Σώζει την Μονάδα τους
Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Κάποτε η διλοχία μας βρέθηκε περικυκλωμένη από χίλιους εξακόσιους αντάρτες σε ένα φυσικό οχύρωμα από βράχο. Όλοι οι στρατιώτες κουβαλούσαν πυρομαχικά και ο Διοικητής κάλεσε και μένα να αφήσω τον ασύρματο, να κουβαλάω και εγώ. Μάλιστα με απείλησε και με το πιστόλι. Νόμιζε ότι απέφευγα να κουβαλάω, γιατί ήθελα δήθεν να κρύβωμαι.
«Κουβαλούσα, αλλά πήγαινα και στον ασύρματο και προσπαθούσα να πιάσω επαφή με το Αρχηγείο.
Οπότε από τα πολλά έπιασα επαφή και έδωσα να καταλάβουν ότι βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση. Την άλλη μέρα, ενώ οι αντάρτες είχαν πλησιάσει πολύ κοντά, ώστε να ακούγωνται οι βρισιές τους, ήρθε η αεροπορία και τους διεσκόρπισε».
Το γεγονός αυτό ανέφερε αργότερα ο Γέροντας σαν παράδειγμα σε όσους ρωτούσαν: «Τι προσφέρουν οι μοναχοί στην έρημο και δεν βγαίνουν στον κόσμο να βοηθήσουν;». «Οι μοναχοί», απαντούσε, «είναι οι ασυρματιστές της Εκκλησίας. Όταν πιάσουν επαφή με τον Θεό δια της προσευχής, τότε έρχεται και βοηθά ο Θεός καλύτερα. Ένα ακόμη λιανοντούφεκο δεν έκανε τίποτε, ενώ, όταν ήρθε η αεροπορία, έκρινε την μάχη».
(Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, ιερομ. Ισαάκ, σελ. 71-72).
Θείες παρηγορίες
Υπάρχουν πολλές ενδείξεις πως ο Θεός είχε προσφέρει στον ηγούμενο της Ι. Μονής Γρηγορίου αρχιμ. Αθανάσιο θείες ευλογίες.
Ωρισμένες φορές, όπως κατώρθωσαν να του αποσπάσουν άλλοι πατέρες, ενώ ο νους του ήταν ξεχασμένος στην προσευχή, άκουσε γλυκύτατες ουράνιες ψαλμωδίες, που δεν έχουν επάνω στη γη τις όμοιες τους.
Στην επιμονή ωρισμένων πατέρων αναγκάσθηκε κάποτε να ομολογήση, πώς κατά καιρούς είχε δει «διάφορα μυστήρια», πλην όμως σε κανένα δεν τα αποκάλυπτε.
Κάποτε, ενώ γινόταν στο ναό αγρυπνία, τον είδαν οι πατέρες να παραμερίζη από το στασίδι του και να πέφτη κάτω και να προσκυνά. Όλοι δοκίμασαν έκπληξι, γιατί εκείνη η ώρα δεν απαιτούσε γονυκλισία και προσκύνησι. Όταν σηκώθηκε, είδαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του αλλοιωμένα. Τι να είχε συμβή άραγε; Κανείς δεν μπορούσε να μάθη. Μόνο προς το τέλος της ζωής του το φανέρωσε, στην επίμονη ερώτησι και παράκλησι του διαδόχου του ηγούμενου αρχιμ. Βησσαρίωνος.
-Παιδί μου, αφού επιμένης να με ρωτάς, θα σου το αποκαλύψω. Χωρίς να καταλάβω, αν είχα ανοιχτά ή κλειστά τα μάτια μου, αντίκρυσα σαν σε όραμα την Παναγία, την Πλατυτέρα των Ουρανών, γεμάτη δόξα και ασύγκριτη μεγαλοπρέπεια! Μπροστά σ’ ένα τέτοιο ουράνιο μεγαλείο συγκλονίστηκα ολόκληρος κι έπεσα κάτω, για να την προσκυνήσω.
Έτσι, ύστερα από τόσα χρόνια έμαθαν οι πατέρες για ποιο λόγο τους έκανε να εκπλαγούν σ’ εκείνη την αγρυπνία. Ύστερα από τόσα χρόνια και κατόπιν πιεστικών ερωτήσεων!
Όσοι με προχειρότητα απαριθμούν τα οράματα, που τους αποκάλυψε δήθεν ο Θεός, οπωσδήποτε βρίσκονται στην περιοχή της πλάνης.
