της φυλακή (1ο τρίωρο) περίπου. Καθώς δε άρχισε να φέγγη από πάνω σαν πρωινή αυγή -ω, πόσο φρικτά οράματα του ανδρός-, η οικία και όλα τα άλλα εξαφανίζονταν και δεν πίστευε ότι είναι καθόλου σε σπίτι. Καθώς δε εξίστατο, κατανοώντας με όλον τον νου τελείως εκείνο το δεικνυόμενο φως, αυτό βαθμιαίως αυξανόταν και έκανε τον αέρα να φαίνεται λαμπρότερος και αισθανόταν ότι ο ίδιος με όλο του το σώμα έχει βγει έξω από τα γήινα. Αλλά βεβαίως, επειδή το φως εκείνο συνέχιζε να λαμπρύνεται ζωηρότερα και του φαινόταν σαν μεσουράνημα ήλιου που λάμπει από υψηλά αισθανόταν σαν να στέκεται ο ίδιος στο μέσο του φαινομένου και όλος σε όλο το σώμα να είναι γεμάτος χαρά και δάκρυα που ερχόταν από την εκείθεν γλυκύτητα. Και μάλιστα έβλεπε ότι το ίδιο το φως παραδόξως ήγγισε την σάρκα του και βαθμιαίως διαπερνούσε τα μέλη του. Το παράδοξο λοιπόν του οράματος τούτου τον απομάκρυνε από την προηγουμένη θεωρία του και τον έκανε να διαλογίζεται μόνο το πανεξαισίως γινόμενο μέσα του. Το έβλεπε λοιπόν λίγο λίγο να εισδύη όλο σε όλο το σώμα του, την καρδιά και τα έγκατά του, έως ότου τον κατέστησε ολόκληρον πυρ και φως. Όπως δε προηγουμένως την οικία, έτσι τώρα τον έκανε να χάση την αίσθησι του σχήματος, της θέσεως, του πάχους και του είδους του σώματος· και σταμάτησε να δακρύζη. Φωνή λοιπόν απευθύνεται σ’ αυτόν από το φως, και λέγει· ‘έτσι αποφασίσθηκε ν’ αλλαγούν οι ζώντες και υπολειπόμενοι άγιοι την ώρα της έσχατης σάλπιγγος και οι κατ’ αυτόν τον τρόπο αλλαγμένοι θ’ αρπαγούν’, όπως λέγει ο Παύλος. Σ’ αυτήν λοιπόν την κατάστασι ευρισκόμενος και ιστάμενος ο μακάριος πολλές ώρες ανυμνώντας τον Θεό ακαταπαύστως με μυστικές φωνές και κατανοώντας την δόξα που τον περιέβαλλε και την μακαριότητα που έμελλε να δοθή αιωνίως στους αγίους, άρχισε να διαλογίζεται και να λέγη μέσα του· ‘άραγε θα επιστρέψω πάλι στο προηγούμενο σχήμα του σώματος ή θα παραμείνω όπως είμαι τώρα;’. Μόλις λοιπόν σκέφθηκε τούτο, αμέσως κατάλαβε ότι περιέφερε πλέον το σχήμα του σώματος σαν σκιά και σαν πνεύμα· διότι, όπως λέχθηκε, αισθανόταν τον εαυτό του ότι είχε γίνει ολόκληρος ανείδεος, ασχημάτιστος και άυλος, και ότι γνώριζε ότι το σώμα συνυπήρχε με αυτόν, αλλά κάπως ασώματο και πνευματικό· διότι δεν αισθανόταν τούτο να έχη πλέον βάρος ή παχύτητα και θαύμαζε βλέποντας τον εαυτό του μέσα σε σώμα ως ασώματον. Εν τούτοις όμως το μέσα του λαλούν φως έλεγε με την προηγουμένη πάλι φωνή· ‘τέτοιοι θα είναι μετά την ανάσταση στον μέλλοντα αιώνα όλοι οι άγιοι περιβεβλημένοι ασωμάτως πνευματικά σώματα, ή ελαφρότερα και λεπτότερα και υψιπετέστερα ή παχύτερα και βαρύτερα και χαμαιπετέστερα, επί τη βάσει των οποίων θα ορισθεί τότε στον καθένα η στάσις και η τάξις και η οικείωσις προς τον Θεό’. Αφού άκουσε λοιπόν αυτό ο θεοπτικώτατος και θεόληπτος Συμεών, αφού είδε το ανεκλάλητο φως του Θεού και ευχαρίστησε τον Θεό που δόξασε το γένος μας και το κατέστησε κοινωνό της θεότητος και βασιλείας του, επανήλθε αμέσως στον εαυτό του πλήρως και ευρέθηκε πάλι να είναι μέσα στο κελλί του εντελώς άνθρωπος κατά τον προηγούμενο τρόπο και σχήμα. Μόνο που διαβεβαίωνε με όρκους όσους είχε έμπιστους και τους απεκάλυπτε τα μυστικά του, ότι είχε αυτήν την ελαφρότητα του σώματος επί πολλές ημέρες, χωρίς να αισθάνεται καθόλου ούτε κόπο ούτε πόνο ούτε πείνα ούτε δίψα. Αλλά βέβαια, επειδή δι’ αυτών των ενεργειών γινόταν του Πνεύματος μόνου και ήταν γεμάτος με τα ένθεα χαρίσματά του, εύλογα, καθώς ήταν και αυτός καθαρός στο νου, έβλεπε τις φρικτές οράσεις και αποκαλύψεις του Κυρίου, όπως παλαιά οι προφήτες» (τ. 19Α, σελ. 151-5).
«Έως τότε δεν έμεινε ποτέ κανείς μαζί του μέσα στο κελλί. Eνώ λοιπόν κοιμόμουν στο πάτωμα, σε μία γωνιά του κελλιού του, κάποτε κατά τα μεσάνυκτα, σαν να αφυπνίσθηκα από κάποιον, είδα με ξύπνιους οφθαλμούς να συμβαίνη σ’ αυτόν ένα φρικτό θέαμα και να το ιδής και να το ακούσης. Πλησίον της στέγης του κελλιού του ήταν από επάνω κρεμασμένη η μεγάλη εικών της Δεήσεως, και εμπρός της εκαιόταν μια κανδήλα. Και ξαφνικά είδα στο ίδιο ύψος της εικόνος να κρεμιέται — μάρτυς μου ο Χριστός, η αλήθεια— στον αέρα ο άγιος έως τέσσερις πήχες, έχοντας τα χέρια προς το ύψος και προσευχόμενος όλος γεμάτος φως, όλος λαμπρότητα. Καθώς είδα τούτο το φρικτό κι’ εξαίσιο θαύμα, άπειρο παιδί από τέτοιες εμπειρίες, φοβισμένος μπήκα κάτω από το στρώμα και σκέπασα την κεφαλή και το πρόσωπό μου. Μόλις ξημέρωσε κατεχόμενος από το φόβο είπα το όραμα στον άγιο ιδιαιτέρως. Αυτός δε με επέπληξε και μου παρήγγειλε να μη το είπω σε κανένα καθόλου» (τ. 19Α, σελ. 245-247).
