στολή της ψυχής
Την ψυχή να ντύσουμε. Να φροντίσουμε να τη στολίσουμε. Και αυτό βέβαια να γίνεται σε όλη τη ζωή μας. Αν όμως δείξαμε σε τούτη τη ζωή αμέλεια, τουλάχιστον ας δείξουμε σύνεσι όταν πεθαίνουμε. Ν’ αφήσουμε παραγγελία στους δικούς μας ανθρώπους, να μας βοηθούν, σαν φύγουμε από τη ζωή αυτή, με την ελεημοσύνη.
Ε.Π.Ε. 14,694
και κτήρια
Αν έχης κάτι να ξοδέψης για τους φτωχούς, να προτιμήσης εκεί να τα δώσης, παρά εδώ για το Ναό. Να θρέψης διδάσκαλο, να θρέψης διάκονο και το ιερατείο της εκκλησίας. Ό,τι κάνεις όταν παίρνης γυναίκα ή νύφη ή δίνης για γάμο την κόρη σου, έτσι να φέρεσαι και προς την εκκλησία. Δώσε κάποια δωρεά και σ’ αυτήν.
Ε.Π.Ε. 15,528
με καθαρά χρήματα
Τίποτα ισάξιο δεν είναι της ελεημοσύνης, όταν αυτή προέρχεται από καθαρά ταμεία.
Ε.Π.Ε. 15,642-644
δέντρο
Το δέντρο της ελεημοσύνης φυτεύεται στη γη, αλλά φτάνει μέχρι τον ουρανό. Όταν θα πεθάνης, τότε θα σου δώση τον καρπό.
Ε.Π.Ε. 15,646-648
παντοιοτρόπως
Η ελεημοσύνη δεν γίνεται μόνο με χρήματα, αλλά και με πράγματα και με ωφέλιμες ενέργειες. Μπορούμε να προστατεύσουμε κάποιον, μπορούμε να βοηθήσουμε άλλον. Πολλές φορές η προστασία έκανε πιο μεγάλο όφελος από τα χρήματα. Μπορείς με χρήματα να ελεής; Μπορείς με συμπαράστασι; Μπορείς με ιατρική προσφορά; Μπορείς με λόγια αγάπης; Όπως μπορείς!
Ε.Π.Ε. 16α,64
χαρά της
Επιθυμείς την ευφροσύνη; Δώσε ελεημοσύνη. Προσκάλεσε το Χριστό στο τραπέζι σου, ώστε και όταν σηκώσης το τραπέζι, να εξακολουθής να είσαι χαρούμενος. Γιατί προσφέρεις πλούσιο τραπέζι στο σκουλήκι, και αφήνεις νηστικό τον Χριστό που πεινάει; Εκείνος πεινάει και συ καταστρέφεις τον εαυτό σου με τη γαστριμαργία;
Ε.Π.Ε. 16α,124-126
άβατος στο Διάβολο
Ας είναι ο φτωχός φύλακας του σπιτιού. Τείχος και φράχτης. Στο σπίτι της ελεημοσύνης δεν τολμά να πλησιάση ο διάβολος, ούτε κάτι από τα κακά. Τώρα έχουν τα σπίτια χώρο για το όχημα. Ο Χριστός περιπλανιέται γύρω -γύρω από το σπίτι, και Τον αφήνουμε τελικά έξω.
Ε.Π.Ε. 16β,30
ελεεί τον ελεούντα
Ζητάει ο Χριστός να του δίνης, όχι γιατί έχει ανάγκη, αλλά για να καλύψη τη δική σου ανάγκη... Ας περιφρονήσουμε, λοιπόν, τα χρήματα, για να μη καταφρονηθούμε από το Χριστό. Ας σπείρουμε στη γη με την ελεημοσύνη, για να θερίσουμε στον ουρανό.
Ε.Π.Ε. 16β,558-560
ετοιμάζει στεφάνι
Να φτιάξετε το στεφάνι σας με την ελεημοσύνη στο χέρι των φτωχών, ώστε και στην παρούσα ζωή να ζούμε με τις καλύτερες ελπίδες, και όταν θα απέλθουμε, να κερδίσουμε τα μύρια αγαθά.
