Παρέστη ο π. Ιωήλ Γιαννακόπουλος σε κάποια κηδεία στη Μεσσήνη πριν από πολλά χρόνια.
Κάποιος «ευφυής» ομιλητής, αποχαιρετώντας το νεκρό, είπε πολλές ανοησίες για μοίρα, ειμαρμένη κλπ. Όταν τελείωσε, αρχίζει ο π. Ιωήλ:
«Αγαπητοί μου· όσα σάς είπε ο ομιλητής είναι ψέματα! Ακούστε ποια είναι η αλήθεια…». Και συνέχισε αναπτύσσοντας τη χριστιανική διδασκαλία για την πτώση, το θάνατο, την ανάσταση κλπ.
«Δεν ήταν ειδωλολάτρης…»
Κάτι ανάλογο συνέβη πριν λίγα χρόνια την Καλαμάτα, στην κηδεία ενός επιφανεστάτου -και ταυτόχρονα ευσεβεστάτου- μέλους της κοινωνίας της Καλαμάτας. Στην κηδεία αυτή ο ένας από τους ομιλητές ήταν ανώτατος κρατικός λειτουργός.
Ο π. Ιωήλ -παρότι δεν είχε σκοπό να μιλήσει- μη ανεχόμενος όσα ειπώθηκαν, αρχίζει:
«Αγαπητοί μου· εάν ο προκείμενος νεκρός ήταν δυνατόν να ακούσει όσα ειπώθηκαν, θα τα αποδοκίμαζε, διότι αυτός δεν ήταν ειδωλολάτρης αλλά πιστός χριστιανός…». Και προχωρεί όπως και στην προηγούμενη περίπτωση.
«Αφοβία μπροστά στο θάνατο»
Η αφοβία του μπροστά στο θάνατο ήταν εκπληκτική. Μετά από κάθε κηδεία έλεγε στους φίλους του αντί για άλλο χαιρετισμό:
«Αι, παιδιά, και στα δικά μας!».
Και διασκέδαζε βλέποντας τις γεμάτες φόβο αντιδράσεις των περισσοτέρων,
«Ο νεκρός και η νέκρα»
Σε κάποια κηδεία Αρχιερέως ανήλθαν στο βήμα είκοσι περίπου ομιλητές· άλλοι μακρηγόρησαν και άλλοι αρκέστηκαν σε σύντομους αποχαιρετισμούς. Ήταν παρόντες και πολλοί Επίσκοποι από τους οποίους κάποιοι μίλησαν. Μετά το τέλος της κηδείας λέει σε κάποιον από αυτούς:
«Είπατε, είπατε όλοι σας τόσα κι άλλα για το νεκρό. Τον υμνήσατε, τον κλάψατε, τον θρηνήσατε. Δεν βρήκατε να πείτε δυο λόγια και για τη νέκρα; Δηλαδή για το θάνατο; Δεν υπάρχουν μόνο νεκροί, υπάρχει και νέκρα. Αυτή δεν πρέπει να τη θυμόμαστε;…»
(Ανέκδοτα Ιωήλ Γιαννακοπούλου αρχιμανδρίτου,αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωρόπουλου, Αθήνα 1998, σελ.49-50)
Πριν από πολλά χρόνια επισκέφτηκε ο π. Ιωήλ Γιαννακόπουλος κάποιο γέροντα Ιερέα, βαρύτατα άρρωστο. Βρήκε εκεί δύο ακόμη ιερείς, οι οποίοι «παρηγορούσαν» τον ασθενή με τα συνηθισμένα ψέματα «δεν έχεις τίποτα», «θα γίνεις καλά», «κάνε κουράγιο», «γρήγορα θα σηκωθείς» κλπ. Ο π. Ιωήλ άκουγε κατ’ αρχήν σιωπηλός. Μετά από λίγο στρέφεται προς τον άρρωστο:
- Αυτοί σε κοροϊδεύουν, σου λένε ψέματα. Η κατάστασή σου είναι σοβαρή και πρέπει να ετοιμαστείς.
