Ο ΟΣΙΟΣ Παχώμιος είχε συνήθεια μία ή και περισσότερες φορές την εβδομάδα να συγκεντρώνη τους Μοναχούς του Κοινοβίου του και να τους διδάσκη το λόγο του Θεού. Κάποτε, αντί να διδάξη ο ίδιος, πρόσταξε τον Θεόδωρο, νέο ακόμη στην ηλικία κι' αρχάριο στη μοναχική ζωή, να μιλήση στους αδελφούς. Ήθελε μ' αυτό να δοκιμάση την υπακοή του. Ο καλός υποτακτικός, χωρίς αντιρρήσεις και ταπεινολογίες, έκανε ευθύς τη προσταγή του Ηγουμένου του. Σηκώθηκε κι' άρχισε να διδάσκη το θείο λόγο. Αυτό όμως δε καλοφάνηκε στους γεροντότερους. Θύμωσαν κι' επιδεικτικά άφησαν τη συγκέντρωσι κι' έφυγαν για τα κελλιά τους. Σαν τέλειωσε η διδασκαλία, έστειλε ο Όσιος και τους κάλεσε να παρουσιασθούν μπροστά του.
— Γιατί φύγατε από τη σύναξι; τους ρώτησε αυστηρά.
— Τι ήθελες να κάνωμε, Άββα, αποκρίθηκαν με αγανάκτησι εκείνοι, αφού έβαλες ένα παιδί να διδάξη τους γέρους;
Ο Όσιος Παχώμιος αναστέναξε βαθειά και δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του.
— Καλά λένε πως η υπερηφάνεια είναι ρίζα όλων των κακών και γκρεμίζει όλα τα καλά, που χτίζει ο ταλαίπωρος άνθρωπος με τόσους κόπους. Φεύγοντας από τη σύναξι δεν καταφρονήσατε, άθλιοι, τον Θεόδωρο, αλλά το Πνεύμα το Άγιον, που ωμιλούσε δι' αυτού. Δεν είδατε εμένα, τον πνευματικό σας Πατέρα και διδάσκαλο, με πόση προσοχή παρακολουθούσα; Και σας βεβαιώνω πως πιο ωφέλιμη διδασκαλία δεν είχα ακούσει έως σήμερα.
Λέγοντας αυτά, τους έδωσε αυστηρό επιτίμιο για να σύντριψη τον εγωισμό τους.
* * *
ΛΕΝΕ για τον παραπάνω Όσιο πως η ταπεινοσύνη του ήταν άφθαστη. Δεχόταν συμβουλές και υποδείξεις μ' εύχαρίστησι κι' από τον πιο μικρό ακόμη.
Μια μέρα έπλεκε ψαθί κι' ένα μικρό καλογερόπαιδο του πήγε χόρτο. Κάθησε λίγο και τον παρατηρούσε πως έπλεκε υστέρα του είπε μ' αποδοκιμασία:
— Δεν το κάνεις καλά, Άββα, μη γυρίζης έτσι το σειρήτι. ο Άββας Θεόδωρος πλέκει καλλίτερα.
Ο Όσιος σηκώθηκε τότε από τον πάγκο του και είπε στο παιδί με καλοσύνη:
— Έλα κάθησε εδώ, παιδί μου, να μου δείξης να το πλέκω καλλίτερα.
Το παιδί κάθησε μ' αφέλεια κι έδειχνε στον Όσιο τον τρόπο που είχε μάθει να κάνη τη σειρά. Eκείνος γελούσε καλοκάγαθα με την απλότητα του.
* * *
ΠΡΟΣΚΑΛΕΣΕ κάποτε επισήμως στην Κωνσταντινούπολι τον Όσιο Αντώνιο ο αυτοκράτωρ Μέγας Κωνσταντίνος. Ο Όσιος έπεσε σε μεγάλη συλλογή. Δεν ήξερε τι ν' αποφασίση ν' αρνηθή στον αυτοκράτορα ή να θυσιάση την αγαπημένη του ερημία. Τελικά σκέφτηκε να ρωτήση το μαθητή του, τον Παύλον τον Απλούν.
— Τι λές, παππούλη, - έτσι τον έλεγε συνήθως, γιατί έγινε στα γεράματα του Μοναχός -, πρέπει να πάω στην Κωνσταντινούπολι;
— Αν πας, του αποκρίθηκε εκείνος με την απλότητα που τον χαρακτήριζε, θα είσαι Αντώνιος, αν όμως αρνηθής να πας, θα είσαι Μέγας Αντώνιος.
Κι ο Μέγας Πατήρ, ακολουθώντας ταπεινά την υπόδειξι του υποτακτικού του, αρνήθηκε να πάη.
* * *
ΟΤΑΝ ήμουν νεώτερος, διηγείτο στους αδελφούς ο Αββάς Μακάριος, έπεσα κάποτε σε ακηδία. Βγήκα λοιπόν από την καλύβα μου και περιπλανώμουν άσκοπα στην έρημο, για να διασκεδάσω τη θλίψι μου. Επιθυμούσα να βρω κάποιον άνθρωπο να μου ειπή δυο λόγια ωφέλιμα. Ξαφνικά είδα μπροστά μου ένα μικρό τσοπανόπουλο, που έβοσκε πιο κάτω τις αγελάδες του. Μου ήλθε τότε στο λογισμό να το ρωτήσω:
— Τι να κάνω, παιδί μου, που πεινώ;
— Καί δέ τρως; μου αποκρίθηκε, σηκώνοντας μ' αδιαφορία τους ώμους του.
— Έφαγα, γυιέ μου, μα ξαναπείνασα.
— Φάγε πάλι, μου είπε.
— Έφαγα και ξανάφαγα ο δόλιος, μα πάλι πεινώ.
— Μα βόϊδι είσαι, Άββα, που θες διαρκώς να μασουλίζης, μου είπε, ξεσπώντας σ' ένα περιπαιχτικό γέλιο.
— Καλά σου λέει το παιδί, είπα στο λογισμό μου, και γύρισα διδαγμένος στο κελλί μου.
* * *
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ταπείνωσις, Άββα; ρώτησαν κάποιον Γέροντα οι αδελφοί της σκήτης.
— Ταπείνωσις, παιδιά μου, αποκρίθηκε εκείνος, είναι να σου φταίξη ο άλλος και συ να τον συγχώρεσης παρευθύς, χωρίς να περιμένης να σου ζητήση συγγνώμη.
Πιο σύντομο δρόμο για τον Ουρανό από την ταπεινοσύνη δε μπορείς να βρής, έλεγε άλλος Πατήρ.
