Για τον Γέροντα Ιωσήφ, ο κύριος εχθρός της αγάπης προς τον πλησίον, εκείνο το οποίο την εμποδίζει να ολοκληρωθεί ή εκείνο το οποίο απειλεί να καταστρέψει τον «σύνδεσμο της αγάπης» είναι η κρίση του πλησίον.
Καθώς ο άνθρωπος κοιτάζει τα λάθη ή τις ελλείψεις των άλλων, ευρίσκεται συνεργός του πονηρού, ο οποίος αναζητεί να φέρει την αντίθεση μεταξύ των ανθρώπων και να καταστρέψει τον σύνδεσμο της αγάπης που υπάρχει μεταξύ των αδελφών, για να κατακτήσει τις ψυχές τους και να τους κάμει παίγνιον της κακίας και της πανουργίας του. Αυτός ο οποίος κρίνει τον άλλον αμέσως χάνει την χάρη και γίνεται απρόκοπος εις το αγαθόν.
Η κατάκριση είναι βαθιά συνδεδεμένη με την αυτοδικαίωση, δηλαδή με το να θεωρεί κανείς τον εαυτό του ως δίκαιο (και ως σημείο αναφοράς ή ως κανόνα) και κατά συνέπεια με το να δικαιολογεί τις ιδικές του ελλείψεις και τα ιδικά του λάθη. Για τον λόγο αυτόν το κύριο μέσο για να αποφεύγει κανείς να κρίνει τον άλλον είναι να αποκτήσει αυτογνωσία και να κρίνει τον εαυτόν του, να γνωρίζει την ιδίαν ασθένεια, τα πάθη και ελαττώματα, να αποκτήσει συναίσθηση της ιδικής του αμαρτίας και να καταδικάζει τον εαυτό του.
Θα πρέπει ταυτοχρόνως να είναι κανείς εντελώς τυφλός, όσον αφορά τις ελλείψεις των άλλων, και εξ αντιθέτου να είναι προσεκτικός να ανακαλύψει τα προτερήματά τους, διότι ο Θεός έχει δώσει προτερήματα ιδιαίτερα σε κάθε άνθρωπο, και για να είναι κανείς δίκαιος προς τον Θεό πρέπει να τα αναγνωρίζει.
«Και τούτο είναι αληθώς το υστέρημα όπου πάσχομεν ημείς οι άνθρωποι του ογδόου αιώνος. Όπου δεν αναγνωρίζομεν ο είς του ετέρου το χάρισμα… Αυτό που έχει ο ένας δεν το έχει ο άλλος. Και, αν αναγνωρίζωμεν τούτο, πολλή ταπείνωσις γίνεται. Καθότι τιμάται και δοξάζεται ο Θεός, όστις ποικιλοτρόπως εστόλισε τους ανθρώπους και υπέδειξεν ανισότητα εις όλα του τα δημιουργήματα», λέει ο Γέροντας Ιωσήφ.
Επειδή δεν εδέχθησαν από τον Θεό όλοι τα ίδια χαρίσματα, δεν μπορεί να κρίνουμε τον άνθρωπο διότι δεν έχει το ένα ή το άλλο χάρισμα – και παρουσιάζει το ένα ή το άλλο ελάττωμα – καθιστώντας τον έτσι υπεύθυνο και κατηγορώντας τον. Καθόσον όλα τα αγαθά που διαθέτουν οι άνθρωποι προέρχονται από τον Θεό, εάν ένας άνθρωπος στερείται το ένα ή το άλλο χάρισμα, θα πρέπει να λέμε ότι αυτό συμβαίνει, διότι ο Θεός δεν του το έδωσε. Αντί να προσάπτουμε στον πλησίον την απουσία αυτού του χαρίσματος, πρέπει να τον συμπαθούμε και να ζητούμε από τον Θεό να του δώσει αυτό το οποίο του λείπει.
Αλλά επειδή ο Θεός δίδει πλουσίως την χάρη του σε όλους, θα πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι εάν ο πλησίον δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο πνευματικό χάρισμα, τούτο συμβαίνει επειδή διάφοροι παράγοντες τον εμποδίζουν να το λάβει από τον Θεό. Ο Γέροντας Ιωσήφ υπενθυμίζει τους τρεις εχθρούς που πολεμούν το ανθρώπινο γένος: τον διάβολο, την πεπτωκυία φύση και την κακή συνήθεια.
Όταν ο πλησίον διαπράττει κάποιο λάθος, αυτούς τους τρεις εχθρούς πρέπει να καταδικάσουμε και όχι τον πλησίον: ο πλησίον μας είναι μόνον το θύμα των τριών αυτών αντιπάλων και έτσι μάλλον πρέπει να του δείχνουμε συμπάθεια και να παρακαλούμε να ελευθερωθεί από αυτούς.
(Jean Claude Larchet, Η αγάπη προς τον πλησίον κατά τον Γέροντα Ιωσήφ, ΙΝ: Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Άγιον Όρος- Φιλοκαλική Εμπειρία. Πρακτικά Διορθοδόξων Επιστημονικών Συνεδρίων Αθηνών (2004) και Λεμεσού (2005))
του π. Χαραλάμπους Παπαδοπούλου.
Κοιτούσα την εικόνα του αγίου Δημητρίου, και η μνήμη μου περπάτησε στην Θεσσαλονίκη, συγκεκριμένα στο ναό του. Θυμήθηκα αυτό το θαύμα του μύρου που τρέχει από το κορμί του αγίου και κερνάει πικραμένες καρδιές. Όχι «καθαρές» πικραμένες, πληγωμένες και αναγκεμένες.
Τι όμορφο να μην αγιάζει μόνο η ψυχή μα και το κορμί. Να σου λέει ο Θεός, ολόκληρο σε θέλω κι ας μας έχουν στο όνομα της «θρησκείας» τεμαχίσει εδώ και αιώνες.
Και το κορμί μετέχει στο αγιασμό, στην δόξα, στην ομορφιά της βασιλείας Του. Έτσι πεσμένο κι αυτό, κουρελιασμένο και ρακένδυτο, απο κάθε "αρετή" και επιβεβαίωση του "εγώ" το ντύνει ο Θεός με την Χάρι Του.
