285- ΤΙ ΚΑΤΟΡΘΏΝΕΙ Η ΑΝΟΧΗ.
Ο Φραγκίσκος Ξαβιέριος - περίφημος ιεραπόστολος της Ιαπωνίας - κήρυττε τον λόγο του Θεού σε πολύ κόσμο, που τον παρακολουθούσε με μεγάλη προσοχή. Ένας Ιάπωνας προσποιήθηκε ότι θέλει κάτι να του πη. Ο ιεροκήρυκας έσκυψε καταδεκτικά το κεφάλι του και ο αυθάδης Ιάπωνας μπρος σε όλους τον έφτυσε στο πρόσωπο. Ο Φραγκίσκος με μεγάλη ψυχραιμία, σα να μη συνέβηκε τίποτα, έβγαλε το μαντήλι του, σκουπίστηκε και εξακολούθησε το κήρυγμά του.
Μα μέσα στους ακροατές του ήταν και ο διοικητής της πόλεως, που μόλις είδε τη στάση του Ξαβερίου είπε:
-Μια θρησκεία που εμπνέει στους ανθρώπους τέτοιο θάρρος και διδάσκει τέτοια αρετή δεν μπορεί να είναι παρά η αληθινή θρησκεία.
289- Ο ΤΥΦΛΟΣ.
Ο ποιητής Λά Μότ (+1731) είχε τη δυστυχία να χάση το φως του, όταν ήταν ακόμη σαράντα ετών. Κάποτε περπατώντας πάτησε κάποιον στο πόδι. Ο άλλος έχασε την υπομονή του και, γυρνώντας απότομα, του έδωσε ένα δυνατό σκαμπίλι. Και ο καλός ποιητής απάντησε ήρεμα:
-Δυστυχισμένε! Πόσο θα στενοχωρηθήτε γι’ αυτό που εκάμετε, όταν θ’ αντιληφθήτε πως είμαι τυφλός!
290- ΟΙ ΚΑΘΑΡΟΙ ΤΗ ΚΑΡΔΙΑ.
Κάποτε ο διάσημος Γάλλος συγγραφεύς Σατωβριάνδος βρισκόταν σε μια αίθουσα, όπου οι περισσότεροι διακήρυτταν ότι δεν πίστευαν. Τότε εκείνος με όλο το θάρρος τους λέγει: «Κύριοι, βάλτε το χέρι στην καρδιά κι ομολογήσετε: Αν είχατε το θάρρος να είσθε αγνοί, θα είχατε και το θάρρος να πιστεύσετε».
Ο Ιησούς Χριστός κήρυξε: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 128-131)
548 :Κάποιος ξένος αδελφός, επειδή ασθένησε ήλθε στο κοινόβιο για να θεραπευθεί και δόθηκε στο κελλί κάποιου αδελφού και ο αδελφός δυσαρεστήθηκε. Όταν το έμαθε ο Γέροντας του δήλωσε αυτά.
Απόκριση: Ερεύνησε τον λογισμό σου, αδελφέ, και μάθε, εάν ήταν ο σαρκικός σου αδελφός, δεν θα τον δεχόσουν πάνω από τα βλέφαρα σου; Δες λοιπόν, τα σαρκικά εργάζονται μαζί σου, διότι δέχθηκες τον πνευματικό σου αδελφό, και όλοι είμαστε ένα στο όνομα του Χρίστου. Πρόσεχε λοιπόν τον εαυτό σου, αδελφέ, με φόβο Θεού. Όταν τα άκουσε αυτά ο αδελφός κυριεύθηκε από μεγάλη κατάνυξη, και ωφελημένος δήλωσε στον Γέροντα, λέγοντας ‘Συγχώρεσε με, κύριε αββά, και προσευχήσου για μένα. Δέχομαι τον αδελφό μου με μεγάλη χαρά’.
559. Ερώτηση. Αδελφός ερώτησε τον ίδιο γέροντα.Εάν ακούσω για κάποιον ότι με κακολογεί τι να κάνω;
Απόκριση: Αμέσως να σηκωθείς και να κάνεις προσευχή πρώτα υπέρ εκείνου και έπειτα υπέρ του εαυτού σου, λέγοντας: ‘Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε αυτόν τον αδελφό και έμενα τον αχρείο δούλο σου, και προστάτεψε μας από τον πονηρό, με τις προσευχές των αγίων σου. Γένοιτο’.
