... Εγώ λοιπόν φοβάμαι τα καθήκοντα του βαθμού μου, ώ ιερή κορυφή, και πραγματικά τρομάζω για την ψυχική κυβέρνηση, πώς δηλαδή θα διασώσω αυτό το πολύ μικρό και λογικό πλοιάριο που μου έχει εμπιστευθεί σε λιμάνι σωτηρίας, γιατί γι’ αυτό χρειάζεται και ζωή καθαρή και επιτυχία γνώσεως ικανής, ώστε, χειριζόμενος το πηδάλιο, σαν σε δύο αυχένες, γρήγορα και με γνώση, να διαφυλάξω αβύθιστο στα νερά της αμαρτίας και τον εαυτό μου και αυτούς που με ακολουθούν. Αυτή λοιπόν είναι η απολογία η δική μου του ταλαιπώρου... (3,63)
… Συνέβη να μεταβώ με εντολή του αρχιερέα στη μονή Δαλμάτου, για να εκλέξω αυτόν που έπρεπε να γίνει ηγούμενος. Και έπρεπε να υποβάλω ερώτηση στην εκεί αδελφότητα, σε όλους τους συγκεντρωμένους εκεί ηγουμένους. Και δεν απάντησαν ούτε ψήφισαν άλλον, παρά τον Αββά Ιλαρίωνα. Γιατί και για ποιά αιτία; Όχι επειδή είναι σοφός, ούτε κανένας λαλίστατος ομιλητής, ούτε επειδή είναι ηλικιωμένος, ούτε επειδή είναι ένδοξος στη ζωή αυτή, αλλά μόνο επειδή είναι ταπεινός, μισεί τη δόξα και αγαπά τον Θεό, έχοντας διανύσει τον δρόμο της αρετής με υποταγή και χωρίς να δείξει αφροσύνη μεταξύ των αδελφών του. Αν και υπήρχε άλλος πιο σοφός και μεγαλύτερος στα χρόνια, άλλα επειδή είναι ελλιπής στα αλλά, προκρίθηκε αυτός, επειδή θα αρέσει περισσότερο στον Θεό και θα καθοδηγήσει την αδελφότητα λογικά. Βλέπετε, αδελφοί μου, πόσο σπουδαίο είναι το χάρισμα της ταπεινοφροσύνης. Αυτό είναι κατόρθωμα που περιέχει πολλά αλλά κατορθώματα. Με αυτό καταπαύει η ταραχή, αποκρούεται η υπερηφάνεια… (2,299)
... Επιστολή 134. Στην ηγουμένη Ευφροσύνη. "Ίσως όμως να νομίζεις ότι η προστασία των αδελφών θα είναι εμπόδιο αυτής της προθέσεως, επειδή θα επιβαρύνεσαι με την καθοδήγησή τους, αλλά όχι με κανένα τρόπο, κυρία, γιατί τίποτε δεν είναι πιο αγαπητό στον Θεό, όσο το να ποιμαίνουμε και να καθοδηγούμε αυτούς που μας ακολουθούν. Γιατί λέγει στον μεγάλο Πέτρο «Εάν με αγαπάς, ποίμαινε τα πρόβατά μου». Και πάλι• Αυτός που βγάζει από ανάξιο άξιον, είσαι σαν το στόμα μου». Και πάλι «Εάν κάποιος επαναφέρει αμαρτωλόν από τον δρόμο της πλάνης του, θα σώσει την ψυχή του από τον θάνατο και θα καλύψει πλήθος άμαρτιών». Αν βέβαια κάποιος, ορμώντας από φιλαρχία αρπάξει την ποιμαντική ράβδο, είναι μισητός και βδελυκτός από τον Θεό, χωρίς να σώζει, ούτε να σώζεται. Αν όμως κληθεί και υπακούοντας στον Θεό δεχθεί την προστασία, θα αποδειχθεί και φίλος του Θεού, και θα σώζει και θα σώζεται. Και επειδή και συ έτσι έχεις κληθεί, να χαίρεσαι και να τρέμεις το ένα για την ελπίδα, και το άλλο για την αγωνία". (4,217)
... Ας εκτελούμε, τέκνα μου, τα όσια με τρόπον όσιο, και ας εκτελούμε τα άγια με τρόπον άγιο. (οσίως τα όσια εκτελέσωμεν, αδελφοί μου, και αγίως τα άγια αποπληρώσωμεν, τεκνία μου)
(1,307)
... Ώστε είναι καιρός, αγαπημένε μου, να πούμε: Μέχρι πότε θα εφαρμόζεις οικονομία; Και προθυμοποιήσου κάποτε να οικοδομήσεις. (έως πότε οικονομήσεις; Και· οικοδομησαι ποτέ προθυμήθητι). Και, σύμφωνα με τον θείο Βασίλειο, να εφαρμόζουμε με κάθε προσοχή τους κανόνες.... (3,223)
(ΕΠΕ, Φιλοκαλία, έραγ Θεοδώρου Στουδίτου, τόμος σελίδα)
... Αδελφοί μου και πατέρες, επειδή ο καθένας από σας έχει διακόνημα σ’ αυτήν την άγια αδελφότητα, και εμένα του ταλαίπωρου μου έλαχε, χωρίς να το αξίζω, να είμαι αρχηγός και να μιλώ, οφείλω να μη παραμελώ τη διακονία μου, αλλά πάντοτε, μαζί με τα αλλά, να κάνω και την εβδομαδιαία κατήχηση, όσο μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου. Και ίσως κάποιοι να πουν «Τί κερδίζουμε από αυτήν, αφού αυτά που λέγονται δεν τα εκτελούμε; Γιατί, ενώ ακούμε, ότι δεν πρέπει να γελάμε, δεν το κατορθώσαμε ακόμα αυτό, και ενώ πολλές φορές διδασκόμαστε, ότι δεν πρέπει να φλυαρούμε, εξακολουθούμε ακόμα να φλυαρούμε, και ενώ πολλές φορές νουθετούμαστε να μη φθονούμε η να κακολογούμε τον πλησίον μας, εξακολουθούμε ακόμα να ενοχλούμαστε από το πάθος αυτό, και γενικά, ενώ μας υπενθυμίζουν να μη αδιαφορούμε και στις νυχτερινές και στις ημερήσιες ψαλμωδίες και προσευχές, εξακολουθούμε να αεροβατούμε και να νυστάζουμε, και αισθητά και νοητά, και να λέμε αλλά παρόμοια με αυτά». Αλλά όμως αυτοί που τα λένε αυτά δεν τα λένε δικαιολογημένα. Πρώτον, γιατί δεν είναι εύκολο το να υπερνικήσει κανείς τα πάθη, αλλά είναι το πιο κοπιαστικό και το πιο κουραστικό από όλους τους κόπους και τις φιλοπονίες, και δεύτερον, όπως σε κάποια σκάλα δεν είναι δυνατόν να ανεβεί κανείς πηδώντας από την πρώτη βαθμίδα στην τελευταία, αλλά ανεβαίνει στην κορυφή με συνεχή άνοδο, έτσι και στην αρετή φθάνουμε με τις διαδοχικές μικρές προόδους, αν θέλουμε να καταλάβουμε την κορυφή της. Ώστε είναι συμφέρουσα και η κατηχητική υπόμνηση και σε μένα και σε σας, επειδή μετακινεί και μεταφέρει λίγο-λίγο προς τα επάνω, η καλύτερα από τα χαμηλά στον ουρανό του ουρανού, τις τίμιες ψυχές σας.