(Αθανάσιος Γρηγοριάτης)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 87-88)
Η οπτασία του Σαρακηνού
Ο Αμηράς της Συρίας έστειλε κάποτε τον ανηψιό του στη Διόσπολη για ορισμένες εργασίες.
Στην πόλη αυτή ο ανηψιός συνάντησε έναν θαυμάσιο ναό του αγίου Γεωργίου.
Αμέσως πρόσταξε τους υπηρέτες του να μεταφέρουν τα πράγματα του επάνω στα κατηχούμενα του ναού, όπου εγκαταστάθηκε κι ο ίδιος.
Ύστερα είπε να βάλουν μέσα στο ναό και τις δώδεκα καμήλες του, παρά τις διαμαρτυρίες και τις παρακλήσεις των ιερέων. Μόλις όμως οι καμήλες μπήκαν στην εκκλησία, έπεσαν στο έδαφος νεκρές, ενώ ο ανηψιός του Αμηρά έμεινε να θαυμάζει την ακαταμάχητη δύναμη του αγίου Γεωργίου.
Την άλλη μέρα, καθώς ο ιερέας τελούσε τη θεία λειτουργία, ο Σαρακηνός τον παρακολουθούσε από τα κατηχούμενα.
Τότε ο φιλάνθρωπος Θεός του άνοιξε τα μάτια της ψυχής, και τί βλέπει;
Τον ιερέα να σφάζει ένα μικρό παιδί και να χύνει το αίμα του μέσα στο άγιο ποτήριο, ενώ το σώμα του να το κόβει και να το τοποθετεί στο ιερό δισκάριο!
Όταν τελείωσε το κοινωνικό, παρατηρούσε ο Σαρακηνός απορημένος τον ιερέα να μεταδίδει στο λαό τις σάρκες και το αίμα του παιδιού.
Μετά τη λειτουργία πήρε ο ιερέας τα καλύτερα πρόσφορα και τα πήγε φιλοδώρημα στο Σαρακηνό.
-Τί είν’αυτά; ρώτησε εκείνος.
-Αυτά, αφέντη μου, είναι ψωμιά που προσφέρουν οι πιστοί.
Μ’αυτά λειτουργούμε στην Εκκλησία μας.
-Απ’αυτά πήρες και λειτούργησες σήμερα; ρώτησε θυμωμένος εκείνος.
Δεν σε είδα εγώ, που έσφαξες το παιδί κι έδωσες τη σάρκα και το αίμα του στο λαό; Νομίζεις πως όλ’αυτά δεν τα έβλεπα, κακούργε και φονιά;
Ο ιερέας τρόμαξε. Δόξασε το Θεό και είπε:
-Πιστεύω, αφέντη μου, πως ο Θεός σ’έχει κατατάξει στη χορεία των σωζομένων, αφού σε αξίωσε να δεις τέτοιο φρικτό μυστήριο. Αυτή τη θεωρία ποτέ δεν αξιώθηκα εγώ να τη δω, αλλά βλέπω πάντα μπροστά μου ψωμί και κρασί.
Εμείς πιστεύουμε πως ο άρτος και ο οίνος, που προσφέρουμε στη λειτουργία μας, είναι Σώμα και Αίμα Χριστού, μα τούτο το θαυμάσιο δεν το βλέπει ο καθένας.
Ακούγοντας την εξήγηση ο Σαρακηνός , θαύμασε και αποφάσισε να γίνει χριστιανός.
Βαπτίστηκε, πήγε στο Σινά, έγινε μοναχός, και αργότερα επισφράγισε με το μαρτύριο την ορθόδοξη πίστη του.
(Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι.Μονή Παρακλήτου, σελ.48-50)
Η μεταμέλεια του μοναχού
Ο μαθητής του Μ. Αντωνίου αββάς Παύλος ο Απλούς πήγε κάποτε σ’ένα μοναστήρι.
Στην ώρα της ακολουθίας δεν μπήκε μέσα στον ναό, αλλά κάθησε στην πόρτα και παρατηρούσε κάθε αδελφό που έμπαινε.
Είχε λάβει από τον Θεό το διορατικό χάρισμα και μπορούσε να διακρίνη την ψυχική κατάστασι του καθενός, όπως εμείς βλέπουμε την εξωτερική του μορφή.
Έβλεπε λοιπόν να έρχωνται οι αδελφοί στον ναό με λαμπρή όψι και αστραφτερό πρόσωπο, έχοντας μάλιστα συνοδό και έναν άγγελο. Παρουσιάσθηκε όμως κι ένας δυστυχής αδελφός που τον συνώδευαν πλήθη δαιμόνων, ενώ ο φύλακας άγγελός του βρισκόταν θλιμμένος μακριά του.
