Ματθ. 5,6 μακάριοι(1) οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες(2) τὴν δικαιοσύνην(3), ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται(4).
Ματθ. 5,6 Μακάριοι όσοι πεινούν και διψούν δια να αποκτήσουν οι ίδιοι, να επικρατήση δε και στον κόσμον η δικαιοσύνη και η αρετή, διότι αυτοί θα χορτάσουν.
(1) Ο τέταρτος μακαρισμός είναι πολύ λιγότερο παράδοξος στη μορφή από τους τρεις πρώτους (p).
(2) «Πρόσεξε με πόση υπερβολή αναφέρει αυτό. Διότι δεν είπε Μακάριοι αυτοί που προσηλώνονται στη δικαιοσύνη, αλλά μακάριοι αυτοί που πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη, έτσι ώστε να την εξασκούμε όχι έτσι απλά, αλλά με κάθε επιθυμία» (Χ).
Είναι αξιοσημείωτο ότι μακαρίζεται η πείνα και η δίψα της δικαιοσύνης και όχι η κατοχή της. Το να πιστεύει κάποιος, ότι κατέκτησε τη δικαιοσύνη, όπως και ο Φαρισαίος της παραβολής, είναι απαίσιο. Αλλά και το να γνωρίζει κάποιος ότι στερείται αυτής, δεν είναι αρκετό.
Πρέπει να αισθάνεται, ότι δεν έχει αυτήν και να κατέχεται από σφοδρή και επίμονη επιθυμία να την αποκτήσει, για να είναι μακάριος από τον Κύριο. Διότι όταν έχει τέτοια επιθυμία, τότε ασφαλώς θα καταβάλλει κάθε προσπάθεια για επίτευξή της (p).
(3) «Ποιά δικαιοσύνη; Ή την αρετή συνολικά (γενικά), ή αυτήν με τη στενότερη έννοια, που είναι αντίθετη από την πλεονεξία» (Χ). Η πρώτη εκδοχή πιθανότερη.
Δικαιοσύνη εδώ δεν είναι ούτε η δικαιοσύνη του Θεού, της οποίας τον θρίαμβο θα εύχονταν οι μακαριζόμενοι, ούτε η δικαιοσύνη την οποία θα ήταν αυτοί διατεθειμένοι να αποδίδουν στους άλλους, αλλά η τελειότητα την οποία ο Θεός δίνει σε όλους εκείνους, οι οποίοι επιθυμούν αυτοί με όλη τους την ψυχή (L).
Αξιόλογη όμως και η εκδοχή σύμφωνα με την οποία δικαιοσύνη= το να απονέμει κανείς στον καθένα ό,τι ανήκει σε αυτόν. Αυτοί λοιπόν που πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη είναι όσοι σε καμιά περίπτωση δεν ανέχονται την καταπάτηση και παραβίαση του δικαίου, αλλά εξεγείρονται εναντίον κάθε αδικίας χωρίς να φοβούνται κανέναν προκειμένου να υποστηρίξουν με έργα το δίκαιο (δ).
(4) Από δικαιοσύνη. Δες Ρωμ. ιδ 17. Αυτή ήταν και η τροφή του Ιησού (Ιω. δ 34 δες και Ματθ. γ 15)(b). Ο χορτασμός αναφέρεται στο μέλλον. Διότι ο πόθος της δικαιοσύνης και τελειότητας είναι πόθος του Θεού και η πείνα λοιπόν και δίψα της δικαιοσύνης θα χορταστεί με την κατοχή του Θεού (L). Σύμφωνα με την δεύτερη εκδοχή, θα χορτάσουν δικαιοσύνη, διότι θα δουν τέτοια άκρα δικαιοσύνη να απονέμεται στον καθένα στη βασιλεία του Θεού, ώστε το ζωηρότατο μέσα τους αίσθημα του δικαίου θα ικανοποιηθεί πληρέστατα (δ).
Ματθ. 5,7 μακάριοι οἱ ἐλεήμονες(1), ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται(2).
Ματθ. 5,7 Μακάριοι οι ευσπλαγχνικοί και ελεήμονες, που συμπονούν και ελεούν τον πάσχοντα, διότι αυτοί θα ελεηθούν πλουσίως από τον Θεόν.
(1) «Εδώ μου φαίνεται ότι εννοεί όχι μόνο αυτούς που ελεούν με χρήματα, αλλά και με πράγματα. Διότι είναι ποικίλος ο τρόπος της ελεημοσύνης και πλατιά αυτή η εντολή» (Χ).
Η λέξη ελεήμων συχνά αποδίδεται στην Π.Δ. στο Θεό, συνδυασμένη μάλιστα με τη λέξη οικτίρμων, ιδιαίτερα στους ψαλμούς (πε 15,ρβ 8,ρι 4,ρια 4,ριδ 5,ρμδ 8). Στην Κ.Δ. βρίσκεται μόνο εδώ και στο Εβρ. β 17, όπου αναφέρεται στο Χριστό που έγινε ελεήμων και πιστός αρχιερέας. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο μακαρισμός για την ελεημοσύνη ακολουθεί τον μακαρισμό για τη δικαιοσύνη.
Οσοδήποτε μεγάλος και αν είναι ο ζήλος μας για τη δικαιοσύνη, δεν πρέπει να στερείται του στοιχείου του ελέους. Εάν η δικαιοσύνη είναι ιδίωμα του Θεού, επίσης ιδίωμά του είναι και το έλεος. Και εκείνοι, οι οποίοι έχουν θέσει ενώπιόν τους τη θεία εξοχότητα ως ιδανικό, προς το οποίο τείνουν με διακαή πόθο, δεν πρέπει να λησμονούν, ότι ο Θεός είναι συγχρόνως δίκαιος και ελεήμων. Ο ψαλμωδός περιγράφοντας τον τέλειο άνθρωπο αποδίδει σε αυτόν ακριβώς τον συνδυασμό του ελέους και της δικαιοσύνης (Ψαλμ. ρια 5). Περιορίζουμε όμως το έλεος πολύ, όταν θεωρήσουμε αυτό ως συνώνυμο της συγχώρησης των πταισμάτων των άλλων σε μας (p).
Ο άνθρωπος έχει ανάγκη του θείου ελέους. Οφείλει λοιπόν να συγχωρεί και γενικώς να δείχνει συμπάθεια στις δυστυχίες και τα δεινά των άλλων. Δες Παροιμ. ιζ 5 («αυτός που σπλαγχνίζεται, θα ελεηθεί) και Ιακ. β 13 και προ παντός τον αγαθό Σαμαρείτη (L).
(2) Θα τύχουν ελέους την ημέρα της κρίσης (S) ιδιαίτερα, αλλά και εδώ. «Φαίνεται μεν σαν ίση ανταμοιβή, αλλά είναι πολύ μεγαλύτερη από το κατόρθωμα. Διότι αυτοί μεν ελεούν ως άνθρωποι, ελεούνται όμως από το Θεό των όλων. Δεν είναι όμως ίσο το ανθρώπινο έλεος και το θείο, αλλά όση είναι η απόσταση μεταξύ πονηρίας και αγαθότητας, τόσο διαφέρει αυτό από εκείνο» (Χ).
Ματθ. 5,8 μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ(1), ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται(2).
Ματθ. 5,8 Μακάριοι όσοι έχουν καθαράν και αμόλυντον την καρδίαν, διότι αυτοί θα ίδουν τον Θεόν εις την δόξαν του.
(1) «Καθαρούς εδώ ονομάζει ή εκείνους που έχουν την συνολική αρετή και η συνείδησή τους δεν τους ελέγχει για κανένα πονηρό ή αυτούς που ζουν με αγνότητα» (Χ), «αυτοί που με την ένωσή τους με το Θεό που γίνεται μέσω του Υιού με το Πνεύμα, έφυγαν από κάθε αγάπη για τη σάρκα, και απομάκρυναν τελείως την κοσμική ηδονή, και κατά κάποιο τρόπο αρνήθηκαν τη ίδια τους τη ζωή και την αφιέρωσαν μόνο στο να θέλουν το Πνεύμα και έζησαν για το Χριστό καθαρά και ολοτελώς» (Κ).
Υπάρχει και εδώ ο κίνδυνος να περιορίσουμε την έννοια του έκτου μακαρισμού. Συχνά θεωρήθηκε απλώς και πνευματικό αντίστοιχο και διεύρυνση της εβδόμης εντολής. Η καθαρότητα της καρδιάς με τη στενή αυτή έννοια αποτελεί αναμφιβόλως μέρος της έννοιας αυτού του μακαρισμού, αλλά δεν είναι και το σύνολό του.
Ο «άνθρωπος που είναι αθώος στα χέρια και καθαρός στην καρδιά, ο οποίος δεν πήρε στα μάταια την ψυχή του και δεν ορκίστηκε με δόλο στον πλησίον του» (Ψαλμ. κγ 4) είναι ο χαρακτήρας που εννοείται εδώ. Αυτός είναι αθώος από κάθε κακό, όχι μόνο στα έργα, αλλά και στην πρόθεση. Το μάτι του είναι απλό (Ματθ. στ 22) και δεν εισχωρεί σε αυτόν κάποια επιθυμία να προσβάλλει το Θεό ή τον πλησίον. Καθαρότητα διάνοιας και ειλικρίνεια προθέσεων είναι τα χαρακτηριστικά του (p). Καθαροί στην καρδιά είναι εκείνοι, τους οποίους δεν τύπτει η συνείδηση για κανένα αμάρτημα (Ιε).
(2) «Αυτός που καθάρισε τελείως την καρδιά του από κάθε εμπαθή διάθεση, μέσα στη δική του ομορφιά βλέπει την εικόνα της θείας φύσης. Διότι είναι ικανή η καθαρότητα της ψυχής να καθρεπτίζει τον Θεό μέσα από τον εαυτό της» (Α).
«Διότι όπως ακριβώς ο καθρέπτης, εάν είναι καθαρός, τότε δέχεται τις αντανακλάσεις, έτσι και η καθαρή ψυχή δέχεται την όψη του Θεού» (Θφ). «Θα δουν όμως το Θεό, όσο είναι δυνατόν στην ανθρώπινη φύση» (Ζ).
«Διότι η θεότητα είναι καθαρότητα και απάθεια και αποξένωση από κάθε κακό… Όταν λοιπόν η σκέψη μέσα σου είναι ανόθευτη από κάθε κακία, ελέυθερη από πάθη και χωρισμένη από κάθε μπολυσμό, είσαι μακάριος, επειδή είσαι καθαρός και με την οξύτητα της όρασης βλέπεις το αθέατο για τους ακάθαρτους. Και επειδή έχει αφαιρεθεί από τα μάτια της ψυχής η υλική λάσπη, μέσα στον καθαρό ουρανό της καρδιάς βλέπεις καθαρά το μακάριο θέαμα» (Γν).
Σαφής γνώση του Θεού θα ακολουθήσει και τώρα σε αυτήν τη ζωή, αλλά θα ολοκληρωθεί στη μέλλουσα ζωή. Δες Α΄Ιω. γ 2,3,6 (b).
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Ζ = Ζιγαβηνός Ευθύμιος
Απ = Απολλινάριος Θφ = Θεοφύλακτος Βουλγαρίας
Αυ = Αυγουστίνος Ιε = Ιερώνυμος
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Γν = Γρηγόριος Νύσσης Ω = Ωριγένης
Δ = Δαμασκηνός Ιωάννης DB=Dict. Of the Bible,Hastings
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας
(Σύγχρονοι Θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible, St Matthew Edited by G.H. Box on the basis of the earlier edition by Prof W.F. Slater, Edirburgh 1922 (σηειώνεται με το S)
M.J. Lagrange. Evangile selon s. Matthieu, Deuxieme edition Paris 1923 (σημειώνεται με το L.)
Alf. Plummer. An exegetical commentary on the Gospel according to S. Matthew, London 1911 (σημειωνεται με το p.)
W. Allen A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Matthew Third edition 1922 (σημειώνεται με το a).
A. Commentary critical, expository and practical κ.λ.π by I. Owen, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
L. Cl. Fillion La sainte Bible commentee VII (σημειώνεται με το F).
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
(Π.Ν. Τρεμπέλα. Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον. εκδ. ο Σωτήρ, μετάφραση στα νέα εληνικά. π. Νικόλαος Πουλάδας)
Ματθ. 5,3 (1)μακάριοι(2) οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι(3), ὅτι αὐτῶν ἐστιν(4) ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν(5).
Ματθ. 5,3 “Μακάριοι και τρισευτιχισμένοι είναι εκείνοι, που συναισθάνονται την πνευματικήν πτωχείαν των (και εξαρτούν τον εαυτόν τους με ταπείνωσιν και πίστιν από τον Θεόν), διότι ιδική των είναι η βασιλεία των ουρανών.
(1) Σημειώθηκαν διάφορες γνώμες ως προς τον ακριβή αριθμό των μακαρισμών. Έχουν αριθμηθεί διαφορετικά από διαφόρους, ως 7 ή 8 ή 9 ή 10 στον αριθμό. Στον Λουκά δεν προκύπτει τέτοιο ζήτημα, διότι έχουμε εκεί 4 μακαρισμούς και 4 ουαί. Όλοι οι υπομνηματιστές συμφωνούν, ότι στους σ. 3-9 έχουμε 7 μακαρισμούς, που παρουσιάζουν περιληπτικά το ιδανικό χριστιανικού χαρακτήρα. Μετά από αυτό επακολουθεί διακήρυξη, ότι οι δεδιωγμένοι επειδή κατέχουν αυτόν τον χαρακτήρα, είναι μακάριοι. Και είναι πθανόν, ότι αποτελεί αυτή ξεχωριστό μακαρισμό. Είναι πολύ μακάριο το να κατέχει κάποιος τον ιδανικό χαρακτήρα. Αλλά είναι μακαριότερο το να διωχτεί κάποιος για τον χαρακτήρα του αυτόν. Ότι όμως αυτός αποτελεί όγδοο μακαρισμό, επειβεβαιώνεται και από το γεγονός, ότι περιλαμβάνεται αυτός στους 4 του Λουκά. Ως προς τον στίχο 11 «μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι…», επαναλαμβάνεται μεν σε αυτόν η λέξη μακάριοι, αλλά αυτά που ακολουθούν αποτελούν εφαρμογή του προηγούμενου μακαρισμού στους παρόντες μαθητές. Ομοίως δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ξεχωριστός μακαρισμός το Χαίρετε και αγαλλιάσθε…, εφ’ όσον άλλωστε στον σ. αυτόν δεν χρησιμοποιείται η λέξη μακάριοι, και ο όλος σ. αποτελεί συμπλήρωμα του προηγούμενου σ.. Πάντως οι 8 μακαρισμοί δεν περιγράφουν 8 διαφορετικές κλάσεις ανθρώπων, αλλά 8 διαφορετικά στοιχεία υπεροχής, τα οποία πρέπει να συνδυάζονται σε ένα και το ίδιο άτομο (p).
(2) Από το μάκος, μάκαρ=μακρός, το οποίο ηλώνει τον μεγάλο και πολύ. Το μεγάλος, όταν λεγόταν ιδίως για θεούς, δήλωνε τον ισχυρό, ο οποίος έχει κατά τρόπο φυσικό όλα τα αγαθά δικά του. Οπότε το μάκαρ κατέληξε ίσο με το ευδαίμων, ευτυχής, το οποίο οι αρχαιότατοι ποιητές πρώτα και κύρια το απέδωσαν στους θεούς τους (δ). «Μακαριότητα εἶναι… μία περίληψη ὅλων ἐκείνων ποὺ ἐννοοῦμε σχετικὰ μὲ τὸ ἀγαθό. Ἀπ' αὐτὴ δὲν λείπει τίποτε ἀπ' ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἀγαθὴ ἐπιθυμία... Ἀληθινὰ δὲ μακαριστὴ ὕπαρξη εἶναι τὸ Θεῖο… Μακαριότητα εἶναι ἐκείνη ἡ καθαρὴ ζωή, τὸ ἀνεκδιήγητο καὶ ἀκατάληπτο ἀγαθό, τὸ ἀνέκφραστο κάλλος, αὐτὸ ποὺ εἶναι αυτό το ίδιο ὅλο χάρη καὶ σοφία καὶ δύναμη, τὸ ἀληθινὸ φῶς, ἡ πηγὴ κάθε ἀγαθότητας, ἡ ἀνώτερη ἐξουσία ὅλων, τὸ μόνο ποθητό, αὐτὸ ποὺ πάντα εἶναι τὸ ἴδιο, ἡ παντοτινὴ ἀγαλλίαση, ἡ αἰώνια εὐφροσύνη, γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ πολλά, κι ὅμως νὰ μὴν ἔχει πεῖ τίποτε τὸ ἰσάξιο» (Γν).
