ΈΝΑΣ ΑΠΟ,ΤΟΥΣ Γέροντες της σκήτης αρρώστησε κάποτε και επιθύμησε, σαν άνθρωπος, να φάει λίγο ζεστό ψωμί. Πού να βρεθεί όμως τέτοιο πράγμα σ’ εκείνη την έρημο;
Όταν το έμαθε ένας από τους νέους μοναχούς, έβαλε στο δισάκι του όλα τα ξερά ψωμιά που είχε και ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια. Η πόλη απείχε δύο ημερών δρόμο από την έρημο. Ο καλός νέος αψήφησε τον κόπο. Κατέβηκε, άλλαξε τα ψωμιά κι επέστρεψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στην σκήτη.
- Που βρήκες φρέσκο ψωμί; τον ρωτούσαν με απορία οι αδελφοί.
- Στην Αλεξάνδρεια, απαντούσε με πολλή φυσικότητα εκείνος, σαν να επρόκειτο για το γειτονικό χωριό.
Όταν το άκουσε ο Γέροντας, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να το κρατήσει.
- Πώς να το φάω; έλεγε. Αυτό είναι το αίμα του αδελφού μου. Οι άλλοι όμως τον ανάγκασαν να το φάει για να μην πάει χαμένη η θυσία του αδελφού.
ΈΝΑΣ ΆΓΙΟΣ Ερημίτης βρήκε μια φορά στον δρόμο έναν δυστυχισμένο επιληπτικό, που ούτε να νηστέψει ούτε να προσευχηθεί μπορούσε. Ο Άγιος τον συμπόνεσε και παρακάλεσε τον Θεό να επιτρέψει να μπει σ’ αυτόν το δαιμόνιο και να ελευθερώσει εκείνον τον δυστυχισμένο. Ο Θεός άκουσε την προσευχή του κι έκανε όπως του ζήτησε. Όσο λοιπόν το πονηρό πνεύμα τον βασάνιζε, τόσο ο Άγιος διπλασίαζε την νηστεία και την προσευχή του. Και ο Θεός, αμείβοντας την αυταπάρνηση του, τον απάλλαξε ύστερα από λίγο καιρό από την τυραννία του διαβόλου.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 74-75)
Η ομορφιά της φύσης
Όλη η ομορφιά της φύσης έρχεται από το μυστήριο του Μυστικού. Δίχως αυτό το μυστήριο του Μυστικού η φύση δεν θα μπορούσε ούτε για μια στιγμή να κρατήσει εκείνη την ήσυχη και αγνή ομορφιά, που μέσα της λάμπει.
Όλη η πλάση είναι ένα σύννεφο, που κρατά δυνατό φώς και ηρεμεί τη θεϊκή φλόγα.
Η πυκνότητα αυτού του σύννεφου εξαρτάται από την πνευματική μας όραση. Για ευγενή πνεύματα τούτο το σύννεφο είναι λεπτό και διαυγές, για τους τραχείς είναι παχύ και σκοτεινό.
(Στοχασμοί περί καλού και κακού, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σελ. 36)
1,3. «Ευχαριστούμεν τω Θεώ και Πατρί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πάντοτε περί υμών προσευχόμενοι».
Η πίστη στον Χριστό εξάγει την ψυχή από κάθε θάνατο, από κάθε κόλαση, από κάθε διαβολισμό, και την εισάγει στην αθανασία, στον παράδεισο, στην χώρα των Αγγέλων. Και αυτό η πίστη το πετυχαίνει με την αγάπη, με την προσευχή, με την ελπίδα, με την μετάνοια, με την νηστεία, με την ταπείνωση, με την ταπεινοφροσύνη, με την πραότητα, με τα σπλάχνα των οικτιρμών και με τις λοιπές πνευματικές ασκήσεις και αρετές.
Τέτοια πίστη στους χριστιανούς «ερεθίζει», στην αποστολική χριστοαγαπώσα ψυχή τους, την προσευχητική ευχαριστία και θερμαίνει την καυτή προσευχή. Και ο άγιος Απόστολος «πάντα» προσεύχεται για τους χριστιανούς. Γιατί; Διότι αυτοί είναι πάντα περιτριγυρισμένοι από τους πολλούς πειρασμούς του κόσμου, οι οποίοι αδιάκοπα τους πολεμούν για να μειώσουν την πίστη τους ή να την αδυνατίσουν ή και να την εξαφανίσουν, να την καταστρέψουν ακόμη.