Και κάπου εκεί, στις σκέψεις αυτές, θυμήθηκα τον Άγιο Γέροντα Ευμένιο Σαριδάκη. Όταν τον έφεραν στο χωριό του την Εθιά, διπλά ακριβώς το δικό μου χωριό. Τρεις μέρες σχεδόν άταφος. Τι φως ήταν αυτό στο πρόσωπο του; Τι λάμψη; Δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
Μα πιο πολύ δεν θα λησμονήσω, πως στάθηκα σε όλη την εξόδιο ακολουθία στο ύψος το ποδιών του. Στις πατούσες του συγκεκριμένα. Δεν του φορούσαν παπούτσια αλλά κάτι μαύρες κάλτσες. Όταν τελείωσε η ακολουθία, και περάσαμε να το αποχαιρετίσουμε, αισθάνθηκα την ανάγκη να τον ακουμπήσω. Δε μου έφταναν μονάχα οι ευχές ήθελα και μια τελευταία αγκαλιά. Έπιασα τα πόδια του, τα φίλησα και έβραζαν. Ήταν ζεστά και μαλακά. Ήταν το πιο ζεστό κορμί που άγγιξα ποτέ μου, τρεις μέρες άταφο, μα ζωντανό.
ΛΟΓΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΛΑΝΗ.
Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
Να θυμάσαι και να φοβάσαι δύο λογισμούς. Ο ένας λέει: «Είσαι άγιος»·
και ο άλλος: «Δεν θα σωθείς».
Και οι δύο αυτοί λογισμοί προέρχονται από τον εχθρό και δεν έχουν αλήθεια μέσα τους. Εσύ, όμως, να σκέφτεσαι:
«Εγώ είμαι μεγάλος αμαρτωλός, αλλά ο Ελεήμων Κύριος αγαπά πολύ τους ανθρώπους και θα συγχωρέσει και σ’ εμένα τις αμαρτίες μου».
Πίστευε έτσι, και θα γίνει σύμφωνα με την πίστη σου: Θα σε συγχωρήσει ο Κύριος. Μην βασίζεσαι, όμως, στους προσωπικούς σου αγώνες, έστω και αν είσαι μεγάλος ασκητής. Ένας ασκητής μου έλεγε: «Βεβαίως θα ελεηθώ, γιατί κάνω τόσες μετάνοιες την ημέρα». Όταν, όμως, ήρθε ο θάνατος, «διέρρηξε τα ιμάτιά του».
Όχι, λοιπόν, για τις ασκήσεις μας, αλλά δωρεάν, κατά την χάρη Του ελεεί ο Κύριος. Ο Κύριος θέλει την ψυχή να είναι ταπεινή, άκακη και να συγχωρεί τους πάντες με αγάπη· τότε και ο Κύριος συγχωρεί με χαρά. Ο Κύριος τους αγαπά όλους και εμείς οφείλουμε να Τον μιμούμαστε και να αγαπούμε τους πάντες και, αν δεν μπορούμε, τότε πρέπει να Τον παρακαλούμε, και ο Κύριος δεν θα αρνηθεί αλλά θα βοηθήσει με την χάρη Του.
Όταν ήμουν αρχάριος, γνώρισα την αγάπη του Θεού, που είναι απερίγραπτη. Η ψυχή αισθάνεται συν Θεώ και εν Θεώ, και το πνεύμα χαίρεται για τον Κύριο, έστω κι αν το σώμα αποκάμνει από την αγαθότητα του Θεού. Μπορείς, όμως, να χάσεις αυτήν την χάρη και με έναν κακό λογισμό.
Με τον κακό λογισμό εισέρχεται μέσα μας μία εχθρική δύναμη και τότε σκοτίζεται η ψυχή και την βασανίζουν κακές σκέψεις. Τότε ο άνθρωπος αισθάνεται την απώλειά του και καταλαβαίνει ότι ο ίδιος, χωρίς την χάρη του Θεού, είναι μόνο «γη και σποδός».
Η ψυχή που γνώρισε τον Κύριο, μαθαίνει από την μακροχρόνια πείρα της ότι, αν ο άνθρωπος ζει σύμφωνα με τις εντολές, τότε αισθάνεται, έστω και λίγο, την χάρη μέσα του κι έχει παρρησία στην προσευχή. Αν, όμως, αμαρτήσει με κάποιον λογισμό και δεν μετανοήσει, τότε κρύβεται η χάρη και η ψυχή θρηνεί και οδύρεται ενώπιον του Θεού.
Έτσι η ψυχή διέρχεται όλη της την ζωή στον αγώνα με τους λογισμούς. Εσύ, όμως, μην μένεις στην ακηδία εξαιτίας του αγώνα, γιατί ο Κύριος αγαπά τον ανδρείο αγωνιστή.
(Ο άγιος Αμβρόσιος επίσκοπος Μεδιολάνων (Μιλάνου) τα έτη 373-397 μ.Χ. αντιδρά στην απαίτηση της Ιουστίνας, μητέρας του αυτοκράτορα της Δύσεως Ουαλεντινιανού και του ιδίου του αυτοκράτορα, να παραδώσει τον ορθόδοξο ναό στους αιρετικούς αρειανούς).
Η Ιουστίνη τότε εζήτησεν εν ονόματι του δευτεροτόκου υιού της και ήδη βασιλέως Ουαλεντινιανού του Β’ να παραχωρήση ο Αμβρόσιος την έξω της πόλεως Πορτιανήν λεγόμενην εκκλησίαν, δια να πανηγυρίση εκεί ομού με τους ευαριθμοτάτους αρειανούς των Μεδιολάνων την εορτή του Πάσχα. Ο Αμβρόσιος απεποιήθη· ευλόγως δε. Παραχωρών τον ορθόδοξον ναόν προς σκοπόν τοιούτον, θα καθίστατο ένοχος επί αναγνωρίσει του αρειανισμού.
Αλλ’ η Ιουστίνη πληγείσα εις τον εγωϊσμό της, προέβαλε νέαν ακόμη θρασυτέραν αξίωσιν. Απήτησε δηλαδή να τη παραχωρηθή μεγαλύτερος ναός, ο της Νέας Βασιλικής, ο οποίος εκείνο εντός αυτής της πόλεως. Ο Αμβρόσιος ηρνήθη και πάλιν. Τότε η βασιλομήτωρ την Κυριακή των Βαΐων, ενώ ο επίσκοπος ελειτούργει εν τη νέα Βασιλική, έστειλε κρυφά στρατιώτας με εντολήν να καταλάβουν την Πορτιανήν και εγκαταστήσουν εν αυτή τον αρειανόν ιερέα Κάστουλον.
Η είδησις διεδόθη αμέσως, εν τη πόλει, πλήθος δε δραμόν εξεδίωξε τον αρειανόν λειτουργόν. Αλλ’ ο γενικός κοχλασμός ηρκείτο εις τούτο μόνον. Η έξαψις των ορθοδόξων υπήρχε τόση κατά της Ιουστίνης, ώστε ηπειλείτο στάσις. Και μόλις προελήφθη η έκρηξίς της δια των παρακλήσεων και των συμβούλων ιερέων και διακόνων, τους οποίους απέστειλεν ο Αμβρόσιος.
