Η σιωπή σου να είναι μυστική, στην καρδιά σου
Η σιωπή σου να είναι μυστική, στην καρδιά σου.
Εξωτερικά να μη φαίνεται ότι σιωπάς και το αντιλαμβάνονται οι άλλοι.
Ευθύς ως ειπείς δύο-τρία λόγια, συνεχίζεις μέσα σου μυστικά να στέλνεις προσευχή για όλους στον Κύριο.
Να αγκαλιάζεις μυστικά στην καρδιά σου, με αγάπη, όλο το κοινόβιο.
Όλη την Εκκλησία. Μην αγωνιάς, ούτε να προσπαθείς να κόψεις ή να διορθώσεις το ελάττωμα του άλλου.
Αγάπησέ τον με το ελάττωμα του.
Ο Κύριος θα φροντίσει για αυτό.
Να αγιάζεις τη σιωπή σου με την προσευχή, να μην είναι στείρα και άγονη.
['Α 82]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.281)
Από τότε που ήρθα κοντά στο Χριστό δεν είχε συμβεί να ‘διασκεδάσω’ σε κέντρα με ανθρώπους εκτός εκκλησίας. Όπου κι αν πήγαινα ήταν με τα πνευματικά μου αδέλφια. Το προηγούμενο Σάββατο όμως έπρεπε να πάω σε ένα μεζεδοπωλείο με τους συναδέλφους από τη δουλειά για την κοπή της πίτας μας. Αν και Σάββατο βράδυ δεν το αρνήθηκα από αγάπη για τη διευθύντρια και τους συνεργάτες μου που με έχουν στηρίξει πολύ. Είπα μέσα μου ‘ θα πάω αλλά θα είμαι με το Χριστό!’ Έτσι, βρέθηκα σε ένα μαγαζί με ζωντανή μουσική, τραγούδια που στιχουργικά σε ωθούσαν στην αμαρτία, κοπέλες που χόρευαν τσιφτετέλια πάνω στα τραπέζια, πολύ ποτό και πολύ φαγητό! Όλο αυτό όμως μου πρόσφερε κάτι πολύ σημαντικό εκείνη την ώρα. Αν και είμαι άνθρωπος πολύ λαίμαργος και χωρίς ιδιαίτερη εγκράτεια στο ποτό, σκεφτόμουν καθ’ όλη τη διάρκεια των πέντε ωρών που ήμουν εκεί τη Θεία Λειτουργία της Κυριακής που ξημέρωνε! Ήπια τόσο λίγο όσο ήθελα να πιω και έφαγα πολύ λίγο. Δεν ήμουν βλοσυρός και απότομος με τους άλλους ούτε έδειχνα ότι βαριέμαι! Με όλους μιλούσα και διασκέδαζα αλλά με ένα μέτρο που δεν το καθόριζα εγώ αλλά ο Χριστός που ήταν μαζί μου. Για τους πιο πολλούς χριστιανούς η εγκράτεια είναι δεδομένο, για μένα όμως όχι!
Βρέθηκα σε ένα χώρο από αυτούς που βρισκόμουν συνέχεια στην προ Χριστού ζωή μου και μου ήλθαν εικόνες από το παρελθόν μου όταν προ δεκαετίας μεθούσα από το πρώτο μισάωρο, έτρωγα σαν να μην υπάρχει άλλος δίπλα μου, γελούσα δυνατά και έλεγα ανοησίες για να με προσέξουν και τα μάτια μου δεν ξεκολλούσανε από τις γυναίκες. Κι έβλεπα και το τώρα. Ελεύθερος, χωρίς να πιεστώ, ήμουν κύριος του εαυτού μου! Τι χαρά! Όλο αυτό να με αφήνει ανεπηρέαστο! Και γιατί έγινα κύριος του εαυτού μου; Γιατί έδωσα τον εαυτό μου στον Κύριο! Τότε με έπαιρναν σηκωτό να με πάνε σπίτι μου μεθυσμένο και κενό και τώρα στις τέσσερις τα ξημερώματα που τελείωσε το γλέντι ήμουν απόλυτα νηφάλιος και καινός δηλαδή καινούριος! Πού τα οφείλω όλα αυτά; Μήπως σε μένα και τη δύναμη μου; Μήπως δεν είχα προσπαθήσει με όλη μου τη δύναμη να αλλάξω; Μόνος μου δεν κατάφερα τίποτα! Όλα τα οφείλω στο Χριστό μας! Θυμήθηκα πάλι πώς ήμουν και πώς έγινα! Όχι άγιος και αναμάρτητος αλλά ζώντας μαζί Του και όταν πέφτω τώρα πια, πέφτω στα πόδια Του και ξανασηκώνομαι! Γιατί ξέρω ότι όλες οι ηδονές του κόσμου δε συγκρίνονται με τη χαρά να πέφτεις αμαρτωλός στα πόδια του Χριστού!
