(Η μαρτυρία του Παπία, επισκόπου Ιεραπόλεως είναι σπουδαία διότι υπήρξε κατά πάσα πιθανότητα μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη και γράφει ενωρίτατα για τα Ευαγγέλια, γύρω στο 130 μ.Χ.)
3. «Δεν θα διστάσω να καταχωρήσω στις ερμηνείες και όσα έμαθα κάποτε καλά από τους πρεσβυτέρους και τα θυμάμαι καλά, επιβεβαιώνοντας την αλήθεια τους. Διότι δεν αφοσιωνόμουν σ’ εκείνους που έλεγαν τα πολλά, όπως κάνουν πολλοί, αλλά σ’ εκείνους που δίδασκαν τα αληθινά, ούτε σ’ εκείνους που ανέφεραν τις εντολές των άλλων, αλλά σ’ εκείνους που έρχονταν να διδάξουν τις εντολές που δόθηκαν από τον Κύριο με την πίστη και προέρχονταν από την ίδια την αλήθεια.
4. Εάν ερχόταν και κανένας που είχε παρακολουθήσει τους πρεσβυτέρους, εξέταζα τους λόγους των πρεσβυτέρων˙ δηλαδή τι είπε ο Ανδρέας και τι ο Πέτρος, ή τι είπε ο Φίλιππος και ο Θωμάς και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης και ο Ματθαίος, ή κάποιος άλλος από τους μαθητές του Κυρίου, και αυτά που λένε ο Αριστίων και ο πρεσβύτερος Ιωάννης, οι μαθητές του Κυρίου. Διότι δεν δεχόμουν ότι με ωφελούν τόσο πολύ όσα μάθαινα από τα βιβλία, όσο εκείνα που άκουα από τη ζωντανή φωνή που μένει»....
15. «Ο πρεσβύτερος έλεγε και το εξής˙
Ο Μάρκος, που έγινε ακόλουθος του Πέτρου, όσα θυμόταν τα έγραψε πιστά, όχι βέβαια με τη σειρά όπως τα είπε ή τα έκανε ο Χριστός. Άλλωστε δεν άκουσε τον Κύριο, ούτε τον ακολούθησε, ύστερα όμως, όπως είπα, ακολούθησε τον Πέτρο, ο οποίος έκανε τις διδασκαλίες του ανάλογα με τις περιστάσεις, και όχι σαν να έκανε σύνταξη των λόγων του Κυρίου, γι’ αυτό δεν έκανε λάθος ο Μάρκος γράφοντας έτσι μερικά όπως τα απομνημόνευσε.
Διότι για ένα μόνο πράγμα προνόησε˙ να μη παραλείψει τίποτε από αυτά που άκουσε ή να διαστρέψει κάτι από αυτά».
Αυτά λοιπόν εξιστορούνται από τον Παπία για τον Μάρκο.
Για τον Ματθαίο πάλι λέει τα εξής˙
«Ο Ματθαίος έγραψε τα λόγια στην εβραϊκή γλώσσα, και τα ερμήνευσε αυτά όπως μπορούσε ο καθένας».
(στο Ευσεβίου Εκκλησιαστική ιστορία 3,39 παραγρ. 3 και 15, εκδ ΕΠΕ,Αποστολικοι Πατέρες,τόμος 4, σελ. 597 & 603)
Αμαρτία – μια ευρύτερη προσέγγιση
...
Για την αμαρτία μόλις μίλησα. Η ηθική, πάλι, είναι μια εξωτερική πλευρά από κάτι που βρίσκουμε στην Αγία Γραφή. Ο Χριστός μάς δίνει εντολές, δίνει το παράδειγμα πώς να είμαστε, πώς να ζούμε. Και μπορούμε είτε να προσπαθήσουμε να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές αυτές, είτε να αναρωτηθούμε τι είδους άνθρωπος πρόκειται να γίνω έτσι ώστε αυτές οι εντολές, αυτό το παράδειγμα να είναι η φυσική μου συμπεριφορά, το είναι μου. Και τότε η ηθική παύει πλέον να είναι ένα σύστημα εντολών, καθηκόντων, υποχρεώσεων. Προχωρά ένα βήμα βαθύτερα, περιγράφοντας τι πρέπει να είμαι -και όχι τι πρέπει να κάνω- ώστε να είμαι ένα αληθινό ον και όχι ένας υπ-άνθρωπος όπως όλοι είμαστε – διότι το μόνο ανθρώπινο ον είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός.
Όσο για την αποδεκτή ή μη συμπεριφορά από κοινωνικής πλευράς, αυτή εξαρτάται από το γενικότερο πλαίσιο. Υπάρχουν ιστορικές περίοδοι κατά τις οποίες οι κοινωνικές πιέσεις μάς καλούν ή μας αναγκάζουν να ακολουθήσουμε τον Χριστό. Υπάρχουν άλλες που μας απομακρύνουν. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να κράταμε τη θέση μας και να δείχνουμε τη διαφορά μας χωρίς όμως να απορρίπτουμε τους γύρω μας, να δεχόμαστε να είμαστε διαφορετικοί, να έχουμε διαφορετικές αρχές και να υποστηρίζουμε ότι αυτές είναι οι ανθρώπινες αρχές κaαι οι άλλες όχι.
Είναι ξεκάθαρο ότι, αν ο καθένας μας αναρωτιόταν, “Είμαι ως άτομο αυτό που αισθάνομαι πως θα ήθελα να είμαι;”, θα βρίσκαμε μια σειρά από πράγματα με τα οποία δεν θα είμαστε ευχαριστημένοι, μικρά ή μεγάλα. Ο όρος “μικρά ή μεγάλα” είναι ανακριβής, γιατί μερικές φορές κάνουμε κάτι που φαίνεται πολύ δραματικό, αλλά στην πραγματικότητα δεν κάνει και πολύ κακό, ενώ άλλοτε κάνουμε κάτι πολύ μικρό που είναι πολύ καταστρεπτικό και δηλητηριώδες. Ξέρετε, μπορεί κανείς να μαλώσει πολύ, με κάποιον που αγαπά, και ο καβγάς τελειώνει σαν καλοκαιρινή καταιγίδα. Ή πάλι μπορεί με όλο το δηλητήριο που έχει μέσα του να πει σε κάποιον που θέλει να τον βοηθήσει “Όχι, ευχαριστώ”, κι αυτό να περιέχει πολύ περισσότερη κακία από τον προηγούμενο “καβγά”. Επομένως τα αμαρτήματα, θανάσιμα και συγχωρητέα, δεν πρέπει να μπαίνουν σε κατηγορίες. Είναι πολύ επικίνδυνο.
...
Θυμάμαι κάποτε μια ενορίτισσά μας που μου είπε: “Πάτερ Αντώνιε, γιατί δεν μου φανερώνεις ποιά είναι τα λάθη μου; Δεν θέλω να είμαι κακός άνθρωπος”. Της απάντησα: “Μη σε νοιάζει, δεν θα καταδικαστείς για τα λάθη σου, ο Θεός θα στα συγχωρήσει. Θα καταδικαστείς για τις αρετές σου, γιατί πληρώνουμε γι'αυτές”. Αυτή ήταν μια γυναίκα που αποκάλυπτε ανελέητα στον καθένα ό,τι σκεφόταν για 'κείνον. Και ήταν εξίσου ανελέητη στις πράξεις της όπως και στα λόγια της. Κόστιζε σε όλους μας ακριβά το να υπάρχει ένα τόσο αδίστακτα άγιο άτομο στον περίγυρό μας. Όλους μας μάς βάραινε η αγιοσύνη της, ενώ αναπνέαμε τη στιγμή του αμαρτήματος. Κατά κάποιον τρόπο οι αρετές ήσαν διαβολικές. Αυτή, λοιπόν, είναι μια άλλη άποψη που μπορούμε να διεργαστούμε. Ποιά, δηλαδή, είναι τα θετικά μας στοιχεία που βασανίζουν τους γύρω μας και ποιά είναι τα αρνητικά μας στοιχεία που πληγώνουν και βλάπτουν τους γύρω μας; Αυτή είναι μια δυσάρεστη άσκηση, γιατί το να ανακαλύπτεις τα αρνητικά στοιχεία σου εσύ ο ίδιος είναι αρκετά δυσάρεστο, όμως το να σου τα φανερώνουν οι άλλοι είναι πέρα για πέρα δυσάρεστο.