Ο όσιος Παύλος δάκρυσε βλέποντας τον σ’αυτή την κατάστασι και από την πολλή θλίψι χτυπούσε με τα χέρια στο στήθος του.
Οι μοναχοί απορούσαν με την συμπεριφορά του και τον παρακαλούσαν να μπη μέσα στο ναό.
Εκείνος όμως έμεινε έξω προσευχόμενος και θρηνώντας για το κατάντημα του αδελφού.
Όταν τελείωσε η ακολουθία, ο αββάς Παύλος άρχισε πάλι να παρακολουθή τους μοναχούς που έβγαιναν από τον ναό.
Και βλέπει εκείνον τον αδελφό να βγαίνη με λαμπρό πρόσωπο, να τον έχη πλησιάση χαρωπός ο άγγελος του, ενώ οι δαίμονες θλιμμένοι να βρίσκωνται μακριά του.
Στο θέαμα αυτό ο διορατικός όσιος φώναξε από την χαρά του ευλογώντας τον Θεό:
-Ω απέραντη φιλανθρωπία και αγαθότης του Θεού!
Συγκέντρωσε έπειτα όλους τους μοναχούς της μονής και τους διηγήθηκε τί είχε δει πριν αρχίση η ακολουθία και τί είχε δει μόλις τελείωσε.
Έπειτα παρακάλεσε τον αδελφό του να πη τί συνέβη και πώς ο Θεός του χάρισε αυτή την θαυμαστή μεταβολή. Κι εκείνος, μπροστά σε όλους άρχισε να εξομολογήται:
-Εγώ είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και έζησα βουτηγμένος στην ακολασία.
Σήμερα όμως μπαίνοντας στον ναό, άκουσα τον προφήτη Ησαΐα, ή μάλλον τον ίδιο τον Θεό, να μιλάη με το στόμα εκείνου: « Λουσθήτε και καθαρισθήτε.
Πετάξτε μακριά από τις καρδιές σας τις αμαρτίες και εγώ σαν το χιόνι θα σας λευκάνω».
Στα λόγια αυτά λοιπόν συγκινήθηκα, στέναξα και είπα στον Θεό: Εσύ που ήρθες στον κόσμο για να σώσης τους αμαρτωλούς, αυτό που υποσχέθηκες με τον προφήτη Σου, εκπλήρωσε το και σε μένα τον άθλιο και ανάξιο.
Σου δίνω τον λόγο μου ότι από τώρα δεν θα κάνω τίποτε το κακό!
Εγκαταλείπω κάθε παρανομία.
Θα σε υπηρετώ από δω και πέρα με καθαρή καρδιά.
Δέξου, Κύριε, αυτή μου την μετάνοια, αυτή μου την απόφασι, ν’απέχω πλέον από κάθε αμαρτία.
Ακούγοντας τα λόγια αυτά οι αδελφοί, συγκινήθηκαν και δόξασαν όλοι μαζί τον Θεό.
(Γεροντικόν)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι.Μονή Παρακλήτου, τόμος α΄, σελ.63-65)
Με τη χειροθεσία σου ο Χριστός θα σε εναγκαλισθεί
Όταν του είπα, ότι φεύγω οριστικά για το Μοναστήρι και ότι σε λίγες ημέρες θα με χειροθετούσαν,
σκίρτησε ο Γέροντας από χαρά . Πόσα δε μου είπε και δε με συμβούλευσε αυτή τη μέρα !
Στο τέλος, όταν θα αποχαιρετιόμασταν, πήρε φυσικά το χέρι μου και το φίλησε.
Εγώ, ζώντας μέσα στο μυστήριο που με περιέβαλλε, αναρωτήθηκα μέσα μου τί σημασία να είχε αυτό.
Οπότε μου λέει:
-Βλέπεις τί έκανα τώρα ;
-Μάλιστα. Μου φιλήσατε το χέρι, εμένα τον άθλιο και ανάξιο.
- Λοιπόν, πρέπει να ξέρεις, ότι με τη χειροθεσία σου ο Χριστός μας θα σε εναγκαλισθεί,
θα σε καταφιλήσει, θα γίνεις δικός Του. Θα γίνει δικός Σου.
Ο Χριστός μας κάνει νύμφη του την ψυχή σου, για πάντα.
Για την αιωνιότητα.
Να ξέρεις ότι εγώ θα προσευχηθώ για σένα , διότι σ' αγαπώ πολύ.