Αλλά πρέπει να το σκεφθούμε και με άλλον τρόπο. ότι δηλαδή, εάν, ενώ λέγονται με τον τρόπο αυτόν και ακούονται όσα οφείλονται να γίνονται και να κατορθώνονται για τη δόξα του Θεού, δεν επιτυγχάνεται η συγκράτηση των παθών, τί θα συνέβαινε και σε ποιο σημείο θα φθάναμε, αν σιωπούσαμε και δεν διασαφηνίζαμε και δεν φανερώναμε αυτά που πρέπει να γίνονται;
Εγώ διδάχθηκα από τους άγιους πατέρες, ότι ο λόγος είναι δρόμος που οδηγεί στην πράξη, είτε είμαστε αγαθοί, είτε όχι, και γνωρίζω καλά, ότι το να μιλάμε για τα ανώτερα μας οδηγεί αυτό κάθε φορά στην εφαρμογή τους. Και ομολογώ, τέκνα μου, ότι από τα θεόπνευστα αναγνώσματα, και λίγο και από την ταπεινή μου κατήχηση, πάντοτε επιστρέφετε και πάντοτε καλυτερεύετε, και ως προς το πρώτο οι εμπαθείς οδηγούνται σε νήψη και βελτιώνονται, ενώ ως προς το δεύτερο οι ενάρετοι ενισχύονται προς τελείωση και ομολογούμε τη χάρη του Θεού και την ευεργεσία και δεν κρύβουμε την ευσπλαγχνία του.... (1,425-427)
... Πατέρες μου και αδελφοί και τέκνα μου, έχοντας υπόψη, ότι οι πράξεις μου είναι πονηρές, γνωρίζω καλά, ότι ο αδύναμος λόγος μου προσφερόμενος δεν πρόκειται σε τίποτε να σας ωφελήσει. Αλλά για να μην ακούσω το, «δούλε πονηρέ και οκνηρέ, έπρεπε να βάλεις τα χρήματά μου στους τραπεζίτες» , που λέγεται στα Ευαγγέλια, γι’ αυτό βιάζομαι, παίρνοντας μαζί και τη βοήθεια του πατέρα μου καί πατέρα σας, να σας πω καί να σας υπενθυμίσω αυτά πού πρέπει, και πιστεύω ότι με την καλή σας προαίρεση και υποταγή σας στις εντολές του Θε¬ού, θα αποδείξετε και τη δική μου αχρηστία χρήσιμη.... (1,481-483)
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 38η. Ότι ή ταπεινή μου κατήχηση προκαλεί μεγάλο κέρδος στις ψυχές μας με τη χάρη τού Χριστού.
Αδελφοί μου καί πατέρες, ερωτώ· για ποιόν λόγο γίνεται ή κατήχηση; Άραγε μόνο γιά να διαβαστεί προς στιγμήν καί να ευχαριστήσω ενδεχομένως τα αυτιά σας, ή γιά να με επαινέσετε από μέσα σας, ή καί για να μού κάνετε χάρη; Καθόλου. Όχι έτσι, τέκνα μου, αλλά λέγεται γι’ αύτό, για να ακούσετε αυτά πού λέγονται καί η δύναμή τους να καθίσει μέσα στις ψυχές σας και να φέρει κάποιον καρπό με τή χάρη τού Χριστού, με τή βοήθεια καί της προσευχής τού πατέρα μου καί πατέρα σας. Εγώ πάντως κατά τό πλείστον στούς πολλούς παρατηρώ, ότι μόλις διαβαστεί, αμέσως ξεχνιούνται αυτά πού λέγονται καί δεν μένει κανένα σημείο από αυτά πού ειπώθηκαν πριν. Γιατί αμέσως βγαίνουμε, μετά τήν ολοκλήρωσή της, καί ξαναπέφτουμε πάλι στις ίδιες κατηγορίες… (2,31)
... Αδελφοί μου και πατέρες και τέκνα μου, όπως ο καθένας από σας απαιτεί το έργο της διακονίας του, έτσι και εγώ σας οφείλω τον λόγο της κατήχησης. Και μακάρι να μπορούσα να τον κάνω πολυποίκιλο και διάφορον, ώστε να μπορεί να είναι σε όλους προσφιλής και κατάλληλος, με τη χάρη του Χριστού. Γιατί υπάρχουν, αδελφοί μου, ανάμεσά σας πολλοί που έχουν ανάγκη από ενθάρρυνση, από παρηγοριά, από ενίσχυση, άλλοι που έχουν ανάγκη από υπενθύμιση, άλλοι από διόρθωση, αλλά και μερικοί από έλεγχο και άλλοι από επιτίμιο, μερικοί άλλοι από συγκατάβαση, άλλοι από αυστηρότητα, και μερικοί από ατιμία και προσβολή. Επειδή δηλαδή είναι πολλά και διάφορα τα ήθη, και ο διδακτικός λόγος πρέπει να είναι ανάλογος. Γιατί ο τρόπος με τον οποίο θεραπεύεται ο ένας, βλάπτει ενδεχομένως τον άλλο, και εκείνο με το οποίο ευεργετείται άλλος, με αυτό καταστρέφεται κάποιος άλλος, και ο λόγος με τον οποίο οικοδομείται κάποιος, ο άλλος ενδεχομένως ζημιώνεται. Γι’ αυτό δεν είναι εύκολη η διακονία μου, αλλά, αντίθετα, είναι κοπιαστική και δύσκολα φέρεται εις πέρας. Θα την χρησιμοποιήσω λοιπόν με τη χειραγωγία των προσευχών του πατέρα μου και πατέρα σας, και δεν θα την παραμελήσω όσο αναπνέω. Και θα μοχθήσω και θα αγωνιστώ, υπενθυμίζοντας στους κυρίους και πατέρες μου αυτά που είναι αναγκαία. (2,39)
... Αδελφοί μου και πατέρες και τέκνα, είναι καλό βέβαια να σας μιλώ και να σας υπενθυμίζω αυτά που πρέπει, και μάλιστα θα ήθελα να σας διδάσκω και να σας συνετίζω με το παράδειγμά μου. Αλλά, όπως βλέπετε, εγώ είμαι φτωχός και γυμνός από αρετές και δεν έχω τίποτε το αξιοζήλευτο για να με μιμείστε για το καλό σας. Αγαπώ τη βελτίωση και επιθυμώ τη διόρθωση. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με τις προσευχές του πατέρα μου και πατέρα σας, αλλά και με τις παρακλήσεις τις δικές σας γιατί πιστεύω ότι συμβάλλουν προς σωτηρία μου. ’Άλλωστε από που προήλθε και αυτό το λίγο που είμαι; Πώς θα συνέβαινε αυτό, αν δεν στηριζόμουν στις δικές σας προσευχές;… (2,101)
... Αδελφοί και πατέρες, από τα λόγια προέρχονται τα έργα και από την αναζήτηση η ανεύρεση. Ώστε κάθε φορά που κατηχώ δεν είναι ανώφελος ο λόγος. Αλλ’ άξιο θαυμασμού, αφού το κατανοήσετε, είναι το εξής, ότι δηλαδή στην κακία, όταν κανείς πει μια ή δύο φορές τα αισχρά και πονηρά, αμέσως μαγεύει και τον εαυτό του και τους ακροατές του προς τις αθέμιτες πράξεις, και σχεδόν μέσα σε μια στιγμή κάνει αυτούς που μαγεύθηκαν να συνηθίσουν την αμαρτία. Ενώ στην αρετή και μύρια λόγια αν πει κανείς, μόλις που θα μπορέσει να προσελκύσει μια ψυχή να συγκατατεθεί με τη θεοσέβεια. Τόσο πολύ δυσκολοαπόκτητο πράγμα είναι το καλό στην ανθρώπινη φύση, σαν δρόμος ανηφορικός και ανώμαλος, ενώ αντίθετα το κακό γίνεται εύκολα δεκτό και είναι πολύ κατηφορικό.... (2,249)