Ε.Π.Ε. 17,268
μετά θάνατον ή εν ζωή;
Και με τη διαθήκη σου μπορείς να ωφεληθής, όχι βέβαια τόσο όσο ζούσες· είναι όμως δυνατόν. Με ποιο τρόπο; Αν γράψης το φτωχό μαζί με τους δικούς σου κληρονόμους και αφήσης και σ’ αυτόν ισάξιο μερίδιο κληρονομιάς. Δεν τον έθρεψες όσο ζούσες; Τουλάχιστον, όταν πεθάνης, που δεν θα είναι πια τίποτε δικό σου, δώσε με τη διαθήκη σου στο φτωχό τα δικά σου. Φιλάνθρωπος είναι πάντοτε ο Θεός, δεν ζητάει ακριβολογία από σένα. Βέβαια μεγαλύτερη θα είναι η αμοιβή σου, όταν τρέφης τους φτωχούς όσο ζης. Αν όμως κάτι τέτοιο δεν το έκανες, τουλάχιστο κάνε το δεύτερο, δηλαδή, άφησε τους φτωχούς συγκληρονόμους με τα παιδιά σου.
Ε.Π.Ε. 17,384
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 164-167)
«Εν τούτοις όμως, για ν’ αποδείξει (ο Συμεών) ότι είναι αθώος κάθε κατηγορίας και να ξεσκεπάσει όλη την αιτία της εξορίας του, όχι μόνο στους επισκέπτες του, αλλά και στους μακρινούς, τους τωρινούς και τους μεταγενεστέρους ανθρώπους, συντάσσει βιβλιάριο σχετικά με τις περιπέτειές του και το στέλνει μαζί με γράμμα στον πατριάρχη Σέργιο, γραμμένο με απλές και αφελείς λέξεις, και σ’ αυτό διακηρύσσει τρανώς την πίστη του και τις πεποιθήσεις του. Αφού λοιπόν έγραψε αυτά, τα αποστέλλει στον πατρίκιο Γενέσιο και στους άλλους άρχοντες, των οποίων ήταν διδάσκαλος ευσεβείας, για να τα προσκομίσουν στον πατριάρχη και τους αρχιερείς της Εκκλησίας. Οι διακεκριμένοι λοιπόν άρχοντες ανέβηκαν μαζί, συνάντησαν τον πατριάρχη πρώτα, άνοιξαν συζήτηση περί της εξορίας του αγίου και γέμισαν την ψυχή του με δέος δεικνύοντας το παράνομο της ενεργείας· έπειτα του παραδίδουν το βιβλιάριο και την επιστολή. Αυτός δε, παρατηρώντας ότι αυτοί που είχαν έλθει ήσαν πολλοί και επιφανείς και υπολογίζοντας την δύναμή τους, φοβήθηκε μήπως η υπόθεση φθάσει και μέχρι του βασιλέως και αποβεί σε σοβαρή κατάκρισή του· παραγγέλλει λοιπόν ν’ αναγνωσθούν αυτά ενώπιον της συνόδου. Καθώς δε αναγινώσκονταν και οι μητροπολίτες άκουγαν με προσοχή, πολλοί από αυτούς κατέκριναν με στεναγμούς τον αυτουργό των πραγμάτων αυτών σύγκελλο (τον μητροπολίτη συκοφάντη), πολλοί δε υπεστήριξαν το φρόνημα του αγίου και την καθαρότητα του βίου του» (τ. 19Α, σελ. 211-213).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
«Πρέπει όμως ν’ αποβάλλεις και το ίδιο το φρόνημα της σάρκας, όπως πριν από λίγο τους χιτώνες, και σύμφωνα με τη στολή, που ντύθηκες για τον Χριστό, ν’ αποκτήσεις τους τρόπους της ψυχής και κυρίως το πνευματικό σου φρόνημα. Και ακόμα να ντυθείς τον φωτεινό χιτώνα με τη μετάνοια, ο οποίος είναι το ίδιο το Πνεύμα το άγιο. Και αυτό δεν γίνεται αλλιώς, παρά με την επίμονη εργασία των αρετών και την υπομονή των θλίψεων. Διότι, όταν θλίβεται η ψυχή από τους πειρασμούς κινείται σε δάκρυα, και τα δάκρυα τότε, καθαρίζοντας την καρδιά, την κάμνουν ναό και οικητήριο του αγίου Πνεύματος. Διότι για τη σωτηρία και την τελειότητα δεν αρκεί μόνο η περιβολή του σχήματος και ο εξωτερικός στολισμός του σώματος, αλλ’ είναι ανάγκη να στολίσουμε, όπως τον εξωτερικό, έτσι και τον εσωτερικό μας άνθρωπο με την περιβολή του αγίου Πνεύματος και να θυσιάσουμε τελείως τους εαυτούς μας κατά την ψυχή και το σώμα στον Θεό» (τ. 19Δ, σελ. 55-57).