- Πάψε! Μη λες τέτοια λόγια. Ο άνθρωπος δεν έχει τίποτα σοβαρό! Λέει ο ένας από τους επισκέπτες ιερείς.
- Κι εσύ θα πεθάνεις, απαντά ο π. Ιωήλ. Νομίζεις ότι θα μείνεις εδώ αιωνίως; Τρομάρα σου!...
- Σταμάτα, καυμένε, και άσε τους θανάτους! κραύγασε και ο άλλος επισκέπτης ιερέας.
- Και εσύ θα πεθάνεις! απαντά και προς αυτόν.
Ο άρρωστος στρέφεται προς τον π. Ιωήλ, ομολογεί ότι έχει δεκαετίες να εξομολογηθεί και τον παρακαλεί να επανέλθει την ίδια μέρα για να δεχτεί την εξομολόγησή του. Μετά από λίγες μέρες ο γέροντας ιερέας αναπαύτηκε εν ειρήνη… Είναι πολύ πιθανόν ότι στις 23 Δεκεμβρίου του 1966, χαρούμενος και λευκοφορεμένος, θα υποδέχτηκε τον π. Ιωήλ στον ολόφωτο Νυμφώνα του Ουρανού, «όπου ήχος καθαρός εορταζόντων και βοώντων απαύστως· Κύριε δόξα σοι!»…
(Ανέκδοτα Ιωήλ Γιαννακοπούλου αρχιμανδρίτου,αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωρόπουλου, Αθήνα 1998, σελ.49-50)
Απόσπασμα από κήρυγμα του π. Ιωήλ Γιαννακοπούλου που έγινε τη Μ. Παρασκευή:
«…Αποτελεί παρηγοριά για μας να βλέπουμε άλλους να υποφέρουν περισσότερο. Παρηγορείται ο τυφλός από το ένα μάτι, όταν δει άλλον να είναι τυφλός και από τα δύο μάτια. Παρηγορείται ο ανάπηρος από το ένα χέρι ή πόδι, όταν δει άλλον που να του λείπουν και τα δύο. Παρηγορείται ο πεινασμένος όταν δει άλλον που να είναι πεινασμένος και κατάκοιτος… Αλλά να η υπέρτατη παρηγοριά, ο Εσταυρωμένος!
Είσαι άρρωστος; Έχεις όμως το κρεβάτι σου, ενώ Αυτός είναι καρφωμένος όρθιος, επάνω σ’ ένα ξύλο.
Είσαι φτωχός; Είσαι όμως ελεύθερος, ενώ Αυτός ούτε να κινηθεί δεν μπορεί. Είσαι συκοφαντημένος και κατατρεγμένος; Όχι όμως όσο Αυτός. Σε εγκατέλειψαν οι φίλοι σου; Αλλά Αυτόν τον πρόδωσε ο μαθητής Του και Τον οδήγησε σε θάνατο φρικαλέο.
Τα στερείσαι όλα; Αλλά τουλάχιστον κάποιο κουρέλι σκεπάζει το σώμα σου, ενώ Αυτός κρέμεται γυμνός στο Σταυρό. Καμμία συμφορά ανθρώπινη, καμμία δυστυχία, καμία στέρηση, καμμία οδύνη, δεν είναι δυνατόν να ξεπεράσει το μαρτύριο του Ιησού. Και επιτέλους ό,τι και αν πάσχεις εσύ, είσαι ένας άθλιος αμαρτωλός, ενώ Εκείνος είναι ο μοναδικός Αθώος…».
(Ανέκδοτα Ιωήλ Γιαννακοπούλου, αρχιμανδρίτου,αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωρόπουλου, Αθήνα 1998, σ.45-46)
...και απευθύνει στoν καθένα μας το «ελθέ», που είπε στον Απόστολο Πέτρο. Μας καλεί να ακολουθήσουμε τη δική Του πορεία. Να μην καταποντισθούμε στην τρικυμισμένη θάλασσα του κόσμου, να μη φοβηθούμε τους ανέμους και τη θαλασσοταραχή, να μη δειλιάσουμε μπροστά στη δύναμη των παθών και της αμαρτίας. Να νικήσουμε τον εαυτό μας και να ξεπεράσουμε τις απαιτήσεις της φθαρτής φύσεώς μας. Να ζήσουμε τη ζωή του Πνεύματος και της αγιότητας βαδίζοντας και μεις, με τη δική Του δύναμη, «επί τα ύδατα».