Πατέρες μου και αδελφοί και τέκνα μου, η ήμερα της κατήχησης αποβαίνει πάντοτε για μένα ημέρα ευφροσύνης και αγαλλίασης. Γιατί δεν βιάζεται τόσο πολύ ο μνηστήρας να συναντήσει τη μνηστή του, όσο επιθυμώ εγώ να πραγματοποιώ πάντοτε τη συνάντηση μαζί σας. Και μακάρι να συμβαίνει το ίδιο και σε σας, με αντίστοιχο πόθο για την ακρόαση του ταπεινού μου λόγου. Για σας βέβαια δεν γνωρίζω πόση ωφέλεια θα έχει, για μένα όμως έχει πολύ μεγάλη. Γιατί ανακαλύπτω αυτά που έχω μέσα στην ταπεινή μου ψυχή, όταν τα μοιράζομαι μαζί σας, είτε αυτά είναι λυπηρά, είτε ευχάριστα, κι αυτό μου φέρνει μια πολύ μεγάλη ανακούφιση. (2,327,329)
... Αδελφοί και πατέρες, καθώς γίνεται ήδη η συνηθισμένη κατήχηση, ίσως μερικοί να σκέφτονται και να λένε, ότι το να κατηχούμαστε είναι ίδιο με το να μη κατηχούμαστε, επειδή με την κατήχηση αυτοί που την ακούνε δεν προχωρούν καθόλου σε κάτι πιο ωφέλιμο. Όμως δεν είναι έτσι. Γιατί ως προς την τελειότητα της αρετής, αν κανείς την εξετάσει, θα βρει οπωσδήποτε ότι δεν είναι ψέμα αυτό που λέγεται, επειδή όσο κανείς φαίνεται ότι προκόβει στο αγαθό, τόσο περισσότερο αισθάνεται ότι υπολείπεται από το τέλειο, γιατί τέτοια είναι η φύση της αρετής. Στην πραγματικότητα όμως προάγεται ο καθένας με τη χάρη του Χριστού προς το καλύτερο και αυξάνει την αρετή του με τις καλές πράξεις του. Γιατί πώς είναι δυνατόν να μη παρουσιάσει βελτίωση η ψυχή, όταν ποτίζεται σαν φυτό και σκέφτεται καλά με τις συνεχείς υπομνήσεις; Αφού και «σταγόνα που πέφτει αδιάκοπα, βαθουλώνει την πέτρα», όπως λέγει η παροιμία, όπως και «οι κακές συναναστροφές διαφθείρουν τα καλά ήθη», σύμφωνα με τον απόστολο. Ας σκεφθούμε, παρακαλώ, και το εξής· αν, παρόλο που γίνεται η κατήχηση, βλέπουμε την κακία να εξακολουθεί να υπάρχει ανάμεσά μας, πόσο μάλλον αν δεν γινόταν λόγος και δεν επιδιωκόταν η υπενθύμιση και δεν γίνονταν αυτά φανερά με τον ένα η τον άλλο τρόπο;
Είναι λοιπόν αναγκαία η κατήχηση και ωφελεί πάρα πολύ, επειδή είναι πατροπαράδοτη, και κάθε τι που ανήκει στην αρχαιότητα είναι σεβαστό. (2,347-349)
(ΕΠΕ, έργα Θεοδώρου Στουδίτου, Φιλοκαλία,τόμος σελιδα)
Εμείς οι άνθρωποι είμαστε περίεργα πλάσματα, αλλόκοτα! Μας αρέσει να στηριζόμαστε στα πόδια μας, να είμαστε ανεξάρτητοι και αυτάρκεις, να μην έχουμε ανάγκη κανέναν, ούτε φόβο Θεού δεν έχουμε πολλές φορές! ‘Ποιος Θεός τώρα, στην εποχή μας, καλά πόσο οπισθοδρομικός είσαι;’ είναι μερικές μόνο από τις κουβέντες που ακούμε όταν τολμήσει κάποιος από εμάς να ξεστομίσει ότι πιστεύει στο Θεό. Σε ποιον Θεό όμως πιστεύουμε; Έχουμε αναρωτηθεί για την ορθότητα της πίστης μας; Και καλά όλοι αυτοί που υπερηφανεύονται για την απιστία τους, ας πούμε πως είναι δικαιολογημένοι καθώς δεν έχουν μπει στη διαδικασία να εισέλθουν στο χώρο της πνευματικότητας. Βέβαια στα δύσκολα ‘ Παναγία μου’ και ‘ Χριστέ μου’ φωνάζουν! Κι αυτό κάτι λέει! Μιλάω για όσους πηγαίνουμε στην εκκλησία, που λέμε ότι είμαστε Χριστιανοί, που λέμε ότι πιστεύουμε στο Θεό, που μετέχουμε των Θείων Μυστηρίων, αλλά και για όσους έχουμε μπει πιο βαθιά στην πνευματική ζωή, που αγωνιζόμαστε να κόψουμε τα πάθη μας και να αναπτύξουμε τις αρετές μας, που πέφτουμε και ξανασηκωνόμαστε δίνοντας γενναίες μάχες με τον εαυτό μας και τον αόρατο εχθρό!
Σε ποιο Θεό πιστεύουμε όλοι εμείς; Στο Θεό που πλάσαμε κατά τα μέτρα, τα γούστα και τα όρια μας ή στο Θεό που έπλασε εμάς; Σε ένα Θεό που αν δεν μας κάνει τα χατίρια τον απορρίπτουμε, σε ένα Θεό που λειτουργεί σαν ομπρέλα στη βροχή, σε ένα Θεό που δε ζητάει τίποτα από εμάς, μόνο δίνει ή σε έναν Θεό που είναι μόνο Αγάπη και τίποτα άλλο γιατί έτσι μας βολεύει ; Αγάπη δεν είναι μόνο τα χάδια είναι και η παιδαγωγία, σκληρή καμιά φορά! Αυτό που θέλω να πω είναι ότι χρειάζεται ορθή πίστη! Γνωρίζουμε ποιος είναι ο Θεός; Πορευόμαστε υγιώς πνευματικά; Aπαραίτητη προϋπόθεση γι’αυτό είναι η μελέτη του δόγματος της πίστης μας! Χρειάζεται δηλαδή να είμαστε ορθόδοξοι! Η ορθοδοξία είναι σχέση με το Θεό! Πιο πολύ από τη μελέτη θα μας διαφωτίσει Εκείνος για τον εαυτό Του! Δηλαδή το Άγιο Πνεύμα θα μας μιλήσει για το Θεό, θα μας στηρίξει στην πίστη μας και θα μας την αυξήσει! Αυτό θα μας οδηγήσει στη Θεογνωσία! Η σχέση λοιπόν με το Άγιο Πνεύμα είναι απαραίτητη για την ορθή και υγιή πίστη! Άλλωστε τί είπε ο Κύριος στους μαθητές Του όταν τους αποχαιρέτησε; ‘ Σας συμφέρει εγώ να φύγω. Διότι, εάν δεν αποθάνω επί του σταυρού και δεν φύγω, ο Παράκλητος δε θα έρθει σε εσάς.’ [Κατά Ιωάννην κεφ. ιστ,7].
Δυστυχώς βλέπουμε γύρω μας ανθρώπους με έλλειμμα πίστης, με άρρωστη ή αναιμική πίστη που ίσως κάπως αλλιώς θα έπρεπε να αποκαλείται! Έχουν δημιουργήσει μέσα τους ένα μόρφωμα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους, στις συνήθειες τους, στους ρυθμούς τους και μέσα σε όλα βάζουν κάπου στην άκρη και το Χριστό και λένε ότι πιστεύουν! Και όταν τους βρει μια δοκιμασία το κοσμικό τους φρόνημα δεν είναι ικανό να τους βοηθήσει και λένε ‘ Μα πού είναι ο Θεός;’!!! Μα υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που στην προσπάθεια τους να αποβάλουν το κοσμικό φρόνημα φτάνουν στο άλλο άκρο, απομονώνονται, ασκητεύουν σχεδόν, αποστρέφονται τους ανθρώπους, όπως ο διάβολος το λιβάνι, μη μολυνθούν, έχοντας πείσει τον εαυτό τους ότι είναι γέροντες μέσα στον κόσμο!