Στον αγώνα της πίστεως, ο άνθρωπος είναι ολοκληρωτικά στον δρόμο προς τον Θεό, γι’ αυτό και του «επιτίθενται» όλοι αυτοί που είναι εναντίον του Θεού, όλα τα κακά, από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο, ακόμη και ο ίδιος ο διάβολος.
Οι κίνδυνοι της πίστεως είναι άπειροι και τεράστιοι, γιατί τα κακά της απιστίας είναι άπειρα και τεράστια. Αυτό γίνεται γύρω από το πιο σπουδαίο και το πιο κεφαλαιώδες στον δικό μας γήινο κόσμο: γύρω από την Θεοειδή ψυχή του ανθρώπου. Γύρω από αυτήν γίνεται ο πιο μεγάλος πόλεμος, η πιο φοβερή μάχη, που κρατάει μέχρι το φοβερό κριτήριο· μάχη μεταξύ των φωτεινών Αγγέλων του ουράνιου καλού και των σκοτεινών δαιμόνων του κακού της κολάσεως. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο η ψυχή του ανθρώπου να είναι «διαρκώς» περιτειχισμένη από τις προσευχές των αγίων, οι οποίες έχουν την δύναμη να σκοτώσουν κάθε δύναμη του κακού, που εφορμά εναντίον της.
(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σελ. 17-18)
Η εμφάνισις του Τιμίου Προδρόμου.
Ο ίδιος ο π. Βησσαρίων διηγήθηκε μια εμφάνιση του Τιμίου Προδρόμου δύο χρόνια μετά την αποκάλυψι του θαμμένου ναού στο διονυσιακό μετόχι των Μαριανών Χαλκιδικής:
«Μια ημέρα δύο χωριάτες ήλθαν στα παζάρια και ο ένας αγόρασε την φοράδα του άλλου. Εκείνος που την αγόρασε, επήγε εις την εκκλησίαν και επροσκύνησε. Άφησε δε εμπρός εις την εικόνα του Τιμίου Προδρόμου και μερικά χρήματα και μου είπε ν’ ανάψω ένα κερί. Εγώ άναψα το κερί, είδα και τα χρήματα που ήταν αρκετά, δεν τα επήρα, τα άφησα εμπρός εις την εικόνα. Κατά το βράδυ επήγα ν’ ανάψω τα καντήλια και βλέπω να λείπουν τα χρήματα! Πόση στενοχωρία μου ήλθεν τότε… Ο πειρασμός μ’ εσκλήρυνε και επήγα εμπρός στην εικόνα του αγίου και του λέγω:
-Άγιε Πρόδρομε, δεν είσαι εδώ; Γιατί αφήνεις και σου παίρνουν τα χρήματα εμπρός από την εικόνα σου; Ααα, δεν σου ανάβω το καντήλι!
Έτσι άναψα μόνο της Παναγίας το καντήλι και έφυγα. Ναι, αλλά μέσα μου όμως η καρδιά μου κτυπούσε λιγάκι. Επήγα στον μύλο, ανέβηκα επάνω στο σπίτι, έφαγα λίγο ψωμί, αλλά συγχυσμένος. Ενεθυμούμην ότι το καντήλι του αγίου το είχα σβηστό, αλλά ο κοτσονούρης δεν με άφηνε, πολύ με εσκλήρυνε. Έλεγα μέσα μου: «Αϊ να δούμε τι θα γίνη. Δεν το ανάβω το καντήλι απόψε».