Η ψυχή σου είναι ευαίσθητη και έχει όλες τις καλές προϋποθέσεις να αγαπήσεις πολύ το Χριστό, όπως πρέπει.
Τέτοιες ψυχές θέλει Νύμφες του ο Χριστός.
Και
συμπλήρωσε:
Άμα αγαπήσεις μ ' όλη τη δύναμη της καρδιάς σου το Χριστό μας, όλα θα είναι εύκολα.
Και η υπακοή και η ταπείνωση. Τότε όλους τους αδελφούς θα τους αγαπάς αβίαστα και αυθόρμητα, με την ίδια του Χριστού
αγάπη. Διότι δε θα είσαι εσύ που αγαπάς, αλλά ο ίδιος ο Χριστός που θα κατέχει την καρδιά σου.
[Ά 36π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.276-277)
ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ (+ περί το 165)
«Με κανέναν από αυτούς δεν κοινωνούμε εμείς, οι οποίοι θεωρούμε ότι αυτοί είναι άθεοι και ασεβείς… και αντί να σέβονται τον Ιησού ομολογούν αυτόν μόνο κατ’ όνομα. Και λένε τους εαυτούς τους Χριστιανούς…» (Ιουστίνος, Διάλογος 35,5-6,ΕΠΕ Απολογηταί τόμος 1, σελ.357)
«Και τον Μαρκίωνα από τον Πόντο, τον προέβαλαν οι κακοί δαίμονες, ο οποίος διδάσκει και τώρα… Πολλοί, αφού πείστηκαν σε αυτόν… μας περιγελούν… αρπαγμένοι χωρίς λογική σαν αρνιά από λύκο γίνονται βορά άθεων δογμάτων και των δαιμόνων» (Ιουστίνου Απολογία Α, ΕΠΕ,σελ. 177)
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ (160-180)
«Ακόμα ο ίδιος, ο Διονύσιος επίσκοπος Κορίνθου (160-180 μ.Χ.) γράφει για νόθευση των επιστολών του αυτά: «Πράγματι έγραψα επιστολές κατόπιν αξίωσης των αδελφών να γράψω. Αυτές όμως οι απόστολοι του διαβόλου τις έχουν γεμίσει με ζιζάνια, άλλα μεν αφαιρώντας, αλλά δε προσθέτοντας· αυτούς αναμένει του «ουαί» (αλίμονο). Δεν είναι λοιπόν θαυμαστό το ότι μερικοί έχουν επιχειρήσει να νοθεύσουν και τις γραφές του Κυρίου, αφού και της κατώτερης στάθμης έχουν επιβουλευτεί».( Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΕΠΕ 2,85)
ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΛΥΩΝ (+ 192 μ.Χ)
«Θα κρίνει ο Θεός και όσους δημιουργούν τα σχίσματα, διότι δεν έχουν την αγάπη του Θεού, αλλά κοιτάζουν το δικό τους συμφέρον και όχι την ενότητα της Εκκλησίας. Για ασήμαντους και τυχαίους λόγους κόβουν και διαιρούν το μεγάλο και ένδοξο σώμα του Χριστού, και, όσο εξαρτάται από αυτούς, το φονεύουν. Επίσης θα κρίνει όσους μιλούν για ειρήνη και κάνουν πόλεμο, διϋλίζοντας πραγματικά το κουνούπι και καταπίνοντας την καμήλα. Δεν μπορούν να κατορθώσουν τίποτα τόσο σπουδαίο, όσο μεγάλη είναι η ζημιά του σχίσματος» (Ειρηναίος, Έλεγχος 4,33,7)
«Ένας επιδέξιος καλλιτέχνης ζωγράφισε μια ωραία εικόνα βασιλέως αποτελουμένη από πολλούς πολύτιμους λίθους. Κάποιος άλλος διαλύει αυτό το μωσαϊκό και συνθέτει με τους λίθους διαφορετικό σχέδιο, που αναπαριστά την εικόνα ενός σκύλου ή μιας αλώπεκος. Εν συνεχεία ισχυρίζεται ότι αυτό ήταν η αρχική εικών, του πρώτου καλλιτέχνη, με το πρόσχημα ότι οι ψηφίδες ήταν αυθεντικές. Το αρχικό όμως σχέδιο είχε καταστραφεί. Αυτό ακριβώς κάνουν οι αιρετικοί με την Αγία Γραφή. Αγνοούν και διασπούν τη «σειράν και τον σύνδεσμον» της Αγ. Γραφής, «λύοντες (=χαλώντας) τα μέλη της αληθείας». «Ρήματα, λέξεις, παραβολαί» είναι πράγματι γνήσια, αλλά η «υπόθεσις» είναι αυθαίρετη και ψευδής. (Ειρηναίος Κατά Αιρέσ. 1.8.1)»