«Γιατί όσοι από νήπια το βάφτισμά σου πήραν κι ανάξια ζήσανε γι’ αυτό στο μάκρος της ζωής τους, πιότερη απ’ τους αβάπτιστους κατάκριση θε να ’χουν, ως είπες, γιατί πρόσβαλαν την άγια τη στολή σου· και τούτο ξέροντας σωστό, Σωτήρα μου, και βέβαιο μας έδωσες για δεύτερη κάθαρση τη μετάνοια, αλλ’ έβαλες σαν όρο της του Πνεύματος τη χάρη, τη χάρη που στο βάπτισμα είχαμε πρωτοπάρει» (τ. 19Ε, σ. 383, στιχ. 28-35).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Όχι δεν είναι. Ο Κύριος ημών κατά τη σύσταση του μυστηρίου διέταξε ρητώς: «Πίετε εξ αυτού πάντες». Το «πάντες» εδώ σημαίνει όλους. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο. Η ορθόδοξη Ομολογία γράφει σχετικώς: «Η κοινωνία του μυστηρίου τούτου πρέπει να γίνηται και κατά τα δυο είδη του άρτου και του οίνου τόσον από τους πνευματικούς όσον και από τους κοσμικούς».
Από την πράξη αυτή της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την οποία συμφωνούν και οι Διαμαρτυρόμενοι, αποκλίνει η Λατινική Εκκλησία, η οποία από τον 12ο αιώνα απαγορεύει την κοινωνία του αίματος του Χρίστου στους λαϊκούς. Υπ΄ άμφότερα τα είδη της ευχαριστίας κοινωνούν μόνο οι λειτουργούντες κληρικοί. Οι επίσκοποι, βέβαια κι ο Πάπας δικαιούνται να επιτρέπουν την κοινωνία του αίματος του Χριστού στους λαϊκούς κυρίως σε όσους προσέρχονται στον Παπισμό, τους Μαρωνίτες και τους Ουνίτες.
Για να δικαιολογήσουν την πράξη τους αυτή οι Λατίνοι προφασίζονται προφάσεις πολλές, κυριότερες των οποίων είναι: Η έλλειψη οίνου σε πολλά μέρη· ο φόβος μήπως κατά την κοινωνία χυθεί το αίμα του Κυρίου· η αδυναμία που έχουν πολλοί να γεύονται του οίνου (της οξύτητας προφανώς)· το αδύνατο να διατηρείται ο οίνος επί μακρό χρονικό διάστημα κ.ά. Ότι οι λόγοι αυτοί είναι ανίσχυροι να δικαιολογήσουν μια τέτοια σημαντική καινοτομία, είναι φανερό για ένα απροκατάληπτο κριτή. Απομένει ως βασικός λόγος η εξύψωση του κλήρου υπέρ τον λαό, πράγμα που ταιριάζει στο πνεύμα και τις τάσεις της Εκκλησίας αυτής.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 259-260)
Όχι, δεν επιτρεπεται. Κατά την ορθόδοξη πίστη για την τέλεση της θείας ευχαριστίας χρησιμοποιούνται ένζυμος άρτος (κοινό ψωμί ζυμωτό) και οίνος «ύδατι κεκραμένος» (να έχει μέσα του ανακατεμένο νερό). Τη θέση αυτή εκφράζει η αγ. Γραφή και η παράδοση της Εκκλησίας. Κατά τη διήγηση του Δ’ Ευαγγελίου το Πάσχα τότε δεν συνέπιπτε την Παρασκευή, 14 του μήνα Νισάν, αλλά το Σάββατο, 15 του ίδιου μήνα. Γιαυτό και οι αρχιερείς και οι γραμματείς δεν εισήλθαν στο πραιτώριο την Παρασκευή, ήμερα του θανάτου του Χριστού, «ίνα μη μιανθώσιν αλλ΄ ίνα φάγωσι το Πάσχα». Ως γνωστόν, η βρώση των άζυμων άρχιζε από την πρώτη ήμερα του Πάσχα, δηλαδή το εσπέρας της Παρασκευής (14 Νισάν) και διαρκούσε επτά ημέρες. Ο Κύριος το τελευταίο Πάσχα της ζωής του το έφαγε το βράδυ της Πέμπτης (13 Νισάν), δηλαδή σε εποχή που δεν ήταν εν χρήσει άζυμος άρτος. Άρα ο Κύριος, συστήνοντας το Πάσχα της Καινής Διαθήκης, χρησιμοποίησε σαφώς ένζυμο άρτο. Αλλά και οι Χριστιανοί της πρώτης αποστολικής Εκκλησίας, οι προσκαρτερούντες στα Ιεροσόλυμα «τη κλάσει του άρτου», χρησιμοποιούσαν ένζυμο άρτο, εξαιρουμένων των Ιουδαϊζόντων, που χρησιμοποιούσαν άζυμα.