(3) «Δεν είπε οι φτωχοί στα χρήματα, αλλά οι φτωχοί στο πνεύμα. Διότι δεν είναι μακαριστός αυτός που είναι ταπεινός εξ’ αιτίας κάποιας περίστασης· διότι τίποτα δεν είναι άξιο μακαρισμού από αυτά που δεν τα επέλεξε ελεύθερα κάποιος. Διότι κάθε αρετή χαρακτηρίζεται από την ελεύθερη βούληση» (Ζ). Φτωχός στο πνεύμα είναι ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, «οι ταπεινοί και συντετριμμένοι στη διάνοια. Διότι πνεύμα εδώ, ονόμασε την ψυχή και την ελεύθερη βούληση» (Χ)· ή, πιο σωστά, φτωχοί στο πνεύμα σημαίνει τον χαρακτήρα εκείνων, οι οποίοι αισθάνονται τις μεγάλες τους ανάγκες και την από το Θεό εξάρτησή τους, ο οποίος είναι ο μόνος ικανός να εκπληρώσει ό,τι αυτοί ζητούν (p). Η φράση «στο πνεύμα» χρησιμοποιείται, για να καταστήσει πνευματική την έννοια του φτωχός και να δώσει έμφαση μάλλον στη θρησκευτική και ηθική παρά στην κοινωνική κατάσταση αυτών που αναφέρονται εδώ. Το πνεύμα τους είναι φτωχό διότι αισθάνονται την ανάγκη της από το Θεό βοήθειας. Στην εσωτερικότερη πνευματική τους ζωή αισθάνονται, ότι έχουν ανάγκη το Θεό (a). Φτωχός και ευσεβής ταυτίζονται στο Ψαλτήρι (S). Δες και Ησ. ξα 1. Φτωχοί σύμφωνα με τους Ψαλμούς, δεν είναι οι στερούμενοι χρημάτων, αλλά οι ευσεβείς που αισθάνονται τον εαυτό τους να καταπιέζεται στον κόσμο αυτόν, οι οποίοι συναισθανόμενοι την αδυναμία τους αναμένουν το παν από το Θεό (L). Έτσι ή αλλιώς «φτωχό εδώ ονόμασε τον ταπεινό… Διότι ο ταπεινόφρων πάντοτε φοβάται το Θεό» (Ζ), «εννοεί αυτούς που διδάχτηκαν την επαινετή ταπεινοφροσύνη και ανέλαβαν την πτωχεία στο φρόνημα, σύμφωνα με την εξομοίωση με αυτόν (το Χριστό), που πτώχευσε για εμάς» (Β). «Την εκούσια (=θεληματική) ταπεινοφροσύνη ονομάζει ο Λόγος» (Γν), αυτούς που συναισθάνονται την πνευματική τους φτώχεια και γύμνωση και για αυτό αναζητούν και πρόθυμα τρέχουν προς τον ιατρό Σωτήρα (δ).
(4) Ενώ στους άλλους μακαρισμούς όλα τα ρήματα είναι σε χρόνο μέλλοντα, στον πρώτο το ρήμα είναι σε ενεστώτα, διότι η βασιλεία, στην οποία θα μπουν οι φτωχοί, υφίσταται ήδη για αυτούς (L).
(5) Η φράση έχει εδώ την ευρύτατη έννοιά της· δηλαδή, τις ευλογίες και τα προνόμια της βασιλείας αυτής πάνω στη γη και την αιώνια μακαριότητα στη μέλλουσα ζωή (ο).
Ματθ. 5,4 (1)μακάριοι οἱ πενθοῦντες(2), ὅτι αὐτοὶ παρακλήθησονται(3).
Ματθ. 5,4 Μακάριοι είναι όσοι πενθούν (δια τας αμαρτίας των και δια το κακόν που επικρατεί στον κόσμον) διότι αυτοί θα παρηγορηθούν από τον Θεόν.
(1) Σε κάποιους απο τους κώδικες προηγείται ο τρίτος μακαρισμός και ακολουθεί ως τρίτος ο δεύτερος. Η μεταβολή φαίνεται να προήλθε από τη σχέση του πρώτου και του τρίτου μακαρισμού σύμφωνα με τον Γρηγόριο Νύσσης «διότι φαίνεται ότι ακολουθεί το ένα το άλλο» δηλαδή η πραότητα την ταπεινοφροσύνη (δ).
(2) Παράδοξο= «Επειδή όλοι θεωρούσαν μακάριους μεν αυτούς που βρίσκονται στη χαρά, ενώ άθλιους όσους είναι στη θλίψη, κόβει από τη ρίζα της αυτή την αντίληψη, υποδεικνύοντας το αντίθετο» (Ζ). «Μακάριοι αυτοί που πενθούν, παρόλο βεβαίως που όλοι τους ελεεινολογούν» (Χ). Ο,τιδήποτε εμποδίζει την πραγματοποίηση της Βασιλείας και συγκρούεται με την πλήρη κυριαρχία του Θεού στη γη, πρέπει να είναι αιτία πένθους σε καθέναν που επιθυμεί να είναι πολίτης νομιμόφρων αυτής της Βασιλείας (p). Έτσι λοιπόν συνδέονται ο πρώτος και ο δεύτερος μακαρισμός. Ειδικότερα «πενθούντες λέει όχι αυτούς που απλώς πενθούν, αλλά αυτούς που πενθούν για τα αμαρτήματα» (Ζ), «διότι το άλλο εμποδίζεται και πάρα πολύ, το να θρηνούμε δηλαδή για κάτι από τα βιοτικά. Το οποίο ακριβώς λοιπόν και ο Παύλος δήλωνε λέγοντας, ότι «η μεν του κόσμου λύπη έχει ως αποτέλεσμα το θάνατο, ενώ η κατά Θεόν λύπη έχει ως αποτέλεσμα μετάνοια, η οποία οδηγεί σε σωτηρία και για την οποία δεν μετανιώνει αυτός που την έχει (Β Κορ. ζ 10)». Αυτούς λοιπόν, που πενθούν για τα αμαρτήματά τους, μακαρίζει εδώ και δεν ανέφερε απλώς αυτούς που λυπούνται, αλλά αυτούς που λυπούνται πάρα πολύ. Για αυτό ακριβώς δεν είπε, Αυτοί που λυπούνται, αλλά που πενθούν» (Χ). «Είπε επίσης «που πενθούν», δηλαδή παντοτινά και όχι μία φορά» (Θφ). «Και πώς ο Παύλος πάλι είπε «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε;»… Έχει (το πένθος) αυτό συμμέτοχη τη χαρά. Διότι όπως ακριβώς όταν πέσει σφοδρή βροχή συνηθίζεται μετά να γίνεται ηρεμία, έτσι και όταν πέσουν δάκρυα, δημιουργείται γαλήνη και χαρά στην ψυχή» (Ζ).
(3) «Πού θα παρηγορηθούν; Και εδώ και εκεί» (Χ). «Εδώ μεν, με την ελπίδα της λύτρωσής τους» (Ζ), αλλά και με εσωτερική παρηγοριά από τον Παράκλητο, «ενώ εκεί, όχι μόνο με την άφεση αυτών, αλλά και με τη μακαριότητα» (Ζ). «Επομένως αν θέλεις να παρηγορείσαι, να πενθείς. Και μη νομίσεις ότι είναι αίνιγμα το λεγόμενο. Διότι όταν ο Θεός παρηγορεί, ακόμη και αν πέσουν πάνω σου βροχή τα λυπηρά, θα είσαι ανώτερος από όλα» (Χ)
Ματθ. 5,5 μακάριοι οἱ πραεῖς(1), ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι(2) τὴν γῆν(3).
Ματθ. 5,5 Μακάριοι είναι οι πράοι και ειρηνικοί, διότι αυτοί θα λάβουν ως κληρονομίαν την νέαν γην της επαγγελίας, την άνω Ιερουσαλήμ, την βασιλείαν των ουρανών.
(1) Αυτοί που φέρονται με επιείκεια και ημερότητα προς τους πλησίον και ανέχονται με υπομονή τις ύβρεις και προσβολές των πλησίων, οι ήσυχοι, οι υπομονητικοί (δ). «Αυτοί που έχουν συγκρατημένα τα ήθη τους και είναι απαλλαγμένοι από κάθε πάθος, αυτοί ονομάζονται πράοι επειδή δεν έχουν καμία ταραχή να κατοικεί μέσα στις ψυχές τους» (Β). «Ο μακαρισμός επιβάλλει τη μετριοφροσύνη και την πραότητα, όχι την πλήρη απάθεια… Μακάριοι, λοιπόν, όσοι δεν είναι ευερέθιστοι από τα εμπαθή σκιρτήματα της ψυχής, αλλά είναι ήρεμοι με τη λογική. Σ' αυτούς ο λογισμός, σαν άλλο χαλινάρι, ανακόπτει τις ορμές και δεν αφήνει την ψυχή να εκτρέπεται προς την αταξία» (Γν). Το πράοι δηλώνει γλυκύτητα· είναι η στάση των πτωχών στο πνεύμα απέναντι στους άλλους· είναι αυτοί αγαθοί, επιεικείς, εύκολοι (L). «Πράοι λέγονται όχι αυτοί που δεν οργίζονται καθόλου· διότι αυτοί είναι αναίσθητοι· αλλά αυτοί που έχουν μεν θυμό, αλλά τον συγκρατούν και οργίζονται όταν πρέπει, όπως είπε και ο Δαβίδ, οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε» (Θφ).
(2) «Επειδή νομίζεται ο πράος ότι χάνει όλα τα δικά του, το αντίθετο υπόσχεται, λέγοντας ότι αυτός μεν είναι που με ασφάλεια κατέχει τα αγαθά του, αυτός δηλαδή που δεν είναι θρασύς ούτε αλαζόνας· ενώ ο τέτοιος [ο θρασύς και αλαζών] θα χάσει πολλές φορές και όσα κληρονόμησε από τον πατέρα του και την ίδια την ψυχή του» (Χ). Οι πράοι παρουσιάζονται παντού να υποχωρούν στην φορτικότητα των κατοίκων της γης· και όμως αυτοί θα πετύχουν την κατάκτηση της γης, όχι με το δικό τους χέρι, αλλά μέσω κληρονομίας, με τη βοήθεια του Πατέρα. Δες Αποκ. ε 10 (b).
(3) «Ποιά γη; Κάποιοι μιλούν για νοητή (=πνευματική) γη. Αλλά δεν είναι αυτό· διότι πουθενά δεν βρίσκουμε στη Γραφή γη νοητή. Αλλά… ορίζει αισθητό έπαθλο… και ανέμιξε τα αισθητά με τα πνευματικά… Εξάλλου και επειδή στην Παλαιά Διαθήκη συνεχώς ο προφήτης έλεγε «οι πράοι θα κληρονομήσουν τη γη» (Ψαλμ. λστ 11), πλέκει τον λόγο με συγγενικές με αυτές λέξεις… Τα λέει όμως αυτά, όχι σταματώντας τις αμοιβές μέχρι τα παρόντα, αλλά παρέχοντας μαζί με αυτά (τα παρόντα) και εκείνα (τα μέλλοντα). Διότι και αν πει κάτι πνευματικό, δεν αφαιρεί τα της παρούσας ζωής· και αν πάλι υπόσχεται κάτι από τα της παρούσας ζωής, δεν σταματά την υπόσχεση μέχρι σε αυτήν τη ζωή» (Χ). Σε όλους αυτούς τους μακαρισμούς οι ουράνιες ευλογίες συνυπονοούν αμοιβαία και τις επίγειες (b). Ο Ψαλμωδός (λστ 11) λέγοντας «οι πράοι θα κληρονομήσουν τη γη» εννοεί τη γη του Ισραήλ, αλλά στο λόγο του Ιησού η γη αποτελεί σύμβολο (L). Οπότε είναι σοβαρή και η εκδοχή, κατά την οποία γη εδώ είναι εκείνη, της οποίας την κληρονομία ο Θεός υποσχέθηκε στους πατέρες (Γεν. ιβ 7,ιγ 15 κλπ.)· και η υπόσχεση όμως αυτή, όπως και ο ίδιος ο Αβραάμ κατάλαβε αυτήν (Εβρ. ια 9,10) δεν αναφερόταν στην Παλαιστίνη, η οποία ήταν τύπος και αρραβώνας της αληθινής, αλλά στην επουράνια Ιερουσαλήμ, την καινούργια γη, στην οποία και μόνη αναφέρεται και η εδώ φράση του Σωτήρα (δ). «Εμείς όμως κληρονομούμε την άνω (=ουράνια) πόλη, την επουράνια Ιερουσαλήμ, την εκκλησία των πρωτοτόκων και αυτή λέει ο Σωτήρας ότι είναι η γη, την οποία υποσχέθηκε στους πράους» (Κ). «Διότι εκείνη η γη, η επουράνια Ιερουσαλήμ, δεν γίνεται λάφυρο αυτών που μάχονται, αλλά προβάλλεται ως κληρονομία μακρόθυμων και πράων ανδρών» (Β).
(Π.Ν. Τρεμπέλα. Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον. εκδ. ο Σωτήρ, μετάφραση στα νέα εληνικά. π. Νικόλαος Πουλάδας)
Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.Αυτοκίνητα έρχονται και φεύγουν.
Μηχανάκια κάνουν μανούβρες μέσα στην κίνηση της πόλης προσπαθώντας να φτάσουν γρήγορα στον προορισμό τους.
Τα λεωφορεία της πόλης γεμάτα κόσμο. Άνθρωποι διαφόρων ηλικιών που δουλεύουν, που ψάχνουν για δουλειά, που πάνε για ψώνια, για καφέ, για σπουδές...
Και ο ήχος της πόλης συνθέτεται από κορναρίσματα, εξατμίσεις, ομιλίες ανθρώπων που συζητούν μεταξύ τους, από κινητά που χτυπούν σε ήχους περίεργους και επίμονους.
Το φανάρι είναι κόκκινο.
Το παράθυρο του αυτοκινήτου ενός νεαρού είναι ανοιχτό. Απολαμβάνει αυτήν την αρμονική βαβούρα της πόλης του. Το ραδιόφωνό του παίζει απαλά. Ακούει βυζαντινούς ψαλμούς. Λόγια που υμνούν τον Κύριο, που ζητούν έλεος, που δοξολογούν. Είναι και ο ίδιος ψάλτης σε ναό της πόλης.
Το φανάρι είναι κόκκινο.
Έρχεται δίπλα του ένα ταξί. Το παράθυρό του ανοιχτό. Δεν υπάρχει επιβάτης, μόνο ο ταξιτζής. Μεσήλικας. Πιάνει το τιμόνι απαλά. Το ένα του χέρι σαν να δείχνει προς τον ουρανό.
Τα μάτια του κοιτούν ψηλά. Όχι, δεν κοιτά το φανάρι.Το στόμα του κινείται. Κάτι λέει. Όχι δεν μιλά στο κινητό.Προσπαθεί ο νεαρός ν’αφουγκραστεί τα λόγια του.
Το φανάρι γίνεται πράσινο. Κορνάρουν οι από πίσω του.Πρέπει να φύγει.
Μα το επόμενο φανάρι τους ξαναβρίσκει δίπλα δίπλα.
Με ανοιχτά παράθυρα να αναπνέουν τον ίδιο αέρα, να ακούν τους ίδιους ήχους.
Μα τί λέει αυτός ο ταξιτζής;
Τα μάτια του προσπαθούν να ακούσουν τα λόγια του. Κλείνει βιαστικά το ραδιόφωνο που έπαιζε τους ψαλμούς.
Τώρα μπορεί να τον ακούσει καθαρά.
Ο ταξιτζής με φωνή χωρίς ντροπή λέγει την ευχή. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό».
Ξανά και ξανά. Κάποιες φορές την λέγει μεγαλόφωνα, κάποιες σιγανά.
Το φανάρι γίνεται πράσινο. Φεύγουν. Μα και πάλι δίπλα στο επόμενο.
Ο ταξιτζής έχει χαθεί στην ευχή. Δεν κοιτά αριστερά ή δεξιά. Δεν ψάχνει πελάτες.
Το μόνο που κάνει είναι να λέγει την ευχή.Ένα μικρό κομποσχοίνι ξεπροβάλει στο χέρι του.