Διότι το «ελθέ» που απευθύνει ο Κύριος δεν είναι μόνο πρόσκληση για αγώνα. Είναι συγχρόνως και χάρη και δύναμη θεία, που κάνει τη θάλασσα στεριά και δυνατή τη ζωή του Πνεύματος. Είναι ακόμη και απόδειξη της πραγματικής παρουσίας του Χριστού στη ζωή μας. «Κύριε, ει συ ει, κέλευσόν με προς σε ελθείν επί τα ύδατα», είπε ο Πέτρος. Επειδή ακριβώς ο Χριστός δεν είναι φάντασμα, αλλά είναι ο ένας και μόνος αληθινός Θεός, «κελεύει», προστάζει και τον Πέτρο και όλους μας «ελθείν επί τα ύδατα» και κάνει στη ζωή μας τα αδύνατα δυνατά.
Στη λογική μας η απαίτηση του απόστολου Πέτρου φαίνεται υπερβολική: Κύριε, αν είσαι εσύ, δώσε μου την εντολή να έλθω προς σε βαδίζοντας και εγώ πάνω στα ύδατα. Δηλαδή, αν είσαι εσύ, τότε και εγώ μπορώ να κάνω ό,τι και συ.
Αλλά γιατί; Κάλλιστα μπορούσε και αυτός που φάνηκε να βαδίζει πάνω στα κύματα να ήταν όχι φάντασμα αλλά ο Χριστός, και ο Πέτρος να παρέμενε στην αδυναμία του. Αλλά ο Κύριος δέχθηκε τον όρο που έθεσε ο τολμηρός μαθητής και απάντησε το «ελθέ». Δεν του είπε: Αυτό που ζητάς είναι υπερβολικό. Δεν είμαστε ίδιοι, για να μπορούμε να κάνουμε τα ίδια. Αλλά: Θα αποδείξω ότι είμαι εγώ, καθώς τώρα θα σου δώσω τη δυνατότητα να κάνεις ό,τι κάνω και εγώ. Η απάντηση του Χριστού είναι πιο εντυπωσιακή από την απαίτηση του μαθητού.
Όταν κόπασε ο άνεμος, όταν τέλειωσε πια το θαύμα, αυτοί που ήταν μέσα στο πλοίο ήλθαν, προσκύνησαν τον Χριστό με πολλή ευλάβεια και είπαν: «αληθώς Θεού υιός ει».
Ένας αληθινός Θεός δεν μπορεί παρά να έχει τη δυνατότητα να μας κάνει όλους θεούς. Αλλιώς δεν είναι Θεός! Στην απαίτηση του Πέτρου κρύβεται μια μεγάλη αλήθεια: ο Χριστός είναι ο Θεός που έγινε άνθρωπος, για να δώσει στον άνθρωπο τις δυνατότητες του Θεού, για να αναδείξει τον άνθρωπο θεό κατά χάριν.
........................Ο πιστός μιμείται τον Χριστό, επαναλαμβάνει στη μικρή ανθρώπινη ζωή του τη ζωή του Χριστού, όσο αυτό είναι δυνατό στον άνθρωπο. Πορεύεται στη ζωή του ο άνθρωπος του Χριστού με το φρόνημα, την αυταπάρνηση, την ταπείνωση και αγάπη του Χριστού. «Ο λέγων εν αυτώ μένειν οφείλει, καθώς εκείνος περιεπάτησε, και αυτός ούτω περιπατείν» (Α΄Ιω. β΄6). Πάνω στη θάλασσα. Πάνω στα κύματα της ζωής, όπως Εκείνος.
«Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ», λέγει ο απόστολος Παύλος. Με τη δύναμη και τη χάρη του Χριστού όλα τα μπορώ. Ακόμη και να γίνω θεός!
(απόσπασμα από το βιβλίο «Η ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ», Αρχιμ. ΑΣΤΕΡΙΟΥ Σ. ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ)
ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ
Ειναι κοντά η μέρα της Εξομολογήσεως και στη συνέχεια η πανευφρόσυνη στιγμή της Μεταλήψεως του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.
Ο Θεός να δώσει , ώστε να εξομολογηθείς και να κοινωνήσεις όπως πρέπει. Έτσι ο αγώνας της νηστείας και όσα τυχόν κέρδισες απ’ αυτόν, θα επισφραγιστούν με τη θεϊκή σφραγίδα των ιερών Μυστηρίων.
Γιατί γράφεις ότι φοβάσαι την Εξομολόγηση;
Πολλοί άνθρωποι ,βέβαια, τη φοβούνται, εσύ όμως γιατί; Ο εξομολόγος είναι μόνο ο μάρτυρας. Ο Θεός δέχεται τις αμαρτίες. Εκείνος παραγγέλλει στον ιερέα να δώσει άφεση αμαρτιών στο χριστιανό που εξομολογείται. Ο Θεός ελεεί και συγχωρεί. Συγχωρεί κάθε άνθρωπο που προσέρχεται στο Μυστήριο με μετάνοια αληθινή. Τι έχουμε , λοιπόν, να φοβηθούμε από έναν τόσο σπλαγχνικό Κύριο; Γιατί ν’ ανησυχούμε;
Νομίζω πως η ανησυχία μας οφείλεται σε δυο λόγους:
Πρώτον , στο ότι δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς να πούμε στην εξομολόγηση. Και δεύτερον, στο ότι εξομολογούμαστε σπάνια.
Ως προς το πρώτο, έχω να παρατηρήσω , ότι γνωρίζει πολύ καλά τι θα πει στον εξομολόγο όποιος αγωνίζεται πραγματικά. Αγωνίσου, λοιπόν, να ζήσεις όπως είπαμε, και θα δεις πόσα θα έχεις να εξομολογηθείς!
Ως προς το δεύτερο , πάλι, είναι αλήθεια πως, αν εξομολογούμασταν συχνά, δεν θα φοβόμασταν τόσο. Από δω κι εμπρός, λοιπόν, συχνότερα να εξομολογείσαι και συχνότερα να συμμετέχεις στο Κυριακό Δείπνο.
Στο μεταξύ, γράψε σ’ ένα χαρτί όλα όσα νομίζεις ότι πρέπει να πεις στην Εξομολόγηση και, όταν πας στον πνευματικό, εξομολογήσου με τη βοήθεια των σημειώσεών σου.
Πρέπει να κάνεις μια πραγματικά σωστή Εξομολόγηση. Και σε μια σωστή Εξομολόγηση ο χριστιανός δεν περιμένει τον ιερέα να τον ρωτήσει αν έκανε τούτο ή εκείνο, αλλά λέει ο ίδιος εξαρχής όλα του τα αμαρτήματα.
Δυστυχώς, η Εξομολόγηση σπάνια γίνεται όπως πρέπει. Ο πνευματικός αναγκάζεται να ρωτάει ένα σωρό πράγματα που δεν αφορούν τον εξομολογούμενο, και συχνά δεν ρωτάει εκείνα που τον αφορούν, γιατί δεν τα γνωρίζει ή δεν έρχονται στο νου του. Έτσι πολλά αμαρτήματα μένουν ανεξομολόγητα. Εσύ η ίδια, λοιπόν, πρέπει να πεις όλα όσα σου υποδεικνύει η συνείδησή σου. Μπορείς να τα θυμάσαι και δίχως σημειώσεις˙ μόνο να είσαι σίγουρη ότι δεν θα παραλείψεις τίποτα
Μακάρι να εξομολογηθείς με αληθινή μετάνοια και με τη σταθερή απόφαση της διορθώσεως. Μη φοβάσαι. Αυτός ο φόβος είναι εντελώς ανώφελος και δυσκολεύει τα πράγματα. Ο ευλαβικός φόβος του Θεού είναι ωφέλιμος και σωτήριος, ενώ ο φόβος της Εξομολογήσεως είναι επιβλαβής και, θα έλεγα, παιδιάστικος. Ο εχθρός τον εμπνέει.