(Βαρσανουφίου Έργα, ΕΠΕ, Φιλοκαλία, τομ. 18Γ, σελ.41-43. 63)
Ένας από τους γέροντες της σκήτης αρρώστησε κάποτε και επιθύμησε να φάει λίγο φρέσκο ψωμί. Πού να βρεθεί όμως τέτοιο πράγμα σε εκείνη την έρημο;
Όταν το έμαθε ένας από τους νέους μοναχούς, έβαλε στο δισάκι του όλα τα ξερά ψωμία που είχε, και ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια. Η πόλη απείχε δυο ημερών δρόμο από την έρημο. Ο καλός νέος αψήφησε τον κόπο! Κατέβηκε, άλλαξε τα ψωμιά, κι επέστρεψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στη σκήτη.
- Πού βρήκες φρέσκο ψωμί; τον ρωτούσαν με απορία οι αδελφοί.
- Στην Αλεξάνδρεια, απαντούσε με πολλή φυσιολογικότητα εκείνος, σαν να επρόκειτο για το γειτονικό χωριό.
Όταν το άκουσε ο γέροντας δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να το κρατήσει .
-Πώς να το φάω; έλεγε. Αυτό είναι το αίμα του αδελφού μου!
Οι άλλοι όμως τον ανάγκασαν να το φάει, για να μην πάει χαμένη η θυσία του αδελφού.
(Γεροντικόν, Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος γ, σελ. 21-22)
- Γέροντα, υπάρχει, περίπτωση να μη με ακούει ο Θεός, όταν Του ζητάω να με βοηθήσει να απαλλαγώ από ένα πάθος;
- Τί, Βάαλ είναι ο δικός μας ο Θεός; Ο Θεός ακούει και μας βοηθάει. Ίσως να μη νιώθεις την βοήθειά Του· αιτία όμως δεν είναι ο Θεός, αλλά εσύ η ίδια που διώχνεις την βοήθειά Του με την υπερηφάνεια.
Αν δεν υπάρχει κίνδυνος να το πάρουμε επάνω μας και να υπερηφανευθούμε, είναι αδύνατο να μη βοηθήσει ο Θεός. Ο Καλός Θεός θέλει να απαλλαγούμε από τα πάθη μας, αλλά, αν έχουμε υπερηφάνεια ή προδιάθεση υπερηφανείας, δεν μας βοηθάει να απαλλαγούμε, γιατί θα νομίζουμε ότι το κατορθώσαμε χωρίς την δική Του βοήθεια.
Γι’ αυτό, όταν παρακαλούμε τον Θεό με όλη την καρδιά μας να μας βοηθήσει να απαλλαγούμε από ένα πάθος και δεν μας βοηθάει, πρέπει αμέσως να καταλάβουμε ότι πίσω από αυτό το πάθος κρύβεται άλλο μεγαλύτερο, και αυτό είναι η υπερηφάνεια. Επειδή δηλαδή δεν βλέπουμε την υπερηφάνεια, αφήνει ο Θεός να παραμένει το πάθος που βλέπουμε, π.χ. η γαστριμαργία, η φλυαρία, ο θυμός κ.λπ., για να ταπεινωνώμαστε. Όταν σιχαθούμε πια τα πάθη μας από τις συνεχείς πτώσεις μας, γνωρίσουμε την αδυναμία μας και ταπεινωθούμε, τότε μας βοηθάει ο Θεός και ανεβαίνουμε δύο-δύο τα πνευματικά σκαλιά.
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ.29)
ΔΩΔΕΚΑ μοναχοί περνούσαν για πρώτη φορά μια άγνωστη έρημο. Όταν νύχτωσε, παραπλανήθηκε ο οδηγός τους και τράβηξε τον αντίθετο δρόμο. Οι αδελφοί το κατάλαβαν γρήγορα, αλλά ο καθένας τους ξεχωριστά αγωνίστηκε ολόκληρη την νύχτα να μην το φανερώσει, για να μην λυπήσει τον οδηγό. Όταν ξημέρωσε, είδε πια το λάθος του εκείνος.
- Συγχωρήστε με, αδελφοί, είπε σαστισμένος. Μου φαίνεται πως πήρα τον αντίθετο δρόμο.
- Το ξέρουμε, του αποκρίθηκαν εκείνοι, αλλά μην στενοχωριἐσαι- γυρίζουμε πίσω.