Η αγία και μεγάλη Τετάρτη εφώτισε σκηνήν δραματικωτάτην. Ήδη αυτός ο βασιλεύς Ουαλεντινιανός ο Β’, παρακινούμενος υπό της μητρός του, διέταξε στρατιώτας να κυκλώσουν την Νεάν Βασιλικήν. Οι Ορθόδοξοι εξηγέρθησαν· αλλ’ ο μέγας επίσκοπός των έβλεπεν ότι ηδύνατο να συμβή αιματοχυσία, την οποίαν απετροπιάζετο η ευγενής και φιλάνθρωπος ψυχή του. Διέταξε λοιπόν να μη γείνη καμμία αντίστασις ουδ’ επίθεσις κατά των στρατιωτών, απειλήσας δι’ αφορισμού εκείνους, οίτινες ήθελαν τυχόν παρακούσει.
Και συνέβη τότε παράδοξόν τι, το οποίον εμαρτύρει την μεγάλην και ακαταμάχητον επιρροήν του Αμβροσίου. Εξ’ αυτών των στρατιωτών,των σταλέντων να καταλάβουν την Νεάν Βασιλικήν, πολλοί αφήσαντες αυτήν, έσπευσαν εις την Παλαιάν Βασιλικήν, ένθα επληροφορήθησαν ότι ευρίσκετο ο επίσκοπός των. Τον εύρον δε εκφωνούντα λόγον εξ αφορμής περικοπής τινός εκ του βιβλίου του Ιώβ. Και ομιλών περί πειρασμών, μεταφέρων δε την ομιλίαν εις τον εαυτόν του και εις τα τότε συμβαίνοντα, είπε με την χαρακτηρίζουσαν την ψυχήν του δύναμιν και ελευθερίαν
«Με προστάττουσι να παραδώσω την Βασιλικήν· εγώ αποκρίνομαι:
Ούτε εις εμέ είνε θεμιτόν να παραδώσω, ούτε είς σε, αυτοκράτωρ, συμφέρον να παραλάβης αυτήν· τον οίκον του ιδιώτου ανθρώπου δεν έχεις εξουσίαν να αφαρπάσης, και νομίζεις, ότι θέλεις τολμήσει να αφαιρέσης τον οίκον του Θεού ;
-Εις τον αυτοκράτορα, λέγουν, πάντα είνε θεμιτά, πάντα ανήκουν εις αυτόν. Εγώ δε αποκρίνομαι:
μη ματαίως νόμιζε ότι ως αυτοκράτωρ έχεις και δίκαιόν τι επί των θείων πραγμάτων· μη επαίρου, αλλ’ εάν θέλης ίνα ο Θεός προστατεύη την ζωήν και την βασιλείαν σου, υποτάγηθι εις αυτόν. Η Γραφή λέγει: τα του Θεού τω Θεώ, και τα Καίσαρος Καίσαρι. Εις τον Καίσαρα τα παλάτια εις τον ιερέα η Εκκλησία.
- Αλλά λέγουν, ως από μέρους του αυτοκράτορος: «και εγώ πρέπει να έχω εκκλησίαν. Εγώ δε αποκρίνομαι:
«τι κοινόν έχεις συ προς την μοιχαλίδα, τουτέστι προς την εκκλησίαν των αρειανών;»
Έμεινε δε όλην την ημέραν και την νύκτα εκείνην εντός του ναού ο Αμβρόσιος, και ομού μ’ αυτόν πλήθος λαού, εν ύμνοις και ψαλμοίς. Εν τω μεταξύ ο Ουαλεντινιανός ο Β’ συνήλθεν. Αναμετρήσας τα συμβάντα, εννοήσας δε ότι άνευ της συνέσεως του επισκόπου η στάσις θα εξερρηγνύετο, διέταξε τους στρατιώτας να αποχωρήσουν εκ της Νέας Βασιλικής. Η είδησις έφερε μεγάλην χαράν εις όλον τον λαόν, και οι στρατιώται δε, προστρέχοντες εις τα ορθόδοξα θυσιαστήρια, τα κατησπάζοντο.
Αλλά το επόμενον έτος, 386, νέος ενέσκηψε αγών. Η Ιουστίνη ηννόει να εκδικηθή τον Αμβρόσιον και να ικανοποιήση τας αρειανάς της συμπαθείας. Έπεισε λοιπόν τον αυτοκράτορα υιόν της να εκδώση νόμον επιτρέποντα εις τους Αρειανούς να εκκλησιάζωνται, τιμωρούντα δε δια θανάτου τους Ορθόδοξους, οίτινες θ’ ανθίσταντο εις τούτο. Και τότε εζητήθη από τον Αμβρόσιον και πάλιν να παραδώση εις τους Αρειανούς την Εκκλησίαν της Πορτιανής. Αλλ’ η βασιλική αυθαιρεσία εύρεν αντιμέτωπιν την αυτήν επισκοπικήν άρνησιν. Και ο σθεναρός ποιμενάρχης αναφώνησε:
«Ο Ναβουθαί δεν ηθέλησε να παραδώση εις τον βασιλέα Αχαάβ, τον αμπελώνα, τον οποίον είχε παρά των πατέρων αυτού κληρονομίαν· και πρέπει εγώ να παραδώσω την κληρονομίαν του Χριστού; Ο Θεός φυλάξοι με του να παραδώσω την κληρονομιά των πατέρων μου, την κληρονομίαν του Αγίου Διονυσίου, του αποθανόντος εν τη εξορία υπέρ της πίστεως, την κληρονομίαν του ομολογητού Ευστοργίου, την κληρονομίαν του Αγίου Μυροκλέους, και τοσούτων άλλων αγίων επισκόπων προκατόχων μου».
Ο αυτοκράτωρ, μη αναμένων την τόσην τόλμην, παρωξύνθη δεινώς· μη αναμετρών δε τας συνεπείας, απεφάσισε να συλλάβη και να εξορίση τον Αμβρόσιον.
Αλλ’ ούτος μετά του περί αυτόν κλήρου έμεινεν αρκετάς ήμερας και νύκτας εντός του ναού, ενώ ο λαός των Μεδιολάνων εφρούρει έσω και έξω, έτοιμος να θυσιασθή υπέρ του επισκόπου.
Ο αυτοκράτωρ μη θεωρών ακίνδυνον την βίαν, απεπειράθη να επιτύχη δια δόλου. Δια του δημάρχου δηλαδή Δαλματίου εκάλεσε τον Αμβρόσιον, να προσέλθη εις τα ανάκτορα δια να συζητήση επί παρουσία διακεκριμένων αρχόντων μετά του επισκόπου των Αρειανών Αυξεντίου. Αλλ’ η επιβουλή δεν ετελεσφόρησεν.
