E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

482- ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ.
Ένας άγιος είδε το ακόλουθο όραμα: Περνούσε από μια πόλι, φημισμένη για την ανηθικότητα των κατοίκων της και είδε στα τείχη της ένα διάβολο, που κοιμόταν. Εξακολούθησε την πορεία του και βγήκε έξω στην εξοχή. Εκεί στην ερημιά είδε ένα ασκητή, που γύρω του είχε στρατιά από διαβόλους, που δεν έπαυαν να του επιτίθενται. Παραξενεύθηκε και ζήτησε να μάθη γιατί αυτή η διαφορά. «Σε κείνη την πόλι, του είπε ένας από τους διαβόλους, όλοι είναι δικοί μας και ένας από μας φθάνει για να τους κρατή στην αμαρτία. Για τούτον εδώ υπάρχει δυσκολία. Και μεις ακόμη είμεθα λίγοι και δεν κατορθώνουμε να τον κατακτήσουμε».

484- ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ.
Ένας παπάς κι ένας υπάλληλος ταξίδευαν μαζί σ’ έναν όχημα του σιδηροδρόμου.
-Αιδεσιμώτατε, είπε ο υπάλληλος εμπιστευτικά στον παπά, θα μάθατε βέβαια και σεις τα μεγάλα νέα.
-Όχι, κύριε, δεν πήρα καμμιά πρωινή εφημερίδα, γιατί έπρεπε να φύγω πολύ νωρίς και…
-Πως; Δεν τα ξέρετε λοιπόν; Μα όλοι μιλούν γι’ αυτά!
-Κύριε, δεν ξεύρω απολύτως τίποτε.
-Είμαι ευτυχής λοιπόν να σας πληροφορήσω: Πέθανε ο διάβολος!
-Αλήθεια; Του αποκρίθηκε ο παπάς, προσποιούμενος μεγάλη λύπη και μεγάλο ενδιαφέρον. Πόσο με λυπεί αυτό! Και πόσο λυπούμαι τα ορφανά που άφησε. Πάρτε, παρακαλώ, αυτό το χιλιάρικο για τα ορφανά που άφησε.
Ο…έξυπνος υπάλληλος φρόντισε να κατέβη στον επόμενο σταθμό.

(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 215-216)

478- ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑ.
Γνωρίζετε, έλεγε ένας ιεροκήρυκας, ποιο είναι το μεγάλο κατόρθωμα του διαβόλου στην εποχή μας;
-Το να κάνη τους ανθρώπους ν’ αρνούνται την ύπαρξί του.

480- ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΙ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ.
Κάποτε δυο κομψευόμενοι νεαροί άπιστοι, ταξιδεύοντας μ’ ένα ατμόπλοιο, είδαν στο κατάστρωμα ένα γέροντα, γνωστό για την πίστι και την άγια ζωή του, και θέλησαν να κάμουν πνεύμα εις βάρος του. Τον πλησίασαν λοιπόν και του είπαν:
-Δάσκαλε, έμαθες τα νέα;
-Τι νέα; Ρώτησε ο αγαθός γέροντας.
-Δεν έμαθες ότι ο διάβολος πέθανε;
Τότε ο ευσεβής γέροντας, χωρίς να πειραχθή από την αναίδεια των νέων εκείνων, έβαλε τα χέρια πάνω στους ώμους τους και τους είπε με γλυκύτητα:
-Αγαπητά μου παιδιά, απόδειξις ότι δεν πέθανε είναι η συμπεριφορά σας σ’ ένα γέροντα και τα λόγια σας, που είναι εμπνεύσεις δικές του!