Και χωρίς να δείξουν καμιά απολύτως δυσαρέσκεια, που είχαν περπατήσει όλη νύχτα άσκοπα, μια απόσταση δώδεκα μιλίων, άρχισαν καινούργια πορεία.
Ο οδηγός, θαυμάζοντας την ευγένειά τους, έλεγε και ξανάλεγε:
- Μέχρι θανάτου μπορούν να συγκροτηθούν οι άνθρωποι του Θεού, για να μην λυπήσουν τον αδελφό τους.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 20-21 )
489.
Κάποτε κάποιος γέροντας από τους πατέρες κατοίκησε σε κοινόβιο, στο οποίο ήταν οι άγιοι γέροντες• και όταν ερωτούσε εκείνος που τον υπηρετούσε, ‘τί θέλεις να σου κάνω να φάγεις’, του έλεγε με οργή, ‘αν θέλεις κάνε κάτι’• και στενοχωριόταν ο αδελφός, επειδή δεν ήξερε τι να κάνει. Και ερωτήθηκε ο ίδιος μεγάλος Γέροντας, αν άραγε κάνει καλά να λέγει έτσι ή όχι.
Και αποκρίθηκε: Σε μένα δεν είναι δυνατό να κατακρίνω κάποιον• διότι ο καθένας βαστάζει το δικό του φορτίο. Αλλά, όπως μου φαίνεται, αυτή η απόκριση παρέχει θλίψη στον πλησίον, ακόμα και αν το κάνει αυτό προς άσκηση. Πρέπει λοιπόν να λέγει στον αδελφό με ταπείνωση, ότι ‘αυτό το πράγμα δέχεται τώρα η διάθεση μου’, κι αν ακόμα ο αδελφός του το κάνει άσχημα• και οφείλει να τον ευχαριστεί, κι αν ακόμα τον υπηρετεί άσχημα. Εάν, όταν κάνει ο αδελφός το πράγμα, είτε καλά είτε άσχημα, εκείνος κινείται σε οργή, αυτό είναι το χειρότερο από όλα τα πάθη. Διότι αυτός οργίζεται χωρίς λόγο, και αυτή δεν είναι γνώση Θεού, αλλά μάλλον διαβολική ενέργεια. Όμως αυτός που υπηρετεί οφείλει να μακροθυμεί• διότι σε όποιον βαστάζει τον αδελφό του κατά φόβο Θεού, σ’ αυτόν αναπαύεται το Πνεύμα του Θεού.
(Βαρσανουφίου Έργα, ΕΠΕ, Φιλοκαλία, τομ. 18B, σελ.,445-447)
Πόσο πολύ έχω ταλαιπωρηθεί από τους λογισμούς! Λογισμοί κάθε είδους, με μορφή χιονοστιβάδων που με τάραζαν και με εξουθένωναν τόσο πολύ! Από μια απλή κουβέντα ή μια απλή χειρονομία ή από το τίποτα, ο διάβολος μού έπαιζε ολόκληρες ταινίες που έπαιζαν μέσα μου ολόκληρες μέρες και μήνες… Κάποια στιγμή, δεν ξέρω πώς έγινε και γιατί, αυτές οι ταινίες σταμάτησαν! Είχα ησυχία του νου και ένιωθα υπέροχα και γαλήνια σαν να είχα αποφυλακισθεί…
Μέσα σ’αυτήν την ησυχία, επειδή ήξερα ότι ο διάβολος αλλά και το μυαλό μου από μόνο του θα ‘ξαναχτυπήσουν’ κάποια στιγμή, προετοιμάστηκα. Σκέφτηκα , αφού το μυαλό μου είναι τόσο σινεφίλ, ας του δείχνω εγώ ταινίες που θέλω. Όταν ο λογισμός μου μού λέει ότι αποκλείεται να σωθώ, σκέφτομαι αμέσως το Έλεος του Κυρίου μας και τη Ζωή Του, τα Πάθη Του και την Ανάσταση Του! Σκέφτομαι πόσοι αμαρτωλοί σαν και μένα σώθηκαν και αγίασαν με τη Χάρη του Τριαδικού μας Θεού! Και έτσι φεύγουν οι σκοτεινοί λογισμοί της απελπισίας!