«Μία νύκτα λοιπόν, καθώς ήμουν ξαπλωμένος σ’ εκείνη την θήκη και απελάμβανα λίγον ύπνο, αφυπνίσθηκα σαν από κάποιο πρόσωπο, όπως είπα και πρωτύτερα, και βλέπω τον μακάριο και ισάγγελο τούτον, τον οποίο μόλις με ένα μηχάνημα κινούσαμε εδώ και εκεί και στρέφαμε επάνω στην κλίνη, καταβεβλημένον από την αρρώστια —οποίον φρικτό θαύμα— να είναι κρεμασμένος πάλι μετέωρος τέσσερις ή και περισσοτέρους πήχεις επάνω από την γη, και να προσεύχεται στον Θεό του σε ανέκφραστο φως. Όταν λοιπόν τον είδα έτσι, αφού θυμόμουν ήδη την μεγάλη αγιοσύνη του από την προηγουμένη οπτασία και την αγγελική του κατάσταση, θαύμαζα γι’ αυτόν, ευρισκόμενος σε ησυχία και γεμάτος φρίκη. Διαλογιζόμουν λοιπόν μέσα μου και έλεγα· άραγε πώς αυτός ο άνθρωπος που χθες και προχθές δεν μπορούσε να στραφή μόνος του επάνω στην κλίνη ούτε καν να σαλευθή καθόλου και να σηκωθή χωρίς την βοήθεια άλλων χεριών, σηκώθηκε έτσι μόνος του από την κλίνη και προσεύχεται αεροβατώντας με αυτόν τον τρόπο, αυτός που φορεί σάρκα επίγεια και είναι άνθρωπος όπως εμείς; Αυτά λοιπόν στρέφοντας στην σκέψι μου και θαυμάζοντας, βυθίστηκα πάλι στον ύπνο χωρίς να το θέλω, αφήνοντας τον άγιο κρεμασμένον ακόμη στον αέρα. Έπειτα, όταν σε λίγο αφυπνίσθηκα ξαφνικά (διότι η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά με το παράδοξο και παράξενο εκείνο όραμα), βλέπω τον άγιο να είναι τώρα ξαπλωμένος επί της κλίνης, να έχη σηκώσει μόνος του το σκέπασμα και να έχη σκεπάσει το σώμα του, πράγμα που με κατέπληξε και μου συνεπήρε περισσότερο τον λογισμό... Όταν δε εξημέρωσε και άρχισα την υπηρεσία στον άγιο, πήρα θάρρος και του αποκαλύπτω ιδιαιτέρως το μυστήριο. Αυτός δε λέγει ‘δεσμεύεσαι από τον Θεό και την ταπεινότητά μου να μη ειπής το όραμα τούτο σε κανένα, πριν με ιδής να εκδημήσω από την σάρκα’. Πράγμα που εφύλαξα έως σήμερα και δεν το φανέρωσα σε κανένα» (τ. 19Α, σελ. 267-9).
«Ο Θεόδουλος, μου διηγήθηκε κάτι τέτοιο. Κάποτε, λέγει, ο άγιος μου δώρησε έναν από τους χιτωνίσκους του, εγώ δε, αφού τον δέχθηκα με πίστη, αμέσως εκδυόμενος τα ενδύματά μου και αποθέτοντας τον δικό μου χιτώνα, τον ενδύθηκα κατάσαρκα. Όταν λοιπόν ήλθα να πέσω στην κλίνη μου και να δοθώ στον ύπνο, τόσην ευωδία αισθανόμουν σαν από πολύτιμο μύρο, ώστε από το άνοιγμά του να φέρω μέσα σ’ αυτό την κεφαλή μου, για ν’ απολαύω της ευωδίας και να μη χορταίνω από την ευφροσύνη που αναδιδόταν από εκεί. Ενώ δε τον έπλυνα και τον εκαθάρισα πολλές φορές, διατήρησε την ίδια ευωδία, έως ότου με την παλαίωσή του κατακόπηκε και σχίσθηκε σε λεπτά κομμάτια» (τ. 19Α, σελ. 275-7).
«Ο Κύριος που μας χαρίζει τα υπέρ αίσθηση, μας δίδει δια του Πνεύματός του άλλη αίσθηση υπέρ αίσθηση, ώστε δι’ όλων των αισθήσεων να αισθανόμαστε τρανώς και καθαρώς κατά υπερφυή τρόπο τις υπέρ αίσθηση δωρεές και τα χαρίσματά του» (τ. 19Α, σ. 459).
«Μέλη Χριστού γινόμαστε, μέλη ο Χριστός δικά μας· Χέρι ο Χριστός, πόδι ο Χριστός του πανάθλιου εμένα, κι ο άθλιος εγώ χέρι Χριστού και Χριστού πόδι πάλι· κινώ το χέρι και είναι αυτό ο Χριστός ακέραιος και τη θεότητα ακομμάτιαστη στο νου σου βάλε· κινώ το πόδι μου και να που αστράφτει όπως εκείνος. Μην πεις πως βλαστημώ, μα δέξου ό,τι είπα και το Χριστό προσκύνησε που έτσι σε κάνει. Και συ, αν θελήσεις, μέλος του θα γίνεις κι έτσι τα μέλη όταν του καθένα μας θα γίνουν μέλη του Χριστού ως αυτός δικά μας μέλη κι όλα όσα έχουμε άσχημα σε ωραία θα τ’ αλλάξει στολίζοντάς τα με την ομορφιά της θεότητας και τη δόξα, και θεοί θα γίνουμε μαζί με το Θεό όντας όλοι μας και καθόλου πια δε θα βλέπουμε άσχημο το σώμα μας, αλλά θα είμαστε όλοι όμοιοι με όλο το σώμα του Χριστού και θα είναι όλος ο Χριστός μέλος μας ένα ένα» (τ. 19Ε, σελ. 155-7).
«Σκέφτομαι εγώ κι εκείνος είναι εντός μου, στη δόλια μου καρδιά αστραποβολώντας, με φως του τυλίγοντάς με μ’ αίγλη αθάνατη· με τις ακτίνες του όλα μου φωτίζονται τα μέλη, όλος, περιπλεγμένος πάνω μου με πνίγει στα φιλιά του και στον ανάξιο εμένα ακέριος παραδίνεται· στην ομορφιά και στην αγάπη του βυθίζομαι και πλημμυρίζω από ηδονή και θεία γλυκύτητα. Το φως του κοινωνώ, τη δόξα του μετέχω, ίδια το πρόσωπό μου λάμπει με του ποθητού μου και φως όλα τα μέλη μου ακτινοβολούνε. Και να ’με εγώ και γίνομαι πιο ωραίος απ’ τους ωραίους, πιο πλούσιος απ’ τους πλούσιους κι από τους δυνατούς είμαι απ’ όλους δυνατότερος, κι από τους βασιλιάδες τρανότερος, κι απ’ όσα βλέπονται πιο απ’ όλα τιμημένος, όχι απ’ τη γη μονάχα και τα γήινα παρά και τ’ ουρανού κι όλα τα ουράνια, όπως κρατώ τον πλάστη όλων» (τ. 19Ε, σελ. 165-7).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Αγ. Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων †23 Οκτωβρίου
Ο άγιος Ιάκωβος ήταν υιός του Ιωσήφ του Μνήστορος από τον πρώτο του γάμο. Ευλογήθηκε παρά Θεού όταν ήταν ακόμη στην κοιλία της μητρός του, και υπήρξε τόσο δίκαιος στον βίο του ώστε όλοι οι Εβραίοι τον αποκαλούσαν «Δίκαιο» και «Ωβλία», που στα εβραϊκά σημαίνει «προμαχών λαού» και «δικαιοσύνη». Από την παιδική ήδη ηλικία, ο Ιάκωβος έζησε με την πιο αυστηρή άσκηση. Δεν έπινε κρασί ούτε άλλα δυνατά ποτά. Μιμούμενος τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, δεν έτρωγε ποτέ τίποτε από όσα έχουν πνοή ζωής μέσα τους. Ξυράφι ποτέ δεν πέρασε επί της κεφαλής του, όπως ορίζει ο Νόμος για όσους αφιερώνονται στον Θεό (Αριθ. 6, 5). Ποτέ του δεν λουζόταν και δεν χριόταν με έλαιο, προκρίνοντας τη μέριμνα της ψυχής έναντι εκείνης του σώματος.
Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, οι Απόστολοι ομοφώνως εξέλεξαν τον δίκαιο Ιάκωβο πρώτο επίσκοπο Ιεροσολύμων. Τέλειος σε όλες τις αρετές της πράξεως και της θεωρίας, ο Ιάκωβος μόνος εισερχόταν στα Άγια των Αγίων της Καινής Διαθήκης -όχι μια φορά τον χρόνο όπως έπραττε ο αρχιερεύς των Ιουδαίων- αλλά κάθε μέρα για να τελέσει τα άγια Μυστήρια. Ενδεδυμένος ύφασμα λινό, εισερχόταν μόνος στον Ναό, και επί ώρες στεκόταν γονυπετής πρεσβεύοντας υπέρ του λαού και της σωτηρίας του κόσμου, σε βαθμό που τα γόνατά του έγιναν σκληρά σαν πέτρα.
Προήδρευσε της Αποστολικής Συνόδου και σχετικά με το αν πρέπει να περιτέμνονται οι εθνικοί που ασπάζονταν τη χριστιανική πίστη, πρότεινε να μην επιβαρύνονται οι προσήλυτοι με τις επιταγές του παλαιού Νόμου αλλά να τους ζητηθεί να απέχουν μόνον της πορνείας και των ειδωλοθύτων (Πραξ. 15, 20). Συνέταξε επίσης την επιστολή που φέρει το όνομα του στην Αγία Γραφή. Στην επιστολή αυτή διορθώνει όσους θεωρούν τον Θεό ως αιτία των κακών: ο γαρ Θεός απείραστός εστι κακών, πειράζει δε ουδένα· έκαστος δε πειράζεται υπό της ιδίας επιθυμίας εξελκόμενος και δελεαζόμενος (Ιακ. 1, 13-14).
Προτρέπει επίσης τους χριστιανούς να μην περιοριστούν στην ομολογία της πίστεώς τους στον Χριστό, αλλά να ακτινοβολεί η πίστη τους μέσα από τα έργα της αρετής. Ώσπερ γαρ το σώμα χωρίς πνεύματος νεκρόν έστιν, ούτω και η πίστις χωρίς των έργων νεκρά έστι (Ιακ. 2, 26). Προσθέτει πολλές άλλες συμβουλές για το πως να διάγει κανείς βίο θεάρεστο και να αποκτήσει τη σοφία την παρά Θεού, διδάσκοντάς μας να αναγνωρίζουμε εν παντί το δώρο του Κυρίου: πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν έστι καταβαίνον από του πατρός των φώτων, παρ’ ω ουκ ένι παραλλαγή ή τροπής αποσκίασμα (Ιακ. 1, 16). Ο άγιος Ιάκωβος συνέταξε επίσης τη θεία Λειτουργία, που φέρει το όνομά του και αποτελεί πηγή όλων των λειτουργιών της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Περί το έτος 62, η Ιουδαία βρισκόταν σε αταξία και αναρχία μετά τον θάνατο του ηγεμόνος Φήστου· οι Εβραίοι, που είχαν αποτύχει στην απόπειρά τους να θανατωθεί ο Παύλος (Πραξ. 25-26), στράφηκαν κατά του Ιακώβου, του οποίου η φήμη ως δικαίου έκανε τον λαό να εμπιστεύεται το κήρυγμά του. Πολλοί, κόσμος απλός αλλά και πρόκριτοι, είχαν ασπαστεί την πίστη και οι γραμματείς και οι φαρισαίοι εφοβούντο ότι εντός ολίγου όλοι θα αναγνώριζαν στο πρόσωπο του Ιησού τον Μεσσία.
Παρουσιάστηκαν τότε στον επίσκοπο Ιεροσολύμων, πλήρεις υποκρισίας, επαίνεσαν την αρετή και τη δικαιοσύνη του και του είπαν: «Παρακαλούμεν σε, τον δίκαιο και αμερόληπτο, να προτρέψεις τον λαό που σύντομα θα συναθροιστεί για το Πάσχα να μην υποπέσει σε πλάνη σχετικά με το πρόσωπο του Ιησού. Παρακαλούμεν σε να ανέλθεις στο πτερύγιο του ναού ώστε να σε βλέπει και να σε ακούει όλος ο λαός, και οι εθνικοί ακόμη που θα συγκεντρωθούν για την εορτή».
Όταν ο Ιάκωβος ανέβηκε στο πτερύγιο του ναού, οι γραμματείς και οι φαρισαίοι του φώναξαν μέσα από το πλήθος: «Ειπέ ημίν, δίκαιε, εις τί να πιστεύσωμεν διότι ο λαός πλανάται και ακολουθεί Ιησούν τον σταυρωθέντα, Φανέρωσέ μας ποιος είναι αυτός ο Ιησούς». Ο δε Ιάκωβος, με στεντόρεια φωνή απάντησε: «Διατί με ερωτάτε διά τον Υιόν του Ανθρώπου; Εκείνος κάθεται τώρα στον ουρανό, δεξιά της Δυνάμεως του Πατρός Του και θα έλθει πάλι καθεζόμενος επί νεφελών για να κρίνει εν τη δικαιοσύνη του την οικουμένην άπασα».
Πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι πίστεψαν στη μαρτυρία του Ιακώβου και ανέκραξαν: «Ωσαννά τω υιώ Δαβίδ!» Οι γραμματείς όμως και οι φαρισαίοι έτριξαν τους οδόντας και φώναξαν: «Ως και ο Δίκαιος επλανήθη!» Έτρεξαν στο πτερύγιο του ναού και έριξαν καταγής τον Δίκαιο, για να πληρωθεί το ρηθέν υπό Ησαΐου του προφήτου: Άρωμεν τον δίκαιον, ότι δύσχρηστος ημίν έστι (Ησ. 3, 10). Παρά το ύψος από το οποίο έπεσε, ο Ιάκωβος δεν σκοτώθηκε πέφτοντας και οι Ιουδαίοι άρχισαν να τον λιθοβολούν. Ο άγιος σηκώθηκε και γονατίζοντας ανέκραξε προς τον Θεό, κατά μίμηση του Χριστού και του αγίου Στεφάνου (Λουκ. 23, 34· Πράξεις 7, 59- 60): «Ικετεύω σε Θεέ μου και Πατέρα επουράνιε, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν!».
Κι ενώ προσευχόταν για τους διώκτες και δημίους του, ένας Ιουδαίος από το πλήθος, κατελήφθη από μανία βλέποντας την ακλόνητη αγάπη του Δικαίου· πήρε το ξύλο με το οποίο στράγγιζαν τα υφάσματα, τον κτύπησε στην κεφαλή και έτσι ο Ιάκωβος ο Δίκαιος μαρτύρησε την πίστη του στον Σωτήρα Χριστό. Τον ενταφίασαν επί τόπου κοντά στον Ναό. Τόση ήταν η φήμη της αρετής του Ιακώβου ώστε ακόμη και οι πλέον σκεπτικιστές Εβραίοι θεώρησαν τον μαρτυρικό του θάνατο ως αιτία της πολιορκίας και της καταστροφής της Ιερουσαλήμ το έτος 70.
("Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας", Οκτώβριος, εκδ. "Ίνδικτος", σελ. 273-275)
Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα δεν πεθαίνει.
Ο θάνατος είναι απλώς μετάβαση από την μια ζωή στην άλλη.
Είναι ένας αποχωρισμός για ένα μικρό διάστημα.