481- ΤΑ ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ.
Διηγείται κάποιος ευσεβής κληρικός ότι περιπατώντας κάποτε στο δρόμο είδε κάμποσους χοίρους να ακολουθούν έναν άνθρωπο. Από περιέργεια ακολούθησε μαζί και είδε τους χοίρους να ακολουθούν τον άνθρωπο μέσα στο σφαγείο!
-Φίλε μου, του είπε, πως κατώρθωσες να πείσης τους χοίρους να σε ακολουθήσουν σ’ αυτό το μέρος;
-Απλούστατα, του απήντησε εκείνος, κρατούσα ένα καλάθι με βελανίδια και καθώς προχωρούσα τους πετούσα από λίγα.
Το ίδιο συμβαίνει και με μας όταν ο Σατανάς μας πετά τα βελανίδια των διασκεδάσεων, των σαρκικών επιθυμιών. Πλήθη ανθρώπων τον ακολουθούν σ’ ένα σκοτεινό σφαγείο!

(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 214-215)

754- Ο ΤΥΧΕΡΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ.

Ο άγιος Βαρθολομαίος ο νέος – για να τον διακρίνουμε από τον Απόστολο – στο βίο του αγίου Νείλου, ιδρυτού της μονής Κρυπτοφέρρης, μας αναφέρει το ακόλουθο χαρακτηριστικό περιστατικό.

Ένας Λογγοβάρδος έκλεψε κάποτε απ’ το μοναστήρι του Αγίου ένα άλογο. Δυο καλόγεροι παρουσιάσθηκαν παρευθύς στον Άγιο ζητώντας του την άδεια να καταδιώξουν τον κλέφτη, γιατί το άλογο ήταν πολύ χρήσιμο στο μοναστήρι. Η άδεια τους δόθηκε. Έπειτα από πολλούς κόπους κατώρθωσαν να βρουν τα ίχνη του κλέφτη στην πλησιέστερη γειτονική πόλι. Ο διοικητής της πόλεως αυτής, όταν έμαθε την κλοπή, διέταξε παρευθύς να πιάσουν τον κλέφτη, που είχε την τόλμη να κλέψη από ένα τέτοιο Άγιο, που τόσο τιμούσε τη χώρα. Η διαταγή εξετελέσθηκε. Αλυσοδεμένο και με το άλογο, έφεραν τον κλέφτη μπροστά στο διοικητή, που ύστερα από μια αυστηρή επίπληξι τον παρέδωκε στους καλόγερους. Αυτοί χαρούμενοι επέστρεψαν στο μοναστήρι και αφού έκαναν μια μετάνοια στον ηγούμενο Νείλο του είπαν:

-Άγιε καθηγούμενε, με τις προσευχές σου φέραμε πίσω το άλογο και πιάσαμε και τον κλέφτη.

Ο άνθρωπος όμως του Θεού φωνάζει κοντά του το Λογγοβάρδο και τον ρωτά:

-Πραγματικά, αδελφέ, σου άρεσε το άλογο αυτό;

-Έ! απαντά εκείνος, αν δε μ’ άρεσε δε θα τόκλεβα.

-Πολύ καλά, προσθέτει ο Άγιος, και βάζοντας στο άλογο τη σέλλα και τα γκέμια, του λέγει:

-Πάρτο, αφού σου αρέσει, είναι δικό σου.

Ο Λογγοβάρδος πετώντας απ’ τη χαρά του για ένα τέτοιο δώρο, έφυγε. Οι καλόγεροι άρχισαν να μουρμουρίζουν και να παραπονιούνται για την πράξι αυτή του ηγουμένου τους. Μα εκείνος τους κάλεσε πατρικά κοντά του και τους είπε:

-Μάθετε, ότι όποιος ξέρει ν’ απαλλάσσεται απ’ οτιδήποτε, ξέρει ν’ απαλλάσσεται κι από την αμαρτία. Πρέπει να μάθετε να αγαπάτε και τους εχθρούς σας και να ευλογήτε όσους σας κάνουν κακό, και να κατέχετε το καθετί σαν να μη κατέχετε τίποτα, όπως λέγει ο Απόστολος.

757- ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΧΘΡΟ ΜΑΣ ΜΑΘΑΙΝΟΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ.