Όταν άλλος λογισμός μου λέει ‘ τί φοβερός χριστιανός είσαι, είσαι σχεδόν άγιος!’ τότε αμέσως παίζω μια πολύωρη ταινία με τα πάθη μου και τις αμαρτίες μου που τελειωμό δεν έχουν… ύστερα από αυτή την προβολή οι λογισμοί υπερηφάνειας μόνο γέλιο μπορούν να μου προκαλέσουν! Όταν έχω λογισμούς καχυποψίας απέναντι στους ανθρώπους, ιδίως αυτούς που αγαπώ περισσότερο, όταν ο διάβολος μου λέει ‘ κοίτα, αυτός σε αδίκησε, σε περιφρονεί, θέλει το κακό σου’, τότε παίζω το φιλμ με τις ευεργεσίες που μου έχει κάνει αυτός ο άνθρωπος, το πόσο αγαπάει το Χριστό, τις αρετές του και πόσα καλά πράγματα έχει κάνει κρυφά από όλους! Έτσι γεμίζει από αγάπη η καρδιά μου γι’αυτόν και λέω ‘Μα αυτός είναι άγιος… αποκλείεται να έκανε κάτι κακό! Κι αν έκανε τί πειράζει; Αναμάρτητος είναι μόνο ο Χριστός!’
Και έτσι δε βγαίνω από την Αγάπη του Χριστού! Και σε κάθε περίσταση, όταν βλέπω ότι αρχίζουν οι σκοτεινοί λογισμοί, στρέφω αλλού την προσοχή μου. Λέω μέσα μου ‘ Βλέπεις, σταμάτησες να σκέφτεσαι το Χριστό και σου ήρθαν κακοί λογισμοί! Νου μου μπες πάλι στο ασφαλές λιμάνι σου, στην Αγκαλιά του Χριστού!’ Αυτή η προβολή των ταινιών, της πνευματικής παραγωγής, είναι κατάλληλη για όλους και διαφυλάττουν την πνευματική μας υγεία και την ειρηνική σχέση μας με το Χριστό, τους συνανθρώπους μας και τον εαυτό μας. Εμένα προσωπικά πολύ με έχουν βοηθήσει να εκπαιδεύσω το μυαλό μου να μην τρέφεται με σκουπίδια αλλά με υγιεινά, ώσπου να φτάσω στο στάδιο της ησυχίας, όπου το μυαλό μου, κορεσμένο πια από εικόνες, αναπαύεται ελεύθερο στη μνήμη του Θεού! (Κ.Δ.Κ).
Απόφαση για την επιλογή τρόπου ζωής
Τα χρόνια περνούν γρήγορα. Καλά είναι ο νέος να μη μένη για πολύ καιρό στο σταυροδρόμι αναποφάσιστος.
Να διαλέξη έναν σταυρό - έναν από τους δύο δρόμους της Εκκλησίας μας - ανάλογα με την κλίση του και το φιλότιμο του
και να προχωρήση σ’ αυτόν με εμπιστοσύνη στον Χριστό. Ας ακολουθήση τον Χριστό στην Σταύρωση, εάν θέλη να χαρή αναστάσιμα.
Και στις δύο ζωές υπάρχουν φαρμάκια, αλλά, όταν βρίσκεται κανείς κοντά στον Θεό, τα γλυκαίνει ο γλυκύς Ιησούς.
Όταν περάση κανείς τα τριάντα, αρχίζει να δυσκολεύεται να αποφασίση. Και όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο πολύ δυσκολεύεται.
Ο νέος προσαρμόζεται ευκολώτερα σε όποια ζωή κι αν ακολουθήση. Ο μεγάλος όλα τα εξετάζει με την λογική του.
Έχει πια διαμορφωθή ο χαρακτήρας του και δύσκολα αλλάζει• είναι χυμένο μπετόν. Και βλέπεις, αυτοί που τακτοποιούνται σε μικρή ηλικία,
είτε στην έγγαμη είτε στην μοναχική ζωή, μέχρι τα γεράματά τους διατηρούν μια παιδική απλότητα και συνδέονται εύκολα μεταξύ τους.
Είδα ένα ανδρόγυνο που παντρεύτηκαν μικροί. Όπως μιλούσε ο άνδρας, έτσι μιλούσε και η γυναίκα• ό,τι έκανε ο άνδρας, έκανε και η γυναίκα.
Επειδή παντρεύτηκαν μικροί, ο ένας πήρε όλες τις συνήθειες του άλλου, και στην ομιλία και στην συμπεριφορά,
αλλά και συνδέθηκαν ευκολώτερα.