Και είναι σαν να έφυγε μέσα από την πόλη κι ας βρίσκεται στο κέντρο της.
Ο νεαρός τον παρατηρεί άφωνος, άπνους, σαν να βλέπει κάποιον ασκητή που η έρημος τον ξέβρασε στην πόλη.Τα παράθυρά τους ανοιχτά. Ακούς την ευχή να λέγεται καθαρά.
Ένα μηχανάκι πλευρίζει το ταξί. Το κράνος του αναβάτη δεν είναι εμπόδιο για να ακούσει και αυτός την προσευχή. Γυρνά και τον βλέπει. Τον κοιτά επίμονα.
Σαν να κοιτάς έναν τρελό μέσα στην τρέλα του. Ο μηχανόβιος σαν να τον κοροϊδεύει. Τον βρίζει και φεύγει.
Εκείνος κοιτά μόνο μπροστά. Κλείνει τα μάτια του. Ακούει τα πάντα, μα δεν τα ακούει.
Περιμένει το κορνάρισμα των αυτοκινήτων για ν’ ανοίξει τα βλέφαρά του. «Κύριε ελέησόν με...».
Το φανάρι ανάβει πράσινο.Τα αυτοκίνητα κορνάρουν.Το ταξί παραμένει ακίνητο.
Σαν παρεκκλήσι που δεν μετακινείται παρα μόνο μετακινεί τους προσκυνητές του στον ουρανό.
Και ο νεαρός δίπλα του και αυτός.Δεν φεύγει εάν δεν φύγει το ταξί.Οι δυο τους στο κέντρο της πόλης.Ο ένας να προσεύχεται αδιάλειπτα.Ο άλλος να γίνεται κοινωνός της Χάρης που δέχεται ο πρώτος, μόνο με την όραση του θεάματος.
Τα μάτια του ταξιτζή ανοίγουν. Βάζει πρώτη ταχύτητα μα πριν πατήσει το γκάζι γυρίζει το κεφάλι του προς τον νεαρό που τον κοιτά συγκινημένος.
Τα μάτια τους επιτέλους συναντιούνται.Τα παράθυρά τους ανοιχτά.Οι καρδιές τους ανοιχτές.
Μέσα στην βουή της πόλης.
Μέσα στις βρισιές για την καθυστέρηση, τα κορναρίσματα των βιαστικών, τις εξατμίσεις των μηχανών, τον ήχο των κινητών, τους χλευασμούς των διπλανών· σταματά να λέγει την ευχή.
Σταμάτησε για να πει κάτι στον νεαρό πριν τον χάσει για πάντα.
«Σ’ευχαριστώ που ήσουν μαζί μου, έστω γι’ αυτά τα φανάρια...».
Του χαμογελά σαν να τον αγκαλιάζει.Το γκάζι πατήθηκε. Ο δρόμος πλέον είναι χωρίς κίνηση.
Το ταξί χάθηκε.Ο νεαρός όμως έμεινε εκεί.
Το φανάρι ξανακοκκίνησε.
Πλέον είναι μόνος του. Με ανοιχτό παράθυρο.
Δίπλα του ήρθε ένα άλλο αυτοκίνητο. Δύο κοπέλες ακούν δυνατά λαϊκή μουσική. Τις είδε. Τον είδαν. Μα καμία κοινωνία. Γύρισε το βλέμμα του μπροστά. Έκλεισε τα μάτια του.
Μα τί άνθρωποι υπάρχουν; αναρωτήθηκε.
Άνθρωποι του μεροκάματου που προσεύχονται ως ασκητές. Άνθρωποι των πόλεων που ζούνε ως ερημίτες.
Άνθρωποι καθημερινοί που ζούνε υπερκόσμιες καταστάσεις μέσα στο ταξί τους, μέσα στο μαγαζί τους, στην εργασία τους, στο σπίτι τους...
Πλέον η πόλη στα μάτια του πήρε άλλη μορφή.
Πλέον μοιάζει σαν ένα κρησφύγετο αγίων, σαν μια πνευματική παλαίστρα.
Πλέον αναπνέει άλλον αέρα. Είναι γεμάτο οξυγόνο Θείο.
«Κύριε, ελέησόν με τον αμαρτωλό», άρχισε να λέγει και αυτός.
Και το φανάρι έγινε πράσινο...
αρχιμ.Παύλος Παπαδόπουλος
[Στηρίζεται σε πραγματικό γεγονός που μου διηγήθηκαν σήμερα το πρωί].
Μία ώρα πριν. Οδηγώ στη μποτιλιαρισμένη, λόγω αγώνα δρόμου, Μιχαλακοπούλου όταν έρχεται μήνυμα από τον ιερέα μας. Πρώτη συνάντηση νέων σήμερα. Θέμα: Πώς παίρνω τις σωστές αποφάσεις. Ωραίο θέμα, σκέφτομαι. Έχει πολύ ζουμί! Έτσι, για λίγα δευτερόλεπτα αρχίζω να κλωθογυρίζω στο μυαλό μου κάποιες πιθανές απαντήσεις. Χωρίς καθυστερήσεις και αμφιβολίες μού έρχεται αβίαστα κάτι που με ικανοποιεί απόλυτα. Είναι εξάλλου ένα θέμα που μ’ έχει απασχολήσει από πολύ νέο. «Ο κανόνας του Καλού και του Κακού». Έτσι το είχα ονομάσει κάποτε, δίνοντας έναν σύντομο τίτλο σε μια βαθειά φιλοσοφική στάση που συνειδητά επιθυμούσα να καθορίζει τις επιλογές μου. Η βάση αυτού του κανόνα δεν είναι ασφαλώς δική μου. Θα τη βρεις στον Σωκράτη, στο Ευαγγέλιο, στον Καντ αλλά και σε πλήθος ακόμη αγίων και φιλοσόφων. Τι λέει λοιπόν αυτός ο κανόνας; Πάντοτε, για οποιαδήποτε απόφαση που καλούμαστε να λάβουμε, για οποιαδήποτε κατεύθυνση που καλούμαστε να ακολουθήσουμε, γνωρίζουμε ήδη τη ταυτότητα τής επιλογής μας. Γνωρίζουμε αν αυτό που θα κάνουμε υπηρετεί το Καλό ή το Κακό.
Μα τι είναι Καλό ή Κακό; Και πώς το αναγνωρίζουμε; Θα ρωτήσει κάποιος. Εγώ προσωπικώς, αν και είμαι σίγουρος ότι πολλές απαντήσεις θα μπορούσαν να δοθούν, έχω καταλήξει ότι το Καλό και το Κακό είναι συνώνυμα τού «κατά φύσιν» και του «παρά φύσιν». Έτσι, πιστεύω ακράδαντα πως ο άνθρωπος κατά τη φύση του είναι συνυφασμένος με το Καλό, δίνοντας τοιουτοτρόπως στην έννοια μια οντολογική υπόσταση. Τουναντίον, το φαινομενολογικό Κακό, επικάθεται σαν λάσπη επί του καθαρού πυθμένος, ως αποτέλεσμα της λανθασμένης χρήσης τής ελευθερίας τού ανθρωπίνου προσώπου. Ακριβώς όμως επειδή το Κακό είναι επιλογή και όχι φύση, δεν δύναται, όσο ισχυρό κι αν φαντάζει, να αποβάλλει το υπάρχον Καλό. Οπότε, σε οποιαδήποτε κατάσταση, όσο περίπλοκη κι αν δείχνει, κάπου βαθειά μέσα μας θα ακούσουμε μια φωνή, κατά πολλούς τη συνείδηση, να μας προτρέπει προς το αγαθόν.
Τι γίνεται όμως αν η λήψη της απόφασης σχετίζεται με εξαιρετικώς σύνθετα ή διφορούμενα κριτήρια; Τότε, θεωρώ ως σώφρον να εγκαταλείψουμε την αξιολόγηση της κατάστασης αυτής καθ’ εαυτήν και να στραφούμε προς την αξιολόγηση των κινήτρων μας. Όταν φτάσουμε στο αβυσσαλέο βάθος των πραγματικών κινήτρων μας είναι αδύνατο να μην ξεχωρίσουμε το Καλό από το Κακό. Από κει και πέρα βέβαια θα ξεκινήσει ένας ακόμη δυσκολότερος δρόμος. Εκείνος της εφαρμογής του Καλού. Της εφαρμογής του κανόνα του Καλού και του Κακού.
Αυτά σκεφτόμουν λοιπόν, έχοντας φτάσει πια εις το μέσον της Βασιλέως Κωνσταντίνου, βυθισμένος στους στοχασμούς μου και αυτοβαυκαλιζόμενος από τη «σοφία» μου. Τότε, παρατηρώ έξαφνα το προπορευόμενο αυτοκίνητο να κάνει έναν απότομο ελιγμό αποφυγής, αποκαλύπτοντάς μου έτσι, ένα μικρό ξανθόλευκο γατάκι, που σπαρταρούσε επάνω στην πυρωμένη άσφαλτο, με το μισό του κεφαλάκι λιωμένο και πηχτό αίμα να τινάζεται γύρω του μαζί με πολτοποιημένο μέρος του κρανίου του. Αστραπιαία σκέφτηκα να σταματήσω για να δω τι βοήθεια θα μπορούσα να του προσφέρω. Και αστραπιαία όμως, το πόδι μου ΔΕΝ πάτησε το φρένο. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η ταχύτητα που η λάσπη του Κακού επικαλύπτει κάθε αγαθή πρόθεση. Είναι μάταιο, σκέφτηκα. Κάνα δυο λεπτά ζωής του μένουν με τέτοιο τραύμα. Κατόπιν, πέρασε από το μυαλό μου πως κάποιος άλλος, πιο ικανός και πιο φιλόζωος από μένα θα σταματήσει να το περιθάλψει. Αρκετός εκνευρισμός υπάρχει στους οδηγούς με τέτοια κίνηση, συνέχισα. Πού να σταματήσω και να κολλήσει η κυκλοφορία, θα με φάνε ζωντανό. Για εκατό επί πλέον μέτρα, υποστήριζα την ολιγωρία μου ταΐζοντας τη συνείδησή μου με κάθε λογής αξιοθρήνητη δικαιολογία. Και θα συνέχιζα να το κάνω ακόμα και τώρα, αν δεν μου καρφωνόταν η σκέψη πως έστω κι αν το γατάκι έζησε για λίγα λεπτά ακόμη, δεν βρέθηκε τυχαία μπροστά μου. Ήρθε για να μου δώσει ένα σκληρό μάθημα, ακριβώς στη κορύφωση της πνευματικής μου αλαζονείας. Ας προσπαθούσα να σταματήσω βρε αδερφέ. Ίσα για να το βγάλω από το δρόμο. Ίσα για να μην πεθάνει μόνο του επάνω στη σκληρή μαύρη άσφαλτο. Σε κανέναν πλάσμα του Θεού δεν αρμόζει να πεθαίνει ολομόναχο. Το όφειλα σ' εκείνη τη ψυχούλα που έφευγε με τόσο τραγικό τρόπο. Το όφειλα όμως και στον εαυτό μου. Στο δώρο της ζωής που εξακολουθούσα να χαίρομαι.
Είχα απομακρυνθεί αρκετά πια. Τα αντίθετο ρεύμα ήταν κλειστό με κορδέλες της αστυνομίας. Δεν μπορούσα να κάνω αναστροφή. (Να, συνεχίζω ακόμη τις δικαιολογίες).
Ερχόμενος τότε σε κάποια συναίσθηση, τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.
Η αλήθεια είναι πως το λυπήθηκα πολύ, εκείνο το μικρό γατάκι.
Περισσότερο όμως, λυπήθηκα εμένα.
Βαγγέλης Γ. - (Κάποιες σελίδες ημερολογίου)
Δεν είναι ακαδημαικός,ούτε εφευρέτης,ούτε εξωγήινος.Είναι εθνικός ήρωας στην Ουκρανία παρότι είναι Ρουμάνος.Γιατί;Επειδή είναι ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
Είναι 50 ετών και έχει 400 παιδιά.Τα 33 από αυτά τα έχει υιοθετήσει,ενώ έχει την κηδεμονία των υπόλοιπων.Τα μεγαλώνει σε δύο μοναστήρια.Στο Μπαντσένι και στο Μποιάν.
Πρόκειται για τον επίσκοπο Λογγίνο.Τον γνωρίσατε πρώτη φορά μέσα από την ταινία «ΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ».Όταν γυρίστηκε η ταινία ήταν ο ιερομόναχος Μιχαήλ(Ζαρ).
Ξέρω ότι αυτή η ταινία άγγιξε πολλές ψυχές.Ξέρω πως άγγιξε τις ευαισθητες χορδές πολλών.Είναι μία ταινία για αγγέλους και αγίους ή αλλιώς για αγάπη και χριστιανική ομολογία.Είναι για την ψυχή μία δοκιμασία.Η παρουσία του Θεού σε αυτό το μοναστήρι είναι έντονη,τα θαύματα καθημερινά.
Σας παρουσιάζω λοιπόν μία συνέντευξη του επίσκοπου Λογγίνου,εξίσου συγκινητική που ίσως βοηθήσει να αναθεωρήσουμε πολλά.
-Δοκίμασα πολλά στη ζωή μου αλλά όλοι οι δρόμοι με οδήγησαν στην εκκλησία,στην πίστη,στον Θεό.Εαν θα μου έλεγε κάποιος όταν έμεινα ορφανός και μόνος σε αυτόν τον κόσμο,πήγαινε στο μοναστήρι να γίνεις μοναχός,να υπηρετήσεις τον Κύριο,θα πήγαινα.Ο Θεός όμως μου έδωσε άλλον σταυρό,άλλον δρόμο,για να περάσω από πολλά βάσανα και θλίψεις και να φτάσω εκεί που βρίσκομαι σήμερα.Επειδή όταν έμεινα μόνος μου σε αυτόν τον κόσμο...
-Σε ποιά ηλικία;
-Στα δεκαέξι μου.Ήμουν μικρός και φιλάσθενος.Εργαζόμουν πολύ.Μία μέρα πήγαινα σχολείο και μία μέρα άρμεγα τις αγελάδες στην φάρμα για να μπορώ να ζήσω..Την νύχτα φύλαγα τις αγελάδες στην φάρμα,καθάριζα, και το πρωί πήγαινα στο σχολείο.Όλα τα παιδιά έφευγαν από κοντά μου επειδή μύριζα κοπριά,εγώ όμως είχα μέσα μου ειρήνη...Και έτσι άρχισε η ζωή μου.Θυμάμαι όμως τον μεγαλύτερο πόνο μου...
Βγαίνοντας στο κατώφλι του σπιτιού μου και βλέποντας να βγαίνει ο καπνός από τις καμινάδες των γειτόνων,ρωτούσα τον Θεό:
«Θεέ μου,γιατί δεν έχω και εγώ ξύλα για να ανάψω φωτιά;Και πήγαινα,έβαζα όλα τα μαξιλάρια όπως τότε που κοιμόμουν με την μητέρα-η μητέρα ήταν άρρωστη και ήταν πολύ δύσκολα-και έβαζα τα μαξιλάρια πάνω στην σόμπα,ντυνόμουν,σκεπάζομουν με το πουπουλένιο πάπλωμα και ήμουν πολύ ευτυχισμένος εκεί κοντά στην μητέρα μου.
Έτσι συνέχισα και όταν δεν την είχα.Μόνο που μου έλειπε η μητέρα και κοιμόμουν αγκαλιά με τα ρούχα της και την φωτογραφία της.Έτσι κοιμήθηκα πολλά χρόνια,η ψυχή μου όμως σχιζόνταν από την νοσταλγία της μητέρας μου.Επειδή σαν εκείνην δεν είχα κανέναν.
Και όταν πεινούσα,πάλι ρωτούσα τον Θεό:
«Κύριε,γιατί δεν έχω τουλάχιστον ένα κομμάτι ψωμί;»Αφού δεν έχω ξύλα,τουλάχιστον να έχω ψωμί!Αφού μου πήρες την μανούλα,Κύριε,τουλάχιστον δώσε μου κάτι απ'όλα αυτά!»
Αλλά ο Θεός δεν μου απαντούσε τότε,επειδή δεν ήταν η στιγμή να μου απαντήσει,αλλά μου απαντάει σήμερα.Εαν είχα τότε απ'όλα,δεν θα είχαν αυτά τα τετρακόσια παιδια σήμερα,αυτά που έχουν.