...
Έχω ακόμη κάτι να πω: Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν μερικές αμαρτίες που είναι καλύτερες από άλλες, όμως αυτό που γνωρίζω είναι ότι μερικές φορές δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε κάτι απλά και μόνο κόβοντάς το. Συχνά πρέπει να υπάρξει κάτι σαν ενδιάμεση κατάσταση, η οποία αυτή καθαυτή δεν είναι καλή, αλλά που θα καταστήσει τη νίκη εφικτή. Έχω συχνά αναφερθεί, π.χ., σε μια παράγραφο από τη ζωή του Γκάντι, στην οποία μας διηγείται ότι κατά το τέλος της καριέρας του είχε κατηγορηθεί ότι έλεγε ψέμματα, ότι δηλαδή στην αρχή είχε κηρύξει να κάνουν απεργία στα λιμάνια και μόνο όταν ύπηρξε θετική έκβαση, τότε μόνο μίλησε για μη-βία.
Αλλά ο Γκάντι είπε: “Όχι, δεν το καταλάβατε καθόλου. Είδα αυτούς τους ανθρώπους και κατάλαβα ότι ήταν δειλοί. Το να τους παροτρύνω να είναι ταπεινοί και πράοι θα ήταν σα να έκτιζα ένα ευγενές οικοδόμημα πάνω στη δειλία τους. Τους δίδαξα τη βία για να ξεπεράσουν τη δειλία τους, και τους δίδαξα τη μη-βία για να ξεπεράσουν τη βία”.
Πιστεύω ότι έτσι έχουν τα πράγματα για περισσότερους από ένα λόγους. Πιστεύω, π.χ., ότι όταν ο μόνος σκοπός στη ζωή κάποιου είναι η φιλοδοξία, το να σκοτώσεις τη φιλοδοξία του μπορεί να ισοδυναμεί με το να σκοτώσεις το μόνο πράγμα που του δίνει δύναμη. Άφησέ τον να πετύχει κάτι και μετά κάνε τον να ξεπεράσει τη φιλοδοξία του, τότε που θα έχει ανακαλύψει κάτι καλύτερο από την προσωπική φιλοδοξία, κάτι που θα είναι μεγαλύτερο και ευγενές από μόνο του. Δεν μπορείς πάντα να σκοτώνεις ό,τι είναι κακό, γιατί μερικές φορές δε μένει τίποτε ή μένει πολύ λίγο, με το οποίο πρέπει να ζήσει.
Θυμάμαι τις Ιστορίες του Χασιντίμ, του Μάρτιν Μπούμπερ. Αναφέρονται σε κάποιον που πηγαίνει σε έναν Ραβίνο και τον ρωτά: “Πώς μπορώ να σταματήσω τις άσκοπες σκέψεις μου;”. Και ο Ραβίνος του απαντά: “Μην προσπαθείς, διότι δεν έχεις άλλες. Προσπάθησε όμως να βάλεις μια-μια τις πραγματικές σκέψεις στη σειρά και τότε αυτές θα κάνουν πέρα τις άλλες, τις άσκοπες”. Διότι δεν είναι δυνατόν κάποιος να καλύψει ένα κενό χώρο. Στην Αγία Γραφή διαβάζουμε γι'αυτόν που έδιωξε ένα διάβολο από το δωμάτιό του, αλλά το άφησε αφύλακτο. Μετά ο διάβολος επέστρεψε, έριξε μια ματιά, βρήκε το δωμάτιο καθαρό και τακτικό, και γύρισε για να ζήσει εκεί μαζί με ολόκληρη παρέα από διαβόλους. Επομένως δεν είναι απλή υπόθεση, δεν μπορείς να πεις σε κάποιον, “Είσαι περήφανος, γίνε ταπεινός”, ή “Είσαι ανυπόμονος, γίνε υπομονετικός”. Υπάρχουν τρόποι που μπορούμε να εξασκούμαστε.
“On sin”
Metropolitan Anthony: contributions to panel discussion, 23.2.1984
(Μητροπολίτης Αντώνιος του Σουρόζ, Ο ΕΑΥΤΟΣ ΜΑΣ και Ο ΑΛΛΟΣ, στοχασμοί για τις ανθρώπινες σχέσεις, εκδ. Πορφύρα, σελ. 67-71)
«Όλο το 1919 η Μονή Αγίου Σεργίου δοκιμάσθηκε. Από στέρησι και πείνα. Δεν είχε ούτε ψωμί.
Στις 16 του Νοεμβρίου 1919 μια γερόντισσα απ’ τα γύρω χωριά, η Νίνα Στεφάνοβνα Αριστόβα, ζήτησε να δη τον ηγούμενο. Ο αρχιμανδρίτης Κρονίδης τη δέχτηκε αμέσως. Κι εκείνη του εξήγησε, ότι έμαθε τη στέρησί τους, και τους έφερε ότι μπορούσε: ψωμί, ζάχαρη, καφέ!
Ταράχθηκε ο π. Κρονίδης βλέποντας τη γνωστή του πτωχή γυναίκα, να γεμίζη ένα τραπέζι πράγματα! Και της είπε:
- Συγχώρεσέ με, Νίνα Στεφάνοβνα. Δεν μπορώ να τα δεχθώ από σένα. Γιατί ξέρω την πτώχεια σου και τις ανάγκες σου.
Ακούγοντας τα λόγια αυτά η γριούλα πικράθηκε, τόσο βαθειά, που το κατάλαβε ο ηγούμενος· και μετάνοιωσε για τα λόγια, τα οποία της είχε πει και δήλωσε:
- Μη πικραίνεσαι! Θα τα πάρω!
Κατευχαριστημένη η Νίνα, του απάντησε:
- Ευχαριστώ, πατέρα μου. Έχω μάθει στη ζωή μου να μη φοβάμαι την ευσπλαχνία. Την ασπλαχνία φοβάμαι. Κι άκουσε γιατί:
Και του διηγήθηκε:
Το 1848 είχαμε πάλι στη Μόσχα πείνα. Και θέριζε η χολέρα. Οι άνθρωποι πέθαιναν σωρηδόν. Και στη Μόσχα. Και στα περίχωρα. Εκείνη, λοιπόν, την εποχή πήγε σ’ ένα πτωχό, τον Ιβάν Ιλαριόνοβιτς Ουκραΐντσεφ, μια πτωχή· και του ζήτησε με λυγμούς λίγο ψωμί. Για τα παιδιά της. Να μην πεθάνουν από πείνα.
Χωρίς, ούτε καν να κάτση να το σκεφθή, ο Ιβάν άρπαξε ένα καρβέλι και της το έδωσε.
Σε λίγο γύρισε η γυναίκα του· και μαθαίνοντας τι είχε γίνει, θύμωσε! Θύμωσε τόσο, που δεν ήξερε, τι και πόσα του έσουρε.
Ο Ιβάν τα υπέμεινε όλα με υπομονή και πραότητα.
Σε λίγες μέρες, όμως, το ψωμί στο σπίτι τους σώθηκε. Και τώρα, τα παιδιά του, με δάκρυα στα μάτια, του ζητούσαν ψωμί. Εκείνος, μη μπορώντας να το αντέξη, βγήκε. Και πήγε κατ’ ευθείαν στην εκκλησία της Παναγίας των Ιβήρων. Κι εκεί, γονατίζοντας μπροστά στην αγία Εικόνα της Παναγίας, την παρακάλεσε θερμά, χύνοντας δάκρυα πολλά, να τον βοηθήση στο πρόβλημά του.
Την ίδια ώρα, ένας άλλος άνθρωπος, ο άρχοντας Βατμπόλσκι έκανε την προσευχή του στο σπίτι του. Ζούσαν και οι δύο στη Μόσχα. Όμως, ούτε ο Ιβάν γνώριζε τον άρχοντα· ούτε εκείνος τον Ιβάν.
Και, ενώ προσευχόταν γονατιστός, ακούει ο Βατμπόλσκι, να βγαίνη απ’ την εικόνα της Παναγίας, την οποία είχε στο δωμάτιό του, μια φωνή:
- Τρέξε, τώρα αμέσως, στο δούλο μου Ιβάν Ουκραΐντσεφ. Να πας τρόφιμα. Για την οικογένειά του. Γιατί τα παιδιά του πεθαίνουν· από πείνα!