Όπως, όταν πάη κάποιος, ας υποθέσουμε, στο εξωτερικό για έναν χρόνο,
οι δικοί του στενοχωριούνται, γιατί θα τον αποχωρισθούν για έναν χρόνο,
ή αν λείψη δέκα χρόνια, έχουν στενοχώρια για τον αποχωρισμό των δέκα χρόνων,
έτσι πρέπει να βλέπουν και τον αποχωρισμό από τα αγαπημένα τους
πρόσωπα με τον θάνατο. Αν πεθάνη, ας υποθέσουμε, κάποιος
και οι δικοί του είναι ηλικιωμένοι, να πουν: «Μετά από καμμιά δεκαπενταριά
χρόνια θα ανταμώσουμε». Αν είναι νεώτεροι, να πουν:
«Μετά από πενήντα χρόνια θα ανταμώσουμε».
Πονάει φυσικά κανείς για τον θάνατο κάποιου συγγενικού του προσώπου,
αλλά χρειάζεται πνευματική αντιμετώπιση. Τι λέει ο Απόστολος Παύλος;
«Ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα».
Πόσες φορές λ.χ. θα τον έβλεπε εδώ στην γη; Κάθε μήνα;
Να σκεφθή ότι εκεί θα τον βλέπη συνέχεια.
Μόνον όταν δεν έχη καλή ζωή αυτός που φεύγει, δικαιολογούμαστε να ανησυχούμε.
Αν λ.χ. ήταν σκληρός, τότε, αν πραγματικά τον αγαπάμε και θέλουμε
να συναντηθούμε στην άλλη ζωή, πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή γι’ αυτόν.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 271-272)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 13
Στίχ. 22-30. Πόσοι θα σωθούν. Η στενή πύλη.
13.26 τότε ἄρξεσθε λέγειν, ᾽Εφάγομεν ἐνώπιόν σου καὶ ἐπίομεν,
καὶ ἐν ταῖς πλατείαις ἡμῶν ἐδίδαξας(1)·
26 Τότε θ’ αρχίσετε να λέτε: “εμείς φάγαμε και ήπιαμε μαζί σου,
και μας δίδαξες στις πλατείες μας”.
(1) Τα πρόσωπα αυτά υποτίθεται ότι υπήρξαν φίλοι και γείτονες του οικοδεσπότη.
Για αυτό και υπενθυμίζουν σε αυτόν τις σχέσεις οικειότητας,
στις οποίες κατά το παρελθόν βρισκόντουσαν μαζί του.
Έφαγαν και ήπιαν μαζί του και άκουσαν την δημόσια διδασκαλία του (ο).
«Ποιοι θα μπορούσαν να εννοηθούν ότι είναι αυτοί που λένε στο Χριστό το:
Φάγαμε και ήπιαμε μπροστά σου; Αυτός ο λόγος θα άρμοζε κατ’ εξοχήν στους Ισραηλίτες,
στους οποίους βεβαίως είπε ο Χριστός, ότι: Θα δείτε τον Αβραάμ και τους συντρόφους του
και τους προφήτες στη βασιλεία του Θεού, ενώ τους εαυτούς σας να σας βγάζουν έξω» (Κ).
«Διότι πράγματι, από αυτούς καταγόταν σωματικά ο Χριστός και με αυτούς
μαζί έτρωγε και έπινε» (Θφ). Τα λόγια αυτά που μπαίνουν στο στόμα των Ιουδαίων
που απορρίφθηκαν, χαρακτηρίζουν με τρόπο ζωηρό την τάση του λαού αυτού να στηρίζει
την σωτηρία του σε κάποια θρησκευτικά πλεονεκτήματα τελείως εξωτερικά=Υπήρξες συμπατριώτης μας·
πώς θα αφήσεις να χαθούμε εμείς που ζήσαμε μαζί σου; (g).
«Αλλά μπορούμε να εννοήσουμε και με πιο υψηλό τρόπο το «μπροστά σου φάγαμε και ήπιαμε»» (Θφ).
«Διότι όταν τελούσαν την νομική λατρεία και πρόσφεραν στο Θεό τις αιματηρές θυσίες,
έτρωγαν και ευφραίνονταν και άκουγαν επιπλέον και στις συναγωγές τα βιβλία του Μωϋσή» (Κ).
«Αυτά όμως θα μπορούσαν να αρμόζουν και σε αυτούς που είναι Χριστιανοί, από τη μία,
αλλά με αμέλεια στη ζωή τους, από την άλλη» (Θφ). «Διότι πολλοί έχουν πιστέψει στο Χριστό
και τελούν τις άγιες γιορτές σχετικά με αυτόν και συχνάζοντας στις εκκλησίες,
ακούνε τα ευαγγελικά μαθήματα· αλλά δεν αποθηκεύουν στο νου τίποτα από τα γραμμένα,
αλλά και την καρδιά τους την έχουν γυμνή από πνευματική καρποφορία» (Κ).
Το να έχει γνωρίσει κάποιος το Χριστό σωματικά και τελείως εξωτερικά, δεν παρέχει κανένα
δικαίωμα για είσοδο στην βασιλεία (p). Δεν αρκεί απλώς να τρώμε και να πίνουμε
μπροστά στο Χριστό και με την παρουσία του, αλλά πρέπει να είμαστε και συμμέτοχοι του Χριστού.
Και όχι απλώς να ανοίγουμε τους δρόμους μας στη σωτήρια διδασκαλία του,
αλλά σε αυτές τις καρδιές μας να κλείνουμε αυτήν (b). Δεν ψεύδονται αυτοί λέγοντας αυτά.
Ίσως μάλιστα κάποιοι από αυτούς να συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών που πήραν χαρίσματα.
Αλλά ο Χριστός τους αγνοεί. «Όχι επειδή είπαν ψέματα, αλλά διότι την χάρη του Θεού
την χρησιμοποίησαν για τα δικά τους θελήματα… Το ότι όμως παίρνει χάρισμα Θεού
και ο ανάξιος, δεν είναι καθόλου παράδοξο. Διότι ο Θεός στον καιρό της αγαθότητας
και της μακροθυμίας του ανατέλλει τον ήλιο του σε πονηρούς και αγαθούς·
πολλές φορές επίσης, το κάνει και για ωφέλεια ή εκείνου του ίδιου που υποδέχεται το χάρισμα,
μήπως άραγε, αφού ντραπεί από την αγαθότητα του Θεού, αισθανθεί την προτροπή
να φροντίσει να τον ευαρεστήσει, ή το κάνει και για την ωφέλεια και άλλων» (Β).
13.27 καὶ ἐρεῖ· λέγω ὑμῖν, Οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ(1)· ἀπόστητε(2) ἀπ᾽ ἐμοῦ,
πάντες οι ἐργάται της ἀδικίας(3).
27 Κι εκείνος θα σας πει: “σας λέω, δε σας ξέρω από πού είστε·
φύγετε από κοντά μου όλοι εσείς οι εργάτες του κακού”.
(1) Υπαινίσσεται την ψευδή εμπιστοσύνη των Ιουδαίων στην καταγωγή τους από τον
Αβραάμ=Δεν σας ξέρω από πού κατάγεστε (g). «Δεν σας ξέρω.
Όπως ακριβώς ξέρει αυτούς που τον ξέρουν, έτσι πάλι με τη θέλησή του αγνοεί αυτούς
που με τη θέλησή τους τον αγνοούν… Τον αγνοούν όμως θεληματικά, όχι μόνο οι άπιστοι Ιουδαίοι,
αλλά και οι αμελείς πιστοί· οι μεν με το να είναι θεληματικά τυφλοί και κουφοί
στα θαύματα και τις διδασκαλίες του· οι δε, με το να παραβαίνουν από ραθυμία τις εντολές του,
παρόλο που ξέρουν ότι αυτός που αθετεί αυτές, αθετεί αυτόν» (Ζ).
(2) Παράθεση από το Ψαλμ. στ 9 όπου γράφεται «πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (p).