-Πώς ξεπεράσατε αυτό το γεγονός που σας σημάδεψε,τον θάνατο της μητέρας σας;
-Διάβαζα όλο το βράδυ προσευχές,επειδή είχα μέσα μου έναν φόβο όταν νύχτωνε.Ήμουν μόνος στο σπίτι,διάβαζα προσευχές και έβαζα το βιβλίο κάτω από το μαξιλάρι.Μέχρι να κοιμηθώ όμως έβρεχα το μαξιλάρι με τα δάκρυά μου.Μου ήταν πολύ δύσκολο!Όμως αισθανόμουν και κάτι σαν ανακούφιση...δεν λέω ότι είδα κάτι,αλλά αισθανόμουν σαν να βρισκόμουν υπό την φροντίδα κάποιου.Αυτό είπε και η μητέρα πριν πεθάνει,ήταν τα τελευταία της λόγια:«Δεν έχω σε ποιόν να σε αφήσω,εαν σε αφήσω σε εκείνο το μέρος ή κάπου αλλού δεν θα σου φερθούν καλά,γι αυτό σε αφήνω στα χέρια του Θεού.Αυτός θα σε φροντίζει!
-Πότε σκεφτήκατε να πάτε στο μοναστήρι;Πώς σας ήλθε η ιδέα να ξεκινήσετε το μοναστήρι στο Μπαντσένι;
Εγώ πέρασα πολλά στη ζωή μου.Παντρεύτηκα,είχα οικογένεια,είχα τρία παιδιά-ή θα έλεγα την έχω και σήμερα,πνευματική οικογένεια.Είχα μία ζωή ήσυχη,ήμουν ιερέας,λειτουργούσα...όμως στην καρδιά μου είχα πόθο να πάω στο μοναστήρι.
Όταν έβλεπα μοναχούς ή μοναχές στα μοναστήρια ή έρχονταν σε εμάς ή όταν ήλθαν οι καλύτεροι καιροί για την χώρα,οι ευλογημένοι....Ο πατέρας Υάκινθος ερχόνταν σε εμάς και όταν πέθανε,όλο το χωριό έτρεχε για να δει πως είναι ένας μοναχός.Ο πόθος ήταν μεγάλος,αλλά δεν ήξερα ότι ο καθένας θα μπορούσε να πάει στο μοναστήρι να αγαπήσει τον Θεό.Σκέφτηκα ότι εκεί πηγαίνουν άνθρωποι εκλεκτοί.Όταν ήμουν στο μοναστήρι και κυμάτιζαν από τον αέρα οι μανδύες των μοναχών,όταν περνούσαν από κοντά μου,εμένα μου φαίνονταν πως με νανουρίζουν,τόσο καλά αισθανόμουν.
Έπειτα αποφασίσαμε με την πρεσβυτέρα-είχαμε ήδη τρία παιδια-να υπηρετήσουμε τον Θεό με πιο σκληρή άσκηση,να μην κοιτάμε τα του σώματος αλλά τα της ψυχής.Ένα ολόκληρο βράδυ συζητήσαμε και είχαμε την ίδια σκέψη:Να υιοθετήσουμε ορφανά.
Σίγουρα πήγαμε μαζί με την πρεσβυτέρα στο ορφανοτροφείο.Κοιτάγαμε,και όλο τρυγυρνούσαμε γύρω από ένα άρρωστο παιδί.
Μου λέει τότε:
-Τι όλο τριγυρίζεις κοντά του;Τόσα παιδιά υγιή βρίσκονται εδώ!Γιατί δεν κοιτάς τα άλλα;
Λέω τότε;«Ναί, πάμε στα άλλα παιδιά».Πάλι κοντά του όμως τριγυρνούσα και έλεγα:«Κοίτα το καημένο,δεν έχει κανέναν.Ποιός θα το βοηθήσει,ποιός θα το ταϊσει,ποιός θα το πλύνει;....και τελικά έτσι αποφασίσαμε και πήραμε τα δύο πρώτα παιδιά.
-Σε ποιάν ηλικία παντρευτήκατε και πότε μπήκατε στο μοναστήρι;
-Παντρεύτηκα 22 ετών,25 ετών χειροτονήθηκα και έπειτα το 1997 εγώ και η πρεσβυτέρα γίναμε μοναχοί-η πρεσβυτέρα μου είναι τώρα η μοναχή Σαλώμη.Τα παιδιά μας είναι όλα παντρεμένα,έχουμε και εγγονάκια,εμείς όμως συνεχίσαμε να υπηρετούμε τον Θεό από αυτόν τον δρόμο.Η μοναχή Σαλώμη ασχολείται πιο πολύ με τα παιδιά που έχουν Εϊτζ,μαζί με τις μοναχές απο την Μονή Μποιάν.
-Πόσες μοναχές ζουν εκεί;
-Εκατόν τριάντα μοναχές,οι οποίες φροντίζουν τα παιδιά
****
Δεν σκεφτηκα ποτέ ότι μπορει να έχω τόσα παιδια
-Θυμάστε όταν πήρατε το πρώτο παιδί και το πήγατε στο μοναστήρι;
-Τα πρώτα παιδιά τα πήρα στο μοναστήρι το 1991-92.Έπειτα πήρα δύο αδελφάκια που και αυτά τα υιοθέτησα.
Ανυπομονούσα να γυρίσω στο σπίτι,να τους κάνω το μπάνιο τους,πολύ μου αρέσει να κάνω μπάνιο στα παιδιά και να τα βάζω για ύπνο.Ότι έκανε η μητέρα μου,ήθελα να κάνω και εγώ:να τα φιλήσω και να τα αγκαλιάσω.
Εγώ ρωτούσα το βράδυ την μητέρα μου:«Μαμά,με ποιόν θα κοιμηθείς;Ήμασταν τέσσερα παιδιά.Εγώ επειδή ήμουν το μικρότερο και η μητέρα μου έλεγε:«με εσένα».Έτσι και εγώ,όταν με ρωτούσαν:«Πατέρα,με ποιόν θα κοιμηθείς;»εγώ τους έλεγα:«Με εσάς»Αυτή ήταν η ευτυχία μας,επειδή μπορούσα να τα χαϊδέψω και ν απαλύνω τον πόνο τους.
-Και συνεχίσατε στο μοναστήρι.Από εκεί τα πήρατε στο μοναστήρι.Έπειτα,όλο πήρατε και πήρατε...
-Όλους θα τους έπαιρνα σπίτι.Σίγουρα δεν σκέφτηκα ποτέ ότι θα έχω κάποτε τόσα παιδιά.
-Τετρακόσια!
-Ναι.Και πάλι λίγα είναι.Πιο πολλά θα ήθελα,έχουμε την δυνατότητα.Δεν πρέπει μόνο να τα πάρεις αλλά να τους δείξεις και γονική στοργή.Σε εμάς δεν είναι όπως στα κρατικά,που τα κρατάνε μέχρι τα 18 τους.Τα παιδιά είναι δικά μας για όλη τους τη ζωή.Παντρεύτηκαν,τους κάναμε σπίτια...
-Έχετε παιδιά τόσο μεγάλα που ήδη παντρεύτηκαν;!
-Ναι,πολλά παιδιά παντρεύτηκαν,τώρα έχουμε από αυτά και εγγόνια.Όλο και πολλαπλασιάζονται και κάθε χρόνο φτιάχνουνε 10-20 σπίτια.Συνεχίζουμε.Μας δώρησαν γη,θα φτιάξουμε εκεί σπίτια για τα παιδιά...Να τα μεγάλωσεις και να τα πετάξεις μετά στον δρόμο;Δεν πάει.Εαν τους δώσεις ένα σπιτάκι,μία δουλίτσα,τότε και αυτά με την σειρά τους θα συνεχίσουν να κάνουν το καλό,έτσι όπως τα μάθαμε εμείς.
-Σεβασμιώτατε πατέρα Λογγίνε.Δεν αποφύγατε να πάρετε κοντά σας παιδιά με αναπηρίες και με Έιτζ.Γιατί το κάνατε αυτό;.Δεν θα σας ήταν πιο εύκολο να πάρετε παιδιά υγιή-εγκαταλελειμένα,αλλά υγιή-και να τα μεγαλώσετε;
-Το σκέφτηκα και πολλοί με τρόμαζαν λέγοντάς μου πως θα είναι πολύ δύσκολα.Τότε αλήθεια μου ήταν δύσκολο.Τώρα όμως δεν μου είναι καθόλου δύσκολο,επειδή είμαστε πολλοί μοναχοί στο μοναστήρι.
-Πόσοι είστε;
-Ογδόντατρεις.Και αυτοί στην συνέχεια θα σηκώσουν τον σταυρό που σήκωσα και εγώ.Βρίσκονται δίπλα μου,με βοηθούν πολύ,όπως και οι μοναχές από το γυναικείο μοναστήρι που έφτιαξα εκεί που ήταν η ενορία μου.Εκεί υπάρχει θαυματουργή εικόνα της Παναγίας(Μποϊαν),μπροστά στην οποία θεραπεύτηκαν πολλά παιδιά.Δεν φοβήθηκα και δεν φοβάμαι ούτε τώρα,επειδή όταν πήρα τα παιδιά,εκείνα διάλεξαν εμένα και όχι εγώ τα παιδιά
-Πώς;
-Όταν έμπαινα εκεί,άπλωναν όλα τα χέρια τους και μου έλεγαν ''Μαμά!''.Δεν με έλεγαν πατέρα,με έλεγαν μαμά.Υπήρχαν άρρωστα παιδιά που δεν τα έπαιρνε κανένας.Έπαιρναν όλοι τα υγιή.Μάχη γινόνταν.Εγώ έπαιρνα όλα εκείνα τα παιδιά που δεν έπαιρνε κανένας.Έπαιρνα 10-15 την φορά.Είμαι όμως πολύ ευτυχισμένος!Δεν μπορώ να εκφράσω πόση χαρά έχω στην ψυχή που ό Θεός μου έδωσε έλεος και οικτιρμό.
***
Και εσύ φοβάσαι;Δεν θα με πάρεις;
- Πότε αποφασίσατε να πάρετε παιδιά με Έιτζ;Πώς το αποφασίσατε;
-Η πρώτη περίπτωση ήταν ένα κοριτσάκι.Πήγα στο ορφανοτροφείο-έφερνα γάλα κάθε πρωί.Ο γιατρός εκεί μου είπε:«Θέλεις να δεις ένα παιδί με Έϊτζ;»
Είπα:«Θέλω να δω.Δεν είδα ποτέ μου»Και μπήκα.Τέσσερις πόρτες πέρασα μέχρι να φτάσω στο παιδί αυτό και ήταν μόνο του.Ήταν δύο ή τριών μηνών.Ήταν κόκκινη από το κλάμα.Έκλαιγε,σταματούσε και ξανά έκλαιγε,αλλά κανείς δεν την άκουγε.Πότε-πότε έμπαινε η νοσοκόμα,την τάιζε,την άλλαζε και έτσι τελείωναν όλα.Δεν υπήρχε κανείς να μείνει κοντά της,να την φροντίσει.
Τότε εγώ έβαλα τα χέρια πίσω στην πλάτη,βλέποντας τους γιατρούς πως φυλάγονταν.Το έκανα μην τυχόν την αγγίξω και μολύνω τα άλλα παιδιά.
-Σκεφτήκατε τα παιδιά,όχι τον εαυτό σας.
-Τα παιδιά σκέφτηκα,μήπως τα μολύνω με κάτι.Έφυγα και οδηγούσα μόνος το αυτοκίνητο.Προχωρώντας στον δρόμο,ενώ είχα φτάσει κοντά στο μοναστήρι-και μη νομίσει κάποιος πως δεν ξέρω τι μου συνέβη-εμφανίστηκε το παιδί εκείνο μπροστά στο αυτοκίνητο...Σαν να ήταν στον αέρα το κοριτσάκι εκείνο και μου χαμογελούσε από το κρεβατάκι της.Είχε πονέσει η ψυχή μου όταν την αντίκρυσα και μου φάνηκε σαν να μου λέει«Και εσύ με φοβάσαι;Δεν θα με πάρεις;»
Μείωσα ταχύτητα και άρχισε να με πονάει το κεφάλι.Μόλις έφτασα στο μοναστήρι άφησα το αυτοκίνητο και πήγα στο δάσος να περπατήσω,αισθανόμουν ένα βάρος..Ξαφνικά,βλέπω μπροστά στα μάτια μου εκείνο το κοριτσάκι.«Δεν φοβάμαι.Θα σε πάρω»της λέω.Όλα τότε εξαφανίστηκαν,ακόμη και ο πονοκέφαλος.
Πήγα στο μοναστήρι και παρακάλεσα τους μοναχούς:«Ετοιμάστε ένα όμορφο δωμάτιο, με νερό,θα πάω αύριο να την φέρω».
Το βράδυ εκείνο έφερα τα πιο ωραία έπιπλα.Παρακάλεσα κάποιους φίλους μου να μου φέρουν το πιο όμορφο κρεβάτι για το πιο δυστυχισμένο πλάσμα.Να δείτε όμως το κορίτσι.Ένας άγγελος είναι..!
***
Το πρώτο θαύμα.«Εαν δεν ακούσεις,αύριο θα πεθάνει»
-Πόσων ετών είναι τώρα;
-Είναι 12 ετών,αλλά μόνο στην αγκαλιά μου κάθεται.Όταν με βλέπει φωνάζει:''Πατέρα'',και τους παραμερίζει όλους για να φτάσει πρώτη κοντά μου.
Έτσι μικρούλα λοιπόν την πήρα.Κατά τρόπο θαυμαστό από τις 2 εως τις 4 το πρωί, όταν στο μοναστήρι κάνουμε Θεία Λειτουργία ποτέ δεν κοιμάται.Ξυπνούσε,την είδα μία φορά στην εκκλησία-αν και δεν επιτρέπεται.Όταν έβλεπε άλλα παιδιά έτρεμε,τόσο πολύ ήθελε να παίξει μαζί τους,αλλά δεν την αφήναμε να έλθει σε επαφή με τα άλλα παιδιά.
-Φοβόσασταν μήπως μολύνει τα άλλα παιδιά;
-Όχι,το είχαν απαγορεύσει οι γιατροί.Μας είπαν να κοιμάται χωριστά,να τρώει μόνη της.
-Απομονωμένη;
-Ναι,πλήρως απομονωμένη.Στην εκκλησία όμως κυκλοφορούσε ελεύθερα.Εμείς οι μεγάλοι την παίρναμε αγκαλιά και την φιλούσαμε αφού δεν υπήρχε κάτι να φοβηθούμε,αλλά για να μην υπάρξει πρόβλημα με τους άλλους.Και το βράδυ λοιπόν τριγυρνούσε στον ναό,πήγαινε κοντά στον κάθε μοναχό και τραβούσε το κομποσχοίνι και χαμογελούσε στον καθένα.Δύο ώρες,όσο κρατούσε η Θεία Λειτουργία.
Μία φορά φώναξα κάπως πιο αυστηρά:«Τα παιδιά τέτοιαν ώρα πρέπει να κοιμούνται.Γιατί είναι στην εκκλησία;»Ποτέ δεν ήθελε να κοιμηθεί εκείνη την ώρα και με το έλεος του Θεού θεραπεύτηκε!
Ένας ιερομόναχος που πολύ την αγαπούσε,ο πατήρ Σιλουανός μου έλεγε:
«Δεν μπορείτε να κάνετε κάτι για να μην πεθάνει;»
Εμείς περιμέναμε ότι θα πεθάνει,μέρα παρά μέρα.Εαν όχι σήμερα,αύριο.Έτσι μας έλεγαν οι γιατροί.Αυτό επειδή είχε μία βαριά μορφή Έίτζ,4ου βαθμού,δεν ξέρω πως το λένε εδώ στην Ρουμανία.
Εγώ είπα ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα και έδειξα τον ουρανό.Ο π.Σιλουανός τότε άρχισε να κλαίει και μαζί του έκλαιγα και εγώ και... ο ελεήμων Θεός την θεράπευσε.Όταν έκαναν αναλύσεις στο παιδί,είδαν ότι δεν είχε πια τίποτα.
Αποτέλεσμα εικόνας για maica domnului boian
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας του Μποϊαν
-Είναι το μόνο παιδί, από τα τετρακόσια, στο οποίο έγινε κάποιο θαύμα;
-Έχουμε ογδόντα δύο παιδιά με Έϊτζ και θεραπεύτηκαν επτά.