Από την πράξη αυτή της αρχαίας Εκκλησίας παρεξέκλιναν οι Ρωμαιοκαθολικοί (από τον 10 αιώνα) και οι Διαμαρτυρόμενοι (οι Αγγλικανοί χρησιμοποιούν και ένζυμο άρτο), χρησιμοπιούντες άζυμο άρτο για την τέλεση της θείας ευχαριστίας.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 258-259)
Η θεία ευχαριστία είναι το μυστήριο του Θεού, των ανθρώπων και της κτίσεως. Σ’ αυτό παρατείνεται και εφαρμόζεται η σωστική περί τον άνθρωπο θεία οικονομία, ο σαρκωμένος Λόγος παρατείνεται στην ιστορία εφαρμόζοντας το λυτρωτικό έργο Του, ανανεώνεται το μυστήριο της Εκκλησίας, οι άνθρωποι ενώνονται με το Θεό και μεταξύ τους και η φυσική κτίση αγιάζεται, προσφέροντας τα φυσικά στοιχεία της, το ψωμί και το κρασί της, για να γίνουν σώμα και αίμα Χριστού.
Στην ευχαριστία ο άνθρωπος εισχωρεί βαθιά στο Θεό. «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα μένει εν εμοί καγώ εν αυτώ», λέγει ο Σωτήρας· εμφυτεύεται μυστικά στο σώμα του Χριστού: «Εν σώμα οι πολλοί εσμεν οι γαρ παντες εκ του ενός άρτου μετεχομεν». Μετέχοντας στην ευχαριστία ο πιστός γίνεται φοβερός στους δαίμονες, οι οποίοι τρέμουν μπροστά στη θεανθρώπινη συνδρομή (όπως έτρεμαν στη θέαση του χριστολογικού θαύματος), λαμβάνουν μέσα τους τη φωτιά του Θεού που τους δίνει δύναμη να νικήσουν την αμαρτητική της φύσεως ορμή και τα πάθη τους και να λάβουν άφεση των συγγνωστών αμαρτημάτων τους (όχι φυσικά των θανάσιμων, γιατί η άφεση γι΄ αυτά δίνεται μέσα από το μυστήριο της μετάνοιας» που είναι σε σύνδεσμο με το μυστήριο της θείας ευχαριστίας).
Έχοντας μέσα του το Θεό ο πιστός νιώθει άφατη γλυκύτητα και χαρά σ’ έναν κόσμο που συχνά μόνο πίκρα ξέρει να κερνά τον άνθρωπο· γεύεται μέσα του «την αγαλλίασιν του σωτηρίου», την ψυχή του ωραΐζει η ελπίδα της θείας βασιλείας. Όχυρωμένος στο Θεό ο άνθρωπος δεν φοβάται τίποτε, καμιά εχθρότητα, κανένα αντίξοο σύμβαμα στη ζωή. Νιώθει την ψυχή του σαν τον αγρό στον οποίο ήταν κρυμμένος ο ανεκτίμητος θησαυρός, νιώθει ο ευτυχέστερος και πλουσιότερος των ανθρώπων που κατέχει το Θεό και τα σύμπαντα. Νιώθει ότι αξίζει να ζεί τη ζωή του, οτιδήποτε κι αν του συμβαίνει. Είναι αισιόδοξος, ειρηνικός και πράος.