(Γεροντικόν,μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)
ΚΑΘΩΣ γύριζε μια μέρα στο κελλί του ο Όσιος Μακάριος, φορτωμένος φοινικόφυλλα για το εργόχειρο του, τον σταμάτησε ο διάβολος, έτοιμος να του επιτεθή, αλλά δεν μπορούσε. Μια ακατανίκητη δύναμι τον εμπόδιζε.
— Πολύ μ' έχεις βασανίσει, Μακάριε, του φώναξε άγρια. Τόσα χρόνια σε πολεμώ και δεν μπορώ να σε ρίξω. Και τι περισσότερο από μένα κατορθώνεις εσύ; Νηστεύεις τάχα; Αμ' εγώ ποτέ δεν τρώγω. Αγρυπνείς; Εγώ ούτε καν έχω ανάγκη από ύπνο. Ένα μόνο φοβερό έχεις που με τρομάζει.
— Ποιό είναι αυτό; ρώτησε με πολύ ενδιαφέρον ο Όσιος.
— Η ταπεινοφροσύνη, ωμολόγησε θέλοντας και μη ο διάβολος κι εξαφανίστηκε.
* * *
ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΙΑ πήγαν μαζί στην έρημο κι ασκήτευαν στην ίδια καλύβη. Ο διάβολος, φθονώντας την αγάπη τους, βάλθηκε να τους χωρίση.
Ένα βράδυ ο νεώτερος πήγε ν' ανάψη το λυχνάρι, έσπρωξε άθελά του το λυχνοστάτη, τον αναποδογύρισε και χύθηκε το λάδι. Ο μεγαλύτερος θύμωσε και του έδωσε ένα μπάτσο. Τότε ο πιο μικρός, χωρίς να ταραχτή, έσκυψε, του έβαλε μετάνοια και είπε ταπεινά:
— Συγχώρησε την απροσεξία μου, Αδελφέ. Τώρα αμέσως θα ετοιμάσω άλλο.
Την ίδια νύκτα ένας ειδωλολάτρης ιερεύς, που έτυχε να βρίσκεται μέσα στο ειδωλείο, άκουσε τα δαιμόνια να κάνουν δικαστήριο μεταξύ τους. Ένα απ' αυτά ωμολόγησε ντροπιασμένο στον αρχηγό του:
— Πηγαίνω και κάνω άνω κάτω τους Μοναχούς. Μα τι φταίω, όταν κάποιος απ' αυτούς γυρίζη και βάζη στον άλλο μετάνοια και μου καταστρέφη όλη τη δουλειά;
Ακούγοντας αυτά ο ειδωλολάτρης, έγινε ευθύς χριστιανός κι αποτραβήχτηκε στην έρημο. Σ' όλη του τη ζωή κράτησε στην καρδιά του την ταπείνωσι και στο στόμα του είχε διαρκώς πρόχειρο το «συγχώρησόν με»
* * *
ΚΑΠΟΙΟΣ αδελφός ρωτούσε έναν από τους μεγάλους Γέροντας, τι είναι ταπεινοφροσύνη.
— Ταπεινοφροσύνη, τέκνον μου, είναι να νοιώθης πάντοτε τον εαυτό σου αμαρτωλό και χειρότερο από όλους τους ανθρώπους, εξήγησε ο Γέροντας. Είναι μεγάλο κατόρθωμα αυτό και δύσκολο. Μπορείς όμως να το αποκτήσης, βάζοντας τον εαυτό σου σε ακατάπαυστο κόπο.
— Μα πως είναι δυνατόν να βλέπης διαρκώς τον εαυτό σου χειρότερο απ' όλους; απόρησε ο αδελφός.
— Μάθε να βλέπης τα προτερήματα των άλλων και τα δικά σου σφάλματα και ζήτει κάθε μέρα γι' αυτά συγχώρησι από τον Θεό, και θα το κατορθώσης, συμβούλεψε ο Όσιος.
* * *
ΠΕΡΑΣΕ κάποτε από το λογισμό του Μεγάλου Αντωνίου σε τίνος τάχα άγιου μέτρα να είχε φτάσει. ο Θεός όμως, που ήθελε να του ταπεινώση το λογισμό, του φανέρωσε μια νύχτα στ' όνειρό του πως καλύτερός του ήταν ο μπαλωματής, που είχε ένα μικρομάγαζο σ' ένα παράμερο δρόμο της Αλεξανδρείας.
Μόλις ξημέρωσε, ο Όσιος πήρε το ραβδάκι του και ξεκίνησε για την πόλι. Ήθελε να γνωρίση από κοντά τον περίφημο μπαλωματή και να ιδή τις αρετές του. Με πολλή δυσκολία ανακάλυψε το μαγαζάκι του, μπήκε μέσα, κάθισε πλάι του στον πάγκο κι άρχισε να τον ρωτά για τη ζωή του.
Ο απλοϊκός άνθρωπος, που δε του πήγαινε ο νους ποιός μπορούσε να ήταν εκείνος ο γερο-καλόγερος που ήλθε τόσο ξαφνικά να τον εξετάση, χωρίς να πάρη τα μάτια του από το παπούτσι που μπάλωνε, του αποκρίθηκε αργά-αργά με ηρεμία:
— Δεν ξέρω, Αββά μου, να έχω κάνει ποτέ κανένα καλό. Κάθε πρωί σηκώνομαι, κάνω την προσευχή μου κι αρχίζω τη δουλειά μου. Λέω όμως πρώτα στο λογισμό μου, πως όλοι οι άνθρωποι σ' αυτή την πόλι, από τον πιο μικρό ως τον πιο μεγάλο, θα σωθούν και μόνο εγώ θα καταδικαστώ για τις πολλές μου αμαρτίες. Κι όταν το βράδυ πάω να πλαγιάσω, πάλι το ίδιο συλλογίζομαι.
Ο Όσιος σηκώθηκε με θαυμασμό, τον αγκάλιασε, τον φίλησε, και του είπε με συγκίνησι:
— Συ, αδελφέ μου, σαν καλός έμπορος, κέρδισες τον πολύτιμο μαργαρίτη άκοπα. Εγώ γέρασα στην έρημο, ίδρωσα και κόπιασα, μα δεν έφτασα την ταπεινοσύνη σου.
* * *
ΕΝΑΣ ευλαβής Μοναχός, όταν κάποιος του ζητούσε μια εξυπηρέτησι, για να είναι πρόθυμος να την δώση, έλεγε στον εαυτό του:
— Ο Κύριός σου σε διατάζει· κάνε αμέσως αυτό που ζητεί. Αν ερχόταν σε λίγο άλλος, να τον επιφορτίση με πιο δύσκολη δουλειά, ψιθύριζε:
— Είναι ο αδελφός του Κυρίου σου· πρέπει να τον ακούσης.
Καμμιά φορά συνέβαινε να τον προστάζη κι ο μικρότερός του. Τότε γινόταν πιο πρόθυμος.