-Ήταν θαύμα Θεού;Είστε πεπεισμένος;
-Ναι,είμαι πεπεισμένος ότι ήταν θαύμα Θεού.Κανείς δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο.Εμείς δεν αποκλείουμε την ιατρική,δεν είμαστε ενάντια.Άλλωστε παίρνω τα φάρμακα που μου έδωσαν οι γιατροί για την καρδιά.Μάλιστα τα παιδιά με Έϊτζ ξέρουν πως είμαι άρρωστος σαν εκείνα και ότι παίρνουμε τα ίδια φάρμακα.Θέλω να τους δώσω θάρρος.
-Τους είπατε ότι έχετε Έϊτζ;
-Όχι,τους είπα ότι είμαι άρρωστος σαν και εκείνα.Να πω πω ψέματα δεν μπορώ,αλλά τους είπα:«Κοιτάχτε τα φάρμακά μου.Έχω και κόκκινα και άσπρα και έγχρωμα»,επειδή κάποιος έπιασε ένα από τα μεγαλύτερα παιδια με 'Είτζ,έναν 11χρονο και του είπε:
«Εσύ ξέρεις τι αρρώστια έχεις;Αυτό και αυτό».
Εκείνο τότε άρχισε να κλαίει δυνατά και να φωνάζει:«Γιατί με έφερε η μαμά μου σε αυτόν τον κόσμο;Δεν θέλω να ζήσω πια».
Τότε οι αδελφές μου είπαν:«Ελάτε επειδή είναι πολύ στενοχωρημένος,δεν τρώει και όλο κλαίει».
Πήγα εκεί και του είπα:«Σεργκέι και εγώ είμαι άρρωστος σαν εσένα,κοίτα,παίρνω χάπια και φάρμακα.Πρέπει όμως να πιστεύουμε,για να πάνε όλα καλά.Τι αδέλφια είμαστε αν θυμώνεις έτσι;Εγώ περίμενα να είσαι δυνατός να με βοηθήσεις και εμένα,και τώρα...»
Άρχισε τότε να γελάει και είπε:«Πατέρα,εγώ σε αγαπώ!Δεν θα ξανακλάψω ποτέ!»
Και από τότε το παιδί είναι εύθυμο.Με τον καιρό όμως πρέπει να τους πούμε την αλήθεια,για να μην το κάνει κάποιος ξένος και τους προκαλέσει πόνο.
Δεν ξέρω...Είναι τόσο όμορφα και τόσο καλόψυχα...Εαν κάποτε τα επισκεφτείτε θα δείτε ότι αυτά τα παιδιά είναι λες και κατέβηκαν από τον ουρανό.Φαίνεται όμως ο πόνος στην καρδιά τους.Φαίνεται!
***
Αφήστε τον να πεθάνει ήσυχα,δεν έχουμε τι να του κάνουμε!
Είχαμε ένα άλλο παιδί με δύο καρκίνους.Το βράδυ, όταν έπαιρνε την τελευταία του πνοή το παιδί αυτό,ήλθαν όλοι οι γιατροί,κοίταξαν και είπαν:
«Αφήστε τον να πεθάνει ήσυχα,δεν έχουμε τι να του κάνουμε».
Ήταν δύο ετών και ζύγιζε έξι κιλά,ανέδυε μία μυρωδιά έντονη,ήταν σε άσχημη κατάσταση.
Τον πήρα στην αγκαλιά μου και άρχισα να κλαίω δυνατά.Το λυπόμουν τόσο πολύ που είπα:«Να ήταν εδώ η μαμά..!».Στον μεγάλο πόνο μόνο η μητέρα μπορεί να απαλύνει τον πόνο.Ο καθένας είχε ή έχει μητέρα και ξέρουμε πως όταν πονάμε,εαν εκείνη κολλήσει τα χείλη της στο μέτωπό μας ή μας αγκαλιάσει,ξεχνούμε τα πάντα.
Μέσα σε αυτόν τον πόνο,έκλαιγα με το παιδί αγκαλιά και σκέφτηκα:εαν ήταν η μαμά του εδώ να τον αγκαλιάσει, θα του ήταν πιο εύκολο ακόμη και να πεθάνει.
Αλλά ο Θεός έκανε το θαύμα Του.Τον πήγα μπροστά στην εικόνα της Παναγίας του Μποϊάν και όπως τον κρατούσα αγκαλιά τον έβαλα μπροστά στην εικόνα.Δεν ήταν κανείς εκεί και άρχισα να προσεύχομαι:
«Παναγία μου,δεν έχει κανέναν σε αυτόν τον κόσμο.Είναι ένα ορφανό.Εαν μπορείς βοήθησέ το!»
Το παιδί άρχισε να αναπνέει ξανά αφού μέχρι τότε ανέπνεε δύσκολα.Άρχισε να κουνάει τα χέρια του,το κεφαλάκι,τα πόδια...το πρωί μάλιστα άρχισε να τρώει.Τώρα είναι δόκιμος στο μοναστήρι μας,Ιωάννη τον λένε.
-Πώς ''μοιράζεστε''στα παιδιά;
-Με ένα φιλί.Τα αγκαλιάζω.Πιο πολύ όμως κλαίω όταν δεν τα βλέπω.Στα άρρωστα παιδιά,όταν μπαίνω και βλέπω τον πόνο,όταν βλέπω αυτά που δεν έχουν πόδια,χέρια,που κάθονται μόνο στο κρεβάτι-υπάρχουν αρκετά παιδιά σε αυτήν την κατάσταση-μου έρχεται να κλάψω,αλλά δεν μπορώ επειδή πρέπει να τα ενισχύσω,τους χαμογελάω πάντοτε.Αν δω κάποιον που θέλει να κλάψει,του το απαγορεύω.Για τα παιδιά,επειδή πρέπει να βλέπουν ότι όλοι είμαστε ευτυχισμένοι και σηκώνουμε τον σταυρό μας.
Σίγουρα ο Θεός εργάζεται στην καρδιά τους.Ο Θεός στέλνει κάτι το ξεχωριστό σε αυτά τα παιδιά.Δεν λέω ότι δεν υπάρχουν προβλήματα,αλλά σε εμάς όλα,δεν ξέρω γιατί,σκεπάζονται με μία θεϊκή αγάπη,με κάτι το ουράνιο,που μας δίνει αυτή την δύναμη.Δεν ξέρω πως βρίσκω τόση δύναμη-σίγουρα από το Θεό-για να δώσω σε όλα την ίδια αγάπη.
***
Δεν επιθύμησα ποτέ να γίνω επίσκοπος
-Σας μένει καιρό να κάνετε τον κανόνα σας;Τώρα είσαστε βοηθός επισκόπου.Τα καταφέρνετε.Πιστεύω ότι τώρα παλεύετε πιο πολύ με τον χρόνο.
-Σίγουρα είναι πολύ πιο δύσκολα.Δεν επιθύμησα ποτέ να γίνω επίσκοπος,πρώτον επειδή είμαι ανάξιος και δεύτερον πρέπει να αφιερώνω πολύ χρόνο στα παιδιά.Πολλές φορές δεν κοιμάμαι τη νύχτα.Πρέπει να έχουμε φαγητό και ρούχα εγκαίρως.Επίσης να έχουμε ζέστη,φάρμακα,νοσοκομεία.Πολλά παιδιά τα εγχειρίσαμε στο εξωτερικό,στην Γερμανία και σε άλλες χώρες,είναι πολύ δύσκολο.Τώρα είμαι ακόμη πιο απασχολημένος.Ο Θεός με το έλεός Του με βοηθάει να μην αφήσω κάτι στην άκρη.
-Καταφέρνετε να τους δείτε όλους καθημερινά;
-Εαν βρίσκομαι εδώ,προσπαθώ να τους δω όλους.Τελευταία όμως τους βλέπω λιγότερο συχνά και αυτό με κάνει να υποφέρω.Αυτό με κάνει να μην κοιμάμαι την νύχτα,να είμαι ανήσυχος,ακόμη και να κλαίω.Για ποιό λόγο;Επειδή δεν μπορώ να δω τα παιδιά μου αφού με στέλνουν σε άλλα μέρη.Να τώρα έλειψα μία εβδομάδα στην Σύνοδο.Πηγαίνω για Θείες Λειτουργίες σε άλλες αρχιεπισκοπές και έτσι λείπω πάλι δύο-τρεις μέρες και πονάει η ψυχή μου
-Σκέφτεστε πως ίσως είναι καλά για εκείνα τώρα,ξέροντας πως έχουν τώρα έναν πατέρα-αρχιερέα;Δεν είναι μικρό πράγμα
-Δεν μπορώ να απαντήσω επειδή δεν αισθάνομαι ακόμη επίσκοπος.Και δεν ξέρω αν θα το αισθανθώ ποτέ.Μην αμαρτάνω όμως,η Θεία Χάρη παραμένει Θεία Χάρις...παρακάλεσα την Σύνοδο να μην με κάνουν επίσκοπο αλλά αποφάσισαν ερήμην μου,και τώρα που πήγα μου είπαν:«Τι, εσύ τα βάζεις με την Σύνοδο και την Εκκλησία;»και αναγκάστηκα να πάω.
Δεν το αισθάνομαι όμως επειδή είναι κάτι πολύ υψηλό για εμένα,δεν μπορώ να το εννοήσω ακόμη.
Εγώ όμως παρέμεινα πατέρας,έμεινα κοντά στους χριστιανούς μου,όπως ήμουν είμαι,ακόμη κι αν είμαι επίσκοπος ή ιερέας,έχω ευθύνη μπροστά στον Θεό και όλοι είμαστε το ίδιο.Όταν θα βρεθούμε ενώπιον του Θεού θα δώσουμε λόγο για το τι κάναμε σε αυτήν την ζωή.Πιστεύω ότι για εμάς τους αρχιερείς θα είναι πιο δύσκολο να απαντήσουμε μπροστά στον Κύριο.
-Είστε σχεδόν πενήντα ετών.Μετανοιώνετε για κάτι;
-Μετανοίωνω που μπορούσα να κάνω περισσότερα και δεν έκανα.Δεν μπόρεσα να γίνω κοινωνός του πόνου πολλών ανθρώπων.
Για πολλά χρόνια ασχολήθηκα με το χτίσιμο εκκλησιών σε διάφορα χωριά,με την βοήθεια των ανθρώπων.Ήμουν απασχολημένος και δεν είχα χρόνο να ακούσω τον πόνο του λαού.Έπρεπε καλύτερα να κάνω για τον Θεό επειδή η ζωή αυτή περνάει γρήγορα,σύντομα θα φύγουμε από εδώ.Ευχαριστώ τον Θεό για την κάθε ημέρα που ζω,αφού αισθάνομαι αρκετά άρρωστος.Έπαθα τρία εμφράγματα και κουράζομαι ευκολότερα τώρα.Όταν μπορούμε να κάνουμε κάτι,τότε να το κάνουμε.Το κάθετι στον καιρό του για να μην περνάει μάταια.Ο Θεός δεν θα μας κρίνει για τις αμαρτίες μας αλλά για το καλό που μπορούσαμε να κάνουμε και δεν κάναμε.
Από το περιοδικό ''Lumea monahilor''τεύχος 83/2014
Επιμέλεια/Μετάφραση, π.Γεώργιος Κονισπολιάτης-proskynitis. blogspot.
«Ο άγιος Ειρηναίος προσκομίζει ένα ωραιότατο παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούν τη Γραφή οι αιρετικοί:
«Ένας επιδέξιος καλλιτέχνης ζωγράφισε μια ωραία εικόνα βασιλέως αποτελουμένη από πολλούς πολύτιμους λίθους. Κάποιος άλλος διαλύει αυτό το μωσαϊκό και συνθέτει με τους λίθους διαφορετικό σχέδιο, που αναπαριστά την εικόνα ενός σκύλου ή μιας αλώπεκος.
Εν συνεχεία ισχυρίζεται ότι αυτό ήταν η αρχική εικών, του πρώτου καλλιτέχνη, με το πρόσχημα ότι οι ψηφίδες ήταν αυθεντικές. Το αρχικό όμως σχέδιο είχε καταστραφεί.
Αυτό ακριβώς κάνουν οι αιρετικοί με την Αγία Γραφή. Αγνοούν και διασπούν τη «σειράν και τον σύνδεσμον» της Αγ. Γραφής, «λύοντες (=χαλώντας) τα μέλη της αληθείας». «Ρήματα, λέξεις, παραβολαί» είναι πράγματι γνήσια, αλλά η «υπόθεσις» είναι αυθαίρετη και ψευδής. (Κατά Αιρέσ. 1.8.1)»
(Σωτήριος Σ. Δεσπότης, Ο κώδικας των Ευαγγελίων, εκδοσεις Άθως 2007, σελ. 354-355)
Το Ευαγγέλιο αυτό αποδίδεται στον Ιάκωβο. Οι αρχαίοι Πατέρες αναφέρονταν συχνά σ' αυτό και το ύφος τους φανερώνει ότι έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στο χριστιανικό κόσμο. Οι διχογνωμίες που έχουν προκύψει αφορούν κυρίως την ηλικία του Ιωσήφ κατά τη Γέννηση του Χριστού και το κατά πόσον ήταν χήρος με παιδιά πριν παντρευτεί τη Μαρία. Αξίζει να αναφέρουμε ότι οι θρύλοι των μεταγενέστερων εποχών επιβεβαιώνουν την παρθενία του Ιωσήφ, παρόλο που ο Επιφάνιος, ο Ιλαρίων. ο Χρυσόστομος, ο Κύριλλος, ο Ευθύμιος, ο Θεοφύλακτος, ο Οικουμένιος και όλοι οι Λατίνοι Πατέρες μέχρι τον Αμβρόσιο, καθώς και οι μεταγενέστεροι Έλληνες Πατέρες υποστηρίζουν την άποψη για την ηλικία και οικογενειακή κατάσταση του Ιωσήφ, που θεμελιώνεται από την πίστη τους στην αυθεντικότητα αυτού του βιβλίου. Θεωρείται ότι αρχικά ήταν γραμμένο στην Εβραϊκή γλώσσα. Ο Πόστελλος έφερε το χειρόγραφο του Ευαγγελίου από τη Μέση Ανατολή, το μετέφρασε στα Λατινικά και το έστειλε στον Οπόριμο, τυπογράφο στη Βασιλεία, όπου ο Μπιμπλιάντερ, προτεστάντης θεολόγος και καθηγητής της θεολογίας στη Ζυρίχη, το τύπωσε το 1552. Ο Πόστελλος υποστηρίζει ότι διαβαζόταν στις ορθόδοξες εκκλησίες, που δεν αμφισβητούσαν ότι ο Ιάκωβος ήταν ο συγγραφέας του.
Κεφάλαιο 1
Στην ιστορία των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, διαβάζουμε για κάποιον άνθρωπο που λεγόταν Ιωακείμ και που επειδή ήταν εξαιρετικά πλούσιος έδινε διπλάσια αναθήματα στον Θεό, έχοντας πάρει την εξής απόφαση: τα αγαθά μου θα είναι για το όφελος όλου του κόσμου, ώστε να λάβω χάρη από τον Κύριο για τα αμαρτήματά μου.
Στη διάρκεια όμως μιας μεγάλης θρησκευτικής γιορτής, όταν τα τέκνα του Ισραήλ και ο Ιωακείμ πρόσφεραν τα δώρα τους, ο αρχιερέας Ρουβήν τον κατηγόρησε λέγοντας ότι δεν ήταν σύμφωνο με το νόμο να φέρνεις τις προσφορές σου εφόσον δεν έχεις ν' αφήσεις κανέναν απόγονο στο Ισραήλ.
Ο Ιωακείμ ανησύχησε πάρα πολύ και έφυγε για να συμβουλευτεί τα ληξιαρχεία των δώδεκα φυλών, προκειμένου να διαπιστώσει αν ήταν πράγματι ο μοναδικός άνθρωπος χωρίς απογόνους. Ύστερα από έρευνα ανακάλυψε ότι όλοι οι δίκαιοι είχαν αφήσει απογόνους. Τότε έφερε στο νου του τον πατριάρχη Αβραάμ, που απέκτησε το γιο του Ισαάκ στο τέλος της ζωής του. Η σκέψη αυτή τον έφερε σε μεγάλη απελπισία και δεν άφηνε τη γυναίκα του να τον δει.
Αποσύρθηκε λοιπόν στην ερημιά, έστησε εκεί τη σκηνή του και νήστεψε σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες λέγοντας στον εαυτό του: Δεν θα ξαναφάω, δεν θα ξαναπιώ μέχρι που ο Θεός να ρίξει το βλέμμα του σ' εμένα. Τροφή και ποτό μου θα είναι η προσευχή.