«Αυτά τα διδάγματα, Φλωρίνε, για να μιλήσω με μετριοπάθεια, δεν προέρχονται από υγιή γνώμη· αυτά τα διδάγματα είναι ασύμφωνα με την Εκκλησία διότι ρίχνουν αυτούς που πείθονται σε αυτά στη μέγιστη ασέβεια, αυτά τα διδάγματα δεν τόλμησαν να τα διατυπώσουν ποτέ ούτε οι έξω από την εκκλησία αιρετικοί· αυτά τα διδάγματα δεν σου τα παρέδωσαν οι πριν από εμάς πρεσβύτεροι, που συναναστράφηκαν με τους Αποστόλους. Διότι σε είδα όταν ήμουν ακόμα παιδί στην Κάτω Ασία κοντά στον Πολύκαρπο να διαπρέπεις στη βασιλική αυλή και να επιχειρείς ναι ευδοκίμησης κοντά του. Πράγματι θυμάμαι περισσότερο τα τότε επεισόδια από αυτά που πρόσφατα συνέβησαν… ώστε να μπορώ να πω και τον τόπο στον οποίο καθόταν και μιλούσε ο μακάριος Πολύκαρπος, … και την συναναστροφή του μαζί με τον Ιωάννη (τον ευαγγελιστή) όπως την διηγούνταν και τη συναναστροφή με τους άλλους οι οποίοι είχαν δει τον Κύριο και πως θυμούνταν τα λόγια του (του Ιωάννη) και τι άκουγε από εκείνους για τον Κύριο και για τα θαύματά του και για τη διδασκαλία όπως τα διηγούνταν ο Πολύκαρπος, που τα παρέλαβε από τους αυτόπτες της ζωής του Λόγου, όλα σύμφωνα με τις γραφές. Αυτά άκουγα και τότε με προσοχή… καταγράφοντας αυτά όχι σε χαρτί αλλά στην καρδιά μου… και μπορώ να μαρτυρήσω μπροστά στο Θεό, ότι αν είχε ακούσει κάτι τέτοιο (τις διδασκαλίες του Φλωρίνου) ο μακάριος και αποστολικός εκείνος πρεσβύτερος, αφού θα κραύγαζε, θα έφραζε τα αυτιά του και θα έλεγε κατά την συνήθειά του «ω καλέ Θεέ, σε ποιους καιρούς με διατήρησες, ώστε να υποφέρω αυτά τα πράγματα», θα έφευγε και από τον τόπο όπου καθισμένος ή όρθιος θα άκουγε τέτοιους λόγους» Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία (ΕΠΕ 2 191-193)
ΤΕΡΤΥΛΛΙΑΝΟΣ (150-225/240)
«Όσοι είναι αιρετικοί, δεν είναι δυνατόν να είναι Χριστιανοί» (Τερτυλλιανός PL 2,51)
ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ ΡΩΜΗΣ (+ 235)
«Επιχειρούν να αποκαλούν τους εαυτούς τους, αυτοί που δεν κοκκινίζουν από ντροπή, καθολική εκκλησία» (Ιππόλυτος Ρώμης, PG 15,3387A)
ΚΛΗΜΗΣ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΕΥΣ (+ 220/230)
«Αυτός που κλώτσησε (απέρριψε) την εκκλησιαστική παράδοση και αποσκίρτησε στις δοξασίες των ανθρώπινων αιρέσεων, έχασε την δωρεά να είναι άνθρωπος του Θεού» (Κλήμης Αλεξανδρεύς Παιδαγωγός Ζ,16, ΕΠΕ 4,461)
«Της προγενέστατης και αληθέστατης Εκκλησίας, νεόκοπες παραχαράξεις αποτελούν οι μεταγενέστερες αυτές αιρέσεις και οι νεώτερες από αυτές… μία είναι η αληθινή Εκκλησία, η πραγματικά αρχαία… Είναι λοιπόν συνδεδεμένη με την φύση του ενός η μία Εκκλησία την οποία βιάζονται να την κομματιάσουν σε πολλές αιρέσεις» (Κλήμης Αλεξανδρεύς Παιδαγωγός Ζ,17, ΕΠΕ 4,477-479)