Ο Αμβρόσιος απήντησεν, ότι εις τα ζητήματα της πίστεως και της εκκλησιαστικής διδασκαλίας κριταί δύνανται να γείνουν επίσκοποι μόνον. Βασιλεύς τότε και βασιλομήτωρ κατείδον ότι ενυπήρχε πολύς κίνδυνος εις το πολεμείν προς τοιούτον ήρωα της Εκκλησίας και τον αφήκαν ήσυχον.
(Ο Βίοι των αγίων, Μιχαήλ Γαλανού, εκδ. Αποστολικής Διακονίας,τόμος 4, σελ.42-44 στο μήνα Δεκέμβριο)
1) "Κάποιος μοναχός, Πέτρος στο όνομα, πήγε να ζήσει κοντά σε έναν ηλικιωμένο μοναχό σε κάποιον τόπο ερημικό και δασώδη που λεγόταν Εβασά.
Ο γέροντας αυτός του διηγήθηκε ότι πριν κατοικήσει στην ερημιά, είχε αρρωστήσει και πέθανε.
Σύντομα όμως ξαναγύρισε στο σώμα και έλεγε ότι είδε τα βασανιστήρια του άδη και αμέτρητους τόπους φωτιάς, διαβεβαίωνε μάλιστα ότι είδε και κάποιους ισχυρούς του κόσμου τούτου κρεμασμένους μέσα στις φλόγες. Καθώς λοιπόν τον πήγαν και αυτόν για να τον ρίξουν εκεί, παρουσιάστηκε ξαφνικά, όπως έλεγε, ένας ολόλαμπρος άγγελος, ο οποίος δεν άφησε να τον ρίξουν στην φωτιά, αλλά του είπε:
“Πήγαινε, και μετά από αυτά βλέπε πώς θα ζήσεις, προσέχοντας τον εαυτό σου”.
Με τα λόγια αυτά, τα μέλη του ξαναζεστάθηκαν σιγά σιγά, ξύπνησε από τον ύπνο του αιώνιου θανάτου και διηγήθηκε όλα όσα του συνέβησαν. Από εκεί και πέρα σε τόσες νηστείες και αγρυπνίες έδωσε τον εαυτό του, επειδή είδε και φοβήθηκε τα βασανιστήρια του άδη, ώστε και να σώπαινε η γλώσσα του, μιλούσε ο τρόπος της ζωής του. Έτσι λοιπόν ο θάνατος του πραγματοποιήθηκε με τη θαυμαστή πρόνοια του Θεού, για να μην πεθάνει αιώνια.
Επειδή η ανθρώπινη καρδιά έχει πάρα πολύ βαριά σκληρότητα, η παρουσίαση των βασανιστηρίων ίσως κάποτε να μπορέσει να τη φέρει σε μετάνοια. κάποτε όμως αυτό σε μερικούς γίνεται αιτία για μεγαλύτερη καταδίκη, όταν αυτοί, αφού είδαν εκείνα τα φοβερά και γύρισαν στην εδώ ζωή, έμειναν πάλι ίδιοι και αδιόρθωτοι, και δεν έχουν πια καμιά δικαιολογία."
(Ευεργετινός, τόμος Α, εκδ. το περιβόλι της Παναγιας, σελ.84-85)
2) "ΈΝΑΣ νέος πόθησε ν' αφιερώση τη ζωή του στο Θεό, ακολουθώντας τον ερημικό βίο. Η μητέρα του όμως δεν τον άφηνε κι έκανε ό,τι μπορούσε να τον εμποδίση.
-Αμαρτάνεις στον Θεό, της έλεγε συχνά εκείνος, βάζοντας στο δρόμο του τόσα προσκόμματα. Θέλω να φύγω, να σώσω την ψυχή μου.
Τέλος, με τα πολλά κατάφερε να την πείση. Έφυγε ευθύς στην έρημο, βρήκε μια καλύβα κι έμεινε εκεί ν' ασκητεύη μόνος. Ύστερα από λίγο καιρό πέθανε κι η μητέρα του που δεν ήταν καθόλου χριστιανή.
Στην αρχή ο νέος ερημίτης πήγαινε καλά, αγωνιζόταν. Με τον καιρό όμως άρχισε να χάνη τον πρώτο ζήλο του. Βαρέθηκε τη μοναξιά, παραμέλησε τα καθήκοντά του που είχε σαν μοναχός και στο τέλος κατάντησε να μή δίνη σημασία για τη σωτηρία του.
Κάποτε αρρώστησε βαρειά και λίγο έλειψε να πεθάνη. Ένας αδελφός, που από αγάπη τον φρόντιζε, τον είδε να πέφτη εξαντλημένος σε βαθιά λιποθυμία. Ο ίδιος, όπως διηγείτο αργότερα, ένοιωσε να χωρίζεται βίαια η ψυχή από το σώμα του και να βυθίζεται στη σκοτεινή άβυσσο της Κολάσεως. Εκεί, ανάμεσα στους άλλους κολασμένους, βρήκε τη μητέρα του. Τον είδε κι εκείνη η δυστυχισμένη και σάστισε.
-Κι εσύ, γυιέ μου, του είπε θρηνώντας, σε τούτο τον καταραμένο τόπο της απελπισίας καταδικάστηκες; Πού είναι λοιπόν τα λόγια που μου έλεγες, πως θέλεις να σώσης την ψυχή σου; Έγινες καλόγηρος, μα δεν την έσωσες.
Τόσο ντροπιάστηκε ο Μοναχός από τη δίκαιη εκείνη παρατήρησι, που δεν έβρισκε λόγια να δικαιολογηθή. Ευχόταν τη στιγμή εκείνη ν΄άνοιγε πιο βαθειά ο Άδης να τον κρύψη, παρά ν' ακούη τον έλεγχο της μάνας του. Στη δύσκολη θέσι που βρισκόταν, του φάνηκε πως άκουσε την προσταγή:
-Πάρτε τον πίσω. Του χαρίζεται λίγη προθεσμία να διορθωθή.
Ύστερα απ' αυτό ήρθε στις αισθήσεις του. Τρομαγμένος διηγήθηκε στον Αδελφό του όσα είχε ιδεί κι ακούσει. Σε λίγες μέρες έγινε καλά από την αρρώστια του, αλλά και ψυχικά αναγεννήθηκε. Κλείστηκε στην καλύβα του και φρόντιζε με φόβο και τρόμο για τη σωτηρία της ψυχής του. Κάθε μέρα έκλαιγε με δάκρυα πικρά, βαθειά μετανοημένος για την περασμένη του αμέλεια.