Με τη θεία ευχαριστία ο άνθρωπος υπερβαίνει τη φθορά και το θάνατο, γιατί ο άρτος της ευχαριστίας είναι «φάρμακον αθανασίας, αντίδοτος του μη αποθανείν». Αυτό φυσικά δεν αναφέρεται στη φυσική αθανασία, γιατί των ανθρώπων, είτε αυτοί κοινωνούν είτε όχι, οι μεν ψυχές δεν πεθαίνουν γιατί είναι φύσει αθάνατες, τα δε σώματα όλα ανεξαίρετα θ’ αναστηθούν εκ των νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Η αθανασία που προέρχεται από την κοινωνία των άχραντων μυστηρίων είναι αθανασία ποιοτική, δηλαδή αθανασία πνευματική στους κόλπους της θείας βασιλείας, αθανασία ζωής κοντά στον άφθαρτο Θεό, σε αντίθεση με τον πνευματικό θανατο, τη ζωή δηλαδή την αθάνατη μακριά από το Θεό, στον τόπο της βασάνου. Την αθανασία αυτή προετοιμάζει η θεία κοινωνία που σαν ζύμη θεοποιητική μετατρέπει την ανθρώπινη φύση στη δική της ποιότητα, χαρίζοντάς της την άφθαρτη ζωή στον άπειρο αιώνα του Θεού.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 257-258)
Όχι δεν υπάρχει. Η θεία ευχαριστία είναι το δείπνο του Θεού. Όπως δε σ’ ένα κοσμικό δείπνο οι προσκαλεσμένοι θα μετάσχουν στην παρατιθέμενη τράπεζα, έτσι και στο δείπνο του Θεού που παρατίθεται στην Εκκλησία όσοι μεταβαίνουν στη θεία λειτουργία εξυπακούεται ότι θα λάβουν μέρος στο ουράνιο θείο δείπνο. Οι εκκλησιαζόμενοι πιστοί είναι συνδαιτυμόνες στη μυστική θεία τροφή. Άλλωστε στο τραπέζι του Θεού όπου παρατίθεται ο σταυρωμένος και αναστημένος Χριστός, καλούνται οι πιστοί από τον ιερέα να μετάσχουν: «Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Η κλήση προσέλευσης είναι συλλογική και ατομική. Επομένως σε κάθε θεία λειτουργία ο πιστός έχει το δικαίωμα και τη δυνατότητα να κοινωνήσει. Δεν υπάρχουν φραγμοί αντικειμενικοί στη μυστηριακή προσέλευση.
Μόνο από άποψη υποκειμενική μπορεί να υπάρξουν φραγμοί στην επιτέλεση του υπέρτατου χρέους. Εννοούμε την ψυχική κατάσταση του κοινωνούντος, αν δηλαδή αυτός είναι άξιος να φιλοξενήσει μέσα του τον σφαγιασμένο Αμνό του Θεού· αν είναι καθαρός να δεχτεί τη φωτιά του Θεού. Για να γίνει όμως αυτό απαιτείται η κατάλληλη ηθική και πνευματική προετοιμασία, την οποία θα σταθμίσει στη συνείδησή του ο ίδιος ο πιστός, σε συνεννόηση φυσικά με τον πνευματικό του πατέρα.
Όπως και σε όλα τα άλλα πνευματικά πράγματα, έτσι και εδώ χρειάζεται η δέουσα εξισορρόπηση. Ούτε ν' αργεί κανείς πολύ να προσέρχεται στην μυστική τράπεζα του Θεού, γιατί υπάρχει κίνδυνος να καταποθεί από το δαίμονα ούτε πάλι να είναι πολύ πρόχειρος και βιαστικός, γιατί υπάρχει κίνδυνος να περιπέσει σε μία τυπικότητα και σ' ένα εθισμό, που θ’ αμβλύνουν στην ψυχή του την αίσθηση της σημασίας και της σπουδαιότητας του ιερού μυστηρίου. Πώς να νιώθουν άραγε οι ιερείς, οι οποίοι είναι «υποχρεωμένοι» όχι απλώς να κοινωνούν σε κάθε θεία λειτουργία, αλλά να καταλύουν στο τέλος ολόκληρη την ποσότητα του αγιασμένου άρτου και του οίνου; Βλέπει ορισμένους κανείς και νιώθει άβολα, κυρίως όταν βιάζονται.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 256-257)
«Μα σαν ενωθής με το Θεό και βασιλιά, δεν είσαι μόνος, αλλά στον αριθμό μετριέσαι των αγίων, αγγέλων ομοδίαιτος, συγκάτοικος δικαίων κι όλων στον ουρανό όσοι ζουν συγκληρονόμος γνήσιος. Πώς είναι μοναχός λοιπόν αυτός που ζει εκεί πάνω, όπου των οσίων ο χορός είναι και των μαρτύρων, όπου ο χορός των προφητών, των θείων αποστόλων, όπου είναι το αναρίθμητο το πλήθος των δικαίων, των ιεραρχών, των πατριαρχών, και των λοιπών αγίων; Μα όποιος φτάσει το Χριστό να ’χει ένοικό του μέσα, πέστε, πώς είναι δυνατόν να πούμε ότι είναι μόνος; Με το Χριστό μου είναι μαζί, ο Πατέρας και το Πνεύμα κι όποιος σαν με ένα με τους τρεις δεθεί, πώς είναι μόνος; Μόνος δεν είναι ο μοναχός με το Θεό ενωμένος, στην έρημο κι ας κάθεται κι ας ζει μέσα σε σπήλαιο» (τ. 19Ε, σ. 393, στιχ. 9-23).