Πήγαινε στον Κύριο όπως πήγε στον πατέρα του ο άσωτος υιός της ευαγγελικής παραβολής, επιστρέφοντας από την αμαρτωλή ζωή: Με συντριβή αλλά και με ηρεμία. Όταν εκείνος γύρισε στο πατρικό σπίτι , ο πατέρας του τι έκανε; Μήπως τον μάλωσε; Κάθε άλλο. Έτρεξε κοντά του , τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Έτσι θα κάνει νοερά και σ’ εσένα ο ουράνιος Πατέρας σου. Απλώνει κιόλας τα χέρια Του προς το μέρος σου. Δεν έχεις παρά να τρέξεις κοντά Του. Κάνε το με ευλαβική αγάπη.
Το βασικότερο στοιχείο της μετάνοιας είναι η οδύνη της καρδιάς για την αμαρτωλότητά της και η σταθερή απόφασή της για διόρθωση. Έχεις ήδη αποφασίσει να ευαρεστήσεις τον Κύριο. Και Εκείνος έχει αποφασίσει να αποδεχθεί με χαρά την απόφασή σου. Οδύνη, όμως, την αμαρτωλότητά σου νιώθεις; Ακόμα κι σν οι αμαρτίες σου δεν είναι πολλές ή βαρειές, είναι ωστόσο αμαρτίες και προκαλούν λύπη στον Θεό. Ντρεπόμαστε τους ανθρώπους για κάποιες επιπολαιότητές μας, αστόχαστα λόγια ή απρόσεκτα έργα, και δεν ντρεπόμαστε τον Κύριο όχι για απλές επιπολαιότητες ,αλλά για αμαρτίες! Μάθε , λοιπόν, να βιώνεις την κατά Θεόν συντριβή και λύπη, που υψώνει μέσα σου κάστρο ισχυρό ενάντια στα ελαττώματα και τις αδυναμίες σου.
Στη μετάληψη των θείων Μυστηρίων πήγαινε με απλότητα καρδιάς , με βαθειά ευλάβεια και με τη βέβαιη πίστη ότι θα λάβεις μέσα σου τον Κύριο. Εκείνος μετά τη θεία Κοινωνία, θα αλλοιώσει την ψυχή σου όπως, ως πανάγαθος , θέλει και όπως, ως πάνσοφος, γνωρίζει. Άφησέ Τον να το κάνει ελεύθερα. Εσύ μην Του ζητάς τίποτα, καθώς άλλοι, που, επιθυμώντας άκυρα να λάβουν το ένα ή το άλλο χάρισμα από τη θεία Κοινωνία, στενοχωρούνται και ταράζονται, όταν η επιθυμία τους δεν εκπληρώνεται. Τότε κλονίζεται ακόμα και η πίστη τους στη δύναμη του Μυστηρίου. Η ατέλεια και η αδυναμία, ωστόσο, δεν βρίσκεται στο Μυστήριο, αλλά σ’ εμάς, τους ρηχούς και επιπόλαιους. Μην υπόσχεσαι τίποτα στον εαυτό σου. Άφησέ τα όλα στον Κύριο, ζητώντας Του μόνο τούτο: Να σε ενισχύει σε κάθε τι αγαθό, για να Του είσαι ευάρεστη.