Και επιβεβαίωσα ότι ήταν μαζί μου στο κέντρο γιατί δεν απέφυγα μόνο τις καταχρήσεις αλλά και τις κατακρίσεις! Όλους και όλες τους κοιτούσα με αγάπη, συμπάθεια και προσευχή! Μια συνάδελφος, η ‘ψυχή της παρέας’, κάποια στιγμή σταμάτησε τον ξέφρενο χορό και βγήκε έξω από το μαγαζί κλαίγοντας! Όταν την πλησίασα μου λέει ‘Δεν αντέχω άλλο πια! Θέλω να εξομολογηθώ και να γνωρίσω το Χριστό!’ Τι χαρά ένιωσα! …Ένα κεράκι αναμμένο μέσα στην εκκλησία, την ώρα της Θείας Λειτουργίας ή μιας ομιλίας δε φωτίζει πάρα πολύ! Δίπλα του είναι κι άλλα πολλά κεριά, λαμπάδες… είναι τα φώτα του ναού και οι πολυέλαιοι… το φως το δικό του είναι ισχνό! Όμως αυτό το ισχνό φως μέσα στο σκοτάδι του κόσμου είναι πολύ σημαντικό! Αυτό το συμπέρασμα έβγαλα εκείνο το βράδυ του Σαββάτου! Μακάρι να γίνουμε όλοι μας κεράκια αναμμένα μέσα στο σκοτάδι αυτού του κόσμου για να φωτίζουμε το δρόμο της επιστροφής στο Χριστό! (Κ.Δ.Κ)
28. «Δεύρο Νύμφη μου από Λιβάνου· δεύρο Νύμφη μου και Μήτερ» (ΜΟ).
Η πρόσκλησις όμως του Νυμφίου προς την Νύμφη συνδυάζεται με έκκλησι για αυταπάρνησι. Λέει ο Νυμφίος στη Νύμφη, στο Άσμα Ασμάτων: «Δεύρο από Λιβάνου· ελεύση και διελεύση από αρχής πίστεως, από κεφαλής Σανίρ και Ερμών, από μανδρών λεόντων, από ορέων παρδάλεων» (δ' 8). Δηλαδή. Άφησε τις ομορφιές του κόσμου (=Λίβανος) και έλα να γίνης Νύμφη μου! Γι’ αυτό όμως θα χρειασθή να περάσης πανύψηλα βουνά (= Σανίρ και Ερών), όπου υπάρχουν σπηλιές λιονταριών και λεοπαρδάλεων!
Την ίδια πρόσκλησι για αυταπάρνησι και αφοσίωσι βρίσκομε στον 44 Ψαλμό: «Άκουσον, θύγατερ, και ίδε... και επιλάθου του λαού σου και επιθυμήσει ο βασιλεύς του κάλλους σου» (στιχ. 11). Εδώ ο Νυμφίος ζητεί από τη μέλλουσα Νύμφη του να εγκαταλείψη και ν’ απαρνηθή το περιβάλλον της και ν’ αφοσιωθή απόλυτα στον βασιλέα Υιό και σύζυγό της, προκειμένου να εντρυφήση στα λόγια του και στα βιώματα της νέας ζωής της.
Η Θεοτόκος υπήρξε πράγματι Νύμφη και Μητέρα του Χριστού, διότι ανταποκρίθηκε απόλυτα στην έκκλησι του Νυμφίου για αυταπάρνησι και αφοσίωσι.
Στην απαλή ηλικία των 3 μόλις ετών εγκαταλείπει την θερμή ατμόσφαιρα και γλυκειά θαλπωρή του οικογενειακού περιβάλλοντος, εγκαταλείπει τον «Πατέρα αυτής και την Μητέρα» (Ματθ. ιθ' 5,29) και αφιερώνεται στον Κύριο, που έμελλε να γίνη ο Νυμφίος και Βασιλεύς της. Και η αφιέρωσις αυτή δεν είναι αναγκαστική, αλλά εκούσια και ολόψυχη. Διότι η Παρθένος Μαρία αφιερώνεται ψυχή και σώματι στον Κύριο. Κρατάει την ύπαρξί της ολάνοιχτη – νύχτα και μέρα– για να συλλαμβάνη τα μηνύματα που ο Ουράνιος Νυμφίος της στέλνει. Την κατάστασι αυτή ακριβώς της ετοιμότητος και της αφιερώσεως περιγράφει τόσο ωραία ο στίχος του Άσματος: «Εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί. Φωνή αδελφιδού μου κρούει επί την θύραν» (ε' 2) . Η αφοσίωσις της Θεοτόκου προς τον Κύριο ολοκληρώνεται έπειτα με την ελεύθερη αποδοχή της συλλήψεως, της κυοφορίας, της γεννήσεως του Ιησού και της μητρικής συμπαραστάσεως στη ζωή του, απ’ αρχής μέχρι το τέλος!