«Εγκατέλειψε τους δρόμους του αμπελώνα του και πλανήθηκε στα δρομάκια του χωραφιού τους (Παροιμ. 9,12). Αυτές είναι οι αιρέσεις που εγκαταλείπουν την εξαρχής Εκκλησία. Όποιος δηλαδή παρασύρθηκε στην αίρεση «περνά μέσα από άνυδρη έρημο», εγκαταλείποντας τον πραγματικό Θεό,, έρημος από Θεό, ζητώντας ανύπαρκτο νερό» (Κλήμης Αλεξανδρεύς,Στρωματείς Α 19,ΕΠΕ 3,117)
«(οι μάρτυρες των αιρετικών) βγάζουν τους εαυτούς τους από τη ζωή χωρίς να είναι μάρτυρες, έστω και αν τιμωρούνται δημόσια. Γιατί δεν διασώζουν τον χαρακτήρα του μαρτυρίου του πιστού, αφού δεν γνώρισαν τον αληθινό Θεό. Και αποδίδουν τον εαυτό τους σε θάνατο κενό, όπως και οι γυμνοί σοφιστές των Ινδών σε μάταιη φωτιά» (Κλήμης Αλεξανδρεύς,Στρωματείς Δ 4,ΕΠΕ 3,461)
Ακόμα ένα βράδυ λίγο πριν κοιμηθώ κάνω τον απολογισμό της ημέρας μου, σκέφτομαι την πενιχρή πνευματική μου ζωή και έχοντας αθετήσει για μια ακόμη μέρα όσα το πρωί υποσχέθηκα στο Χριστό, προσπαθώ να Τον κοιτάξω στην εικόνα και να Του πω πάλι τις αυτοαθωωτικές μου δικαιολογίες… να Του υποσχεθώ πως αύριο θα τα καταφέρω! Δεν μπορώ να ξεκολλήσω όμως από το πρόσωπο Του και κοιτάζοντας Τον βλέπω τα χάλια μου. Τα λόγια μου ποτάμι και οι πράξεις μου σταγόνες! Ενώ Αυτού οι ευεργεσίες ωκεανός! Κι όπως θρηνεί η ψυχή μου για την κατάντια μου, έρχεται πάλι η Αγάπη Του να με κατακλύσει! Και λέω ‘ αχ, πόσο με αγαπάς Χριστέ μου!’ Αυτή η Αγάπη Του είναι ανείπωτη… είναι το πιο γλυκό μαρτύριο που μπορεί να νιώσει κανείς… αυτή την Αγάπη θα σκεφτόμαστε όσοι είμαστε στην Κόλαση άπραγοι και ντροπιασμένοι. Αυτή η Αγάπη θα μας οδηγήσει εκεί δικαιότατα! Τότε πια θα καταλάβουμε χωρίς αυτοχαιδέματα ότι εκεί ανήκουμε!
Αυτή η Αγάπη οδήγησε τους φιλόθεους χριστιανούς να απαρνηθούν τον κόσμο και την αμαρτία και να αφιερωθούν σ’ Αυτόν ως μοναχοί, ως ιερείς ή ως απλοί άνθρωποι μέσα στον κόσμο αλλά έξω από το φρόνημα του. Μα ό,τι κι αν έκαναν, κι αν άφησαν τα πάντα, κι αν τρέφονταν με ένα παξιμάδι την ημέρα, κι αν λιθοβολούνταν, αδικούνταν, σταυρώνονταν, ήξεραν μέσα τους ότι όλα αυτά ήταν ελάχιστος φόρος τιμής μπροστά σ’ Αυτόν που τόσο τους αγαπάει! Όταν τους ξέσχιζαν τις σάρκες, όταν τους έτρωγαν τα θηρία και καίγονταν μέσα στα καζάνια, δε σκέφτονταν ούτε τι μεγάλοι άγιοι που ήταν ούτε τι προσέφεραν στο Χριστό ούτε τίποτα για τον εαυτό τους. Σκέφτονταν πόσο τους αγαπάει ο Χριστός!
Δεν μπορείς να νιώθεις αυτή την Αγάπη μέσα σου και να είσαι φυσιολογικός άνθρωπος! Πολλοί αναρωτιούνται ‘γιατί οι άγιοι ενώ είχαν τέτοια ταπείνωση έλεγαν πως δεν έχουν;’ Γιατί νομίζω πως η Αγάπη του Κυρίου δεν τους άφηνε να σκεφτούν κάτι για τον εαυτό τους. Όλη τους η διάνοια, η καρδιά, η δύναμη και η ψυχή είχαν στραφεί στον Αγαπημένο! Όλα τα άλλα μαρτύρια μπροστά σ’ αυτό το γλυκό μαρτύριο, το να θέλεις να κάνεις δηλαδή κάτι για να ανταποδώσεις στο Χριστό αυτή την Αγάπη που νιώθεις μέσα σου είναι πολύ μικρά! Για μας που έχουμε επιλέξει να ζούμε στον κόσμο μας είναι τεράστια… για αυτούς όμως που έχουν επιλέξει να ζουν στην Αγάπη της Αγίας Τριάδας είναι αυτονόητα!