Ένας ανώνυμος πολιτικός αντίπαλος του Ελευθερίου Βενιζέλου είχε κυκλοφορήσει ένα φυλλάδιο εναντίον του μεγάλου Έλληνος πολιτικού, στο οποίο με δηλητηριασμένη γλώσσα εξιστορούσε όλα τα σφάλματα του αρχηγού των Φιλελευθέρων. Ο Βενιζέλος προμηθεύθηκε το φυλλάδιο αυτό και το διάβαζε με προσοχή.

Ο ιδιαίτερός του, χωρίς να ξέρη τι διαβάζει ο Βενιζέλος, τον ρώτησε:

-Είναι τόσο σπουδαίο αυτό που διαβάζετε, ώστε να είσθε τόσο απορροφημένος;

-Μάλιστα, απάντησε ο Βενιζέλος, γιατί εδώ μόνον μπορώ να μάθω την αλήθεια.

(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 346-348)

749- ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΑΔΙΚΟ.

Κάποιος άραβας πριν πεθάνη είχε συντάξει τη διαθήκη του και μεταξύ άλλων είχε γράψει και τα εξής:

«Έθεσα όλη μου την περιουσία στο μεγάλο χρηματοκιβώτιο του γραφείου. Όσα περιέχει τα παραχωρώ στον πιο ευτυχισμένο της γης».

Μετά το θάνατό του 10.000 πρόσωπα έτρεξαν στον καδή για να τον βεβαιώσουν πως ήταν οι πιο ευτυχισμένοι της γης και ότι γι’ αυτό είχαν δικαίωμα στο θησαυρό. Δεν έλειψαν οι φιλονικίες, τα κτυπήματα, οι φωνές. Ο καδής, για να προλάβη χειρότερα, έσπευσε να δηλώση πως αυτός ήταν ο πιο ευτυχισμένος της γης και ότι γι’ αυτό ο θησαυρός του ανήκε.

Ανοίγει λοιπόν το χρηματοκιβώτιο και βρίσκει μέσα…μερικά χαλίκια μ’ ένα γράμμα που έλεγε:

«Αν ήσουν πραγματικά ο πιο ευτυχισμένος της γης, θα είχες ανάγκη από τα χρήματά μου;…».

752- Ρώτησαν ένα αναχωρητή:

-Πως κατορθώνεις σε τέτοια απομόνωσι που ζης και με τόσες στερήσεις να είσαι πάντα ευτυχισμένος;

-Προσπαθώντας να έχω τον Θεό πάντα μαζί μου, γιατί Αυτός είναι που πλημμυρίζει τη ζωή μου από ευτυχία, απάντησε ο αναχωρητής.

(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 343-345)