Εξάλλου, η αυταπάρνησις και η αφοσίωσις έγιναν βασικές αρετές της χριστιανικής πολιτείας και επηρέασαν βαθύτατα πολλούς χριστιανούς που επεδίωξαν μάλιστα να τις εφαρμόσουν κατά ένα απόλυτο τρόπο. Έτσι βλέπομε να δημιουργείται, πολύ ενωρίς, η Μοναχική πολιτεία, ο μοναχικός τρόπος ζωής, δια του οποίου μερικές εκλεκτές υπάρξεις άρχισαν να βιώνουν κι αυτοί την αυταπάρνησι και την αφιέρωσι της Θεοτόκου. Οι Μοναχοί εγκαταλείπουν «οικίας, αδελφούς, αδελφάς, πατέρα, μητέρα, γυναίκα, τέκνα, αγρούς... πάντα» (Ματθ. ιθ' 27, 29) και αφιερώνονται στον Κύριο, εντριφώντας νύχτα και μέρα στο Νόμο του και απολαμβάνοντας «αναβάσεις εν τη καρδία» (Ψαλμ. 83,5), τις εξάρσεις δηλαδή της πνευματικής ζωής. Είναι εκείνοι που μαζί με την Θεοτόκο ακούνε και εφαρμόζουν τον λόγο του Θεού και για τους οποίους ο Κύριος είπε το σχετικό μακαρισμό: «Μακάριοι οι ακουόντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν» (Λουκ. ια' 27 – 28, Λ. 191).
Το ότι δε οι Μοναχοί ακολουθούν την «οδό» της Θεοτόκου και ότι εξέλεξαν «την αγαθήν μερίδα της Μαρίας» (Λουκ. ι' 42), διαπιστώνεται και από το γεγονός ότι πλείστα όσα Μοναστήρια είναι αφιερωμένα στην Παναγία. Το «Άγιον Όρος» θεωρείται «περιβόλι της Παναγίας»! Η Θεοτόκος σε μια από τις πολλές εμφανίσεις της στον Άγιο Σεραφείμ του Σάροφ είπε μερικά αποκαλυπτικά λόγια: 'ο άγιος είναι του δικού μας γένους΄.
Αυτό σημαίνει ότι η κατηγορία των αγίων εκπροσωπεί το γένος της αγγελικής αγιότητος» (Ευδοκίμοφ, 317, όπου βλ. περισσότερα για τη σχέσι Θεομήτορος και Μοναχών) .
29. «Λέγε μοι Νυμφίε μου, λέγε τρανώς πού πότε ποιμαίνεις τα πρόβατα; η Νύμφη κράζει τω Νυμφίω και Υιώ· η οσμή των μύρων σου, πάντας τους φιλούντας σε ήλκυσεν» (ΜΟ).
Ο ύμνος αυτός είναι εμπνευσμένος από το «Άσμα Ασμάτων» και από τους στίχους: «Απάγγειλόν μοι, ον ηγάπησεν η ψυχή μου, πού ποιμαίνεις, πού κοιτάζεις (=κοιμάσαι) εν μεσημβρία» (α' 7) και: «οσμή μύρων σου υπέρ πάντα τα αρώματα... δια τούτο νεάνιδες ηγάπησάν σε, είλκυσάν σε» (α' 3 – 4).
Εδώ η Παρθένος παρουσιάζεται σαν Νύμφη και σαν αμνάδα του Ιησού, που κράζει πίσω από τον Καλόν Ποιμένα (πρβλ. και το απολυτίκιο των οσίων Παρθένων: «η αμνάς σου, Ιησού, κράζει μεγάλη τη φωνή. Σε Νυμφίε μου ποθώ και σε ζητούσα αθλώ...»). Με την εικόνα αυτή προτυπώνεται η π ισ τ ό τ η ς της Θεοτόκου στον Υιό και Ποιμένα της.
Η Θεοτόκος δεν θεωρούσε αρκετό το ότι ήταν Μητέρα του Ιησού. Ήθελε να γίνη και πρόβατο της ποίμνης του. Εκείνο που την απασχολούσε ήταν να μη χάση τον Ποιμένα της και παραπλανηθή. Γι΄ αυτό ήθελε να γνωρίζη καλά τον τόπο και τον χρόνο της ποιμαντικής παρουσίας και δράσεως του Χριστού. Διότι πολύ πιο πάνω από το λειτούργημα της Μητέρας θεωρούσε την ιδιότητα του προβάτου του καλού Ποιμένος.