— Υπάκουσε γρήγορα στον γυιό του Κυρίου σου, ταπεινέ, έλεγε στον εαυτό του.
Έτσι εξυπηρετούσε όλους με πολλή ταπείνωσι κι έφτασε σε μεγάλα μέτρα αρετής.
(Γεροντικόν,μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη,εκδ. Λυδία)
ΒΡΗΚΑΝ κάποτε τον Όσιο Αρσένιο μεγάλοι πειρασμοί. Μια μέρα τον άκουσαν οι Αδελφοί να προσεύχεται μ' αυτά τα λόγια:
— Θεέ μου, τολμώ ο ανάξιος να σε παρακαλέσω να μη μ' αφήσης μόνο σε τόση θλίψι. Αναγνωρίζω πως δεν έχω κάνει στη ζωή μου τίποτε που να σε έχει ευχαριστήσει, αλλά η άπειρη ευσπλαγχνία Σου μπορεί να με βοηθήση να βάλω αρχή.
* * *
ΞΕΚΙΝΗΣΕ κάποτε να πάη να επισκεφθή τους ασκητάς της Νιτρίας ο Πατριάρχης της Αλεξανδρείας Θεόφιλος. Στο δρόμο του συνάντησε ένα γέροντα Ασκητή.
— Τι κέρδισες, Αββά, ζώντας σ' αυτή τη μοναξιά; ρώτησε ο Πατριάρχης.
— Γνώρισα καλά τον εαυτό μου, αποκρίθηκε ο Γέροντας, κι έμαθα να τον μέμφωμαι.
Μεγαλύτερο κέρδος απ' αυτό είναι αδύνατο ν' αποκτήση στη ζωή του ο άνθρωπος, παραδέχτηκε ο Πατριάρχης.
Σαν έφθασε στη σκήτη, βγήκαν οι Πατέρες να τον υποδεχτούν κι ο καθένας έβρισκε κάποιο καλό λόγο να του ειπή. Μόνο ο Όσιος Παμβώ στεκόταν παράμερα αμίλητος.
— Δε θα πης κι εσύ τίποτε στον Πατριάρχη για να τον ωφελήσης; Τον ρώτησαν οι Γέροντες.
— Αν δεν ωφεληθή από τη σιωπή μου, Αδελφοί, ούτε ο λόγος μου πρόκειται να τον ωφελήση, αποκρίθηκε ο σοφός Πατήρ.
* * *
ΑΡΧΗ σωτηρίας του ανθρώπου, γράφει ο Ευάγριος, είναι η ακριβής γνώσις του εαυτού του.
* * *
Η ΟΣΙΑ Θεοδώρα συνήθιζε να λέγη στις μαθήτριές της πολύ συχνά, πως ούτε η μεγάλη άσκησις, ούτε ο υπερβολικός κόπος, ούτε οποιαδήποτε άλλη κακοπάθεια μπορεί να σώση τον άνθρωπο, όσο η αληθινή ταπεινοφροσύνη της καρδιάς. Διηγείτο και το ακόλουθο ανέκδοτο:
Κάποιος Ερημίτης είχε χάρισμα από το Θεό να διώχνη τα πονηρά πνεύματα. Μια φορά ζήτησε να μάθη τι φοβούνται περισσότερο κι αναγκάζονται να φύγουν.
— Μήπως τη νηστεία; ρώτησε ένα απ' αυτά.
— Εμείς, αποκρίθηκε εκείνο, ούτε τρώμε, ούτε πίνομε ποτέ.
— Την αγρυπνία τοτε;
— Εμείς δεν κοιμώμεθα καθόλου.
— Την φυγή του κόσμου;
Το δαιμόνιο γέλασε περιφρονητικά:
— Σπουδαίο πράγμα τάχα. Εμείς περνάμε τον περισσότερο καιρό μας τριγυρίζοντας στις ερημιές.
— Σ' εξορκίζω, να ομολογήσης τι είναι εκείνο που μπορεί να σας δαμάση, επέμενε ο Γέροντας.
Το πονηρό πνεύμα, αναγκασμένο από υπερκόσμια δύναμι, βιάστηκε να απαντήση:
— Η ταπείνωσις, που δεν μπορούμε ποτέ ν' αποκτήσωμε.
* * *
ΑΠΟ τούτο διακρίνεις το δυνατό χαρακτήρα του ανθρώπου, έλεγε ο Όσιος Αντώνιος, όταν παραδέχεται τα σφάλματά του και υπομένει ως την τελευταία του πνοή τους πειρασμούς που τον βρίσκουν.
Άλλοτε πάλι έλεγε με στεναγμό:
Όλες οι αρετές μπήκαν σε τούτη την καλύβα εκτός από μια· αλλά χωρίς αυτή πώς να προκόψω ο δυστυχής;
— Ποιά είναι αυτή, Αββά; ρωτούσαν οι αδελφοί.
— Η αυτομεμψία, αποκρινόταν ο Μέγας Πατήρ.
* * *
ΕΤΡΩΓΑΝ κάποτε μαζί σε κοινό τραπέζι όλοι οι Γέροντες της σκήτης. Ο Αββάς Αλώνιος, σαν νεώτερος που ήταν, στεκόταν και τους υπηρετούσε. Οι Πατέρες είπαν γι' αυτόν λόγια επαινετικά. Εκείνος έσκυψε το κεφάλι ταπεινά, χωρίς ν' αποκριθή καθόλου.
— Γιατί δεν μίλησες, Αββά, όταν σ' εγκωμίαζαν οι Γέροντες; τον ρώτησε ύστερα κάποιος αδελφός, που έτυχε να βρίσκεται μπροστά.
— Αν μιλούσα, θα έδειχνα πως δέχτηκα τον έπαινο, αποκρίθηκε εκείνος, ενώ στην πραγματικότητα τον αποστρέφεται η ψυχή μου.
Η ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ είναι η γη που πρόσταξε ο Θεός
να γίνεται η θυσία, έλεγε ο Όσιος Ποιμην.
* * *
ΚΑΠΟΙΟΣ Άγιος Γέροντας είδε κάποτε με τα μάτια του τον διάβολο και τον ρώτησε θαρρετά:
— Γιατί με πολεμάς με τόση επιμονή;
— Επειδή μου αντιστέκεσαι διαρκώς με την ταπείνωσί σου, αποκρίθηκε ο διάβολος κι έγινε άφαντος.