Το σημαντικώτερο φιλανθρωπικό ίδρυμα που οικοδόμησε, με μύριους κόπους και φροντίδες, ο π. Ιωάννης της Κροστάνδης (1829-1908) ήταν η Εργατική Εστία. Χρειάστηκαν τουλάχιστον εννέα χρόνια για να συγκεντρωθούν χρήματα και να θεμελιωθή το τεράστιο αυτό έργο. Ολοκληρώθηκε το 1881 και τα εγκαίνια έγιναν στις 12 Οκτωβρίου 1882. Μόλις όμως τελείωσε η ανοικοδόμηση, συνέβη μια φοβερή συμφορά: Κάποια νύχτα σ’ένα γειτονικό κέντρο διασκεδάσεως άναψε πυρκαγιά! Η φωτιά γρήγορα μεταδόθηκε στα γύρω κτίρια και πλησίαζε στην Εστία. Ο π. Ιωάννης με πολλή ανησυχία παρακολουθούσε τον κίνδυνο που ερχόταν, και παρακάλεσε τον διευθυντή της αστυνομίας Γολοβάτσεφ να λάβη τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα στην περιοχή. Η παράκληση του όμως αγνοήθηκε και τελικά η Εστία κάηκε!
Ο π. Ιωάννης πικράθηκε πολύ και με ασυνήθιστη για τον χαρακτήρα του οξύτητα έλεγξε τον Γολοβάτσεφ, χωρίς όμως να τον προσβάλη κατονομάζοντας τον:
-Δεν μας έκανε επίθεση κανένας εξωτερικός εχθρός με σπαθί και φωτιά. Μας έκανε επίθεση ένας εσωτερικός εχθρός, ύπουλος, ντυμένος με την πανοπλία της αισχρότητος, της προδοτικής φιλίας και της αδιαφορίας για τη συμφορά που μας ήρθε. Έδειξαν αυτή την αδιαφορία άνθρωποι, οι οποίοι ανέλαβαν να υπηρετούν την κοινωνική ασφάλεια… Το ασφαλιστικό ταμείο και οι νέες δωρεές, που αυτή τη φορά ήρθαν απ’όλα τα μέρη της Ρωσίας, έσωσαν την κατάσταση. Η Εστία ξαναχτίστηκε. Ο Γολοβάτσεφ σε λίγο έπεσε στα δικαστήρια για ανάρμοστες ενέργειες και ο π. Ιωάννης, που πολύ καλά γνώριζε τον « βίο και την πολιτεία» του, προσκλήθηκε να καταθέση. Πώς συμπεριφέρθηκε τότε; Δεν έθιξε καν τα παραστρατήματα του Γολοβάτσεφ! Αντίθετα, προσπάθησε να τον σώση εκθέτοντας μερικά του καλά σημεία. Ήταν τόσο εμφανής η προσπάθεια του να τον αθωώση, που ο εισαγγελέας παρατήρησε ότι ο μάρτυς στο δικαστήριο είναι υποχρεωμένος να λέη την αλήθεια χωρίς να κρύβη τίποτε.
-Ομιλώ σαν ιερέας, απάντησε με παρρησία ο π. Ιωάννης, προσπαθώντας έτσι να ανταποδώση το κακό με το καλό.

( Ιωάννης της Κροστάνδης)

( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.94-95)

Όταν δεν καταλαβαίνουμε την υπερηφάνεια

- Εγώ, Γέροντα, δεν καταλαβαίνω να υπερηφανεύωμαι για κάτι συγκεκριμένο.
-    Τότε θα υπάρχη μέσα σου μια γενική υπερηφάνεια. Πολλές φορές ο διάβολος τα παρουσιάζει όλα καμουφλαρισμένα και δεν παίρνει ο άνθρωπος είδηση, όταν ενεργή υπερήφανα. Αν όμως παρακολουθή και εξετάζη τον εαυτό του, βλέπει που ενήργησε με υπερηφάνεια. Μπορεί να μην καταλαβαίνη όλη την υπερηφάνεια που έχει, αλλά λίγο θα την καταλαβαίνη. Θα δη ότι νιώθει μέσα του μια εγωιστική ικανοποίηση, μια υπεροχή απέναντι στους άλλους.
-    Και όταν, Γέροντα, κάποιος δεν μπορή να καταλάβη καθόλου ότι έχει υπερηφάνεια, τί γίνεται;
-    Τότε λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι. Υπερηφανεύεται, πέφτει και ταπεινώνεται. Ξανά υπερηφανεύεται, πάλι πέφτει, πάλι ταπεινώνεται. Και συνεχίζεται η ίδια κατάσταση σε όλη του την ζωή, υπερηφάνεια-ταπείνωση, υπερηφάνεια-ταπείνωση. Αυτή η ταπείνωση δεν είναι αρετή· είναι το αποτέλεσμα των πνευματικών νόμων που λειτουργούν. Ταπεινώνεται δηλαδή ο άνθρωπος, χωρίς να το θέλη και χωρίς να βγαίνη τίποτε. Υπάρχει μια στασιμότητα· του δίνεται μόνον η ευκαιρία να καταλάβη ότι δεν πάει καλά. Λέω, ας πούμε, σε μια αδελφή: «Αυτήν την εικόνα την έκανες καλή». Αν υπερηφανευθή, όταν πρόκειται να κάνη άλλη εικόνα, θα πή: «Αυτήν την εικόνα θα την κάνω πιο καλή από την προηγούμενη, για να μου πη ο Γέροντας πάλι "μπράβο"». Και βλέπεις, μετά κάνει μια καρικατούρα. Την διορθώνω καί, επειδή πάλι λέει μέσα της: «τώρα θα την κάνω όπως ακριβώς μου είπε ο Γέροντας, για να μου πη "μπράβο"», κάνει πάλι καρικατούρα.
-    Μπορεί όμως, Γέροντα, η ίδια να την θεωρή καλή;
-    Πώς δεν μπορεί; Την καρικατούρα μπορεί να την θεωρήση αριστούργημα και να έρθη με χαρά να μου πή: «Πώς σάς φαίνεται, Γέροντα, τώρα; Είναι καλή;». Θα της αποδείξω ότι είναι καρικατούρα και τότε θα καταλάβη.
-    Κι αν δεν το καταλάβη;
-    Τότε η υπερηφάνειά της έχει πιάσει πουρί και θα συνεχίζη να κάνη τα ίδια λάθη. Ό,τι και να πής, δεν θα βγαίνη από το δικό της.
-    Εάν, Γέροντα, με τον νού μου πιάνω την υπερηφάνεια, αλλά η καρδιά μου μένει σκληρή;
-    Από κεί θα αρχίσης και σιγά-σιγά θα έρθη η θεραπεία. Ο γιατρός πρώτα κάνει την διάγνωση και ύστερα προχωρεί στην θεραπεία.