Ας προσευχόμαστε στο Χριστό μας ‘ Κύριε, δείξε μου πόσο μ’ αγαπάς’ και Εκείνος θα μας δείξει όσο χωράει η καρδιά μας! Κι η Αγάπη Του θα συντρίψει την καρδιά μας, θα την κάνει πιο μεγάλη και κάθε φορά μεγαλύτερη για να Τον χωράμε! Όμως ας μη σταματάμε να Τον ικετεύουμε να μας το θυμίζει. Τότε τα ‘ακατόρθωτα’ θα κατορθώνονται, η λύπη θα γίνεται χαρά ανείπωτη, η απελπισία ελπίδα και πίστη ακλόνητη! Λίγο φιλότιμο χρειάζεται! Απ’ αυτή την Αγάπη δημιουργηθήκαμε… αυτή μας συντηρεί, αυτή κινεί τα πάντα! Αν γνωρίζαμε πόσο μας αγαπάει ο Χριστός! Ας Τον αφήσουμε να μας πλημμυρίσει με την Αγάπη Του, ας Τον αφήσουμε να μας Τη διδάξει και να καταπνίξει μ’ Αυτή τη φιλαυτία μας, τη λογική, την τυπική πνευματική μας ζωή! Αν έχουμε πάρει την απόφαση να Τον αγαπάμε πραγματικά ας Του ζητήσουμε αυτή τη μεγάλη χάρη στην προσευχή μας «Χριστέ μου, φανέρωσε μου πόσο με αγαπάς!» Και να βάλει αυτή την Αγάπη όχι στο μυαλό μας αλλά στα βάθη της καρδιάς μας!
Κι ας μπούμε κι εμείς εκεί για να βρούμε την πραγματική ανάπαυση και την πραγματική Ζωή! Ο Χριστός μας έχει στήσει εκεί το Βασίλειο Του και μας περιμένει!(Κ.Δ.Κ)
586- Η ΠΕΘΑΜΕΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.
Ζηλωτής εφημέριος ανέλαβε νέα ενορία. Κάθε Κυριακή, όμως, και εορτή, η εκκλησία του παρέμενε σχεδόν αδειανή. Παρ’ όλες τις συστάσεις και παροτρύνσεις τους ενορίτας του, δεν κατώρθωσε να τους κάνη να εκκλησιάζωνται.
Λυπημένος από αυτή την κατάστασι, μηχανεύθηκε το ακόλουθο τέχνασμα:
Ανήγγειλε σε όλη την ενορία ότι την επομένη Κυριακή θα γινόταν η κηδεία της εκκλησίας.
Η αγγελία δημοσιεύθηκε σε πολλά μέρη και κυκλοφόρησε σε πολλά αντίτυπα.
Ήρθε η Κυριακή. Ο εφημέριος στόλισε την εκκλησία και στη μέση έβαλε το φέρετρο. Η εκκλησία γέμισε από περιέργους. Ο εφημέριος μίλησε κατάλληλα στους ενορίτας του και στο τέλος προσεκάλεσε όλους να περάσουν να δουν το φέρετρο. Μέσα στο φέρετρο είχε βάλει ένα καθρέπτη κι όποιος πλησίαζε για να δη το νεκρό, έβλεπε τον εαυτό του.
(Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως)
«Ο Θεός είναι φως και δεν υπάρχει σ’ Αυτόν ούτε ίχνος σκοταδιού»
(Α’ Ιωάν. 1:5)
Ο ιερός Αυγουστίνος διηγείται για κάποιον ειδωλολάτρη, που κάποτε δείχνοντάς του τον ήλιο, τη φύση κι άλλα δημιουργήματα, του είπε: «Ο δικός μου Θεός, είναι αυτά. Μπορείς να τον δεις. Που είναι ο δικός σου, μπορείς να μου Τον δείξεις;», «Δεν του Τον έδειξα», είπε ο Αυγουστίνος, διηγούμενος το περιστατικό, «όχι γιατί δεν είχα Θεό να του δείξω, αλλά γιατί αυτός δεν είχε μάτια να Τον δει».