(Γεροντικόν,Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)
ΕΡΩΤΗΣΑΝ κάποτε τον Αββά Λογγίνο ποιά αρετή θεωρεί σπουδαιότερη απ' όλες. Ο σοφός Γέροντας αποκρίθηκε:
— Καθώς η υπερηφάνεια είναι το πιο μεγάλο από όλα τα κακά, αφού κατώρθωσε να ρίξη τους Αγγέλους από τον Ουρανό στην άβυσσο, έτσι και η ταπεινοφροσύνη είναι η πιο μεγάλη απ' όλες τις αρετές. Αυτή έχει τη δύναμι κι από την άβυσσο ακόμη ν' ανεβάση στον Ουρανό τον αμαρτωλό. Για το λόγο αυτό ο Κύριος μακαρίζει πριν απ' όλους τους πτωχούς τω πνεύματι.
* * *
ΠΡΟΤΙΜΩ πτώσι με ταπεινοφροσύνη, παρά νίκη με υπερηφάνεια, λέγει άλλος Πατήρ.
* * *
ΚΑΙ Ο ΑΒΒΑΣ Σαρματιας:
— Προτιμώ άνθρωπο αμαρτωλό, που αναγνωρίζει το σφάλμα του και ταπεινώνεται, παρά ενάρετο με αυταρέσκεια.
* * *
ΕΡΩΤΗΣΑΝ κάποιο Γέροντα, πότε αποκτά ο άνθρωπος ταπείνωσι.
— Όταν θυμάμαι τις αμαρτίες του συνεχώς; αποκρίθηκε.
* * *
ΑΛΗΘΙΝΗ ταπείνωσι έχει εκείνος που βάζει πρώτος μετάνοια, ενώ του φταίει ο άλλος, λέγει άλλος Πατήρ.
* * *
ΡΩΤΗΣΑΝ κάποιον από τους Πατέρας, ποιά νομίζει πως είναι η αληθινή πρόοδος του ανθρώπου.
— Η ταπεινοφροσύνη, αποκρίθηκε χωρίς δισταγμό. Όσο πιο πολύ κατεβαίνει ή ψυχή σε βάθος ταπεινοφροσύνης, τοσο αναβαίνει σ' όλες τις άλλες αρετές.
* * *
Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ κάποιας επαρχίας έπεσε μια φορά σε μεγάλη αμαρτία. Την άλλη μέρα ήταν γιορτή κι επρόκειτο να λειτουργήση σε μιαν εκκλησία, που πανηγύριζε και που πήγαινε συνήθως ολόκληρη η πόλις. Μόλις μπήκε στην εκκλησία ο Επίσκοπος, ανέβηκε στον άμβωνα, φανέρωσε μπροστά στο πλήθος την αμαρτία του, έβγαλε το ωμοφόριό του, το έδωσε στο Διάκονό του, και είπε με πολλή συντριβή δυνατά για ν' ακουστή απ' όλους:
— Ύστερα από τέτοια αμαρτία, δεν μπορώ να είμαι πια Επίσκοπός σας. Διαλέξτε κάποιον άξιο.
Έκανε να φύγη, ο κόσμος όμως, που τον αγαπούσε, τον εμπόδισε.
— Μείνε στη θέσι σου κι ας είναι επάνω μας η αμαρτία σου, φώναξαν όλοι με μια φωνή.
Συγκινημένος ο Επίσκοπος από την αγάπη του λαού, ανέβηκε πάλι στον άμβωνα και φώναξε:
— Αν θέλετε να μείνω στη θέσι, που ανάξια κατέχω, θα κάνετε ό,τι σας ειπώ.
Πρόσταξε να κλειστούν άμεσως οι πόρτες της εκκλησίας και να μείνη μόνο μια μικρή έξοδος. Έπεσε κατάχαμα μπροστά σ' αυτή και είπε δυνατά στο εκκλησίασμα για να τον ακούσουν όλοι:
— Δεν θα έχη μέρος με τον Θεό όποιος δεν με πατήση, προτού βγή από εδώ.
Οι χριστιανοί, για να μη χάσουν τον Επίσκοπο τους, υπήκουσαν. Ένας-ένας, που έβγαινε, πατούσε από πάνω του. Όταν πέρασε και ο τελευταίος, ακούστηκε φωνή από τον ουρανό να λέγη:
— Για τη μεγάλη του ταπείνωσι, συγχωρήθηκε η αμαρτία του.
* * *
ΕΙΔΑ κάποτε, έλεγε ο Μέγας Αντώνιος, απλωμένες στη γη όλες τις παγίδες του διαβόλου και τρόμαξα.
— Ποιός τάχα μπορεί να τις ξεφύγη; έλεγα στενάζοντας. Άκουσα τότε μυστηριώδη φωνή να μου αποκρίνεται:
— Ο ταπεινόφρων.
* * *
ΝΕΟΣ Μοναχός ακόμη ο Αββάς Ποιμήν, ζήτησε να μάθη από τον Μέγα Αντώνιο τι έπρεπε να κάνη για να βρη τη σωτηρία του:
— Να παραδέχεσαι τα σφάλματά σου με συντριμμένη καρδιά, του αποκρίθηκε ο Πατήρ των Πατέρων, και να ταπεινώνεσαι μπροστά στον Θεό. Να υπομένης επίσης καρτερικά τους Πειρασμούς, που σου συμβαίνουν, και να είσαι βέβαιος πως θα σωθής.
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)
Εἶπα στὸν γέροντα ἀσκητὴ ὀγδοντάρη :
«Πές μου πατέρα μου
Γιατί σὲ τούτη δῶ τὴ σφαῖρα
Ἀχώριστα περιπατοῦν ἡ νύχτα καὶ ἡ μέρα;
Γιατί σὰν νὰ ‘σὰν δίδυμα φυτρώνουνε ἀντάμα
Τ ’ἀγκάθι καὶ τὸ λούλουδο, τὸ γέλιο καὶ τὸ κλάμα;
Γιατί στὴν πιὸ ἑλκυστική τοῦ δάσους πρασινάδα
Σκορπιοὶ φωλιάζουν κι’ ὄχεντρες καὶ κρύα
φαρμακάδα;
Γιατί προτοῦ τὸ τρυφερὸ μπουμπούκι ξεπροβάλλει
Καὶ ξεδιπλώσει μπρὸς στὸ φῶς τ’ ἀμύριστά του κάλλη
Μαῦρο σκουλήκι ἔρχεται μιὰ μαχαιριὰ τοῦ δίνει
Κι ἕνα κουρέλι ἄψυχο στὴν κούνια του τὸ ἀφήνει;
Τέλος γιατί εἰς τοῦ παντὸς τὴν τόση ἁρμονία
Νὰ χώνεται ἡ σύγχυσις κι ἡ ἀκαταστασία;
Ἀπήντησεν ὁ ἀσκητὴς μὲ τὴ βαρειὰ φωνή του
Πρὸς οὐρανοὺς ὑψώνοντας τὸ χέρι τὸ δεξί του
«Ὀπίσω ἀπὸ τὰ χρυσὰ ἐκεῖ ἐπάνω νέφη
Κεντᾶ ὁ Μεγαλόχαρος ἀτίμητο γκεργκέρφι*
Κι ἐφόσον εἰς τὰ χαμηλὰ ἐμεῖς περιπατοῦμεν
Τὴν ὄψη τὴ ξανάστροφη παιδί μου θεωροῦμεν
Καὶ εἶναι ἄρα φυσικὸν λάθη ὁ νοῦς νὰ βλέπει
Ἐκεῖ ποὺ νὰ εὐχαριστεῖ καὶ νὰ δοξάζει πρέπει.