«Αυτοί είναι οι γνήσιοι μοναχοί, που ζουν στη μοναξιά τους, που μόνοι είναι με το Θεό κι ο Θεός μ’ εκείνους μόνος» (τ. 19Ε, σ. 397, στιχ. 76-77).
«Κλεισμένο μέσα στο κελλί μου αφήστε με μονάχο, με το μόνο φιλάνθρωπο Θεόν αφήσετέ με, κάνετε πέρα, μακριά, μονάχο αφήσετέ με, για να πεθάνω εμπρός στο Θεό που μ’ έχει πλαστουργήσει. Την πόρτα ας μη χτυπήσει μου κανείς, ας μη φωνάξει, κανείς να μη μ’ επισκεφτεί από συγγενείς ή φίλους, κανείς το νου μου ελκύοντας ας μην τον αποσπάσει απ’ του Δεσπότη του καλού κι ωραίου τη θεωρία, ας μη μου φέρει φαγητό μήτε νερό κανένας! Μου φτάνει εμένα ο θάνατος με το Θεό κοντά μου, Θεό που είναι ελεήμονας και φίλος των ανθρώπων, οπού κατέβηκε στη γη αμαρτωλούς να σώσει και στη ζωή τη θεϊκή μαζί του να τους πάρει. Δε θέλω πια άλλο να θωρώ το φως αυτού του κόσμου, ούτε τον ήλιο ακόμα αυτόν μα κι όσα είναι του κόσμου, γιατί τον Κύριό μου θωρώ, το βασιλιά μου βλέπω» (τ. 19ΣΤ, σ. 19, στιχ. 1-16).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
«Ο Θεός δεν απαιτεί τίποτε άλλο από μας τους ανθρώπους παρά μόνο να μη αμαρτάνουμε· τούτο δε δεν είναι καρπός τηρήσεως του νόμου αλλά απαράβατη φύλαξις της εικόνος και της άνωθεν αξιωσύνης. Παραμένοντας σ’ αυτά κατά φύσι και φορώντας τον λαμπρό χιτώνα του Πνεύματος, μένουμε στον Θεό και αυτός μένει σ’ εμάς, ονομαζόμενοι θέσει θεοί και υιοί Θεού, σημαδευμένοι με το φως της γνώσεως του Θεού» (τ. 19Α, σελ. 429-431).
«Το να μην επιθυμούμε κάποιο από τα τερπνά και ηδονικά του κόσμου δεν ισούται με το να ποθούμε τα αιώνια και αόρατα αγαθά· άλλο είναι τούτο και άλλο εκείνο. Τα πρώτα λοιπόν κατεφρόνησαν πολλοί, τα δεύτερα όμως λίγοι άνθρωποι φρόντισαν. Το να αποστρέφεται κανείς και να μη ζητά την δόξα των ανθρώπων δεν είναι το ίδιο με το να συνάπτεται στην δόξα του Θεού, αλλ’ υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ τους διότι την πρώτη πολλοί απώθησαν, αν και κυριεύθηκαν από αλλά πάθη, την δεύτερη όμως πολύ ολίγοι αξιώθηκαν να λάβουν με πολύν κόπο και πόνο. Δεν είναι το ίδιο το να αρκήται κανείς σε ευτελές ένδυμα και να μη επιθυμή λαμπρή στολή και το να ενδύεται το φως του Θεού· άλλο είναι τούτο και άλλο εκείνο. Το μεν ευτελές ένδυμα μερικοί, αν και πιέζονταν από μύριες επιθυμίες, εύκολα το καταφρόνησαν, το δε φως περιβάλλονται μόνο εκείνοι που το επιζητούν ανενδότως με κάθε είδος κακοπάθειας και γίνονται υιοί φωτός και ημέρας δια της εκπληρώσεως των εντολών» (τ. 19Α, σ. 449).
«Ούτε αυτές (οι αρετές) μπορούν μόνες να κάνουν καθαρή την καρδιά, χωρίς την παρουσία και ενέργεια του Πνεύματος. Διότι, όπως ο χαλκεύς την μεν τέχνη του επιδεικνύει με τα εργαλεία του, χωρίς όμως την ενέργεια του πυράς δεν μπορεί να κατασκευάσει κανένα έργο καθόλου, έτσι λοιπόν και ο άνθρωπος όλα τα κάμει και χρησιμοποιεί ως εργαλεία τις αρετές, χωρίς όμως την παρουσία του πνευματικού πυρός μένουν ανενέργητα και ανωφελή, μη μπορώντας να καθαρίσουν τον ρύπο και την ακαθαρσία της ψυχής» (τ. 19Α, σ. 493).