-Μην κάνης έτσι, Αδελφέ, του έλεγαν οι Γέροντες, θ' αρρωστήσης πάλι από την υπερβολική σου θλίψι.
-Αν δεν υπέφερα, Πατέρες μου, τους έλεγε εκείνος, το ντρόπιασμα της μήτερας μου, πώς θα υπομείνω τάχα την καταισχύνη που θα μου κάνη ο Κριτής μπροστά στους Αγγέλους, στους Δικαίους και σ' όλους τους συνανθρώπους μου τη φοβερή στιγμή που θα με κρίνη;
Με τη μελέτη αυτή ο πρώην αμελής Ερημίτης έφτασε σε αγιότητα."
(Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία, σελ. 163)
3) "Δεν θα παραλείψω να σου αναφέρω και την ιστορία του Ησυχίου του Χωρηβίτη. Αυτός ζούσε πάντοτε με πλήρη αμέλεια, χωρίς να φροντίζει καθόλου για την ψυχή του.
Κάποτε λοιπόν ασθένησε πάρα πολύ βαρειά, ώστε για μια ολόκληρη ώρα φαινόταν ότι είχε πεθάνει. Συνήλθε όμως πάλι, και μας παρακάλεσε να φύγομε αμέσως όλοι. Έκτισε τότε τη θύρα του κελλιού του, και έμεινε μέσα σ' αυτό δώδεκα χρόνια, χωρίς να μιλήσει καθόλου με κανένα.
Δεν γευόταν τίποτε άλλο, παρά μόνο ψωμί και νερό. Καθόταν μόνο εκστατικός μπροστά σε όλα εκείνα που είχε δεί κατά την έκστασή του εκείνη. Τόσο πολύ είχε βυθισθεί στη σκέψη του, ώστε να μην αλλάξει ποτέ στο εξής η όλη έκφραση του. Φαινόταν πάντοτε σαν ηλίθιος, χύνοντας αθόρυβα πάντοτε δάκρυα θερμά.
Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνει, ξεφράξαμε τη θύρα, μπήκαμε μέσα, και παρά τα πολλά παρακάλια μας, αυτό μόνο ακούσαμε να μας λέγει.
“Συγχωρήστε με. κανένας, που συνειδητοποιήσε το νοήμα της μνήμης του θανάτου, δεν θα μπορέσει να αμαρτήσει ποτέ”.
Εμείς μείναμε κατάπληκτοι βλέποντας αυτόν που ήταν τόσο αμελής προηγουμένως, να έχει μεταμορφωθεί μέσα σε μιά στιγμή, σημειώνοντας αυτή τη μακάρια αλλοίωση και μεταμόρφωση. Αφού τον θάψαμε με ευλάβεια στο κοιμητήριο που βρίσκεται κοντά στο κάστρο, όταν ύστερα από μερικές ημέρες αναζητήσαμε το άγιο λείψανό του, δεν το βρήκαμε.
Ο Κύριος δηλαδή με το θαύμα αυτό επιβεβαίωσε την επιμελημένη και αξιέπαινη μετάνοιά του, ώστε να διορθώσουν τον εαυτό τους και όλοι εκείνοι που θα θελήσουν και μετά την πολλή αμέλεια που έδειξαν στο παρελθόν."
(Κλίμαξ, Ιωάννου Σιναΐτου,εκδ ΕΠΕ σελ. 185-187)
4) "Κάποιος αδελφος ρώτησε έναν Γέροντα: "Τι να κάνω;". Και του είπε ο Γέροντας:
"Οφείλουμε να χύνουμε δάκρυα πάντοτε". Συνέβη κάποτε κάποιος από τους πατέρες να πεθάνει και μετά από πολλή ώρα επανήλθε στον εαυτο του και τον ρωτήσαμε:
"Τι είδες εκεί αββά;"
Και μας είπε τότε κλαίοντας: "Άκουσα εκεί έναν ασταμάτητο θρήνο απ' αυτούς που έλεγαν αλίμονό μου. Το ίδιο και εμείς οφείλουμε να λέμε πάντοτε".
(Το Μέγα Γεροντικόν, τόμος Α, εκδ. "Το γενέσιο της Θεοτόκου", σελ. 351-353)
5) Όταν ο άγ. Αθανάσιος των σπηλαίων του Κιέβου πέθανε και επανήλθε στη ζωή μετά από δύο ημέρες, οι άλλοι μοναχοί “τρομοκρατήθηκαν βλέποντας τον. άρχισαν τότε να τον ρωτούν πώς είχε γίνει κάτι τέτοιο, και τί είχε δεί και ακούσει ενόσω ήταν έξω από το σώμα του. Σε όλες τις ερωτήσεις απάντησε λέγοντας μόνο:
“Σώστε τον εαυτό σας!”
Και όταν οι αδελφοί επίμονα τον ρωτούσαν να τους πεί κάτι ψυχωφελές, εκείνος τους συνέστησε την υπακοή και την αδιάκοπτη μετάνοια.
Αμέσως μετά ο Αθανάσιος εγκλείστηκε σε ένα σπήλαιο, όπου παρέμεινε συνεχώς επί δώδεκα χρόνια, χύνοντας ακατάπαυστα δάκρυα μέρα και νύχτα, τρεφόμενος με λίγο ψωμί και νερό μέρα παρά μέρα, και μη συζητώντας με κανέναν για όλο εκείνο το διάστημα.
Όταν έφτασε η ώρα του θανάτου του, επανέλαβε στους συγκεντρωμένους αδελφούς τις εντολές του για υπακοή και μετάνοια, και απεβίωσε ειρηνικά έν Κυρίω”.
(Η ψυχή μετά τον θάνατο, Σεραφείμ Ρόουζ, εκδ. Μυριόβιβλος, σελ. 269)
Έλεγξε με τη δύναμι των αρετών σου εκείνους που δογματίζουν αντίθετα και όχι με την πειστικότητα των λόγων σου.
Με την πραότητα και την γαλήνη των χειλέων σου αποστόμωσε και κατασίγασε την αναίδεια των απειθών.
Έλεγξε τους ακολάστους με την ευγένεια της αναστροφής σου και τους αναίσχυντους κατά τις αισθήσεις με την συγκράτηση των οφθαλμών σου.
Να θεωρής ξένον τον εαυτό σου όλες τις ημέρες της ζωής σου, όπου και αν εισέλθης, για να μπορέσης να λυτρωθής από τη ζημία που προκαλεί η παρρησία.
Νόμιζε τον εαυτό σου πάντοτε ότι δεν γνωρίζει τίποτε, για να αποφύγης την μομφή που επέρχεται από την υποψία ότι θέλεις να διαμορφώσης την γνώμη του άλλου.