Περίμενε σὰν Χριστιανὸς νὰ ἔλθει ἡ ἡμέρα
Ποὺ ἡ ψυχή σου φτερωτὴ θὰ σχίσει τὸν αἰθέρα
Καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ κέντημα ἀπ’ τὴν καλὴ κοιτάξεις
Καὶ τότε… ὅλα σύστημα θὰ σοῦ φανοῦν καὶ τάξις».
*γκεργκέφι = κέντημα
Καλλίνικος Κωνσταντῖνος (Πρωτοπρεσβύτερος (+)
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ που αγαπά τη σιωπή κι αποφεύγει τις πολλές κουβέντες, έλεγε ο Αββάς Μωϋσής, μοιάζει με ώριμο σταφύλι, γεμάτο γλυκό χυμό· ο πολυλογάς με αγουρίδα.
* * *
ΥΠΑΡΧΟΥΝ άνθρωποι, που με τα χείλη σωπαίνουν και με το νού φλυαρούν, λέγει άλλος Πατήρ. Άλλοι μιλάνε από το πρωί ως το βράδυ κι όμως κρατάνε σιωπή, γιατί τίποτε απ' αυτά που λένε δεν είναι περιττό κι ανώφελο.
* * *
ΑΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ την αρετή της σιωπής, λέγει κάποιος Αββάς, μη καυχηθής πως κατώρθωσες κάτι σπουδαίο. Πείσε καλλίτερα τον εαυτό σου πως δεν είσαι άξιος ούτε να μιλάς.
* * *
ΈΝΑΣ από τους Γέροντας σε κάποια σκήτη είχε διορατικό χάρισμα. Όταν γινόταν σύναξι και συζητούσαν ζητήματα πνευματικά οι Πατέρες, ο Γέροντας έβλεπε γύρω του Αγγέλους να τους χειροκροτούν. Όταν η συζήτησι γύριζε στα γήινα, οι Άγγελοι απομακρύνονταν λυπημένοι.
* * *
— ΠΟΣΟ δυσκολεύομαι να συγκρατώ τη γλώσσα μου! έλεγε μια μέρα ένας νέος Μοναχός στον Αββά Νισθερώ πολύ στενοχωρημένος.
— Όταν κουβεντιάζης, βρίσκεις ξεκούρασι;
— Ποτέ.
— Τότε για ποιό λόγο κουβεντιάζεις; Μάθε να σωπαίνης. Προτίμα καλλίτερα ν' ακούς τους άλλους να μιλούν, όταν πρόκειται για κάτι ωφέλιμο, τον συμβούλεψε ο σοφός Γέροντας.
* * *
ΛΕΝΕ πως τρία χρόνια κρατούσε συνεχώς στο στόμα του ένα βότσαλο ο Αββάς Αγάθων για να συνηθίση τη γλώσσα του στην τελεία σιωπή
* * *
ΤΡΕΙΣ ΕΥΣΕΒΕΙΣ νέοι, φίλοι μεταξύ τους, ακολούθησαν τρεις διαφορετικούς δρόμους για την αγάπη του Χριστού.
Ο ένας αποφάσισε ν' αφιερώση τη ζωή του στο να συμφιλιώνη μεταξύ τους τους εχθρούς και αντιπάλους. Τον συγκινούσε βαθειά το έργον του ειρηνοποιού.
Ο άλλος, δοσμένος ολόψυχα στην αγάπη του πλησίον, πήγαινε βάλσαμο παρηγοριάς στους δυστυχισμένους.
Ο τρίτος, φλογερός εραστής της ησυχίας, πήγε στην έρημο να ζήση ξένος κι άγνωστος ανάμεσα στους ασκητάς και ερημίτας.
Πέρασαν μερικά χρόνια. Ο πρώτος, αηδιασμένος από τις δολοπλοκίες, τις αντιθέσεις, τις διαμάχες των ανθρώπων, που δεν είχαν ποτέ σταματημό, πήγε να βρη το σύντροφο του να ιδή μήπως εκείνος είχε πιο επιτυχία στο έργο του. Αλλά κι εκείνος ήταν απογοητευμένος. Η δυστυχία κι η κακομοιριά των συνανθρώπων του ήταν τόσο μεγάλη που δεν έφθανε να την ανακουφίση, καθώς ήθελε. Κι οι δυο μαζί τότε ξεκίνησαν να συναντήσουν τον παλιό τους φίλο, να ιδούν τι κέρδος είχε εκείνος από την ξενιτεία του. Τον βρήκαν στο ερημητήριό του κι αφού του διηγήθηκαν τα βάσανα τους, τον ρώτησαν τι απόκτησε ζώντας τόσα χρόνια αποτραβηγμένος από τον κόσμο. Εκείνος αντί να τους αποκριθή με λόγια, έκανε τούτο το παράξενο: Πήρε ένα δοχείο, το γέμισε νερό κι είπε στους φίλους του να κυττάξουν μέσα.
— Βλέπετε τίποτε; τους ρώτησε.
— Νερό ταραγμένο.
Ύστερα από λίγο, όταν το νερό είχε ηρεμήσει πια, τους είπε να ξανακυττάξουν μέσα.
— Τι βλέπετε;
— Τα πρόσωπά μας, αποκρίθηκαν εκείνοι.
— Να, λοιπόν, τι απόκτησα στην ηρεμία της ερήμου, είπε τότε ο ησυχαστής. Βλέπω κάθε μέρα και γνωρίζω καλλίτερα τον εαυτό μου, τις ελλείψεις και τις αδυναμίες μου. Αγωνίζομαι να διορθωθώ και ποτέ δεν ένοιωσα κόπο κι απογοήτευσι.
Οι άλλοι δυο συμφώνησαν πως ο ερημίτης είχε δίκαιο.
* * *
ΈΝΑΣ αρχάριος Μοναχός συμβουλεύθηκε κάποιον διακριτικό Γέροντα:
— Αν η συμπεριφορά του Αδελφού μου με σκανδαλίζει, Αββά, πρέπει εγώ να του ζητήσω συγγνώμη;
— Ζήτησέ του συγγνώμη, αποκρίθηκε ο Γέροντας, αλλά πάψε να τον συναναστρέφεσαι. Δεν ακούς τον Μέγα Αρσένιο τι συμβουλεύει; με όλους έχε αγάπη, αλλ' από όλους άπεχε.'