Εκοιμήθηκα λοιπόν με την σύγχυσιν όπου είχον, όμως επέμενα στην γνώμην μου. Έτυχε να είναι πανσέληνος, το φεγγάρι σαν ήλιος και από το παράθυρο του κελλιού μου έμπαινε μέσα το φως. Καθώς λοιπόν εκοιμώμην, κατά τα μεσάνυκτα, αισθάνομαι μια σκουντιά. Ξυπνώ και βλέπω έναν γίγαντα μπροστά μου, με τα μαλλιά ξέπλεκα. Από τον φόβο μου άρχισα να τρέμω και μόλις ημπόρεσα να του ειπώ:
-Πώς ήλθες εδώ;
Εις απάντησιν, μου λέγει με ύφος σοβαρόν:
-Το πώς ήλθα μη ερωτάς, αλλά ειπέ μου, γιατί δεν ανάβεις το καντήλι;
Και αμέσως με πολύν φόβον, με τρέμουσαν φωνήν, με δάκρυα στους οφθαλμούς λέγω:
-Να με σχωρέσης, άγιε. Έσφαλα.
Του έβαλα τρεις μετάνοιες κλαίοντας εις τα ποδάρια του, και τον παρακαλούσα να με συγχωρέση. Τότε ακούω τον Τίμιον Πρόδρομον με γλυκείαν και ήμερον φωνήν και μου λέγει:
-Παιδί μου Βησσαρίων, λέγεις ότι δεν είμαι εδώ; Και αν εγώ δεν είμαι εδώ, τότε ποιος σε φυλάγει εδώ τόσα χρόνια, σ’ αυτήν την ερημιά από τους ληστές και τα άλλα κακοποιά στοιχεία;
- Άγιε μου, του λέγω, σε παρακαλώ να με σχωρέσης. Δεν το ξανακάμω!
- Πήγαινε ν’ ανάψης το καντήλι στην εικόνα μου, και να το κηρύττης και εις τους άλλους ότι κάμουν θαύματα οι εικόνες, διότι πολλοί εδώ άρχισαν να λέγουν ότι δεν θαυματουργούν οι εικόνες.
Αυτά μου είπεν ο άγιος και έγινε άφαντος. Εγώ αμέσως, εκείνη την ώρα, επήγα στην εκκλησία και, ω του θαύματος! Βλέπω όλα τα χρήματα στον ίδιο τόπο, όπως ήσαν, μπροστά στην εικόνα του αγίου! Ποιος να ξέρη τι λαχτάρα να ετράβηξε εκείνος ο κλέπτης και τα έφερε αυτήν την ίδια νύκτα τα χρήματα στην εικόνα…»
(Διονυσιάτικες διηγήσεις)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 95-97)
853.«ΚΙ ΕΓΩ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΗΚΩΝΩ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΜΟΥ».
Κάποτε ο άγιος εφημέριος του Άρς αισθάνθηκε βαρυμένο τον εαυτό του από τις κατηγορίες και παρεξηγήσεις των ενοριτών του. Κάθισε λοιπόν κι άρχισε να γράφη ένα γράμμα στον Επίσκοπό του για να του εκθέση την κατάστασι. Όταν έφτασε στο σημείο να υπογράψη διερωτήθηκε τι μέρα ήταν και είδε ότι ήταν Παρασκευή. «Παρασκευή, είπε, Παρασκευή ήταν η μέρα, κατά την οποίαν με τόσο θάρρος ο Χριστός σήκωσε το σταυρό του». Ξέσχισε το γράμμα και συνεπέρανε: «Κι εγώ πρέπει να σηκώνω το σταυρό μου κοντά και μαζί με το Χριστό, έτσι μόνο θα μου φανή ελαφρός».
Στις δοκιμασίες μας, στις θλίψεις μας, στα βάσανα μας ας υψώνωμε τη σκέψι μας στο θείο αρχηγό μας Χριστό.
(Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 392 )
850. ΘΕΛΗΣΙΣ ανθρώπου.
ΑΠΟ ΜΑΣ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ. Ένας ζωγράφος δέχτηκε μία μέρα την επίσκεψι ενός φίλου του. Τον πέρασε λοιπόν στο ατελιέ του και άρχισε να του δείχνει διάφορα έργα του. Τα μάτια του επισκέπτη έπεσαν σε μία εικόνα του Χριστού, που «κρούει την θύρα».
- Εδώ υπάρχει ένα λάθος, παρατήρησε. Η πόρτα δεν έχει χερούλι.