Η θεία Κοινωνία συνήθως χαρίζει μια γλυκιά ειρήνη στην καρδιά. Κάποτε φωτίζει το νου και εμπνέει στην ψυχή την αφιέρωση στον Κύριο. Άλλοτε, πάλι, δεν δίνει τίποτε το άμεσο και φανερό , αλλά δυναμώνει γενικά τον άνθρωπο στον πνευματικό του αγώνα. Πρέπει να σημειώσω , πάντως, ότι δεν βλέπουμε απτούς καρπούς από τη θεία Κοινωνία, επειδή σπάνια κοινωνάμε.
Αν προσέρχεσαι συχνά στα θεία Μυστήρια, θα δεις τους ανακαινιστικούς και παρακλητικούς καρπούς της.
Παρακαλώ τον θεό να σε βοηθήσει, ώστε να εξομολογηθείς και να κοινωνήσεις με εντελώς νέο πνεύμα.
«ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ, Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ »
(ποίημα αποδιδόμενο στον Γρηγόριο Θεολόγο)
Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ
«Και όμως ο Πέτρος ο ξακουστός στέκεται μακριά,
Σκυφτός, θλιβερός και συντετριμμένος.
Σαν να έκανε κάποιο μεγάλο κακό παρακαλεί τον Θεό.
Γιατί θρηνείς Πέτρε, έκανες κάποιο κακό,
αλλά μπορείς συγχώρεση να λάβεις.
Λόγε Θεού, Παιδί μου αγαπημένο,
συγχώρεσε, Παιδί μου, είναι φυσικό οι άνθρωποι να σφάλλουν,
έσφαλε και ο Πέτρος φοβούμενος τον όχλο.
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ
Ήσυχη πήγαινε μάνα Παρθένα, τώρα.
Τον Πέτρο συγχωρώ όπως θέλεις.
Και πρώτα υπάκουγα στα λόγια σου,
χάρις στην καλοσύνη σου κι ευσέβεια.
Ό,τι είχα να σου πω το είπα τώρα,
τραβούν άφθονη την χάρη μου τα δάκρυα
και τα δεσμά κάθε αμαρτίας λύνουν»
(Χριστός πάσχων, ΕΠΕ 8, 102104)
«Δέξου ως πρέσβειρα την μητέρα σου Λόγε,
κι εκείνοι που έχουν χάρη τα δεσμά να λύουν…
Χαίρε, γεμάτη από χάρες Κόρη, Μητέρα και Παρθένος,
στις χάρες που περνάς κάθε παρθένα,
ανώτερη από τα ουράνια τάγματα·
Παντάνασσα, Κυρία, Χαρά του κόσμου,
πάντοτε σκέπτεσαι το καλό του ανθρώπου
και για μένα είσαι παντού η πιο μεγάλη σωτηρία»
(Χριστός πάσχων ΕΠΕ 8, 244-246)
Ο Γερο-Χαράλαμπος ο Κομποσχοινάς «διηγήθηκε:
«Κατά το χειμώνα του 1943 στην Αθήνα, όπου διέμενα ως λαϊκός, υπήρχε μεγάλη στέρηση των αναγκαίων και σε συνδυασμό με το βαρύ χειμώνα πολύς κόσμος πέθαινε. Εκείνη την εποχή συνήθιζα να επισκέπτομαι αυτή την πολύ ευλαβή καλόγρια, η οποία είχε στο σπίτι της την παλαιά εικόνα της Παναγίας από τη Μ. Ασία. Η εικόνα αυτή έφερε επάνω της πολλά παλαιά τάματα, μερικά απ’ τα οποία ήταν πολύτιμα. Καθώς λοιπόν εστενοχωρούμεθα από την έλλειψη τροφίμων, μία ημέρα της λέω:
- Βρε Μαρία, δεν πουλάς το μάλαμα απ’ την εικόνα να αγοράσουμε τίποτα να φάμε;
Αυτή απάντησε:
- Το μάλαμα αυτό είναι της Παναγίας και δεν μπορώ να το πειράξω. Αν ήθελε η Παναγία να μας το δώσει θα μας το έδινε.