Η Παναγία του έδωσε και τη διεύθυνσι. Κι ο άρχοντας, αφού πρώτα με άνθρωπό του διεπίστωσε ότι το όραμά του ήταν αληθινό, έστειλε στον Ουκραΐντσεφ, χωρίς καθυστέρησι, απ’ όλα όσα χρειάζονταν· και με αφθονία. Και ψωμί. Και κρέας. Κι από εκείνη τη μέρα ο άρχοντας Βατμπόλσκι πήρε τον Ουκραΐντσεφ στη φροντίδα του. Και στην προστασία του.
Αυτά είχα, πάτερ, να σου πω. Έτσι σώθηκε η οικογένεια του Ιβάν Ουκραΐντσεφ.
Στάθηκε για λίγο σιωπηλή. Και μετά πρόσθεσε η Νίνα Στεφάνοβνα με συγκίνησι κι ευλάβεια.
- Έτσι σώθηκε τότε η οικογένειά μας. Η φροντίδα της Παναγίας μας έζησε. Και δεν το ξεχνάμε ποτέ. Και ήταν αμοιβή στον πατέρα μας. Για την ευσπλαχνία την οποία είχε»(ΑΚ, 26).
(Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, ο Αντίχριστος, Σταμάτα 2016, σελ. 107-110 όπου και η πηγή)
«Η παραμονή του Ευαγγελισμού στο Κάθισμα της Πάτμου είχε προετοιμασίες στην εκκλησία για την αγρυπνία και στην κουζίνα για την επίσημη τράπεζα με ψάρια και σκορδαλιά. Εκείνη τη χρονιά δεν γινόταν καμμιά προετοιμασία για το φαγητό.
Η θάλασσα μέρες πολλές έβραζε απ’ τα έγκατά της, κτυπούσε μανιακά τα κύματα στα βράχια.
Ούτε βάρκα φάνηκε στο γιαλό ούτε οι μοναχοί μπόρεσαν να πλησιάσουν στη θάλασσα για ψάρεμα. Ο μοναχός Θεόκτιστος μπαινόβαινε σκασμένος και μονολογούσε:
- Ευαγγελισμού χωρίς ψάρι πρώτη φορά θα κάνω.
Ο Γέροντας του έλεγε:
- Έχει ο Θεός.
- Γέροντά μου, ο Θεός έχει στη θάλασσα ψάρια, αλλά όχι στο πιάτο μας.
Άρχισαν την αγρυπνία. Ο Γέροντας έκανε τον εφημέριο και ο Απολλώ με το Θεόκτιστο έψαλλαν. Ο Θεόκτιστος όλη νύκτα δεν έβαλε γλώσσα μέσα, μοιρολογώντας :
“Τι γιορτή θα κάνουμε χωρίς ψάρι;”.
Στο “Ευαγγελίζου, γη, χαράν μεγάλην” της Λειτουργίας ο γάτος επίμονα κτυπούσε το παράθυρο του αναλογίου. Ο ανυπόμονος Θεόκτιστος άφησε την ψαλμωδία στη μέση και βγήκε να δη το γάτο.
Είχε ένα μεγάλο ψάρι στο στόμα του· δεν το άφηνε, όμως, στο Θεόκτιστο. Όταν μοίραζε το αντίδωρο ο Γέροντας, του λέει:
- Ο γάτος μας έφερε ψάρι.
Έξω απ’ τη θύρα της εκκλησίας φώναξε το γάτο:
- Έλα, δώσ’ το μου· για μας δεν το έφερες;
Και το άφησε στα χέρια του Γέροντα!» (ΓΔ, 232).
(στο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, ο Αντίχριστος, Σταμάτα 2016, σελ.121-122 όπου η πηγή)
(ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος περιγράφει τη μύηση του Ιουλιανού του Παραβάτη στα ειδωλολατρικά μυστήρια μέσα σε σπήλαιο).
Κατέβαινε μεν σε ένα από τα άδυτα (σπήλαια) που στους πολλούς είναι άβατα και φοβερά (πόσο θα ευχόμουν να κατέβαινε και την οδό που φέρνει στον άδη πριν προβεί στα τέτοιου είδους κακά), συνοδευόμενος και από τον πολλών αδύτων άξιο, τον σοφό γύρω από αυτού του είδους τα πράγματα, δηλαδή τον σοφιστή.
Διότι και αυτό είναι ένα είδος μαντείας σε αυτούς, να μαθητεύουν για τα μέλλοντα σε κάποιον ζωντανό και σε υποχθόνιους δαίμονες, είτε επειδή χαίρονται στο σκοτάδι περισσότερο, αφού και είναι σκοτάδι και δημιουργοί του σκότους της κακίας, είτε επειδή αποφεύγουν τις επαφές με τους ευσεβείς πάνω στη γη και εξαιτίας αυτών είναι ασθενέστεροι.
Καθώς λοιπόν ο θρασύς προχωρούσε, τον προσβάλλουν τα φόβητρα που γίνονται ολοένα περισσότερα και φοβερότερα, αφήνοντας μερικούς ήχους ασυνήθιστους και αηδιαστικές οσμές και φωτεινά φαντάσματα και δεν γνωρίζω ποιες άλλες ανοητολογίες και φλυαρίες· αφού κυριεύτηκε από αυτό το απροσδόκητο, διότι ήταν οψιμαθής σχετικά με αυτά, καταφεύγει στο σταυρό και στο παλαιό φάρμακο και με αυτό σημειώνεται εναντίον των φοβήτρων και κάνει βοηθό αυτόν που δίωκε. Και τα επόμενα είναι περισσότερο φρικώδη.
Κατίσχυσε η σφραγίδα του σταυρού, ηττώνται οι δαίμονες, λύνονται οι φόβοι. Έπειτα τι; Αναπνέει το κακό, αποθρασύνεται, πάλι ορμή και οι ίδιοι φόβοι, και πάλι το σημείο του σταυρού και οι δαίμονες ηρεμούν.
Και ο μυούμενος μένει σε απορία, ο δε μυσταγωγός από κοντά του παρερμηνεύει την αλήθεια· σιχαθήκαμε, λέει, δεν φοβηθήκαμε το σταυρό· νικά το χειρότερο.
Αυτά λέει και λέγοντας πείθει και αφού έπεισε οδηγεί τον μαθητή στο βάραθρο της απώλειας. Και τίποτα το αξιοπερίεργο· διότι η πονηρία είναι έτοιμη να ακολουθήσει το κακό μάλλον παρά να αναχαιτιστεί από το καλύτερο.
Εκείνα μεν λοιπόν τα οποία είπε ή έκανε ή ανέπεμψε εξαπατημένος μπορούν να τα γνωρίζουν εκείνοι που μυούν και εκείνοι που μυούνται.
Ανεβαίνει λοιπόν (από το σπήλαιο) δαιμονισμένος και στην ψυχή και στα πράγματα και με τα γεμάτα μανία μάτια μαρτυρώντας ποιους λάτρευσε· και μολονότι δεν γέμισε από δαίμονες από εκείνη την ημέρα, κατά την οποία τόσο πονηρά τέλεσε, οπωσδήποτε τότε κατέστη η δαιμονοπληξία του περισσότερο εμφανής, για να μην αποδειχτεί μάταιη η κάθοδός του και η μετάληψη των δαιμόνων, την οποία εκείνοι ονομάζουν ενθουσιασμό, αλλάζοντας ευπρεπώς τα ονόματα.
(Γρηγορίου Θεολόγου έργα,Κατά Ιουλιανού Βασιλέως στηλιτευτικός Β΄55-56,ΕΠΕ τόμος 3, σελ. 77-79 μετάφραση παραλλαγμένη προς τη νεοελληνική και υπογραμμίσεις δικές μας)
(γράφει γύρω στο 374-375 μ. Χ.).
Από τα δόγματα και τις αλήθειες που φυλάσσει η Εκκλησία, άλλα μεν τα έχουμε πάρει από τη γραπτή διδασκαλία, άλλα δε, που κατά τρόπο μυστικό έφθασαν μέχρι σε εμάς από την παράδοση των αποστόλων, τα κάναμε δεκτά. Τα οποία ακριβώς και τα δύο, έχουν την ίδια ισχύ όσον αφορά την ευσέβεια.