Η παροιμία λέει: «Ή μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου».
Ειδικά η κοπέλα καλά είναι μέχρι τα είκοσι πέντε της χρόνια να αποφασίζη ποιά ζωή θα ακολουθήση.
Μετά τα είκοσι πέντε αρχίζει να γίνεται λίγο δύσκολη η αποκατάστασή της, γιατί σκέφτεται πώς θα υποταχθή.
Εν τω μεταξύ, όσο μεγαλώνει, αποκτάει και ιδιοτροπίες και ποιός θα την πάρη;
Έπειτα ζητάει κυρίως προστασία στον γάμο και όχι να κάνη οικογένεια.
Είναι παρατηρημένο ότι όποιος αναβάλλει συνέχεια να παντρευτή, όταν περάσουν τα χρόνια, ψάχνει και δεν βρίσκει.
Όταν ήταν νέος, διάλεγε αυτός• ύστερα τον διαλέγουν οι άλλοι! Γι’ αυτό λέω ότι σ’ αυτό το θέμα χρειάζεται καμμιά φορά και λίγη τρέλλα.
Να παραβλέψη μερικά που δεν είναι ουσιώδη, γιατί δεν πρόκειται ποτέ να του έρθουν όλα όπως τα περιμένει.
Μια φορά έβρεχε και ένας χείμαρρος άρχισε να κατεβάζη νερό. Ένας τρελλός και ένας γνωστικός ήθελαν να περάσουν στην άλλη μεριά.
Ο γνωστικός είπε: «Θα σταματήση η βροχή, θα λιγοστέψη το νερό και ύστερα θα περάσω». Ο τρελλός δεν περίμενε• έδωσε μια και πέρασε απέναντι.
Βράχηκαν λίγο τα ρούχα του, αλλά πήγε εκεί που ήθελε. Η βροχή, αντί να σταματήση, όλο και δυνάμωνε.
Το νερό στον χείμαρρο αυξήθηκε και τελικά ο γνωστικός δεν μπόρεσε να περάση απέναντι, γιατί ύστερα ήταν και επικίνδυνο.
Σε μερικούς υπάρχει μεγάλη υπερηφάνεια, πολύς εγωισμός, γι’ αυτό και ο Θεός δεν τους βοηθάει. Χρόνια έρχονται μερικοί εκεί στο Καλύβι και με ρωτούν: «Τί θέλει από μένα ο Θεός, Πάτερ μου;».
Λές και ο Θεός έχει ανάγκη από αυτούς. Ούτε μοναχοί έγιναν, ούτε παντρεύτηκαν.
Σαν να είναι φτιαγμένοι από χρυσάφι και φοβούνται μην τους βάλουν για βέργα στο μπετόν!
Αλλοι πάλι μου λένε: «Γέροντα, τί να κάνω; Να γίνω μοναχός ή να παντρευτώ; Πές μου, για που είμαι».
«Εσύ τί θέλεις;», τους ρωτάω. «Και το ένα και το άλλο», μου λένε. Θέλουν και τα δύο.
Αν τους πω τον λογισμό μου, λ.χ. ότι είναι για τον γάμο, και παντρευτούν, μπορεί να μην αναπαυθούν και θα έρχωνται ύστερα να λένε:
«Εσύ μου είπες να ακολουθήσω αυτήν την ζωή, και τώρα ταλαιπωρούμαι».
-Γέροντα, πώς μπορεί να γίνη αυτό;
-Ένας νέος, ας υποθέσουμε, έχει κλίση για την έγγαμη ζωή, αλλά σκέφτεται και τον Μοναχισμό. Αν δεν προσέξη, ώστε να κάνη μια καλή οικογένεια,
και δημιουργηθούν αργότερα προβλήματα και δεν τα αντιμετωπίση πνευματικά, τότε ο πονηρός θα τον πολεμήση με λογισμούς.
Θα του λέη: «Εσύ ήσουν για τον Μοναχισμό, αλλά, αφού παντρεύτηκες, καλά να πάθης», και δεν θα τον αφήνη ήσυχο μέρα-νύχτα.
Μερικοί άνθρωποι δεν ξέρουν τί ζητούν.
Νά, πριν από λίγα χρόνια είχε έρθει εδώ μια κοπέλα και μου είπε: «Γέροντα, δεν μπορώ να αποφασίσω ποιόν δρόμο να ακολουθήσω.