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)
ΕΝΑΣ νέος αξιωματικός που πριν από λίγο είχε οδηγηθή στο δρόμο του Θεού κι ακόμα πάλευε με τη συνείδησί του, ρώτησε τον εξομολόγο του, αν πραγματικά, όπως του έλεγαν, δεχόταν ο Θεός τόσο εύκολα την μετανοια του ανθρώπου.
— Αν κατά τύχη σκιστή κάπου ο μανδύας σου, παιδί μου, του είπε εκείνος, τον βγάζεις αμέσως και τον πετάς, σαν άχρηστο;
— Όχι, δα, έκανε εκείνος. Τον ράβω και τον επιδιορθώνω, όσο βέβαια δέχεται επιδιόρθωσι.
— Αν λοιπόν εσύ λυπάσαι το φόρεμα σου κι εύκολα δεν το πετάς, πως δε θα λυπηθή ο Θεός το πλάσμα Του και δε θα κάνη ό,τι είναι δυνατόν για να το διορθώση; είπε ο καλός Γέροντας κι ανάπαυσε το νέο.
* * *
ΕΝΑΣ αρχάριος Μοναχός πήγε στενοχωρημένος στον Όσιο Ποιμένα.
— Έπεσα σε μεγάλο σφάλμα, Αββά, του εξωμολογήθηκε, και θέλω τουλάχιστον τρία χρόνια για να μετανοήσω.
— Είναι πολλά, του είπε ο Όσιος.
— Είναι αρκετοί τρείς μήνες, τότε;
— Και τόσο είναι πολύ, αποκρίθηκε ο Όσιος. Εγώ σου λέγω πως, αν ειλικρινά μετανοήσης και πάρης σταθερή απόφασι να μην επαναλάβης ποτέ το ίδιο σφάλμα, σε τρεις μέρες σε δέχεται η αγαθότης του Θεού.
* * *
ΑΛΛΟΣ Αδελφός ρώτησε τον ίδιο Γέροντα, αν ο Θεός εύκολα συγχωρή τις αμαρτίες του ανθρώπου.
— Πώς είναι δυνατόν να μη συγχωρή, τέκνον μου, Εκείνος που δίδαξε τη μακροθυμία στους ανθρώπους; Δεν παραγγέλλει στον Πέτρο να συγχωρή εκείνον που του σφάλλει «έως εβδομηκοντάκις επτά» δηλαδή επάπειρον; αποκρίθηκε ο Γέρων.
* * *
ΚΑΠΟΙΟΣ άλλος πάλι ζήτησε να του εξηγήση τι ακριβως είναι μετάνοια.
— Η μη επανάληψις της ιδίας αμαρτίας, αποκρίθηκε ο Όσιος Ποιμην.
* * *
ΕΝΑΣ Αδελφός εξωμολογήθηκε στον Αββά Σισώη:
— Έπεσα, Πάτερ. Τι να κάνω τώρα;
— Σήκω, του είπε με τη χαρακτηριστική του απλότητα ο Άγιος Γέροντας.
— Σηκώθηκα, Αββά, μα πάλι έπεσα στην καταραμένη αμαρτία, ωμολόγησε με θλίψι ο Αδελφός.
— Και τι σ' εμποδίζει να ξανασηκωθής;
— Ως πότε; ρώτησε ο Αδελφός.
— Έως ότου σε βρή ο θάνατος ή στην πτώσι ή στην έγερσι. Δεν είναι γραμμένο «όπου εύρω σε εκεί και κρινώ σε»; εξήγησε ο Γέροντας. Μόνο εύχου στον Θεό να βρεθής την τελαυταία σου στιγμή σηκωμένος με την άγια μετάνοια.
* * *
ΚΑΠΟΙΟΣ άλλος νέος παραστράτησε, μα τόσο μετανόησε, όταν η θεία Χάρις τον επεσκέφθηκε στο άκουσμα ενός μόνο κηρύγματος, που άφησε τον κόσμο και έγινε καλόγερος. Έφτιαξε μια καλύβα στην έρημο κι έκλαιε κάθε μέρα με πολύ πόνο τις αμαρτίες του. Με τίποτε δε μπορούσε να παρηγορηθή.
Μια νύχτα, παρουσιάστηκε στον ύπνο του ο Ιησούς, περιτριγυρισμένος από φως ουράνιο. Πήγε κοντά του με καλωσύνη:
— Τι έχεις, άνθρωπε, και κλαις με τόσο πόνο; τον ρώτησε με τη γλυκειά φωνή Του.
— Κλαίω Κύριε, γιατί έπεσα, είπε με απελπισία ο αμαρτωλός.
— Ω, τότε σήκω.
— Δε μπορώ μόνος, Κύριε.
Άπλωσε τότε το θεϊκό Του χέρι ο Βασιλιάς της αγάπης και τον βοήθησε να σηκωθή. Εκείνος όμως δεν σταμάτησε να κλαίη.
— Τώρα γιατί κλαις;
Πονώ, Χριστέ μου, γιατί σε λύπησα. Ξώδεψα τον πλούτο των χαρισμάτων Σου σε ασωτίες.
Έβαλε τότε με στοργή το χέρι Του ο φιλάνθρωπος Δεσπότης στο κεφάλι του πονεμένου αμαρτωλού και του είπε με ιλαρότητα:
— Αφού για μένα πονάς τόσο πολύ, εγώ έπαυσα πια να λυπάμαι για τα περασμένα.
Ο νέος σήκωσε το βλέμμα του να ευχαριστήση το Σωτήρα του, μα Εκείνος δεν ήτο πια εκεί. Στη θέσι που πατούσε είχε σχηματισθή ένας πελώριος ολόφωτος σταυρός. Λυτρωμένος πια από το βάρος της αμαρτίας, έπεσε και τον προσκύνησε.
Μ' ευγνωμοσύνη στην ψυχή, ύστερα από το όραμα εκείνο, κατέβηκε πάλι στην πολιτεία ο νέος για να γίνη πιο θερμός κήρυκας της μετανοίας και να οδηγήση στον Χριστό πολλούς άλλους παραστρατημένους.
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)
ΕΝΑΣ Μοναχός κατέβηκε στην πόλι να πουλήση το εργόχειρό του. Στο δρόμο συνάντησε κατά τύχη μια ωραία νέα, θυγατέρα ειδωλολάτρου ιερέως. Άφησε αφύλαχτο τον εαυτό του και τόσο κυριεύτηκε από την κακή επιθυμία, πού ξέχασε τις υποσχέσεις που είχε δώσει στον Χριστό για παρθενία και αγνότητα και τη ζήτησε από τον πατέρα της για σύζυγο.
— Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ, του είπε εκείνος, αν δεν ρωτήσω πρώτα το θεό μου.
Πήγε πράγματι στο μαντείο να πάρη χρησμό.
— Ζήτησέ του ν' αρνηθή το σχήμα του Μοναχού και το Βάπτισμά του, απάντησε το μαντείο ή μάλλον ο διάβολος.
— Αρνούμαι και τα δύο, τόλμησε να ξεστομίση ο δυστυχισμένος καλόγερος, σκοτισμένος από την παράλογη επιθυμία του. Τότε είδε να βγαίνη από το στόμα του ένα κάτασπρο περιστέρι και να χάνεται στο άπειρο.
Ο πατέρας της νέας όμως δεν ικανοποιήθηκε αμέσως, ζήτησε και δεύτερο χρησμό.
— Μη του δώσης τη θυγατέρα σου, είπε το μαντείο. Ο Θεός του δεν τον εγκατέλειψε ακόμη.
Σαν τ' άκουσε ο αρνητής συγκλονίστηκε, συντρίφτηκε η καρδιά του.
— Ο άθλιος εγώ, εφώναξε, αρνήθηκα ένα Θεό που ποτέ δεν αρνείται το έργον των χειρών Του.
Θρηνώντας τη φοβερή αμαρτία του πικρά, σαν τον Πέτρο, γύρισε στην έρημο. Πήγε ευθύς σ' έναν από τους αγίους Πατέρας κι εξομολογήθηκε βαθειά μετανοημένος.
Εκείνος τον άκουσε με κατανόησι, τον στήριξε, τον παρηγόρησε, αλλά του έδωσε βαρύ επιτίμιο:
— Κλείσου σ' εκείνο το απόμερο σπήλαιο, του είπε και του έδειξε τη σπηλιά που ήταν επάνω από την καλύβα του, στην κορφή του βράχου. Τρώγε λίγο ξερό ψωμί μια φορά στις τρεις ημέρες και μη παύσης να προσεύχεσαι με θερμά δάκρυα στον φιλάνθρωπο Θεό να σ' ελεήση. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ για χάρι σου κι ελπίζω πως με κάποιο σημείο θα μας φανερώση ο Κύριος πως δέχτηκε τη μετανοιά σου.
— Ο Αδελφός ακολούθησε πιστά τη συμβουλή του Αγίου Γέροντος. Ενήστευε όμως κι ο Πνευματικός και συγκοπίαζε με τον μετανοούντα.
— Σε παρακαλώ, Κύριέ μου, έλεγε στην προσευχή του, με πολύ πόνο, ο συμπαθής Γέροντας, χάρισε μου την ψυχή του Αδελφού και δέξου τη μετάνοιά του.
Ο Πανάγαθος Θεός άκουσε τους στεναγμούς και των δύο. Ύστερα από μια βδομάδα που πήγε ο Γέροντας να ιδή τι κάνει ο Αδελφός, εκείνος του φανέρωσε πως είχε διακρίνει πολύ ψηλά στον ουρανό το περιστέρι, που με την άρνησι είχε βγή απ' το στόμα του.
— Εξακολούθησε τον αγώνα, Αδελφέ, κι έχε την ελπίδα σου στο θείο έλεος, είπε ο Γέροντας και τον άφησε πάλι μόνο.
— Πέρασε ακόμη μια βδομάδα κι ο Αδελφός, πιο παρηγορημένος, εξωμολογήθηκε στο Γέροντα πως το ποθούμενο περιστέρι πήγε και στάθηκε πολύ κοντά στο κεφάλι του.
— Συνέχισε, τέκνο, την καλή σου μετάνοια, είπε εκείνος ευχαριστημένος.
Σαν πέρασε κι η τρίτη βδομάδα, πήγε πάλι ο καλός Πνευματικός να επισκεφθή την ψυχή που είχε αναλάβει. Βρήκε τον Αδελφό να κλαίη από χαρά.
— Ηρθε το περιστέρι, Αββά, του είπε μόλις τον είδε, λίγο προτού φανής εσύ και κάθισε επάνω στο κεφάλι μου. Καθως άπλωσα με λαχτάρα το χέρι μου να το κρατήσω, να μη μου φύγη πια, μ' ένα πήδημα εκείνο μπήκε στο στόμα μου.
— Ας έχη δόξα ο Θεός, τέκνον μου, είπε συγκινημένος ο Αββάς, που μας πληροφόρησε πως δέχτηκε τη μετάνοιά σου. Πήγαινε τώρα στο κελλί σου και πρόσεχε πολύ τον εαυτό σου να μη διώξης άλλη φορά τη Χάρι του Αγίου Πνεύματος, που έλαβες στο Άγιο Βάπτισμα και την ανανεώνεις με τα άλλα Μυστήρια της Εκκλησίας.
Ο Αδελφός όμως δε θέλησε πια ν' αποχωριστή τον άγιο Γέροντα. Έμεινε στην υποταγή του και με την σοφή του καθοδήγησι αγωνίστηκε τον καλό αγώνα της αρετής, ως το τέλος της ζωής του.
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη,εκδ. Λυδία)
ΚΑΠΟΙΟΣ Αδελφός εννιά ολόκληρα χρόνια βασανιζόταν από ένα κακό λογισμό. Κάθε μέρα έκλαιγε κι έλεγε κατακρίνοντας τον εαυτό του:
— Είμαι αίτιος γι' αυτόν. Θα χάσω την ψυχή μου.
Αγωνιζόταν σκληρά. Του κάκου όμως. Ήταν αδύνατον ν' απαλλαγή. Στο τέλος κάμφθηκε η αντιστασίς του. Έπεσε σ' απόγνωσι.
— Έχασα πια την ψυχή μου, συλλογίστηκε. Γιατί να μένω άσκοπα στην έρημο; Ας γυρίσω στον κόσμο.
Έτσι πήρε το δρόμο για την πολιτεία. Μα καθως περπατούσε με βαρειά καρδιά, άκουσε πίσω του φωνή:
— Δυστυχισμένε, έτσι ποδοπατάς τ' αμάραντο στεφάνι που εννιά χρόνια με την υπομονή σου έπλεκες; Γύρισε πίσω να το αποτελειώσης.
Βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στη θλιμμένη καρδιά του Αδελφού. Με σταθερό βήμα τώρα ξαναπήρε το δρόμο για την έρημο. Μα κι ο Αγαθός Θεός αφάνισε το λογισμό του.