Και κανείς από όσους έχουν και μικρή γνώση των εκκλησιαστικών θεσμών δεν θα εγείρει αντίρρηση πάνω σε αυτά. Διότι αν επιχειρούσαμε να εγκαταλείψουμε όσα από τα έθη είναι άγραφα, διότι δήθεν δεν έχουν μεγάλη δύναμη, χωρίς να το καταλάβουμε θα ζημιώναμε το Ευαγγέλιο στην ουσία του ή μάλλον θα μετατρέπαμε το κήρυγμα σε κενό νοήματος όνομα.
Λόγου χάριν (για να θυμηθώ το πρώτο και πιο συνηθισμένο απ’ όλα), ποιος δίδαξε γραπτά ότι αυτοί που ελπίζουν στο όνομα του Κυρίου ημων Ιησού Χριστού φανερώνουν αυτήν την πίστη τους με το να κάνουν το σημείο του Σταυρού; Το να στρεφόμαστε προς την ανατολή κατά την προσευχή ποιο γραπτό έργο μας το δίδαξε; Τα λόγια της επίκλησης κατά τον αγιασμό του άρτου της θείας Ευχαριστίας και του ποτηρίου, ποιος από τους αγίους μάς τα άφησε γραπτά; Δεν αρκούμαστε ασφαλώς σε αυτά που ο Απόστολος ή το Ευαγγέλιο μνημόνευσαν, αλλά πριν την Ευχαριστία και μετά από αυτήν λέμε και άλλα, διότι παραλάβαμε από την άγραφη διδασκαλία ότι έχουν μεγάλη δύναμη στην επιτέλεση του μυστηρίου.
Ευλογούμε επίσης και το νερό του βαπτίσματος και το λάδι του χρίσματος και ακόμα και αυτόν που βαπτίζεται. Από ποια γραπτά κείμενα; Δεν τα γνωρίζουμε από την σιωπηρή και μυστική παράδοση; Τι άλλο επίσης; Αυτήν την ίδια τη χρίση με το λάδι, ποιος γραπτός λόγος τη δίδαξε; Από πού πήραμε το να βαπτίζουμε τρεις φορές στο νερό τον άνθρωπο; Και τα άλλα ακόμα τα σχετικά με το βάπτισμα, όπως η αποκήρυξη του Σατανά και των αγγέλων του, από ποια γραφή διδάσκονται; Δεν προέρχονται όλα αυτά από αυτήν την μη δημοσιευμένη και απόρρητη διδασκαλία, την οποία διατήρησαν οι Πατέρες μας εν σιγή χωρίς να την πολυερευνούν και να την περιεργάζονται, επειδή ορθώς είχαν μάθει, ότι πρέπει με τη σιωπή να προστατεύουμε την σεμνότητα των μυστηρίων; Διότι πώς ήταν δυνατόν να διακηρυχτεί γραπτά το νόημα αυτών τα οποία ούτε να δουν επιτρέπεται όσοι είναι αμύητοι;
Τι επεδίωκε άραγε ο μέγας Μωϋσής με το να καθορίσει ότι δεν μπορούν όλοι να μπαίνουν στο ιερό; Τους βεβήλους δεν τους επέτρεψε ούτε εντός των περιβόλων να εισέρχονται· αφού δε άφησε τα προαύλια μόνο για τους καθαρότερους, τους Λευΐτες μόνο έκρινε ως άξιους να προσφέρουν λατρεία στο Θεό. Ενώ όμως ξεχώρισε ως έργο των ιερέων τα σφάγια και τα ολοκαυτώματα και όλη την άλλη ιερουργία, επέτρεψε σε έναν μόνο, τον αρχιερέα να εισέρχεται στα άδυτα. Και για αυτόν καθόρισε να εισέρχεται όχι πάντοτε, αλλά κατά μία μόνο ημέρα του χρόνου και κατά ορισμένη ώρα, ώστε να εποπτεύει τα άγια των αγίων με θάμβος, λόγω του ότι θα ήταν αυτό κάτι ασυνήθιστο και ξεχωριστό. Γνώριζε καλά ο σοφός Μωϋσής ότι εύκολα περιφρονεί κανείς το συνηθισμένο και ευκολοπλησίαστο, το απομακρυσμένο όμως και σπάνιο το θεωρεί κατά φυσική ακολουθία ως περισπούδαστο.
Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν και οι απόστολοι και πατέρες που έθεσαν εξ’ αρχής τους θεσμούς στην Εκκλησία επιδίωκαν να διαφυλάξουν με τη μυστικότητα και τη σιωπή τη σεμνότητα των μυστηρίων. Άλλωστε παύει να είναι μυστήριο αυτό που εύκολα το πληροφορείται ο οποιοσδήποτε. Αυτό είναι το νόημα της άγραφης παράδοσης, να μην αμεληθεί και περιφρονηθεί η γνώση των δογμάτων από τους πολλούς λόγω συνήθειας.
Διότι άλλο είναι το δόγμα και άλλο το κήρυγμα. Διότι το μεν δόγμα σιωπάται· τα κηρύγματα όμως δημοσιεύονται. Ένα είδος σιωπής είναι και η ασάφεια της Γραφής, με την οποία καθιστά αυτή δυσχερή την κατανόηση των δογμάτων για ωφέλεια των αναγνωστών.
Για αυτό το λόγο, ενώ όλοι στρεφόμαστε κατά την προσευχή προς την ανατολή, λίγοι γνωρίζουμε ότι επιζητούμε έτσι την παλαιά πατρίδα, τον παράδεισο, τον οποίο φύτεψε ο Θεός στην Εδέμ που βρίσκεται ανατολικά.
Όρθιοι προσφέρουμε τις ευχές κατά την ημέρα της Κυριακής· δεν γνωρίζουμε όμως όλοι τον λόγο. Όχι μόνο για να υπενθυμίσουμε στους εαυτούς μας, με τη στάση μας κατά την αναστάσιμη ημέρα, την χάρη που μας δόθηκε, ότι δηλαδή αναστηθήκαμε μαζί με το Χριστό και εμείς και οφείλουμε να επιδιώκουμε τα άνω, αλλά και διότι φαίνεται ότι είναι αυτή και μία εικόνα της μέλλουσας ζωής. Για αυτό ενώ είναι η αρχή των ημερών της εβδομάδας, δεν ονομάστηκε από τον Μωϋσή πρώτη, αλλά μία. «Έγινε, λέει, βράδυ, ήλθε κατόπιν το πρωί, ημέρα μία». Και αυτό διότι η ίδια ημέρα κάνει τον ίδιο κύκλο πολλές φορές.
Είναι μία λοιπόν αυτή ημέρα, και συγχρόνως ογδόη και φανερώνει την μία πράγματι και αληθινή ογδόη ημέρα, στην οποία αναφέρεται και ο ψαλμωδός σε μερικές επιγραφές των ψαλμών, την κατάσταση που θα διαδεχτεί αυτόν το χρόνο, την ατέλειωτη ημέρα, την αβασίλευτη, που δεν την διαδέχεται η νύχτα, τον ατελείωτο εκείνο και αγέραστο αιώνα.
Αναγκαστικά λοιπόν η Εκκλησία διδάσκει στα τέκνα της να προσεύχονται σε αυτή την ημέρα όρθιοι, ώστε με την διαρκή υπενθύμιση της αιώνιας ζωής να μην παραμελούμε τα εφόδια για την εκεί μετάβασή μας.
Ολόκληρη πάλι η περίοδος της Πεντηκοστής είναι υπενθύμιση της στο μέλλον αναμενόμενης ανάστασης. Διότι εάν η μία εκείνη και πρώτη ημέρα επταπλασιαστεί επτά φορές, συμπληρώνει τις επτά εβδομάδες της ιερής περιόδου της Πεντηκοστής. Αρχίζει δηλαδή από Κυριακή και τελειώνει πάλι σε Κυριακή και επαναλαμβάνεται πάλι ενδιάμεσα πενήντα φορές ο ίδιος κύκλος της ημέρας. Μιμείται για αυτό την αιωνιότητα και είναι όμοια με αυτήν· όπως στην κυκλική κίνηση, αρχίζει από τα ίδια σημεία και τελειώνει πάλι στα ίδια.