Πολλοί από μας αρκούνται στο λειτούργημα που έχουν μέσα στην οικογένεια, την κοινωνία, την Εκκλησία. Το λειτούργημα όμως είναι μια αντικειμενική σχέσι με τη ζωή, τους ανθρώπους και τον Θεό. Και γι’ αυτό συνήθως είναι μηχανική, ψυχρή και μερικές φορές ιδιοτελής. Πέρα όμως και πάνω από το λειτούργημα υπάρχει η ιδιότης του συνειδητού μέλους της ποίμνης του Χριστού, που είναι μια προσωπική και υποκειμενική σχέσις με τον Σωτήρα και ποιμένα της ζωής μας. Η Θεομήτωρ, το πρώτο πιστό και αφωσιωμένο μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, μας εμπνέει και κατευθύνει σε μια ζωή πιστότητος και προσωπικής σχέσεως με τον «Ποιμένα των προβάτων τον μέγαν... τον Κύριον ημών Ιησούν» (Εβρ. ιγ' 20).
Η προτύπωσις αυτή αναφέρεται και σε ένα άλλο χαρακτηριστικό της Θεοτόκου: στην μεγάλη αγάπη της προς τον Υιό και Θεό της. Το «Άσμα» λέει, ότι εκείνο που έκανε τις παρθένες ν’ αγαπήσουν το Νυμφίο ήταν η εκλεκτή ευωδία των αρωμάτων του. Αυτή η ευωδία τις προσέλκυσε και τις αιχμαλώτισε και άναψε τη φωτιά της μεγάλης αγάπης και του έρωτος για το πρόσωπό του.
Ο Ιησούς είναι το μύρο του ουρανού που ξεχύθηκε στη γη και πλημμύρισε η κτίση από την ευωδία του. Και η Θεοτόκος είναι η πρώτη που αιχμαλωτίσθηκε από την οσμή των μύρων του Υιού της. Η Παρθένος Μαρία είναι η πρώτη από τις «νεάνιδες» (=τις αγνές υπάρξεις) που είλκυσε η ευωδία των αρετών του Χριστού και που εξωμολογήθηκε τον μεγάλο έρωτά της γι’ Αυτόν: «τετρωμένη αγάπης εγώ είμι» (Άσμα Α.ε' 8). Γι΄ αυτό και η Εκκλησία της έδωσε τον τίτλο της αιώνιας μνηστής: «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε» (Ω).
Η προσωπική σχέσις του ανθρώπου με τον Ιησού φθάνει στα όρια του μυστικού έρωτος. Αυτόν τον έρωτα καλλιεργεί και συντηρεί ο ίδιος ο Κύριος, καθώς εκχύνη στην ψυχή του πιστού τα αρώματα της σωστικής αγάπης του.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 51-53 )
582- ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
Ο Γάλλος ακαδημαϊκός Μπρουνετιέρ, έγραφε σχετικά με τους κατηγόρους της Εκκλησίας:
«Ποιοι κατηγορούν την Εκκλησία, ότι απαιτεί τυφλή υπακοή στα δόγματά της;
Εκείνοι που πιστεύουν στις χειρότερες εφημερίδες και συχνά στις πιο γελοίες δεισιδαιμονίες.
Ποιοι κατηγορούν την Εκκλησία πως υποβιβάζει τον άνθρωπο;
Εκείνοι που διεκδικούν τον πίθηκο για πατέρα, την τύχη για δάσκαλο, την ηδονή για κανόνα της ζωής, το μηδέν για τέλος.
Ποιοι κατηγορούν την Εκκλησία πως δεν είναι επιεικής;
Όσοι δεν επιτρέπουν σε κανένα να έχη άλλη γνώμη από τη δική των.
Ποιοι κατηγορούν την Εκκλησία πως είναι ο εχθρός της προόδου;
Όσοι, παρά την ελευθερία που διακηρύττουν, έκλεισαν τα σχολεία από φόβο συναγωνισμού.
Ποιοι κατηγορούν την Εκκλησία πως είναι ο εχθρός του λαού;
Οι ανιστόρητοι και κείνοι που καταδιώκουν τα φιλανθρωπικά της έργα.
Ποιοι διέσυραν την Εκκλησία και τη διδασκαλία της με μεγαλύτερη θρασύτητα;
Όσοι δε γνωρίζουν μια λέξη από τη θρησκεία ή εκείνοι που τους ενοχλεί η διδασκαλία της».
586- Η ΠΕΘΑΜΕΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.
Ζηλωτής εφημέριος ανέλαβε νέα ενορία. Κάθε Κυριακή, όμως, και εορτή, η εκκλησία του παρέμενε σχεδόν αδειανή. Παρ’ όλες τις συστάσεις και παροτρύνσεις τους ενορίτας του, δεν κατώρθωσε να τους κάνη να εκκλησιάζωνται.
Λυπημένος από αυτή την κατάστασι, μηχανεύθηκε το ακόλουθο τέχνασμα:
Ανήγγειλε σε όλη την ενορία ότι την επομένη Κυριακή θα γινόταν η κηδεία της εκκλησίας.