- Όχι! Δεν είναι λάθος. Το χερούλι είναι από το μέσα μέρος, απάντησε ο ζωγράφος.
852. ΘΕΛΗΣΙΣ ανθρώπου.
ΑΝ ΘΕΛΗΣ. Μια μοναχή ακούοντας ότι ο Θωμάς ΄Ακουινάτος ήταν ένας από τους πιο αγίους και σοφούς της εποχής της έπιασε και του έγραψε ένα γράμμα λέγοντάς του ότι και εκείνη επιθυμεί να γίνη αγία, αλλά δεν ήξευρε πώς να το κατορθώση. Ό Θωμάς ΄Ακουινάτος δεν της απάντησε. Εκείνη του ξανάγραψε, αλλά και αυτή τη φορά καμία απάντησις. Του έγραψε και τρίτο γράμμα. Τότε ο άγιος πήρε ένα μεγάλο πανί κι έγραψε επάνω τις λέξεις: «Αν θέλης» και της το έστειλε αντί άλλης απαντήσεως.
(Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 390-391 )
83. Όταν, κατά τη διάρκεια της προσευχής, ο εχθρός σου υποβάλλη τη θύμισι του φαγητού, έντεινε την προσπάθειά σου να συγκεντρωθής στην προσευχή, άναψε στην καρδιά σου μία μεγάλη πυρά πίστεως και αγάπης και πες στον Πειραστή τα εξής λόγια του Χριστού: «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ» (Ματθ. δ’ 4). Η προσευχή είναι η καλύτερη τροφή μου, που μου ενισχύει και φωτίζει ψυχή και σώμα μαζί.
84. Πρόκειται να προσευχηθής; Ταπείνωσε την υπερηφάνεια της καρδιάς σου, διώξε από μέσα της κάθε γήινο θέλγητρο και στερεώσου στην πέτρα της πίστεως.
85. Μην υπακούεις στα προστάγματα της σαρκός. Είναι προστάγματα ολέθρου και καταστροφής. Μην επιζητείς τη σωματική ανάπαυσι, τις τρυφηλότητες τις υλικές. Είναι προσωρινές και οδηγούν στον αιώνιο θάνατο. Η Γραφή λέει: «Eν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου» (Γεν. γ’ 19). Η Εκκλησία ψάλλει, στον όρθρο της Μεγάλης Τρίτης: «Ψυχή, τό δοθέν σοι τάλαντον φιλοπόνως ἔργασαι, ταλαίπωρε» (κοντάκιον). Και ο ίδιος ο Χριστός λέγει: «Η βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καί βιασταί ἀρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. ια’ 12).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 52-53)
81. Όταν φέρω στον νου μου τον Υιό του Θεού και εκείνους που κατ’ όνομα μόνον είναι χριστιανοί, νοιώθω φόβο και οίκτο. Φόβο, αναλογιζόμενος ότι θα παρουσιασθώ ενώπιον του φοβερού βήματος του Ιησού, κατά την Ημέρα της Κρίσεως. Και οίκτο, γιατί βλέπω ένα πλήθος λεγομένων χριστιανών, που μόνοι τους στέρησαν τον εαυτό τους από τη σωτηρία και κινούνται εκούσια προς την αιώνια Κόλασι.