* * *
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ, παρασυρμένος από την τρομερή δύναμι της κακής συνήθειας, έπεφτε συχνά σε βαρύ αμάρτημα. Δεν άφηνε όμως τον αγώνα. Ύστερα από κάθε κατρακύλισμα έχυνε πύρινα δάκρυα και προσευχόταν στον Θεό μ' αυτά τα πονεμένα λόγια: «Κύριε, σώσε με, είτε θέλω είτε δε θέλω. Εγώ σαν χωματένιος, που είμαι, τραβιέμαι εύκολα από την λάσπη της αμαρτίας. Συ όμως έχεις τη δύναμι να μ' εμποδίσης. Δεν είναι θαυμαστό, Θεέ μου, αν ελεήσης τον δίκαιο, ούτε αν σώσης τον ενάρετο, γιατί αυτοί είναι άξιοι να γευθούν την αγαθότητά σου. Σε μένα τον αμαρτωλό δείξε, Κύριε, το έλεος και τη φιλανθρωπία Σου, και σώσε με με θαυματουργικό τρόπο, γιατί μ' όλη την αθλιότητά μου σε Σε μόνο καταφεύγω ο δυστυχής».
Αυτά έλεγε με συντριβή ο νέος και όταν κυριευόταν από το πάθος και όταν ακόμη ήτο ήρεμος. Κάποια φορά, που πάλι νικήθηκε ύστερα από αγωνιώδη αντίστασι, γονάτισε παρευθύς κι επανέλαβε τα ίδια λόγια, χύνοντας ποταμούς δακρύων. Η ακατανίκητη ελπίδα του στη θεία ευσπλαγχνία ερέθισε τον διάβολο. Παρουσιάστηκε μπροστά του όλος μανία και του φώναξε:
— Άθλιε, δεν νοιώθεις λίγη ντροπή, όταν με τέτοια χάλια τολμάς να προσεύχεσαι και να παίρνεις στο στόμα σου του Θεού το όνομα; Μάθε μια για πάντα πως για σένα δεν υπάρχει σωτηρία.
Ο γενναίος αγωνιστής δε φοβήθηκε, ούτε την ελπίδα του έχασε, όπως περίμενε ο διάβολος.
— Μαθε κι εσύ, του αποκρίθηκε θαρρετά, πως το δωμάτιο αυτό είναι σιδηρουργείο. Μια σφυριά δίνεις και μια παίρνεις. Δε θα πάψω να σε πολεμώ με τη μετάνοια και την προσευχή, ώσπου να βαρεθής να με πολεμάς κι εσύ με την αμαρτία.
— Έτσι λοιπόν; φώναξε ο διάβολος με κακία. Από δω κι εμπρός παύω να σε πολεμώ, για να μην αυξηθούν τα βραβεία της υπομονής σου. Κι έγινε άφαντος.
Από τη στιγμή εκείνη έπαψε ο πόλεμος του νέου. Εκείνος όμως ούτε μια στιγμή δεν έπαυσε να προσέχη τον εαυτό του και έκλαιε συχνά σαν θυμόταν τα σφάλματά του.
— Εύγε σου! Έχεις κατάνυξι, του ψιθύριζε καμμιά φορά στo λογισμό του ο εχθρός για να τον ρίξη τώρα στην υψηλοφροσύνη.
— Ανάθεμά σε τούτο το καλό, αποκρινόταν με περιφρόνησι ο νέος. Μήπως αρέσει στο Θεό να χάση ο άνθρωπος την καθαρότητα της ψυχής του με ρυπαρές πράξεις κι ύστερα να κάθεται να κλαίη;
* * *
(Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη εκδ. Λυδία)
Αναφέρει ακόμα ο π. Επιφάνιος:
"Επισκέφθηκα προ ετών μεγάλη γυναικεία Μονή.
Μεταξύ των μοναζουσών, τις οποίες γνώριζα, ήταν και μία σχεδόν αιωνόβια. Ύπαρξη ολιγογράμματη, αλλά αγιασμένη. Λόγω του γήρατος δεν σηκωνόταν πλέον απ' το κρεβάτι. Καθόταν μόνο πάνω σ' αυτό.
Πήγα στο κελλί της. Κλαίγοντας μου είπε το... παράπονό της:
"Αχ, αυτή η γερόντισσα! Την παρακαλώ να μου δίνει δουλειά να κάνω εδώ πάνω στο κρεβάτι, αφού δεν μπορώ να σηκωθώ αν δεν με κρατούν, και αυτή δεν μου δίνει. Μπορώ να τυλίγω κουβάρια. Δεν με αφήνει όμως. Μου λέει ότι δούλεψα ογδόντα χρόνια στο Μοναστήρι. (Είχε μεταβεί εκεί σε ηλικία 16 ετών.) Αλλά έτσι εγώ τρώω δωρεάν το ψωμί μου. Δουλεύουν άλλες και ταϊζουν εμένα.
Τί να κάνω, όμως; Η Γερόντισσα δεν υποχωρεί. Στεναχωρήθηκα τόσο που δεν ήθελα να τρώω.
Αλλά μετά σκέφθηκα κάτι και αναπαύθηκα.
Σκέφθηκα να κάνω συνέχεια προσευχή για όλους. Έτσι μου φαίνεται σα να δουλεύω κι εγώ. Βλέπεις αυτό το κομποσχοίνι;
(Μου έδειξε ένα κομποσχοίνι που είχε πολύ μεγάλους κόμπους.)
Δεν το αφήνω καθόλου απ' τα χέρια μου μέρα-νύκτα, εκτός από δύο-τρεις ώρες κατά τις οποίες κοιμάμαι.
Κάνω συνέχεια προσευχή για τη Γερόντισσα και για τις Καλόγριες που δουλεύουν για να τρώω εγώ.
Αλλά κάνω και για άλλους. Για το Δεσπότη μας και για τους άλλους Αρχιερείς, για τους Ιερείς, για τους Κήρυκες, για τους Άρχοντες, για τους Δικαστές, για το Στρατό, για τους Χωροφύλακες, για τους Δασκάλους, για τους Μαθητές, για τις χήρες, για τα ορφανά, για όλους όσους θυμηθώ.
Έτσι αισθάνομαι λιγότερο βάρος στη ψυχή μου που τρώω δίχως να δουλεύω...". Δακρύζω όσες φορές φέρνω στη μνήμη μου τη σκηνή αυτή. Έκτοτε δεν ξαναείδα την οσία εκείνη Μοναχή.
Μετά από λίγους μήνες απήλθε σε άλλους κόσμους, για να συνεχίζει εκεί τις "εκ βαθεων" προσευχές της "για όλους όσους θυμηθεί" (ελπίζω και για μένα...), αν και πλέον χωρίς το χονδρό κομποσχοίνι της, το οποίο τάφηκε μαζί με το ιερό σκήνος της...
(π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, Άρθρα και Μελέτες, στο βιβλίο Το χαμόγελο του Θεού, αρχιμ Ιωάννου Κωστώφ)