Ο Θεός δε μας ζήτησε ακρότητες! Την καρδιά μας μάς ζήτησε! Και κάθε μέρα να αυτομαστιγωνόμαστε κρεμασμένοι ανάποδα, το Έλεος και η Αγάπη Του είναι που θα μας σώσουν στο τέλος!
Εμείς να είμαστε κοντά Του, φιλότιμοι, ευγνώμονες, ταπεινοί, να κάνουμε τον αγώνα μας υπό την καθοδήγηση του πνευματικού μας, μα κυρίως να Τον αγαπάμε! Και να αγαπάμε και τους συνανθρώπους μας! Αυτή είναι η νέα εντολή που μας έδωσε άλλωστε! ‘Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς’[ Κατά Ιωάννην κεφ.ιγ,34]. (Α.Κ.Β.)
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 87η. "Οτι ό ήγούμενος πρέπει νά θυσιάζει τή ζωή του γιά τά λογικά πρόβατα, έπειδή θά δώσει λόγο γιά τό καθένα την ή μέρα της κρίσεως. Καί γιά την άποκοπή τών δικών μας θελημάτων".
Αδελφοί μου και πατέρες, σε ποιά κατάσταση νομίζετε ότι βρίσκεται η ταπεινή μου ψυχή κατά την άσκηση της εποπτείας σας; Νομίζετε δηλαδή ότι καμαρώνω γι’ αυτές τις μικρές κατηχήσεις, σαν να κάνω κάτι σπουδαίο και εκπληρώνω έτσι τα καθήκοντά μου ως προστάτης σας; Καθόλου. Αλλά, για να πώ τήν αλήθεια, έκτος από κάποια ανάπαυσή μου, τη ζωή μου τήν περνώ με πολύν ψυχικό πόνο καί δυσκολία καί φροντίδα, γιατί δέν αρκούμαι σ’ αυτά πού λέγω καί παραγγέλλω, ούτε αναπαύομαι όλη τή μέρα ή έστω καί μιά ώρα, παρατηρώντας τον καθένα χωριστά καί όλους γενικά, καί πόσο πρέπει καί όσο είμαι σέ θέση καί πόσο έργο οφείλω νά κάνω γιά σάς τα αγαπητά καί τέκνα τού Κυρίου. Μπαίνω λοιπόν κάθε μέρα ανάμεσά σας, όπως μπαίνει ό ποιμένας σε κάποιο κοπάδι. Βλέπω καί εξετάζω με τον νου μου, το πώς περνάτε, τη διαγωγή σας, τη συναναστροφή σας, πώς πηγαίνετε καί έρχεστε, πώς αποκαλείται ο ένας τον άλλο, πώς ακούτε, από τήν κίνηση σας, από το πώς μιλάτε, από την ίδια την όψη σας. Καί γι’ αυτά βέβαια πού βρίσκω σωστά, χαίρομαι καί ευχαριστιέμαι καί αναπτερώνονται οι ελπίδες μου. Για τα αντίθετα όμως λυπάμαι, στενοχωριέμαι καί με στεναγμούς παρηγορώ τον πόνο μου. Καί αν ό βοσκός των άλογων προβάτων, πού δεν φαίνεται να πάσχει το ίδιο, καταλαβαίνοντας από τα ίδια τα πρόσωπά τους αυτά πού έχουν μέσα τους, καταβάλλει όλη τη δύναμή του για να θεραπεύσει καί να κάνει καλά εκείνο πού αρρώστησε (καί ούτε μιά μέρα αν αδιαφορήσει γιά λίγο, δεν έχει τη βεβαιότητα ότι δεν θα διαλυθούν τα πρόβατα), πόσο περισσότερο εγώ ο ταπεινός οφείλω να καταγίνομαι με σάς καί να βλέπω καί να παρατηρώ καί την παραμικρή εικόνα σας, καί άλλους να τούς ενθαρρύνω, άλλους να τούς ύπενθυμίζω τις υποχρεώσεις τους, άλλους να τούς θεραπεύω, άλλους να τούς δένω, κάνοντας καί λέγοντας κάθε τι πού βοηθά στη σωτηρία σας;
Μήπως δεν θα δώσω λόγο γιά τον καθένα την ημέρα της κρίσεως; Καί ποιος είναι ικανός γι’ αύτό; ποιος είναι αδιάφορος; ποιος είναι εύγλωττος; ποιος είναι ανεύθυνος; ποιος είναι αναίτιος; ποιος έχει εκτελέσει τη δική του φροντίδα; ποιος δέν θα θρηνήσει μάλλον καί δέν θα χτυπήσει το στήθος του, δέν θα φοβηθεί καί δέν θα τρομάξει, καί δέν θα εύχεται να φύγει μακριά από τη γη, ή να φύγει κάπου αλλού μακριά, αποφεύγοντας την ιδιότητα τού προϊσταμένου; Αλλά ούτε αυτό είναι δυνατόν, αφού είναι, αφού έλαβε την εξουσία, αφού τοποθετήθηκε σ’ αύτήν. Δεν γνωρίζω, βρίσκομαι σε μεγάλη απορία. Γιατί είναι μεγάλο πράγμα το να εμφανισθεί άνθρωπος στον Θεό, το να δικαστεί από τον κριτή των όλων, το να λογοδοτήσει για όλο το ποίμνιο, αν το ποίμανε καλά, εάν όπως έπρεπε, εάν σωστά, εάν χωρίς ενοχή, εάν με αγνότητα, εάν ανελλιπώς, εάν ανύστακτα, αφ’ ενός για να φανερώσει τις διατάξεις του νόμου, και αφ’ ετέρου για να απομακρύνει τα κακά, να ελέγχει, να επιτιμά, να προτρέπει με καλοσύνη, με σκληρότητα, αν έκανε κάθε τι που έπρεπε να κάνει, μπροστά στον Θεό και τους ανθρώπους.
Και αυτά τα είπα, ώστε, γνωρίζοντας αυτό που συμβαίνει στην ψυχή μου, να βοηθήσετε το μεγάλο έργο μου. Βοηθώντας εμένα, βοηθάτε τους ίδιους τους εαυτούς σας, και βοηθώντας τους εαυτούς σας, βοηθάτε εμένα τον ταλαίπωρο.
(ΕΠΕ, Φιλοκαλία έργα Θεοδώρου 2,287-289)
... Και εγώ ο δυστυχής, μένοντας ορφανός από τον καλό Πατέρα μου (ο όσιος Θεόδωρος αναφέρεται στον πνευματικό του πατέρα), που να στηρίξω το χέρι, καθώς σαλεύεται η ψυχή μου; Ποιόν θα έχω να μου θυμίζει να μη φέρομαι παράλογα; Πώς θα αποφύγω την έφοδο του διαβόλου, μη έχοντας εσένα να με νουθετεί και να με εκπαιδεύει αυτοπροαίρετα;
Αλλά, ώ θεία και ιερή κεφαλή μου, είθε να με παρακολουθείς από ψηλά ευμενής, για να με σηκώνεις όταν πέφτω κάτω, να με κατευθύνεις όταν βαδίζω, να με διατηρείς ανεπηρέαστον, και να οδηγείς και να ποιμαίνεις μαζί μου και αυτό το ποίμνιο, το οποίο οργάνωσες με πολλούς κόπους και αγώνες, ώστε να περπατεί στα δικά σου ίχνη, να πορεύεται στο δρόμο των θείων εντολών, σκεπάζοντας, φροντίζοντας, πολεμώντας μπροστά από τα μεγάλα και μικρά ποίμνιά σου, όπως υποσχέθηκες κατά την ώρα του θανάτου σου.