82. Ο Λόγος είναι ο Δημιουργός μας και ο Θεός μας. Όλα όσα είπε και δίδαξε, είναι αλήθεια και ζωή. Έτσι λοιπόν πρέπει να είναι και τα δικά μας λόγια, εφ’ όσον κτισθήκαμε «κατ’ εικόνα Θεού». Έτσι αληθινά ήσαν τα λόγια των Αγγέλων και των Αγίων, τα οποία αναφέρει η Γραφή. Τα λόγια όμως του πεσμένου Αγγέλου, του Διαβόλου, είναι ψεύδος και όχι αλήθεια. Όπως ένας λόγος που προέρχεται από τον Λόγο του Θεού, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, είναι αλήθεια και ζωή, έτσι ο λόγος του Σατανά, που αποξενώθηκε από τον Λόγο του Θεού, είναι ψεύδος και θάνατος.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 51-52)
«Και είστε απόλυτα πλήρεις κοντά σ’ αυτόν…» Κολοσσαείς 2:10
Η μεγαλύτερη παρηγοριά του χριστιανού
Ένας ηλικιωμένος χριστιανός ήταν ετοιμοθάνατος. Ένας νεαρός, χριστιανός κι αυτός, τον ρώτησε: «Αδελφέ, θέλεις να σου διαβάσω το πιο παρήγορο εδάφιο από το Λόγο του Θεού;». «Ναι», απάντησε εκείνος. Κι ο νέος άρχισε να διαβάζει: «Στο σπίτι του Πατέρα μου υπάρχουν πολλοί χώροι διαμονής. Διαφορετικά θα σας το έλεγα…» (Ιωάν. 14:2). «Όχι, όχι», είπε ο ετοιμοθάνατος. «Δεν είναι αυτό το πιο παρήγορο εδάφιο, αλλά το επόμενο». Κι ο νέος συνέχισε: «Κι αφού πάω και σας ετοιμάσω τόπο, θα έρθω πάλι θα και θα σας πάρω κοντά μου για να είστε κι εσείς όπου είμαι εγώ.» (εδ. 3). «Αυτή είναι η πιο παρήγορη υπόσχεση», είπε ο πιστός. «Δεν είναι οι χώροι διαμονής που επιθυμώ περισσότερο, αλλά λαχταρώ να συναντηθώ μ’ Εκείνον, το Σωτήρα μου, και να είμαι μαζί Του για πάντα». Ναι, ξέρουμε εμείς οι πιστοί πως «θα Τον δούμε όπως ακριβώς είναι». (Α’ Ιωάν. 3:2).
(Σ.Α.Ι.)
«Για τίποτε μην ανησυχείτε, αλλά σε κάθε περίπτωση να παρουσιάζετε με την προσευχή και τη δέηση και με πνεύμα ευγνωμοσύνης τα αιτήματά σας στο Θεό» (Φιλ. 4:6)
Ίσως έχετε ακούσει τη φράση: «Γιατί ν’ ανησυχείς όταν μπορείς να προσευχηθείς;». Αυτό είναι αλήθεια. Κι όμως, από τον τρόπο που αντιδρούν μερικοί χριστιανοί στις δοκιμασίες, φαίνεται πως έχουν αλλάξει το σύνθημα αυτό σε: «Γιατί να προσευχηθείς, αφού μπορείς να ανησυχείς;». Ίσως να σας φαίνεται αστείο, αλλά δυστυχώς έτσι αντιμετωπίζουν πολλοί πιστοί τις δυσκολίες και τα προβλήματα της ζωής. Αντί ν’ αναθέτουν όλα τα βάρη τους στον Κύριο και να περιμένουν να τους βοηθήσει, επιμένουν να προσπαθούν να τα λύσουν μόνοι τους.
Μια ευσεβής χριστιανή είχε μάθει το μυστικό να νικά τη μέριμνα. Παρόλο που από πολλά χρόνια είχε μείνει χήρα, είχε κατορθώσει να μεγαλώσει τα έξι δικά της παιδιά, και άλλα δώδεκα που είχε υιοθετήσει. Όταν κάποιος δημοσιογράφος τη ρώτησε πώς μπορούσε να είναι τόσο ήρεμη και ισορροπημένη κάτω από τόσο μεγάλο φορτίο, εκείνη απάντησε: «Έχω ένα συνέταιρο». «Και ποιος είναι αυτός;», τη ξαναρώτησε εκείνος. «Κάποια μέρα, πριν από πολλά χρόνια, προσευχήθηκα: Κύριε, εγώ θα κάνω τη δουλειά, κι Εσύ θ’ αναλάβεις όλη την ανησυχία μου», απάντησε εκείνη.
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
26. «Δεδοξασμένα περί σου, καθώς φησίν ο Προφήτης, ελαλήθη πόλις του Θεού» (Π).