Η αγγελία δημοσιεύθηκε σε πολλά μέρη και κυκλοφόρησε σε πολλά αντίτυπα.
Ήρθε η Κυριακή. Ο εφημέριος στόλισε την εκκλησία και στη μέση έβαλε το φέρετρο. Η εκκλησία γέμισε από περιέργους. Ο εφημέριος μίλησε κατάλληλα στους ενορίτας του και στο τέλος προσεκάλεσε όλους να περάσουν να δουν το φέρετρο. Μέσα στο φέρετρο είχε βάλει ένα καθρέπτη κι όποιος πλησίαζε για να δη το νεκρό, έβλεπε τον εαυτό του.
588- Η ΕΥΛΑΒΕΙΑ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΙΚΡΗ.
Ένας πιστός παραπονιόταν στον εφημέριό του, γιατί η Λειτουργία της Κυριακής ήταν πολύ μεγάλη.
-Φίλε μου, του είπε εκείνος, η Λειτουργία δεν είναι μεγάλη, αλλά η ευλάβειά σου είναι μικρή.
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 264-267)
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ του Επισκόπου μιας επαρχίας στην Αίγυπτο, έκλεψε κάποτε το ταμείο της Επισκοπής μαζί με τα πολύτιμα αφιερώματα της εκκλησίας κι εξαφανίστηκε. Καθώς όμως περιπλανιόταν στις ερημιές για να μην τον πιάσουν, έπεσε στα χέρια Βεδουίνων ληστών που όχι μόνο τον κλεμμένο θησαυρό του πήραν, αλλά και τον ίδιο αιχμαλώτισαν και τον μετέφεραν στα βάθη της Αφρικής.
Μαθαίνοντας ο Επίσκοπος την συμφορά του κακού γραμματικού του τον συμπόνεσε και πλήρωσε ογδονταπέντε χρυσά νομίσματα να τον εξαγοράσει. Κι όταν επέστρεψε πίσω στην πόλη, με τόση καλοσύνη τον υποδέχτηκε, που οι Χριστιανοί θαύμαζαν κι έλεγαν μεταξύ τους:
- Δεν υπάρχει πιο συμφέρον πράγμα από το να σφάλει κανείς στον Επίσκοπο.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ σοφού Γέροντα:
Κάθε φορά που η σκέψη σου τρέχει στο πρόσωπο που σε έθλιψε, σε προσέβαλε ή με οποιονδήποτε τρόπο σε ζημίωσε, πείσε τον εαυτό σου να τον θεωρείς σαν ευεργέτη, σαν ιατρό σταλμένο από τον Ιησού να θεραπεύσει τις αμέτρητες πληγές σου.
Θλίβεσαι όταν θυμάσαι εκείνον που σου έκανε κακό; Αυτό είναι σημάδι ψυχικής αρρώστιας. Αν η ψυχή σου δεν ασθενούσε, εσύ δεν θα έπασχες. Να ευχαριστείς λοιπόν εκείνον που σε λύπησε και να προσεύχεσαι γι’ αυτόν. Σκέψου πως γίνεται αιτία να αντιληφθείς την ασθένειά σου.
Μάθε να δέχεσαι τις δοκιμασίες που σου προξενούν οι άνθρωποι σαν θεραπευτικά φάρμακα σταλμένα από τον Ουράνιο Ιατρό. Αν όμως αγανακτείς εναντίον τους, είναι σαν να λες στον Ιησού:
- Δεν θέλω τα φάρμακά Σου. Προτιμώ καλύτερα την σήψη των ψυχικών τραυμάτων μου.