(3) «Χωρίς αγάπη και αν εφαρμοστούν τα προστάγματα και οι δίκαιες απαιτήσεις του Θεού
και φυλαχθούν οι εντολές του Κυρίου και ενεργοποιηθούν τα μεγάλα χαρίσματα,
θα θεωρηθούν έργα ανομίας, όχι εξαιτίας αυτών καθ’ εαυτών των χαρισμάτων
και των δίκαιων απαιτήσεων του Θεού, αλλά λόγω του σκοπού αυτών που χρησιμοποιούν
αυτά για τα δικά τους θελήματα» (Β). Εργάτες της αδικίας δεν είναι αναγκαστικά
μόνο οι κακοποιοί. Τέτοιος είναι κάθε άνθρωπος, ο οποίος παρά την κλήση του Θεού
παραμένει αμετανόητος και δεν προσπαθεί να πετύχει την συμφιλίωση και αναγέννηση,
χωρίς τα οποία γίνεται αδύνατη η είσοδος στην βασιλεία (g).
Οι εργάτες της δικαιοσύνης λοιπόν θα μπουν στη βασιλεία (b).
και Πνεύμα Άγιο
Να μη σβήνουμε το Πνεύμα. Διότι πολλές φορές και χωρίς πειρασμούς είναι δυνατόν να σβηστή η φλόγα· όταν, δηλαδή, τελειώση το λάδι, όταν δεν κάνουμε ελεημοσύνη, τότε σβήνει το Πνεύμα. Άλλωστε η ελεημοσύνη του Θεού έφερε σε σένα το Πνεύμα το Άγιο. Όταν όμως συ δεν έχης τον καρπό της ελεημοσύνης, φεύγει το Πνεύμα από την ενελεήμονα ψυχή.
Ε.Π.Ε. 22,570
σε ποιούς;
Οπωσδήποτε ο αργόσχολος, αυτός που ενώ μπορεί, δεν δουλεύει, αναγκαστικά είναι περίεργος. Η ελεημοσύνη προσφέρεται μόνο σ’ εκείνους που δεν τους φτάνουν τα χρήματα από την εργασία τους να ζήσουν, ή στους εργάτες της Εκκλησίας, που είναι εξ’ ολοκλήρου αφωσιωμένοι στο λόγο του κηρύγματος.
Ε.Π.Ε. 23,94
καλωσύνη, μη πληγώνης το φτωχό
Ήρθε σε σένα ο φτωχός να τον ελεήσης. Κι αφού τον πλήγωσες καίρια με τα λόγια σου, έφυγε πιο πολύ δακρυσμένος. Όταν αναγκάζεται απ τη φτώχεια του να ζητιανεύη, και βρίζεται επειδή ζητιανεύει, σκέψου πόση η τιμωρία αυτών που βρίζουν. «Εκείνος που ευτελίζει φτωχό, παροργίζει εκείνον, που τον δημιούργησε» (Παροιμ. ιδ' 21).
Ε.Π.Ε. 23,98
σπορά
Σπέρνεις στον ουρανό, όπου δεν υπάρχει ούτε παγωνιά ούτε κακοκαιρία ούτε άλλο τίποτε. Σπέρνεις σε ψυχές με την αγάπη, όπου κανένας δεν σου κλέβει ότι έσπειρες, αλλά διατηρείται καλά, με φροντίδα και σπουδή. Εσύ να σπέρνης. Γιατί να στερής από τον εαυτό σου υπέροχο μισθό; Είναι μεγάλος ο μισθός εκείνου, που τακτοποιεί τις ανάγκες και των άλλων.
Ε.Π.Ε. 23,362
κρυφή
Να δίνουμε στους φτωχούς τα χρήματα, φροντίζοντας να είναι κρυφή η πράξις μας. Λέει ο Κύριος: «Να μη γνωρίζη το αριστερό σου χέρι τι κάνει το δεξί». Εσύ τι κουβαλάς μύριους μάρτυρες της ελεημοσύνης σου; Ούτε ο υπηρέτης σου να ξέρη, ει δυνατόν, ούτε η γυναίκα σου.
Ε.Π.Ε. 23,376
κατασκευάζει οικία στον ουρανό
Βλέπεις μεγαλοπρεπείς εδώ οικοδομές και σε θαμπώνει η θέα τους; Αλλ’ αμέσως να στρέψης στον ουρανό το βλέμμα. Από τις πέτρες και τις κολώνες να κοιτάξης εκείνη την ομορφιά. Εκεί έχουν τα μόνιμα σπίτια τους και τις κατασκηνώσεις τους οι εργάτες της ελεημοσύνης.
Ε.Π.Ε. 23,400
και προσευχή
Μπαίνεις στην εκκλησία για να ελεηθής. Προηγουμένως να ελεήσης. Κάνε με την ελεημοσύνη σου οφειλέτη σε σένα τον Θεό, και υστέρα ζήτησέ Του. Δάνεισέ Τον, και τότε ζήτα Του, ώστε οπωσδήποτε να πάρης το ζητούμενο. Αυτό το θέλει ο Θεός, δεν το αποφεύγει. Αν παρακαλής, μαζί με την ελεημοσύνη, τότε θα πάρης τη χάρι. Αν μαζί με την ελεημοσύνη ζητάς, τότε δανείζεις τον Θεό και παίρνεις τους τόκους. Ναι, σε παρακαλώ. Δεν σε ακούει ο Θεός, όταν απλώς σηκώνης τα χέρια σου στην προσευχή. Άπλωσε τα χέρια όχι μόνο στον ουρανό (προσευχή), αλλά και στα χέρια των φτωχών (ελεημοσύνη). Αν απλώνης το χέρι σου στα χέρια των φτωχών, τότε ακουμπάς την κορυφή του ουρανού. Διότι ο καθήμενος στον ουρανό, δέχεται την ελεημοσύνη. Αν όμως σηκώνης τα χέρια στην προσευχή και είναι άκαρπα, σε τίποτε δεν ωφελήθηκες.
Ε.Π.Ε. 23,476
εξομοιώνει με το Θεό
Δεν είπε ο Χριστός: Αν νηστεύετε, θα είστε όμοιοι με τον Πατέρα σας». Ούτε είπε: «Αν ζήσετε με παρθενία». Ούτε πάλι: «Αν προσεύχεστε, θα είστε όμοιοι με τον Πατέρα». Διότι κανένα από αυτά δεν έχει σχέσι με έργο του Θεού· τίποτε από αυτά δεν πράττει. Αλλά τι είπε ο Χριστός; «Να είστε σπλαχνικοί και ελεήμονες, όπως είναι ο Πατέρας σας ο ουράνιος». Αυτό είναι το έργο του Θεού, η αγάπη.
Ε.Π.Ε. 23,574
με καθαρά χέρια
Το λάδι παράγεται όχι από ρίζα αγκαθιάς, αλλά από ρίζα ελιάς. Ούτε, λοιπόν, η ρίζα της πλεονεξίας μπορεί να γεννήση ελεημοσύνη, ούτε η ρίζα της αδικίας ή της κλοπής. Μην ευτελίζης την ελεημοσύνη. Διότι αν κλέβης για να ελεήσης, να ξέρης ότι δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από μια τέτοια ελεημοσύνη. Ελεημοσύνη με κλεμμένα χρήματα είναι ύβρις προς το Θεό. Ας είναι τα χέρια καθαρά.
Ε.Π.Ε. 23,576
και ταπεινοφροσύνη
Να τους προτρέπης σε ελεημοσύνη. Τα λόγια περί καλών έργων δεν είναι κατάλληλα μόνο για ταπεινοφροσύνη, για να μη φουσκώνουν από υπερηφάνεια και να μην ευτελίζουν τους άλλους, αλλά και για κάθε αρετή.