Κεφάλαιο 2
Στο μεταξύ, η σύζυγός του Άννα ένοιωθε απελπισμένη και ταραγμένη για δύο μάλιστα λόγους και έλεγε, «Θα θρηνήσω τη χηρεία μου και τη στειρότητά μου».
Πλησίαζε ο καιρός για μια μεγάλη θρησκευτική γιορτή και η Ιουδήθ, η υπηρέτρια της είπε, «Πόσο θα βασανίζεις ακόμα την ψυχή σου; Έφτασε η ώρα για τη γιορτή του Κυρίου και δεν επιτρέπεται σε κανένα να πενθεί. Πάρε λοιπόν αυτή την κουκούλα, που μου έδωσε κάποιος που κατασκευάζει τέτοια πράγματα, γιατί δεν αρμόζει να την φοράω εγώ μια υπηρέτρια, αλλά ταιριάζει σ' έναν άνθρωπο με σπουδαίο χαρακτήρα όπως εσύ».
Η Άννα όμως απάντησε, «Άφησέ με, δεν είμαι συνηθισμένη σε τέτοια πράγματα. Εξάλλου ο Κύριος με έχει ταπεινώσει πολύ. Φοβάμαι πως σου την έδωσε κάποιος άνθρωπος με κακές προθέσεις και ήρθες εδώ να με κηλιδώσεις με την αμαρτία μου».
Τότε η υπηρέτριά της, η Ιουδήθ, απάντησε, «Τι κακό μπορώ να σου ευχηθώ αφού δεν ακούς τι έχω να σου πω; Δεν μπορώ να σου ευχηθώ μεγαλύτερη κατάρα απ' αυτήν που σε κατατρέχει, δηλαδή που ο Κύριος έχει κλείσει τη μήτρα σου, ώστε να μην μπορείς να γίνεις κι εσύ μητέρα στον Ισραήλ».
Η Άννα ταράχτηκε πολύ μ' αυτά τα λόγια και μια που φορούσε το νυφικό της ένδυμα, κατέβηκε να περπατήσει στον κήπο της, κατά τις τρεις το απόγευμα.
Είδε ένα δέντρο δάφνης, κάθισε κάτω απ' αυτό και προσευχήθηκε στον Κύριο λέγοντας, «Ω Κύριε των πατέρων μου, ευλόγησε με κι άκουσε την προσευχή μου, όπως ευλόγησες τη μήτρα της Σάρρας και της έδωσες ένα γιο, τον Ισαάκ».
Κεφάλαιο 3
Όπως κοιτούσε προς τον ουρανό βλέπει μια φωλιά σπουργιτών στη φυλλωσιά της δάφνης. Και θρηνώντας στα τρίσβαθά της είπε, «Αλίμονο σε μένα. Ποιος με γέννησε; Ποια μήτρα με βάστηξε και είμαι τόσο καταραμένη μπροστά στα τέκνα του Ισραήλ, ώστε να με μέμφονται και να με χλευάζουν στο ναό του Κυρίου μου; Αλίμονο σε μένα. Ποια άλλη είναι στη θέση μου;
Δεν μπορώ να συγκρίνω τον εαυτό μου ούτε και μ' αυτά τα ζώα της γης, γιατί ακόμα και τα ζώα είναι καρπερά ενώπιων σου, ω Κύριε! Αλίμονό μου, με τι μπορώ να συγκριθώ;
Δεν μπορώ να συγκρίνω τον εαυτό μου ούτε με τα άγρια θηρία της γης, γιατί ακόμη και αυτά είναι καρπερά ενώπιόν σου, ω Κύριε! Αλίμονό μου, με τι μπορώ να συγκριθώ;
Δεν μπορώ να συγκρίνω τον εαυτό μου ούτε με τα νερά, γιατί ακόμα και τα νερά είναι γόνιμα μπροστά σου, ω Κύριε! Αλίμονό μου, με τι μπορώ να συγκρίνω τον εαυτό μου;
Δεν μπορώ να συγκριθώ ούτε με τα κύματα της θάλασσας γιατί κι αυτά, είτε είναι ήρεμα είτε ταραγμένα, σε δοξάζουν με τα ψάρια που έχουν μέσα τους, ω Κύριε! Αλίμονο σε μένα, με τι μπορώ να συγκρίνω τον εαυτό μου;
Δεν μπορώ να συγκρίνω τον εαυτό μου ούτε με την ίδια τη γη, γιατί η γη παράγει τους καρπούς της και σε δοξάζει, ω Κύριε!»
Κεφάλαιο 4
Τότε ένας άγγελος του Κυρίου στάθηκε δίπλα της και είπε, « Άννα, Άννα, ο Κύριος άκουσε την προσευχή σου. Θα συλλάβεις και θα γεννήσεις και για τους απογόνους σου θα μιλήσει όλος ο κόσμος».
Η Άννα απάντησε, «Ορκίζομαι στον Κύριο, τον Θεό το ζώντα, ό, τι κι αν γεννήσω, είτε είναι αρσενικό είτε είναι θηλυκό, θα το αφιερώσω στον Κύριο τον Θεό μου και θα τον υπηρετεί σ' όλη του τη ζωή».
Τότε εμφανίστηκαν δυο άγγελοι και της είπαν, «Να, έρχεται ο άνδρας σου, ο Ιωακείμ, μαζί με τους βοσκούς του. Παρουσιάστηκε και σ' αυτόν άγγελος Κυρίου και του είπε, «Ο Κύριος ο Θεός άκουσε την προσευχή σου• κάνε γρήγορα και πήγαινε στην Άννα γιατί θα συλλάβει».
Ο Ιωακείμ κάλεσε τότε τους βοσκούς και τους είπε, «Φέρτε μου δέκα προβατίνες ακηλίδωτες και χωρίς ψεγάδι. Προορίζονται για τον Κύριο τον Θεό μου. Και φέρτε μου δώδεκα μοσχαράκια αψεγάδιαστα• αυτά θα είναι για τους ιερείς και τους πρεσβυτέρους. Φέρτε μου επίσης εκατό κατσίκια και τα εκατό κατσίκια θα είναι για όλο τον κόσμο».
Και ο Ιωακείμ κατέβηκε με τους βοσκούς του, η δε Άννα στεκόταν κοντά στην πύλη και τον είδε να πλησιάζει. έτρεξε λοιπόν προς το μέρος του και αγκαλιάζοντας τον από το λαιμό είπε, «Τώρα ξέρω πως ο Θεός μου έδωσε μια μεγάλη ευλογία• γιατί εγώ που ήμουν χήρα, δεν είμαι πια χήρα κι ενώ ήμουν στείρα θα συλλάβω».
Κεφάλαιο 5
Ο Ιωακείμ παρέμεινε στο σπίτι του την πρώτη μέρα, αλλά την επόμενη έφερε τις προσφορές του και είπε, «Αν ο Κύριος δείχνει ευμένεια απέναντι μου, ας φανεί στην ταινία που φορά ο ιερέας στο μέτωπό του». Και συμβουλεύτηκε την ταινία και είδε ότι δεν υπήρχε καμιά αμαρτία σ' αυτόν.
Είπε λοιπόν ο Ιωακείμ, «Τώρα ξέρω ότι ο Κύριος έδειξε ευμένεια απέναντί μου και εξάλειψε όλες τις αμαρτίες μου». Και έφυγε από το ναό του Κυρίου δικαιωμένος και πήγε στο σπίτι του.
Όταν συμπληρώθηκαν οι εννιά μήνες στην Άννα, τότε γέννησε και είπε στη μαμμή, «Τι έφερα στον κόσμο;»
Εκείνη απάντησε, «Ένα κορίτσι».
Τότε η Άννα είπε, «Σήμερα ο Κύριος μεγάλυνε την ψυχή μου». Και ξάπλωσε στο κρεβάτι της.
Όταν συμπληρώθηκαν οι μέρες του εξαγνισμού, θήλασε το παιδί και του έδωσε το όνομα Μαρία.
Κεφάλαιο 6
Και το παιδί μεγάλωνε καθημερινά, έτσι που όταν ήταν εννέα μηνών, η μητέρα της την ακούμπησε καταγής για να δει αν θα μπορούσε να σταθεί όρθια• έκανε λοιπόν εννέα βήματα και ύστερα γύρισε στην αγκαλιά της μητέρας της. Τότε η μητέρα της τη σήκωσε και είπε, «Όσο υπάρχει ο Κύριος ο Θεός μου, δεν θα ξαναβαδίσεις πάνω στη γη μέχρι που να σε πάω στο ναό του Κυρίου».
Έκανε λοιπόν το δωμάτιο της έναν χώρο ιερό και δεν επέτρεπε τίποτε το ακάθαρτο ή ασυνήθιστο να την πλησιάζει, κάλεσε δε μερικές αγνές κόρες του Ισραήλ να την προφυλάσσουν.
Όταν το παιδί έγινε ενός έτους, ο Ιωακείμ έκανε μια μεγάλη γιορτή και προσκάλεσε τους ιερείς, τους γραμματείς, τους πρεσβυτέρους και όλους τους ανθρώπους του Ισραήλ. Και τότε ο Ιωακείμ παρέδωσε την κόρη του στους αρχιερείς κι εκείνοι την ευλόγησαν λέγοντας, «Ας ευλογήσει ο Θεός των πατέρων μας αυτό το κορίτσι κι ας του δώσει ένα όνομα που θα μείνει ξακουστό στους αιώνες». Και απάντησαν όλοι, «Αμήν, ας γίνει έτσι».
Ύστερα ο Ιωακείμ την παρέδωσε για δεύτερη φορά στους ιερείς κι εκείνοι την ευλόγησαν λέγοντας, «Ω ύψιστε Θεέ, φρόντισε αυτό το κορίτσι και ευλόγησε το με ευλογία αιώνια».
Τότε η μητέρα της την πήρε αγκαλιά, της έδωσε το στήθος της και τραγούδησε το παρακάτω τραγούδι στον Κύριο.
«Θα τραγουδήσω ένα καινούργιο τραγούδι στον Κύριο τον Θεό μου, γιατί μ' επισκέφτηκε, με απάλλαξε από τις μομφές των εχθρών μου και μου έδωσε τους καρπούς της δικαιοσύνης του, ώστε να μπορούν τώρα οι γιοι του Ρουβήν να μάθουν ότι η Άννα θηλάζει».
Ύστερα έβαλε το βρέφος να αναπαυθεί στο ιερό δωμάτιο και πήγε να υπηρετήσει τους καλεσμένους.
Κι όταν τελείωσε η γιορτή, όλοι έφυγαν πανηγυρίζοντας και δοξάζοντας τον Θεό του Ισραήλ.
Κεφάλαιο 7
Το κοριτσάκι μεγάλωνε και όταν έγινε δύο ετών, ο Ιωακείμ είπε στην Άννα, «Ας την οδηγήσουμε στο ναό του Θεού, για να εκπληρώσουμε τον όρκο που κάναμε στον Κύριο τον Θεό, μήπως και οργιστεί και δεν αποδέχεται τις προσφορές μας».
Η Άννα όμως είπε, «Ας περιμένουμε τον τρίτο χρόνο γιατί ίσως αλλιώς δεν θα μπορεί ν' αναγνωρίζει τον πατέρα της» κι ο Ιωακείμ απάντησε, «Ας περιμένουμε τότε».
Όταν το παιδί έγινε τριών ετών, ο Ιωακείμ είπε, «Ας καλέσουμε τις κόρες των Εβραίων, που είναι αγνές κι ας πάρει η καθεμιά τους από μια λυχνία να ανάψει, έτσι ώστε το παιδί να μη θέλει να γυρίσει πίσω αλλά να αφοσιωθεί στο ναό του Θεού».
Έτσι κι έγινε μέχρι που ανέβηκαν στο ναό του Κυρίου. Εκεί την υποδέχτηκε ο αρχιερέας, την ευλόγησε και είπε, «Μαρία, ο Κύριος ο Θεός έχει λαμπρύνει το όνομα σου σ' όλες τις γενιές και μέσα από σένα θα λυτρώσει τα τέκνα του Ισραήλ».
Και την έβαλε στο τρίτο σκαλοπάτι του βωμού, και ο Κύριος της έδωσε Χάρη και χόρεψε στα ποδαράκια της και όλος ο οίκος του Ισραήλ την αγάπησε.
Κεφάλαιο 8
Οι γονείς της έφυγαν γεμάτοι θαυμασμό, δοξάζοντας τον Θεό επειδή το κορίτσι δεν στράφηκε πίσω σ' αυτούς.
Η Μαρία έμεινε στο ναό σαν περιστέρι που μαθήτευε εκεί και έπαιρνε την τροφή της από τα χέρια ενός αγγέλου.
Όταν έγινε δώδεκα χρονών, οι ιερείς έκαναν συμβούλιο και είπαν, «Ιδού, η Μαρία είναι δώδεκα χρονών. Τι πρέπει να κάνουμε μήπως και κινδυνεύει να κηλιδωθεί ο ιερός χώρος του Κυρίου του Θεού μας;»
Τότε οι ιερείς είπαν στον αρχιερέα Ζαχαρία, «Στάσου στο βωμό του Κυρίου, είσελθε στον ιερό χώρο και κάνε παρακλήσεις γι' αυτήν. Οτιδήποτε σου φανερώσει ο Κύριος, αυτό θα κάνουμε».
Τότε ο αρχιερέας εισήλθε στα Άγια των Αγίων και παίρνοντας μαζί του το περιστήθιο της κρίσης έκανε προσευχές για τη Μαρία.
Και ήρθε σ' αυτόν ο άγγελος του Κυρίου και είπε, «Ζαχαρία, Ζαχαρία, πήγαινε και κάλεσε όλους τους χήρους να φέρει ο καθένας το ραβδί του. Αυτός που θα φανερωθεί από τον Κύριο μ' ένα σημάδι, θα είναι ο σύζυγος της Μαρίας».
Και οι τελάληδες γύρισαν όλη την Ιουδαία και ακούστηκε η σάλπιγγα του Κυρίου και όλοι οι άνθρωποι έτρεξαν και συγκεντρώθηκαν.
Έτσι κι ο Ιωσήφ, παρατώντας το τσεκούρι του, βγήκε να τους συναντήσει και όταν συγκεντρώθηκαν πήγαν στον αρχιερέα κρατώντας ο καθένας το ραβδί του.
Αφού πήρε ο αρχιερέας τα ραβδιά τους, μπήκε στο ναό για να προσευχηθεί. Κι όταν τελείωσε την προσευχή του τα ξαναμοίρασε χωρίς να συμβεί κανένα θαύμα.
Την τελευταία ράβδο την πήρε ο Ιωσήφ και τότε βγήκε από μέσα της ένα περιστέρι και πέταξε πάνω απ' το κεφάλι του.
Και ο αρχιερέας είπε, «Ιωσήφ, εσύ είσαι ο άνθρωπος που διάλεξε ο Θεός για να πάρει την Παρθένο Μαρία».
Ο Ιωσήφ όμως αρνήθηκε λέγοντας: «Είμαι γέρος άνθρωπος κι έχω παιδιά, ενώ εκείνη είναι νέα και φοβάμαι ότι θα γελοιοποιηθώ στον Ισραήλ».
Τότε ο αρχιερέας απάντησε, «Ιωσήφ, να φοβάσαι τον Κύριο τον Θεό σου και να θυμάσαι πώς αντιμετώπισε τον Δάδαν, τον Κορά και τον Αβιράμ, πώς άνοιξε η γη και τους κατάπιε όταν αρνήθηκαν να υπακούσουν. Να φοβάσαι τον Θεό, μήπως και συμβούν παρόμοια πράγματα και στην οικογένειά σου.
Ύστερα απ' αυτά, ο Ιωσήφ φοβήθηκε, πήρε τη Μαρία στο σπίτι του και της είπε, «Σε πήρα Μαρία από το ναό του Κυρίου και τώρα θα σ' αφήσω στο σπίτι μου. Πρέπει να φροντίσω τη δουλειά μου που είναι δουλειά χτίστη. Ο Κύριος να είναι μαζί σου».
Κεφάλαιο 9
Σ' ένα συμβούλιο των ιερέων, αποφασίστηκε να γίνει ένα καινούργιο πέπλο για το παραπέτασμα για το ναό. Ο αρχιερέας είπε, «Καλέστε τις επτά αμόλυντες παρθένες από τη φυλή του Δαβίδ».
Και οι υπηρέτες πήγαν και τις έφεραν στο ναό του Κύριου και ο αρχιερέας είπε, «Ρίξτε τώρα κλήρο εδώ μπροστά μου, για να φανεί ποια από σας θα υφάνει τη χρυσή κλωστή, ποια την μπλε, ποια την κόκκινη, ποια το λεπτό λινό και ποια την πορφυρένια».