«Πολλοί μακάρισαν τον ερημικό βίο, άλλοι τον μικτό, δηλαδή τον κοινοβιακό, άλλοι δε το να κυβερνούν λαό, να νουθετούν, να διδάσκουν και να διοικούν εκκλησίες· από αυτά τα λειτουργήματα πολλοί διατρέφονται ποικιλοτρόπως, σωματικώς και ψυχικώς. Εγώ όμως δεν προέκρινα των άλλων κανένα από αυτούς ούτε θα θεωρούσα τον ένα άξιο επαίνου και τον άλλον άξιο ψόγου, αλλά σε κάθε περίπτωση και σε όλα τα έργα και τις πράξεις παμμακάριστος είναι ο βίος για τον Θεό και κατά τον Θεό» (τ. 19Α, σ. 515).
«Στα πνευματικά όμως δεν είναι το ίδιο, αλλά εκείνον που δεν εκτελεί το αγαθό η θεία Γραφή τον έχει σαν αμαρτάνοντα και υποδηλώνει ότι θα κατακριθεί ‘διότι γι’ αυτόν που γνωρίζει το καλό και δεν το πράττει’, λέγει, ‘αυτό είναι αμαρτία’ και πάλι, ‘κάθε άνθρωπος που εκτελεί αμελώς τις εντολές του Κυρίου είναι επικατάρατος’. Αυτό βέβαια θα αρκέσει πρώτα για την κατάκριση εμού του ίδιου, του χαύνου και αμελούς. Και αν είναι καταραμένος όποιος εκτελεί αμελώς τις εντολές του Θεού, πολύ περισσότερο θα κατακριθεί όποιος εκτελεί μερικά από εκείνα που μπορεί να κάνει, ή δεν εκτελεί καθόλου. Θα εύρεις ότι αυτό γίνεται και στους πολιτικούς νόμους και στις βιοτικές υποθέσεις. Πράγματι τον δούλο που βλέπει να διαρρηγνύεται από κάποιους η οικία του κυρίου του και να διαρπάζεται η περιουσία του, και ούτε να βοηθεί τους κλέφτες ούτε να τους εμποδίζει, αλλά να τους αφήνει να φεύγουν κρυφά, αφού αρπάξουν τα πάντα, αυτόν το δούλο ο κύριός του τον θεωρεί εξ ίσου μ’ εκείνους επίβουλο εναντίον του και κλέφτη. Τι λοιπόν; Δεν θα καταψηφίσετε κι εσείς όλοι τα ίδια κατά του πονηρού δούλου; Έτσι οπωσδήποτε θα συμβεί πρώτα και μ’ εμένα τον άθλιο και ταπεινό (διότι διστάζω να ειπώ, και σε όλους σας), αν απέχουμε βέβαια από τα πονηρά έργα και πράξεις, αλλά δεν αποκτούμε αντί γι’ αυτές με κάθε τρόπο τις αρετές» (τ. 19Γ, σελ. 25-7).
«Εκείνο που δίδεται για να αγορασθούν αυτά (οι αρετές) δεν είναι χρυσός, ούτε αργύριο, αλλά αίμα. Διότι ο καθένας μας που θέλει τα αγοράζει ένα προς ένα με αίμα. Πράγματι, εάν δεν σφαγιαστεί κάποιος αληθινά σαν πρόβατο για μία οποιαδήποτε αρετή και δεν χύσει το αίμα του γι’ αυτήν, δεν θα την αποκτήσει ποτέ διότι ο Θεός οικονόμησε να λαμβάνουμε την αιώνια ζωή με τον κατά πρόθεση θάνατο. Πέθανε και θα ζήσεις. Δεν θέλεις; Τότε είσαι νεκρός. Αλλά ας δούμε ποιες είναι οι μονές και οικίες των αρετών, για τις οποίες οφείλει κανείς να χύσει το αίμα του για να τις αποκτήσει» (τ. 19Γ, σ. 81).