Συλλογίσου πόση υπομονή κάνουν εκείνοι που υποβάλλονται σε σωματική θεραπεία. Εγχειρίζονται, καυτηριάζονται, πίνουν καθαρτικά που μόνο η σκέψη τους φέρνει αηδία. Επειδή όμως έχουν πείσει τον εαυτό τους ότι δεν μπορούν με άλλο τρόπο να απαλλαγούν από την ασθένεια, υποφέρουν ευχαρίστως την θεραπεία κι ευχαριστούν τον Ιατρό. Δέξου κι εσύ σαν καυτήρα του Μεγάλου Ιατρού εκείνον που σε κατηγορεί ή σε περιφρονεί, βέβαιος πως σου θεραπεύει την κενοδοξία. Καθαρτικό είναι εκείνος που σε ζημιώνει και σε αδικεί, αλλά σε απαλλάσσει από την πλεονεξία. Αποφεύγοντας τις ωφέλιμες δοκιμασίες, χάνεις την ευκαιρία να διορθωθείς, για να γίνεις κατάλληλος για την ουράνιο ζωή. Ποιός άλλος θα μπορούσε να προξενήσει μεγαλύτερη δόξα στον πρωτομάρτυρα Στέφανο από εκείνους που τον λιθοβόλησαν;
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 66-67 )
92. Κάποιος, που έννοιωσε ακηδία κατά την ώρα της προσευχής και το σώμα του αναζητούσε τον ύπνο, στήριξε τον εαυτό του με την εξής εσωτερική ερώτηση: «Με ποιόν συνομιλείς, ψυχή μου;». Και κατόπιν, λαμβάνοντας ζωηρά υπόψιν ότι βρισκόταν μπροστά στον Κύριο, άρχισε να προσεύχεται με πολύ αίσθημα και ζέσι. Η διάνοιά του και η καρδιά του φωτίσθηκαν και ο ίδιος αισθανόταν σαν αναγεννημένος. Αυτό δείχνει τι σημαίνει να νιώθουμε τον ζώντα Θεό ενώπιον μας και να του μιλάμε μέσα στο αίσθημα της παρουσίας του. Αν μιλώ στους ανθρώπους, που είναι μαζί μου, όχι βαρετά για να μη τους προσβάλω, πως τολμώ να μιλώ έτσι με τον Κύριο;
93. Να είσαι καλός με όλους, ελπίζοντας ότι, σύμφωνα με τη δικαιοσύνη του Θεού, «εν ω μέτρω μετρείς, μετρηθήσεταί σοι» (Ματθ. ζ’ 2). Γιατί το καλό που έκαμες στον πλησίον σου, θα γυρίση, αργά ή γρήγορα, σε σένα. Όπως και το κακό που κάνει κανείς στον πλησίον του αργά ή γρήγορα γυρίζει στον ίδιο. Θυμήσου ότι είμαστε ένα σώμα, ότι εμείς οι πολλοί ένας άρτος είμαστε, όπως διδάσκει ο θείος Παύλος (Α’ Κορ. ι’ 17).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 55-56)
90. Γιατί πέφτουμε σε ταραχή και θλίψι, όταν δεν αποκτήσουμε ένα θησαυρό που περιμέναμε ή όταν χάσουμε αυτόν τον θησαυρό; Γιατί, αυτό που περιμέναμε ή χάσαμε, ήταν το είδωλο της καρδιάς μας. Γιατί η καρδιά μας είναι αποξενωμένη από τον Θεό, την πηγή του ζωντανού ύδατος, Εκείνον που μόνος μπορεί να ειρηνεύσει και να χαροποιήσει αληθινά την ψυχή. Αν γυρίσουμε στον Θεό με όλο το είναι μας, καμμία απώλεια και καμμία διάψευσις γήινων ελπίδων δεν θα μπορέσουν να μας ταράξουν. Χρήματα, κοινωνικές διακρίσεις και άλλα φθαρτά αγαθά δεν έχουν σημασία για τον πιστό άνθρωπο. Ας ζήσουμε μια εσωτερική ζωή. Ας στρέψουμε την καρδιά μας προς τα ουράνια, τα αθάνατα αγαθά. Αυτά και μόνον είναι ικανά, όταν τα αγαπήσουμε και τα επιδιώξουμε, να μας δώσουν την αληθινή χαρά.
91. Η θερμή, η κατανυκτική προσευχή όχι μόνο καθαρίζει από τον ρύπο της αμαρτίας την ψυχή, αλλά επίσης θεραπεύει και νόσους. Ανανεώνει την όλη υπόστασι του ανθρώπου και τον κάνει σαν να γεννάται για δεύτερη φορά (μιλώ εκ πείρας). Ώ, τι αξετίμητο δώρημα είναι η προσευχή! Δόξα σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ, που με τον Σταυρό σου μας εξασφάλισες την οριστική άφεση των αμαρτιών μας! Δόξα σοι, πνεύμα Άγιο, που «υπερεντυγχάνεις υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις». (Ρωμ. η’ 26) και φλογίζεις την ψυχή μας και μας δίνεις συντριβή για τα αμαρτήματά μας, καθαρίζοντας, αγιάζοντας, ειρηνεύοντας, ενισχύοντας και αναγεννώντας τον καθένα μας! Δόξα σοι, Παναγία Τριάς, άναρχε, ζωοποιέ, που υμνείσαι αιώνια από όλη την λογική κτίση!
