Από την ευγνωμοσύνη προς τον Θεό ξεκινάει η δοξολογία
Γέροντα, το αίσθημα της ευγνωμοσύνης προς τον Θεό είναι δοξολογία;
-Έμ, αυτό είναι όλο. Από εκεί ξεκινάει η δοξολογία.
-Γέροντα, η ευγνωμοσύνη προς τον Θεό πως αποκτιέται;
-Για να νιώσουμε μέσα μας ευγνωμοσύνη προς τον Θεό, πολύ βοηθάει
η παρακολούθηση του εαυτού μας και η σωστή συμπεριφορά κα ευγνωμοσύνη
προς τον πλησίον. Όποιος αισθάνεται ευγνωμοσύνη προς τον πλησίον του
για μια μικρή ευεργεσία που του κάνει,
αναμφιβόλως η ευγνωμοσύνη του προς τον Χριστό,
ο Οποίος του έδωσε και του δίνει άφθονες ευλογίες,
θα είναι απείρως μεγαλύτερη. Και θα είναι συνέχεια γεμάτος ευγνωμοσύνη,
γιατί, ενώ θα σκέφτεται πώς να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του στον Χριστό,
ο Χριστός θα του δίνη και άλλες περισσότερες και μεγαλύτερες ευλογίες,
σε σημείο που να λειώνει η φιλότιμη ψυχή από την αγάπη του.
Γιατί, αν η ψυχή έχη την πνευματική λεπτότητα και ευχάριστή συνεχεία τον Θεό
και για τις πολύ μικρές δωρεές του, τότε και Εκείνος ανταποκρίνεται πολλαπλάσια.
-Γέροντα, τις ευεργεσίες του Θεού να τις σκέφτομαι λεπτομερώς η γενικά;
-Αν μπορής να τις σκέφτεσαι με λεπτομέρεια, αυτό είναι το καλύτερο.
Αν παρακολουθείς το καθετί και δεν ξεχνιέσαι, θα αισθάνεσαι και το παραμικρό
χάδι του Καλού Θεού και θα έχης πολλή ευγνωμοσύνη.
Το παιδάκι, όταν έχη τον νου του στην μητέρα του, τότε νιώθει τα χάδια της.
Όταν όμως είναι ξεχασμένο με τα παιχνίδια του, εκείνη το χαϊδεύει, το φιλάει,
αλλά αυτό δεν νιώθει τίποτε. Και ο Θεός μας χαϊδεύει συνέχεια.
Ο άνθρωπος που σκέφτεται τις ευεργεσίες του Θεού, τινάζεται, συγκινείται,
ραγίζει η καρδιά του και δοξάζει συνέχεια τον Θεό.
-Γέροντα, πώς να σκιρτά η καρδιά μου από ευγνωμοσύνη στον Θεό;
-Με την ταπείνωση και την αγάπη συναισθάνεται ο άνθρωπος τις μεγάλες ευεργεσίες
του Θεού και γίνεται ευγνώμων δούλος. «Εμένα, Θεέ μου, λέει, δεν πρέπει
να με βοηθήσεις άλλο, βοήθησε εκείνον που έχει περισσότερη ανάγκη,
βοήθησε τον άλλον...». Και όσο ο Θεός βλέπει την αγάπη του και την ταπείνωσή του,
τόσο τον λούζει με την Χάρη του.
Και γίνεται αυτό το κυνηγητό συνέχεια: ευγνωμοσύνη ο άνθρωπος, νέα δώρα ο Θεός.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.233-234)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 16
Στίχ. 14-18. Επιτίμηση των Φαρισαίων.
16.14 ῎Ηκουον δὲ(1) ταῦτα πάντα και(2) οἱ Φαρισαῖοι φιλάργυροι
ὑπάρχοντες(3), καὶ ἐξεμυκτήριζον(4) αὐτόν.
14 Όλα αυτά τα άκουγαν οι Φαρισαίοι, που ήταν φιλάργυροι, και τον χλεύαζαν.
(1) Οι σ. 14-18 αποτελούν εισαγωγή στην ακόλουθη παραβολή του πλουσίου
και του Λαζάρου (p). Εκ πρώτης όψεως τα λόγια σε αυτούς τους σ. φαίνονται
άσχετα μεταξύ τους. Κατά βάθος όμως στην εισαγωγή αυτή υπάρχουν
δύο ιδέες: η καταδίκη των Φαρισαίων και το αιώνιο κύρος του νόμου.
Στην ακόλουθη λοιπόν παραβολή οι δύο αυτές ιδέες παρουσιάζονται.
Η μία στην καταδίκη του πλουσίου, πιστού Φαρισαίου («πάτερ Αβραάμ» σ. 24,27,30),
η άλλη στα λόγια του Αβραάμ που τονίζει το κύρος του νόμου
(«Έχουν τον Μωϋσή και τους προφήτες…»). Η σχέση μεταξύ των δύο αυτών
ιδεών μπορεί να διατυπωθεί σύμφωνα με το Ιω. ε 45: «ο Μωϋσής στον οποίο
εσείς ελπίσατε» αυτός «είναι που σας κατηγορεί» (g).