(1,235)
Επειδή όμως αυτή η δική μου αρχηγία και ηγεμονία δεν είναι τέτοια, αλλά όσο μεγάλο είναι το αξίωμα, τόσο μεγάλος είναι και ο κίνδυνος, γι’ αυτόν φυσικά που έχει νου, όπως επίσης λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος, μου χρειάζεται πολύς κόπος, πολύς ιδρώτας, πολλή προθυμία, πολύ μεγάλη αγωνία, πολύ μεγάλη ανδρεία, μεγαλύτερη ταχύτητα, αφάνταστα μεγάλη αγρυπνία, αχόρταγη θεωρία, και ολοκληρωμένη διάκριση. " Αλλά γιατί πρέπει να λέγω πολλά; Θα πω εκείνο το ευαγγελικό• «Ο ποιμένας ο καλός προσφέρει την ψυχή του για τα πρόβατά του». Την ψυχή μου λοιπόν την άτιμη, τη γεμάτη σφάλματα και φορτωμένη από πάθη, πρέπει, αγαπημένα μου τέκνα, να την θυσιάσω για σας μέχρι θανάτου. Γι’ αυτό λοιπόν δεν απειθαρχώ, δεν αντιλέγω σ’ αυτά που έρχονται. Γι’ αυτό δεν αποφεύγω, ούτε αδιαφορώ, ούτε απελπίζομαι από τις δυσκολίες αυτού του μικρού ποιμνίου, αλλά, για να εξομολογηθώ τα κρυφά της καρδιάς μου, μετά από τα τόσα πλήγματα που δέχομαι και τις τόσες πληγές, και που κατά κάποιον τρόπο σφαγιάζομαι με τις θλίψεις και τις στενοχώριες και τις στερήσεις αυτών που πέφτουν και αποσχίζονται, αισθάνομαι μέσα μου κάποια χαρά και ελπίδα σωτηρίας, καθώς βρίσκομαι, κάπως αμυδρά βέβαια, στα ίχνη των αγίων πατέρων μου, πράγμα που το λέγω μιλώντας με αφροσύνη.
Αλλά, τέκνα μου, προσέχετε, εσείς και μη συσσωρεύετε αμαρτίες στους εαυτούς σας, εκμεταλλευόμενοι την ελεεινή ανοχή μου. Μη προσθέτετε αμαρτίες πάνω στις αμαρτίες, επειδή σας συγχωρώ περισσότερο από όσο πρέπει. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;
(1,353-355)
…. θέματα που προκαλούνται και υπάρχουν καθημερινά, τα οποία έχουν ανάγκη όχι από μια συνηθισμένη αντιμετώπιση, ούτε από μια απλή παραίνεση. Γιατί έρχονται σαν νιφάδες οι αδιαφορίες, οι αμέλειες, οι παραξενιές, οι νωθρότητες, και από άλλους βέβαια προέρχονται οι ανυπακοές, από άλλους οι αλαζονείες, από μερικούς οι δραπετεύσεις, και μαζί με αυτά και οι αντιλογίες, οι ακαταστασίες, οι γογγυσμοί, οι ψιθυρισμοί. Και που να μου μείνει καιρός να απαριθμήσω ένα προς ένα όλα εκείνα μέσα στα οποία είμαι περικυκλωμένος, σαν μέσα σε χειμερινή θαλασσοταραχή, έχοντας μεγάλη αγωνία μέσα στην ταπεινή μου ψυχή, για το που και πώς και σε ποιο βαθμό, με τη βοήθεια των προσευχών του πατέρα μου και πατέρα σας, θα μπορέσω να ασκήσω τη διακυβέρνηση των τίμιων ψυχών σας, που μου έχει εμπιστευθεί, χωρίς σφάλματα και καταποντισμούς; Γνωρίζω βέβαια και συμφωνώ, ότι και σεις οι ίδιοι συμβάλλετε και ζείτε μαζί μου την ένταση αυτής της διακυβέρνησης, όμως όχι οι περισσότεροι, γιατί αλλιώς θα μου ήταν πιο εύκολος και πιο ελαφρός ο κόπος.
(1,391)
Γνωρίζει ο Κύριος πόσο επιθυμώ την ανάπαυση που πρέπει στον καθένα από σας, και πώς διαθέτω την ταλαίπωρη ψυχή μου σ’ αυτά που σας συμφέρουν, πονώντας γι’ αυτούς που πονούν και αρρωσταίνοντας γι’ αυτούς που είναι άρρωστοι, γιατί αρρωσταίνω πολύ ψυχικά, λιποψυχώντας γι’ αυτούς που λιποψυχούν, αγωνιώντας γι’ αυτούς που έχουν αγωνία, αισθανόμενος άσχημα γι’ αυτούς που αντιμετωπίζουν δύσκολες περιστάσεις, και φλεγόμενος γι’ αυτούς που δέχονται πειρασμούς. Και αφού έτσι αισθάνομαι για σας, γιατί δεν συμφωνείτε μαζί μου όλοι και δεν προσαρμόζεστε καλά και ήρεμα, υπακούοντας στις διαταγές, αλλά αντιτάσσεστε και προβάλλετε μερικοί θελήματά σας προσωπικά, ή καλύτερα πονηρά, επιθυμίες βλαβερές, απόψεις αλαζονικές, και δεν συμμορφώνεστε με τον κανόνα της υποταγής της κοινοβιακής ιδιότητας, αλλά από εγωισμό και ιδιοτροπία επινοείτε δήθεν πιο νόμιμα και εκθέτετε πιο άγια και δογματίζετε πιο ένθεα, τα οποία είναι ασεβήματα και ανομήματα;
(1,395)
Γιατί εγώ τί θέση κατέχω; Θέση συνδούλου, που υπενθυμίζει τις εντολές του Κυρίου. Ώστε λοιπόν και αυτοί που υπακούουν και αυτοί που παρακούουν δεν το κάνουν από οφειλή σε μένα, ούτε και υπηρετούν εμένα, αλλά εκείνον που έδωσε τις εντολές, τον αγαθό Κύριο και Θεό.
(2,11)
…. είμαι πεπεισμένος, ότι μόνο η δική μου αθλιότητα αποτελεί εμπόδιο, γιατί τίποτε δεν σας εμποδίζει να δείξετε τα ανδραγαθήματα των πατέρων μας. Και μπροστά σε όλα αυτά τί να πω; ότι δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι πατέρας σας, ούτε δάσκαλος, ούτε ηγούμενος, εξαιτίας της πάρα πολύ καλής πίστης σας και της ενάρετης διαγωγής σας. Και εύχομαι να μη επηρεάζεστε καθόλου από τη δική μου αθλιότητα, αλλά να αγωνίζεστε νόμιμα κάθε πνευματική εργασία μέσα στο μαρτύριο της άμεμπτης υποταγής σας.
(2,27)
Να μη παραβλέπεις αυτά που χρειάζονται έρευνα, ώστε να μη συμβεί, αφήνοντας ανεξέταστα τα μικρά λόγω της δήθεν καλοσύνης, να οδηγείς έτσι την αδελφότητα σε μεγαλύτερα κακά. Τρώει κρυφά κάποιος; Να επιτιμάται. Έχει κάτι το ιδιαίτερο χωρίς ευλογία, ακόμα και τυχαίο; Να επιτιμάται. Δίνει κάποιο φαγώσιμο χωρίς να έχει εξουσία, η κάνει ανταλλαγή πινακιδίου η κάτι τέτοιο; Να επιτιμάται. Γογγύζει; Το ίδιο. Έδειξε παρακοή; Να επιτιμάται. Δεν θέλει να εργάζεται; Ούτε να τρώει. Συμμετέχει σε φατρίες ή κλέβει; Να αφορίζεται, όπως ορίζουν τα επιτίμια.