Τότε ο αρχιερέας, που ήξερε πως η Μαρία ήταν από τη φυλή του Δαβίδ, την κάλεσε και έπεσε σ' εκείνη ο κλήρος να υφάνει την πορφυρένια κλωστή.
Από κείνη όμως την ώρα, ο Ζαχαρίας, ο αρχιερέας, έχασε τη μιλιά του και τον αντικατέστησε ο Σαμουήλ μέχρι που ξαναμίλησε. Η δε Μαρία πήρε την πορφυρένια κλωστή και την έγνεψε.
Και πήρε μια στάμνα να τη γεμίσει νερό και άκουσε μια φωνή να της λέει, «Χαίρε κεχαριτωμένη. Ο Κύριος είναι μαζί σου. Εσύ είσαι η ευλογημένη μεταξύ των γυναικών».
Εκείνη κοίταξε αριστερά και δεξιά για να δει από που ερχόταν η φωνή και μετά γύρισε σπίτι της τρέμοντας. Άφησε τη στάμνα καταγής και κάθισε να συνέχισε το γνέσιμο της πορφυρένιας κλωστής.
Και ιδού, ο άγγελος του Κυρίου στάθηκε δίπλα της και είπε, «Μη φοβάσαι Μαρία, γιατί εσύ βρήκες εύνοια από τον Θεό».
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, σκεφτόταν ποια σημασία θα μπορούσε να έχει ένας τέτοιος χαιρετισμός. Και ο άγγελος της είπε, «Ο Κύριος είναι μαζί σου και θα συλλάβεις».
Εκείνη απάντησε, «Τι! Θα συλλάβω από το ζώντα Θεό και θα γεννήσω όπως και οι άλλες γυναίκες;»
Ο άγγελος τότε είπε, «Όχι μ' αυτό τον τρόπο. Θα έρθει σε σένα το Άγιο Πνεύμα και η δύναμη του Υψίστου θα σε σκιάσει. Γι' αυτό, το παιδί που θα γεννήσεις θα είναι άγιο και θα ονομαστεί Γιος του Ζώντος Θεού. Θα του δώσεις το όνομα Ιησούς, γιατί θα σώσει το λαό του από τις αμαρτίες. Και ιδού, η εξαδέλφη σου Ελισάβετ, συνέλαβε επίσης έναν γιο, σε μεγάλη ηλικία. Είναι τώρα στον έκτο μήνα, εκείνη που την αποκαλούσαν στείρα• γιατί τίποτε δεν είναι αδύνατον για τον Θεό».
Τότε η Μαρία είπε, «Ιδού η δούλη του Θεού, ας γίνει σε μένα κατά το λόγο σου».
Και όταν ολοκλήρωσε το γνέσιμο της πορφυρένιας κλωστής, την πήγε στον αρχιερέα κι εκείνος την ευλόγησε λέγοντας, «Ο Κύριος ο Θεός έχει μεγαλύνει το όνομα σου και θα είσαι ευλογημένη αιώνια».
Ύστερα απ' αυτά, η Μαρία πήγε γεμάτη χαρά στην Ελισάβετ, την εξαδέλφη της και χτύπησε την πόρτα της. Όταν εκείνη την άκουσε, έτρεξε να της ανοίξει και την ευλόγησε λέγοντας, «Πώς είναι δυνατόν να έρθει η Μητέρα του Κυρίου σε μένα; Γιατί να! Μόλις έφτασε στα αυτιά μου η φωνή του Χαιρετισμού σου, αυτό που είναι μέσα μου αναπήδησε και σ' ευλόγησε».
Η Μαρία όμως, που είχε άγνοια όλων εκείνων των μυστηρίων που της είχε αναγγείλει ο αρχάγγελος Γαβριήλ, ύψωσε τα μάτια της προς τον ουρανό και είπε, «Κύριε! Ποια είμαι εγώ που θ' αποκαλέσουν όλες οι γενεές του κόσμου ευλογημένη;»
Διαπιστώνοντας όμως ότι η κοιλιά της μεγάλωνε καθημερινά και νιώθοντας φόβο γι' αυτό, πήγε στο σπίτι της και κρυβόταν από το λαό του Ισραήλ. Όταν συνέβαιναν όλα αυτά ήταν δεκατεσσάρων ετών.
Κεφάλαιο 10
Όταν έφτασε στον έκτο μήνα της, επέστρεψε ο Ιωσήφ από τη δουλειά του, που ήταν το χτίσιμο σπιτιών σε άλλους τόπους και βρήκε την Παρθένο σε προχωρημένη εγκυμοσύνη.
Τότε χτυπώντας το πρόσωπό του είπε, «Πώς θα μπορέσω να αντικρύσω τον Κύριο τον Θεό μου; Τι θα πω γι' αυτή τη νεαρή γυναίκα; Γιατί την πήρα Παρθένο από το ναό του Κυρίου και δεν φρόντισα να παραμείνει έτσι. Ποιος με εξαπάτησε; Ποιος διέπραξε αυτό το κακό μέσα στο σπίτι μου; Ποιος ξελόγιασε την Παρθένο και την ατίμασε; Δεν επαναλαμβάνεται άραγε σε μένα η ιστορία του Αδάμ; Γιατί τη στιγμή ακριβώς της δόξας του, ήρθε το φίδι, βρήκε την Εύα μόνη και την ξελόγιασε. Έτσι ακριβώς συνέβη και σε μένα».
Ύστερα ο Ιωσήφ σηκώθηκε και είπε φωνάζοντας, «Πώς το έκανες αυτό εσύ που βρήκες τόση εύνοια από το Θεό; Γιατί έφερες αυτόν τον εξευτελισμό στην ψυχή σου, εσύ που ανατράφηκες στα Άγια των Αγίων και έπαιρνες τροφή από το χέρι των αγγέλων;»
Εκείνη όμως ξέσπασε σε δάκρυα και απάντησε, «Είμαι αθώα και δεν γνώρισα ποτέ άνδρα».
Τότε είπε ο Ιωσήφ, «Πώς συμβαίνει λοιπόν να είσαι έγκυος;»
Η Μαρία αποκρίθηκε, «Ορκίζομαι στον Θεό τον Ζώντα ότι δεν γνωρίζω με ποιο τρόπο έγινε αυτό».
Τότε ο Ιωσήφ φοβήθηκε πολύ και έφυε για να σκεφτεί τι θα 'πρεπε να κάνει μαζί της. 'Έκανε λοιπόν ετούτες τις σκέψεις: «Αν συγκαλύψω το αδίκημά της θα βρεθώ ένοχος από το νόμο του Κυρίου. Αν πάλι την αποκαλύψω στα τέκνα του Ισραήλ φοβάμαι πως, αν πραγματικά έχει παιδί από έναν άγγελο, θα προδώσω τη ζωή ενός αθώου ανθρώπου. Τι θα κάνω λοιπόν; Θα τη διώξω κρυφά».
Ύστερα ήρθε η νύχτα και ιδού ένας άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε στο όνειρο του και είπε, «Μη φοβηθείς να κρατήσεις αυτή τη νέα γυναίκα, γιατί αυτό που έχει μέσα της προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα. Θα γεννήσει ένα γιο που θα τον ονομάσετε Ιησού, γιατί αυτός θα σώσει το λαό του από τις αμαρτίες».
Τότε ο Ιωσήφ ξύπνησε και δόξασε τον Θεό του Ισραήλ που του έδειξε τέτοια εύνοια και κράτησε την Παρθένο.
Κεφάλαιο 11
Ήρθε τότε ο Άννας, ο γραμματέας και είπε στον Ιωσήφ, «Ποιος είναι ο λόγος που δεν σε είδαμε μετά το γυρισμό σου;»
Ο Ιωσήφ απάντησε, «Ήμουν ταλαιπωρημένος από το ταξίδι και αναπαύθηκα την πρώτη μέρα».
Ο Άννας όμως στράφηκε και είδε τη Μαρία και κατάλαβε ότι ήταν σε προχωρημένη κατάσταση εγκυμοσύνης. Έφυγε τότε και πήγε στον ιερέα και του είπε, «Ο Ιωσήφ, στον οποίο έχεις τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη, είναι ένοχος μεγάλου αδικήματος γιατί ατίμασε την Παρθένο που έλαβε από το ναό του Κυρίου και την παντρεύτηκε μυστικά χωρίς να το αποκαλύψει στα τέκνα του Ισραήλ».
Είπε τότε ο ιερέας, «Έκανε αυτό το πράγμα ο Ιωσήφ;»
Ο Άννας απάντησε, «Αν στείλεις οποιονδήποτε από τους υπηρέτες σου, θα σου πει ότι έχει παιδί στην κοιλιά της».
Και οι υπηρέτες πήγαν και ήταν έτσι όπως το είχε πει ο Άννας.
Ύστερα απ' αυτό έφεραν και τους δύο σε δίκη και ο ιερέας είπε στη Μαρία, «Μαρία, τι έκανες; Γιατί εξευτέλισες με αυτό τον τρόπο την ψυχή σου και γιατί λησμόνησες τον Θεό σου, εσύ που ανατράφηκες στα Άγια των Αγίων κι έπαιρνες τροφή από τα χέρια αγγέλων και άκουγες τα τραγούδια τους; Γιατί το έκανες αυτό;»
Εκείνη τότε ξεσπώντας σε δάκρυα απάντησε, «Ορκίζομαι στον Θεό το Ζώντα πως είμαι αθώα ενώπιόν του γιατί δεν έχω γνωρίσει άνδρα».
Τότε ο ιερέας είπε στον Ιωσήφ, «Γιατί το έκανες αυτό;» κι ο Ιωσήφ απάντησε, «Ορκίζομαι στον Κύριο τον Θεό μου ότι δεν την έχω αγγίξει».
Ο ιερέας όμως είπε, «Μην ψεύδεσαι αλλά πες την αλήθεια• την παντρεύτηκες κρυφά, χωρίς να το ανακοινώσεις στα τέκνα του Ισραήλ. Ταπεινώσου μπροστά στο παντοδύναμο χέρι του Θεού για να ευλογήσει το σπέρμα σου».
Ο Ιωσήφ έμεινε σιωπηλός.
Τότε του είπε ο ιερέας, «Πρέπει να αποκαταστήσεις την Παρθένο στο ναό του Κυρίου, απ' όπου την πήρες».
Εκείνος όμως έκλαψε πικρά και ο ιερέας πρόσθεσε, «Θα σας δώσω να πιείτε το νερό του Κυρίου το οποίο είναι για δοκιμασίες κι έτσι θα φανερωθεί η ανομία σας».
Έφερε λοιπόν ο ιερέας το νερό, έδωσε στον Ιωσήφ να πιει κι ύστερα τον έστειλε σε μια ορεινή περιοχή. Εκείνος γύρισε εντελώς καλά και ο κόσμος απόρησε που δεν αποκαλύφθηκε η αμαρτία του. Είπε λοιπόν ο ιερέας, «Εφόσον ο Κύριος δεν φανέρωσε τις αμαρτίες σου, ούτε κι εγώ μπορώ να σε καταδικάσω».
Έτσι τους άφησε να φύγουν.
Πήρε λοιπόν ο Ιωσήφ τη Μαρία και γύρισαν στο σπίτι τους περιχαρείς και δοξάζοντας τον Θεό του Ισραήλ.
Κεφάλαιο 12
Και συνέβη να εκδόσει ο Αυτοκράτορας Αύγουστος ένα διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι Εβραίοι έπρεπε να φορολογηθούν. Είπε λοιπόν ο Ιωσήφ, «Θα φροντίσω ώστε να καταχωρηθούν για φορολογία τα παιδιά μου, αλλά τι θα κάνω μ' αυτή τη νεαρή γυναίκα; Ντρέπομαι να τη δηλώσω σαν σύζυγό μου και αν πάλι τη δηλώσω σαν κόρη μου όλος ο Ισραήλ γνωρίζει πως δεν είναι. Όταν έρθει η ώρα του Κυρίου, ας αποφασίσει εκείνος τι πρέπει να γίνει».
Σέλωσε λοιπόν το γαϊδουράκι, έβαλε πάνω του τη Μαρία και το ακολούθησαν μαζί με το Σίμωνα για να φτάσουν στη Βηθλεέμ που ήταν τρία μίλια μακριά.
Κοιτάζοντας τη Μαρία την είδε λυπημένη και είπε στον εαυτό του, «Ίσως της προκαλεί πόνο αυτό που έχει στα σπλάχνα της». Ύστερα γύρισε πάλι και την είδε να γελά και της είπε, «Μαρία πώς γίνεται να βλέπω μερικές φορές θλίψη και μερικές φορές γέλιο και χαρά στην έκφρασή σου;»
Η Μαρία του απάντησε, «Βλέπω δύο ανθρώπους με τα μάτια μου, ο ένας κλαίει και θρηνεί κι ο άλλος γελά και πανηγυρίζει».
Εκείνος συνέχισε το δρόμο του και η Μαρία του είπε, «Κατέβασε με απ' το γαϊδουράκι γιατί αυτό που έχω στα σπλάχνα με πιέζει για να βγει».
Ο Ιωσήφ όμως απάντησε, «Που να σε πάω; Εδώ είναι ερημιά».
Τότε η Μαρία του είπε ξανά, «Κατέβασέ με, γιατί αυτό που έχω μέσα με πιέζει δυνατά».
Έτσι ο Ιωσήφ την κατέβασε. Βρήκε εκεί κοντά μια σπηλιά και την έβαλε μέσα.
Κεφάλαιο 13
Αφήνοντας την μαζί με τους γιους του στη σπηλιά, πήγε ν' αναζητήσει μια Εβραία μαμμή στο χωριό της Βηθλεέμ.
Καθώς όμως πήγαινα (είπε ο Ιωσήφ) κοίταξα ψηλά και είδα τα σύννεφα θαμπωμένα και τα πουλιά του ουρανού να ακινητοποιούνται στη μέση της πτήσης τους. Κοίταξα και κάτω, στη γη, και είδα ένα στρωμένο τραπέζι και ανθρώπους της δουλειάς να κάθονται γύρω του, τα χέρια τους όμως δεν ήταν πάνω σ' αυτό και δεν έκαναν καμιά κίνηση για να φάνε. Όσοι είχαν κρέας στα χέρια τους δεν έτρωγαν. Όσοι είχαν υψωμένα τα χέρια στο κεφάλι τους, δεν τα κατέβαζαν κι αυτοί που τα είχαν ανεβάσει μέχρι το στόμα τους δεν έβαζαν τίποτα σ' αυτό. Τα πρόσωπα όλων τους ήταν καρφωμένα προς τα πάνω. Και είδα τα πρόβατα διασκορπισμένα αλλά ακίνητα και το βοσκό που είχε σηκώσει το χέρι του για να τα χτυπήσει να έχει μείνει με το χέρι μετέωρο. Κοίταξα και προς τον ποταμό και είδα τα κατσικάκια να έχουν ακουμπήσει το στόμα τους στο νερό χωρίς όμως να πίνουν.
Αντίκρισα τότε μια γυναίκα να κατεβαίνει από τα βουνά και μου είπε, «Πού πας άνθρωπε;» κι εγώ αποκρίθηκα, «Ψάχνω να βρω μια Εβραία μαμμή».
Εκείνη τότε μου είπε, «Πού βρίσκεται η γυναίκα που θα γεννήσει;» κι εγώ της απάντησα, «Στη σπηλιά και είναι μνηστή μου».
Ρώτησε ξανά η μαμμή, «Δεν είναι σύζυγός σου;»
Ο Ιωσήφ απάντησε, «Είναι η Μαρία, που ανατράφηκε στα Άγια των Αγίων, στον Οίκο του Κυρίου κι έτυχε σε μένα ο κλήρος να την πάρω, όμως δεν είναι γυναίκα μου αλλά έχει συλλάβει από το Άγιο Πνεύμα».
Η μαμμή είπε, «Είναι αλήθεια αυτά;»
Εκείνος απάντησε, «Έλα και θα δεις» και η μαμμή τον ακολούθησε στη σπηλιά.
Τότε ένα σύννεφο φωτεινό ήρθε και στάθηκε πάνω από τη σπηλιά και η μαμμή είπε, «Σήμερα η ψυχή μου μεγαλύνθηκε γιατί τα μάτια μου αντίκρισαν πράγματα θαυμαστά και γιατί γεννιέται η σωτηρία για τον Ισραήλ».