Μόλις, όμως, είπε αυτά τα λόγια ένα χρυσό βραχιόλι απ’ τα τάματα της εικόνας σηκώθηκε μόνο του απ’ την εικόνα και κόλλησε στο τζάμι της σαν να ήθελε να βγει έξω από το προσκυνητάρι. Αυτό το θεώρησε πως ήταν σημάδι από την Παναγία. Πούλησε το βραχιόλι και αγοράσαμε τρόφιμα, με τα οποία βγάλαμε το δύσκολο εκείνο χειμώνα»
(Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση, Αγ Όρος 2011, στο αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ GPS για τον Παράδεισο σελ. 206-207)
«Σε κήρυγμά του ο Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης μάς μίλησε για τη βλασφημία.
Είπε, ότι όταν υπηρετούσε στο στρατό άκουσε έναν να βλαστημά την Παναγία. Πήγε, λοιπόν, και ως στρατιωτικός ιερέας, το ανέφερε στον υπεύθυνο αξιωματικό. Είπε:
- Αυτός βλαστήμησε τη βασίλισσα.
Φωνάζει ο αξιωματικός τον βλάστημο και του λέει:
- Γιατί βλαστήμησες τη βασίλισσα;
- Εγώ, λέει ο φαντάρος, βλαστήμησα τη βασίλισσα, τη Φρειδερίκη;
- Μα αυτό μας λέει ο ιερέας εδώ.
- Δεν βλαστήμησε τη Φρειδερίκη, του εξηγεί ο π. Αυγουστίνος, την Παναγία βλαστήμησε.
- Αι, πες μας έτσι!, είπε ο αξιωματικός και κάθισε στην καρέκλα του…
- Μπράβο σας, λέει οργισμένος ο π. Αυγουστίνος. Μεγάλη η βασίλισσα, μικρή η Παναγία!»
(Ειρήνη Βερούλη, στο περ. Χριστιανική Σπίθα, στο αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Η Εξομολόγηση,Αθήνα 2012 σελ. 88-89)
Οι Προτεστάντες, ως άνθρωποι λογικοκρατούμενοι, απορρίπτουν ορισμένες πτυχές του θεομητορικού δόγματος. Και ενώ δέχονται την παρθενική σύλληψη του Χριστού, περί της οποίας ομιλεί σαφώς η Γραφή, αρνούνται την παρθενική γέννησή του, γιατί μια γέννηση καταστρέφει φυσιολογικά την παρθενία της όποιας μητέρας. Αυτό βέβαια είναι αληθινό στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Κάθε μάνα που γεννά δεν μπορεί να παραμένει παρθένος. Πέρα από τα στεγανά όρια της φύσεως και της λογικής οι άνθρωποι δεν έχουν αίσθηση της μυστηριακής πραγματικότητας, η οποία νικά «φύσεως τάξιν». Κατ’ αυτούς ο τρόπος γεννήσεως του Χριστού δεν έχει μεγάλη σημασία. Δεν προσδίδει μεγάλο αξίωμα στη Μητέρα. Δεν μπορούν να την εντοπίσουν στην υπερφυσική διάσταση του μυστηρίου της. Δεν μπορούν να δουν την καινότητα του τόκου του Υιού του Θεού, που γίνεται η άφθαρτη απαρχή μιας νέας πνευματικής ανακαίνισης και αναγέννησης των ανθρώπων. Μιας αναγέννησης που σπάει τα δεσμά της φθοράς που απορρέουν από την παλαιότητα της φύσεως του Αδάμ. Μένουν ασάλευτα δεμένοι με τη φύση. Η υπερφύση δεν τους ακουμπά.