(2) Τα προηγούμενα λόγια απευθύνονταν προς τους μαθητές (ιστ 1).
Τα άκουγαν όμως και οι Φαρισαίοι (g).
(3) Τα τελευταία αυτά λόγια του Ιησού για το ασυμβίβαστο της δουλείας του Θεού
και του μαμωνά έπεφταν αμέσως εναντίον των Φαρισαίων·
διότι οι φαινομενικοί αυτοί δούλοι του Ιεχωβά ήταν οι περισσότεροι
λάτρεις του μαμωνά (g).
(4) Με σύσφιξη της μύτης (g) χλεύαζαν το Χριστό και εξέφραζαν περιφρόνηση προς αυτόν.
Η φιλαργυρία τους δικαιολογούνταν από τους ίδιους με την ιδέα,
ότι ο πλούτος δινόταν σε αυτούς ως ευλογία για την από αυτούς επιμελή τήρηση
του νόμου (p). Βασίζονταν στο ότι ο μωσαϊκός νόμος υποσχόταν επίγεια αγαθά
σε αυτούς που τον τηρούσαν και εφόσον είχαν την ιδέα ότι αυτοί τηρούσαν το νόμο,
θεωρούσαν τα πλούτη ως ανταμοιβή που παρεχόταν από το Θεό (L).
Πιθανότατα οι σαρκασμοί των Φαρισαίων κατευθύνονταν και προς την φτώχια
του Ιησού και των μαθητών του=Είναι εύκολο να μιλάς εσύ με περιφρόνηση
για τα χρήματα, αφού δεν έχεις τίποτα και είσαι φτωχός
και εσύ και οι μαθητές σου (g). Όσοι δεν είναι διατεθειμένοι να συμμορφωθούν
με το λόγο του Θεού και να καταστήσουν αυτόν κανόνα και ρυθμιστή της ζωής τους,
καταλήγουν στο να επικρίνουν και να χλευάζουν αυτόν.
Αυτός, ο οποίος μίλησε όπως κανείς ποτέ δεν μίλησε, χλευάζεται και εμπαίζεται.
Όχι διότι τα λόγια του έπαψαν να είναι λόγια ζωής, αλλά διότι η αμαρτία
και η διαφθορά κάνει κουφούς και αναίσθητους τους επικριτές του.
Συγχωρώ… κάνω χώρο στην καρδιά μου να χωρέσω με σένα,
με τον άλλο, με τον άλλο…
Κάνω χώρο να χωρέσουμε μαζί.
Συγχωρώ, σημαίνει βλέπω τον άλλο όπως είναι,
με την αμαρτία του και την ανυπόφορη πλευρά του,
με όλα τα βαρίδια του και τα ελαττώματά του, και λέω :
– θα σε κουβαλήσω, όπως ένα σταυρό,
θα σε κουβαλήσω μέχρι Τη Βασιλεία Του Θεού,
είτε το θέλεις είτε όχι.
Και είτε είσαι καλός είτε είσαι κακός,
θα σε κουβαλήσω στους ώμους μου,
θα σε φέρω μπροστά Στον Κύριο και θα πω:
Κύριε, όλη μου τη ζωή κουβάλησα αυτόν τον άνθρωπο,
γιατί φοβόμουνα μήπως χαθεί.
Τώρα είναι δικό Σου το θέμα να τον συγχωρήσεις,
στο όνομα της δικής μου συγχώρεσης,
με Το Άπειρο Έλεός Σου, και να τον δεχθείς
στην αγκαλιά Της Αγάπης Σου!“.
Πόσο όμορφο θα ήταν αν μπορούσαμε να σηκώνουμε έτσι «αλλήλων τα βάρη» και να στηρίζουμε ο ένας τον άλλο, χωρίς να προσπαθούμε να λησμονήσουμε το αδύνατο σημείο του ενός, την αμαρτία του άλλου ή την κατάσταση εκείνου που περνά δύσκολες ώρες!
Πράττοντας δε αναλόγως να μην τον αφήνουμε να γονατίσει υπό το βάρος του πειρασμού αλλά αντίθετα να τον προστατεύουμε, ώστε να εμποδίζουμε την παράδοσή του σε αυτό ακριβώς που θα μπορούσε να τον κάνει να γονατίσει. Αν περιβάλαμε τον αδύνατο με άγρυπνη και τρυφερή αγάπη, πόσοι άνθρωποι δε θα ξαναέβρισκαν το νου τους και πόσοι δε θα γίνονταν άξιοι συγχώρησης– μιας συγχώρησης που θα τους δινόταν δωρεάν!
(από το βιβλίο ” Το Μυστήριο της ίασης ” , του Μητροπολίτη Anthony Bloom , εκδ. Εν πλω)