Ξαφνικά, το σύννεφο έγινε ένα φως λαμπερό μέσα στη σπηλιά, έτσι που τα μάτια τους δεν το άντεχαν. Η λάμψη του όμως μειώθηκε σταδιακά και φάνηκε το βρέφος να θηλάζει στο στήθος της μητέρας του Μαρίας.
Τότε η μαμμή φώναξε και είπε, «Τι μεγαλειώδης ημέρα είναι τούτη, που τα μάτια μου αντίκρισαν το καταπληκτικό αυτό θέαμα!»
Και βγήκε από τη σπηλιά και συναντήθηκε με τη Σαλώμη.
Και είπε η μαμμή, «Σαλώμη, Σαλώμη θα σου πω για κάτι το εκπληκτικό που είδα. Γέννησε μια παρθένος, πράγμα που είναι αντίθετο με τη φύση».
Η Σαλώμη απάντησε, «Στο όνομα του Κυρίου του Θεού μου, αν δεν έχω αποδείξεις για το γεγονός αυτό δεν θα πιστέψω ότι γέννησε μια παρθένος».
Μπήκε τότε η Σαλώμη στη σπηλιά και είπε η μαμμή, «Μαρία φανερώσου γιατί έχει δημιουργηθεί μεγάλη αμφισβήτηση για σένα».
Και η Σαλώμη πήρε ικανοποίηση, το χέρι της όμως παρέλυσε και γόγγυζε πικραμένη και έλεγε, «Αλίμονο σε μένα που διέπραξα αυτή την ανομία• αμφισβήτησα τον Θεό και το χέρι μου κοντεύει να πέσει.
Τότε η Σαλώμη ικέτευσε τον Κύριο και είπε, «Ω Θεέ των πατέρων μου, θυμήσου με γιατί ανήκω στο σπέρμα του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Μη με κάνεις μια στιγματισμένη ανάμεσα στα τέκνα του Ισραήλ, θεράπευσέ με. Γιατί εσύ γνωρίζεις, ω Κύριε, ότι έχω κάνει πολλές αγαθοεργίες στο όνομα σου κι έχω δεχτεί την ανταμοιβή μου γι' αυτό».
Τότε ένας άγγελος του Κυρίου στάθηκε κοντά της και είπε, «Ο Κύριος άκουσε την προσευχή σου. Άπλωσε το χέρι σου και σήκωσε το παιδί. Μ' αυτή την πράξη σου θα γιατρευτείς».
Η Σαλώμη γεμάτη χαρά πήγε κοντά στο παιδί και είπε, «Θα τον αγγίξω». Σκοπός της ήταν να τον λατρέψει γιατί είπε, «Ετούτος είναι ένας μεγάλος βασιλιάς που γεννήθηκε στον Ισραήλ».
Κι αμέσως η Σαλώμη γιατρεύτηκε.
Τότε η μαμμή, έχοντας την εύνοια του Θεού, βγήκε απ' τη σπηλιά.
Και ιδού, μια φωνή ακούστηκε στη Σαλώμη να λέει, «Μην αποκαλύψεις τα παράξενα πράγματα που είδες, μέχρι να φτάσει το βρέφος στην Ιερουσαλήμ».
Έτσι, έφυγε και η Σαλώμη έχοντας την εύνοια του Θεού.
Κεφάλαιο 14
Τότε ο Ιωσήφ έκανε τις προετοιμασίες για την αναχώρησή τους, γιατί είχε δημιουργηθεί μια μεγάλη αναταραχή στη Βηθλεέμ επειδή ήρθαν κάποιοι σοφοί από την Ανατολή.
Οι σοφοί ρωτούσαν, «Που γεννήθηκε ο βασιλιάς των Ιουδαίων; Γιατί εμείς είδαμε το άστρο του στην ανατολή και ήρθαμε να τον λατρέψουμε».
Όταν το άκουσε αυτό ο Ηρώδης ταράχτηκε πολύ και έστειλε αγγελιαφόρους στους σοφούς και στους ιερείς και τους ζήτησε να προσέλθουν στο κυβερνείο για να τους κάνει ερωτήσεις.
Τους ρώτησε λοιπόν, «Πού το είδατε γραμμένο για τον Χριστό το βασιλιά και ποιος είναι ο τόπος που γεννήθηκε;»
Εκείνοι τότε του είπαν, «Στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, γιατί έτσι είναι γραμμένο, "Και συ, Βηθλεέμ γη του Ιούδα, δεν είσαι με κανέναν τρόπο η μικρότερη μεταξύ των ηγεμόνων του Ιούδα, διότι από σε θα προέλθει ένας αρχηγός, ο οποίος θα κυβερνήσει το λαό μου, τον Ισραήλ"».
Αφού έδιωξε τους αρχιερείς, ρώτησε τους σοφούς άνδρες, «Ποιο ήταν το σημάδι που είδατε για τη γέννηση του βασιλιά;»
Εκείνοι απάντησαν, «Είδαμε ένα εξαιρετικά μεγάλο αστέρι να λάμπει ανάμεσα στα άλλα αστέρια τ' ουρανού, το οποίο τα έσβυνε με τη λάμψη του όλα. Έτσι καταλάβαμε ότι γεννήθηκε ένας μεγάλος βασιλιάς στον Ισραήλ γι' αυτό και ήρθαμε να τον λατρέψουμε».
Τότε ο Ηρώδης τους είπε, «Πηγαίνετε να ερευνήσετε κι αν βρείτε το βρέφος ελάτε να μου το πείτε ώστε να πάω κι εγώ να τον λατρέψω»
Έτσι, οι σοφοί ξεκίνησαν και το αστέρι που είχαν δει στην Ανατολή προπορευόταν και τους έδειχνε το δρόμο μέχρι που σταμάτησε πάνω από τη σπηλιά, όπου βρισκόταν το βρέφος με τη μητέρα του Μαρία.
Έβγαλαν τότε τους θησαυρούς τους και του πρόσφεραν χρυσό, λιβάνι και σμύρνα. Κι αφού προειδοποιήθηκαν σε όνειρο από έναν άγγελο να μην επιστρέψουν στον Ηρώδη διαμέσου της Ιουδαίας, έφυγαν για τη χώρα τους από διαφορετικό δρόμο.
Κεφάλαιο 15
Τότε ο Ηρώδης που κατάλαβε ότι τον ξεγέλασαν οι σοφοί εκείνοι, οργίστηκε πολύ και πρόσταξε μερικούς άνδρες να σκοτώσουν όλα τα παιδιά της Βηθλεέμ που ήταν ηλικίας δύο ετών και κάτω.
Η Μαρία όμως μαθαίνοντας για τη σφαγή των νηπίων, πήρε το βρέφος, το τύλιξε σε φασκιές και το ’βαλε σε μια φάτνη γιατί δεν υπήρχε χώρος στο πανδοχείο.
Η Ελισάβετ επίσης, ακούγοντας ότι θα έψαχναν και για το γιο της Ιωάννη, τον πήρε και ανέβηκαν στα βουνά κι αναζητούσε κάποια κρυψώνα για να τον κρύψει. Δεν υπήρχε όμως κανένα κρυφό μέρος.
Τότε αναστέναξε και είπε, «Ω βουνό του Κυρίου, δέξου τη μητέρα και το παιδί», γιατί δεν μπορούσε να σκαρφαλώσει πιο ψηλά. Κι αμέσως το βουνό άνοιξε και τους δέχτηκε.
Και εμφανίστηκε ένας άγγελος Κυρίου για να τους προστατέψει.
Ο Ηρώδης όμως έψαξε για τον Ιωάννη κι έστειλε υπηρέτες στο Ζαχαρία την ώρα που ιερουργούσε και του είπαν, «Πού έκρυψες το γιο σου;»
Εκείνος τους απάντησε, «Εγώ είμαι ένας διάκονος του Θεού και υπηρέτης του βωμού• πού να ξέρω πού βρίσκεται ο γιος μου;»
Έτσι οι υπηρέτες επέστρεψαν και είπαν στον Ηρώδη τα καθέκαστα. Εκείνος οργίστηκε και είπε, «Δεν είναι άραγε πιθανόν να είναι ο γιος του ο μελλοντικός βασιλιάς του Ισραήλ;»
Έστειλε λοιπόν ξανά τους υπηρέτες του στο Ζαχαρία να του πουν, «Πες μας την αλήθεια, πού είναι ο γιος σου γιατί ξέρεις πως η ζωή σου είναι στα χέρια μας».
Οι υπηρέτες λοιπόν πήγαν και του είπαν αυτά. Ο Ζαχαρίας όμως τους απάντησε, «Είμαι ένας μάρτυρας του Θεού και αν χυθεί το αίμα μου, ο Κύριος θα παραλάβει την ψυχή μου. Άλλωστε ξέρετε ότι το αίμα μου που θα χυθεί είναι αθώο».
Παρόλα αυτά, ο Ζαχαρίας δολοφονήθηκε στην είσοδο μεταξύ ναού και βωμού.
Τα τέκνα όμως του Ισραήλ δεν ήξεραν ότι είχε δολοφονηθεί.
Αργότερα, την ώρα των χαιρετισμών, οι ιερείς πήγαν στο ναό, αλλά ο Ζαχαρίας δεν βγήκε να τους ευλογήσει όπως ήταν συνήθεια.
Εκείνοι πάντως εξακολουθούσαν να τον περιμένουν να τους χαιρετίσει. Και όταν είδαν ότι περνούσε η ώρα και δεν φαινόταν, ένας απ' αυτούς τόλμησε να μπει στον ιερό χώρο όπου βρισκόταν ο βωμός και είδε πηγμένο αίμα στο πάτωμα.
Τότε ακούστηκε μια φωνή από τον ουρανό να λέει, «Ο Ζαχαρίας δολοφονήθηκε και το αίμα του δεν θα σβυστεί μέχρις ότου βρεθεί αυτός που θα πάρει εκδίκηση».
Όταν το άκουσε αυτό ο ιερέας φοβήθηκε και πήγε και είπε στους άλλους αυτά που είδε κι άκουσε. Πήγαν όλοι τότε μέσα και είδαν αυτό που είχε γίνει.
Τότε η οροφή του ναού σχίστηκε από πάνω μέχρι κάτω μέσα σ' έναν εκκωφαντικό ήχο. Και δεν μπορούσαν να βρουν το σώμα παρά μόνο το αίμα που είχε γίνει πέτρα.
Κι έφυγαν και είπαν στο λαό ότι ο Ζαχαρίας είχε δολοφονηθεί κι έτσι το ’μαθαν όλες οι φυλές του Ισραήλ και τον πένθησαν και τον θρήνησαν τρεις ημέρες.
Ύστερα οι ιερείς έκαναν συμβούλιο για ν' αποφασίσουν για το διάδοχό του. Και ο Συμεών και οι άλλοι ιερείς έριξαν κλήρο και ο κλήρος έπεσε στο Συμεών. Γιατί το Άγιο Πνεύμα τον είχε διαβεβαιώσει ότι δεν θα πέθαινε αν δεν αντίκριζε πρώτα τον Χριστό ενσαρκωμένο.
Εγώ ο Ιάκωβος έγραψα αυτή την ιστορία στην Ιερουσαλήμ, την εποχή των ταραχών, όταν αποσύρθηκα σ' ένα ερημικό μέρος, μέχρι το θάνατο του Ηρώδη. Και οι ταραχές σταμάτησαν στην Ιερουσαλήμ. Αυτό που παραμένει είναι ότι δοξάζω τον Θεό που μου ’δωσε τη γνώση να γράψω το κείμενο για σας τους πνευματικούς ανθρώπους που αγαπούν τον Θεό και θα του αποδίδουν δόξα και μεγαλείο στους αιώνες των αιώνων. ΑΜΗΝ»
Προτροπή για συμφιλίωση.
Διάλογος π. Ιωήλ Γιαννακόπουλου (1901-1966) με κάποιο χωρικό:
- … Μα δεν μπορώ, πάτερ μου, να μιλήσω εγώ πρώτος. Ο αδελφός μου πρέπει να μου μιλήσει πρώτος. Αυτός έφταιξε και όχι εγώ. Κι έπειτα αυτός είναι μικρότερος και εγώ μεγαλύτερος.
- Δεν μου λες, ποιος είναι μεγαλύτερος; Εμείς ή ο Θεός;
- Μα θέλει ρώτημα; Ο Θεός βέβαια.
- Ποιος έφταιξε στον άλλον; Ο Θεός σ’ εμάς ή εμείς στο Θεό;
- Εμείς φταίξαμε στο Θεό.
- Και ποιος πρώτος έκανε την αρχή της συμφιλιώσεως; Εμείς πήγαμε στο Θεό ή ο Θεός ήλθε σ’ εμάς;
- Ο Θεός ήλθε σ’ εμάς.
- Λοιπόν;
- Λοιπόν, σ’ ευχαριστώ. Έχεις δίκιο. Εγώ θα πάω πρώτος στον αδελφό μου.
(Ανέκδοτα Ιωήλ Γιαννακόπουλου Αρχιμανδρίτου σελ. 36)
Η βάση και το άριστα.
Συζήτηση π. Ιωήλ Γιαννακόπουλου (1901-1966) με κάποιο καθηγητή Γυμνασίου:
- Πάτερ μου, δεν βρίσκω καθόλου σωστό να πράττει ο χριστιανός το αγαθό για να απολαύσει τον Παράδεισο ή για να αποφύγει την κόλαση. Το αγαθό θα έπρεπε να το πράττουμε μόνο και μόνο από αγάπη προς το Θεό.
- Εσύ όταν βαθμολογείς τους μαθητές σου μόνο το μηδέν και το άριστα χρησιμοποιείς; Δεν έχεις άλλους βαθμούς;
- Έχω μεγάλη βαθμολογική κλίμακα. Κινούμαι από το μηδέν μέχρι το είκοσι. Όσοι πάρουν από δέκα κι επάνω προάγονται. Οι άλλοι απορρίπτονται.
- Και ο Χριστιανισμός έχει τη δική του βαθμολογική κλίμακα.
Το άριστα το βάζει σε εκείνους που πράττουν το αγαθό, μόνο και μόνο διότι επιθυμούν, ως παιδιά του Θεού, να εκτελούν το θέλημα του Πατέρα τους.
Σε εκείνους που πράττουν το αγαθό για να απολαύσουν τον Παράδεισο βάζει μικρότερο βαθμό.
Ακόμη μικρότερο βαθμό βάζει σε εκείνους που πράττουν το αγαθό για να αποφύγουν την Κόλαση.
Όλοι οι βαθμοί όμως αυτοί είναι πάνω από το δέκα και συνεπώς προβιβάσιμοι, εφ’ όσον αυτοί που τους λαμβάνουν πράττουν το αγαθό.
Εσύ αν θέλεις αγωνίσου για το άριστα. Κανείς δεν δε εμποδίζει. Βλέπε όμως με συμπάθεια κι εκείνους τους καϋμένους που αγωνίζονται έστω και για το δεκαράκι.
(Ανέκδοτα Ιωήλ Γιαννακόπουλου Αρχιμανδρίτου σελ. 31)
Πίστη και θαύματα
Πριν από τον πόλεμο, ταξιδεύοντας ο π. Ιωήλ Γιαννακόπουλος (1901-1966) για την Αθήνα, άκουσε σε κάποια στάση του τραίνου, ότι στο Ναό του χωριού γινόταν θαύμα (δάκρυσε μια Εικόνα).
Αυτός έμεινε ανεπηρέαστος, διαβάζοντας κάποιο βιβλίο, ενώ το τραίνο άδειαζε γρήγορα και οι επιβάτες έτρεχαν «πατείς με πατώ σε» στο Ναό -ήταν κοντά στο σταθμό- για να δουν το θαύμα.
Μετά από λίγο επέστρεψαν. Εκείνος που καθόταν ακριβώς απέναντι από τον π. Ιωήλ τον αγριοκοίταξε. Ήταν προφανές ότι ο «παπάς» -μόνο αυτός!- δεν είχε καν κινηθεί από τη θέση του.
- Συ παππούλη δεν πιστεύεις! λέει επιτιμητικά στον π. Ιωήλ.
- Εγώ πιστεύω και γι’ αυτό δεν μου κάνουν εντύπωση τα θαύματα. Εσύ δεν πιστεύεις! Και πήγες να δεις το θαύμα για να πιστέψεις. Έτσι δεν είναι; Για πες μου λοιπόν, τώρα πίστεψες;
("Ανέκδοτα Ιωήλ Γιαννακόπουλου Αρχιμανδρίτου", σελ. 31)