«Το κακό και φιλήδονο ήθος, το οποίο εξαφανίζεται με την επίμονη εργασία της προσευχής, με τη μελέτη των θείων λογίων και με την τακτική εκτέλεση των αγαθών. Διότι, όπως όταν ανατέλλει σιγά σιγά ο ήλιος υποχωρεί και εξαφανίζεται το σκοτάδι, έτσι και όταν ανατέλλει η αρετή διώκεται η κακία σαν σκοτάδι και αποδεικνύεται ανυπόστατη, και από τότε μένουμε διαπαντός αγαθοί, όπως μέχρι τότε ήμασταν πονηροί. Με λίγη λοιπόν υπομονή και ελάχιστη προαίρεση ή, για να πούμε καλύτερα, με τη βοήθεια του ζώντος Θεού αναπλασσόμαστε και ανανεωνόμαστε, καθαριζόμενοι στην ψυχή και στο σώμα και στη διάνοια» (τ. 19Δ, σελ. 159-161).
«Όπως ο γεωργός κοπιάζει οργώνοντας και σκάβοντας και καταβάλλοντας στη γη τα σπέρματα μόνο, το να φυτρώσουν όμως αυτά και να δώσουν καρπό όψιμο και πρώιμο είναι δώρο του Θεού, αυτό ακριβώς θα βρεις να συμβαίνει και στα πνευματικά. Διότι δικό μας έργο είναι να μετέλθουμε κάθε πράξη και να καταβάλουμε τα σπέρματα των αρετών με πόνο και σφοδρό κόπο, μόνου του Θεού όμως δώρο και έλεος είναι το να ρίξει τη βροχή της φιλανθρωπίας και της χάριτός του και να καταστήσει καρποφόρα την άκαρπη γη των καρδιών μας, ώστε ο κόκκος του λόγου που έπεσε στις ψυχές μας να λάβει τη δροσιά της θείας χρηστότητας και, αφού φυτρώσει, ν’ αυξηθεί και να γίνει μεγάλο δένδρο, να φθάσει δηλαδή σε ανδρική τελειότητα του μέτρου της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (τ. 19Δ, σ. 193).
«Αν και κρύβονται οι άγιοι, τους φανερώνει ο Θεός, ώστε άλλοι να γίνουν ζηλωτές τους, και άλλοι να μη έχουν δικαιολογία. Και όσοι θέλουν να ζουν μέσα στους θορύβους, σε κοινόβια, στα όρη και σε σπήλαια, αν πολιτεύονται αξίως σώζονται και αξιώνονται μεγάλων αγαθών από τον Θεό από την πίστη μόνο σ’ αυτόν, ώστε, όσοι αποτυγχάνουν εξ αιτίας της αδιαφορίας τους, να μην έχουν τίποτε να πουν κατά την ημέρα της κρίσεως. Διότι είναι αψευδής, αδελφοί μου, εκείνος που υποσχέθηκε τη σωτηρία με βάση την πίστη μόνο σ’ αυτόν» (τ. 19Δ, σ. 261).
«Ως τη δοκίμασα (τη Θ. Χάρη) απαθής κι εγώ έγινα αμέσως καθώς με πύρωνε η ηδονή και μ’ άναβε ο πόθος κι από το φως μετάλαβα κι έγινα φως κι ο ίδιος από όποιο πάθος πιο ψηλά κι όποια κακία έξω. Γιατί της απάθειας το φως δεν το αγγίζει πάθος καθώς τον ήλιον η σκιά και της νυκτός το σκότος. Τέτοιος ενώ έγινα λοιπόν κι ενώ πια τέτοιος ήμουν, Κύριε, κάπως αφέθηκα θαρρώντας στον εαυτό μου κι η μέριμνα με τράβηξε των αισθητών πραγμάτων και βούλιαξα ο δυστυχής στη βιοτική φροντίδα και κρυώνοντας σαν σίδερο ήρθα κι έγινα μαύρος κι αφού έμεινα πολύ καιρό σκουριά άρχισα να πιάνω κι είναι γι’ αυτό που κράζω σου, φιλάνθρωπε, ζητώντας και πάλι να καθαριστώ και στο παλιό μου κάλλος να επιστρέψω και το φως να χαρώ το δικό σου» (τ. 19ΣΤ, σ. 273, στιχ. 34-48) .
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
“Η πίστη εάν δεν έχει έργα είναι νεκρή καθ’ εαυτήν”
(Ιακ. 2,17)
“Μην πεις ότι «η απογυμνωμένη από έργα πίστη
στον Κύριό μας Ιησού Χριστό μπορεί να με σώσει».
Αυτό είναι αδύνατο, εάν δεν αποκτήσεις και την
αγάπη προς Αυτόν με τα έργα. Η γυμνή από έργα
πίστη δεν ωφελεί, αφού και τα δαιμόνια πιστεύουν
και τρέμουν”.
(Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, 400 κεφάλαια περί Αγάπης, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Β΄, 52)