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 54-55)
«Ο μυαλωμένος βλέπει το κακό και προφυλάγεται. Οι ανόητοι προχωρούν και τιμωρούνται» (Παροιμίες 22:3)
Στην περιοχή του Ρίτσμοντ, στο Βερμόντ, βρίσκεται ο ποταμός Χάτιγκτον. Είναι ένα ωραίο ποτάμι, αλλά επικίνδυνο. Τα τελευταία 40 χρόνια, είκοσι άτομα έχασαν τη ζωή τους εκεί. Στην επιφάνεια το νερό φαίνεται ήσυχο, αλλά από κάτω υπάρχουν ορμητικά ρεύματα που σχηματίζουν καταρράκτες και δίνες, παρασύροντας στο βυθό τους ανύποπτους κολυμβητές. Παρόλο που υπάρχουν πολλές προειδοποιητικές πινακίδες, εκατοντάδες άτομα εξακολουθούν να έρχονται για κολύμπι. Ούτε το νερό μπορούμε ν’ αλλάξουμε, αλλά ούτε τον κόσμο που πηγαίνει σ’ αυτά τα επικίνδυνα νερά να σταματήσουμε. Μήπως, αγαπητοί μου φίλοι, έχουμε κι εμείς τον πειρασμό να κολυμπήσουμε μέσα στα ελκυστικά νερά της αμαρτίας; Ας μη μας ξεγελάει η μάζα και παρασυρθούμε να την ακολουθήσουμε. Οι πιο πολλοί δε βλέπουν τους κινδύνους που κρύβονται κάτω από την επιφάνεια των ελκυστικών πειρασμών. Ας ακούσουμε τις προειδοποιήσεις του Λόγου του Θεού. Κάθε αντίστασή μας στον πειρασμό είναι και μία νίκη.
Κύριε, δώσε μου τη δύναμη ν’ αντιστέκομαι στους πειρασμούς του Σατανά και να βγαίνω νικητής.
(Φ.Δ.)
«Τότε είπε ο Πέτρος: «Ανανία, γιατί την καρδιά σου την κυρίεψε ο Σατανάς, ώστε να πεις ψέματα στο Άγιο Πνεύμα;…» (Πράξεις 5:3)
Απαλλαγή από το ψέμα
Στην ίδια χώρα, που αναφέραμε χθες, ο τριανταπεντάχρονος Ιμμάνουελ Ντιχοκουμπάγιο διηγείται από τη φυλακή την εμπειρία του με το Λόγο του Θεού: «Προτού έρθω σε επαφή με το λόγο του Θεού, ήμουν ένας μέθυσος που συνεχώς καβγάδιζα με τους άλλους κι έκλεβα. Κάποτε όμως διάβασα την Αγία Γραφή. Αναγνώρισα πως ήμουν αμαρτωλός και μετανόησα ενώπιον του Θεού. Έμαθα να λέω την αλήθεια και παραδέχτηκα πως οι άλλοι τέσσερις που μαζί τους είχα φυλακιστεί ήταν αθώοι. Εγώ τους είχα κατηγορήσει ψευδώς. Τώρα έμαθα να μη λέω ψέματα. Ο Θεός άλλαξε τελείως τη ζωή μου».
Στην ελληνική κουλτούρα, από την αρχαιότητα ακόμη, το ψέμα δεν ήταν και τόσο επιλήψιμο παράπτωμα. «Δε βαριέσαι…», λέμε, «ένα τόσο δα ψεματάκι κακό είναι;». Κανένας όμως δε μας εγγυάται για το που μπορεί να σταματήσει κανείς όταν πάρει αυτόν τον κατήφορο. Στη Γραφή ο Χριστός δήλωσε πως ο «πατέρας» του ψεύδους είναι ο διάβολος (Ιωάννης 8:44). Κι ο Ντιχοκουμπάγιο αυτό το ένιωσε στο πετσί του!
(Χ.Ι.ΝΤ.)
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
Καλλιτεχνικό χειρόγραφο της Αγ. Γραφής είχε ο αββάς Γελάσιος! Άξιζε, του είχαν πει, πάνω από δεκαπέντε νομίσματα. Η μεγάλη αξία του βιβλίου δεν τον εμπόδιζε να το αφήνη στην εκκλησία, για να το χρησιμοποιούν όλοι οι αδελφοί της σκήτης. Κάποτε όμως ένας περαστικός μοναχός το είδε και το έκλεψε. Ο αββάς Γελάσιος, αν και το επεσήμανε αμέσως, δεν θέλησε να κυνηγήση τον κλέφτη. Εκείνος, μόλις κατέβηκε στην πόλη, βρήκε αγοραστή κι άρχισε να διαπραγματεύεται την πώληση του βιβλίου. Γύρευε δεκαέξι νομίσματα. Ο αγοραστής έλεγε πως δεν άξιζε τόσο. Τέλος, συμφώνησαν να του αφήση ο μοναχός το βιβλίο, για να το δείξη σε κάποιο γνωστό του ειδικό. Έτσι το πήρε ο άνθρωπος και το πήγε στον αββά Γελάσιο, που ήταν φίλος του.
-Ν’αγοράσω αυτό το βιβλίο για δεκαέξι νομίσματα, αββά; Αξίζει τόσο; τον ρώτησε.
Ο όσιος το γνώρισε αμέσως, αλλά δεν το φανέρωσε! Το πήρε στα χέρια του, το ψηλάφησε, σαν να το έβλεπε για πρώτη φορά.
-Αξίζει. Αγόρασε το, είπε στον φίλο του.