Σε αυτήν λοιπόν την ημέρα οι θεσμοί της Εκκλησίας μάς δίδαξαν να προτιμούμε την όρθια στάση της προσευχής, σαν να μεταφέρουμε έτσι με την διαρκή υπενθύμιση το νου μας από τα παρόντα στα μέλλοντα. Και μετά από κάθε γονυκλισία επίσης σηκωνόμαστε, για να δείξουμε έτσι ότι λόγω της αμαρτίας πέσαμε στη γη, λόγω της φιλανθρωπίας όμως του κτίστη μας οδηγηθήκαμε στον ουρανό.
Δεν θα με φτάσει η ημέρα για να εκθέσω τα άγραφα μυστήρια της Εκκλησίας.
(Βασιλείου του Μεγάλου, Περί Αγίου Πνεύματος ΚΖ,66, εκδ. ΕΠΕ τόμος 10, σελ. 457-463 μετάφραση ελαφρώς παραλλαγμένη προς τα νέα ελληνικά)
Και στους τρεις Συνοπτικούς ευαγγελιστές το θαύμα αυτό* τοποθετείται στα ίδια τοπικά και χρονικά πλαίσια: συνδέεται τοπικά με την Ιεριχώ και χρονικά με την περίοδο της ανάβασης στην Ιερουσαλήμ για το πάθος.
Ενώ όμως ο Λουκάς τοποθετεί το γεγονός “εν τω εγγίζειν αυτόν (ενν. Ιησούν) εις Ιεριχώ”, οι Μάρκος και Ματθαίος το αφηγούνται μετά την έξοδο του Ιησού και των μαθητών Του από την Ιεριχώ. Επιπλέον, ο Ματθαίος ομιλεί για θεραπεία δύο τυφλών. Εύκολα λοιπόν γεννιέται το ερώτημα, εαν οι τρεις ευαγγελιστές διηγούνται το ίδιο γεγονός ή καθένας τους διαφορετικό γεγονός. Στο ερώτημα αυτό δόθηκαν από τους πρώτους αιώνες μέχρι σήμερα οι ακόλουθες απαντήσεις:
α) Σε πολλούς από τους αρχαιότερους ερμηνευτές επικρατεί η άποψη ότι ο Ματθαίος, που αναφέρει δύο τυφλούς, ανταποκρίνεται περισσότερο στα ιστορικά δεδομένα ως αυτόπτυς μάρτυς του γεγονότος. Από τους δύο αυτούς τυφλούς οι ευαγγελιστές Μάρκος και Λουκάς μνημονεύουν μόνο τον ένα, αυτόν που ήταν πιο γνωστός στην περιοχή (“εμνήσθησαν του επιφανεστέρου”) ή πιο γνωστός εξαιτίας της χριστιανικής ιδιότητος που απέκτησε μετά τη θεραπεία του (Βίκτωρ Αντιοχεύς, Θεοφύλακτος κ.α.).
β) Την άποψη αυτή απορρίπτει ο Ζιγαβηνός, ο οποίος εκθέτει κατόπιν τη δική του: “Εγώ δε στοχαζόμενος, έτερον είναι λέγω παρά τους δύο τούτους (ενν. του Ματθαίου) τον του Μάρκου, και έτερον πάλιν, παρά τον του Μάρκου, τον του Λουκά. Και γαρ ο μεν του Μάρκου και το ιμάτιον έρριψεν υπό της άγαν σπουδής και χωρίς επαφής την ίασιν έλαβεν, ο δε του Λουκά, ερχόμενου μάλλον εις Ιεριχώ του Χριστού και ουκ εκπορευομένου, της ιάσεως έτυχεν”. Επικαλείται μάλιστα ο Ζιγαβηνός ως συμφωνούντα προς την γνώμην του και τον Χρυσόστομο. Η άποψη αυτή περί τριών διαφόρων περιπτώσεων θεραπείας και περι τεσσάρων συνολικά τυφλών βρίσκεται ήδη στον Ωριγένη, ο οποίος τοποθετεί τα γεγονότα κατά την εξής σειρά: “Δύναται ουν το μεν κατά τον Λουκάν εγγίσας τη Ιεριχώ πεποιηκέναι, το δε κατά τον Μάρκον ελθών εις Ιεριχώ, το δε κατά Ματθαίον εκπορευθείς απ'αυτών”. Ο Ωριγένης δίνει αυτή την ερμηνεία για τους ενδιαφερομένους απλώς για την “ψιλήν” ιστορία και την εναρμόνιση των ευαγγελικών διηγήσεων. Γι' αυτούς που αναζητούν όμως το βάθος αυτών των διηγήσεων τονίζει ότι “εν και το αυτό πράγμα διαφόροις λέξεσι παρίσταται”, και εκθέτει κατόπιν την αλληγορική του ερμηνεία, κατά την οποία Ιεριχώ (σύμφωνα και προς την αλληγορική εξήγηση της παραβολής του καλού Σαμαρείτη) είναι ο κόσμος, έξοδος απ'αυτήν η απομάκρυνση εκ του κοσμικού φρονήματος, δύο τυφλοί τα βασίλεια του Ισραήλ και του Ιούδα, ένας τυφλός (κατά την διήγηση του Μάρκου και Λουκά) όλος ο λαός τους, που κάθεται “παρά την οδόν”, δηλ. παρά τον Νόμον και τους προφήτες, και ζητεί την ίαση της τυφλότητάς του από τον διερχόμενον Ιησούν ο οποίος και την παρέχει.
γ) Η άποψη του Αμβροσίου, κατά την οποία οι τυφλοί παρουσιάσθηκαν στον Ιησού κατά την είσοδο Του στην Ιεριχώ και ζήτησαν την θεραπεία των, αλλά την έλαβαν κατά την έξοδο Του από την πόλη, παραβιάζει όχι την μια μόνον από τις διηγήσεις των Συνοπτικών αλλά και τις τρεις.
δ) Κατά τον ι. Αυγουστίνο, δύο πράγματι τυφλοί θεραπεύτηκαν όπως διηγείται ο Ματθαίος, αλλά ο ένας θεραπεύτηκε κατά την είσοδο του Ιησού στην Ιεριχώ κι άλλος κατά την έξοδο από την πόλη.
ε) Το πρόβλημα λύνεται, κατ'άλλους, εάν λάβουμε υπόψη μας την πληροφορία του Ιωσήπου, ότι υπήρχαν δύο πόλεις με το όνομα Ιεριχώ, η παλαιά και η νέα πόλη. Το θαύμα έγινε κατά την έξοδο από την μία πόλη και την είσοδο στην άλλη, από τους ευαγγελιστές οι Ματθαίος και Μάρκος αναφέρονται στην παλαιά πόλη, ο Λουκάς στη νέα.
στ) Εαν λάβουμε, τέλος, υπόψη τις νεώτερες έρευνες για τη Μορφοϊστορία των ευαγγελίων και για την φιλολογική σχέση μεταξύ των διηγήσεών τους, δεν θα δυσκολευτούμε να αναγνωρίσουμε ότι ένα και το αυτό γεγονός, που μαρτυρεί τη μεσσιανική εξουσία του Ιησού και που έλαβε χώρα λίγο πριν από το πάθος, παρατίθεται με κάποιες παραλλαγές από τους τρεις Συνοπτικούς ανάλογα βέβαια με την παράδοση που είχε στη διάθεση του έκαστος εξ αυτών.
Την τελευταία αυτή άποψη στηρίζουν οι ακόλουθες σκέψεις. Και οι τρεις ευαγγελιστές θέλουν να υπογραμμίσουν με την διήγηση αυτή ότι ο Ιησούς, που δεν γίνεται κατανοητός από τον όχλο και τους μαθητές Του, αναγνωρίζεται ως Μεσσίας (“υιός Δαυίδ”) από τους τυφλούς, χαρακτηριστικό παράδειγμα των οποίων είναι και αυτό που παραδίδεται από τους ευαγγελιστές κατά την επίσκεψη τους στην Ιεριχώ προ του πάθους.
Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι ο Ιησούς ένα μόνο τυφλό θεράπευσε. Απεναντίας σε πολλούς τυφλούς έδωκεν “ανάβλεψιν”. Οι ευαγγελιστές μάλιστα μιλούν αλλού για ομαδικές θεραπείες τυφλών (π.χ. Μθ 12, 22 ε.15, 30-31. 21, 14 κ.α.), δεν αποσκοπούν όμως με τα ευαγγέλια τους να μας δώσουν ένα ακριβές ημερολόγιο των κινήσεων του Ιησού και των θεραπειών του με τη διαδοχική τους σειρά. Από τις πολλές θεραπείες, που επιτέλεσε ο Ιησούς, εκλέγουν μερικές αντιπροσωπευτικές, για να τονίσουν μ'αυτές τη μεσσιανική εξουσία Του με την οποία πραγματοποιεί τις προφητείες της Π. Διαθήκης.
Όσο για την περίπτωση της διήγησής μας, παρατηρούμε ότι παρόλον που η παράδοση αποκρυσταλλώθηκε διαφορετικά σε μερικές πλευρές της διήγησης του θαύματος (θεραπεία δύο τυφλών κατά την έξοδο του Ιησού από την Ιεριχώ – θεραπεία ενός τυφλού κατα την έξοδο – θεραπεία ενός τυφλού πριν από την είσοδο του Ιησού στην Ιεριχώ), ένα πλήθος κοινών σημείων στις τρεις διηγήσεις οδηγεί στη διαπίστωση ότι πρόκειται για το ίδιο γεγονός: τη θεραπεία τυφλού που μαρτυρεί τη μεσσιανική εξουσία του Ιησού.
*V. K. Robbins, “The Healing of the Blind Bartimaeus in the Markan Theology”, JBL 92(1973),224-243. Kertelge, Die Wunder Jesu...179-182.
(Ιωάννου Καραβιδόπουλου,Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο,εκδ. Πουρναρα,1988, σελ. 355-358)
«Αγαπάς με;» (Ιωάν. κα΄, 15). Η ερώτηση που ετέθη από τον Ιησού στον Σίμωνα Πέτρο ισχύει και για τον καθένα μας. Είναι η ουσιαστική ερώτηση. Η απάντηση που θα δώσω προσδιορίζει τη σχέση μου με το Σωτήρα.
Θα τολμήσω να πω με τον Πέτρο: «Κύριε, Συ πάντα οίδας, Συ γινώσκεις ότι φιλώ Σε» (Ιωάν. κα΄, 17). Μα τόσο συχνά η ζωή μου, τα έργα μου, αναιρούν μια παρόμοια βεβαίωση.
Να ομολογήσω ταπεινά ότι δεν έχω αυτήν την αγάπη; Να πω με απλότητα, ίσως και με ειλικρίνεια: «Όχι, Κύριε, δεν Σ’ αγαπώ»; Μια τέτοια όμως ριζική άρνηση δεν είναι σωστή. Διότι, ακόμη και στις χειρότερες πτώσεις μου, η ανάμνηση του Λυτρωτού, η μορφή Του, δεν σβήνουν εντελώς από την ψυχή μου. Δεν παύουν να με τραβούν. Περίπλοκη κατάσταση του αμαρτωλού, που ακόμη και στο βάθος της αθλιότητός του, κι όταν δεν έχει τη δύναμη να σπάσει τα δεσμά του, στρέφει με πόθο το κεφάλι προς τον Ιησού πλημμυρισμένος από τη νοσταλγία της ενώσεως μαζί Του.
Η μόνη απάντηση που θα μπορούσα να δώσω είναι: «Κύριε, γνωρίζεις τα πάντα. Γνωρίζεις ότι θα ήθελα να σ’ αγαπώ. Δος μου την αγάπη Σου»…
… «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε» (Ιωάν. ιδ΄, 15). Τρομερή φράση. Με καταδικάζει. Το να τηρούμε το λόγο του Ιησού σημαίνει: να εφαρμόζουμε τα παραγγέλματά Του. Το νόημα της φράσεως, το νόημα το πιο φυσικό, θα ήταν: το δείγμα της αυθεντικής αγάπης για τον Ιησού είναι μια ζωή σύμφωνη με τα παραγγέλματά Του.
Ένα άλλο νόημα (που δεν αποκλείει το προηγούμενο) είναι:Μόνο εκείνος που αγαπά τον Ιησού μπορεί να τηρήσει το λόγο του Ιησού. Η αγάπη που προηγείται της υπακοής, που είναι προϋπόθεση υπακοής. Η υπακοή διατηρεί και προφυλάσσει την αγάπη, της δίδει συνέχεια και ασφάλεια. Αλλά η πηγή της υπακοής, το νόημά της και η εσωτερική της δύναμη βρίσκεται στην αγάπη.
Κύριε Ιησού, πως μπορώ να Σε υπακούσω, αν δεν Σ’ αγαπώ; Μετάστρεψέ με πρώτα, φέρε με στην περιοχή της αγάπης Σου. Τότε θα μάθω να Σε υπακούω. Είμαι πολύ αδύνατος να τηρήσω το λόγο Σου, αν δεν με κρατήσει, αν δεν με βαστάξει η αγάπη Σου. Εάν η καρδιά μου δεν είναι γεμάτη από την αγάπη Σου, εύκολα θα μπορεί να μπει ο πειρασμός και να την κατακτήσει. Γι’ αυτό και Σε ικετεύω: Γέμισε την καρδιά μου όπως γεμίζουν ένα ποτήρι με νερό ως τα χείλη. Έτσι ώστε να είναι αδύνατο να χωρέσει έστω και μια ξένη σταγόνα. Μόνο η ελπίδα που έχω ότι θα μου δώσεις την αγάπη Σου με κάνει να μην απελπίζομαι. Να μη χάνω την ελπίδα μου ότι θα τηρήσω κάποια μέρα το λόγο Σου…
… Στην αμαρτωλή γυναίκα συγχωρήθηκαν πολλά, διότι «ηγάπησεν πολύ»; Ή αγάπησε πολύ, διότι της συγχωρήθηκαν πολλά; Το ελληνικό κείμενο του Ευαγγελίου αφήνει περιθώρια και για τις δύο ερμηνείες. Και η μία και η άλλη εκφράζουν μια βαθιά αλήθεια. Η πρώτη τοποθετεί την άφεση σαν απάντηση στην αγάπη. (Φυσικά αποκρούομε μιαν έννοια αγάπης που θα ήταν πρόφαση, για να καλύψει κάθε παράβαση). Ακόμη και σ’ αυτή την πρώτη ερμηνεία η αγάπη που φέρνει την άφεση είναι ήδη μια χάρη, μια πρωτοβουλία του Χριστού. Στη δεύτερη ερμηνεία, όπου η συγχώρηση γεννά την αγάπη, η πρωτοβουλία του Κυρίου παραμένει απόλυτη: Προκαλεί την πρώτη κίνηση της μεταστροφής, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε να υπάρξει συγχώρηση. Ακολουθεί η άφεση που καθιερώνει πια τη μεταστροφή. Και τέλος η αγάπη, απάντηση της ψυχής που δέχτηκε την άφεση. Αν αγαπούσα τον Ιησού στο μέτρο της αφέσεως που μου χάρισε, σίγουρα θα γινόμουν μια γιγάντια φωτιά αγάπης.
«Μείνατε εν τη αγάπη τη εμή» (Ιωάν. ιε΄, 9). Το κείμενο δείχνει καθαρά ότι δεν πρόκειται για τη δική μας αγάπη προς τον Ιησού, αλλά για την αγάπη του ίδιου του Ιησού. «Μείνατε στην αγάπη που είναι δική μου, στην αγάπη που με κινεί, στην αγάπη που εκφράζει όλη τη φύση μου». Μα η αγάπη του Ιησού είναι η πηγή και η δύναμη και της δικής μας αγάπης προς τον Ιησού.
(Από το βιβλίο «Ιησούς» του Λεβ Ζιλέ, σελίδα 71- 74)
Η αναχώρηση (retreat), η συμμέτοχη μας σε ένα αναχωρητικό σεμινάριο, δεν είναι αποτέλεσμα αναδίπλωσης, φόβου για τη ζωή. Δεν είναι μια περίοδος κατά την οποία ασκούμαστε στην απομόνωση για να παραμείνουμε απομονωμένοι. Είναι μια περίοδος κατά την οποία προσπαθούμε να πλησιάσουμε τον βαθύτερο εαυτό μας, έτσι ώστε να μπορούμε να ζούμε με εσωτερικότητα. Τον περισσότερο χρόνο ζούμε, κατά κάποιον τρόπο, εκτός του εαυτού μας. Δεν ζούμε επειδή νιώθουμε την εσωτερική ανάγκη να ζήσουμε, να μιλήσουμε ή να δράσουμε με ορισμένο τρόπο. Τις περισσότερες φορές απλά αντιδρούμε σε εξωτερικά ερεθίσματα. Σπάνιες είναι οι φορές που τα λόγια βγαίνουν από τα βάθη της καρδιάς μας. Τις περισσότερες φορές αρθρώνουμε λέξεις που καθορίζονται από αυτά που ακούσαμε, από πράξεις που συμβαίνουν έξω από εμάς.