Η τραγωδία είναι, όχι ότι ο άνθρωπος δεν έχει μάτια να δει το Θεό, αλλά ότι δεν επιθυμεί να Τον δει. Είναι εκείνο που ο Λόγος του Θεού, με το στόμα του Ησαΐα λέει: «Με τα αφτιά σας θα ακούσετε και δε θα εννοήσετε· κι ενώ έχετε μάτια να δείτε, δε θα καταλάβετε· γιατί η καρδιά του λαού αυτού χόντρυνε». Κι ο Κύριος Ιησούς προσθέτει: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου» (Ιωάν. 8:12). Πες Του, λοιπόν, φίλε, κι εσύ: «Κύριε επιθυμώ να Σε δω». Κι αμέσως θ’ ανοίξουν τα μάτια σου και θα δοξάσεις το Θεό.
«Και η καταδίκη είναι τούτη: Ότι, ενώ ήρθε το φως στον κόσμο, οι άνθρωποι αγάπησαν το σκοτάδι περισσότερο παρά το φως, επειδή τα έργα τους ήταν πονηρά»
(Ιωάν. 3:19)
Ο Πλάτων έγραψε: «Είναι λογικό να φοβάται ένα παιδί το σκοτάδι. Αλλά είναι τραγικό όταν ο μεγάλος φοβάται το φως! Πράγματι είναι τραγικό. Ο άνθρωπος αποφεύγει το θείο φως. Και το αποφεύγει επειδή τα έργα του είναι πονηρά και η καρδιά του κακιά. Οι άλλοι ίσως να βλέπουν κάποια καλοσύνη σε σένα, αλλά μόνο ο Θεός ξέρει τις προθέσεις σου. Η Γραφή λέει ότι η καρδιά του ανθρώπου είναι απατηλή και πολύ διεφθαρμένη (Ιερ. 17:9).
Μια ομάδα νέων πήρε άδεια να ψάλει ύμνους σ’ ένα νοσοκομείο της Γενεύης. Άνοιξαν τις πόρτες των δωματίων για να μπορούν οι άρρωστοι ν’ ακούνε. Μια γυναίκα όμως σηκώθηκε κι έκλεισε την πόρτα βρίζοντας με θυμό. Δεν ήθελε ν’ ακούσει την πρόσκληση της αγάπης του Θεού, τα καλά νέα της σωτηρίας. Δεν ήθελε ν’ αφήσει το φως να μπει στην ψυχή της.
Μήπως κάνεις κι εσύ το ίδιο; Κρατάς κλειστή την πόρτα της καρδιάς σου στο φως; Άνοιξέ την, σε συμφέρει. Είναι φοβερό να βρεθείς στο αιώνιο σκοτάδι.
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
80. Για να καταλάβουμε καλύτερα τα λόγια της Κυριακής Προσευχής «μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», πρέπει να θυμηθούμε το εξής. Η Προσευχή αυτή δόθηκε στους Αποστόλους, αφού ζήτησαν από τον Κύριο να τους διδάξη πώς να προσεύχωνται. Τους δόθηκε πριν από την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος πάνω τους, όταν «ὁ σατανᾶς ἐξητήσατο ὑμᾶς τοῦ συνιάσαι ὡς τόν σῖτον» (Λουκ. κβ’ 31). Τότε, οι Απόστολοι είχαν ακόμη αδυναμίες και μπορούσαν να πέσουν σε πειρασμό (όπως ο Πέτρος, που αρνήθηκε τον Κύριο στην αυλή του αρχιερέως). Γι’ αυτό ο Κύριος τους έβαλε στα χείλη τη φράσι «μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν».
Ωστόσο, είναι αδύνατο να ζήσουμε εδώ κάτω χωρίς να πειρασθούν, να δοκιμασθούν η πίστις, η ελπίδα και η αγάπη μας. Είναι απαραίτητες στον άνθρωπο αυτές οι δοκιμασίες, για να διαπιστώση πόσο αδύνατος είναι ο ίδιος, αν αφεθή στις δικές του δυνάμεις, χωρίς να έχει τη θεία συμπαράστασι. Ναι, οι πειρασμοί είναι αναγκαίοι, «όπως αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί» (Λουκ. β’ 35). Έτσι αποκαλύπτεται αν έχουμε αληθινή πίστι ή δεν έχουμε, αν η καρδιά μας είναι πράγματι προσκολλημένη στον Θεό ή στρέφεται προς τα υλικά αγαθά, αν αγαπάμε το εγώ μας ή τον Θεό.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 51)