Θέλω να παντρευτώ, αλλά σκέφτομαι και τον Μοναχισμό. Τί να κάνω;». «Δές τί σε αναπαύει περισσότερο, της λέω, και αυτό να κάνης».
«Δεν ξέρω, μου λέει, αλλά μερικές φορές μου φαίνεται ότι κλίνω περισσότερο προς τον γάμο.
Σε παρακαλώ, Γέροντα, πές μου εσύ τί να κάνω». «Έ, αφού βλέπεις ότι κλίνεις περισσότερο προς τον γάμο, της λέω,
καλύτερα να παντρευτής και ο Θεός θα σε οικονομήση». «Με την ευχή σου, Γέροντα, έτσι θα κάνω», μου λέει.
Έρχεται λοιπόν σήμερα και μου λέει: «Γέροντα, παντρεύτηκα. Πήρα έναν ναυτικό, καλός άνθρωπος, δόξα τω Θεώ, δεν μπορώ να πώ, αλλά πολύ ταλαιπωρούμαι.
Υποφέρω, γιατί έξι μήνες ζούμε μαζί και έξι μήνες χωριστά• τον μισό χρόνο ταξιδεύει».
«Ευλογημένη ψυχή, της λέω, εσύ δεν μου έλεγες ότι σού άρεσε και η έγγαμη και η μοναχική ζωή; Να τώρα που τα έχεις και τα δύο!
Γιατί δεν δοξάζεις τον Θεό που σε οικονόμησε έτσι;».
-Σήμερα όμως, Γέροντα, ζούμε σε δύσκολα χρόνια, γι’ αυτό μερικοί νέοι διστάζουν να κάνουν οικογένεια.
-Όχι, δεν είναι σωστή αυτή η αντιμετώπιση. Αν υπάρχη εμπιστοσύνη στον Χριστό, δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν.
Τα χρόνια των διωγμών δεν ήταν δύσκολα; Μήπως οι Χριστιανοί είχαν σταματήσει τότε να κάνουν οικογένεια;
Πόσους Αγίους έχουμε που μαρτύρησαν μαζί με την γυναίκα τους και τα παιδιά τους!
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 25-28)
Άψογη παράσταση.
(Στοχασμοί περί καλού και κακού, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σελ. 21-22).
Η φιλομάρτυς Κλεοπάτρα.
Όταν αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Μαξιμιανός, μαρτύρησε στην Αίγυπτο γύρω στα 304 ο άγιος Ούαρος, νέος ακόμη αξιωματικός κάποιας ρωμαϊκής λεγεώνας. Ζηλωτής χριστιανός, συνελήφθη μέσα στις φυλακές που πήγαινε κρυφά, για να ανακουφίζει και να δίνει θάρρος στους μάρτυρες. Ήρθε έτσι και η δική του σειρά να χύσει το αίμα του για την αγάπη του Χριστού. Στον τόπο μαρτυρίου του βρέθηκε, σταλμένη από τη θεία πρόνοια, μια πολύ ευσεβής χριστιανή, η Κλεοπάτρα. Ήταν χήρα, αλλά πλουσιωτάτη κι είχε κοντά της τον μικρό μοναχογιό της. Η ευγενής κυρία παρακολούθησε με βαθύ πόνο τα σκληρά βασανιστήρια, που έκαναν στο νέο για να αρνηθεί την πίστη του. Όταν έμεινε πια άψυχο το μαρτυρικό σώμα, η Κλεοπάτρα έδωσε πολλά χρήματα στους δημίους και το πήρε. Με μεγάλη ευλάβεια το μετέφερε στο αρχοντικό της και το έθαψε.
Ύστερα από λίγα χρόνια, όταν βασίλεψε ο Μ. Κωνσταντίνος και σταμάτησαν οι διωγμοί εναντίον των χριστιανών, η Κλεοπάτρα άφησε την Αίγυπτο για να γυρίσει πίσω στη Παλαιστίνη, και πήρε μαζί της το λείψανο του μάρτυρος, σαν πολύτιμο θησαυρό. Εκεί ξόδεψε ένα μεγάλο μέρος από την περιουσία της και έκτισε μεγαλοπρεπέστατη εκκλησία στο όνομα του αγίου Ουάρου και αφιέρωσε σε αυτή το τίμιο λείψανο που φύλαγε μέσα σε ολόχρυση λάρνακα.