Ακούοντας τα αυτά, τέκνα και αδελφοί μου, να μη δυσανασχετείτε, ούτε να νομίζετε ότι τα λέγω από ασπλαχνία, αλλά από υπερβολική αγάπη και πόνο για τη σωτηρία των ψυχών σας, για τις οποίες θα δώσω λόγο. Και το κρίμα θα πέσει βαρύ στο κεφάλι μου αν δεν σας τα πω και τα λέγω συνέχεια, αν δεν σας ασφαλίζω και σας συμβουλεύω, γιατί και του καλού πατέρα έργο είναι να μη αφήνει τα παιδιά του απαίδευτα, αλλά με μικρές απειλές και χτυπήματα να προετοιμάζει γι’ αυτά την απόλαυση της αιώνιας ζωής. Αντίθετα ο Ηλί ήταν αξιοκατάκριτος και μισητός πατέρας, όπως είναι γραμμένο, επειδή δεν επέπληττε όπως έπρεπε, ούτε επιτιμούσε πολύ τους γιούς του που παρανομούσαν, και έτσι πέθανε και αυτός μαζί με τους γιούς του, μόνο και μόνο γι’ αυτό το λόγο. Γι’ αυτό να μένετε γενναία στην άσκησή σας, στα διακονήματα, σε κάθε καλή ενασχόληση ο καθένας…
(2,147)
…Αλλά όσο μεγάλη είναι η χαρά, τόσο πιο μεγάλος φόβος με κατέχει, που συντρίβει την καρδιά μου, όχι από έλλειψη των σωματικών αναγκαίων (γιατί γνωρίζω τις αψευδείς υποσχέσεις του Κυρίου μου), αλλ’ επειδή, λόγω της ψυχικής μου αδυναμίας, αισθάνομαι ζάλη και τρέμω πώς θα σας οδηγήσω, χωρίς να παραλείψω τίποτε από αυτά που πρέπει και έχω εντολή να κάνω και να λέγω ανάμεσά σας. Και τότε μόνο βρίσκω ανάπαυση, όταν στέλνουμε έναν αδελφό στον μέλλοντα αιώνα, αποθέτοντάς τον σαν θησαυρό πια σε ένα μέρος που δεν μπορεί να κλαπεί. Ενώ γι’ αυτούς που εξακολουθούν να ζουν, και όταν ακόμα είναι καλοί και σπουδαίοι, έχω χαρά και αγωνία, από τη μια για την ελπίδα του καλού τέλους, και από την άλλη εξαιτίας του μήκους του δρόμου και της ανηφόρας της αρετής. Γιατί είναι πολλές οι ενέδρες του δόλιου και δεν γνωρίζω τι θα γεννήσει η επόμενη μέρα…
(2,211)
…Αυτό λοιπόν είναι το έργο μου και ο ζήλος μου, αυτό η ζωή μου και η φροντίδα μου, και γι’ αυτό τις προηγούμενες μέρες εκδηλώθηκε η αγανάκτηση μου εναντίον σας (συγχωρέστε με), όχι από διάθεση μίσους, ούτε από έκρηξη θυμού, ούτε από επίδειξη εξουσίας, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά από μεγάλη θλίψη και φιλόστοργη πατρική αγάπη, αν και αυτό που λέγω είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Γιατί, βλέποντας ότι δημιουργήθηκε από μερικούς πονηρή στάση εναντίον της εκκλησίας του Θεού, έγινα ανάστατος, έτρεξα, έσπευσα να σβήσω τη φωτιά που έσπειρε το πολύμορφο φίδι, για να μη ανάψει μεγάλη φωτιά ανταρσίας από τη μικρή σατανική σπίθα, που θα κατέτρωγε όλους μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, γιατί αυτό ήταν το συμβάν. Έπειτα επιτίμησα και επέπληξα και αυτούς που είχαν πέσει στις παγίδες του εχθρού, αλλά και εκείνους που δεν είχαν ακόμα παγιδευθεί, με σκοπό τους πρώτους με τη σκληρότητα των ελέγχων και των μομφών να τους απαλλάξω από τη νωθρότητα και την οίηση, επαναφέροντάς τους στη σταθερότητα της μετριοφροσύνης, και τους άλλους, φοβερίζοντάς τους με το κακό παράδειγμα, να τους προφυλάξω, για να μη πέσουν σε παρόμοια σφάλματα από άγνοια της πτώσεως. Σας παρακαλώ λοιπόν και σας ικετεύω, φυλαχθείτε από….
(2,231)
… Συνταράξου, ουρανέ, για αυτό. Να μην ερευνήσω λοιπόν, να μην επιβάλω επιτίμια, που δεν θα τα σταματήσω, αν δεν σταματήσετε. Ναι, ναι, μου δίνετε την εντύπωση ότι περιφρονείτε την ανοχή μου. Εγώ όμως δεν θα μείνω έτσι, έστω και αν δείχνω ανοχή, αλλά την κατάλληλη στιγμή θα επιτεθώ εναντίον σας σαν φωτιά που καίει. Αν και λυπάμαι, αλλά κάποια στιγμή θα εξεγερθώ εναντίον σας σαν ξίφος, και γίνω ίσως και Φινεές και τρυπήσω με το ξίφος του επιτιμίου κάποιον από αυτούς που ανακατεύονται με τέτοια λόγια, και γίνω ακόμα και άλλος Μωυσής σκοτώνοντας καλώς αυτόν που λέγει έκφυλα και εχθρικά. Αλλά για να μη συμβεί αυτό σας παρακαλώ και ικετεύω, σας εκλιπαρώ με όλη την καρδιά και την ψυχή μου, παύσετε τις κακίες σας, σταματήστε τις πονηρίες σας….
(2,321)
(ΕΠΕ, Φιλοκαλία έργα Θοδώρου Στουδίτου,επιλογες τόμων,σελιδες)
Στο τέκνο του τον Λουκιανό.
Ο καλός Θεός μας, γνωρίζοντας την ολισθηρότητα της ανθρώπινης φύσεως, και ότι, και αν ακόμα κάποιος νομίζει πώς βαδίζει σωστά, με λίγη νωθρότητα, χωρίς να το καταλάβει, σκοντάφτει και πέφτει, από αγάπη προς τον άνθρωπο, τού δώρισε τη μετάνοια, η οποία τον σηκώνει από την πτώση και τον επαναφέρει στην αρχική υγεία του. Επειδή λοιπόν και συ, αδελφέ μου, έπαθες αυτό που έπαθες, και συμπλήρωσες τον χρόνο της αξιόλογης μετάνοιας, με μεγάλη κατάνυξη και πάρα πολλά δάκρυα, όπως έχω ακούσει, ώστε να έχεις εξιλεώσει τον Θεό, και ζητάς τώρα συγχώρηση, όπως μου δήλωσε ο οικονόμος και ο παραοικονόμος, είθε να σου δοθεί από τον Κύριο, και να είσαι υγιής από τώρα, υιέ μου, και να χαίρεσαι ενωμένος με τον Χριστό, χωρίς να συμβαίνει να δίνεις στο εξής εγγυήσεις στον Δεσπότη, αλλά να πεθαίνεις για αυτόν, όπως και εκείνος έπαθε για σένα. Προηγουμένως βέβαια με γράμμα μου ο ανάξιος σου είπα κλαίοντας, Αδάμ, που είσαι;»36, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Θεού, επειδή κατά κάποιον τρόπο εξέπεσες από την υψηλή παραδοσιακή ζωή. Τώρα όμως θεωρώ απαραίτητο να τολμήσω ο ταλαίπωρος να σου πω: Ειρήνη σε σένα, σήκω, σε διατάζει ο Χριστός. Είθε να ζήσεις αιώνια.