Ευλόγει επιμόνως πάντοτε με το στόμα και δεν θα λοιδορηθής· διότι η λοιδορία γεννά λοιδορίαν και η ευλογία ευλογίαν.
Νόμιζε ότι για κάθε πράγμα χρειάζεσαι διδαχή, και θα ευρεθής σε όλη την ζωή σου σοφός.
Μη παραδώσης σε κανέναν ό,τι δεν παρέλαβες ακόμη, για να μη καταισχυνθής ο ίδιος και από την σύγκρισι της διαγωγής σου αποκαλυφθή το ψεύδος σου.
Αν ειπής σε κάποιον κάτι από τα χρειαζούμενα, να ομιλήσης σαν μαθητής και όχι σαν αυθέντης με αναίδεια.
Να κατακρίνης τον εαυτό σου από πριν και να δηλώσης ότι είσαι κατώτερός του, για να δείξης στους ακούοντας την αξία της ταπεινώσεως, να τους παρακινήσης ν’ ακούσουν τα λόγια σου και να τρέξουν προς την εφαρμογή, κι έτσι θα γίνης αξιότιμος εμπρός στα μάτια τους.
Ό,τι μπορείς σε τέτοια πράγματα, πες το με δάκρυα, για να ωφελήσης και τον εαυτό σου και τους ακροατάς σου, και η χάρις του Θεού να είναι μαζί σου.
(αγίου Ισαάκ του Σύρου, εκδ. ΕΠΕ τόμος 8Α σελ. 363-365)
Ευρισκόμενος ο Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου (1547-17 Δεκεμβρίου 1622) εις την χώραν, έτυχε να ανοίξουν τάφον τινά εις τον ναόν του Αγίου Νικολάου των ξένων (ούτω καλούμενον, διότι εκεί ενταφιάζονται οι ξένοι, όστις είναι και η Επισκοπή της αυτής χώρας), δια να ενταφιάσουν άλλο λείψανον και και εκεί εύρον εν σώμα γυναικός, ήτις ήτο προ καιρού αποθαμμένη και ήτο άλυτον με τα ιμάτιά του, διότι απέθανε με δεσμόν αφορισμού η ταλαίπωρος.
Ήλθον όθεν οι συγγενείς της και προσέπεσον εις τους πόδας του Αγίου, παρακαλούντες αυτόν με δάκρυα να υπάγη εις τον άνωθεν ναόν, να αναγνώση ευχήν συγχωρητικήν εις εκείνο το δεδεμένον σώμα, ίσως και ο Κύριος ήθελεν εισακούσει την δέησίν του.
Ευσπλαγχνισθείς ο Άγιος τα δάκρυά των επήγεν εις αυτόν τον ναόν νύκτα βαθείαν, έχων εις την συνοδείαν του τον ρηθέντα διάκονον και τον εφημέριον του αυτού ναού και θεωρών το πτώμα εκείνο, προστάσσει να το εκβάλουν έξω από τον τάφον και να το στήσουν ορθόν εις εν στασίδιον της εκκλησίας.
Τότε φορών το επιτραχήλιόν του και το ωμοφόριον, κλίνας τα γόνατα και προσευχόμενος ώραν ικανήν, εδέετο του Θεού με θερμά δάκρυα να λύση από τον δεσμό του αφορισμού το άλυτον εκείνο σώμα, αναγινώσκων αυτώ την συγχωρητικήν ευχήν.
Και (ω του θαύματος!) ως να ήτο εμψυχον το άπνουν εκείνο σώμα, κλίναν την κεφαλήν με κάποιον σχήμα προσκυνήσεως προς τον Άγιον, τάχα δια ευχαριστίαν της μεγάλης χάριτος, την οποίαν έλαβεν, έπεσε κατά γης και διελύθη παντελώς εις χώμα και οστά.
Ο δε Άγιος, ως ταπεινόφρων, έβαλε και εις τούτο επιτίμιον προς τους εκεί παρεστώτας, να μην το φανερώσουν ζώντος αυτού εις τινα.
Παρόμοιον θαύμα έκαμε και εις άλλου ανδρός αφωρισμένον λείψανον, εις το χωρίον Καταστάριον.
(Μέγας Συναξαριστής,Βίκτωρος Ματθαίου, τόμος ΙΒ΄,σελ. 440-441)
ΕΝΑ ΠΟΤΗΡΙ ΑΚΟΜΑ…
Μανώλη Παντερή.
Σήκωσε το ποτήρι και ήπιε αχόρταγα, όλο λαχτάρα. Ξανάβαλε νερό και το άδειασε όλο δίψα μέσα του. Σα να ‘ταν ατμός, σα να ‘ταν σύννεφο, κινήθηκε εντός του και χάθηκε, κύλησε και ξεχύθηκε, κι ένιωσε πάλι δίψα καυτή να φλογίζει τα σωθικά του. Έκλεισε απελπισμένος τα μάτια και θυμήθηκε ξανά το Δάσκαλο… το Δάσκαλο, το πηγάδι στη Σαμάρεια, την καυτή περιπέτεια της νιότης του.
Ζηλωτής του Νόμου, περίμενε κι εκείνος από νήπιο το Μεσσία. Από παιδάκι, ποτισμένος ως το κόκκαλο με των προφητών τα κηρύγματα, με την ακρίβεια των εντολών, με τις παραδόσεις, καρτερούσε κι εκείνος το Σωτήρα, το βασιλιά του Ισραήλ. Μεγάλωσε σε χρόνια δύσκολα, κάτω από τον φόβο των Ρωμαίων, με αυτή την προσμονή, και να που ένα δειλινό, ότι πατούσε τα είκοσι χρόνια, φάνηκε ο «Δάσκαλος» στο χωριό του. Αλλιώτικος πολύ απ’ ό,τι φανταζόταν, για λίγο δίστασε μα όλοι οι άλλοι ήτανε πεισμένοι: αυτός ήταν ο Μεσσίας.
Όταν μάλιστα το βλέμμα τους διασταυρώθηκε για κάποια στιγμή, δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στην ορμή της καρδιάς του. Ήταν η ώρα της απόφασης! Άφησε πίσω χωριό, σόι, χωράφια και ζώα, ακόλουθος Εκείνου. Εκείνου που προσδοκούσε να δει στο θρόνο του Δαυίδ, να ξεσηκώνει το λαό, να διώχνει τους Ρωμαίους, να επιβάλλει το Νόμο σ’ όλη την Οικουμένη, να δικαιώνει τις ελπίδες του περιούσιου Ισραήλ.