Ε.Π.Ε. 24,118
ελεεί τον ελεούντα
«Να εξάλειψης τις αμαρτίες σου με ελεημοσύνες και τις αδικίες σου με φιλανθρωπία προς τους φτωχούς». Να αδειάζης τα λεφτά σου όχι μόνο για να τρέφωνται άλλοι, αλλά κυρίως για να απαλλαγής ο ίδιος από την τιμωρία.
Ε.Π.Ε. 24,126
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 178-181)
σπορά
Έσπειρες σ’ αυτή τη ζωή ελεημοσύνη; Σε περιμένουν οι θησαυροί του ουρανού και η αιώνια δόξα. Έζησες με σωφροσύνη; Σε περιμένουν τιμή, βραβείο, οι έπαινοι των αγγέλων και το στεφάνι από τον αγωνοθέτη Θεό.
Ε.Π.Ε. 20,394
όλα κοινά
Ακόμα λες: «Τα δικά μου»; Καταραμένος λόγος και βρωμερός. Ο Διάβολος μας τον σερβίρισε. Ο Θεός έδωσε κοινά για όλους πολύ πιο σπουδαία και αναγκαία, και δεν έκανε κοινά τα χρήματα; Δεν είναι δυνατόν να πης: Δικό μου το φως, δικός μου ο ήλιος, δικό μου το νερό. Αν τα μεγαλύτερα όλα είναι κοινά για όλους, γιατί τα χρήματα να μην είναι κοινά;
Ε.Π.Ε. 21,240
διδασκαλία της
Όποιος ελεεί, όπως πρέπει να ελεή, μαθαίνει να περιφρονή τα χρήματα. Όποιος μαθαίνει να περιφρονή τα χρήματα, αυτός έχει κόψει τη ρίζα των κακών... Όποιος δίνει ελεημοσύνη, αυτός εκπαιδεύεται να μη θαυμάζη τα χρήματα, ούτε το χρυσάφι. Και όταν εκπαιδευθή στη διάνοια, έχει κάνει την αρχή ν’ ανεβαίνη προς τον ουρανό, και ξεκόβεται από τις προφάσεις για τσακωμούς, για φιλονικίες και για μύριες στενοχώριες.
Ε.Π.Ε. 21,358
ανεβάζει στον ουρανό
Η ελεημοσύνη είναι γνωστή στους θυρωρούς του ουρανού, σε όσους βρίσκονται στις πόρτες του θείου Νυμφώνος... Αν η ελεημοσύνη κατέβασε τον Θεό από τον ουρανό και τον έπεισε να γίνη άνθρωπος, Ιησούς Χριστός, πολύ περισσότερο θα μπορέση ν’ ανεβάση τον άνθρωπο στον ουρανό.
Ε.Π.Ε. 21,358-360
θρέψε φτωχούς, όχι την κόλασι
Να θρέψης αυτόν που πεινάει, για να μη θρέψης τη φωτιά της κολάσεως... Τι όμορφο πράγμα είναι να κάνης το καλό με απλότητα, και να μη πολυπραγμονής με το ποιος είναι αυτός που τον ελέησες.
Ε.Π.Ε. 21,384
ελεημοσύνες υπέρ των ψυχών τους
Ας βοηθούμε τους νεκρούς όσο μπορούμε. Ας σκεφτούμε γι’ αυτούς κάποια βοήθεια, μικρή μεν, αλλ’ αρκετή να τους βοηθήση. Πώς; Και εμείς να προσευχώμαστε, αλλά και άλλους να προτρέπουμε να προσεύχωνται γι’ αυτούς. Και να δίνουμε συνεχώς στους φτωχούς ελεημοσύνη προς ωφέλεια των κεκοιμημένων. Επιφυλάσσει το πράγμα κάποια παρηγοριά.
Ε.Π.Ε. 21,438
ελεούμε, διότι ελεούμεθα
Πολλές φορές είπα, ότι η ελεημοσύνη δεν υπάρχει στη ζωή για εκείνους, που λαμβάνουν, αλλά κυρίως για εκείνους που δίνουν. Διότι πραγματικά εκείνοι είναι, που ωφελούνται.
Ε.Π.Ε. 22,44
και τρυφηλή ζωή;
Θα χαθούν εκείνοι, που δεν έθρεψαν το Χριστό. Όμως τι κι αν τρέφης τον Χριστό, εφ’ όσον κάνεις τέτοιες σπατάλες και ζης με τρυφηλότητα; Όλα τότε είναι περιττά.
Ε.Π.Ε. 22,232
προσκλητήριο στο Χριστό
Τους καλούς, που γνωρίζεις, αυτούς να προσκαλής στο γάμο. Και να τους προτρέπης ν’ αρκούνται σε όσα υπάρχουν. Κανένας από τους χορευτές και τις χορεύτριες να μη προσκαλήται, διότι αυτοί είναι έξοδα περιττά και άσχημα. Και πριν από όλους να καλέσης τον Χριστό. Και ξέρεις το πως. Ξέρεις δια μέσου τίνος θα Τον καλέσης. Ο ίδιος μας είπε, πως όποιος κάνει κάτι γι’ Αυτόν, είναι σαν να το έκανε σ’ Εκείνον. Να μη θεωρήσης δυσάρεστο και υποτιμητικό το να προσκαλής τους φτωχούς για το Χριστό. Δυσάρεστο είναι να προσκαλής πόρνες.
Ε.Π.Ε. 22,350
και από πολυτέκνους
Δεν είναι η φροντίδα των παιδιών που κάνει τον άνθρωπο να μαζεύη χρήματα. Πρόκειται για αρρώστια της ψυχής. Εξ’ αίτιας της και πολλοί άτεκνοι συλλέγουν χρήματα. Και αντίθετα, άλλοι, ενώ είναι πολύτεκνοι, περιφρονούν και όσα έχουν και είναι έτοιμοι να τα προσφέρουν.
E.Π.E. 22,560
ψευτοελεημοσύνη
Άκουσε τι λέει εκείνος ο Ζακχαίος του Ευαγγελίου: «Και σ’ αυτούς που έκλεψα, επιστρέφω τετραπλάσια τα κλεμμένα». Ενώ εσύ αρπάζεις μύρια τάλαντα. Και αν τυχόν συμβή και δώσης λίγες δραχμές, νομίζεις πως έχεις αποδώσει το παν και καμαρώνεις σαν να έχης δώσει περισσότερα.
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 172-178)
138. «ότε εγένετο ετών δώδεκα, αναβάντων αυτών εις Ιεροσόλυμα» (Λουκ. β’ 41).
Η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ, σαν καλοί Ιουδαίοι, ανέβαιναν να προσκυνήσουν στα Ιεροσόλυμα, μια φορά το χρόνο. Για τις μέρες που έλειπαν άφηναν τον μικρό Ιησού στους συγγενείς, όπως φαίνεται έκαναν και όλοι οι άλλοι Ιουδαίοι. Τη χρονιά όμως που ο Ιησούς συμπλήρωσε τα δώδεκα, τον πήραν μαζί τους, σύμφωνα με τα Ιουδαϊκά έθιμα. «Κατά την ηλικίαν των δώδεκα ετών πάς Ισραηλίτης παίς καθίστατο υιός του νόμου και ήρχιζε να υποτάσσηται εις τας περί εορτών, νηστείας και των τούτοις ομοίων διατάξεις αυτού» (ΥΛ, 116).
Οι χριστιανοί γονείς, κατά το υπόδειγμα της Θεοτόκου και του Ιωσήφ, έχουν χρέος να εκκλησιάζωνται και όταν τα παιδιά τους είναι μικρά και όταν αυτά μεγαλώσουν. Όταν μάλιστα κάθε παιδί συμπληρώνη τα δώδεκα, πρέπει να αρχίζη την ευσυνείδητη και υπεύθυνη συμμετοχή του στην πνευματική και εκκλησιαστική ζωή, της οποίας οι βασικές εκδηλώσεις είναι ο εκκλησιασμός και η θ. Κοινωνία.