(ΕΠΕ Φιλοκαλία, έργα Θεοδώρου τομος 3,479)
Το ότι ο Χρυσόστομος είπε, «Ο δικός μας Χριστός δεν ζωγραφίζεται στους τοίχους», εγκωμιάζοντας τον άγιο Ρωμανό, δεν πρέπει να ερμηνεύεται κατά λέξη, αλλά πρέπει να γνωρίζουμε με ποιόν μιλώντας το είπε, γιατί στις ομιλίες πρέπει να κοιτάζουμε και τον χρόνο και το πρόσωπο και τον τρόπο με τον οποίο έγιναν. Τον χρόνο, επειδή δεν είχαν νομοθετηθεί στους παλιούς τα ίδια με μας που ζούμε στα χρόνια της χάριτος. Το πρόσωπο, γιατί άλλο είναι το αιρετικό, και άλλο το πρόσωπο του ορθοδόξου. Τον τρόπο, γιατί, δεν είναι το ίδιο να συζητά κανείς δογματικά, και να απευθύνει λόγο πιο απλοϊκό. Με ποιόν λοιπόν συζητούσε ο Χρυσόστομος; Άραγε με ορθόδοξο που αναστήλωνε την εικόνα του Χριστού; Κάθε άλλο, αλλά με κάποιον ειδωλολάτρη, ο οποίος την αιτία που είναι ανώτερη όλων, την χαρακτηρίζει πιο τελευταία και από τα τελευταία όντα, όπως λέει ο θείος Διονύσιος και δεν δέχεται ότι αυτή υπερέχει από τα άθεα και πολυειδή μορφώματα που πλάθονται από αυτόν. Καλώς λοιπόν και πολύ εύλογα είπε ο πατέρας• «Ο δικός μας Χριστός δεν ζωγραφίζεται στους τοίχους» (εξυπακούεται βέβαια ως προς τη φύση της θεότητας), όπως οι θεοί εκείνου που στήνονταν στους τοίχους και περιορίζονταν εκεί, χωρίς να έχουν κανένα άλλο νόημα παρά μόνο ότι βλέπονται από αυτούς που τους βλέπουν…
(ΕΠΕ Φιλοκαλία, έργα Θεοδώρου τομος 3, 455)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 94.
Όπως το κερί, αν δε θερμανθεί και μαλαχθεί πολλή ώρα, δεν μπορεί να δεχθεί τη σφραγίδα που του επιτίθεται, έτσι και ο άνθρωπος, αν δεν δοκιμασθεί με κόπους και ασθένειες, δεν μπορεί να χωρέσει τη σφραγίδα της αρετής του Θεού . Γι’ αυτό ο μεν Κύριος λέγει στο θεσπέσιο Παύλο, «σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου τελειώνεται μέσα στην ασθένεια». Ο ίδιος δε ο απόστολος καυχιέται λέγοντας «με μεγάλη χαρά θα καυχηθώ μάλλον για τις ασθένειες μου, για να σκηνώσει επάνω μου η δύναμη του Χριστού» .
Αλλά και στο βιβλίο των Παροιμιών γράφεται, «όποιον αγαπά ο Κύριος, τον παιδεύει και μαστιγώνει κάθε υιό που τον αναγνωρίζει» . Βέβαια ο απόστολος ασθένειες λέγει τις επιθέσεις των εχθρών του σταυρού που συνέβαιναν συνεχώς εναντίον αυτού και των τότε άγιων, για να μη υπερηφανεύονται, όπως δηλώνει ο ίδιος, για τις υπεροχικές αποκαλύψεις.
Αλλ’ αυτοί με την ταπείνωση ενέμεναν περισσότερο στην κατάσταση της τελειότητας, φυλάσσοντας όσια το θείο δώρο δια των πυκνών εξουδενώσεων.
Εμείς βέβαια ασθένειες ονομάζουμε εδώ τους πονηρούς λογισμούς και τις σωματικές ανωμαλίες. Πραγματικά, τότε τα σώματα των αγίων που αγωνίζονταν εναντίον της αμαρτίας, καθώς παραδίδονταν σε θανατηφόρες κακοποιήσεις και σε διάφορες άλλες θλίψεις, στέκονταν πολύ ψηλότερα από τα πάθη που εισήλθαν από την αμαρτία στην ανθρώπινη φύση. Τώρα όμως, επειδή χάρη στον Κύριο επικρατεί ειρήνη στις Εκκλησίες, γι’ αυτό το σώμα των αγωνιστών της ευσέβειας πρέπει να δοκιμάζεται με συνεχείς ανωμαλίες και η ψυχή με πονηρούς λογισμούς , και μάλιστα εκείνων στους οποίους ενεργεί η γνώση με όλη τη συναίσθηση και τη βεβαιότητα. Έτσι θα είναι έξω από κάθε κενοδοξία και έπαρση και, όπως είπα, θα μπορέσουν με την πολλή ταπείνωση να χωρέσουν στις καρδιές τη σφραγίδα του θείου κάλλους σύμφωνα με τον άγιο που λέγει: «σημειώθηκε επάνω μας το φως του προσώπου σου, Κύριε».
Πρέπει λοιπόν να υπομένουμε μ’ ευχαριστίες τις βουλές του Κυρίου, γιατί τότε θα μας υπολογισθεί σαν είδος δευτέρου μαρτυρίου και η συνέχιση των νόσων και η μάχη προς τους δαιμονιακούς λογισμούς. Γιατί εκείνος που έλεγε τότε στους αγίους μάρτυρες δια μέσου των ανόμων εκείνων αρχόντων, «αρνηθείτε το Χριστό, ποθήστε τις κοσμικές δόξες», στέκεται και τώρα προσωπικά λέγοντας αδιάκοπα στους δούλους του Θεού τα ίδια πράγματα.
Αυτός που βασάνιζε τα σώματα των δικαίων και έβριζε με το χειρότερο τρόπο τους τιμημένους διδασκάλους δια μέσου των υπηρετών των διαβολικών εκείνων φρονημάτων, ο ίδιος και τώρα επιφέρει στους ομολογητές της ευσέβειας τα διάφορα πάθη μαζί με πολλές ύβρεις και εξευτελισμούς, όταν μάλιστα αυτά βοηθούν αποτελεσματικά τους ταλαιπωρημένους πένητες για τη δόξα του Κυρίου.
Και γι’ αυτό πρέπει να επιτελούμε με βεβαιότητα και υπομονή το μαρτύριο της συνειδήσεώς μας ενώπιον του Θεού. Γιατί λέγει, «υπέμεινα με ζήλο τον Κύριο, και αυτός με πρόσεξε» .
(ΕΠΕ, Φιλοκαλία,Διαδόχου Φωτικής σελ.271-275)
‘Θα τα πω όλα στο Θεό!’ Αυτή ήταν η τελευταία φράση ενός αγοριού στη Συρία λίγο πριν ξεψυχήσει. Όταν το διάβασα συγκλονίστηκα αλλά αμέσως το μυαλό μου ανέτρεξε στην Αποκάλυψη και ηρέμησε η καρδιά μου!