Να ρίξουν στη θάλασσα τους άπιστους, τους βέβηλους, να λιθοβολήσουν τον Ηρώδη και τους προδότες του, να σφάξουν τελώνες, πόρνες, μοιχούς, να καθαρίσει ο εκλεκτός λαός απ’ τους μαγαρισμένους! Και να σκύψουν όλοι οι βασιλιάδες της γης στην Ιερουσαλήμ να προσκυνήσουν!
Αλίμονο! Πικρά ποτήρια απογοήτευσης του καίγανε την καρδιά κι η αμφιβολία τον δάγκωνε όλο και πιο βαθιά, μέρα με τη μέρα. Ποιός Βασιλιάς, ποιός θρόνος του Δαυίδ, που ήταν το μεγαλείο και η δόξα; Ο Δάσκαλος γυρνούσε φτωχός, δεν είχε που να γείρει το κεφάλι. Ποιός θα επέβαλλε το Νόμο; Εκείνος φανερά, προκλητικά, παράβαινε το Σάββατο, κατάλυε τις παραδόσεις τα ‘βάζε με τους Φαρισαίους.
Κι όλο παρέες με αμαρτωλούς, με φορομπήχτες, με γυναίκες πουλημένες, του σκοινιού και του παλουκιού. Σεβασμός στους θεσμούς κανείς. Πήγανε μαζί σ’ ένα γάμο, στην Κανά, κι έκανε τον γαμπρό, τον αγαθό τον Σίμωνα, να παρατήσει τη νύφη και να τρέχει ξοπίσω τους. Κι αντί για δύναμη, για βία, για εκδίκηση, δίδασκε και συγγνώμη, αγάπη και ταπείνωση.
Σα να μην έφταναν αυτά, γιάτρευε όλους, πιστούς και απίστους, ακόμα και Ρωμαίους! Κι ο ταλαίπωρος έκανε υπομονή, περίμενε να δει, προσδοκούσε την ώρα να ξυπνήσει ο «Λέων ο εξ Ιούδα», να βρυχήσει, κι οι άπιστοι να σκορπίσουν, να πάρει τα όπλα ο λαός και τότε να δεις που πάνε η «ταπείνωση» κι η «αγάπη» κι η «συγγνώμη». Περίμενε, περίμενε… Κι ο Δάσκαλος ήταν πάντα ίδιος, πάντα πράος, έτοιμος να γιατρέψει, να παρηγορήσει, να καλοπιάσει.
Μιλούσε για τη Βασιλεία των Ουρανών, για την αγάπη - για την εξέγερση, για ξεσηκωμό, για το Βασίλειο των Ιουδαίων ούτε λέξη. Μία φορά του ζήτησαν να ρίξει φωτιά να κάψει τους αλλογενείς, κι Εκείνος αντί να χαρεί, τους μάλωσε. Κι όλο κάτι παράξενα τους έλεγε, για Σταυρό και για Ανάσταση… Όταν ο λαός τον έψαχνε να τον κάνει μπροστάρη, ηγέτη, βασιλιά, Εκείνος έφευγε, κρυβόταν, χανόταν στις ερημιές για να προσευχηθεί. Κι ο καημένος… όλο κι αμφέβαλλε, όλο και κλονιζόταν, όλο και βούλιαζε στην απογοήτευση…
Μα τούτο πια ήταν από τα απίστευτα! Αυτό ξεπερνούσε κάθε όριο! Που ακούστηκε άντρας Ιουδαίος -και μάλιστα Μεσσίας- να μιλά έτσι απλά, σχεδόν φιλικά, με μια αλλογενή γυναίκα, μια τιποτένια, μια βρωμερή αμαρτωλή, μια Σαμαρείτισσα! Στέκονταν κι οι δυό δίπλα στο πηγάδι και της έλεγε ότι, λέει, Εκείνος είχε το ζωντανό νερό που ξεδιψά για πάντα, της έλεγε πως Εκείνος ήταν ο Χριστός. Μα καλά θα ξέπεφτε ποτέ τόσο πολύ ο Χριστός; Δεν καταλάβαινε επιτέλους ότι πρόδιδε πατρίδα και ήθη, ότι σκανδάλιζε, ότι φερόταν ανάρμοστα. Κι έπειτα, τι ανοησίες ήταν αυτές περί «ζωντανού νερού» και τα υπόλοιπα, κρυφοθεολογίες μπερδεμένες και ύποπτες.
Που ήταν λοιπόν η αξίνα, που το σπαθί, που το λιοντάρι του Ιούδα, που η δύναμη του βασιλιά του Ισραήλ; Αυτός ήταν ο Βασιλιάς; Αυτός ο αλαφροΐσκιωτος, ο πλάνος, ο αλλοπαρμένος, αυτός ο «Ναζωραίος», όπως τον έλεγαν; Μια Σαμαρείτισσα, το πηγάδι το «ζωντανό νερό»… Τα παράτησε όλα και γύρισε στο χωριό του, στους δικούς του, στην παλιά ζωή του.
Το έμαθε αργότερα ο «Δάσκαλος» σταυρώθηκε, δεν αντιστάθηκε. Τον έσφαξαν σαν πρόβατο.
Οι άλλοι μαθητές λέγανε πως αναστήθηκε –ανοησίες, πάει η ελπίδα, πάει το Βασίλειο, πάει η προσδοκία στο βρόντο… Ξανάγινε αγρότης, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, ζηλωτής πάντα του Νόμου, τα έμαθε κι αυτά στην προσμονή του Μεσσία. Όλα γίνανε όπως πρώτα, δεν ήταν τίποτε, μια κουταμάρα της νιότης του ήτανε, όλα ξανάγιναν όπως πριν. Όλα; Ποιος ξέρει; Να, παράξενο πράμα…
Θυμάται τώρα πάλι το πηγάδι στη Σαμάρεια, τη γυναίκα, τον Δάσκαλο, το ζωντανό νερό. Η ζωή του έγινε όπως πρώτα. Μα από τη μέρα εκείνη δεν κατάφερε ποτέ πια να ξεδιψάσει… Γέμισε άλλο ένα ποτήρι. Το ήπιε αχόρταγα, όλο λαχτάρα, όλο δίψα καυτή. Και δεν κατάλαβε πως ήταν κερασμένο με δυό σταγόνες δάκρυ, από τα βουρκωμένα μάτια του..
Από το βιβλίο Ώρα 5 και 28, Εκδ. «ΧΦΕ»
(Βιβλίο: Ένα ποτήρι ακόμα, εκδ. Ακρίτας, σελ. 99-103)
(Μιλάει ο όσιος γέρων Πορφύριος).
Ακούστε ένα σχετικό παράδειγμα.