(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 60-61)

ΈΝΑΣ ΑΠΟ,ΤΟΥΣ Γέροντες της σκήτης αρρώστησε κάποτε και επιθύμησε, σαν άνθρωπος, να φάει λίγο ζεστό ψωμί. Πού να βρεθεί όμως τέτοιο πράγμα σ’ εκείνη την έρημο;
Όταν το έμαθε ένας από τους νέους μοναχούς, έβαλε στο δισάκι του όλα τα ξερά ψωμιά που είχε και ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια. Η πόλη απείχε δύο ημερών δρόμο από την έρημο. Ο καλός νέος αψήφησε τον κόπο. Κατέβηκε, άλλαξε τα ψωμιά κι επέστρεψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στην σκήτη.
- Που βρήκες φρέσκο ψωμί; τον ρωτούσαν με απορία οι αδελφοί.
- Στην Αλεξάνδρεια, απαντούσε με πολλή φυσικότητα εκείνος, σαν να επρόκειτο για το γειτονικό χωριό.
Όταν το άκουσε ο Γέροντας, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να το κρατήσει.
- Πώς να το φάω; έλεγε. Αυτό είναι το αίμα του αδελφού μου. Οι άλλοι όμως τον ανάγκασαν να το φάει για να μην πάει χαμένη η θυσία του αδελφού.

ΈΝΑΣ ΆΓΙΟΣ Ερημίτης βρήκε μια φορά στον δρόμο έναν δυστυχισμένο επιληπτικό, που ούτε να νηστέψει ούτε να προσευχηθεί μπορούσε. Ο Άγιος τον συμπόνεσε και παρακάλεσε τον Θεό να επιτρέψει να μπει σ’ αυτόν το δαιμόνιο και να ελευθερώσει εκείνον τον δυστυχισμένο. Ο Θεός άκουσε την προσευχή του κι έκανε όπως του ζήτησε. Όσο λοιπόν το πονηρό πνεύμα τον βασάνιζε, τόσο ο Άγιος διπλασίαζε την νηστεία και την προσευχή του. Και ο Θεός, αμείβοντας την αυταπάρνηση του, τον απάλλαξε ύστερα από λίγο καιρό από την τυραννία του διαβόλου.

(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 74-75)

Η ομορφιά της φύσης 

Όλη η ομορφιά της φύσης έρχεται από το μυστήριο του Μυστικού. Δίχως αυτό το μυστήριο του Μυστικού η φύση δεν θα μπορούσε ούτε για μια στιγμή να κρατήσει εκείνη την ήσυχη και αγνή ομορφιά, που μέσα της λάμπει.
Όλη η πλάση είναι ένα σύννεφο, που κρατά δυνατό φώς και ηρεμεί τη θεϊκή φλόγα.
Η πυκνότητα αυτού του σύννεφου εξαρτάται από την πνευματική μας όραση. Για ευγενή πνεύματα τούτο το σύννεφο είναι λεπτό και διαυγές, για τους τραχείς είναι παχύ και σκοτεινό.