Διαβάζοντας την Αποκάλυψη του Ιωάννη βλέπουμε όλο το βιβλίο να το διαπερνά η έννοια του αγώνα του Εσφαγμένου Αρνίου, δηλαδή του Ιησού Χριστού. Αφού νίκησε ο Χριστός το Σατανά από την πρώτη Του Παρουσία επί της γης και συμβασιλεύοντας ήδη μετά του Πατρός στον Ουρανό, είναι και τώρα ο πραγματικός Κύριος του κόσμου και των όσων συμβαίνουν σε αυτόν. Και παρά την προσωρινή και περιορισμένη επικράτηση του σατανά στον παρόντα αιώνα, θα έρθει ως Κριτής και Βασιλέας για να εκμηδενίσει το σατανά και να κρίνει ζώντες και νεκρούς, αποδίδοντας στον καθένα κατά τα έργα του και θα εγκαθιδρύσει νέα τάξη πραγμάτων σε καινούριο ουρανό και καινούρια γη, τη Νέα Ιερουσαλήμ, αποτελούμενη από την Θριαμβεύουσα στον Ουρανό Εκκλησία των πιστών η οποία θα απολαύσει εις το διηνεκές σε άληκτη κοινωνία μετά του Θεού τη Μακαριότητα και τη Δόξα Του!
Αν δεν υπήρχε αυτή η προοπτική της Νέας Ιερουσαλήμ, αν δεν είχε αναστηθεί ο Χριστός, η ζωή θα ήταν αβίωτη, μια τραγωδία, ένας μάταιος αγώνας επιβίωσης! Μια ζωή χωρίς ελπίδα, χωρίς νόημα, χωρίς προορισμό! Αυτό το παιδί θα τα πει όλα στο Θεό… ό,τι του έκαναν, όλα όσα είδαν τα αθώα ματάκια του, όλη τη θηριωδία του πολέμου που εξελίχθηκε μπροστά του τραυματίζοντας την αγνή ψυχή του! Αυτό το παιδί ξέρει ότι υπάρχει Θεός και θα πάει να του πει το παράπονο του… ότι δεν έπαιξε, ότι δεν είχε ειρήνη στην καρδιά του, ότι είδε να σκοτώνουν τους γονείς του, ότι είδε πτώματα να κείτονται μπροστά του αντί για μπάλες και αυτοκινητάκια! Ένα παιδί που χωρίς να ξέρει το λόγο βρέθηκε να ξεψυχά πριν ακόμα καλά καλά προλάβει να ανοίξει τα φτερά του.
Ήταν πολύ μικρός για να καταλάβει ότι υπάρχουν άνθρωποι που εργάζονται για το διάβολο σ’ αυτή την προσωρινή κυριαρχία του σε αυτόν τον κόσμο και τον διευκολύνουν στη δουλειά του, ότι όλοι βιώνουμε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τα αποτελέσματα αυτής της συνεργασίας… πόλεμοι, εγκλήματα, φυσικές καταστροφές!
Όλοι όμως θα λογοδοτήσουν και θα κριθούν κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου! Αυτός θα πει την τελευταία λέξη για όλους! Σπουδαία παρηγοριά, να ξέρεις ότι η ιστορία δεν τελειώνει εδώ, με το θάνατο ,αλλά συνεχίζεται και στον άλλο κόσμο… την τελική υπογραφή για το αν θα περάσουμε στον Παράδεισο ή στην Κόλαση θα τη βάλει ο Κύριος με τη Δεύτερη Έλευση Του! Και όπως έχει πει και ο Άγιος Παίσιος ‘ Θα είχα τρελαθεί με την αδικία αυτού του κόσμου αν δεν ήξερα ότι η τελευταία λέξη είναι του Κυρίου!’ (Α.Κ.)
Διαβάζοντας το βίο της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας η ψυχή μου συνεκλονίσθη από τη μεταστροφή αυτής της γυναίκας! Έζησε το 344-421μ.χ και για δεκαεπτά χρόνια έκανε άσωτη ζωή. Μια μέρα από περιέργεια βρέθηκε στα Ιεροσόλυμα , στο προσκύνημα του Τιμίου Σταυρού. Είναι συγκλονιστικό ότι προσπάθησε δειλά δειλά να μπει αρκετές φορές στο Ναό της Αναστάσεως αλλά μια δύναμη τη σταματούσε. Όμως η καρδιά της με τη χάρη της Παναγίας αισθάνθηκε μεγάλη μετάνοια και κατάφερε και προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό! Από τότε άλλαξε ζωή και μέχρι σήμερα αποτελεί υπόδειγμα μετάνοιας και ασκήσεως! Η Μαρία η Αιγυπτία όμως είναι μια εκ των πολλών περιπτώσεων όπου βλέπουμε την ευσπλαχνία και τη συγχωρητικότητα του Θεού!
Τη Μ.Τρίτη ακούμε στο τροπάριο της Κασσιανής για μια πόρνη που συναισθανόμενη τη θεότητα του Χριστού, πέφτει στα πόδια του, τα αλείφει με μύρο και Του ζητά να δεχτεί τα δάκρυα της που χύνονται εξαιτίας της αμαρτωλότητας της.
Ποιος δε θυμάται και το ληστή όταν πάνω στο σταυρό την ύστατη ώρα λέει στον Κύριο ‘ Μνήσθητι μου Κύριε όταν έλθης εν τη Βασιλεία Σου’.
Καταγράφω μόνο τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις μετανοίας ανθρώπων των οποίων αν έβλεπε κάποιος πρωτύτερα τα έργα και τις ημέρες τους θα έλεγε με σιγουριά ότι αυτοί οι άνθρωποι θα καούν στην κόλαση, έχοντας φυσικά διασφαλίσει για λογαριασμό του το κλειδί του Παραδείσου αυτοδικαιώνοντας τον εαυτό του! ‘Μα ναι, είμαι ενάρετος, πάω στην εκκλησία, προσεύχομα, κοινωνώ, κάνω και καμία ελεημοσύνη!’ Ξεχνά όμως ότι η αυτοδικαίωση είναι του διαβόλου καθώς κρύβει μέσα της εγωισμό, αλαζονεία και υπερηφάνεια! Και φυσικά γι’αυτόν το ότι κατακρίνει, μνησικακεί, δε συγχωρεί, δεν έχουν σημασία! Ο Κύριος όμως είπε ‘ Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν’ [ Ματθ.25,34] και οι άσπλαχνοι θα ακούσουν ‘Πορεύεσθε απ’εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον..’
Για κανέναν λοιπόν δεν πρέπει να λέμε αυτός θα σωθεί και αυτός όχι! Μην ξεχνάμε άλλωστε και την περίπτωση του Ιούδα ο οποίος ήταν μαθητής του Χριστού, έκατσε δίπλα του για χρόνια, άκουγε τη διδασκαλία Του, έβλεπε τα θαύματα Του αλλά στο τέλος και Τον πρόδωσε αλλά και δε μετανόησε για την προδοσία του! Ένας άνθρωπος που έζησε δίπλα στο Θεάνθρωπο… τι ειρωνία!
Μια στιγμή μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή. Μια στιγμή μπορεί να σου αλλάξει θέση και να σε βάλει από την κόλαση στον παράδεισο και αντίστροφα! Μπορεί όλη σου τη ζωή να είσαι αμαρτωλός αλλά ένα δάκρυ αληθινής μετανοίας να σου χαρίσει τη Βασιλεία των Ουρανών! Μπορεί όμως και όλη σου τη ζωή να είσαι ενάρετος και καλός χριστιανός αλλά μια χαμένη ευκαιρία ελεημοσύνης και ευσπλαχνίας να σε αφήσει απ’ έξω! Ο Κύριος που εξετάζει νεφρούς και καρδίας μόνο Εκείνος ξέρει ποιοι θα σωθούν! Γι’αυτό ας έχουμε πάντα στο μυαλό μας το δεύτερο μακαρισμό ‘ Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται’. Μακάριοι δηλαδή είναι εκείνοι που όχι απλώς λυπούνται αλλά πενθούν για τις δικές τους αμαρτίες αλλά και των άλλων ανθρώπων γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν από το Θεό στο μέγιστο βαθμό! (Α>Κ)