Γυρίζοντας όμως εκείνος δεν είπε την αλήθεια.
-Έδειξα το βιβλίο σου στον αββά Γελάσιο και μου είπε πως γυρεύεις πολλά. Δεν αξίζει τόσο.
-Δεν σου είπε άλλο τίποτε; ρώτησε εκείνος ταραγμένος, μόλις άκουσε το όνομα.
-Όχι, του απάντησε ο αγοραστής.
-Μετανόησα! Δεν θα το πουλήσω, είπε ύστερα από λίγο ο μοναχός.
Μέσα του ξέσπασε μια πάλη. Από τη μια μεριά θαύμαζε την ανεξικακία του οσίου κι από την άλλη ελεγχόταν για την κακή του πράξη. Πήρε λοιπόν το βιβλίο κι ανέβηκε στη σκήτη. Όταν βρήκε τον αββά Γελάσιο, έπεσε στα πόδια του και ζήτησε συγχώρηση, δίνοντας πίσω το κλοπιμαίο. Εκείνος πάλι, όχι μόνο τον συγχώρησε με όλη του την ψυχή, αλλά επέμενε να του χαρίση το βιβλίο. Πού να το δεχτή όμως ο μοναχός!
-Αν δεν το πάρης πίσω, αββά, δεν θα βρη ανάπαυση η ψυχή μου.
-Αν είναι έτσι, πήγαινε στην εκκλησία και άφησε το εκεί απ’όπου το πήρες, του είπε με καλωσύνη ο όσιος.
Από τότε διορθώθηκε ο κακοσυνηθισμένος μοναχός και ποτέ πια δεν έπεσε σε παρόμοιο σφάλμα.
(Γεροντικόν)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.96-97)
- Γέροντα, πιο πολύ με βοηθάει να έχω λίγη δυσκολία, όταν κάνω τα πνευματικά μου καθήκοντα. Μπορεί όμως να έχη και αυτό υπερηφάνεια;
- Έ, αν δεν προσέξη κανείς, και ξαπλωμένος να είναι και να μην κάνη τίποτε, πάλι μπορεί να υπερηφανεύεται. Το τραίνο εκτροχιάζεται και από τα αριστερά και από τα δεξιά. Ο διάβολος και από δώ και από κεί μας πιάνει. Με ρωτούν μερικοί: «Τί να προσέξω, για να μην πέφτω στην υπερηφάνεια;». Είναι σαν να λένε: «Από που κινδυνεύω να πέσω; από δώ ή από κεί;». Και από δώ και από κεί μπορεί να πέσης, και από αριστερά και από δεξιά, και από την σκάλα και από την καρέκλα και από το σκαμνί. Κάθε στιγμή και σε κάθε περίπτωση χρειάζεται προσοχή, γιατί η υπερηφάνεια εισχωρεί παντού.
- Μπορεί, Γέροντα, κάποιος να μην έχη τίποτε και να υπερηφανεύεται;
- Καμμιά φορά αυτός μπορεί να έχη περισσότερη υπερηφάνεια. Όταν ήμουν στην Μονή Στομίου, στην Ήπειρο, είχα μάθει για έναν γέρο τσομπάνο ότι ήταν τελείως εγκαταλελειμμένος. Δεν είχε κάνει οικογένεια και γύριζε εδώ κι εκεί. Τελικά τον συμμάζεψε ένας άλλος τσομπάνος και τον έβαλε σε μια καλύβα, όπου είχε τα κλαδιά για τις κατσίκες. Δεν τον άφηνε να ανάβη ούτε φωτιά, για να ζεσταθή, γιατί φοβόταν μην πιάσουν φωτιά τα κλαδιά. Εκεί μέσα στο κρύο, σε μια γωνιά είχε δύο σανίδες για κρεββάτι κι ένα στρώμα. Όταν το έμαθα, πήγα να τον δώ. Ήταν χάλια. Είπα μετά σε μια φτωχή γυναίκα: «Πόσα θέλεις, για να τον πλένης λίγο;». «Τίποτε, μου λέει, μόνον το σαπούνι να μου δίνης». Μια μέρα που είχα πάει, ήταν μεσημέρι και έτρωγε. Μόλις τέλειωσε το φαγητό, με κοιτάζει, γυρίζει το πιάτο ανάποδα και λέει με
μια ικανοποίηση: «Αυτό θα πη μελό, καλόγερε, αυτό θα πη μελό! Έχει σκυλιά, γατιά εδώ». Δηλαδή το ότι γύρισε ανάποδα το πιάτο, για να μην το γλείφουν τα γατιά και τα σκυλιά, το θεώρησε κατόρθωμα. Λές και ανέβηκε στο διάστημα. Νά, υπερηφάνεια! Τα χάλια του είχε, και όμως τί υπερηφάνεια είχε!
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 62-63)