(Στοχασμοί περί καλού και κακού, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σελ. 36)

1,3. «Ευχαριστούμεν τω Θεώ και Πατρί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πάντοτε περί υμών προσευχόμενοι». 

Η πίστη στον Χριστό εξάγει την ψυχή από κάθε θάνατο, από κάθε κόλαση, από κάθε διαβολισμό, και την εισάγει στην αθανασία, στον παράδεισο, στην χώρα των Αγγέλων. Και αυτό η πίστη το πετυχαίνει με την αγάπη, με την προσευχή, με την ελπίδα, με την μετάνοια, με την νηστεία, με την ταπείνωση, με την ταπεινοφροσύνη, με την πραότητα, με τα σπλάχνα των οικτιρμών και με τις λοιπές πνευματικές ασκήσεις και αρετές.
Τέτοια πίστη στους χριστιανούς «ερεθίζει», στην αποστολική χριστοαγαπώσα ψυχή τους, την προσευχητική ευχαριστία και θερμαίνει την καυτή προσευχή. Και ο άγιος Απόστολος «πάντα» προσεύχεται για τους χριστιανούς. Γιατί; Διότι αυτοί είναι πάντα περιτριγυρισμένοι από τους πολλούς πειρασμούς του κόσμου, οι οποίοι αδιάκοπα τους πολεμούν για να μειώσουν την πίστη τους ή να την αδυνατίσουν ή και να την εξαφανίσουν, να την καταστρέψουν ακόμη.
Στον αγώνα της πίστεως, ο άνθρωπος είναι ολοκληρωτικά στον δρόμο προς τον Θεό, γι’ αυτό και του «επιτίθενται» όλοι αυτοί που είναι εναντίον του Θεού, όλα τα κακά, από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο, ακόμη και ο ίδιος ο διάβολος.
Οι κίνδυνοι της πίστεως είναι άπειροι και τεράστιοι, γιατί τα κακά της απιστίας είναι άπειρα και τεράστια. Αυτό γίνεται γύρω από το πιο σπουδαίο και το πιο κεφαλαιώδες στον δικό μας γήινο κόσμο: γύρω από την Θεοειδή ψυχή του ανθρώπου. Γύρω από αυτήν γίνεται ο πιο μεγάλος πόλεμος, η πιο φοβερή μάχη, που κρατάει μέχρι το φοβερό κριτήριο· μάχη μεταξύ των φωτεινών Αγγέλων του ουράνιου καλού και των σκοτεινών δαιμόνων του κακού της κολάσεως. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο η ψυχή του ανθρώπου να είναι «διαρκώς» περιτειχισμένη από τις προσευχές των αγίων, οι οποίες έχουν την δύναμη να σκοτώσουν κάθε δύναμη του κακού, που εφορμά εναντίον της.

(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σελ. 17-18)

Η εμφάνισις του Τιμίου Προδρόμου. 