Πολύ λιγότερο δεν μπορούν να δεχτούν το «αειπάρθενον» της Θεοτόκου. Κατά τους Προτεστάντες μετά τη γέννηση του Ιησού, η Μαρία ήλθε σε γαμική σχέση με τον Ιωσήφ, από την οποία απέκτησε τέκνα ,τους φερομένους ως αδελφούς του Χριστού⁸⁷. Τις αντιλήψεις τους αυτές, προσπαθούν να τις στηρίξουν στην αγία Γραφή. Έτσι προσάγουν τα χωρία, εις τα οποία μνημονεύονται οι αδελφοί του Κυρίου και το Ματθ.1,25: «ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ου έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον». Κακώς όμως, γιατί αδελφοί του Ιησού μπορούν να είναι στενοί συγγενείς του είτε από την πλευρά του Ιωσήφ (φυσικά τέκνα του από πρότερο γάμο) είτε από την πλευρά της Θεοτόκου. Την έννοια του αδελφού σημαίνοντος τον εξάδελφον ή ανεψιό, απαντούμε σε πολλά χωρία της Γραφής:Γεν.12,5. 13,8 .29,15.Η φράση «έως ου (έως ότου)» στην οποία στηρίζουν οι Διαμαρτυρόμενοι τη γνώμη τους, ότι δηλαδή ο Ιωσήφ δεν είχε σαρκική σχέση με τη Μαρία μέχρις ότου γέννησε τον Υιό της και μετά ταύτα ήλθε σε γαμική συνένωση με τη Μαρία, δεν μπορεί αναγκαίως να στηρίξει τις απόψεις τους.
Ο χρονικός προσδιορισμός αναφέρεται σε ένα ορισμένο χρονικό σημείο για το οποίο ενδιαφέρεται ο ομιλών, αφήνοντας τη χρονική συνέχεια ακαθόριστη. Στο Γεν. 8,7 γίνεται λόγος περί του κόρακος που βγήκε από την κιβωτό του Νώε, ο οποίος δεν επέστρεψε σ΄ αυτήν «έως του ξηρανθήναι το ύδωρ». Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ο κόραξ γύρισε πίσω μετά την αποξήρανση των υδάτων (βλ.Ψαλμ.122,2). Ομοίως και η λέξη «πρωτότοκος» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην τον πρώτο μεταξύ πολλών αδελφών, αλλά τον πρώτο γεννηθέντα (βλ.Εξοδ.34,19εξ.), άσχετα αν ακολουθούν ή όχι άλλοι αδελφοί.
Άλλωστε δεν θα ήταν σοβαρό να πιστέψουμε, ότι η Θεοτόκος μετά την πείρα της ως Μητέρας του Θεού και την αίγλη του θαύματος στο οποίο τόσο επάξια λειτούργησε, θα είχε σκέψη και επιθυμία να έλθει σε γαμική σχέση με άντρα («Πώς δηλαδή θα καταδεχόταν την συνένωση με άνδρα ενώ γέννησε το Θεό και γνώρισε το θαύμα με την πείρα των σημείων που έχουν ακολουθήσει. Μη βλασφημείς· όχι μόνο δεν είναι γνώρισμα συνετής σκέψης να σκέφτεται τέτοια, πόσο μάλλον και να τα κάνει» Ιωάννης Δαμασκηνός. Χρ. Ανδρούτσου, Δογματική σελ. 173). Ο Ιωσήφ ήταν απλώς «μνήστωρ» (αρραβωνιαστικός της Θεοτόκου) και όχι σύζυγός της.
(Ανδρέου Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά, Αποστολική Διακονία, 2006 σελ. 115-117)
Ο κ. Τσολάκης Βασίλειος, Αστυνομικός από την Αριδαία, διηγείται: Κάποιος γνωστός μου είχε πάει στο εξωτερικό. Δυστυχώς εκεί έμπλεξε με Προτεστάντες με αποτέλεσμα να αρνηθεί την Ορθοδοξία και να γίνει Προτεστάντης.
Μια μέρα με επισκέφτηκε στο γραφείο μου και βλέποντας τη φωτογραφία του π. Παϊσίου μου είπε έντρομος: Αυτόν τον ξέρω. Πριν 10 χρόνια πήγα στο Κελλί του με άλλους δύο. Μόλις φθάσαμε, μόνο εμένα δεν μου επέτρεψε να μπω. Διότι μου είπε ότι είμαι αιρετικός, γιατί δεν πιστεύω στην Παναγία και στους Αγίους
(ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου, σελ. 611)