Όταν ήταν πια όλα έτοιμα, προσκάλεσε τον επίσκοπο και τους κληρικούς της επαρχίας για τα εγκαίνια. Ύστερα από τη θεία λειτουργία, φιλοξένησε όλους τους πιστούς και τους έστρωσε πλούσιο τραπέζι. Η χήρα μαζί με τον νεαρό γιό της, περιποιήθηκαν με τα ίδια τους τα χέρια όλους τους προσκαλεσμένους, χωρίς να βάλουν ψωμί στο στόμα τους. Σα νύχτωσε και το σπίτι άδειασε από τον κόσμο, τσακισμένος από την κούρση ο νέος, πήγε στο δωμάτιό του να ξεκουραστεί. Σε λίγο πήγε και η μητέρα να του πάει φαγητό. Τον βρήκε όμως να καίγεται στον πυρετό! Ανήσυχη του έκανε τις περιποιήσεις που ήξερε, ξεχνώντας την πείνα και την κούρασή της. Αλλά όσο περνούσε η ώρα ο πυρετός ανέβαινε και πριν προφτάση να έρθει ο γιατρός, ο νέος ξεψύχησε στην αγκαλιά της μάνας. Αλλόφρονη εκείνη από την απροσδόκητη συμφορά, σήκωσε το νεαρό σώμα και το πήγε στην εκκλησία του μάρτυρος. Το ακούμπησε πάνω στη λάρνακα των λειψάνων και πέφτοντας στα γόνατα, ξέσπασε σε σπαρακτικό θρήνο. Με πονεμένα λόγια θύμιζε στον μάρτυρα, σαν να τον είχε μπροστά της, όσα είχε κάνει για χάρη του και απαιτούσε από αυτόν να κάνει ό,τι ο Ελισσαίος για τη Σωμανίτιδα, να αναστήσει δηλαδή τον γιό της!
Ανάμεσα στα δάκρυά της και στ’ αναφυλλητά, συντριμμένη από τον πόνο και τον κόπο, αποκοιμήθηκε. Είδε τότε ένα θαυμάσιο όνειρο, που παρηγόρησε τη μητρική καρδιά της.
Άνοιξε μπροστά στα μάτια της ο ουρανός, και μέσα από φως υπέρλαμπρο παρουσιάσθηκε ο μάρτυς του Χριστού, στεφανωμένος μ’ ολόχρυσο στεφάνι! Κρατούσε από το χέρι, σαν φίλος τον φίλο του, τον γιο της χήρας, που φορούσε κι αυτός ολάνθιστο στεφάνι στο όμορφο κεφάλι του.
-Μη με κατηγορείς για αγνωμοσύνη, Κλεοπάτρα, της είπε ο μάρτυς με γλυκύτητα. Θυμάσαι πόσες φορές γονατιστή μπροστά στα λείψανά μου, γύρευες χάριτες για το παιδί σου; Τι ποιο μεγάλο χάρισμα μπορούσα να του ανταποδώσω από τούτη τη δόξα που βλέπεις; Αν ύστερα από αυτό, εξακολουθείς να τον γυρεύεις κοντά σου, είναι ελεύθερος να έρθει.
Και γυρίζοντας στο νεό, του έδειξε την πονεμένη μητέρα του.
-Φίλε μου μπορείς να πας μαζί της.
Εκείνος όμως έπεσε στην αγκαλιά του μάρτυρος, σαν να μην ήθελε ποτέ να τον αποχωρισθεί, και στρέφοντας στη μητέρα του ελαφρά το κεφάλι, της είπε:
-Επιμένεις λοιπόν να μου στερήσεις αυτή την ευτυχία; Θέλεις ποτέ να με ξαναφέρεις από τα αιώνια στα πρόσκαιρα κι από τη χαρά στη λύπη; Πάψε, μητέρα, να πενθείς και ετοιμάσου να μας συναντήσεις.
Βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στην πληγωμένη καρδιά της χήρας, ύστερα από την οπτασία. Αφού έθαψε το παιδί της στην καινούργια εκκλησία, μοίρασε στους φτωχούς όλη την περιουσία της, φόρεσε ταπεινά ρούχα και έμεινε κοντά στον τάφο του μάρτυρος και του παιδιού της. Επτά ολόκληρα χρόνια περιποιήθηκε τον ναό και πέθανε με φήμη αγίας.
(Γεροντικόν)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σελ. 18-21).