Ο ίδιος ο π. Βησσαρίων διηγήθηκε μια εμφάνιση του Τιμίου Προδρόμου δύο χρόνια μετά την αποκάλυψι του θαμμένου ναού στο διονυσιακό μετόχι των Μαριανών Χαλκιδικής:
«Μια ημέρα δύο χωριάτες ήλθαν στα παζάρια και ο ένας αγόρασε την φοράδα του άλλου. Εκείνος που την αγόρασε, επήγε εις την εκκλησίαν και επροσκύνησε. Άφησε δε εμπρός εις την εικόνα του Τιμίου Προδρόμου και μερικά χρήματα και μου είπε ν’ ανάψω ένα κερί. Εγώ άναψα το κερί, είδα και τα χρήματα που ήταν αρκετά, δεν τα επήρα, τα άφησα εμπρός εις την εικόνα. Κατά το βράδυ επήγα ν’ ανάψω τα καντήλια και βλέπω να λείπουν τα χρήματα! Πόση στενοχωρία μου ήλθεν τότε… Ο πειρασμός μ’ εσκλήρυνε και επήγα εμπρός στην εικόνα του αγίου και του λέγω:
-Άγιε Πρόδρομε, δεν είσαι εδώ; Γιατί αφήνεις και σου παίρνουν τα χρήματα εμπρός από την εικόνα σου; Ααα, δεν σου ανάβω το καντήλι!
Έτσι άναψα μόνο της Παναγίας το καντήλι και έφυγα. Ναι, αλλά μέσα μου όμως η καρδιά μου κτυπούσε λιγάκι. Επήγα στον μύλο, ανέβηκα επάνω στο σπίτι, έφαγα λίγο ψωμί, αλλά συγχυσμένος. Ενεθυμούμην ότι το καντήλι του αγίου το είχα σβηστό, αλλά ο κοτσονούρης δεν με άφηνε, πολύ με εσκλήρυνε. Έλεγα μέσα μου: «Αϊ να δούμε τι θα γίνη. Δεν το ανάβω το καντήλι απόψε».
Εκοιμήθηκα λοιπόν με την σύγχυσιν όπου είχον, όμως επέμενα στην γνώμην μου. Έτυχε να είναι πανσέληνος, το φεγγάρι σαν ήλιος και από το παράθυρο του κελλιού μου έμπαινε μέσα το φως. Καθώς λοιπόν εκοιμώμην, κατά τα μεσάνυκτα, αισθάνομαι μια σκουντιά. Ξυπνώ και βλέπω έναν γίγαντα μπροστά μου, με τα μαλλιά ξέπλεκα. Από τον φόβο μου άρχισα να τρέμω και μόλις ημπόρεσα να του ειπώ:
-Πώς ήλθες εδώ;
Εις απάντησιν, μου λέγει με ύφος σοβαρόν:
-Το πώς ήλθα μη ερωτάς, αλλά ειπέ μου, γιατί δεν ανάβεις το καντήλι;
Και αμέσως με πολύν φόβον, με τρέμουσαν φωνήν, με δάκρυα στους οφθαλμούς λέγω:
-Να με σχωρέσης, άγιε. Έσφαλα.
Του έβαλα τρεις μετάνοιες κλαίοντας εις τα ποδάρια του, και τον παρακαλούσα να με συγχωρέση. Τότε ακούω τον Τίμιον Πρόδρομον με γλυκείαν και ήμερον φωνήν και μου λέγει:
-Παιδί μου Βησσαρίων, λέγεις ότι δεν είμαι εδώ; Και αν εγώ δεν είμαι εδώ, τότε ποιος σε φυλάγει εδώ τόσα χρόνια, σ’ αυτήν την ερημιά από τους ληστές και τα άλλα κακοποιά στοιχεία;
- Άγιε μου, του λέγω, σε παρακαλώ να με σχωρέσης. Δεν το ξανακάμω!
- Πήγαινε ν’ ανάψης το καντήλι στην εικόνα μου, και να το κηρύττης και εις τους άλλους ότι κάμουν θαύματα οι εικόνες, διότι πολλοί εδώ άρχισαν να λέγουν ότι δεν θαυματουργούν οι εικόνες.
Αυτά μου είπεν ο άγιος και έγινε άφαντος. Εγώ αμέσως, εκείνη την ώρα, επήγα στην εκκλησία και, ω του θαύματος! Βλέπω όλα τα χρήματα στον ίδιο τόπο, όπως ήσαν, μπροστά στην εικόνα του αγίου! Ποιος να ξέρη τι λαχτάρα να ετράβηξε εκείνος ο κλέπτης και τα έφερε αυτήν την ίδια νύκτα τα χρήματα στην εικόνα…»

(Διονυσιάτικες διηγήσεις)

(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 95-97)

katafigioti

lifecoaching