Κάποτε ένας παπάς είχε πάει σε μία ομιλία με μορφωμένους· τον είχε πάρει μαζί του ένας εξάδελφός του. Ο ομιλητής είπε πολλά πάνω σ’ ένα θέμα μαρξιστικό. Οι ακροατές του ενθουσιάστηκαν και τον εχειροκρότησαν στο τέλος. Αλλά, όπως ήταν ακόμη πάνω στην έδρα, είδε τον παπά και είπε:
- Έχομε κι έναν παπά στην ομιλία μας. Αν μπορεί, να μας έλεγε το θέμα από θρησκευτικής και φιλοσοφικής πλευράς.
Το είπε ειρωνικά νομίζοντας ότι θα τον ταπεινώσει και θα εξευτελίσει την Εκκλησία. Ο παπάς σηκώθηκε και είπε:
- Τι να σου πω εγώ, παιδί μου, δεν ξέρω, αλλά έχω ακούσει· ο τάδε σοφός λέει έτσι κι έτσι στην τάδε σελίδα, ο τάδε λέει έτσι κι έτσι στην τάδε σελίδα, ο τάδε λέει έτσι κι έτσι στην τάδε σελίδα, ο τάδε… κ.λ.π., κ.λ.π. Ο Μωυσής λέει έτσι κι έτσι στην τάδε σελίδα, ο Ησαΐας, ο Δαβίδ, ο Χριστός.
Συνέχισε λέγοντας αυτό το χωρίο από τον Απόστολο Παύλο: «…που σοφός; που γραμματεύς; που συζητητής του αιώνος τούτου;… τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός, ίνα τους σοφούς καταισχύνη… όπως μη καυχήσηται πάσα σάρξ ενώπιον του Θεού».
Έκλεισε το στόμα ο «σοφός», ο ομιλητής. Το σπουδαίο είναι ότι ο παπάς τα είπε με πραότητα και χωρίς εγωισμό. Ήταν δεσπότης του Πατριαρχείου. Όταν τελείωσε, είπε:
- Εγώ δεν ξέρω τίποτα. Εσείς κρίνετε ποιο είναι το σωστό.
Είπε στο τέλος ο ομιλητής ντροπιασμένος:
- Πολύ καλά μας τα είπε ο παπάς! Τ’ αναίρεσε όλα τα δικά μου.
Είναι σπουδαίο πράγμα η κατάρτιση, όταν συνδυάζεται με την πραότητα, την καλοσύνη και την αγάπη. Αυτά ισχύουν για όλες τις περιπτώσεις. Να μιλάτε, όταν έχετε σχετική κατάρτιση στο θέμα. Αν δεν έχετε, να μιλάτε με το παράδειγμά σας.
Στις συζητήσεις λίγα λόγια για τη θρησκεία και θα νικήσετε. Αφήστε εκείνον που έχει άλλη γνώμη να ξεσπάσει, να πει, να πει… Να αισθανθεί ότι έχει να κάνει μ’ έναν ήρεμο άνθρωπο. Να επιδράσετε με την καλοσύνη σας και την προσευχή σας κι έπειτα του μιλάτε λίγο.
(Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι,Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, σελ. 396-396)
Ανεκλάλητη χαρά!
Ο άνθρωπος κοντά στον Θεό έχει διαρκείς αφορμές χαράς.
Το πιο μεγάλο στη ζωή ως και το πιο μικρό μπορούν να βοηθούν μια απλή ψυχή να χαίρεται αληθινά και βαθιά.
Από τον εκκλησιασμό, τη θεία Κοινωνία, μέχρι την πιο μικρή επαφή με τη φύση. Μια ματιά στον έναστρο ουρανό, το πέταγμα της πεταλούδας ή το κελάδημα ενός πτηνού, ένα μικρό λουλούδι με τα χρώματα και το άρωμά του, μπορούν να προκαλούν κύματα χαράς στο εσωτερικό μας.
Ο άνθρωπος που ζει την κοινωνία του Θεού, που όλα τα ζει θεοκεντρικά, αυτός όλα τα σέβεται, όλα τα χαίρεται, με όλα δοξολογεί. Καταλαβαίνει πολύ καλά πως η χαρά δεν είναι μια πολυτέλεια στη ζωή, που μπορεί να κάνει χωρίς αυτή, αλλά είναι μια ατμόσφαιρα έξω από την οποία δεν μπορεί να ζήσει.
Και δοξάζει τον Θεό, που ήλθε στον κόσμο για να μας δώσει τη δυνατότητα μιας ζωής ευλογημένης, ειρηνικής, διαρκώς χαρούμενης και ευτυχισμένης. Ευχαριστεί Αυτόν που δίνει τη δύναμη στην ψυχή να ξεπερνά τα λυπηρά της ζωής και να στρέφει το βλέμμα της «προς την θεωρίαν των όντως αγαθών», προς τη θέα των πραγματικών αγαθών, των πνευματικών και αιωνίων.
Η συνάντηση με τον αναστάντα Κύριο είναι η λύση στο πρόβλημα της χαράς.
Αυτός είναι «η όντως αληθινή ευφροσύνη και αγαλλίασις» εκείνων που Τον πιστεύουν, Τον λατρεύουν και Τον προσκυνούν. Και προσφέρει μία χαρά που διαφέρει από τις ανθρώπινες χαρές όσο τα δώρα του Θεού από τις επιτυχίες του ανθρώπου. Μέσα στην Εκκλησία χαιρόμαστε όχι γι’ αυτό που είμαστε εμείς, αλλά γι’ αυτό που είναι ο Κύριος και Θεός μας!
Ο άνθρωπος που ποθεί τον Θεό και στρέφεται εξ όλης ψυχής προς Αυτόν «χαίρει τοις θείοις αγαθοίς, ου καθόσον αν αυτός απολαύει, αλλά καθόσον ο Θεός εν τούτοις εστί και μακάριον εαυτόν ηγείται, ουχ ων έλαβεν αυτός, αλλά πάντων ων ο ποθούμενος έχει». Χαίρεται με τα αγαθά του Θεού, όχι καθόσον τα απολαμβάνει ο ίδιος, αλλά καθόσον ο Θεός είναι σ’ αυτά.
Και θεωρεί τον εαυτό του μακάριο, όχι εξ αιτίας αυτών που έλαβε ο ίδιος, αλλά εξαιτίας όλων εκείνων τα οποία ο ποθούμενος έχει. Διότι η δύναμη της αγάπης προς τον Θεό τον βοηθεί να μην αισθάνεται τη δική του πτωχεία, αλλά να αισθάνεται δικό του τον πλούτο του Θεού λόγω της πολλής προς Αυτόν αγάπης.
Η ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ Αρχιμ. Αστέριος Χατζηνικολάου εκδ. Ο ΣΩΤΗΡ σελ.77-79.