Γενικά, οι χριστιανοί γονείς πρέπει να έχουν υπ’ όψιν τους τις τρεις βασικές μεθόδους εισαγωγής των παιδιών τους στην πνευματική ζωή της Εκκλησίας.
Η πρώτη είναι η μύησις που αρχίζει από τη βρεφική ακόμα ηλικία του παιδιού, όπως είπαμε. Γι’ αυτό και η Εκκλησία, πολύ σοφά καθιέρωσε το νηπιοβαπτισμό, σαν βασικό θεμέλιο της μετέπειτα μυήσεως των παιδιών στην «εν Χριστώ ζωή».
Η δεύτερη βασική μέθοδος της χριστιανικής ζωής είναι η έμπνευσις και όχι η επιβολή. Και έμπνευσις σημαίνει, ότι το παιδί πρέπει να βοηθηθή για ν’ αγαπήση τις εκδηλώσεις της χριστιανικής ζωής. Τα πρόσωπα, τα αντικείμενα, οι χώροι, ο χρόνος κλπ. όλα όσα θα χρησιμοποιηθούν για τη χριστιανική αγωγή του παιδιού πρέπει να είναι στοιχεία έλξεως και όχι απωθήσεως των παιδιών.
Και η τρίτη μέθοδος είναι η συνήθεια (το έθος). Η συμμετοχή δηλαδή στις εκδηλώσεις της χριστιανικής ζωής πρέπει να γίνη καλή συνήθεια για το παιδί. Ακόμη και στον Ιησού είχε γίνει «έθος» να πορεύεται στο Ναό των Ιεροσολύμων «κατ’ έτος» από την ηλικία των 12 ετών. Αυτός, που ήταν ο έμψυχος Ναός του Θεού, είχε συνηθίσει σαν άνθρωπος να πηγαίνη «κατ' έτος» και στον επίγειο ναό του Θεού.
Όταν ήμουν παιδί, ο πατέρας μου μ’ έπαιρνε μαζί του κάθε Κυριακή στην Εκκλησία. Ο κυριακάτικος εκκλησιασμός ήταν καθιερωμένη τακτική για όλη την οικογένεια. Πολύ αργότερα έμαθα το μυστικό της τακτικής αυτής: Όταν ο πατέρας μου, σε ηλικία 11 ετών, έφευγε από τα βουνά των Τζουμέρκων για να εργασθή στις πολιτείες του κάμπου, η μητέρα του —η γιαγιά μου— μαζί με την ευχή της του συνέστησε «να πηγαίνη κάθε Κυριακή στην Εκκλησία»... Ευλογημένες μητέρες!
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)
Παρηγοριά στους πενθούντες
-Πόση δύναμη χρειάζονται, Γέροντα, οι άνθρωποι, για να αντιμετωπίσουν τον αιφνίδιο θάνατο!
-Άμα έχουν συλλάβει το βαθύτερο νόημα της ζωής, βρίσκουν την δύναμη να αντιμετωπίσουν τον θάνατο, γιατί τον αντιμετωπίζουν πνευματικά. Με τα μηχανάκια πόσα παιδιά καταστρέφονται! Πόσα παλληκάρια σκοτώνονται με τις μοτοσυκλέτες! Σηκώνουν την μοτοσυκλέτα πίσω στην μία ρόδα, οπότε εύκολα τουμπάρουν και σπάζουν το κεφάλι τους. Το θεωρούν κατόρθωμα ποιος θα σηκώση την μοτοσυκλέτα περισσότερο!
«Κρατούσα, λέει, σούζα την μοτοσυκλέτα στην πίσω ρόδα και τουμπάρισα».
Ο διάβολος, βλέπεις, τι τους βάζει να κάνουν, για να χτυπήσουν στο κεφάλι; Γιατί αλλιώς, ακόμη κι αν είχαν κάποιο ατύχημα, μπορεί να χτυπούσαν αλλού και να μη σακατεύονταν. Για να επιτρέψη όμως ο Θεός την κακία
του διαβόλου ή την απροσεξία του άλλου, σημαίνει ότι θα βγή κάτι καλό.
-Τότε, Γέροντα, γιατί η Εκκλησία μας εύχεται «υπέρ του διαφυλαχθήναι» από αιφνίδιο θάνατο;
-Εκείνο είναι άλλο. Ζητά από τον Θεό να μη μας βρη ο θάνατος ανέτοιμους.
-Γέροντα, μια μητέρα είναι απαρηγόρητη, γιατί το παιδί της πηγαίνοντας στην δουλειά σκοτώθηκε σε τροχαίο.
-Πες της: «Από κακότητα χτύπησε ο οδηγός το παιδί σου; Όχι. Εσύ, για να σκοτωθή το έστειλες στην δουλειά; Όχι. Να πης λοιπόν "δόξα Σοι ο Θεός", γιατί μπορεί να γινόταν ένα αλητάκι και ο Θεός το πήρε στην κατάλληλη ώρα. Τώρα είναι ασφαλισμένο στον Ουρανό. Τι κλαίς; Ξέρεις ότι βασανίζεις το παιδί με το κλάμα; Θέλεις να βασανίζεται το παιδί σου ή να χαίρεται; Φρόντισε να βοηθήσης τα άλλα παιδιά που έχεις και είναι μακριά από τον Θεό. Γι’ αυτά να κλαίς». [...]
Πόσες μητέρες προσεύχονται και ζητούν να είναι τα παιδιά τους κοντά στον Θεό!
«Δεν ξέρω, λένε, τι θα κάνης, Θεέ μου, θέλω να σωθή το παιδί μου· να είναι κοντά Σου». Αν τυχόν όμως ο Θεός δη ότι το παιδί θα παραστρατήση, ότι πηγαίνει στην καταστροφή και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σωθή, το παίρνει με αυτόν τον τρόπο. Επιτρέπει λ.χ. έναν μεθυσμένο να το χτυπήση με το αυτοκίνητο και να το σκοτώση, και έτσι το παίρνει κοντά Του. Αν υπήρχε περίπτωση να γίνη καλύτερο, θα έφερνε ένα εμπόδιο να αποφύγη το ατύχημα. Μετά ξεμεθάει και αυτός που χτύπησε το παιδί, έρχεται σε συναίσθηση και σε όλη του την ζωή τον πειράζει η συνείδησή του. «Εγκλημάτησα», λέει, και παρακαλεί συνέχεια τον Θεό να τον συγχωρήση. Σώζεται και αυτός. Η μάνα πάλι με τον πόνο της συμμαζεύεται, σκέφτεται τον θάνατο και ετοιμάζεται για την άλλη ζωή, οπότε σώζεται και αυτή. Βλέπετε πώς οικονομάει ο Θεός από την προσευχή της μάνας να σώζωνται ψυχές; Αν όμως οι μητέρες δεν το καταλαβαίνουν αυτό, τα βάζουν με τον Θεό! Τι τραβάει και ο Θεός με εμάς!
Όταν κανείς παύη να αντιμετωπίζη τα πράγματα κοσμικά, βρίσκει ανάπαυση.
Γιατί, πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος να παρηγορηθή αληθινά, αν δεν πιστέψη στον Θεό και στην αληθινή ζωή, την μετά θάνατον, την αιώνια; [...]
-Γέροντα, άκουσα ότι, όταν κάποιος δολοφονήται, εξιλεώνεται, γιατί παίρνει τις αμαρτίες του ο δολοφόνος.