Επομένως, καθώς δεν είμαστε σε επαφή με τον εσώτερο εαυτό μας και ούτε γνωρίζουμε κάποιον τρόπο άμεσης επικοινωνίας με αυτόν, οι πράξεις και οι κουβέντες μας συνήθως εξαρτώνται από αυτά που συμβαίνουν έξω από εμάς, που προκαλούνται δηλαδή. Άρα δεν μπορούμε να πούμε ότι “μιλάμε”, αλλά ότι “απαντάμε”. Δεν μπορούμε να πούμε ότι “δρούμε”, αλλά ότι “αντιδρούμε”. Ένα από τα ουσιώδη ζητήματα της πνευματικής ζωής είναι να μάθουμε να παραμένουμε εντός και όχι εκτός του εαυτού μας, με αυτή την έννοια. Δεν σημαίνει απομόνωση. Δεν σημαίνει να σηκώσουμε ένα φράχτη, ένα τοίχο. Δεν πρόκειται για συμπεριφορά ενός ανθρώπου που περιχαρακώνεται για να μην είναι προσιτός στους άλλους. Αντίθετα, πρόκειται για την περίπτωση του ανθρώπου που βρίσκεται σε επαφή με τον εσώτερο εαυτό του, με τις αισθήσεις του, που είναι σε θέση να μιλά εκ των έσω, διότι τα λόγια του και οι πράξεις του δεν πηγάζουν από εξωτερικά ερεθίσματα.
Αν πάρουμε για παράδειγμα τον Χριστό, ίσως αυτό το χαρακτηριστικό Του να είναι το πιο εντυπωσιακό στην προσωπικότητα Του. Αντιμετωπίζει διαφορετικές καταστάσεις την κάθε στιγμή, όμως αυτό δεν Τον κάνει να αλλάζει. Δρα ανάλογα με την κάθε κατάσταση, αλλά είναι πάντα ο ίδιος, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, πάντα πιστός στον εαυτό Του, πάντα ο εαυτός Του.
Αναλογιζόμενοι τη δική μας συμπεριφορά, κατά πάσα πιθανότητα θα ανακαλύψουμε ότι στη διάρκεια μιας μέρας, ανάλογα με τους ανθρώπους στους οποίους απευθυνόμαστε και την συνθήκη στην οποία βρισκόμαστε, φερόμαστε με διαφορετικό τρόπο. Δεν είμαστε τα ίδια άτομα, αλλάζουμε. Και όχι απλως γιατί δρούμε διαφορετικά, αλλά γιατί αλλάζει η αίσθηση που έχουμε για τον εαυτό μας. Αλλάζει η αίσθηση της ταυτότητας μας, σαν να είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι σε κάθε διαφορετικό τόπο, σε κάθε διαφορετικό περίγυρο. Αυτό ακριβώς είναι κάτι που θα πρέπει να ξεσυνηθίσουμε. Η αναχώρηση για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα, για κάποιες ώρες ή για μακρές περιόδους, σκόπο έχει να μας διδάξει να ξαναβρούμε την ταυτότητα μας, τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό: Ποιός είμαι; Πώς μπορώ να φέρομαι ως ο Εαυτός μου και όχι ως μια σειρά ψεύτικων, κατασκευασμένων προσωπικοτήτων που δημιουργούνται από τα εξωτερικά ερεθίσματα;
Επομένως, η ουσία ενός αναχωρητικού σεμιναρίου είναι πράγματι η προσπάθεια να έρθουμε σε επαφή με τον εσωτερικό μας εαυτό, όμως όχι για να περιχαρακωθούμε, όχι για να φυλακιστούμε σε ένα μεγαλόπρεπο πύργο, αλλά για να συντονιστούμε με τον εσωτερικό μας εαυτό έτσι ώστε να μπορούμε να μιλάμε, να δρούμε, να σκεφτόμαστε, να προσλαμβάνουμε τα ερεθίσματα και να ανταποκρινόμαστε σ' αυτά με την κυρίαρχη ελευθερία μιας ανακτημένης, αποκαταστημένης ταυτότητας πάνω στην οποία κυριαρχούμε.
Ως μέρος της προσπάθειας αυτής, τώρα, η εξομολόγηση και η προετοιμασία για την εξομολόγηση μπορεί να παίξουν δημιουργικό και θετικό ρόλο. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της προετοιμασίας για την εξομολόγηση, και της ίδιας της εξομολόγησης, είναι ότι πρόκειται για μια στιγμή ανάληψης ευθύνης. Δεν περνάμε τη δική μας ευθύνη στους ώμους του ιερέα ή του Θεού. Μια εξομολόγηση έχει νόημα μόνο αν είναι μια στιγμή κατά την οποία στέκομαι ενώπιον της συνείδησής μου και αναλαμβάνω την ευθύνη για το σύνολο της ύπαρξής μου, των πράξεών μου, των λόγων μου. Η λέξη “ευθύνη” πρέπει να βρίσκεται στον πυρήνα και στο κέντρο της επίγνωσης μας, αλλά όχι “επίγνωσης” με τη νομική έννοια ή με την έννοια των τύψεων. Η δίκη μας ευθύνη δεν έχει την ίδια ποιότητα με αυτή του ανθρώπου που πιάστηκε να κλέβει ή να ψεύδεται.
Δεν πρόκειται για δίκη, για καταδίκη, για τιμωρία. Δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ότι ο Θεός μας προσφέρει τη δυνατότητα να είμαστε υπεύθυνοι μέσα στο πλαίσιο του κόσμου στον οποίο ζούμε. Μας καλεί να είμαστε οι συνεργάτες Του στο στο χτίσιμο του κόσμου που έπλασε. Δεν πρόκειται για ευθύνη με την έννοια των τύψεων ή του κακού, πρόκειται απλώς για το πως διεκπεραιώσαμε το έργο που μας δόθηκε. Το αν θα τιμωρηθούμε ή όχι είναι άνευ σημασίας. Ακόμα και το αν θα νιώθουμε ντροπή ή όχι είναι κατά κάποιον τρόπο κι αυτό άνευ σημασίας. Σημασία έχει να γνωρίζουμε ότι έχουμε κληθεί σ' αυτό τον κόσμο για να είμαστε δημιουργικοί, συνεργάτες του Θεού, να εργαστούμε για τους ανθρώπους, για εμάς τους ίδιους και για τον κόσμο. Και ότι ο κόσμος έχει εναποτεθεί στη δική μας ευθύνη.
Αυτό είναι το κορυφαίο σημείο της ευθύνης. Ο κόσμος μπορεί να μας συγχωρήσει, το ίδιο κι ο Θεός, και ο πλησίον μας. Δεν έχει διαφορά. Δεν μας καθιστά λιγότερο άπιστους αν μας συγχωρήσει ο Θεός ή ο κόσμος γύρω μας ή κάθε ένας από τους πλησίον μας και αναλάβουν αυτοί το βάρος της ανευθυνότητας μας. Όταν διαβάζω παραβολές της Κρίσεως πάντα αισθάνομαι ότι το ευκολότερο μέρος θα ήταν να σταθούμε στο “εδώλιο”, να κατηγορηθούμε, να καταδικαστούμε και να τιμωρηθούμε. Το τρομερότερο θα ήταν -ή θα είναι- να συνειδητοποιήσουμε ότι απογοητεύσαμε τον Χριστό, τον πλησίον, γενικά τη ζωή, μη κάνοντας ό,τι μας έχει ανατεθεί. Το αν θα συγχωρηθούμε, αυτό είναι δευτερεύον. Εκείνο που μετράει είναι πώς θα κοιτάξουμε στα μάτια αυτούς που μας εμπιστεύθηκε ο Θεός και που εμείς τους απογοητεύσαμε.