Ο ύμνος αυτός είναι εμπνευσμένος από τον μεσσιανικό ψαλμό 86: «δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου η πόλις του Θεού» (στιχ. 3). Στον ψαλμό αυτό, που στιχολογείται στον εσπερινό των Χριστουγέννων, η Θεοτόκος προτυπώνεται σαν «πόλις», στην οποία ήλθε να κατοικήση ο Κύριος και μάλιστα σαν τη «Σιών», την οποία «εθεμελίωσεν ο Ύψιστος» και την οποία όλοι οι άνθρωποι θα αναγνωρίσουν σαν πνευματική τους μητέρα: «Μήτηρ Σιών ερεί άνθρωπος»!
Η πόλις, σαν συμβίωσις και κοινωνία ανθρώπων, είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα του ανθρωπίνου γένους, χάρις στο οποίο ξεκίνησε και αναπτύχθηκε ο πολιτισμός. Οι άνθρωποι, από το 10.000 π.Χ., άρχισαν πια να συγκεντρώνωνται σε οικισμούς (χωριά) και από το 5.000 π.Χ. σε πόλεις, για να καταλήξουν σήμερα –2.000 μ.Χ.– στις μεγαλοπόλεις των πολλών εκατομμυρίων κατοίκων. Οι πόλεις γίνονται ονομαστές από τον μεγάλο αριθμό των κατοίκων ή τους μεγάλους άνδρες που γεννιούνται ή κατοικούν σ΄ αυτές.
Η Θεοτόκος υπήρξε η «πόλις του Θεού», διότι ήλθε, γεννήθηκε, κατοίκησε κι έζησε κοντά της ο Μοναδικός και Ανεπανάληπτος Άνθρωπος, ο Θεάνθρωπος Ιησούς! (Ευθυμίου, Επ. Αχελώου, «Εκείνος», σ. 281) . Βλέποντας προφητικά το γεγονός αυτό ο Ζαχαρίας, έλεγε: «Τέρπου και ευφραίνου θύγατερ Σιών, διότι ιδού εγώ έρχομαι και κατασκηνώσω εν μέσω σου, λέγει Κύριος» (β' 14).
Πάντα η πόλις νοσταλγούσε να έχη κάτοικό της τον Θεό. Δεν υπάρχει πόλις, η οποία δεν έκτισε ένα βωμό ή ένα Ναό για κατοικία του Θεού! Αιώνιο όνειρο του ανθρώπου ήταν «η πόλις του Θεού» (CIVITAS DΕΙ) , η συγκατοίκησις του Θεού με τους ανθρώπους!
Το όνειρο αυτό πραγματοποιήθηκε με την Παρθένο που έγινε «η πόλις του Θεού»! Χάρις στη Θεομήτορα ο Θεός «επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη» (Βάρουχ γ' 38) «και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω. α΄ 14).Γράφει σχετικά ο Καβάσιλας: «Συνέβηκε με την Παρθένο αυτό που συμβαίνει όταν μια μεγάλη και λαμπρή πολιτεία υποδέχεται το βασιλιά. Όπως μια πόλη που ξεπερνά όλες τις άλλες, όχι μόνο στο μέγεθος και την ωραιότητα, αλλά και στο ψηλό ηθικό φρόνημα και στο πλήθος των κατοίκων και στον πλούτο και σε κάθε είδους δύναμη, δεν περιορίζεται μόνο στο να δεξιωθή και να φιλοξενήση απλώς το βασιλιά, αλλά γίνεται το κράτος του και αποτελεί την εξουσία του και την τιμή του και τη δύναμί του και τον οπλισμό του. Έτσι και η Παρθένος, με το να δεχθή μέσα της το Θεό, με το να του δώση τη σάρκα της, έκαμε να παρουσιασθή ο Θεός μέσα στον κόσμο και να γίνη στους μεν εχθρούς συμφορά ακαταμάχητη, στους δε φίλους σωτηρία και πηγή όλων των αγαθών» (Κ, 131) .
Στην επίγεια πόλι, την Θεοτόκο (και την Εκκλησία) πρώτος πολίτης ήταν ο Ιησούς. Στη «καινή πόλι», την Άνω Ιερουσαλήμ, η Αγία Τριάς θα κατασκηνώση για πάντα ανάμεσα στους ανθρώπους (Αποκ. κα' 3) .
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 47-48 )