-Έχει ελαφρυντικά κατά κάποιον τρόπο. Μπορεί να πη στον Θεό: «Εγώ θα μετανοούσα, αλλά αυτός με σκότωσε». Έτσι θα πέση το βάρος στον δολοφόνο. Μερικοί που δεν τους κόβει λένε: «Αν υπήρχε Θεός, δεν θα άφηνε να γίνωνται συνέχεια εγκλήματα· θα τιμωρούσε τους εγκληματίες». Δεν καταλαβαίνουν ότι ο Θεός αφήνει τους εγκληματίες να ζήσουν, για να είναι αναπολόγητοι την ημέρα της Κρίσεως, που δεν μετανόησαν, παρόλο που τους έδωσε χρόνια, για να μετανοήσουν, ενώ εκείνους που σκοτώνονται θα τους τακτοποιήση.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, "Οικογενειακή Ζωή", Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σ. 265-267)
"Το χέρι του ιερέα"
Ένα απογευματινό ανοιξιάτικο βρίσκουμε τον π. Πορφύριο
να φροντίζει τις φράουλες ξαπλωμένος σχεδόν στη γη.
Διαλέγει φράουλες και μας προσφέρει να γευτούμε τους
καρπούς της γης. Και εκεί κουβεντιάζουμε. Χωρίς πολλές συμβουλές
και ηθικολογίες τέμνει βαθιά την ψυχή και ρίχνει το βάλσαμο
της χάρης του Θεού. Ακτινοβολεί τέτοιες ώρες και λάμπει
και χαίρεται σαν παιδί. Μας μιλάει ασταμάτητα για την ευχή.
Για την νοερά προσευχή. Άλλοτε μας λέει και μας εξηγεί τη σημασία
της ευλογίας από τον ιερέα για το χειροφίλημα.
"Το χέρι του ιερέα!" λέει με θαυμασμό και έκσταση.
"Τι σπουδαίο πράγμα, ε; Τι μυστήριο!" Μιλάει απλά και ταπεινά,
τονίζοντας κι επαναλαμβάνοντας πως ξέρει πολύ λίγα γράμματα: "Δημοτικού!"[Ί 237].
("Ανθολόγιο Συμβουλών", Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σ.226)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 13
Στίχ. 22-30. Πόσοι θα σωθούν. Η στενή πύλη.
13.25 ἀφ᾽ οὗ(1) ἂν ἐγερθῇ(2) ὁ οἰκοδεσπότης(3) καὶ ἀποκλείσῃ τὴν θύραν(4),
καὶ ἄρξησθε(5) ἔξω ἑστάναι καὶ κρούειν τὴν θύραν λέγοντες,
Κύριε Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν· καὶ ἀποκριθεὶς ἐρεῖ ὑμῖν, Οὐκ οἶδα ὑμᾶς(6) πόθεν ἐστέ(7).
25 Όταν έρθει η ώρα, θα σηκωθεί ο οικοδεσπότης και θα μανταλώσει την πόρτα·
κι εσείς θα σταθείτε απ’ έξω και θ’ αρχίσετε να χτυπάτε λέγοντας “Κύριε, άνοιξέ μας”.
Τότε εκείνος θα σας απαντήσει: “δε σας ξέρω από πού είστε”.
(1) Με διάφορους τρόπους συνέδεσαν αυτήν την πρόταση.
Ή, την εξάρτησαν από τα προηγούμενα, αφού χώρισαν με απλό κόμμα το «ουκ ισχύσουσιν»
από το «ἀφ᾽ οὗ ἂν ἐγερθῇ»=Δεν θα μπορέσουν να μπουν, όταν σηκωθεί ο οικοδεσπότης
και κλείσει την πόρτα» (L.p). Ή, εξάρτησαν από το ἀποκριθεὶς ἐρεῖ.
Ή, πιο σωστά, από το άρξεσθε του σ. 26, όπου το «τότε» σημειώνει σαφώς την έναρξη
της τραγικής αυτής σκηνής, την οποία ο Κύριος είχε υπ’ όψη εξ’ αρχής (g).
Το ἀφ᾽ οὗ που συνενώνεται απότομα, παρουσιάζεται πολύ έντονο. Η απόδοση της πρότασης
είναι στο «τότε» του σ. 26 (b).
(2) Να σηκωθεί από το τραπέζι, για να κλείσει την πόρτα (b).
Η θύρα του ελέους και της χάρης παρέμεινε για πολύ ανοιχτή σε αυτούς,
αλλά δεν αγωνίστηκαν για να μπουν από αυτήν. Έγινε τώρα θύρα άρνησης και αποκλεισμού.
Έτσι συνέβη και όταν ο Νώε βρισκόταν ασφαλής στην κιβωτό και ο Θεός έκλεισε την πόρτα της,
για να αποκλείσει την είσοδο σε αυτήν όλων εκείνων, οι οποίοι κατά την προσέγγιση
του κατακλυσμού εξαρτούσαν από το χέρι τους την σωτηρία τους.
(3) «Αναφέρει παραβολή που κρεμάει τον φόβο πάνω σε αυτούς που αμελούν την σωτηρία τους.
Διότι επινοεί έναν οικοδεσπότη που κάθεται και υποδέχεται τους φίλους του
και έπειτα σηκώνεται και κλείνει την πόρτα του σπιτιού του και δεν επιτρέπει στους άλλους να μπουν.
Εννοείται βεβαίως ότι οικοδεσπότης είναι ο ίδιος, ενώ σπίτι είναι η βασιλεία των ουρανών» (Ζ).
(4) Κλείνει την πόρτα έτσι ώστε όλοι εκείνοι, οι οποίοι δεν βίασαν τους εαυτούς τους
και δεν αγωνίστηκαν για να μπουν, παραμένουν ακόμη έξω. Ποια θα είναι η στιγμή αυτή; (g).
«Με το ότι κάθεται μεν και υποδέχεται τους φίλους του, φανερώνεται το ότι αναμένει
μέχρι τη συντέλεια του κόσμου και υποδέχεται τους άξιους· ενώ με το ότι σηκώνεται
και κλείνει την πόρτα, δηλώνεται το τέλος του κόσμου» (Ζ), ή και το τέλος του παρόντος βίου
για τον καθένα από εμάς, «διότι όσο είμαστε στη ζωή, βαδίζεται ο δρόμος της αρετής,
μετά όμως την αποβίωση από εδώ, δεν βαδίζεται» (Θφ).
(5) Το άρξησθε μπήκε σε β΄ πρόσωπο, διότι ο Σωτήρας μιλά στους σαρκικούς και χλιαρούς ακροατές
μεταξύ των παρόντων, οι οποίοι είναι από αυτούς που δεν μπορούν να μπουν=Και
όταν αρχίσετε να στέκεστε έξω από την πόρτα και να την χτυπάτε (δ).
(6) «Γνώση εδώ δεν εννοεί απλώς το ότι τους ξέρει, αλλά την οικειότητα από την μεταξύ
τους κοινωνία, που έχει χάρη και τιμή. Διότι αν ακριβώς η γνώση φανερώνει σε μας
μόνο το ότι ξέρει απλώς, πώς αγνόησε κάποιους από αυτούς που υπάρχουν…
αυτός που ξέρει τα πάντα και πριν δημιουργηθούν;… Δεν ξέρω, λέει, να γίνατε εραστές της αρετής·
δεν ξέρω να τιμήσατε τον λόγο μου, αλλά ούτε να ενωθήκατε με μένα με πράξεις αγαθές» (Κ).
Δες Ματθ. ζ 22,23 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(7) Δεν σας ξέρω. Δεν συγκαταλέγεστε στους οικείους μου. Δεν σας ξέρω από πού είστε.
Δεν κατάγεστε από εμένα· δεν είστε από αυτούς που γεννήθηκαν από ψηλά·
δεν είστε κλαδιά του σπιτιού μου και του αμπελιού μου.