Κάνουμε τόσα λάθη. Κρίνουμε λανθασμένα γιατί κρίνουμε σαν να ήμασταν το κέντρο των καταστάσεων: Γιατί να συμβεί αυτό σε μένα; Γιατί έπρεπε να συμβεί αυτό; Γιατί βρίσκεται αυτό το πρόσωπο στη ζωή μου; Και ξεχνούμε ότι μπορεί ο Θεός να μας τοποθέτησε στη ζωή αυτού του ατόμου ή στη συγκεκριμένη κατάσταση γιατί εκεί μας χρειαζόταν. Και είναι δική μας η ευθύνη αν η παρουσία μας αποδειχτεί μάταιη. Προσπεράσαμε μιαν ευκαιρίαν να είμαστε η παρουσία του Θεού, να συμπεριφερθούμε ως Χριστιανοί ή ως υπεύθυνα μέλη αυτού του ανθρώπινου είδους στο οποίο ισχυριζόμαστε ότι ανήκουμε.
Πιστεύω πως αν σκεφτόμασταν με αυτόν τον τρόπο θα συνειδητοποιούσαμε ότι η ζωή -εννοώ η δική μου, η δική σας ζωή, η ζωή του καθενός μας- θα ήταν κατά πολύ πλουσιότερη από όταν επικεντρωνόμαστε μόνο στον εαυτό μας, στον καθένα μας που λέει “Εγώ”, διότι η ζωή δεν περιορίζεται στο “εγώ”. Η ζωή είναι πλατιά, βαθιά, τραγική. Είναι τόσο τραγική όσο οι μεγάλες χαρές και λύπες που προσφέρει. Δεν επικεντρώνεται σε κανέναν από εμάς. Επικεντρώνεται στη μελλοντική ολοκλήρωση, που θα είναι η δική μας ολοκλήρωση. Και ο καθένας μας καλείται να είναι σ' αυτή τη ζωή μια πράξη του Θεού, ένα γεγονός, κάτι που να είναι αποφασιστικό και ουσιαστικό.
Και πάλι, δεν θα μπορούμε να το κάνουμε αυτό, αν αναλώνουμε τη ζωή μας χωρίς επαφή με τον εσωτερικό μας εαυτό. Αν όλη μας η ζωή εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες, βεβαίως και δεν θα μπορέσουμε ποτέ να δράσουμε θετικά, να πούμε κάτι καινούργιο. Αν είμαστε χαμαιλέοντες κι αλλάζουμε χρώμα κάθε φορά που τοποθετούμαστε σε νέο περιβάλλον, θα είμαστε εντελώς άχρηστοι.
“On staying yourselves”
Opening talk by Metropolitan Anthony
Retreat at Ennismore Gardens, March 1972
(Μητροπολίτης Αντώνιος του Σουρόζ, Ο ΕΑΥΤΟΣ ΜΑΣ και Ο ΑΛΛΟΣ, στοχασμοί για τις ανθρώπινες σχέσεις, εκδ. Πορφύρα, σελ. 56-62)
Προλήψεις και δεισιδαιμονίες.
Μετά το γάμο, αν γεννηθή παιδί, θα δούμε και δω την ίδια μωρία και πολλά σύμβολα που είναι γεμάτα από γελιότητες. Και πράγματι˙ όταν πρόκειται να δώσουν όνομα στο παιδί, δεν το ονομάζουν με το όνομα των αγίων, όπως συνήθιζαν πρώτα οι παλιοί, αλλά, αφού ανάψουν λύχνους και τους δώσουν ονόματα, δίνουν στο παιδί το όνομα του λύχνου εκείνου που διήρκησε περισσότερο νομίζοντας ότι αυτό θα ζήση πολύ χρόνο. Κατόπιν, αν συμβή να πεθάνη αυτό σε μικρή ηλικία, και πολλές φορές συμβαίνει, πολύ θα γελάση ο διάβολος, διότι τους εξαπάτησε σαν ανόητα παιδιά.
Τι να πη κανείς για τα φυλαχτά και τα κουδούνια, που κρεμούν από το χέρι και την κόκκινη κλωστή και τα άλλα που είναι γεμάτα με πολλή ανοησία, ενώ δεν πρέπει να τοποθετούν τίποτε άλλο γύρω από το παιδί, παρά μόνο τον σταυρό για να το προστατεύη το παιδί; Τώρα, όμως, περιφρονείται αυτός που πέτυχε την επιστροφή ολόκληρης της οικουμένης και κατάφερε αποφασιστικό πλήγμα κατά του διαβόλου και κατάστρεψε όλη τη δύναμί του, ενώ εμπιστεύονται την ασφάλεια του παιδιού σε κλωστές και νήματα και σε άλλα παρόμοια φυλακτά. Να πω τι μπορεί να βρεθή άλλο πιο γελοίο από αυτό;
Οι γυναίκες κατόπιν, παραμάνες και υπηρέτριες, παίρνουν βούρκο από το λουτρό και με το δάκτυλό τους χρίουν και κάνουν σημάδι στο μέτωπο του παιδιού. Και αν κάποιος ρωτήση τι χρειάζεται ο βούρκος και ο πηλός, θα του απαντήσουν ότι απομακρύνει το πονηρό μάτι, τη βασκανία και το φθόνο. Πω! πω! η δύναμις του βούρκου και η δύναμις του πηλού, πόση μεγάλη ισχύ έχουν! απομακρύνει ολόκληρη την παράταξι του διαβόλου!
Πες μου, δε θα ντραπήτε, δε θα καταλάβετε ποτέ τέλος πάντων τις παγίδες του διαβόλου, πως από την πρώτη ηλικία σιγά – σιγά ο διάβολος εισάγει τις πονηριές του; Και αν ο βούρκος πετυχαίνη αυτό, γιατί δεν το κάνεις και στο μέτωπό σου, αφού μάλιστα είσαι άνδρας και έχεις συνηθίσει και σε φθονούν περισσότεροι από όσο το παιδί; γιατί δεν καλύπτεις με βούρκο όλο το σώμα σου; Διότι, εάν έχη τόση δύναμι ο βούρκος στο μέτωπο, γιατί δεν χρίεις με βούρκο ολόκληρο το σώμα σου; Αυτά είναι γέλιο και σατανική κωμωδία, που όχι μόνο αξίζει χλευασμό, αλλά και οδηγεί στην κόλασι αυτούς που απατώνται.
Και το να τα κάνουν αυτά οι ειδωλολάτρες δεν είναι καθόλου παράξενο˙ το να κάνουν όμως αυτή την ασχήμια εκείνοι που προσκυνούν το σταυρό και κοινωνούν τα απόρρητα μυστήρια και φιλοσοφούν για τόσο υψηλά θέματα, αυτό είναι άξιο για πολλούς θρήνους.
Ο Θεός σε τίμησε με μύρο πνευματικό και συ μολύνεις το παιδί με βόρβορο; ο Θεός σε τίμησε και συ ατιμάζεις τον εαυτό σου; και ενώ έπρεπε να σχηματίζης στο μέτωπο το σταυρό, που χαρίζει ακατανίκητη ασφάλεια, εσύ τα εγκατέλειψες αυτά και καταντάς στη σατανική ανοησία; Εάν όμως μερικοί τα νομίζουν αυτά σαν ασήμαντα, ας μάθουν ότι είναι αίτια μεγάλων κακών και ότι ούτε ο Παύλος έκρινε σκόπιμο να αδιαφορή για τα μικρά.
Πες μου, λοιπόν, πως το οδηγείς στα χέρια του ιερέως; πως έχεις την αξίωσι να σφραγισθή με το σημείο του σταυρού στο μέτωπο, από το χέρι του ιερέως, όπου προηγουμένως επέχρισες το βόρβορο;
Μη, μη κάμνετε αυτά αδελφοί, αλλά από την πρώτη ηλικία να περιφρουρήτε τα παιδιά με όπλα πνευματικά και να τα εκπαιδεύετε να κάμνουν με το χέρι τους στο μέτωπο το σημείο του σταυρού˙ και πριν μπορέσουν να κάνουν αυτό με το χέρι τους, να κάμνετε σεις οι ίδιοι σ’ αυτά το σημείο του σταυρού.
(Α’ Κορινθίους, ΙΒ’ ΕΠΕ 18,348-352. PG 61,106)